Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ, του Άντον Τσέχοφ

Το ενοριακό χωριό Ουκλέγιεβο βρισκόταν σε φαράγγι, έτσι που απ’ τον αμαξωτό δρόμο και από τον σιδηροδρομικό σταθμό φαινόταν μόνο το καμπαναριό και η καπνοδόχος του βαφείου μαλλινοβάμβακου υφάσματος. Όταν οι διαβάτες ρωτούσαν τι χωριό είναι αυτό, τους έλεγαν: «Λοιπόν, αυτό είναι το χωριό που ο νεωκόρος καταβρόχθισε όλο το χαβιάρι.» Κάποτε σ’ ένα δείπνο στη μνήμη του νεκρού εργοστασιάρχη Κοστγιουκόφ, ο νεωκόρος είδε στη μέση του Ζακούσκι(1) να βρίσκεται χοντρόσπορο χαβιάρι και άρχισε να τρώει λαίμαργα απ’ αυτό. κάποιος τον σκούντησε, τον τσίμπησε στο μανίκι αλλά ο νεωκόρος ήτανε σαν αποσβολωμένος μέσα στην απόλαυση: Δεν αισθανόταν τίποτε και μόνον έτρωγε. Καταβρόχθισε όλο το χαβιάρι, οπού βέβαια μέσα στο δοχείο υπήρχαν σχεδόν τέσσερα πφουντ(2). Έκτοτε είχε περάσει πολύς καιρός, ο νεωκόρος είχε προ πολλού πεθάνει, αλλά το χαβιάρι το θυμόντουσαν ακόμη. Ή η ζωή ήταν εδώ τόσο ελεεινή ή τους ανθρώπους δεν τους έκοβε να αντιληφθούν τίποτε έξω απ’ αυτό το ασήμαντο περιστατικό που συνέβη πριν δέκα χρόνια- κοντολογίς, για το χωριό Ουκλέγιεβο δεν ήξεραν να διηγηθούν κάτι άλλο.  
Στο χωριό ο πυρετός δεν σταματούσε ποτέ και μάλιστα το καλοκαίρι υπήρχε βρωμιά σε βάθος, ιδιαίτερα στους φράχτες που από πάνω τους έγερναν οι γέρικες ιτιές ρίχνοντας πλατιά σκιά. Μύριζε εργοστασιακά απόβλητα και οξικό οξύ που χρησιμοποιούταν στο βαφείο. Τα εργοστάσια- τρία εργοστάσια μαλλινοβάμβακου υφάσματος και ένα εργοστάσιο δερμάτων- δεν βρίσκονταν μέσα στο ίδιο το χωριό αλλά σε μιαν άκρη του και κάπως απομακρυσμένα απ’ αυτό. Τα εργοστάσια δεν ήταν μεγάλα και όλα μαζί απασχολούσαν περίπου τετρακόσιους εργάτες, όχι παρά πάνω. Απ’ το εργοστάσιο δερμάτων βρώμαγε συχνά το νερό στο ποταμάκι. τα απόβλητα μόλυναν τα λιβάδια, τα ζώα των αγροτών υπέφεραν από σιβηρική πανώλη και είχε διαταχθεί να κλείσει. Και θεωρούταν κλειστό, συνέχιζε όμως να δουλεύει στα κρυφά, εν’ γνώσει του διοικητή της επαρχιακής αστυνομίας και του νομίατρου, στους οποίους ο ιδιοκτήτης έδινε μηνιαία δέκα ρούβλια στον καθένα.
Σε όλο το χωριό υπήρχαν μόνο δύο κανονικά πέτρινα σπίτια με μια σιδερένια σκεπή. Στο ένα στεγαζόταν το κοινοτικό γραφείο, στο άλλο, διώροφο, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι απ’ την εκκλησία, ζούσε ο Γκριγκόριγ Πετρόφ Τσιμπούκιν, μικροαστός από το Γιεριφάνγιε. Ο Γκριγκόριγ διατηρούσε εμπόριο ειδών παντοπωλείου αλλά μόνο για το φαίνεσθαι, στην πραγματικότητα εμπορευόταν αποσταγμένα οινοπνευματώδη, οικόσιτα ζώα, δέρματα, σιτηρά, γουρούνια. Εμπορευόταν ότι μπορεί να φανταστεί κανείς και αν για παράδειγμα χρειαζόταν κάποιος στο εξωτερικό φτερά κίσσας για γυναικεία καπέλα, ο Γκριγκόριγ κέρδιζε για κάθε ζευγάρι τριάντα καπίκια. αγόραζε μεγάλες εκτάσεις δάσους για υλοτομία, δάνειζε λεφτά με τόκο- γενικά ήτανε ένας δραστήριος γέρος. Είχε δυο γιούς. Ο μεγαλύτερος, ο Ανίσσιμ ήταν διορισμένος στη μυστική αστυνομία και σπάνια ήταν στο σπίτι. Ο νεότερος, ο Στέπαν, ήταν έμπορος δίπλα στον πατέρα του αλλά μια πραγματική βοήθεια δεν περίμενε κανείς απ’ αυτόν γιατί ήταν ασθενικός και κουφός. H γυναίκα του, η Ακσίνγια, μια όμορφη, λεπτή γυναίκα, η οποία στις γιορτές κυκλοφορούσε με καπέλο και ομπρέλα ηλίου, σηκωνόταν νωρίς, έπεφτε αργά στο κρεβάτι και όλη τη μέρα έτρεχε με ανασηκωμένα τα φορέματα και με τα κλειδιά να βροντάνε, πότε στην αποθήκη, πότε στο κελάρι, πότε στο μαγαζί και ο γερό Τσιμπούκιν την χάζευε χαρούμενος με μάτια να λάμπουν. και σε κάτι τέτοιες στιγμές λυπότανε που δεν τη είχε παντρευτεί ο μεγαλύτερος γιός του αλλά ο νεότερος, ο κουφός, ο οποίος φανερά ήταν μειωμένης αντίληψης σχετικά με τη γυναικεία ομορφιά.
Ο γέρος είχε πάντοτε ροπή προς την οικογενειακή ζωή και αγαπούσε την οικογένειά του πάνω απ’ όλα στον κόσμο, ιδιαιτέρως τον μεγαλύτερο γιό του, τον μυστικό αστυνομικό και τη νύφη του. Η Ακσίνγια δεν είχε καλά-καλά παντρευτεί τον κουφό και αποκάλυψε ασυνήθιστη εμπορική επιδεξιότητα: Ήξερε σε ποιόν αποτρεπόταν να παραδώσει εμπόρευμα με πίστωση και σε ποιόν όχι, κρατούσε πάνω της τα κλειδιά και ούτε μια φορά δεν τα εμπιστευόταν στον άντρα της, έκανε κρότο με τον άβακα, κοίταζε σαν αγρότης τα άλογα στα δόντια, συνεχώς γέλαγε η κραύγαζε γύρω-γύρω. κι’ ότι κι’ αν έκανε ή έλεγε, ο γέρος ήταν ενθουσιασμένος και μουρμούριζε: «Αυτή είναι νύφη! Ωραίο θηλυκό, η αγαπημένη μου…» Είχε χηρέψει αλλά ένα χρόνο μετά το γάμο του γιού του δεν άντεξε και ξαναπαντρεύτηκε. Τριάντα Βερστ (3) απ’ το Ουκλέγιεβο βρέθηκε γι’ αυτόν μια γυναίκα, η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, από καλή οικογένεια, όχι πια πολύ νέα, αλλά όμορφη και ευυπόληπτη. Μόλις που είχε εγκατασταθεί στο καμαράκι της στον πάνω όροφο και όλα στο σπίτι φωτίστηκαν, ακριβώς σαν να είχαν τοποθετηθεί σ’ όλα τα παράθυρα καινούργια τζάμια. Τα λυχναράκια μπροστά στο εικονοστάσιο άρχισαν να φέγγουν, τα τραπέζια στρώθηκαν με κάτασπρα υφάσματα, πάνω στα περβάζια των παραθύρων και στον κηπάκο εμφανίστηκαν λουλούδια με όμορφα μπουμπούκια και τα μεσημέρια δεν έτρωγαν από μια κοινή γαβάθα αλλά μπροστά στον καθένα τοποθετούταν ένα ιδιαίτερο πιάτο. Η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα χαμογελούσε φιλικά και ευχάριστα και όλα στο σπίτι φαίνονταν τώρα να χαμογελούν. Και κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ παλιότερα- στην αυλή ερχόταν τώρα ζητιάνοι, οδοιπόροι και προσκυνήτριες. κάτω απ’ τα παράθυρα διέκρινε κανείς τις θρηνητικές, τραγουδιστές φωνές των γυναικών του Ουκλέγιεβο, τον ενοχικό βήχα των αδύναμων, εξαντλημένων αγροτών, οι οποίοι είχαν απολυθεί απ’ το εργοστάσιο εξ’ αιτίας της ροπής τους στο ποτό. Η Βαρβάρα βοηθούσε με χρήματα, ψωμί, παλιά ρούχα και αργότερα, μόλις είχε εξοικειωθεί, άρχισε να βάζει στην άκρη από το μαγαζί τούτο κι’ εκείνο.
Μια μέρα ο κουφός την είδε πως αφαίρεσε δυο όγδοα τσάι και αυτό τον έβγαλε απ’ τα νερά του « Η μανούλα πήρε δυο όγδοα τσάι», ανακοίνωσε μετά στον πατέρα, «Σε ποιο λογαριασμό να το γράψω;» Ο γέρος δεν απάντησε, έμεινε εκεί λίγο σκεπτικός και συνοφρυωμένος και πήγε πάνω στη γυναίκα του. «Βαρβαρούσκα, αν, μητερούλα μου, χρειάζεσαι κάτι απ’ το μαγαζί», είπε φιλικά, «τότε πάρτο. Πάρε όσο πολύ σ’ αρέσει, μην ντρέπεσαι.» Και την επόμενη μέρα της φώναξε ο κουφός, τρέχοντας πάνω στην αυλή: «Αν εσείς μανούλα χρειάζεστε κάτι, τότε πάρτε το.» Στο γεγονός ότι έδινε ελεημοσύνες, βρισκόταν κάτι καινούργιο, κάτι ιλαρό και ελαφρύ έτσι όπως στα λυχναράκια και στα όμορφα λουλούδια. Όταν τη νύχτα της νηστείας ή στη γιορτή του τοπικού αγίου, που διαρκούσε τρείς μέρες, πωλούταν στους αγρότες χαλασμένο παστό κρέας τόσο δυσάρεστης μυρωδιάς που μόλις και μπορούσαν να σταθούν δίπλα στο βαρέλι και παίρνονταν από τους μεθυσμένους ως ενέχυρο δρεπάνια, σκουφιά, τα κεφαλομάντηλα των γυναικών τους, όταν οι μεθυσμένοι από το κακής ποιότητας οινόπνευμα εργάτες των εργοστασίων κυλιόνταν στη βρώμα και οι αμαρτίες τους τρόπον τινά συμπυκνωμένες, έστεκαν ήδη στον αέρα σαν ένα παρασύννεφο, τότε ένοιωθαν κάπως ελαφρύτερα στη σκέψη ότι εκεί στο σπίτι υπήρχε μια γαλήνια, καθαρή γυναίκα, η οποία δεν είχε να κάνει με παστό κρέας και ρακί. οι ελεημοσύνες της λειτουργούσαν σ’ αυτές τις βαριές, ομιχλώδεις μέρες όπως η βαλβίδα ασφαλείας μιας μηχανής.
Οι μέρες περνούσαν στο σπίτι του Τσιμπούκιν με φροντίδα και δραστηριότητα. Δεν είχε ακόμη ανατείλει ο ήλιος και η Ακσίνγια πλενότανε στο διάδρομο, φταρνιζόταν κιόλας, το σαμοβάρι έβραζε στην κουζίνα και βούιζε σαν να ήθελε να αναγγείλει κάποια συμφορά. Ο γερό Γκριγκόριγ Πετρόφ ντυμένος με μακρύ πανωφόρι και βαμβακερό παντελόνι, με ψηλές, γυαλιστερές μπότες γυρνούσε γύρω-γύρω στα δωμάτια με τα τακούνια να χτυπάνε, όπως ο πεθερός στο γνωστό τραγούδι. Το μαγαζί άνοιγε. Όταν έφεγγε η μέρα, πήγαινε η γρήγορη άμαξα μπροστά στη σκάλα και ο γέρος έμπαινε νε καθίσει περήφανος, κάλυπτε το κεφάλι του με το μεγάλο του σκούφο μέχρι τ’ αυτιά και κανένας που τον έβλεπε δεν θα μπορούσε να πει πως ήταν ήδη πενήντα έξι χρονών. Γυναίκα και νύφη τον συνόδευαν έξω και όταν φορούσε το όμορφο καθαρό πανωφόρι και έζεβε στην άμαξα το τεράστιο άγριο άλογό, που στοίχισε τριακόσια ρούβλια, δεν άρεσε στο γέρο να τον πλησιάζουν οι αγρότες με τα παρακάλια τους και τις κλάψες τους. μισούσε τους αγρότες και τους περιφρονούσε και όταν έβλεπε έναν αγρότη να τον περιμένει στην πόρτα, τότε φώναζε θυμωμένα: «Τι στέκεις εκεί; Συνέχισε το δρόμο σου.» ή φώναζε αν ήταν κανένας ζητιάνος: «Θα σε βοηθήσει ο Θεός.» Αναχωρούσε για δουλειές. η γυναίκα του με σκούρο φόρεμα και μαύρη ποδιά συγύριζε μετά τα δωμάτια ή βοηθούσε στην κουζίνα. Η Ακσίνγια πούλαγε στο μαγαζί και ακουγόταν στην αυλή πώς κτυπούσαν οι φιάλες και τα χρήματα, πώς γέλασε ή κραύγαζε και πώς οι πελάτες, τους οποίους προσπαθούσε να χρεώσει παραπάνω, έβριζαν οργισμένοι. Και συγχρόνως ήταν αντιληπτό ότι στο μαγαζί προηγούταν η κρυφή πώληση οινοπνεύματος. Ο κουφός καθόταν επίσης στο μαγαζί ή περπατούσε χωρίς σκούφο, τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού, πάνω- κάτω στο δρόμο και κοίταζε αφηρημένος πότε προς τις καλύβες, πότε ψηλά στον ουρανό. Περίπου έξι φορές την ημέρα έπιναν τσάι στο σπίτι, περίπου τέσσερις κάθονταν να φάνε. Τα βράδια έκαναν λογαριασμούς και έγραφαν στα βιβλία την καθαρή είσπραξη. Στη συνέχεια έπεφταν σε βαθύ ύπνο. Στο Ουκλέγιεβο που υπήρχαν τρία συνολικά εργοστάσια μαλλινοβάμβακου υφάσματος, τα διαμερίσματα των εργοστασιαρχών Χρύμιν Σένιορ, Χρύμιν Τζούνιορ και Κοστγιουκόφ ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους μέσω τηλεφώνου. Και στο κοινοτικό γραφείο είχαν βάλει επίσης τηλέφωνο αλλά εκεί δεν λειτουργούσε εύκολα γιατί μέσα φωλιάζανε κοριοί και κατσαρίδες. Ο πρόεδρος της κοινότητας δεν μπορούσε να διαβάσει και να γράψει σωστά και στα υπηρεσιακά έγγραφα έγραφε κάθε λέξη με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα, όταν όμως δεν λειτουργούσε πια το τηλέφωνο, έλεγε: «Α, ναι, χωρίς τηλέφωνο θα γίνουν δύσκολα για μας τα πράγματα.» Οι μεγαλύτεροι Χρύμιν είχαν συνεχώς δικαστικές διαμάχες με τους νεότερους, ενίοτε καυγάδιζαν κιόλας και άρχιζαν μετά τις δικαστικές αντιδικίες και έπειτα δεν λειτουργούσε το εργοστάσιο τους για διάρκεια ενός ή και δυο μηνών. Και όλα αυτά συντηρούσαν τους κατοίκους του Ουκλέγιεβο γιατί σε κάθε καυγά υπήρχαν πολλές φήμες και κουτσομπολιά.
Στις γιορτές, οι Χρύμιν οι νεότεροι και ο Κοστγιουκόφ διοργάνωναν περιπάτους με τις άμαξες, κυνηγούσαν δια μέσω του Ουκλέγιεβο και με τις άμαξες τραυμάτιζαν θανάσιμα κάποια δαμάλια. Η Ασκίνγια έκανε τον περίπατό της απ’ το μαγαζί στο δρόμο με το φρεσκοσιδερωμένο φόρεμα της να θροΐζει, στολισμένη με λεπτό γούστο. οι νεότεροι Χρύμιν δράττονταν της ευκαιρίας και την απήγαγαν με το ζόρι. Μετά έρχονταν ο γερό Τσιμπούκιν βγαίνοντας με την άμαξα για να δείξει το καινούργιο του άλογο και έπαιρνε μαζί και τη Βαρβάρα. Τα βράδια μετά τους περιπάτους με τις άμαξες, όταν οι άνθρωποι έπεφταν να κοιμηθούν, ακουγόταν στην αυλή των Χρύμιν των νεότερων να παίζεται μουσική από ένα πολύτιμο ακορντεόν και αν ήταν φεγγαρόφωτο οι καρδιές συγκινούνταν και γέμιζαν χαρά από τους ήχους αυτούς- και τότε το Ουκλέγιεβο δεν έμοιαζε πια με λάκκο.
