Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ, του Άντον Τσέχοφ

ΝΥΧΤΑ. Η μικρή νταντά Βάρικα, κορίτσι ώς δεκατριών χρονών, λικνίζει το μωρό και, μόλις που ακούγεται, σιγοτραγουδάει με βραχνή φωνούλα: Νάνι κάνει το μωρό Τραγουδάκι θα του πω… Μπροστά στην εικόνα καίει το πρασινωπό καντήλι. Στο δωμάτιο, απ’ τη μια γωνιά ώς την άλλη, τεντωμένο ένα σχοινί με κρεμασμένα μωρουδιακά κι ένα μαύρο παντελόνι. Απ’ το καντήλι σχηματίζεται στο ταβάνι μια μεγάλη πράσινη κηλίδα και τα μωρουδιακά με το παντελόνι, ρίχνουν μακρουλές σκιές πάνω τη σόμπα, στην κούνια, στη Βάρικα. Όταν το καντήλι τρεμοσβήνει, η κηλίδα και οι σκιές ζωντανεύουν και κινούνται σαν να τις φυσάει ο αέρας. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Αναδεύεται μια μυρουδιά, ανάκατη από λαχανόσουπα και σολόδερμα. Το μωρό κλαίει. Είναι πολλή ώρα που είναι βραχνό κι ανήμπορο απ’ το κλάμα, συνεχίζει όμως να ξεφωνίζει κι ούτε που ξέρει κανείς πότε θα σταματήσει. Η Βάρικα νυστάζει. Τα μάτια της είναι μισόκλειστα, το κεφάλι τραβιέται προς τα κάτω, ο λαιμός της πονάει. Δεν μπορεί να σαλέψει ούτε τα βλέφαρα, ούτε τα χείλια, και νομίζει ότι το πρόσωπό της στέγνωσε και ξύλιασε, κι ότι το κεφάλι της έγινε τόσο δα μικρό, σαν κεφαλάκι καρφίτσας. – “Κάνει νάνι το μωρό”, σιγομουρμουρίζει βραχνιασμένα, “σούπα θα του φτιάξω εγώ…”. Στην καπνοδόχο ξεφωνίζει το τριζόνι. Στο διπλανό δωμάτιο, πίσω απ’ την πόρτα, ροχαλίζουν ο νοικοκύρης του σπιτιού κι ο παραγιός ο Αθανάσιος… Η κούνια τρίζει παραπονιάρικα, η ίδια η Βάρικα σιγοτραγουδάει με βραχνή φωνή – κι αυτά όλα ενώνονται σε μια νυχτερινή, νανουριστική μουσική, που την ακούς τόσο γλυκά όταν είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αλλά τώρα η μουσική αυτή ερεθίζει μόνο και βασανίζει, γιατί σε βυθίζει στη νύστα χωρίς να μπορείς να κοιμηθείς. Αν, Θεός φυλάξει, η Βάρικα αποκοιμηθεί, τότε τ’ αφεντικά της θα τη δείρουν πάρα πολύ. Το καντήλι τρεμοσβήνει. Η κηλίδα στο ταβάνι κι οι σκιές αρχίζουν να κινούνται και να γλιστρούν πάνω στα μισάνοιχτα κι ασάλευτα μάτια της Βάρικας, κατασταλάζοντας σαν θαμπό όνειρο στο μισοκοιμισμένο μυαλό της. Βλέπει σκοτεινά σύννεφα, που κυνηγιούνται το ένα πίσω από το άλλο στον ουρανό και ξεφωνίζουν σαν το μωρό. Αλλά να, φύσηξε αέρας, τα σύννεφα χάθηκαν κι η Βάρικα βλέπει ένα φαρδύ δρόμο σκεπασμένο με ρευστό βούρκο. Στο μήκος του δρόμου απλώνονται εφοδιοπομπές, σέρνονται άνθρωποι με σάκους στους ώμους, μερικές σκιές περνούν μπρος πίσω. Στις δυο πλευρές του δρόμου, μέσα στην κρύα και βαριά ομίχλη, φαίνονται δάση. Ξαφνικά, οι άνθρωποι με τους σάκους και οι σκιές πέφτουν κάτω στον υγρό