Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 13 Απριλίου 2024
ΡΩΣΙΑ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1917
Η φυλή των Ρως, όπως διαμορφώθηκε ύστερα από προσμείξεις, κατατάσσεται σήμερα στη σλαβική ομοεθνία και οι ανήκοντες σε αυτήν είναι επίσης γνωστοί ως ανατολικοί Σλάβοι. Η πλειονότητα των ερευνητών, αρχαιολόγων, φιλολόγων και ιστορικών, θεωρούν ως αρχική εστία των Σλάβων, οι οποίοι ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, την περιοχή μεταξύ του ποταμού Βιστούλα και της Βαλτικής θάλασσας.
Οι πρώτοι Σλάβοι κατοικούσαν σε δασώδεις περιοχές χωρίς ενιαία πολιτική διοίκηση, διασπασμένοι σε πολλές ανεξάρτητες κοινότητες ή ηγεμονίες με κέντρο ζωής την οικογένεια. Το πολύ χαλαρό κυβερνητικό τους σύστημα και οι έντονες δημοκρατικές τους τάσεις δεν επέτρεπαν τον σχηματισμό κεντρικής οργάνωσης, βασικό βήμα της μετατροπής των μικρών φυλών σε έθνη· η μετατροπή αυτή έγινε με εξωτερική παρακίνηση αργότερα. Τον 5ο μ.Χ. εξαπλώθηκαν νότια, προς τον Δούναβη και ανατολικά, ανάμεσα στα Καρπάθια και το λεκανοπέδιο του Ντονέτς. Στην πρώτη περίπτωση είναι γνωστοί ως Σκλαβηνοί. Υπάρχουν περί αυτών μαρτυρίες γραπτές αναγόμενες στον 6ο μ. Χ. αι., οι οποίες επίσης πληροφορούν και για τα ανατολικά φύλα, τους Άντες. Μετά την επί αιώνες διαμόρφωσή τους οι Σλάβοι διακρίθηκαν από την επιστήμη σε τρεις μεγάλες ομάδες: στους Νοτίους Σλάβους (Σλοβένους, Σέρβους, Κροάτες, εκσλαβισθέντες Βουλγάρους), στους Δυτικούς Σλάβους (Μοραβούς, Πομεριανούς, Τσέχους και Σλοβάκους Πολωνούς) και στους Ανατολικούς Σλάβους (Ρώσους).
Ένα από τα Σλαβικά φύλα κινήθηκε προς τα ανατολικά και εγκαταστάθηκε στις στέππες βόρεια από τον Εύξεινο πόντο. Από τη περιοχή αυτή είχαν περάσει στο παρελθόν πολλοί εισβολείς (Σκύθες, Σαρμάτες, Γότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Βούλγαροι). Οι Άντες ήρθαν σε σύγκρουση με τους Γότθους και τους Ούννους και νικήθηκαν από τους ισχυρότατους Αβάρους. Όμως τα σλαβικά φύλα πέτυχαν να διεισδύσουν στην περιοχή αυτή είτε διά μέσου των δασών αφομοιώνοντας τις φιννικές και βαλτικές φυλές, είτε κατά μήκος των ποταμών Δνείπερου, Ντβίνα, Λόβατ, Βολχώβ κ.ά. ιδρύοντας αξιόλογα εμπορικά κέντρα, μεταξύ των οποίων το Κίεβο (στ’ αι.) και το Νοβγκορόντ (ζ’ αι.).
Εκτός των ελληνικών αποικιών των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, το πρώτο αξιόλογο κράτος της περιοχής υπήρξε αυτό των Χαζάρων, λαού τουρκικού , ο οποίος εγκαταστάθηκε στην περιοχή τον ζ’ αι. με κέντρο την πρωτεύουσα του χαγανάτου Ιτήλ, στον Κάτω Βόλγα. Λαός με υψηλότερο πολιτισμό και σε θέση ευνοϊκότατη για την ανάπτυξη του εμπορίου, επιβλήθηκαν στα σλαβικά φύλα μέχρι και τον Ι’ αι., οπότε δύο νέα νομαδικά τουρκικά φύλα, οι Ούγγροι και οι Πετσενέγοι, διετάραξαν τις σχέσεις Χαζάρων και ανατολικών Σλάβων. Η παρουσία των Χαζάρων, εκτός του ότι προωθούσε τον ισλαμικό πολιτισμό, είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση διχονοιών και αταξίας ανάμεσα στα σλαβικά φύλα.
Μετά τη διάλύση του μεσαιωνικού χαγανάτου των Ρως που ιδρύθηκε το 830 και κυβερνήθηκε από τους Ρουρικίδες, απογόνους του χαγάνου Ρούρικ (862-879), μέχρι το 1150, η Ρωσία κατακερματίστηκε σε πολλές μικρές ανεξάρτητες ηγεμονίες. Το 1328 ο Ιβάν Α πήρε τον τίτλο «Μέγας Δούκας της Μόσχας», διεκδικώντας για τον εαυτό του κάποιο βαθμό υπεροχής έναντι των άλλων τοπικών ηγεμόνων. Τον τίτλο αυτό διατήρησαν στα επόμενα χρόνια οι διάδοχοί του ηγεμόνες του δουκάτου της Μόσχας, μέχρι τα χρόνια του Ιβάν Γ, ο οποίος για πρώτη φορά πήρε τον τίτλο «Μέγας Πρίγκιπας πασών των Ρωσιών».
Ο Ιβάν (Ιωάννης) Γ΄ Βασίλιεβιτς (1440–1505), ο επονομαζόμενος Μέγας ήταν Μέγας Πρίγκιπας της Μόσχας και «Μέγας Πρίγκιπας πασών των Ρωσιών». Ανέβηκε στο θρόνο του δουκάτου του μετά από αρκετές αναμετρήσεις, πολλές φορές αιματηρές, υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του πατέρα του στους δυναστικούς αγώνες με τα αδέλφια και τα ξαδέρφια του, κατά τους οποίους ο πατέρας του αιχμαλωτίστηκε προσωρινά και τυφλώθηκε από τους αντιπάλους του. Η πολιτική του να συνενώσει, άλλοτε με ειρηνικά μέσα μέσω διαπραγματεύσεων, και άλλοτε δια της βίας, τα μέχρι τότε διάσπαρτα ανεξάρτητα πριγκιπάτα και δουκάτα της Ρωσίας είχε ως αποτέλεσμα να τριπλασιάσει τα εδάφη της ηγεμονίας του. Ανοικοδόμησε το Κρεμλίνο και τη Μόσχα και έβαλε τα θεμέλια του ρωσικού κράτους.
Ο Ιβάν νυμφεύθηκε τη Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα και μέσω του γάμου αυτού διακήρυξε ότι είναι ο νόμιμος κληρονόμος των δικαιωμάτων επί του βυζαντινού θρόνου. Διακήρυξε ότι μεταξύ άλλων κληρονομεί και τον δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων, τον οποίο έκανε θυρεό δικό του και του νεοσύστατου βασιλείου του.
Ο Ιβάν ανακήρυξε τη Μόσχα Τρίτη Ρώμη, αφού η Κωνσταντινούπολη, η Δεύτερη Ρώμη, όπως είχε χαρακτηρισθεί επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, βρισκόταν ήδη υπό οθωμανική κατοχή. Διακήρυξε ακόμα ότι τα πρωτεία του Οικουμενικού πατριαρχείου περιέρχονται στην αρχιεπισκοπή της Μόσχας, που πολύ αργότερα αναβαθμίσθηκε σε πατριαρχείο. Από τότε ξεκίνησε και η διαμάχη για τα πρωτεία μεταξύ των δύο πατριαρχείων. Με την προτροπή της συζύγου του Σοφίας Παλαιολογίνας, έλαβε τον τίτλο του καίσαρα (caesar), που είχαν τα άρρενα τέκνα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, τίτλος που, με τη ρωσική γλωσσική παραφθορά, έγινε "τσάρος". Η Σοφία Παλαιολογίνα εισήγαγε και όλο το βυζαντινό τυπικό στο παλάτι του συζύγου της.
Η Σοφία και ο Ιβάν επιδίωξαν να μεταβάλουν τη Μόσχα από ξύλινη παραγκούπολη γύρω από τον ποταμό Μοσκβά, που ήταν τότε, σε μεγαλούπολη, ικανή να γίνει διάδοχος της Κωνσταντινούπολης. Για το σκοπό αυτό μετακάλεσαν στη Μόσχα διάσημους Ιταλούς αρχιτέκτονες, που ανοικοδόμησαν το Κρεμλίνο ανεγείροντας μέσα στο χώρο του περίβλεπτες εκκλησίες και παλάτια. Έτσι το καθεστώς της άλλοτε Μοσχοβίας υπό τον Ιβάν Γ΄ μεταβλήθηκε ουσιαστικά σε βασίλειο και έλαβε περισσότερο αυταρχική μορφή. Σε τούτο συνέβαλαν και οι άλλοτε άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, που είχαν ακολουθήσει τη Σοφία στη Μόσχα, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να δουν τη βυζαντινή Αυτοκρατορία να αναγεννιέται στη Μόσχα. Με την παρότρυνση της συζύγου του Σοφίας, κατόρθωσε να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό και να απελευθερωθεί από τον χάνο Αχμέτ των Τατάρων, στον οποίο ήταν φόρου υποτελής. Περιόρισε κατά πολύ τις εξουσίες της αριστοκρατικής τάξης της Ρωσίας, τους επιλεγόμενους Βογιάρους.
Η Σοφία Παλαιολογίνα έδωσε μεγάλο αγώνα για να διασφαλίσει τα δικαιώματα του πρωτότοκου γιου της Βασίλι στο θρόνο του πατέρα του, και τούτο γιατί ο Ιβάν είχε ένα γιο, τον Ιβάν Ιβάνοβιτς από την πρώτη του σύζυγό, την Μαρία του Τβερ. Ο Ιβάν ο νεότερος όμως πέθανε από ποδάγρα σε νεαρή ηλικία και για τον θάνατό του κατηγορήθηκαν αδίκως από τους Βογιάρους τόσο η μητριά του Σοφία όσο και ο πατέρας του Ιβάν, ότι δήθεν τον δηλητηρίασαν. Ο Ιβάν άφησε ένα άλο γιο, τον Ντμίτρι, που είχε αποκτήσει με τη σύζυγό του, Ελένη Στεπάνοβνα της Βλαχίας. Έτσι άρχισε ένας αδυσώπητος αγώνας μεταξύ της Σοφίας και της Ελένης, για το ποιας γιος θα διαδεχόταν τον Ιβάν Γ΄. Τελικά, μετά από πολλές διακυμάνσεις και περιπέτειες, επικράτησε η Σοφία και ο γιος της Βασίλι, που τον διαδέχθηκε. Όσο για την Έλενα και το γιο της Ντμίτρι, αυτοί είχαν οικτρό τέλος αφήνοντας την τελευταία τους πνοή στη φυλακή.
Παρά το μεγαλεπήβολο έργο του, ο Ιβάν πέθανε αγνοημένος από τους συμπατριώτες του, που τον θεωρούσαν συντηρητικό, χαρακτηρίζοντάς τον ακόμα και δειλό. Όμως η Ιστορία τον αναγνώρισε ως Μεγάλο, γιατί κατόρθωσε να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό και να συνενώσει τις διάσπαρτες ηγεμονίες και ανεξάρτητα δουκάτα σε μια αυτόνομη, κυρίαρχη και ενωμένη Ρωσία.
Οι Τάταροι έλκουν την ιστορική καταγωγή τους από τη Χρυσή Ορδή, ένα κράτος που προέκυψε από τη διάσπαση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας (1294) και προήλθε από την ανάμιξη των Μογγόλων του Καζακστάν με τους Τούρκους του Καυκάσου και τους Βουλγάρους του Βόλγα. Η Χρυσή Ορδή εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τις ρωσικές πόλεις και έμεινε ενωμένη μέχρι τη δεκαετία του 1440, όταν διασπάσθηκε σε μικρότερα ταταρικά χανάτα. Όλα αυτά τα χανάτα καταλύθηκαν τον επόμενο αιώνα από τους Ρώσους πλην του χανάτου της Κριμαίας - επιβίωσε μέχρι το 1783, κυρίως χάρη στην υποστήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που το χρησιμοποίησε για ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης στη Μαύρη Θάλασσα.
Αφού τους κατέκτησαν τον 16ο αιώνα, οι Ρώσοι αξιοποίησαν τους Τατάρους. Μαζί με τους Κοζάκους αποτελούσαν τα δύο μη ρωσικά επίλεκτα σώματα του ρωσικού στρατού, και κάποιοι από αυτούς έγιναν μέλη της παραδοσιακής αριστοκρατίας (βογιάροι). Ένας βογιάρος ταταρικής καταγωγής, ο Μπαρίς Γκοντουνόβ, έφθασε μέχρι το ύπατο αξίωμα του Τσάρου του Ρωσικού Βασιλείου το 1598. Ανάμεσα στους Τατάρους υπάρχει και ένας μικρός πληθυσμός ελληνικής καταγωγής, ο οποίος κατοικεί κυρίως στην Ουκρανία (Κριμαία, Μαριούπολη) . Λέγονται Γραικοτάταροι ή Ουρούμ Ρωμιοί. Οι Ουρούμ υιοθέτησαν την ταταρική γλώσσα στα τέλη του 18ου αιώνα και χρησιμοποιούν την γλώσσα Ουρούμ, αλλά παρέμειναν χριστιανοί ορθόδοξοι μέχρι σήμερα. Μετά τη διάσπαση της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών πολλοί Ουρούμ μετανάστευσαν στην Ελλάδα.
