Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Παγκοσμιοποίηση είναι η θεωρία/τάση που πρεσβεύει τη δυνατότητα όλων των χωρών και των ανθρώπων, ανεξαρτήτως εθνότητας , θρησκείας και γλώσσας, να συγκροτήσουν ξεπερνώντας τα εθνικά τους σύνορα ένα « παγκόσμιο χωριό » , έναν ενιαίο δηλαδή χώρο μέσα στον οποίο θα διακινούνται ελεύθερα άνθρωποι , προϊόντα και πληροφορίες και ο οποίος θα λειτουργεί βάσει παγκόσμιων αρχών δικαίου. Η συγκρότηση διεθνών οργανισμών με παγκόσμιο κύρος και υπερεθνικές αρμοδιότητες , όπως ο ΟΗΕ , το ΝΑΤΟ , η Ε.Ε , η UNICEF , η Green Peace , οι Γιατροί χωρίς Σύνορα κ.α. , αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της τάσης ενοποίησης και συστράτευσης των δυνάμεων των χωρών και των πολιτών.
Αυτή η διεθνοποίηση παίρνει τις εξής μορφές: 1. εκμηδένιση των αποστάσεων με την τεχνολογική εξέλιξη των μέσων μεταφοράς και δημιουργία της κοινωνίας της πληροφορίας με την εξέλιξη των ΜΜΕ και των τηλεπικοινωνιακών μέσων 2. επιδίωξη σφαιρικής οικονομικής ανάπτυξης με την αναζήτηση νέων αγορών, ορυκτού πλούτου και πηγών ενέργειας και εμπορικών συμμαχιών, διεθνοποίηση της οικονομίας 3. από κοινού αντιμετώπιση υπερεθνικών προβλημάτων (ναρκωτικά, θανατηφόρες ασθένειες, τρομοκρατία, πείνα και εξαθλίωση, ανεργία, βία, πυρηνική απειλή, καταστροφή του περιβάλλοντος και εξάντληση των φυσικών πόρων) 4. παγκοσμιοποίηση της θρησκείας και θεμελιωδών ανθρωπιστικών αρχών, όπως η αγάπη , η αφοσίωση , η ανθρωπιά , η συμπόνια, καθώς και η άρση των προλήψεων και η αναγνώριση του δικαιώματος της διαφορετικότητας 5. καθιέρωση μιας παγκόσμιας γλώσσας, η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να μετέχουν στην κοινωνία της πληροφορίας 6. σταδιακός προσανατολισμός της παιδείας προς την ανοχή και το σεβασμό της διαφορετικότητας 7. ύπαρξη υπερεθνικών οργανισμών ( ΟΗΕ , UNESCO , Γιατροί χωρίς Σύνορα κ.α.) που έχουν ως σκοπό την επίλυση διεθνών διενέξεων , την προάσπιση της ειρήνης , την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας 8. θεσμοθετημένη ενοποίηση της Ευρώπης με κατάργηση των τελωνειακών δασμών
· Η διεθνής συνεργασία και συμμαχία απέναντι στα καίρια προβλήματα του πλανήτη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αντιμετώπισή τους > ανθρωπιστική βοήθεια προς τις χώρες του Τρίτου κόσμου, προς σεισμοπαθείς και πλημμυροπαθείς περιοχές , αντιμετώπιση της μόλυνσης του περιβάλλοντος και της διάσωσης του εθνικού πλούτου , θέσπιση νόμων με υπερεθνική ισχύ που προστατεύουν το περιβάλλον. · Σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στην πάταξη του λαθρεμπορίου όπλων και ναρκωτικών και στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας διαδραματίζουν διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ιντερπόλ, οι οποίοι βασίζονται στην ανταλλαγή πληροφοριών και στη συνεργασία των διωκτικών αρχών των χωρών. · Τα ανθρώπινα δικαιώματα κατοχυρώνονται νομικά και καταδικάζονται χώρες και πρόσωπα που διαπράττουν εγκλήματα εις βάρος του άμαχου πληθυσμού. Οι χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται με τις υποδείξεις οργανισμών , όπως ο ΟΗΕ , οδηγούνται στην απομόνωση και τον οικονομικό μαρασμό. Απόγονος του διεθνισμού είναι η παγκοσμιοποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της αναγνώρισης δηλαδή της αξίας του ανθρώπου και της απαίτησης σεβασμού της ζωής και της προσωπικότητάς του με κριτήριο μόνο την ιδιότητά του ως ανθρώπου . · Προλήψεις, φανατισμοί, δεισιδαιμονίες, μίση και προκαταλήψεις καταρρίπτονται και γίνεται εφικτή η προσέγγιση λαών οι οποίοι θεωρούνταν προαιώνιοι εχθροί. Καταπολεμώνται και εξαλείφονται κατ’ αυτόν τον τρόπο ρατσιστικές ιδεολογίες και ξεσπάσματα κατά μειονοτήτων (ναρκομανείς, ομοφυλόφιλοι, φορείς του AIDS, ξένοι, μετανάστες) και γίνεται δυνατή η σφυρηλάτηση μιας κοινωνίας που θα σέβεται τη διαφορά και θα την αντιμετωπίζει ως δημιουργικό στοιχείο της σύστασής της . Αποφασιστικής σημασίας είναι σε αυτό το σημείο ο ρόλος των ΜΜΕ αλλά και του Διαδικτύου. · Σχηματίζεται ένας πολυεθνικός και πολυσυλλεκτικός πολιτισμός, ένας κοσμοπολιτισμός, στον οποίο συναντώνται και συγχωνεύονται δημιουργικά τα πιο αξιόλογα χαρακτηριστικά των εθνικών πολιτισμών. · Μέσω των διεθνών οργανισμών και της διπλωματίας δίνεται η δυνατότητα εφαρμογής του διαλόγου ως μέσο επίλυσης διακρατικών διαφορών με σκοπό την αποφυγή του πολέμου και της έντασης στις σχέσεις των κρατών. Διεθνείς διαιτησίες, διπλωματικές εκστρατείες, έντονες πολιτικές πιέσεις, εμπάργκο και διεθνείς πολεμικές επιχειρήσεις επιστρατεύονται για να αποκατασταθεί η σταθερότητα και να επιβληθεί η ειρήνη σε περιοχές οι οποίες αποτελούν μόνιμες εστίες πολέμου και απειλούν συνεχώς την παγκόσμια ειρήνη , όπως ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου και η διαμεσολάβηση στη διαμάχη Ισραηλινών – Παλαιστινίων. · Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη διάνοιξη των αγορών και την επικράτηση του φιλελευθερισμού και του ελεύθερου ανταγωνισμού > ευημερία υπανάπτυκτων χωρών με την εισροή τεχνολογίας και τεχνογνωσίας , σχηματισμός πολυεθνικών εταιριών που απευθύνονται πλέον στο παγκόσμιο καταναλωτικό κοινό, προσφέροντας σε όλους ίσες ευκαιρίες κάλυψης των αναγκών τους. · Ανταλλαγή πορισμάτων, πληροφοριών και δεδομένων, παγκόσμιος επιστημονικός ιστός > πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας, αντιμετώπιση ανίατων ασθενειών > βελτίωση της ποιότητας ζωής σε παγκόσμια κλίμακα. · Με τη διεθνοποίηση και της πληροφόρησης γίνεται εφικτή η διαμόρφωση μιας πλήρους εικόνας για τα προβλήματα του πλανήτη και κατ’ επέκταση η διάπλαση ενός πολίτη ευαισθητοποιημένου και ενήμερου, πολίτη όχι της χώρας του αλλά του κόσμου . · Επιρροές επίσης δέχεται και το πολιτικό σύστημα των χωρών το οποίο έλκεται προς τον εκδημοκρατισμό δεδομένων των διεθνών προτύπων.
· Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έχει δημιουργήσει χάσμα ανάμεσα στις πλούσιες χώρες που κινούν τα νήματα του διεθνισμού και στις φτωχές και υπανάπτυκτες που υποχρεώνονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και απλά παρακολουθούν τις παγκόσμιες εξελίξεις.Παρατηρείται λοιπόν μια τεράστια συγκέντρωση πλούτου στις χώρες του δυτικού κόσμου, η οποία στηρίζεται στην εκμετάλλευση (πολιτική και οικονομική) των υπολοίπων χωρών. Οι πολυεθνικές εταιρίες αναδεικνύονται σε ρυθμιστικό παράγοντα της οικονομικής σταθερότητας και πορείας, ενώ οι τοπικές οικονομίες αποδεικνύονται εντυπωσιακά ευάλωτες σε κάθε παγκόσμια οικονομική κρίση , φανερώνοντας την αδυναμία τους να ελέγξουν την οικονομική τους πρόοδο , αλλά και την εξάρτησή τους από τους διεθνείς κολοσσούς που διαχειρίζονται την εξόρυξη του πετρελαίου, του χρυσού, του φυσικού αερίου, τη διάθεση των ενεργειακών πόρων και των χρηματικών αποθεμάτων των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιριών. · Βάσει των οικονομικών συμφερόντων οι πλούσιες χώρες διαμορφώνουν και την εξωτερική τους πολιτική. Μέσω των διεθνών οργανισμών και συχνά με το πρόσχημα της διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας επεμβαίνουν στην πολιτική ζωή των χωρών επιβάλλοντας το δικό τους καθεστώς και διαμορφώνουν την πορεία των λαών. Οι μικρές χώρες καταλήγουν να απεμπολήσουν κυριαρχικά τους δικαιώματα όπως η αυτοδιάθεση και η ανεξαρτησία. · Η παγκοσμιοποίηση επιφέρει την ομοιογένεια και την ομοιομορφία του τρόπου σκέψης και ζωής όλων των ανθρώπων με πρότυπο τον δυτικό καταναλωτισμό, ο οποίος συντηρεί και ενισχύει τις πολυεθνικές εταιρίες . Η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου, η ώθηση προς την υπερκατανάλωση, η κυριαρχία της διαφήμισης, η ομοιογένεια της μουσικής και της ψυχαγωγίας είναι κάποιες από τις εκδηλώσεις αυτής της απόπειρας λείανσης των ιδιαιτεροτήτων των λαών και της επιβολής κοινών ενδιαφερόντων και ασχολιών που έχουν όλες ένα στόχο (έστω κι αν προβάλλεται ως μέσον): την κατανάλωση.
· Η ομοιογένεια του τρόπου ζωής έχει άμεσο αντίκτυπο και στις αξίες που ρυθμίζουν την εθνική υπόσταση. Αρχές όπως η παράδοση, η πατρίδα και ιδανικά όπως ο πατριωτισμός και η εθνική αυτογνωσία υποβαθμίζονται στο όνομα της ομοιογένειας, ενώ συχνά παρουσιάζονται ως εμπόδια και ανασταλτικοί παράγοντες της προόδου της χώρας, με αποτέλεσμα οι λαοί να χάνουν το εθνικό τους «χρώμα», να απομακρύνονται από τις ρίζες και τη γλώσσα τους και να αλλοτριώνονται. · Από την άλλη, εμφανίζονται έντονα φαινόμενα αναζωπύρωσης του εθνικισμού σε χώρες που διαφαίνεται ο κίνδυνος της ολοκληρωτικής τους αφομοίωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι λαοί αναδιπλώνονται και συσπειρώνονται γύρω από εθνικιστικά ιδεολογήματα. Επιπλέον, ο φόβος της πολιτισμικής αλλοτρίωσης γεννά έναν νέο τύπο επικίνδυνου εθνικισμού, ο οποίος δεν βασίζεται σε ευγονικές βάσεις, αλλά θέτει ως όρο του την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς και ιδιαιτερότητας κάθε λαού. · Η παγκοσμιοποίηση επιφέρει ευρύτατη πολιτισμική παρακμή, καθώς υπερεθνικοί οργανισμοί αφομοιώνουν τους μικρούς πολιτισμούς και τις εθνικές παραδόσεις.
Ο υγιής κοσμοπολιτισμός συνίσταται στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και ιδιαιτερότητας και την ταυτόχρονη ένταξη σε υπερεθνικά σύνολα συνεργασίας . Φορείς αγωγής · Παιδεία> παροχή εθνικής παιδείας> τονισμός των στοιχείων που συνθέτουν την εθνική ιδιαιτερότητα> επαφή με τις παραδόσεις> ενεργοποίηση της κρίσης> αντίσταση ενάντια στην πολιτισμική ισοπέδωση αλλά και: μετάδοση του σεβασμού στην πολιτισμική ύπαρξη κάθε χώρας ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα εθνικισμού. · Οικογένεια > εξασφάλιση της επαφής του παιδιού με τις παραδοσιακές αρχές και αξίες > συγκρότηση ενός ισχυρού συστήματος αξιών > αντίσταση απέναντι στα προβαλλόμενα ισοπεδωτικά πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς/ · ΜΜΕ > τήρηση κανόνα δεοντολογίας > προβολή των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν το εθνικό « DNA » πέρα από τα διεθνή και ξενόφερτα πρότυπα αλλά και : ενημέρωση για τις διεθνείς εξελίξεις , ενημέρωση για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα , αποφυγή παραπληροφόρησης και φανατισμού του λαού. · Πνευματικοί άνθρωποι > σε εθνικό επίπεδο χρειάζεται διαρκής ενεργοποίηση ώστε να προβληθεί ο κίνδυνος αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας > σε διεθνές επίπεδο απαιτείται δραστηριοποίηση ώστε να επιτευχθεί η γόνιμη πολιτισμική αλληλεπίδραση των λαών. · Ευθύνη του ατόμου > αποβολή της ξενομανίας και του μιμητισμού > θεμελίωση της δράσης του στις αρχές του δικού του έθνους. · Αποβολή του υλιστικού – κερδοσκοπικού χαρακτήρα > υιοθέτηση ενός ανθρωπιστικού μοντέλου διαβίωσης > σεβασμός στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των λαών.