βούρκο. “Γιατί το κάνετε αυτό;” ρωτάει η Βάρικα. – “Να κοιμηθούμε, να κοιμηθούμε!” της απαντούν. Και βυθίζεται σ’ έναν βαθύ και γλυκό ύπνο. Στα τηλεγραφικά σύρματα κάθονται κοράκια και καρακάξες που ξεφωνίζουν σαν το μωρό και προσπαθούν να τους ξυπνήσουν. – “Νάνι κάνει το μωρό, τραγουδάκι θα του πω…”, σιγοτραγουδάει με τη βραχνή φωνή της η Βάρικα και βλέπει πλέον τον εαυτό της μέσα σε μια σκοτεινή, αποπνικτική καλύβα. Στο πάτωμα στριφογυρίζει ο μακαρίτης ο πατέρας της Εφήμ Στεπάνωφ. Δεν τον βλέπει, αλλά ακούει πως κυλιέται απ’ τον πόνο στο πάτωμα και βογγάει. Τον έπιασε, όπως λέει, η κήλη. Ο πόνος είναι τόσο δυνατός, που δεν μπορεί να βγάλει ούτε λέξη, μονάχα τραβάει μέσα του αέρα αναδίνοντας στην εκπνοή με τα δόντια του μια κραυγή σαν να ακούονται τύμπανα: – Μπου, μπου, μπου, μπου… Η μητέρα η Πελαγία,έτρεξε στο κτήμα να πει στ’ αφεντικά ότι ο Εφήμ πεθαίνει. Έχει αρκετή ώρα που έφυγε και όπου να είναι θα γυρίσει. Η Βάρικα είναι ξαπλωμένη στη σόμπα, δεν κοιμάται, κι αφουγκράζεται το “μπου, μπου, μπου, μπου” του πατέρα της. Αλλά να, ακούστηκε κάποιος που πλησίασε στο σπίτι. Τα αφεντικά έστειλαν ένα νεαρό γιατρό που ήρθε από την πόλη σαν φιλοξενούμενός τους. Ο γιατρός μπαίνει στο χωριατόσπιτο, αλλά στα σκοτάδια δεν φαίνεται, ακούγεται όμως που βήχει και που τρίζει η πόρτα. – “Ανάψτε το φως”, λέει. – Μπου, μπου, μπου…, απαντάει ο Εφήμ Η Πελαγία ορμάει στη σόμπα κι αρχίζει να ψάχνει για το κεραμιδοκόμματο με τα σπίρτα. Περνάει ένα λεπτό στη σιωπή. Ο γιατρός με μεγάλη προσπάθεια βγάζει από τις τσέπες του κι ανάβει δικό του σπίρτο. – “Αμέσως, πατερούλη μου, αμέσως”, λέει η Πελαγία κι ορμάει έξω απ’ την καλύβα, επιστρέφοντας σε λίγο μ’ ένα μισοκαμμένο κερί. Τα μάγουλα του Εφήμ είναι ρόδινα, τα μάτια του γυαλίζουν και το βλέμμα κάπως ασυνήθιστα διαπεραστικό σαν να βλέπει διαμπερώς και μέσα απ’ την καλύβα και μέσα απ’ τον γιατρό. – “Ε, τι έχεις; Τι έβαλες με το νου σου;”, λέει ο γιατρός, σκύβοντας κοντά του. – “Πώς έτσι; Υποφέρεις πολλή ώρα;” – “Τι να έχω; Να πεθάνω, η ευγένειά σας, ήρθε η ώρα… Να μην είμαι στους ζωντανούς…” – “Αυτά είναι ανοησίες… Θα σε γιατρέψουμε.” – “Όπως εσείς θέλετε, η ευγένειά σας, ταπεινά σας ευχαριστούμε, αλλά, βέβαια, καταλαβαίνουμε… Αν ήρθε ο Χάρος, ας ήρθε.” Ο γιατρός για ένα τέταρτο ασχολείται με τον Εφήμ. Σηκώνεται ύστερα και λέει: – “Τίποτε δεν μπορώ να κάνω… Είναι ανάγκη να πας στο νοσοκομείο να σου κάνουν εγχείρηση. Αμέσως να πας… Να πας εξάπαντος! Είναι λίγο περασμένη η ώρα, εκεί όλοι κοιμούνται τώρα, αλλά δεν πειράζει, θα σου δώσω σημείωμα. Ακούς;’ – “Χριστέ μου, και πώς θα πάει;” λέει η Πελαγία.”