(2) Ο μεγαλύτερος γιος ο Ανίσσιμ ερχόταν στο σπίτι πολύ σπάνια, μόνο στις μεγάλες γιορτές, γι’ αυτό έστελνε συχνά μέσω δικών του αγροτών δώρα και γράμματα. τα γράμματα ήταν όπως οι αιτήσεις, κάθε φορά πάνω σε μια κόλλα χαρτιού για επιστολές σ’ έναν ξένο, πολύ όμορφο γραφικό χαρακτήρα. στα γράμματα αυτά βρίσκονταν προτάσεις, τις οποίες δεν χρησιμοποιούσε ποτέ ο Ανίσσιμ στη συζήτηση, όπως : «Σεβαστοί μου γονείς, σας στέλνω ένα πφουντ τσάι ανθέων προς ικανοποίηση των ψυχικών σας αναγκών.» Κάτω από το γράμμα αυτό ήταν κακογραμμένο σαν από κατεστραμμένη πένα, «Ανίσσιμ Τσιμπούκιν» και πιο κάτω βρισκόταν στον ίδιο αρχικό εξαίρετο γραφικό χαρακτήρα, «Πράκτωρ». Μερικές φορές τα γράμματα διαβάζονταν δυνατά και ο γέρος έλεγε συγκινημένος και κόκκινος από έξαψη: « Ε ναι λοιπόν, δεν είχε διάθεση να μείνει στο σπίτι γι’ αυτό διάλεξε ένα επάγγελμα για μορφωμένους.» Μια φορά, πριν την εβδομάδα του βουτύρου, έπεφτε δυνατή βροχή αναμεμιγμένη με χαλάζι. ο γέρος και η Βαρβάρα πλησίασαν στο παράθυρο να κοιτάξουν τη βροχή και να, κοίτα κει- ο Ανίσσιμ έφτασε από το σταθμό με έλκηθρο. Ήρθε τελείως αναπάντεχα. Ανήσυχος και κάπως σε έξαψη μπήκε στο δωμάτιο και για όλο το διάστημα έμεινε έτσι ανήσυχος. Στη διάρκεια αυτή προσπαθούσε να συμπεριφέρεται με φυσικότητα. Δεν βιάζονταν επίσης να αναχωρήσει και έμοιαζε σαν να τον είχαν απολύσει από τη θέση του. Η Βαρβάρα χάρηκε για τον ερχομό του. τον κοίταξε πειρακτικά και κούνησε το κεφάλι. «Πώς στέκει όμως αυτό αγαπητοί μου;», είπε. «Το παλληκάρι είναι ήδη εικοσιοκτώ χρονών και συνέχεια γυρνάει γύρω-γύρω ανύπαντρος. Άι, άι, άι!» Από το διπλανό δωμάτιο ακούγονταν η ήσυχη, στρωτή ομιλία της σαν ένα μόνιμο άι, άι, άι. Άρχισε να κουβεντιάζει ψιθυριστά με το γέρο και την Ακσίνγια και τα πρόσωπα τους πήραν μια πειρακτική μυστικοπαθή έκφραση, όπως αυτή των συνωμοτών. Αποφασίστηκε να παντρέψουν τον Ανίσσιμ. «Άι, άι, άι! Το μικρότερο αδελφό τον πάντρεψαν καιρό τώρα», είπε η Βαρβάρα, «κι’ εσύ είσαι ακόμη χωρίς γυναίκα, σαν τον κόκορα στην αγορά. Να πως έχει λοιπόν το πράγμα! Είσαι, έτσι θέλει ο Θεός, πρώτα παντρεμένος, μετά μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, μπορείς να πας στην υπηρεσία σου και η γυναίκα σου να μείνει βοηθός στο σπίτι. Ακατάστατα ζεις παλικάρι μου κι’ έχεις, όπως βλέπω, ξεχάσει την τάξη. Άι, άι άι. Τίποτε εκτός από την αμαρτία δεν υπάρχει σ’ εσάς τους ανθρώπους της πόλης.»
Όταν ήταν να παντρευτούν οι Τσιμπούκιν τότε διαλέγονταν, σαν πλούσιοι που ήταν, οι πιο όμορφες νύφες. Έτσι και για τον Ανίσσιμ βρέθηκε μια ωραία νύφη. Ο ίδιος είχε μια αδιάφορη, μη ευυπόληπτη εξωτερική εμφάνιση. αδύναμης και φιλάσθενης κράσης και μικρός το δέμας είχε γεμάτα μάγουλα σαν να τα φούσκωνε. τα μάτια του δεν βλεφάριζαν και το βλέμμα του ήταν οξύ, το κόκκινο γενάκι του γλίσχρο και όταν σκεπτόταν κάτι το έβαζε στο στόμα και το δάγκωνε. επί πλέον του άρεσε να πίνει συχνά και αυτό ήταν αντιληπτό στο πρόσωπό του και στο βάδισμά του. Όταν όμως του ανακοινώθηκε ότι έχουν γι’ αυτόν μια νύφη και μάλιστα πολύ όμορφη, είπε: « Κι’ εγώ όμως δεν είμαι καμπούρης. Εμείς οι Τσιμπούκιν, μπορεί να το πει κανείς με βεβαιότητα, είμαστε όλοι ωραίοι.» Σε άμεση συνάφεια με την πόλη ήταν το χωριό Τουργκούγιεβο. Το μισό ήταν πρόσφατα ενωμένο με την πόλη, το άλλο μισό υφίστατο ακόμη ως χωριό. Στο μισό, το ενωμένο με την πόλη, ζούσε σ’ ένα δικό της σπιτάκι μια χήρα. Είχε μια πάμφτωχη αδελφή, η οποία πήγαινε στη δουλειά για το μεροκάματο και η αδελφή αυτή είχε μια κόρη, τη Λίπα, μεροκαματιάρισσα κι’ αυτή. Για την ομορφιά της Λίπα μιλούσαν ήδη στο Τουργκούγιεβο και μόνον η τρομακτική της φτώχεια αποθάρρυνε τους πάντες. λογάριαζαν όμως πως κάποιος περασμένης ηλικίας άντρας ή σε χηρεία θα την παντρευόταν αμέριμνος για την φτώχεια της ή θα την έπαιρνε στο σπίτι του «έτσι» και μετά πλάι της θα εξασφαλιζόταν και τη μητέρα της. Η Βαρβάρα πληροφορήθηκε μέσω προξενητριών για τη Λίπα και πήγε στο Τουργκούγιεβο.
Μετά, στο σπίτι της θείας, έλαβε χώρα το προξενιό, όπως αρμόζει, με ρακί και κάτι πρόχειρο για φαγητό και η Λίπα φορούσε ένα καινούργιο, τριανταφυλλί φόρεμα, ραμμένο αποκλειστικά για το προξενιό. μια βαθυκόκκινη κορδελίτσα έλαμπε σαν μια φλόγα στα μαλλιά της. Ήταν ισχνή, αδύναμη, χλωμή, με ευγενικά, λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά του προσώπου, από τη δουλειά στην ύπαιθρο ηλιοκαμένη. ένα μελαγχολικό, ντροπαλό χαμόγελο δεν υποχωρούσε απ’ το πρόσωπο της και τα μάτια της παιδικά, κοίταζαν μέσα στο δωμάτιο γεμάτα εμπιστοσύνη και περιέργεια. Ήταν νέα και ακόμη με εντελώς κοριτσίστικο παρουσιαστικό, με μόλις ευδιάκριτο στήθος, μπορούσαν όμως να την παντρέψουν γιατί είχε την απαιτούμενη ηλικία. Πράγματι ήταν όμορφη και μόνο ένα δεν θα μπορούσε να αρέσει σ’ αυτήν. Ήταν τα μεγάλα αντρικά της χέρια που τώρα κρέμονταν νωχελικά σαν μεγάλες καβουρίσιες δαγκάνες.
«Το ότι δεν υπάρχει προίκα δε μας πειράζει», είπε ο γέρος. «Για το γιο μας Στέπαν πήραμε γυναίκα επίσης από μια φτωχή οικογένεια και τώρα δε βρίσκουμε αρκετά λόγια να την επαινέσουμε. Στο σπίτι και στην επιχείρηση έχει πράγματι χρυσά χέρια.» Η Λίπα έστεκε στην πόρτα σαν να ήθελε να πει: «Κάντε με ότι θέλετε, σας εμπιστεύομαι» αλλά η μητέρα της, η Πρασκόβια, η μεροκαματιάρισσα, είχε κρυφτεί στην κουζίνα σχεδόν αφανισμένη από δειλία. Κάποτε, ακόμη στα νιάτα της, ένας έμπορος που του σφουγγάριζε το πάτωμα, οργισμένος μαζί της είχε ποδοκροτήσει μπροστά της, αυτή είχε τρομάξει με τέτοια σφοδρότητα που είχε λιποθυμήσει και ο τρόμος της έμεινε στα μέλη της για όλη της τη ζωή. Και από φόβο έτρεμαν πάντοτε τα χέρια της και τα πόδια της, έτρεμαν τα μαγουλά της. Καθισμένη στην κουζίνα κοπίαζε να αφουγκραστεί τη συζήτηση των καλεσμένων κι’ όλο σταυροκοπιόταν πιέζοντας τα δάκτυλα στο μέτωπο και κοιτάζοντας την εικόνα του αγίου. Ο Ανίσσιμ που ήτανε λιγάκι πιωμένος, άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και είπε σε φυσικό τόνο: «Τι κάθεστε εδώ σεβαστή μητερούλα; Χωρίς εσάς μας είναι βαρετά.» Η Πρασκόβγια όμως απάντησε φοβισμένη, πιέζοντας με τα δυο της χέρια το αδύναμο στήθος της: «Μα τι λέτε εκεί μέσα, μας ευσπλαχνίζεστε … Σας ευχαριστώ χίλιες φορές…» Μετά το προξενιό καθορίστηκε η ημερομηνία του γάμου. Μετά απ’ όλα αυτά ο Ανίσσιμ γύρναγε μέσα στο σπίτι από δωμάτιο σε δωμάτιο και σφύριζε αδιάφορα ή του έρχονταν κάτι στο μυαλό, γινόταν σκεπτικός και κοίταζε ακίνητος, παγωμένος το πάτωμα σαν να ήθελε με το βλέμμα του να τρυπήσει τη γη. Δεν εκδήλωνε χαρά για το γεγονός ότι παντρευόταν, άμεσα παντρευόταν, την Κυριακή κιόλας μετά το Πάσχα, ούτε έκφραζε την επιθυμία να δει τη νύφη αλλά όλο σφύριζε αδιάφορα. Και ήταν εμφανές ότι παντρευόταν μόνο και μόνο γιατί το ήθελαν ο πατέρας του και η μητριά του και γιατί έτσι ήταν από πάντα, πατροπαράδοτα στο χωριό: Ο γιος παντρεύεται για να είναι στο σπίτι μια βοηθός. Δεν βιαζόταν για την αναχώρηση και δεν συμπεριφερόταν καθόλου όπως στις παλιές του επισκέψεις. Ήταν κάπως ιδιαίτερα χαλαρός και δεν ανέφερε αυτό που ήταν αναπόφευκτο.
(3) Στο χωριό Σικάλοβα ζούσαν δυο αδελφές που ανήκαν στη σέχτα των μαστιγουμένων και ήταν ράφτρες. Σ’ αυτές ανατέθηκε το ράψιμο των καινούργιων φορεμάτων για το γάμο, έρχονταν συχνά για τις πρόβες και μετά έπιναν λαίμαργα τσάι. Στη Βαρβάρα έραψαν ένα καφέ φόρεμα με μαύρες δαντέλες και χάντρες, στην Ακσίνγια ένα φωτεινό, πράσινο, με κίτρινους γιακάδες και ουρά. Όταν οι ράφτρες τέλειωσαν, ο Τσιμούκιν δεν τις πλήρωσε με χρήμα αλλά με εμπορεύματα από το μαγαζί του και αυτές έφυγαν απ’ αυτόν λυπημένες, στα χέρια τα δισάκια με τα σπαρματσέτα και κονσέρβες σαρδέλας, τα οποία δεν τα χρειάζονταν. Κι’ όταν άφησαν πίσω τους το χωριό, κάθισαν σ’ ένα λοφίσκο κι’ έκλαιγαν. Ο Ανίσσιμ ήρθε τρεις μέρες πριν το γάμο με εντελώς καινούργια περιβολή. Φορούσε λαμπερές λαστιχένιες γαλότσες και αντί για γραβάτα μια κόκκινη κορδέλα με μικρές μπαλίτσες. ένα ομοίως καινούργιο παλτό που του κρεμόταν χαλαρά απ’ τους ώμους.
Αφού είχε προσευχηθεί γεμάτος σεβασμός μπροστά στο εικονοστάσι, χαιρέτισε τον πατέρα του και του έδωσε δέκα ασημένια ρούβλια- και δέκα νομίσματα από μισό ρούβλι το καθένα και στη Βαρβάρα έδωσε ακριβώς το ίδιο ποσό, στην Ακσίνγια είκοσι ασημένια νομίσματα του ενός τετάρτου απ’ το ρούβλι. Το βασικό δέλεαρ σ’ αυτά τα δώρα συνίστατο στο ότι όλα τα νομίσματα ήταν σαν να είχαν επιλεγεί από καινούργια και έλαμπαν στον ήλιο. Ο Ανίσσιμ προσπαθούσε να εμφανίζεται αξιοπρεπής και σοβαρός, τέντωνε το πρόσωπό του και φούσκωνε τα μάγουλα. Μύριζε ρακί: Πιθανόν σε κάθε σταθμό είχε επισκεφτεί το μπουφέ. Αφ’ ετέρου ήταν πάνω του αντιληπτή μια κάποια χαλαρότητα, κάπως πάρα πολύ. Αργότερα ο Ανίσσιμ και ο γέρος ήπιαν τσάι και έφαγαν και κάτι. Η Βαρβάρα όμως πήρε τα καινούργια ρούβλια στα χέρια και ήθελε να πάρει πληροφορίες για τους χωρικούς που ζούσανε στην πόλη. «Δόξα τω Θεώ είναι καλά», απάντησε ο Ανίσσιμ. «Μόνο του Ιβάν Γιεγκόροφ πέθανε η γριά του, η Σοφία Μιχαήλοβνα. Από φθίση . Το γεύμα για την πεθαμένη παραγγέλθηκε στο διάδρομο, δυόμιση ρούβλια για τον καθένα. Υπήρχε επίσης και καλό κρασί. Για τους αγρότες, τους χωρικούς μας, παραγγέλθηκε και γι’ αυτούς για δυόμιση ρούβλια- αλλά αυτοί δεν έφαγαν τίποτε απ’ αυτά. Τι καταλαβαίνει ένας αγρότης από Sauce!» «Δυόμιση ρούβλια!» είπε ο γέρος και κούνησε το κεφάλι. «Ε, και τι; Δεν είναι και σε κανένα χωριό. Πηγαίνει κάποιος για λίγο σ’ ένα ρεστοράν για να φάει κάτι, ζητάει τούτο κι’ εκείνο, τότε ευθύς αμέσως συντυχαίνει μια παρέα, πίνει κάτι και εν ριπή οφθαλμού έρχεται το πρωί κι’ ύστερα είναι να πληρώσει ο καθένας τρία ή τέσσερα ρούβλια. Κι αν έρχεσαι μαζί με τον Σαμοροντόφ, αυτού του αρέσει να σερβίρεται μετά απ’ όλα αυτά και καφές με κονιάκ και το κονιάκ κοστίζει έξι τσένερ το ποτηράκι.» «Όλα ψέματα είναι αυτά που λέει», κραύγασε ενθουσιασμένος ο γέρος. «Όλα ψέματα αυτά που λέει!» «Τώρα είμαι συνέχεια μαζί με τον Σαμοροντόφ. Ο Σαμοροντόφ είναι αυτός που σας γράφει τα γράμματά μου. Έχει μεγαλειώδες γράψιμο. Και αν ήθελα να διηγηθώ, μανούλα», συνέχισε εύθυμα ο Ανίσσιμ, απευθυνόμενος στη Βαρβάρα, «τι είδους άνθρωπος είναι αυτός ο Σαμοροντόφ, δεν θα το πιστεύατε. Όλοι τον λέμε Μουχτάρ γιατί είναι κατάμαυρος σαν Αρμένης. Τον διαβάζω από πάνω ως κάτω, γνωρίζω όλες του τις υποθέσεις, να, σαν τα πέντε δάκτυλά μου κι’ αυτός το νοιώθει και μ’ ακολουθεί βήμα-βήμα και δεν μπορεί καμία δύναμη να μας ξεχωρίσει. Αυτό του είναι κάπως δυσάρεστο αλλά χωρίς εμένα δεν μπορεί να ζήσει. Όπου πηγαίνω, προ τα κει πάει κι’ αυτός. Έχω, μανούλα, ένα ασφαλές, έμπιστο μάτι. Βλέπω στο παζάρι κατά τύχη έναν αγρότη να πουλάει ένα πουκάμισο.- Ακίνητος, το πουκάμισο είναι κλεμμένο! Και πράγματι διαπιστώνεται ότι το πουκάμισο είναι κλεμμένο.» «Από πού το ξέρεις;» ρώτησε η Βαρβάρα. «Από πουθενά δεν το ξέρω. Έχω ένα μάτι ακριβώς γι’ αυτό. Δεν ξέρω τι πουκάμισο είναι αυτό αλλά κάτι με έλκει προς αυτό: Είναι κλεμμένο και τέρμα. Στο τμήμα ασφαλείας που ανήκουμε λένε συνεχώς: ‘Λοιπόν Ανίσσιμ πήγαινε να πυροβολήσεις μπεκάτσες!’ Αυτό σημαίνει, ψάξε για κλεμμένα. Α, ναι… Να κλέψει μπορεί ο καθένας αλλά πως τα φυλάς! Η γη είναι μεγάλη, τα κλεμμένα όμως δεν κρύβονται πουθενά.» «Στο χωριό μας την προηγούμενη βδομάδα κλέψανε απ’ τους Γκουστόρεφ ένα αρνί και δυο νεαρά πρόβατα», είπε η Βαρβάρα και αναστέναξε. «Και κανείς δεν είναι εκεί να κάνει έρευνα… Άι, άι, άι!» «Τι; Φυσικά μπορεί να γίνει έρευνα. Αυτό δεν είναι βέβαια τίποτε.»
Η μέρα του γάμου είχε φτάσει. Ήταν μια ψυχρή αλλά διαυγής, ευχάριστη μέρα του Απριλίου. Από νωρίς κιόλας το πρωί έφτασαν στο Οκλέγιεβο άμαξες με τρείς και με δύο ίππους, με διαφόρων ειδών κορδέλες στα στραβόξυλα και στις χαίτες. Στους αγρούς θορυβούσαν οι καρακάξες, φοβισμένες απ’ τα σούρτα – φέρτα των αμαξών και τα ψαρόνια τραγουδούσαν με ένταση, ασταμάτητα, σαν να χαιρόντουσαν που οι Τσιμπούκιν έχουν γάμο. Στο σπίτι πάνω στο τραπέζι βρίσκονταν ήδη μεγάλα ψάρια, χοιρομέρια και γεμιστά πουλιά, μικρά κιβώτια με ρέγκες, διαφόρων ειδών τουρσιά και μαριναρισμένα. Ένα πλήθος από ρακές και φιάλες κρασί, μύριζε καπνιστό λουκάνικο και μαριναρισμένους αστακούς. Και ο γέρος γύρναγε γύρω-γύρω στα τραπέζια, με τα τακούνια να χτυπούν και ακόνιζε μαχαίρι με μαχαίρι. Συνεχώς φώναζαν τη Βαρβάρα, απαιτούσαν κάτι και αυτή με ταραγμένο πρόσωπο, ασθμαίνουσα, έτρεχε αδιάκοπα στην κουζίνα όπου από νωρίς δούλευαν ο μάγειρας του Κοστγιουκόφ και η εξαιρετική μαγείρισσα του νεότερου Χρύμιν. Η Ακσίνγια, με μπούκλες στα μαλλιά, χωρίς φόρεμα, με τον κορσέ και με καινούργια παπούτσια που τρίζανε, έτρεχε βιαστικά όπως ο ανεμοστρόβιλος πάνω στην αυλή και τα γυμνά της γόνατα και το στήθος της λαμποκοπούσαν. Γινόταν φασαρία, ακούγονταν βρισιές και όρκοι. Οι περαστικοί έμειναν να στέκονται μπροστά στην ορθάνοικτη πόρτα και γινόταν κατανοητό από την έκφραση τους πως υπήρχε κάτι ασυνήθιστο στα φορέματα. Τελικά πήγαν να πάρουνε τη νύφη.
