Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

MAΡΙΟΥ ΧΑΚΚΑ, Η Σ Υ Σ Κ Ε Ψ Η

Η σύσκεψη συνεχίζονταν…....................................... Ήτανε δύσκολο να καθορίσει το χρόνο της έναρξης, αν είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα μέρες ή πριν δέκα χρόνια. Ακόμα αμφέβαλε αν υπήρχε κάποια αρχή, ένα συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης, αφού ολοένα και περισσότερο ένιωθε πως δεν υπήρχε ένα τέλος...............................
Η σύσκεψη συνεχίζονταν, ένα ποτάμι χωρίς εκβολές και πηγές. Ο ίδιος δεν ένιωθε σα σταγόνα που ξεκίνησε από την αρχή για να φτάσει στο τέρμα. Είχε την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα, στην άκρη της κοίτης, στο ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει........................................
Είχε συναίσθηση ότι παίρνει μέρος στη σύσκεψη μόνο από τη συνέχιση της διαδικασίας με τους εναλλασσόμενους ομιλητές, τις καθιερωμένες χειρονομίες, τον τρόπο που ανοίγαν το στόμα και άρθρωναν τις λέξεις. Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο (Κι εγώ με τη στεντόρεια φωνή μου), που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή ομιλία για το ψωμί και τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, κουρντισμένα όλα σε μια σειρά και μια τάξη (κι εγώ με τη σειρά μου...), αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο................
Η σύσκεψη συνεχίζονταν, μια πλάκα για χιλιοστή φορά στο πικάπ, μια κόρνα αυτοκινήτου που κόλλησε και που κανένας δεν νοιάζονταν να σταματήσει αυτός ο άχρηστος θόρυβος. ...Ένα λεωφορείο που πήγαινε...
Αυτός στριμώχνοντας μπήκε, όταν ξαφνικά η πόρτα έκλεισε κι έπιασε στην άκρη το μανίκι της καμπαρντίνας. Δοκίμασε μαλακά να το τραβήξει και κατάλαβε πως είχε γαντζώσει σε κάποιο καρφάκι. Μπορούσε όμως να περιμένει μέχρι την επόμενη στάση. Θ’ άνοιγε η πόρτα και θα ελευθέρωνε το μανίκι χωρίς αβαρίες. Ήταν υπόθεση ενός, δύο λεπτών το πολύ. Θα το άντεχε; Δυο λεπτά το πολύ υπομονής. Τράβηξε απότομα το χέρι αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε σχίσιμο. Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…
Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;
Βέβαια μπορεί να ’ταν κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες, αλλά η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη. Φαίνοταν από κει που καθόταν φαρδιά, μεγάλη και εύκολη. Θα σηκώνοταν ήσυχα ήσυχα, θα περνούσε απαρατήρητος ανάμεσα απ’ τους ακροατές με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες παλάμες, μια και χρόνια ήταν απών, από τη σύσκεψη, αφού όλοι απουσίαζαν, αφού κανέναν από τους ομιλητές δεν κατανοούσε, θα περνούσε την πόρτα και φορώντας την καπαρντίνα ανεμπόδιστα με την ομπρέλα και το καπέλο στο χέρι, θ’ αναχωρούσε χωρίς χαιρετούρες.
Μπορεί έξω να ήταν καλοκαίρι και να μη χρειαζόταν η ομπρέλα…
Από την ορθάνοιχτη πόρτα φαινόταν ένα κομμάτι μεσημέρι κι ακούγοταν το μονότονο τραγούδι του τζίτζικα. Ο φύλακας κοιμόταν. Κοιμόταν βαθιά στην καρέκλα, με πεσμένα τα βλέφαρα, με σταυρωμένα τα χέρια σα να ’ταν νεκρός, σα να μην υπήρχε δίπλα στην πόρτα.
