Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 άνοιξε ο δρόμος της οθωμανικής επέκτασης προς την Ευρώπη και, αργότερα, προς τη de facto νομιμοποίηση του σουλτανικού καθεστώτος από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις με τη σύναψη διμερών εμπορικών σχέσεων. Ακόμη και η Βενετία, η οποία εξαναγκάστηκε σε σταδιακή απώλεια σημαντικού μέρους των κτήσεών της στον ελλαδικό χώρο, ακολούθησε ρεαλιστική πολιτική έναντι των Οθωμανών, υπογράφοντας διαδοχικά συνθήκες ειρήνης, προκειμένου να διαφυλάξει τα οικονομικά της συμφέροντα στην Ανατολή. Το παράδειγμά της ακολούθησαν και οι άλλες ιταλικές πόλεις-κράτη, κυρίως για να προστατευθούν από τη γαλλική σε βάρος τους επεκτατική πολιτική.
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) άρχισε τήν εφαρμογή ενός νέου προγράμματος κατακτήσεων μέ πρώτο στόχο τό βασίλειο των Ιωαννιτών στή Ρόδο.
ο Σουλεϊμάν οδήγησε τα στρατεύματά του μέχρι τη Βιέννη (1529), χωρίς όμως να κατορθώσει να την κυριεύσει. Ανάμεσα στους Αψβούργους, δηλαδή τους βασιλείς της Αυστρίας, και την Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε τότε ένας μακροχρόνιος ανταγωνισμός που κράτησε με εναλλασσόμενες φάσεις μέχρι τον 18ο αιώνα.
Η διαμάχη, εξάλλου, μεταξύ των Αψβούργων (βασιλέων της Γερμανίας και της Ισπανίας) και των βασιλέων της Γαλλίας για την ηγεμονία στην Ευρώπη, οδήγησε σε αναπροσανατολισμό της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής. Η Γαλλία εγκατέλειψε τη σταυροφορική της παράδοση και επιδίωξε τον προσεταιρισμό των Τούρκων. Η στροφή αυτή επισημοποιήθηκε με την υπογραφή διομολογήσεων (Capitulations, 1535), εμπορικών δηλαδή συμφωνιών, μεταξύ του βασιλέως της Γαλλίας Φραγκίσκου Α' και του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.
Οι συμφωνίες αυτές ήταν προνομιακές για τη Γαλλία, η οποία ευνοήθηκε σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Με την πρακτική της υπογραφής διομολογήσεων οι Οθωμανοί εξελίχθηκαν σε σημαντικό ρυθμιστικό παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής ισορροπίας.
Στο μεταξύ στή δυτική Ευρώπη τό 1538, συγκροτήθηκε επί τέλους νέα αντιτουρκική συμμαχία. Ο πάπας Παύλος Γ', ο Γερμανός αυτοκράτορας Κάρολος Ε', ο αδελφός του Φερδινάνδος της Αυστρίας καί η Βενετία υπέγραψαν τήν "Santa Lega", η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε τήν αποκατάσταση των Βενετών στίς χαμένες κτήσεις τους καί τήν ενθρόνιση του Καρόλου στήν Κωνσταντινούπολη ως συνεχιστή της Ανατολικής Αυτοκρατορίας.
Ο ενωμένος χριστιανικός στόλος κατόρθωσε να νικήσει τις οθωμανικές ναυτικές δυνάμεις στις 7 Οκτωβρίου 1571 κοντά στη Ναύπακτο (Lepanto), καταρρίπτοντας έτσι το μύθο του αήττητου των Τούρκων. Η μεγάλη όμως αυτή ναυτική νίκη δεν είχε άμεσα στρατηγικά αποτελέσματα, γιατί η συμμαχία των χριστιανικών δυνάμεων δεν κράτησε πολύ, αφού η καθεμιά, για τους δικούς της λόγους, εγκατέλειψε τον αγώνα κατά των Τούρκων. Η καταστροφή του Οθωμανικού στόλου ήταν ολοσχερής.
