Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

MOΡΦΕΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΟ- ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ "ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ".
Ἡ τάξις τῶν πεπαιδευμένων ὑπῆρξεν ἀείποτε διῃρημένη εἰς δύο κόμματα πολλαχῶς ἀντιφερόμενα. Οἱ μὲν Πλατωνικοὶ ὑπέθαλπον τὴν αἵρεσιν, τὴν καινοτομίαν, τὸν ξε-νισμόν. Οἱ δὲ Ἀριστοτελικοί, ἐν οἷς πολλοὶ σοφοὶ καὶ εὐσεβεῖς Πατέρες, ἠκολούθουν πιστῶς τὴν ὑπὸ τῆς ὀρθοδοξίας κεχαραγμένην γραμμήν. Διόπερ, δυσμενῶς ἡ Ἐκκλησία διῆγε πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, οἵτινες ὡσεπιτοπλεῖστον κατέφευγον ἐν τοῖς ἀνακτόροις. Καὶ δικαίως ἐδυσχέραινε κατ’ αὐτῶν –ἐπειδή, παρεκτὸς ὅτι ὁ Πλατωνικὸς κοσμοπολιτισμὸς περιττὸς ἀπέβαινε καὶ πολλάκις ἐπιβλαβὴς μετὰ τὴν χριστιανικὴν καθολικότητα, ἀλλὰ καὶ ἐπεβουλεύετο ἐνίοτε τὰ καθιερωμένα δόγματα καὶ τὰς παραδεχθείσας παραδόσεις. Ὁ δὲ Ἀριστοτελισμὸς ἀπεναντίας ἐβοήθει τὴν εθνικότητα". Εδώ αντιπαρατίθεται η πλατωνική πόλη στην ορθόδοξη Οικουμένη και η ανοιχτή πλατωνική ζήτηση –ας θυμηθούμε πως οι διάλογοι του Πλάτωνα δεν κλείνουν με αμετάκλητα συμπεράσματα και πως οι ορισμοί παρατίθενται για να καταρρεύσουν– στο αποκεκαλυμμένο δόγμα. Η ιστορική παράμετρος έχει επίσης σημασία. Πράγματι, για αιώνες οι Βυζαντινοί συσχετίζουν τον Πλατωνισμό με την αίρεση, την καινοτομία και τον ξενισμό. Ορθά σημειώνει ο Ζαμπέλιος πως "ἡ κατὰ τῶν Πλατωνικῶν ὀργὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀνεδείχθη ἀνὰ ἑκάστην κρίσιμον ἐποχήν. Φανεροῦται ἐπὶ τοῦ παρόντος, καθὼς μετέπειτα θέλει φανερωθῇ περὶ τὰ τέλη τοῦ μεσαιωνισμοῦ ἐν Ἰταλίᾳ". (Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Λόγιοι και γλώσσαι της ΙΔ΄εκατονταετηρίδος, Αθήνα 1998, σ.39)
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ- "ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ"
Ο υπαινικτικός ερωτικός λόγος στον Ερωτόκριτο, με την ιδεαλιστική μετα-πετραρχική του αποτύπωση –δείγμα υψηλής λογοτεχνικότητας–, δίνει βήμα στη συντηρητική ως προς το ζήτημα του λογοτεχνικού έρωτα ρομαντική κριτική να αρθρώσει λόγο με ηθικοδιδακτικά κριτήρια και εθνικιστικές συνδηλώσεις. Άλλωστε, η έννοια του ‘ηθικού ποιητή’, του ηθικού δημιουργού εν γένει, ο οποίος θα διαμορφώσει ενάρετους και ολοκληρωμένους συναισθηματικά και ηθικά ανθρώπους μέσα από τα γραπτά του, ήταν ένα σοβαρό διακύβευμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού ήδη από την εποχή του Byron·
Αυτό το διακύβευμα το υιοθέτησαν οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι ποιητές και στοχαστές του νεοελληνικού Ρομαντισμού: οι ρομαντικοί το συνέδεσαν άμεσα και με το δεύτερο, ίσως σημαντικότερο, ποιοτικό γνώρισμα της έννοιας του ελληνικού, ήτοι αποδεκτού, ‘έρωτα’: του έρωτα για την πατρίδα.
