Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

MAΡΙΟΥ ΧΑΚΚΑ, Η Σ Υ Σ Κ Ε Ψ Η

Η σύσκεψη συνεχίζονταν…....................................... Ήτανε δύσκολο να καθορίσει το χρόνο της έναρξης, αν είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα μέρες ή πριν δέκα χρόνια. Ακόμα αμφέβαλε αν υπήρχε κάποια αρχή, ένα συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης, αφού ολοένα και περισσότερο ένιωθε πως δεν υπήρχε ένα τέλος...............................
Η σύσκεψη συνεχίζονταν, ένα ποτάμι χωρίς εκβολές και πηγές. Ο ίδιος δεν ένιωθε σα σταγόνα που ξεκίνησε από την αρχή για να φτάσει στο τέρμα. Είχε την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα, στην άκρη της κοίτης, στο ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει........................................
Είχε συναίσθηση ότι παίρνει μέρος στη σύσκεψη μόνο από τη συνέχιση της διαδικασίας με τους εναλλασσόμενους ομιλητές, τις καθιερωμένες χειρονομίες, τον τρόπο που ανοίγαν το στόμα και άρθρωναν τις λέξεις. Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο (Κι εγώ με τη στεντόρεια φωνή μου), που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή ομιλία για το ψωμί και τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, κουρντισμένα όλα σε μια σειρά και μια τάξη (κι εγώ με τη σειρά μου...), αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο................
Η σύσκεψη συνεχίζονταν, μια πλάκα για χιλιοστή φορά στο πικάπ, μια κόρνα αυτοκινήτου που κόλλησε και που κανένας δεν νοιάζονταν να σταματήσει αυτός ο άχρηστος θόρυβος. ...Ένα λεωφορείο που πήγαινε...
Αυτός στριμώχνοντας μπήκε, όταν ξαφνικά η πόρτα έκλεισε κι έπιασε στην άκρη το μανίκι της καμπαρντίνας. Δοκίμασε μαλακά να το τραβήξει και κατάλαβε πως είχε γαντζώσει σε κάποιο καρφάκι. Μπορούσε όμως να περιμένει μέχρι την επόμενη στάση. Θ’ άνοιγε η πόρτα και θα ελευθέρωνε το μανίκι χωρίς αβαρίες. Ήταν υπόθεση ενός, δύο λεπτών το πολύ. Θα το άντεχε; Δυο λεπτά το πολύ υπομονής. Τράβηξε απότομα το χέρι αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε σχίσιμο. Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…
Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;
Βέβαια μπορεί να ’ταν κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες, αλλά η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη. Φαίνοταν από κει που καθόταν φαρδιά, μεγάλη και εύκολη. Θα σηκώνοταν ήσυχα ήσυχα, θα περνούσε απαρατήρητος ανάμεσα απ’ τους ακροατές με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες παλάμες, μια και χρόνια ήταν απών, από τη σύσκεψη, αφού όλοι απουσίαζαν, αφού κανέναν από τους ομιλητές δεν κατανοούσε, θα περνούσε την πόρτα και φορώντας την καπαρντίνα ανεμπόδιστα με την ομπρέλα και το καπέλο στο χέρι, θ’ αναχωρούσε χωρίς χαιρετούρες.
Μπορεί έξω να ήταν καλοκαίρι και να μη χρειαζόταν η ομπρέλα…
Από την ορθάνοιχτη πόρτα φαινόταν ένα κομμάτι μεσημέρι κι ακούγοταν το μονότονο τραγούδι του τζίτζικα. Ο φύλακας κοιμόταν. Κοιμόταν βαθιά στην καρέκλα, με πεσμένα τα βλέφαρα, με σταυρωμένα τα χέρια σα να ’ταν νεκρός, σα να μην υπήρχε δίπλα στην πόρτα.
Μπορούσε να κάνει δυο βήματα και να βρεθεί έξω για ένα λεπτό, για μια ώρα, για πάντα ύστερα από είκοσι χρόνια φυλάκιση, αρκεί να δρασκελούσε την πόρτα, αρκεί να τολμούσε, αρκεί να το ήθελε, αρκεί... Χωρίς δισταγμό έστριψε για το αρχιφυλακείο που τον είχαν καλέσει…
Τώρα τον είχε καλέσει ο Πρόεδρος, δίνοντάς του το λόγο να πει κι αυτός τις σκέψεις του, συνεχίζοντας τη σύσκεψη. Δεν μπορούσε να φύγει, δεν έπρεπε να φύγει. Για να συνεχίσει «κι αυτός με τη σειρά του» τη σύσκεψη, άρχισε να μιλάει με τον ίδιο ρυθμό που μίλησαν οι άλλοι, στον ίδιο τόνο φωνής, με τις ίδιες κινήσεις. Η σύσκεψη συνεχίζοταν…
Το κείμενο αναδεικνύει τη θεματική του εγκλωβισμού μέσα από την παρουσίαση μιας σύσκεψης που μοιάζει να μην έχει αρχή ή τέλος. Ο ήρωας του κειμένου την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πότε ξεκίνησε κι αν ποτέ θα τελειώσει, έχοντας πια κατά νου μόνο το πώς θα μπορέσει να ξεφύγει από την ιδιότυπη αυτή «αιχμαλωσία». Η αίσθησή του ότι δεν μπορεί να φύγει και να ξεφύγει από τη δίχως τέλος αυτή σύσκεψη, μάς παραπέμπει στο συναίσθημα που νιώθουν πολλοί άνθρωποι όταν οι συνεχείς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις τούς παγιδεύουν σε μια εξοντωτική ρουτίνα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθεση ανάμεσα στη συμπεριφορά του ήρωα, όταν το μανίκι της καμπαρντίνας του πιάνεται από την πόρτα του λεωφορείου κι ο ίδιος το τραβά, ανυπόμονα, αδιαφορώντας για την όποια ζημιά, αφού όπως σημειώνει ο αφηγητής: «Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…», και στην φαινομενικά αδικαιολόγητη παγίδευσή του στη σύσκεψη, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη η πόρτα, η πόρτα της αίθουσας είναι ανοιχτή: «Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;». Η τόσο έντονη διαφοροποίηση του ήρωα στις δύο αυτές περιστάσεις φανερώνει πως η παγίδευσή του οφείλεται σε κάτι που πιθανά αδυνατεί ο ίδιος να το ελέγξει με τρόπο άμεσο. Η πρόθεση του συγγραφέα να προσδώσει αλληγορικό χαρακτήρα στο κείμενό του γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι αφήνει σκόπιμα ασαφή όσα σχετίζονται με τη «σύσκεψη». Δεν προσδιορίζεται μήτε το πότε ξεκίνησε, μήτε το τι αφορά (αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο), μήτε το γιατί ο ήρωας, ενώ η πόρτα του συνεδριακού χώρου είναι ορθάνοιχτη, αδυνατεί να φύγει από εκεί παραμένοντας για χρόνια εγκλωβισμένος. Η ασάφεια αυτή αποσκοπεί στο να μην περιοριστεί νοηματικά το κείμενο στον συγκεκριμένο εγκλωβισμό που βιώνει ο ήρωας, ώστε ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να αναγνωρίσει στην ατελείωτη αυτή σύσκεψη όσα εγκλωβίζουν τον ίδιο στην προσωπική του ζωή. O αναγνώστης αντιλαμβάνεται την ευρύτερη θεματική του «εγκλωβισμού» κι όχι συγκεκριμένα την προσωπική εμπειρία του αφηγητή, η οποία σε κυριολεκτικό επίπεδο συνδέεται με τη γραφειοκρατική οργάνωση και τις ιδεοληψίες του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Συμβολικά χρησιμοποιεί ο Χάκκας τα κλειστά παράθυρα, που εμποδίζουν το άτομο να δει το τι συμβαίνει έξω και να έχει μια εικόνα για τις παράλληλες εξελίξεις στον κόσμο γύρω του -ένας ιδεολογικός εγκλωβισμός, λόγου χάρη, δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να λάβει υπόψη του τις απόψεις και το πώς εξελίσσονται οι άλλες ιδεολογικές απόψεις-, κι η ορθάνοιχτη πόρτα που συμβολίζει το δικαίωμα της επιλογής και θέτει συνάμα το ερώτημα σχετικά με την απροθυμία ή την αδυναμία του ατόμου να αποχωρήσει από τη σύσκεψη και κατ’ επέκταση απ’ ό,τι τον εγκλωβίζει. Συμβολικό χαρακτήρα έχει και το επεισόδιο με το λεωφορείο όπου ο ήρωας αρνείται να μείνει αιχμάλωτος της πόρτας, όταν παγιδεύεται το μανίκι του, το οποίο μας φανερώνει την ανάγκη για ελευθερία που χαρακτήριζε μια προγενέστερη περίοδο της ζωής του ατόμου, αλλά και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης την απροθυμία του ατόμου να αισθανθεί πως εγκλωβίζεται από κάτι όταν έχει πια ανακτήσει την ελευθερία του από μια προηγούμενη κατάσταση δέσμευσης (ιδεολογικής ή άλλης).
Η αδιάκοπη συνέχιση της σύσκεψης, η διαπίστωση πως έχει ήδη αφιερώσει ένα απροσδιόριστα μεγάλο μέρος της ζωής του σε αυτή, όπως και το γεγονός πως η σύσκεψη κινείται σ’ ένα χωρίς νόημα μονότονο μοτίβο (Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο…), δημιουργούν ένα αίσθημα ασφυξίας στον ήρωα. Βρίσκεται εκεί εξαναγκασμένος ν’ ακούει αδιάφορες και ανούσιες ομιλίες που δεν έχουν καμία σχέση με τα κρίσιμα ζητήματα της ζωής, νιώθοντας πως σπαταλά χωρίς λόγο το χρόνο του και πως έχει παγιδευτεί σε μια συζήτηση που δεν αφορά πια κανέναν. Επιθυμεί, επομένως, να φύγει προκειμένου να γνωρίσει τα όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο και να αισθανθεί πως ζει πραγματικά. Ο «άχρηστος θόρυβος» των ομιλιών του είναι πια εντελώς αδιάφορος, ό,τι τον απασχολεί περισσότερο είναι το τι βρίσκεται έξω από την ορθάνοιχτη πόρτα της αίθουσας. Θέλει να δει την αληθινή κοινωνία και να ζήσει κοντά στους πραγματικούς ανθρώπους, μακριά από τους μισοκοιμισμένους συμμετέχοντες αυτής της ανούσιας και ατελείωτης σύσκεψης.
Φραντς Κάφκα, Μπροστά στο νόμο
Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα.
Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. "'Ίσως", λέει ο θυρωρός, "τώρα όμως όχι".
Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: "Αν το τραβά η όρεξη σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω".
Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει.
Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια.
Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει τον θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός του κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα, πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, τα ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: "Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παρέλειψες τίποτα."
Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος του φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει, και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη, του θυρωρού.
Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει, αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατο του σμίγουν όλες οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει.
"Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;" ρωτά ο θυρωρός, "είσαι αχόρταγος...". "'Όλοι μάχονται για το νόμο", λέει ο άνθρωπος, "πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;" Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: "Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...