Η χριστιανική νίκη πανηγυρίστηκε σέ όλη τήν Ευρώπη, όπου τελέσθηκαν δοξολογίες σέ όλες τίς μητροπόλεις. Ο Δον Ζούαν ο Αυστρικός έγινε θρύλος, ενώ στή νίκη συμμετείχε, ως απλός στρατιώτης, καί ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας του "Δόν Κιχώτη", Μιγκουέλ ντε Θερβάντες.
Δυστυχώς όμως η νίκη έμεινε ανεκμετάλευτη τελείως από τίς Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες θά μπορούσαν νά εισέλθουν ανενόχλητες ακόμα καί στήν Προποντίδα. Ο σουλτάνος αργότερα πολύ ορθά θά έλεγε. "Οι χριστιανοί μού έκοψαν τά γένια στή Ναύπακτο αλλά εγώ τούς έκοψα τό χέρι στήν Κύπρο. Τά γένια θά ξαναβγούν, τό χέρι όμως δέν θά ξαναγίνει." Πράγματι τόν επόμενο χρόνο θά κατασκεύαζε αξιόμαχο στόλο καί πάλι μέ αρχιναύαρχο τόν Ουλούτζ Αλή, οι Βενετοί όμως θά έχαναν τήν Κύπρο γιά πάντα.
Στο πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα, μετά και την κατάκτηση της Ρόδου (1522), το μεγαλύτερο μέρος της Αν. Μεσογείου βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Οθωμανών.Μέχρι το 1461 οι Τούρκοι είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους το μεγαλύτερο τμήμα του ελλαδικού χώρου. Ωστόσο, για αρκετό ακόμα χρονικό διάστημα οι Λατίνοι εξακολουθούσαν να κατέχουν ελληνικά εδάφη, νησιά και παραλιακές ζώνες, που είχαν καταλάβει κατά την Τέταρτη Σταυροφορία (1204).
Στις περισσότερες λατινοκρατούμενες περιοχές κυριαρχούσαν οι Βενετοί, ενώ άλλες αποτελούσαν κτήσεις διάφορων ηγεμονικών οίκων των ιταλικών πόλεων. Ετσι, όταν αναφερόμαστε κατά την περίοδο αυτή σε Λατινοκρατία, το ενδιαφέρον μας στρέφεται περισσότερο στις περιοχές που συνέχισαν να βρίσκονται υπό την κυριαρχία της Βενετίας (Κρήτη, Κύπρος, Επτάνησα).
Επιτυχία είχε ο οθωμανικός στρατός καί στά βόρεια σύνορά του. Κατέλαβε τό Βελιγράδι, τήν Μολδαβία καί τή Βλαχία, ενώ τό 1526 στήν αποφασιστική μάχη του Μοχάτς, όπου σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, κατέκτησε καί τίς νότιες επαρχίες του κράτους του.
Ο Σουλεϊμάν κλείνει μέ τόν βασιλέα της Γαλλίας, Φραγκίσκο Α', τήν "ανίερη" γαλλοτουρκική συνθήκη του 1535, ενώ ορίζει ως νέο αρχιναύαρχο του αυτοκρατορικού στόλου τόν διαβόητο πειρατή Χαϊρεντίν, τόν επονομαζόμενο Μπαρμπαρόσσα (="με την κόκκινη γενειάδα": Ο Χαϊρεντίν ήταν Ρωμηός στήν καταγωγή από τήν Μυτιλήνη, αλλά εξισλαμίσθηκε καί μαζί μέ τόν αδελφό του Ουρούτζ αποτέλεσαν ένα τρομερό δίδυμο ικανότατων πειρατών, πού σκορπούσαν τόν τρόμο στούς χριστιανούς της Μεσογείου.
Στίς 25 Αυγούστου 1537, ο οθωμανικός στόλος έριχνε άγκυρα μπροστά από την ενετοκρατούμενη Κέρκυρα, τήν οποία υπερασπίζονταν 3000 Βενετοί καί Έλληνες μαχητές. Οι Οθωμανοί στρατιώτες του σουλτάνου πέρασαν από τό Αργυρόκαστρο, τήν Παραμυθιά καί αφού διεκπεραιώθηκαν απέναντι στό νησί, ξεχύθηκαν στά ενδότερα, λεηλατώντας χωριά καί ερημώνοντας τήν ύπαιθρο.