Οι υποστηρικτές της δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης θεωρούν ότι η πρώτη φάση, η οποία αφορά τις αγορές, πρέπει να ολοκληρωθεί με τη δημιουργία πολιτικών θεσμών που θα εκφράζουν τη θέληση των πολιτών όλου του κόσμου. Οι υποστηρικτές υποδεικνύουν ότι το ελεύθερο εμπόριο οδηγεί σε πιο αποτελεσματική κατανομή του πλούτου, με όφελος για όλες τις χώρες που μετέχουν στο εμπόριο. Υπάρχουν, δε, διεθνείς στατιστικές που υποστηρίζουν σθεναρά την παγκοσμιοποίηση: 1. Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες με ημερήσιες απολαβές κάτω του ενός δολαρίου ΗΠΑ 2. Το προσδόκιμο ζωής στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η ψαλίδα, σε σχέση με τον ανεπτυγμένο κόσμο όπου η αύξηση ήταν μικρότερη, έχει μικρύνει κάπως. Η παιδική θνησιμότητα έχει μειωθεί σε όλες τις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου, ενώ η εισοδηματική ανισότητα ανά τον κόσμο μειώνεται 3. Η δημοκρατία είχε εντυπωσιακή αύξηση: σχεδόν σε κανένα κράτος δεν υπήρχε δικαίωμα ψήφου για όλους το 1900, σε σύγκριση με 62.5% όλων των κρατών το 2000 4. Η αναλογία του ανά τον κόσμο πληθυσμού που ζει σε χώρες όπου η κατά κεφαλή προμήθεια τροφίμων ανά ημέρα είναι κάτω από 2.200 θερμίδες (9,200 kilojoule) μειώθηκε από 56% στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε κάτω από 10% κατά τη δεκαετία του 1990 5. Μεταξύ του 1950 και του 1999 ο αναλφαβητισμός στον κόσμο , και ιδιαίτερα ο αναλφαβητισμός των γυναικών, μειώθηκε κατά 30% 6. Το ποσοστό παιδιών στο εργατικό δυναμικό μειώθηκε από 24% το 1960 σε 10% το 2000 7. Υπάρχει αυξητική τάση για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αυτοκίνητα, ραδιόφωνα και τηλέφωνα κατά κεφαλή, καθώς και για ποσοστό πληθυσμού με πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
Οι επικριτές της οικονομικής πτυχής της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι δεν είναι, όπως δηλώνουν οι υποστηρικτές της, μια αναπόφευκτη διαδικασία η οποία πηγάζει φυσικά από τις οικονομικές ανάγκες όλων. Οι επικριτές συνήθως επισημαίνουν ότι: 1. η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών, και αντιτάσσουν τη δυνατότητα καθιέρωσης εναλλακτικών θεσμών και πολιτικών, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν τις επιθυμίες των φτωχών και εργατικών τάξεων στον κόσμο, καθώς και τα περιβαλλοντικά θέματα, με πιο δίκαιο και σωστό τρόπο. Το κίνημα είναι πολύ ευρύ και περιλαμβάνει εθνικοαπελευθερωτικές ομάδες, αριστερά κόμματα, αναρχικούς, οικολόγους, αγροτικές συντεχνίες, αντιρατσιστικές οργανώσεις, θρησκευτικές οργανώσεις, κλπ. Κάποιοι ζητούν μεταρρυθμίσεις (για ένα «πιο ανθρώπινο» είδος καπιταλισμού), ενώ άλλοι έχουν πιο επαναστατική προσέγγιση (υποστηρίζοντας εναλλακτικές προτάσεις στον καπιταλισμό) και άλλοι αντιδρούν θεωρώντας την παγκοσμιοποίηση ως καταστροφική για τη βιομηχανία και την απασχόληση της χώρας τους 2. Αναφορικά με το φλέγον θέμα της παγκόσμιας μετανάστευσης, η διαμάχη εκτυλίσσεται γύρω από τις αιτίες (σε τι βαθμό είναι εθελοντική ή υποχρεωτική, απαραίτητη ή όχι), αλλά και τις συνέπειες (κατά πόσο είναι ωφέλιμη ή όχι, αν συμφέρει κοινωνικά ή περιβαλλοντικά). Οιυποστηρικτές θεωρούν τη μετανάστευση απλά ως μια διαδικασία κατά την οποία μέλη του εργατικού δυναμικού μπορούν να πάνε από μία χώρα σε άλλη για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ενώ οι επικριτές δίνουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες, όπως την οικονομική, πολιτική και περιβαλλοντική ανασφάλεια, και επισημαίνουν τον συσχετισμό μεταξύ μετανάστευσης και της τεράστιας ανάπτυξης φτωχών συνοικιών σε πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Σύμφωνα με το The Challenge of Slums, έκθεση που εξέδωσε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών το 2003, «η κυκλική φύση του καπιταλισμού, η αυξημένη ζήτηση για ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε σχέση με το ανειδίκευτο, και οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης — και ιδιαίτερα οι απότομες βελτιώσεις και επιδεινώσεις της οικονομίας ανά τον κόσμο που συμβάλλουν στην ανισότητα και τη μη ομοιόμορφη κατανομή του νέου πλούτου — συμβάλλουν στην τεράστια ανάπτυξη των φτωχογειτονιών» 3. Διάφορες πτυχές της παγκοσμιοποίησης θεωρούνται ζημιογόνες από πολλές ομάδες ακτιβιστών, καθώς και από εθνικιστές. Ο όρος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή κατά της παγκοσμιοποίησης χρησιμοποιείται συχνά από τα ΜΜΕ, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, καθώς πολύ συχνά οι ακτιβιστές αντιτίθενται σε συγκεκριμένες πτυχές της παγκοσμιοποίησης και όχι σε ολόκληρο το φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, οι πολέμιοι ισχυρίζονται ότι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης δεν ήταν αυτά που προβλέφθηκαν όταν ξεκίνησαν οι προσπάθειες για απελευθέρωση του εμπορίου και ότι πολλοί οργανισμοί που είναι αναμεμιγμένοι στο σύστημα της παγκοσμιοποίησης δεν λαμβάνουν υπ' όψη τα συμφέροντα των φτωχότερων χωρών, της εργατικής τάξης και του φυσικού περιβάλλοντος 4. Το ελεύθερο εμπόριο χωρίς περιορισμούς ευνοεί τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών. Ορισμένοι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης βλέπουν το φαινόμενο ως την προώθηση των συμφερόντων των εταιρειών, με πρόθεση να περιοριστούν οι ατομικές ελευθερίες στο όνομα του κέρδους. Υποστηρίζουν επίσης ότι η αυξανόμενη αυτονομία και δύναμη των εταιρειών καθορίζει την πολιτική των κρατών. Η εκχώρηση οικονομικών δανείων από το ΔΝΤ ήταν υπό όρους για πολιτικές αλλαγές οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης το είδαν ως νεοαποικιακό πλήγμα στην εθνική κυριαρχία των κρατών. Η κύρια αντίδραση λοιπόν αναφέρεται στη νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης, που ενοποιεί το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις, αλλά όχι τους ανθρώπους και τις συντεχνίες, υποδεικνύοντας τους αυστηρούς ελέγχους μετανάστευσης σε όλες σχεδόν τις χώρες και την απουσία εργατικών δικαιωμάτων σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου 5. Μερικές ομάδες που τάσσονται εναντίον ισχυρίζονται ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ιμπεριαλιστική, και είναι ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στον πόλεμο του Ιράκ και συμβάλλουν στην εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ αντί στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Έτσι, από μία άποψη, η «παγκοσμιοποίηση» είναι άλλος ένας όρος για την «αμερικανοποίηση», καθώς κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια από τις πολύ λίγες χώρες που πραγματικά επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση 6. Μία πιο συντηρητική παράταξη που αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση είναι οι εθνικιστές που υποστηρίζουν ένα ισχυρό κράτος και οι οποίοι φοβούνται ότι η παγκοσμιοποίηση συρρικνώνει τον ρόλο των εθνικών κρατών στη διεθνή πολιτική, καθώς και ότι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις τα αποδυναμώνουν.
Συχνά οι καλλιτέχνες (ζωγράφοι, μακετίστες, φωτογράφοι, μοντέρ, κινηματογραφιστές, σεναριογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς, κοκ) εκφράζονται, μέσω της τέχνης τους, κατά της παγκοσμιοποίησης. Χαρακτηριστική είναι η παρέμβαση της Malala Andrialavidrazana(1971)από τη Μαδαγασκάρη.
Η Μαλάλα Αντριαλαβιντραζάνα ζει στο Παρίσι από τις αρχές της δεκαετίας του 80 και είναι μια οπτική καλλιτέχνις με γνώσεις αρχιτεκτονικής. Η δουλειά της επικεντρώνεται στα όρια και τους φραγμούς, αλλά και στην αλληλεπίδραση διαφορετικών πολιτισμών ("Ταξίδια" λέγεται το παρακάτω έργο της):
Θεματολογικά η Μαλάλα Αντριαλαβιντραζάνακινείται ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια (πολιτικοκοινωνική) σφαίρα, καθώς και στον χώρο του "φαντασιακού" των διάφορων πολιτισμών, μέσω της μελέτης της εθνογραφίας, της ανθρωπογεωγραφίας, της πολιτιστικής ανθρωπολογίας και της εθνοφωτογραφίας ("Φυσική Ιστορία" λέγεται το παρακάτω έργο της):
Το καλλιτεχνικό ιδίωμα της Μαλάλα Αντριαλαβιντραζάνα δομείται με άξονα την Ιστορία των πολιτισμών και τις επιδράσεις της προϊούσας αστικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης στην αντίληψη των ανθρώπων για τον χώρο. Προτείνει, έτσι, μια διαφορετική προσέγγιση της Ιστορίας ("Αποικίες στην Αφρική και στη Νότια θάλασσα" λέγεται το παρακάτω έργο της):
Η σειρά έργων της που τιτλοφορείται “d’Outre-Monde” μελετά τα ταφικά έθιμα στα όρια φύσεως και κουλτούρας ("Στοιχειώδης πλανητόσφαιρα" ονομάζεται το παρακάτω έργο της):.
Το δημοσιευμένο πρότζεκτ της Μαλάλα ΑΝτριαλαβιντραζάνα “Απόηχοι του Ινδικού Ωκεανού" (2013) διευρύνει την άμεση κριτική της ενάντια στην παγκοσμιοποίηση:
"ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΑ, ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ"
'ΟΙ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΦΥΛΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ"
"ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ"
"ΧΩΡΕΣ ΟΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΜΩΑΜΕΘ"
Ιστορία των Πολιτισμών της Αμερικάνικης ηπείρου στην προκολομβιανή εποχή από: 1.500 π.Χ-1.000 μ.Χ
1.500-600 π.Χ ΤΣΑΒΙΝ- ΟΛΜΕΚΟΙ Την 3η χιλιετία οι αυτόχθονες άρχισαν να εγκαταλείπουν τη νομαδική ζωή και να στρέφονται στην γεωργία δημιουργώντας μικρούς οικισμούς. Στη 2η χιλιετία εμφανίζονται κέντρα λατρείας με επικεφαλείς τους Σαμάνους οι οποίοι εξελίχθηκαν σε εκλεκτό ιερατείο. Αυτά τα κέντρα λατρείας αποτέλεσαν τη βάση των πολιτισμών των Ολμέκων στη Μέση Αμερική και των Τσαβίν στις Άνδεις. Επίσης παρατηρείται η ανέγερση ναών. Στην αγροτική παραγωγή μεταξύ άλλων καλλιεργείται το βαμβάκι. Στην οικονομία οικισμοί ψαράδων ανταλλάσσουν τα βιοτεχνικά προϊόντα τους με γεωργικά συμπληρώνοντας τη διατροφή τους.
1.800 – 1.600 π.Χ εμφάνιση νέων ναών σχήματος U
1.750 π.Χ εμφάνιση στη Λα Φλόριντα του μεγαλύτερου οικισμού της περιοχής.
1.400 π.Χ Όλο το Περού έχει αναπτυχθεί στα ίδια πολιτιστικά πλαίσια. Οι Τσάβιν συγχωνεύουν ντόπιους πληθυσμούς υιοθετώντας παράλληλα στοιχεία τους, γεγονός που τους διευκολύνει. Η επιβολή τους επιτυγχάνονταν κυρίως με τον εκφοβισμό μέσω της θρησκείας παρά με τον πόλεμο. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκεται το ιερατείο. Μεταξύ άλλων ανέπτυξαν την αρχιτεκτονική και την μεταλλουργία. 400 π.Χ κι ενώ βρίσκονταν στο απόγειο της ακμής τους εξαφανίστηκαν χωρίς να ξέρουμε τους λόγους, στο απόγειο της ακμής τους, κάτι που πρέπει να αποτελεί ένα ακόμα ιστορικό παράδοξο. Ενώ οι Ολμέκοι γνώρισαν δύο εξεγέρσεις που ξερίζωσαν το πολιτισμό τους απ’ τα θεμέλια. Αν μη τι άλλο το γεγονός αυτό μαρτυράει έντονες ταξικές διαφορές και δυσαρέσκεια της μεγάλης πλειοψηφίας των χαμηλών στρωμάτων.
ΟΛΜΕΚΟΙ- 1.250 η δημιουργία του μεγάλου θρησκευτικού κέντρου Σαν Λορέντζο αποτέλεσε επίκεντρο του πολιτισμού τους. Το εμπόριο συμβάδιζε με πολεμικές επιχειρήσεις. 900 π.Χ εξέγερση χωρικών καταστρέφει ολοκληρωτικά το Σαν Λορέντζο. Η ανώτερη τάξη κατείχε γνώσεις που δεν ήταν κατανοητές στις μάζες, όπως η αστρονομία.
