Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

ΡΩΜΑΪΚΟ ΘΕΑΤΡΟ



Στα πλαίσια της εκπαιδευτικής εκδρομής της Α΄ λυκείου στη Ρώμη με υπεύθυνους καθηγητές τους : A.Kωτίδου, Κ.Παπανίκου, Ν.Ξένιο και Α.Φιλίο κάνουμε αυτή την εργασία με θέμα την ιστορία του ρωμαϊκού θεάτρου. Η εργασία περιλαμβάνει γενικές ιστορικές πληροφορίες για την αρχιτεκτονική των ρωμαϊκών θεάτρων, άλλες γενικές πληροφορίες για τον χώρο του ρωμαϊκού θεάτρου καθώς και πληροφορίες για το περιεχόμενο των παραστάσεων της τότε εποχής.


Η ιστορία του ρωμαϊκού Θεάτρου βαστάει τέσσερις αιώνες: από τα μισά του 4ου π.Χ ίσαμε τα μισά του 2ου μ.Χ αιώνα περίπου. Αρχίζει την εποχή των Καλχηδονικών Πολέμων και, ζώντας την μεταπολίτευση της Δημοκρατίας, φτάνει στα χρόνια του Μάρκου Αυρήλιου και της γενικής παρακμής.

Οι Ρωμαίοι απροκατάλυπτα θαύμασαν και ποικιλοτρόπως μιμήθηκαν το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ήταν φυσικό να θαυμάσουν εξίσου και τον χώρο όπου παιζόταν –την απλή, όσο και μεγαλειώδη μορφή του ελληνικού θεάτρου. Έτσι, όχι μόνο διατήρησαν, ανακατασκεύασαν και συμπλήρωσαν όσα θέατρα βρήκαν στις ελληνικού πολιτισμού χώρες που κατέλαβαν, αλλά κατασκεύασαν και νέα από άκρου εις άκρον της απέραντης αυτοκρατορίας τους –και ως την τελική της πτώση. Όπως ήταν φυσικό, οι Ρωμαίοι εξέλιξαν το ελληνικό αρχιτεκτόνημα, επιφέροντας με τους αιώνες σημαντικές αλλαγές, οι οποίες όμως ποτέ δεν υπήρξαν τόσο ριζικές ώστε να ανατρέψουν την αρχική αρχιτεκτονική μορφή που ήρθαν να συνεχίσουν. ¨Ετσι, το ρωμαϊκό θέατρο αποτελεί εξέλιξη των αρχαίων ελληνικών θεάτρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο λίθινο θέατρο στη Ρώμη από τον Πομπήιο, το 55 π.Χ ήταν αντίγραφο του θεάτρου της Μυτιλήνης. Εξαπλώθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας .Τα σωζόμενα ερείπια στα περισσότερα ελληνικά θέατρα προέρχονται κατά μεγαλύτερο μέρος από την τελευταία περίοδο της ζωής τους, τη ρωμαϊκή. Συνήθως στην Ελλάδα το ένα θέατρο διαδέχεται το άλλο στην ίδια θέση , με διεύρυνση του κοίλου είτε με προσθήκη κερκίδων, είτε με προσθήκη διαζωμάτων και εδωλίων ή με ριζικότερη τροποποίηση, όπως σε θέατρα της Κύπρου. Μικρός αριθμός θεάτρων και σχετικά μεγαλύτερος ωδείων έχει κατασκευαστεί στην Ελλάδα τους ρωμαϊκούς χρόνους , Κρήτη ,Πελοπόννησος, Αθήνα, Δίο ,Θεσσαλονίκη στις αρχές 3ου μ.Χ. Το απέριττο ανοικτό ελληνικό θέατρο διαδέχεται το βαρύ , κλειστό ρωμαϊκό . Οι διαστάσεις του μεγάλωναν από την κλασική στην ελληνιστική και την ρωμαϊκή περίοδο. Τα ρωμαϊκά θέατρα κατασκευάζονται συνήθως σε επίπεδα εδάφη. Τα μέρη της τριμερούς διάρθρωσης (κοίλο, ορχήστρα, σκηνή) ανήκουν στο ενιαίο κτίριο. Όταν το θέατρο κατασκευάζεται σε πλαγιές η κατασκευή κτιστού κοίλου συχνά περιορίζεται στο ψηλότερο τμήμα του.

Η Ρώμη συνέχισε την ελληνική συνήθεια της προσφοράς θεατρικών θεαμάτων στο κοινό με την ευκαιρία ορισμένων εξαιρετικών γεγονότων .Οι πρώτες δραματικές παραστάσεις στη Ρώμη παρουσίαζαν ελληνικά έργα σε μετάφραση ή παράφραση.



Οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί του ρωμαϊκού Θεάτρου ήταν ο Κοίντος Ρόσκιος Γάλλος , γνωστός περισσότερο ως Ρόσκιος (134-62 π.Χ) και ο σύγχρονός του , ελληνικής καταγωγής, Κλαύδιος Αίσωπος. Άλλος μέγας υποκριτής, μεταγενέστερος των δυο προηγουμένων ήταν ο Λέντουλος, που έπαιζε με τόση φυσικότητα το ρόλο του σκλάβου, που τον σταυρώνουν, ώστε οι θεατές να νομίζουν ότι πεθαίνει πραγματικά.


Το θέατρο ως αρχιτεκτόνημα ήταν ένα δάνειο της Ελλάδας προς τη Ρώμη, με τη διαφορά ότι προσαρμόστηκε στο ρωμαϊκό πνεύμα και τρόπο ζωής. Οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονες προχώρησαν τον 1ο αιώνα π.Χ. στη δημιουργία ενός ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου που ήταν ταυτόχρονα και πρακτικό και καλαίσθητο.

Από τα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου και έπειτα διαπιστώνεται έξαρση στην κατασκευή θεάτρων σε όλη την έκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτος ο Αύγουστος χρησιμοποίησε τα θέατρα ως μέσο προπαγάνδας υπέρ της πολιτικής του ιδεολογίας, της ύπαρξης δηλαδή μιας μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (imperium romanum) που εγγυάται την ευημερία και την ελευθερία των πολιτών της.

Όλες οι επαρχίες της αυτοκρατορίας σε Ανατολή και Δύση γεμίζουν με θεατρικά οικοδομήματα. Ακόμα και μικρές πόλεις στη Μικρά Ασία ή την Αφρική, που λίγο νωρίτερα ήταν φτωχές ή ακατοίκητες, αποκτούν μνημειώδη μαρμάρινα θέατρα. Στόχος ήταν οι κάτοικοι και των πιο απομακρυσμένων περιοχών να αισθανθούν κομμάτι του ρωμαϊκού κόσμου και τρόπου ζωής.

Η αγάπη των Ρωμαίων για την οργάνωση και την τάξη από τη μία πλευρά και την πολυτέλεια από την άλλη οδήγησε στην κατασκευή θεάτρων που εντυπωσίαζαν για την οργάνωση και το σχεδιασμό τους, αλλά και για τον πλούτο, τη μεγαλοπρέπεια και τη χλιδή τους. Τα εντυπωσιακά επιτεύγματα οφείλονται στις τεχνολογικές κατακτήσεις της εποχής, που τους επέτρεψαν να προχωρήσουν σε λύσεις πρωτότυπες, π.χ. στην κατασκευή θεάτρων σε εδάφη τελείως επίπεδα, στοιχείο που αποτελεί τη βασική διαφορά των ρωμαϊκών θεάτρων από τα αντίστοιχα ελληνικά. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό τα τόξα και τις καμάρες, κι έτσι προχώρησαν στη λύση των θολωτών κατασκευών, που διατάσσονταν ακτινωτά κάτω από το κοίλο (cavea, auditorium), με αποτέλεσμα τα θέατρα να αποκτούν εξωτερικά τη μορφή πολυώροφων μνημειακών οικοδομημάτων. Αυτές οι κατασκευές έδιναν στο ρωμαϊκό κοίλο μεγαλύτερη κλίση απ’ ό,τι στο ελληνικό. Τα διαζώματα (praesinctiones) χώριζαν το ρωμαϊκό κοίλο σε οριζόντια τμήματα (maeniana: ima cavea, media cavea, summa cavea). Οι θεατές ανέβαιναν στις θέσεις τους στις κερκίδες (cunei) από τις στενές κλίμακες (scalaria). Στο ανώτατο σημείο του κοίλου υπήρχε μια στεγασμένη στοά (porticus in summa cavea), στο μέσο της οποίας συχνά βρισκόταν ναΐσκος (sacellum) αφιερωμένος σε κάποιο θεό. Για την προστασία των θεατών από το δυνατό ήλιο ή τη βροχή, το κοίλο είχε τη δυνατότητα να στεγαστεί με μια τεράστια τέντα από καραβόπανο (velarium). Οπές για τη στήριξη των ειδικών πασσάλων βρίσκουμε ακόμα και σήμερα σε πολλά θέατρα. Η ορχήστρα των ρωμαϊκών θεάτρων γίνεται ημικυκλική. Στρώνεται είτε απλώς με χώμα (και από κει πήρε το όνομα κονίστρα) είτε με μαρμάρινες πλάκες.

Ουσιαστική διαφορά της ρωμαϊκής σκηνής (scaena) από τα ελληνικά πρότυπα είναι το ότι ενώνεται αρχιτεκτονικά με το κοίλο, πάνω από τις παρόδους. Εκεί δημιουργούνται θεωρεία για τους διακεκριμένους θεατές (tribunalia). Το προσκήνιο (proscaenium) χαμηλώνει και το λόγιο αποκτά μεγαλύτερο βάθος. Ο χώρος όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί ήταν ένα υπερυψωμένο πάτωμα (pulpitum), με πρόσοψη διακοσμημένη άλλοτε με μικρούς πεσσούς άλλοτε με ανάγλυφες πλάκες.
Όταν δεν παίζονταν έργα μπροστά από τη σκηνή έπεφτε η μεγάλη κουρτίνα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «αυλαία» (aulaeum), και απομόνωνε την πρόσοψή της.

Δίπλα στη σκηνή υπήρχαν τα παρασκήνια, που εξυπηρετούσαν διάφορες λειτουργίες, ενώ πίσω υπήρχαν βοηθητικά δωμάτια για τους ηθοποιούς (postscaenium). Μια στοά πίσω από το σκηνικό οικοδόμημα (porticus post scaenam) εξυπηρετούσε τους θεατές στα διαλείμματα ή σε περίπτωση βροχής.

Η σκηνή γίνεται ένα πολυώροφο πολυτελές οικοδόμημα και η πρόσοψή της (scaenae frons) έχει πλούσια αρχιτεκτονική και πλαστική διακόσμηση, με θυρώματα, ναΐσκους (aediculae), κόγχες, κίονες και αγάλματα. Στα ελληνιστικά θέατρα ο γλυπτός διάκοσμος ήταν περιορισμένος. Στα ρωμαϊκά θέατρα όμως αποκτά σημασία, διότι χρησιμοποιείται από την αυτοκρατορική προπαγάνδα.1 Στόχος ήταν η διαμόρφωση μιας ενιαίας κουλτούρας για το λαό της αυτοκρατορίας, αλλά και η υπενθύμιση της συνεχούς παρουσίας του αυτοκράτορα και της μεγαλοπρέπειας του αξιώματός του. Οι πιο σημαντικές θέσεις για την τοποθέτηση αγαλμάτων ήταν πάνω από τις τρεις κεντρικές θύρες της πρόσοψης. Αυτές οι τρεις θέσεις προορίζονταν για τα αγάλματα του αυτοκράτορα και της οικογένειάς του, καθώς και των θεών που η πόλη τιμούσε περισσότερο. Οι εξέχοντες πολίτες που χρηματοδοτούσαν την ανέγερση ή τη διακόσμηση ενός θεάτρου ή θέσπιζαν θεατρικές γιορτές (ludi scaenici) με δικά τους έξοδα τιμόταν από την πόλη τους με αγάλματα που στήνονταν στο θέατρο.