Τόν Οκτώβριο του 1537, καταλήφθηκε η Αίγινα καί ακολούθησε η Σέριφος, η Ιος, η Αστυπάλαια, η Αμοργός (των Querin), η Πάρος (των Sagredo), η Νάξος (των Crispo), η Μύκονος καί η Ανδρος. Στον δέκατο πέμπτο αιώνα πραγματοποιήθηκε και μια σειρά τεσσάρων πολέμων της οθωμανικής αυτοκρατορίας εναντίον της Βενετίας (Ενετοτουρκικοί πόλεμοι,1462-1503)
Η πρώτη αποφασιστική σύγκρουση Βενετών καί Οθωμανών έγινε τό 1462, όταν τουρκικός στόλος μέ διοικητή τόν Ελληνα αρνησίθρησκο βεζίρη Μαχμούτ πασά ήρθε από τήν Καλλίπολη του Ελλησπόντου, πολιόρκησε τή Μυτιλήνη των Gattilusi καί τήν κατέλαβε μέ σχετική ευκολία αφού οι 5000 υπερασπιστές της, κυρίως Καταλανοί καί ιππότες της Ρόδου συνθηκολόγησαν. Οι Τούρκοι όμως παρασπονδώντας προέβησαν σέ άγριες σφαγές, καί εξανδραποδισμό των 10000 κατοίκων της Μυτιλήνης τούς οποίους μετέφεραν σκλάβους στην Κωνσταντινούπολη.
Γιά δύο δεκαετίες οι υπόδουλοι Έλληνες έζησαν μία σχετική περίοδο ηρεμίας, λόγω της εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των δύο υιών του Μωάμεθ, του Βαγιαζήτ Β' καί του νεώτερου αδελφού του Τζέμ. Η αναμέτρηση των δύο αδελφών κλόνισε τήν οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά δυστυχώς αυτή τήν κατάσταση δέν τήν εκμεταλλεύτηκαν οι Φράγκοι ηγεμόνες.
Ο Τζέμ νικήθηκε στή μάχη του Γενί Σεχίρ τόν Ιούνιο του 1481 καί αφού περιπλανήθηκε καταδιωκώμενος στά όρη της Κιλικίας, ζήτησε άσυλο από τόν μάγιστρο της Ρόδου Πέτρο Δοβουσών. Μάταιες απέβησαν οι προσπάθειες του μάγιστρου νά πείσει τούς Ευρωπαίους νά οργανώσουν σταυροφορία μέ επικεφαλής τόν Τζέμ, εναντίον του σουλτάνου αδελφού του Βαγιαζήτ Β'. Τελικά ο νεαρός Οθωμανός στάλθηκε στή Ρώμη, όπου ο πάπας Αλέξανδρος πού βρισκόταν σέ επαφή μέ τόν Βαγιαζήτ, ενεργώντας ύπουλα καί ανέντιμα τόν φυλάκισε.
Εντωμεταξύ στον θρόνο της Γαλλίας είχε ανέβει ο Κάρολος Η', ο οποίος τό 1494 εκστράτευσε στήν Ιταλία καί από εκεί διακήρυξε ότι απώτερος στόχος ήταν η απελεύθερωση της Ελλάδας (Grece) καί η στέψη του ως βασιλέα των Γραικών (roi des Grecs): Il subjugera les italiens, et passera de-la mer, Entrera puis dedans la Grece ou par sa vaillance proesse Sera nomme le roi des Grecs."...
Η προδοτική όμως στάση του πάπα, ο οποίος δηλητηρίασε τόν Τζέμ, εμπόδισε τόν Κάρολο νά οργανώσει συνασπισμό εναντίον των Τούρκων. Μάλιστα καί η Βενετία είχε εχθρική στάση απέναντί του καί εμπόδισε τήν επαναστατική προσπάθεια πού είχε ξεκινήσει στήν Ηπειρο.
Ο Βαγιαζήτ στό μεταξύ έχτισε δύο κάστρα στήν είσοδο του Κορινθιακού κόλπου (Ρίο καί Αντίρριο), τά οποία ονόμασε "Μικρά Δαρδανέλλια". Τό επόμενο καλοκαίρι οι Τούρκοι μπήκαν οριστικά στη Μεθώνη της Πελοποννήσου.