Ο νέος κόσμος, λόγω γεωγραφικής απομόνωσης, μοιάζει να ακολούθησε τη δική του αυτόνομη πορεία προς τον πολιτισμό. Ωστόσο, και εδώ παρά την χρονική διαφορά στα βήματα προόδου, τα επιτεύγματα και οι επιπτώσεις μοιάζουν με αυτά των πολιτισμών της Ασίας και της Ευρώπης. Η γεωργία παίζει καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση οικισμών, οι οποίοι με τη σειρά τους εμφανίζουν ταξική διαστρωμάτωση. Επίσης έχουμε την εμφάνιση οργανωμένης θρησκείας, δημιουργία ναών, όπως και ανάπτυξη του εμπορίου. Αξιοσημείωτη παράμετρο αποτελεί το γεγονός πως τα μνημεία των πολιτισμών αυτών δημιουργήθηκαν χωρίς την ανακάλυψη και τη χρησιμοποίηση τροχού. Στους προκολομβιανούς πολιτισμούς τον ρόλο της άρχουσας τάξης έπαιξε μάλλον το ιερατείο που συσσώρευσε την επιστημονική γνώση της εποχής. Ούτε εδώ αποφεύχθηκαν οι ανθρωποθυσίες για θρησκευτικούς σκοπούς, στους Ολμέκους μάλιστα έχουμε και τελετουργικό κανιβαλισμό.
AΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΕΒΗΣΑΝ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ
15ος και 16ος αιώνας Οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ήταν οι πρώτοι που έκαναν μακρινά ταξίδια, περιπλέοντας τα παράλια της Αφρικής και φτάνοντας ως την Ασία. Το παράδειγμά τους ακολούθησε και το ισπανικό στέμμα, αποστέλλοντας τον Χριστόφορο Κολόμβο να βρει ένα δυτικό πέρασμα προς την Ασία. Η πρώτη ευρωπαϊκή αποικία ιδρύθηκε από τον Κολόμβο το 1493. Ήταν ο οικισμός Λα Ναβιδάδ (ισπ.: La Navidad) στη βόρεια ακτή της σημερινής Αϊτής, που όμως καταστράφηκε τον επόμενο χρόνο. Οι Ισπανοί απέκτησαν τον έλεγχο της Καραϊβικής μέχρι το 1511. Από το 1509 άρχισε ο ισπανικός εποικισμός της ενδοχώρας της Κεντρικής Αμερικής, η οποία και πραγματοποιήθηκε σε λίγα χρόνια: το 1522 ο Ερνάν Κορτές υπέταξε τους Αζτέκους, ενώ το 1532 ο Φρανθίσκο Πιθάρρο κατέλαβε την Αυτοκρατορία των Ίνκας. Στα μέσα του 16ου αιώνα, το ισπανικό στέμμα ανέθεσε την οικοδόμηση μιας νοτιοαμερικανικής αυτοκρατορίας σε επιχειρηματίες, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει τις αποικίες ως ισπανικές επαρχίες, όσο δυνατόν ήταν αυτό. Η οικονομία άνθισε και η προοπτική εύκολου πλούτου προσέλκυσε νέους αποίκους: κατά τον 16ο αιώνα, έφταναν στις αποικίες 1000 με 2000 Ισπανοί ετησίως.
Ωστόσο δεν έμειναν εκεί, καθώς εξερεύνησαν και τη Βόρεια Αμερική. Το 1525 επισκέφτηκαν τον ποταμό του Αγίου Λαυρεντίου και εγκατέστησαν οικισμούς εκεί που σήμερα βρίσκεται η Νότια και Βόρεια Καρολίνα. Ανέπλευσαν επίσης την ακτή του Ειρηνικού, φτάνοντας πιθανώς μέχρι τα νότια όρια του σημερινού Όρεγκον. Από την ξηρά, μια αποστολή έφτασε στην Αριζόνα, ανακαλύπτοντας το Γκραν Κάνυον και τις Μεγάλες Πεδιάδες, ανατολικά των Βραχωδών Ορέων.
Μια άλλη αποστολή προχώρησε το 1539 από τη Φλόριντα στις σημερινές πόλεις του Αρκάνσας και της Οκλαχόμα. Τη διετία 1565-1567 ίδρυσαν οχυρές πόλεις στις ανατολικές ακτές του κόλπου του Μεξικού. Στα τέλη του δεκάτου έκτου αιώνα, οι ισπανικές κτήσεις στην Αμερική απλώνονταν από το σημερινό Νέο Μεξικό μέχρι και τη Χιλή.
Ο Πέδρο Καμπράλ είχε ανακαλύψει τη Νότια Αμερική το 1500, αλλά καθώς δε βρέθηκε χρυσός, πέρασαν μερικές δεκαετίες μέχρι την ίδρυση αποικιών. Μόλις τη δεκαετία του 1530 οι Πορτογάλοι ξεκίνησαν τον αποικισμό της Βραζιλίας, όταν ευγενείς και επιχειρηματίες δημιούργησαν φυτείες κατά μήκος της ακτής.
Προηγουμένως, απλώς διεξήγαγαν εμπόριο με τους γηγενείς και εκμεταλλεύονταν το πολύτιμο κοκκινόξυλο. Το 1549 ιδρύθηκε το διοικητικό κέντρο της Μπαΐα, όταν οι Πορτογάλοι άρχισαν να καλλιεργούν ζαχαροκάλαμο. Στη δεκαετία του 1520, έχοντας ήδη εξερευνήσει τη Νέα Γη και το Λαμπραντόρ, προσπάθησαν να ιδρύσουν έναν οικισμό στη Νέα Σκωτία, την πρώτη ευρωπαϊκή αποικία στη Βόρειο Αμερική.
Το ενδιαφέρον των αποικιοκρατών μειώθηκε λόγω των μεγάλων δαπανών (εξαιτίας των τεράστιων αποστάσεων), της εχθρότητας που επέδειξαν οι γηγενείς και της απουσίας πολύτιμων μετάλλων.
Η βάπτιση της Βιρτζίνια Ντέαρ, του πρώτου παιδιού που γεννήθηκε στην Αμερική από Άγγλους γονείς. Η τύχη της, όπως και αυτή των άλλων μελών της αποικία Ρόανοκ, παραμένει μέχρι σήμερα μυστήριο.
Άγγλοι και Γάλλοι εξερευνητές αναζητούσαν πέρασμα προς την Ασία από το Βορρά. Για παράδειγμα ο Τζον Κάμποτ, που ηγήθηκε αγγλικών αποστολών στα τέλη του 15ου αιώνα, ήταν πεπεισμένος ότι η Ιαπωνία βρισκόταν λίγο πέρα από τη Νέα Γη.
Οι ανακαλύψεις τους άνοιξαν το δρόμο για την ίδρυση ευρωπαϊκών οικισμών στη Βόρεια Αμερική. Αρχικά, όμως, οι Ευρωπαίοι έβλεπαν το Νέο Κόσμο ως έναν αφιλόξενο εμπόδιο ανάμεσα σε αυτούς και την Ασία. Χωρίς την προοπτική εύκολου και άμεσου κέρδους, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι δε βιάστηκαν να ιδρύσουν οικισμούς. Όταν μετέπειτα το έκαναν, οι πρώτες τους προσπάθειες απέτυχαν παταγωδώς. Το 1585 ιδρύθηκε αποικία του Ρόανοκ, σε μια από τις πρώτες προσπάθειες των Άγγλων να αποικήσουν τα νέα εδάφη. Πάνω από εκατό άνδρες και γυναίκες εξαφανίστηκαν και μέχρι σήμερα η τύχη της αποικίας εξακολουθεί να αποτελεί άλυτο αίνιγμα.
Το 1607 οι Άγγλοι ίδρυσαν τη Τζέιμσταουν, στη σημερινή Βιρτζίνια. Πάντως, ένας μεγαλύτερος όγκος αποίκων έφτασε στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1580 και μετέπειτα, λόγω της νέας πολιτικής της αγγλικής κυβέρνησης. Ωστόσο, η Νέα Αγγλία άρχισε να αποικίζεται μετά το 1620. Την περίοδο 1600-1700, έφταναν ετησίως στη νέα ήπειρο 2000 Βρετανοί άποικοι και μόλις 100 Γάλλοι.
Οι Άγγλοι ίδρυσαν αποικίες κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Βορείου Αμερικής και δημιούργησαν φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Καραϊβική και τη Τζαμάικα, την οποία πήραν από τους Ισπανούς το 1654.
Το 1624, ιδρύθηκε ο ολλανδικός οικισμός του Νέου Άμεστερνταμ, που το 1664 κατελήφθη από τους Άγγλους, οι οποίοι τον μετονόμασαν σε Νέα Υόρκ Γενικά, οι Ολλανδοί έβλεπαν την αποικία της Νέας Ολλανδίας, όχι ως μέρος για μαζική αποίκηση, αλλά ως καθαρά οικονομικό κέντρο.
Το 1638 ιδρύθηκε ο πρώτος σουηδικός οικισμός στον Νέο Κόσμο, το Φορτ Κριστίνα (σουηδ.: Fort Kristina), το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν της Χριστίνας της Σουηδίας. Έκτοτε και μέχρι το 1655 υπήρχε η αποικία της Νέας Σουηδίας (Nya Sverige), στις όχθες του ποταμού Ντέλαγουερ. Οι άποικοι εκεί ήταν κυρίως Σουηδοί και Φινλανδοί, αλλά και Ολλανδοί και Γερμανοί. Η Νέα Σουηδία τελικά καταλήφθηκε από ολλανδικά στρατεύματα, το 1655.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, SITUATIONS
Στις αποικίες του Νέου Κόσμου υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών και έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για τη χρήση σκλάβων. Το δουλεμπόριο έφτασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, ως το μέσο που θα θεμελίωνε τη δημιουργία παγκόσμιων εμπορικών δικτύων. Οι Βρετανοί και οι Πορτογάλοι ήταν οι κυριότεροι μεταφορείς δούλων.
Οι πρώτοι Αφρικανοί σκλάβοι έφτασαν στην Αμερική το 1503, από Ισπανούς δουλεμπόρους. Όταν το 1549 οι Πορτογάλοι ξεκίνησαν την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία μετέφεραν σκλάβους από τη Δυτική Αφρική. Σύμφωνα με υπολογισμούς, περίπου 2,5 εκατομμύρια Αφρικανοί δούλοι μεταφέρθηκαν στη Βραζιλία από το 1550 έως το 19ο αιώνα. Κατά την περίοδο 1600-1700, οι Βρετανοί έφερναν στην Αμερική 1500 σκλάβους ετησίως, οι Γάλλοι 300 και οι Ισπανοί 100.000. Στο τέλος του 18ου αιώνα, οι Βρετανοί κυριαρχούσαν στο είδος αυτό εμπορίου, με 150 δουλεμπορικά να αποπλέουν ετησίως από τα λιμάνια του Λονδίνου, του Λίβερπουλ και του Μπρίστολ. Υπολογίζεται πως από τα τέλη του 15ου ως τις αρχές του 19ου αιώνα μεταφέρθηκαν στο δυτικό ημισφαίριο περίπου 12 εκατομμύρια σκλάβοι, ενώ τέσσερις με πέντε εκατομμύρια πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Από το σύνολο, τα 2/3 κατέληξαν σε φυτείες ζάχαρης. Ορισμένοι Άγγλοι πραγματοποιούσαν ένα διαφορετικό, επίσης κερδοφόρο, είδος δουλεμπορίου, καθώς απήγαγαν άστεγους και άνεργους συμπατριώτες τους. Στις αποικίες, οι απαχθέντες υπέγραφαν συμβόλαια εργασίας σε καπνοτόπια, αλλά σπανίως αμείβονταν με τα συμφωνηθέντα. Επιπροσθέτως, συχνά απάγονταν γυναίκες, με σκοπό την ανάπτυξη των αποικιών. Η διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων πολύτιμων αγαθών, προσέφερε άφθονες ευκαιρίες για πειρατεία και λαθρεμπόριο. Τα πολυάριθμα νησάκια, τα κρυμμένα λιμάνια και η πυκνή βλάστηση κατέστησαν την Καραϊβική διαβόητο κέντρο τέτοιων δραστηριοτήτων. Προφανώς, οι περισσότεροι πειρατές δρούσαν για προσωπικό τους όφελος και έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των παραλιακών οικισμών. Για παράδειγμα, μόνο το Μαρακάιμπο λεηλατήθηκε τρεις φορές την περίοδο 1667-1678.
Ωστόσο, ορισμένοι πειρατές δρούσαν υπό τις διαταγές κυβερνήσεων Σημαντικά παράδειγμα κουρσάρων αποτελούν οι Άγγλοι Σερ Φράνσις Ντρέικ και Τζων Χώκινς, ο οποίοι δρούσαν με τις ευλογίες της Ελισάβετ Α'. Οι Ευρωπαίοι μετέφεραν στη γηραιά ήπειρο αμερικανικά είδη φυτών και ζώων. Κυριότερα από αυτά είναι το καλαμπόκι, η πατάτα και η τομάτα. Παράλληλα, βέβαια, εισήγαγαν στο Νέο Κόσμο ευρωπαϊκά είδη: άλογα, χοίροι και βοοειδή μεταφέρθηκαν στο δυτικό ημισφαίριο, ενώ οι άποικοι ξεκίνησαν καλλιέργειες σίτου, μήλων, ροδάκινων και εσπεριδοειδών. Δημιουργήθηκαν νέες ποικιλίες φυτών και ζώων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός και στις δύο ηπείρους. Πολλές φυλές χρησιμοποίησαν τα νέα είδη, αλλά αναμφίβολα οι Ευρωπαίοι ήταν που ωφελήθηκαν περισσότερο. Οι άποικοι έφεραν μαζί τους άγνωστες ασθένειες, στις οποίες οι αυτόχθονες προφανώς δεν είχαν ανοσία. Αρρώστιες όπως η ιλαρά, η γρίπη και η ευλογιά θέρισαν το 90% με 95% του συνολικού πληθυσμού της Αμερικής. Από την άφιξη των Ισπανών ως το 1570 ο πληθυσμός του Μεξικού ενδεχομένως μειώθηκε από 25.000.000 σε 2.650.000, ενώ του Περού από 9.000.000 σε 3.000.000. Παράλληλα, και οι Ευρωπαίοι χτυπήθηκαν από ασθένειες: κατά τον 16ο αιώνα, η σύφιλη (η οποία πιθανώς προήλθε από πρόσμιξη δύο παρεμφερών ασθενειών του Νέου και του Παλαιού Κόσμου) σκότωσε 1.000.000 Ευρωπαίους.