Ο Βασίλι Γ΄ Ιβάνοβιτς (1479-1533), γιος του Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας και της Σοφίας Παλαιολογίνας, ήταν Μέγας Πρίγκιπας της Μόσχας από το 1505 έως το 1533. Ζήτησε από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Θεόληπτο A΄, να του αποστείλει έναν λόγιο Έλληνα για να τακτοποιήσει τα ελληνικά χειρόγραφα της βασιλικής βιβλιοθήκης και να μεταφραστούν κάποια βιβλία στη σλαβονική (παλαιοσλαβική και εκκλησιαστική γλώσσα) με βάση τα ελληνικά πρότυπα. Το έργο αυτό ανατέθηκε στον Μάξιμο τον Γραικό και δύο συνασκητές του, τον Νεόφυτο και τον Λαυρέντιο.
O Βασίλι Ιβάνοβιτς πεδίωξε να καταστείλει την προσπάθεια ανεξαρτησίας των Βογιάρων με φοβερές μεθόδους και προσάρτησε στη χώρα του τα κράτη του Πσκοβ, του Ριαζάν, του Στάροτουμπ και Νόβγκοροντ. Στη διάρκεια της βασιλείας του αγωνίστηκε συχνά εναντίον των Τατάρων της Κριμαίας, τους οποίους επεδίωξε να αντιμετωπίσει όχι μόνο στον στρατιωτικό αλλά και στον εμπορικό τομέα.
Ο Ιβάν (Ιωάννης) Δ΄ Βασίλιεβιτς, επιλεγόμενος Τρομερός υπήρξε ο πρώτος τσάρος του Βασιλείου της Ρωσίας. Μέσω του πατέρα του ήταν δισέγγονος του Θωμά Παλαιολόγου, Δεσπότη του Μυστρά και αδελφού του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου. Η εικόνα του Ιβάν περιγράφεται στην κινηματογραφική ταινία Ιβάν ο Τρομερός του Σεργκέι Αϊζενστάιν (1944) που θεωρείται ως μία από τις κορυφαίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Πρωταρχικός στόχος του Ιβάν ήταν να ισχυροποιήσει την τσαρική εξουσία σε μια κοινωνία όπου η κεντρική διοίκηση και ο συγκεντρωτισμός αποτελούσαν άγνωστες έννοιες, αφού είχαν περάσει πέντε αιώνες από την κατάρρευση του Κράτους των Ρως, κατά τους οποίους οι Ρώσοι ήταν διασπασμένοι σε μικρά αυτοδιοικούμενα κρατίδια. Για τον σκοπό αυτό προέβη σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως η Σύνοδος των επαρχιών (1549), μόνιμο αντιπροσωπευτικό και νομοθετικό σώμα, όπου συμμετείχαν βογιάροι ευγενείς, ανώτερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, μέλη της Ιεράς Συνόδου και εκπρόσωποι των εμπόρων και κατοίκων των πόλεων, οι Στρέλτσι (1550), ένα επίλεκτο επαγγελματικό στρατιωτικό σώμα.
Κατέλυσε και προσάρτησε τα ταταρικά βασίλεια (χανάτα) του Βόλγα, το Χανάτο του Καζάν, το Χανάτο του Άστραχαν, τη Λιβονία (χαλαρή πολυφυλετική ομοσπονδία στη σημερινή Εσθονία, 1558), ενώ ταυτόχρονα ίδρυσε την πόλη - λιμάνι του Αρχαγγέλου στον Αρκτικό Ωκεανό.
Η απόπειρα επέκτασης στη Βαλτική ήταν η πρώτη αποτυχία του Ιβάν, που βρέθηκε αντιμέτωπος, το 1560, με τέσσερις δυνάμεις της ΒΑ Ευρώπης (Σουηδία, Δανία, Πολωνία, Λιθουανία). Την ίδια χρονιά πέθανε η βασίλισσα Αναστασία, που ο Ιβάν υποψιαζόταν ότι την δηλητηρίασαν κάποιοι βογιάροι. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο τσάρος άλλαξε πρόσωπο. Με μαζικές εκκαθαρίσεις κατάφερε να δημιουργήσει μια νέα και υπάκουη ολιγαρχία, η οποία αποτελούνταν από άνδρες που έπαιρναν τον τίτλο του βογιάρου κατ' απονομήν, χάρη στην πίστη τους στο θρόνο. Την τριετία 1579 - 1581 το ρωσικό βασίλειο έφτασε κοντά στην πλήρη κατάρρευση, αφού οι Τάταροι του Χανάτου της Κριμαίας λεηλάτησαν τη Μόσχα το 1579.
Κατόπιν, ο πολωνο-λιθουανικός στρατός ισοπέδωσε μια σειρά πόλεων στα βορειοδυτικά και πολιόρκησε το Πσκοβ, ενώ οι Σουηδοί κατέλαβαν τη Νάρβα (1581). Ο Ιβάν αναγκάστηκε σε συνθηκολόγηση (1581 - 1582), αποκηρύσσοντας τις βαλτικές διεκδικήσεις του. Μοναδική αναλαμπή στην τελευταία περίοδο του Ιβάν του Τρομερού ήταν η έναρξη της προσπάθειας για επέκταση πέρα από τα Ουράλια, που έμεινε στην ιστορία ως Κατάκτηση της Σιβηρίας (1579-1581).
Ο Ιβάν πέθανε στις 28 Μαρτίου 1584, σε ηλικία 54 ετών, πιθανώς δηλητηριασμένος από τους αυλικούς του. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Φιοντόρ, ο οποίος έπασχε από νοητική υστέρηση. Πραγματικός κυβερνήτης της χώρας μετά το θάνατό του ήταν ο Μπορίς Γκοντούνοφ, που ενέπνευσε στον Πούσκιν το ομώνυμο βιβλίο και στον Μουσόργκσκι την ομώνυμη όπερα.
Ο Φιόντορ Α΄ (1557-1598) έχει μείνει στην ιστορία με το προσωνύμιο «Κωδωνοκρούστης», εξαιτίας της εμμονής του να περιδιαβαίνει τα ρωσικά εδάφη και να κτυπά όποια καμπάνα έβρισκε στον δρόμο του. Η πνευματική του ανάπτυξη ήταν πολύ χαμηλή και οι περισσότεροι σύγχρονοί του τον περιγράφουν ως διανοητικά καθυστερημένο. Παρ' όλα αυτά διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1584, δεδομένου ότι τέσσερα χρόνια νωρίτερα ο Ιβάν σε μια κρίση θυμού είχε σκοτώσει ακουσίως τον πρωτότοκο γιο του.
Ως τσάρος ο Φιόντορ δεν έδειξε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον για τα πολιτικά. Περνούσε τον καιρό του αφοσιωμένος μόνο στην προσευχή, ενώ άφησε την ευθύνη της διακυβέρνησης στον κουνιάδο του Μπορίς Γκοντούνοφ. Ήταν παντρεμένος με την Ιρίνα Γκοντουνόβα. Η μοναχοκόρη τους Θεοδοσία πέθανε πριν κλείσει τα δύο της χρόνια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διάδοχος μετά το θάνατό του στις 17 Ιανουαρίου 1598. Με τον θάνατό του έληξε η περίοδος της Δυναστείας των Ρουρικιδών που κυβέρνησε τη Ρωσία επί επτά αιώνες (από την εποχή του χαγάνου Ρούρικ 862-879) και ξεκίνησε μια σύντομη περίοδος χάους, γνωστή ως Εποχή των Αναστατώσεων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του ως αγίου στις 7 Ιανουαρίου.
Η περίοδος της βασιλείας του Μπορίς Γκοντούνοφ χαρακτηρίζεται από την είσοδο της χώρας στην Εποχή των Αναστατώσεων. Η οικογένεια των Γκοντούνοφ καταγόταν από Τατάρους ευγενείς, οι οποίοι στις αρχές του 14ου αιώνα εγκατέλειψαν τη Χρυσή Ορδή και έλαβαν γη από τους μοσχοβίτες στην Κοστρομά, ανατολικά της Μόσχας. Ως επιφανέστερος απόγονος της οικογένειας, ο Μπορίς ξεκίνησε την καριέρα του από τα εφηβικά του χρόνια, στην Αυλή του Ιβάν Δ του Τρομερού. Το 1571 εντάχθηκε στους Οπρίτσνικους, μια αδίστακτη παραστρατιωτική ομάδα που συγκρότησε ο ίδιος ο Ιβάν για να εξολοθρεύσει τους βογιάρους που αντιδρούσαν στο συγκεντρωτισμό του. Σύντομα ο Ιβάν ανέπτυξε στενή σχέση με το Γκοντούνοφ, πράγμα που αποδείχθηκε με την επιλογή της αδελφής του Ιρίνα ως συζύγου του διαδόχου Φιοντόρ το 1580, καθώς και την απονομή στον ίδιο του αξιώματος του «βογιάρου». Λίγες ώρες πριν εκπνεύσει, ο Ιβάν ο Τρομερός κάλεσε τους πέντε πλέον έμπιστους βογιάρους (μεταξύ των οποίων και τον Γκοντούνοφ) και τους ανέθεσε να σταθούν δίπλα στο διανοητικά καθυστερημένο Φιοντόρ, που αναλάμβανε τις τύχες του βασιλείου.
Η ανέλιξη του Μπορίς Γκοντούνοφ στη θέση του πραγματικού κυβερνήτη της Ρωσίας ενόχλησε διάφορους άλλους βογιάρους, οι οποίοι προσπάθησαν να χωρίσουν τον τσάρο από την αδελφή του. Ο Μπορίς απάντησε άμεσα με εκτόπιση ή «ξύρισμα» (ισοδυναμούσε με έκπτωση από τα αξιώματα) των διαφωνούντων. Από εκείνη τη στιγμή ήταν πια παντοδύναμος. Αντιμέτωπος με τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που σώρευσε η διακυβέρνηση του Ιβάν, πέρασε το 1587 μια μεταρρύθμιση που περιόριζε την κινητικότητα των αγροτών. Σκοπός των μέτρων ήταν να αναζωογονήσει την αγροτική παραγωγή, τελικά όμως οδήγησαν στην εγκαθίδρυση σκληρής δουλοπαροικίας.
Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίσθηκε από σύνεση, μετριοπάθεια και εξωστρέφεια. Κάλεσε Άγγλους εμπόρους να αναπτύξουν δραστηριότητα στη Ρωσία, απαλλάσσοντάς τους από δασμούς. Αναβάθμισε την Αρχιεπισκοπή Μόσχας σε Πατριαρχείο, μια κίνηση με μεγάλη πολιτική σημασία, αφού το νέο πατριαρχείο ήταν «ελεύθερο» σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που βρίσκονταν υπό την κατοχή των Οθωμανών. Ανέκτησε με πόλεμο (1590 - 1595) τις πόλεις της ΒΔ Ρωσίας που είχε απολέσει ο Ιβάν από τους Σουηδούς. Ξανάρχισε την προσπάθεια κατάκτησης της Σιβηρίας που είχε ατονήσει και έβαλε τις βάσεις για νέους οικισμούς πέραν των Ουραλίων.
Η ζωή του ενέπνευσε τον εθνικό ποιητή της Ρωσίας Αλ. Πούσκιν να συνθέσει το έμμετρο δράμα «Μπορίς Γκοντούνοφ». Τον διαδέχθηκε ο δεκαεξάχρονος γιος του Φιοντόρ Μπορίσοβιτς, αλλά η βασιλεία του διήρκεσε μόνο δυόμισι μήνες.
Ο Φιοντόρ Μπορίσοβιτς Γκοντούνοφ ξεχώριζε για τη μόρφωσή του και ήταν ο πρώτος ρώσος που έφτιαξε χάρτη της χώρας του. Από μικρό παιδί παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς όλη την κυβερνητική δραστηριότητα του πατέρα του, ακόμα και κλειστές συναντήσεις ή διαπραγματεύσεις με ξένες δυνάμεις. Όταν ο Μπορίς Γκοντούνοφ πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο, ο δεκαεξάχρονος Φιοντόρ στέφθηκε τσάρος (23 Απριλίου 1605). Δεν πρόλαβε όμως να κυβερνήσει, αφού στα τέλη Ιουνίου τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό από βογιάρους και λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 20 Ιουλίου, στραγγαλίστηκε μαζί με τη μητέρα του.
Ο Δημήτριος Β΄ (1581 - 1606) έχει μείνει στην ιστορία ως Ψευδοδημήτριος Α΄, διότι ουδέποτε υπήρξε το πρόσωπο που υποστήριζε πως είναι. Για την πραγματική του ταυτότητα η ιστορική έρευνα δεν έχει καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα. Το 1600-1601 ο Ψευδοδημήτριος έκανε την πρώτη εμφάνισή του στη Μόσχα, υποστηρίζοντας ότι είναι ο χαμένος Δημήτριος, γιος του Ιβάν του Τρομερού, και μετά το θάνατο του αδελφού του Φιοντόρ ήλθε για να πάρει το θρόνο από το «σφετεριστή Μπορίς». Στο σχόλιο ότι όλοι τον θεωρούσαν νεκρό, προέβαλε το μύθευμα ότι οι εντεταλμένοι δολοφόνοι του σκότωσαν λάθος άτομο στο Ούγκλιτς, αφού αυτός είχε ήδη φυγαδευτεί από τη μητέρα του αρχικά σε μοναστήρια και αργότερα στην Πολωνία.
Όπως είναι φυσικό, η ιστορία του Ψευδοδημήτριου δεν έγινε πιστευτή. Μπροστά στον κίνδυνο της σύλληψής του ως απατεώνα διέφυγε στο Οστρόγκ, στα σημερινά ουκρανο-πολωνικά σύνορα. Εκεί συναντήθηκε με τον ίδιο το βασιλέα Ζίγκμουντ Γ΄ της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, ο οποίος αρνήθηκε μεν να του προσφέρει ανοικτά βοήθεια, αλλά υποστήριξε τη «νομιμότητά» του ως διαδόχου. Μνηστεύθηκε μια τοπική αριστοκράτισσα, τη Μαρίνα Μνίσεχ, δημιουργώντας δεσμούς αίματος με την πολωνική ελίτ.
