Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

ΑΠΑΤΗΛΟ ΦΩΣ, του Άντον Τσέχοφ

(1) Στο γάμο της Όλγας Ιβάνοβνα ήταν παρόντες όλοι οι φίλοι της και οι επώνυμοι γνωστοί της. «Μόνο κοιτάξτε τον: Υπάρχει σ’ αυτόν κάτι ιδιαίτερο, έτσι δεν είναι;», είπε στους φίλους της και έδειξε τον άντρα της, θέλοντας τρόπον τινά να εξηγήσει πώς και παντρεύτηκε έναν τόσο απλό, καθημερινό και καθόλου εντυπωσιακό άνθρωπο. Ο άντρας της, ο Όσιπ Στέπανιτς Ντούμοφ , ήταν γιατρός και κατείχε τον βαθμό του επιτίμου συμβούλου. Ήταν διορισμένος σε δύο νοσοκομεία: Στο ένα, ως εκτός κρατικού προϋπολογισμού μισθοδοτούμενος αρχίατρος, στο άλλο, ως βοηθός ιατρός στο νεκροτομείο. Καθημερινά απ’ τις εννέα η ώρα το πρωί μέχρι το μεσημέρι δεχόταν ασθενείς και εργαζόταν στην κλινική του, το απόγευμα πήγαινε με το τραμ στο άλλο νοσοκομείο όπου διενεργούσε νεκροψίες στους αποβιώσαντες ασθενείς. Το ιδιωτικό του ιατρείο ήταν ασήμαντο και του απέφερε περίπου πεντακόσια ρούβλια το χρόνο. Αυτά ήταν όλα. Τι άλλο να ειπωθεί γι’ αυτόν; Αντιθέτως η Όλγα Ιβάνοβνα, οι φίλοι της και οι επώνυμοι γνωστοί της δεν ήταν εντελώς καθημερινοί άνθρωποι. Καθένας τους χαρακτηρίζονταν από κάτι και ήταν αρκετά γνωστός, είχε δηλαδή ένα όνομα και θεωρούνταν διασημότητα ή αν δεν ήταν ακόμη διάσημος, δημιουργούσε λαμπρές ελπίδες. Στο γάμο λοιπόν ήταν ένας ηθοποιός του δραματικού θεάτρου, ένα μεγάλο, ήδη από καιρό γνωστό ταλέντο, ένας κομψός ευφυής, σεμνός άντρας ο οποίος απήγγειλε θαυμάσια και έδινε μαθήματα απαγγελίας στην Όλγα Ιβάνοβνα´ ένας τραγουδιστής της όπερας , ένας καλοκάγαθος, χοντρός άντρας ο οποίος αναστενάζοντας, διαβεβαίωνε την Όλγα Ιβάνοβνα πως είναι κρίμα: Αν δεν ήταν τόσο αδούλευτη, αν συγκεντρωνόταν, θα μπορούσε να γίνει μια σημαντική ηθοποιός´ εκτός απ’ αυτούς ήταν εκεί και μερικοί ζωγράφοι, προεξάρχοντος του ζωγράφου ειδών, ζώων και τοπίων Ριαμπόφσκι, ενός πολύ όμορφου, ανοιχτόξανθου νεαρού άντρα περίπου εικοσιπέντε ετών που είχε μεγάλη επιτυχία σε εκθέσεις και πούλησε τον τελευταίο του πίνακα στην τιμή των πεντακοσίων ρουβλιών ´ διόρθωνε τα σκίτσα της Όλγας Ιβάνοβνα και φρόντιζε να λέει πως αυτή μπορούσε να δημιουργήσει κάτι σπουδαίο´ μετά ένας τσελίστας , το όργανο του οποίου τρόπον τινά έκλαιγε και ο οποίος γνωστοποιούσε ανοικτά πως από όλες τις γνωστές κυρίες μόνον η Όλγα Ιβάνοβνα θα καταλάβαινε πώς να τον συνοδεύσει´ στη συνέχεια ένας νεαρός, ήδη γνωστός όμως καλλιτέχνης ο οποίος έγραφε μυθιστορήματα, θεατρικά και διηγήματα. Και ποιος ακόμη; Ε, λοιπόν ακόμη ο Βασίλι Βασίλιεβιτς, ένας ευγενής κτηματίας, ερασιτεχνικά ασχολούμενος εικονογράφος και σχεδιαστής βινιετών (1), ο οποίος ακολουθώντας πιστά το παλιό ρώσικο στυλ, το πρόσφερε άφθονο στις μπιλίνες(μικρά ρωσικά έπη) και στα έπη´ πάνω σε χαρτί, σε πορσελάνη και σε μαύρα καπνισμένα πιάτα σχεδίαζε πραγματικά θαύματα. Ανάμεσα σ’ αυτή την ελεύθερη, μοιραία κακομαθημένη συντροφιά καλλιτεχνών, ο Ντούμοφ έμοιαζε ξένος, περιττός και μικρός, αν και ήταν υψηλόσωμος και με φαρδιές πλάτες. Το φράκο του φαινόταν σαν δανεισμένο και με το κολοβό του γένι έμοιαζε με εμποροϋπάλληλο. Προφανώς αν ήταν συγγραφέας ή καλλιτέχνης θα μπορούσε να ειπωθεί πως με το γένι του μοιάζει του Ζολά.   «Ακούστε με λοιπόν τώρα», του είπε η Όλγα Ιβάνοβνα και έπιασε το χέρι του, «πώς συνέβη όλο αυτό τόσο ξαφνικά; Ακούστε, ακούστε… Πρέπει να σας πω ότι ο πατέρας μου εργαζόταν μαζί με τον Ντούμοφ στο ίδιο νοσοκομείο. Όταν ο πατέρας μου αρρώστησε, ο Ντούμοφ περνούσε μέρα- νύχτα δίπλα στο κρεβάτι του. Τόσο μεγάλη αυτοθυσία! Ακούστε Ριαμπόφσκι… κι’ εσείς συγγραφέα ακούστε προσεκτικά, είναι πολύ ενδιαφέρον. Πλησιάστε πιο κοντά. Πόσο μεγάλη αυτοθυσία και ειλικρινή συμπόνια! Κι’ εγώ δεν κοιμόμουνα τις νύχτες και καθόμουνα δίπλα στον πατέρα μου και ξαφνικά- κοίτα εκεί, το είχα όλο αυτό εκτιμήσει στο γενναίο αυτόν άνθρωπο! Ο Ντούμοφ μου με ερωτεύτηκε μέχρι τα μπούνια. Πραγματικά η μοίρα είναι παράξενη. Μετά λοιπόν τον θάνατο του πατέρα μου, με επισκεπτόταν που και που, με συναντούσε στο δρόμο και ένα ωραίο βράδυ μου έκανε- Pardauz- πρόταση γάμου… Εντελώς στα ξαφνικά… Όλη τη νύχτα έκλαιγα και τον ερωτεύθηκα και η ίδια. Και έτσι έγινα, όπως βλέπετε, η γυναίκα του. Δεν είναι αλήθεια πως έχει κάτι δυνατό, ισχυρό, αρκουδίσιο πάνω του; Τώρα το πρόσωπό του είναι στραμμένο σε σας κατά τα τρία τέταρτα και άσχημα φωτισμένο. Όμως όταν γυρίσει, κοιτάξτε μόνο το πρόσωπό του Ριαμπόφσκι. Τι λέτε σ’ αυτό το μέτωπο; Ντούμοφ, για σένα μιλάμε!», φώναξε απευθυνόμενη στον άντρα της. «Έλα κοντά, δώσε στον Ριαμπόφσκι το τίμιο χέρι σου… Να έτσι. Να γίνετε φίλοι.» Ο Ντούμοφ έτεινε καλόκαρδα και χαμογελώντας αφελώς το χέρι του στον Ριαμπόφσκι και είπε: «Χαίρω πολύ. Μαζί μου τελείωσε τις σπουδές του ένας ονόματι Ριαμπόφσκι. Είναι συγγενής σας;» (2) Η Όλγα Ιβάνοβνα ήταν είκοσι δύο χρονών. Ο Ντούμοφ τριάντα ένα. Μετά το γάμο ζούσαν μαζί υπέροχα. Η Όλγα Ιβάνοβνα διακόσμησε όλους τους τοίχους κρεμώντας πάνω τους δικές της και ξένες ζωγραφικές σπουδές με ή χωρίς κορνίζα´ δίπλα στο πιάνο και στα έπιπλα διαμόρφωσε μια όμορφη στενή γωνιά με κινέζικες ομπρέλες για τον ήλιο, τρίποδες, πολύχρωμα υλικά, στιλέτα, μικρές προτομές, φωτογραφίες. Τους τοίχους της τραπεζαρίας τους διακόσμησε κολλώντας πάνω τους λαϊκά ξυλόγλυπτα, ψηλά κρέμασε χειροποίητα παπούτσια και μισοφέγγαρα, στη γωνιά τοποθέτησε δρεπάνια και τσουγκράνες κι’ έτσι απέκτησε μια τραπεζαρία με ρώσικο γούστο. Στο υπνοδωμάτιο κάλυψε το ταβάνι και τους τοίχους με μαύρο πανί, έτσι που έμοιαζε με σπηλιά, πάνω απ’ το κρεβάτι κρέμασε έναν βενετσιάνικο φανοστάτη και δίπλα στην πόρτα έστησε μια φιγούρα με δόρυ. Όλοι θεωρούσαν ότι το νεαρό αντρόγυνο είχε ένα πολύ θελκτικό σπίτι. Η Όλγα Ιβάνοβνα έπαιζε καθημερινά πιάνο, όταν σηκωνόταν στις επτά, ή ζωγράφιζε, αν η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Επειδή και αυτή και ο Ντούμοφ είχαν λίγα χρήματα, αρκετά μόλις για τα πλέον αναγκαία, έπρεπε λοιπόν, ώστε να εμφανίζεται συχνά με καινούργια ρούχα και με το καλό της γούστο να εντυπωσιάζει, να μπορούν με τη μοδίστρα της να επινοούν κάθε είδους τεχνάσματα. Συχνά από ένα παλιό χρωματισμένο φόρεμα με πολύ φτηνές λωρίδες από τούλι, δαντέλα, βελούδο και μετάξι προερχόταν ένα πραγματικό θαύμα, όχι φόρεμα αλλά μια οπτασία, κάτι εντελώς μαγευτικό. Απ’ τη μοδίστρα η Όλγα Ιβάνοβνα πήγαινε συνήθως σε μια γνωστή της ηθοποιό για να μάθει τα θεατρικά νέα και με την ευκαιρία να προσπαθήσει να προμηθευτεί εισιτήριο για μια πρεμιέρα ή για μια παράσταση προς ευεργεσία. Από την ηθοποιό έπρεπε να μεταβεί στο ατελιέ ενός ζωγράφου ή σε μια ζωγραφική έκθεση, μετά σε κάποια διασημότητα για να την προσκαλέσει στο σπίτι ή για να κάνει μια επίσκεψη ή απλώς να φλυαρήσει. Και παντού γινόταν χαρούμενα και αξιαγάπητα δεκτή, παντού την διαβεβαίωναν ότι είναι μια εύχαρις, θελκτική, σπάνια γυναίκα… Οι άνθρωποι που αποκαλούνταν διάσημοι και σπουδαίοι την δεχόταν ως ισότιμή τους και της προφήτευαν συμφωνώντας ότι με το ταλέντο της, με το γούστο της, με τη διάνοιά της θα προχωρήσει μπροστά, αρκεί να μη διασπάται. Τραγουδούσε, έπαιζε πιάνο, ζωγράφιζε ελαιογραφίες, κατασκεύαζε, λάμβανε μέρος σε εκθέσεις ερασιτεχνών ζωγράφων και όλα αυτά όχι εντελώς επιφανειακά, αλλά με ταλέντο. Όταν