Στη Νότια Αμερική, οι άποικοι ήταν ιδιαίτερα σκληροί με τους γηγενείς. Οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν καταναγκαστική εργασία ιθαγενών για την εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων. Επιπροσθέτως, διέπραξαν πολλές ωμότητες σε βάρος των Αζτέκων και των Ίνκας. Ο επίσκοπος Μπαρτολομέ δε λας Κάσας κατήγγειλε τη βιαιότητα των συμπατριωτών του στους γηγενείς του Μεξικού, με αποτέλεσμα τη θέσπιση νόμων για την προστασία τους. Θεωρητικά, οι Ινδιάνοι απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με αυτά των άλλων υπηκόων του βασιλιά της Ισπανίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν για τις βιαιότητες των νέων κυρίων τους. Οι Ισπανοί άποικοι ήταν πεπεισμένοι για τη φυλετική τους ανωτερότητα και δεν αισθάνονταν τύψεις για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων. Οι Πορτογάλοι υποδούλωσαν πολλές χιλιάδες ιθαγενών με σκοπό την απασχόλησή τους στις φυτείες ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία. Επιπλέον, στη Νότια Αμερική οι πληθυσμοί των Ινδιάνων μειώνονταν λόγω της καταστροφής των καλλιεργειών τους, από εκτρεφόμενα βοοειδή. Σε γενικές γραμμές, οι Άγγλοι άποικοι δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις με τους ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής. Τις πολυάριθμες συγκρούσεις διαδέχονταν περίοδοι ειρήνης και συνεργασίας. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί αυτό της αποικίας Βιρτζίνια. Αρχικά, η σύγκρουση αποφεύχθηκε χάρη στην παρέμβαση της Ποκαχόντας, κόρης του τοπικού αρχηγού Παουάταν, η οποία και παντρεύτηκε τον Τζων Ρολφ. Το 1622 ωστόσο, μετά το θάνατο της Ποκαχόντας και του πατέρα της, οι ιθαγενείς επιτέθηκαν στους ξένους, σκοτώνοντας το 1/3 του πληθυσμού της Βιρτζίνια. Ακολούθησε ένας δεκαετής πόλεμος, στο τέλος του οποίου, οι ιθαγενείς απομακρύνθηκαν από τα παράλια. Το 1675 ξέσπασε ο λεγόμενος πόλεμος του Βασιλιά Φιλίππου[v] ανάμεσα σε μια συμμαχία φυλών και την αποικία της Νέας Αγγλίας, ο οποίος υπήρξε μια από τις πιο αιματηρές συρράξεις στην ιστορία της Βορείου Αμερικής.
Στα νότια μέρη της Βόρειας Αμερικής, οι Ευρωπαίοι άποικοι έκαναν τους ιθαγενείς δούλους. Στην αποικία της Καρολίνας προμήθευαν τις τοπικές φυλές με όπλα και οινοπνευματώδη ποτά, ενθαρρύνοντας τους μεταξύ τους πολέμους. Όσοι αιχμαλωτίζονταν στη μάχη, είτε γίνονταν δούλοι στην Καρολίνα είτε στέλνονταν στις Δυτικές Ινδίες, τη Νέα Υόρκη ή τη Νέα Αγγλία. Το 1708 ζούσαν στο Τσάρλεστον -πρωτεύουσα της αποικίας - 1400 Ινδιάνοι δούλοι. Μολαταύτα, υπήρξαν και σημαντικά παραδείγματα συνεργασίας των παλαιών και νέων κατοίκων της ηπείρου. Έτσι, οι Γάλλοι άποικοι των βορείων περιοχών αποδείχτηκαν ικανότατοι στις συναλλαγές με τους ντόπιους. Κέρδισαν τη φιλία των περισσότερων φυλών, αν και απειλούνταν διαρκώς από τους Ιροκέζους. Ο Ουίλιαμ Πεν, ιδρυτής της Φιλαδέλφειας και πιστός Κουάκερος, έκλεισε δίκαιες συμφωνίες με τους Ινδιάνους, τις οποίες πότε δεν παραβίασε.
Οι μαζικές εισαγωγές ασημιού από τα ορυχεία του Μεξικού, της Βολιβίας και του Περού προκάλεσαν μεγάλη υποτίμηση της αξίας του και έναν τρομακτικό πληθωρισμό. Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης διέφεραν από χώρα σε χώρα, με την Γερμανία να δέχεται ισχυρό πλήγμα, καθώς η υποτίμηση του ασημιού κατέστρεφε τα γερμανικά αργυρωρυχεία.Το σύνολο αυτών των αλλαγών στην οικονομική ζωή της Ευρώπης, που συνήθως ονομάζεται Εμπορική Επανάσταση,περιείχε τα πρώτα δείγματα της κεφαλαιοκρατίας, που θα βασιστεί για αρκετό καιρό στο εμπόριο προτού η βιομηχανία, με τη Βιομηχανική Επανάσταση, πάρει τη θέση του εμπορίου.Νέες εμπορικές δυνάμεις εμφανίζονται όπως οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι, οι Ολλανδοί κλπ, ενώ σιγά σιγά η Βενετία και η Γένοβα παρακμάζουν.
Έτσι δημιουργούνται σταδιακά μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες που φέρνουν στα ευρωπαικά κράτη τεράστια κέρδη. Το κέντρο της ευρωπαικής οικονομίας μετατοπίστηκε από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό. Νέα λιμάνια όπως της Λισσαβόνας και της Σεβίλλης αποκτούν οικονομική σπουδαιότητα. Το ασήμι και ο χρυσός ρέουν άφθονα στην Ευρώπη, και αυτό οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης των αγαθών, αλλα και σε αύξηση των τιμών.Στην Ευρώπη παρουσιάζεται σοβαρό πρόβλημα πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός προέρχεται κυρίως από την εισροή μετάλλων από τις αμερικανικές κατακτήσεις και λεηλασίες. Η εξάπλωση του χρυσού και του αργύρου στις χώρες που διατηρούν εμπορικές σχέσεις με την Ισπανία, έχει ως αποτέλεσμα μια νομισματική αφθονία, που με τη σειρά της δημιουργεί πληθωρισμό. Υπάρχει μια περίοδος ευημερίας, και ιδιαίτερα στα μέσα του 16ου αιώνα παρατηρείται σημαντική δημογραφική αύξηση. Σύντομα όμως δημιουργούνται οικονομικά προβλήματα στις φτωχότερες τάξεις.
Να κρίνετε το παρακάτω απόσπασμα από την αναφορά του Επισκόπου Βαρθολομαίου Λας Κάζας προς τον βασιλιά της Ισπανίας: " Οι Ισπανοί βρέθηκαν ανάμεσα στους Ινδιάνους όπως οι λύκοι, οι τίγρεις και τα αιμοβόρα λιοντάρια πεινασμένα για πολλές μέρες. Εδώ και σαράντα χρόνια, δεν κάνουν τίποτα άλλο από να τους κάνουν κομμάτια, να τους τουφεκίζουν, να τους βασανίζουν και να τους εξοντώνουν με τόση ωμότητα, ώστε το νησί Κούβα είναι σήμερα ερημωμένο από κατοίκους... Αν οι χριστιανοί έχουν καταστρέψει τόσες και τόσες ψυχές, το έκαναν με μοναδικό σκοπό να αποκτήσουν χρυσάφι και να πλουτίσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα".
Ο Bartolome de Las Casas (A Brief Account of the Destruction of the Indies)δηλώνει ξεκάθαρε πως οι ισπανοί εξερευνητέςήταν αποφασισμένοι με κάθε μέσον να επωφεληθούν των κατακτήσεών τους και να βγάλουν, βαθμιαία, τους βασιλείς της Αραγωνίας και της Καστίλλης έξω από τα "ντομίνιά" τους, καταχρώμενοι της βασιλικής εύνοιας. Φρόντισαν, μάλιστα, ώστε ο ρόλος των βασιλέων να φανεί πλέον κυριαρχικός πάνω στη νέα περιοχή της "Ισπανιόλα", και όχι ρόλος προασπιστών της χριστιανικής πίστης.
EΡΩΤΗΣΗ ΚΡΙΣΕΩΣ: Ας υποθέσουμε ότι είστε ο βασιλιάς ή η βασίλισσα της Ισπανίας, που έστειλε τους conquistadores στον Νέο Κόσμο για να εκχριστιανίσουν τους ιθαγενείςκαι να φέρουν στη χώρα σας άφθονο χρυσό και ασήμι. Πώς θα αντιδρούσατε στις παραπάνω επισημάνσεις του Ντε Λας Κάζας;
Μια σημαντική συνέπεια των γεωγραφικών ανακαλύψεων ήταν ότι το κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίστηκε από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό Ωκεανό και τη Βόρεια θάλασσα. Τα λιμάνια της Σεβίλλης, της Λισαβόνας και της Αμβέρσας απέκτησαν μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα από εκείνα της Βενετίας και της Γένουας. Με την εξέλιξη αυτή η δυτική και η βόρεια Ευρώπη έγιναν πια το κέντρο των διεθνών εξελίξεων. Το ασήμι και το χρυσάφι που έφταναν στην Ευρώπη αύξησαν την κυκλοφορία του χρήματος και κατέστησαν το νόμισμα αποκλειστικό ανταλλακτικό μέσο και μέτρο όλων των αξιών, Τα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από το εμπόριο άρχισαν να επενδύονται σε διάφορες εμπορικές, τραπεζικές, χρηματιστηριακές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος στην Ευρώπη, ενώ η φεουδαρχική δομή της οικονομίας άρχισε να κλονίζεται.
Αποικία : έδαφος υπό τον πλήρη έλεγχο της μητρόπολης
Προτεκτοράτο: Κράτος υπό τον έλεγχο μιας «προστάτιδας» δύναμης έπειτα από μια συνθήκη ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις> Αυτό το σύστημα επέτρεψε τον έλεγχο περιοχών χωρίς να αλλάξουν οι δομές των προηγούμενων καθεστώτων (π.χ. Τυνησία, Καμπότζη)
Εντολή: Αυτό το εδαφικό status εμφανίστηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο< Αφορούσε τις πρώην γερμανικές αποικίες και εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που πέρασαν υπό τον προσωρινό έλεγχο άλλων δυνάμεων με σκοπό αργότερα την ανεξαρτητοποίησή τους (Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη, Καμερούν)
Κοινοπολιτεία: Οργανισμός που αφορούσε όλες τις πρώην βρετανικές αποικίες που διατήρησαν δεσμούς με το στέμμα αλλά είχαν πλέον ανεξαρτησία (Καναδάς, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία)
Κατά τους νεότερους χρόνους αποικίες είχαν ιδρύσει η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία, κυρίως στην Αμερική και στην Ασία. Βασικά στοιχεία όλων αυτών των αποικιών ήταν η εγκατάσταση εποίκων από τις μητροπόλεις και η λειτουργία των κοινοτήτων των εποίκων ως πυρήνων της εν γένει οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής των αποικιών. Η νέα αποικιοκρατία, ως ιστορικό φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως ιμπεριαλισμός (από τον λατινικό όρο «imperium»: αυτοκρατορία), διέφερε από τις προγενέστερες φάσεις του φαινομένου από την εξής άποψη: οι νέες αποικίες δε δημιουργήθηκαν από το δημογραφικό πλεόνασμα ή από ανεπιθύμητες θρησκευτικές ή άλλες ομάδες του πληθυσμού της Ευρώπης, ούτε ανέπτυξαν τους θεσμούς των μητροπόλεων της γηραιάς ηπείρου. Οι νέες αποικίες εγκαθιδρύθηκαν από χώρες της Ευρώπης και από τις ΗΠΑ σε υπανάπτυκτες οικονομικά και ανίσχυρες στρατιωτικά περιοχές του κόσμου, ιδίως στην Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, με τον εξαναγκασμό ήτη χρήση βίας, για να εξυπηρετήσουν κυρίως οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των μητροπολιτικών χωρών. Η εξυπηρέτηση οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων δεν ήταν ωστόσο το μοναδικό κίνητρο, όπως προαναφέρθηκε. Η απόκτηση αποικιών σε υπανάπτυκτες και εν πολλοίς άγνωστες περιοχές του κόσμου υπήρξε εθνική επιδίωξη, που απέκτησε λαϊκή υποστήριξη. Οι αποικίες στον υπανάπτυκτο και αναξιοπαθούντα κόσμο της Αφρικής και της Ασίας έφτασαν να θεωρούνται επιβράβευση των δυνατοτήτων και της ισχύος μιας χώρας της Ευρώπης και στόχος εθνικός.
Η αποικιοκρατία ήταν άρρηκτα και οργανικά συνδεδεμένη με τον εθνικισμό, ενώ στον πυρήνα της υπήρχε το στοιχείο του μεσσιανισμού* και της εθνικής αποστολής. Οι Βρετανοί αναφέρονταν στο «χρέος του λευκού ανθρώπου» (the white man's burden), οι Γάλλοι στην «εκπολιτιστική τους αποστολή»(mission civilisatrice). Ακολούθησαν οι Γερμανοί και οι Βέλγοι με ανάλογες αναφορές. Στοιχεία της ίδιας εθνικής έξαρσης διακρίνονται και στο όραμα των Ελλήνων αυτής της εποχής, το όραμα της Ελλάδας από την οποία ανέμεναν να «φωτίσει» ως φωτοβόλος «φάρος» και να απελευθερώσει την «καθ' ημάς Ανατολή».