Στις περιοχές εκείνες που προσαρτήθηκαν έπειτα από νικηφόρες εκστρατείες και δεν είχαν καμία παράδοση σε θεατρικά οικοδομήματα, όπως οι επαρχίες της Δύσης Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία, τα θεατρικά κτίσματα ήταν καθαρά ρωμαϊκού τύπου. Στις επαρχίες της Ανατολής όμως, όπως η Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, ήταν βαθιά ριζωμένη η παράδοση και η πολιτιστική σφραγίδα των Ελλήνων και η αρχιτεκτονική των θεατρικών εγκαταστάσεων ακολούθησε τα διαμορφωμένα πρότυπα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.




Βιβλιογραφία

http://www.diazoma.gr/200-Stuff-03-Diazoma/TheatroPedia-003.pdf

https://sites.google.com/site/2projecta2pylou/home/2---archaio-romaieko---ellenistiko-theatro



Παραπομπές

Mark Wilson Jones. Principles of Roman Architecture. New Haven: Yale University Press, 2000. Constance

Campbell. "The Uncompleted Theatres of Rome", The Johns Hopkins University Press. Theatre Journal



Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_5.aspx




Συνήθως στην εποχή μας αντιμετωπίζουμε τη Ρωμαϊκή περίοδο στην Ελλάδα με κάποια περιφρόνηση. Συγκρίνοντάς την με την εκτίναξη της ελληνικής δημιουργίας της περιόδου από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. βρίσκουμε τη δημιουργία της Ρωμαϊκής εποχής απομίμηση, μάλιστα ρηχή και μανιεριστική, του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος. Όμως αυτή η αντίληψη δεν είναι σωστή. Η Ρωμαϊκή περίοδος είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής ιστορίας. Είναι μοναδικό το ιστορικό φαινόμενο ενός λαού που πολιτικά κατακτημένος και στρατιωτικά εξουθενωμένος, κατορθώνει με την τρομακτική δημιουργική δύναμη του πολιτισμού του να κατακτήσει και να εκπολιτίσει τον κατακτητή του, όπως άλλωστε αναγνώρισε και ο Λατίνος ποιητής Οράτιος με την πασίγνωστη φράση του “Graecia capta ferrum victorem cepit et artes intulit agresti Latio” , δηλ. σε ελεύθερη μετάφραση: «Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον σκληρό κατακτητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο». Είναι μοναδικό το φαινόμενο μιας χώρας, που, ουσιαστικά υπόδουλη, διδάσκει την φιλοσοφία της, τις τέχνες της, τα γράμματά της, δια του κατακτητού της στην ανθρωπότητα και τελικά προσφέρει και τη γλώσσα της για να διατυπωθεί και να διαδοθεί μέσω αυτής η διδασκαλία του Χριστιανισμού. Είναι σαφές ότι για τέτοια εποχή δεν είναι καθόλου εποχή παρακμής.







Η Αθήνα διατηρούσε την αίγλη των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων με τα λαμπρά μνημεία, τα γυμνάσια, τις επαύλεις και τους κήπους της έως το 86 π.Χ., οπότε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας, την πολιόρκησε και την κατέλαβε. Τα τείχη της πόλης και του Πειραιά κατεδαφίστηκαν, πολλά μνημεία καταστράφηκαν, ενώ σπουδαία έργα τέχνης διαρπάγησαν. Το λαμπρό παρελθόν της επηρέασε τους ρωμαίους κατακτητές της, αυτοκράτορες και πλούσιους φιλαθηναίους ιδιώτες, καθώς και βασιλείς άλλων χωρών, οι οποίοι πολύ ενωρίς άρχισαν να διαθέτουν μυθώδη ποσά για την επισκευή κατεστραμμένων μνημείων, την κατασκευή έργων κοινής ωφελείας, καθώς και λαμπρών νέων οικοδομημάτων και να συμβάλλουν στην ανόρθωση του μεγαλείου της πόλης. Εκείνος που πρώτος άρχισε ένα συστηματικό οικοδομικό πρόγραμμα ανόρθωσης της πόλης είναι ο Αύγουστος (27 π.Χ. - 14 μ.Χ.), ο οποίος απέκτησε ισχύ μετά την ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Έδειξε σεβασμό στην πολιτιστική της κληρονομιά και σε όλα τα έργα του διακρίνεται ένα φιλάρχαιο πνεύμα. Κατά τη διάρκεια της αρχής του νέες πολεοδομικές αντιλήψεις και νέοι αρχιτεκτονικοί τύποι εισήχθησαν στην Αθήνα. Το οικοδομικό πρόγραμμα του Αυγούστου δεν περιορίστηκε σε ένα μόνον χώρο, αλλά σε διάφορα μνημεία της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του προγράμματος αφορούσε την Αρχαία Αγορά. Αργότερα λόγω ελλείψεως ζωτικού χώρου παρέστη ανάγκη αλλαγής στη λειτουργία της Αρχαίας Αγοράς και η απομάκρυνση από αυτήν και μετεγκατάσταση των εμπορικών δραστηριοτήτων, σε έναν άλλον χώρο, ευρύ και επίπεδο. 100 μ. περίπου ανατολικά από αυτήν αναγείρεται η Ρωμαϊκή Αγορά ή Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου, ένα κτήριο νέου τύπου, ρωμαϊκό forum που εισήχθη για πρώτη φορά στην Αθήνα.







Μετά τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., συγκεκριμένα μετά το 146 π.Χ., οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν πλήρως σε ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως ήταν φυσικό, η ρωμαϊκή κυριαρχία έφερε στις ελληνικές πόλεις αλλαγές στη διακυβέρνηση, στην οικονομική ζωή, στους όρους διαβίωσης. Ο 1ος αι. π.Χ. είναι για την Αθήνα μια περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Επειδή η πόλη τάχθηκε με το μέρος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη κατά των Ρωμαίων, για την απιστία της αυτή πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Ρωμαίου στρατηγού Λεύκιου Κορνηλίου Σύλλα, το 86 π.Χ. Οι φιλολογικές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν για την καταστροφή μεγάλου τμήματος της πόλης και ιδίως της περιοχής γύρω από την Αρχαία Αγορά. Μνημεία καταστράφηκαν, γλυπτά και άλλα έργα τέχνης διαρπάγησαν. Η ανάρρωση από την καταστροφή ήταν αργή και οδυνηρή. Ωστόσο, την καταθλιπτική αυτή περίοδο η Αθήνα υπήρξε πόλος έλξης επιφανών και πλουσίων Ρωμαίων, φιλοσόφων, συγγραφέων, ποιητών, όπως ο Πομπώνιος Αττικός, ο Κικέρων, ο Οράτιος, ο Οβίδιος, ο Βιργίλιος. Όλοι αυτοί την επισκέφτηκαν, γιατί ήθελαν να θαυμάσουν τα περίφημα μεγαλοπρεπή κτήρια και τα αγάλματα στην Ακρόπολη και την Αγορά, να περιδιαβάσουν το άλσος της Ακαδημίας και ιδίως να ακούσουν μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας. Ο σεβασμός και η αγάπη τους για τα αρχαία μνημεία φαίνεται και από την προσπάθειά τους να τα διατηρήσουν και να τα αναστηλώσουν δίνοντας δωρεές.



Στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αι. π.Χ. μια σημαντική αλλαγή που έγινε στην πόλη ήταν ο μετασχηματισμός της Αρχαίας Αγοράς. Συγκεκριμένα, η πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, ο ομφαλός της πολιτικής, πολιτιστικής και εμπορικής ζωής, κατελήφθη από κτήρια. Εδώ μεταφέρθηκαν και στήθηκαν μνημεία από άλλες περιοχές, όπως ο ναός του Άρη από την Παλλήνη –κατά μια πρόσφατη άποψη– και ο βωμός του Διός από την Πνύκα, ενώ χτίστηκε και ένα μεγάλο κτήριο, το Ωδείο του Αγρίππα, που πήρε το όνομά του από τον γαμπρό του Αυγούστου. Με την κατάληψη της πλατείας της Αγοράς από κτήρια, οι έμποροι και βιοτέχνες έχασαν μεγάλο ζωτικό χώρο σε μια περίοδο με αυξημένες εμπορικές ανάγκες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μετά το 80 π.Χ. συνέρρεαν στην Αθήνα όλο και περισσότεροι έμποροι, γιατί έκλεισε η μεγάλη αγορά της Δήλου που καταστράφηκε στον ΙΒ΄ Μιθριδατικό πόλεμο. Έτσι, η εμπορική αγορά που ανθούσε για μισή χιλιετία γύρω από την πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, μεταφέρθηκε σε νέο χώρο, 80 μ. ανατολικά, όπου χτίστηκε και κτήριο νέου τύπου που τώρα εισάγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όπως θα δούμε παρακάτω. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. μικρά καταστήματα και κατοικίες στη βόρεια πλευρά της Αρχαίας Αγοράς κατεδαφίστηκαν για να εξασφαλισθεί χώρος για άλλα δημόσια κτήρια. Η ενέργεια αυτή συμπίπτει με την ίδρυση της νέας Αγοράς και δείχνει την τάση να συγκεντρωθούν όλα τα εμπορικά της πόλης σε έναν χώρο και μάλιστα σε ένα κλειστό κτήριο. Δημιουργείται δηλαδή για πρώτη φορά ένα εμπορικό κέντρο με τη σημερινή έννοια του όρου.





Η ίδρυση της νέας Αγοράς έγινε σαφώς από ανάγκη, με την πρωτοβουλία των Αθηναίων, οι οποίοι διά του πρεσβευτού τους Ηρώδη του Μαραθωνίου πέτυχαν χρηματική ενίσχυση από τον Ιούλιο Καίσαρα το 51 π.Χ. Όταν το 47 π.Χ. ο Καίσαρ επισκέφθηκε την Αθήνα, φαίνεται ότι είχαν γίνει τα σχέδια και ίσως άρχισε η κατασκευή, η οποία όμως διεκόπη σύντομα λόγω των ρωμαϊκών εμφυλίων αγώνων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε.


Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) και την επικράτηση του Οκταβιανού –Αυγούστου που νίκησε τον αντίπαλό του Μάρκο Αντώνιο, η Αθήνα μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά και να αρχίσει πάλι τις οικοδομικές της δραστηριότητες, αν και όχι αμέσως. Όπως φαίνεται, οι Αθηναίοι, πιστοί στα δημοκρατικά ιδεώδη, αντιδρούσαν συνεχώς στη ρωμαϊκή κυριαρχία, παρά τις κατά καιρούς ευεργεσίες και τα προνόμια που τους δόθηκαν. Ακολούθησε μια δεκαετία ψυχρότητας και αντιρωμαϊσμού. Μόλις το 19 π.Χ., ο Αύγουστος συμφιλιώθηκε με τους Αθηναίους κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, μετά τη διπλωματική νίκη του κατά των Πάρθων. Τότε, με τη μεσολάβηση του Ευκλή, ιερέα του Απόλλωνα, έδωσε χρήματα για τη νέα αγορά, η οποία είναι γνωστή ως Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου ή απλώς ως Ρωμαϊκή Αγορά.







