Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ, του Άντον Τσέχοφ

ΜΙΣΑΝΟΙΞΕ Η ΠΟΡΤΑ του γραφείου του γιατρού Κοσέλκωφ κι ο Σάσα Σμυρνώφ, μοναχογιός της μαμάς του, παρουσιάστηκε, σφίγγοντας κάτω απ’ τη μασχάλη του ένα πακέτο τυλιγμένο μ’ εφημερίδα. — Λοιπόν, αγαπητό μου παιδί, αναφώνησε με θέρμη ο γιατρός. Πώς αισθάνεσθε σήμερα; Τι καλά νέα μας φέρνετε; Ο Σάσα άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια, ακούμπησε το χέρι του στην καρδιά και τραύλισε νευρικά: — Η μαμά μου σας στέλνει χαιρετισμούς και παρακαλεί να σας ευχαριστήσω... Είμαι μοναχογιός της μαμάς μου και μου σώσατε τη ζωή... και οι δυο μας δεν ξέρουμε πώς να σας ευχαριστήσουμε. — Ελάτε, ελάτε τώρα, νεαρέ μου φίλε. Ας μη μιλάμε γι’ αυτό, τον έκοψε ο γιατρός, κυριολεκτικά λιώνοντας από ευχαρίστηση. Έκαμα μόνο ό,τι καθένας στη θέση μου θα ’χε κάνει. — Είμαι ο μοναχογιός της μαμάς μου... Είμαστε φτωχοί και το αντιλαμβάνεσθε, δεν είμαστε σε θέση να σας πληρώσουμε για τους κόπους σας... και μας στενοχωρεί τόσο πολύ, γιατρέ, μολοντούτο κι οι δυο μας, η μαμά μου κι εγώ, που μ’ έχει μοναχογιό, σας παρακαλούμε να δεχθείτε ένα δείγμα της ευγνωμοσύνης μας, ετούτο το πραγματάκι που... είναι αντικείμενο σπάνιας αξίας, ένα υπέροχο αριστούργημα, μια μπρούτζινη αντίκα. Ο γιατρός έκανε μια γκριμάτσα. — Γιατί, αγαπητέ μου φίλε, είπε. Είναι ολότελα περιττό. Δε μου χρειάζεται διόλου. — Ω, όχι, όχι, τραύλισε ο Σάσα. Σας παρακαλώ να το δεχθείτε. Κι άρχισε να ξετυλίγει το δέμα, συνεχίζοντας, ταυτόχρονα, τα παρακαλετά. — Αν δεν το δεχθείτε, θα μας προσβάλετε και τη μαμά μου κι εμένα. Πρόκειται για σπανιότατο έργο τέχνης... Μια μπρούτζινη αντίκα. Μας το άφησε ο μπαμπάς μου σαν πέθανε, το τιμούσαμε σαν το πιο αγαπητό του ενθύμιο... Ο μπαμπάς μου αγόραζε μπρούτζινες αντίκες και τις πουλούσε στους εραστές των παλιών συλλογών... Και τώρα η μαμά μου κι εγώ συνεχίζουμε την ίδια εργασία. Ο Σάσα έλυσε το πακέτο και το ακούμπησε ενθουσιασμένος στο τραπέζι. Ήτανε ένα χαμηλό καντηλέρι από παλιό μπρούτζο, έργο πραγματικής τέχνης που παρίστανε ένα σύμπλεγμα. Στο βάθρο πατούσανε δυο γυναικεία αγαλματάκια ντυμένα με το κοστούμι της μητέρας μας Εύας και σε στάσεις που δεν έχω ούτε την αυθάδεια ούτε την ιδιοσυγκρασία να περιγράψω. Τα πρόσωπα χαμογελούσανε με κοκεταρία και γενικά σου γεννούσανε την εντύπωση πως αν δεν ήτανε υποχρεωμένες να υποστηρίζουν το καντηλέρι θα ξαπλώνανε κάτω από το βάθρο τους και θα δίνανε μια παράσταση την οποία, ...