Η Βρετανία έσπευσε να προσθέσει στις παλαιές της αποικίες νέες, ιδίως στην Αφρική: την Αίγυπτο και το Σουδάν, καθώς και τη Νότια Αφρική. Κατείχε ήδη την Ινδία και το Πακιστάν, καθώς και άλλα στρατηγικά σημεία στην ίδια περιοχή. Ο Καναδάς και η Αυστραλία απέκτησαν την ίδια εποχή καθεστώς αυτοδιοίκησης, αλλά παρέμειναν τμήματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και κατόπιν της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η Γαλλία, παλαιά αποικιοκρατική δύναμη και αυτή, κατέλαβε τη βορειοδυτική Αφρική, για να ακολουθήσουν η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ιταλία στην κεντρική Αφρική. Το παράδειγμα των ευρωπαϊκών χωρών ακολούθησαν και δύο εξωευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, οι οποίες ενεπλάκησαν στην ανατολική Ασία. Η Ρωσία εξαπλώθηκε στον Καύκασο, στην κεντρική Ασία και στη Σιβηρία.
Σε πολλές περιοχές του κόσμου οι δυτικοί αποικιοκράτες δημιούργησαν θεσμούς διακυβέρνησης και εθνικές ενότητες στη θέση των κατακερματισμένων γλωσσικά και θρησκευτικά ανθρώπινων συνόλων, όπως οι Βρετανοί στη βορειοανατολική και τη νότια Αφρική, καθώς και στην Ινδία. Λιγότερο ανθεκτικοί υπήρξαν οι θεσμοί που δημιούργησαν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Βέλγοι και οι Ιταλοί στις δικές τους αποικίες. Σε πολλές περιοχές της Αφρικής σχηματίστηκαν αποικίες χωρίς άλλον συνεκτικό δεσμό εκτός από τις αρχές των αποικιοκρατών. Οι αποικίες αυτές αποτέλεσαν κατά τον 20ό αιώνα, όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, προβληματικά εθνικά κράτη χωρίς συνοχή, στα οποία εκδηλώθηκαν σκληροί εμφύλιοι πόλεμοι.
Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία του 19ου αιώνα ολοκλήρωσε τη διείσδυση του δυτικού ανθρώπου στον εξωευρωπαϊκό κόσμο, η οποία είχε αρχίσει τον 16ο αιώνα, και τον προσέδεσε στον δυτικό κόσμο. Ο δυτικός άνθρωπος προσπάθησε να ενσωματώσει στον δυτικό πολιτισμό λαούς με κοινωνική οργάνωση και πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δυτικό, να τους «προικοδοτήσει» με θεσμούς ανάλογους προς τους δικούς του. Ταυτοχρόνως οι πρώτες ύλες και οι παραγωγικές δυνατότητες των αποικιών προσαρμόστηκαν έτσι, ώστε να εξυπηρετούν όχι αποκλειστικά τις ανάγκες των γηγενών κατοίκων, αλλά και τις παραγωγικές ανάγκες των μητροπολιτικών χωρών. Σε πολλές αποικίες ο δυτικός άνθρωπος εξάρθρωσε παραδοσιακές κοινωνικές δομές χωρίς να δημιουργήσει στη θέση τους βιώσιμους δυτικούς θεσμούς, αλλά, παρ' όλα αυτά, κατόρθωσε να εξαλείψει θανατηφόρες επιδημίες, τη δουλεία και άλλες ενδημικές μάστιγες.
Στην αρχή του 20ού αιώνα πολύ λίγες χώρες είχαν μπορέσει να δημιουργήσουν οικονομίες βασισμένες στη βιομηχανία και να επιλύσουν, σε κάποιο βαθμό, το πλήθος των προβλημάτων που καλείται να λύσει ηοικονομική ανάπτυξη. Οι χώρες αυτές ήταν οι χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Το σύνολο των υπόλοιπων χωρών διατηρούσε μια οικονομία στην οποία δέσποζε ο αγροτικός τομέας, οι παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής και ο περιορισμένος εκχρηματισμός. Πολλές χώρες ήταν απλώς αποικίες των ισχυρών δυνάμεων της εποχής, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τους φυσικούς πόρους και το φτηνό εργατικό δυναμικό των αποικιών τους. Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου η κατάσταση αυτή άλλαξε ριζικά, καθώς οι παλαιές αποικίες διεκδίκησαν και απέκτησαν την πολιτική ανεξαρτησία τους και προσπάθησαν, στη συνέχεια, να αναπτυχθούν οικονομικά. Η οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών δε στόχευε μόνο στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού τους, στην αντιμετώπιση των ασθενειών, της πείνας και της απόλυτης φτώχειας, αλλά και στην εξασφάλιση της σχετικής οικονομικής ανεξαρτησίας τους από τις ισχυρές οικονομίες. Αυτή ήταν η προσπάθεια για να ξεφύγουν από την κατάσταση της υπανάπτυξης, δηλαδή του εγκλωβισμού τους σε μια κατάσταση χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και αυξημένης οικονομικής εξάρτησης από τις βιομηχανικές χώρες, και ενίσχυσης των παραγωγικών τους δυνατοτήτων. Ορισμένες χώρες προσπάθησαν να πετύχουν τον στόχο αυτόν με την ενίσχυση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων που ήδη είχαν με τις ισχυρές βιομηχανικές χώρες. Άλλες προσπάθησαν να μετατρέπουν την οικονομία τους σε βιομηχανική περιορίζοντας στο ελάχιστο τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Έτσι διαμορφώθηκαν διαφορετικές στρατηγικές ανάπτυξης για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Πολλοί οικονομολόγοι, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1960 και 1970, υποστήριξαν την άποψη ότι οι φτωχές χώρες είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουν από μια μόνιμη κατάσταση σχετικής υπανάπτυξης. Αυτή την άποψη τη θεμελίωσαν υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξη (των ήδη ανεπτυγμένων χωρών) προκαλεί την υπανάπτυξη (των λοιπών χωρών). Με άλλα λόγια, ότι η ανάπτυξη και η υπανάπτυξη είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ότι οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης των ήδη αναπτυγμένων χωρών δημιουργούν τις προϋποθέσεις υπανάπτυξης των λιγότερο ανεπτυγμένων. Επειδή η ανάπτυξη δεν είναι μια ενιαία και συμμετρική διαδικασία, δεν εξελίσσεται, δηλαδή, με ομοιόμορφο τρόπο ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά, συχνά δημιουργεί φαινόμενα καθυστέρησης ή και οπισθοδρόμησης. Η συγκέντρωση του πληθυσμού και η βιομηχανική ανάπτυξη της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων αστικών κέντρων στην Ελλάδα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, συνδυάστηκε με την ερήμωση χωριών ή μικρών πόλεων που άκμαζαν σε προηγούμενες εποχές. Τα τελευταία χρόνια δίνεται έμφαση στην περιφερειακή ανάπτυξη, που αφορά τη βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής κατάστασης των περιφερειών μιας χώρας με στόχο την αναβάθμιση του τοπικού επιπέδου και τη μείωση των διαπεριφερειακών ανισοτήτων με την εφαρμογή ενός περιφερειακού - τοπικού προγράμματος ανάπτυξης. Το ζήτημα της περιφερειακής ανάπτυξης βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής του σύγχρονου αναπτυσσόμενου κόσμου, ακριβώς επειδή συνδέεται με την επίλυση σημαντικών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, όπως: η πληθυσμιακή αστική συγκέντρωση, η αποσυμφόρηση των μεγαλουπόλεων, το υποβαθμισμένο επίπεδο ζωής στα αστικά κέντρα και στο ύπαιθρο κ.ά. Ουσιαστικά επίσης συμβάλλει στη λύση παγκόσμιων ζητημάτων, όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος και η κοινωνικοοικονομική ανισότητα μεταξύ ανεπτυγμένων και φτωχών χωρών, των οποίων η λύση είναι προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία.
Οι απαρχές της παγκόσμιας ανισότητας, που είδαν αρχικά τη Δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια τη Βόρεια Αμερική να ξεφεύγουν μπροστά σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, μπορούν να εντοπιστούν στην άνοδο των πόλεων-κρατών της Βόρειας Ιταλίας τον 14ο αιώνα και στην Αναγέννηση τον 15ο αιώνα. Μέχρι το 1500, ο μέσος Ευρωπαίους ήταν δύο φορές πλουσιότερος από τον μέσο Αφρικανό. Το πραγματικό όμως χάσμα στις συνθήκες διαβίωσης διευρύνθηκε κυρίως μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση που ξεκίνησε στην Αγγλία στο τέλος του 18ου αιώνα και διαδόθηκε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική κατά τον 19ο αιώνα. Το 1870, όταν οι Ευρωπαίοι ήλεγχαν μόλις το 10% της αφρικανικής ηπείρου (κυρίως τη Βόρεια και τη Νότια Αφρική), τα εισοδήματα των δυτικοευρωπαίων ήταν ήδη τέσσερις φορές μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα αφρικανικά. Η Ευρώπη με άλλα λόγια δεν χρειαζόταν την Αφρική για να ευημερήσει. Αποίκισε την Αφρική ακριβώς επειδή η ίδια ήταν πλουσιότερη και, κατά συνέπειαν, πιο ισχυρή.
Οι τύχες της Αφρικής την περίοδο της αποικιοκρατίας ποικίλλαν. Σημαντική πρόοδος για παράδειγμα σημειώθηκε στην υγεία και την παιδεία. Ο Maddison εκτιμά ότι το 1870 υπήρχαν 91 εκατομμύρια Αφρικανοί. Μέχρι το 1960, τη χρονιά της ανεξαρτησίας, ο αφρικανικός πληθυσμός αυξήθηκε παραπάνω από τρεις φορές για να φτάσει τα 285 εκατομμύρια. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανθρώπων στην Αφρική που παρακολούθησαν σχολείο αυξήθηκε από λιγότερο από 5% στο περισσότερο από 20%. Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν τους Αφρικανούς με περιφρόνηση και τους υπέβαλλαν σε αρνητικές διακρίσεις και συχνά σε βία. Η βία εντάθηκε κατά την περίοδο του αγώνα για την ανεξαρτησία της Αφρικής, καθώς οι αποικιακές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστείλουν τους Αφρικανούς εθνικιστές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Αφρικανοί ηγέτες να αναλάβουν την τύχη χωρών όπου η πρακτική της καταστολής της πολιτικής διαφωνίας ήταν ήδη σταθερά εδραιωμένη. Αντί οι ηγέτες αυτοί να καταργήσουν τους νόμους που επέτρεπαν τη λογοκρισία και τη φυλάκιση για τη διαφορετική άποψη, τους διατήρησαν και τους επεξέτειναν. Ακριβώς επειδή η αποικιοκρατία ήταν τόσο ψυχολογικά εξευτελιστική για τους Αφρικανούς γενικότερα και για τους εθνικιστές ηγέτες πιο συγκεκριμένα, οι μεταποικιακές αφρικανικές κυβερνήσεις επέδειξαν ιδιαίτερη αποφασιστικότητα στην κατάργηση των αποικιακών θεσμών. Καθώς η νομοκρατία, η λογοδοσία της διοίκησης, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και το ελεύθερο εμπόριο είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη, έπρεπε να καταργηθούν. Στη θέση τους, πολλοί Αφρικανοί ηγέτες επέλεξαν να αντιγράψουν τους πολιτικούς θεσμούς και τις οικονομικές πολιτικές μιας ανερχόμενης δύναμης που αντιπροσώπευε το ακριβώς αντίθετο από την ελεύθερη αγορά και τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης - της Σοβιετικής Ένωσης.
Η αντιγραφή της ΕΣΣΔ την δεκαετία του 1960 δεν ήταν τελείως παράλογη. Κατά τη δεκαετία του 1930 η ΕΣΣΔ αυτή είχε υποστεί μια ραγδαία εκβιομηχάνιση που την μεταμόρφωσε από αγροτική χώρα σε μια μεγάλη δύναμη. Η εκβιομηχάνιση κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ζωές, αλλά της επέτρεψε να θριαμβεύσει έναντι της Γερμανίας του Χίτλερ (θυσιάζοντας στον πόλεμο άλλες 27 εκατομμύρια ζωές). Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η ΕΣΣΔ όχι μόνο παρήγε τεράστιες ποσότητες ατσαλιού και εξοπλισμών, αλλά και φάνηκε πως θα κέρδιζε τον επιστημονικό ανταγωνισμό με τη Δύση όταν ο Γιούρι Γκαγκάριν έγινε ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα στις 12 Απριλίου του 1961. Η τεράστια αναποτελεσματικότητα και οπισθοδρομικότητα της σοβιετικής οικονομίας δεν έγιναν εμφανείς παρά μόνο στη δεκαετία του 1970. Μέχρι τότε, δυστυχώς, το σοσιαλιστικό μικρόβιο είχε προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, με πολλές χώρες να υιοθετούν μονοκομματικά συστήματα που κατέστρεψαν τη λογοδοσία και τη νομοκρατία, υπονόμευσαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη. Επιβλήθηκαν έλεγχοι στις τιμές και τις αμοιβές και το ελεύθερο εμπόριο έδωσε τη θέση του στην αντικατάσταση των εισαγωγών και την αυτάρκεια. Το ειδύλλιο της Αφρικής με τον σοσιαλισμό άντεξε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν επιτέλους η Αφρική άρχισε να εντάσσεται εκ νέου στην παγκόσμια οικονομία. Οι εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο φιλελευθεροποιήθηκαν σε κάποιον βαθμό, και τα αφρικανικά κράτη άρχισαν να απελευθερώνουν τις οικονομίες τους, ανεβαίνοντας έτσι θέσεις στον κατάλογο της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ευκολία στην Επιχειρηματικότητα (Ease of Doing Business - World Bank).