διευθετούσε λαμπιόνια για μια φωτογράφιση, όταν περιποιόταν τον εαυτό της ή έδενε σε κάποιον τη γραβάτα του, όλα έβγαιναν απ’ το χέρι της καλλιτεχνικά και με γούστο, έξω απ’ τα συνηθισμένα. Πουθενά όμως δεν έδειξε με τόση σαφήνεια το ταλέντο της, όσο στην τέχνη να γνωρίζεται γρήγορα με διάσημους και να τους συναναστρέφεται με οικειότητα. Χρειαζόταν μόνο κάποιος να χαρακτηριστεί κάπως ή να γινόταν λόγος γι’ αυτόν, τότε ήταν κιόλας γνωστή μαζί του, γίνονταν κιόλας την ίδια μέρα φίλη του και τον καλούσε στο σπίτι της. Θεοποιούσε τους διάσημους ανθρώπους, ήταν περήφανη γι’ αυτούς και τους έβλεπε κάθε νύχτα στο όνειρό της. Τους αναπολούσε και με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να κατευνάσει την αναπόλησή της. Οι παλιοί έφευγαν και ξέπεφταν στη λησμονιά´ στη θέση τους εμφανίζονταν άλλοι καινούργιοι´ κι’ αυτούς τους συνήθιζε γρήγορα ή απογοητευόταν και έψαχνε μανιωδώς για καινούργιους διάσημους ανθρώπους, τους εύρισκε και έψαχνε πάλι γι’ άλλους. Γιατί όμως; Στις πέντε η ώρα έτρωγε με τον άντρα της για μεσημέρι. Η απλότητα του, του υγιές του πνεύμα, ο καλόκαρδος χαρακτήρας του τη γοήτευαν και τη συγκινούσαν. Κάθε τόσο αναπηδούσε, αγκάλιαζε παθιασμένα το κεφάλι του και το σκέπαζε με φιλιά. «Είσαι ένας ευφυής και ευγενής άντρας, Ντούμοφ», έλεγε. «Έχεις όμως ένα μεγάλο ελάττωμα: Δεν ενδιαφέρεσαι για την τέχνη. Απαρνιέσαι τη μουσική και τη ζωγραφική.» «Δεν έχω ιδέα απ’ αυτά», έλεγε μαλακά. «Έχω για καιρό στη ζωή μου ασχοληθεί με τις φυσικές επιστήμες και την ιατρική και δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με την τέχνη.» «Αυτό όμως είναι τρομερό, Ντούμοφ.» «Γιατί όμως; Οι γνωστοί σου δεν ξέρουν τίποτε για τις φυσικές επιστήμες κι’ όμως δεν τους μέμφεσαι εξ’ αιτίας αυτού. Ο καθένας στον τομέα του. Δεν καταλαβαίνω τίποτε περί της ζωγραφικής των τοπίων και περί της όπερας. Σκέπτομαι όμως το εξής: Αφού ευφυείς άνθρωποι αφιερώνουν σ’ αυτά όλη τους τη ζωή και άλλοι ευφυείς άνθρωποι ξοδεύουν γι’ αυτά τεράστια ποσά, τότε κατά τα φαινόμενα είναι αναγκαία. Δεν καταλαβαίνω τίποτε γι’ αυτά αλλά δεν καταλαβαίνω δεν σημαίνει πως τα απαρνιέμαι.» «Έλα, άσε με να σφίξω το τίμιο χέρι σου.» Μετά το φαγητό η Όλγα Ιβάνοβνα πήγαινε στους γνωστούς της, μετά στο θέατρο ή σε κοντσέρτο και μόλις μετά τα μεσάνυχτα γύριζε στο σπίτι. Κι’ αυτό γινόταν κάθε μέρα. Την Τετάρτη το βράδυ είχε την jourfix της (Jourfix ήταν μια σταθερή μέρα της εβδομάδας, όπου τα αριστοκρατικά σπίτια δέχονταν τους καλεσμένους οι οποίοι δεν είχαν καλεστεί ειδικά). Σ’ αυτά τα βράδια η κυρία του σπιτιού και οι καλεσμένοι δεν έπαιζαν χαρτιά, ούτε χόρευαν, αλλά διασκέδαζαν με κάθε είδους καλλιτεχνικές παρουσιάσεις. Ο ηθοποιός του δραματικού θεάτρου έκανε απαγγελίες, οι ζωγράφοι σχεδίαζαν στα άλμπουμ, ο τραγουδιστής τραγουδούσε, ο τσελίστας έπαιζε και η κυρία του σπιτιού επίσης σχεδίαζε, έκανε κατασκευές, τραγουδούσε και συνόδευε στο πιάνο. Στα διαλείμματα μεταξύ απαγγελίας, μουσικής και τραγουδιού, μιλούσαν και καυγάδιζαν για τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη ζωγραφική. Κυρίες δεν ήταν παρούσες γιατί η Όλγα Ιβάνοβνα θεωρούσε όλες τις κυρίες, πλην των ηθοποιών και της μοδίστρας της, βαρετές και μπανάλ. Δεν περνούσε καμία βραδινή συνάθροιση που η κυρία του σπιτιού σε κάποιο χτύπημα του κουδουνιού να μην τιναχθεί πάνω και με θριαμβευτικό πρόσωπο να πει: «Αυτός είναι!». Και με τη λέξη «αυτός» εννοούσε την οποιαδήποτε καινούργια διασημότητα, την οποία είχε καλέσει. Ο Ντούμοφ δεν ήταν στο σαλόνι και κανείς δεν θυμόταν την ύπαρξή του. Όμως στις έντεκα και μισή ακριβώς, άνοιγε η πόρτα που οδηγεί στην «Αγαπημένε μου maitre d’ hotel.», είπε η Όλγα Ιβάνοβνα επευφημώντας από ενθουσιασμό. «Είσαι πραγματικά μαγευτικός! Εξοχότητές μου, δείτε μόνο το πρόσωπό του. Κοιτάξτε όμως: Έχει το πρόσωπο μιας τίγρης της Βεγγάζης αλλά μια αγαθή, αξιαγάπητη έκφραση όπως το ελάφι. Αχ, αγαπημένε μου!»   Οι καλεσμένοι έτρωγαν και σκέπτονταν, κοιτάζοντας τον Ντούμοφ: «Πράγματι, ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος.», αμέσως μετά όμως τον ξεχνούσαν και συνέχιζαν να μιλούν για θέατρο, μουσική και ζωγραφική.   Το νεαρό ζευγάρι ήταν ευτυχισμένο και η ζωή του κυλούσε ομαλά. Βεβαίως η τρίτη εβδομάδα του μήνα του μέλιτος του δεν εξελίχτηκε ομαλά, εντελώς ευτυχισμένα, για να μην πούμε εξελίχτηκε λυπημένα: Ο Ντούμοφ κόλλησε στο νοσοκομείο ανεμοβλογιά, έμεινε έξι μέρες στο κρεβάτι και έπρεπε να κουρέψει εντελώς το όμορφα μαύρα του μαλλιά. Η Όλγα Ιβάνοβνα έστεκε στο προσκέφαλό του κι’ έκλαιγε πικρά. Όταν όμως πήγε καλύτερα, του τύλιξε ένα άσπρο πανί γύρω από το γουλί κουρεμένο του κεφάλι και το ζωγράφισε, όπως κάνουν οι βεδουίνοι. Το διασκέδασαν και οι δύο. Περίπου τρείς μέρες αφότου είχε τελείως γιατρευτεί και άρχισε πάλι να πηγαίνει στο νοσοκομείο, είχε μια άλλη ατυχία. «Δεν έχω τύχη, καλή μου γυναίκα», είπε ξαφνικά στο τραπέζι. «Σήμερα είχα τέσσερις νεκροψίες και κόπηκα σε δύο δάκτυλα. Τώρα μόλις το κατάλαβα, στο σπίτι.»   Η Όλγα Ιβάνοβνα τρόμαξε. Αυτός χαμογέλασε και είπε πως είναι ασήμαντο πράγμα και πως κόβεται συχνά κατά τις νεκροψίες στα χέρια.» «Είμαι πολύ δραστήριος με μεγάλο ζήλο, καλή μου γυναίκα, και διασπάται η προσοχή μου.» Η Όλγα Ιβάνοβνα ήταν γεμάτη ανησυχία. Φοβήθηκε για μια μόλυνση λόγω της πτωμαΐνης και κάθε νύχτα προσεύχονταν αλλά όλα έληξαν καλά. Και πάλι συνεχίστηκε η ειρηνική, ευτυχισμένη ζωή χωρίς λύπες και αναστατώσεις. Το παρόν ήταν μεγαλειώδες και από μακριά πλησίαζε ήδη χαμογελώντας η άνοιξη, υποσχόμενη χιλιάδες χαρές. Η ευτυχία δε λέει να πάρει τέλος: Τον Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο σε μια καλοκαιρινή βίλα έξω απ’ την πόλη με βόλτες, ζωγραφικές σπουδές, ψάρεμα και κελάιδισμα αηδονιών. Και μετά από τον Ιούλιο μέχρι το φθινόπωρο, οι ζωγράφοι θα κάνουν μια περιοδεία στο Βόλγα και στην περιοδεία αυτή θα λάβει μέρος, ως αναπόσπαστο μέλος της συντροφιάς και η Όλγα Ιβάνοβνα. Είχε ράψει ήδη δύο κοστούμια ταξιδιού από λινό ύφασμα, αγόρασε για τον εαυτό της, για το ταξίδι, χρώματα, πινέλα, λινό ύφασμα και μια καινούργια παλέτα. Σχεδόν καθημερινά ερχόταν ο Ριαμπόφσκι για να δει τις προόδους της στη ζωγραφική. Όταν του έδειχνε τις δουλειές της, αυτός έχωνε τα χέρια βαθιά στις τσέπες, έσφιγγε τα χείλη του, σύριζε και έλεγε: « ¨Έτσι λοιπόν… Το σύννεφο σας αποτελεί αντίθεση: Δεν είναι φωτισμένο από το βραδινό φως. Το μπροστινό μέρος είναι κατά κάποιον τρόπο μασημένο, καταλαβαίνετε, έχει συλληφθεί κάπως λάθος… Και το καπελάκι σας μοιάζει κάπως τσαλαπατημένο, σκούζει κλαψιάρικα… Αυτή η γωνία θα έπρεπε να γίνει στενότερη. Σαν σύνολο όμως δεν είναι άσχημο… Πρέπει να το επαινέσω.» Και όσο πιο ακαταλαβίστικα μιλούσε, τόσο ευκολότερα τον καταλάβαινε η Όλγα Ιβάνοβνα.   (3)   Τη Δευτέρα πριν τη σαρακοστή, μετά το φαγητό, ο Ντούμοφ αγόρασε Sakuski (4) και γλυκό και κίνησε να βρει τη γυναίκα του στην καλοκαιρινή βίλα. Δεν είχαν ειδωθεί δύο εβδομάδες και την αναπολούσε. Όταν κάθισε στο τρένο και μετά όλη την ώρα στο μεγάλο άλσος ψάχνοντας το σπίτι, ένοιωσε πείνα και εξάντληση και ονειρεύονταν πως θα έτρωγε το βραδινό ψωμί μαζί με τη γυναίκα του στην ύπαιθρο. Μετά θα χόρταινε τον ύπνο στα γερά και χαιρόταν όταν κοίταζε το πακέτο που μέσα είχε χαβιάρι, τυρί και αργυρόχρωμο σολομό. Όταν βρήκε το σπίτι ο ήλιος έδυε. Η ηλικιωμένη υπηρέτρια είπε πως η αξιότιμη κυρία δεν είναι στο σπίτι αλλά το πιο πιθανόν είναι να επιστρέψει άμεσα. Στο εξωτερικά καθόλου ευυπόληπτο διαμέρισμα, τα ταβάνια με κολλημένο χαρτί γραψίματος και στραβά, τεράστια σανίδια, υπήρχαν μόνο τρία δωμάτια. Στο ένα βρισκόταν ένα κρεβάτι, στο άλλο στις καρέκλες και στα περβάζια των παραθύρων κείτονταν λινό ύφασμα, πινέλα, βρώμικο χαρτί, αντρικά πανωφόρια και αντρικά καπέλα γύρω- γύρω και στο τρίτο δωμάτιο ο Ντούμοφ συνάντησε τρεις αγνώστους σ’ αυτόν κυρίους. Οι δύο ήταν μελαχρινοί κι’ έφεραν κοντή γενειάδα, ο τρίτος γυαλιστερά ξυρισμένος, χοντρός, με το μάτι έδειχνε για ηθοποιός. Πάνω στο τραπέζι έβραζε το σαμοβάρι. «Τι επιθυμείτε;», ρώτησε με βαθιά, μπάσα φωνή ο ηθοποιός και κοίταξε τον Ντούμοφ, όχι φιλικά. «Ψάχνετε την Όλγα Ιβάνοβνα; Περιμένετε θα έλθει αμέσως.» Ο Ντούμοφ κάθισε και άρχισε να περιμένει. Ένας από τους μελαχρινούς κυρίους τον κοίταξε νυσταγμένα και βαριεστημένα, σέρβιρε στον εαυτό του τσάι και ρώτησε: «Μήπως θα θέλατε τσάι;» Ο Ντούμοφ είχε μεγάλη όρεξη να φάει και να πιεί. Για να μη χαλάσει την όρεξή του αρνήθηκε το τσάι. Αμέσως ακούστηκαν βήματα και ένα γνώριμο γέλιο, μια πόρτα έκλεισε δυνατά και στο δωμάτιο μπήκε ο Όλγα Ιβάνοβνα με ένα καπέλο με φαρδύ γείσο και μια χαρτονένια κούτα στο χέρι την ακολουθούσε με μια μεγάλη ομπρέλα και ένα πτυσσόμενο καρεκλάκι, χαρούμενος, με κόκκινα μάγουλα ο Ριαμπόφσκι.   «Ντούμοφ», φώναξε η Όλγα Ιβάνοβνα και κοκκίνισε από χαρά. «Ντούμοφ», επανέλαβε και τοποθέτησε κεφάλι και χέρια στο στήθος του. «Εσύ είσαι! Γιατί δεν ήρθες τόσον καιρό; Γιατί; Γιατί;» «Μήπως έχω καιρό, καλή μου γυναίκα. Είμαι διαρκώς απασχολημένος και όταν είμαι ελεύθερος, τότε τυχαίνει πάντοτε, να μην έρχεται τρένο.»   «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Σε ονειρευόμουν όλη τη νύχτα και φοβόμουν μήπως είσαι άρρωστος. Αχ, αν ήξερες πόσο αγαπητός είσαι, πόσο έρχεσαι στη σωστή στιγμή! Θα είσαι ο σωτήρας μου. Μόνον εσύ μπορείς να με σώσεις! Αύριο εδώ, γίνεται ένας γνήσια παραδοσιακός γάμος», συνέχισε γελώντας και έδεσε τη γραβάτα του άντρα της. «Ο νεαρός τηλεγραφητής, ο Τσικελντέγιεφ, παντρεύεται. Ένας όμορφος νεαρός άντρας, όχι βλάκας, ξέρεις με δυνατή αρκουδίσια έκφραση στο πρόσωπο. Θα μπορούσε κανείς με μοντέλο αυτόν, να ζωγραφίσει έναν νεαρό Βάραγγο. Εμείς, που κατοικούμε τα σπίτια, ενδιαφερόμαστε όλοι γι’ αυτόν και του δώσαμε το λόγο της τιμής μας ότι θα παρευρεθούμε στο γάμο του… Ένας φτωχός, μοναχικός, ντροπαλός άντρας, θα ήταν αμαρτία φυσικά να μην τον συμπονέσουμε. Φαντάσου, μετά τη θεία λειτουργία είναι τα στεφανώματα, μετά θα πάμε όλοι με τα πόδια από την εκκλησία στο σπίτι της νύφης… Καταλαβαίνεις το δάσος, το τραγούδι των πουλιών, κηλίδες ήλιου πάνω στο γρασίδι, κι’ εμείς όλοι, πολύχρωμες κηλίδες σε φωτεινό, πράσινο φόντο- αυτό είναι πολύ γνήσιο, στο γούστο των γάλλων Ιμπρεσιονιστών. Αλλά, Ντούμοφ, με τι θα πάω στην εκκλησία;», είπε η Όλγα Ιβάνοβνα και πήρε μια αξιολύπητη έκφραση. «Δεν έχω τίποτε εδώ, κυριολεκτικά τίποτε. Ούτε φόρεμα, ούτε λουλούδια, ούτε γάντια… Πρέπει να με σώσεις. Αγαπημένε μου, πάρε τα κλειδιά, πήγαινε στο σπίτι και πάρε από το ντουλάπι των ρούχων το τριανταφυλλί μου φόρεμα. Το γνωρίζεις, το πρώτο που κρέμεται εκεί… Μετά θα δεις στην αποθήκη, δεξιά στο πάτωμα, δυο μικρά χαρτονένια κουτιά’ αν ανοίξεις το πάνω-πάνω, τότε βρίσκεις πρώτα απλώς και μόνο τούλι. Τούλι, τούλι και κάθε είδους μπαλώματα είναι μέσα αλλά από κάτω βρίσκονται λουλούδια. Βγάλε έξω προσεκτικά όλα τα λουλούδια, φρόντισε, αγαπημένε μου, να μην τα ζουλίξεις. Μετά θα ξεδιαλέξω απ’ αυτά τα ταιριαστά … Και μετά αγόρασέ μου γάντια.»       «Καλά», είπε ο Ντούμοφ , «Το πρωί αναχωρώ και τα στέλνω.» «Τι το πρωί δηλαδή;» ρώτησε η Όλγα Ιβάνοβνα και τον κοίταξε έκπληκτη. «Πως μπορείς να το διευθετήσεις αύριο; Αύριο το τρένο φεύγει στις εννέα, στις έντεκα είναι τα στεφανώματα. Όχι αγάπη μου, πρέπει σήμερα, οπωσδήποτε σήμερα να ταξιδέψεις! Αν δεν μπορείς να έρθεις αύριο, στείλε τα όλα ως επείγοντα. Τώρα λοιπόν… Ο επιβατικός συρμός φεύγει αμέσως, μην καθυστερείς όμως αγαπημένε μου.» «Καλά.» «Αχ, πόσο λυπάμαι να σε αφήσω να φύγεις», είπε η Όλγα Ιβάνοβνα και της ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια. «Γιατί η τρελή έδωσα το λόγο μου στον τηλεγραφητή;» Ο Ντούμοφ ήπιε γρήγορα ένα ποτήρι τσάι και χαμογελώντας καλόκαρδα πήγε προς το σταθμό. Το χαβιάρι, το τυρί και το σολομό τα καταβρόχθισαν οι δύο μελαχρινοί κύριοι και χοντρός ηθοποιός. (4) Μια ήρεμη φεγγαρόφωτη νύχτα του Ιουλίου η Όλγα Ιβάνοβνα στεκόταν στην πλώρη ενός ατμόπλοιου του Βόλγα ατενίζοντας μια το νερό και μια τις όμορφες όχθες. Δίπλα της στεκόταν ο Ριαμπόφσκι και τις εξηγούσε ότι οι μαύρες σκιές πάνω στο νερό δεν είναι σκιές αλλά οπτασίες, ότι θα ήταν καλύτερα αν κανείς μπορούσε κατ’ αντικρύ αυτού του μαγευτικού νερού με τη φαντασμαγορική λάμψη, κατ’ αντίκρυ αυτού του χωρίς όρια ουρανού και των λυπημένων ακτών που μας προκαλούνε σκέψεις, όλων αυτών που διακηρύττουν την ασημαντότητα της ζωής μας, την ύπαρξη κάτι ανώτερου, αιώνιου, μακάριου, να κοιμηθεί για πάντα, να πεθάνει, να γίνει ανάμνηση. Το παρελθόν πέρασε και είναι αδιάφορο, το μέλλον μηδαμινό και αυτή η θαυμάσια, ιδιαίτερη νύχτα τελειώνει σε λίγο, συγχωνεύεται με την αιωνιότητα- προς τι λοιπόν να ζει κανείς; Η Όλγα Ιβάνοβνα αφουγκραζόταν μια τη φωνή του Ριαμπόφσκι, μια τη νυχτερινή γαλήνη και συλλογιζόταν ότι είναι αθάνατη, δεν θα πεθάνει ποτέ. Το τυρκουάζ χρώμα του νερού, όπως δεν το είχε δει ποτέ παλιά, ο ουρανός, οι ακτές, οι μαύρες σκιές και η αθέλητη ευφροσύνη που γέμιζε την ψυχή της, της έλεγαν ότι θα γινόταν μια μεγάλη καλλιτέχνις και ότι εκεί, κάπου μακριά, πίσω απ’ τη φεγγαρόφωτη νύχτα, στον απέραντο χώρο, την περίμεναν επιτυχία, δόξα, η αγάπη του πλήθους… Όταν, χωρίς να βλεφαρίζει, κοίταζε μακριά, πίστευε πως έβλεπε πλήθη ανθρώπων και φώτα, πίστευε πως άκουγε ήχους μουσικούς και φωνές ενθουσιασμού- η ίδια φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και λουλούδια την έραιναν απ’ όλες τις πλευρές. Σκεπτόταν πως δίπλα της, στηριγμένος στην κουπαστή στεκόταν ένας πραγματικά σπουδαίος άντρας, μια μεγαλοφυΐα, ένας εκλεκτός του Θεού… Όλα, όσα μέχρι εδώ δημιούργησε, ήταν εξαίσια, ήταν καινούργια έξω απ’ τα συνήθη και αυτό που θα δημιουργήσει μελλοντικά, αν με τον ανδρισμό του ενδυναμώσει το σπάνιο ταλέντο του, πρέπει να γίνει ιδιαίτερο, απέραντα εξέχον, κάτι που όμως βέβαια το νοιώθει κανείς στο πρόσωπο του, στον τρόπο έκφρασής του, στη σχέση του με τη φύση. Απ’ τις σκέψεις, απ’ τους βραδινούς τόνους, απ’ το φεγγαρόφωτο μιλάει κάπως ιδιαίτερα, σε μια δική του γλώσσα, έτσι που κανείς νοιώθει μια μαγική δύναμη, πάνω από τη φύση. Ο ίδιος είναι πολύ όμορφος, γνήσιος και η ανεξάρτητη, ελεύθερη, που έχει αρθεί πάνω απ’ τα γήινα, ζωή του μοιάζει με τη ζωή ενός πουλιού. «Ψυχραίνει ο καιρός», είπε η Όλγα Ιβάνοβνα και τουρτούρισε. Ο Ριαμπόφσκι την τύλιξε στο πανωφόρι του και είπε λυπημένα: «Νοιώθω υπό την εξουσία σας, είμαι σκλάβος σας. Γιατί είστε σήμερα τόσο μαγευτική;» Την κοίταζε όλη την ώρα χωρίς να μπορεί να αποσπάσει το βλέμμα του απ’ αυτήν. Τα μάτια του