Η θέση όπου χτίστηκε το νέο κτήριο ήταν η περιοχή την οποία ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων ονομάζει Ερέτρια. Χρησιμοποιείτο ως υπαίθρια αγορά, όπως τόσοι άλλοι χώροι στην ευρύτερη περιφέρεια της Αρχαίας Αγοράς. Αυτές οι αγορές δεν είχαν καθορισμένα όρια και ονομάζονταν από το είδος των προϊόντων που πωλούνταν εκεί: ιχθυόπολις, ιματιόπολις, κ.λπ. Αυτή ήταν η κατάσταση πριν από την ελληνιστική εποχή, πριν χτιστούν οι στοές: η μεσαία και η νότια Στοά II και η Στοά του Αττάλου, οι οποίες αφενός καθόρισαν με ακρίβεια και κανονικότητα τα όρια της Αρχαίας Αγοράς, αφετέρου περιόρισαν τις εμπορικές δραστηριότητες στο νότιο μέρος, στη λεγόμενη νότια Πλατεία, μεταξύ μεσαίας και νότιας Στοάς II, χωρίζοντας τον εμπορικό τομέα από τον υπόλοιπο χώρο με τις άλλες δραστηριότητες –θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές



Η πλαισίωση-κλείσιμο της Αρχαίας Αγοράς με στοές, μη συνδεόμενες μεταξύ τους, είναι ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε μετά τον 2ο αι. π.Χ σε πολλές πόλεις της Ελλάδος –και ιδίως της Μ. Ασίας– και οδήγησε σταδιακά στην κλειστή αγορά με συνεχή περίβολο. Την ίδια εποχή κατασκευάζονται παρόμοια περίστυλα κτήρια στην Ιταλία, τα λεγόμενα fora (αγορές), όπως το Forum Julium του Καίσαρα στη Ρώμη, το οποίο είναι κτήριο ανάλογο με τη Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας. Πρόκειται για δύο οικοδομήματα όμοιας αρχιτεκτονικής κλίμακας και πολεοδομικής εξέλιξης με μόνη διαφορά ότι το Forum Julium ήταν προορισμένο για δημόσιες υποθέσεις, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ιστορικός Αππιανός, ενώ η Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας για το εμπόριο. Και τα δύο είχαν πλατειές περίστυλες αυλές, δηλαδή με στοές γύρω-γύρω, και υψηλό περίβολο τέτοιου τύπου, που δεν ήταν συνηθισμένος στην αρχιτεκτονική παράδοση κανενός από τους δύο τόπους.







Ο Καίσαρ, πριν επισκεφθεί την Αθήνα το 47 π.Χ., είχε εγκαινιάσει στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια δύο παρόμοια κτήρια, τα οποία ήταν Καισαρεία, ήταν δηλαδή αφιερωμένα στη νεοϊδρυθείσα λατρεία των δυναστών. Το αλεξανδρινό μάλιστα κτήριο, όπως παραδίδεται, εδράστηκε σε προγενέστερο πτολεμαϊκό ιδίου προορισμού. Όπως φαίνεται, τα ελληνιστικά οικοδομήματα αυτής της μορφής απετέλεσαν πρότυπο για τα ρωμαϊκά fora. Στο αθηναϊκό κτίριο δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία, αλλά μόνον ενδείξεις για την ύπαρξη ιερού αυτοκρατορικής λατρείας. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι σώζεται μόνον το μισό κτήριο.



Η Ρωμαϊκή Αγορά, αν και ήταν μια πρωτότυπη κατασκευή ανεξάρτητη από την Αρχαία Αγορά, τοποθετήθηκε στον χώρο σε συσχετισμό με αυτήν, καθώς και με τους προϋπάρχοντες δρόμους. Το δυτικό μνημειώδες πρόπυλό της, η λεγόμενη πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, τοποθετήθηκε στη διασταύρωση δύο σημαντικών αρχαίων οδών, και μάλιστα λίγο λοξά, για να βρίσκεται στη γραμμή του δρόμου που ερχόταν από την Ακρόπολη με κατεύθυνση προς Βορρά, και πάνω στην οδό που οδηγούσε από την Αρχαία Αγορά προς τα ανατολικά . Η Ρωμαϊκή Αγορά ως προς την αρχιτεκτονική μορφή της και τον τρόπο ένταξής της στον πολεοδομικό ιστό της αρχαίας Αθήνας είναι ρωμαϊκή, ως προς τους ρυθμούς, τις μεθόδους κατασκευής και τα επιμέρους αρχιτεκτονικά μέλη βρίσκεται σαφώς μέσα στην ελληνική, κλασική παράδοση.







Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές δεν αναφέρουν το μνημείο. Είναι μυστήριο πώς ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.), που επισκέφθηκε και περιέγραψε με λεπτομέρεια την Αρχαία Αγορά και τη Βιβλιοθήκη Αδριανού σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων, παραλείπει τη Ρωμαϊκή Αγορά. Αυτό ίσως εξηγείται από το ότι κύριος σκοπός του ήταν να περιγράψει παλαιότερα οικοδομήματα σχετιζόμενα με την ιστορία, τις λατρείες και τους μύθους της Αθήνας και όχι κοσμικά κτήρια.




Η Ρωμαϊκή Αγορά βρίσκεται μεταξύ των οδών Πελοπίδα, Μάρκου Αυρηλίου, Πολυγνώτου, Διοσκούρων και Επαμεινώνδα και σώζεται κατά το ήμισυ περίπου. Το ΒΔ τμήμα της και το βόρειο περιστύλιο βρίσκονται κάτω από τους γειτονικούς δρόμους και τις οικίες, βόρεια από τον αρχαιολογικό χώρο έως την οδό Δεξίππου. Η ορθογώνια, υπαίθρια αυλή έχει διαστάσεις 111x98 μ., ιωνικό περιστύλιο στις τέσσερις πλευρές, καταστήματα και αποθηκευτικούς χώρους στο πίσω μέρος του περιστυλίου. Στη νότια πλευρά και πιθανόν και στη βόρεια υπήρχε και εσωτερικό περιστύλιο με δωρικούς αρράβδωτους κίονες. Δύο πρόπυλα, ένα στη δυτική πλευρά δωρικό –η πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς– και ένα στην ανατολική πλευρά ιωνικό με αρράβδωτους κίονες, ήταν οι κύριες είσοδοι του κτηρίου. Κανένα πρόπυλο δεν βρίσκεται στον άξονα της αυλής. Το μεν δυτικό τοποθετήθηκε λίγο νοτιότερα, γιατί στο σημείο αυτό κατέληγε ο δρόμος που ερχόταν από την Αρχαία Αγορά, ενώ το ανατολικό πρόπυλο κατασκευάστηκε αρκετά νοτιότερα στην πορεία του ίδιου δρόμου, που πρέπει να είχε μιαν απόκλιση προς ΝΑ (Σχέδιο 1). Όταν αργότερα, λίγα μέτρα ανατολικά χτίστηκε ένα μεγάλο κτήριο, το λεγόμενο Αγορανομείο, το πρόπυλο αυτό αποτελούσε τη μνημειώδη πρόσβαση για τους ερχόμενους από την Αγορά.




Στο κέντρο της νότιας πλευράς υπάρχει μια κρήνη με δεξαμενή στο πίσω μέρος της. Ακριβώς δίπλα, ένα κλιμακοστάσιο οδηγούσε στον δρόμο που περνούσε ψηλά, πάνω από τον αρχαίο αναλημματικό τοίχο. Εδώ ίσως υπήρχε και άλλη είσοδος. Ανατολικά από το κλιμακοστάσιο υπάρχουν δύο δωμάτια, άγνωστης χρήσης. Ο περίβολος ήταν χτισμένος από πωρόπλινθους. Σώζονται η νότια πλευρά του, που λειτουργούσε και ως ανάλημμα της πλαγιάς του λόφου, και η ανατολική που μας δίνει και μια ιδέα της εξωτερικής όψης του. Λείψανα του βόρειου περιστυλίου ανασκάφηκαν και διατηρούνται στον αρχαιολογικό χώρο που περικλείεται από τις οδούς Πελοπίδα, Πάνος και Αδριανού, καθώς και στο υπόγειο του καταστήματος στη γωνία των οδών Πάνος και Δεξίππου, της οποίας η οικοδομική γραμμή βρίσκεται ακριβώς επάνω στον στυλοβάτη του βόρειου περιστυλίου. Άλλο τμήμα του ανασκάφηκε στην πλατεία της Αγίας Γρηγορούσας αλλά επιχώστηκε.







Ο στυλοβάτης, οι κίονες των περιστυλίων και το ανατολικό πρόπυλο είναι κατασκευασμένα από γκρίζο μάρμαρο Υμηττού, ενώ οι βάσεις, τα κιονόκρανα και οι σίμες, καθώς και το δυτικό πρόπυλο, από πεντελικό μάρμαρο. Χάριν οικονομίας, πολλά αρχιτεκτονικά μέλη ήταν σε δεύτερη χρήση, όπως φαίνεται από την ποικιλία των διαστάσεων των κιονόκρανων και των βάσεων των κιόνων του περιστυλίου, την ποικιλία των ακροκεράμων και τις πωροπλίνθους του περιβόλου με τα διάφορα ύψη. Η όλη κατασκευή του μνημείου, ιδίως η απουσία κονιάματος ως συνδετικού υλικού, οδήγησε στη χρονολόγησή του στους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Το μόνο όμως σαφώς χρονολογούμενο τμήμα του είναι το δυτικό πρόπυλο χάρις στην επιγραφή πάνω στο επιστύλιό του, όπου αναφέρεται ότι αυτό κατασκευάστηκε από τις δωρεές του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου και αφιερώθηκε από τον Δήμο των Αθηναίων στην Αθηνά Αρχηγέτιδα επί άρχοντος Νικίου (11/10 π.Χ.).



Το κείμενο της επιγραφής είναι το ακόλουθο:

«Ο ΔΗΜΟΣ ΑΠΟ ΤΩΝ ΔΟΘΕΙΣΩΝ ΔΩΡΕΩΝ ΥΠΟ ΓΑΙΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΘΕΟΥ / ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ / ΑΘΗΝΑ ΑΡΧΗΓΕΤΙΔΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥΝΤΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΟΠΛΙΤΑΣ ΕΥΚΛΕΟΥΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΥ / ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΔΕΞΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΝ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΕΥΣΑΝΤΟΣ / ΕΠΙ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΝΙΚΙΟΥ ΤΟΥ ΣΑΡΑΠΙΩΝΟΣ ΑΘΜΟΝΕΩΣ».


