Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑΣ

Ο Γάλλος Ζαν Μποντέν (1530-1596) υποστήριξε ότι η βασιλική εξουσία έπρεπε να είναι απεριόριστη. Μοναδική της δέσμευση αποτελούσαν το θείο και ο φυσικός νόμος. Αντίθετα, δεν χρειάζονταν νομοθετικά και αντιπροσωπευτικά σώματα και ο λαός έπρεπε να υπακούει, χωρίς δικαίωμα εξέγερσης. Ο Μποντέν ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία της κυριαρχίας, δηλαδή της «δια βίου άσκησης της απόλυτης εξουσίας του μονάρχη επάνω στους υπηκόους του».
Ο δεύτερος μεγάλος θεωρητικός της απολυταρχίας ήταν ο Τόμας Χομπς (1588-1679). Υπενθυμίζουμε ότι ο Τόμας Χομπς συνέθεσε το έργο του σε μιαν εποχή κρίσης της απολυταρχίας (Επανάσταση της Σφενδόνης στη Γαλλία, Εμφύλιος στην Αγγλία). Τα δύο του έργα De cive (1642) και Λεβιάθαν (1651) στηρίζουν την ιδέα πως οι άνθρωποι στην αρχή της ιστορίας τους ζούσαν σε μια φυσική κατάσταση, όπου κυριαρχούσε η αναρχία, η αθλιότητα, η βία και η ανασφάλεια. Στην προσπάθεια υπέρβασης της φυσικής κατάστασης (status naturalis) συνήψαν ένα σ υ μ β ό λ α ι ο, με το οποίο εκχώρησαν όλα τα δικαιώματά τους στον ηγεμόνα, με αντάλλαγμα την ασφάλειά τους. Αντίθετα με τη θεωρία του Μποντέν, η εξουσία του ηγεμόνα δε γνώριζε περιορισμούς από το φυσικό ή το θείο νόμο, ήταν απόλυτη, τελεσίδικη και αμετάκλητη. Στο σημείο που συγκλίνει με τον Μποντέν είναι στο ότι οι υπήκοοι όφειλαν υπακοή στο μονάρχη τους άνευ όρων (την ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου θα την ξανασυναντήσουμε στον Ρουσώ, ένα αιώνα μετά).
Στην εφαρμογή του ιδεώδους της Απολυταρχίας υπήρχε απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης, καθώς στην πραγματικότητα οι απόλυτοι μονάρχες προσέκρουαν σε διάφορους περιορισμούς και δοκιμασίες. Το Κράτος των πρώιμων Νέων Χρόνων δεν ήταν ακόμα τόσο ισχυρό και τα περιθώρια επέμβασής του στην καθημερινότητα των κατοίκων όλης της επικράτειας ήταν περιορισμένα. Οι μονάρχες συνήθως σέβονταν τους γραπτούς και άγραφους νόμους, το εθιμικό δίκαιο και τις παραδόσεις των υπηκόων τους και δεν παρέβλεπαν τα συμφέροντα των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, κυρίως των ευγενών και των εμπόρων. Έτσι, στην πραγματικότητα, η απόλυτη μοναρχία δεν κατόρθωσε να επικρατήσει ολοκληρωτικά. Τα όργανα αντιπροσώπευσης των μεσαιωνικών τάξεων (των ευγενών, του κλήρου και, σε μικρότερο βαθμό, των αστών των πόλεων) λειτούργησαν ως αντίβαρο στη βασιλική εξουσία: αναφέρω χαρακτηριστικά τις επαρχιακές συνελεύσεις στη Γαλλία, το Parliament στην Αγγλία και στη Σικελία, τα Κόρτες στην Ισπανία, το Γενικό Συμβούλιο στις Κάτω Χώρες, η Σεμ στην Πολωνία, το Ρίκσνταγκ στη Σουηδία, το Ράιχσταγκ στη Γερμανική Αυτοκρατορία και τα Landtage (περιφεριακά κοινοβούλια) στα γερμανικά κράτη: αυτά τα αντιπροσωπευτικά όργανα των κυρίαρχων στρωμάτων σπανίως διαλύονταν από τους μονάρχες, οι οποίοι, ωστόσο, τα παράκαμπταν, παρακώλυαν τη λειτουργία τους, τα υπονόμευαν και σε πολλές περιπτώσεις τα αποδυνάμωναν. Οι αντιδράσεις των ευγενών και των τοπικών αρχόντων στις μεθοδεύσεις του εκάστοτε μονάρχη συχνά έπαιρναν τη μορφή εξεγέρσεων στην Ευρώπη των πρώιμων Νέων Χρόνων.