ήταν τρομακτικά και αυτή φοβόταν να τον κοιτάξει. «Σας αγαπώ με πάθος…» ψιθύρισε και το κεφάλι του άγγιξε το μάγουλό της. «Πείτε μου μια λέξη και δεν θα θέλω να ζω πια, θα εγκαταλείψω την τέχνη…» μουρμούρισε βαθιά αναστατωμένος. «Αγαπήστε με, αγαπήστε με…» «Μη μιλάτε έτσι», είπε η Όλγα Ιβάνοβνα και έκλεισε τα μάτια. «Αυτό είναι τρομακτικό. Και ο Ντούμοφ;» «Τι θα πει Ντούμοφ; Γιατί ο Ντούμοφ; Τι σχέση έχω εγώ με τον Ντούμοφ; Ο Βόλγας, το φεγγάρι, η ομορφιά σας, η αγάπη μου, ο ενθουσιασμός μου, σ’ αυτά δεν υπάρχει Ντούμοφ… Αχ, δεν ξέρω τίποτε… Δεν χρειάζομαι τίποτε από τα περασμένα, χαρίστε μου μόνο ένα βλέμμα, μια στιγμή!» Η καρδιά της Όλγας Ιβάνοβνα άρχισε να χτυπάει. Ήθελε να σκεφτεί τον άντρα της αλλά όλο το παρελθόν με το γάμο, με τον Ντούμοφ και τις βραδινές συντροφιές, της φαινόταν μικρά, μηδαμινά, κατηφή, ανώφελα και εντελώς- εντελώς μακρινά… Πράγματι: Τι πάει να πει Ντούμοφ; Γιατί ο Ντούμοφ; Τι σχέση έχει αυτή με τον Ντούμοφ; Υπάρχει αυτός καθόλου; Και δεν είναι μόνο ένα όνειρο; «Γι’ αυτόν τον απλό, καθημερινό άνθρωπο αρκεί η ευτυχία που πήρε μέχρι τώρα», σκέφτηκε και σκέπασε με τα χέρια της το πρόσωπό της. «Ας με καταδικάσουν κι’ ας με καταραστούν, στο πείσμα όλων ας καταστραφώ… Πρέπει κανείς να διαβεί τη ζωή γευόμενος τα πάντα. Θεέ μου πόσο μεγάλη έξαψη είναι αυτή.» «Λοιπόν τι;» μουρμούρισε ο ζωγράφος, την αγκάλιασε και φίλησε παθιασμένα τα χέρια της που έκαναν μια χαλαρή προσπάθεια να τον απωθήσουν. «Με αγαπάς; Ναι; Ω, τι νύχτα, τι εξαίσια νύχτα!» «Ναι τι νύχτα!» ψιθύρισε και τον κοίταξε στα μάτια που έλαμπαν γεμάτα δάκρυα. Μετά έριξε μια ματιά βιαστικά γύρω της, τον αγκάλιασε και τον φίλησε ορμητικά στα χείλη. «Φτάνουμε στη Κινέσμα!», είπε κάποιος που έστεκε στην άλλη πλευρά της πλώρης. Ακούστηκαν βαριά βήματα. Πέρασε μπροστά της ο σερβιτόρος απ’ το εστιατόριο του ατμόπλοιου. «Ακούστε…», του είπε η Όλγα Ιβάνοβνα, χαμογελώντας και κλαίγοντας από ευτυχία. «Φέρτε μας κρασί.» Χλωμός από έξαψη ο ζωγράφος κάθισε σ’ ένα παγκάκι, κοίταξε την Όλγα Ιβάνοβνα με μάτια που την θεοποιούσαν, γεμάτα ευγνωμοσύνη, μετά έκλεισε τα βλέφαρα και είπε χαμογελώντας αμυδρά: «Είμαι κατάκοπος». Και έγειρε το κεφάλι του στην κουπαστή. (5) Στις δυο Σεπτεμβρίου η μέρα ήταν ζεστή και γαλήνια αλλά λυπημένη. Νωρίς το πρωί μεταφέρθηκε πάνω από το Βόλγα ελαφρά ομίχλη και μετά τις εννέα η ώρα άρχισε να πέφτει μια αδύναμη βροχή .Δεν περίμενε βέβαια κανείς ότι ο ουρανός θα καθαρίσει. Στο τσάι Ο Ριαμπόφσκι είπε στην Όλγα Ιβάνοβνα ότι η ζωγραφική είναι η πλέον αγνώμων, η πλέον βαρετή τέχνη, ο ίδιος δεν είναι με τίποτε καλλιτέχνης και μόνο ανόητοι πίστεψαν ότι έχει ταλέντο- και ξαφνικά χωρίς τσιριμόνιες, έπιασε ένα μαχαίρι και καταξέσκισε την καλύτερή του ζωγραφική σπουδή. Μετά το τσάι κάθισε συλλογισμένος στο παράθυρο και κοίταζε έξω προς το Βόλγα. Αλλά ο Βόλγας ήταν χωρίς λάμψη, λυπημένος, θαμπός και κρύος. Όλα, όλα υπενθύμιζαν τον ερχομό του μελαγχολικού, σκοτεινού φθινοπώρου. Υπήρχε η εντύπωση πως η φύση μετέφερε τα πλουσιοπάροχα πράσινα χαλιά των ακτών, τις διαμαντένιες ανακλάσεις του ήλιου, το διαπεραστικό μπλε μακρινό βάθος και κάθε τύπου αναλάμπον και μεγαλοπρεπές από το Βόλγα και τα τοποθετούσε στο μπαούλο μέχρι την επόμενη άνοιξη’ οι καρακάξες καθώς απομακρύνονταν, περνούσαν πάνω απ’ το ρεύμα και το περιγελούσαν: «Πενιχρό είσαι, πενιχρό!» Ο Ριαμπόφσκι άκουγε τα κρωξίματά τους και σκεπτόταν ότι ήδη ξόδεψε τη ζωτική του δύναμη, το ταλέντο του, ότι όλα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι περιχαρακωμένα, σχετικά και ανόητα και δεν θα έπρεπε να δημιουργήσει σχέση μ’ αυτή τη γυναίκα. Με μια λέξη ήταν βαρύθυμος και σε όχι καλή διάθεση. Η Όλγα Ιβάνοβνα καθόταν στο κρεβάτι πίσω από το παραβάν και ενώ χτένιζε τα υπέροχα μαλλιά της, φανταζόταν τον άντρα της μια στο σαλόνι, μια στην κρεβατοκάμαρα και μια στο δωμάτιό του. Η δύναμη της φαντασίας της την οδήγησε στο θέατρο, στη μοδίστρα, στους διάσημους φίλους της. Τι να κάνουν τώρα; Την σκέπτονταν άραγε; Η σαιζόν άρχισε ήδη, θα ήταν ο καιρός που θα σκεπτόταν το βραδινό της κύκλο. Και ο Ντούμοφ; Ο αγαπημένος της Ντούμοφ! Με πόση πραότητα και παιδικό παράπονο την παρακαλάει στα γράμματά του να επιστρέψει στο σπίτι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα! Κάθε μήνα της έστελνε εξήντα πέντε ρούβλια και όταν του έγραψε πως δανείστηκε από τους ζωγράφους εκατό ρούβλια, τότε της έστειλε και αυτά τα εκατό. Τι καλός άνθρωπος, μεγαλόψυχος! Το ταξίδι είχε κουράσει την Όλγα Ιβάνοβνα, έπληττε και θα ευχόταν να φύγει το ταχύτερο μακριά απ’ αυτούς τους αγρότες και από την υγρή μυρωδιά του ποταμού και να ελευθερωθεί απ’ αυτό το αίσθημα ψυχικής μη καθαρότητας που ένοιωθε όλον αυτό τον καιρό ζώντας στις αγροτικές καλύβες και μετακινούμενη από χωριό σε χωριό. Αν ο Ριαμπόφσκι δεν είχε δώσει στους ζωγράφους το λόγο της τιμής του να μείνει εδώ ως τις είκοσι Σεπτεμβρίου, τότε θα μπορούσαν να αναχωρήσουν σήμερα κιόλας. Και πόσο καλό θα ήταν αυτό! «Θεέ μου!» αναστέναξε ο Ριαμπόφσκι «πότε θα βγει επιτέλους ο ήλιος; Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζωγραφίζω ένα ηλιόλουστο τοπίο χωρίς ήλιο!…» «Έχεις όμως ακόμη μια σπουδή με συννεφιασμένο ουρανό!», είπε η Όλγα Ιβάνοβνα και πρόβαλε πίσω από το παραβάν του κρεβατιού. «Θυμάσαι, δεξιά δάσος, αριστερά ένα κοπάδι αγελάδες και πάπιες. Θα μπορούσες να το ολοκληρώσεις τώρα.» «Αχ!», είπε ο ζωγράφος και συνοφρυώθηκε. «Να ολοκληρώσω! Πιστεύετε πραγματικά πως είμαι τόσο ανόητος που δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω;» «Πόσο διαφορετικός μου έγινες!», αναστέναξε η Όλγα Ιβάνοβνα. «Αχ, γελοίο!» Το πρόσωπο της Όλγας Ιβάνοβνα έτρεμε. Πήγε στη σόμπα και άρχισε να κλαίει. «Ναι, τα δάκρυα μόνο έλειπαν! Σταματήστε! Έχω χίλιους λόγους να κλάψω και δεν το κάνω.» «Χίλιους λόγους!», είπε με αναφιλητά η Όλγα Ιβάνοβνα. «Ο βασικός λόγος είναι ότι νοιώθετε πως καταπιέζεστε από μένα, ναι!», συνέχισε κλαίγοντας. «Πείτε όμως την αλήθεια. Ντρέπεστε για τον έρωτά μας. Πασχίζετε συνέχεια να μην αφήσετε τους ζωγράφους να αντιληφθούν τίποτε, παρότι δεν υπάρχει πια κάτι να αποκρύψουμε και τους είναι ήδη όλα από καιρό γνωστά.» «Όλγα, μόνο για ένα πράγμα σας παρακαλώ», είπε ο καλλιτέχνης παρακλητικά «για ένα: Μη με βασανίζετε! Τίποτε άλλο δεν ζητώ από σας!» «Ορκιστείτε όμως, ότι ακόμη με αγαπάτε!» «Πόσο βασανιστικό είναι αυτό!», ξέσπασε καλλιτέχνης και αναπήδησε. «Αυτό θα τελειώσει, όταν γκρεμιστώ στο Βόλγα ή χάσω το μυαλό μου! Αφήστε με ήσυχο!» «Σκοτώστε με τώρα, σκοτώστε με!», ούρλιαξε η Όλγα Ιβάνοβνα. «Σκοτώστε με!» Άρχισε πάλι να κλαίει γοερά και πήγε πίσω από το παραβάν του κρεβατιού. Πάνω στην αχυρένια στέγη της αγροτικής καλύβας άρχισε πάλι να πέφτει θροΐζοντας η βροχή. Ο Ριαμπόφσκι έπιασε το κεφάλι του και πήγαινε από τη μια γωνία στην άλλη, μετά φόρεσε αποφασισμένος το σκούφο του, έριξε στον ώμο το όπλο του και βγήκε έξω. Για αρκετή ακόμη ώρα αφότου είχε φύγει, η Όλγα Ιβάνοβνα ήταν πεσμένη στο κρεβάτι και έκλαιγε. Στην αρχή σκέφτηκε πως θα ήταν σωστό να φαρμακωθεί, ώστε να τη βρει πεθαμένη ο Ριαμπόφσκι όταν επέστρεφε. Μετά όμως οι σκέψεις της περιπλανήθηκαν στο σαλόνι της, στο δωμάτιο του άντρα της και φαντάστηκε ότι κάθεται δίπλα στον Ντούμοφ και απολαμβάνει