Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΕΑ, ΣΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ, ΣΤΟΝ ΑΡΑΒΙΚΟ ΚΟΛΠΟ, ΣΤΟ ΙΡΑΚ, ΣΤΟΝ ΛΙΒΑΝΟ, ΣΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ.

Όπως συνέβη και με όλους τους προηγούμενους ηγεμόνες, η παγκόσμια δύναμη των ΗΠΑ στηρίχθηκε στη γεωπολιτική κυριαρχία της Ευρώπης και της Ασίας, που φιλοξενεί το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού και του παραγωγικού δυναμικού του πλανήτη. Αφού η συμμαχία του Άξονα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας απέτυχε να κατακτήσει αυτή την τεράστια μάζα γης, η νίκη των Συμμάχων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επέτρεψε στην Ουάσιγκτον να οικοδομήσει το κολοσσιαίο imperium που όλοι γνωρίσαμε.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά από έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο που άφησε περίπου 70 εκατομμύρια νεκρούς, η Ουάσιγκτον κατασκεύασε έναν ισχυρό μηχανισμό για εξασφάλιση παγκόσμιας επιβολής, χάρη στην περικύκλωση της Ευρασίας μέσω στρατιωτικών βάσεων και παγκόσμιου εμπορίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμόρφωσαν ένα νέο σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, που όχι μόνο θα διασφάλιζε την ηγεμονία τους αλλά και θα προωθούσε, υποτίθεται, μιαν εποχή ειρήνης και ευημερίας (ελάχιστοι το πιστέψαμε αυτό, αλλά τέτοια ήταν η αντίληψη του μέσου αμερικανού πολίτη της εποχής).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Μάο Τσε Τουνγκ δημιούργησαν μια σινο-σοβιετική συμμαχία που απειλούσε να κυριαρχήσει στην Ευρασία. Η Ουάσιγκτον αντέδρασε με ένα επιδέξιο γεωπολιτικό παιχνίδι που, για τα επόμενα 40 χρόνια, πέτυχε να περιορίσει αυτές τις δύο δυνάμεις πίσω από ένα «Σιδηρούν Παραπέτασμα» που εκτεινόταν κατά 5.000 μίλια σε όλη την τεράστια ευρασιατική χερσαία μάζα. Οι ΗΠΑ σχημάτισαν τη συμμαχία του ΝΑΤΟ το 1949, εγκαθιστώντας μεγάλες στρατιωτικές βάσεις στη Γερμανία και στην Ιταλία, ώστε να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δυτικής πλευράς της Ευρασίας. Μετά την ήττα της Ιαπωνίας, ως νέος κυρίαρχος του μεγαλύτερου ωκεανού στον κόσμο, του Ειρηνικού, η Αμερική υπαγόρευσε τους όρους τεσσάρων συμφώνων αμοιβαίας άμυνας στην περιοχή με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία= έτσι απέκτησε ένα τεράστιο φάσμα στρατιωτικών βάσεων κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού που θα τής εξασφάλιζε (έτσι νόμιζε!) τον έλεγχο του ανατολικού άκρου της Ευρασίας.
Με το κομμουνιστικό μπλοκ αποκλεισμένο πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, η Ουάσιγκτον περίμενε τους εχθρούς της να αυτοκαταστραφούν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: και αυτό και έκαναν! Πρώτον, η σινο-σοβιετική διάσπαση στη δεκαετία του 1960 διέλυσε (προσωρινά) την κυριαρχία Κίνας και Ρωσίας στην ευρασιατική καρδιά. Στη συνέχεια, η καταστροφική σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν κατά τη δεκαετία του 1980 αποδεκάτισε τον Κόκκινο Στρατό της τότε Σοβιετικής Ένωσης και επιτάχυνε τη διάλυσή της.
Η Ουάσιγκτον όμως υπέπεσε σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου Ψυχρού Πολέμου σε εγκληματικές γκάφες, όπως η καταστροφή στον Κόλπο των Χοίρων, στην Κούβα.
Eξίσου και περισσότερο καταστροφικός υπήρξε ο πόλεμος της Αμερικής κατά του Βιετνάμ στη Νοτιοανατολική Ασία. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1991, ο στρατός των ΗΠΑ είχε εξελιχθεί σε παγκόσμιο μεγαθήριο με 800 υπερπόντιες βάσεις, αεροπορία 1.763 μαχητικών τζετ, περισσότερους από χίλιους βαλλιστικούς πυραύλους και ναυτικό σχεδόν 600 πλοίων, συμπεριλαμβανομένων 15 πυρηνικών μονάδων μάχης. Ένας αδυσώπητος αγώνας υπεροπλίας είχε αρχίσει. Στόχος των Η.Π.Α. (ήδη από την εποχή του Κάρτερ) ήταν, πλέον, να εμποδίσουν την άνοδο «μιας διεκδικητικής ενιαίας οντότητας» σε ολόκληρο τον τεράστιο «μεσαίο χώρο» της Κεντρικής Ασίας. Δεύτερος στόχος της Ουάσιγκτον ήταν να αποτρέψει τον αποκλεισμό της Αμερικής από τις υπεράκτιες βάσεις της κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού. Και τότε, με μια πράξη υπέρτατης ύβρεως, οι Ρεπουμπλικάνοι νεοσυντηρητικοί στην κυβέρνηση του προέδρου Τζορτζ Μπους εισέβαλαν και κατέλαβαν πρώτα το Αφγανιστάν και μετά το Ιράκ, πεπεισμένοι ότι θα μπορούσαν να "ξαναφτιάξουν" στα μέτρα τους την ευρύτερη Μέση Ανατολή, το λίκνο του ισλαμικού πολιτισμού, επιβάλλοντας το κυριαρχικό προφίλ της Αμερικής στην ελεύθερη αγορά,με το πετρέλαιο ως αποπληρωμή.
Μετά από δαπάνη σχεδόν 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για επιχειρήσεις μόνο στο Ιράκ και σχεδόν 4.598 θανάτους Αμερικανών, το μόνο που άφησε πίσω της η Ουάσιγκτον ήταν τα ερείπια κατεστραμμένων πόλεων, περισσότερους από 200.000 Ιρακινούς νεκρούς και μια κυβέρνηση στη Βαγδάτη που τελούσε υπό τον έλεγχο του Ιράν (μιας δικτατορικής κυβέρνησης ισλαμιστών η οποία, σημειωτέον, έχει πυρηνικά όπλα).
Αλλά, ας δούμε μία προς μία όλες τις πολεμικές παρεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στα πολιτικά πράγματα χωρών του Τρίτου Κόσμου:
Η Κορέα είχε καταληφθεί από την Ιαπωνία το 1895 μετά απ τον πρώτο της πόλεμο με την Κίνα, επειδή ήταν μια περιοχή με κοιτάσματα που ενδιέφεραν στρατηγικά την Ιαπωνία και τον Αύγουστο του 1910 πέρασε πλήρως στην Ιαπωνική κυριαρχία. Η Ιαπωνική κατοχή υπήρξε βάρβαρη και περιελάμβανε 2.600.000 εργάτες σε καταναγκαστική εργασία και υποχρεωτική πορνεία για ένα σοβαρό αριθμό Κορεατισσών χάριν των στρατευμάτων κατοχής. Ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κορέα μετά την κήρυξη πολέμου κατά της Ιαπωνίας από την Ρωσία στις 6 Αυγούστου 1945. Αντίστοιχα και οι Αμερικάνοι είχαν επίσης εξουσία στα εδάφη της συνθηκολογημένης Ιαπωνίας. Αμερική και Ρωσία συμφώνησαν πρόχειρα ότι η επιρροή τους διαχωρίζεται απ' την γραμμή του 38ου γεωγραφικού παράλληλου. Παρά τη συμφωνία μεταξύ τους για αυτοδιάθεση των λαών στα δύο αυτά Κορεατικά διαμερίσματα, τον Δεκέμβριο του 1945 και οι δύο χώρες προώθησαν με δικές τους επιλογές πολιτικά πρόσωπα που θα εξασκούσαν την διακυβέρνηση. Στο Βόρειο τμήμα προωθήθηκαν φιλο-κομμουνιστικά στοιχεία, τα οποία ξεσήκωσαν τον λαό του Νότου, με αφορμή την παρουσία Ιαπώνων και πρώην συνεργατών τους στην αστυνομία. Ακολούθησαν αντιαμερικανικές διαδηλώσεις μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1946 που προκάλεσαν θύματα και νεκρούς. Οι Αμερικανοί τότε ζήτησαν να γίνουν πολιτικές εκλογές και στα δύο Κορεατικά τμήματα για την επιλογή τοπικών αρχών, αλλά οι Σοβιετικοί αντέδρασαν. Στην συνέχεια στο Βόρειο τμήμα ο κομμουνιστής Κιμ Ίλ-σονγκ ανακήρυξε το κράτος της Βόρειας Κορέας με αυτόν πρόεδρο και πρωτεύουσα την Πιονγιάνγκ, κράτος το οποίο παραμένει ως σήμερα, ενώ στο Νότο με πρωτεύουσα τη Σεούλ, ανέλαβε πρόεδρος ο αντικομμουνιστής και φιλοαμερικανός πολιτικός Ρι Σούνγκ-μαν, ιδρύοντας τη Νότια Κορέα.
Αν και γεωγραφικά ασύνδετο με την Κορέα γεγονός, ο αποκλεισμός του Βερολίνου που έγινε μεταξύ 24 Ιουνίου 1948 και 11 Μαΐου 1949 έδρασε σαν σπίθα ανάφλεξης για την σύρραξη στην Κορέα. Οι Σοβιετικοί, κατά πάσα πιθανότητα πιεζόμενοι και από τους Ευρωπαίους δορυφόρους τους, προσπάθησαν να αποκόψουν κάθε επικοινωνία των Δυτικών με το τμήμα του Βερολίνου μέσα στο σοβιετοκρατούμενο έδαφος της ανατολικής Γερμανίας σε μια επίδειξη ισχύος. Καμία συμφωνία ελεύθερης χερσαίας διάβασης δεν είχε υπογραφεί με τους Δυτικούς, αλλά κανείς αντίστοιχα περιορισμός δεν είχε προβλεφθεί από τον αέρα. Οι Ρώσοι θεώρησαν ότι τεχνικά ο ανεφοδιασμός του δυτικού Βερολίνου θα απαιτούσε 5000 τόνους υλικού ημερήσια, κάτι αδύνατο για οποιαδήποτε εναέρια δύναμη του κόσμου, όπως πίστευαν.
Τελικά οι Αμερικανοί κυρίως, αλλά και οι Άγγλοι και Γάλλοι, διοργάνωσαν μια αερογέφυρα που κατόρθωσε το ακατόρθωτο, ανεφοδιάζοντας όλον τον πληθυσμό του Δυτικού Βερολίνου με όλα τα αναγκαία αγαθά, από τρόφιμα ως και καύσιμα, παρά τα πολλαπλά τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν. Οι Ρώσοι προσπάθησαν να προβάλουν εμπόδια, αλλά οι Δυτικοί Σύμμαχοι μετακίνησαν προς τη Γερμανία σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις δείχνοντας έτοιμες για εμπλοκή και απειλώντας τους Ευρωπαίους δορυφόρους του Σοβιετικού Μπλοκ με γεωγραφική παραβίαση των συνόρων τους, σύνορα που είχαν ορισθεί φυσικά με προηγούμενες συμφωνίες πριν και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τα οποία κατηγόρησαν τους Σοβιετικούς ότι ήθελαν τώρα να μεταβάλουν. Αν και αυτό προκάλεσε ισχυρές διαμαρτυρίες για τις αμερικανικές προθέσεις, εντούτοις, όπως αποδείχτηκε, φόβισε πάρα πολύ ειδικά τους Ευρωπαίους Σοβιετικούς δορυφόρους, οι οποίοι πρότειναν άμεση εγκατάλειψη του εγχειρήματος.
Ο Στάλιν θεωρώντας ότι η περαιτέρω εμπλοκή θα του στοίχιζε προσωπικά σε αίγλη και μη θέλοντας να αλλάξει την γραμμή κυριαρχίας του Σοβιετικού Μπλοκ στην Ευρώπη από την οποία είχε προφανώς ωφεληθεί, εγκατέλειψε αυτήν την επιχείρηση κατηγορηματικά. Φοβούμενος όμως και τυχόν πλήγμα του γοήτρου του και λαμβάνοντας υπ' όψιν την εμμονή των συνεργατών του κατέληξε στο ότι μια άλλη δυναμική επίδειξη ήταν αναγκαία για γενικότερους εσωτερικούς διπλωματικούς και οικονομικούς λόγους. Το σύνθημα ότι η ΕΣΣΔ ήταν η μεγάλη χώρα που εγγυάται την τύχη των δορυφόρων της κάτω από την Αμερικανική απειλή, ήταν η βασική θεωρητική γραμμή του Σοβιετικού στρατοπέδου κι ήταν μια στάση που καλλιεργήθηκε ολοζώντανη μέχρι και την εποχή της κρίσης στην Κούβα.