Οι κάτοικοι της Γαλλίας διακρίνονταν στους προνομιούχους και τον κοινό λαό. Οι προνομιούχοι αποτελούσαν μικρή μειοψηφία, περίπου το 2% του πληθυσμού. Αλλά αυτοί κατείχαν την περισσότερη γη, είχαν όλα τα αγαθά, ζούσαν μια τρομερά σπάταλη και πλούσια ζωή και κυβερνούσαν τον τόπο. Δύο τάξεις, ο κλήρος και οι ευγενείς αποτελούσαν τους προνομιούχους. Στον κλήρο ανήκαν 130.000 άτομα. Ο ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι, ηγούμενοι) αριθμούσε 5-6 χιλιάδες ανθρώπους, εφοδιασμένους με πλούσια εισοδήματα. Ο κατώτερος κλήρος είχε πενιχρές αποδοχές και ζούσε όπως ο φτωχός λαός. Περίπου 40.000 ευγενείς ζούσαν από εισοδήματα και αργομισθίες. Παρόλα αυτά στον 18ο αιώνα εμφανίζονταν εξαιρετικά απαιτητικοί. Απέκλειαν από τα ανώτερα αξιώματα και τις προσοδοφόρες θέσεις όσους είχαν κατώτερη προέλευση, δηλαδή τους μη ευγενείς. Ο μεγάλος όγκος του λαού βρισκόταν απέναντι από την μειοψηφία αυτή των προνομιούχων. Όλοι οι λαϊκοί άνθρωποι ονομάζονταν συνεκδοχικά με μια μεσαιωνική ονομασία: Tiers Etat, Τρίτη τάξη. Καλλιεργητές της γης, εργάτες και αστοί (έμποροι και επαγγελματίες των πόλεων) αποτελούσαν την τάξη αυτή.
Στη Γαλλία είχαν γίνει βήματα ενίσχυσης της μοναρχικής εξουσίας ήδη από την εποχή του ύστερου Μεσαίωνα, μέσω της συγκρότησης του αξιόπιστου γραφειοκρατικού μηχανισμού, της τακτικής είσπραξης φόρων από τους υπηκόους και της ύπαρξης ισχυρού στρατού, λόγω του Εκατονταετούς Πολέμου (ο πόλεμος συνέβαλε στον περιορισμό των αποσχιστικών τάσεων και την αποδυνάμωση της αριστοκρατίας. Επιπλέον, το 1516, ο Γάλλος βασιλιάς απέκτησε το προνόμιο διορισμού όλων των επισκόπων και ηγουμένων, εδραιώνοντας την πολιτική υπεροχή του έναντι της εκκλησίας. Δύο γεγονότα στη διάρκεια του 16ου αιώνα – οι συνεχείς πολεμοι με την Ισπανία των Αψβούργων στο Α’ μισό και ο εμφύλιος μεταξύ καθολικών και Ουγενότων (Huguenots) στο Β’ μισό – εξασθένισαν τη γαλλική μοναρχία για τις επόμενες δεκαετίες. Ο Ερρίκος Δ’ (Ηenri III) της Ναβάρας απεκατέστησε την εσωτερική γαλήνη και, με τη βοήθεια του πρωθυπουργού Συλλύ, προώθησε τον οικονομικό εκσυγχρονισμό και στις αποικίες της Βόρειας Αμερικής. Έδωσε θρησκευτική ελευθερία στους Ουγενότους με το Διάταγμα της Νάντης και κατέπαυσε τους θρησκευτικούς πολέμους, Περιόρισε τη δύναμη των ευγενών, βοήθησε την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας, απέσπασε την συμπάθεια του λαού. Το 1610 δολοφονήθηκε και λόγω της ανηλικιότητας του διαδόχου Λουδοβίκου Η’ που τον επιτροπεύει η μητέρα του Μαρία των Μεδίκων, η βασιλική εξουσία εξασθενεί.