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1898, ο βρετανικός στρατός με 25000 στρατιώτες, αντιμετώπισε τον διπλάσιο σουδανικό στρατό στο Ομντουρμάν, δίπλα στο Χαρτούμ, στη καρδιά μιας από τις λίγες εναπομείνασες ανεξάρτητες χώρες στην Αφρική. Το Σουδάν ήταν μια χώρα «καταραμένη». Τα εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια του εναλλάσσονταν από την καυτή έρημο στο τροπικό δάσος, που μαστιζόταν από αρρώστιες. Αυτή ήταν και η εικόνα των ίδιων των Σουδανέζων: «Όταν ο Αλλάχ δημιούργησε το Σουδάν», έλεγαν, «γέλασε». Η ζωή ήταν δύσκολη σε μια τέτοια χώρα. Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι είχαν έρθει για να την πάρουν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Εκτεινόμενο σε χιλιάδες μίλια της Αφρικής, αποτελούμενο από περίπου 600 φυλές, που μιλούσαν εκατό γλώσσες και ίσως μια ντουζίνα διαφορετικών τρόπων ζωής, το Σουδάν είχε προσφάτως συμπτυχθεί σε μία ενιαία πολιτεία. Αυτό που, στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη –και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο- ήταν ο αντίκτυπος του ιμπεριαλισμού. Η τουρκοαιγυπτιακή κατάκτηση του Σουδάν είχε αρχίσει το 1820 και ήταν ακόμα σε εξέλιξη 60 χρόνια αργότερα. Ήταν εκμεταλλευτική και καταπιεστική. Η είσπραξη φόρων στα σουδανικά χωριά ήταν μια παραστρατιωτική επιχείρηση, η οποία πραγματοποιούταν με τη βοήθεια του kourbash (μαστίγιο φτιαγμένο από τη ράχη ρινόκερου). Οι υπάλληλοι ήταν συνήθως διεφθαρμένοι και έτσι οι δωροδοκίες και τα ανταλλάγματα συσσωρεύονταν στον όγκο των φόρων. Στη σκληρότητα και τη φτώχεια του τοπίου, ως εκ τούτου, προστέθηκε η πικρή εμπειρία του εκφοβισμού από τα ξένα αφεντικά. Αυτό όμως, μεταξύ του 1881 και του 1884, είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό κύμα αντίδρασης που έδιωξε τους ξένους από το Σουδάν και σφυρηλάτησε ένα ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος. Η αντίσταση βασίστηκε στην ισλαμική θρησκεία επειδή αυτή προσέφερε ένα πλαίσιο ηγεσίας, στελεχών, οργάνωσης και ιδεολογίας ικανό να εξουδετερώσει την ποικιλία και την αποσπασματικότητα του Σουδάν. Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος ήταν ταγμένο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δεν ήταν μόνο ισλαμικό, αλλά και αρκετά αυταρχικό και στρατιωτικοποιημένο.
Συμπτωματικά το 1882, οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει τη δική τους επανάσταση εναντίον ενός καθεστώτος-μαριονέτας των Βρετανών στο Κάιρο. Αλλά αυτό το κίνημα είχε συνθλίβει, και οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει αποτελεσματικά τους Τούρκους στην ηγεμονία της Αιγύπτου. Οι άμεσες, ωστόσο, προσπάθειες της Βρετανίας να επανακτήσει το Σουδάν είχαν αποτύχει, αφήνοντας στο ισλαμικό κράτος τον πλήρη έλεγχο του εδάφους μετά το 1885. Αυτές οι πρώτες προσπάθειες ήταν, στην πραγματικότητα, δεν συνοδευόντουσαν από κάποια ιδιαίτερη επιθυμία για την κατάκτησή του. Το Σουδάν ήταν μια φτωχή ερημιά, δύσκολο να ελεγχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αξία και για την βρετανική κυβέρνηση δεν αποτελούσε σημαντικό στόχο. Πολλά άλλαξαν κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Μέχρι το 1879, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αφρικής ήταν η άγνωστη «μαύρη ήπειρος» για τους Ευρωπαίους. Η επιρροή τους περιοριζόταν κυρίως σε εμπορικούς σταθμούς, δίπλα ή πάνω στην ακτή, πολλοί από τους οποίους χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, αντανακλώντας κυρίως τον εμπορικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού της εποχής. Το υπόλοιπο της Αφρικής παρέμεινε ένα συνονθύλευμα πολιτευμάτων σε πολλά διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Η Αίγυπτος το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα κυβερνούταν από εκσυγχρονιστικά, εθνικιστικά καθεστώτα. Η υπόλοιπη Βόρεια Αφρική βρισκόταν κάτω από την ηγεσία παραδοσιακών Ισλαμιστών ηγεμόνων, εξαιτίας μιας μορφής υποταγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Αβησσυνία (Αιθιοπία) ήταν ένα βασίλειο στην ορεινή ενδοχώρα, με έναν αρχαίο χριστιανικό πολιτισμό. Οι Ασάντι της Δυτικής Αφρικής και οι Ζουλού της Νότιας ήταν φυλές με μιλιταριστική ηγεσία. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης υποσαχάριας Αφρικής ήταν παρόμοιο με το Σουδάν: ένα μωσαϊκό από μικρότερες φυλές. Μια σημαντική εξαίρεση ήταν η Νότια Αφρική, όπου οι Βρετανοί ήλεγχαν το Natal και το Ακρωτήρι Colony, ενώ οι Boers (αλλιώς Αφρικανοί) –που ήταν λευκοί έποικοι αγρότες, ολλανδικής καταγωγής- είχαν υπό την επίβλεψή τους το Transvaal και το Orange Free State στο εσωτερικό. Αυτή η αφρικανική πολιτική γεωγραφία μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά μετά το 1879 από τον βρετανικό, τον γαλλικό, τον πορτογαλικό, τον ισπανικό, το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, η εξάπλωση του βιομηχανικού καπιταλισμού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει δημιουργήσει μια ταχύτατα αυξανόμενη ζήτηση για τα πρωτογενή προϊόντα, καθώς και νέες αγορές και καταστήματα για την επένδυση του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Η οικονομική κατάρρευση του 1873 και η εν συνεχεία παγκόσμια ύφεση είχε εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών Κατά συνέπεια, μεταξύ 1879 και 1913, σχεδόν το σύνολο της Αφρικής ήταν σκαλισμένο σε αποικίες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η αρπαγή της γης έγινε γνωστή ως «η μάχη για την Αφρική». Η Αφρική παρείχε χρυσό, διαμάντια, χαλκό, κασσίτερο, καουτσούκ, βαμβάκι, φοινικέλαιο, κακάο, τσάι, και πάρα πολλά άλλα στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες και πόλεις της Ευρώπης. Οι κάτοικοι της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου αριθμού των λευκών εποίκων, παρείχαν αγορές για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Τα αποικιακά έργα υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηρόδρομων, έκαναν πλούσιους τους Ευρωπαίους βιομηχάνους και τους ομολογιούχους. Εξαιτίας αυτού και επειδή οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αυξάνονταν, η κατάτμηση της Αφρικής ήταν ανταγωνιστική και προσβαλλόμενη. Αυτό της έδωσε μια δυναμική ανεξάρτητη από την οικονομική αξία των ίδιων των εδαφών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρπαζαν αποικίες για να προλάβουν η μία την άλλη. Τις χρησιμοποιούσαν ως τροχοπέδη για να εμποδίσουν η μία την επέκταση της άλλης και ως πλατφόρμες για την προβολή της στρατιωτικής τους ισχύος στις «σφαίρες επιρροής» των άλλων. Τις ήθελαν επίσης και ως διαπραγματευτικό ατού στο αυτοκρατορικό παζάρεμα.
Οι Γάλλοι, που είχαν τον έλεγχο σχεδόν όλου του Maghreb και της Δυτικής Αφρικής, ονειρεύονταν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν σε ολόκληρη την ήπειρο, από τον Ατλαντικό έως τον Ινδικό ωκεανό. Οι Βρετανοί, αντιθέτως, μιλούσαν για μία αυτοκρατορία απ’ το βορρά ως το νότο, «από το Κάιρο ως το Ακρωτήρι», που θα συνέδεε τις υπάρχουσες κτήσεις στην Αίγυπτο, την Ανατολική Αφρική και τη Νότια Αφρική. Αλλά οι Γερμανοί άρπαξαν την Τανζανία και έκοψαν το δρόμο και στους δύο. Το κόστος για τους κατοίκους της Αφρικής ήταν τεράστιο. Η αντίσταση συντρίφθηκε από πυροβολικά, πυροβόλα όπλα και σφαγές. Υπό την απειλή των όπλων, η γη κατελήφθη για να δημιουργηθούν κτηματικές εκτάσεις, που θα παραδίδονταν σε λευκούς. Ως αποτέλεσμα στερήσεων, φορολογίας, ομάδων πίεσης και ληστειών, οι γηγενείς αγρότες και κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να γίνουν μισθωτοί εργάτες. Όταν το 1906 αγρότες εξεγέρθηκαν, ο σερ Frederick Lugard, Βρετανός Ύπατος Αρμοστής για την Προστασία της Βόρειας Νιγηρίας, επέλεξε να τους αφανίσει. Οι στρατιώτες του με τουφέκια σκότωσαν περίπου 2000 αφρικανούς χωρικούς, οπλισμένους με τσεκούρια και τσάπες. Οι φυλακισμένοι εκτελέστηκαν, τα κεφάλια τους κόπηκαν και τοποθετήθηκαν σε πασσάλους. Το χωριό των ανταρτών καταστράφηκε ολοσχερώς. Δέκα χιλιάδες μέλη των φυλών Νάμα και Χένερο πέθαναν από πείνα και από δίψα, όταν οι Γερμανοί τους οδήγησαν στην έρημο της Ναμίμπια μεταξύ 1904 και 1907. Ο γενικός διοικητής Lothar von Trotha, όπως και ο Lugard, ήταν οπαδός της λογικής του αφανισμού. Μεταξύ του 1885 και του 1908, στο βελγοκρατούμενο Κονγκό, εκατομμύρια, ίσως και το ήμισυ του πληθυσμού, έχασαν την ζωή τους εξαιτίας του πολέμου, της πείνας και των ασθενειών, τη στιγμή που ολόκληρη η επικράτεια είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Οι ντόπιοι εργάτες που δεν συμπλήρωναν τα νούμερα στην συλλογή καουτσούκ βρέθηκαν με κομμένα χέρια.
Η εντατικοποίηση της μάχης για την Αφρική μεταξύ 1885 και 1895 έφερε τους Βρετανούς πίσω στο Σουδάν. Το παράδειγμα ενός ανεξάρτητου αφρικανικού κράτους ήταν από μόνο του αρκετά λυπηρό. Όμως, αυτό που έκανε την κατάσταση τόσο επείγουσα ήταν η πιθανότητα μιας γαλλικής επέμβασης στα εδάφη της Βρετανίας. Ο γενικός διοικητής Herbert Kitchener προωθούσε επί δύο χρόνια τονστρατό του στον Νείλο, φτιάχνοντας μια σιδηροδρομική γραμμή για να εξοπλίζονται οι στρατιώτες. Οι άνδρες του χρησιμοποιούσαν σύγχρονα τουφέκια, πολυβόλα και πυροβολικά. Το μεγαλύτερο μέρος των Σουδανέζων είχε δόρατα και σπαθιά. Η Μάχη του Ομντουρμάν ήταν μια σφαγή. Ο Kitchener έχασε 429 άντρες, ενώ από το σουδανικό στρατό 10.000 σκοτώθηκαν, 13.000 τραυματίστηκαν και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί εγκατέλειψαν τους Σουδανέζους τραυματίες στο πεδίο της μάχης, αφήνοντάς τους στην τύχη τους. Εντωμεταξύ, μια μικρή γαλλική στρατιωτική αποστολή έφτασε στη Fashoda, στην άνω πλευρά του Νείλου, στο Νότιο Σουδάν. Ο Kitchener μεταφέρθηκε στο ποτάμι για να την αντιμετωπίσει και η Βρετανία απείλησε τον πόλεμο, αν η αποστολή δεν αποσυρθεί. Οι Γάλλοι υποχώρησαν. Το «περιστατικό της Fashoda» ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων - όχι μόνο στην Αφρική, αλλά και στην Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Θάλασσα. Ο καπιταλισμός δεν είχε γεννήσει μόνο μια ληστρική αποικιοκρατία από ορυχεία, φυτείες, και πολυβόλα. Η ανθρωπότητα είχε ήδη περάσει στην περίοδο του πρώτου σύγχρονου βιομηχανοποιημένου παγκόσμιου πολέμου.
Οι τύχες της Αφρικής την περίοδο της αποικιοκρατίας εποίκιλλαν. Σημαντική πρόοδος για παράδειγμα σημειώθηκε στην υγεία και την παιδεία. Ο Maddison εκτιμά ότι το 1870 υπήρχαν 91 εκατομμύρια Αφρικανοί. Μέχρι το 1960, τη χρονιά της ανεξαρτησίας, ο αφρικανικός πληθυσμός αυξήθηκε παραπάνω από τρεις φορές για να φτάσει τα 285 εκατομμύρια. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανθρώπων στην Αφρική που παρακολούθησαν σχολείο αυξήθηκε από λιγότερο από 5% στο περισσότερο από 20%. Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν τους Αφρικανούς με περιφρόνηση και τους υπέβαλλαν σε αρνητικές διακρίσεις και συχνά σε βία. Η βία εντάθηκε κατά την περίοδο του αγώνα για την ανεξαρτησία της Αφρικής, καθώς οι αποικιακές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστείλουν τους Αφρικανούς εθνικιστές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Αφρικανοί ηγέτες να αναλάβουν την τύχη χωρών όπου η πρακτική της καταστολής της πολιτικής διαφωνίας ήταν ήδη σταθερά εδραιωμένη. Αντί οι ηγέτες αυτοί να καταργήσουν τους νόμους που επέτρεπαν τη λογοκρισία και τη φυλάκιση για τη διαφορετική άποψη, τους διατήρησαν και τους επεξέτειναν. Ακριβώς επειδή η αποικιοκρατία ήταν τόσο ψυχολογικά εξευτελιστική για τους Αφρικανούς γενικότερα και για τους εθνικιστές ηγέτες πιο συγκεκριμένα, οι μεταποικιακές αφρικανικές κυβερνήσεις επέδειξαν ιδιαίτερη αποφασιστικότητα στην κατάργηση των αποικιακών θεσμών. Καθώς η νομοκρατία, η λογοδοσία της διοίκησης, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και το ελεύθερο εμπόριο είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη, έπρεπε να καταργηθούν. Στη θέση τους, πολλοί Αφρικανοί ηγέτες επέλεξαν να αντιγράψουν τους πολιτικούς θεσμούς και τις οικονομικές πολιτικές μιας ανερχόμενης δύναμης που αντιπροσώπευε το ακριβώς αντίθετο από την ελεύθερη αγορά και τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης - της Σοβιετικής Ένωσης.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Η αντιγραφή της ΕΣΣΔ την δεκαετία του 1960 δεν ήταν τελείως παράλογη. Κατά τη δεκαετία του 1930 η ΕΣΣΔ αυτή είχε υποστεί μια ραγδαία εκβιομηχάνιση που την μεταμόρφωσε από αγροτική χώρα σε μια μεγάλη δύναμη. Η εκβιομηχάνιση κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ζωές, αλλά της επέτρεψε να θριαμβεύσει έναντι της Γερμανίας του Χίτλερ (θυσιάζοντας στον πόλεμο άλλες 27 εκατομμύρια ζωές). Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η ΕΣΣΔ όχι μόνο παρήγε τεράστιες ποσότητες ατσαλιού και εξοπλισμών, αλλά και φάνηκε πως θα κέρδιζε τον επιστημονικό ανταγωνισμό με τη Δύση όταν ο Γιούρι Γκαγκάριν έγινε ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα στις 12 Απριλίου του 1961. Η τεράστια αναποτελεσματικότητα και οπισθοδρομικότητα της σοβιετικής οικονομίας δεν έγιναν εμφανείς παρά μόνο στη δεκαετία του 1970. Μέχρι τότε, δυστυχώς, το σοσιαλιστικό μικρόβιο είχε προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, με πολλές χώρες να υιοθετούν μονοκομματικά συστήματα που κατέστρεψαν τη λογοδοσία και τη νομοκρατία, υπονόμευσαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη. Επιβλήθηκαν έλεγχοι στις τιμές και τις αμοιβές και το ελεύθερο εμπόριο έδωσε τη θέση του στην αντικατάσταση των εισαγωγών και την αυτάρκεια. Το ειδύλλιο της Αφρικής με τον σοσιαλισμό άντεξε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν επιτέλους η Αφρική άρχισε να εντάσσεται εκ νέου στην παγκόσμια οικονομία. Οι εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο φιλελευθεροποιήθηκαν σε κάποιον βαθμό, και τα αφρικανικά κράτη άρχισαν να απελευθερώνουν τις οικονομίες τους, ανεβαίνοντας έτσι θέσεις στον κατάλογο της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ευκολία στην Επιχειρηματικότητα (Ease of Doing Business - World Bank).
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1898, ο βρετανικός στρατός με 25000 στρατιώτες, αντιμετώπισε τον διπλάσιο σουδανικό στρατό στο Ομντουρμάν, δίπλα στο Χαρτούμ, στη καρδιά μιας από τις λίγες εναπομείνασες ανεξάρτητες χώρες στην Αφρική. Το Σουδάν ήταν μια χώρα «καταραμένη». Τα εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια του εναλλάσσονταν από την καυτή έρημο στο τροπικό δάσος, που μαστιζόταν από αρρώστιες. Αυτή ήταν και η εικόνα των ίδιων των Σουδανέζων: «Όταν ο Αλλάχ δημιούργησε το Σουδάν», έλεγαν, «γέλασε». Η ζωή ήταν δύσκολη σε μια τέτοια χώρα. Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι είχαν έρθει για να την πάρουν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Εκτεινόμενο σε χιλιάδες μίλια της Αφρικής, αποτελούμενο από περίπου 600 φυλές, που μιλούσαν εκατό γλώσσες και ίσως μια ντουζίνα διαφορετικών τρόπων ζωής, το Σουδάν είχε προσφάτως συμπτυχθεί σε μία ενιαία πολιτεία. Αυτό που, στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη –και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο- ήταν ο αντίκτυπος του ιμπεριαλισμού.
Η τουρκοαιγυπτιακή κατάκτηση του Σουδάν είχε αρχίσει το 1820 και ήταν ακόμα σε εξέλιξη 60 χρόνια αργότερα. Ήταν εκμεταλλευτική και καταπιεστική. Η είσπραξη φόρων στα σουδανικά χωριά ήταν μια παραστρατιωτική επιχείρηση, η οποία πραγματοποιούταν με τη βοήθεια του kourbash (μαστίγιο φτιαγμένο από τη ράχη ρινόκερου). Οι υπάλληλοι ήταν συνήθως διεφθαρμένοι και έτσι οι δωροδοκίες και τα ανταλλάγματα συσσωρεύονταν στον όγκο των φόρων. Στη σκληρότητα και τη φτώχεια του τοπίου, ως εκ τούτου, προστέθηκε η πικρή εμπειρία του εκφοβισμού από τα ξένα αφεντικά. Αυτό όμως, μεταξύ του 1881 και του 1884, είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό κύμα αντίδρασης που έδιωξε τους ξένους από το Σουδάν και σφυρηλάτησε ένα ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος. Η αντίσταση βασίστηκε στην ισλαμική θρησκεία επειδή αυτή προσέφερε ένα πλαίσιο ηγεσίας, στελεχών, οργάνωσης και ιδεολογίας ικανό να εξουδετερώσει την ποικιλία και την αποσπασματικότητα του Σουδάν. Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος ήταν ταγμένο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δεν ήταν μόνο ισλαμικό, αλλά και αρκετά αυταρχικό και στρατιωτικοποιημένο.Η εντατικοποίηση της μάχης για την Αφρική μεταξύ 1885 και 1895 έφερε τους Βρετανούς πίσω στο Σουδάν. Το παράδειγμα ενός ανεξάρτητου αφρικανικού κράτους ήταν από μόνο του αρκετά λυπηρό. Όμως, αυτό που έκανε την κατάσταση τόσο επείγουσα ήταν η πιθανότητα μιας γαλλικής επέμβασης στα εδάφη της Βρετανίας. Ο γενικός διοικητής Herbert Kitchener προωθούσε επί δύο χρόνια τονστρατό του στον Νείλο, φτιάχνοντας μια σιδηροδρομική γραμμή για να εξοπλίζονται οι στρατιώτες. Οι άνδρες του χρησιμοποιούσαν σύγχρονα τουφέκια, πολυβόλα και πυροβολικά. Το μεγαλύτερο μέρος των Σουδανέζων είχε δόρατα και σπαθιά. Η Μάχη του Ομντουρμάν ήταν μια σφαγή. Ο Kitchener έχασε 429 άντρες, ενώ από το σουδανικό στρατό 10.000 σκοτώθηκαν, 13.000 τραυματίστηκαν και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί εγκατέλειψαν τους Σουδανέζους τραυματίες στο πεδίο της μάχης, αφήνοντάς τους στην τύχη τους. Εντωμεταξύ, μια μικρή γαλλική στρατιωτική αποστολή έφτασε στη Fashoda, στην άνω πλευρά του Νείλου, στο Νότιο Σουδάν. Ο Kitchener μεταφέρθηκε στο ποτάμι για να την αντιμετωπίσει και η Βρετανία απείλησε τον πόλεμο, αν η αποστολή δεν αποσυρθεί. Οι Γάλλοι υποχώρησαν. Το «περιστατικό της Fashoda» ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων - όχι μόνο στην Αφρική, αλλά και στην Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Θάλασσα. Ο καπιταλισμός δεν είχε γεννήσει μόνο μια ληστρική αποικιοκρατία από ορυχεία, φυτείες, και πολυβόλα. Η ανθρωπότητα είχε ήδη περάσει στην περίοδο του πρώτου σύγχρονου βιομηχανοποιημένου παγκόσμιου πολέμου.
Συμπτωματικά το 1882, οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει τη δική τους επανάσταση εναντίον ενός καθεστώτος-μαριονέτας των Βρετανών στο Κάιρο. Αλλά αυτό το κίνημα είχε συνθλιβεί, και οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει αποτελεσματικά τους Τούρκους στην ηγεμονία της Αιγύπτου. Οι άμεσες, ωστόσο, προσπάθειες της Βρετανίας να επανακτήσει το Σουδάν είχαν αποτύχει, αφήνοντας στο ισλαμικό κράτος τον πλήρη έλεγχο του εδάφους μετά το 1885. Αυτές οι πρώτες προσπάθειες ήταν, στην πραγματικότητα, δεν συνοδευόντουσαν από κάποια ιδιαίτερη επιθυμία για την κατάκτησή του. Το Σουδάν ήταν μια φτωχή ερημιά, δύσκολο να ελεγχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αξία και για την βρετανική κυβέρνηση δεν αποτελούσε σημαντικό στόχο.
Πολλά άλλαξαν κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Μέχρι το 1879, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αφρικής ήταν η άγνωστη «μαύρη ήπειρος» για τους Ευρωπαίους. Η επιρροή τους περιοριζόταν κυρίως σε εμπορικούς σταθμούς, δίπλα ή πάνω στην ακτή, πολλοί από τους οποίους χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, αντανακλώντας κυρίως τον εμπορικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού της εποχής. Το υπόλοιπο της Αφρικής παρέμεινε ένα συνονθύλευμα πολιτευμάτων σε πολλά διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Η Αίγυπτος το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα κυβερνούταν από εκσυγχρονιστικά, εθνικιστικά καθεστώτα. Η υπόλοιπη Βόρεια Αφρική βρισκόταν κάτω από την ηγεσία παραδοσιακών Ισλαμιστών ηγεμόνων, εξαιτίας μιας μορφής υποταγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αβησσυνία (Αιθιοπία) ήταν ένα βασίλειο στην ορεινή ενδοχώρα, με έναν αρχαίο χριστιανικό πολιτισμό. Οι Ασάντι της Δυτικής Αφρικής και οι Ζουλού της Νότιας ήταν φυλές με μιλιταριστική ηγεσία. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης υποσαχάριας Αφρικής ήταν παρόμοιο με το Σουδάν: ένα μωσαϊκό από μικρότερες φυλές. Μια σημαντική εξαίρεση ήταν η Νότια Αφρική, όπου οι Βρετανοί ήλεγχαν το Natal και το Ακρωτήρι Colony, ενώ οι Boers (αλλιώς Αφρικανοί) –που ήταν λευκοί έποικοι αγρότες, ολλανδικής καταγωγής- είχαν υπό την επίβλεψή τους το Transvaal και το Orange Free State στο εσωτερικό.
Η αφρικανική πολιτική γεωγραφία μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά μετά το 1879 από τον βρετανικό, τον γαλλικό, τον πορτογαλικό, τον ισπανικό, το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, η εξάπλωση του βιομηχανικού καπιταλισμού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει δημιουργήσει μια ταχύτατα αυξανόμενη ζήτηση για τα πρωτογενή προϊόντα, καθώς και νέες αγορές και καταστήματα για την επένδυση του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Η οικονομική κατάρρευση του 1873 και η εν συνεχεία παγκόσμια ύφεση είχε εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών Κατά συνέπεια, μεταξύ 1879 και 1913, σχεδόν το σύνολο της Αφρικής ήταν σκαλισμένο σε αποικίες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η αρπαγή της γης έγινε γνωστή ως «η μάχη για την Αφρική». Η Αφρική παρείχε χρυσό, διαμάντια, χαλκό, κασσίτερο, καουτσούκ, βαμβάκι, φοινικέλαιο, κακάο, τσάι, και πάρα πολλά άλλα στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες και πόλεις της Ευρώπης. Οι κάτοικοι της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου αριθμού των λευκών εποίκων, παρείχαν αγορές για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Τα αποικιακά έργα υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηρόδρομων, έκαναν πλούσιους τους Ευρωπαίους βιομηχάνους και τους ομολογιούχους. Εξαιτίας αυτού και επειδή οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αυξάνονταν, η κατάτμηση (ο κατακερματισμός) της Αφρικής ήταν μια διαδικασία ανταγωνιστική . Αυτό της έδωσε μια δυναμική ανεξάρτητη από την οικονομική αξία των ίδιων των εδαφών.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρπαζαν αποικίες για να προλάβουν η μία την άλλη. Τις χρησιμοποιούσαν ως τροχοπέδη για να εμποδίσουν η μία την επέκταση της άλλης και ως πλατφόρμες για την προβολή της στρατιωτικής τους ισχύος στις «σφαίρες επιρροής» των άλλων. Τις ήθελαν επίσης και ως διαπραγματευτικό ατού στο αυτοκρατορικό παζάρεμα. Οι Γάλλοι, που είχαν τον έλεγχο σχεδόν όλου του Maghreb και της Δυτικής Αφρικής, ονειρεύονταν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν σε ολόκληρη την ήπειρο, από τον Ατλαντικό έως τον Ινδικό ωκεανό. Οι Βρετανοί, αντιθέτως, μιλούσαν για μία αυτοκρατορία απ’ το βορρά ως το νότο, «από το Κάιρο ως το Ακρωτήρι», που θα συνέδεε τις υπάρχουσες κτήσεις στην Αίγυπτο, την Ανατολική Αφρική και τη Νότια Αφρική. Αλλά οι Γερμανοί άρπαξαν την Τανζανία και έκοψαν το δρόμο και στους δύο.
Το κόστος για τους κατοίκους της Αφρικής ήταν τεράστιο. Η αντίσταση συντρίφθηκε από πυροβολικά, πυροβόλα όπλα και σφαγές. Υπό την απειλή των όπλων, η γη κατελήφθη για να δημιουργηθούν κτηματικές εκτάσεις, που θα παραδίδονταν σε λευκούς. Ως αποτέλεσμα στερήσεων, φορολογίας, ομάδων πίεσης και ληστειών, οι γηγενείς αγρότες και κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να γίνουν μισθωτοί εργάτες. Όταν το 1906 αγρότες εξεγέρθηκαν, ο σερ Frederick Lugard, Βρετανός Ύπατος Αρμοστής για την Προστασία της Βόρειας Νιγηρίας, επέλεξε να τους αφανίσει. Οι στρατιώτες του με τουφέκια σκότωσαν περίπου 2000 αφρικανούς χωρικούς, οπλισμένους με τσεκούρια και τσάπες. Οι φυλακισμένοι εκτελέστηκαν, τα κεφάλια τους κόπηκαν και τοποθετήθηκαν σε πασσάλους. Το χωριό των ανταρτών καταστράφηκε ολοσχερώς. Δέκα χιλιάδες μέλη των φυλών Νάμα και Χένερο πέθαναν από πείνα και από δίψα, όταν οι Γερμανοί τους οδήγησαν στην έρημο της Ναμίμπια μεταξύ 1904 και 1907. Ο γενικός διοικητής Lothar von Trotha, όπως και ο Lugard, ήταν οπαδός της λογικής του αφανισμού. Μεταξύ του 1885 και του 1908, στο βελγοκρατούμενο Κονγκό, εκατομμύρια, ίσως και το ήμισυ του πληθυσμού, έχασαν την ζωή τους εξαιτίας του πολέμου, της πείνας και των ασθενειών, τη στιγμή που ολόκληρη η επικράτεια είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Οι ντόπιοι εργάτες που δεν συμπλήρωναν τα νούμερα στην συλλογή καουτσούκ βρέθηκαν με κομμένα χέρια.
Η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 συνοδεύτηκε από καταλυτικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη και στην ισορροπία δυνάμεων. Το κυρίαρχο αποικιακό σύστημα διαλύθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και οι μεγάλοι αποικιακοί σχηματισμοί έδωσαν τη θέση τους σε μια πλειάδα νέων ανεξάρτητων κρατών. Τα ιδρυτικά 51 κράτη-μέλη του νεοσύστατου ΟΗΕ το 1945 σχεδόν διπλασιάστηκαν (99) το 1960. Η διαδικασία της αποαποικιοποίησης ακολούθησε διάφορους δρόμους, ειρηνικούς και συντεταγμένους σε κάποιες περιπτώσεις, βίαιους και επαναστατικούς σε άλλες. Η ταυτόχρονη επικράτηση του Ψυχρού Πολέμου στις σχέσεις των νέων υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, πρόσθεσε ακόμα ένα πεδίο ανταγωνισμού και παρεμβάσεων στις διεθνείς σχέσεις του μεταπολεμικού κόσμου. Η μεγάλη οικονομική ύφεση μετά το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο 1929 είχε προ πολλού εκμηδενίσει τη σημασία των αποικιακών κτήσεων ως προμηθευτών πρώτων υλών, προκαλώντας την κατάρρευση των τιμών των τελευταίων στην παγκόσμια αγορά. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μετέβαλε περαιτέρω τις σχέσεις μητρόπολης – αποικιών λόγω της ουσιαστικής αδυναμίας των μητροπόλεων να ασκήσουν την αυτοκρατορική εξουσία τους όσο διαρκούσε ο πόλεμος αλλά και εξαιτίας της αθρόας συμμετοχής στα πεδία των μαχών στρατιωτών από τις αποικίες. Η βρετανική ινδική στρατιά αριθμούσε δύο εκατομμύρια άνδρες, ενώ περίπου πεντακόσιες χιλιάδες Αφρικανοί είχαν επιστρατευθεί από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργούσε ένα αναμφισβήτητο ηθικό χρέος προς τις αποικίες αλλά και μια ρεαλιστική απειλή για τις μητροπόλεις, καθώς αντιμετώπιζαν τώρα εκπαιδευμένους στρατιώτες με αμφίβολη νομιμοφροσύνη προς τις αποικιακές αρχές.
Το κύμα αναταραχής και εξεγέρσεων που συγκλόνισε τον αποικιακό κόσμο ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου και αμέσως μετά (σε Ινδία, Αλγερία, Βρετανική Γουιάνα, Μπαχάμες, Βιρμανία, Κένυα, Μαλαισία, Νιγηρία, Νησιά του Σολομώντα και Κονγκό-πρώην Ζαΐρ) έφερε στο προσκήνιο την προσδοκία αυτοδιάθεσης των αποικιακών λαών, που δεν ήταν δυνατόν πλέον να αγνοηθεί. Αμφότερες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, αντιμετώπιζαν ιδιαίτερες δυσχέρειες στη διατήρηση των αποικιακών αυτοκρατοριών τους και γνώρισαν μια σειρά από ταπεινωτικές ήττες: στον πόλεμο της Ινδοκίνας μετά τη μάχη στο Ντιεν Μπιεν Φου το 1954, στη σύγκρουση με την Αίγυπτο για τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ το 1956, ενώ ο πόλεμος της Αλγερίας, που είχε ξεσπάσει το 1954, εξελισσόταν ανησυχητικά για το Παρίσι. Το δυσβάστακτο βάρος της αποικιακής διοίκησης είχε πλέον γίνει ασυμβίβαστο με τις επιτακτικές προτεραιότητες της οικονομικής ανασυγκρότησης στο κέντρο των μητροπόλεων. Εξάλλου, το διπολικό σύστημα του Ψυχρού Πολέμου είχε αλλάξει άρδην τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ενωση, για τους δικούς τους λόγους η καθεμία, δεν επιθυμούσαν την παράταση της εδαφικής αποικιοκρατίας και ασκούσαν πίεση για τον τερματισμό της.
Αν τα χρόνια 1945-1955 χαρακτηρίζονται η «ασιατική δεκαετία» στην ιστορία της αποαποικιοποίησης, η επόμενη, 1955-1965, ανήκει αναμφίβολα στην Αφρική. Το έτος 1960 ξεχωρίζει, καθώς τότε ανεξαρτητοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα δεκατέσσερα κράτη της υποσαχάριας Αφρικής. Μετά την ανεξαρτησία της Γκάνας το 1957, της πρώτης χώρας της Μαύρης Ηπείρου που απαλλάχθηκε από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία, το επόμενο βήμα έγινε από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ τον Αύγουστο 1958, όταν, μεσούντος του πολέμου της Αλγερίας και μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, έθεσε σε δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Ντε Γκωλ έδωσε στις αποικίες το δικαίωμα επιλογής μεταξύ της αποδοχής του νέου Συντάγματος και της συνεπαγόμενης παραμονής τους στη Γαλλική Κοινότητα (που αντικατέστησε τη βραχύβια Γαλλική Ενωση του 1946-1958 επιχειρώντας έναν άτολμο εκσυγχρονισμό της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, με περιορισμένες παραχωρήσεις εσωτερικής αυτονομίας αλλά όχι και εξίσωσης των αποικιακών υπηκόων με τους Γάλλους πολίτες) ή της απόρριψής του και της πλήρους διάρρηξης των δεσμών με τη Γαλλία. Στο πλαίσιο της νέας Γαλλικής Κοινότητας τα κράτη θα ήταν αυτόνομα, αυτοδιοικούμενα και θα διαχειρίζονταν ελεύθερα και δημοκρατικά τις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Κατ’ αρχήν μόνο η Γουινέα του Σέκου Τουρέ επέλεξε την ανεξαρτησία, το 1958, όμως στα τέλη του 1959 ο Ντε Γκωλ αναγκάστηκε σε στρατηγική αναδίπλωση διαπιστώνοντας ότι οι αποικιοκρατούμενοι λαοί θα καταψήφιζαν τελικά την προτεινόμενη διέξοδο. Εδωσε έτσι τη διαβεβαίωση ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν στην Κοινότητα ακόμη και χώρες που θα είχαν επιλέξει την ανεξαρτησία, διατηρώντας ανοιχτή την οδό της οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας με την πρώην μητρόπολη. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη για τη Γαλλία καθώς η διατήρηση της αυτοκρατορίας ταυτιζόταν για την κοινή γνώμη με την αναγνώρισή της ως παγκόσμιας δύναμης. Το 1960 οι Ομοσπονδίες της Δυτικής και Ισημερινής Αφρικής διασπάστηκαν σε ένα πλήθος κρατών, κυρίαρχων μεν αλλά που διατήρησαν ειδικούς δεσμούς και διάφορες μορφές συνεργασίας με τη Γαλλία (στρατιωτικής, οικονομικής, νομισματικής και πολιτισμικής), που θα χαρακτηριστούν «νεο-αποικιακές» στη συνέχεια: πρώτο το γαλλικό Καμερούν, την 1η Ιανουαρίου, και ακολουθούν η βραχύβια Ομοσπονδία του Μάλι με τη Σενεγάλη και το γαλλικό Σουδάν (διήρκεσε μόλις τρεις μήνες), η Δαχομέη (Μπενίν μετά το 1975), η Ακτή Ελεφαντοστού, το Τσαντ, η Ανω Βόλτα (Μπουρκίνα Φάσο από το 1984), η Μαυριτανία, ο Νίγηρας, η Γκαμπόν και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Την ίδια χρονιά ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Μεγάλη Βρετανία το Τόγκο, το βρετανικό Καμερούν, η Μαδαγασκάρη και η Νιγηρία, ενώ η βρετανική και η ιταλική Σομαλία ενώθηκαν στη Σομαλική Δημοκρατία. Το έναυσμα έδωσε μια από τις εμβληματικότερες ομιλίες στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, από τον πρωθυπουργό Χάρολντ Μακ Μίλαν. Σε μια μεγάλη περιοδεία στην Αφρική που διήρκεσε έξι εβδομάδες, ο Mακ Μίλαν απευθύνθηκε με σχεδόν τα ίδια λόγια στις αφρικανικές πρωτεύουσες, πρώτα στην Ακρα της Γκάνας και στη συνέχεια στο Λάγος, στη Ροδεσία, τη Νιάσαλαντ και τέλος στην πανηγυρική κοινή συνεδρίαση των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων της Νότιας Αφρικής στο Κέιπ Τάουν, στις 3 Φεβρουαρίου 1960. Πολιτικός του Συντηρητικού Κόμματος που είχε διαδεχθεί τον Αντονι Ιντεν στην πρωθυπουργία το 1957, όταν ο τελευταίος υποχρεώθηκε σε παραίτηση μετά την κρίση του Σουέζ, ο Mακ Μίλαν αναφέρθηκε στον «άνεμο της αλλαγής» στην αφρικανική ήπειρο ως ένα αδιαμφισβήτητο πολιτικό γεγονός: «Κατά τον 20ό αιώνα και ιδίως μετά το τέλος του πολέμου, οι διαδικασίες που γέννησαν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη επαναλαμβάνονται σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Είδαμε την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης σε λαούς που έζησαν εξαρτημένοι από κάποια άλλη δύναμη επί αιώνες. Δεκαπέντε χρόνια πριν, αυτό το κίνημα διαδόθηκε στην Ασία. Εκεί, πολλές χώρες από διαφορετικές φυλές και πολιτισμούς διεκδίκησαν το δικαίωμα στην ανεξαρτησία. Τώρα το ίδιο συμβαίνει στην Αφρική, και το εντυπωσιακότερο από την εντύπωση που σχημάτισα αφότου έφυγα από το Λονδίνο, εδώ και έναν μήνα, είναι η δύναμη αυτής της αφρικανικής εθνικής συνείδησης. Σε κάθε περιοχή εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές, αλλά συμβαίνει παντού. Ο “άνεμος της αλλαγής” πνέει σε αυτή την ήπειρο απ’ άκρη σ’ άκρη και, είτε μας αρέσει είτε όχι, η άνοδος της εθνικής συνείδησης είναι ένα πολιτικό γεγονός. Οφείλουμε να το αποδεχθούμε ως γεγονός και να το λάβουμε υπ’ όψιν μας στις εθνικές πολιτικές μας». Η ομιλία του Μακ Μίλαν καταδεικνύει την οξεία αντίληψη της ιστορικής συγκυρίας από τον Βρετανό πρωθυπουργό και την αποφασιστικότητά του να αναθεωρήσει δραστικά τις διεθνείς δεσμεύσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Συνάντησε όμως περιορισμένη απήχηση στα αφρικανικά Κοινοβούλια και στο λευκό ακροατήριό τους. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 21 Μαρτίου 1960, η σφαγή στη Σάρπβιλ της Νότιας Αφρικής άφησε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες, όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των μαύρων διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για το καθεστώς των εσωτερικών διαβατηρίων που οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ήταν υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν σε όποιον λευκό το ζητούσε. Η ένταση του ρατσιστικού μίσους στις αποικίες εγκατάστασης όπως η Κένυα και η Ροδεσία, με σχετικά υψηλή συγκέντρωση λευκών αποίκων που απέρριπταν κάθε ιδέα για μεταβίβαση της εξουσίας στη μαύρη πλειοψηφία των χωρών τους, είχε ως συνέπεια την καθυστέρηση της ανεξαρτητοποίησής τους που επήλθε με καθυστέρηση και ύστερα από βίαιες συγκρούσεις (1963 και 1980 αντίστοιχα). Στις λοιπές χώρες όπου αυτή η μεταβίβαση εξουσίας έλαβε χώρα και κοινοβουλευτικά καθεστώτα αναδείχθηκαν έπειτα από δημοκρατικές εκλογές ως το πρώτο βήμα της ανεξαρτησίας, γρήγορα κατέστη σαφές ότι η τυπική πολιτική ανεξαρτητοποίηση δεν αποτελούσε εγγύηση για την ουσιαστική απελευθέρωση των νέων κρατών από τη δυτική κηδεμονία. Σε πολύ σύντομο διάστημα ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτικά πραξικοπήματα για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, συχνά υποκινούμενα από τις ξένες δυνάμεις στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποαποικιοποίησης, που συμπυκνώνει δραματικά τις παθογένειες της αποικιοκρατίας και τις συνέπειες της νεο-ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, είναι ίσως του βελγικού Κονγκό. Η εσπευσμένη απελευθέρωση της μοναδικής αποικίας του Βελγίου στις 30 Ιουνίου 1960 σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του Κονγκό, και την καταβύθιση της χώρας σε μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο και μεγάλης έκτασης ανθρωπιστική καταστροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...