Στρατηγικά λοιπόν το Σοβιετικό Μπλοκ έστρεψε την προσοχή του σε ένα χώρο μακριά απ την Ευρώπη αφενός και αφετέρου προτίμησε μια περιοχή εκεί που η κομμουνιστική παρουσία ήταν πολυπληθέστερη σε σχέση με την αμερικανική. Σε συνδυασμό μάλιστα με την προθυμία του Κινέζου ηγέτη Μάο Τσετούνγκ, που θέλησε να κλονίσει την εμπιστοσύνη των Αμερικανών που υποστήριζαν αντ' αυτού την Εθνικιστική Κίνα, φαίνεται ότι στα τέλη του 1949 είχε ήδη επιλεγεί η Ασία σαν το "θερμό" μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου.
Στην Αμερική, οι ανώτατοι αξιωματικοί του επιτελείου και ειδικά ο περίφημος Πτέραρχος Λε Μαίη - που είχε κάψει την Ιαπωνία με αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς μεταξύ 1944-45 και που τώρα ήταν ηγέτης της Στρατηγικής Αεροπορίας - ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανένα πλεονέκτημα σε παρόμοιες κινήσεις του Κομμουνιστικού Μπλοκ και είχαν μάλιστα επιλέξει ήδη στόχους ακόμα και για πυρηνικές επιθέσεις στα εδάφη Ρωσίας και Κίνας. Εντούτοις, η στρατιωτική κατάσταση στην Κορέα ήταν εκείνη την στιγμή απογοητευτική για τους Αμερικανούς. Το έμπειρο προσωπικό απ' τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αποστρατευθεί πλέον, το παρόν ήταν ανεκπαίδευτοι άκαπνοι νεαροί, ενώ εφόδια έπαιρναν μόνο από τις βάσεις τους στην Ιαπωνία έχοντας μεγάλες ελλείψεις σε τοπική οργάνωση.
Στις 25 Ιουνίου 1950, ο στρατός της Βόρειας Κορέας πέρασε δυναμικά τον 38ο παράλληλο ανακοινώνοντας σαν στόχο την συνένωση των δυο τμημάτων της Κορέας σε ενιαίο κράτος και την εκτέλεση του Ρι Σούνγκ-μαν και των οπαδών του. Η στρατιωτική δύναμη του Βορρά είναι πολύ σημαντική εκείνη την στιγμή και όλη φυσικά ρωσικής προέλευσης, συνδυάζοντας και πρόσθετες ενισχύσεις εθελοντών που προστέθηκαν από την Κίνα. Τα ακριβή αριθμητικά δεδομένα δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν, αλλά επρόκειτο περίπου για πάνω από 230.000 στρατό, 300 αεροπλάνα, 200 τανκ και πάνω από 200 πυροβόλα. Σύμφωνα με Αμερικανικές πηγές οι αντίστοιχες δυνάμεις τους στην Νότια Κορέα ήταν μόνο 65.000 στρατιώτες και κάπου 20 μόνο βοηθητικά αεροπλάνα. Η γενικότερη επίσης υποδομή στη Νότια Κορέα ήταν κάτω του στοιχειώδους, οπότε την επίθεση εκείνη ακολούθησε μια χαώδης υποχώρηση στρατιωτών και πολιτών μέσα από δυσκολοδιάβατους δρόμους και κάτω από συνεχή εχθρικά πυρά.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν, παρόλο που είχε ενδεικτικές πληροφορίες για συγκεντρώσεις στρατευμάτων του Βορρά στον 38ο παράλληλο, δε θέλησε να εμπλακεί σε ένα ανοιχτό πόλεμο και προσπάθησε να υποβιβάσει το μέγεθος της εισβολής. Ο Τρούμαν ήταν σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς του, λέγοντας ότι δεν επιθυμούσε να ξεκινήσει τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο κι είναι επίσης αλήθεια ότι τον πίεζαν για το αντίθετο οικονομικοί βιομηχανικοί κύκλοι στην Αμερική, που ευνοούσαν νέες πολύ προσοδοφόρες πολεμικές παραγγελίες που είχαν συνηθίσει απ την εποχή του προηγούμενου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Τρούμαν, φανατικά αντικομμουνιστής ο ίδιος, αποφάσισε ωστόσο να ελιχθεί αρχικά διπλωματικά μέσω του ΟΗΕ, πετυχαίνοντας μια, αμφισβητούμενη νομικά πάντως, ομόφωνη καταδίκη της Βόρειας Κορέας εκμεταλλευόμενος την απουσία της Ρωσίας και της Κίνας, οι οποίες δεν έπαιρναν μέρος λόγω της αντίδρασής τους για την παρουσία της Εθνικιστικής Κίνας στον ΟΗΕ .
Σε λίγες μέρες, η ακατάσχετη εκείνη υποχώρηση αθροίζει πολλά θύματα στο Νότο και φτάνει στο σημείο να περιορίσει τους Αμερικανούς μόλις στο 10% της αρχικής περιοχής που κατείχαν. Ο Τρούμαν επέβαλε χάρις στην απόφαση του ΟΗΕ την εμπλοκή των ΗΠΑ και άλλων συμμάχων υπό την σημαία του ΟΗΕ (27 Ιουνίου 1950) σε μια εμπλοκή που προτιμούσε να αποκαλεί "αστυνομική επιχείρηση". Ο Αμερικανικός Στόλος κινήθηκε αμέσως προς την Ιαπωνία και την Κορεατική θάλασσα για να υποστηρίξει με αεροπλανοφόρα τις δυνάμεις τους στην Κορέα, ενώ ετοιμάστηκαν ενισχύσεις από τις Αμερικανικές δυνάμεις που είχαν βάση στην Ιαπωνία. Η Κίνα δήλωσε ότι θεωρεί τις ΗΠΑ σαν δύναμη απειλής στην περιοχή της, αφήνοντας υποψίες ότι ήταν έτοιμη να εμπλακεί στην διαμάχη εκείνη. Τον Αύγουστο, ο Τρούμαν δίνει την αρχιστρατηγία στον Στρατηγό 5 αστέρων Ντάγκλας Μακάρθουρ για όλες τις δυνάμεις του ΟΗΕ. Ο στρατηγός αυτός είναι επίσης υποστηρικτής της σκληρής γραμμής, αλλά ακόμα μισεί τον Τρούμαν επειδή τον θεωρεί μάλλον διστακτικό απέναντι των κομμουνιστών, επειδή δεν ευνοεί τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Ο Τρούμαν φοβάται πάντα την εμπλοκή της Κίνας, γιατί αυτό θα σήμαινε την απαρχή ενός νέου μεγάλου πολέμου, τον οποίο θέλει όμως να αποφύγει για το μεγάλο του οικονομικό κόστος, το οποίο δεν του επιτρέπει να βάλει μπροστά την ειρηνική μεταπολεμική του πολιτική ανόρθωσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Ο Μακάρθουρ σχεδιάζει μια αντεπίθεση στα νώτα των Βορειο-Κορεατικών δυνάμεων στην ρίζα της Κορεατικής χερσονήσου και πετυχαίνει μια αιφνιδιαστική απόβαση στην Ίντσον (Incheon) αποκόπτοντας όλη την υπόλοιπη εχθρική δύναμη στα νότια μεταξύ 15 και 28 Σεπτεμβρίου 1950. Αυτό του επιτρέπει στις 8 Οκτωβρίου 1950 να ξεπεράσει τον 38ο παράλληλο και, κατακτώντας πρακτικά όλη τη Βόρεια Κορέα, να φτάσει στα κινεζικά σύνορα. Ο Τρούμαν αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι ο κατά τα άλλα αντιπαθής σε αυτόν στρατηγός του πέτυχε μια πολύ έξυπνη κίνηση κατά του εχθρού, αλλά ο Μακάρθουρ είναι υπέρ της περαιτέρω επίθεσης για την μόνιμη εξάλειψη της απειλής απ' τον Βορρά. Ο Τρούμαν δεν συμφωνεί επιδιώκοντας πάντα την μη επέμβαση της Κίνας. Ο Μακάρθουρ καταφεύγει σε προσωπικές δηλώσεις στον Τύπο, επικρίνοντας τον Τρούμαν για έλλειψη πολιτικής γραμμής στην Κορέα. Στις 15 Οκτωβρίου 1950 όμως, σε κοινή σύσκεψη με τον Τρούμαν, ο Μακάρθουρ αποκλείει την οποιαδήποτε πιθανότητα εμπλοκής της Κίνας που την θεωρεί ανίκανη να δράσει στρατιωτικά.
Το σκηνικό εκείνο ανατρέπεται άρδην την 1η Νοεμβρίου 1950, όταν η Κίνα επιτίθεται με δυνάμεις κάπου 500.000 ανδρών στα εδάφη της Βόρειας Κορέας, με σκοπό, όπως λέει, να προστατεύσει την δική της περιοχή, που τώρα βρίσκεται πολύ κοντά στα προωθημένα αμερικανικά στρατεύματα. Πρόκειται ουσιαστικά για τον πρώτο στην ιστορία πόλεμο Κίνας–Αμερικής. Οι δυνάμεις της Κίνας είναι πολύ οργανωμένες και καλά εφοδιασμένες, πράγμα που αντιστρέφει ολοσχερώς την κατάσταση στο μέτωπο. Στις αεροπορικές μάλιστα αναμετρήσεις, τα αεριωθούμενα αεροπλάνα τίθενται για πρώτη φορά σε πλήρη δράση και οι Αμερικανοί έκπληκτοι αντιμετωπίζουν το ρωσικό μαχητικό Μινγκ-15, που έχει επιδόσεις κατά κάτι καλύτερες του δικού τους F-86, παρόλο που οι Κινέζοι πιλότοι δεν είναι το ίδιο έμπειροι, αν και υποβοηθούνται από Ρώσους εκπαιδευτές και πιθανόν και από μερικούς Ρώσους πιλότους εθελοντές που ηγούνται κάποιων σμηνών[2].
Η Κινεζική διοίκηση είχε λάβει υπόψη της κάθε λεπτομέρεια που θα μπορούσε να ευνοήσει τις Αμερικανικές δυνάμεις. Τα στρατεύματα και το υλικό εκινούντο τη νύχτα για αποφυγή της αεροπορίας, ενώ το πεζικό ήταν σε θέση να κάνει με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις σε μικρό χρονικό διάστημα εκτελώντας ένα τεράστιο κυκλωτικό σχέδιο που αποδιοργάνωσε τις επικοινωνίες της 8ης Αμερικανικής Στρατιάς. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και η καταστροφή των αμερικανικών δυνάμεων αποφεύχθη με εκκένωση στρατευμάτων μέσω θαλάσσης. Μέσα σε τέσσερεις μέρες, οι δυνάμεις του Μακάρθουρ έχοντας χάσει 15.000 άνδρες έσπευσαν να ανασυνταχθούν και πάλι κατά μήκος του 38ού παράλληλου. Οι Κινέζοι υπολογίζεται ότι είχαν υποστεί περί τις 100.000 απώλειες, οι οποίες όμως εύκολα αντικαταστάθηκαν γρήγορα. Τον Ιανουάριο του 1951, οι Κινέζοι επανέλαβαν την μεγάλη έκταση επίθεσή τους, με σκοπό να περάσουν τον 38ο παράλληλο προς τα νότια στηριζόμενοι στην μεγάλη αριθμητική τους υπεροχή. Την ίδια ώρα ο πόλεμος στην Κορέα γίνονταν ολοένα και πιο αντιπαθής στον μέσο πολίτη στη Δύση, γιατί προκαλούσε νέα θύματα αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα μια καθαρή νίκη, ενώ όλα έδειχναν ότι ο Γ' Παγκόσμιος Πόλεμος με πιθανή χρήση των πυρηνικών όπλων δεν ήταν μακριά. Την χρήση μάλιστα των πυρηνικών όπλων πρότεινε ο ίδιος ο Μακάρθουρ, ο οποίος έβλεπε για πρώτη φορά την προσωπική του φήμη να σκιάζεται επικίνδυνα.