Τα σήμαντρα άρχισαν να ηχούν και έσβηναν μακριά μπροστά στο χωριό… Μετά τις δύο η ώρα έτρεξαν οι άνθρωποι όλοι μαζί, ακούστηκαν πάλι σήμαντρα: Έφερναν τη νύφη! Η εκκλησία ήταν υπερπλήρης, ο πολυέλαιος έκαιγε, οι ψάλτες έψελναν έτσι όπως το είχε επιθυμήσει ο Τσιμπούκιν, σύμφωνα με τις νότες. Η λάμψη από τα φώτα και τα φωτεινά φορέματα τύφλωναν τη Λίπα, της φαίνονταν, σαν να σφυροκοπούσαν από γύρω οι ψάλτες με τις δυνατές φωνές τους πάνω στο κεφάλι της. ο κορσές που πρώτη φορά φορούσε στη ζωή της και τα μποτίνια την πίεζαν. έμοιαζε σαν μόλις να συνήλθε από μια λιποθυμία, κοίταζε μόνο μπροστά της και έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται τίποτε. Ο Ανίσσιμ με μαύρο σακάκι και την κόκκινη κορδέλα αντί για γραβάτα έμοιαζε σκεπτικός και κάρφωνε το βλέμμα σε ένα σημείο: Και κάθε φορά που οι ψάλτες έψελναν δυνατά, έκανε γρήγορα το σταυρό του. Η καρδιά του ήταν συγκινημένη και ήθελε να κλάψει. Η εκκλησία του ήταν γνωστή από την πρώτη παιδική του ηλικία. κάποτε τον είχε φέρει εδώ η πεθαμένη του μητέρα για τον εσπερινό, εδώ είχε ψάλει με τα αγόρια στη χορωδία, θυμόταν κάθε γωνία, κάθε εικόνισμα αγίου. Και τώρα τον στεφανώνουν, πρέπει να τον παντρέψουν χάριν της τάξης αλλά δεν το σκεπτόταν πια, μόλις που το θυμότανε και είχε ξεχάσει εντελώς το γάμο. Δάκρυα τον εμπόδιζαν να κοιτάξει τις εικόνες των αγίων, κάτι του τραγάνιζε την καρδιά, είπε μια προσευχή και παρακάλεσε το Θεό, η αναπόφευκτη δυστυχία που αν όχι σήμερα, τότε ίσως αύριο θα εισβάλει μέσα του, κάπως να τον προσπεράσει, όπως την εποχή της στέγνιας που σύννεφα καταιγίδας περιβάλουν ένα χωριό και δεν φέρνουν σταγόνα βροχής. Και στο παρελθόν είχε συσσωρεύσει τόσες πολλές αμαρτίες- τόσα αδιέξοδα, τόσο ανεπανόρθωτα ήταν όλα, που του φαίνονταν άπρεπο να παρακαλέσει για συγχώρηση. Αλλά παρακαλούσε για συγχώρηση και μάλιστα έκλαψε δυνατά με αναφιλητά αλλά κανένας δεν έδωσε σημασία γιατί πίστευαν πως ήταν λιγάκι μεθυσμένος. Ακούστηκε παιδικό κλάμα ταραχής. «Αγαπημένη μου μανούλα, πάρε με μακριά από δω.» «Ησυχία εκεί!», φώναξε ο πνευματικός. Όταν επέστρεψαν από την εκκλησία στο σπίτι, πίσω τους έτρεχε κόσμος. μπροστά στο μαγαζί, στην αυλόπορτα, στην αυλή κάτω απ’ τα παράθυρα στεκόταν ένα μπουλούκι ανθρώπων. Οι λαϊκές γυναίκες ήρθαν να τραγουδήσουν στο νεαρό ζευγάρι. Μόλις που είχαν οι νιόπαντροι διαβεί το κατώφλι και έψελναν οι ψάλτες, που με τις νότες τους στεκόταν ήδη στο διάδρομο, μεγαλόφωνα με όλη τους τη δύναμη. η ορχήστρα που ήρθε ειδικά για το σκοπό αυτό απ’ την πόλη, άρχισε να παίζει. Προσφερόταν παντού σε ψηλά ποτήρια αφρώδες κρασί από την περιοχή του Ντον και ο αρχιμάστορας Γιελισάροφ, ένας υψηλόσωμος, ισχνός, ηλικιωμένος άντρας με τόσο πυκνά φρύδια που μόλις και έβλεπε κανείς τα μάτια του, είπε απευθυνόμενος στους νιόπαντρους: «Ανίσσιμ κι’ εσύ παιδάκι, να αγαπιέστε μεταξύ σας, ζήστε με ευσέβεια παιδάκια και η Ουράνια Βασίλισσα δεν θα σας εγκαταλείψει.» Βυθίστηκε στους ώμους του γέρου και έκλαψε γοερά. «Γκριγκόριγ Πετρόφ, κλαίμε, κλαίμε από χαρά!», είπε με λεπτή φωνούλα και ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια και συνέχισε με μπάσα φωνή: «Χο-χο-χο κι’ αυτή η νύφη είναι όμορφη! Είναι όλα της δηλαδή στη σωστή θέση, όλα τέλεια, δεν ακούγεται κρότος. Όλος ο μηχανισμός είναι εντάξει, βίδες αρκετές…» Κατάγονταν από την επαρχία Γιεγκόργιεφ, εργαζόταν όμως από τα νιάτα του στα εργοστάσια του Ουκλέγιεβο και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή και είχε εγκλιματιστεί εδώ. Ήταν από καιρό γνωστός σαν γέρος, το ίδιο ισχνός και λιγνός άντρας και τον έλεγαν από πάντα «δεκανίκι». Ίσως επειδή πάνω από σαράντα χρόνια καταπιανόταν στα εργοστάσια αποκλειστικά με επιδιορθώσεις, έκρινε τον κάθε άνθρωπο ή το κάθε πράγμα από την άποψη της στερεότητας: Μήπως και απαιτείται καμιά επιδιόρθωση. Και πριν κάτσει στο τραπέζι, δοκίμασε τις καρέκλες μήπως δεν είναι στέρεες, ψηλάφησε μάλιστα κι’ έναν μεγάλο κυπρίνο.
Μετά το αφρώδες κρασί έκατσαν όλοι στο τραπέζι. Οι καλεσμένοι κουβέντιαζαν και μετακινιόντουσαν με τις καρέκλες τους. Στο διάδρομο τραγουδούσαν οι τραγουδιστές, η ορχήστρα έπαιζε και συγχρόνως στην αυλή οι γυναίκες εγκωμίαζαν με μια φωνή τους νιόπαντρους- και υπήρχε μια τόσο τρομακτική, άγρια μίξη από ήχους που τα κεφάλια βούιζαν. Το δεκανίκι στρέφονταν πέρα δώθε στην καρέκλα του και σκούνταγε τους διπλανούς του με τους αγκώνες και πότε γελώντας πότε κλαίγοντας τους εμπόδιζε στην κουβέντα. «Παιδάκια, παιδάκια, παιδάκια», μουρμούρισε γρήγορα: «Ακσινγιούσκα, αγαπημένη, Βαρβαρούσκα, ας ζήσουμε όλοι με ειρήνη και ομόνοια, αγαπημένες μου τσαπίτσες…». Συνήθως έπινε λίγο οπότε τώρα ήταν μεθυσμένος μ’ ένα ποτηράκι πικρό εγγλέζικο ποτό. Αυτό το αηδιαστικό ποτό, ποιος ξέρει από πού κρατάει η σκούφια του, τους ζάλισε όλους όσους το ήπιανε σαν να τους είχε καταφέρει ένα χτύπημα. Οι γλώσσες άρχισαν να μπερδεύονται. Ήταν παρόντες και οι κληρικοί, οι υπάλληλοι των εργοστασίων με τις γυναίκες τους, οι έμποροι και οι χανιτζήδες από τα άλλα χωριά. Ο πρόεδρος της κοινότητας και ο γραμματέας, οι οποίοι υπηρετούσαν μαζί ήδη δεκατέσσερα χρόνια και όλο αυτό τον καιρό δεν είχαν επικυρώσει ούτε ένα έγγραφο, δεν είχαν αφήσει άνθρωπο να φύγει απ’ το κοινοτικό γραφείο χωρίς να τον εξαπατήσουν ή να τον προσβάλουν, κάθονταν τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο και οι δύο χοντροί και χορτάτοι και φαίνονταν σαν να ήταν κατά τέτοιον τρόπο διαποτισμένοι από την αδικία, που ακόμα και το δέρμα στα πρόσωπά του εξέπεμπε αχρειότητα. Η γυναίκα του γραμματέα, μια σκελετωμένη, αλλήθωρη γυναίκα, είχε φέρει όλα της τα παιδιά και σαν το αρπακτικό αλληθώριζε προς τα πιάτα και άρπαζε στα γρήγορα τα πάντα που πέρναγαν μπροστά απ’ τα χέρια της και τα έδινε κρυφά στον εαυτό της και στα παιδιά της. Η Λίπα καθόταν εκεί σαν μαρμαρωμένη, με την ίδια έκφραση όπως στην εκκλησία. Ο Ανίσσιμ αφότου τη γνώρισε δεν αντάλλαξε μαζί της ούτε λέξη, έτσι που μέχρι τώρα ούτε που ήξερε τη φωνή της. ακόμη και τώρα, που κάθονταν δίπλα της, σιωπούσε κι’ έπινε την εγγλέζικη πικρίλα και όταν ήταν πια εντελώς μεθυσμένος, είπε, απευθυνόμενος στη θεία της, η οποία κάθονταν απέναντι του: « Έχω ένα φίλο που τον λένε Σαμοροντόφ. Ένας εντελώς ξεχωριστός άνθρωπος. Έχει χαρακτηριστεί ‘επίτιμος πολίτης’ και καταλαβαίνει από διασκέδαση. Εγώ βέβαια τον διαβάζω από πάνω ως κάτω και το νοιώθει. Επιτρέψτε μου θείτσα μου να τσουγκρίσω μαζί σας στην υγεία του Σαμοροντόφ!» Η Βαρβάρα γυρνούσε γύρω-γύρω απ’ το τραπέζι φιλεύοντας τους καλεσμένους, κατάκοπη, σε σύγχυση, αλλά φανερά ικανοποιημένη για το γεγονός ότι υπήρχαν τόσα εδέσματα και ήταν όλα τόσο πλουσιοπάροχα- τώρα κανένας δεν μπορεί να τους καταλογίσει κάτι. Ο ήλιος είχε δύσει αλλά το φαγοπότι δεν σταματούσε. δεν πρόσεχε κανείς τι έτρωγε και τι έπινε. δεν μπορούσε κανείς να καταλάβει τι συζητιόταν και μόνο μερικές φορές, όταν βουβαινόταν η μουσική, μπορούσε κανείς να διακρίνει καθαρά τι φώναζε μια λαϊκή γυναίκα απ’ έξω: «Με το αίμα μας έχετε γίνει τύφλα, παλιάνθρωποι, που ο διάολος σας έφερε!»
Το βράδυ χορέψανε. Οι νεότεροι Χρύμινς ήρθανε με τα δικά τους κρασιά και ενώ χορεύονταν η Quadrille ένας απ’ αυτούς κρατούσε σε κάθε χέρι ένα μπουκάλι και στο στόμα ένα κρασοπότηρο και όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Στη μέση της Quadrille μερικοί έκατσαν σε βαθύ κάθισμα για να χορέψουνε τον «ρώσικο». Η Ακσίνγια με το πράσινο φόρεμα σφύριζε γύρω-γύρω και η ουρά του φορέματός της σάρωνε στον αέρα. Κάποιος της πάτησε κάτω την άκρη του φορέματος και το δεκανίκι φώναξε: «Έι, εκεί κάτω κάποιος ξεκόλλησε τον πλίνθο! Παιδάκι!» Η Ακσίνγια είχε γκρίζα, αθώα μάτια που βλεφάριζαν σπάνια και πάνω στο πρόσωπο της έπαιζε μόνιμα ένα αθώο χαμόγελο. Και σ’ αυτά τα μάτια που μόλις και βλεφάριζαν, στο μικρό κεφάλι πάνω στο μακρύ λαιμό και στη λεπτή της κορμοστασιά βρίσκονταν κάτι φιδίσιο. πράσινη, με κίτρινο στήθος, χαμογελώντας, κοίταζε όπως κοιτάζει η οχιά την άνοιξη από τη φρέσκια σίκαλη τους περαστικούς, τεντωμένη σε μήκος και με ανασηκωμένο το κεφάλι. Οι νεότεροι Χρύμινς συναναστρέφονταν μαζί της αρκετά ελεύθερα και δεν μπορούσε κανείς να παραγνωρίσει ότι με τον μεγαλύτερο απ’ αυτούς είχε στενές σχέσεις. Αλλά ο κουφός δεν αντιλαμβανόταν τίποτε και δεν την παρακολουθούσε. Κάθονταν εκεί σταυροπόδι, έτρωγε καρύδια και τα έσπαζε τόσο δυνατά σαν να πυροβολούσε με το πιστόλι. Όμως τώρα μπήκε στη μέση ο ίδιος ο Τσιμπούκιν και κουνούσε το μαντήλι ως ένδειξη πως θέλει κι’ αυτός να χορέψει το «ρώσικο» και από άκρη σ’ άκρη στο σπίτι και στην αυλή ακούγονταν από τους καλεσμένους επιδοκιμαστικές φωνές: « Ο ίδιος ο κύριος θέλει να χορέψει! Ο κύριος αυτοπροσώπως!» Η Βαρβάρα χόρευε αλλά ο γέρος συνέχισε να κουνάει το μαντήλι και χτυπούσε με τα τακούνια, αλλά κι’ αυτοί, οι οποίοι εκεί στην αυλή σκυμμένοι ο ένας πάνω στον άλλο έβλεπαν στα παράθυρα, ήταν γοητευμένοι και για μια στιγμή του συγχώρησαν τα πάντα- τα πλούτη και όλη του την κακία… «Ένα μοντέρνο παιδί, ο Γκριγκόριγ Πετρόφ!» ακούγονταν στο πλήθος. «Έτσι, δώσε δύναμη! Μπορείς κι’ άλλο ακόμα! Χα- χα- χα!» Όλα αυτά τελείωσαν αργά, είχε πάει ήδη μια τη νύχτα. Ο Ανίσσιμ προχωρούσε τρεκλίζοντας για να αποχαιρετήσει, ανάμεσα στις σειρές των τραγουδιστών και των μουσικάντηδων και δώριζε στον καθένα ένα καινούργιο νόμισμα του μισού απ’ το ρούβλι. Και ο γέρος συνόδευε τους καλεσμένους, όχι τρεκλίζοντας, αλλά όχι και σε καλή ισορροπία και έλεγε στον καθένα : «Ο γάμος κόστισε δυο χιλιάδες…» Όταν οι καλεσμένοι σκόρπισαν, κάποιος αντάλλαξε την καινούργια ζακέτα του χανιτζή απ’ το Σικάλοβο με μια άλλη και ο Ανίσσσιμ φούντωσε ξαφνικά και άρχισε να φωνάζει: «Στοπ! Θα τον βρω αμέσως! Ξέρω ποιος το έκλεψε. Στοπ!» Έτρεξε έξω στο δρόμο πίσω από κάποιον. αλλά τον έπιασαν, τον πήραν κρατώντας τον κάτω απ’ τους ώμους και τον έφεραν σπίτι. Μεθυσμένο, κατακόκκινο από οργή τον έσπρωξαν στο δωμάτιο, όπου μόλις γδύνονταν η θεία της Λίπα και τον κλείδωσαν εκεί μέσα.