Μπορούσε να κάνει δυο βήματα και να βρεθεί έξω για ένα λεπτό, για μια ώρα, για πάντα ύστερα από είκοσι χρόνια φυλάκιση, αρκεί να δρασκελούσε την πόρτα, αρκεί να τολμούσε, αρκεί να το ήθελε, αρκεί... Χωρίς δισταγμό έστριψε για το αρχιφυλακείο που τον είχαν καλέσει…
Τώρα τον είχε καλέσει ο Πρόεδρος, δίνοντάς του το λόγο να πει κι αυτός τις σκέψεις του, συνεχίζοντας τη σύσκεψη. Δεν μπορούσε να φύγει, δεν έπρεπε να φύγει. Για να συνεχίσει «κι αυτός με τη σειρά του» τη σύσκεψη, άρχισε να μιλάει με τον ίδιο ρυθμό που μίλησαν οι άλλοι, στον ίδιο τόνο φωνής, με τις ίδιες κινήσεις. Η σύσκεψη συνεχίζοταν…
Το κείμενο αναδεικνύει τη θεματική του εγκλωβισμού μέσα από την παρουσίαση μιας σύσκεψης που μοιάζει να μην έχει αρχή ή τέλος. Ο ήρωας του κειμένου την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πότε ξεκίνησε κι αν ποτέ θα τελειώσει, έχοντας πια κατά νου μόνο το πώς θα μπορέσει να ξεφύγει από την ιδιότυπη αυτή «αιχμαλωσία». Η αίσθησή του ότι δεν μπορεί να φύγει και να ξεφύγει από τη δίχως τέλος αυτή σύσκεψη, μάς παραπέμπει στο συναίσθημα που νιώθουν πολλοί άνθρωποι όταν οι συνεχείς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις τούς παγιδεύουν σε μια εξοντωτική ρουτίνα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθεση ανάμεσα στη συμπεριφορά του ήρωα, όταν το μανίκι της καμπαρντίνας του πιάνεται από την πόρτα του λεωφορείου κι ο ίδιος το τραβά, ανυπόμονα, αδιαφορώντας για την όποια ζημιά, αφού όπως σημειώνει ο αφηγητής: «Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…», και στην φαινομενικά αδικαιολόγητη παγίδευσή του στη σύσκεψη, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη η πόρτα, η πόρτα της αίθουσας είναι ανοιχτή: «Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;». Η τόσο έντονη διαφοροποίηση του ήρωα στις δύο αυτές περιστάσεις φανερώνει πως η παγίδευσή του οφείλεται σε κάτι που πιθανά αδυνατεί ο ίδιος να το ελέγξει με τρόπο άμεσο. Η πρόθεση του συγγραφέα να προσδώσει αλληγορικό χαρακτήρα στο κείμενό του γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι αφήνει σκόπιμα ασαφή όσα σχετίζονται με τη «σύσκεψη». Δεν προσδιορίζεται μήτε το πότε ξεκίνησε, μήτε το τι αφορά (αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο), μήτε το γιατί ο ήρωας, ενώ η πόρτα του συνεδριακού χώρου είναι ορθάνοιχτη, αδυνατεί να φύγει από εκεί παραμένοντας για χρόνια εγκλωβισμένος. Η ασάφεια αυτή αποσκοπεί στο να μην περιοριστεί νοηματικά το κείμενο στον συγκεκριμένο εγκλωβισμό που βιώνει ο ήρωας, ώστε ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να αναγνωρίσει στην ατελείωτη αυτή σύσκεψη όσα εγκλωβίζουν τον ίδιο στην προσωπική του ζωή. O αναγνώστης αντιλαμβάνεται την ευρύτερη θεματική του «εγκλωβισμού» κι όχι συγκεκριμένα την προσωπική εμπειρία του αφηγητή, η οποία σε κυριολεκτικό επίπεδο συνδέεται με τη γραφειοκρατική οργάνωση και τις ιδεοληψίες του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Συμβολικά χρησιμοποιεί ο Χάκκας τα κλειστά παράθυρα, που εμποδίζουν το άτομο να δει το τι συμβαίνει έξω και να έχει μια εικόνα για τις παράλληλες εξελίξεις στον κόσμο γύρω του -ένας ιδεολογικός εγκλωβισμός, λόγου χάρη, δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να λάβει υπόψη του τις απόψεις και το πώς εξελίσσονται οι άλλες ιδεολογικές απόψεις-, κι η ορθάνοιχτη πόρτα που συμβολίζει το δικαίωμα της επιλογής και θέτει συνάμα το ερώτημα σχετικά με την απροθυμία ή την αδυναμία του ατόμου να αποχωρήσει από τη σύσκεψη και κατ’ επέκταση απ’ ό,τι τον εγκλωβίζει. Συμβολικό χαρακτήρα έχει και το επεισόδιο με το λεωφορείο όπου ο ήρωας αρνείται να μείνει αιχμάλωτος της πόρτας, όταν παγιδεύεται το μανίκι του, το οποίο μας φανερώνει την ανάγκη για ελευθερία που χαρακτήριζε μια προγενέστερη περίοδο της ζωής του ατόμου, αλλά και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης την απροθυμία του ατόμου να αισθανθεί πως εγκλωβίζεται από κάτι όταν έχει πια ανακτήσει την ελευθερία του από μια προηγούμενη κατάσταση δέσμευσης (ιδεολογικής ή άλλης).