Οι Κινέζοι κατόρθωσαν τελικά να καταλάβουν ακόμα και την πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας, Σεούλ, αλλά σταμάτησαν εκεί γιατί οι γραμμές εφοδιασμού τους είχαν επιμηκυνθεί δυσανάλογα με την δυναμικότητά τους, ενώ τα μεταφορικά τους μέσα εξακολουθούσαν να είναι άνθρωποι, ζώα και ποδήλατα που εκινούντο μόνο την νύχτα. Σε αυτό το διάστημα, οι Αμερικανοί πρόλαβαν να αναπτύξουν μια αντεπίθεση χρησιμοποιώντας ενισχύσεις, πράγμα που τους επέτρεψε τη 15η Μαρτίου 1951 να ανακαταλάβουν τη Σεούλ και να προωθηθούν μερικά χιλιόμετρα πάνω απ τον 38ο παράλληλο. Ο Μακάρθουρ συνέχισε τις προσωπικές του δηλώσεις στον Τύπο, απειλώντας την Κίνα και το Κομμουνιστικό στρατόπεδο με ολοκληρωτικό πόλεμο, κάτι που φυσικά υπερέβαινε τις εξουσίες του. Αυτό έκανε τον Τρούμαν να τον παραιτήσει και αποστρατεύσει, αλλά η απόφαση αυτή ήταν κι αποτέλεσμα της συνεχούς διαφωνίας μεταξύ των δύο ανδρών. Με την πίεση όμως των Ρεπουμπλικάνων, απέβη τελικά σε κατακραυγή εναντίον του Τρούμαν, ο οποίος κατηγορήθηκε ως ανεπαρκής να τερματίσει δυναμικά τον πόλεμο στην Κορέα και να αντισταθεί στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Στο πεδίο της μάχης, η κατάσταση παρέμενε πάντα χωρίς σημαντική αλλαγή και για τα δύο μέρη, συνεχίζοντας μόνο με κάτι αμφίρροπες διεκδικήσεις μερικών υψωμάτων και λόφων που αύξαναν τα θύματα, αλλά όχι και το αποτέλεσμα της σύρραξης. Τον Οκτώβριο του 1951, αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-29 σαν αυτά που έριξαν τις ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία, έκαναν πτήσεις πάνω απ την Κορέα και Κίνα "εξομοιώνοντας" πυρηνικές επιθέσεις για εκφοβισμό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επί ένα ακόμα χρόνο η κατάσταση θα παραμένει τελματωμένη στο μέτωπο.
Στις 29 Νοεμβρίου 1952, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, παρόλο που είχε εκτοπίσει τον Τρούμαν με την υπόσχεση να φέρει την τελική νίκη στην Κορέα, επιδίωξε κατάπαυση του πολέμου μέσω ανακωχής, μην τολμώντας πολεμική κλιμάκωση στο μέτωπο. Τελικά, μια κατάπαυση πυρός συμφωνήθηκε στις 27 Ιουλίου 1953, την ώρα που η γραμμή του μετώπου είχε κατασταλάξει ουσιαστικά και πάλι γύρω απ τον 38ο παράλληλο. Ως τότε οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν υποστεί συνολικά κάπου 400.000 απώλειες και οι κινεζικές κάπου 660.000, χωρίς να υπολογίζονται οι τεράστιες απώλειες σε άμαχους και των δύο Κορεατικών κρατών. Ο 38ος παράλληλος όχι μόνο παρέμεινε ως σήμερα η διαχωριστική γραμμή των δύο κρατών με συχνές κατά καιρούς αψιμαχίες, αλλά και οι διπλωματικές εμπλοκές με τις ΗΠΑ δεν φαίνεται να έχουν σημαντικά αλλάξει ως σήμερα. Παρόλο που η διπλωματική θέση της Κίνας προς στιγμή δεν είναι η ίδια με εκείνη της εποχής του 1945-1950, εντούτοις οι μελλοντικές οικονομικές και γεωπολιτικές συσχετίσεις με τις ΗΠΑ πιθανόν να φέρουν τον "ξεχασμένο πόλεμο" και πάλι στην επικαιρότητα.
Αλλά ας μάθουμε και για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Από το 1925 είχαν αρχίσει να δημιουργούνται μεταξύ των μορφωμένων νέων Βιετναμέζων, κομμουνιστικά και άλλα απελευθερωτικά κινήματα. Σημαντικότερο από αυτά ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδοκίνας που ιδρύθηκε το 1930 από τον Νγκουγιέν Αϊ Κουόγκ ή Χο Τσι Μιν. Τα κινήματα αυτά οργάνωσαν ταραχές και εξεγέρσεις κατά των αποικιοκρατών χωρίς να επιτύχουν την εκδίωξή τους. Με διάφορες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, μέτρα ανάπτυξης και παραχώριση ημιαυτονομιών, σε συνδυασμό με βίαιες καταστολές των εξεγέρσεων (φυλακίσεις, εκτελέσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.λπ.), η γαλλική αποικιοκρατία έφτασε μέχρι το 1940. Κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ το Βιετνάμ, όπως και ολόκληρη η χερσόνησος της Ινδοκίνας, καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες, οι οποίοι την κατέστησαν βάση των επιχειρήσεών τους στη νοτιοανατολική Ασία. Παρά όμως την ιαπωνική κατοχή, την τοπική εξουσία συνέχισαν να ασκούν οι Γάλλοι, οι οποίοι διέθεταν εκεί στρατό 60.000 ανδρών. Το 1941 ο Χο Τσι Μιν ίδρυσε την «Ένωση για την Ανεξαρτησία του Βιετνάμ», η οποία υποστηριζόμενη από τους τότε συμμάχους Κινέζους και Αμερικανούς αγωνίστηκε κατά της γάλλο-ιαπωνικής κατοχής.
Τον Μάρτιο του 1945 οι Ιάπωνες αφόπλισαν τα γαλλικά στρατεύματα και εκδίωξαν τους Γάλλους από την εξουσία. Με την ήττα και την παράδοση των Ιαπώνων, τον Αύγουστο του 1945, το βόρειο τμήμα του Βιετνάμ καταλήφθηκε από την Κίνα και το νότιο από βρετανικά στρατεύματα. Ο Χο Τσι Μιν με τους αντάρτες Βιετμίν, κατέλαβε το Ανόι (πρωτεύουσα του Β. Βιετνάμ) και στις 2 Σεπτεμβρίου ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Βιετνάμ, το οποίο ονόμασε Λαϊκή Δημοκρατία. Οι Βρετανοί απελευθέρωσαν τους Γάλλους που κρατούνταν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων και τους επανεξόπλισαν. Τα γαλλικά αυτά τμήματα, μαζί με άλλα που αποβιβάστηκαν στο νότιο Βιετνάμ και τη βοήθεια των Βρετανών επανέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής. Τον Μάρτιο του 1946 ο Χο Τσι Μινχ αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Η Γαλλία αναγνώρισε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ ως μέλος της «Γαλλικής Ένωσης». Ο Χο Τσι Μιν όμως που ζητούσε πλήρη ανεξαρτησία δεν δέχτηκε τη γαλλική πρόταση στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Παρίσι και οι Γάλλοι, για να την επιβάλουν, στις 23 Νοεμβρίου 1946 βομβάρδισαν τη Χαϊφόγκ, με συνέπεια να φονευθούν 6.000 άνθρωποι. Σε απάντηση, οι κομμουνιστές επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις 19 Δεκεμβρίου κατά των γαλλικών φρουρών στο Ανόι και σε άλλες πόλεις. Οι Γάλλοι απέκρουσαν τις επιθέσεις και διέκοψαν κάθε σχέση με τον Χο Τσι Μιν ο οποίος κατέφυγε στα βουνά του Βορείου Βιετνάμ για να οργανώσει τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Γάλλων.
Το απελευθερωτικό κίνημα, εκμεταλλευόμενο την απέχθεια του λαού κατά της αποικιοκρατίας, πέτυχε να αποσπάσει τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειονότητας των Βιετναμέζων. Οι Βιετμίν με συνεχείς επιθέσεις προξενούσαν σημαντικές απώλειες, έσπερναν τον φόβο και διατηρούσαν τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής σε κατάσταση συνεχούς επαγρύπνησης και εγρήγορσης. Το 1947 οι γαλλικές δυνάμεις ανέλαβαν εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και πέτυχαν να ελέγξουν τις μεγάλες πόλεις, τις σιδηροδρομικές-οδικές αρτηρίες και τις περιοχές με στρατηγική σημασία της χώρας, χωρίς όμως να μπορέσουν να καταστρέψουν τα αντάρτικα τμήματα. Οι Βιετμίν κατάφεραν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και άρχισαν να συγκροτούν μεγάλες μονάδες. Οι Γάλλοι, επειδή δε μπορούσαν να ελέγξουν όλη τη χώρα, απέσυραν τις δυνάμεις τους από τις ορεινές περιοχές του Βορείου Βιετνάμ και επικέντρωσαν την προσπάθειά τους στον έλεγχο των πεδινών περιοχών και κυρίως στο δέλτα του Ερυθρού Ποταμού, που κατάφεραν να ελέγξουν πλήρως. Το 1949, ο Μάο Τσετούνγκ, ο οποίος είχε επικρατήσει στην Κίνα, αναγνώρισε την κυβέρνηση του Χο Τσι Μιν και μαζί με τη Σοβιετική Ένωση εφοδίασε με σύγχρονα όπλα τους Βιετναμέζους κομμουνιστές. Στη συνέχεια οι συγκρούσεις εντάθηκαν και πολλές φορές έφτασαν μέχρι το γειτονικό Λάος. Τα γαλλικά στρατεύματα που υποστηρίζονταν από 160.000 Βιετναμέζους, έδωσαν σκληρές μάχες στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τους 100.000 περίπου Βιετμίν, χωρίς όμως να καταφέρει να νικήσει η μία ή η άλλη πλευρά.
Ο Γάλλος αρχιστράτηγος Ναβάρ, για να μπορέσει να εκδιώξει τους αντάρτες από το δέλτα του Ερυθρού Ποταμού, αποφάσισε τον Νοέμβριο του 1953 να δημιουργήσει μια τεράστια οχυρωμένη βάση στην περιοχή της πόλης Ντιέν Μπιέν Φου. Οι Βιετμίν αποφάσισαν να ρίξουν όλο το βάρος των επιχειρήσεων στο Ντιέν Μπιέν Φου. Έτσι, αφού συγκέντρωσαν δύναμη 100.000 ανδρών, στις αρχές Μαρτίου του 1954 επιτέθηκαν κατά της οχυρωμένης βάσης. Μετά από σκληρότατο αγώνα, στις 7 Μαΐου 1954 κατέβαλαν την αντίσταση των αμυνόμενων και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Περίπου 10.000 Γάλλοι παραδόθηκαν, ενώ 4.000 έχασαν τη ζωή τους. Από την πλευρά των ανταρτών υπήρξαν 8.000 νεκροί και 10.000 τραυματίες. Μετά την πτώση του οχυρού οι αντάρτες συνέχισαν τις επιθέσεις τους σε άλλες περιοχές και τελικά η Γαλλία αναγκάστηκε να ζητήσει ανακωχή. Η διάσκεψη της Γενεύης, αμέσως μετά, κατέληξε στον διαχωρισμό του Βιετνάμ σε δύο τμήματα στον 17ο παράλληλο. Το Β. Βιετνάμ, υπό την κομμουνιστική σφαίρα επιρροής, που αποτέλεσε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ, με πρόεδρο τον Χο Τσι Μιν και με διακηρυγμένο στόχο την απελευθέρωση όλης της χώρας, και το Νότιο στο οποίο οι Γάλλοι έδωσαν μια αυτονομία διατηρώντας συμβολική παρουσία, η οποία μεταβιβάστηκε στους Αμερικανούς στην αρχή της δεκαετίας του '60. Έτσι τελείωσε η γαλλική αποικιοκρατία στο Βιετνάμ. Το Νότιο Βιετνάμ τέθηκε υπό την προστασία των ΗΠΑ και δέχτηκε γενναία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Ο αυτοκράτορας Μπάο Ντάι διόρισε ως πρωθυπουργό τον Νγκο Ντινχ Ντιέμ, ο οποίος, κατόπιν δημοψηφίσματος που διενήργησε τον Οκτώβριο του 1955, εκθρόνισε τον αυτοκράτορα και με τις ευλογίες των ΗΠΑ αυτοανακηρύθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το 1956 ανέλαβε απολυταρχικές εξουσίες και με την αμερικανική βοήθεια εδραίωσε το αντικομμουνιστικό απολυταρχικό οικογενειοκρατικό καθεστώς του. Ο Ντιέμ στη συνέχεια αρνήθηκε να διεξάγει εκλογές για την ενοποίηση της χώρας, διότι όπως υποστήριζε δεν υπήρχαν σε όλη τη χώρα συνθήκες ελεύθερης έκφρασης του λαού. Το Βόρειο Βιετνάμ και οι κομμουνιστές του Νότιου, οι οποίοι πίστευαν ότι θα κέρδιζαν τις εκλογές, εκμεταλλεύτηκαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια του νοτιοβιετναμικού λαού λόγω της οικονομικής κατάστασης, του αυταρχισμού και της διαφθοράς του καθεστώτος, και άρχισαν να οργανώνονται για να ανατρέψουν το καθεστώς.