(4) Πέντε μέρες είχαν περάσει. Ο Ανίσσιμ είχε προετοιμαστεί για την αποχώρηση και πήγε πάνω στη Βαρβάρα να την αποχαιρετήσει. Σ’ αυτή έκαιγαν όλα τα λυχναράκια μπροστά στο εικονοστάσι και μύριζε λιβάνι. Καθόταν στο παράθυρο κι’ έπλεκε μια κάλτσα με κόκκινο μαλλί. «Έμεινες για λίγο μόνο σε μας», είπε «βαρέθηκες, τι; Άι, άι, άι …Κάνουμε καλή ζωή, έχουμε αρκετά απ’ όλα και γιορτάσαμε το γάμο σου όπως πρέπει, όπως αρμόζει. ο γέρος λέει πως στοίχισε δυο χιλιάδες. Με μια κουβέντα ζούμε όπως ζουν οι εμπόροι, μόνο που σε μας είναι βαρετά. Και εκμεταλλευόμαστε υπερβολικά το λαό. Με πονάει η καρδιά μου, καλέ μου- Θεέ μου πόσο τον εκμεταλλευόμαστε ! Είτε ανταλλάσουμε άλογα είτε κάτι ψωνίζουμε είτε μισθώνουμε εργάτες- σ’ όλα είναι η απάτη στο παιγνίδι, απάτη, τίποτε άλλο από απάτη! Το νηστήσιμο λάδι στο μαγαζί είναι πικρό και χαλασμένο- σ’ άλλους ανθρώπους η πίσσα είναι καλύτερη. Πες μου σε παρακαλώ πώς και δεν είναι δυνατόν να εμπορευόμαστε καλό λάδι;» «Ο καθένας πορεύεται όπως μπορεί, μανούλα.» «Όμως μια μέρα θα πεθάνουμε! Αχ, πραγματικά, έπρεπε μια φορά να μιλήσεις με τον πατέρα!» «Θα μπορούσατε όμως να μιλήσετε η ίδια.» «Λοιπόν-λοιπόν! Βεβαίως του λέω τη γνώμη μου αλλά αυτός απαντάει ακριβώς όπως εσύ πάντοτε με ένα: Ο καθένας πορεύεται όπως μπορεί. Στον άλλο κόσμο δεν θα ρωτήσει κανείς γι’ αυτά…. Ο Θεός είναι δίκαιος δικαστής.» «Φυσικά δεν θα ρωτήσει κανείς γι’ αυτά», είπε αναστενάζοντας ο Ανίσσιμ. «Θεός, μανούλα, δεν υπάρχει καθόλου. Πως να ρωτήσει λοιπόν κάποιος εκεί;» Η Βαρβάρα τον κοίταξε έκπληκτη, χτύπησε τα χέρια και γέλασε δυνατά. Όταν έμεινε τόσο ειλικρινά έκπληκτη για τα λόγια του και τον κοίταξε σαν έναν παράξενο χωρατατζή, αυτός ένοιωσε αμήχανα. «Ίσως να υπάρχει ασφαλώς Θεός, απλώς εμένα μου λείπει η πίστη», είπε. «Όταν στεφανώθηκα δεν ήταν και τεράστια η χαρά μου. Όπως όταν κάποιος αποσπά ένα αυγό κάτω απ’ την κότα και μέσα του τιτιβίζει ένα πουλάκι, έτσι άρχισε κι’ έμενα να τιτιβίζει η συνείδησή μου και ενώ στεφανωνόμουν, σε όλη τη διάρκεια σκεπτόμουν: Υπάρχει Θεός! Όταν όμως βγήκα έξω απ’ την εκκλησία, όλα πέρασαν… Παιδάκια ήμασταν, δεν είχαμε βυζάξει ακόμη τη μάνα μας και μας είχαν μάθει κιόλας μόνο αυτό: Ο καθένας πορεύεται όπως μπορεί. Ούτε βέβαια ο μπαμπάς πιστεύει στο Θεό. Πρόσφατα μου διηγηθήκατε ότι κλέψανε πρόβατα απ’ τον Γκουστόρεφ… Το διερεύνησα: Ένας μουζίκος απ’ το Σικάλοβο τα έκλεψε. τα έκλεψε αλλά τα τομάρια ήταν στο μπαμπά… Ας έχετε λοιπόν την πίστη σας!» Ο Ανίσσιμ την κρυφοκοίταξε με το ένα μάτι και κούνησε το κεφάλι. «Ούτε κι’ ο πρόεδρος της κοινότητας πιστεύει στο Θεό», συνέχισε «ούτε κι’ ο γραμματέας, ούτε κι’ ο καντηλανάφτης. Κι’ αν πηγαίνουν στην εκκλησία και τηρούνε τις νηστείες, αυτό συμβαίνει μόνο για να μη μιλάει ο κόσμος άσχημα γι’ αυτούς και για την περίπτωση πως ίσως να υπάρχει η δευτέρα παρουσία. Τώρα κάνουνε κουβέντα σαν να στέκει μπροστά τους το τέλος του κόσμου, επειδή, λένε, ο λαός έχει γίνει μαλθακός, δε σέβεται τους γονείς και τα λοιπά. Όλα αυτά είναι ανοησίες. Εγώ, μανούλα, το βλέπω έτσι: Όλες οι δυστυχίες προέρχονται εξ αιτίας του ότι οι άνθρωποι δεν έχουν συνείδηση… Το διερευνώ από πάνω ως κάτω και έτσι το αντιλαμβάνομαι. Αν ένας άνθρωπος φοράει ένα κλεμμένο πουκάμισο, τότε το βλέπω έτσι. Ένας άντρας κάθεται στο χάνι και σας φαίνεται σαν να πίνει τσάι και τίποτε παρά πέρα. εγώ όμως αφήνω στην άκρη το τσάι και πέρα απ’ αυτό βλέπω ότι αυτός ο άντρας δεν έχει συνείδηση. Μπορεί κάποιος να τριγυρνάει μια ολόκληρη μέρα και- και να μη δει κανέναν που να έχει συνείδηση. Και αυτό έχει την αιτία του στο ότι δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει Θεός ή όχι… Τώρα όμως ζήστε μια ευτυχισμένη ζωή μανούλα, μείνετε υγιής και μη σκέπτεστε άσχημα για μένα.»
Ο Ανίσσιμ έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά στη Βαρβάρα. «Σας ευχαριστώ για όλα, μανούλα», είπε. «Η οικογένειά μας έχει από σας μεγάλο όφελος, είστε μια θαυμάσια γυναίκα και είμαι πολύ τυχερός που σας γνώρισα.» Ταραγμένος βγήκε έξω, έκανε όμως ακόμη μια φορά μεταβολή και είπε: «Ο Σαμοροντόφ μ’ έχει μπλέξει σε μια ιδιαίτερη υπόθεση: Ή θα γίνω πλούσιος ή θα καταστραφώ. Αν θα συμβεί κάτι, μανούλα, παρακαλώ να παρηγορήσετε τον πατέρα μου.» «Να τώρα, τι είναι τούτο; Άι, άι άι… ο θεός είναι ελεήμων. Εσύ όμως, Ανίσσιμ, θα έπρεπε να μεταχειρίζεσαι τη γυναίκα σου γεμάτος αγάπη. κοιτάζεστε όμως οι δυό σας πολύ θυμωμένα. ας γελούσατε καμιά φορά, πραγματικά.» «Ναι είναι πολύ ιδιαίτερη…», είπε ο Ανίσσιμ και αναστέναξε. «Φαίνεται να μην έχει καθόλου αντίληψη και συνέχεια σωπαίνει. Είναι ακόμη πολύ νέα , πρέπει πρώτα να μεγαλώσει.» Μπροστά στη σκάλα στέκονταν ήδη το μεγάλο, εύσαρκο μαύρο άλογο, καπιστρωμένο από τον Σαραμπάν. Ο γερό Τσιμπούκιν πήδηξε με φόρα πάνω στην άμαξα, έκατσε περήφανος κι’ έπιασε τα χαλινάρια. Ο Ανίσσιμ φιλήθηκε με τη Βαρβάρα, την Ακσίνγια και τον αδελφό του. Στη βεράντα στεκόταν και η Λίπα. στεκόταν εκεί ακίνητη και κοίταζε στο πλάι σαν να μην ήταν αυτή που έπρεπε να τον συνοδεύσει αλλά βγήκε έξω από οποιαδήποτε άλλη αιτία. ο Ανίσσιμ την πλησίασε και με τα χείλη του ακούμπησε ελαφρά, ανεπαίσθητα, το πρόσωπό της. «Να είσαι καλά», είπε. Και αυτή χαμογέλασε με παράξενο τρόπο, χωρίς να τον κοιτάζει. το πρόσωπο της τρεμόπαιξε κι’ όλοι την λυπήθηκαν κάπως. Ο Ανίσσιμ έκατσε επίσης με φόρα και στήριξε τα χέρια στα πλάγια. Περνιόταν για όμορφος. Όταν βγήκαν απ’ το φαράγγι οδηγώντας την άμαξα ψηλά, ο Ανίσσιμ αναζητούσε συνέχεια με τα μάτια γύρω-γύρω το χωριό. Ήταν μια ζεστή, χαρούμενη μέρα. Τα ζώα τα έβγαζαν πρώτη φορά έξω για βοσκή και γυναίκες και κορίτσια ντυμένες γιορτινά γύρναγαν γύρω απ’ το κοπάδι. Ο καφετί ταύρος μούγκριζε όλο χαρά για την ελευθερία του και με τα μπροστινά του πόδια ανασήκωνε το χώμα. Παντού, πάνω και κάτω τραγουδούσαν οι κορυδαλλοί. Ο Ανίσσιμ έψαχνε γύρω-γύρω με τα μάτια για τη στενή, άσπρη εκκλησία- ασπρίστηκε πολύ πρόσφατα- και σκέφτηκε, πώς εκεί είχε πριν πέντε μέρες προσευχηθεί. έψαχνε επίσης για το σχολείο με την πράσινη στέγη, για το ποταμάκι, όπου κάποτε είχε κάνει μπάνιο και είχε ψαρέψει και χαρά ανάδευσε το στήθος του και θα ευχόταν να σηκωνόταν ξαφνικά απ’ τη γη ένας τείχος και να μην τον αφήσει να φύγει, οπότε να έμενε εδώ μόνον με το παρελθόν του. Στο σιδηροδρομικό σταθμό πήγαν στο μπουφέ και ήπιαν ένα ποτήρι τσέρι. Ο γέρος έβαλε το χέρι στην τσέπη να πιάσει το πουγκί για να πληρώσει. «Σας κερνάω!» είπε ο Ανίσσιμ. Ο γέρος τον χτύπησε συγκινημένος στον ώμο και κρυφοκοίταξε τον μπουφετζή: « Μόνο να βλέπεις τι γιο έχω.» «Έπρεπε να μείνεις στο σπίτι, στην επιχείρηση», είπε. «εκεί θα ήσουνα ανεκτίμητος. Θα σε χρύσωνα απ’ την κορφή ως τα νύχια, γιόκα μου!» «Αυτό είναι αδύνατον, μπαμπά μου.» Το τσέρι ήταν ξινισμένο, μύριζε βουλοκέρι. Ήπιαν όμως ακόμη ένα ποτηράκι. Όταν ο γέρος επέστρεψε απ’ το σταθμό, στην πρώτη ματιά δεν αναγνώρισε τη νεότερη νύφη του. Δεν είχε καλά- καλά φύγει ο άντρας της απ’ την αυλή και η Λίπα ήταν τελείως αλλιώτικη και έγινε έξαφνα χαρούμενη. Ξυπόλητη, μ’ ένα παλιό τριμμένο φουστάνι, τα μανίκια ανασηκωμένα μέχρι τους ώμους, έπλενε στο διάδρομο τη σκάλα και τραγουδούσε με την υπέροχη, ασημένια της φωνή. Κι’ όταν κουβάλαγε έξω τον μεγάλο κουβά με τα απόνερα και με το παιδικό της χαμόγελο έριχνε ματιές στον ήλιο, τότε έμοιαζε μα κορυδαλλό. Ο γέρος υπηρέτης, ο οποίος περνούσε μπροστά απ’ τη βεράντα, κούνησε το κεφάλι και ξερόβηξε. «Τι νύφες έχεις όμως, Γκριγκόριγ Πετρόφ! Ο Θεός ο ίδιος στις έστειλε!» είπε «Αυτές δεν είναι γυναίκες αλλά πραγματικός θησαυρός!»  
(5) Την Παρασκευή οκτώ Ιουλίου, ο Γιελισάροφ, ο λεγόμενος δεκανίκι, και η Λίπα επέστρεφαν απ’ το Καζανσκόγιε όπου είχαν πάει για προσκύνημα εξ αφορμής του πανηγυριού για τη γιορτή της Παναγίας της Καζανίτισας. Μακριά πίσω τους ερχόταν η μητέρα της Λίπα, η Πρασκόβγια, η οποία έμενε συνέχεια πίσω γιατί ήταν άρρωστη και της κόβονταν η ανάσα. Ήταν βραδάκι. «Α-αα!» φώναξε το δεκανίκι ενώ άκουγε προσεκτικά τη Λίπα. «Α-αα!… Έτσι!» «Εγώ, Ηλία Μάκαριτς, είμαι λάτρης του Βαρένγιε», είπε η Λίπα. «Κάθομαι μετά σε μια γωνίτσα και πάντοτε πίνω τσάι με Βαρένγιε. Ή πίνω μαζί με τη Βαρβάρα Νικολάγιεβνα και μας διηγείται κάτι συγκινητικό. Έχει αυτή πολύ Βαρένγιε- τέσσερα ποτήρια γεμάτα. «Όμως τρώγε, Λίπα», λέει, «μη ντρέπεσαι.» «Α-αα!… Τέσσερα ποτήρια!» «Ζούνε πλουσιοπάροχα. Τσάι με άσπρο ψωμί, καθώς και μοσχαρίσιο κρέας, όσο θέλει κανείς. Ζούνε πλουσιοπάροχα, μόνο που είναι τρομακτικά σ’ αυτούς, Ηλία Μάκαριτς. Χουου, πόσο τρομακτικά είναι!» «Τι σου είναι όμως τρομακτικό;» ρώτησε το δεκανίκι και αγνάντευε πέρα, μήπως η Πρασκόβγια έμεινε πολύ πίσω. «Στην αρχή, αφού είχε γίνει ο γάμος, φοβόμουνα τον Ανίσσιμ Γκριγκόργιτς. Δεν μου έκανε τίποτε και δεν με προσέβαλλε αλλά όταν ερχόταν κοντά μου, τρόμος διαπερνούσε όλο μου το κορμί. Κι ούτε μια νύχτα δεν κοιμήθηκα, έτρεμα πάντοτε και προσευχόμουν στο Θεό. Και τώρα φοβάμαι την Ακσίνγια, Ηλία Μάκαριτς. Δεν μου έκανε τίποτε και συνεχώς χαμογελάει αλλά που και που, όταν κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο τα μάτια της είναι τόσο μοχθηρά και σπινθηρίζουν πράσινα, όπως του πρόβατου στο στάβλο… Οι νεότεροι Χρύμινς την πιέζουν ασταμάτητα: ‘Ο γέρος σας’, λένε ‘έχει στην κατοχή του το οικόπεδο Μπουντγιόκινο, μήκος σαράντα ντεγιατίνες, μόνο άμμος και νερό υπάρχει εκεί, οπότε χτίζεις’, λένε, ‘Ακσγιούσα, εκεί ένα κεραμιδοποιείο και θα συμμετέχουμε κι’ εμείς σ’ αυτό. Το κεραμίδι βρίσκεται τώρα στα είκοσι ρούβλια η χιλιάδα, μια επικερδής επιχείρηση.’ Χθές στο μεσημεριανό είπε και η Ακσίνγια στο γέρο: ‘Θέλω’, είπε ‘στο Μπουντγιόκινο να χτίσω ένα κεραμιδοποιείο, θέλω να γίνω κι’ εγώ έμπορος.’ Το λέει και γελάει. Του Γκριγκόριγ Πετρόφ όμως σκοτείνιασε για τα καλά το πρόσωπο. φάνηκε πως δεν του άρεσε. ‘Όσο ζω’, λέει ‘δε θα γίνει καμιά διάσπαση, όλοι πρέπει να μείνουμε ενωμένοι.’ Όμως αυτή πέταξε σπίθες απ’ τα μάτια της, άρχισε να τρίζει τα δόντια… Όταν σερβίρανε ολαντγιέν δεν έφαγε μπουκιά απ’ αυτό!» «Α-αα!» φώναξε έκπληκτος το δεκανίκι. «Δεν έφαγε μπουκιά απ’ αυτό!» «Και μετά, ας μου πει κάπως παρακαλώ πότε κοιμάται αυτή πραγματικά!» συνέχισε η Λίπα. «Αν κοιμηθεί μισή ωρίτσα, μετά τινάζεται πάνω, πάει γύρω-γύρω, πάει παντού γύρω- γύρω, παρακολουθεί μήπως οι μουζίκοι άναψαν καμιά φωτιά, αν έχουν κλέψει τίποτε… Τρομαχτικά είναι μ’ αυτούς, Ηλία Μάκαριτς! Και οι νεότεροι Χρύμινς μετά το γάμο δεν πήγανε καθόλου για ύπνο αλλά πήγανε στην πόλη, στο δικαστήριο κι’ ο κόσμος λέει πως αυτό όλο συνέβη εξ αιτίας της Ακσίνγια. Δυο απ’ τα αδέλφια της είχανε υποσχεθεί να χτίσουν το κεραμιδοποιείο αλλά ο τρίτος αιστάνθηκε ριγμένος. το εργοστάσιο δεν δούλεψε για ένα μήνα κι’ ο Θείος μου ο Πρόχορ έμεινε χωρίς δουλειά και ζητιάνευε πέρα-δώθε στις αυλές. «Έπρεπε όμως», του είπα «θειούλη προς το παρόν να πας να οργώνεις ή να πριονίζεις ξύλα, δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι!» «Έχω», είπε ξεμάθει τις αγροτικές δουλειές, δεν καταφέρνω τίποτε πια Λιπίνγιακα!» Σ’ ένα άλσος με νεαρά έλατα έκαναν στάση για να ξεκουραστούν και να περιμένουν την Πρασκόβγια. Ο Γελισάροφ ήταν από καιρό αρχιμάστορας, όμως δεν είχε στην κατοχή του άλογο αλλά πήγαινε παντού γύρω- γύρω με τα πόδια, μ’ ένα δισάκι που είχε μέσα ψωμί και κρεμμύδια. βάδιζε με τα χέρια να ταλαντεύονται πέρα- δώθε και ήταν δύσκολο να κρατηθείς στο βήμα του.
Δίπλα στην είσοδο του άλσους στεκόταν ένας στύλος οριοθέτησης. Ο Γελισάροφ τον κούνησε λίγο, αν είναι και αυτός στέρεος… Η Πρασκόβγια πλησίασε με κομμένη την ανάσα. Το στρογγυλεμένο, πάντα τρομαγμένο πρόσωπό της άστραφτε από ευτυχία: Σήμερα είχε, όπως όλοι, βρεθεί στην εκκλησία, μετά είχε επισκεφθεί το παζάρι και εκεί είχε πιεί αχλαδοχυμό! Αυτό της συνέβαινε σπάνια και μάλιστα της φαινόταν σαν να είχε σήμερα για πρώτη φορά στη ζωή της μια χαρούμενη μέρα. Αφού είχαν ξεκουραστεί, συνέχισαν και οι τρείς μαζί την πορεία τους. Ο ήλιος βυθίζονταν ήδη, οι ακτίνες του εισχωρούσαν στο δάσος κι’ έλαμπαν πάνω στους κορμούς.
Μπροστά ηχούσαν δυνατές φωνές, Τα κορίτσια απ’ το Ουκλέγιεβο είχαν από ώρα βγει έξω, παρέμεναν όμως εδώ στο δάσος: Πιθανόν για να μαζέψουν μανιτάρια. «Ε, κορίτσια!» κραύγασε ο Γελισάροφ. «Ε, όμορφες.» Ως απάντηση ήχησαν γέλια. «Το δεκανίκι έρχεται, Το δεκανίκι έρχεται! Ο τρελόγερος!» Και η ηχώ έφερε πίσω τα γέλια.