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Η θέση του Ευγένιου Βούλγαρη για τους αρχαίους λυρικούς ποιητές είναι σαφής: επιλέγει συγγραφείς, όπως η Σαπφώ, ο Ανακρέοντας, ο Λουκιανός και ο Αριστοφάνης, για να τους χαρακτηρίσει κατά σειράν "άσεμνους", "βδελυρούς" και "βωμολόχους". Στα αναγνώσματα αυτά αντιπαραθέτει τα ψυχωφελή συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, στο έργο των οποίων ο Έλληνας κληρικός είχε από νωρίς εντρυφήσει.
Η χρήση των συγκεκριμένων χαρακτηρισμών εναντίον αρχαίων συγγραφέων, των οποίων το έργο είναι γνωστό για τα προκλητικά του σημεία, και η αντικατάστασή του από χριστιανικά κείμενα της ορθόδοξης παράδοσης, φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της ηθικής προτεραιότητας που ώφειλε να διέπει διαχρονικά τα έργα της ελληνικής γραμματείας.
Ο Βούλγαρης παραδέχεται ότι στο παρελθόν είχε υποπέσει στο παράπτωμα της ανάγνωσης θύραθεν λογοτεχνίας, η οποία δεν καλλιεργεί ακριβώς την ηθική διάσταση του ενάρετου χριστιανού, ομολογώντας όμως ότι πλέον έχει απαλλαγεί από την αρνητική επίδρασή της.
ΑΠΑΡΧΕΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Αν θα έπρεπε να οριοθετήσουμε χρονολογικά την έναρξη των παραστάσεων, θα έπρεπε να εστιάσουμε στην παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή το 1867, γνωστή ως «Αντιγόνη των Βασιλικών Γάμων», ως μια παράσταση που αποτέλεσε την εναρκτήρια και τη σοβαρότερη προσπάθεια σκηνικής παρουσίασης αρχαίου δράματος στη νέα ελληνική σκηνή.
Βεβαίως, έχουν προηγηθεί παραστάσεις από τους Έλληνες των κοινοτήτων του έξω ελληνισμού, ξεκινώντας από την Οδησσό και το Βουκουρέστι, ενώ προεπαναστατικά ακόμη έχουμε την πρώτη μετάφραση του Αίαντα του Σοφοκλή . Οι Νεοέλληνες έβλεπαν ανέκαθεν την αρχαιότητα με τα μάτια της Δύσης και αυτό καθόρισε τη σχέση τους με τους αρχαίους προγόνους τους.
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ ́, Μπούρας, Αθήνα σ. 314: «Τὸ οἰκτρότερον τῶν εἰς τὴν τάξιν ταύτην ἀνηκόντων ποιημάτων εἶναι ὁ πόλεμος τῆς Τρωάδος, πόλεμος ἱστορηθεὶς οὐχὶ καθ’ Ὅμηρον ἀλλὰ κατὰ τὸν Benoît de Sainte-Maure, ἕνα τῶν περιφημοτέρων Γάλλων μυθιστοριογράφων τῆς 12ης ἑκατονταετηρίδος. Ὅθεν ὁ μὲν Ἄρης μεταβάλλεται εἰς Μαρὸς (Mars), ὁ δὲ Ἰάσων γίνεται Ἰασοῦς, ἡ δὲ Μήδεια, Μεδέα, ὁ δὲ Πάτροκλος, Πάντρουκλος, καὶ τὸ τελευταῖον τοῦτο τοὐλάχιστον ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀνάγκης, διότι ὁ Γάλλος γράφει ὀρθῶς Patrocles. Ἡ πατρὶς τοῦ Ὁμήρου, ἀγνοοῦσα τὴν Ἰλιάδα καὶ μὴ ἠξεύρουσα οὐδὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἡρώων αὐτῆς νὰ προφέρῃ, ἀλλὰ πιθηκίζουσα ὡς πρὸς τοῦτο τοὺς ξένους, ἰδοὺ βεβαίως ἔσχατος βαθμὸς τῆς διανοητικῆς ταπεινώσεως εἰς ἣν ἠδύνατο νὰ καταντήσῃ».
ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Εμπνεόμενοι από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές και αποδεχόμενοι τους αριστοτελικούς κανόνες οι Ιταλοί κατ’ αρχήν δραματουργοί δίνουν έργα κυρίως αρχαιόθεμα, που δημιούργησαν μια νέα εποχή όχι μόνο για το ιταλικό, αλλά για το παγκόσμιο θέατρο. Το πρώτο σημαντικό έργο αυτού του είδους ήταν η «Μερόπη» του Scipione Maffei. Ο Pier Lacopo Martello πασχίζοντας να χαράξει μια κατεύθυνση για την ιταλική τραγωδία, καταφεύγει και αυτός στην αρχαία ελληνική γραμματεία, δίνοντάς μας έργα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα, όπως την «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Αυτός όμως που υπήρξε περισσότερο από όλους τους άλλους ο άμεσος δάσκαλος και ο εμπνευστής των Ρωμιών που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ήταν ο Vittorio Alfieri.
Εδωσε 22 τραγωδίες οι οποίες θεωρούνται πρότυπο για την ιταλική γλώσσα και ταυτόχρονα πρόταση για την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των συμπατριωτών του. Μερικά από τα έργα του είναι τα: «Φίλιππος», «Πολυνίκης», «Αντιγόνη», «Ορέστης», «Τιμολέων». Και τα δάνεια από την αρχαία ελληνική γραμματεία επιστρέφουν σε αυτούς που μιλούν την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Γιατί οι Ελληνες, παρακολουθώντας τη θεατρική ζωή στην Ευρώπη και ερχόμενοι σε επαφή με τα έργα που προαναφέραμε, ανακαλύπτουν πως τα θέματά τους βασίζονται σε πρόσωπα και μύθους του πολιτισμικού και γλωσσικού παρελθόντος των ιδίων. Επιδιώκοντας και αυτοί την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των συμπατριωτών τους, ανακαλύπτουν ξανά την αρχαία Ελλάδα και τους αρχαίους προγόνους. Κατ’ αρχάς μελετούν αυτά τα έργα και στη συνέχεια αποτολμούν να τα ζωντανέψουν στη σκηνή, μεταφρασμένα στη νεοελληνική γλώσσα της εποχής. Ο Alfieri είναι ο πρώτος συγγραφέας που ανεβαίνει στη -νεοελληνική πια- σκηνή, ακόμα πριν από την Επανάσταση του ’21. Ο Metastasio γράφει τον «Θεμιστοκλή» το 1794 που στα 1796 παίζεται πολλές φορές στην Οδησσό και το Βουκουρέστι στα ελληνικά.
Η ελληνική αρχαιότητα κατέστη και από μελοδραματικής άποψης ένα στοιχείο το οποίο λειτουργούσε, άμεσα ή έμμεσα, ως ένα ακόμη «ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο» της εθνικής ιδεολογίας που χαλυβδωνόταν στη «γη της κλασικής Ελλάδος» σε όλον τον 19ο αιώνα.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, το θέατρο έρχεται και στην Αθήνα. Λογικό είναι να ανεβαίνουν έργα εμπνευσμένα από τον αγώνα για την ελευθερία. Η προφορική παράδοση της συντεχνίας του θεάτρου μάς μεταφέρει πλήθος περιστατικών από την πρώιμη θεατρική ζωή στη νέα πρωτεύουσα. Λέγεται ότι σε μια παράσταση πατριωτικού έργου ενθουσιώδης ήταν από το κοινό η υποδοχή των φουστανελοφόρων επί σκηνής. Οταν όμως εμφανίστηκε επί σκηνής ο ηθοποιός που υποδυόταν έναν σαρικοφόρο Τούρκο, οι θεατές τον εξέλαβαν ως… αληθινό Τούρκο και οι πιστόλες πήραν φωτιά. Ευτυχώς, τελικά ο ηθοποιός γλίτωσε.
Γεγονός είναι πως η θεατρική κίνηση στη νέα Ελλάδα ήταν εξαιρετικά φτωχή. Στην Αθήνα υπήρχε ένα μόνο θέατρο, του Σκοντζόπουλου, στη σημερινή πλατεία Ταχυδρομείου, στο σημείο όπου βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα. Ιταλικοί λυρικοί θίασοι της κακιάς ώρας έδιναν παραστάσεις, με ένα σκηνικό για όλα τα έργα. Εφευγαν όταν οι κυρίες του θιάσου είχαν αποσπάσει αρκετές λίρες από μπαρουτοκαπνισμένους πρωτευουσιάνους και άρτι αφιχθέντες από την Εσπερία εγγράμματους ανώτερους δημοσίους υπάλληλους. Από κει και η φράση «ας πάει και το παλιάμπελο», που αποδίδεται σε έναν Αθηναίο, ο οποίος έχοντας ξοδέψει τα πάντα για χάρη της πρωταγωνίστριας, εκποίησε και το τελευταίο περιουσιακό του στοιχείο: το παλιάμπελο!
Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν στη συνέχεια Ελληνες δραματουργοί, που γράφουν και παρουσιάζουν τα έργα τους στο φιλοθέαμον κοινό, το οποίο με την παρότρυνση των διανοουμένων αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου αρχίζει να ενδιαφέρεται για το θέατρο. Πάντα, με στόχο την ομοιογενοποίηση των Ρωμιών και την καλλιέργεια εθνικής συνείδησης. Ο Αλέξανδρος Ζωηρός παρουσιάζει τους «Τριακοσίους» του και η «Βαβυλωνία» του Δ. Βυζάντιου βλέπει τα φώτα της σκηνής στην Κωνσταντινούπολη.
Υπήρχε βεβαίως πρόβλημα με μία κατηγορία απαγορευμένων θεατρικών έργων. Πρόκειται για εκείνα που μιλούσαν για αντίσταση και ονειρεύονταν μια ελεύθερη ζωή σε τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανέβαιναν αυτά τα έργα σχεδόν στα κρυφά, σε σαλόνια πλούσιων Ρωμιών, με ψεύτικους τίτλους, για προφανείς λόγους. Ετσι, ο «Μάρκος Μπότσαρης» ή ο «Καραϊσκάκης» ανεβαίνουν με παραπλανητικούς τίτλους όπως: «Ο ερωτευμένος γέρων και η κόρη». Οταν βεβαίως οι οθωμανικές αρχές είχαν πληροφορίες γι’ αυτές τις παραστάσεις, το «ρωμαίικο παλάτι» καιγόταν και οι ιδιοκτήτες καταδικάζονταν σε θάνατο.
Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Στην ελληνική γλώσσα γίνονταν οι προσφωνήσεις στον Όθωνα κατά την υποδοχή του από τις διοικητικές και τις εκκλησιαστικές αρχές του κράτους. Στην Ελληνική απηύθυνε προσφώνηση στον βασιλιά ο πρόεδρος της Προσωρινής Διοικητικής Επιτροπής μόλις ο μονάρχης πάτησε το ελληνικό έδαφος. Η προσφώνηση επισφραγίστηκε «με την δημοσίαν απόθεσιν των δημοσίων χρεών τους», δηλαδή την παραίτησή τους από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία που ασκούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Στα Ελληνικά επίσης προσφώνησε τον βασιλιά και ο αρχιεπίσκοπος Κορίνθου κατά την υποδοχή του στον μητροπολιτικό ναό. Η παράλειψη στο επίσημο πρόγραμμα της γλώσσας στην οποία απαντά και στις δύο περιπτώσεις ο Όθωνας υποδηλώνει την προσπάθεια να μην προβληθούν τα στοιχεία εκείνα, όπως π.χ. η γερμανική γλώσσα, που θα επέτειναν την εικόνα του μονάρχη ως ξένου, ενώ αντίθετα προβάλλεται ή επινοείται ό,τι μπορεί να τον συνδέσει με την ελληνικότητα. Έτσι, γίνεται προσπάθεια ο βασιλιάς να συνδεθεί με το απώτατο ελληνικό παρελθόν, ούτως ώστε να έλθει πλησιέστερα προς τον ελληνικό λαό, να αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος και εν τέλει να ενδυναμώσει τον θεσμικό του ρόλο. Όλους τους παραπάνω σκοπούς εξυπηρετούν και οι επιγραφές στα Ελληνικά και πολύ συχνότερα στα αρχαία Ελληνικά, οι οποίες παραδίδονται από τον ιστορικό Μιχαήλ Λαμπρυνίδη σε μεγαλογράμματη γραφή, πιθανόν γιατί είχαν αναρτηθεί με αυτή τη μορφή. Οι επιγραφές πλαισίωναν «καλλιτεχνική θριαμβευτική αψίδα» η οποία «εστολισμένη δι’ όπλων, δαφνών και μύρτων», που προφανώς παρέπεμπαν στον πρόσφατο νικηφόρο αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους, είχε κατασκευασθεί στην πύλη από όπου ο βασιλιάς θα εισερχόταν στην πόλη, σύμφωνα με σχέδιο του συνταγματάρχη και αρχιτέκτονα-μηχανικού Θ. Βαλιάνου.
ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ: ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Η ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ;
Τον Νοέμβριο του 1903 το Βασιλικό Θέατρο παρουσίασε για πρώτη φορά τη μοναδική σωζόμενη τριλογία αρχαίου ελληνικού δράματος, την Ορέστεια του Αισχύλου, στη μεταφρασμένη γερμανική διασκευή από τον καθηγητή Αρχαιολογίας Γεώργιο Σωτηριάδη. Η κατακρεουργημένη γερμανική διασκευή της αισχυλικής τριλογίας, η «μεικτή» γλώσσα της μετάφρασης (δημοτική με στοιχεία καθαρεύουσας), καθώς και το ποίημα του δημοτικιστή ποιητή Κωστή Παλαμά, «Το χαίρε της Τραγωδίας», το οποίο προηγήθηκε της παράστασης, προκάλεσαν το μένος των σχολαστικών, με προεξάρχοντα τον πανεπιστημιακό δάσκαλο Γεώργιο Μιστριώτη.
Ο γλωσσαμύντορας πανεπιστημιακός, αγαπητός από μεγάλο μέρος των φοιτητών της εποχής, κατηγορήθηκε ως υποκινητής των αιματηρότερων επεισοδίων στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, τότε που μια γλωσσική επιλογή για τη μετάφραση ενός αρχαίου έργου προκάλεσε βίαια επεισόδια με έναν νεκρό, συμπλοκές και συλλήψεις.
Η υπόθεση της αναβίωσης του αρχαίου δράματος στην ελληνική σκηνή του 19ου αιώνα, κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος, αποτελούσε μέλημα των διανοούμενων και των κοσμικών της εποχής, καθώς και του Πανεπιστημίου. Αφορούσε και απευθυνόταν σε μια μερίδα «μυημένων» Ελλήνων από τα ανώτερα και ανώτατα κοινωνικά στρώματα, των οποίων η παιδεία καθώς και η επαφή με την Ευρώπη επέτρεπε και επέβαλλε την προσέγγιση αυτού του ιδιαίτερου θεατρικού είδους ως τεκμηρίου πολιτισμικής ταυτότητας και σύνδεσης των Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΝΕΟΣΥΣΤΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Στο ενδιάμεσο του νεοκλασικισμού και των πρακτικών λύσεων που επέρχονταν εξαιτίας της γρήγορης δόμησης της Αθήνας από τους πυκνά καταφθάνοντες νέους κατοίκους της, αναδύθηκαν σποραδικά και κάποιες άλλες αρχιτεκτονικές προτάσεις. Μία τάση ήταν προς μια απελευθερωμένη δημιουργική διάθεση, προσανατολισμένη στο πνεύμα του Ρομαντισμού (ενδεικτικό παράδειγμα το Στρατιωτικό Νοσοκομείο), μία άλλη ήταν προς κτίρια –ιδίως ιδιωτικά– που ξέφευγαν από την «ακαδημαϊκή» αισθητική και εγκολπώνονταν ύφος πυργικό, γοτθικίζον και μυστηριακό (ενδεικτικά παραδείγματα το μέγαρο της Δουκίσσης της Πλακεντίας και η Αγγλικανική Εκκλησία).