Εμφανίστηκαν αντάρτικα τμήματα και ανέλαβαν δράση με την προσβολή κυβερνητικών στόχων. Το 1960 οι κομμουνιστές ίδρυσαν το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης του Νοτίου Βιετνάμ και από το 1961 συγκρότησαν τον Απελευθερωτικό Στρατό του Νοτίου Βιετνάμ, ο οποίος το 1965 έφθασε να αριθμεί 150.000 αντάρτες Βιετκόνγκ. Αυτοί ενισχύονταν και ανεφοδιάζονταν από το Β. Βιετνάμ μέσω ορεινών διαβάσεων που διέρχονταν από το έδαφος των όμορων κρατών (Λάος, Καμπότζη) το λεγόμενο «Μονοπάτι Χο Τσι Μιν» και απέκτησαν σημαντική δύναμη. Το 1960 οι ΗΠΑ, επί προέδρου Αϊζενχάουερ, άρχισαν να στέλνουν στη Σαϊγκόν τους πρώτους «συμβούλους» με σκοπό να οργανώσουν τον στρατό. Όταν ανέλαβε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Κένεντι, το 1962, υπήρχαν ήδη 2.400 Αμερικανοί στρατιωτικοί, πολλοί από τους οποίους είχαν λάβει μέρος και σε μάχες με τους Βιετκόνγκ. Στο τέλος του 1962 οι νοτιοβιετναμικές δυνάμεις πραγματοποίησαν μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση κατά των Βιετκόνγκ, η οποία απέτυχε και κατέδειξε την αδυναμία του καθεστώτος να απαλλάξει τη χώρα από την απειλή των κομμουνιστών. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Κένεντι υποσχέθηκε την αμέριστη συμπαράσταση της χώρας του προς το Νότιο Βιετνάμ και άρχισε να στέλνει εκεί στρατεύματα. Στα τέλη του 1963, μετά από μαζικές λαϊκές εκδηλώσεις κατά του καθεστώτος του Ντιέμ, ο στρατός τον ανέτρεψε και ο ίδιος ο Ντιέμ εκτελέστηκε. Τρεις εβδομάδες αργότερα δολοφονήθηκε στο Ντάλας ο πρόεδρος Κένεντι. Την εποχή της δολοφονίας του Ντιέμ και του Κένεντι υπήρχαν 16.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί «σύμβουλοι» στο Βιετνάμ.
Το 1964 ο πρόεδρος Τζόνσον που διαδέχτηκε τον δολοφονηθέντα Κένεντι χορήγησε στο Νότιο Βιετνάμ έκτακτη βοήθεια 60 εκατομμυρίων δολαρίων και ενίσχυσε τις αμερικανικές δυνάμεις, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ουίλιαμ Ουέστμορλαντ. Από 16.000 στρατιωτικούς συμβούλους το 1964, τα αμερικανικά στρατεύματα έφθασαν τις 75.000 άνδρες το 1965. Το καλοκαίρι του 1964 βόρειες ναυτικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον αμερικανικού πλοίου ηλεκτρονικής κατασκοπίας ανοικτά του κόλπου Τόνκιν έξω από τα χωρικά ύδατα του Βόρειου Βιετνάμ. Την εποχή εκείνη πραγματοποιούνταν μυστικές ναυτικές επιδρομές του Νότιου Βιετνάμ ενάντια σε στόχους στα παράλια του βόρειου Βιετνάμ και η αμερικανική ηγεσία πίστεψε αρχικά ότι το Βόρειο Βιετνάμ είχε θεωρήσει κατά λάθος το αμερικανικό πλοίο μέρος των επιδρομών αυτών. Δύο ημέρες αργότερα όμως, η αμερικανική ναυτική διοίκηση ανέφερε νέα νυκτερινή επίθεση κατά δύο αμερικανικών πλοίων ηλεκτρονικής κατασκοπίας στον κόλπο Τόνκιν. Αργότερα προέκυψαν αμφιβολίες για το αν είχε γίνει αυτή η δεύτερη επίθεση αφού δεν κατέγραψαν τα ραντάρ εχθρικά πλοία και ενδέχεται να «έδειξαν» ανύπαρκτες εχθρικές μονάδες επιφάνειας λόγω κακοκαιρίας. Η κυβέρνηση Τζόνσον ωστόσο αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τις δύο επιθέσεις και να ζητήσει το ψήφισμα του Κογκρέσου για τη διενέργεια αντιποίνων. Όλοι οι βουλευτές και όλοι οι γερουσιαστές του Κογκρέσου, εκτός από δύο, υπερψήφισαν το λεγόμενο «ψήφισμα του κόλπου Τόνκιν», που εξουσιοδοτούσε τον πρόεδρο να αποκρούσει μελλοντικές επιθέσεις κατά των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Τα αμερικανικά αντίποινα περιορίσθηκαν σε αεροπορικούς βοµβαρδισµούς των ναυτικών εγκαταστάσεων του Βόρειου Βιετνάμ. Παρά τις μεγάλες καταστροφές, οι Βιετκόνγκ δεν πτοήθηκαν και πολλαπλασίασαν τις επιθέσεις τους.
Με τις επιχειρήσεις αυτές επισημοποιήθηκε η συμμετοχή των Αμερικανών στον πόλεμο, οι οποίοι και ανέλαβαν τη διεύθυνση αυτού. Οι δύο πλευρές συνέχισαν την αύξηση και την ισχυροποίηση των δυνάμεών τους. Οι Βιετκόνγκ έφθασαν τις 250.000 άνδρες και εξοπλίστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση με σύγχρονα όπλα (αυτόματα τυφέκια, πολυβόλα, αντιαρματικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους). Οι Αμερικανοί συνέχισαν και αυτοί την ενίσχυση των δυνάμεών τους, οι οποίες έφθαναν τώρα τις 200.000 άνδρες. Οι Νοτιοβιετναμέζοι συγκρότησαν δύναμη 600.000 ανδρών. Μέχρι το τέλος του 1966 βρίσκονταν στο Βιετνάμ 385.000 Αμερικανοί στρατιώτες. Με την έναρξη του 1967 οι αμερικανικές δυνάμεις οργάνωσαν και εκτέλεσαν δύο μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αυτές τις επιχειρήσεις οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να διαλύσουν τις αντάρτικες βάσεις των Βιετκόνγκ, αλλά όχι και να συλλάβουν ή να εξουδετερώσουν τους ηγέτες, οι οποίοι αποτελούσαν τον βασικό σκοπό της επιχείρησης και κατάφεραν να διαφύγουν στην Καμπότζη. Οι δύο αυτές επιτυχημένες επιχειρήσεις και οι συνεχιζόμενοι βομβαρδισμοί του Βορείου Βιετνάμ περιόρισαν προσωρινά τη δράση των Βιετκόνγκ. Αμερικανικά άρματα μάχης. Η ηγεσία του Βόρειου Βιετνάμ κατάλαβε ότι η κατάσταση είχε αρχίσει να παίρνει δυσμενή τροπή και αποφάσισε να σχεδιάσει επιθετικές επιχειρήσεις για να αναπτερώσει το ηθικό των ανταρτών και του πληθυσμού. Η πρώτη επίθεση άρχισε στις 21 Ιανουαρίου 1968 κατά της μεγαλύτερης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης του Κε Σαν, στην οποία βρισκόταν δύναμη 6.000 Αμερικανών και Νοτιοβιετναμέζων. Η δεύτερη επιθετική ενέργεια των Βιετκόνγκ, γνωστή ως επίθεση του Τετ, άρχισε στις 31 Ιανουαρίου 1968 (βιετναμέζικη πρωτοχρονιά) και περιλάμβανε επιθέσεις στις 36 από τις 44 πρωτεύουσες επαρχιών του Νοτίου Βιετνάμ, σε 23 αεροδρόμια και σε πολλές άλλες στρατιωτικές βάσεις. Στην ίδια τη Σαϊγκόν 5.000 περίπου αντάρτες επιτέθηκαν στο προεδρικό μέγαρο του Θιέου, το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων του Νότιου Βιετνάμ, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αλλά και κατά της πρεσβείας των ΗΠΑ. Την ίδια τακτική ακολούθησαν οι Βιετκόνγκ και σε άλλες πόλεις ενώ σφοδρές μάχες έγιναν στην παλαιά πρωτεύουσα του Βιετνάμ, Χουέ. Προσωρινά κατάφεραν να ελέγξουν 10 πόλεις, τις οποίες όμως μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μετά από αντεπιθέσεις ισχυρών αμερικανοβιετναμικών δυνάμεων.
Από στρατιωτικής πλευράς, η επίθεση του Τετ ήταν αποτυχημένη. Η επίθεση μεγάλης κλίμακας έφερε τις κομμουνιστικές δυνάμεις σε ανοικτή σύγκρουση µε τους αντιπάλους τους, όπου η συντριπτική αμερικανική υπεροπλία μπορούσε επιτέλους να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά. Η κομμουνιστική πλευρά είχε μεγάλες απώλειες, που στις πρώτες δύο εβδομάδες έφτασαν τους 30.000 νεκρούς και στη συνέχεια διπλασιάστηκαν. Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ έχασαν στις πρώτες δύο εβδομάδες περίπου 1.500 οπλίτες και στο πρώτο δίμηνο συνολικά 4.000. Η επίθεση του Τετ απέτυχε επίσης να προκαλέσει γενική εξέγερση του πληθυσμού του Νότιου Βιετνάμ και την ανατροπή του καθεστώτος Θιέου. Η επίθεση κατά της αμερικανικής πρεσβείας, που άρχισε στις 02:45 της 31ης Ιανουαρίου 1968, αποκρούστηκε εύκολα. Η νικηφόρα όμως αυτή μάχη στοίχισε τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι που διέμεναν σε καταλύματα κοντά στην πρεσβεία έσπευσαν να καλύψουν την επίθεση κατά της πρεσβείας. Μόλις 15 λεπτά αργότερα το πρώτο τηλεγράφημα έφυγε προς τις ΗΠΑ και έλεγε ότι η πρεσβεία είχε καταληφθεί από τους Βιετκόνγκ. Στις 09:20 ο στρατηγός Ουέστμορλαντ σε συνέντευξη τύπου δήλωσε ότι η πρεσβεία ουδέποτε καταλήφθηκε. Κανείς δημοσιογράφος δεν τον πίστεψε. Το αμερικανικό κοινό παρακολουθούσε κατάπληκτο ζωντανά στην τηλεόραση τις οδομαχίες μέσα στο κτηριακό σύμπλεγμα της αμερικανικής πρεσβείας και διαπίστωνε ότι έπειτα από τρία χρόνια αεροπορικών βομβαρδισμών και την αποστολή 500.000 στρατιωτών ο εχθρός δε βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά αντίθετα ήταν σε θέση να εξαπολύσει τη μεγαλύτερη επίθεσή του. Για τον πρόεδρο Τζόνσον ήταν αδύνατον να παρουσιάσει την επίθεση Τετ ως στρατιωτική νίκη των ΗΠΑ.