Τώρα και το δάσος βρισκόταν πίσω τους. Μπορούσε κανείς να δει τις άκρες απ’ τα φουγάρα των εργοστασίων, πάνω στο καμπαναριό έλαμπε ο σταυρός. Ήταν το «χωριό, ακριβώς το χωριό που ο νεωκόρος στην κηδεία καταβρόχθισε όλο το χαβιάρι.» Τα σπίτια ήταν ήδη κοντά, χρειαζόταν μόνο κάποιος να κατέβει στο μεγάλο φαράγγι. Η Λίπα και η Πρασκόβγια, οι οποίες είχαν περπατήσει ξυπόλυτες , κάθισαν στο γρασίδι και φόρεσαν τα παπούτσια. Κι’ ο Βελισάροφ έκατσε επίσης κάτω. Ιδωμένο από ψηλά, φαίνονταν το Ουκλέγιεβο να είναι όμορφο και ήρεμο με τη θαμνώδη βλάστηση, τη λευκή εκκλησία και το ποταμάκι- μόνο οι σκεπές των εργοστασίων, που από τσιγκουνιά, ήταν βαμμένες με σκοτεινό και αταίριαστο χρώμα, ενοχλούσαν την εντύπωση. Στην απέναντι πλαγιά του φαραγγιού φαινόταν ένα φρεσκοθερισμένο χωράφι σίκαλης- οι σωροί και τα δεμάτια εδώ κι’ εκεί σαν να τα έχει σκορπίσει η καταιγίδα. Κι’ η βρώμη ήταν αρκετά ώριμη και τώρα έλαμπε όπως το σεντέφι στον ήλιο. Ήταν περίοδος συγκομιδής. Ήτανε Παρασκευή, την επαύριο Σάββατο έπρεπε να αποθηκευθεί η σίκαλη, το άχυρο να μεταφερθεί, μετά έρχονταν Κυριακή, γιορτή πάλι. καθημερινά βροντούσαν μακριά κεραυνοί. ήταν πνιγηρά, έμοιαζε να έρχεται βροχή κι’ όποιος κι αν έβλεπε τα χωράφια, σκεπτόταν ότι κι ο Θεός θα ήθελε να βάλουνε στις αποθήκες έγκαιρα τον καρπό, στην καρδιά ήταν χαρούμενα κι ευχάριστα, όμως ανήσυχα συγχρόνως. «Οι θεριστές είναι ακριβοί τον τωρινό καιρό», είπε η Πρασκόβγια. «Ένα ρούβλι και σαράντα τη μέρα!» Από το πανηγύρι στο Καζανκόγιε επέστρεφε όλο και περισσότερος κόσμος. λαϊκές γυναίκες, εργάτες στα εργοστάσια με καινούργιους σκούφους, ζητιάνοι, παιδιά… Πότε περνούσε από μπροστά τους μια αγροτική άμαξα, σηκώνοντας σκόνη και πίσω έτρεχε ένα απούλητο άλογο και φαινόταν χαρούμενο που έμεινε απούλητο, πότε οδηγούσαν απ’ τα κέρατα μια πεισματάρα αγελάδα, πότε ερχόταν πάλι μια άμαξα με μεθυσμένους αγρότες με τα πόδια τους να κρέμονται προς τα κάτω. Μια γριά είχε μαζί της ένα αγόρι με μεγάλο σκούφο και ψηλές μπότες. το αγόρι ήταν απ’ τον καύσωνα και τις βαριάς μπότες, που δεν του επέτρεπαν να κουνήσει τα γόνατά του, κατάκοπο αλλά παρ’ όλα αυτά φυσούσε ασταμάτητα, με όλες του τις δυνάμεις, σε μια παιδική τρομπέτα. κατέβηκαν ήδη στη χαράδρα και μπήκανε στο δρόμο αλλά η τρομπέτα εξακολουθούσε να ακούγεται. «Με τους εργοστασιάρχες μας κάτι δεν πάει καλά. Ένας πραγματικός κίνδυνος», είπε ο Γιελισάροφ. «Ο Κοστγιουκόφ οργίστηκε με μένα: ‘Για μια μαρκίζα καταναλώθηκαν πάρα πολλά σανίδια’- ‘πως και πάρα πολλά; Τόσα, όσα ήταν αναγκαία, Βασίλι Ντάνιλιτς, καταναλώθηκαν. Και βέβαια δεν τα τρώω.’ ‘Πως μπορείς’, λέει ‘και μου απαντάς έτσι; Ηλίθιε, γάιδαρε! Ξεχνάς πως εγώ’ ουρλιάζει ‘σ’ έκανα αρχιμάστορα!’ ‘Α! Έτσι’, λέω ‘θαύμα! Όταν δεν ήμουνα αρχιμάστορας, έπινα όλη μέρα τσάι.’ ‘Εσείς όλοι’, λέει ‘είσαστε λωποδύτες…’ Σώπασα. Είμαστε σ’ αυτό τον κόσμο λωποδύτες, σκέφτηκα μέσα μου. Χο, χο, χο! Την άλλη μέρα είχε μαλακώσει. ‘Μη μου κρατάς κακία, Μάκαριτς, γι’ αυτά που είπα’, είπε ‘Κι αν ακόμη είπα πάρα πολλά, είμαι όμως, ας το πούμε, έμπορος της πρώτης συντεχνίας, ψηλότερα από σένα, πρέπει να σωπαίνεις’. ‘Εσείς’, είπα ‘είστε έμπορος της πρώτης συντεχνίας κι εγώ ξυλουργός, αυτό είναι βέβαια σωστό. Κι’ ο Άγιος Ιωσήφ’, λέω ‘ήτανε ξυλουργός. Η τέχνη μου είναι τίμια, έχει την εύνοια του Θεού, αν όμως σας αρέσει να είστε ανώτερος, τότε παρακαλώ πολύ, Βασίλι Ντάνιλιτς.’ Μετά, μετά απ’ τη συζήτηση αυτή, σκέφτηκα μέσα μου. Ποιος είναι όμως ανώτερος; Ένας έμπορος της πρώτης συντεχνίας ή ένας ξυλουργός; Ασφαλώς βέβαια ο ξυλουργός, παιδάκια!» Το δεκανίκι σκέφτηκε λιγάκι και μετά είπε: «Έτσι είναι, παιδάκια. Όποιος κοπιάζει, όποιος υπομένει, αυτός είναι κι’ ο ανώτερος.»
Ο ήλιος είχε δύσει και πάνω απ’ το ποτάμι, στην περίβολο της εκκλησίας και στους αγρούς δίπλα στα εργοστάσια απλώθηκε πυκνή ομίχλη, άσπρη σαν γάλα. Τώρα που απλώθηκε γρήγορα η σκοτεινιά, άρχισαν κάτω να αναλάμπουνε τα φώτα και τώρα που φάνηκε σαν η ομίχλη να καλύπτει ένα χωρίς πυθμένα βάραθρο, πέρασε στη Λίπα και στη μητέρα της, οι οποίες γεννήθηκαν όπως οι ζητιάνες και ήταν επίσης πρόθυμες μέχρι το τέλος τους να ζήσουν έτσι, ενώ αφιέρωναν στους άλλους τα πάντα, εκτός απ’ τις τρομαγμένες, μαλακές, καρδιές τους- τώρα πέρασε σ’ αυτές ίσως για πρώτη φορά η σκέψη πως σ’ αυτόν τον τεράστιο, μυστηριώδη κόσμο, στην ατέλειωτη σειρά των ζωντανών πλασμάτων αποτελούν κι’ αυτές μια δύναμη και στέκουν ψηλότερα από κάτι άλλο κι όταν κάθονταν εδώ πάνω χαμογελούσαν ευτυχισμένα και ξεχνούσαν ότι παρ’ όλα αυτά έπρεπε να κατέβουν και να επιστρέψουν σπίτι. Τελικά γύρισαν στο σπίτι. Στην πόρτα και δίπλα στο μαγαζί κάθονταν οι θεριστές. Συνήθως οι άνθρωποι απ’ το Ουκλέγιεβο δεν πήγαιναν για δουλειά στον Τσιμπούκιν, έπρεπε να νοικιάσει ξένους εργάτες και τώρα φαινόταν στο σκοτάδι σαν να κάθονται εκεί άντρες με μακριά, μαύρα γένια. Το μαγαζί ήταν ανοικτό και μπορούσε κανείς να δει πώς ο κουφός έπαιζε ντάμα με το μπακαλόπαιδο. Οι θεριστές σιγοτραγουδούσαν, σχεδόν δεν ακούγονταν ή παρακαλούσαν δυνατά να εξοφληθούν για τη χτεσινή μέρα αλλά δεν τους πλήρωναν για να εξαναγκαστούν να μείνουν και την επόμενη. Ο γερό Τσιμπούκιν, χωρίς σακάκι, μόνο με το γιλέκο, και η Ακσίνγια έπιναν τσάι μπροστά στη σκάλα, κάτω απ’ τη σημύδα. πάνω στο τραπέζι έκαιγε η λάμπα. «Παππούλη!» φώναξε μπροστά απ’ την πόρτα ένας θεριστής σαν να ήθελε να τον χλευάσει. «Πλήρωσε τουλάχιστον τα μισά, παππούλη!» Αμέσως μετά ήχησαν γέλια και μετά τραγούδησαν πάλι, ίσα που ακούγονταν… Το δεκανίκι έκατσε κι αυτός χάμω να πιεί τσάι. «Ήμασταν λοιπόν στο παζάρι», άρχισε να διηγείται. «Διασκεδάσαμε, παιδάκια, διασκεδάσαμε δόξα τω Θεώ πολύ ωραία. Συνέβη όμως εκεί κάτι δυσάρεστο: Ο Σάσκα, ο σιδεράς, αγόρασε καπνό κι’ έδωσε στον έμπορο μισό ρούβλι. Το νόμισμα όμως ήτανε κάλπικο», συνέχισε και κοίταξε γύρω- γύρω. ήθελε να μιλήσει ψιθυριστά αλλά μιλούσε με ξέπνοη, βραχνή φωνή έτσι που όλοι μπορούσαν να τον ακούνε. « Το μισό ρούβλι αποδείχθηκε κάλπικο. Τον ρωτήσανε ‘από πού το πήρες;’ ‘Μου τόδωσε’, λέει αυτός ‘ο Ανίσσιμ Τσιμπούκιν όταν’, είπε ‘τάπινα σ’ αυτόν, στο γάμο του.’ Φώναξαν τον αστυνομικό και τον πήραν… Κοίτα προσεκτικά, Πέτροβιτς, μη γίνει τίποτε μ’ αυτό, κάποιο ανούσιο κουτσομπολιό.»
«Παππούλη!» συνέχισε χλευαστικά η ίδια φωνή μπροστά απ’ την πόρτα. «Παππούλη!» Μετά επικράτησε σιωπή. «Αχ, παιδάκια, παιδάκια» μουρμούρισε το δεκανίκι βιαστικά και σηκώθηκε. Η νύστα τον είχε καταβάλει. «Λοιπόν, ευχαριστώ για το τσάι και τη ζάχαρη, παιδάκια. Είναι ώρα να πάω για ύπνο. Έχω γίνει πια σαθρός, τα δοκάρια μέσα μου σαπίσανε όλα. Χο-χο-χο!» Και την ώρα που έφευγε, είπε: «Καιρός μου είναι να πεθάνω!» κι’ έκλαψε με λυγμούς. Ο γερό Τσιμπούκιν δεν αποτέλειωσε το τσάι του, έμεινε όμως στη θέση του και σκεπτόταν. η έκφραση του προσώπου του ήταν τέτοια σαν να αφουγκράζεται τα βήματα του Γιελισάροφ, ο οποίος ήτανε ήδη μακριά στο δρόμο. « Ο Σάσκα, ο σιδεράς, πιθανά να είπε ψέματα», είπε η Ακσίνγια, μαντεύοντας τις σκέψεις του. Αυτός πήγε στο σπίτι και μετά από λίγο επέστρεψε μ’ ένα ρολό νομίσματα. ξετύλιξε το ρολό- και ολοκαίνουρια νομίσματα έλαμψαν αντίκρυ του. Πήρε ένα ρούβλι, το δοκίμασε με τα δόντια και το πέταξε πάνω στο δίσκο. μετά πέταξε ένα ακόμη… «Τα ρούβλια είναι πράγματι κάλπικα», είπε και κοίταξε την Ακσίνγια κατάπληκτος. «Αυτά είναι εκείνα… Ο Ανίσσιμ τάφερε μαζί του τότε, το δώρο του. Πάρτα, κορούλα μου», ψιθύρισε και της πίεσε το ρολό στο χέρι: «Πάρτα και πέτα τα στο πηγάδι… Ο διάολος να τα πάρει. Και κοίταξε προσεκτικά να μην υπάρξει κανά κουτσομπολιό, μήπως και γίνει τίποτα… Απομάκρυνε το σαμοβάρι, σβήσε τη φωτιά.» Η Λίπα και η Πρασκόβγια κάθονταν στην αποθήκη και κοίταζαν πώς έσβηναν τα φώτα το ένα μετά το άλλο. μόνο πάνω, στης Βαρβάρας, έκαιγαν τα λυχναράκια στο εικονοστάσι με κόκκινη και μπλε φλογίτσα. Από κει πάνω έπνεε ησυχία, ευχαρίστηση και αθωότητα. Η Πρασκόβγια δεν μπορούσε καθόλου να το συνηθίσει πως η κόρη της ήταν παντρεμένη μ’ έναν πλούσιο άντρα και όταν ήρθε για επίσκεψη περιφερόταν στο διάδρομο ντροπαλά, χαμογελούσε ικετευτικά και τη φίλευαν τσάι και ζάχαρη. Ούτε η Λίπα μπορούσε να το συνηθίσει και αφότου αναχώρησε ο άντρας της, έπεφτε όχι στο κρεβάτι της αλλά- όπως μόλις- στην κουζίνα ή στην αποθήκη και κάθε μέρα σφουγγάριζε τα σανίδια ή έπλενε και της φαινόταν σαν να δουλεύει για το μεροκάματο. Ακόμη και τώρα που επέστρεψε απ’ το προσκύνημα, έπιναν μαζί με τη μαγείρισσα τσάι στην κουζίνα, πήγαιναν μετά στην αποθήκη και κάθονταν κατάχαμα στα σανίδια, ανάμεσα στο έλκηθρο και στον τοίχο. Ήταν σκοτεινά εκεί και μυρίζανε οι λαιμαριές. Γύρω- γύρω απ’ το σπίτι τα φώτα σβήσανε, ακουγόταν πώς ο κουφός κλείνει το μαγαζί κι’ θεριστές στην αυλή ετοιμάζονταν για ύπνο. Μακριά στους νεότερους Χρύμινς έπαιζε κάποιος στο ακριβό ακορντεόν… Την Πρασκόβγια και τη Λίπα άρχισε να τις παίρνει ο ύπνος… Και όταν κάτι βήματα τις ξύπνησαν, ήταν ήδη φωτεινά απ’ τη λάμψη του φεγγαριού. Στην είσοδο της αποθήκης στεκότανε η Ακσίνγια και κρατούσε τα στρωσίδια της. «Εδώ είναι κάπως πιο δροσερά…», είπε, ήρθε μέσα και ξάπλωσε κατάχαμα, σχεδόν στο κατώφλι και το φεγγάρι φώτιζε όλο της το σώμα. Δεν κοιμότανε και αναστέναζε βαριά. Κυλιότανε πέρα- δώθε απ’ τη ζέστη και τα είχε πετάξει σχεδόν όλα από πάνω της έτσι που στο μαγευτικό φεγγαρόφωτο έμοιαζε μ’ ένα όμορφο, περήφανο ζώο. Πέρασε λίγη ώρα και ξανακούστηκαν βήματα: Στην πόρτα εμφανίστηκε ο γέρος, κάτασπρος στο φως του φεγγαριού. «Ακσίνγια!» φώναξε. «Είσαι δω;» «Ε, ναι!» απάντησε οργισμένη. «Σου είπα πριν πως έπρεπε να πετάξεις τα λεφτά στο πηγάδι. Τόκανες;» «Τι, να πετάξω λεφτά στο νερό! Τάδωσα στους θεριστές…» «Αχ, Θε μου!» φώναξε ο γέρος έκπληκτος και οργισμένος. «Είσαι ένα αυθάδικο θηλυκό… αχ Θε μου!» και έφυγε, μουρμουρίζοντας μέσα από’ τα δόντια του καθώς έφευγε. Μετά από λιγάκι η Ακσίνγια όρθωσε το κορμί της, αναστέναξε βαθιά και γεμάτη θυμό σηκώθηκε κι’ έφυγε με τα στρωσίδια της στα χέρια. «Αχ, γιατί με άφησες εδώ, μανούλα!, είπε η Λίπα. «Πρέπει να παντρεύεται όμως κανείς, κορούλα. Δεν το έχουμε κανονίσει έτσι εμείς αυτό.» Και μια αίσθηση απαρηγόρητου βάσανου ήθελε να τις καταλάβει. Τους φαίνονταν όμως σαν να κοίταζε κάποιος απ’ το ύψος του ουρανού προς τα κάτω, απ’ το μπλε του ουρανού, από κει που βρίσκονται τα’ άστρα, σαν να τα βλέπει όλα, όσα συμβαίνουν στο Ουκλέγιεβο και να επιτηρεί. Και όσο μεγάλη κι’ αν είναι η κακία, η νύχτα είναι όμως θαυμάσια και στον κόσμο του Θεού υπάρχει ασφαλώς η αλήθεια και θα υπάρχει πάντα, ακριβώς το ίδιο ήρεμη και θαυμάσια και όλα στον κόσμο αυτή περιμένουν, να συγχωνευτούν μ’ αυτή την αλήθεια όπως το φως του φεγγαριού συγχωνεύεται με τη νύχτα. Ήρεμες και κολλώντας η μια πάνω στην άλλη αποκοιμήθηκαν.