Η αδιάκοπη συνέχιση της σύσκεψης, η διαπίστωση πως έχει ήδη αφιερώσει ένα απροσδιόριστα μεγάλο μέρος της ζωής του σε αυτή, όπως και το γεγονός πως η σύσκεψη κινείται σ’ ένα χωρίς νόημα μονότονο μοτίβο (Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο…), δημιουργούν ένα αίσθημα ασφυξίας στον ήρωα. Βρίσκεται εκεί εξαναγκασμένος ν’ ακούει αδιάφορες και ανούσιες ομιλίες που δεν έχουν καμία σχέση με τα κρίσιμα ζητήματα της ζωής, νιώθοντας πως σπαταλά χωρίς λόγο το χρόνο του και πως έχει παγιδευτεί σε μια συζήτηση που δεν αφορά πια κανέναν. Επιθυμεί, επομένως, να φύγει προκειμένου να γνωρίσει τα όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο και να αισθανθεί πως ζει πραγματικά. Ο «άχρηστος θόρυβος» των ομιλιών του είναι πια εντελώς αδιάφορος, ό,τι τον απασχολεί περισσότερο είναι το τι βρίσκεται έξω από την ορθάνοιχτη πόρτα της αίθουσας. Θέλει να δει την αληθινή κοινωνία και να ζήσει κοντά στους πραγματικούς ανθρώπους, μακριά από τους μισοκοιμισμένους συμμετέχοντες αυτής της ανούσιας και ατελείωτης σύσκεψης.
Φραντς Κάφκα, Μπροστά στο νόμο
Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα.
Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. "'Ίσως", λέει ο θυρωρός, "τώρα όμως όχι".
Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: "Αν το τραβά η όρεξη σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω".
Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει.
Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια.
Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει τον θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός του κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα, πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, τα ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: "Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παρέλειψες τίποτα."
Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος του φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει, και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη, του θυρωρού.
Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει, αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατο του σμίγουν όλες οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει.
"Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;" ρωτά ο θυρωρός, "είσαι αχόρταγος...". "'Όλοι μάχονται για το νόμο", λέει ο άνθρωπος, "πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;" Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: "Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω."

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

KEIMENO 1
ΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ (φάκελος υλικού, σ. 40-41) : Στην πραγματεία του "Περί Παιδαγωγικής" (1803) ο Ιμμάνουελ Καντ περιλαμβάνει μια σειρά πρακτικών συμβουλών και υποδείξεων για γονείς και παιδαγωγούς στο καθημερινό τους έργο της ανατροφής και εκπαίδευσης του εξελισσόμενου ανθρώπου από την πρώτη παιδική ηλικία έως την εφηβεία. Στο παρακάτω απόσπασμα ο φιλόσοφος δίνει μια «κοσμοπολίτικη» διάσταση στην Παιδεία.
Ο άνθρωπος δεν γίνεται άνθρωπος παρά μόνο μέσω της εκπαίδευσης. Δεν είναι παρά μόνο αυτό που τον έχει καταστήσει η εκπαίδευση. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο άνθρωπος εκπαιδεύεται πάντα από άλλους ανθρώπους και μάλιστα από άλλους ανθρώπους, οι οποίοι επίσης έχουν εκπαιδευτεί με τη σειρά τους.
Η εκπαίδευση είναι μια τέχνη η πρακτική της οποίας πρέπει να τελειοποιείται από γενεά σε γενεά. Κάθε γενεά που διδάχθηκε τις γνώσεις των προηγουμένων είναι πάντα πιο κατάλληλη να εδραιώσει μια εκπαίδευση, η οποία θα αναπτύξει με σωστό και αρμονικό τρόπο όλες τις φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου και με αυτό τον τρόπο θα οδηγήσει το ανθρώπινο είδος στον προορισμό του.