Εμείς δεν έχουμε άλογα.” Ο γιατρός φεύγει, το κερί σβήνει κι ακούγεται πάλι “μπου-μπου-μπου”. Μετά μισή ώρα κάποιος πλησιάζει στην καλύβα με άλογα και καρότσι για να πάνε στο νοσοκομείο. Ο Εφήμ ετοιμάζεται κι πηγαίνει. Αλλά να, σε λίγο ξημερώνει. Είναι ένα καλό και πεντακάθαρο πρωινό. Η Πελαγία λείπει απ’ το σπίτι. Πήγε περπατώντας στο νοσοκομείο να μάθει τι γίνεται με τον Εφήμ. Κάπου κλαίει ένα μωρό, κι η Βάρικα ακούει σαν να τραγουδάει κάποιος τη δική της φωνή: – Νάνι κάνει το μωρό, κι εγώ τραγούδι θα του πω… Η Πελαγία επιστρέφει. Κάνει τον σταυρό της και ψιθυρίζει: – “Τη νύχτα τα πράγματα πήγαιναν καλά, αλλά το πρωί ξεψύχησε… Βασιλεία των ουρανών, αιώνια ανάπαυση… Λένε ότι ήταν αργά πια… Θα έπρεπε νωρίτερα…” Η Βάρικα πηγαίνει στο δάσος και κλαίει, αλλά ξαφνικά κάποιος τη χτυπάει στο σβέρκο τόσο δυνατά που έπεσε με το μέτωπο στον κορμό μιας σημύδας. Σηκώνει τα μάτια και βλέπει μπροστά της το αφεντικό της, τον τσαγκάρη. – “Τι κάνεις εδώ παλιοβρόμα;” τη λέει. Το παιδί κλαίει κι εσύ κοιμάσαι;” Της τραβάει το αυτί πονώντας την και το κεφάλι της τινάζεται. Αυτή αρχίζει να κουνάει την κούνια και μουρμουρίζει το τραγούδι της. Η πρασινωπή κηλίδα στο ταβάνι κι οι σκιές από το παντελόνι και τα μωρουδιακά, κάνουν κινήσεις αριστερά δεξιά σαν να της κάνουν νεύματα και, γρήγορα πάλι, κατακυριεύουν το μυαλό της. Βλέπει πάλι τον φαρδύ δρόμο σκεπασμένο με τη ρευστή λάσπη. Άνθρωποι με δισάκια στους ώμους και σκιές, ξαπλώθηκαν και κοιμούνται βαθιά. Κοιτάζοντάς τους, η Βάρικα θέλει με πάθος να κοιμηθεί. Θα ξάπλωνε με πραγματική απόλαυση, αν δεν την πλησίαζε η μητέρα της η Πελαγία και να την ξεσηκώσει γρήγορα. Πάνε κι οι δυο τους βιαστικά στην πόλη να πιάσουν δουλειά. – “Ελεήστε μας, για τ’ όνομα του Χριστού!”, λέει με παρακάλια η μητέρα στους διαβάτες. “Δείξτε την καλοσύνη του Θεού, φιλεύσπλαχνοι κύριοι.” – “Δος μου εδώ το παιδί!” της απαντάει μια γνωστή φωνή. “Δος μου εδώ το παιδί!” ξαναλέει η ιδια φωνή, αυτή τη φορά αυστηρά και διαπεραστικά, “Ακούς, άτιμη;” Η Βάρικα τινάζεται και, κοιτάζοντας γύρω της, καταλαβαίνει τι γίνεται. Ούτε φαρδύς δρόμος υπάρχει, ούτε η Πελαγία, ούτε διαβάτες, αλλά καταμεσής στο δωμάτιο στέκεται μόνη της η κυρά της που ήρθε να ταϊσει το παιδί. Την ώρα που η χοντρή, φαρδύπλατη γυναίκα βυζαίνει και προσπαθεί να ηρεμήσει το μωρό, η Βάρικα την κοιτάζει όρθια και περιμένει πότε θα τελειώσει. Έξω άρχισε να χαράζει. Οι σκιές και η πρασινωπή κηλίδα στο ταβάνι, σιγά-σιγά αδυνατίζουν. Σε λίγο θα ξημερώσει. – “Πάρτο!”, λέει η γυναίκα κουμπώνοντας το πουκάμισο μπροστά στο στήθος της. “Κλαίει, σίγουρα θα είναι ματιασμένο.” Η Βάρικα παίρνει το παιδί, το βάζει στην κούνια κι αρχίζει πάλι να το κουνάει. Η πρασινωπή κηλίδα και οι σκιές εξαφανίζονται σιγά-σιγά και δεν υπάρχει κανείς πια να μπει στο κεφάλι της και να της θολώσει το μυαλό. Όπως πριν, έτσι και τώρα νυστάζει, νυστάζει φοβερά! Ακουμπάει το κεφάλι στην άκρη της κούνιας και κουνιέται μπρος πίσω για να υπερνικήσει τον ύπνο, τα μάτια της όμως είναι σφαλισμένα και το κεφάλι της βαρύ. – “Βάρικα, άναψε τη σόμπα!” ακούγεται απ’ την πόρτα η φωνή του κυρίου. Αυτό σημαίνει πως ήρθε η ώρα να σηκωθεί και να πιαστεί με τις δουλειές. Αφήνει την κούνια και τρέχει στην αποθήκη για ξύλα. Είναι ευχαριστημένη. Όταν τρέχεις και περπατάς δεν πολυνυστάζεις όπως όταν είσαι καθιστός. Φέρνει τα ξύλα, ανάβει την σόμπα κι αιθάνεται το ξυλιασμένο πρόσωπό της να έχει φτιάξει και το μυαλό της να ειναι ξεκάθαρο. – “Βάρικα, ετοίμασε το σαμοβάρι! Φωνάζει η κυρία. Η Βάρικα σχίζει δαδί και προτού καλά-καλά προλάβει να τ’ ανάψει και να το βάλει στο σαμοβάρι, ακούγεται καινούργια εντολή: – “Βάρικα, καθάρισε τις γαλότσες του κυρίου!” Κάθεται στο πάτωμα, καθαρίζει τις γαλότσες και σκέπτεται πόσο ωραία θα ήταν να χωσει ττο κφάλι της μέσα στη μεγάλη βαθιά γαλότσα και να κοιμηθεί εεκεί λιγάκι… Και να, η γαλότσα μεγαλώνει, φουσκώνει γεμίζοντας όλο το δωμάτιο. Η Βάρικα πετάει τη βούρτσα, μα την ίδια στιγμή τινάζει το κεφάλι της, γουρλώνει τα μάτια και προσπαθεί να κοιτάζει έτσι, ώστε να μη μεγαλώνουν τα αντικείμενα κι ούτε να κινούνται μπροστά στα μάτια της. – “Βάρικα, να πλύνεις την εξωτερική σκάλα, είναι ντροπή για τους πελάτες!” Η Βάρικα πλένει τη σκάλα, συγυρίζει τα δωμάτια, ανάβει ύστερα την άλλη σόμπα και τρέχει στον μπακάλη. Πολλή δουλειά, ούτε ένα λεπτό ελεύθερη. Τίποτε όμως δεν είναι τόσο βαρύ, όσο να στέκεσαι σ’ ένα μέρος μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας και να καθαρίζεις πατάτες. Το κεφάλι γέρνει στο τραπέζι, οι πατάτες θαμπώνουν τα μάτια, το μαχαίρι πέφτει απ’ τα χέρια. Δίπλα περνάει η χοντρή, θυμωμένη κυρά της με ανασκουμπωμένα τα μανίκια και φωνάζει τόσο δυνατά που σου κουδουνίζει τ’ αυτιά. Το ίδιο βασανιστικές είναι οι δουλειές μετά το γεύμα. Πλύσιμο, ράψιμο. Υπάρχουν στιγμές που επιθυμεί, χωρίς να κοιτάζει πουθενά, να σωριαστεί στο πάτωμα και να κοιμηθεί. Η μέρα περνάει. Κοιτάζοντας πως σκοτεινιάζουν τα παράθυρα, η Βάρικα αισθάνεται τα ξυλιασμένα της μηνίγγια να φουσκώνουν και γελάει, μην ξέροντας κι η ίδια τι είναι αυτό που την ευχαριστεί. Η βραδινή καταχνιά χαϊδεύει τα σφαλισμένα της μάτια και της υπόσχεται σύντομα έναν βαθύ ύπνο. Το βράδυ στο σπίτι έρχονται επισκέπτες. – “Βάρικα, βάλε το σαμοβάρι!” φωνάζει