Οι παλαιότερες έρευνες και οι επιμέρους μελέτες δεν είχαν ξεκαθαρίσει την ακριβή χρονολογία της Ρωμαϊκής Αγοράς ούτε τη χρονολογική σχέση του προπύλου της Αρχηγέτιδος με το υπόλοιπο μνημείο. Διάφορες απόψεις είχαν διατυπωθεί σχετικά: ότι αρχικά χτίστηκε μια πώρινη κατασκευή υστεροελληνιστικών ή πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων στον χώρο και ότι η πύλη κατασκευάστηκε μεταγενέστερα από το κτήριο για να λαμπρύνει μια είσοδο που προϋπήρχε εδώ ή ακόμη ότι η πύλη αρχικά ίσως ήταν μια ανεξάρτητη θριαμβική αψίδα πάνω στον δρόμο που συνέδεε την Αρχαία με τη Ρωμαϊκή Αγορά και ότι το μνημείο χτίστηκε μετά. Σε πρόσφατη μελέτη του Αμερικανού αρχαιολόγου Michael Hoff, διευκρινίστηκαν ορισμένα χρονολογικά και μορφολογικά προβλήματα του μνημείου. Κατά τον Hoff, ο Ιούλιος Καίσαρ έκανε τη δωρεά του το 51 π.Χ. για να αντισταθμίσει ανάλογη δωρεά του αντιπάλου του Πομπήιου και να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν ταχθεί με το μέρος του τελευταίου. Λόγω όμως των συνεχών εμφυλίων αγώνων, τα περισσότερα χρήματα ξοδεύτηκαν πριν προλάβει να γίνει κάποια κατασκευή στον χώρο. Ο Αύγουστος πρέπει να έκανε τη δωρεά του όταν επισκέφθηκε την Αθήνα το 19 π.Χ. επιστρέφοντας από τη Μ. Ασία, μετά τη διπλωματική νίκη του κατά των Πάρθων. Τότε άρχισε, όπως φαίνεται, η κατασκευή του μνημείου, το οποίο πρέπει να χτίστηκε ολόκληρο σε μία οικοδομική φάση και ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Νικίου, το 11/10 π.Χ.







Από χαλκογραφίες και σχέδια του 18ου αιώνα, του Le Roy και των Stuart και Revett, ιδίως από την αναπαράσταση των δύο τελευταίων και τις σημειώσεις τους, πληροφορούμεθα ότι στην κορυφή του δυτικού προπύλου είχε στηθεί ως ακρωτήριο ένα άγαλμα, που εικόνιζε έφιππο τον Λούκιο Καίσαρα, εγγονό του Αυγούστου, γιο της κόρης του Ιουλίας. Αυτός είχε υιοθετηθεί από τον Αύγουστο το 12 π.Χ. και έφερε τον τίτλο του Καίσαρα μέχρι το 2 μ.Χ., οπότε πέθανε. Δυστυχώς τόσο η ενεπίγραφη βάση, την οποία είχαν δει οι περιηγητές, όσο και το άγαλμα έχουν χαθεί. Επίσης αναφέρεται ότι στο αέτωμα του προπύλου κάποιας εισόδου υπήρχε σε μικρότερες διαστάσεις και άγαλμα του Γάιου Καίσαρα, αδελφού του Λουκίου, τον οποίο είχε επίσης υιοθετήσει ο Αύγουστος. Στο δυτικό πρόπυλο και σε άλλα σημεία υπήρχαν και αγάλματα του Αυγούστου και άλλων μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως συμπεραίνεται από τα ενεπίγραφα βάθρα που είδαν και αναφέρουν διάφοροι περιηγητές. Συγκεκριμένα, οι Stuart και Revett αναφέρουν ενεπίγραφο βάθρο από άγαλμα της συζύγου του Αυγούστου Λιβίας ως Αφροδίτης, το οποίο όμως έχει χαθεί. Στις ανασκαφές του 1930-31 έχει βρεθεί το πορτραίτο του Αυγούστου που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο (αρ. 3758). Στο Εθνικό Μουσείο υπάρχουν επίσης και πορτραίτα του Λουκίου Καίσαρα σε φυσικό μέγεθος (αρ. 3606) και του Γάιου Καίσαρα (αρ. 3665), από ανάγλυφο μικρότερο του φυσικού, και τα δύο από την Αθήνα. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για τα πορτραίτα της Ρωμαϊκής Αγοράς, αφού, όπως παραδίδεται, στην Αθήνα στήθηκε ένα μόνον άγαλμα του Λουκίου Καίσαρα, ενώ το κεφάλι του Γάιου Καίσαρα από ανάγλυφο θα μπορούσε να είναι αυτό που αναφέρουν οι περιηγητές από το αέτωμα κάποιας εισόδου του μνημείου.



Επί αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.) φαίνεται ότι έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις και επισκευές στο μνημείο και ίσως τότε πλακοστρώθηκε η αυλή του. Γύρω στο 100 μ.Χ. πλακοστρώθηκε και η οδός που συνέδεε την Αρχαία Αγορά με τη Ρωμαϊκή και πλαισιώθηκε από στοές με καταστήματα στο πίσω μέρος τους. Επειδή η οδός αυτή βρισκόταν 5 μ. περίπου χαμηλότερα από το δυτικό πρόπυλο, στο ανατολικό της άκρο κατασκευάστηκε μια ράμπα που οδηγούσε στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής Αγοράς διά της μεσαίας διόδου του προπύλου, όπως διαπιστώθηκε με ανασκαφική έρευνα το 1985.

Στη βόρεια παραστάδα της κεντρικής θύρας του δυτικού προπύλου υπάρχει επιγραφή με ψήφισμα του αυτοκράτορας Αδριανού, που περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις των εμπόρων λαδιού. Η θέση του ψηφίσματος στην κυρία είσοδο της Ρωμαϊκής Αγοράς είχε σκοπό αφενός να υπενθυμίζει στους ελαιοπαραγωγούς που εμπορεύονταν εδώ τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες έφθαναν μέχρι και το 1/3 της παραγωγής τους, και αφετέρου να εξασφαλισθεί στην πόλη μια ικανή ποσότητα λαδιού προς πώληση. Από την επιγραφή αυτή συμπεραίνεται ότι εδώ ήταν η κύρια αγορά λαδιού της πόλης.

Ενδιαφέρουσες είναι οι χαρακτές επιγραφές που εντοπίστηκαν σε ορισμένους κίονες και στο στυλοβάτη του νότιου περιστυλίου, όπως: «ΑΓΑΘΗ ΤΥΧΗ, ΤΟΠΟΣ ΕΠΙΦΑΝΟΥ», «ΤΟΠΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗ, ΕΥΤΥΧΕΙΤΩ» κ.ά., οι οποίες όπως φαίνεται όριζαν τους «τόπους», τις θέσεις δηλαδή όπου συγκεκριμένοι έμποροι πουλούσαν τα προϊόντα τους ή είχαν μαγαζιά στο εσωτερικό του περιστυλίου. Σήμερα διακρίνεται αμυδρά μια επιγραφή στον στυλοβάτη του νότιου περιστυλίου μεταξύ 11ου και 12ου κίονος απέναντι από την κρήνη. Οι επιγραφές αυτές, το ψήφισμα του Αδριανού στη βόρεια παραστάδα της πύλης της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, καθώς και τα κυκλικά κοιλώματα –που πιθανόν ήταν μέτρα χωρητικότητας– πάνω στον στυλοβάτη του νότιου περιστυλίου, συνέβαλαν στην ταύτιση του μνημείου όταν άρχισε να ανασκάπτεται τον περασμένο αιώνα.

Ανατολικά από το ανατολικό πρόπυλο, μια σκάλα οδηγούσε σε ένα φυσικά υψηλότερο επίπεδο, επάνω στο οποίο βρίσκονταν τρία κτήρια άμεσα συνδεδεμένα με τη Ρωμαϊκή Αγορά: το λεγόμενο Αγορανομείο, οι Βεσπασιανές και ο Πύργος των Ανέμων ή Ωρολόγιο του Κυρρήστου.

Το λεγόμενο Αγορανομείο χτίστηκε στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (Εικόνα 7). Σώζονται ένα πλατύ κλιμακοστάσιο, μέρος της πρόσοψής του με τρεις θύρες που έχουν τοξωτά υπέρθυρα από μάρμαρο Υμηττού, καθώς και τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου του που είναι χτισμένοι από μεγάλες πωροπλίνθους. Δυστυχώς, μεγάλο τμήμα του ανατολικού μέρους του κτηρίου βρίσκεται κάτω από την οδό Μάρκου Αυρηλίου και έτσι δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε την κάτοψή του. Πάνω στο επιστύλιο της πρόσοψης υπήρχε επιγραφή χαραγμένη σε πεντελικό μάρμαρο, που ανέφερε ότι το κτήριο αυτό, όπως και το δυτικό πρόπυλο, ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά Αρχηγέτιδα και τους Σεβαστούς θεούς. Από την επιγραφή αυτή, ένα τμήμα βρίσκεται στη θέση του πάνω στο μνημείο, δύο άλλα διπλού μήκους βρίσκονται μέσα στο μνημείο, ενώ ένα τρίτο επάνω στην Ακρόπολη, δυτικά του Παρθενώνα. Δυστυχώς, λείπει η αρχή της επιγραφής με το όνομα του κτηρίου. Η ταύτισή του με Αγορανομείο οφείλεται στον Γάλλο αρχαιολόγο Paul Graindor, ο οποίος στηρίχτηκε σε μια επιγραφή πάνω σε τοξωτό υπέρθυρο από υμήττειο μάρμαρο, το οποίο εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με εκείνα των θυρών του Αγορανομείου. Ωστόσο, είναι πολύ μικρότερων διαστάσεων και προφανώς προέρχεται από άλλο κτήριο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η επιγραφή αυτή, όσο και δυο άλλες που αναφέρουν το Αγορανομείο βρέθηκαν κοντά στο δυτικό πρόπυλο της Ρωμαϊκής Αγοράς, όπου πρέπει να βρισκόταν το Αγορανομείο, κατά πάσα πιθανότητα στον δρόμο που συνέδεε την Αρχαία με τη Ρωμαϊκή Αγορά.


Ο Αμερικανός αρχαιολόγος Michael Hoff προτείνει την ταύτιση του κτηρίου με το Σεβαστείο με βάση την επιγραφή της πρόσοψης που αναφέρει «Σεβαστούς θεούς». Πιστεύει δηλαδή ότι είναι ένα κτήριο, ίσως βασιλική, προορισμένο για την αυτοκρατορική λατρεία, δηλαδή τη λατρεία των θεοποιημένων αυτοκρατόρων και μελών της οικογένειάς τους. Αυτοκρατορική λατρεία υπήρχε στην Αθήνα από τους πρώιμους ήδη ρωμαϊκούς χρόνους, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές στην Ακρόπολη και το Διονυσιακό θέατρο, που αναφέρουν ιερείς «ΘΕΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ», «ΘΕΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΕΠ’ ΑΚΡΟΠΟΛΕΙ», ο ναός του Αυγούστου και της Ρώμης στην Ακρόπολη, οι βωμοί προς τιμήν του Αυγούστου που βρέθηκαν στην περιοχή της Πλάκας, όχι μακριά από τη Ρωμαϊκή Αγορά, και τέλος η επιγραφή σε βάθρο κοντά στην πύλη της Αρχηγέτιδος, που αναφέρει τη σύζυγο του Αυγούστου Λιβία ως Αφροδίτη.