καλέ μου αναγνώστη, ντρέπομαι ακόμα και που την σκέπτομαι. Όταν ο γιατρός επιθεώρησε το δώρο, έξυσε αργά το κεφάλι του και ξεφύσηξε τη μύτη του. — Ναι, πράγματι, περίφημη εργασία, μουρμούρισε... Αλλά —πώς να σας το πω— όχι εντελώς... εννοώ... μάλλον τολμηρό κάπως... ούτε τόσο δα φιλολογικό, έτσι δεν είναι... Ξέρετε... ο διάβολος ξέρει... — Γιατί; — Ο ίδιος ο Βελζεβούλ δε θα μπορούσε να συλλάβει τίποτε φοβερότερο. Αν έβαζα μια τέτοια φαντασμαγορία πάνω στο γραφείο μου θα μόλυνα όλο το σπίτι μου. — Μα γιατί, γιατρέ; Τι περίεργες αντιλήψεις που έχετε περί τέχνης, φώναξε ο Σάσα με τόνο προσβεβλημένο. Αυτό είναι πραγματικό αριστούργημα. Κοιτάχτε το μόνο. Τέτοια αρμονική ομορφιά! Μόνο να το βλέπεις σου ξεχειλίζει η έκσταση την ψυχή και σε πνίγουνε στο λαιμό σου λυγμοί. Ξεχνάτε καθετί επίγειο αντικρίζοντας τέτοια ωραιότητα... Μονάχα δέστε το. Τι ζωή, τι κίνηση, τι έκφραση. — Τα καταλαβαίνω περίφημα αυτά, αγαπητό μου παιδί, τον έκοψε ο γιατρός. Αλλά... είμαι άνθρωπος παντρεμένος. Μικρά παιδιά μπαινοβγαίνουνε στο δωμάτιο, και συνεχώς δέχομαι εδώ κυρίες. — Φυσικά, είπε ο Σάσα. Αν το αντικρίζετε με τα μάτια του όχλου, βλέπετε αυτό το ευγενικό αριστούργημα με όλως διόλου αλλιώτικο πρίσμα. Αλλά, βεβαίως, εσείς γιατρέ, στέκεστε πάνω απ’ όλα τούτα. Και μάλιστα όταν η άρνησή σας να δεχθείτε ένα τέτοιο δώρο πρόκειται να προσβάλει βαθιά και τους δυο μας, και τη μαμά μου κι εμένα που μ’ έχει μοναχογιό... Μου σώσατε τη ζωή και σ’ ανταπόδοσή σας προσφέρουμε το πιο ακριβό μας απόκτημα... Λυπάμαι μόνο που δεν μπορούμε να σας προσφέρουμε άλλο ένα να τα έχετε ζευγάρι τα καντηλέρια σας. — Σας ευχαριστώ, φίλε μου! πολύ σας ευχαριστώ! Τα σέβη μου στη μητέρα σας και... Αλλά για όνομα του Θεού. Δεν το βλέπετε μοναχός σας; Μικρά παιδάκια να μπαινοβγαίνουνε στο δωμάτιο και οι κυρίες εδώ συνεχώς... Πάντως αφήστε το εκεί. Δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί σας κανείς. — Ούτε μια λέξη, ξεφώνισε ο Σάσα χαρούμενος. Βάλτε το καντηλέρι εδώ, πλάι στο βάζο. Μα το Θεό είναι κρίμα που δεν έχω το ταίρι του να σας το δώσω. Αλλά δε γίνεται αλλιώς. Λοιπόν αντίο, γιατρέ. Αφού έφυγε ο Σάσα, ο γιατρός κοιτούσε πολλή ώρα το καντηλέρι κι έξυνε το κεφάλι του. «Είναι όμορφο, αλήθεια», σκεφτότανε. «Θα ’τανε κρίμα να το πετάξω... Κι όμως δεν τολμώ και να το κρατήσω... Χμ... Τώρα ποιος θα βρεθεί να μπορέσω να του το χαρίσω». Μετά από πολλή προσπάθεια συλλογίστηκε τον καλό του φίλο, το δικηγόρο Ούχωβ, που του ήτανε υποχρεωμένος και για νομικές υποθέσεις. — Περίφημα, έτριψε τα χέρια του ο γιατρός. Μια κι είμαι στενός του φίλος, δεν είναι κι εύκολο να του δώσω λεφτά, κι έτσι του δίνω ετούτο το ακατονόμαστο αντικείμενο... Είναι κι ο κατάλληλος άνθρωπος... ανύπαντρος και κάπως εύθυμο πιτσουνάκι. Αμ’ έπος, αμ’ έργον. Ο γιατρός ντύθηκε, άρπαξε το καντηλέρι και τράβηξε γραμμή στο σπίτι του Ούχωβ. — Καλημέρα, καλέ μου φίλε. είπε. Ήρθα να σ’ ευχαριστήσω για τους κόπους σου. Το ξέρω πως δεν θα δεχθείς πληρωμή και γι’ αυτό κι εγώ θα σου κάνω αυτό το δώρο. Ένα εξαίρετο αριστούργημα... Έλα πες μου και μόνος σου, δεν είναι όνειρο; Μόλις ο δικηγόρος το είδε μαγεύτηκε με την ομορφιά του. — Τι υπέροχο καλλιτέχνημα, γέλασε με τρομερό θόρυβο. Για το Θεό, τι