(6) Ήδη από καιρό ήρθε η είδηση ότι ο Ανίσσιμ βρίσκεται στη φυλακή λόγω παραγωγής και διάθεσης πλαστού χρήματος. Μήνες πέρασαν, πέρασε πάνω από μισός χρόνος και ήρθε η άνοιξη- και το είχαν συνηθίσει στο σπίτι και στο χωριό ότι ο Ανίσσιμ βρισκόταν στη φυλακή και αν κάποιος τις νύχτες περνούσε απ’ το σπίτι ή απ’ το μαγαζί, θυμότανε ότι ο Ανίσσιμ βρισκόταν στη φυλακή και όταν στην εκκλησία χτυπούσαν οι καμπάνες, για κάποιο λόγο σκεπτόντουσαν ότι βρίσκεται στη φυλακή και περιμένει την δικαστική κρίση. Αυτό το γεγονός βάραινε σα μια σκιά πάνω απ’ την αυλή. Το σπίτι έγινε σκοτεινότερο, η στέγη άρχισε να σκουριάζει, η βαριά, ντυμένη με σίδερο, πρασινοβαμένη πόρτα του μαγαζιού σκέβρωσε ή «ρυτίδιασε», όπως έλεγε ο κουφός. και ο γερό Τσιμπούκιν ακόμη, έγινε για κάποιο λόγο σκοτεινότερος. Και τώρα δεν έκοβε πια μαλλιά και γένια, απέκτησε πυκνή τριχοφυΐα, κάθονταν πια χωρίς φόρα στην άμαξα και δε φώναζε στους ζητιάνους «ο Θεός θα σε βοηθήσει!» Οι δυνάμεις του είχαν υποχωρήσει κι’ αυτό το καταλάβαινε κανείς σε όλα. Οι άνθρωποι δεν τον φοβόντουσαν πια τόσο πολύ και ο αστυνομικός υπάλληλος είχε στο μαγαζί συντάξει ένα πρωτόκολλο, παρότι, όπως και παλιά, έπαιρνε ότι του αναλογούσε… Τρεις φορές είχε σημειωθεί ο γέρος εξ αιτίας της κρυφής πώλησης οινοπνεύματος και συνεχώς μετατίθετο η προθεσμία λόγω μη εμφάνισης των μαρτύρων και ο γέρος είχε καταβασανιστεί. Πήγαινε συχνά στο γιό του, έπαιρνε δικηγόρους, απεύθυνε στον οποιονδήποτε παρακλητικά αιτήματα και έκανε δωρεές οπουδήποτε σε μητροπόλεις. Στον επιθεωρητή της φυλακής που βρίσκονταν ο Ανίσσιμ, του έφερε μια ασημένια βάση για το φλιτζάνι του τσαγιού με την επισμαλτωμένη σημείωση: «Ο άνθρωπος να γνωρίζει το μέγεθός του» και με ένα κουταλάκι με μακριά λαβή. «Δεν έχουμε κανέναν που να υποστήριξε την υπόθεση…», είπε η Βαρβάρα «Άι, άι, άι θα έπρεπε να παρακαλέσουμε έναν απ’ τους κυρίους, θα έπρεπε να γράψουμε στον ανώτερο προϊστάμενο… Μέχρι την τελική κρίση να τον αφήσουν ελεύθερο! Γιατί πρέπει δηλαδή να καταβασανίζεται τώρα το παλληκάρι!» Και η Βαρβάρα ήταν στεναχωρημένη, ήταν πια πιο γεμάτη και είχε ασπρίσει. όπως και παλιά άναβε στο δωμάτιο τα λυχναράκια μπροστά στο εικονοστάσι και κοίταζε με προσοχή να είναι όλα στο σπίτι καθαρά και φίλευε τους επισκέπτες με βαρένγιε και μηλόπιτα. Ο κουφός και η Ακσίνγια εξυπηρετούσαν στο μαγαζί. Ξεκίνησαν μια καινούρια επιχείρηση- το κεραμιδοποιείο στο Μπουντγιόκινο- και η Ασκίνγια πήγαινε εκεί σχεδόν καθημερινά μέσα στην άμαξα. κρατούσε η ίδια τα γκέμια και όταν τη συναντούσαν γνωστοί, τέντωνε έξω το λαιμό όπως η οχιά απ’ τον φρέσκο καρπό και χαμογελούσε αθώα και αινιγματικά. Η Λίπα όμως έπαιζε συνέχεια με το παιδί της, το οποίο είχε γεννηθεί πριν τη νηστεία. Ήταν ένα μικροσκοπικό, ισχνό, κλαψιάρικο παιδάκι και φαινόταν περίεργο ότι ούρλιαζε και κοιτούσε γύρω του και ότι το περνούσαν για άνθρωπο και μάλιστα το ονόμασαν Νικηφόρ. Κείτονταν στην κούνια κι’ η Λίπα φρόντιζε να οπισθοχωρεί προς την πόρτα και κάτω από υποκλίσεις να λέει: «Σε χαιρετάει ο Θεός, Νικηφόρ Ανίσσιμιτς.» Αυτός όμως τέντωνε ψηλά τα κόκκινα ποδαράκια του κι’ έκλαιγε και γέλαγε ανακατεμένα όπως ο ξυλουργός, ο Γιελισάροφ.
Τελικά καθορίστηκε η μέρα της δίκης. Ο γέρος έφυγε περίπου πέντε μέρες νωρίτερα. Μετά ακούστηκε ότι όλοι οι ως μάρτυρες απ’ το χωριό κλητευμένοι αγρότες, ήταν υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν. ακόμη και ο γέρος υπηρέτης, ο οποίος έλαβε κλήτευση, πήγε στο δικαστήριο. Η δικαστική πράξη έλαβε χώρα ημέρα Πέμπτη αλλά πέρασε κιόλας η Κυριακή και ο γέρος ακόμη δεν επέστρεψε, ούτε έστειλε κάποια ειδοποίηση. Την Τρίτη κατά το απόγευμα η Βαρβάρα καθόταν στο ανοικτό παράθυρο και αφουγκραζόταν μήπως κι’ έρχεται ο γέρος. Στο διπλανό δωμάτιο η Λίπα έπαιζε με το παιδί της. Το ντάντευε στα χέρια της και μιλούσε με ενθουσιασμό: «Θα μεγαλώσεις, θα μεγαλώσεις πολύ! Θα γίνεις μουζίκος και μετά θα πηγαίνουμε για μεροκάματο μαζί! Για μεροκάματο θα πηγαίνουμε μαζί!» «Τι φλυαρείς εκεί τώρα για μεροκάματο, χαζούλα; Έμπορος θα γίνει!» Η Λίπα άρχισε να τραγουδάει χαμηλόφωνα, μετά από λιγάκι όμως ξεχάστηκε και ξεκίνησε ξανά: «Θα μεγαλώσεις, θα μεγαλώσεις πολύ! Θα γίνεις μουζίκος και μετά θα πηγαίνουμε για μεροκάματο μαζί!» «Να τώρα, πάλι το βιολί σου.» Η Λίπα έμεινε ακίνητη με τον Νικηφόρ στα χέρια και ρώτησε: « Μανούλα, γιατί τον αγαπώ τόσο πολύ; Γιατί τον λυπάμαι τόσο;» συνέχισε με τρεμάμενη φωνή και δάκρυα στα μάτια της. «Ποιος είναι αυτός; Πώς μοιάζει; Ελαφρύς σαν ένα μικρό φτερό, σαν ένα ψιχουλάκι και τον αγαπώ σαν κανονικό άνθρωπο. Δεν μπορεί τίποτε να κάνει, δε μιλάει, κι’ όμως τα καταλαβαίνω όλα όσα θέλει, απ τα ματάκια του.» Η Βαρβάρα αφουγκραζόταν. έγινε αντιληπτός ο θόρυβος του απογευματινού τρένου που πλησίαζε στο σταθμό. Αν δεν έχει έρθει ο γέρος; Δεν άκουγε και δεν καταλάβαινε καθόλου πια για τι πράγμα μιλούσε η Λίπα, ούτε πρόσεχε την ώρα, μόνο έτρεμε, όχι από φόβο αλλά από ζωηρή περιέργεια. Είδε πώς πέρασε μια άμαξα γεμάτη αγρότες, γρήγορα και με θόρυβο. Ήταν οι μάρτυρες που ήρθαν απ’ το σταθμό. Όταν η άμαξα πέρασε μπροστά απ’ το μαγαζί, ο γέρος υπηρέτης πήδηξε κάτω και πήγε στην αυλή. Ακούστηκαν κάποιοι να χαιρετιούνται μαζί του και να τον ρωτάνε… «Απώλεια όλων των πολιτικών του δικαιωμάτων και όλης της περιουσίας του», είπε δυνατά, «και έξι χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.» Η Ακσίνγια φάνηκε να βγαίνει απ’ το μαγαζί απ’ την πίσω πόρτα. είχε μόλις πουλήσει πετρέλαιο και κρατούσε στο ένα χέρι τη φιάλη, στο άλλο το χωνί και στο στόμα είχε μερικά ασημένια νομίσματα. «Και πού είναι ο μπαμπάκας;» ρώτησε ψιθυρίζοντας «Στο σταθμό», απάντησε ο υπηρέτης.- «Όταν θα σουρουπώσει», μου είπε «Θάρθω.» Όταν έγινε γνωστό στην αυλή ότι ο Ανίσσιμ καταδικάστηκε σε καταναγκαστική εργασία , άρχισε στην κουζίνα ξαφνικά να θρηνεί η μαγείρισσα, όπως θρηνούν για έναν πεθαμένο, επειδή σκέφτηκε πως αυτό απαιτεί η περίσταση. «Που μας αφήνεις, Ανίσσιμ Γκριγκόργιεβιτς, λαμπερό μου γεράκι…» Τα τρομαγμένα σκυλιά άρχισαν να γαυγίζουν. Η Βαρβάρα έτρεξε στο παράθυρο και κουλουριασμένη από τη θλίψη, φώναξε στη μαγείρισσα όσο δυνατότερα μπορούσε: «Σταμάτα, Στεπανίντα, σταμάτα! Μη μας βασανίζεις, για όνομα του Χριστού!» Ξέχασαν να βάλουνε το σαμοβάρι και κανείς δεν σκεπτόταν τίποτε πια. Μόνον η Λίπα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται και συνέχισε να καταγίνεται με το παιδί της. Όταν ο γέρος επέστρεψε απ’ το σταθμό δεν τον ρώτησαν πια για τίποτε. Χαιρέτισε και περπάτησε σιωπηλός ανάμεσα στα δωμάτια και ούτε έφαγε τίποτε για βράδυ. «Κανένας δεν ήταν εκεί να υποστηρίξει την υπόθεση…», άρχισε η Βαρβάρα όταν έμειναν μόνοι τους. «Είπα όμως, έπρεπε κάποιος να παρακαλέσει τους κυρίους… Αλλά τότε δεν άκουγε κανένας… Ένα παρακλητικό γράμμα θα είχε…» «Βασανίστηκα σκληρά!», είπε ο γέρος και έκανε μια κίνηση απογοήτευσης με το χέρι. « Όταν είχαν ήδη καταδικάσει τον Ανίσσιμ, πήγα στον κύριο που τον υπερασπίστηκε. ‘τώρα δεν μπορεί να κάνει κανένας τίποτε’, είπε, ‘είναι πολύ αργά.’ Κι ο Ανίσσσιμ ο ίδιος το είπε: ‘Πολύ αργά.’ Αλλά παρ’ όλα αυτά, όταν βγήκα απ’ το δικαστήριο, πήρα ένα δικηγόρο και τούδωσα λεφτά στο χέρι… Θα περιμένω ακόμη μια βδομάδα και μετά θα πάω πάλι εκεί. Όπως ευαρεστείται ο Θεός.» Ο γέρος περπατούσε πάλι σιωπηλός ανάμεσα στα δωμάτια κι’ όταν ξαναγύρισε στη Βαρβάρα είπε: «Είμαι όμως άρρωστος. Το κεφάλι μου είναι θολωμένο… Οι σκέψεις μου μπερδεύονται.» Έκλεισε την πόρτα για να μην ακούσει τίποτε η Λίπα και συνέχισε χαμηλόφωνα: «Με τα λεφτά δε στέκω καλά. Θυμάσαι; Ο Ανίσσιμ μούφερε πριν το γάμο, την Κυριακή του Θωμά, καινούρια ρούβλια και μισόρουβλια. Ένα ρολό το φύλαξα τότε ιδιαιτέρως, τα υπόλοιπα τα ανακάτεψα με τα δικά μου λεφτά… Όταν ο θείος μου, ο Ντμίτρι Φίλατιτς- ο μακαρίτης- ζούσε ακόμα, ταξίδευε για να αγοράσει εμπορεύματα πότε στη Μόσχα, πότε στην Κριμαία. Είχε μια γυναίκα, και λοιπόν η γυναίκα αυτή, όταν ο θείος μου δηλαδή ταξίδευε μακριά να αγοράσει εμπορεύματα, γυρνούσε γύρω- γύρω με άλλους άντρες. Είχε έξι παιδιά. Και ο θείος, αν ήτανε λιγάκι πιωμένος, φρόντιζε να λέει γι’ αυτό: ‘Δεν μπορώ’, έλεγε ‘καθόλου να συμπεράνω ποια εδώ είναι τα δικά μου και ποια τα ξένα.’ Τα έπαιρνε όλα ελαφριά… Έτσι κι εγώ δεν μπορώ να συμπεράνω ποιο απ’ τα νομίσματα είναι το γνήσιο και ποιο το κάλπικο και μου φαίνεται ότι όλα είναι κάλπικα.» «Ο Θεός να σε φυλάξει!» «Αγοράζω στο σταθμό εισιτήριο, δίνω τρία ρούβλια και μου φαίνεται ότι είναι κάλπικα, οπότε με πιάνει φόβος. Πρέπει νάμαι για τα καλά άρρωστος.» «Τι να πει κανείς… Όλοι στεκόμαστε κάτω απ’ τη θέληση του Θεού. Άι, άι, άι», είπε η Βαρβάρα και κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει όμως να σκέπτεται κανείς, Πέτροβιτς… Στην άτυχη ώρα θα μπορούσε να συμβεί κάτι… Δεν είσαι πια νέος. Πεθάνεις, οπότε κοίτα προσεκτικά ώστε να μη ζημιώσει χωρίς εσένα κανείς το εγγόνι σου. Φοβάμαι, θα ζημιωθεί το εγγόνι σου. Πατέρα, επιτρέπεται να το πει κανείς, δεν έχει, η μητέρα είναι νέα και χαζή… Έπρεπε σ’ αυτόν το μικρό να γράψεις τουλάχιστον, Πέτροβιτς, το Μπουντγιόκινο. Πράγματι, σκέψου το αυτό. Είναι χαριτωμένος μικρός, θάτανε κρίμα γι’ αυτόν. Αύριο πήγαινε να συντάξεις ένα έγγραφο. Γιατί να περιμένεις;» «Ξέχασα το εγγονάκι», είπε ο Τσιμπούκιν. «Πρέπει να πάω να τον χαιρετήσω. Έτσι νομίζεις λοιπόν, ο μικρός είναι χαριτωμένος; Ας μεγαλώσει έτσι λοιπόν, ο Θεός να δώσει!» Άνοιξε την πόρτα και της έκανε νεύμα με γυρτό δάκτυλο στη Λίπα να πλησιάσει. Αυτή πλησίασε, το παιδί στα χέρια. «Εσύ, Λιπίνκαγια, αν χρειάζεσαι κάτι, μόνο ρώτα», είπε «Και αν κάτι θέλεις, να το τρως, δεν το λυπόμαστε, μόνο να είσαι υγιής…» Σταύρωσε το παιδί. «Θα προστατεύσω καλά το εγγονάκι. Δεν έχω πλέον γιο, οπότε; Μου μένει ασφαλώς μόνο το εγγονάκι.» Δάκρυα έτρεξαν πάνω στα μάγουλά του. έκλαψε με λυγμούς και έφυγε. Μετά από λιγάκι έπεσε να κοιμηθεί και αποκοιμήθηκε γρήγορα ύστερα από επτά άγρυπνες νύχτες.
(7) Ο γέρος δεν έμεινε πολύ στην πόλη. Κάποιος διηγήθηκε στην Ακσίνγια ότι ο γέρος πήγε στον συμβολαιογράφο να κάνει τη διαθήκη του και ότι το ίδιο οικόπεδο που αυτή έψηνε τα κεραμίδια, το έγραψε στο εγγόνι του, τον Νικιφόρ. Αυτό της ανακοινώθηκε το πρωί όταν ο γέρος και η Βαρβάρα κάθονταν μπροστά στη σκάλα κάτω απ’ τη σημύδα και έπιναν τσάι. Αυτή κλείδωσε το μαγαζί και απ’ το δρόμο και απ’ την αυλή, πήρε μαζί της όλα τα κλειδιά που είχε στην κατοχή της και τα πέταξε στο γέρο μπροστά στα πόδια του. «Δε θέλω πια να δουλεύω για όλους εσάς!» ούρλιαξε δυνατά και άρχισε ξαφνικά να κλαίει με λυγμούς . «Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα πως εγώ δεν είμαι νύφη σας αλλά εργάτρια! Όλος ο κόσμος γελάει: «Κοιτάξτε», λένε «τι εργάτρια βρήκανε οι Τσιμκούκιν. Δε μ’ έχετε στη δούλεψή σας. Δεν είμαι καμιά ζητιάνα, κανένα δουλικό, έχω πατέρα και μάνα.» Χωρίς να σκουπίσει τα δάκρυά της κοίταξε επίμονα το γέρο με μάτια γεμάτα δάκρυα, μοχθηρά, που αλληθώριζαν απ’ την οργή. το πρόσωπο της και ο λαιμός της, επειδή ούρλιαζε με όλες της τις δυνάμεις, ήταν κόκκινα και τεντωμένα. Δε θέλω άλλο να σας υπηρετώ!» συνέχισε. «Αρκετά κατακόπιασα εδώ τόσον καιρό! Αν πρόκειται για δουλειά, τις μέρες να στέκω στο μαγαζί, το βράδυ να πουλάω λαθραία οινόπνευμα- τότε είμαι καλή γι’ αυτό. Αλλά για να μου χαριστεί γη, τότε την παίρνει η γυναίκα του κατάδικου με το μικρό της το διαβολοτόμαρο! Αυτή είναι νοικοκυρά και κυρία, εγώ είμαι το δουλικό της! Δώστε τα όλα σ’ αυτήν, στη γυναίκα του φυλακισμένου, ας πάει να πνιγεί, πάω στο σπίτι μου. Ψάξτε άλλη χαζή, καταραμένοι παλιάνθρωποι!.» Ο γέρος δεν είχε ποτέ στη ζωή του μαλώσει τα παιδιά του και δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του τη σκέψη ότι θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε από την οικογένεια να του πει χοντράδες ή απέναντι του να συμπεριφερόταν με ασέβεια και τρόμαξε πολύ, έτρεξε στο σπίτι και κρύφτηκε πίσω από ένα ντουλάπι. Η Βαρβάρα όμως ήταν τόσο φοβισμένη που δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ τη θέση της και κουνούσε μόνο γύρω-γύρω τα χέρια σαν σπαθιά, σαν να ήθελε να διώξει μια μέλισσα. «Έι, τι είναι τούτο, καλοί μου;» Τραύλισε φοβισμένη. «Τι ουρλιάζει αυτή έτσι; Άι, άι, άι… Μας ακούει ο κόσμος! Σιγότερα όμως… Αχ, σιγότερα όμως!» «Δώσατε στη γυναίκα του κατάδικου το Μπουντγιόκινο», συνέχισε να ουρλιάζει η Ακσίνγια, «έτσι, δώστε της τα τώρα όλα- δε χρειάζομαι τίποτε από σας! Ο διάολος να σας πάρει! Είστε όλοι μια συμμορία. έχω δει πολλά, μου αρκεί! Λεηλατήσατε τους πάντες, ληστές, νέους και γέρους! Και ποιος πουλούσε οινόπνευμα χωρίς έγκριση απ’ τις υπηρεσίες; Και τα κάλπικα λεφτά; Έχετε παραγεμίσει τα κιβώτια με κάλπικα λεφτά- και τώρα δε με χρειάζεστε άλλο!» Απ’ την ορθάνοικτη πόρτα μαζεύτηκε ήδη ένα τσούρμο και κοίταζε μέσα στην αυλή. «Ο κόσμος πρέπει να μάθει!» ούρλιαξε η Ακσίνγια « θα σας ντροπιάσω! Θα εξαφανιστείτε από ντροπή! Θα κυλιέστε στα πόδια μου μπροστά! Ε, Στέπαν! Πάμε στον πατέρα μου, στη μάνα μου. Με κατάδικους δε θέλω να ζήσω! Ετοιμάσου!» Στην αυλή πάνω σε τεντωμένο σκοινί κρέμονταν πλυμένα ρούχα. Τράβηξε κάτω τα ακόμη υγρά φουστάνια και τις ζακέτες της και τα έριξε στα χέρια του κουφού. Μετά γύρισε με βιάση γύρω- γύρω απ’ τα ρούχα στην αυλή, τα τράβηξε κι’ αυτά κάτω, τα πέταξε στο χώμα και τα πατούσε.» «Αχ, αγαπημένοι μου, μαλακώστε την!» αναστέναξε η Βαρβάρα. «Τι θέλει λοιπόν; Δώστε της το Μπουντγιόκινο, για το όνομα του Θεού, δώστε της το! «Είναι σίγουρα μια διαβολογυναίκα!» ακούστηκε κάποιος απ’ την πόρτα. «Κοίτα εκεί ένα θηλυκό! Μανία την έπιασε!» Η Ακσίνγια έτρεξε μέσα στην κουζίνα που εκείνη των ώρα πλένανε. Η Λίπα έπλενε μόνη, η μαγείρισσα είχε πάει στο ποτάμι για να ξεβγάλει τα ρούχα. Απ’ τη σκάφη και απ’ το καζάνι ανέβαινε καπνός και έτσι η ατμόσφαιρα στην κουζίνα ήταν πνιγηρή και σκοτεινή απ’ την ομίχλη. Στο πάτωμα βρισκόταν ένας σωρός άπλυτα ρούχα και δίπλα της πάνω στον πάγκο, τεντώνοντας τα κόκκινα ποδαράκια του ψηλά, ο Νικηφόρ, έτσι ώστε, αν έπεφτε, δεν μπορούσε να τραυματιστεί. Ακριβώς την ώρα που έκανε εισβολή η Ακσίνγια, η Λίπα πήρε το πουκάμισό της απ’ το σωρό, το έβαλε στη σκάφη και τέντωσε το χέρι της να πιάσει τη μεγάλη, γεμάτη ζεματιστό νερό, στάμνα που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι…. «Δώστο εδώ!» Φώναξε η Ακσίνγια, κοιτάζοντάς την γεμάτη μίσος και τράβηξε έξω το πουκάμισο απ’ τη σκάφη. «Δεν έχεις καμιά δουλειά να αγγίζεις τα ρούχα μου! Είσαι γυναίκα κατάδικου και πρέπει να ξέρεις ποιά είσαι.» Η Λίπα την κοίταξε πάρα πολύ φοβισμένη και στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτε… Ξαφνικά όμως συνέλαβε το βλέμμα που έριξε η Ακσίνγια στο παιδί της, αντιλήφθηκε αμέσως και πάγωσε εντελώς… «Μου πήρες τη γη μου, γι’ αυτό εγώ σου παίρνω αυτό!» Με αυτές τις φράσεις, έπιασε η Ακσίνγια τη στάμνα με το βραστό νερό και το άδειασε πάνω στο Νικηφόρ. Αμέσως μετά ακούστηκε μια κραυγή που τέτοια δεν έχει ξανακούσει ποτέ κανένας στο Ουκλέγιεβο και φάνηκε σχεδόν απίστευτο πως ένα μικρόσωμο και αδύναμο πλάσμα, όπως η Λίπα, μπορεί να βγάλει τέτοια κραυγή. Έξω επικράτησε ξαφνικά ηρεμία… Η Ακσίνγια πήγε στο σπίτι σιωπηλή, με το συνηθισμένο, αθώο της χαμόγελο… Ο κουφός συνέχισε να τρέχει γύρω- γύρω στην αυλή και κρατούσε τα ρούχα στα χέρια που μετά άρχισε να τα ξανακρεμάει σιωπηλά και αργά. Μέχρι όμως που επέστρεψε η μαγείρισσα απ’ το ποτάμι, κανένας δεν τόλμησε να πάει στην κουζίνα και να διερευνήσει τι συνέβη εκεί.