Η επιγραφή της πρόσοψης του κτηρίου, που αναφέρει «Σεβαστούς θεούς» στον πληθυντικό, πρέπει να χρονολογηθεί στην εποχή του Κλαυδίου, ο οποίος θεοποιήθηκε επισήμως μαζί με τη σύζυγό του γύρω στο 60 μ.Χ. Στη χρονολόγηση του κτηρίου στο δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Χ. οδηγούν και τα μονόλιθο τοξωτά υπέρθυρα, που μοιάζουν με ανάλογα της σκηνής του Διονυσιακού θεάτρου, εποχής Νέρωνα. Κατά τον Hoff, η πρόσοψη αυτή ίσως είναι ύστερη φάση μιας προγενέστερης του κτηρίου, το οποίο, όπως φαίνεται, συνδεόταν ανέκαθεν άμεσα με την αυλή της Ρωμαϊκής Αγοράς και αποτελούσε ένα σύνολο με αυτήν. Ωστόσο, για την τελική επιβεβαίωση της ταύτισης του λεγομένου Αγορανομείου με το Σεβαστείο, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα προς τα ανατολικά.



Βόρεια από τον πύργο των Ανέμων σώζονται τα ερείπια ενός άλλου κτηρίου, το οποίο πρέπει να χτίστηκε επίσης μέσα στον 1ο αι. μ.Χ. Τη χρήση του προσδιόρισε το 1940 ο Αναστάσιος Ορλάνδος. Πρόκειται για τις Βεσπασιανές, τα δημόσια αποχωρητήρια της εποχής για την εξυπηρέτηση του πολυπληθούς κοινού που σύχναζε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με ένα μακρόστενο προθάλαμο και μια τετράγωνη περίπου αίθουσα, που είχε πάγκους με οπές στις τέσσερις πλευρές. Κάτω από τους πάγκους υπήρχε βαθύ κανάλι με κλίση, για να διοχετεύονται οι ακαθαρσίες στον κεντρικό αγωγό της πόλης, με τη συνεχή ροή του νερού που ερχόταν από τις πηγές της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης. Το κτήριο ήταν στεγασμένο, πλην του κεντρικού ορθογωνίου αιθρίου που χρησίμευε για τον φωτισμό και τον εξαερισμό.


Το σπουδαιότερο κτήριο του χώρου είναι το Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Ανέμων ή Αέρηδες, όπως είναι σήμερα γνωστό. Πρόκειται για οκταγωνικό πύργο, με πλευρά μήκους 3,20 μ., από πεντελικό μάρμαρο, πάνω σε βάση με τρεις βαθμίδες. Έχει κωνική στέγη, ένα κυλινδρικό πρόσκτισμα στη νότια πλευρά και δύο πρόπυλα, ένα στη ΒΑ και άλλο στη ΒΔ πλευρά. Στην κορυφή της στέγης ένας ορειχάλκινος ανεμοδείκτης σε μορφή Τρίτωνα έδειχνε την κατεύθυνση των ανέμων, οι οποίοι εικονίζονται ανάγλυφα στο πάνω μέρος κάθε πλευράς, προσωποποιημένοι, κρατώντας τα σύμβολά τους. Τα ονόματά τους είναι χαραγμένα κάτω από το γείσο: ΒΟΡΕΑΣ, ΚΑΙΚΙΑΣ, ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ, ΕΥΡΟΣ, ΝΟΤΟΣ, ΛΙΨ, ΖΕΦΥΡΟΣ, ΣΚΙΡΩΝ. Κάτω από κάθε άνεμο υπάρχουν χαραγμένες ακτίνες σε διάφορους σχηματισμούς που αποτελούν ένα ηλιακό ρολόι. Οι περισσότεροι μελετητές χρονολογούν το μνημείο στο δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ., ενώ ο Γερμανός αρχαιολόγος Joachim von Freeden σε πρόσφατη μελέτη του το χρονολογεί στο τρίτο τέταρτο του 2ου αι. π.Χ., γιατί βρίσκει ομοιότητες στο κορυφαίο κορινθιακό κιονόκρανο της στέγης του μνημείου με ανάλογο από τη Στοά του Αττάλου, καθώς και ομοιότητες μεταξύ των μορφών ορισμένων ανέμων και μορφών του βωμού της Περγάμου. Ωστόσο η χρονολόγηση αυτή δεν έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή. Ο πιθανότερος χρόνος κατασκευής του πρέπει να είναι γύρω στο 47 π.Χ. Κατασκευάστηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρρο της Μακεδονίας. Το αναφέρουν Ρωμαίοι συγγραφείς όπως ο Ουάρρων (37 π.Χ.) και ο Βιτρούβιος (27-14 π.Χ.), ενώ ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) το παραλείπει.

Με τον τρόπο υπολογισμού της ώρας με βάση το ηλιακό ρολόι ασχολήθηκαν ειδικοί από τον περασμένο ήδη αιώνα. Πρώτος ο ομογενής Λ. Παλάσκας, αξιωματικός του γαλλικού ναυτικού, μελέτησε το ηλιακό ρολόι, τοποθέτησε μεταλλικούς γνώμονες στο μνημείο και έκανε σχετικό υπόμνημα στην Αρχαιολογική Εταιρεία, που του είχε αναθέσει τη μελέτη. Μεταξύ 1967-69 ασχολήθηκαν με αυτό ο καθηγητής της αστρονομίας Κ. Κωτσάκης και στη συνέχεια οι αστρονόμοι-μαθηματικοί Γρ. Αντωνακόπουλος και Χ. Φραγκάκης, που έκαναν διάφορους μαθηματικούς υπολογισμούς με τη βοήθεια Η/Υ στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. Αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι γνώμονες πρέπει να ήταν τοποθετημένοι στο σημείο όπου συγκλίνουν οι ακτίνες και με κατεύθυνση προς το Βόρειο πόλο. Από το μήκος της σκιάς του γνώμονα πάνω στις χαράξεις οι αρχαίοι υπολόγιζαν, όπως φαίνεται, την ώρα.

Για τον υπολογισμό της ώρας τις ανήλιες μέρες και τις νύχτες υπήρχε στο εσωτερικό του πύργου ένα υδραυλικό ρολόι, όπως δείχνουν τα ίχνη καναλιών και οπών τόσο στο εσωτερικό του κυλινδρικού προσκτίσματος, όσο και στο δάπεδο του πύργου. Το 1966, ο Derek de Solla Price, τότε καθηγητής της Ιστορίας των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και ο Joseph Noble, ιστορικός της Τέχνης, τότε Υποδιευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, προσπάθησαν να αναπαραστήσουν τον τρόπο λειτουργίας του υδραυλικού ρολογιού (Εικόνα 12). Η αναπαράσταση αυτή βασίστηκε στην περιγραφή της λειτουργίας άλλων αρχαίων υδραυλικών ρολογιών, όπως του Κτησίβιου, του Φίλωνος κ.ά., όπως παραδίδει ο Βιτρούβιος, κυρίως όμως σε τμήματα παρόμοιου ρολογιού που βρέθηκαν σε ρωμαϊκά ερείπια κοντά στο Σάλτζμπουργκ. Σύμφωνα με την αναπαράσταση αυτή, στο κυλινδρικό πρόσκτισμα υπήρχαν δύο δεξαμενές (μία επάνω, που πατούσε σε πατάρι, και μία άλλη κάτω) που λειτουργούσαν σαν ένα είδος κλεψύδρας. Το νερό έφθανε με πίεση στην επάνω δεξαμενή και από εκεί διοχετευόταν στην κάτω, όπου υπήρχε πλωτήρας δεμένος σε μια αλυσίδα. Όταν αυτός ανέβαινε στην επιφάνεια του νερού κινούσε την αλυσίδα, η οποία με τη σειρά της περιέστρεφε έναν δίσκο ωρολογίου στο κέντρο του πύργου. Πίσω από τον δίσκο υπήρχε ένα άγαλμα του Ποσειδώνα, ενώ δεξιά και αριστερά, πάνω σε κιονόσχημες βάσεις, υπήρχαν αγάλματα του Ηρακλή και του Άτλαντα, οι οποίοι κρατούσαν ένα μεταλλικό πλέγμα με υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούσαν στις ώρες. Ένα οριζόντιο σύρμα έδειχνε τη διαίρεση ημέρας και νύχτας, ενώ ένα κατακόρυφο έδειχνε το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα. Πάνω στον δίσκο, πίσω από το μεταλλικό πλέγμα, ήταν χαραγμένος ένας στερεογραφικός χάρτης με οπές. Σε αυτές τις οπές οι Αθηναίοι έβαζαν μια μικρή χρυσή σφαίρα που συμβόλιζε τον ήλιο, ο οποίος περιστρεφόταν γύρω από τη γη, σύμφωνα με τη γεωκεντρική αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων. Κάθε μία ή δύο ημέρες τοποθετούσαν τη χρυσή σφαίρα στην επόμενη οπή για να δείξουν τη διαδρομή του ήλιου, ο οποίος, καθώς κινούταν μαζί με τον ωρολογιακό δίσκο, περνούσε πίσω από το πλέγμα που έδειχνε τις ώρες της νύχτας και της ημέρας. Κάθε 24 ώρες άδειαζαν τη μικρή δεξαμενή και αυτό ισοδυναμούσε με κούρδισμα του ρολογιού. Ένας σωλήνας έφερνε το νερό αυτό σε κρουνούς και σε σιντριβάνια μπροστά από τον μηχανισμό του ρολογιού. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι είχαν και αυτοί 24 ώρες, 12 ημερήσιες και 12 νυχτερινές. Χώριζαν δηλαδή την ημέρα από την ανατολή έως τη δύση σε δώδεκα ίσα μέρη. Οι ώρες αυτές όμως ήταν άνισης διάρκειας, γιατί ανάλογα με τις εποχές αλλάζει, ως γνωστόν, η διάρκεια ημέρας και νύχτας και αντίστοιχα η διάρκεια των ωρών, χειμερινών και θερινών. Έπρεπε λοιπόν να γίνει τροποποίηση της ροής του νερού της κλεψύδρας, δηλαδή να επιταχύνεται ή να επιβραδύνεται η ροή ανάλογα με τη διάρκεια που είχε η ημέρα στις διάφορες εποχές του έτους. Αυτό επιτυγχανόταν με το άνοιγμα ή κλείσιμο κάποιας βαλβίδας και με τη διαφορά του ύψους του νερού στις δεξαμενές.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Πύργος των Ανέμων ήταν αφενός ρολόι, αφετέρου ένα είδος μετεωρολογικού σταθμού της εποχής που ασφαλώς προκαλούσε τον θαυμασμό του κοινού ως επίτευγμα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ένα μαρμάρινο παραπέτο, ύψους 0,90 μ. περίπου, προστάτευε τον μηχανισμό του ρολογιού, το οποίο ήταν ανοιχτό για το κοινό όλο το εικοσιτετράωρο. Ήταν σημαντικό για τους εμπόρους να γνωρίζουν την ώρα και τους ανέμους για να μπορούν να υπολογίσουν πότε περίπου θα έφθαναν τα προϊόντα τους στον προορισμό τους. Ο Πύργος των Ανέμων κατά την παλαιοχριστιανική εποχή μετετράπη σε εκκλησία ή σε βαπτιστήριο κάποιας άλλης γειτονικής εκκλησίας, ενώ στον χώρο έξω από την ΒΑ είσοδό του υπήρξε χριστιανικό κοιμητήριο, όπως έδειξαν οι ανασκαφές. Τον 15ο αιώνα το μνημείο αναφέρεται από τον Κυριακό Αγκωνίτη ως ναός του Αιόλου, ενώ σε ταξιδιωτική περιγραφή ανωνύμου περιηγητή ως εκκλησία. Τον 18ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως τεκές των Δερβίσηδων. Τότε πρέπει να ανοίχτηκαν και τα παράθυρα.