Ακολούθως, ο Λουδοβίκος ΙΓ’ με τη βοήθεια του παντοδύναμου πρωθυπουργού Ρισελιέ, κατά την περίοδο 1624-1642, εξόντωσε τους απείθαρχους ευγενείς και τους Ουγενότους. Ωστόσο, η μοναρχία φτάνει στο απόγειό της την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’, όταν η Γαλλία ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη δύναμη στην Ευρώπη. Ο Λουδοβίκος ενσάρκωσε την ιδέα της απόλυτης μοναρχίας και πίστευε πως ήταν μονάρχης "ελέω θεού" από τον οποίο εξαρτιόνταν η ευημερία του λαού του. Με τη βοήθεια του βασιλικού συμβουλίου και των υπουργών, κυβέρνησε ως επικεφαλής ενός βελτιωμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού που επεξέτεινε τις δικαιοδοσίες του σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής (διοίκηση, δίκαιο, οικονομία). Φορείς της βασιλικής εξουσίας στην επαρχία ήταν οι βασιλικοί επιμελητές που ασκούσαν τη διακυβέρνηση και οι στρατιωτικοί διοικητές. Ο μονάρχης, από την πλευρά του, ώφειλε να σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, τους κανόνες διαδοχής, τη ρωμαιοκαθολική θρησκεία, τη ζωή και τα αγαθά των υπηκόων του. Εκτός της πολιτικής η απολυταρχία ήταν και οικονομική (μερκαντιλισμός=ανάμειξη του μονάρχη στις συναλλαγές και την οικονομική δραστηριότητα των υπηκόων του). Επίσης, στην περίοδο της βασιλείας του, ο Λουδοβίκος χειρίστηκε με αυταρχικό τρόπο τα θρησκευτικά ζητήματα και αποδυνάμωσε πολιτικά τους ευγενείς. Συγκεντρώνοντας τους ευγενείς του στην πιο λαμπρή αυλή της Ευρώπης κατάφερε να τους ελέγχει καλύτερα, ενώ ταυτόχρονα προσέδωσε μεγαλύτερο κύρος στη βασιλεία του. Ωστόσο, η συγκεντρωτική πολιτική του Λουδοβίκου ΙΔ’ δεν βρήκε άξιους συνεχιστές κι έτσι από το 1715 μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση, στη Γαλλία επικράτησε η αυθαιρεσία, η διαφθορά, η κακοδιαχείριση και η σπατάλη. Τα φαινόμενα αυτά επιδείνωσαν τα ήδη οξυμμένα προβλήματα των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Το πρώτο μέρος της βασιλείας του Λουδοβίκου ( Louis XIV) περιλαμβάνει διοικητικές μεταρρυθμίσεις και αναρρύθμιση της φορολογίας (δημοσιονομικής πολιτικής): με τη δημιουργία του "βασιλικού οικονομικού συμβουλίου" ( Conseil royal des finances: 12 Σεπτεμβρίου 1661) τα οικονομικά ρυθμίζονται από τον οικονομολόγο Κολμπέρ και από τον νομικό François-Michel Le Tellier, που τελικά χρηματοδοτεί όλους τους πολέμους του Λουδοβίκου. Υπάρχουν, επίσης, το "Ύψιστο Συμβούλιο" (Conseil d'en haut) που περιλαμβάνει ελάχιστους υπουργούς, το conseil des dépêches, που συνέρχεται κάθε Δευτέρα για να ρυθμίσει τα οικονομικά ζητήματα των επαρχιών της αυτοκρατορίας, το conseil des finances για ελάσσονα (κατά την εκτίμηση του Κολμπέρ, βεβαίως) οικονομικά ζητήματα, το Συμβούλιο των "επιμέρους" (des parties) για δικαστικές υποθέσεις και το Συμβούλιο της Καθολικής Θρησκείας ("των συνειδήσεων", des consciences, όπως αποκαλείται) για θρησκευτικές υποθέσεις. Όλα αυτά τα επιμέρους συμβούλια απλώς υπερτονίζουν τον κρατικό παρεμβατισμό στις υποθέσεις της επικράτειας.
Μέχρι το 1671, η "παρέα" του Κολμπέρ κυβερνά παρασκηνιακά με απόλυτο παρεμβατισμό: όταν ξεκινούν οι πολεμικές συγκρούσεις με την Ολλανδία, τα έξοδα φτάνουν σε αστρονομικά ποσά. Η τεράστια διαφορά ηλικίας του οικονομολόγου πολιτικού Κολμπέρ με τον βασιλιά Λουδοβίκο ( ο Κολμπέρ τότε ήταν 52 ετών ενώ ο Λουδοβίκος ήταν 33) είναι χαρακτηριστική του ελέγχου που ασκούσε η πολιτική του Κολμπέρ στις αποφάσεις του δεύτερου. Ο βασιλιάς δεν θα τον εμπιστευθεί για πολύ: θα στραφεί στον νεώτερο, πλησιέστερο στην ηλικία του οικονομολόγο Louvois, που έως το 1685 θα εγκρίνει όλα τα παράλογα, προκλητικά έξοδα εξοπλισμών και οργάνωσης πολέμων που θα διεξαγάγει ο Λουδοβίκος, προς μεγάλη οργή του λαού.
Το ανάκτορο των Βερσαλλιών είναι αντιπροσωπευτικό έργο της ακμής του ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΥ στην αρχιτεκτονική.
H αίθουσα των κατόπτρων (Βερσαλλίες)
Οι κήποι των Βερσαλλιών
Κάτοψη της αυλής των ανακτόρων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...