(8) Το Νικηφόρ τον φέρανε στο επαρχιακό νοσοκομείο και εκεί κατά το βράδυ πέθανε. Η Λίπα δεν περίμενε μέχρι να έρθει η άμαξα να την πάρει αλλά τύλιξε το νεκρό παιδάκι σε μια κουβερτούλα και το κουβαλούσε για το σπίτι. Το καινούριο, μόλις χτισμένο, εφοδιασμένο με καινούρια παράθυρα νοσοκομείο βρισκόταν ψηλά πάνω στο βουνό. Ο ήλιος που έδυε το φώτιζε πλήρως και έμοιαζε σαν φλεγόμενο. Κάτω βρισκόταν το χωριό. Η Λίπα περπατούσε το δρόμο προς τα κάτω και κάθισε σε μικρή απόσταση απ’ το χωριό δίπλα σε μια τεχνητή λίμνη. Μια γυναίκα έφερε ένα άλογο στην ποτίστρα αλλά το άλογο δεν έπινε. «Τι άλλο θέλεις λοιπόν;», ρώτησε η γυναίκα χαμηλόφωνα και έκπληκτη «Τι θέλεις λοιπόν;» Ένας νέος με κόκκινο πουκάμισο έκατσε ακριβώς δίπλα στο νερό και έπλενε τις μπότες του πατέρα του. Και σε απόσταση δεν φαίνονταν άνθρωπος, ούτε στο χωριό ούτε πάνω στο βουνό. «Δεν πίνει…», είπε η Λίπα παρατηρώντας το άλογο. Όμως αμέσως έφυγαν η γυναίκα και ο νέος με τις μπότες και τώρα δεν φαινόταν κανένας πια. Ο ήλιος έπεσε να κοιμηθεί και καλύφθηκε μ’ ένα πορφυρό αραχνοΰφαντο μεταξωτό ύφασμα και μακρόσυρτα σύννεφα, κόκκινα και λιλά επέβλεπαν για την ηρεμία του. Κάπου μακριά κραύγαζε ένας νυχτοκόρακας σαν μια απομονωμένη στο στάβλο αγελάδα, μελαγχολικά και υπόκωφα. Την κραυγή αυτού του μυστηριώδους πουλιού την άκουγαν κάθε άνοιξη όμως κανείς δεν ήξερα πώς έμοιαζε και που ζει. Πάνω, κοντά στο νοσοκομείο, στη θαμνώδη βλάστηση, κολλητά στη λίμνη, πίσω απ’ το χωριό και γύρω- γύρω στους αγρούς κελαηδούσαν τα αηδόνια. Ο κούκος μετρούσε τα χρόνια καποιανού, λάθευε όμως πάντοτε στο λογαριασμό και ξεκινούσε πάλι απ’ την αρχή. Στη λίμνη τα βατράχια κόαζαν το ένα μετά το άλλο δύσθυμα, δίνοντας όλες τους τις δυνάμεις και μπορούσε κάποιος να διακρίνει και κουβέντες. Τι φασαρία ήταν αυτή! Ήταν σαν να κραύγαζαν και να τραγουδούσαν όλα αυτά τα πλάσματα από πρόθεση, ώστε αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ να μην κοιμηθεί κανένας, ώστε όλοι, ακόμη και τα δύσθυμα βατράχια, κάθε στιγμή να εκτιμήσουν και να γευτούν πλήρως το ότι η ζωή δίνεται μόνο μια φορά.
Στον ουρανό φώτιζε το αργυρό μισό φεγγάρι και φαινόντουσαν πολλά αστέρια. Η Λίπα δεν ήξερε πόσο χρόνο έκατσε στη λίμνη, όταν όμως σηκώθηκε και συνέχισε το δρόμο της κοιμόντουσαν ήδη όλοι στο χωριό και δεν έκαιγε το παραμικρό φως. Μέχρι το σπίτι ήταν πιθανόν στα δώδεκα βερστ αλλά οι δυνάμεις της δεν επαρκούσαν και δεν μπορούσε να πάρει μια απόφαση πώς πρέπει να βαδίσει. το φεγγάρι φώτιζε μια από μπροστά μια από δεξιά, ο ίδιος κούκος εξακολουθούσε να φωνάζει, όμως με βραχνή φωνή, συγχρόνως γελώντας και κοροϊδεύοντας: «Έι, κοίτα καλά, θα βγεις απ’ το δρόμο!» Η Λίπα προχωρούσε γρήγορα και έχασε το κεφαλομάντηλό της… Κοίταξε τον ουρανό και συλλογίστηκε που νάναι τώρα η ψυχή του γιού της, αν την ακολουθεί ή μήπως αιωρείται εκεί ψηλά ανάμεσα στ’ αστέρια και δεν σκέπτεται πια τη μάνα του; Ω, πόσο μοναχικά είναι στους αγρούς μέσα στη νύχτα, στη μέση αυτού του τραγουδίσματος, όταν κανείς δεν μπορεί ο ίδιος να τραγουδήσει, στη μέση των αδιάκοπων κραυγών χαράς, όταν κανείς δεν μπορεί να χαρεί ο ίδιος, όταν από τον ουρανό κοιτάζει το φεγγάρι που κι αυτό είναι μοναχικό, που του είναι το ίδιο αδιάφορο- αν τώρα είναι άνοιξη ή χειμώνας, αν οι άνθρωποι είναι ζωντανοί ή πεθαμένοι. Αν η ψυχή είναι γεμάτη θλίψη είναι δύσκολο να μείνει χωρίς ανθρώπους. Ας ήταν όμως κάποιος δίπλα της, η μητέρα της, η Προασκόβγια, ή το δεκανίκι ή η μαγείρισσα ή κι ο οποιοσδήποτε μουζίκος ακόμη! «Μπου-ου!», φώναζε ο νυχτοκόρακας! «Μπου-ου!» Και ξάφνου διέκρινε ανθρώπινες κουβέντες: «Καπίστρωσε Βαβίλα!» Μπροστά, ακριβώς δίπλα στο δρόμο έκαιγε μια φωτιά. φλόγα δεν φαινόταν πια και μόνο τα κόκκινα κάρβουνα εξακολουθούσαν να δίνουν ζέστη. Ακούγονταν άλογα να μασάνε. Στο σκοτάδι διακρίνονταν δύο άμαξες- η μια μ’ ένα βαρέλι, η άλλη κάπως χαμηλότερη, με σακιά και μπορούσε κάποιος να δει δυο ανθρώπους: Ο ένας οδηγούσε ένα άλογο για να το καπιστρώσει, ο άλλος στεκόταν ακίνητος στη φωτιά με τα χέρια τοποθετημένα πίσω. Ένα σκυλί άρχισε να γρυλίζει. Αυτός που οδηγούσε το άλογο έμεινε ακίνητος και είπε: «Κάποιος έρχεται απ’ το δρόμο.» «Σαρίκ, κάτω!» φώναξε ο άλλος στο σκυλί. Και απ’ τη φωνή μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ότι αυτός ο δεύτερος ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας. Η Λίπα έμεινε ακίνητη και είπε « Ο Θεός να σας βοηθάει!» Ο γέρος την πλησίασε και μετά από ελάχιστο χρόνο απάντησε: «Σε χαιρετάει ο Θεός!» «Το σκυλί σας δε θα με δαγκώσει, παππούλη;» «Δε θα σου κάνει τίποτε, έλα δε θα σ’ αγγίξει.» «Ήμουνα στο νοσοκομείο», είπε η Λίπα μετά από λίγη ώρα σιωπής. « Ο μικρούλης γιός μου πέθανε εκεί. Τώρα τον κουβαλάω για το σπίτι.» Πιθανόν του γέρου να μην του ήταν ευχάριστο να ακούσει κάτι τέτοιο γιατί έφυγε και είπε βιαστικά: «Μη στεναχωριέσαι, καλή μου, θέλημα θεού. Τι χαζολογάς μικρέ!» είπε απευθυνόμενος στον συνταξιδιώτη του. «Θα μπορούσες να κάνεις πιο γρήγορα.» «Το στραβόξυλο σου δεν είναι εδώ», είπε το παλληκαράκι. «Δεν μπορώ να το βρω.» «Είσαι ένας κουφιοκέφαλος, Βαβίλα!» Ο γέρος πήρε ένα κάρβουνο, το φύσηξε- φωτίστηκαν μόνο τα μάτια του και η μύτη του. όταν βρήκαν το στραβόξυλο, πήγε με τη φωτιά στη Λίπα και την κοίταξε. και το βλέμμα του έκφραζε συμπόνια και τρυφερότητα. «Είσαι μάνα», είπε, «κάθε μάνα λυπάται για το παιδί της.»,» Και λέγοντας αυτά αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι, ο Βαβίλας έριξε κάτι στη φωτιά και πάτησε πάνω- και αμέσως σκοτείνιασε εντελώς. Όλα όσα φαίνονταν, εξαφανίστηκαν και όπως πριν ήταν εκεί μόνον ο αγρός και ο ουρανός με τα’ αστέρια και θορυβούσαν τα πουλιά, διώχνοντας το ένα τον ύπνο του άλλου. Ακόμη και μια δενδρότσιχλα κραύγαζε, όπως φαινόταν απ’ τη θέση που ήταν η φωτιά. Αλλά μια στιγμή αργότερα φάνηκαν πάλι οι άμαξες και ο γέρος με τον ψηλό Βαβίλα. «Είσαστε άγιοι;» «Όχι, είμαστε απ’ το Φισάνοβο.» «Με κοίταξες πριν κι η καρδιά μου έγινε ελαφρότερη. Και το παλληκαράκι είναι τόσο ήσυχο. Έτσι σκέφτηκα: Είναι σίγουρα άγιοι.» «Έχεις δρόμο μπροστά σου;» Μέχρι το Ουκλέγιεβο.» «Ανέβα πάνω, θα σε φέρουμε μέχρι το Κουσμγιόνκι. Από κει πηγαίνεις ευθεία, εμείς πάμε αριστερά.»
Ο Βαβίλας έκατσε στην άμαξα με το βαρέλι, ο γέρος και η Λίπα έκατσαν στην άλλη. Το άλογο τους προηγούνταν με αργό ρυθμό του αλόγου του Βαβίλα. «Ο γιόκας μου βασανίστηκε όλη τη μέρα», είπε η Λίπα. «Κοιτάει με τα ματάκια του και σωπαίνει, θέλει κάτι να πει και δεν μπορεί. Κύριε και Θεέ μου! Ουράνια Βασίλισσα! Πέφτω από θλίψη στα σανίδια. Στέκομαι και πέφτω δίπλα στο κρεβάτι. Πέσμου όμως, παππούλη, γιατί θα πρέπει ένα παιδάκι να βασανίζεται έτσι πριν το θάνατο; Όταν καταβασανίζεται ένας μεγάλος, άντρας ή γυναίκα τότε συγχωρούνται οι αμαρτίες του, γιατί όμως ένα παιδί όταν δεν έχει αμαρτίες; Γιατί;» «Ποιος μπορεί να το ξέρει!» απάντησε ο γέρος. Περίπου για μισή ώρα πήγαιναν σιωπηλά. «Δεν μπορεί κάποιος να τα ξέρει όλα τα πως και τα γιατί», είπε ο γέρος. «Στο πουλί δεν δόθηκαν τέσσερα φτερά αλλά μόνο δύο γιατί και με δυο μπορεί να πετάξει. έτσι και στον άνθρωπο δεν του δόθηκε να τα ξέρει όλα αλλά μόνο τα μισά ή το ένα τέταρτο, όσα έχει ανάγκη να μάθει για να πορευτεί στη ζωή, τόσα ξέρει.» «Παππούλη, θα μου ήταν ευκολότερο να πάω με τα πόδια. Τώρα τρέμει η καρδιά μου.» «Δεν πειράζει. Μείνε.» Ο γέρος χασμουρήθηκε και σταυροκοπήθηκε στο στόμα. «Δεν πειράζει…», επανέλαβε. «Η θλίψη σου είναι μισή θλίψη. Η ζωή είναι μακριά, θα φέρει ακόμα καλά και κακά, όλα θα τα φέρει. Είναι μεγάλη η μητερούλα Ρωσία!», είπε και κοίταξε γύρω του κι απ τις δυο μεριές. «Ήμουνα σ’ όλη τη Ρωσία και είδα σ’ αυτήν τα πάντα, κι εσύ πίστεψε στα λόγια μου, καλή μου. Υπάρχουν καλά και άσχημα. Ήμουνα στη Σιβηρία περιπλανώμενος, ήμουν ακόμη στον Αμούρ τον ποταμό καθώς και στην οροσειρά Αλτάι και μετακόμισα στη Σιβηρία. Εκεί όργωνα, όμως μετά αναπόλησα τη μητερούλα Ρωσία και επέστρεψα στο χωριό μου. Επέστρεψα με τα πόδια και θυμάμαι πλενόμασταν στο πορθμείο κι ήμουνα κοκκαλιάρης, εντελώς κουρελής, ξυπόλητος, μισοξεπαγιασμένος, πιπίλαγα μια κόρα ψωμί και πάνω στο πορθμείο ήταν ένας κύριος, αν έχει πεθάνει, Θεός χωρέστον- με κοίταξε, τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι. ‘Αχ’, είπε ‘είναι μαύρο το ψωμί σου, οι μέρες σου είναι μαύρες…’ και ήρθα στο σπίτι, όπως το λένε: Ερημοσπίτης και χωρίς αυλή. Είχα μια γυναίκα, έμεινε στη Σιβηρία, θάφτηκε εκεί. Έτσι, ζω τώρα εδώ σαν υπηρέτης. Έ και λοιπόν; Θέλω να σου πω μετά απ’ αυτά υπήρξαν άσχημα, υπήρξαν και καλά. Και τώρα δεν έχω διάθεση να πεθάνω. Θα ήθελα να ζήσω είκοσι χρονάκια ακόμα. καλό όμως υπήρξε περισσότερο. Είναι μεγάλη η μητερούλα Ρωσία!», είπε και κοίταξε ξανά προς όλες τις πλευρές. «Παππούλη», ρώτησε η Λίπα, «όταν ένας άνθρωπος πεθάνει πόσες μέρες μετά περιπλανιέται ψυχή του πάνω στη γη;» «Ποιος μπορεί να το ξέρει! Θα ρωτήσουμε το Βαβίλα- πήγε σχολείο. Τώρα τα μαθαίνουνε όλα. Βαβίλα!» φώναξε ο γέρος.» «Έ!» «Βαβίλα, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, πόσες μέρες περιπλανιέται η ψυχή του πάνω στη γη;» Ο Βαβίλα σταμάτησε το άλογο και μετά απάντησε: «Εννιά μέρες. Όταν όμως πέθανε ο θείος μου ο Κίριλ, η ψυχή του έζησε στην καλύβα μας ακόμη δεκατρείς μέρες.» «Και πως το ξέρεις αυτό;» «Η σόμπα έκανε κρότο για δεκατρείς μέρες.» «Καλά λοιπόν, Προχώρα!» είπε γέρος και το έβλεπε κανείς σ’ αυτόν πως δεν τα πίστευε όλα αυτά.