τη σωματική ηρεμία και καθαριότητα, και πως τα βράδια κάθεται στο θέατρο και ακούει Ματσίνι στην «Cavalleria rusticana». Και η αναπόληση του πολιτισμού, του θορύβου της πόλης και των διάσημων ανθρώπων άρχισε να βασανίζει την καρδιά της. Η αγρότισσα ήρθε στην καλύβα και άρχισε σιγά- σιγά να ανάβει τη σόμπα ώστε να ετοιμάσει το φαγητό. Απλώθηκε μια μυρωδιά καμένου και ο αέρας έγινε μπλε απ’ τον καπνό. Ήρθαν μέσα κάποιοι ζωγράφοι με ψηλές, βρώμικες μπότες και βρεγμένα απ’ τη βροχή πρόσωπα, κοίταξαν τις ζωγραφικές σπουδές και για παρηγοριά είπαν πως ο Βόλγας ακόμη και με άσχημο καιρό είναι γοητευτικός. Το φτηνό ρολόι του τοίχου χτύπαγε τικ-τικ-τικ… Μύγες που δεν πετούσαν λόγω του κρύου συγκεντρώθηκαν στη γωνία γύρω απ’ το εικονοστάσι και βούιζαν και οι κατσαρίδες ακούγονταν να απομακρύνονται με θόρυβο μέσα στο χοντρό χαρτόνι κάτω από τους πάγκους. Ο Ριαμπόφσκι ήρθε στο σπίτι όταν ο ήλιος είχε δύσει. Πέταξε τη σκούφια πάνω στο τραπέζι και ωχρός, εξαντλημένος, με βρώμικες μπότες κάθισε πάνω στον πάγκο και έκλεισε τα μάτια. «Είμαι κουρασμένος…», είπε και τρεμόπαιξε τα φρύδια του καταβάλλοντας προσπάθεια να κρατήσει ανοικτά τα μάτια του. Για να αποκτήσει την προσοχή του κολακεύοντάς τον και να δείξει πως δεν είναι θυμωμένη, η Όλγα Ιβάνοβνα πήγε κοντά του, τον φίλησε σιωπηλά και οδήγησε τη χτένα της ανάμεσα στα ανοιχτόξανθα μαλλιά του’ ήθελε να του περιποιηθεί τα μαλλιά. «Τι είναι πάλι τούτο!» ρώτησε ξαφνιασμένος και έκανε σαν να τον άγγιξαν με κάτι κρύο. «Τι είναι αυτό; Αφήστε με παρακαλώ ήσυχο!» Την έσπρωξε με τα χέρια μακριά του κι’ έφυγε, ενώ της φάνηκε ότι το πρόσωπό του είχε μια έκφραση αηδίας. Την ίδια στιγμή η αγρότισσα του έφερε προσεκτικά με τα δυο της χέρια ένα πιάτο λαχανόσουπα και η Όλγα Ιβάνοβνα είδε ότι βουτούσε τα μεγάλα της δάκτυλα στη σούπα. Και η βρώμικη γυναίκα με μια κοιλιά που την έσφιγγε υπερβολικά η ζώνη, η λαχανόσουπα που άρχισε ο ζωγράφος να τρώει λαίμαργα και όλη αυτή η ζωή, που στην αρχή την είχε αγαπήσει χάριν της απλότητάς της και της καλλιτεχνικής της ανεμοζάλης, της φάνηκαν τρομακτικά. Ένοιωσε ξαφνικά προσβεβλημένη και είπε ψυχρά: «Πρέπει για ένα διάστημα να χωρίσουμε, αλλιώς λόγω του υπερβολικού κορεσμού θα μπορούσαμε να έρθουμε σοβαρά σε ρήξη. Μπούχτισα. Σήμερα αναχωρώ.» «Με τι; Καβάλα σε μαγκούρα;» «Σήμερα είναι Πέμπτη, οπότε στις ενιάμιση έρχεται το ατμόπλοιο.» «Α έτσι; Ναι, ναι… Λοιπόν αναχώρησε», είπε ο Ριαμπόφσκι ήπια ενώ σκούπιζε το στόμα του με το γάντι αντί για πετσέτα. «Εδώ είναι για σένα βαρετά και επίσης δεν υπάρχει κάτι να δουλέψεις’ θα ήμουν μεγάλος εγωιστής αν ήθελα να σε κρατήσω. Ταξίδεψε. Μετά τις είκοσι του μηνός θα ειδωθούμε ξανά.» Η Όλγα Ιβάνοβνα συμμάζεψε χαρούμενη τα πράγματά της και τα μάγουλά της έκαιγαν από ευχαρίστηση. Αναρωτήθηκε, είναι πραγματικά αλήθεια ότι σε λίγο θα ζωγραφίζει στο σαλόνι, θα κοιμάται στην κρεβατοκάμαρα και θα τρώει σε τραπεζομάντηλο; Η καρδιά της ελάφρυνε, δεν ήταν πια θυμωμένη με τον καλλιτέχνη. «Χρώματα και πινέλα τα αφήνω εδώ, Ριάμπουσα», είπε, όταν είμαι μακριά μην τεμπελιάζεις εδώ, μην αποπνέεις θλίψη. Είσαι ένας ελκυστικός, νέος άντρας, Ριαμπόφσκι, ό,τι αφήσω πίσω να το φέρεις μαζί σου.» Στις εννέα η ώρα φίλησε τον Ριαμπόφσκι για αποχαιρετισμό, για να μην το κάνει, όπως άφησε να εννοηθεί, παρουσία των άλλων στο ατμόπλοιο’ μετά αυτός την έφερε μέχρι την προβλήτα. Αμέσως ήρθε το ατμόπλοιο και η Όλγα Ιβάνοβνα έφυγε. Σε δεκαέξι περίπου ώρες έφτασε στο σπίτι. Χωρίς να αποθέσει το καπέλο και το αδιάβροχο και ανασαίνοντας βαριά από έξαψη διάσχισε το σαλόνι και πήγε στην κουζίνα. Ο Ντούμοφ καθόταν στο τραπέζι, χωρίς σακάκι, με ανοικτά τα κουμπιά του γιλέκου του και ακόνιζε το μαχαίρι πάνω στο πιρούνι’ μια πέρδικα βρισκόταν στο πιάτο μπροστά του. Όταν η Όλγα Ιβάνοβνα μπήκε στο διαμέρισμα ήταν πεισμένη ότι όλα θα τα κρατούσε μυστικά απ’ τον άντρα της και διέθετε ακόμη αρκετή πονηριά και δύναμη για να το κάνει. Όταν όμως τώρα είδε το φαρδύ, πράο, ευτυχισμένο χαμόγελο και τα μάτια του που έλαμπαν από χαρά, αισθάνθηκε, ότι το να κρατήσεις απ’ αυτόν τον άντρα μυστικό είναι κάτι χυδαίο και αηδιαστικό όσο δεν πάει και ακριβώς κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε τις δυνάμεις της, όπως τις ξεπερνάει η συκοφαντία, η κλεψιά ή η δολοφονία’ και στη στιγμή αποφάσισε να του διηγηθεί όλα τα συμβάντα. Αφού τον άφησε να τη φιλήσει και να την αγκαλιάσει, έπεσε μπροστά του στα γόνατα και κάλυψε το πρόσωπό της. «Τι συμβαίνει, τι συμβαίνει, καλή μου γυναίκα;», τη ρώτησε τρυφερά. «Βαρέθηκες;» Σήκωσε το πρόσωπό της, το κόκκινο από ντροπή και τον κοίταξε ενοχικά και παρακλητικά, αλλά ο φόβος και η ντροπή δεν την άφησαν να πει την αλήθεια. «Τίποτε…», είπε «ήρθαν τα πράγματα κάπως…» «Ας καθίσουμε…», είπε ο Ντούμοφ, τη σήκωσε και την έβαλε στο τραπέζι… «Λοιπόν, τρώγε… Τρώγε την πέρδικα. Είσαι σίγουρα ξελιγωμένη από την πείνα, φτωχό μου κορίτσι.» Εκείνη ρουφούσε με λαχτάρα τον αέρα του σπιτιού και έτρωγε την πέρδικα’ αυτός όμως την κοίταζε συγκινημένος και γελούσε χαρούμενος.   Άντον Τσέχοφ   (6) Από τα μέσα του χειμώνα άρχισε κατά τα φαινόμενα ο Ντούμοφ να υποψιάζεται, ότι τον απατά. Δεν μπορούσε, σαν να μην είχε αυτός καθαρή τη συνείδηση του, να δει πλέον στα μάτια τη γυναίκα του, δεν χαμογελούσε πια χαρούμενα όταν βρίσκονταν ο ένας ενώπιον του άλλου και για να μην είναι, όσο γίνονταν, μόνος μαζί της, έφερνε συχνά τον συνάδελφό του, τον Κοροστέλεφ, ένα μικρό ανθρωπάκι, κοντοκουρεμένο, με ένα τσαλακωμένο πρόσωπο, ο οποίος κάθε φορά, όταν συζητούσε με την Όλγα Ιβάνοβνα, από αμηχανία κούμπωνε και ξεκούμπωνε το σακάκι του κι’ έπειτα άρχιζε με το δεξί του χέρι να στρίβει το αριστερό του μουστάκι. Στο τραπέζι οι δύο γιατροί συζητούσαν θέματα, όπως ότι σε κάποια πολύ ψηλή θέση του διαφράγματος η καρδιά ενίοτε χτυπάει άτακτα ή ότι τον τελευταίο καιρό εμφανίζονται αρκετά συχνά κάποιες νευροπάθειες ή ότι εχθές ο Ντούμοφ, ο οποίος έκανε νεκροψία σ’ ένα πτώμα με τη διάγνωση «Pernizioese Anaemie (κακοήθης αναιμία), βρήκε όμως καρκίνο στους κοιλιακούς αδένες. Και φαίνονταν, ότι οι δυο τους διεξήγαγαν μπροστά της τους ιατρικούς τους διαλόγους, ώστε η Όλγα Ιβάνοβνα κατά το δυνατόν να σιωπά, που σημαίνει να μην ψεύδεται. Μετά το φαγητό ο Κοροστέλεφ κάθισε στο πιάνο’ Ο Ντούμοφ αναστέναξε και είπε «Αχ, αγαπητέ μου!»- «Θέλω κάτι ακόμη από σας!»