Μετά την εξέταση της Ρωμαϊκής Αγοράς και των μνημείων που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον της και συνδέονται με αυτήν προκύπτει ότι το πρώτο κτίσμα στον χώρο ήταν ο Πύργος των Ανέμων (47 π.Χ.). Στη συνέχεια οικοδομήθηκαν η Ρωμαϊκή Αγορά (19-11 π.Χ.), πολύ αργότερα, μέσα στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αι. μ.Χ. το λεγόμενο Αγορανομείο και ακολούθως οι Βεσπασιανές.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε η Ρωμαϊκή Αγορά. Πάντως μετά την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ., οπότε η πόλη περιορίστηκε μέσα στο υστερορωμαϊκό τείχος που χτίστηκε επειγόντως με οικοδομικό υλικό από τα κατεστραμμένα μνημεία, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της Αθήνας μεταφέρθηκε από την Αρχαία Αγορά εδώ και στη Βιβλιοθήκη Αδριανού. Στο τελευταίο μνημείο συνέχισε να βρίσκεται έως τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ στη Ρωμαϊκή Αγορά πολύ λιγότερο, γιατί με την πάροδο των ετών ο χώρος προσχώθηκε σταδιακά και καταλήφθηκε από διάφορα κτήρια, οικίες, εργαστήρια, εκκλησίες, όπως των Ταξιαρχών, του Προφήτη Ηλία (12ος αι. μ.Χ.), και της Σωτείρας της Παζαρόπορτας, εποχής Τουρκοκρατίας (Εικόνα 15). Οι δύο τελευταίες δεν σώζονται σήμερα. Το 1456 χτίστηκε το Φετιχιέ Τζαμί ή Τζαμί του Πορθητού ΒΑ της Πύλης της Αρχηγέτιδος πάνω στα κατάλοιπα μιας μεγάλης τρίκλιτης μεσοβυζαντινής βασιλικής, τμήματα της οποίας ανέσκαψε το 1964 ο Π. Λαζαρίδης.

Λόγω των αλλεπαλλήλων οικήσεων στον χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς από τη βυζαντινή εποχή και μετά, δεν ήταν δυνατή η αναγνώριση των λειψάνων του μνημείου έως τον 18ο αιώνα. Τα μόνα ορατά τμήματά του ήταν το Πρόπυλο της Αρχηγέτιδος και η κιονοστοιχία του Ανατολικού περιστυλίου. Οι πρώτοι περιηγητές της Αθήνας, τον 15ο και 16ο αιώνα, δεν μπόρεσαν να συσχετίσουν αυτά τα λείψανα ως ανήκοντα σε ένα μνημείο. Στα τέλη του 17ου αιώνα, ο Άγγλος George Wheler και ο Γάλλος Jacob Spon θεώρησαν την Πύλη της Αρχηγέτιδος ως την πρόσοψη του ναού του Αυγούστου παρερμηνεύοντας την αφιερωματική επιγραφή πάνω στο επιστύλιο της πύλης. Άλλοι αρκέστηκαν να κάνουν σημειώσεις και μερικά πρόχειρα σκίτσα των μνημείων που είδαν. Οι πρώτοι που μελέτησαν προσεκτικά τη Ρωμαϊκή Αγορά και έκαναν λεπτομερείς μετρήσεις και αρχιτεκτονικά σχέδια ήταν οι Άγγλοι James Stuart και Nicolas Revett. Τα λαμπρά σχέδιά τους συνοδεύονταν από σχόλια, στα οποία οι δύο αρχιτέκτονες ταύτιζαν την Πύλη ως πρόπυλο μιας Αγοράς. Στην ταύτιση οδηγήθηκαν από το ψήφισμα σχετικά με την πώληση του λαδιού, που ήταν χαραγμένο πάνω στη βόρεια παραστάδα της κεντρικής θύρας της πύλης, και από την ενεπίγραφη βάση αγάλματος, το οποίο ήταν αφιέρωμα των αγορανόμων στη σύζυγο του Αυγούστου Λιβία, τιμώμενη ως Αφροδίτη. Σημειωτέον ότι στην επιγραφή αυτή η Λιβία αναφέρεται ως Ιουλία Αυγούστα, επωνυμία που πήρε το 14 μ.Χ., μετά τον θάνατο του συζύγου της και αποτελεί terminus post quem για τη χρονολόγηση του αφιερώματος.

Από χαλκογραφίες του 18ου αιώνα καθώς και από σχέδια και ελαιογραφίες περιηγητών του 19ου αιώνα παίρνουμε μιαν εικόνα της εξέλιξης του χώρου. Μόνο το πρόπυλο της Αρχηγέτιδος ήταν ορατό (Εικόνα 16) ενώ ο Πύργος των Ανέμων και το Αγορανομείο ήταν μισοχωμένα.







Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές έγιναν από την Αρχαιολογική Εταιρεία αφού έγιναν οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις οικιών και άλλων κτηρίων (1837-45,1890-91,1910,1930-31), από τους Ιταλούς (1940-42), από τους Αν. Ορλάνδο και Π. Λαζαρίδη (1963-64) και από την Α΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως (1955,1965-66, 1968,1984-85,1989,1991, 2002-2003).


Οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες έγιναν μεταξύ 1915-1919 από τον Αν. Ορλάνδο στην Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς και στον Πύργο των Ανέμων. Το 1942, οι Ιταλοί αναστήλωσαν ορισμένους κίονες του ανατολικού περιστυλίου, ενώ το 1963 ο Ορλάνδος τρεις κίονες του νότιου περιστυλίου με τα επιστύλιά τους. Έτσι δόθηκε και η τρίτη διάσταση του μνημείου.


Από τις κατεδαφίσεις των παλαιών οικιών και από τις ανασκαφές προέκυψε, όπως ήταν φυσικό, πολυάριθμο αρχαιολογικό υλικό: γλυπτά, επιγραφές, αρχιτεκτονικά μέλη. Το υλικό αυτό αυξήθηκε με την προσθήκη τυχαίων ευρημάτων από την Πλάκα και άλλες περιοχές. Μεταξύ 1965-67 έγιναν οι πρώτες τακτοποιήσεις του υλικού αυτού σε λιθοσωρούς. Τα τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικές εργασίες διαμόρφωσης του χώρου στο πλαίσιο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Τα περισσότερα γλυπτά και επιγραφές περισυλλέχθηκαν, καταγράφηκαν και φυλάχτηκαν σε αποθήκες αρχαίων της Εφορείας Ακροπόλεως, ενώ τα αρχιτεκτονικά μέλη τακτοποιήθηκαν σε λιθοσωρούς σε διάφορα σημεία του μνημείου.



Χάρις στις εργασίες αυτές και την κατάλληλη σήμανση με ενημερωτικές πινακίδες, ο χώρος και τα άλλα μνημεία της Ρωμαϊκής Αγοράς ευπρεπίστηκαν και αναδείχτηκαν, κυρίως όμως έγιναν «αναγνώσιμα». Οι επισκέπτες μπορούν να δουν καθαρά και να κατανοήσουν ή να αναπαραστήσουν νοερά την αρχική μορφή και λειτουργία του χώρου και των μνημείων του.



Το μεγαλοπρεπέστερο και σημαντικότερο από τα Αυγουστιανά μνημεία της Αρχαίας Αγοράς ήταν το Ωδείο του Αγρίππα ή Αγρίππειο, που χτίστηκε το 15 π.Χ. από τον γαμπρό του Αυγούστου Αγρίππα σε επαφή και κάθετα προς το άνδηρο της Μεσαίας Στοάς. Το κτήριο αυτό, που προοριζόταν αρχικά για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν υπερβολικά ογκώδες για τον χώρο και την κλίμακα των γύρω μνημείων και παρουσιάζει πρωτόγνωρα στην Αττική χαρακτηριστικά, σαφώς ρωμαϊκά τόσο ως προς τη μορφή του, όσο και ως προς την αξονική τοποθέτησή του στο μέσον της πλατείας της Αγοράς, σε θέση δεσπόζουσα, πάνω στην οδό των Παναθηναίων.



Σε πολλά νέα κτήρια παρατηρείται εκτεταμένη χρήση αρχιτεκτονικού υλικού από παλαιούς κλασικούς ναούς και ιερά, πράγμα που αφενός εξασφάλιζε μείωση τους κόστους κατασκευής, αφετέρου ανταποκρινόταν στις κλασικίζουσες ή αρχαϊζουσες προτιμήσεις των Ρωμαίων. Η πρακτική αυτή μαρτυρεί, ότι οι ναοί και τα ιερά της Αττικής βρίσκονταν εγκαταλελειμμένα και σε ερειπιώδη κατάσταση. Ωστόσο η μεταφορά και ανακατασκευή τους εντασσόταν, προφανώς, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ανακαίνισης ναών και τεμενών θεών και ηρώων, όπως προκύπτει και από επίσημα ψηφίσματα. Αρχιτεκτονικά μέλη από τους ναούς του Θορικού και της Αθηνάς Σουνιάδος χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο του ΝΔ και ΝΑ ναού της Αγοράς αντίστοιχα.







Στην Ακρόπολη το μόνο οικοδόμημα που χτίστηκε την εποχή αυτή ήταν ο ναός της Ρώμης και του Αυγούστου και έγιναν επισκευές στο Ερέχθειο, που ο ναός είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Οι αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν με το τελευταίο έργο εντυπωσιάστηκαν και μιμήθηκαν τον ρυθμό και τον διάκοσμο του μνημείου όχι μόνον στην Αθήνα, αλλά και στη Ρώμη. Ο μικρός ιωνικός ναός της Ρώμης και του Αυγούστου χτίστηκε μετά το 19 π.Χ. Ήταν κυκλικός, διαμ. 8.60μ. περίπου, ολόκληρος από πεντελικό μάρμαρο με εννέα ιωνικούς κίονες, το ύψος των οποίων δεν έχει υπολογισθεί. Αν και δεν αναφέρεται από τον Παυσανία οι περισσότεροι μελετητές δέχονται, ότι η ακριβής θέση του πρέπει να είναι εκεί, όπου ο Κυριακός ο Αγκωνίτης είδε το ενεπίγραφο επιστύλιο και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, 20μ. περίπου ανατολικά από την πρόσοψη, στον κατά μήκος άξονα του Παρθενώνα. Η αξονική αυτή τοποθέτησή του είναι χαρακτηριστική της ρωμαϊκής πρακτικής ανάλογης με εκείνη του ναού του Άρη στην Αρχαία Αγορά. Έχει ρυθμό και διάκοσμο που μιμείται εκείνον του Ερεχθείου, αλλά με σαφείς διαφορές στις αναλογίες και στις λεπτομέρειες.



Μετά τον θάνατο του Αυγούστου λίγα ήταν τα έργα που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα. Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., επί αυτοκράτορος Τραϊανού στοές πλαισίωναν τους σημαντικότερους δρόμους μπροστά από τα κτήρια και τα καταστήματα, δημιουργώντας μνημειώδεις προσβάσεις σε σημαντικά μνημεία. Λείψανα τέτοιων στοών έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα τμήματα εκατέρωθεν της Παναθηναϊκής οδού.