Ασπάσθηκε τον καθολικισμό, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη των πανίσχυρων Ιησουϊτών Ιπποτών της Πολωνίας. Μετά από αυτά ο Ψευδοδημήτριος κατάφερε να συγκεντρώσει στρατό 3.500 ανδρών, με τον οποίο εισέβαλε στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1604. Οι «επαναστάτες» έδωσαν δύο σημαντικές μάχες με τον ρωσικό στρατό. Νίκησαν στην πρώτη, καταλαμβάνοντας μια σειρά πόλεων της δυτικής Ρωσίας, αλλά έχασαν τη δεύτερη (Απρίλιος 1605) με βαριές απώλειες. Τότε ο Μπορίς πέθανε από εγκεφαλικό και ο ρωσικός στρατός διαλύθηκε. Έτσι ο Ψευδοδημήτριος εισήλθε θριαμβευτικά στη Μόσχα στις 20 Ιουνίου, ενώ οι συνεργάτες του βογιάροι είχαν ήδη φυλακίσει το νόμιμο διάδοχο Φιοντόρ Γκοντούνοφ. Η στέψη του ως τσάρου με την ονομασία Δημήτριος Β΄ έγινε ένα μήνα μετά, στις 21 Ιουλίου.
Η πρώτη κίνηση του νέου τσάρου ήταν να εδραιώσει την εξουσία του. Εξολόθρευσε όλους τους Γκοντούνοφ εκτός από τη νεαρή πριγκίπισσα Ξένια, την οποία έκανε παλλακίδα του. Αποκατέστησε όσες βογιαρικές οικογένειες είχαν θιγεί από τον Μπoρίς (Ρομανόφ, Σούισκι, Γκαλίτσιν). Επισκέφθηκε τη Μαρία Ναγκάγια, μητέρα του πραγματικού Δημητρίου, η οποία εξαναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει δημόσια ως τον «χαμένο» γιο της. Σε διεθνές επίπεδο ο Ψευδοδημήτριος οραματιζόταν μία συμμαχία με την (καθολική) Πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία και την Αγία Έδρα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό προκάλεσε υποψίες τόσο στο Πατριαρχείο και τους βογιάρους όσο και στον απλό λαό, ότι εξυφαινόταν σχέδιο εκκαθολικισμού της Ρωσίας. Οι φήμες που προϋπήρχαν έγιναν βεβαιότητα όταν τελέσθηκε ο γάμος του νέου τσάρου με την Πολωνή μνηστή του Μαρίνα (8 Μαΐου 1606), χωρίς προηγουμένως η τελευταία να βαφτιστεί ορθόδοξη. Οι ίδιοι άνθρωποι που τον ανέβασαν στο θρόνο, ζητούσαν πλέον την κεφαλήν του επί πίνακι. Το πρωί της 27ης Μαΐου ένα μεγάλο πλήθος, καθοδηγούμενο από το Βασίλι Σούισκι, εισέβαλε στο Κρεμλίνο. Έντρομος ο Ψευδοδημήτριος πήδηξε από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του, όμως έσπασε το πόδι του από την πτώση και εκτελέσθηκε επί τόπου. Στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο επικεφαλής της εξέγερσης ως Βασίλειος Δ΄.
Ο Βασίλειος Δ΄ Σούισκι (1552-1612) είχε ταχθεί με το μέρος του "Ψευδοδημήτριου", αλλά όταν ο σφετεριστής ανήλθε στο θρόνο (1605) με τη βοήθειά του, ο Βασίλειος άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του.
Η θητεία του κράτησε τέσσερα χρόνια εν μέσω του γενικευμένου χάους που χαρακτήριζε ολόκληρη την Εποχή των Αναστατώσεων. Μετά την ήττα του από την Πολωνία ο Βασίλειος καθαιρέθηκε από φιλοπολωνούς Βογιάρους και φυλακίστηκε σε μοναστήρι, ενώ μετά την κατάληψη της Μόσχας από τους Πολωνούς στάλθηκε στη Βαρσοβία. Εκεί πέθανε έγκλειστος στις 22 Σεπτεμβρίου 1612.
Ο Μιχαήλ Φιοντόροβιτς Ρομανόφ (1596-1645), γόνος μίας από τις ισχυρότερες βογιαρικές οικογένειες, ανακηρύχθηκε τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου ως Μιχαήλ Α' και είναι ο πρώτος της δυναστείας των Ρομανόφ, η οποία κυβέρνησε τη χώρα επί τρεις αιώνες. Ο θρόνος ήταν κενός ήδη από το 1610, όταν άνθρωποι των Πολωνών είχαν καθαιρέσει τον Βασίλειο Δ΄. Οι κινήσεις του ως τσάρου στα πρώτα χρόνια αποσκοπούσαν στην αναδιοργάνωση της διαλυμένης και αναρχούμενης χώρας. Βασική μέριμνά του ήταν η πάταξη των ληστών, που, επί σχεδόν μια δεκαετία, λεηλατούσαν ανεξέλεγκτοι την ύπαιθρο.
Ο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς Ρομανόφ (1629- 1676), πρωτότοκος γιος του τσάρου Μιχαήλ Α΄, ήταν τσάρος της Ρωσίας από το 1645 έως το θάνατό του το 1676. Παρά τον σύντομο βίο του, υπήρξε πρωταγωνιστής σε κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα της ρωσικής ιστορίας, με κορυφαίο την προσάρτηση της Ουκρανίας. Το 1649 ο Αλέξιος αναθεώρησε τον Νομικό Κώδικα του Ιβάν του Τρομερού σε πιο συντηρητική κατεύθυνση, εξομοιώνοντας τους χωρικούς και τους σκλάβους στο καθεστώς του δουλοπάροικου, το οποίο οριζόταν ως κληρονομικό και αμετάβλητο. Ο απλός λαός αποστερήθηκε και τα στοιχειώδη ακόμα δικαιώματά του, μετατρεπόμενος σε ιδιοκτησία κάποιου γαιοκτήμονα.
Mια σειρά μικρών και ανομοιογενών εξεγέρσεων στην υπόλοιπη χώρα ανέδειξε μία νέα προσωπικότητα, τον μητροπολίτη Νίκωνα του Νόβγκοροντ, ο οποίος το 1651 κλήθηκε από τον Αλέξιο στην πρωτεύουσα ως πρωθυπουργός και τον επόμενο χρόνο εξελέγη Πατριάρχης Μόσχας. Με τον Μορόζοφ και τον Νίκωνα επικεφαλής του κρατικού μηχανισμού και την αριστοκρατία ικανοποιημένη από τη διεύρυνση των προνομίων της, ο τσάρος είχε πια τον απόλυτο έλεγχο της χώρας.
Eπιτέθηκε στην Πολωνία(Απρίλιος 1654) και μπήκε σε πόλεμο με τη Σουηδία (1656). Με τη συνθήκη του Καρντίς (1661) η Ρωσία αποκήρυξε τις βλέψεις της στα σουηδικά εδάφη και η Πολωνία αποδέχτηκε τη ρωσική κυριαρχία στο Σμόλενσκ, το Κίεβο και την Ουκρανία ανατολικά του Δνείπερου).
Ο Φιόντορ Γ΄ (1661 - 1682)έπασχε από κάποια πολύ σοβαρή και άγνωστη ασθένεια (εικάζεται σκορβούτο), που είχε παραμορφώσει και παραλύσει τη μία πλευρά του σώματός του. Παρά την αναπηρία και τη νεαρή ηλικία του, διακρίθηκε για την εξαιρετική μόρφωσή του, που οφείλεται κυρίως στον δάσκαλό του Συμεών Πολότσκι, τον σοφότερο σλάβο μοναχό της εποχής.
Η περίοδος της διακυβέρνησής του ήταν ειρηνική, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες πολέμων και εσωτερικών ταραχών. Συγκρίνοντας τη Ρωσία με την ανατολική Ουκρανία, την οποία είχε πρόσφατα αποσπάσει ο πατέρας του από την Πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία, ο Φιοντόρ αντιλήφθηκε πόσο καθυστερημένη ήταν η χώρα του σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη. Γι'αυτό χρησιμοποίησε την Ουκρανία ως γέφυρα για να φέρει τη Ρωσία εγγύτερα στη Δύση. Εισήγαγε στην Αυλή πολωνικές τελετές και ενδυμασία, χαλάρωσε την πολιτική καταστολή και περιόρισε την αυστηρότητα του Ποινικού Δικαίου. Ίδρυσε την πρώτη ανώτατη σχολή του ρωσικού κόσμου, τη Σλαβική - Ελληνική - Λατινική Ακαδημία (1682), μετακαλώντας στη Μόσχα καθηγητές από τις μοναστηριακές σχολές του Κιέβου.
Ο Ιβάν Ε΄ Αλεξέγιεβιτς (1666 - 1696) ως «μεγαλύτερος τσάρος», και ο Πέτρος Α΄ ως «μικρότερος τσάρος» βασίλευσαν υπό την κηδεμονία της Πριγκίπισσας Σοφίας. Ο Ιβάν έφτασε έως το 30ο έτος της ζωής του και, στις 8 Φεβρουαρίου 1696, πέθανε ξαφνικά στη Μόσχα.
Ο Πέτρος Α΄ Αλεξέγιεβιτς Ρομανόφ (1672 - 1725), ο επονομαζόμενος Πέτρος ο Μέγας, ήταν ο σημαντικότερος τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου. Υπό την ηγεσία του η Ρωσία μετατράπηκε από περιφερειακό βασίλειο σε υπερδύναμη της βορειοανατολικής Ευρώπης, τερματίζοντας την κυριαρχία των Σουηδών στη Βαλτική. Για τα επιτεύγματά του, πέραν του χαρακτηρισμού Μέγας, του δόθηκε το προσωνύμιο «πατέρας του ρωσικού έθνους». Ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε έμπιστους ευγενείς με επικεφαλής τον Φιοντόρ Γιούριεβιτς Ρομοντανόφσκι, ενώ ο ίδιος ταξίδεψε μυστικά στη Δυτική Ευρώπη συνοδευόμενος από ολιγομελές επιτελείο (Μεγάλη Πρεσβεία). Αρχικός στόχος του ταξιδιού ήταν να εξασφαλίσει στήριξη από τις ευρωπαϊκές αυλές, ώστε να επιτεθεί κατά του ταταρικού Χανάτου της Κριμαίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που τον απέκλειαν από την πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η περιπλάνηση του Πέτρου στη Δύση διακόπηκε απότομα το 1698, όταν αναγκάστηκε να γυρίσει εσπευσμένα στη Ρωσία για να καταστείλει μία εξέγερση των Στρέλτσι. Επιστρέφοντας έφερε μαζί του όχι μόνο νέες εικόνες και ιδέες, αλλά και ένα πολυεθνικό επιτελείο συμβούλων από τις χώρες που επισκέφθηκε. Αμέσως ξεκίνησε ένα ριζοσπαστικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα, ώστε να μετατρέψει τη Ρωσία σε υπερδύναμη και να φέρει τη ρωσική κοινωνία εγγύτερα στη Δύση (εκδυτικισμός).
- Το 1698 διέλυσε τους Στρέλτσι, που ήταν ανέκαθεν ο μοχλός πίεσης της παραδοσιακής αριστοκρατίας προς τον θρόνο, και τους ανασύστησε το 1702 υπό διαφορετική λογική.
- Για να περιορίσει τις αντιστάσεις των Βογιάρων, οι οποίοι έβλεπαν τα προνόμιά τους να χάνονται, αναμόρφωσε τον στρατό ξηράς σύμφωνα με το γερμανικό σύστημα, συγκροτώντας μόνιμο στράτευμα.
- Εκσυγχρόνισε και γενίκευσε την εκπαίδευση. Ίδρυσε σωρεία ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων - Ναυτική (1701) και Στρατιωτική Σχολή (επίσης 1701), Ιατρική (1707), Σχολή Μηχανικών (1712), Οικονομικό και Βιομηχανικό Κολέγιο (και τα δύο το 1718), Σχολή Φυσικών Επιστημών (1724). Ενθάρρυνε Ρώσους νέους να σπουδάσουν στη δυτική Ευρώπη. Ίδρυσε επίσης την πρώτη εφημερίδα (Βεντομόστι, 1703).
- Περιόρισε την ισχύ του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλάζοντας το καταστατικό της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας και αρνούμενος να διορίσει νέο Πατριάρχη μετά το θάνατο του Αδριανού (1700). Με τον τρόπο αυτό έθεσε υπό τον έλεγχό του την τεράστια περιουσία των μοναστηριών και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.
- Ανήγαγε σε προτεραιότητα την καλλιέργεια αδιατάρακτων εμπορικών δεσμών με την Δύση. Αφού δεν μπορούσε να βρει έξοδο στη Μεσόγειο, στράφηκε προς τη Βαλτική, εκδιώκοντας τους Σουηδούς από την Εσθονία και την Ίνγκρια.
- Δημιούργησε πολεμικό στόλο. Επειδή η Ρωσία δεν είχε παράδοση στη θάλασσα, ίδρυσε ναυτικές ακαδημίες με Ολλανδούς και Άγγλους εκπαιδευτές. Ο πρώτος ναύσταθμος εγκαινιάστηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1698 στο Ταγκανρόγκ. Το 1703 ίδρυσε τον Στόλο της Βαλτικής.