- «Παίξτε! Παίξτε όμως κάτι λυπημένο!» Ο Κοροστέλεφ αφού τράβηξε ψηλά τους ώμους, τέντωσε τα δάκτυλα κρατώντας τα μακριά το ένα απ’ το άλλο, άρχισε να κτυπάει μερικά ακόρντα και να τραγουδάει με φωνή τενόρου: «Δείξε μου το σπίτι που ο μουζίκος δεν αναστενάζει.» Και ο Ντούμοφ αναστέναξε άλλη μια φορά, στήριξε το κεφάλι του στα χέρια και βυθίστηκε σε σκέψεις. Τον τελευταίο καιρό η Όλγα Ιβάνοβνα συμπεριφερόταν ακραία απρόσεκτα. Κάθε πρωί ξυπνούσε με κακή διάθεση και με τη σκέψη πως ο Ριαμπόφσκι δεν την αγαπάει πια και όλα χάθηκαν. Πίνοντας καφέ συλλογιζόταν ότι ο Ριαμπόφσκι την είχε απομακρύνει απ’ τον άντρα της και συνεπώς θα είναι και χωρίς τον άντρα της και χωρίς τον Ριαμπόφσκι’ μετά ότι όπως της ανέφεραν οι γνωστοί της, ο Ριαμπόφσκι προετοιμάζει να εκθέσει κάτι ιδιαίτερο, έναν πίνακα μίξη ειδών και τοπίων στο γούστο του Πολενόφ, με τον οποίο όλοι όσοι ήρθαν στο ατελιέ του ενθουσιάστηκαν’ αυτόν, σκέφτηκε, τον δημιούργησε βεβαίως υπό την επίδρασή της, όπως κυρίως υπό την επίδρασή της έκανε μεγάλα βήματα προόδου. Αυτή της η επίδραση είναι τόσο ευνοϊκή και γόνιμη που στο τέλος αυτός θα καταστραφεί, αν την εγκαταλείψει. Θυμήθηκε επίσης, ότι την τελευταία φορά ήρθε σ’ αυτήν φορώντας ένα γκρι σακάκι με βούλες που άστραφταν με μια καινούργια γραβάτα και την είχε ρωτήσει κουρασμένα: «Είμαι όμορφος;» Και πράγματι ήταν κομψός και με τις μακριές του μπούκλες και τα μπλε του μάτια ήταν πολύ όμορφος- ή τουλάχιστον έτσι της είχε φανεί. Αφού θυμήθηκε πολλά και στάθμισε τα κάθε πέρα δώθε μαζί του, η Όλγα Ιβάνοβνα ντύθηκε και με ζωηρή έξαψη πήγε στον Ριαμπόφσκι, στο ατελιέ του. Τον συνάντησε χαρούμενο και ενθουσιασμένο με τον πράγματι μεγαλοπρεπή του πίνακα’ πηδούσε γύρω- γύρω, έπαιρνε πόζες και απαντούσε με αστεία σε σοβαρές ερωτήσεις. Η Όλγα Ιβάνοβνα ζήλεψε με τον πίνακα’ αυτό το μισούσε. Βεβαίως από ευγένεια έμεινε πέντε λεπτά αμίλητη και σιωπηλή μπροστά στον πίνακα και είπε χαμηλόφωνα, αναστενάζοντας, όπως κάποιος αναστενάζει μπροστά σε μια αγιογραφία… «Λοιπόν, μέχρι τώρα δεν ζωγράφισες ποτέ κάτι παρόμοιο. Ξέρεις, ας το πούμε δημιουργεί σε κάποιον φόβο.» Μετά ξεκίνησε να τον ικετεύει, πως πρέπει να την αγαπάει και να μην την εγκαταλείψει, θα έπρεπε να την ευσπλαχνιστεί όπως μια φτωχή δυστυχισμένη. Έκλαιγε, φιλούσε τα χέρια του, ζητούσε να της ορκιστεί αγάπη, προσπαθούσε να του αποδείξει, ότι χωρίς την καλή της επίδραση θα εκτροχιάζονταν και θα καταστρέφονταν. Και αφού είχε χαλάσει την καλή του διάθεση, πήγε στη μοδίστρα της και μετά σε μια ηθοποιό που είχαν γίνει φίλες, με ένα αίσθημα ταπείνωσης, για να αποκτήσει ένα εισιτήριο. Μια φορά, όταν δεν τον είχε βρει στο ατελιέ του, άφησε πίσω ένα γράμμα στο οποίο ορκίζονταν ότι θα φαρμακώνονταν με αλάνθαστο τρόπο, αν σήμερα δεν έρχονταν σ’ αυτήν. Αυτός φοβήθηκε, ήρθε στο σπίτι κι’ έμεινε για φαγητό. Χωρίς να ενδιαφερθεί για την παρουσία του άντρα της, της έλεγε πράγματα ιταμά και αυτή απαντούσε με τον ίδιο τρόπο. Και οι δυο ένοιωθαν ότι έβαζαν ο ένας στον άλλο δεσμά, ότι ο ένας είναι δεσπότης και εχθρός του άλλου. Ήταν σε έξαψη και στην έξαψή τους αυτή δεν αντιλαμβάνονταν ότι η συμπεριφορά και των δυο ήταν απαράδεκτη, και ότι ακόμη και ο κοντοκουρεμένος Κοροστέλεφ τα αντιλήφθηκε όλα. Μετά το φαγητό ο Ριαμπόφσκι αποχαιρέτησε βιαστικά. «Πού πηγαίνετε;», τον ρώτησε η Όλγα Ιβάνοβνα στο χωλ και τον κοίταξε γεμάτη μίσος. Συνοφρυωμένος και με μάτια να λάμπουν, ανέφερε ένα κάποιο γνωστό και στους δυο τους όνομα και μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει, πως διασκέδαζε με τη ζήλια της και ήθελε να την εξαγριώσει. Πήγε στο υπνοδωμάτιό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι’ από ζήλια, οργή κι’ ένα αίσθημα ντροπής δάγκωνε τα μαξιλάρια και άρχισε να κλαίει δυνατά με αναφιλητά. Ο Ντούμοφ άφησε μόνο του τον Κοροστέλεφ στο σαλόνι, πήγε στο υπνοδωμάτιό της και της είπε χαμηλόφωνα και εντελώς αναστατωμένος: «Μην κλαίς τόσο δυνατά, καλή μου γυναίκα… Τι σημαίνει αυτό; Πρέπει σιωπά κανείς… Να μην προκαλεί υπόνοιες… Ξέρεις, ότι συνέβη δεν ισιάζει πια.»     Επειδή δεν ήξερε πώς να καταπνίξει τη βασανιστική της ζήλια που τη σφυροκοπούσε μέχρι τους κροτάφους , ντύθηκε, πουδράρισε το κλαμένο της πρόσωπο και πήγε βιαστικά στη γνωστή κυρία… Επειδή δε βρήκε τον Ριαμπόφσκι σ’ αυτή, πήγε σε μια δεύτερη, μετά σε μια τρίτη… Στην αρχή ντρεπόταν να πηγαίνει ρωτώντας, μετά όμως συνήθισε και σ’ ένα μόνο βράδυ πήγε γύρω- γύρω σε όλες τις κυρίες που είχαν γίνει φίλες της, ώστε να αναζητήσει τον Ριαμπόφσκι, και όλοι πια κατάλαβαν τι συμβαίνει. Μια μέρα είπε στον Ριαμπόφσκι για τον άντρα της: «Αυτός ο άνθρωπος με καταπιέζει με τη μεγαλοψυχία του!» Η φράση αυτή της άρεσε τόσο, ώστε σε συναναστροφές της με καλλιτέχνες οι οποίοι γνώριζαν το ρομάντζο της με τον Ριαμπόφσκι κάθε φορά έλεγε για τον άντρα της, κάνοντας μια ενεργητική κίνηση με το χέρι: «Αυτός ο άνθρωπος με καταπιέζει με τη μεγαλοψυχία του!» Ο τρόπος ζωής της ήταν ακόμη όπως τον περασμένο χρόνο. Την Τετάρτη είχε τη jourfix της. Ο ηθοποιός απήγγειλε, οι ζωγράφοι σχεδίαζαν, ο τσελίστας έπαιζε, ο τραγουδιστής τραγουδούσε και απαραίτητα στις έντεκα και μισή άνοιγαν οι πόρτες προς την τραπεζαρία και ο Ντούμοφ έλεγε γελώντας: « Παρακαλώ κύριοι μου, για ένα πρόχειρο φαγητό.» Όπως παλιά η Όλγα Ιβάνοβνα έψαχνε σημαντικούς άντρες, τους έβρισκε, απογοητευόταν και έψαχνε για καινούργιους. Όπως και παλιά, έρχονταν καθημερινά αργά τη νύχτα στο σπίτι, αλλά ο Ντούμοφ δεν κοιμόταν πια όπως τον περασμένο χρόνο , αλλά καθόταν στο δωμάτιό του και δούλευε. Πήγαινε περίπου στις τρείς στο κρεβάτι και ξυπνούσε στις οκτώ. Ένα βράδυ όταν η Όλγα Ιβάνοβνα, με στόχο να πάει στο θέατρο, στεκόταν μπρος στον καθρέφτη της ντουλάπας, ήρθε ο Ντούμοφ με φράκο και λευκή γραβάτα στο υπνοδωμάτιο, χαμογέλασε με πραότητα και την κοίταξε όπως παλιά κατευθείαν στα μάτια. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε. «Μόλις υποστήριξα την διδακτορική μου διατριβή», είπε και κάθισε βάζοντας τα χέρια του πάνω στα γόνατά του. «Την υποστήριξες;», ρώτησε η Όλγα Ιβάνοβνα. «Και αν!» γέλασε και τέντωσε το λαιμό του για να δει στον καθρέφτη το πρόσωπο της γυναίκας του, που στεκόταν, έχοντας του στρέψει την πλάτη της και τακτοποιούσε την κόμμωσή της. «Και αν!» επανέλαβε. «Ξέρεις, είναι παρά πολύ πιθανόν να μου προσφερθεί μια θέση υφηγητή στη γενική παθολογία. Έτσι δείχνουν τα πράγματα.» Από το ευτυχισμένο, λαμπερό του πρόσωπο καταλάβαινε κανείς, ότι σε περίπτωση που η Όλγα Ιβάνοβνα μοιραζόταν μαζί του τη χαρά του και το θρίαμβό του, θα της τα συγχωρούσε όλα, τα τωρινά και τα μελλοντικά και ότι είναι έτοιμος, να τα ξεχάσει όλα’ αλλά αυτή δεν αντιλήφτηκε τίποτε από το τι σημαίνει υφηγεσία και γενική παθολογία, εκτός τούτου, φοβήθηκε, ότι θα αργήσει στο θέατρο και έτσι σιώπησε. Αυτός κάθισε ακόμη δυο λεπτά εκεί, χαμογέλασε ενοχικά και βγήκε έξω. (7) Ήταν μια πολύ ανήσυχη μέρα. Ο Ντούμοφ είχε δυνατό πονοκέφαλο. Το πρωί δεν ήπιε τσάι, δεν πήγε στο νοσοκομείο και όλη τη μέρα ήταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι του στο δωμάτιό του. Η Όλγα Ιβάνοβνα πήγε ως συνήθως μετά τις δώδεκα στον Ριαμπόφσκι για να του δείξει μια σπουδή της πάνω σε τοπίο και να τον ρωτήσει γιατί δεν ήρθε εχθές. Η σπουδή της φαίνονταν ασήμαντη. Την είχε ζωγραφίσει για να μπορέσει να αναζητήσει το ζωγράφο κάτω από κάποια ιδιαίτερη αφορμή. Μπήκε μέσα χωρίς να χτυπήσει. Όταν στο χωλ έβγαζε τις γαλότσες της, νόμισε πως άκουσε κάποιον να τρέχει χωρίς θόρυβο, με γυναικείο τρόπο και με το φόρεμα να θροΐζει, διασχίζοντας το ατελιέ και όταν βιάστηκε να ρίξει μια ματιά μέσα, είδε μόνο για μια στιγμή ένα κομμάτι ενός καφετί φορέματος να φωτίζει και να εξαφανίζεται πίσω από έναν πίνακα που ο μισός μαζί με το τρίποδο ήταν ντυμένος μ’ ένα μαύρο τσίτι. Καμία αμφιβολία: Εκεί βρισκόταν κρυμμένη μια γυναίκα. Πόσο συχνά εξ άλλου η ίδια η Όλγα Ιβάνοβνα δεν βρήκε καταφυγή πίσω απ’ αυτό τον πίνακα! Ο Ριαμπόφσκι, προφανώς πολύ αναστατωμένος, παραξενεύτηκε για τον ερχομό της ,της αντέτεινε τα δυο του χέρια και είπε με εξαναγκασμένο χαμόγελο: «Αχ! Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω! Τι καλό φέρνετε;» Τα μάτια της Όλγας Ιβάνοβνα γέμισαν δάκρυα. Ένοιωσε ντροπή και πίκρα και με τίποτε στον κόσμο δεν θα ήθελε να κάνει σκηνή παρουσία μιας ξένης γυναίκας, μιας παράλληλης ερωμένης και ψεύτρας, που τώρα στεκόταν πίσω απ’ τον πίνακα και πιθανόν να χαμογελάει χαιρέκακα. «Σας έφερα μια σπουδή…», είπε ντροπαλά με αδύναμη φωνή και τα χείλη της έτρεμαν. «Μια σπουδή Nature Morte.» «Αχ! Μια σπουδή;» Ο καλλιτέχνης πήρε τη σπουδή στα χέρια του και πήγε, παρατηρώντας την, στο διπλανό δωμάτιο. Η Όλγα Ιβάνοβνα τον ακολούθησε. «Nature morte αλλά στο φόρτε… χωρίς κόρτε.» , μουρμούρισε, αναζητώντας ρίμα. Απ’ το ατελιέ ακούστηκαν βιαστικά βήματα και το θρόισμα ενός φορέματος. Έφυγε λοιπόν. Η Όλγα Ιβάνοβνα είχε διάθεση να ουρλιάξει δυνατά, να χτυπήσει το ζωγράφο με κάτι βαρύ στο κεφάλι και να τρέξει μακριά. Αλλά απ’ τα δάκρυα δεν μπορούσε να δει τίποτε. Ήταν καθηλωμένη απ’ τη ντροπή της και δεν ένοιωθε πια σαν Όλγα Ιβάνοβνα, αλλά σαν ένα μικρό σκαθάρι. «Είμαι κουρασμένος…», είπε ο ζωγράφος, κοίταξε τη σπουδή και κούνησε το κεφάλι του για να κατανικήσει τη νύστα. «Αυτό είναι φυσικά αξιαγάπητο, αλλά μια σπουδή σήμερα, μια σπουδή χθες, μια σπουδή πριν ένα χρόνο και τον επόμενο μήνα πάλι μια σπουδή… Δεν σας είναι βαρετό; Στη θέση σας θα εγκατέλειπα τη ζωγραφική και θα ασχολιόμουν σοβαρά με τη μουσική ή κάτι άλλο… Δεν είστε ζωγράφος, αλλά μουσικός… Αχ, πόσο κουρασμένος είμαι! Θα πω να φέρουν αμέσως τσάι… Συμφωνείτε;» Βγήκε έξω απ’ το δωμάτιο και η Όλγα Ιβάνοβνα τον άκουσε να διατάζει κάτι τον υπηρέτη του. Για να μην τον αποχαιρετίσει, για να μην πρέπει να εξηγήσει και προπάντων για να μην ξεσπάσει σε κλάματα, έτρεξε πριν γυρίσει ο Ριαμπόφσκι βιαστικά στο χωλ, φόρεσε τις γαλότσες της και βγήκε στο δρόμο. Εκεί αναστέναξε ανακουφισμένη και ένοιωσε απελευθερωμένη για πάντα απ’ τον Ριαμπόφσκι, τη ζωγραφική και τη βαθιά ντροπή που την είχε τόσο πολύ στενοχωρήσει στο ατελιέ. Όλα πήραν ένα τέλος! Πήγε στη μοδίστρα, μετά στον Barnay, ο οποίος είχε έρθει μόλις εχθές, από τον Barnay σε μια εκτέλεση μουσικής πράξης και όλη την ώρα σκέπτονταν με ποιο τρόπο, γεμάτη αξιοπρέπεια, θα γράψει στον Ριαμπόφσκι ένα ψυχρό, εξαγριωμένο γράμμα και πως την άνοιξη ή το καλοκαίρι θα πάει με τον Ντούμοφ στην Κριμαία για να απελευθερωθεί τελειωτικά απ’ το παρελθόν και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή. Όταν ήρθε στο σπίτι, κάθισε , χωρίς να αλλάξει, στο σαλόνι για να γράψει το γράμμα…. Ο Ριαμπόφσκι είχε πει, ότι αυτή δεν είναι ζωγράφος. Σαν εκδίκηση τώρα θα του έγραφε, ότι χρόνο με το χρόνο ζωγραφίζει το ίδιο, ότι είναι μονομερής και τίποτε δεν θα δημιουργήσει, το οποίο δεν έχει ήδη δημιουργήσει. Είχε διάθεση να του γράψει επίσης, ότι οφείλει πολλά στην καλή της επιρροή και αν τώρα ενεργεί άσχημα είναι αυτός ο φταίχτης και η επιρροή της καταστρέφεται από αμφίβολα πρόσωπα του είδους αυτής που κρύφτηκε σήμερα πίσω απ’ τον πίνακα. «Καλή μου γυναίκα!», φώναξε ο Ντούμοφ από το δωμάτιο, χωρίς να ανοίξει τις πόρτες. «Καλή μου γυναίκα!» «Τι έχεις;» «Καλή μου γυναίκα, μην έρθεις μέσα σε μένα, έλα μόνο στην πόρτα. Τα πράγματα έχουν ως εξής: Προχθές κόλλησα στο νοσοκομείο διφθερίτιδα και τώρα… Την έχω άσχημα. Στείλε όσο το δυνατόν γρηγορότερα να φέρουν τον Κοροστέλεφ.» Η Όλγα Ιβάνοβνα αποκαλούσε τον άντρα της, όπως όλους τους γνωστούς της άντρες συνήθως όχι με το μικρό του όνομα αλλά με το μεγάλο του. Το μικρό του, το Όσιπ δεν της άρεσε γιατί της θύμιζε τον Όσιπ του Γκόγκολ. Τώρα όμως φώναξε δυνατά: «Όσιπ, δεν μπορεί να συμβαίνει!» «Στείλε να τον φέρουν! Την έχω άσχημα…!», είπε ο Ντούμοφ πίσω απ’ την πόρτα και ακούστηκε να πηγαίνει στο κρεβάτι και να ξαπλώνει. «Στείλε να τον φέρουν», ακούστηκε η βαριά φωνή του. «Τι είναι πάλι τούτο;», σκέφτηκε η Όλγα Ιβάνοβνα που πάγωσε απ’ τον τρόμο «Αυτό όμως είναι επικίνδυνο!» Χωρίς να είναι αναγκαίο πήρε ένα κερί και πήγε στο υπνοδωμάτιο και ενώ συλλογίζονταν τι πρέπει να κάνει, κοιτάχτηκε τυχαία στον καθρέφτη. Με το χλωμό, τρομαγμένο της πρόσωπο, με το σακάκι με τα φουσκωτά μανίκια, με τους κίτρινους γιακάδες πάνω στο στήθος και τις ιδιαίτερες λωρίδες στο φόρεμα, εμφανιζόταν γελοία και άσχημη. Ξαφνικά ένοιωσε μια επώδυνη συμπόνια για τον Ντούμοφ, για την χωρίς όρια αγάπη του γι’ αυτήν, για τη νεότητά του και βέβαια για το ορφανό κρεβάτι του, στο οποίο δεν είχε κοιμηθεί εδώ και καιρό. Θυμήθηκε το συνεχές του, πράο και ταπεινό χαμόγελο. Άρχισε να κλαίει πικρά και έγραψε στον Κοροστέλεφ ένα ικετευτικό γράμμα. Ήταν δυο η ώρα τη νύχτα. (8) Όταν η Όλγα Ιβάνοβνα στις οκτώ η ώρα το πρωί εγκατέλειψε το υπνοδωμάτιο της με ένα κεφάλι βαρύ από την αϋπνία, όχι όμορφη, αχτένιστη, φορτωμένη με ενοχή την έκφραση του προσώπου της, πέρασε μπροστά της στο χωλ ένας κύριος με μαύρο γένι που με το μάτι φαινόταν γιατρός. Μύριζε φαρμακίλα. Στην πόρτα του δωματίου στέκονταν ο Κοροστέλεφ και με το δεξί του χέρι έστριβε το αριστερό του μουστάκι. «Συγνώμη που δεν σας αφήνω να περάσετε μέσα», είπε με σκοτεινό ύφος στην Όλγα Ιβάνοβνα. «Θα μπορούσατε να κολλήσετε. Και στην πραγματικότητα το να περάσετε μέσα είναι εντελώς άσκοπο. Είναι ούτως ή άλλως σε παραλήρημα.» «Έχει πράγματι διφθερίτιδα;», ρώτησε η Όλγα Ιβάνοβνα ψιθυρίζοντας. «Όποιος εκτίθεται σε κίνδυνο μ’ αυτόν τον τρόπο, θα έπρεπε να τον στήνουν μπροστά στο δικαστήριο», μουρμούρισε ο Κοροστέλεφ, χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση της. «Ξέρετε πως κόλλησε; Την Τρίτη απομάκρυνε ρουφώντας από ένα αγόρι με ένα σωληνάκι το επίστρωμα των βλεννογόνων. Και με τι σκοπό; Από ανοησία… καθαρά από ανοησία…» «Είναι κάτι τέτοιο επικίνδυνο; Πολύ επικίνδυνο;», ρώτησε η Όλγα Ιβάνοβνα. «Ναι, ας το πούμε μια βαριά περίπτωση. Θα έπρεπε κανονικά να καλεστεί ο Σρεκ.» Μετά ήρθε ένας μικρόσωμος, κοκκινόξανθος άντρας με μακριά μύτη και εβραϊκή προφορά, μετά ένας υψηλόσωμος, εύσωμος, με τσουλούφι, περισσότερο έμοιαζε με πρωτοδιάκονο’ μετά ένας νεαρός, πολύ χοντρός με κόκκινο πρόσωπο και γυαλιά. Αυτοί οι γιατροί ήρθαν ώστε να αντικαταστήσουν τους συναδέλφους τους. Ο Κοροστέλεφ, ο οποίος είχε τη «σκοπιά» του πριν απ’ αυτούς, δεν πήγε στο σπίτι του, αλλά έμεινε εκεί και διέσχιζε τα δωμάτια σαν μια σκιά. Η υπηρέτρια πρόσφερε τσάι στους γιατρούς υπηρεσίας και έτρεχε συχνά στο φαρμακείο’ δεν υπήρχε κανείς να συγυρίσει τα δωμάτια. Η κατάσταση ήταν ήρεμη χωρίς παρηγοριά. Η Όλγα Ιβάνοβνα καθόταν στο υπνοδωμάτιο και συλλογιζόταν πως την τιμώρησε ο θεός επειδή απάτησε τον άντρα της. Αυτό το σιωπηλό πλάσμα που δεν γόγγυζε ποτέ, ακατανόητο, παραδομένο στην πραότητα του, με την ανείπωτη καλοσύνη του, αδύναμος υπέφερε εκεί μέσα, κατά κάποιον τρόπο, υπόκωφα και χωρίς παράπονο πάνω στο ντιβάνι του. Και αν παραπονιέται, αυτό συμβαίνει μόνο στο παραλήρημα του απ’ τον πυρετό και οι γιατροί που τον φροντίζουν καταλαβαίνουν ότι δεν είναι υπεύθυνη μόνον τη διφθερίτιδα. Μετά θα ρωτούσαν τον Κοροστέλεφ, ο οποίος ασφαλώς τα ξέρει όλα και κοιτάζει όχι άδικα τη γυναίκα του φίλου του, σαν να προξένησε στην πραγματικότητα αυτή το κακό και η διφθερίτιδα ήταν μόνο η συνεργός της. Δεν σκαφτόταν πια το φεγγαρόφωτο βράδυ στο Βόλγα ούτε πια τις ερωτικές εξομολογήσεις και την ποιητική ζωή στο αγροτόσπιτο αλλά μόνο, ότι από καθαρό κέφι, από ακόλαστη διάθεση, μαγαρίστηκε από πάνω ως κάτω με κάτι βρώμικο, κολλώδες που ποτέ δεν θα μπορέσει να ξεπλύνει. «Αχ, πόσο τρομερά ψέματα είπα και εξαπάτησα!», είπε και θυμήθηκε τον ανήσυχο έρωτα που την έδενε με τον Ριαμπόφσκι. «Ας είναι όλα αυτά καταραμένα.» Στις τέσσερις η ώρα κάθισε μαζί με τον Κοροστέλεφ για φαγητό. Εκείνος δεν έτρωγε, μόνο έπινε κόκκινο κρασί και κοίταζε μπροστά του με σκοτεινό ύφος. Ούτε εκείνη μπορούσε να φάει. Πότε προσευχόταν από μέσα της και υποσχόταν στο Θεό, ότι θα αγαπήσει πάλι τον Ντούμοφ, αν θα γινόταν καλά, και θα του ήταν μια πιστή σύζυγος , πότε ξεχνιόταν για μια στιγμή , κοίταζε τον Κοροστέλεφ και σκεπτόταν: «Δεν είναι βαρετό να είσαι ένας απλός, ασήμαντος, άσημος άντρας και επί πλέον να έχεις ένα τόσο τσαλακωμένο πρόσωπο και τόσο άσχημους τρόπους;» Αμέσως θεώρησε, ότι Θεός θα τη θανατώσει στη στιγμή, γιατί από φόβο μην κολλήσει, δεν ήταν δίπλα στον άντρα της στο δωμάτιο. Ένα αμβλύ και απαρηγόρητο συναίσθημα την κατέβαλε πλήρως και η βεβαιότητα, ότι η ζωή της ήδη καταστρέφεται και με τίποτε δεν μπορεί να σιάξει… Μετά το φαγητό σουρούπωσε. Όταν η Όλγα Ιβάνοβνα πήγε στο σαλόνι, ο Κοροστέλεφ κοιμόταν πάνω στον καναπέ και είχε βάλει κάτω απ’ το κεφάλι του ένα μεταξωτό, χρυσοκέντητο μαξιλάρι. «Χρρρ… Χρρρ…», ροχάλιζε. Και οι γιατροί, οι οποίοι ερχόταν και πήγαιναν εναλλάξ , δεν αντιλαμβάνονταν την έλλειψη της τάξης, ούτε ότι ένας ξένος άντρας κοιμόταν στο σαλόνι και ροχάλιζε, ούτε τις ζωγραφικές σπουδές στους τοίχους, ούτε τη θαυμαστή επίπλωση του δωματίου, ούτε ότι η κυρία του σπιτιού ήταν αχτένιστη, ατημέλητα ντυμένη’ όλα αυτά δεν προξενούσαν τώρα το παραμικρό ενδιαφέρον. Έξαφνα ένας απ’ τους γιατρούς γέλασε δυνατά από κάποια άγνωστη αιτία και το γέλιο αυτό ήχησε παράξενα, δημιουργώντας ανησυχητική διάθεση. Όταν η Όλγα Ιβάνοβνα ήρθε για δεύτερη φορά στο σαλόνι, ο Κοροστέλεφ δεν κοιμόταν πια αλλά καθόταν εκεί και κάπνιζε. «Έχει διφθερίτιδα στη ρινική κοιλότητα», είπε μισοδυνατά. «Η καρδιά του δεν δουλεύει πλέον κανονικά, είναι σε άσχημη κατάσταση.» «Τότε όμως, στείλτε να φέρουν τον Σρεκ», είπε η Όλγα Ιβάνοβνα. «Ήταν ήδη εδώ. Διαπίστωσε ότι η διφθερίτιδα εξαπλώθηκε στη μύτη. Τι μπορεί να κάνει εν προκειμένω ο Σρεκ! Κατά βάθος ούτε ο Σρεκ είναι κάτι το ιδιαίτερο. Αυτός είναι ο Σρεκ κι’ εγώ ο Κοροστέλεφ- αυτό είναι όλο.» Η ώρα περνούσε τρομακτικά αργά. Η Όλγα Ιβάνοβνα ξάπλωσε με τα ρούχα στο άστρωτο κρεβάτι και λαγοκοιμόταν. Της φαινόταν σαν να ήταν το δωμάτιο απ’ το πάτωμα έως το ταβάνι γεμάτο με ένα τεράστιο κομμάτι σίδερο και δεν χρειαζόταν παρά να τραβήξει κάποιος έξω αυτό το σίδερο και όλα θα αποκτήσουν ελαφρά και χαρούμενη διάθεση. Όταν ξύπνησε, της ήρθε στο μυαλό ότι δεν υπήρχε κανένα σίδερο, αλλά η ασθένεια του Ντούμοφ. «Nature morte, στο φόρτε… με κόρτε», σκέφτηκε πάλι ενώ κοιμόταν ελαφρά. «Σπόρ, σκορ… πως ταιριάζει με τον Σρεκ; Γκρεκ… Ντεκ…» Και πάλι ονειρεύτηκε το σίδερο… Η ώρα περνούσε ατελείωτα και το ρολόι στο κάτω πάτωμα χτυπούσε συχνά… Η υπηρέτρια ήρθε με ένα άδειο ποτήρι στο δίσκο και ρώτησε: «Αξιότιμη κυρία, επιθυμείτε να στρώσω το κρεβάτι;» Βγήκε πάλι έξω, αφού δεν έλαβε καμία απάντηση. Κάτω χτυπούσε το ρολόι τις ώρες. Ονειρεύτηκε τη βροχή στο Βόλγα. Πάλι ήρθε κάποιος στο υπνοδωμάτιο, σαν ξένος της φάνηκε. Η Όλγα Ιβάνοβνα αναπήδησε και αναγνώρισε τον Κοροστέλεφ. «Τι ώρα είναι;», τον ρώτησε. «Περίπου τρείς.» «Τι νέα;» «Τι νέα! Ήρθα να σας πω: Τελειώνει.» Έκαιγε με αναφιλητά, έκατσε δίπλα στο κρεβάτι και με τα μανίκια σκούπιζε τα δάκρυά του. Στην αρχή αυτή δεν κατάλαβε, μετά όμως πάγωσε και άρχισε να κάνει αργά το σταυρό της. «Τελειώνει…», επανέλαβε με λεπτή φωνή ο Κοροστέλεφ και ξέσπασε άλλη μια φορά σε λυγμούς. «Πεθαίνει γιατί θυσιάστηκε. Τι απώλεια για την επιστήμη!», είπε πικρά. «Αν συγκριθούμε όλοι μαζί του, αυτός ήταν μεγάλος, ασυνήθιστος άντρας! Τι προικισμένος άνθρωπος και πόσες ελπίδες δεν έδωσε σε όλους μας!», συνέχισε ο Κοροστέλεφ, συστρέφοντας τα χέρια του. «Κύριε και Θεέ μου, θα γίνονταν ένας σοφός, σαν αυτόν τώρα δε βρίσκεται κανένας . Οσγιάκα Ντούμοφ, Οσγιάκα Ντούμοφ, Τι έκανες! Αχ, αχ Θεέ μου!» Ο Κοροστέλεφ κάλυψε στην απελπισία του το πρόσωπό του και με τα δυο του χέρια και κούνησε το κεφάλι! «Και τι ηθική δύναμη!», συνέχισε με όλο και περισσότερη οργή για κάποια. «Μια αγαθή, καθαρή ψυχή που αγαπάει- όχι απλώς ένας άνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος καθαρός σαν το γυαλί! Υπηρετούσε την επιστήμη και πέθανε γι’ αυτήν. Και δούλευε σαν ταύρος, μέρα και νύχτα και κανείς δεν τον φύλαξε, τον νέο αυτόν με την τεράστια ευρυμάθεια, τον μελλοντικό καθηγητή, που ήταν υποχρεωμένος να ασχολείται και με το ιατρείο του και τις νύχτες να βασανίζεται με μεταφράσεις, μόνο και μόνο για να πληρώνει αυτά εκεί τα ελεεινά χαρχάλια.» Ο Κοροστέλεφ κοίταξε γεμάτος μίσος την Όλγα Ιβάνοβνα, έπιασε με τα δυο του χέρια ένα σεντόνι και το έσυρε πάνω του, σαν να έφταιγε αυτό. «Ο ίδιος δεν πρόσεχε τον εαυτό του και αυτόν κανείς δεν τον πρόσεχε. Αχ ναι, έτσι είναι.» «Ναι ένα σπάνιος άνθρωπος!», είπε με μπάσα φωνή κάποιος στο σαλόνι. Η Όλγα Ιβάνοβνα αναλογίστηκε όλη τη ζωή που πέρασε μαζί του, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, με όλες τις λεπτομέρειες και ξαφνικά κατανόησε ότι αυτός, Ο Ντούμοφ, ήταν στην πραγματικότητα ένας ξεχωριστός, ασυνήθιστος άνθρωπος. Και όταν θυμήθηκε με ποιόν τρόπο του συμπεριφερόταν ο πεθαμένος της πατέρας και οι άλλοι συνάδελφοι του γιατροί, τότε κατανόησε, ότι όλοι είχαν δει σ’ αυτόν μια επερχόμενη διασημότητα. Οι τοίχοι, η κουβέρτα, η λάμπα, το χαλί στο πάτωμα κινούσαν προς αυτή τα βλέφαρά τους κοροϊδευτικά σαν να ήθελαν να πουν: «Έχασες την ευκαιρία, έχασες την ευκαιρία.» Κλαίγοντας όρμησε έξω απ’ το υπνοδωμάτιο προς το σαλόνι, πέρασε μπροστά από έναν άγνωστο και πήγε βιαστικά στο δωμάτιο του άντρα της . Αυτός κείτονταν ακίνητος πάνω στο ντιβάνι σκεπασμένος ο μισός με μια κουβέρτα. Το πρόσωπό του ήταν τρομακτικά σουρωμένο, ισχνό και είχε ένα γκριζοκίτρινο χρώμα που δεν το έχει κανένα ζωντανό πλάσμα’ και μόνο απ’ το μέτωπό του, απ’ τα μαύρα φρύδια και το γνωστό χαμόγελο μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τον Ντούμοφ. Η Όλγα Ιβάνοβνα άγγιξε βιαστικά το στήθος του, το μέτωπό του, τα χέρια του. Το στήθος του ήταν ακόμη ζεστό, όμως το μέτωπό του και τα χέρια του ήταν ανατριχιαστικά κρύα και τα μισάνοιχτα μάτια του δεν κοίταζαν την Όλγα Ιβάνοβνα, αλλά το ταβάνι. «Ντούμοφ!», φώναξε δυνατά, «Ντούμοφ!» Ήθελε να του εξηγήσει ότι όλα ήταν μια πλάνη, ότι δεν έχουν ακόμη όλα χαθεί, ότι η ζωή μπορεί να ξαναγίνει όμορφη κι ευτυχισμένη, ότι είναι ένας σπάνιος, ασυνήθιστος, σημαντικός άνθρωπος που σε όλη τη διάρκεια της ζωής της θα τον τιμάει , θα τον λατρεύει και θα έχει ένα βαθύ σεβασμό σ’ αυτόν. «Ντούμοφ!», φώναξε, τον ταρακούνησε στον ώμο και δεν ήθελε να πιστέψει πως δεν θα ξυπνούσε ποτέ πια. «Ντούμοφ! Αχ! Ντούμοφ!» Στο σαλόνι όμως ο Κοροστέλεφ είπε στην υπηρέτρια. «Τι στέκεστε έτσι; Πηγαίνετε να ρωτήσετε την κυρία, πού μένουν οι φτωχές χωρικές. Πρέπει να πλύνουν το πτώμα, να το περιποιηθούν και να κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο.»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...