Η παλαιά όμως λάμψη της πόλης επανήλθε χάρις στο ευρύ οικοδομικό πρόγραμμα του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού. Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων αναφέρει χαρακτηριστικά « Αθ\ναι μεν ούτως υπό του πολέμου κακωθε\ισαι το\υ Ρωμαίων αύθις Αδριανο|υ βασιλεύοντος ήνθσαν». Η πόλη γνώρισε μια περίοδο ειρήνης, οικοδομικής δραστηριότητας και νέας πνευματικής ακμής. Έχει να επιδείξει νέα λαμπρά αρχιτεκτονήματα, γίνεται και πάλι σημαντικό καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο με σπουδαίες φιλοσοφικές σχολές, όπου φοιτούν νέοι από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Την εντυπωσιακή εικόνα της πόλης τον 2ο αι. μ.Χ. μας διέσωσε ο Παυσανίας, χάρις στις περιγραφές του οποίου οφείλονται και οι ταυτίσεις των περισσοτέρων μνημείων.



Ο Αδριανός, καταγόμενος από την Italica της Ισπανίας, αγάπησε την Ελλάδα, την ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό. Ιδιαίτερα όμως αγάπησε την Αθήνα, την οποία θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του, πράγμα που απέδειξε έμπρακτα με τα έργα του. Την επισκέφθηκε τρεις φορές και υλοποίησε ένα τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα. Οι Αθηναίοι για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους έστησαν γύρω στους 100 βωμούς και δεκάδες αγάλματα προς τιμή του. Ένα από αυτά βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αρχαίας Αγοράς, κοντά στο Μητρώο. Καταρχάς κατά την πολύμηνη επίσκεψή του το 124-125 μ.Χ. επεξέτεινε προς ανατολάς την πόλη, η οποί έφθασε τα 2.200.000 τ.μ. Η νέα πόλη, που ονομάστηκε Αδριανούπολις ή Νέαι Αθήναι, εκτεινόταν στη σημερινή περιοχή Ζαππείου-Εθνικού Κήπου-Συντάγματος, είχε περίβολο 1750μ. και περιελάμβανε το Ολυμπείο και Νότια από αυτό συγκρότημα ιερών και δημοσίων κτηρίων. Ήταν ένα από τα ωραιότερα προάστια της πόλης με γυμνάσια, βαλανεία και πολυτελείς επαύλεις με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα. Στην παλαιά πόλη εξωραΐστηκαν παλαιά κτήρια, λήφθηκε μέριμνα για την ύδρευση και την αποχέτευση, καθώς και το οδικό δίκτυο, ενώ χτίστηκαν και νέα μεγάλα δημόσια οικοδομήματα. Σημαντικό έργο κοινής ωφελείας ήταν το υδραγωγείο. Το νερό έφθανε από την Πεντέλη μέσω ενός καναλιού εν μέρει υπέργειου πάνω σε τοξοστοιχία, εν μέρει υπόγειο μέσα σε πολύ βαθειά λαξευμένη τάφρο στη δεξαμενή στους πρόποδες του λόφου του Λυκαβηττού σε ύψος 136μ., που επισκευάστηκε επανειλημμένα και ήταν σε χρήση έως τα νεότερα χρόνια. Είχε μνημειώδες μαρμάρινο ιωνικό προστώο, με τέσσερις ιωνικούς κίονες και ελεύθερο τόξο στο μέσον, που διατηρείτο έως το 1778.

Μια μεγαλόπρεπη θριαμβική αψίδα, γνωστή ως Πύλη του Αδριανού, που κτίστηκε γύρω στο 135 μ.Χ. από τους Αθηναίους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ευεργέτη αυτοκράτορα, χώριζε την παλαιά από τη νέα πόλη. Στις δύο πλευρές της οι επιγραφές: «Αιδ’ εισ’ Αθήναι Θησέως η πριν πόλις» και Αιδ’ εισ’ Αδριανού και ουχί Θησέως πόλις. Χτίστηκε στη ΒΔ γωνία του περιβόλου του Ολυμπείου, πάνω σε έναν αρχαίο δρόμο που οδηγούσε από την παλαιά πόλη στο ιερό.

Το πιο εντυπωσιακό όμως Αδριάνειο έργο ήταν η ολοκλήρωση το 131-132 μ.Χ. του τεράστιου Ναού του Ολυμπίου Διός, με τον οποίο ταυτίστηκε ο αυτοκράτορας και λατρεύτηκε με την επωνυμία «Ολύμπιος», όπως μαρτυρούν πλήθος ενεπίγραφων βωμών και βάσεων ανδριάντων, αφιερωμένων στον Αδριανό.



Το έργο όμως του Αδριανού στην Αθήνα δεν είναι σημαντικό μόνον για τα μεγαλόπρεπα κτήρια, αλλά κυρίως για την προσπάθειά του να αναβιώσει το ελληνικό πνεύμα, να τονώσει την πίστη στους αρχαίους θεούς και να καταστήσει την Αθήνα κέντρο του Ελληνισμού. Μετά την αποπεράτωση και καθιέρωση του ναού του Ολυμπίου Διός ο Αδριανός σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες ίδρυσε το Πανελλήνιο, συνομοσπονδία όλων των ελληνικών πόλεων με έδρα την Αθήνα και επίκεντρο το ιερό του Ολυμπίου Διός. Η λειτουργία του θεσμού άρχισε με την ίδρυση των πανελληνίων αγώνων το 125 μ.Χ. Απομακρυσμένες πόλεις με ελληνόφωνο πληθυσμό έστειλαν στην Αθήνα πολίτες που ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ως μέλη των τακτικών συνεδριάσεων. Τόπος των συνελεύσεων των μελών του Πανελληνίου ήταν ίσως το Πανελλήνιο ή ιερό του Διός και της Ήρας Πανελληνίας, που χτίστηκε την ίδια εποχή και ταυτίστηκε από τον Ι. Τραυλό με τα αποκαλυφθέντα λείψανα ανάμεσα στον μεγάλο ναό κα την όχθη του Ιλισού. Πρόκειται για έναν περίβολο που περιέκλειε έναν ναό πάνω σε ψηλή κρηπίδα (podium).


To σπουδαιότερο Αδριάνειο έργο πολιτιστικού χαρακτήρα είναι η Βιβλιοθήκη Αδριανού. Πρόκειται για κτήριο ιδίου τύπου με την Ρωμαϊκή Αγορά (forum), ιδίου προσανατολισμού και ιδίων περίπου διαστάσεων σε απόσταση 16 μόλις μέτρων βόρεια από αυτήν, πολύ κοντά 80μ. ανατολικά της Αρχαίας Αγοράς. Χτίστηκε κατά τη διάρκεια του τρίτου ταξιδιού του αυτοκράτορα, γύρω στο 132 μ.Χ. για να στεγάσει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της πόλης. Όπως φαίνεται, δεν περιλάμβανε μόνο βιβλία ιστορικά και φιλολογικά, αλλά και τα αρχεία της πόλης, όπως και η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας. Είναι ορθογώνιο περίκλειστο κτήριο, διαστ. 122 Χ 82μ., με υψηλό περίβολο και μεγάλη υπαίθρια αυλή, που περιβάλλεται από στοές στις τέσσερις πλευρές της. Ο Παυσανίας το αναφέρει στο βιβλίο του «Αττικά» ως «το κτήριο με τους 100 κίονες από μάρμαρο Φρυγίας, που έχει αίθουσες με πολύχρωμες οροφές, αλαβάστρινους τοίχους και κόγχες με αγάλματα. Μέσα σ’ αυτό φυλάσσονταν τα βιβλία». Έχει μία μόνον είσοδο με πρόπυλο στη δυτική πλευρά. Από τους τέσσερις κίονες του προπύλου κορινθιακού ρυθμού από φρύγιο μάρμαρο (λευκό με ιώδεις φλεβώσεις pavonazetto) σώζεται σήμερα στη θέση του ο βόρειος μόνο κίονας. Από την πρόσοψη σώζεται μόνο ο τοίχος της βόρειας πτέρυγας από πεντελικό μάρμαρο. Μπροστά από τον λευκό αυτό τοίχο υψώνονται αρράβδωτοι κορινθιακοί κίονες επάνω σε υψηλά βάθρα (postamenta) από πράσινο μάρμαρο Καρύστου (cipollino), που συνδέονται με τον τοίχο με θλαστό θριγκό. Πάνω στον τοίχο αυτό υψωνόταν ένας χαμηλός όροφος, το «αττικό», το οποίο όμως δεν σώζεται.







Η διαμόρφωση της πρόσοψης, παρά τα στοιχεία που θυμίζουν μικρασιατικά πρότυπα, διακρίνεται για τις καθαρές επιφάνειες χωρίς περιττό διάκοσμο και είναι σαφώς αποτέλεσμα της επίδρασης της κλασικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας. Αντίθετα τα «οικήματα» πρέπει να ήταν πλούσια διακοσμημένα. Ο υψηλός περίβολος είναι χτισμένος από πωροπλίνθους κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα. Η βιβλιοθήκη στεγαζόταν στο κεντρικό κτήριο της ανατολικής πλευράς που ήταν διώροφο, με εσωτερική περιμετρική γαλαρία (πατάρι) στον 2ο όροφο, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση και στην Τρίτη σειρά κογχών. Οι ρόλοι των παπύρων φυλάσσονταν σε ξύλινες θήκες ή ντουλάπια με ράφια (armaria), που ήταν τοποθετημένα σε συμμετρικά διατεταγμένες κόγχες των τοίχων. Οι δύο αίθουσες εκατέρωθεν της βιβλιοθήκης πρέπει να ήταν αναγνωστήρια, ενώ οι δύο μεγάλες γωνιακές, που είχαν σειρές εδράνων σε καμπύλη, αμφιθεατρική διάταξη, ήταν αίθουσες διαλέξεων (auditoria). Α σώζονται τα χτιστά υποστηρίγματα των εδωλίων και το μαρμάρινο τοξοειδές κατώφλι της πρώτης σειράς. Σε κάθε μακριά πλευρά του μνημείου (βόρεια και νότια) υπάρχουν τρεις προεξέχουσες κόγχες, δύο ημικυκλικές (εξέδρες) και μία ορθογώνια (οίκος). Οι κόγχες αυτές, που ήταν στεγασμένες, αλλά ανοιχτές προς το περιστύλιο και την αυλή πρέπει να ήταν χώροι μελέτης, διδασκαλίας και αναπαύσεως, γιατί η Βιβλιοθήκη, όπως φαίνεται, ήταν παράλληλα κέντρο εκπαιδεύσεως όπως μαρτυρούν πορτρέτα ρητόρων ή κοσμητών καθώς και επιγραφές που αναφέρουν σοφιστές, ρήτορες, ιστορικούς.



Η κεντρική αυτή του ήταν διαμορφωμένη σε κήπο, με μια μεγάλη στενόμακρη δεξαμενή στο μέσον (βλ. αναπαράσταση του Μουσείου της Civilta Romana). Όπως απέδειξαν οι πρόσφατες ανασκαφές δυτικά, μπροστά στο μνημείο απλωνόταν μεγάλη εξωτερική αυλή σε πλάτος 23μ. τουλάχιστον στρωμένη με μαρμάρινες ορθογώνιες πλάκες. Το σχήμα του μνημείου παρουσιάζει ομοιότητα με το Trajaneum στην Ιtalica της Ισπανίας και με τον Templum Pacis στη Ρώμη, που πρέπει να αποτέλεσε το πρότυπο στην κατασκευή των δύο πρώτων κτηρίων. Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στα πιο πάνω κτήρια είναι ότι στη Βιβλιοθήκη της Αθήνας δεν υπάρχει ναός για την αυτοκρατορική λατρεία. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις, ότι γινόταν τέτοια λατρεία, όπως μαρτυρούν ενεπίγραφα βάθρα αγαλμάτων και βωμοί προς τιμή του Αδριανού, καθώς και ενεπίγραφο βάθρο που αναφέρει αρχιερέα δια βίου των Σεβαστών που βρέθηκε πρόσφατα.



Το 267 μ.Χ. κατά την επιδρομή των Ερούλων το κτήριο της Βιβλιοθήκης υπέστη καταστροφή. Δέκα χρόνια αργότερα ενσωματώθηκε στο λεγόμενο Υστερορωμαϊκό τείχος της πόλης, που χτίστηκε μεταξύ 276-286 μ.Χ. με διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη παρμένα από τα καταστραμμένα μνημεία. Στις αρχές του 5ου αι. το εσωτερικό περιστύλιο και οι αίθουσες στην ανατολική πλευρά του μνημείου επισκευάστηκαν από τον Ύπαρχο του Ιλλυρικού Ερκούλιο (402-412 μ.Χ.) του οποίου το άγαλμα πρέπει να είχε στηθεί στο πρόπυλο, αριστερά της εισόδου, όπως προκύπτει από την επιγραφή που σώζεται πάνω στον τοίχο. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν, ότι τότε ίσως στα πλαίσια της επισκευής του μνημείου επιχώστηκε και η κεντρική δεξαμενή και στη θέσης της χτίστηκε το μνημειώδες τεράκογχο κτήριο, που ήταν παλαιοχριστιανική εκκλησία και μάλιστα η πρώτη στην Αθήνα. Ωστόσο άλλοι μελετητέ, ιδίως ιστορικοί, θεωρούν ότι το τετράκογχο πρέπει να χτίστηκε αργότερα, το 2ο τέταρτο ή τα μέσα του 5ου αι. από την αυτοκράτειρα Ευδοκία, πρώην Αθηναϊδα, κόρη του Αθηναίου σοφιστή Λεόντιου, σύζυγο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄, η οποία βαπτίστηκε χριστιανή.



Τον 6ο αιώνα μ.Χ. το τετράκογχο καταστράφηκε και στα ερείπιά του χρίστηκε τον 7ο αι. μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, που ενσωμάτωσε το παλαιότερο οικοδόμημα. Αυτό όμως κάηκε τον 11ο αι. Στην ίδια θέση ανηγέρθη τον 12ο ο αι. μια απλή, μονόκλιτη βασιλική, η λεγόμενη Μεγάλη Παναγιά, η οποία ήταν η πρώτη μητρόπολη της Αθήνας. Μια άλλη εκκλησία ο Αγ. Ασώματος στα σκαλιά χτίστηκε την ίδια εποχή σε επαφή με την πρόσοψη και στο βόρειο τμήμα του προπύλου. Καταστράφηκε το 1566 και ανακαινίστηκε. Από τη 2η φάση σώζεται η τοιχογραφία στον τοίχο της πρόσοψης.



Λόγω των αλλεπάλληλων προσθηκών, μετασκευών και οικοδομήσεων κατά τη μεταβυζαντινή εποχή και ιδίως κατά την Τουρκοκρατία η αρχική μορφή της Βιβλιοθήκης είχε αλλοιωθεί τόσο με αποτέλεσμα οι διάφοροι περιηγητές, που την επισκέφθηκαν, να μην αναγνωρίζουν για ποιο μνημείο πρόκειται. Μόλις στις αρχές του 19ου αι. (1816) ταυτίστηκαν τα σωζόμενα κατάλοιπα του μνημείου από τον Άγγλο περιηγητή W.M. Leake ως το οίκημα με τους 100 κίονες από μάρμαρο Φρυγίας, που αναφέρει ο Παυσανίας. Με τις ανασκαφές των Doerpfeld και Κουμανούδη του 1885-86, εκείνες των μέσων του 20ού αιώνα της Ιταλικής Σχολής, του Ορλάνδου και του Μηλιάδη (1942,1950), καθώς και εκείνες του Τραυλού (1970,1980) απελευθερώθηκε από μεταγενέστερα κτίσματα και επιχώσεις το κεντρικό και ανατολικό τμήμα του μνημείου, ενώ το Δ-ΝΔ μέρος μέχρι πρόσφατα ήταν γεμάτο από κατάλοιπα μεταγενέστερων κτισμάτων μέσων και ύστερων βυζαντινών χρόνων, εποχής Τουρκοκρατίας, αλλά και νεότερων χρόνων. Από το 1987 άρχισαν υπό την εποπτεία μου συστηματικές ανασκαφές, αφού έγιναν αποξηλώσεις καταλοίπων κτηρίων εποχής Τουρκοκρατίας και νεοτέρων χρόνων.



Στις αποξηλώσεις των νεοτέρων κτηρίων μέσα στον χώρο της Β.Α. καθώς και σε τοίχους γειτονικών σύγχρονων οικιών, γύρω από αυτήν και τη Ρωμαϊκή Αγορά βρέθηκαν τμήματα αρχιτεκτονικών μελών του μνημείου, καθώς και θραύσματα γλυπτών, ορισμένα από τα οποία πιθανόν ήταν τοποθετημένα ή στημένα κάπου στο μνημείο, όπως τμήμα από μεγάλο γοργόνειο ανάγλυφο, άνω μέρος κορμού χλαμυδοφόρου νέου, που ίσως εικόνιζε κάποιο θεό (τον Ερμή) ή κάποιο θεοποιημένο μέλος αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως ανάλογο άγαλμα της Italica. Ωστόσο το εντυπωσιακότερο όλων ήταν το κολοσικό άγαλμα Νίκης πάνω σε σφαίρα, που βρέθηκε εντοιχισμένο σε δεξαμενή εποχής τουρκοκρατίας μαζί με θραύσματα άλλων κλασικών αγαλμάτων στα ΝΔ του μνημείου, κοντά στο Υστερορρωμαϊκό τείχος που ενσωμάτωσε όλο το μνημείο. Ήταν μονόλιθο. Ολόκληρο δηλαδή, μαζί με το κεφάλι, τις φτερούγες, τους βραχίονες που λείπουν, και τη σφαίρα λαξεύτηκε σε ένα μεγάλο κομμάτι πεντελικού μαρμάρου και πρέπει να ξεπερνούσε τα 3μ.



Είναι ένα εκλεκτιστικό δημιούργημα Έλληνα καλλιτέχνη που είχε ως πρότυπο κλασικά έργα του τέλους του 5ου και των αρχών του 4ου αι. π.Χ. σε μια περίοδο έντονου κλασικισμού. Σύμφωνα με τη μελέτη μου πρέπει να χρονολογείται στην προτελευταία ή την τελευταία δεκαετία του 1ου αι. π.Χ. και πιθανόν να προέρχεται από κάποιο σύνθετο μνημείο νίκης, που πιθανόν στήθηκε από τον Αύγουστο σε ανάμνηση της Παρθικής νίκης του κάπου στην περιοχή, ίσως στο άνδηρο (terrace) μπροστά στη Ρωμαϊκή Αγορά, αριστερά της Πύλης της Αρχηγέτιδος, όπου ήταν στημένα πολλά αγάλματα μελών της οικογένειας του Αυγούστου. Στη Βιβλιοθήκη Αδριανού πρέπει να μεταφέρθηκε και στήθηκε η Νίκη μπροστά στο υστερορρωμαϊκό τείχος σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, ίσως κατά την επισκευή του μνημείου από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Ερκούλιο (407-412 μ.Χ.). Ίσως τότε το άγαλμα της Νίκης να μεταφέρθηκε στα νοτιοδυτικά της Βιβλιοθήκης και να στήθηκε μπροστά στο υστερορρωμαϊκό τείχος. Σε κάποια μεταγενέστερη βαρβαρική επιδρομή, ίσως των Σλάβων, πρέπει να καταστράφηκε το άγαλμα και πολύ αργότερα εντοιχίστηκε σε έναν τοίχο βυζαντινής εποχής που ενσωματώθηκε σε μια δεξαμενή εποχής τουρκοκρατίας.





Η εικόνα της ρωμαϊκής Αθήνας δεν θα ήταν ολοκληρωμένη εάν δεν αναφερθεί και το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού, έργο που χρηματοδότησε ο περίφημος σοφιστή, ρήτορας και ευεργέτης της Αθήνας, που είναι λίγο μεταγενέστερος του Αδριανού. Το Ηρώδειο χτίστηκε μεταξύ μεταξύ 165-175 μ.Χ., στο δυτικό μέρος της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης στη μνήμη της συζύγου του Ηρώδη Ρήγιλλας. Ήταν ένα τυπικό ρωμαϊκό ωδείο, ημικυκλικής κάτοψης, χωρητικότητας 5000 ατόμων. Είχε πρόσοψη διαρθρωμένη σε τρεις ορόφους, πλούσια διακόσμηση με ψηφιδωτά δάπεδα, κόγχες με αγάλματα. Σύμφωνα με τις πηγές η στέγη του ήταν από ξύλο κέδρου χωρίς εσωτερικά υποστυλώματα. Ήταν το τρίτο ωδείο που χτίστηκε για τις ανάγκες της πόλης, αφού το ωδείο του Περικλέους ήταν μικρής χωρητικότητας, το δε Αγρίππειο στην Αγορά επισκευαζόταν εκείνη την περίοδο μετά την κατάρρευση της στέγης του. Καταστράφηκε κατά την επιδρομή των Ερούλων το 267. Μετά την αναστήλωσή του το 1954 χρησιμοποιείται κάθε χρόνο για θεατρικές και μουσικές εκδηλώσεις κυρίως του Φεστιβάλ Αθηνών.



Γενικά τα μνημεία της εποχης του Αδριανού στην Αθήνα εντάσσονται αρμονικά στον προϋπάρχοντα πολεοδομικό ιστό της πόλης και της προσδίδουν νέα αίγλη και λάμψη σε μια περίοδο που δεν χαρακτηριζόταν ως εποχή δόξας και θριάμβων, αλλά ειρήνης, πολιτισικής και πνευματικής δραστηριότητας με έντονη προσήλωση στα κλασικά ιδεώδη.



Ρωμαϊκή Αθήνα
Άλκηστις Χωρέμη
Προϊσταμένη της Α' Ε.Π.Κ.Α.









ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

J. Travlos, Pictorial Dictionary of Ancient Athens, N. York 1971 (με την έως τότε σχετική βιβλιογραφία):
The Agora of Caesar and Augustus, σελ. 28-35.
Agoranomion, σελ. 37-41.
Horologion of Andronikos, σελ. 281-288.
Latrines, σελ. 342-344.
M. Hoff, The Roman Agora at Athens, Boston University (1988). (U.M.I. Dissertation Information Service).
Γρ.Αντωνακόπουλος-Χ.Φραγκάκης: Το εν Αθήναις ηλιακόν ωρολόγιον του Ανδρόνικου (ΑΑΑ, ΙΙ,τ.3, Αθήναι 1969, σελ. 416-422

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...