Το πρόγραμμα του Πέτρου δεν υλοποιήθηκε αναίμακτα. Οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις συνοδεύτηκαν από άγρια καταστολή στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Εισάχθηκαν νέοι πρωτότυποι φόροι, όπως ο φόρος γενειάδας για όσους βογιάρους ήθελαν να τη διατηρήσουν, ή ο φόρος παλαιού ημερολογίου για όσους ήθελαν να συνεχίσουν να το χρησιμοποιούν. Νομιμοποίησε τη χρήση του καπνού, που μέχρι τότε ήταν αδίκημα που τιμωρούνταν με ρινοτομή ή εκτόπιση, ώστε να του αποφέρει υψηλά τέλη. Το βαρύτερο τίμημα όμως το πλήρωσε ο απλός λαός, αφού επί Πέτρου φορολογήθηκαν για πρώτη φορά ακόμα και οι πιο φτωχές κοινωνικές ομάδες, όπως οι δουλοπάροικοι.
Στους δύο αιώνες που προηγήθηκαν της βασιλείας του Πέτρου, η Σουηδία είχε αναδειχθεί σε υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης εις βάρος κυρίως της Ρωσίας, από την οποία είχε αποσπάσει όλα τα εδάφη στα δυτικά και τα βόρεια του Νόβγκοροντ. Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία αποκλειόταν από τη Βαλτική, άρα και από τη δυνατότητα πρόσβασης στα σπουδαιότερα λιμάνια της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης.
Το 1700 οι χώρες που θίγονταν από τη σουηδική κυριαρχία (Ρωσία, Πρωσία, Βασίλειο Δανίας - Νορβηγίας) κήρυξαν πόλεμο κατά της Σουηδίας (Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος, 1700-1709), ανοίγοντας ταυτόχρονα μέτωπα στη δύση ( Πρώσοι, Δανοί, Νορβηγοί) και στην ανατολή (Ρώσοι). Ο σουηδικός στρατός, ένας από τους ισχυρότερους της εποχής, φαινόταν να ελέγχει την κατάσταση και σημείωσε από τον πρώτο χρόνο σημαντικές νίκες και στα δύο μέτωπα. Ο στρατός του Πέτρου συνετρίβη στη Μάχη της Νάρβας, αλλά ο φιλόδοξος τσάρος δεν παραιτήθηκε από τα σχέδιά του.
Επέστρεψε στη Μόσχα, όπου ανασυγκρότησε τον στρατό και τον εφοδίασε με νέα, πιο σύγχρονα όπλα. Έχοντας πάντα το νου του στραμμένο στην ανάκτηση των βαλτικών επαρχιών (Εσθονία, Λιβονία, Ίνγκρια), οργάνωσε νέα εκστρατεία. Αυτή τη φορά όμως κινήθηκε με διαφορετικό τρόπο. Συγκέντρωσε το στράτευμα στο Αρχάγγελσκ (λιμάνι του Βορείου Παγωμένου Ωκεανού) και τον Αύγουστο του 1702 πέρασε με πλοία στην Ανατολική Καρελία. Από εκεί κατευθύνθηκε προς Ν-ΝΔ, εκκαθαρίζοντας σε ενάμιση χρόνο όσες σουηδικές φρουρές βρήκε μπροστά του και απελευθερώνοντας τα βαλτικά εδάφη. Το φθινόπωρο του 1708 ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄ επιχείρησε να επανακαταλάβει τις απολεσθείσες κτήσεις εισβάλλοντας μέσω της Πολωνίας.
Ο Πέτρος απάντησε με μία τακτική που έκτοτε οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν σε όλους τους μεγάλους πολέμους: την «τακτική της καμένης γης». Έτσι, όταν άρχισε ο βαρύς χειμώνας, οι Σουηδοί αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο. Η τελική μάχη δόθηκε στις 8 Ιουλίου 1709 στην Πολτάβα και έληξε με ρωσικό θρίαμβο. Μετά τη μάχη της Πολτάβα ο Πέτρος από αμυνόμενος έγινε επιτιθέμενος. Το 1714 βύθισε τον σουηδικό στόλο στη Ναυμαχία του Γκανγκούτ και τα καλοκαίρια του 1719 και 1720 πραγματοποίησε επιτυχημένες αποβάσεις σε σουηδικές πόλεις. Οι επιτυχίες του αυτές εξανάγκασαν τελικά τη Σουηδία σε συνθηκολόγηση (Συνθήκη του Νίισταντ, 10/09/1720). Η Ρωσία ήταν πια και επίσημα υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης, ενώ από το 1721 η επίσημη ονομασία της έγινε «Ρωσική Αυτοκρατορία».
Αμέσως μόλις κατέλαβε την Ίνγκρια, ο Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του ποταμού Νέβα την Πετρούπολη (1703), με σκοπό να γίνει το παράθυρο της Ρωσίας στη Δύση. Για τη δημιουργία της πόλης στη βαλτώδη περιοχή μετακάλεσε τους σπουδαιότερους πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες της Δύσης. Ως εργατικό δυναμικό χρησιμοποίησε δεκάδες χιλιάδες δουλοπάροικους και Σουηδούς αιχμαλώτους.
Ταυτόχρονα με την ανέγερση της πόλης, οχύρωσε το νησί της Κροστάνδης (στα ανοιχτά του δέλτα) και εγκατέστησε εκεί την έδρα του στόλου. Δημιούργησε επίσης τους τεχνητούς κήπους του Πέτερχοφ στα προάστια της πόλης, οι οποίοι θεωρούνται μέχρι και σήμερα επίτευγμα της αρχιτεκτονικής τοπίου και της υδραυλικής μηχανικής. Το 1712 η Πετρούπολη έγινε επίσημα πρωτεύουσα της Ρωσίας, ιδιότητα που κράτησε μέχρι το 1918.
Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχρόνων του, ο Πέτρος ήταν εξαιρετικά ψηλός για την εποχή του (δύο μέτρα), έδινε όμως την εικόνα ενός καχεκτικού άνδρα. Το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δυσανάλογα μικρά για τέτοιο ύψος. Εάν λάβουμε υπόψη τον πρόωρο θάνατο των αδελφών του από τον προηγούμενο γάμο του πατέρα του, αλλά και την τύχη δύο γιων του ιδίου, που πέθαναν σε παιδική ηλικία, φαίνεται ότι υπήρχε στην οικογένεια κάποια κληρονομική ασθένεια που μεταδιδόταν από πατέρα σε γιο. Στις 8 Φεβρουαρίου 1725 απεβίωσε στην Αγία Πετρούπολη από ουραιμία που προκλήθηκε μάλλον από πνευμονία. Τον διαδέχθηκε η δεύτερη σύζυγός του Αικατερίνη Α΄, την οποία είχε ορίσει συναυτοκράτειρα από το 1724. Ήταν η πρώτη φορά που μία γυναίκα γινόταν απόλυτος μονάρχης της Ρωσίας, πράγμα που συνέβη χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου, με τις οποίες και οι γυναίκες είχαν ενταχθεί στη σειρά διαδοχής.
Η Αικατερίνη Α΄ (1721 ως σύζυγος του βασιλεύοντος αυτοκράτορα, 1725 αναλαμβάνει η ίδια την εξουσία). Οι γονείς της, εσθονικής καταγωγής, πέθαναν από την πανούκλα το 1684, και ο θείος της έδωσε το κορίτσι ως υπηρέτρια στον Λουθηρανικό πάστορα Έρνστ Γκλούκ, γνωστό για τη μετάφραση της Βίβλου στη λεττονική γλώσσα. Στις 25 Αυγούστου 1702, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου, ο ρωσικός στρατός υπό τον Στρατάρχη Σερεμέτιεφ διεξήγαγε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Σουηδών στη Λιβονία και πήρε την σουηδική πόλη-φρούριο Άλουκσνε. Όταν ο πάστορας Γκλούκ, συνοδευόμενος από τους υπηρέτες του, ήρθε να μάθει για την τύχη των κατοίκων, ο Σερεμέτιεφ πρόσεξε την Μάρθα και την πήρε με τη βία ως ερωμένη του.
Τον Αύγουστο του 1703 ιδιοκτήτης της έγινε ο πρίγκιπας Μένσικοφ, φίλος και συνεργάτης του Πέτρου Α΄. Το φθινόπωρο 1703, κατά τη διάρκεια μιας από τις τακτικές επισκέψεις του στην Αγία Πετρούπολη στον Μένσικοφ, ο Πέτρος Α΄ γνώρισε την Μάρθα και σύντομα την έκανε ερωμένη του. Το 1704 η Αικατερίνη Α΄ γέννησε το πρώτο τους παιδί, τον Πέτρο και λίγο μετά τον Παύλο, αλλά και τα δυο παιδιά πέθαναν στην πρώιμη παιδική ηλικία. Το 1705, ο Πέτρος Α΄ την έστειλε σε ένα χωριό κοντά στη Μόσχα, στο σπίτι της αδελφής του, πριγκίπισσας Ναταλίας Αλεξέεβνα, όπου η Αικατερίνη Α΄ έμαθε να διαβάζει και να γράφει ρωσικά. Όταν η Αικατερίνη Α΄ βαφτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή (το 1707), άλλαξε το όνομα της σε Αικατερίνα Μιχάιλοβα, αφού το επίθετο Μιχάιλοφ το χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Πέτρος Α΄.
Ο Πέτρος Β΄ (1715 - 1730). Σύμφωνα με τη βούληση της Αικατερίνης Α΄, ο νέος αυτοκράτορας πριν τη ηλικία των 16 ετών δεν μπορούσε να κυβερνήσει χωρίς κηδεμονία του Ανώτατου Μυστικού Συμβουλίου, του οποίου επικεφαλής ήταν ο Αλέξανδρος Μένσικοφ. Ο Μένσικοφ στράφηκε εναντίον όλων εκείνων που θεωρούσε επικίνδυνους από την άποψη της διαδοχής. Ο Μένσικοφ προσπαθώντας να ενισχύσει την επιρροή στον αυτοκράτορα, αρραβώνιασε τον 11χρόνο Πέτρο Β΄ με την 16χρόνη πριγκίπισσα Μαρία, κόρη του. Σταδιακά οι σχέσεις αυτοκράτορα με τον Μένσικοφ και την κόρη του ψύχραιναν. Τελικά ο Μένσικοφ κατηγορήθηκε για προδοσία, υπεξαίρεση του ταμείου και με όλη την οικογένειά του (και την Μαρία) εξορίστηκε στην πόλη Τομπόλσκ.
Στις 30 Ιανουαρίου του 1730 ο 14 χρόνος αυτοκράτορας πέθανε από ευλογιά χωρίς να αφήσει απογόνους. Με το θάνατο του έκλεισε η δυναστεία των Ρομανόφ από την αρσενική πλευρά, αλλά συνεχίστηκε από την γυναικεία.
H Άννα Ιβάνοβνα (1693 - 1740)κυβέρνησε μετά από υπογραφή συμφωνίας μεταξύ όλων των συμβαλλόμενων μερών.
Το 1730 ξεκίνησε πόλεμος της Πολωνικής Διαδοχής. Το 1733, ο βασιλιάς Αύγουστος Β΄ πέθανε και η χώρα έμεινε χωρίς αρχηγό. Η Γαλλία κατάφερε να διορίσει τον προστατευόμενο της Στανισλάβ Λεσζίνσκι. Όταν ο γιος του Αυγούστου Β΄, ο Αύγουστος Γ΄ απευθύνθηκε στη Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία για να υπερασπιστούν την πολωνική "μορφή της κυβέρνησης" από την παρέμβαση της Γαλλίας, αυτό έδωσε αφορμή για τον πόλεμο (1733-1735). Ο γαλλικός στόλος νικήθηκε στο Ντανγίζ και ο Λεσζίνσκι διέφυγε με γαλλικό πλοίο.
Ο Αύγουστος Γ΄ έγινε βασιλιάς της Πολωνίας. Η Υψηλή Πύλη ήταν τότε σε πόλεμο με την Περσία. Ωστόσο, ο πόλεμος με την Τουρκία άρχισε το 1735, λόγω του Καυκάσου, όπου έγινε παράβαση των συνόρων από ταταρικά στρατεύματα. Η Ρωσική διπλωματία, γνωρίζοντας για τις επιθετικές προθέσεις της Πύλης προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Ιράν. Το καλοκαίρι του 1736 η Ρωσία κατέλαβε επιτυχώς το φρούριο Αζόφ. Το 1737 κατάφερε να πάρει το φρούριο Οτσάκοφ. Τα έτη 1736-1738 το Χανάτο της Κριμαίας καταστράφηκε.
Το 1739, τα ρωσικά στρατεύματα νίκησαν τους Οθωμανούς και πήραν το φρούριο Χοτίν. Όμως, το ίδιο έτος, οι Αυστριακοί υπέστησαν ήττες και σύναψαν ειρήνη με την Υψηλή Πύλη. Τον Σεπτέμβριο του 1739 συνάχθηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ρωσίας και της Υψηλής Πύλης. Συμφωνήθηκε ότι η Ρωσία δεν είχε δικαίωμα να κρατήσει στόλο στην Αζοφική, πήρε μικρή περιοχή στην Ουκρανία, το Μεγάλο και το Μικρό Καντάρμπαχ στο Βόρειο Καύκασο και μεγάλο μέρος της περιοχής νότια της Αζοφικής θάλασσας.
Το 1732, η Άννα Ιβάνοβνα ανακοίνωσε ότι το θρόνο θα κληρονομούσε η ανεψιά της Άννα Λεοπόλδοβνα, η οποία παντρεύτηκε τον Δούκα Αντόν Ιούρλιχ του Μπράνσβικ, και μαζί απέκτησαν ένα γιο τον Ιβάν ΣΤ΄. Στις 17 Οκτωβρίου (28 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1740 η Άννα Ιβάνοβνα πέθανε σε ηλικία 48 χρονών.