Για τον λόγο αυτόν η εκπαίδευση είναι το μείζον και το δυσκολότερο πρόβλημα το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος. Στην πραγματικότητα, τα φώτα εξαρτώνται από την εκπαίδευση και η εκπαίδευση εξαρτάται από τα Φώτα.
Υπάρχει μια αρχή της τέχνης της εκπαίδευσης την οποία ιδιαιτέρως οι άνθρωποι που κάνουν σχεδιασμούς διδασκαλίας θα έπρεπε να έχουν πάντα υπόψη τους: τα παιδιά δεν πρέπει να εκπαιδεύονται μόνο σύμφωνα με την παρούσα κατάσταση του ανθρώπινου είδους, αλλά σύμφωνα με την πιθανή και καλύτερη μελλοντική κατάσταση του, δηλαδή, σύμφωνα με την Ιδέα της Ανθρωπότητας και με τον τελικό προορισμό της. Αυτή η αρχή έχει μεγάλη σημασία.
Συνήθως οι γονείς εκπαιδεύουν τα παιδιά τους με μοναδικό σκοπό να τα προσαρμόσουν στον σύγχρονο κόσμο, όσο διεφθαρμένος και αν είναι. Θα έπρεπε μάλλον να τους δίνουν μια καλύτερη εκπαίδευση, με σκοπό να μπορεί να προκύψει μια καλύτερη κατάσταση στο μέλλον.
Παρουσιάζονται όμως δύο εμπόδια σε αυτό:1) Συνήθως, οι γονείς δεν ανησυχούν παρά μόνο για ένα πράγμα: να τα καταφέρουν τα παιδιά τους, όταν βγουν στον κόσμο και 2) οι πρίγκηπες δεν θεωρούν τους υπηκόους τους καλύτερους από όργανα για τα σχέδια τους. Οι γονείς σκέφτονται το σπίτι τους, οι πρίγκηπες σκέφτονται τη χώρα τους. Ούτε οι μεν ούτε οι δε δεν έχουν ως τελικό σκοπό το παγκόσμιο καλό και την τελειότητα για την οποία είναι προορισμένη η ανθρωπότητα και για την οποία διαθέτει την προδιάθεση.
Η σύλληψη ενός σχεδίου εκπαίδευσης όμως θα έπρεπε να λάβει κοσμοπολίτικο προσανατολισμό. Μήπως, τότε, το παγκόσμιο καλό είναι μια Ιδέα η οποία μπορεί να βλάψει το προσωπικό καλό; Σε καμία περίπτωση! Ακόμα και αν φαίνεται ότι πρέπει να θυσιαστούν ορισμένα πράγματα, κατά βάθος πάντα ενεργεί κάποιος καλύτερα για το καλό του παρόντος, όταν υπηρετεί αυτή την Ιδέα.
Και τι υπέροχες συνέπειες τη συνοδεύουν! Η καλή εκπαίδευση είναι ακριβώς η πηγή από την οποία αναβλύζουν όλα τα αγαθά αυτού του κόσμου.
Οι σπόροι που βρίσκονται μέσα στον άνθρωπο πρέπει να αναπτυχθούν. Επειδή δεν υπάρχουν μεταξύ των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου αρχές που να οδηγούν στο κακό.
Η μόνη αιτία του κακού είναι ότι η φύση δεν υπακούει σε κανόνες. Στον άνθρωπο υπάρχουν σπόροι μόνο για το καλό.
IMMANUEL ΚΑΝΤ, Σκέψεις περί εκπαίδευσης, εισαγωγή (Όπως στο Savater, F. (2004). Η αξία του εκπαιδεύειν. Μτφ. Βαγγέλης Νικολόπουλος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 271-272).
ΚΕΙΜΕΝΟ 2 : Ο F. Savater, καθηγητής φιλοσοφίας, αντί επιλόγου, στο βιβλίο του «Η Αξία του Εκπαιδεύειν», συντάσσει ανοικτή επιστολή προς την τότε Υπουργό Παιδείας της ισπανικής κυβέρνησης (1997). Στο απόσπασμα που ακολουθεί από την επιστολή αυτή διατυπώνει το αίτημα μιας ουμανιστικής παγκοσμιοποίησης που θα διαμορφώσει μια διαφορετική στάση ζωής από αυτή που κυριαρχεί σήμερα.