Στις 31 Μαρτίου 1968, σε τηλεοπτικό διάγγελμα στον αμερικανικό λαό, ο Τζόνσον ανήγγειλε τη διακοπή των βομβαρδισμών του Βορείου Βιετνάμ, το οποίο καλούσε σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Στο τέλος του διαγγέλματος έκανε µία από τις πιο δραματικές κινήσεις στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία δηλώνοντας: «Δεν θα επιδιώξω και δεν θα αποδεχθώ το χρίσμα του κόμματός µου για άλλη µία θητεία ως πρόεδρός σας». Η απομάκρυνση του Τζόνσον από τις εκλογές του 1968 μετέτρεψε την επίθεση Τετ σε λαμπρή νίκη του Χο Τσι Μιν. Με την πολιτική κατάρρευση του προέδρου Τζόνσον που είχε εκλεγεί λίγα χρόνια νωρίτερα µε το υψηλότερο ποσοστό των ψήφων στην αμερικανική ιστορία, το Βόρειο Βιετνάμ πέτυχε ιστορική νίκη στο κέντρο βάρους του αντιπάλου του, που ήταν η αμερικανική κοινωνία. Από την επίθεση του Τετ φάνηκε ότι ο πόλεμος δε διεξάγεται μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της πληροφόρησης και της προπαγάνδας. Η αμερικανική πολιτική ηγεσία αναγκάστηκε να αλλάξει τη στρατηγική της. Στόχος τους τώρα ήταν η σταδιακή απεμπλοκή τους από το Βιετνάμ και η ταυτόχρονη ενίσχυση των νοτιοβιετναμικών δυνάμεων ώστε να αναλάβουν αυτοί τις ευθύνες του πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1970 είχαν αποσυρθεί 122.000 Αμερικανοί στρατιώτες και όλα τα άλλα ξένα τμήματα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1972 όλα τα μάχιμα αμερικανικά τμήματα είχαν εγκαταλείψει την Ινδοκίνα ενώ οι νοτιοβιετναμικές δυνάμεις έφθασαν να αριθμούν περισσότερους από 900.000 άνδρες. Στις 27 Ιανουαρίου 1973 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ συνυπέγραψε με εκπρόσωπο της κυβέρνησης του Βορείου Βιετνάμ τη συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών και την αποχώρηση όλων των αμερικανικών δυνάμεων εντός 60 ημερών. Η συμφωνία αυτή ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση και παρέδιδε το Νότιο Βιετνάμ στους Βιετκόνγκ. Το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 1975, οι δυνάμεις των κομμουνιστών διέλυσαν τις νοτιοβιετναμικές δυνάμεις και κατέλαβαν τη Σαϊγκόν. Το μεσημέρι της 30ής Απριλίου, την ώρα που το τελευταίο ελικόπτερο απομακρυνόταν από την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, στον περίγυρο αυτής εισερχόταν το πρώτο άρμα των Βορειοβιετναμέζων. Έτσι για πρώτη φορά οι ΗΠΑ, η υπερδύναμη με το ανεξάντλητο δυναμικό και την τελειότερη τεχνολογία, παρόλο που θυσίασαν τις ζωές 60.000 περίπου Αμερικανών και δαπάνησαν 150 δισεκατομμύρια δολάρια έχασαν τον πόλεμο. Η αμερικανική κοινή γνώμη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η τιμή, η υπερηφάνεια και το γόητρο της χώρας τους καταρρακώθηκαν στις ζούγκλες και τα έλη του Βιετνάμ από τους Βιετναμέζους αντάρτες.
Από το 1950 η «ανάσχεση» δεν επικεντρώνονταν σε περιοχές υψηλής προτεραιότητας, αλλά εναντιώνονταν σε οποιαδήποτε "κομμουνιστική απειλή" στην υφήλιο. Υπήρχε η αντίληψη, ότι οποιαδήποτε υποχώρηση των ΗΠΑ έναντι μιας τοπικής κομουνιστικής απειλής θα ενθάρρυνε τον «κομουνιστικό επεκτατισμό» ανά την υφήλιο. Αρχικά η «ανάσχεση» αφορούσε τον άμεσο επεκτατισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια αφορούσε τον έμμεσο σοβιετικό επεκτατισμό µέσω δορυφόρων, όπως η Κίνα του Μάο. Η ανάσχεση του κομμουνισμού στο Ν. Βιετνάμ, τελικά δεν αφορούσε ούτε στο σοβιετικό ούτε στον κινεζικό επεκτατισμό αλλά στην αξιοπιστία των αμερικανικών δεσμεύσεων έναντι οποιασδήποτε κομμουνιστικής απειλής, ακόμα και της πλέον τοπικής. Η κυβέρνηση Τζόνσον ήθελε να αποφύγει στρατιωτική επέμβαση της Κίνας, καθώς δεν ήθελε να εμπλακεί σε ευρύτερο πόλεμο στην Ασία και για αυτό απέκλεισε εξαρχής την οποιαδήποτε χερσαία εισβολή στο Β. Βιετνάμ και στο Λάος, που συνόρευαν µε την Κίνα, και απέφευγε γενικότερα στρατιωτικές ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την κινεζική ή και τη σοβιετική επέμβαση. Ο στρατηγός Ουέστµορλαντ είχε υιοθετήσει τη στρατηγική της φθοράς του αντιπάλου. Η στρατηγική αυτή είχε δύο αδύναμα σημεία.
Το πρώτο ήταν η αύξηση του αντιαµερικανισµού στο Ν. Βιετνάμ προς όφελος των Βιετκόγκ. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου ομάδες των Βιετκόγκ κρύβονταν σε ένα χωριό, ενδεχομένως εκβιάζοντας τους κατοίκους του, και οι αμερικανικές δυνάμεις κατέστρεφαν όλο το χωριό, χωρίς να διακρίνουν τους Βιετκόνγκ από τους άμαχους χωρικούς. Το αποτέλεσμα της πλήρους καταστροφής ενός χωριού άλλωστε ήταν περισσότερες απώλειες, που βελτίωναν τις στατιστικές της φθοράς του αντιπάλου. Ο μέσος Αμερικανός οπλίτης δυσκολευόταν να διακρίνει ένα Βιετκόνγκ από ένα άμαχο χωρικό καθώς οι Βιετκόνγκ δεν φορούσαν στρατιωτικές στολές. Το 1968 ένας αμερικάνος ταγματάρχης ειπε: «Έπρεπε να καταστρέψουμε το χωριό, για να το σώσουμε». Το δεύτερο ήταν ότι οι απώλειες της κομμουνιστικής πλευράς αναπληρώνονταν µε ενισχύσεις από το Β. Βιετνάμ. Επομένως, για να επιφέρει τη νίκη η στρατηγική της φθοράς, έπρεπε να εξαντλήσει ποσοτικά όχι µόνο τους Βιετκόνγκ αλλά και το Β. Βιετνάμ και επειδή κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο ο ανταρτοπόλεμος μπορούσε να συντηρηθεί για πολλά χρόνια. Η στρατηγική της φθοράς αδυνατούσε να επιφέρει τη νίκη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο χρόνος όμως ήταν υπέρ της κομουνιστικής πλευράς, καθώς η αμερικανική κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να υφίσταται το κόστος του πολέμου επ' αόριστο. Οι Βιετκόγκ και το Β. Βιετνάμ πολεμούσαν για την απελευθέρωση και ένωση της πατρίδας τους, σκοποί που για κάθε έθνος χαίρουν εξαιρετικά υψηλής εσωτερικής νοµιµοποίησης. Οι ΗΠΑ από την άλλη, πολεμούσαν για να πετύχουν την ανάσχεση του κομουνισμού σε µία ασήμαντη περιοχή του πλανήτη, ενάντια σε έναν αντίπαλο που αδυνατούσε να απειλήσει τα εθνικά τους συμφέροντα. Η ασυμμετρία στην εσωτερική νοµιµοποίηση, σήμαινε ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν στη μειονεκτική θέση από τη στιγμή που η σύρραξη πήρε τη μορφή ενός μακροχρόνιου αγώνα.
Οι συγκρούσεις εντάθηκαν τον Δεκέμβριο του 1972, όταν ο Νίξον εξαπέλυσε μία σειρά αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον στόχων σε μεγάλες πόλεις στο Β. Βιετνάμ. Αυτές οι επιθέσεις, γνωστές σαν "Βομβαρδισμοί των Χριστουγέννων", καταδικάστηκαν άμεσα από τη διεθνή κοινότητα και οδήγησαν τον Νίξον στην αναθεώρηση της τακτικής των διαπραγματεύσεων. Η υπόθεση πόλεμος στο Βιετνάμ έπρεπε να κλείσει οριστικά γιατί είχε τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κόστος για τις ΗΠΑ. Στις 23 Ιανουαρίου 1973 μονογράφηκε το τελικό προσχέδιο της συμφωνίας ειρήνης τερματίζοντας τις εχθροπραξίες μεταξύ ΗΠΑ και Β. Βιετνάμ. Η συμφωνία ειρήνης του Παρισιού δεν τερμάτισε τις συγκρούσεις στην περιοχή καθώς το καθεστώς της Σαϊγκόν συνέχισε να μάχεται τις κομμουνιστικές δυνάμεις. Στις 30 Απριλίου 1975 ο τελευταίος αμερικάνος στρατιώτης αποχωρεί από το Βιετνάμ μετά την παράδοση των Νοτίων. Την ίδια μέρα ένα ραδιοφωνικό διάγγελμα ανακοίνωσε οτι η Σαϊγκόν μετονομάζεται επισήμως σε "Πόλη του Χο Τσι Μιν". Ο πόλεμος του Βιετνάμ κατά τα έτη 1965-1973, ήταν ένας ανταρτοπόλεμος σoβιετo-κινεζικής εμπνεύσεως όσον αφορά την τακτική και τις μεθόδους διεξαγωγής του εκ μέρους των Βιετκόνγκ. Από μέρος των Αμερικανικών στρατευμάτων, καθώς και των Κυβερνητικών, η αντιμετώπιση του πολέμου υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη και ανεπιτυχής. Οι παραπάνω είχαν μεγάλες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, καθώς δεν είχαν την κατάλληλη δομή ώστε να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν αμυντική στρατηγική που περιόριζε τις χερσαίες επιχειρήσεις στο χώρο του Ν. Βιετνάμ και επέτρεπε αεροπορικούς βοµβαρδισµούς στον χώρο του Β. Βιετνάμ. Η στρατηγική αυτή, καθορίσθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζόνσον και απέβλεπε έμμεσα στην αποφυγή κλιμακώσεως του πολέμου στη νοτιοανατολική Ασία, µε την εμπλοκή σε αυτόν και της Κομμουνιστικής Κίνας.
Η κατασπατάληση και η υπερβολή στη χρήση της αμερικανικής υπεροπλίας χωρίς αποφασιστικό στρατηγικό αποτέλεσμα ήταν εκπληκτική. Στην τριετία 1965-7 η αμερικανική αεροπορία έριξε περισσότερες βόμβες στο Βιετνάμ από όσες είχε ρίξει σε όλα τα θέατρα των επιχειρήσεων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κόστος του Βιετνάμ για τις ΗΠΑ ήταν μεγάλο. Οι αμερικανικές απώλειες στο σύνολο του πολέμου, ανήλθαν στους 58.000 νεκρούς, ενώ πάνω από 8.000 αμερικάνικα αεροσκάφη καταρρίφθηκαν. Ο πόλεμος οδήγησε στην αύξηση του αντιαµερικανισµού παγκοσμίως. Επιπλέον επέτρεψε στη Σοβιετική Ένωση να υλοποιήσει φιλόδοξα προγράμματα ανάπτυξης των πυρηνικών της εξοπλισμών, ενόσω οι ΗΠΑ ήταν απορροφημένες στο Βιετνάμ, µε αποτέλεσμα να φτάσει την πυρηνική ισοπαλία στα τέλη της δεκαετίας του '60. Το Βιετνάμ συνέβαλε επίσης στην κρίση της αμερικανικής εσωτερικής πολιτικής, που ξέσπασε στα μέσα της δεκαετίας του '60 και αποκορυφώθηκε το 1968.
Ο Πόλεμος του Κόλπου (2 Αυγούστου 1990 - 28 Φεβρουαρίου 1991) ήταν πολεμική σύρραξη μεταξύ διεθνούς συμμαχίας από τουλάχιστον 31 κράτη υπό την καθοδήγηση των Η.Π.Α. και την εξουσιοδότηση του Ο.Η.Ε. κατά του Ιράκ, για την απελευθέρωση του Κουβέιτ.
Ο πόλεμος αυτός είναι γνωστός και με ποικίλα άλλα ονόματα, ανάλογα με την πολιτική και ιστορική θέση διαφόρων ομάδων αναφοράς όπως: Πόλεμος του Κόλπου, Πόλεμος του Περσικού Κόλπου, Πόλεμος του Κόλπου 1990, Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου, Δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου (για το Ιράκ και το Ιράν), Απελευθέρωση του Κουβέιτ, Ο Πόλεμος για το Κουβέιτ, Η μητέρα όλων των Μαχών, Καταιγίδα της Ερήμου (Desert Storm), θεωρούμενα ως τα πιο γνωστά ονόματα. Τα μέλη της αναπτυχθείσης Διεθνούς Συμμαχίας ήταν: Αργεντινή, Αυστραλία, Μπαχρέιν, Μπανγκλαντές, Βέλγιο, Καναδάς, Τσεχοσλοβακία, Δανία, Αίγυπτος, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Κουβέιτ, Μαρόκο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ομάν, Πακιστάν, Πολωνία, Πορτογαλία, Νίγηρας, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Σενεγάλη, Νότιος Κορέα, Ισπανία, Τουρκία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αγγλία και Η.Π.Α.. Γερμανία και Ιαπωνία, προσέφεραν οικονομική υποστήριξη και οπλισμό αντί για απευθείας πολεμική βοήθεια. Οι Η.Π.Α. ανάγκασαν το Ισραήλ να μην πάρει μέρος στην συμμαχία, παρόλα τα χτυπήματα των Ιρακινών πυραύλων Σκουντ (Scud) στο Τελ Αβίβ. Η Ινδία προσέφερε στον ανεφοδιασμό του Αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, προσφέροντας ναυτικές βάσεις. Ο Πόλεμος ξεκίνησε με την εισβολή του Ιράκ στις 2 Αυγούστου 1990, με την δικαιολογία ότι το Κουβέιτ κάνει γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και έτσι «κλέβει» ιρακινό πετρέλαιο. Αμέσως μετά την εισβολή, υποβλήθηκαν οικονομικές κυρώσεις από τον Ο.Η.Ε. και τελικώς οι εχθροπραξίες άρχισαν μετά τις 15 Ιανουαρίου 1991, οι οποίες και κατέληξαν στην ολοκληρωτική νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.