Ο Ιβάν (Ιωάννης) ΣΤ΄ Αντόνοβιτς (23 Αυγούστου 1740 - 16 Ιουλίου 1764), γιος της Άννας Λεοπόλδοβνα (ανιψιάς της Άννας Ιβάνοβνα) και του Δούκα Αντόν Ιούρλιχ του Μπράνσβικ, δισέγγονος του Ιβάν Ε΄, ήταν αυτοκράτορας της Ρωσίας, της δυναστείας των Ρομανόφ, από τον Οκτώβριο του 1740 μέχρι τον Νοέμβριο του 1741. Το 1742 έγινε πραξικόπημα από την κόρη του Μεγ.ΠέτρουΕλισάβετ, η οποία διέταξε τη σύλληψη του Όστερμαν, και τη φυλάκιση του Ιβάν ΣΤ και των γονέων του. Ο αυτοκράτορας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή, σε απομόνωση.
H Ελισάβετ Πετρόβνα (109-1762) ήταν ζωντανή, διορατική, αστεία και έξυπνη. Εκτός από ρωσικά μιλούσε άψογα και τη γαλλική γλώσσα. Δεν διάβαζε σχεδόν ποτέ, και τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιέρωνε στο κυνήγι, την κωπηλασία και την ιππασία. Η διαθήκη της Αικατερίνης Α΄ το 1727, πρόβλεπε για την Ελισάβετ και τους απογόνους της δικαίωμα στο θρόνο, μετά από τον Πέτρο Β΄ και την Άννα Πετρόβνα. Μετά το θάνατο του Πέτρου Β΄, το 1730, η βούληση της Αικατερίνης Α΄ ξεχάστηκε και στο θρόνο ανέβηκε η Άννα Ιβάνοβνα, εξαδέλφη της Ελισάβετ. Εκμεταλλευόμενη την πτώση του κύρους και της επιρροής της εξουσίας της Άννας Ιβάνοβνα, το 1741, η 32χρόνη Ελισάβετ, ξεσήκωσε στρατιωτικές μονάδες της αυτοκρατορίας, που κατευθύνθηκαν προς το Χειμερινό Ανάκτορο. Με τους 308 πιστούς φρουρούς της ανακηρύχτηκε αυτοκράτειρα, διέταξε να φυλακιστεί στο φρούριο ο Ιβάν ΣΤ΄ και να συλληφθεί όλη η οικογένεια και οι συγγενείς της Άννας Ιβάνοβνα.
Το 1740, ο Πρώσσος βασιλιάς Φρειδερίκος ο Β' επωφελήθηκε από τον θάνατο του αυστριακού αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄ για να κατακτήσει τη Σιλεσία. Έτσι άρχισε ο πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748). Εχθρικές στην Αυστρία, η Πρωσία και η Γαλλία προσπάθησαν να πείσουν τη Ρωσία να μην λάβει μέρος στη σύγκρουση. Η Γαλλική διπλωματία δημιούργησε ένταση ανάμεσα στη Σουηδία και τη Ρωσία, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή της τελευταίας από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Έτσι η Σουηδία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία (Ρώσο-σουηδικός πόλεμος 1741—1743).
Ρωσικά στρατεύματα υπό τις διαταγές του στρατηγού Λάσσι νίκησαν τους Σουηδούς στη Φινλανδία και κατέκτησαν τα εδάφη της. Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1756 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Πρωσία, στα πλαίσια του Επταετούς Αγγλογαλλικού πολέμου για τον Καναδά και κατά Πρωσίας (1756 – 1763, Αυστρία, Γαλλία, Ρωσία, Σουηδία, Ισπανία εναντίον Αγγλίας, Πρωσίας). Το 1757, ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας έσπασε τα αυστριακά και γαλλικά στρατεύματα και έστειλε την κύρια δύναμη κατά της Ρωσίας. Το καλοκαίρι του 1757 ο ρωσικός στρατός υπό την αρχηγία του Άπραξιν έφτασε στην Ανατολική Πρωσία. Στις 19 Αυγούστου ο ρωσικός στρατός περικυκλώθηκε αλλά κατάφερε να ξεφύγει. Ο Άπραξιν κατέφυγε στην Κυρλανδία χωρίς να συνεχίσει τον πόλεμο. Η Ελισάβετ διέταξε τη σύλληψη και την ανάκρισή του. Νέος διοικητής διορίστηκε ο Φέρμορ. Στις αρχές του 1758 τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν την Καινιξβέργη, και στη συνέχεια το σύνολο της Ανατολικής Πρωσίας, της οποίας ο πληθυσμός ορκίστηκε στη αυτοκράτειρα. Ο ρώσικος στρατός υπό την ηγεσία του Σαλίτικοφ στις 1 Αυγούστου του 1759 κοντά στο χωριό Καινιξβέργη, έδωσε αποφασιστική μάχη εναντίον 48.000 Πρώσων στρατιωτών.
Ο στρατός του Φρειδερίκου Β΄ καταστράφηκε ολοσχερώς. Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1760 καταλήφθηκε το Βερολίνο. ΤονΔεκέμβριο 1761 η Ελισάβετ πέθανε, σε ηλικία 53 ετών, από αιμορραγία άγνωστης αιτιολογίας. Στο θρόνο την διαδέχτηκε ο Πέτρος Γ΄, ο οποίος επέστρεψε στον Φρειδερίκο Β΄ όλη την κατακτημένη γη.
Ο Πέτρος Γ΄ Φιοντόροβιτς (1728 - 1762) χρημάτισε αυτοκράτορας της Ρωσίας μόνογια έξι μήνες το 1762.
Αφότου ο Πέτρος κέρδισε τον θρόνο το 1762 έγινε στόχος της δυσαρέσκειας πολλών ευγενών, επειδή αποχώρησε από τον Επταετή Πόλεμο και σύναψε ειρήνη με την Πρωσία, από την οποία η Ρωσία δεν κέρδισε τίποτε, παρόλο που είχε καταλάβει το Βερολίνο και ουσιαστικά είχε κερδίσει τον πόλεμο. Έκανε συμμαχία με την Πρωσία και σχεδίαζε πόλεμο εναντίον της Δανίας. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του, η Ρωσία είδε πολλές μικρές, όμως σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ενθάρρυναν την δημιουργία καπιταλισμού δυτικοευρωπαϊκού τύπου και την απομάκρυνση από τις Ρωσικές παραδοσιακές πρακτικές της καταπίεσης των χωρικών και του μονοπωλίου ηγετικών θέσεων από τους ευγενείς.
Τα ξημερώματα της 28ης Ιουνίου του 1762 ο στρατός και οι φύλακες του παλατιού, παρακινημένοι από τον Γρηγόριο Ορλόφ, εραστή της επόμενης αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Μεγάλης,
συνέλαβαν τον Πέτρο, ο οποίος εξαναγκάστηκε να υπογράψει την παραίτησή του από το θρόνο. Η Αικατερίνη έγινε αυτοκράτειρα με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ευγενών. Σύντομα μετά από αυτό ο Πέτρος δολοφονήθηκε, ενώ ήταν υπό κράτηση στην Ρόψα.
Η Αικατερίνη Β΄ η επονομαζόμενη «Μεγάλη» (1729 – 1796) ήταν γερμανικής καταγωγής αυτοκράτειρα της Ρωσίας.
Η Αικατερίνη είχε οργανώσει γύρω της έναν κύκλο αυλικών και στρατιωτικών, που ήταν έτοιμοι να την υποστηρίξουν σε οποιαδήποτε κίνηση της. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου της, δηλαδή την άνοδό της στον θρόνο, διαδραμάτισε ο εραστής της, αξιωματικός του ιππικού, Γρηγόριος Ορλώφ, αλλά και οι λανθασμένες κινήσεις του Πέτρου Γ΄, ο οποίος δεν δίστασε να παραιτηθεί από τις κατακτήσεις που είχε πετύχει σε βάρος της Πρωσίας στον Επταετή πόλεμο, να ασπαστεί τον Λουθηρανισμό και να δεχτεί Πρώσους αξιωματούχους στον ρωσικό στρατό. Στις 28 Ιουνίου του 1762, με την βοήθεια της φρουράς, η Αικατερίνη ανέβηκε στον θρόνο και φυλάκισε τον άντρα της, Πέτρο Γ΄. Λίγες μέρες αργότερα ο Πέτρος δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Κροστάνδη.
Η εσωτερική πολιτική της δεν διέφερε και πολύ από αυτή των προκατόχων της. Στη μέση της βασιλείας της πραγματοποίησε διοικητική μεταρρύθμιση, την εδαφική διαίρεση της χώρας, και τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. Το έδαφος του ρωσικού κράτους είχε αυξηθεί σημαντικά με την προσθήκη της νότιων εδαφών - της Κριμαίας, Μαύρης Θάλασσας και του ανατολικού τμήματος της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 23,2 (1763) σε 37,4 εκατομμύρια κατοίκους (1796). Έτσι η Ρωσία έγινε η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη, αφού αντιπροσώπευε το 20% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Η αύξηση του πληθυσμού ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης στη Ρωσική Αυτοκρατορία άλλων πολιτειών (με πληθυσμό περίπου 7 εκατομμύρια άτομα), που συνέβη κατά κανόνα χωρίς επιθυμία του τοπικού πληθυσμού, κάτι που οδήγησε στην εμφάνιση του "πολωνικού", "ουκρανικού" και "εβραϊκού" ζητήματος. Η ρωσική οικονομία παρέμεινε αγροτική. Σημαντικά αυξήθηκε η εξαγωγή των ρωσικών προϊόντων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από τα νέα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Ενώ στη Δύση, το δεύτερο εξάμηνο του 18ου αιώνα, γινόταν η βιομηχανική επανάσταση, η ρωσική βιομηχανία παράμενε «πατριαρχική» και αγροτική. Το 1770-1780 ξέσπασε οξεία κοινωνική κρίση, με επακόλουθη την οικονομική κρίση.
Η εξωτερική πολιτική της Αικατερίνης Β΄ είχε ως στόχο την ενίσχυση του ρόλου της Ρωσίας στον κόσμο και την επέκταση της επικράτειάς της. Μετά τον πρώτο Ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1774, η Ρωσία απέκτησε σημαντικά εδάφη στις εκβολές του ποταμού Δνείπερου, Ντον και στα στενά του Κερτς. Ο δεύτερος Ρωσοτουρκικός πόλεμος τελείωσε με την απόκτηση της παράκτιας λωρίδας μεταξύ του Μπούγκ και του Δνείστερου (1792). Με τις κατακτήσεις αυτές, η Ρωσία απέκτησε πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. Την ίδια στιγμή, οι Πολωνοί παραχώρησαν στη Ρωσία ένα μέρος της Λευκορωσίας, το δεύτερο διαμέρισμα της Πολωνίας (1793), και τις επαρχίες της Λιθουανίας. Μαζί με το τρίτο τμήμα, συνδέθηκε με τη Ρωσία και το Δουκάτο της Κυρλανδίας. Κατά τα έτη 1769-1772 ένα μικρό τμήμα ρωσικού στρατού, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τοτλεμπέν, πολέμησε εναντίον της Τουρκίας με τη γεωργιανή πλευρά. Το 1783, η Ρωσία και η Γεωργία υπέγραψαν συνθήκη για την ίδρυση του Ρωσικού προτεκτοράτου στο Βασίλειο της Γεωργίας με αντάλλαγμα τη στρατιωτική προστασία από τη Ρωσία.
Ένα από τα φιλόδοξα σχέδια της Αικατερίνης Β΄ στην εξωτερική πολιτική ήταν το λεγόμενο Ελληνικό εγχείρημα, τα κοινά σχέδια της Ρωσίας και της Αυστρίας για το διαμελισμό της Τουρκίας, την εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη του εγγονού της Αικατερίνης Β΄ Μέγα Δούκα Κωνσταντίν Πάβλοβιτς ως αυτοκράτορα. Σύμφωνα με το σχέδιο, στις περιοχές της Βεσσαραβίας, της Μολδαβίας και της Βλαχίας επρόκειτο να δημιουργηθεί το κράτος Δακία, ενώ το δυτικό τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου θα δινόταν στην Αυστρία. Το σχέδιο αναδημιουργίας του Ελληνικού κράτους, που παρουσιάστηκε μετά το Ανατολικό Ζήτημα και τα Ορλωφικά, αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1780, αλλά δεν υλοποιήθηκε λόγω των αντιφάσεων μεταξύ των συμμάχων και την ανακατάληψη μεγάλων Τουρκικών εδαφών από την ίδια τη Ρωσία χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων της. Η ιδέα αναδημιουργίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκάλεσε ανησυχία σε κάποιες ξένες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η οποία είχε συνάψει Γάλλο-τουρκική συμμαχία, και της Αγγλίας, που φοβόταν παραβίαση της «ισορροπίας δυνάμεων» στην Ευρώπη και την καθιέρωση της ρωσικής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το ονομαζόμενο «Ανατολικό Ζήτημα». Μετά την ανασύσταση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το "Ελληνικό σχέδιο" πήρε τη μορφή της "Μεγάλης ιδέας".
Η Αικατερίνη Β΄ ήταν μελαχρινή μέσου ύψους. Συνδύαζε την υψηλή νοημοσύνη, την εκπαίδευση, την πολιτική ικανότητα και τον «ελεύθερο έρωτα». Είχε πολλούς εραστές, των οποίων ο αριθμός έφθανε στα 23 άτομα. Οι πιο διάσημοι από αυτούς ήταν ο Σεργκέι Σαλτικόφ, ο Γκριγκόρι Ορλόφ, ο υπολοχαγός Βασίλτσικοφ, Ποτέμκιν, Ουσάρος Ζόριτς, Λάνσκι, και ο τελευταίος ήταν ο στρατηγός Πλάτων Ζούμποφ. Η Αικατερίνη Β΄ είχε δύο γιους, τον Παύλο Α΄ και τον Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Μπομπρίνσκι (1762 - γιος του Γκριγκόρι Ορλόφ), και μια κόρη που πέθανε σε βρεφική ηλικία, την Άννα Πετρόβνα (1757 - 1759). Η Μεγάλη Αικατερίνη πέθανε στις (6) 17 Νοεμβρίου 1796 από κολπική αιμορραγία, σε ηλικία 67 ετών.