Στήν Ισπανία, στο μεταξύ, βασίλευαν οι περίφημοι Φερδινάνδος καί Ισαβέλλα πού είχαν διώξει τούς Μαυριτανούς από τά ευρωπαϊκά εδάφη καί φιλοδοξούσαν νά επικρατήσουν καί στήν ελληνική χερσόνησο. Γι'αυτό τό λόγο είχαν αποστείλει στόλο νά βοηθήσουν στόν κοινό αγώνα των χριστιανών έναντι των "απίστων".
Ο Κάρολος Ε΄ (ολλανδικά: Keizer Karel V, 24 Φεβρουαρίου 1500 – 21 Σεπτεμβρίου 1558), γνωστός και ως Κάρολος Κουίντος (λατινικά: Carolus Quintus, δηλ. πέμπτος), ήταν κυβερνήτης της Ισπανικής Αυτοκρατορίας ως Κάρολος Α΄ (ισπανικά: Carlos I de España) από το 1516 και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως Κάρολος Ε΄ από το 1519, ενώ κυβερνούσε και τα εδάφη του πρώην δουκάτου της Βουργουνδίας από το 1506. Ο Κάρολος Κουίντος ήταν επίσης Βασιλιάς της Αραγωνίας, Βασιλιάς της Σαρδηνίας και Βασιλιάς της Καστίλης (1516 - 1555). Παραιτήθηκε χάριν του νεότερου αδελφού του, Φερδινάνδου Α΄, ο οποίος τον διαδέχθηκε στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και του γιου του Φιλίππου Β΄, ο οποίος έγινε βασιλιάς της Ισπανίας (1556).
Ως απόγονος τριών ηγεμονικών δυναστειών της Ευρώπης, του Οίκου των Αψβούργων· του Οίκου των Βαλουά-Βουργουνδίας και του Οίκου της Τρασταμάρα, έγινε ηγεμόνας των κτήσεων των Αψβούργων στην κεντρική Ευρώπη, των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και των βασιλείων της Καστίλλης και Αραγωνίας.
H Σεβίλλη στον 16ο αιώνα
Ήταν επίσης κυρίαρχος εκτεταμένων περιοχών της Κεντρικής, Δυτικής, και Νότιας Ευρώπης καθώς και των ισπανικών αποικιών στην Αμερική και την Ασία.
Ο Κάρολος ήταν ο πρεσβύτερος γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄ και από την πλευρά της μητέρας του εγγονός των Καθολικών Βασιλέων Φερδινάνδου της Αραγωνίας και Ισαβέλλας της Καστίλλης. Όταν ο Φίλιππος πέθανε το 1506, ο Κάρολος έγινε κυβερνήτης των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και συμβασιλέας της μητέρας του στην Ισπανία μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου το 1516. Καθώς ο Κάρολος ήταν το πρώτο πρόσωπο που κυβέρνησε την Καστίλη-Λεόν και την Αραγωνία ταυτόχρονα ιδίω δικαιώματι, έγινε ο πρώτος Βασιλιάς της Ισπανίας (η συμβασιλεία της μητέρας του Ιωάννας ήταν τυπική μόνο, δεδομένης της ψυχικής της αστάθειας). Το 1519, ο Κάρολος διαδέχθηκε τον παππού του, Μαξιμιλιανό, ως Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Αρχιδούκας της Αυστρίας. Από αυτό το σημείο και μετά, το βασίλειο του Καρόλου, το οποίο έχει περιγραφεί ως «η αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν δύει ποτέ», κάλυπτε τέσσερα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Ευρώπη, την Άπω Ανατολή και την Αμερική. Μεγάλο μέρος της βασιλείας του Καρόλου αφιερώθηκε στους Ιταλικούς Πολέμους εναντίον των Γάλλων βασιλέων Φραγκίσκου Α΄ και Ερρίκου Β΄, οι οποίοι πόλεμοι, αν και εξαιρετικά πολυέξοδοι, ήταν στρατιωτικά επιτυχείς λόγω του αήττητων Ισπανικών σχηματισμών (tercio) και των προσπαθειών των πρωθυπουργών του Μερκουρίνο Γκαττινάρα και Φρανθίσκο ντε λος Κόμπος υ Μολίνα. Οι δυνάμεις του Καρόλου ανακατέλαβαν το Μιλάνο και τη Φρανς-Κοντέ από την Γαλλία μετά την αποφασιστική νίκη των Αψβούργων στη Μάχη της Παβίας το 1525,[7] η οποία ώθησε τον Φραγκίσκο να δημιουργήσει τη Γαλλοοθωμανική συμμαχία.