Ο Πόλεμος του Ιράκ αποτελεί στρατιωτική επιχείρηση, η οποία άρχισε στις 20 Μαρτίου 2003 από τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεώτερου και το Ηνωμένο Βασίλειο υπό την πρωθυπουργία του Τόνι Μπλερ, με στόχο την ανατροπή του τότε ηγέτη του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν. Αποτέλεσε μέρος του γενικότερου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», τους πολέμους δηλαδή που διοργάνωσαν οι ΗΠΑ μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Ο πόλεμος στο Ιράκ χωρίζεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση ξεκινά με την εισβολή των Αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, στις 20 Μαρτίου 2003, και ολοκληρώνεται στα τέλη Απριλίου του 2003 με τα γεγονότα της πτώσης της Βαγδάτης στις 9 Απριλίου 2003 και την πτώση της κυβέρνησης Χουσεΐν.
Ακολούθησε η σύλληψη των ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης Χουσεϊν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και η σύλληψη του ίδιου του Χουσεΐν στις 13 Δεκεμβρίου του 2003, ο οποίος τελικά απαγχονίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2006. Η δεύτερη και μακρύτερη φάση του πολέμου ξεκινά με την εξέγερση Ιρακινών κατά των δυνάμεων κατοχής και της νέας Ιρακινής κυβέρνησης το 2004. Η συνεχιζόμενη ένταση οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών από το Φεβρουάριο του 2006 έως τον Μάιο του 2008.
Στις 31 Αυγούστου 2010, ο πρόεδρος (2010) των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα κήρυξε το τέλος του πολέμου και διέταξε τους Αμερικανούς στρατιώτες να αποχωρήσουν από το Ιράκ[36][37]. Οι τελευταίες Αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τη χώρα τον Δεκέμβριο του 2011.
Ο πόλεμος του Λιβάνου το 2006 ήταν ένας πόλεμος διάρκειας 34 ημερών στο βόρειο Ισραήλ και στο Λίβανο. Εμπλέκει την ένοπλη πτέρυγα της οργάνωσης Χεζμπολάχ (Hezbollah) και τις Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ (IDF). Στις 12 Ιουλίου του 2006, η Χεζμπολάχ ξεκίνησε την Επιχείρηση «Αληθινή Υπόσχεση», ονομαζόμενη από μια «υπόσχεση» του αρχηγού της Σεΐχη Χασάν Νασράλα να αιχμαλωτίσει Ισραηλινούς στρατιώτες και να τους ανταλλάξει με τρεις Λιβανέζους κρατουμένους υπό την κατοχή του Ισραήλ. Η επιδρομή τις πρώτες πρωινές ώρες στο ισραηλινό έδαφος κατέληξε με οκτώ Ισραηλινούς στρατιώτες νεκρούς και δύο αιχμαλωτισμένους. Το Ισραήλ απάντησε τότε με την Επιχείρηση «Δίκαιη Ανταμοιβή»,αργότερα μετανομαζόμενη σε Επιχείρηση «Αλλαγή Κατεύθυνσης». Αυτό το κτύπημα αντιποίνων περιλαμβάνει μέχρι στιγμής μια εκτόξευση ομοβροντίας ρουκετών μέσα στον Λίβανο και επιδρομές βομβαρδισμού από την Ισραηλινή Αεροπορία (IAF), Αεροπορικό και Ναυτικό Αποκλεισμό και επίσης μερικές μικρές επιδρομές στον νότιο Λίβανο από στρατιώτες των IDF.
Ο Λουίζ Αρμπούρ, ο Γενικός Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, των Ηνωμένων Εθνών, προειδοποίησε ότι εγκλήματα πολέμου μπορεί να έχουν διαπραχθεί, ενώ ο Γενικός - Υπογραμματέας για Ανθρωπιστικές Υποθέσεις και Συντονιστής Εκτόνωσης Εκτάκτων Καταστάσεων των Ηνωμένων Εθνών, Γιαν Ένγκλαντ έχει πει ότι το ένα τρίτο των νεκρών είναι παιδιά. Υπάρχουν αιτιάσεις διεθνώς κατά των Ισραηλινών για χρήση υπερμέτρης βίας ενώ σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές η φαινομενικά περίεργη ως προς το εύρος της πολεμική απάντηση του Ισραήλ, οφείλεται σε προηγούμενη συνενόηση σε υψηλό επίπεδο με τις Η.Π.Α. η οποία αποσκοπεί σε βαθμιαία αποδυνάμωση της Συρίας και του Ιράν. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Μπους, έχει κατ'επανάληψη δηλώσει ότι πραγματική αιτία της σύρραξης είναι η Χεζμπολάχ, η οποία καθοδηγείται και ελέγχεται από τη Συρία και το Ιράν. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές ως πιθανή αιτία αποδίδεται ο φόβος των Η.Π.Α. για τη μετεξέλιξη του Ιράν σε πυρηνική δύναμη.
Ο Πόλεμος στο Αφγανιστάν (2001 - 2021) ήταν η μακροβιότερη ένοπλη σύρραξη των αρχών του 21ου αιώνα, (19 χρόνια και 8 μήνες) αλλά και ο πιο μακροχρόνιος πόλεμος στην στρατιωτική ιστορία των Η.Π.Α. Διεξήχθη ανάμεσα στις Η.Π.Α. και τους Συμμάχους τους και στο Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν - γνωστό ως Ταλιμπάν, και έληξε με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και την επανίδρυση του Ισλαμικού Εμιράτου.
Ο πόλεμος ξεκίνησε μετά την άρνηση των Ταλιμπάν, οι οποίοι ήταν στην εξουσία του Αφγανιστάν, τότε, να εκδώσουν τον Οσάμα μπιν Λάντεν, ιθύνων νου των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος το 2004, και ηγέτη της Αλ Κάιντα. Οι ΗΠΑ εισβάλλουν στη χώρα, υποστηριζόμενες στην αρχή μόνο από το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά και αργότερα από ένα συνασπισμό από 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένων όλων των μελών του ΝΑΤΟ.
Αν και δεν κατάφεραν να συλλάβουν τον Οσάμα μπιν Λάντεν, που διέφυγε στα βουνά του Ινδικού Καυκάσου, οι αμερικανικές δυνάμεις παρέμειναν στη χώρα, και δημιουργήσαν υπό την αιγίδα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την Διεθνή Δύναμη Αρωγής για την Ασφάλεια εκδιώκοντας τους Ταλιμπάν από την εξουσία, και εγκαθιδρύοντας το Μεταβατικό Ισλαμικό Κράτος του Αφγανιστάν (2002) στην αρχή, και την Ισλαμική Δημοκρατία του Αφγανιστάν (2004), έπειτα. Από την πλευρά τους, οι Ταλιμπάν, αφού αναδιοργανώθηκαν υπό την ηγεσία του μουλά Μοχάμεντ Ομάρ, από το 2003 αρχίζουν ανταρτοπόλεμο εναντίον της Αφγανικής κυβέρνησης και των Δυτικών. Οι αντεπιθέσεις των Ταλιμπάν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες, καταφέρνοντας μέχρι το 2007 να επανακαταλάβουν μεγάλες περιοχές του Αφγανιστάν.[4]. Οι Αμερικανοί και οι Σύμμαχοί τους, ενίσχυαν συνεχώς την στρατιωτική τους δύναμη, φτάνοντας το 2011, να διατηρούν 140.000 στρατιώτες στη χώρα. Όταν τελικά έγινε δυνατή η σύλληψη και η θανάτωση του Οσάμα μπιν Λάντεν το 2011, άρχισαν οι διεργασίες για τον τερματισμό του πολέμου. Το 2014 το ΝΑΤΟ απέσυρε τη Διεθνή Δύναμη Αρωγής για την Ασφάλεια, μεταφέροντας την ευθύνη στην Αφγανική κυβέρνηση πλέον. Για το σκοπό αυτό, και για βοηθήσει την αφγανική κυβέρνηση και τις αφγανικές ένοπλες δυνάμεις, με την παροχή τεχνογνωσίας, εξοπλισμού και εκπαίδευσης, δημιούργησε την Αποστολή Αποφασιστικής Υποστήριξης. Οι διαδικασίες ειρήνευσης της χώρας συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, και τελικά κατέληξαν στη Συμφωνία της Ντόχας, τον Φεβρουάριο του 2020, όπου οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ από τη μια, και οι Ταλιμπάν από την άλλη, υπέγραψαν συμφωνία ανακωχής. Οι ΗΠΑ ανέλαβαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους μέχρι το καλοκαίρι του 2021, και οι Ταλιμπάν να απέχουν από οποιαδήποτε ένοπλη ενέργεια εναντίον των αμερικανικών και αφγανικών δυνάμεων. Ο πόλεμος έληξε, και τυπικά, στις 30 Αυγούστου 2021.
Όταν άρχισε η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, οι Ταλιμπάν σταδιακά κατέλαβαν και πάλι και το Αφγανιστάν και την εξουσία.
Ο Συριακός εμφύλιος πόλεμος είναι μια εμφύλια διαμάχη σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2011 στη Συρία. Ο πόλεμος έχει τις απαρχές του στην εξέγερση που ξέσπασε στη Συρία στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης. Η συριακή κυβέρνηση ανέπτυξε τον στρατό για να καταστείλει την εξέγερση και αρκετές πόλεις πολιορκήθηκαν.Σύμφωνα με μάρτυρες, στρατιώτες που αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ εναντίον αμάχων εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τον στρατό της Συρίας.Η κυβέρνηση της Συρίας αρνήθηκε τη φημολογία για αποστασίες και κατηγόρησε "ένοπλες συμμορίες" για την πρόκληση ταραχών.
Η σκληρή κυβερνητική καταστολή του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ μετέτρεψε τις τοπικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες σε μαζική λαϊκή εξέγερση. Στα τέλη του 2011, πολίτες και λιποτάκτες του στρατού σχημάτισαν μάχιμες μονάδες, οι οποίες ξεκίνησαν ένοπλες επιθέσεις κατά του συριακού στρατού. Οι αντάρτες ενοποιήθηκαν κάτω από τη σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και αργότερα ενώθηκαν και δημιούργησαν το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο (SNC) και πολέμησαν με πιο οργανωμένο τρόπο. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης που αντιτάσσονταν στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και σχημάτισαν το Συμβούλιο είχαν ως στόχο την ανατροπή του. Το συμβούλιο ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Οκτωβρίου 2011. Η σύγκρουση έχει θρησκευτικές προεκτάσεις, καθώς η αντιπολίτευση κυριαρχείται από σουνίτες μουσουλμάνους, ενώ τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης είναι αλαουίτες μουσουλμάνοι. Επίσης, στον πόλεμο εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα τα περισσότερα κράτη της Μέσης Ανατολής, καθώς και η Ρωσία, οι ΗΠΑ και αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, δίνοντας στη σύγκρουση χαρακτήρα πολέμου δι' αντιπροσώπων. Η Συρία έγινε ο τόπος αυτού που αποκαλούμε πόλεμος "δι' αντιπροσώπων". Οι ΗΠΑ τάσσoνται εναντίον της Ρωσίας, τα σουνιτικά θεοκρατικά κράτη της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ είναι εναντίον του σιϊτικού θεοκρατικού κράτους του Ιράν και της Χεζμπολάχ και η Τουρκία εναντίον των Αράβων εθνικιστών λόγω της προσπάθειας αποκατάστασης της οθωμανικής κυριαρχίας στη Συρία όπως ήταν πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
Η σύγκρουση κλιμακώθηκε γρήγορα σε ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο. Τον Ιανουάριο έκανε την εμφάνιση της μια νέα αντάρτική φράξια, η οποία συνδέεται με την Αλ Κάιντα, το μέτωπο Άλ Νούσρα. Ο Άλ Ζαουάχρι κάλεσε τους σουνίτες μουσουλμάνους να υποστηρίξουν την Συριακή επανάσταση. Τον Φεβρουάριο, ο ΟΗΕ κάλεσε τον Άσαντ να παραιτηθεί, αλλά η Ρωσία και η Κίνα άσκησαν βέτο. Η ομάδα φίλων της Συρίας που αποτελείται από περισσότερες από 60 χώρες, μεταξύ των οποίων η Βρετανία, η Γαλλία, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και οι ΗΠΑ, ανακήρυξαν το Συριακό συμβούλιο (SNC) νόμιμο εκπρόσωπο της Συρίας. Η Σαουδική Αραβία και οι χώρες του Κόλπου ανακοίνωσαν τη στήριξη και την οικονομική ενίσχυση με τη δημιουργία ενός ταμείου για την χρηματοδότηση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA). Τον Ιούλιο, οι επαναστατικές δυνάμεις ανατίναξαν στην Δαμασκό το κτήριο που στεγάζονται οι υπηρεσίες ασφαλείας, σκοτώνοντας αρκετούς ανώτερους αξιωματούχους, τον υφυπουργό και τον υπουργό Άμυνας. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία ανακοίνωσαν νέες κυρώσεις για το καθεστώς, αλλά η Ρωσία και η Κίνα συνέχισαν να ασκούν βέτο. Οι δυνάμεις του Άσαντ αντεπιτέθηκαν. Τον Οκτώβριο, η Υπουργός Εξωτερικών της ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον έπαψε να αναγνωρίζει το Συριακό Συμβούλιο (SNC) καθώς στερείται λαϊκού ερείσματος και δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ηγεσία της Αντιπολίτευσης στην Συρία. Επίσης, χαρακτήρισε το μέτωπο Αλ Νούσρα τρομοκρατική οργάνωση. Στα μέσα Ιανουαρίου του 2012, ο Άσαντ χορήγησε γενική αμνηστία για όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν από τις 15 Μαρτίου του 2011 μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2012. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η αμνηστία κάλυπτε όσους διαδήλωσαν ειρηνικά, αυτούς που έφεραν χωρίς άδεια όπλα αλλά και όσους τα παραδώσουν στις Αρχές ως τα τέλη του μήνα, ενώ αμνηστεύονταν και οι λιποτάκτες αν επέστρεφαν ως τις 31 Ιανουαρίου.
Στις αρχές του 2012, οι χριστιανοί του Χαλεπίου ήταν με το μέρος του καθεστώτος του Άσαντ ή ουδέτεροι, με την πεποίθηση ότι θα διαφύγουν της προσοχής και των δυο πλευρών. Στην Συρία υπήρχαν 200 χιλ. Χριστιανοί Συριακής και Αραβικής καταγωγής. Οι Τζιχαντιστές κυριαρχούν περισσότερο στην Αντιπολίτευση και το καθεστώς Άσαντ ανακτά την στρατιωτική πρωτοβουλία. Τον Απρίλιο, ο Συριακός Στρατός μαζί με την Οργάνωση Χεσμπολάχ εξαπολύουν επίθεση στην πόλη Κουσέιρ. Ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ηγέτης της Αλ Κάιντα στο Ιράκ, αναλαμβάνει την πατρότητα του μετώπου Αλ Νούσρα και ανακοινώνει τη συνένωση των δυο οργανώσεων με την ονομασία Ισλαμικό Χαλιφάτο στο Ιράκ και το Λεβάντε (ISIS). Στις 30 Αυγούστου, το βρετανικό κοινοβούλιο ψηφίζει κατά της στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία. Σημαντικό ρόλο στην περιοχή απέκτησαν και οι Κούρδοι της Συρίας. Έχουν πετύχει σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους από τον Νοέμβριο του 2013 ως μέρος της συνεχιζόμενης Κουρδικής εξέγερσης. Το Δυτικό Κουρδιστάν δεν αναγνωρίζεται επίσημα ως αυτόνομο κράτος από την Συριακή κυβέρνηση, παρόλο που οι Κούρδοι μαχητές παίρνουν μέρος στις μάχες κατά του ISIS.
Τον Ιανουάριο, το Ισλαμικό Κράτος καταλαμβάνει την Φαλούτζα και άλλες μικρότερες πόλεις του δυτικού και κεντρικού Ιράκ, αποκομίζοντας χρήματα και σύγχρονο οπλισμό και εξοπλισμό. Η επόμενη πόλη που κατέλαβε το Ισλαμικό Κράτος ήταν τον Ιούλιο η Μοσούλη. Συγκεκριμένα, 2.500 μαχητές του Ισλαμικού Κράτους κατέλαβαν την πόλη που υπερασπίζονταν 60.000 υπερασπιστές. Στις 9 Ιουλίου, η ήττα κατέστη αναστρέψιμη, όταν οι τρεις ανώτατοι στρατηγοί -Ανμπούτ Κανμπάρ, Αλί Γαϊντάν, Μαχντί Γαράουϊ- επιβιβάστηκαν σε ένα ελικόπτερο και διέφυγαν στο Κουρδιστάν. Η ενέργεια αυτή έφερε την πλήρη κατάπτωση του ηθικού του στρατού. Εκεί, το Ισλαμικό Κράτος κυρίευσε και έβαλε χέρι στην κεντρική τράπεζα του Ιράκ αρπάζοντας δηνάρια αξίας 450 εκ. δολαρίων και έθεσε υπό τον έλεγχό του τις πετρελαιοπηγές της περιοχής. Οι επιτυχίες αυτές έφεραν στις τάξεις των τζιχαντιστών νέους μαχητές. Η CIA υπολόγιζε μέχρι εκείνη την στιγμή ότι το Ισλαμικό Κράτος διέθετε 31.000 έμπειρους μαχητές, από τους οποίους 12.000 προέρχονται από 74 χώρες. Συγκεκριμένα, από την περιοχή των Βαλκανίων, Βόσνιοι αλλά και Αλβανοί τζιχαντιστές έχουν καταταχθεί στις τάξεις του Στρατού της Κατάκτησης (Army of Conquest ή Jaish al-Fatah (JaF).
Η προέλαση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ πυροδοτεί ριζική αλλαγή στις προτεραιότητες της διεθνούς κοινότητας. Μερικές ομάδες σαλαφιστών ανταρτών και ο Ελεύθερος Συριακός στρατός (FSA) επιτίθενται στον ISIS. Η Αλ Κάιντα αποστασιοποιείται από τον ISIS. Η Τουρκία χαρακτήρισε το μέτωπο Αλ Νούσρα τρομοκρατική οργάνωση μετά την κατάκτηση της πόλης Κεσάμπ. Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός διασπάστηκε. Τον Μάιο, μετά από μάχη τριών ετών, ο Συριακός στρατός του Άσαντ καταλαμβάνει την Χομς. Τον Ιούνιο, το ISIS καταλαμβάνει τη Μοσούλη και το Τικρίτ, αλλάζει το όνομα του σε Ισλαμικό Κράτος και κηρύσσει την ίδρυση του Παγκόσμιου Χαλιφάτου. Μετά από αυτή τη συμβολική κίνηση, διάφορες τζιχαντιστικές ομάδες και οργανώσεις, όπως η Ανσάρ Αλ Σαρία (Λιβύη), οι Ταλιμπάν, και η Μπόκο Χαράμ (Νιγηρία), ορκίστηκαν πίστη στον νέο χαλίφη. Αρχικά, η Αλ Κάιντα τηρούσε εχθρική στάση προς το Ισλαμικό Κράτος, αργότερα όμως τάχθηκε υπέρ του. Στην Συρία, ο Άσαντ κέρδισε το 90% των ψήφων στις περιοχές που κατείχε και η ζωή φαινόταν να επιστρέφει σταδιακά σε πολλές περιοχές της χώρας. Οι ΗΠΑ βομβάρδισαν το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο κατέστρεψε σημαντικές αρχαιότητες που χρονολογούνται από την εποχή του Χριστού. Αποκεφαλίζεται ο Πήτερ Κάσιγκ, ο οποίος μετείχε σε ανθρωπιστική αποστολή από το Ισλαμικό κράτος.
Στις αρχές του 2015, το Χαλέπι ήταν η σημαντικότερη περιοχή αντιπαράθεσης των αντιμαχόμενων δυνάμεων της Αντιπολίτευσης, που πλέον είχε διαχωριστεί, αλλά και κατά του Άσαντ. Το Χαλέπι είναι σημαντική πόλη και για τις δυο πλευρές, τόσο στρατιωτικά αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Οι αντάρτες παρέδωσαν την Χομς και υποχώρησαν, κρατώντας τον οπλισμό τους υπό την επίβλεψη των Ο.Η.Ε.. Οι Κούρδοι αντάρτες απώθησαν τους τζιχαντιστές από το Κομπάνι, ενώ, από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο, το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε την αρχαία ελληνορρωμαϊκή πόλη Παλμύρα και κατέστρεψε αρχαιότητες, μεταξύ των οποίων και τον ναό του Δία και του Βάαλ.
Τον Σεπτέμβριο, η Ρωσία ξεκίνησε αεροπορικές επιδρομές εναντίον των ανταρτών στη Συρία. Τον Οκτώβριο, δημιουργήθηκαν οι Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (FDS) οι οποίες πολεμούν κατά του ISIS και συγκεκριμένα κατά του ISIL. Το FDS Ιδρύθηκε με αποστολή να αγωνιστεί για τη δημιουργία μιας κοσμικής, δημοκρατικής και ομοσπονδιακής Συρίας, κατά μήκος των εδαφών της Επανάστασης της Rojava στη βόρεια Συρία. To FDS έχει συμμαχήσει με τις κουρδικές ομάδες YPG και YPJ. Το SDF διαθέτει 55.000 αξιόμαχους και εμπειροπόλεμους μαχητές, εκ των οποίων, οι 45.000 μαχητές είναι οι Κούρδοι της Συρίας, δηλαδή Μονάδες Προστασίας του Λαού του YPG (στα Κουρδικά Yekîneyên Parastina Gel‎), καθώς και 10.000 μαχητές από τις Αραβικές φυλές της Βόρειας περιοχής της Συρίας, που πολεμούν τους τζιχαντιστές μαζί με το YPG.
Τον Μάρτιο, ο Αραβικός Σύνδεσμος κατέταξε την Χεζμπολάχ στη λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Η Χεζμπολάχ μάχεται στο πλευρό του Άσαντ. Στο πλευρό της Χεζμπολάχ τάχθηκε ο Ιρακινός υπουργός Εξωτερικών ενώ έντονες ενστάσεις διατύπωσαν το Ιράν και ο Λίβανος. Οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν παραδώσει τη Συρία στη Ρωσία. Η Ρωσία προσπαθεί να κερδίσει χρόνο μέχρι να έλθει ο επόμενος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ των ΗΠΑ για να δουν ποιες διαπραγματευτικές προοπτικές υπάρχουν. Προσπαθούν να ενισχύσουν τον Άσαντ μέσα στη Συρία και να οδηγήσουν τα πράγματα, όχι σε de jure, αλλά σε de facto διάσπαση της Συρίας. Συγκεκριμένα, στη Συρία αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα Αλαουιστάν ή Ασαντστάν, ένα Κουρδιστάν το οποίο ανακοινώθηκε τον Μάρτιο. Συγκεκριμένες περιοχές κατέχει επίσης ο ISIS. Τον Σεπτέμβριο, οι υπουργοί Εξωτερικών των Η.Π.Α. Τζον Κέρι και της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ ανακοίνωσαν ένα σχέδιο για την κήρυξη εκεχειρίας στη Συρία, έπειτα από μια ημέρα μαραθώνιων διαπραγματεύσεων στη Γενεύη. Η εκεχειρία έληξε μια εβδομάδα μετά, με τις Η.Π.Α. να είναι εξοργισμένες με τις ειδήσεις περί του βομβαρδισμού μιας πομπής φορτηγών με ανθρωπιστική βοήθεια κοντά στο Χαλέπι.