H δυναστεία των Ρομανόφ στη Ρωσία διήρκεσε τρεις αιώνες, από το 1613 έως το 1917, όταν μια καθυστερημένη χώρα μεταμορφώθηκε σε μια αυτοκρατορία, που στο απόγειό της έφτασε να κυβερνά το ένα έκτο της επιφάνειας της Γης. Οι εξωστρεφείς και χαρισματικοί Μέγας Πέτρος και Μεγάλη Αικατερίνη, ήταν συνεπαρμένοι από τη Δύση, τον εκσυγχρονισμό και την εδαφική επέκταση, ενώ άλλοι τσάροι, εσωστρεφείς και μεγαλομανείς, ήταν απορροφημένοι από τον πλούτο και την κραιπάλη: όλοι πάντως έβρισκαν καταφύγιο στον αυταρχισμό ενός καθεστώτος που χαρακτηριζόταν από τη δουλικότητα προς τα πάνω και την τυραννία προς τα κάτω. O αχανής ζωτικός χώρος της Ρωσίας περιλάμβανε έναν λαό που βογγούσε κάτω από τη μπότα της αυταρχικής τσαρικής εξουσίας.
Κυριευμένη από το φοβικό σύνδρομο της περικύκλωσης από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς η τσαρική ηγεσία, αποκομμένη από μια κοινωνία, που έβραζε γύρω της, αρνήθηκε να κατανοήσει τα σημεία των καιρών μεταρρυθμίζοντας τον αγροτικό τομέα, εκμεταλλευόμενη τη ραγδαία βιομηχανική πρόοδο που συντελούνταν στην Ευρώπη και διευρύνοντας την πολιτική συμμετοχή των πολιτών, με αποτέλεσμα η κυρίαρχη ιδεολογία της απολυταρχίας να σταθεί εμπόδιο στην εγκαθίδρυση μιας σύγχρονης μοναρχίας.
O Λέων Τολστόι αποτυπώνει, στα λογοτεχνικά του έργα, την ατμόσφαιρα της τσαρικής Ρωσίας.
O Άντον Τσέχωφ επίσης αποτυπώνει, στα διηγήματα και στα θεατρικά του έργα, τη ρωσική κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα.
Στο έργο του Τσέχωφ "Ο Βυσσινόκηπος" καταγράφεται η δυσκολία της παλιάς γαιοκτημονικής τάξης να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες ζωής που επέλαυναν.
Χάρτης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1912.
Ο Λένιν γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1870 στην πόλη Σιμπίρσκ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στις όχθες του Βόλγα.
Τρίτο παιδί μιας οκταμελούς οικογένειας, ο Λένιν ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο γυμνάσιο του Σιμπίρσκ το 1887, όπου κέρδισε χρυσό μετάλλιο για τις επιδόσεις του. Τον Αύγουστο του 1887 μπήκε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του Καζάν, αλλά αποβλήθηκε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, λόγω της συμμετοχής του σε παράνομη συνάντηση επαναστατών φοιτητών, και εξορίστηκε. Το φθινόπωρο του 1889 έλαβε την άδεια να επιστρέψει στο Καζάν, όπου άρχισε τη συστηματική μελέτη του Καρλ Μαρξ και συνδέθηκε με μέλη του τοπικού μαρξιστικού κύκλου. Συνέχισε μόνος του τις σπουδές του και το 1891 πήρε άδεια εξάσκησης του νομικού επαγγέλματος.
Το 1891 ο Λένιν πέρασε τις εξετάσεις της Νομικής του πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης και το 1892 άρχισε την πρακτική εξάσκηση ως δικηγόρος στη Σαμάρα, όπου ανέλαβε την υπεράσπιση σε διάφορες δίκες. Τη ζωή του, εντούτοις, γέμιζαν κυρίως η μελέτη του μαρξισμού και η προσήλωσή του στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Ρωσίας και στη συνέχεια ολόκληρου του κόσμου.
Η μαρξιστική του δράση άρχισε κυρίως από το 1894, όταν έφτασε στην Αγία Πετρούπολη και ήρθε σε επαφή με τους μαρξιστικούς ομίλους της πόλης. Σ' αυτή την περίοδο ανήκουν τα πρώτα πολεμικά μανιφέστα του , με τα οποία επιτέθηκε στο λαϊκό κόμμα και που διακινήθηκαν από χέρι σε χέρι με τη μορφή χειρογράφων. Αμέσως μετά, ο Λένιν άρχισε από τον Τύπο ένα θεωρητικό αγώνα ενάντια στους διαστρεβλωτές της μαρξιστικής θεωρίας.
Το 1898 παντρεύτηκε τη Ν. Κ. Κρούπσκαγια, συνεργάτιδά του στην εργατική Ένωση της Αγίας Πετρούπολης και πιστή σύντροφο για τα υπόλοιπα 26 χρόνια της ζωής του. Κατά τη διάρκεια της εξορίας τελείωσε τη σημαντικότερη οικονομική εργασία του: «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», βασισμένη σε έναν τεράστιο όγκο στατιστικού υλικού (1899).
Στις 16 Ιουλίου του 1900 εγκατέλειψε τη Ρωσία, λόγω των διωγμών από την τσαρική αστυνομία, και μετέβη στη Γερμανία, όπου εξέδωσε την ανατρεπτική εφημερίδα Ίσκρα (Σπίθα), η οποία διανεμήθηκε παράνομα στη Ρωσία, με το σύνθημα «Από τη σπίθα στη φλόγα». Στόχος του ήταν να δώσει μια μαρξιστική ερμηνεία των προβλημάτων της επανάστασης και να διαμορφώσει ένα συγκεντρωτικό «υπόγειο» επαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, το οποίο ως καθοδηγητής του προλεταριάτου θα ξεκινούσε τον αγώνα εναντίον του τσαρικού καθεστώτος. Η ιδέα μιας συγκροτημένης κομματικής ηγεσίας στον αγώνα του προλεταριάτου σε όλες τις μορφές και τις εκδηλώσεις του, που είναι μια από τις κεντρικές αρχές του λενινισμού, συνδέεται με την αντίληψη της ηγεμονίας της εργατικής τάξης και βρήκε την άμεση έκφρασή της στο πρόγραμμα της δικτατορίας του προλεταριάτου όταν η ανάπτυξη της επαναστατικής κίνησης προετοίμασε τις συνθήκες για την επανάσταση του Οκτωβρίου.
Το καλοκαίρι του 1903 ο Λένιν πήρε ενεργό μέρος στο 2ο συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, τις αρχές του οποίου είχε ασπαστεί από τα χρόνια της εξορίας του στη Σιβηρία. Το συνέδριο αυτό άρχισε τον Ιούλιο του 1903 στις Βρυξέλλες, αλλά μετά τις πρώτες του συνεδριάσεις υποχρεώθηκε να μεταφερθεί τον Αύγουστο στο Λονδίνο, λόγω των παρενοχλήσεων της βελγικής αστυνομίας. Το συνέδριο αυτό ενέκρινε το πρόγραμμα που επεξεργάστηκαν ο Πλεχάνοφ και ο Λένιν, όμως έληξε με την ιστορική διάσπαση του κόμματος σε Μπολσεβίκους, υπό την ηγεσία του Λένιν, και Μενσεβίκους.
Οι διαφορές αφορούσαν την τακτική και τελικά το πρόγραμμα του κόμματος. Οι Μενσεβίκοι προσπάθησαν να εναρμονίσουν την πολιτική του ρωσικού προλεταριάτου με αυτήν της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Ο Λένιν είδε στους αγρότες τον πιο στενό σύμμαχο του προλεταριάτου. Οι περιστασιακές συμφωνίες και οι στενότερες σχέσεις με τους Μενσεβίκους απέτυχαν να σταματήσουν τη σταθερή απομάκρυνση των δύο γραμμών —επαναστατικής και οπορτουνιστικής— προλεταριακής και αστικής. Ο αγώνας με τους Μενσεβίκους σφυρηλάτησε την πορεία που οδήγησε στην απόσχιση από τη Δεύτερη Διεθνή (1914), στην επανάσταση του Οκτωβρίου (1917) και στην αλλαγή του ονόματος του κόμματος από σοσιαλδημοκρατικό σε κομμουνιστικό (1918).
Στη Ρωσία δημιουργήθηκε επαναστατική κατάσταση από την ήττα του στρατού και του ναυτικού στο ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο, τους πυροβολισμούς εναντίον των εργαζομένων στις 9 Ιανουαρίου του 1905 και από τις αγροτικές ταραχές και τις πολιτικές απεργίες. Το πρόγραμμα του Λένιν ήταν η προετοιμασία ενός ένοπλου ξεσηκωμού των μαζών κατά του τσαρικού καθεστώτος και η δημιουργία μιας προσωρινής κυβέρνησης για να οργανώσει την επαναστατική δημοκρατική δικτατορία των εργατών και των αγροτών. Το τρίτο συνέδριο του κόμματος, που αποτελούταν αποκλειστικά από Μπολσεβίκους (Μάιος 1905), πέρασε ένα νέο αγροτικό πρόγραμμα που περιέλαβε την κατάσχεση της ιδιοκτησίας των γαιοκτημόνων.
Τον Οκτώβριο του 1905 ξεκίνησε μία πανρωσική απεργία. Στις 17 του μήνα ο τσάρος δημοσίευσε τη διακήρυξή του για «Σύνταγμα». Αρχές Νοεμβρίου ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία από τη Γενεύη και απευθύνθηκε στους Μπολσεβίκους για να προσελκύσει στο κόμμα ευρύτερες μάζες εργαζομένων, αλλά και για να διατηρήσει τους παράνομους μηχανισμούς τους σε αναμονή για αντιεπαναστατικά χτυπήματα. Στα γεγονότα του 1905 ο Λένιν διέκρινε τρία κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
1. την προσωρινή αντίληψη από τους ανθρώπους της πραγματικής πολιτικής ελευθερίας,
2. τη δημιουργία νέας, αν και μόνο δυνητικής, επαναστατικής δύναμης (με τη μορφή των Σοβιέτ) των αντιπροσώπων των εργαζομένων, των στρατιωτών και των αγροτών, και
3. τη χρήση της δύναμης από τα άτομα ενάντια σε εκείνους που την είχαν χρησιμοποιήσει προηγουμένως εναντίον τους.
Αυτά τα συμπεράσματα από τα γεγονότα του 1905 έγιναν οι κατευθυντήριες αρχές της πολιτικής του Λένιν το 1917 και οδήγησαν στη δικτατορία του προλεταριάτου, την οποία επρόκειτο να ασκήσει το σοβιετικό κράτος.
Η εξέγερση στη Μόσχα στο τέλος Δεκεμβρίου, χωρίς την υποστήριξη του στρατού, χωρίς ταυτόχρονες εξεγέρσεις σε άλλες πόλεις και ικανοποιητική συμμετοχή σε άλλες περιοχές της χώρας, καταστάλθηκε γρήγορα. Η φιλελεύθερη αστική τάξη ήρθε στο προσκήνιο. Η εποχή των πρώτων δύο Δουμών άρχισε. Τότε ο Λένιν διατύπωσε τις αρχές της επαναστατικής εκμετάλλευσης των κοινοβουλευτικών μεθόδων ως μέσο νέας επίθεσης. Το Δεκέμβριο του 1907 ο Λένιν έφυγε για δέκα χρόνια από τη Ρωσία, για να επιστρέψει το 1917, συμμετέχοντας εν τω μεταξύ ενεργά στον ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα των μπολσεβίκων. Άρχιζε η εποχή της αντεπανάστασης, των διώξεων, της εξορίας, των εκτελέσεων και της αποδημίας.
Η έκρηξη και η πρώτη φάση της Μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης του 1917.
Στις αρχές του 1917 η αντοχή της Ρωσίας είχε εξαντληθεί. Ογκώδεις διαδηλώσεις δυσαρεστημένων πολιτών στην Πετρούπολη, καθώς και εκτεταμένες ανταρσίες στον στρατό οδήγησαν στην πτώση της μοναρχίας και στην ανάληψη της εξουσίας από προσωρινή κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Κερένσκυ, τον Μάρτιο (ν.η.) του ίδιου χρόνου.
Επρόκειτο στην πράξη για ένα δυαδικό καθεστώς: από τη μια μεριά βρισκόταν η προσωρινή κυβέρνηση, που εκπροσωπούσε τους φιλελεύθερους αστούς, αλλά δε διέθετε σημαντική δύναμη, και από την άλλη βρίσκονταν οι συνελεύσεις (σοβιέτ*) των εργατών και των στρατιωτών, των οποίων η δύναμη και η επιρροή αυξάνονταν συνεχώς και έθεταν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της κυβέρνησης.
Με στόχο την εκτόνωση της κατάστασης η κυβέρνηση προωθούσε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, επέμεινε όμως στη συνέχιση του πολέμου και διακήρυξε ότι μία και αδιαίρετη ήταν η Ρωσία, αποκλείοντας οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προς τις διάφορες εθνότητες. Η πολιτική αυτή ευνοούσε τη θέση της πλειονότητας των σοσιαλιστών, των Μπολσεβίκων, οι οποίοι απαιτούσαν την άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών, την ελευθερία των εθνοτήτων, την εθνικοποίηση των γαιών, των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών, καθώς και τον έλεγχο της βιομηχανικής παραγωγής από τους εργάτες.
Τον Νοέμβριο (Οκτώβριο με το παλαιό ημερολόγιο) οι Μπολσεβίκοι ανέτρεψαν με τη βία την κυβέρνηση και κατέλαβαν την εξουσία. Από τις πρώτες πράξεις των Μπολσεβίκων ήταν η καταγγελία των συνθηκών που είχε συνάψει έως τότε η κυβέρνηση της Ρωσίας και η πρόταση άμεσης ανακωχής. Η επαναστατική ηγεσία ωστόσο ήταν διχασμένη στο ζήτημα του πολέμου. Ο Λένιν ευνοούσε την ειρήνη για λόγους εσωτερικούς, κυρίως για να διευκολυνθεί η ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού. Ο Νικόλαος Μπουχάριν, αντίθετα, υποστήριζε τη συνέχιση του πολέμου.