βάζουνε στα κεφάλια τους οι καλλιτέχνες. Τι χάρη μαγευτική. Μα πού το πέτυχες ετούτο το έξοχο κομματάκι; Αλλά παρευθύς η ευθυμία του σβήστηκε και φάνηκε τρομαγμένος. Κοιτώντας κλεφτά κατά την πόρτα τού είπε: — Δεν μπορώ όμως να το δεχτώ, φίλε μου. Πάρ’ το τώρα αμέσως πίσω. — Γιατί; ρώτησε ανήσυχος ο γιατρός. — Γιατί... γιατί... η μητέρα μου συχνά μ’ επισκέπτεται, οι πελάτες μου έρχοντ’ εδώ... Κι εκτός τούτου, θα με ντρόπιαζε ακόμα και στα μάτια των υπηρετών μου... — Μη λες άλλη λέξη, φώναξε ο γιατρός κάνοντας βίαιες χειρονομίες. Απλούστατα πρέπει να το δεχτείς. Θα ’τανε από μέρους σου μεγάλη αχαριστία να τ’ αρνηθείς. Τέτοιο αριστούργημα! Τι κίνηση, τι έκφραση... Πολύ θα με θίξεις αν δεν το πάρεις. — Αν γινότανε κάπως να πασαλειφτεί με κατιτί, ή να το σκεπάζαμε μ’ ένα φύλλο συκής... Αλλά ο γιατρός αρνιόταν να το ακούσει. Χειρονομώντας πιο βίαια, έφυγε απ’ το σπίτι του Ούχωβ, σίγουρος πως είχε ξεφορτωθεί το δώρο. Σαν έφυγε ο γιατρός, ο δικηγόρος εξέτασε το καντηλέρι προσεχτικά και τότε, ακριβώς όπως και ο γιατρός, βάλθηκε να σπάζει το μυαλό του τι στην οργή θα το έκανε... — Ω, ωραιότατο πράμα, σκεφτότανε. Είναι κρίμα να το πετάξω, αλλά και να το κρατήσω, ντροπή, καλύτερα να το κάνω δώρο σε κανέναν... Το βρήκα!... Απόψε κιόλας θα το χαρίσω στον ηθοποιό Σόσκιν. Ο παλιάνθρωπος, τ’ αρέσουνε κάτι τέτοια και εκτός τούτου, απόψε έχει και την τιμητική του. Αμ’ έπος, αμ’ έργον. Εκείνο τ’ απόγευμα κιόλας το καλοπακετορισμένο καντηλέρι μεταφέρθηκε στου ηθοποιού Σόσκιν. Όλο το βράδυ στο καμαρίνι του Σόσκιν γινόταν πολιορκία από κυρίους που σπεύδανε να επιθεωρήσουν το δώρο. Και συνεχώς το δωμάτιο αντηχούσε από εύθυμα γέλια που τα περισσότερα μοιάζανε με χλιμιντρίσματα αλόγων. Αν καμιά θεατρίνα πλησίαζε στην πόρτα και ρωτούσε: «Μπορώ να μπω;» η βραχνή φωνή του Σόσκιν αποκρινόταν αμέσως: — Ω, όχι, όχι, αγαπητή μου. Δεν επιτρέπεται. Δεν είμαι ντυμένος! Μετά την παράσταση ο ηθοποιός ανασήκωσε τους ώμους του, κούνησε τα χέρια του και είπε: — Τώρα, τι στην οργή θα το κάνω ετούτο; Κάθομαι μόνος στο σπίτι. Συχνά μου έρχονται θεατρίνες επίσκεψη, και μήπως είναι καμιά φωτογραφία, να τη χώσεις μέσ’ στο συρτάρι; — Γιατί δεν το πουλάτε; του πρότεινε ο περουκέρης. Ξέρω κάποια γριά που αγοράζει αντίκες... Τη λένε Σμύρνοβα... Καλύτερα να πεταχτείτε ως εκεί. Θα σας δείξουν το μέρος, την ξέρουνε όλοι... Ο ηθοποιός ακολούθησε τη συμβουλή του... Δυο μέρες αργότερα ο Κοσέλκωφ καθόταν στο γραφείο του και έφτιαχνε χάπια. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και όρμησε στο γραφείο ο Σάσα. Ακτινοβολούσε απ’ τα χαμόγελα και το στήθος του φούσκωνε από χαρά... Στα χέρια του κρατούσε ένα πράμα τυλιγμένο σ’ εφημερίδα. — Γιατρέ, φώναξε με κομμένη ανάσα. Σκεφτείτε τη χαρά μου! Τέτοια τύχη δεν τη φαντάζεστε. Μόλις κατάφερα να σας βρω και το ταίρι στο καντηλέρι σας! Η μαμά μου είναι τόσο ευτυχής και είμαι μοναχογιός της... Μου σώσατε τη ζωή. Και ο Σάσα αναρριγώντας από ευγνωμοσύνη και έκσταση απόθεσε το καντηλέρι μπροστά στο γιατρό. Εκείνος άνοιξε το στόμα του, σαν για να πει κάτι, αλλά δεν πρόφερε λέξη... Είχε χάσει τη δύναμη του λόγου. μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς
Κάποτε ο Τσέχωφ εθεωρείτο ο Ρώσος Γκυ ντε Μωπασσάν. Παρά την αδιαμφισβήτητη συγγένειά του σε επίπεδο θεματικής με τον Γάλλο πεζογράφο, ο συγγραφέας του Βυσσινόκηπου παρουσιάζει την παρακμή της μικροαστικής, ιδίως, ζωής με τρυφερή και συχνά νοσταλγική διάθεση. Η λεπτή σάτιρα του Τσέχωφ, η απεικόνιση προσώπων σε στιγμές αδυναμίας και η αποκάλυψη της απατηλής αυταρέσκειας ή της μελαγχολικής παραίτησης, της χιμαιρικής προσδοκίας ή της κοινωνικής ανασφάλειας που κατέχουν τον ψυχικό τους κόσμο (και επιφέρουν άλλοτε ευτράπελες και άλλοτε τραγικές συνέπειες), δεν αναιρούν τη βαθύτερη συμπάθεια προς την εύθραυστη ανθρώπινη φύση. Σε αντίθεση με τον Μωπασσάν, ο Τσέχωφ φαίνεται να συμμερίζεται την αδυναμία και τη μοίρα των χαρακτήρων του. Η κριτική που ασκεί στον αστικό κόσμο παρουσιάζει έτσι και ένα στοιχείο αυτογνωσίας, το οποίο την προσανατολίζει περισσότερο προς τη χιουμοριστική αποδοχή παρά προς τη σαρκαστική και βίαιη απόρριψη (στον Μωπασσάν, αντίθετα, η αυτογνωσία φαίνεται να οδηγεί στην αυτοκαταστροφή). Το «Έργο Τέχνης», διήγημα κυκλικής ανάπτυξης, εστιάζεται με λεπτή ειρωνεία σε ένα χιουμοριστικό επεισόδιο που αποκαλύπτει την υποκριτική σεμνοτυφία μιας αντρικής συντροφιάς (και κατ’ επέκταση της αστικής κοινωνίας της εποχής). Αξίζει να παρατηρηθεί ότι ο αφηγητής δεν εξαιρεί τον εαυτό του από τις αντιλήψεις που εμφανίζεται να ειρωνεύεται. Αντιθέτως, παρουσιάζεται εξίσου σκανδαλισμένος με τους άλλους χαρακτήρες, καθώς ομολογεί, αποστρεφόμενος στον αναγνώστη, ότι δεν τολμά να περιγράψει το έργο ή τους συνειρμούς που αυτό δημιουργεί στον νου του (δεν θα τολμούσε, επομένως, και ο ίδιος να κρατήσει το επίμαχο αντικείμενο αν βρισκόταν στη θέση τους). Στόχος, εξάλλου, του διηγήματος δεν είναι μόνο (ή κυρίως) η αποτύπωση μιας ορισμένης εκδοχής σεμνοτυφίας. Ο διάλογος ανάμεσα στο γιατρό και το νεαρό Σάσα αποτελεί μιαν εξαιρετικά επιτυχημένη παρωδία της συζήτησης περί αισθητικής αυτονομίας και ηθικής λειτουργίας της τέχνης· μιας συζήτησης εξαιρετικά επίκαιρης, την εποχή του Τσέχωφ, που αποτυπώνεται κυρίως στο δοκίμιο του στενού του φίλου Τολστόι Τι είναι τέχνη; (1898). Μεταθέτοντας τη συζήτηση περί τέχνης στο περιβάλλον των μικροαστικών αντιλήψεων και εστιάζοντάς την σε ένα διακοσμητικό κομψοτέχνημα, ο Τσέχωφ αποκαλύπτει, με αξιοσημείωτη λεπτότητα και χιούμορ, τους πραγματικούς όρους πρόσληψης των θεωρητικών απόψεων (που είναι συνήθως αθέατοι σ’ εκείνους που τις διατυπώνουν).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...