Κυρία Υπουργέ, ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο έχουν παγκοσμιοποιηθεί αρκετά πράγματα, μένουν όμως πολλά ακόμα να παγκoσμιοποιηθούν. Οι καιροσκοπικές τάσεις της οικονομίας, για παράδειγμα, είναι παγκόσμιες, το ίδιο συμβαίνει επίσης σε μεγάλο βαθμό με τους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς των παραγωγικών δυνάμεων, το εμπόριο όπλων, τις τηλεπικοινωνίες και τα μέσα μεταφοράς.
Άλλοι χώροι, από την άλλη πλευρά, απέχουν πολύ από την παγκοσμιοποίηση ή, αν προτιμάτε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είδαν να παγκοσμιοποιείται, αντίθετα, ο κατακερματισμός. Είναι αυτό που επισημαίνει εύστοχα ο J.C. Tedesco: «Αν, για παράδειγμα, το Ίντερνετ μας επιτρέπει να αλληλεπιδρούμε με άτομα που βρίσκονται σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων, οι φυλετικές, εθνικές ή πολιτισμικές προκαταλήψεις μάς εμποδίζουν να συνομιλήσουμε με τον γείτονά μας και μας υποχρεώνουν να επανερχόμαστε στη διαμάχη για το αν αρμόζει να εκπαιδεύονται τα παιδιά σε μεικτά σχολεία».
Παγκοσμιοποιούνται τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά δεν κατορθώνει να παγκοσμιοποιηθεί το ενδιαφέρον για τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου. Ο κόσμος ενοποιείται όσον αφορά τις πιστωτικές κάρτες και τα Καλάσνικοφ, εξακολουθεί όμως να μην είναι ικανός να αντιμετωπίσει συνολικά την πείνα, τον πόλεμο, τον υπερπληθυσμό, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την καταπάτηση της ανελευθερίας και των διακρίσεων φύλου ή φυλής.
Πού οφείλεται αυτή η δυσαρμονία;
Θα σας το πω με λίγες λέξεις: Οι καιροσκόποι άνθρωποι του χρήματος, οι βιομήχανοι που βρίσκονται σε αναζήτηση ελκυστικών αγορών και φθηνών εργατικών χεριών, οι έμποροι πολεμικού υλικού ή ακόμα και οργάνων βασανισμού (αχ, αυτό το ελεύθερο εμπόριο, αξιότιμη κυρία υπουργέ μου!) γνωρίζουν πολύ καλά πόσα κερδίζουν παγκοσμιοποιώντας το πεδίο δράσης τους.
Αντίθετα, δεν κάνουν το ίδιο οι πολιτικοί των κρατών και οι δημόσιοι διαχειριστές των πολιτισμικών διαφορών, οι οποίοι βλέπουν μόνο μειονεκτήματα στην ενοποίηση σε πανανθρώπινη κλίμακα. Αν τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν όντως πανανθρώπινα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η οποία βασίζεται αποκλειστικά στην αύξηση του πλούτου και στη συγκέντρωσή του σε λίγα μόνο χέρια, δεν θα ήταν εφικτή με την ισχύουσα σήμερα, σχεδόν μη αναστρέψιμη υποταγή.
Κατά τη γνώμη μου, η δημοκρατική εκπαίδευση θα έπρεπε να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της ουμανιστικής παγκοσμιοποίησης. Για το σκοπό αυτόν θα ήταν πολύ σημαντική η προώθηση άλλων ενδιαφερόντων (...) Οι παλιοί αλχημιστές μιλούσαν για έναν τύπο χρυσού διαφορετικό και ανώτερο από τον κοινό χρυσό, αυτόν δηλαδή που ικανοποιεί τον πολύ λαό. Τα παιδιά θα έπρεπε να εξοικειώνονται το νωρίτερα δυνατόν με ανταμοιβές σε αυτό τον διαφορετικό τύπο χρυσού, τον πνευματικό, τον πολιτισμένο, τον συναισθηματικό ή τον αισθητικό. Και αισθησιακό επίσης: Να μάθουν να χαίρονται με το χάδι, με το γέλιο, με τα βλέμματα εκτίμησης, με τη συζήτηση και την αντιδικία, με τους περιπάτους το απόβραδο, με αυτά που δεν αποτιμώνται και τα οποία κανείς δεν χρεώνει σε άλλον.
Δεν υπάρχει πιο θλιβερό πράγμα από αυτή τη συνήθεια,της ανταμοιβής των παιδιών με χαρτζιλίκι όταν κάνουν κάποια μικρή δουλειά του σπιτιού. Με το πρόσχημα ότι καλλιεργείται η έννοια της αποταμίευσης ή της υπευθυνότητας, μετατρέπονται σε μικρούς υπαλλήλους εκείνων των οποίων η ευχάριστη συντροφιά θα έπρεπε να είναι η μοναδική τους ανταμοιβή. Όταν μεγαλώσουν δεν θα χαίρονται τίποτα το οποίο δεν θα έχουν πληρώσει ακριβά, δεν θα έχουν ζηλέψει ή δεν θα έχουν επιθυμήσει από άλλους. Αυτή είναι η αποτυχία του πολιτισμού, τουλάχιστον μιας ανώτερης έννοιας πολιτισμού.
Έχετε καταλάβει, κυρία Υπουργέ, ότι όσο λιγότερο αυθεντικό πολιτιστικό υπόβαθρο έχει κάποιος τόσο περισσότερα χρήματα πρέπει να ξοδέψει για να διασκεδάσει ένα Σαββατοκύριακο ή στις διακοπές του; Αφού κανείς δεν τους έμαθε να παράγουν ενεργές απολαύσεις εκ των έσω, δημιουργικά, πρέπει όλα να τα αγοράσουν απ' έξω.
Πέφτουν στο σφάλμα που αιώνες πριν επισημάνθηκε από έναν σοφό ταοϊστή: «Το σφάλμα των ανθρώπων είναι ότι προσπαθούν να δώσουν χαρά στην καρδιά τους μέσα από τα πράγματα, ενώ αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να δίνουμε χαρά στα πράγματα με την καρδιά μας».
ΚΕΙΜΕΝΟ 3 (Δίκτυο κειμένων, σελ. 155): Η Αναλφάβητη είναι μια προσωπική μαρτυρία, ένα ημερολόγιο, στο οποίο η Άγκοτα Κριστόφ (1935-2011)περιγράφει το μεγαλείο των γλωσσών και αναδεικνύει ζητήματα φιλαναγνωσίας και γραμματισμού. Μιας φιλαναγνωσίας όμως κι ενός γραμματισμού που αναζητώνται με ζήλο και, κάθε φορά, στο πρωτότυπο.
Μια μέρα, η γειτόνισσα και φίλη μου μού λέει:– Είδα μιαν εκπομπή στην τηλεόραση για τις αλλοδαπές εργάτριες. Δουλεύουν όλη την ημέρα στο εργοστάσιο και το βράδυ ασχολούνται με το νοικοκυριό τους με τα παιδιά τους.
Λέω:– Αυτό έκανα φτάνοντας στην Ελβετία.
Λέει:– Επιπλέον, δεν ξέρουν ούτε γαλλικά.
– Ούτε κι εγώ ήξερα.
Η φίλη μου ενοχλείται. Δεν μπορεί να μου διηγηθεί την εντυπωσιακή ιστορία των αλλοδαπών γυναικών που είδε στην τηλεόραση. Ξέχασε τόσο πολύ το παρελθόν μου που δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ανήκα σε αυτή τη φυλή των γυναικών που δεν ξέρουν τη γλώσσα της χώρας, που δουλεύουν στο εργοστάσιο και ασχολούνται με την οικογένειά τους το βράδυ. γώ το θυμάμαι. Το εργοστάσιο, τα ψώνια, το παιδί, το μαγείρεμα. Και την άγνωστη γλώσσα.
Στο εργοστάσιο είναι δύσκολο να μιλήσουμε μεταξύ μας. Τα μηχανήματα κάνουν πολύ θόρυβο. Μπορούμε να μιλήσουμε μόνο στις τουαλέτες, καπνίζοντας στα γρήγορα ένα τσιγάρο.Οι εργάτριες φίλες μου μού μαθαίνουν τα βασικά. Λένε: « Έχει ωραίο καιρό», δείχνοντάς μου το τοπίο στο Βαλ-ντε-Ρυζ.
Με αγγίζουν για να μου μάθουν άλλες λέξεις: μαλλιά, χέρι, δάχτυλα, στόμα, μύτη.