Ο Λέον Τρότσκυ εκπροσωπούσε μια συμβιβαστική λύση: όχι την ειρήνη αλλά τη διακοπή του πολέμου. Στο τέλος όμως τη στάση της επαναστατικής ηγεσίας διαμόρφωσε πάνω απ' όλα η ανάγκη της στιγμής και συγκεκριμένα η ραγδαία προέλαση των Γερμανών τον χειμώνα του 1917-1918. Τον Μάρτιο του 1918 η επαναστατική κυβέρνηση της Ρωσίας δέχτηκε τους γερμανικούς όρους και υπέγραψε τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, με την οποία η Ρωσία εγκατέλειπε στη Γερμανία την Πολωνία, την Ουκρανία, τη Λιθουανία και τις επαρχίες της Βαλτικής, και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περιοχή του Καυκάσου. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας γερμανικής επίθεσης η επαναστατική κυβέρνηση μετέθεσε την πρωτεύουσα του κράτους από την Πετρούπολη στη Μόσχα, ενέργεια την οποία επέβαλλαν οι περιστάσεις, αλλά και η οποία συμβόλιζε τη στροφή της Ρωσίας από την Ευρώπη στην Ασία.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι ηγέτες της Ρωσικής Επανάστασης, σύμφωνες με την κομμουνιστική ιδεολογία, δε σημείωσαν την επιθυμητή επιτυχία. Η επαναστατική ηγεσία είχε υποσχεθεί την ειρήνη, τη διανομή των γαιών και την αυτοδιάθεση των λαών της προεπαναστατικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας, χωρίς όμως να είναι τελικά διατεθειμένη να συμβάλει στον διαμελισμό της χώρας. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν -κατά μείζονα μάλιστα λόγο αφότου η Ρωσία έγινε πεδίο εμφύλιων συγκρούσεων και εξωτερικών επεμβάσεων από τους πρώην συμμάχους της- το επαναστατικό καθεστώς σκλήρυνε τη στάση του.
Ως θεωρητικός της Ρωσικής Επανάστασης, ο Βλαδίμηρος Ουλιάνοφ (Λένιν), εν όψει των κινδύνων που απειλούσαν την επανάσταση, καθόρισε την τακτική που προσφερόταν για την εξουδετέρωσή τους. Τα πολιτικά κόμματα, που αντανακλούσαν τις διάφορες κοινωνικές τάξεις και τα συμφέροντά τους, δεν είχαν πια θέση στη διακυβέρνηση της χώρας και καταργήθηκαν, με εξαίρεση το Κομμουνιστικό Κόμμα, που τέθηκε και αυτό υπό την πολιτική κηδεμονία της κομμουνιστικής επαναστατικής ηγεσίας.
Από τις πρώτες πράξεις του επαναστατικού καθεστώτος στη Ρωσία ήταν η ίδρυση διεθνούς οργάνωσης όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Ήταν η Τρίτη Διεθνής ή Κομμουνιστική Διεθνής. Ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1919 για την προαγωγή της διεθνούς επανάστασης εναντίον του καπιταλισμού* και των αστικών καθεστώτων και για τη στήριξη του νέου κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρωσία. Η εκδήλωση δύο κομμουνιστικών επαναστατικών κινημάτων, των Σπαρτακιστών στη Γερμανία, τον Ιανουάριο του 1919, και του Μπέλα Κουν (Bela Kun) στην Ουγγαρία, την άνοιξη του ίδιου έτους, προξένησε σοβαρές ανησυχίες σε έναν κόσμο που παρακολουθούσε με αγωνία την εμφύλια σύρραξη στη Ρωσία.
Η Κομμουνιστική Διεθνής άλλαξε μορφή και επιδιώξεις, όταν η εξουσία στη Σοβιετική Ένωση πέρασε από τον Λένιν στον Στάλιν. Στόχος απώτερος της Διεθνούς παρέμεινε βέβαια η προαγωγή της επανάστασης σε όλο τον κόσμο- ωστόσο, οι άμεσες επιδιώξεις και οι ενέργειες των μελών-κομμάτων κατευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό από τη Σοβιετική Ένωση με στόχο την πρόκληση αποσταθεροποιητικών καταστάσεων στις χώρες με αστικά καθεστώτα. Ο βίος της Διεθνούς των κομμουνιστών τερματίστηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (1943), όταν η Σοβιετική Ένωση αισθάνθηκε την ανάγκη να προβεί σε μια χειρονομία καλής θέλησης προς τις συμμάχους της, Βρετανία και ΗΠΑ.
Στη μητρόπολη της διεθνούς κομμουνιστικής επανάστασης ιδρύθηκε το 1922, μετά τον τερματισμό του Εμφύλιου Πολέμου, η Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η οποία περιλάμβανε αρχικά τέσσερις δημοκρατίες, τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και την Υπερκαυκασία, δηλαδή τις χώρες της προεπαναστατικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η νέα κρατική ενότητα συνδύαζε την αρχή της αυτονομίας των εθνοτήτων με αυτήν του διεθνισμού: οι χώρες-μέλη της Σοβιετικής Ένωσης ήταν κατά το Σύνταγμα του 1924 αυτόνομες αλλά στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Στην αρχική Ένωση θα μπορούσαν να προστεθούν νέες χώρες ή να αποσχιστούν από αυτήν όσες έκριναν ότι η Ένωση δεν τις εξυπηρετούσε. Η αρχή της οικειοθελούς αποδέσμευσης των χωρών-μελών δεν εφαρμόστηκε ποτέ, επειδή δε δόθηκε ποτέ μια τέτοια ευκαιρία.
Η ομοσπονδιακή δομή και η κατοχύρωση του δικαιώματος των εθνοτήτων να διατηρούν και να καλλιεργούν τα ιδιαίτερα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά ευνόησαν την ανάπτυξη της εθνικής υπερηφάνειας καθενός από την πανσπερμία των λαών που είχαν υποστεί στο παρελθόν τις συνέπειες του εκρωσισμού. Την υπερηφάνεια αυτή ευνόησε και η συμμετοχή -θεωρητικά επί ίσοις όροις- σε ένα μεγάλο και ισχυρό κράτος. Το τίμημα της συμμετοχής όμως ήταν μεγάλο, επειδή η εξουσία περιήλθε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα που ελεγχόταν από τους Ρώσους και που ήταν το μόνο αναγνωρισμένο πολιτικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ο ουσιαστικός ιστός της εξουσίας που εξασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο της αχανούς χώρας από μία ομάδα ισχυρών, με επικεφαλής τον γενικό γραμματέα του κόμματος.
Σε αυτό το αλλόκοτο ξεκίνημα του αιώνα, σ’ έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στις «εθνικές εκκαθαρίσεις», στους φυλετικούς πολέμους, στην άγρια διαπάλη μεταξύ των οικονομικών καρχαριών για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς, θα είχε ενδιαφέρον να επανεξετάσουμε το όνειρο των επαναστατών του Οκτώβρη: δηλαδή, μια ελεύθερη σοσιαλιστική ομοσπονδία, αποτελούμενη από αυτόνομες δημοκρατίες. Πώς διαμορφώθηκε, άραγε, η σκέψη του Λένιν και των μπολσεβίκων για το εθνικό ζήτημα; Σε ποιο μέτρο η πρακτική τους, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, στάθηκε στο ύψος των αρχών που διατυπώθηκαν;
Αναμφίβολα, το πρώτο μεγάλο μαρξιστικό έργο πάνω στο εθνικό ζήτημα είναι Το Ζήτημα των εθνικοτήτων και η σοσιαλδημοκρατία (1907) του Ότο Μπάουερ. Ορίζοντας το έθνος ως ένα αποτέλεσμα που δεν περατώνεται ποτέ, μια ιστορική διαδικασία διαρκώς σε εξέλιξη, ο αυστρομαρξιστής στοχαστής κόμισε σημαντική συμβολή στη μάχη ενάντια στο φετιχισμό του εθνικού συμβάντος και στους αντιδραστικούς μύθους του «αιώνιου έθνους», ριζωμένου – υποτίθεται – στο «έδαφος και στο αίμα». Το πρόγραμμα περί «πολιτισμικής εθνικής αυτονομίας» που πρότεινε ο Μπάουερ ήταν πλούσιο και εποικοδομητικό, όμως συναντούσε αδιέξοδο σε ένα κεφαλαιώδες πολιτικό ζήτημα: το δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε έθνους στην αυτοδιάθεση και στη συγκρότηση ενός αυτόνομου κράτους.
Εκτός από τους στρατευμένους εβραίους της Μπουντ [Γενική Ένωση Εβραίων Εργατών] αλλά και κάποιες σοσιαλιστικές κινήσεις του Καυκάσου, οι ρώσοι μαρξιστές δεν εξέφρασαν ιδιαίτερη συμπάθεια για τις θέσεις του Ότο Μπάουερ και των αυστρομαρξιστών φίλων του. Η κοινή θέση υιοθετήθηκε στο συνέδριο του Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Ρωσικού Κόμματος, το 1903 (πριν από τη διάσπαση) και επιβεβαιώνει, στο 9ο σημείο, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού για όλα τα έθνη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν επιφυλακτική σε αυτή την προσέγγιση. Αντιμαχόταν τον εθνικό σεπαρατισμό και, συγκεκριμένα, το σύνθημα περί ανεξαρτησίας της Πολωνίας, την οποία θεωρούσε για λόγους οικονομικούς «ουτοπική». Διακήρυττε δε ως επαναστατικό πρόγραμμα ενάντια στην τσαρική Αυτοκρατορία, την αυτονομία των επαρχιών, δηλαδή τη διοικητική αυτονομία κάθε επαρχίας, περιφέρειας ή δήμου, στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού δημοκρατικού Κράτους. Διαχώριζε πάντως, την πρόταση εθνικής αυτονομίας της από αυτή των αυστρομαρξιστών, που στα μάτια της δεν πετύχαινε παρά να ανεγείρει τείχη ανάμεσα στις εθνικότητες.
Σε ό,τι αφορά στον Λέον Τρότσκι, στη μπροσούρα του Η μάχη της Διεθνούς του 1914'μοιάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ ένα αίτημα οικονομίστικου τύπου, που συνάγει από τη διεθνοποίηση την εμμενή εξαφάνιση των εθνικών κρατών, και σ’ ένα εγχείρημα πιο πολιτικό, που αναγνωρίζει στο δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού μια προϋπόθεση ειρήνης ανάμεσα στους λαούς. Την ίδια εποχή, σ’ ένα άρθρο του πάνω στο «Έθνος και την Οικονομία» (1915)2 αναγνωρίζει ρητά την ιστορική σημασία του εθνικού παράγοντα: «το έθνος συγκροτεί έναν ενεργό και διαρκή παράγοντα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ακόμη και στο σοσιαλιστικό καθεστώς, το έθνος, απελευθερωμένο από την αλυσίδα της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης, θα κληθεί να παίξει ένα θεμελιώδη ρόλο στην ιστορική ανάπτυξη...».
Ο Λένιν, προτού εισέλθει προσωπικά στη διαμάχη, στέλνει το 1913 στη Βιέννη ένα νεαρό γεωργιανό μπολσεβίκο, ονόματι Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, προκειμένου να επεξεργαστεί ένα κείμενο που θα εξέθετε συστηματικά τη θέση του κόμματος, μια θέση πιστή στο ψήφισμα του 1903. Ενάντια στο διαρκή μύθο, που ο ίδιος ο Τρότσκι συντήρησε στη βιογραφία του για τον Στάλιν, η μπροσούρα αυτή3 του Γεωργιανού δεν γράφτηκε υπό την άμεση επίνευση του Λένιν. Ο τελευταίος δείχνει κατά κάποιον τρόπο απογοητευμένος από το αποτέλεσμα, διότι στα πολυάριθμα κείμενά του για το εθνικό ζήτημα δεν παραπέμπει ποτέ σ’ αυτό το κείμενο, παρεκτός μίας φοράς, ακροθιγώς και μεταξύ παρενθέσεων: σ’ ένα άρθρο της 28 Δεκεμβρίου 1913. Δίχως αμφιβολία, η μπροσούρα του Στάλιν υπερασπιζόταν τη βασική θέση των μπολσεβίκων, δηλαδή το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Όμως σ’ έναν αριθμό σημαντικών ζητημάτων βρισκόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ιδέες του Λένιν, όπως αυτές θα διαμορφωθούν στο διάβα των επόμενων χρόνων.
Ο Στάλιν δεν αναγνώριζε ως έθνη παρά εκείνους τους λαούς που είχαν μια κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής και «ψυχικής διαμόρφωσης». Θα ψάχναμε εις μάτην μια τέτοια ανιστορική, δογματική, άκαμπτη και παγωμένη οπτική του έθνους στον Λένιν – ο οποίος, εξάλλου, απέρριπτε ρητά την έννοια του «εθνικού χαρακτήρα» ή της «ψυχολογικής ιδιαιτερότητας» των εθνών, που ο Στάλιν δανείστηκε από τον Ότο Μπάουερ. 2) Ο Στάλιν δεν διέκρινε ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεσμένων και αυτόν τον καταπιεστών, ανάμεσα στο μεγαλο-ρωσικό εθνικισμό του τσαρικού κράτους και τον εθνικισμό των καταπιεσμένων λαών: Πολωνών, Εβραίων, Τατάρων, Γεωργιανών κοκ. Οι δύο εθνικισμοί κατηγορούνται πλάι - πλάι ως εκδηλώσεις ενός «χονδροειδούς σωβινισμού». Αλλά αυτή η διάκριση, όπως θα δούμε, καταλαμβάνει κεντρική θέση στη σκέψη του Λένιν.