Μια τρίτη τάση που αναδύθηκε–καθόλου τυχαία–, με έμφαση στην αρχιτεκτονική εκκλησιών, ήταν αυτή που αντλούσε ρυθμολογικές βάσεις από τη μεσαιωνική παράδοση, ρομανική αλλά και βυζαντινή (ενδεικτικά παραδείγματα ο ναός της Αγίας Ειρήνης, ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Καρύτση και, ενδεικτικότερος όλων, ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής). Τέλος, μια τέταρτη τάση, αυτή που μας ενδιαφέρει εδώ περισσότερο, ήταν εκείνη που επέβαλε και τη συνύπαρξη του καθαρού βυζαντινού ρυθμού με τον κλασικό (ενδεικτικά παραδείγματα: η Στρατιωτική Φαρμακαποθήκη στην οδό Κηφισίας και, ακόμη σημαντικότερο ιδεολογικά, ως εκ της θέσεώς του, το Οφθαλμιατρείο στην οδό Πανεπιστημίου, αμφότερα έργα του Christian Hansen.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: αν μέσω της αντιδιαστολής με τις «ασιανές» η αρχαία ελληνική θρησκεία διαδραματίζει ένα ρόλο στην ευρύτερη αντίθεση Ελλάδας – Ασίας και φέρεται να διακρίνεται από διαχρονικά «εθνικά χαρακτηριστικά», δεν παύει να θεωρείται κατ’εξοχήν στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ αρχαίων και νεώτερων Ελλήνων. Η πρώτη μορφή της Ιστορίας του ελληνικού έθνους αρχίζει χαρακτηριστικά: «Τὸ ἀρχαῖον Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν ἐγνώριζε τὴν ἀληθινὴν ἡμῶν θρησκείαν ἀλλ’ ἐπίστευεν, ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ θεοί». Αλλού ο Παπαρρηγόπουλος κάνει λόγο για «ἡμαρτημένον θρήσκευμα» των αρχαίων. Προ Χριστιανισμού «ἀνωτέρα ...παντὸς ἄλλου δόγματος» υπήρξε η ιουδαϊκή θρησκεία, τον μονοθεϊστικό χαρακτήρα της οποίας ο Παπαρρηγόπουλος θεωρεί «ἀσυγκρίτῳ λόγῳ καθυπέρτερον τῆς ἑλληνικῆς πολυθεΐας». Ζήτημα πλεονεκτημάτων της πολυθεΐας έναντι της μονοθεΐας δεν τίθεται για τον Παπαρρηγόπουλο, ούτε συναντούμε τη νοσταλγική διάθεση για τους θεούς της αρχαίας Ελλάδας ορισμένων Γερμανών ομολόγων του. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στην περίπτωσή του η αρχαία ελληνική θρησκεία σηματοδοτεί τα όρια στα οποία η τάση εξιδανίκευσης της ελληνικής αρχαιότητας υποχωρεί έναντι της πίστης στην ανωτερότητα του Χριστιανισμού.
Η εικόνα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας ως φθειρόμενης «ἠρέμα ἐξ ὀργανικοῦ θανατηφόρου νοσήματος μᾶλλον ἢ διὰ πληγῶν ὑπὸ πολεμίων καταφερομένων» και ενός αρχαίου κόσμου σε βαθιά παρακμή δίνει την δυνατότητα να παρουσιαστεί ο Χριστιανισμός όχι τόσο ως αντίπαλος αλλά ως η αναζωογονητική δύναμη που θα λυτρώσει τον αρχαίο ελληνικό κόσμο από το τέλμα του και θα διασφαλίσει τη συνέχιση της ιστορικής του διαδρομής προς την ενότητα και την ελευθερία. Και πάλι διαπιστώνουμε ότι το βλέμμα του Παπαρρηγόπουλου προσηλώνεται στη συνδρομή του Χριστιανισμού στην επίτευξη εθνικών στόχων.
Ως γνωστόν, ο Παπαρρηγόπουλος γενικά δεν προτάσσει φυλετικά επιχειρήματα. Σε ορισμένα σημεία ωστόσο αναπαράγει δυτικά στερεότυπα περί υπεροχής των Ινδοευρωπαίων: η καυκασική φυλή αποτελεί την «εὐγενεστέρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μοῖρα» και εκπροσωπεί «ἰδίως τὸν τέλειον ἄνθρωπον». Πρωτεύει «ὄχι μόνον διὰ τὸ κάλλος αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ διότι εἰς αὐτὴν ὑπάγονται τὰ ἔθνη, τὰ μάλιστα διαπρέψαντα εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος». Σε ένα χωρίο που φωτίζει πώς ερμηνεύει την αντίθεση με την Ασία προσθέτει: « Ὁ Ἑλληνικὸς βίος παρίσταται ἡμῖν τοσοῦτον τοῦ ἀσιανοῦ ἀλλότριος, διότι ἐπεφύσησεν ἐπὶ τούτου τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας· ἡ ἑνότης ὅμως τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ εἶναι ἐπίσης ἀναμφισβήτητος ὅσον καὶ ἡ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἑνότης». Αυτή η αντίληψη που τονίζει την ετερότητα Ελλάδας – Ασίας, απορρίπτει όμως τη φυλετική και πολιτιστική καθαρότητα και προτάσσει τις αφομοιωτικές ικανότητες του ελληνισμού αποτελεί μέρος της απάντησης στους υποστηρικτές της αυτοχθονίας και στον Φαλμεράγιερ.
Ο ΠΑΡΑΞΕΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Δημήτρης Δημητριάδης: "Ζούμε μετά τον θάνατο των ίδιων των πραγμάτων τα οποία εξακολουθούμε να τα θεωρούμε ζωντανά ενώ έχουν προ πολλού πεθάνει. Συγχέουμε το νεκρό με το ζωντανό, κι αυτή η ανεπίτρεπτη σύγχυση επιτρέπει στον θάνατο να κυριαρχεί ως ζωή. Έτσι, πράγματα που θα έπρεπε να τα είχαμε κηδέψει και ενταφιάσει, τα αφήνουμε να μας κρατούν παγιδευμένους στα ίδια τους τα φέρετρα». Αυτό είναι ένα ιστορικό «σημείο μηδέν», όπου το υφέρπον κενό της προηγούμενης περιόδου αναδύεται στην επιφάνεια και όπου το πρόβλημα της μνήμης και της κληρονομιάς μπορεί να τεθεί από την αρχή, εκ του συμβολικού μηδενός, ως πρόβλημα δημιουργίας. Μέσα στον απεγκλωβισμό από φαντάσματα του ίδιου μας του εαυτού, από είδωλα ταυτότητας, ο οποίος παραδόξως θα απελευθέρωνε συνάμα μιαν άλλη φασματική πραγματικότητα του μεσοδιαστήματος, του οντολογικού και ιστορικού μεταιχμίου, η ρήξη θα γινόταν όρος μιας νέας μνήμης, η εξαφάνιση θα γινόταν όρος μιας νέας εμφάνισης. Όμως είναι εξίσου ουσιώδες πως αυτή η ιδιοποίηση του ελληνικού ως ετέρου και ξένου, αυτή που επιτελείται διαμέσου της ανέφικτης κάλυψης της καταγωγικής έλλειψης ή του κενού σαν μια διαφορετική «εμπειρία της κληρονομιάς», σκοτεινή και αβέβαιη, δεν απομυθοποιεί μονάχα τη δήθεν αρραγή συνέχεια του Ελληνισμού. Απομυθοποιεί εξίσου και εκείνα τα άλλα σχήματα, που κατόπτριζαν σε μια φαντασιακή εικόνα της νεότερης Δύσης μια εξίσου εξιδανικευμένη Ελλάδα, «δυτική» και μαζί «ελληνική», δέσμια ενός διπλού ιστορικού μύθου. Η σύγχυση ζωντανού και νεκρού, για την οποία μιλά ο Δημητριάδης, αφορά εξίσου τις αναπαραστάσεις της νεότερης Δύσης και τον «ρεαλισμό» ή τον «πραγματισμό» της, εκ των ένδον των οποίων διατυπώνει κανείς έναν κριτικό λόγο για τη νεότερη Ελλάδα. Ενώ τούτος αξιώνει ως καταγωγή του μιαν υγιή ετερότητα σε σχέση με τη νεοελληνική παθογένεια, στην πραγματικότητα αναπαράγει αλλιώς την ίδια νεοελληνική απώθηση της ιστορικότητας του εαυτού, διπλασιασμένη στην κακή μυθολογία μιας ιστορίας και μιας πολιτικής που δεν θα ήταν παρά «λογιστική εκκαθάριση της ζωής και κλείσιμο βιβλίων». Είναι, συνεπώς, και αυτός εξίσου μέρος της ίδιας ενδογενούς σύγχυσης και των προβολών της".
Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Σε διεθνή έρευνα του 2014 της αμερικανικής ΜΚΟ Anti-Defamation League ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα ξεχωρίζει έντονα απ’ όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης (με υψηλότερο μ.ό. στη Γαλλία που είναι 37%), επίσης απ’ όλες τις χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης (με υψηλότερο μ.ό. στην Πολωνία στο 45%) και φτάνει στην Ελλάδα με το τεράστιο 69% (όσο της Τουρκίας και ψηλότερο από το 65% στο Ιράν). Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες πιστεύουν ότι «οι Εβραίοι ελέγχουν ολόκληρη την οικουμένη», 8 στους 10 πιστεύουν ότι «ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία (τις επιχειρήσεις και το χρηματιστικό κεφάλαιο)», ενώ 7 στους 10 ότι «ελέγχουν την πολιτική (τα παγκόσμια γενόμενα, την εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ) και τη διεθνή πληροφόρηση». Ως προς τα λοιπά στερεότυπα, 60% πιστεύει ότι είναι «υπερβολικά συχνή από τους Εβραίους η μνεία στο Ολοκαύτωμα. Η ισραηλινή εφημερίδα «Χααρέτς», για παράδειγμα, αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατό η «χώρα-λίκνο της δημοκρατίας» να έχει τέτοια ποσοστά αντισημιτισμού, για να καταλήξει στην υπόθεση ότι για μέρος τουλάχιστον του δείγματος ενδέχεται να οφείλεται σε «άγνοια» περισσότερο απ’ ό,τι σε εχθρική προκατάληψη. Ελληνική έρευνα του 2017 επαληθεύει την άγνοια. Το μορφωτικό επίπεδο είναι αντιστρόφως ανάλογο με τον αντισημιτισμό (σε υψηλότερο ποσοστό στους αποφοίτους δημοτικού και σε χαμηλότερο σε αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης). Επίσης, αντιστρόφως ανάλογη είναι η άγνοια της ιστορίας των Ελλήνων Εβραίων, του σημερινού αριθμού τους στη χώρα, οι ιλιγγιώδεις αριθμοί των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Η άγνοια υπάρχει και για τον αριθμό των Ελλήνων Εβραίων στη χώρα σήμερα και πριν από το Ολοκαύτωμα.
Η ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΡΟΜΑ
Κάποτε είχε γίνει μια επιστημονική έρευνα από το Πανεπιστήμιο Πατρών για τους Ρομά της Κάτω Αχαΐας. Τα δεδομένα είχαν δείξει ότι οι γονείς αρνούνται την εγγραφή των παιδιών Ρομά στο σχολείο εδώ και δεκαετίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν έδωσαν σε κάποιους απ’ αυτούς κάποια μικρά διαμερίσματα για να μείνουν έβαζαν πατάτες για τον χειμώνα μέσα στις μπανιέρες, γιατί προφανώς δεν γνώριζαν τη χρησιμότητά τους. Βέβαια, μετά προσαρμόστηκαν στις δεδομένες συνθήκες. Ξέρετε, οι γονείς αυτών των παιδιών είναι αμόρφωτοι και αναλφάβητοι. Κατοικούν σε καταυλισμούς χωρίς ύδρευση και αποχέτευση. Προτιμούν, λοιπόν, να δίνουν προτεραιότητα σε άλλα προβλήματα, τα οποία είναι καίρια για την επιβίωσή τους. Επομένως, πιστεύουν ότι δεν έχουν να κερδίσουν κάτι στέλνοντας τα παιδιά τους στο σχολείο, δεν αναγνωρίζουν καν την κοινωνική χρησιμότητα ενός απολυτηρίου που αποδεικνύει ότι δεν είσαι αναλφάβητος.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Τα σχολικά μας βιβλία αναπαράγουν άμεσα και έμμεσα το στερεότυπο που αποδίδει κατωτερότητα σε όλους τους λαούς και πολιτισμούς εκτός Ευρώπης. Στο σχολείο περιγράφεται το ελληνικό έθνος με τα ερμηνευτικά εργαλεία και τις αντιφάσεις του εθνικιστικού λόγου του 19ου αιώνα. Κι έτσι, ουσιαστικά ο ρατσισμός μας αντικατοπτρίζει την ανωτερότητα που θέλουμε να αναγνωρίζουμε στο δικό μας πρόσωπο. Έχουμε ανάγκη δηλαδή έναν κατώτερο από μας. Όπως θα διαβάσετε και στο βιβλίο, αναφέρομαι και στον αόρατο ρατσισμό που αναπαράγουμε στα σχολεία, έχοντας ως εθνικό προσωπείο την ανιστόρητη αρχαιολατρία, η οποία όμως αποτελεί και μια αναγνώριση της υποτίμησης της Ελλάδας και του λαού της, βλάπτοντας παράλληλα την εθνική μας ταυτότητα. Μια ατελείωτη προγονολατρία που στέκεται εμπόδιο στην εθνική μας αυτογνωσία, διαιωνίζοντας έναν κακώς εννοούμενο πατριωτισμό, ο οποίος παράγει φοβικά σύνδρομα, καλλιεργεί τον συντηρητισμό, ενώ παράλληλα εμποδίζει την αξιοποίηση της αρχαίας ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...