Ο αντίπαλος του Καρόλου Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής κατέκτησε την Ουγγαρία το 1526 αφού νίκησε τους Χριστιανούς στην Μάχη του Μοχάτς. Παρ' όλα αυτά, η Οθωμανική προέλαση ανακόπηκε όταν οι Τούρκοι απέτυχαν να καταλάβουν τη Βιέννη το 1529. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Καρόλου στον αγώνα κατά της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Διαμαρτυρόμενους πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που με αφορμή τον Προτεσταντισμό επεδίωκαν ευρύτερη αυτονομία, και συνεκάλεσε την Σύνοδο του Τριδέντου (Τρέντο) που υπήρξε η απαρχή της Αντιμεταρρύθμισης. Από τις κορυφαίες εκφράσεις του αντιμεταρρυθμιστικού πνεύματος της Συνόδου ήταν η επί βασιλείας του Καρόλου ίδρυση του Τάγματος των Ιησουϊτών. Επί της βασιλείας του επίσης η Ισπανία κατέκτησε το Μεξικό και το Περού και πραγματοποιήθηκε ο πρώτος περίπλους της Γης από τον Μαγγελάνο
Ακμή και παρακμή της Βενετίας
Το 1494 ο Άλδος Μανούτιος ξεκίνησε το φιλόδοξο τυπογραφικό εγχείρημά του στη Βενετία, που έμελλε να δημιουργήσει μερικά από τα ομορφότερα βιβλία στην ιστορία της τυπογραφίας: κατ’ αρχάς στα ελληνικά —Σοφοκλής, Αριστοτέλης, Πλάτωνας, Θουκυδίδης— και κατόπιν στα λατινικά — Βιργίλιος, Οράτιος, Οβίδιος. Κατά την άποψη του Άλδου, όλοι οι λαμπροί συγγραφείς έπρεπε να διαβάζονται «χωρίς μεσάζοντες» — στην πρωτότυπη γλώσσα και ως επί το πλείστον χωρίς σχολιασμούς ή υπομνηματισμούς· προκειμένου δε ο αναγνώστης να μπορεί να «συνδιαλλαγεί ελεύθερα με τους ένδοξους νεκρούς», εξέδωσε βιβλία γραμματικής και λεξικά παράλληλα με τα κλασικά συγγράμματα. Όχι μόνο προσέλαβε στην υπηρεσία του ντόπιους ειδικούς, αλλά προσκάλεσε και επιφανείς ανθρωπιστές απ’ όλη την Ευρώπη —συμπεριλαμβανομένων και διαπρεπών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Έρασμος από το Ρότερνταμ— να μείνουν μαζί του στη Βενετία. Μία φορά τη μέρα όλοι αυτοί οι λόγιοι συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Άλδου για να συζητήσουν ποιους τίτλους θα τύπωναν και ποια χειρόγραφα θα χρησιμοποιούσαν ως αξιόπιστες πηγές, εξετάζοντας προσεκτικά τα κλασικά συγγράμματα που είχαν συλλεχθεί κατά τους προηγούμενους αιώνες. «Οι image1μεσαιωνικοί ανθρωπιστές συσσώρευαν», σημειώνει ο ιστορικός Άντονι Γκράφτον, «ενώ οι ανθρωπιστές της Αναγέννησης διέκριναν». Ο Άλδος διέκρινε με μάτι αλάθητο. Στον κατάλογο των κλασικών συγγραφέων πρόσθεσε και τα έργα των μεγάλων Ιταλών ποιητών Δάντη και Πετράρχη, μεταξύ άλλων.