Το σημείο αφετηρίας του Λένιν, καθώς και του Μαρξ, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι, ήταν ο προλεταριακός διεθνισμός. Αναφορικά με αυτή την θεμελιώδη πολιτική προϋπόθεση και μόνο θίγεται το εθνικό ζήτημα. Αλλά αντίθετα από τους συντρόφους του, ο Λένιν συλλαμβάνει το διαλεκτικό δεσμό ανάμεσα στο διεθνιστικό στόχο και τα εθνικά δικαιώματα. Πρώτα απ’ όλα, για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά που αγαπούσε πολύ ο ιδρυτής του μπολσεβικικού κόμματος, μονάχα το δικαίωμα στο διαζύγιο κατοχυρώνει τον ελεύθερο γάμο: μονάχα η ελευθερία του χωρισμού κάνει δυνατή μια ελεύθερη και εθελούσια ένωση, συνένωση ή διάχυση των εθνών. Από την άλλη, επειδή – όπως οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν αντιληφθεί στο ιρλανδικό ζήτημα – μονάχα η αναγνώριση, εκ μέρους του εργατικού κινήματος του κυρίαρχου έθνους, ενός δικαιώματος αυτοδιάθεσης στο υποτελές έθνος επιτρέπει να εξαφανιστεί το μίσος και η δυσπιστία ανάμεσα στους καταπιεσμένους, καθώς και να ενωθούν οι εργάτες των δυο εθνών στην κοινή μάχη ενάντια στην αστική τάξη.
Η επιμονή του Λένιν στο δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης διόλου δεν σημαίνει ότι διάκειται ευμενώς στο σεπαρατισμό και στην επ’ άπειρον διαίρεση των κρατών, στη βάση των εθνικών συνόρων. Αντίθετα, ελπίζει ότι χάρη στο δικαίωμα να διαχειρίζεται ο κάθε λαός το δικό του πεπρωμένο, θα ευνοηθεί η σταθεροποίηση των πολυεθνικών κρατών: «Όσο περισσότερο το δημοκρατικό καθεστώς ενός Κράτους αναγνωρίζει την πλήρη ελευθερία αυτοδιάθεσης, τόσο περισσότερο γίνονται σπάνιες και πρακτικά αδύναμες οι αποσχιστικές τάσεις, διότι τα οφέλη των μεγάλων κρατών είναι αναμφίβολα πολλά, τόσο από τη σκοπιά της οικονομικής προόδου όσο και των συμφερόντων των μαζών».
Η ανωτερότητα του Λένιν επί της πλειοψηφίας των συγχρόνων του έγκειται στο ότι επικεντρώνει, στο εθνικό ζήτημα όπως και σε άλλα πεδία, στην κυρίως πολιτική όψη της αντιπαράθεσης: ενώ οι άλλοι μαρξιστές διακρίνουν κυρίως την οικονομική, πολιτισμική ή «ψυχική» διάσταση του προβλήματος, ο Λένιν υπογραμμίζει, στα άρθρα του μεταξύ των ετών 1913 και 1916, ότι το ζήτημα του δικαιώματος των εθνών σε αυτοδιάθεση «σχετίζεται ακέραια και αποκλειστικά με το πεδίο της πολιτικής δημοκρατίας», δηλαδή με το δικαίωμα στην πολιτική αυτοδιάθεση, στη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Θα ήταν ανώφελο να προσθέσουμε ότι η πολιτική όψη του εθνικού ζητήματος δεν είναι καθόλου αυτή που απασχολεί τους καγκελάριους, τους διπλωμάτες, από το 1914 δε και τους αντιμαχόμενους στρατούς. Ο Λένιν αδιαφορεί για το αν το ένα ή το άλλο έθνος θα έχει απλώς ένα ανεξάρτητο κράτος ή ποια θα είναι τα σύνορα ανάμεσα σε δύο κράτη. Ο στόχος του είναι η δημοκρατία και η διεθνιστική ενότητα της εργατικής τάξης, τα οποία αμφότερα προαπαιτούν την αναγνώριση του δικαιώματος εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Κάτω από την οπτική του στόχου αυτού, κηρύττει επίμονα την ενοποίηση, σ’ ένα κόμμα, των εργαζομένων και των μαρξιστών όλων των εθνών που ζούσαν στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους – στην τσαρική αυτοκρατορία: οι ρώσοι, ουκρανοί, πολωνοί, εβραίοι, γεωργιανοί – για να μπορούν να παλέψουν ενάντια στον κοινό εχθρό, τον αυταρχισμό και τις κυρίαρχες τάξεις.
Η βασική επιφύλαξη που θα μπορούσαμε, απλώς, να σχηματίσουμε γύρω από τις θέσεις του Λένιν επί του εθνικού ζητήματος, αφορά στην απόλυτη άρνηση εκ μέρους του της προβληματικής των αυστρομαρξιστών για την «πολιτισμική εθνική αυτονομία», θέση που υποστηρίχθηκε στη Ρωσία κυρίως από τη Μπουντ. Η λενινιστική πρόταση περί τοπικής διοικητικής αυτονομίας των εθνών δεν απαντούσε στο πρόβλημα των μη - εδαφικών εθνικοτήτων, όπως οι Εβραίοι.
Ο Μπουχάριν (1888- 1938) υπήρξε εσωκομματικός αντίπαλος του Στάλιν και εισηγητής αρχών της ελεύθερης αγοράς στην κομμουνιστική οικονομία. Εκτελέστηκε το 1938 για προδοσία από το σταλινικό καθεστώς.
Ο Λέον Τρότσκυ εκπροσωπούσε μια συμβιβαστική λύση: όχι την ειρήνη αλλά τη διακοπή του πολέμου. Στο τέλος όμως τη στάση της επαναστατικής ηγεσίας διαμόρφωσε πάνω απ' όλα η ανάγκη της στιγμής και συγκεκριμένα η ραγδαία προέλαση των Γερμανών τον χειμώνα του 1917-1918. Οργάνωσε τον Κόκκινο Στρατό, που επέτρεψε στους Μπολσεβίκους να διατηρήσουν την εξουσία κατά τον τριετή Εμφύλιο Πόλεμο (1918-1921). Το 1929 εξορίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς, ενώ το 1940 δολοφονήθηκε στο Μεξικό από Σοβιετικό πράκτορα.
Ως θεωρητικός της Ρωσικής Επανάστασης, ο Βλαδίμηρος Ουλιάνοφ (Λένιν), εν όψει των κινδύνων που απειλούσαν την επανάσταση, καθόρισε την τακτική που προσφερόταν για την εξουδετέρωσή τους. Τα πολιτικά κόμματα, που αντανακλούσαν τις διάφορες κοινωνικές τάξεις και τα συμφέροντά τους, δεν είχαν πια θέση στη διακυβέρνηση της χώρας και καταργήθηκαν, με εξαίρεση το Κομμουνιστικό Κόμμα, που τέθηκε και αυτό υπό την πολιτική κηδεμονία της κομμουνιστικής επαναστατικής ηγεσίας.
Η εκδήλωση δύο κομμουνιστικών επαναστατικών κινημάτων, των Σπαρτακιστών στη Γερμανία, τον Ιανουάριο του 1919, και του Μπέλα Κουν (Bela Kun) στην Ουγγαρία, την άνοιξη του ίδιου έτους, προξένησε σοβαρές ανησυχίες σε έναν κόσμο που παρακολουθούσε με αγωνία την εμφύλια σύρραξη στη Ρωσία.
Ως προς τις παραβιάσεις των δημοκρατικών δικαιωμάτων των λαών: δύο περιπτώσεις παρουσιάζονται ως σημαίνουσες: η εισβολή στην Πολωνία το 1920 και στη Γεωργία το 1921.
Έντονα εχθρικό έναντι των σοβιέτ, το πολωνικό καθεστώς του στρατηγού Πιλζούτσκι, εισβάλλει – με καθοδήγηση και υποστήριξη του γαλλικού ιμπεριαλισμού – στη σοβιετική Ουκρανία, τον Απρίλιο του 1920, φθάνοντας μέχρι το Κίεβο. Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού τους τρέπει σύντομα σε οπισθοχώρηση.
Οι σοβιετικές δυνάμεις ακολουθούν τον εισβολέα και παραβιάζουν τα πολωνικά σύνορα, φθάνοντας τον Αύγουστο στο κατώφλι της Βαρσοβίας, προτού υποχρεωθούν με τη σειρά τους να αναδιπλωθούν στο σημείο εκκίνησής τους. Η απόφαση εισβολής στην Πολωνία πάρθηκε από τη σοβιετική ηγεσία υπό την ώθηση του ίδιου του Λένιν κι ενάντια στις απόψεις του Τρότσκι, του Ραντέκ και του Στάλιν, που για μια – και μόνο – φορά βρέθηκαν σε συμφωνία. Δεν επρόκειτο, καθώς είναι ευνόητο, για ένα σχέδιο προσάρτησης της Πολωνίας, αλλά για «στήριξη» στους πολωνούς κομμουνιστές, ώστε να πάρουν την εξουσία και να εγκαθιδρύσουν μια σοβιετική πολωνική δημοκρατία. Την ίδια στιγμή, αποτελούσε ασφαλώς μια προφανή παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών: όπως επαναλάμβανε πάμπολλες φορές ο ίδιος ο Λένιν, δεν ήταν αποστολή του Κόκκινου Στρατού να επιβάλλει τον κομμουνισμό σε άλλους λαούς. Βέβαια, ο εφήμερος και επισφαλής χαρακτήρας αυτής της πρωτοβουλίας περιορίζει την εμβέλειά της, όσο και αν αυτή άφησε ίχνη στην πολωνική συλλογική μνήμη.
Πιο σοβαρή ήταν η γεωργιανή περίπτωση. Ανεξάρτητη δημοκρατία, αναγνωρισμένη ως τέτοια από τη σοβιετική αρχή (βλ. συμφωνία ειρήνης του 1920), είχε στην ηγεσία της μια μενσεβικική κυβέρνηση που διέθετε τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας ενός πληθυσμού, κυρίως αγροτικού. Ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε τη Γεωργία το Φεβρουάριο του 1921 και τη «σοβιετικοποίησε» διά της βίας. Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο κραυγαλέα και ωμή κακοποίηση του δημοκρατικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης, εκ μέρους του νεαρού σοβιετικού κράτους.
Την πρωτοβουλία έλαβαν οι μπολσεβίκοι ηγέτες γεωργιανής καταγωγής, ο Στάλιν και ο Ορτζονίκιτζε, δικαιολογώντας τη στο όνομα μιας υποτιθέμενης γενικής εξέγερσης των γεωργιανών εργατών και αγροτών, υπό κομμουνιστική καθοδήγηση. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια εξαιρετικά μειοψηφική κίνηση του γεωργιανού μπολσεβικικού κόμματος, που ξεσηκώθηκε ενάντια στη μενσεβικική κυβέρνηση της Γεωργίας, κοντά στα σοβιετικά σύνορα. Την εισβολή, πάντως, ενέκρινε ο Λένιν, ο Τρότσκι και η λοιπή σοβιετική ηγεσία. Μετά από ένα μήνα μαχών, μια μπολσεβικική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στην Τιφλίδα, επισφραγίζοντας τη συνένωση της Γεωργίας με τη σοβιετική ομοσπονδία. Η εχθρικότητα της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε αυτή την «έξωθεν» επιβολή εκφράστηκε με εκρηκτικό τρόπο το 1924, όταν ξέσπασε μαζική λαϊκή εξέγερση οργανωμένη από τους μενσεβίκους.
Γύρω από το ζήτημα της Γεωργίας διεξήχθη η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Λένιν, που ήταν ήδη βαριά άρρωστος, και στον Στάλιν, μεταξύ των ετών 1922 και 1923. Ενώ ο Λένιν επιμένει στην αναγκαιότητα μιας ανεκτικής στάσης έναντι των περιφερειακών εθνικισμών, καταγγέλλοντας το μεγαλορωσικό σωβινισμό, ο Στάλιν αντιμετωπίζει τα φυγόκεντρα εθνικά κινήματα ως βασικό αντίπαλο και πλειοδοτεί υπέρ ενός ενοποιημένου, συγκεντροποιημένου κράτους. Μετά την εισβολή στη Γεωργία το 1921, ο Λένιν προτείνει πια μια απόπειρα συμβιβασμού με τον Τζορντάνα, τον αρχηγό των γεωργιανών μενσεβίκων. Ο Στάλιν, αντίθετα, σε μια συζήτηση στην Τιφλίδα τον Ιούλιο, επιμένει στην αναγκαιότητα να «τσακιστεί η Λερναία Ύδρα του εθνικισμού» και να αφανιστούν «διά πυρός και σιδήρου» οι ιδεολογικές του επιβιώσεις.
Ο Τρότσκι, κύριος αντίπαλος της σταλινικής γραφειοκρατίας, ξαναπιάνει το νήμα της λενινιστικής διαπάλης ενάντια στο γραφειοκρατικό σωβινισμό. Η πλατφόρμα αριστερής αντιπολίτευσης του 1927 υπερασπίζεται τους παλιούς γεωργιανούς μπολσεβίκους, που έπεσαν «στη δυσμένεια του Στάλιν», αλλά «είχαν ένθερμα στο πλευρό τους τον Λένιν, κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του». Απαιτεί να δημοσιοποιηθούν τα τελευταία κείμενα του Λένιν πάνω στο εθνικό ζήτημα, που είχαν μπει στο σωλήνα από τον Στάλιν. Επιμένοντας, αντί συμπεράσματος, ότι «ο σωβινισμός, ιδίως όταν εκδηλώνεται διά της κρατικής μηχανής, παραμένει ο κύριος εχθρός της συμφιλίωσης και της ενότητας των εργαζόμενων μαζών, διαφόρων εθνικοτήτων».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου