Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ

Τους είδα να τρέχουν!
Η κατηγορηματική μετοχή δεν έχει άρθρο. Τη συναντούμε σε όλους τους χρόνους. Αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται. Δέχεται άρνηση οὐ και μεταφράζεται συνήθως με τα «ότι», «πως», «που» + οριστική ή με το «να» + υποτακτική:
Ῥᾳδίως ἐξελεγχθήσεται ψευδόμενος. (Εύκολα θα αποδειχτεί ότι ψεύδεται.)
Ἐγὼ μὲν τοίνυν ἀπείρηκα τρέχων. (Λοιπόν εγώ κουράστηκα να τρέχω.)
Με κατηγορηματική μετοχή συντάσσονται τα: α) εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω·η μετοχή έχει θέση κατηγορουμένου, μεταφράζεται ως ρήμα, ενώ η μετάφραση του ρήματος παραλείπεται: Προσεοικότες γίγνονται τοῖς γονεῦσιν οἱ παῖδες. (Τα παιδιά μοιάζουν στους γονείς.) Ἦν οὖν καὶ ἐν ἐκείνοις πολλὰ γιγνόμενα. (Γίνονταν λοιπόν πολλά και σ' εκείνα τα χρόνια.)
β) δῆλός εἰμι (είμαι φανερός), διαβιῶ / διαμένω (ζω κάπου μόνιμα), διάγω / διαγίγνομαι (περνώ τον καιρό μου), οὐ διαλείπω (δε σταματώ), διατελῶ (είμαι συνεχώς), λανθάνω (μένω απαρατήρητος), οἴχομαι (έχω φύγει), τυγχάνω (συμβαίνει να είμαι, είμαι), φαίνομαι / φανερός εἰμι (είμαι φανερός), φθάνω (προφταίνω)· τα ρήματα αυτά μπορεί να αποδοθούν με τροπικό επίρρημα και η κατηγορηματική μετοχή που εξαρτάται από αυτά με ρήμα: δῆλός εἰμι (φανερά) διαβιῶ / διαμένω / διαγίγνομαι / διάγω / οὐ διαλείπω / διατελῶ (συνεχώς) λανθάνω (κρυφά) οἴχομαι (γρήγορα, αμέσως) τυγχάνω (τυχαία) φαίνομαι / φανερός εἰμι (φανερά) φθάνω (πρώτα, πρώτος) Δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν προσελθεῖν. (Επιθυμούσε φανερά να έρθει.) Φανερὸς ἦν τοῖς νόμοις λατρεύων. (Φανερά υπηρετούσε τους νόμους.) Ἀλλ' αὐτοὶ φθήσονται τοῦτο δράσαντες. (Αλλ' αυτοί πρώτοι θα το κάνουν αυτό.)
γ) Pήματα που σημαίνουν έναρξη, λήξη, καρτερία, ανοχή, κάματο, όπως ἄρχω, ἄρχομαι, ἀπαλλάττομαι, ἀπολείπω, ἐπιλείπω (αφήνω), λήγω, παύω, παύομαι, ὑπάρχω (αρχίζω πρώτος), ἀνέχομαι, ἀπαγορεύω, κάμνω (κουράζομαι), καρτερῶ, ὑπομένω κ.τ.ό.: Ἄρξομαι διδάσκων ἐκ τῶν θείων. Παύσασθε περὶ τούτου κατηγοροῦντες ἀλλήλων. Ἀλλὰ μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐεργετῶν. (μην κουραστείς να ευεργετείς)
δ) Pήματα που σημαίνουν αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη και τα αντίθετά τους, όπως ἀγνοῶ, αἰσθάνομαι, ἀκούω4, γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, εὑρίσκω, ὁρῶ, περιορῶ (αδιαφορώ, επιτρέπω), μανθάνω, ἐνθυμοῦμαι, μέμνημαι, ἐπιλανθάνομαι (ξεχνώ) κ.τ.ό.: Αἰσθάνομαί τινας παραβαίνοντας τοὺς νόμους. Μαζαῖος ἤκουσεν ἤδη προσάγοντα Ἀλέξανδρον. Μέμνημαι τοιαῦτα ἀκούσας σου.
ε) Pήματα που σημαίνουν αγγελία, δείξη, έλεγχο, όπως (ἀν)αγγέλλω, ἐπιδείκνυμι, ἀποδείκνυμι, δηλῶ, ἀποφαίνω, ἐλέγχω (αποδεικνύω), παρέχω (παρουσιάζω), φαίνω, φαίνομαι κ.τ.ό.: Ἐπιδείξω Μειδίαν τουτονὶ μὴ μόνον εἰς ἐμὲ ἀλλὰ καὶ εἰς ὑμᾶς ὑβρικότα. Καὶ μὴν οὐδ' ἀκαίρως φανησόμεθα μεμνημένοι περὶ τούτων.
στ) Pήματα που σημαίνουν ψυχικό πάθος, όπως ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, ἥδομαι (ευχαριστιέμαι), χαίρω, λυποῦμαι, ὀργίζομαι, τέρπομαι, βαρέως φέρω κ.τ.ό.: Ἀγανακτῶ ὁρῶν τὴν συκοφαντίαν ἄμεινον τῆς φιλοσοφίας φερομένην. Καὶ ἐγὼ τοῖς καλῶς ἐρωτῶσι χαίρω ἀποκρινόμενος. ➤ Μια μετοχή που εξαρτάται από ρήμα ψυχικού πάθους μπορεί να είναι και αιτιολογική (βλ. § 129). Eίναι κατηγορηματική, όταν δηλώνει πράξη σύγχρονη προς αυτό που σημαίνει το ρήμα, και αιτιολογική, όταν δηλώνει πράξη προτερόχρονη: Ἀλλ' ἥδομαι, ὦ Κλέαρχε, ἀκούων σου φρονίμους λόγους. [κατηγορηματική] Καὶ μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι. [αιτιολογική]
ζ) εὖ/καλῶς/δίκαια/κακῶς ποιῶ, χαρίζομαι, ἀδικῶ, νικῶ, περιγίγνομαι (υπερτερώ), κρατῶ, ἡττῶμαι, λείπομαι (υστερώ) κ.τ.ό. Μεταφράζονται «με το να» + υποτακτική, «που» + οριστική ή «στο να» + υποτακτική: Ἀδικεῖτε πολέμου ἄρχοντες καὶ σπονδὰς λύοντες. (Αδικείτε με το να αρχίζετε πόλεμο και με το να καταλύετε τις συνθήκες ειρήνης.) Εὖ γ' ἐποίησας ἀναμνήσας με. (Καλά έκανες που μου το θύμισες.) Καὶ τούτου οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες. (Δε θα φανούμε κατώτεροι από αυτόν στο να ευεργετούμε.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...