Το βράδυ επιστρέφω με το παιδί. Η κορούλα μου με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια όταν της μιλώ ουγγρικά. ια φορά πατάει τα κλάματα γιατί δεν την καταλαβαίνω, μιαν άλλη φορά επειδή εκείνη δεν με καταλαβαίνει.Πέντε χρόνια αφότου έφτασα στην Ελβετία, μιλώ τα γαλλικά, όμως δεν τα διαβάζω. Έγινα πάλι αναλφάβητη. Εγώ που ήξερα να διαβάζω από τεσσάρων χρονών.Ξέρω τις λέξεις. Όταν τις διαβάζω δεν τις αναγνωρίζω. Τα γράμματα δεν αντιστοιχούν σε τίποτα. Τα ουγγρικά είναι φωνητική γλώσσα, τα γαλλικά είναι εντελώς το αντίθετο.
Δεν ξέρω πώς μπόρεσα να ζήσω χωρίς διάβασμα επί πέντε χρόνια. Μια φορά τον μήνα κυκλοφορούσε η ουγγρική Λογοτεχνική Εφημερίδα που είχε δημοσιεύσει παλαιότερα τα ποιήματά μου· υπήρχαν επίσης τα ουγγρικά βιβλία, βιβλία που ως επί το πλείστον τα είχαμε διαβάσει, που τα παίρναμε με το ταχυδρομείο από τη Βιβλιοθήκη της Γενεύης, αλλά τι σημασία έχει, καλύτερα να τα ξαναδιαβάσω παρά να μη διαβάζω καθόλου.
Και ευτυχώς υπήρχε το γράψιμο.Το παιδί μου θα είναι σε λίγο έξι χρονών θα αρχίσει σχολείο.Αρχίζω και εγώ, ξαναρχίζω το σχολείο. Σε ηλικία εικοσιέξι ετών γράφομαι στα θερινά τμή-ματα του Πανεπιστημίου του Νεσατέλ, για να μάθω να διαβάζω. Είναι μαθήματα γαλλικών για αλλοδαπούς φοιτητές. Έχω συμμαθητές Άγγλους, Αμερικάνους, Γερμανούς, Ιάπωνες, γερμανό-φωνους Ελβετούς. Η εισαγωγική εξέταση είναι γραπτή. Είμαι εντελώς ανίδεη, βρίσκομαι με τους αρχάριους.Έπειτα από ορισμένα μαθήματα ο καθηγητής μού λέει:– Μιλάτε πολύ καλά γαλλικά. Γιατί βρίσκεστε στο τμήμα των αρχαρίων;– Δεν ξέρω ούτε να διαβάζω ούτε να γράφω, Είμαι αναλφάβητη.Γελάει: – Θα τα δούμε όλα αυτά.
Δύο χρόνια μετά παίρνω το πιστοποιητικό εκμάθησης της γαλλικής γλώσσας με εύφημο μνεία. Ξέρω να διαβάζω και πάλι. Μπορώ να διαβάσω Βικτόρ Ουγκώ, Ρουσσώ, Βολταί-ρο, Σαρτρ, Καμύ, Μισώ, Φρανσίς Πονζ, Σαντ, όλα όσα θέλω να διαβάσω στα γαλλικά και επίσης συγγραφείς μη γαλλόφωνους σε μετάφραση Φώκνερ, Στάινμπεκ, Χέμινγκουεϊ. Υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία, βιβλία κατανοητά, επιτέλους και για μένα.Θα κάνω άλλα δύο παιδιά. Με εκείνα θα εξασκηθώ στο διάβασμα, στην ορθογραφία, στις κλίσεις.Όταν θα με ρωτούν τη σημασία μιας λέξης ή την ορθογραφία της δεν θα ξαναπώ ποτέ:– Δεν ξέρω.Θα πω:– Θα κοιτάξω.Και πάω να κοιτάξω στο λεξικό ακούραστα, πάω να κοιτάξω. Γίνομαι μανιώδης αναγνώστρια του λεξικού.Ξέρω ότι τα γαλλικά δεν θα τα γράψω ποτέ όπως τα γράφουν οι εκ γενετής γαλλόφωνοι συγ-γραφείς, αλλά θα τα γράφω όπως μπορώ όσα καλύτερα μπορώΑυτή τη γλώσσα δεν την επέλεξα. Μου την επέβαλαν η τύχη, η μοίρα, οι συγκυρίες.Να γράφω στα γαλλικά, είμαι υποχρεωμένη.
Είναι ένα στοίχημα. Το στοίχημα μιας αναλφάβητης.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...