η κυρά. Το σαμοβάρι του σπιτιού είναι μικρό και μέχρι να τελειώσουν το τσάι τους οι επισκέπτες, θα χρειαστεί να το ζεστάνει τέσσερις-πέντε φορές. Μετά το τσάι, η Βάτικα στέκεται όρθια μια ολόκληρη ώρα στο ίδιο μέρος, κοιτάζει τους προσκεκλημένους και περιμένει εντολές. – “Βάρικα, τρέξε ν’ αγοράσεις τρία μπουκάλια μπίρα!” Τινάζεται από τη θέση της και προσπαθεί να τρέξει γρηγορότερα για να διώξει τον ύπνο. – “Βάρικα, τρέξε να φέρεις βότκα! Βάρικα, πού είναι το ανοιχτήρι; Βάρικα, καθάρισε τη ρέγγα!” Αλλά να, επιτέλους, οι επισκέπτες έφυγαν. Τα φώτα σβήνουν, οι οικοδεσπότες ξαπλώνουν να κοιμηθούν. – “Βάρικα, κούνησε το μωρό!” ακούγται η τελευταία προσταγή. Στην καμινάδα φωνάζει το τριζόνι. Η πρασινωπή κηλίδα στο ταβάνι, οι σκιές από το παντελόνι και τα μωρουδιακά γλιστρούν πάλι στα μισάνοιχτα μάτια της Βάρικας, τρεμοφέγγουν και θολώνουν το κεφάλι της. – “Νάνι κάνει το μωρό”, μουρμουρίζει βραχνιασμένα, “τραγουδάκι θα του πω”. Αλλά το μωρό φωνάζει κι είναι ανήμπορο από το κλάμα. Η Βάρικα βλέπει πάλι τον φαρδύ, βρώμικο δρόμο, τους ανθρώπους με τους σάκκους στους ώμους, την Πελαγία, τον πατέρα της τον Εφήμ. Όλα τα αντιλαμβάνεται, όλους τους γνωρίζει, μόνο που μέσα στο λήθαργό της, δεν μπορεί να καταλάβει ποια είναι ακριβώς εκείνη η δύναμη που της παραλύει τα χέρια και τα πόδια, που τη βαραίνει και την εμποδίζει να ζει. Κοιτάζει προσεκτικά, ψάχνει να βρει αυτή τη δύναμη ώσστε να λυτρωθεί, αλλά δεν τη βρίσκει. Τελικά, καταπονημένη όπως είναι, εντείνει όλες τις δυνάμεις και το βλέμμα της, κοιτάζει ψηλά στην πρασινωπή κηλίδα που τρεμουλιάζει και, ακούγοντας το κλάμα, ανακαλύπτει τον εχθρό που την εμποδίζει να ζει. Αυτός ο εχθρός είναι το μωρό. Χαμογελάει. Αισθάνεται έκπληξη. Πώς αυτή δεν μπόρεσε να καταλάβει νωρίτερα αυτό το απλό πράγμα; Η πρασινωπή κηλίδα, οι σκιές, ακόμα και το τριζόνι, φαίνονται κι αυτά να γελούν και να απορούν. Μια λαθεμένη ιδέα περνά από το μυαλό της Βάρικα. Σηκώνεται απ’ το σκαμνάκι και, μ’ ένα πλατύ γέλιο, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια της, πηγαινοέρχεται μέσα στο δωμάτιο. Της αρέσει και τη γαργαλάει η σκέψη ότι τώρα θα λυτρωθεί από το παιδί που της παραλύει χέρια και πόδια… Να σκοτώσει το παιδί κι ύστερα να κοιμηθεί… Γελώντας, κλείνοντας το μάτι και φοβερίζοντας με τις παλάμες της την πρασινωπή κηλίδα, η Βάρικα πλησιάζει αθόρυβα στην κούνια και σκύβει προς το μωρό. Αφού το έπνιξε, ξαπλώνεται γρήγορα στο πάτωμα, γελάει από ευχαρίστηση που μπορεί να κοιμηθεί, κι ύστερα από ένα λεπτό, κοιμάται πια τόσο βαθιά, που φαίνεται σαν πεθαμένη. Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...