Καθώς οι ιδιωτικές βιβλιοθήκες αναπτύσσονταν, οι αναγνώστες άρχισαν να θεωρούν τους μεγάλους τόμους όχι μόνο δύσχρηστους στο χειρισμό και προβληματικούς στη μεταφορά, αλλά και άβολους στην αποθήκευση. Το 1501, γεμάτος αυτοπεποίθηση από την επιτυχία των πρώτων εκδόσεων, ο Άλδος ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού και εξέδωσε μια σειρά βιβλίων τσέπης σε σχήμα όγδοο —το μισό του τετάρτου— που ηταν όλα κομψότατα τυπωμένα και περισπούδαστα επιμελημένα. Για να διατηρήσει το κόστος παραγωγής χαμηλό αποφάσισε να τυπώνει χίλια αντίτυπα τη φορά και, προκειμένου να χρησιμοποιείται η σελίδα πιο οικονομικά, εισήγαγε μια νεοσχεδιασμένη γραμματοσειρά, τα «κυρτά», που έφτιαξε ο Φραντσέσκο Γκρίφο, ένας χαράκτης από την Μπολόνια, ο οποiος σχεδίασε και τα πρώτα όρθια στοιχεία, στα οποία τα κεφαλαία ήταν κοντύτερα από τα ανωφερή (πλήρους ύψους) πεζά γράμματα, ώστε να εξασφαλίσει πιο ισορροπημένες αράδες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το βιβλίο είχε πολύ απλούστερη εμφάνιση από τις περίτεχνες χειρόγραφες εκδόσεις που ήταν τόσο δημοφιλείς στον Μεσαίωνα· ήταν ένα βιβλίο κομψό και απέριττο. Αυτό που προπαντός μετρούσε, για τον ιδιοκτήτη ενός βιβλίου τσέπης από το τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου, ήταν το κείμενο, ευανάγνωστο και τυπωμένο με γνώση ─όχι ένα βαρύτιμα διακοσμημένο κομψοτέχνημα. Απόδειξη του πόσο δημοφιλή ήταν βρίσκεται στον τιμοκατάλογο με τις πόρνες της Βενετίας, του 1536, μια λίστα με τις καλύτερες και χειρότερες εκδιδόμενες γυναίκες της πόλης, ο οποίος προειδοποιεί τους ταξιδιώτες να μην επισκεφθούν κάποια Λουκρητία Σκουάρτσια, «που προσποιείται ότι λατρεύει την ποίηση και κουβαλά μαζί της μια έκδοση τσέπης του Πετράρχη, μια του Βιργίλιου και μερικές φορές ακόμα και του Ομήρου». Η γεμάτη χαρά κυρτή γραμματοσειρά του Γκρίφο (η οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε μια ξυλογραφία που κοσμούσε μια συλλογή επιστολών της Αγίας Αικατερίνης της Σιένα τυπωμένης το 1500) προσέλκυε την προσοχή του αναγνώστη στη λεπτή σχέση μεταξύ των χαρακτήρων· σύμφωνα με το σύγχρονο Άγγλο κριτικό σερ Φράνσις Μέινελ, τα κυρτά επιβράδυναν το ρυθμό ανάγνωσης, «βοηθώντας το μάτι να απορροφήσει το κάλλος του κειμένου».