Κοντά στο Κουσμγιόνκι έστριψαν την άμαξα στον αμαξωτό δρόμο και η Λίπα συνέχισε. Άρχισε κιόλας να σκοτεινιάζει. Όταν κατέβηκε στο φαράγγι οι καλύβες και η εκκλησία του Ουκλέγιεβο ήταν κρυμμένες στην ομίχλη. Έκανε κρύο και της φαινόταν πως ο ίδιος κούκος συνέχιζε ακόμη να φωνάζει. Όταν η Λίπα ήρθε στο σπίτι, τα ζώα δεν είχαν βγει ακόμη για βοσκή. Κάθισε στη σκάλα και περίμενε. Πρώτος βγήκε ο γέρος. αμέσως, με την πρώτη ματιά, κατάλαβε τι συνέβη και για ώρα δεν μπορούσε να βγάλει λέξη αλλά πλατάγιζε μόνο τα χείλη. «Αχ, Λίπα», είπε «δεν ήξερες να φυλάξεις το εγγονάκι…» Ξύπνησαν τη Βαρβάρα. Χτυπούσε τα χέρια μεταξύ τους, άρχισε να κλαίει με λυγμούς και αμέσως ασχολήθηκε με το να βάλει το παιδί σε κάσα. «Ένα χαριτωμένο αγοράκι ήταν…», είπε καθώς το τοποθετούσε. «Άι, άι, άι …Είχες ένα γιόκα κι ούτε κι αυτόν δεν μπόρεσες να φυλάξεις, χαζή Λίπα…» Το πρωί και το βράδυ τελέστηκε θεία λειτουργία. Την άλλη μέρα τον θάψανε και μετά την ταφή οι καλεσμένοι και ο κλήρος έφαγαν πολύ και με τέτοια λαιμαργία σαν να μην είχαν φάει τίποτε για καιρό. Η Λίπα εξυπηρετούσε στο τραπέζι και ο παπάς της είπε, τη στιγμή που με το πιρούνι σήκωσε ένα παστό μανιτάρι,: «Μη στεναχωριέσαι για το αγοράκι. Θα σου δοθεί η βασιλεία του ουρανού.» Και αφού όλοι είχαν φύγει, η Λίπα κατανόησε πλήρως ότι ο Νικηφόρ δεν ήταν πια εκεί ούτε θα είναι πια εκεί, το κατανόησε και ξέσπασε σε λυγμούς. Και δεν ήξερε σε ποιο δωμάτιο πρέπει να πάει να κλάψει γιατί ένοιωθε πως μετά το θάνατο του παιδιού δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν σ’ αυτό το σπίτι. και οι άλλοι το ίδιο ένοιωθαν. «Τι αλυχτάς λοιπόν εδώ;» κραύγασε ξαφνικά η Ακσίνγια που εμφανίστηκε στην πόρτα. Για την ταφή φορούσε ένα εντελώς καινούριο φόρεμα και είχε πουδραριστεί. «Μη βγάζεις τσιμουδιά!» Η Λίπα ήθελε να σταματήσει, δεν μπορούσε όμως και άρχισε να κλαίει με λυγμούς πιο ζωηρά. «Ακούς!» κραύγασε η Ακσίνγια και χτύπησε μανιασμένα το πόδι. «Σε σένα μιλάω! Άδειασε μας της γωνιά και μην ξαναπατήσεις πια το πόδι σου εδώ! Δρόμο από δω!» «Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν!» προσπάθησε να αναμιχθεί ο γέρος «Ακσγιούτα, ηρέμησε καλή μου… Κλαίει, αυτό είναι κατανοητό. Το παιδί της πέθανε…» «Αυτό είναι κατανοητό…» τον μιμήθηκε χλευαστικά η Ακσίνγια. «Ας διανυκτερεύσει εδώ και το πρωί ας μας αδειάσει τη γωνιά! Αυτό είναι κατανοητό!» τον μιμήθηκε άλλη μια φορά χλευαστικά και πήγε γελώντας στο μαγαζί: Την επόμενη μέρα νωρίς η Λίπα πήγε στη μητέρα της στο Τουργκούγιεβο.
(9) Σήμερα, η σκεπή πάνω απ’ το μαγαζί κι η πόρτα είναι φρεσκοβαμμένες και αστράφτουν σαν καινούργιες. στα παράθυρα ανθίζουν όπως παλιά τα γεράνια και αυτό που συνέβη πριν τρία χρόνια στο σπίτι των Τσιμπούκιν έχει ήδη ξεχαστεί. Όπως και τότε, έτσι και τώρα θεωρείται ο γερό Τσιμπούκιν Πέτροβιτς ιδιοκτήτης, στην πραγματικότητα όμως πέρασαν όλα στα χέρια της Ακσίνγια. πουλάει και ψωνίζει και χωρίς τη συγκατάθεσή της δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Το κεραμιδοποιείο δουλεύει καλά. επειδή χρειάζονται κεραμίδια για τον σιδηροδρομικό σταθμό, η τιμή τους ανέβηκε στα εικοσιτέσσερα ρούβλια η χιλιάδα. γυναίκες και κορίτσια μεταφέρουν τα κεραμίδια στο σταθμό, τα φορτώνουν σε βαγόνια και για τη δουλειά αυτή κερδίζουν εικοσιπέντε καπίκια τη μέρα. Η Ακσίνγια έγινε συνεταίρος στην επιχείρηση των Χρύμινς και τώρα το εργοστάσιο τους λέγεται: «Αδελφοί Χρύμινς οι νεότεροι και συνεργάτες.» Δίπλα στο σταθμό άνοιξε ένα πανδοχείο και στο πολύτιμο ακορντεόν δεν παίζουν πια στο εργοστάσιο αλλά στο πανδοχείο. συχνά έρχονται εδώ ο προϊστάμενος του ταχυδρομείου, ο οποίος ασχολείτο κι’ αυτός με κάποιο εμπόριο, καθώς και ο προϊστάμενος του σταθμού. Στον κουφό, τον Στέπαν, οι Χρύμινς οι νεώτεροι δώρισαν ένα χρυσό ρολόι και κάθε τόσο το τραβάει απ’ την τσέπη και το κρατάει στο αυτί. Στο χωριό γίνεται κουβέντα για την Ακσίνγια πως απέκτησε μεγάλη δύναμη. και πράγματι, όταν τα πρωινά πηγαίνει στο κεραμιδοποιείο και με το αθώο της χαμόγελο, όμορφη κι’ ευτυχισμένη, δίνει εντολές, τότε εικάζει κανείς μέσα της μια ισχυρή δύναμη. Όλοι τη φοβούνται και στο σπίτι και στο χωριό και στο κεραμιδοποιείο. Όταν έρχεται στο ταχυδρομείο, ο προϊστάμενος αναπηδά απ’ τη θέση του και της λέει: «Παρακαλώ, καθίστε Ξένια Αμπράμοβνα!» Ένας ήδη περασμένης ηλικίας κομψός κτηματίας, με μια ζακέτα από φίνο ύφασμα και με μακριές γυαλιστερές μπότες, παρασύρθηκε κάποτε, όταν της πούλησε ένα άλογο, απ’ την κουβέντα μαζί της, έτσι που υποχώρησε στην τιμή όσο αυτή επιθυμούσε. Κράτησε για ώρα το χέρι της, την κοίταξε στα χαρούμενα, γαλίφικα μάτια της και είπε: «Για μια γυναίκα σαν εσάς, Ξένια Αμπράμοβνα, είμαι πρόθυμος να κάνω τα πάντα για να την ευχαριστήσω. Μόνο πείτε, πότε μπορούμε να ιδωθούμε , χωρίς να μας ενοχλήσει κάποιος;» «Οποιαδήποτε στιγμή, όπως ευαρεστείστε!» Και έκτοτε έρχεται ο γερό κομψευάμενος σχεδόν κάθε μέρα στο μαγαζί να πιεί μπύρα. Και η μπύρα είναι τρομερά πικρή όπως το βερμούτ. Ο κτηματίας τινάζει το κεφάλι, την πίνει όμως. Ο γερό Τσιμπούκιν δεν ασχολείται πια με τις επιχειρήσεις. Δεν κρατάει λεφτά επάνω του γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα γνήσια απ’ τα κάλπικα, σιωπά όμως και σε κανέναν δε μιλάει γι’ αυτή του την αδυναμία. Έγινε περίεργα ξεχασιάρης και αν δεν του δώσουν να φάει δε ρωτάει ο ίδιος για φαγητό. συνήθισαν να τρώνε το μεσημέρι χωρίς αυτόν και η Βαρβάρα λέει συχνά: «Ο γέρος έπεσε πάλι στο κρεβάτι νηστικός.» Και το λέει αδιάφορα γιατί το έχει συνηθίσει. Το καλοκαίρι και το χειμώνα ομοιόμορφα ντυμένος με το παλτό και μόνο τις πολύ ζεστές μέρες δε βγαίνει έξω αλλά κάθεται στο σπίτι. Συνήθως κάνει περίπατο στο χωριό στο δρόμο προς το σταθμό με το παλτό φορεμένο και ανεβασμένο το γιακά, εντελώς μεταμφιεσμένος ή κάθεται από το πρωί μέχρι το βράδυ στον πάγκο δίπλα στην πόρτα της εκκλησίας. Κάθεται εκεί και δεν κινείται. Οι περαστικοί τον χαιρετούν, δεν απαντάει όμως γιατί όπως και παλιά δεν αγαπάει τους αγρότες. Αν κάποιος τον ρωτήσει κάτι, τότε απαντάει εντελώς λογικά κα με ευγένεια, σύντομα όμως. Στο χωριό συζητιέται πως η νύφη του τον έδιωξε απ’ το ίδιο του το σπίτι και δεν του δίνει να φάει και ζει από ελεημοσύνες. Κάποιοι χαίρονται, κάποιοι άλλοι τον συμπονούν. Η Βαρβάρα έγινε πιο γεμάτη, άσπρισε περισσότερο, συνεχώς κάνει καλές πράξεις και η Ακσίνγια δεν την ενοχλεί σ’ αυτό. Υπάρχει τώρα τόση Βαρένγιε πρόχειρη που δεν προλαβαίνουν να την καταβροχθίσουν μέχρι τις καινούργιες ρώγες. ζαχαρώνει και η Βαρβάρα σχεδόν κλαίει, επειδή δεν ξέρει τι να την κάνει. Τον Ανίσσιμ άρχισαν να τον ξεχνούν. Μια φορά ήρθε απ’ αυτόν ένα γράμμα με κενά ανάμεσα στις παραγράφους πάνω σε μια μεγάλη κόλλα χαρτί στη μορφή μιας αίτησης, πάντοτε στον ίδιο μεγαλειώδη γραφικό χαρακτήρα. Προφανώς εξέτιε και ο φίλος του ο Σαμοροντόφ ποινή μαζί μ’ αυτόν. Ανάμεσα σ’ ένα κενό υπήρχε μ’ έναν άσχημο, ελάχιστα ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα μια σειρά: «Είμαι εδώ συνέχεια άρρωστος, η κατάσταση μου είναι βαριά. Βοηθήστε, για όνομα του Χριστού.»
Μια φορά- ήτανε μια διαυγής φθινοπωρινή μέρα προς το βράδυ- καθόταν ο γερό Τσιμπούκιν στην πόρτα της εκκλησίας με ανασηκωμένο το γιακά του παλτού, έτσι που φαινόταν μόνον η μύτη του και το γείσο του σκούφου του. Στο άλλο άκρο απ’ τον μακρύ πάγκο καθόταν ο αρχιμάστορας Γιελισάροφ και δίπλα του ο επιστάτης του σχολείου, ο Γιακόφ, ένας φαφούτης γέρος περίπου εβδομήντα χρονών.. Το δεκανίκι και ο επιστάτης κουβέντιαζαν. «Τα παιδιά πρέπει να δίνουν στο γέρο να τρώει και να πίνει… Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», είπε ο Γιακόφ σε έξαψη. «Αυτή όμως, η νύφη, έχει διώξει τον πεθερό της απ’ το ίδιο του το σπίτι. Ο γέρος δεν έχει ούτε να φάει ούτε να πιεί- πού πρέπει να πάει; Για τρίτη μέρα δεν έφαγε.» «Για τρίτη μέρα!» φώναξε έκπληκτο το δεκανίκι. «Έτσι κάθεται τώρα εκεί και σωπαίνει. Έχει γίνει πολύ αδύναμος. Και γιατί πρέπει να σωπάσουμε; Πρέπει να το καταγγείλουμε στο δικαστήριο- δεν θα την αθώωναν στο δικαστήριο.» «Ποιόν θα αθώωναν στο δικαστήριο;» ρώτησε το δεκανίκι, που δεν άκουσε σωστά. «Τι;» «Δεν είναι κακιά γυναίκα, δραστήρια είναι… Στην επιχείρηση της δεν ξεκινάει τίποτε χωρίς αυτήν… Χωρίς αμαρτία δηλαδή…» «Απ’ το ίδιο σου το σπίτι», συνέχισε σε έξαψη ο Γιακόφ «Απέκτησε πρώτα ένα δικό σου σπίτι και διώξε κάποιον έξω. έτσι είναι, αυτό είναι το σωστό… Το παλιοτόμαρο!» Ο Τσιμπούκιν άκουγε προσεκτικά και δεν αναδευόταν. «Δικό σου ή ξένο σπίτι, αυτό είναι εντελώς αδιάφορο αν είναι ζεστό και δεν στριγγλίζουνε οι γυναίκες…» είπε γελώντας το δεκανίκι. «Όταν ήμουνα νέος αγαπούσα τη Ναστάσγια μου πάρα πολύ. Ήτανε μια ήρεμη γυναίκα. Και συνέχεια έλεγε: ‘Μάκαριτς, αγόρασε ένα σπίτι, αγόρασε ένα άλογο!’Σχεδόν ετοιμοθάνατη ήτανε και συνέχιζε να λέει: ‘Μάκαριτς αγόρασε για σένα μια άμαξα για να μη χρειάζεται να πηγαίνεις με τα πόδια.’ Αλλά εγώ αγόραζα μόνο γι’ αυτήν γλυκά πιπεριού. Τίποτε άλλο.» «Ο άντρας της είναι κουφός και βλάκας», συνέχισε ο Γιακόφ, χωρίς να ακούει το δεκανίκι. «Ένας πραγματικά ανόητος, ακριβώς όπως μια πάπια. Μπορεί αυτός να αντιληφτεί τίποτε; Χτύπα μια πάπια με το ραβδί στο κεφάλι- ούτε κι αυτή αντιλαμβάνεται τίποτε.» Το δεκανίκι σηκώθηκε να πάει στο κονάκι του μέσα στο εργοστάσιο. Ο Γιακόφ ομοίως σηκώθηκε κι’ αυτός και οι δυο τους πήγαιναν παρέα και συνέχιζαν τη συζήτησή τους. Όταν είχανε απομακρυνθεί περίπου τριάντα βήματα, σηκώθηκε κι ο γερό Τσιμπούκιν και σερνόταν πίσω τους με αναποφάσιστα βήματα σαν να περπατούσε στον πάγο. Το χωριό θάμπωνε ήδη στο σούρουπο και ο ήλιος φώτιζε ακόμη μόνο ψηλά στο δρόμο που διέσχιζε την πλαγιά από κάτω μέχρι πάνω σαν το φίδι. Οι ηλικιωμένες γυναίκες επέστρεφαν από το δάσος στο σπίτι έχοντας μαζί τους τα παιδιά, κουβαλούσαν καλάθια γεμάτα φραγκοστάφυλα και μανιτάρια, γυναίκες και παιδιά επέστρεφαν σε παρέες απ’ το σταθμό όπου φόρτωναν τα βαγόνια με κεραμίδια και οι μύτες και τα μάγουλα τους ήταν κάτω απ’ τα μάτια καλυμμένα με κόκκινη κεραμιδόσκονη. Τραγουδούσαν. Μπροστά απ’ όλες πήγαινε η Λίπα και τραγουδούσε με την εξαιρετική φωνή της. τραγουδούσε δυνατά και κοίταζε ψηλά στον ουρανό σαν να νοιώθει θριαμβευτικά και να πανηγυρίζει που, δόξα τω Θεώ, τέλειωσε η μέρα και μπορούν τώρα να ξεκουραστούν. Στην παρέα ήταν κι η μητέρα της, η μεροκαματιάρισσα Πρασκόβγια, η οποία προχωρούσε μ’ ένα δισάκι στο χέρι και όπως πάντοτε ανέπνεε βαριά. «Καλησπέρα Μάκαριτς!» είπε η Λίπα όταν αντίκρισε το δεκανίκι. «Καλησπέρα αγαπημένε μου.» «Καλησπέρα Λιπίνκαγια!» είπε χαρούμενο το δεκανίκι. «Γυναικούλες και κορίτσια συμπαθείτε τον πλούσιο ξυλουργό! Χο, χο! Παιδάκια μου, παιδάκια», το δεκανίκι έκλαψε δυνατά. «Αγαπημένες μου τσαπίτσες.» Το δεκανίκι και ο Γιακόφ συνέχισαν το δρόμο τους και ακουγόταν πώς κουβέντιαζαν. Μετά απ’ αυτούς συνάντησε την παρέα ο γερό Τσιμπούκιν και ξαφνικά έπεσε σιωπή, πλήρης σιωπή. Η Λίπα και η Πρασκόβγια είχαν μείνει λίγο πίσω και όταν ο γέρος συναντήθηκε μαζί τους, η Λίπα τον χαιρέτισε και είπε: « Καλησπέρα Γκριγκόριγ Πέτροβιτς!» Και η μητέρα της χαιρέτισε επίσης. Ο γέρος έμεινε ακίνητος και τις κοίταζε και τις δυο χωρίς να πει λέξη. τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Η Λίπα έβγαλε απ’ το δισάκι της μάνας της ένα κομμάτι γλυκό από πλιγούρι και του το πρότεινε. Αυτός το πήρε και άρχισε να τρώει. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει εντελώς: Η λάμψη έσβησε και πάνω, στο δρόμο. Σκοτείνιασε και ψύχρανε. Η Λίπα κι η Πρασκόβγια συνέχισαν το δρόμο τους και μετά το περιστατικό αυτό σταυροκοπιόντουσαν για ώρα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...