Υπό τον έλεγχο των ανταρτών στο Χαλέπι παραμένουν μόνο δύο σημαντικές συνοικίες, η Σουκάρι και η αλ-Μασάντ, μαζί με ελάχιστες μικρές συνοικίες. Οι αντάρτες αποσύρθηκαν από άλλες έξι σημαντικές συνοικίες του Χαλεπίου έναντι της προέλασης του στρατού του Άσαντ. Η ανακατάληψη του Χαλεπίου, που είναι διαιρεμένο σε καθεστωτικούς και αντικαθεστωτικούς από το 2012, είναι η μεγαλύτερη νίκη του Άσαντ απέναντι στους αντάρτες αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος στη Συρία. Το Ισλαμικό Κράτος έχει εξαπολύσει επίθεση στην Παλμύρα σε αντίποινα για την επιτυχημένη προέλαση του Συριακού στρατού στο Χαλέπι. Στις 22 Δεκεμβρίου, το Ισλαμικό Κράτος εκτελεί με βάναυσο τρόπο δυο Τούρκους στρατιώτες βάζοντάς τους φωτιά. Στο βίντεο που δόθηκε στη δημοσιότητα, πρωταγωνιστεί ο αρχηγός της οργάνωσης Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι ο οποίος καλεί σε εκδίκηση κατά της Τουρκίας. Ο συριακός στρατός ανακοίνωσε την κατάπαυση του πυρός που θα τεθεί σε ισχύ στις 00.00 της 30ής Δεκεμβρίου, με εγγυήτριες δυνάμεις τη Ρωσία και την Τουρκία. Από τη συμφωνία αποκλείεται το Ισλαμικό Κράτος, το πρώην Μέτωπο αλ-Νούσρα και οι ένοπλες οργανώσεις που συνδέονται με αυτά.
Σε όλη την περίοδο της κρίσης εκτελέστηκαν σε συριακή φυλακή πάνω από 13.000 αιχμάλωτοι. Στην έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν στη φυλακή Σαϊντνάγια κυρίως από το 2011 έως το 2015, όμως είναι πιθανό να συνεχίζονται και ισοδυναμούν με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η πλειονότητα των εκτελεσμένων ήταν άμαχοι που ήταν αντίθετοι στο καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ. Η συριακή κυβέρνηση έχει διαψεύσει επανειλημμένως αυτές τις κατηγορίες.
Ο σημερινός FSA αποτελείται από συμμορίες ισλαμιστών και Τουρκμένων, μιας τουρκικής φυλής της Συρίας, που πολεμάνε για να μετατρέψουν τη Συρία σε προτεκτοράτο της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι δημοκρατικές στρατιωτικές οργανώσεις του FSA εγκαίρως είδαν την κατάσταση και έφυγαν από αυτόν και εντάχθηκαν στις SDF. Οι ΗΠΑ κατέρριψαν ολοσχερώς τις νεοθωμανικές επιδιώξεις του Ερντογάν στην Συρία και προανήγγειλε επισήμως την δημιουργία του εφιάλτη της Τουρκίας, το μελλοντικό Κουρδικό κράτος στην Συρία. Οι τρεις Αρχηγοί, αποφάσισαν να διαιρέσουν την Συριακή Ζώνη επιχειρήσεων σε τομείς ευθύνης. Έτσι θα αποφασίσουν σύντομα ποιες ζώνες επιχειρήσεων θα είναι υπό τον απόλυτο έλεγχο των Αμερικανών και δε θα εμπλέκονται οι Ρώσοι και ποιες ζώνες θα είναι υπό τον έλεγχο των Ρώσων χωρίς εμπλοκή των Αμερικανών. Το σημαντικό εδώ είναι ότι δεν αναφέρεται καν ο ρόλος της Τουρκίας, που προφανώς τίθεται εκτός των ζωνών ελέγχου Ρώσων και Αμερικανών, χωρίς να τους δίδεται περισσότερος χώρος ευθύνης, εκτός από την περιοχή που ήδη έχει καταλάβει ο Τουρκικός στρατός.
Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν προαγγελθείσα από τον Ντόναλντ Τραμπ επίθεση κατά της Συρίας στις 07 Απριλίου 2017 κατά της αεροπορικής βάσης Σαϊράτ. Ο βομβαρδισμός χαρακτηρίστηκε επίθεση κατά κυρίαρχου κράτους από τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν. Η Ρωσία ανέστειλε τη συμφωνία αεροπορικής ασφάλειας πάνω από τη Συρία και ζήτησε επείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Γαλλία, με την υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας, χαρακτήρισε την επίθεση των ΗΠΑ ως «Προειδοποίηση προς ένα εγκληματικό καθεστώς». Η Τουρκία με τη σειρά της, χαρακτήρισε ως θετική εξέλιξη την επίθεση, την οποία καταδίκασε το Ιράν. Τον Μάιο η αντιπαράθεση Τουρκίας - ΗΠΑ οξύνθηκε με αφορμή την απόφαση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να εξοπλίσει με βαριά όπλα τους Κούρδους μαχητές των δυνάμεων YPG της Συρίας και να αναλάβουν αυτοί στο πλαίσιο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), και όχι ο τουρκικός στρατός, την επιχείρηση για την ανακατάληψη της Ράκα.
Στις 16 Οκτωβρίου ξέσπασαν μάχες νότια του πλούσιου σε κοιτάσματα πετρελαίου Κιρκούκ με ανταλλαγές πυρών πυροβολικού ανάμεσα στους Κούρδους μαχητές Πεσμεργκά και τις δυνάμεις της ιρακινής ομοσπονδιακής κυβέρνησης μετά την εντολή που έλαβαν οι τελευταίες από τον πρωθυπουργό Χαϊντάρ αλ Αμπάντι να επαναφέρουν την ασφάλεια στην κουρδική πόλη στον απόηχο του πρόσφατου δημοψηφίσματος για ανεξαρτησία. Οι Κούρδοι μαχητές είχαν καταλάβει το Κιρκούκ στα μέσα του 2014, όταν εγκατέλειψαν την περιοχή οι ιρακινές δυνάμεις καθώς προήλαυναν προς το μέρος τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. Η ιρακινή κρατική τηλεόραση ανέφερε ότι ο στρατός έθεσε υπό τον έλεγχό του τον σταθμό διανομής φυσικού αερίου, τη βιομηχανική περιοχή και το διυλιστήριο στο Κιρκούκ, ισχυρισμό που αμφισβητούν, ωστόσο, οι Κούρδοι.
Οι άντρες των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), της συμμαχίας μεταξύ Κούρδων και Αράβων που στηρίζεται από τις δυνάμεις των ΗΠΑ, ανακοίνωσαν την απελευθέρωση της Ράκα στις 17 Οκτωβρίου 2017, ύστερα από τις πολύμηνες μάχες κατά των τζιχαντιστών του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους. Η επιχείρηση για την ανακατάληψη της Ράκας ξεκίνησε στις 6 Ιουνίου. Ο συνδυασμός αεροπορικών βομβαρδισμών και χερσαίων επιχειρήσεων υπό την καθοδήγηση του συνασπισμού με την ηγεσία των Αμερικανών, απομόνωσαν την πόλη. Δύο διαφορετικά συμβούλια διεκδικούν την εξουσία της πόλης. Το Πολιτικό Συμβούλιο της Ράκα (RCC), που ιδρύθηκε τον Απρίλιο και στηρίζεται από το SDF, και το Επαρχιακό Συμβούλιο της Ράκα (RPC), το οποίο έχει την στήριξη του κύριου αντιπολιτευτικού σώματος της Συρίας, τον Συριακό Εθνικό Συνασπισμό (SNC). Παραμένει άγνωστο αν η Ράκα, τελικώς παραδοθεί στο RCC, θα είναι μέλος της αυτόνομης Ροζάβα, κάτι που ανησυχεί έντονα την Τουρκία. Η Άγκυρα έχει κηρύξει πόλεμο στο Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK), σε μία διαμάχη που μετρά ήδη 1.700 νεκρούς, μεταξύ 2016-2017.[49] Στις 8 Νοεμβρίου ο Συριακός Αραβικός Στρατός με τη στήριξη των συμμάχων του, ανάμεσά τους και η σιίτικη λιβανέζικη παραστρατιωτική οργάνωση Χεζμπολάχ, απελευθέρωσε την Αμπού Καμάλ, τελευταία πόλη και προπύργιο της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ISIS) στη Συρία.
Από την έναρξη του πολέμου, τον Μάρτιο του 2011, οι εμπλεκόμενες δυνάμεις έχουν κατηγορηθεί κατ' επανάληψη για χρήση χημικών όπλων εναντίον αμάχων. Στις 23 Ιουλίου 2012, η συριακή κυβέρνηση παραδέχτηκε για πρώτη φορά ότι διαθέτει χημικά όπλα. Στις 21 Αυγούστου 2013, εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση των συριακών δυνάμεων στην Ανατολική Γούτα και τη Μουανταμίγια αλ Σαμ, δύο ανταρτοκρατούμενους τομείς στην περιφέρεια της Δαμασκού. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε το καθεστώς ότι έκανε χρήση τοξικών αερίων, κάτι που αργότερα διαψεύσθηκε από την κυβέρνηση. Η επίθεση, σύμφωνα με τις ΗΠΑ, στοίχισε τη ζωή σε 1.429 ανθρώπους. Τα 426 από τα θύματα ήταν παιδιά. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2014, οι εμπειρογνώμονες του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ) επιβεβαίωσαν ότι χρησιμοποιήθηκε αέριο χλωρίου ως χημικό όπλο "συστηματικά και κατ' επανάληψη" στην Καφρ Ζέτα (στην επαρχία Χάμα) την Αλ Ταμάνα και την Ταλ Μίνις (επαρχία Ιντλίμπ), σε τρία ανταρτοκρατούμενα χωριά. Η επιτροπή ερευνών του ΟΗΕ κατηγόρησε τις συριακές αρχές ότι χρησιμοποίησαν χημικά όπλα, σε οκτώ περιπτώσεις στα δυτικά της χώρας. Η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι κατηγόρησαν τον συριακό στρατό ότι επί 16 μήνες εξαπέλυε επιθέσεις με αέριο χλωρίου, ενώ για τη Ρωσία δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για την ενοχή του συριακού καθεστώτος. Άλλη μία επίθεση με χημικά σημειώθηκε στις 2 Αυγούστου 2016. Συνολικά, από τις εννέα επιθέσεις που εξετάστηκαν από τους εμπειρογνώμονες, οι τρεις αποδόθηκαν στη κυβέρνηση Άσαντ και μία στο Ισλαμικό Κράτος, εκείνη της Μαρέα (επαρχία Χαλεπιού, 21 Αυγούστου 2015) όπου χρησιμοποιήθηκε αέριο μουστάρδας.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2017, η Ρωσία και η Κίνα ασκούν βέτο σε μια απόφαση του ΟΗΕ που προέβλεπε την επιβολή κυρώσεων στη Συρία επειδή έκανε χρήση χημικών όπλων. Μετά τις επιθέσεις με χημικά όπλα, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ διέταξε πυραυλική επίθεση εναντίον αεροπορικής βάσης του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία. Η Ρωσία ακύρωσε το μνημόνιο που είχε συνυπογράψει με τις ΗΠΑ για την αποφυγή αεροπορικής εμπλοκής στη Συρία και ζήτησε έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ ο Πούτιν συγκάλεσε το ρωσικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.
Ο πόλεμος που μαίνεται στη Συρία από το 2011 έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 500.000 ανθρώπους κι έχει μετατρέψει εκατομμύρια άλλους σε εσωτερικά εκτοπισμένους και πρόσφυγες. Οι αντικυβερνητικοί αντάρτες έχουν επίσης κατηγορηθεί για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων βασανιστήρια, απαγωγές, παράνομη κράτηση και εκτελέσεις αμάχων, στρατιωτών και Σαμπίχα (Εθνοφυλακή). Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέφρασε επίσης την ανησυχία του για την απαγωγή Ιρανών υπηκόων. Η Εξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ έχει τεκμηριώσει επίσης καταχρήσεις αυτού του είδους στην έκθεσή της το Φεβρουάριο του 2012, η οποία περιλαμβάνει επίσης τεκμηρίωση που δείχνει τις δυνάμεις ανταρτών ως υπεύθυνες για κάποιες μετακινήσεις αμάχων. Για να γλιτώσουν από τη βία, 4 εκατομμύρια πολίτες της Συρίας έχουν εγκαταλείψει τη χώρα καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες της Ιορδανίας, του Ιράκ,του Λιβάνου, στην Τουρκία, στην Ελλάδα και από εκεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελώντας ένα σημαντικό ρεύμα της Ευρωπαϊκής μεταναστευτικής κρίσης. Επίσης, τουλάχιστον 7,6 εκατομμύρια επιπλέον άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εντός της Συρίας. Τα 4 εκατομμύρια περιλαμβάνονται 1.805.255 Σύροι πρόσφυγες στην Τουρκία, 249.726 στο Ιράκ, 629.128 στην Ιορδανία, 132.375 στην Αίγυπτο, 1.172.753 στον Λίβανο, και 24.055 αλλού στη Β. Αφρική. Στον αριθμό αυτό δε συμπεριλαμβάνονται πάνω από 270.000 αιτήσεις ασύλου Σύρων στην Ευρώπη, αλλά και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες που έχουν μετεγκατασταθεί σε τρίτες χώρες.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...