Αφού τούτα τα βιβλία ήταν φθηνότερα από τα χειρόγραφα, ειδικά από τα διακοσμημένα, και αφού μπορούσε κανείς να αγοράσει μια ολόιδια έκδοση σε περίπτωση που ένα αντίτυπο χανόταν ή καταστρεφόταν, τα βιβλία κατέληξαν να γίνουν για πολλούς αναγνώστες λιγότερο σύμβολα πλούτου και περισσότερο σύμβολα διανοητικής αριστοκρατίας και απαραίτητα εργαλεία μελέτης. Τόσο στις μέρες της αρχαίας Ρώμης όσο και στον πρώιμο Μεσαίωνα, οι βιβλιοπώλες και οι χαρτοπώλες παρήγαν βιβλία ως εμπόρευμα προς πώληση, αλλά το κόστος και ο ρυθμός παραγωγής δημιουργούσε στους αναγνώστες μια αίσθηση προνομιακής θέσης, αφού είχαν στην κατοχή τους κάτι το μοναδικό. Μετά τον Γκούτενμπεργκ και για πρώτη φορά στην ιστορία, εκατοντάδες αναγνώστες κατείχαν ολόιδια αντίτυπα του αυτού βιβλίου, έτσι που (μέχρι ο αναγνώστης να βάλει σ’ ένα βιβλίο προσωπικά σημάδια και να του δημιουργήσει μια προσωπική ιστορία) το βιβλίο που διάβαζε κάποιος στη Μαδρίτη ήταν το ίδιο με το βιβλίο που διάβαζε κάποιος στο Μονπελιέ. Τόσο πετυχημένη ήταν η επιχείρηση του Άλδου, που οι εκδόσεις του γρήγορα αντιγράφηκαν σε όλη την Ευρώπη: στη Γαλλία από τον Γκρίφιους στη Λιόν, καθώς και από τον Κολίν και τον Ρομπέρ Ετιέν στο Παρίσι, και στις Κάτω Χώρες από τον Πλαντέν στην Αμβέρσα και τον Ελζεβίρ στο Λέιντεν, στη Χάγη, στην Ουτρέχτη και στο Άμστερνταμ. Σαν πέθανε ο Άλδος το 1515, οι ανθρωπιστές που παρευρέθησαν στην κηδεία του τοποθέτησαν γύρω από το φέρετρό του, σαν πολυμαθείς φρουρούς, τα βιβλία που με τόση αγάπη είχε επιλέξει να εκδώσει.
Η παρακμή της Βενετίας ξεκίνησε κατά τον 15ο αιώνα, όταν η πόλη, πρώτα, έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να διατηρήσει στην κατοχή της την Θεσσαλονίκη. Έστειλε, επίσης, πλοία να συνδράμουν στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης εναντίον των Οθωμανών πολιορκητών (1453). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, ο τελευταίος κήρυξε τον πόλεμο στη Βενετία. Ο πόλεμος αυτός διήρκεσε τριάντα χρόνια και στοίχισε στη Βενετία τις περισσότερες κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη συνέχεια, ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε το Νέο Κόσμο και οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν μία θαλάσσια οδό προς την Ινδία, εξαλείφοντας έτσι το μονοπώλιο του χερσαίου δρόμου της Βενετίας. Η Γαλλία, η Αγγλία και η Ολλανδία τους ακολούθησαν. Τα κωπήλατα πλοία της Βενετίας μειονεκτούσαν όταν έπρεπε να διασχίσουν τους μεγάλους ωκεανούς και έτσι η Βενετία έμεινε πίσω στον αγώνα για δημιουργία αποικιών. Η Μαύρη Πανώλη ερήμωσε τη Βενετία το 1348 και μια ακόμη φορά, μεταξύ 1575 και 1577. Σε διάστημα τριών ετών, σκότωσε περίπου 50.000 ανθρώπους. Το 1630, η πανώλη σκότωσε το ένα τρίτο των 150.000 πολιτών της Βενετίας. Δύο συλλογικές εργασίες μαθητών μας αφορούν το σημαντικό αυτό επιδημιολογικό (και ως εκ τούτου κοινωνικοπολιτικό) ζήτημα που καθόρισε την ευρωπαϊκή ιστορία.
Η Βενετία άρχισε να χάνει τη θέση της ως κέντρου διεθνούς εμπορίου στο τελευταίο διάστημα της Αναγέννησης, καθώς η Πορτογαλία έγινε ο κύριος μεσολαβητής της Ευρώπης, στο εμπόριο με την Άπω Ανατολή, πλήττοντας τα θεμέλια του μεγάλου πλούτου της Βενετίας, ενώ η Γαλλία και η Ισπανία πολέμησαν για την ηγεμονία επί της Ιταλίας κατά τους Ιταλικούς Πολέμους (1494–1559), περιθωριοποιώντας, έτσι, την πολιτική της επιρροή. Παρά ταύτα, η Βενετική αυτοκρατορία ήταν μεγάλος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων και, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, σημαντικό βιομηχανικό κέντρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...