Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ, των αποφοίτων μας Μαρίας Παπαδοπούλου και Αλέξη Χαβάκη

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η κοινωνική διαστρωμάτωση της Βυζαντινής κοινωνίας έχει ως εξής: 1. Στην κορυφή της εξουσίας βρίσκεται ο Αυτοκράτορας ο εκλεκτός του Θεού , του λαού και του στρατού. 2. Ακολουθεί η Άρχουσα-Ανώτερη τάξη, στην οποία ανήκουν: α) Η Σύγκλητος, β) Η Πολιτική Αριστοκρατία , γ) Η Στρατιωτική Αριστοκρατία, δ) Οι Δυνατοί (γαιοκτήμονες με μεγάλη περιουσία) και στ ) Η Εκκλησία. 3. Η Μεσαία τάξη, η πολυπληθέστερη κοινωνική ομάδα, στην οποία ανήκουν: α ) Οι Καλλιεργητές-Γαιοκτήμονες β) Οι Κατώτεροι Κρατικοί Υπάλληλοι, γ) Οι Ελεύθεροι Επαγγελματίες, δ ) Οι Τεχνίτες και ε ) Οι Στρατιώτες. 4.Η Κατώτερη τάξη, στην οποία ανήκουν: α) Ο Όχλος-Πένητες και β) Οι Δούλοι.
Υπέρτατος άρχων των Βυζαντινών ήταν ο «αυτοκράτωρ», ως ηγεμόνας της χριστιανοσύνης, «απόγονος» Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανέβαινε στο θρόνο με τη δύναμη ή από κληρονομικό δικαίωμα, με το γάμο, το σφετερισμό της εξουσίας ή από το στρατό. Οι Βυζαντινοί δεν αναγνώριζαν την «κληρονομικότητα» παρότι οι αυτοκράτορες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους τη διαδοχή, ονομάζοντας τους γιους τους συμβασιλείς. Ο δρόμος για τον θρόνο ήταν ανοικτός για τους ικανότατους, ανεξάρτητα από φυλή και κοινωνική θέση. Το αυτοκρατορικό αξίωμα λειτουργούσε απολυταρχικά, καθώς η εξουσία του θεωρούνταν δώρο θεού κι ο αυτοκράτορας «αντιπρόσωπος του θεού επί της γης».
Η Άρχουσα τάξη της βυζαντινής κοινωνίας (το στρώμα που βρίσκεται αμέσως κάτω από τον αυτοκράτορα ) αποτελούνταν από ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού, που διέθετε πλούτο και διοικητική εξουσία . Βασικά κριτήρια ένταξης στην άρχουσα ή αντώερη τάξη. παράλληλα με την ευγενική καταγωγή , ήταν η οικονομική δύναμη, η άσκηση ανώτατων λειτουργημάτων και η προσωπική αξία.
Το μεσαίο κοινωνικό στρώμα των εμπόρων και βιοτεχνών χάρη στην ανάπτυξη του εμπορίου κατά το 10ο αιώνα αποκτά χρήματα και μόρφωση, με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας νέας κοινωνικής ομάδας, της αστικής. Η οργάνωση των μελών της είναι σε συντεχνίες ανάλογα με το επάγγελμά τους και ονομάζονται αστικοί, δημοτικοί κ.λπ. Σε αυτή την κοινωνική ομάδα συμμετέχουν και οι ελεύθεροι πολίτες που κάνουν στρατιωτική σταδιοδρομία.
Το κατώτερο κοινωνικό στρώμα αποτελείται από τον όχλο και τους δούλους. Τα βασικά κριτήρια κατάταξης στον όχλο είναι οικονομικά και κοινωνικά. Εδώ ανήκουν εργάτες, τεχνίτες, ζητιάνοι κ.λπ. που επιβιώνουν χάρη στην κρατική πρόνοια και τη φιλανθρωπία της εκκλησίας. Όσον αφορά τους δούλους, αυτοί ασχολούνται κυρίως με οικιακές ασχολίες και μπορούν με νομοθεσία να κερδίσουν την ελευθερία τους. Ο όχλος και οι δούλοι υπάρχουν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα χωρίς καμία συμμετοχή στα κέντρα των αποφάσεων. (Μαρία Παπαδοπούλου)
Τα βασικά κοινωνικά στρώματα του Βυζαντίου
Το Βυζάντιο στην μακραίωνη ιστορία του υπέστη βαθιές μεταβολές. Τα σύνορά του άλλαξαν αρκετές φορές, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η οικονομική και κοινωνική του κατάσταση. Για αυτό, χαρακτηρίζεται από τρεις σημαντικές περιόδους : την Πρώιμη (330-610 μ.Χ.), τη Μέση (610-1071 μ.Χ.) και την ύστερη (1071-1453 μ.Χ.). Η μεγάλη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο πολίτευμά της. Στο επίκεντρο της εξουσίας βρισκόταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος διόριζε και τους υπουργούς του. Κάτω από τον αυτοκράτορα υπήρχε μια κοινωνικά αυστηρά δομημένη ιεραρχία, που απαρτιζόταν από: 1) Την ιθύνουσα τάξη 2) Την μεσαία τάξη 3) Την κατώτερη τάξη και τους δούλους
  Ο αυτοκράτορας στο Βυζάντιο
Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του το Βυζάντιο στηρίχτηκε σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας στο οποίο ο αυτοκράτορας είχε τον πλήρη έλεγχο. Ήταν ένα σύστημα πανίσχυρης πολιτικής διακυβέρνησης το οποίο μέχρι και τις αρχές του 11ου αιώνα ενεργούσε σε έναν «ενοποιημένο πολιτισμικά χώρο, με δημογραφική επάρκεια, ανεπτυγμένη οικονομία, υψηλού βαθμού κοινωνική και πολιτική οργάνωση και πολλούς εγγράμματους ανθρώπους».
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας αποτελούσε το κεντρικό σημείο της αυτοκρατορίας. Ήταν ο εκλεκτός του λαού, ο αρχηγός του στρατού και «θεωρούνταν παντοδύναμος, ένας ιεράρχης που η εξουσία του εκπορευόταν από τον Θεό». Η εκλογή του δεν πραγματοποιούταν σύμφωνα με μία νομοκατεστημένη διαδικασία αλλά με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων την συγκεκριμένη χρονική στιγμή των τριών φορέων εκλογής: της Συγκλήτου, του στρατού και του λαού. Αρκετές φορές ένα από τα τρία προαναφερθέντα εκλογικά σώματα επέβαλε τον αυτοκράτορα της επιλογής του μετά την εθιμοτυπική θρησκευτική στέψη από τον πατριάρχη, ο αυτοκράτορας ήταν πανίσχυρος και μπορούσε να εκθρονισθεί είτε με δολοφονία είτε με εξέγερση. Παρά το γεγονός ότι επιδιώχθηκε να διαμορφωθεί μία εθιμική τάξη κληρονομικής διαδοχής με ύπαρξη δυναστειών να διαδέχονται η μία την άλλη στον θρόνο, ουδέποτε μορφοποιήθηκε σε κάποιο νομικό κείμενο κάτι τέτοιο. Στην πρώιμη περίοδο ο αυτοκράτορας κυβερνά μαζί με τη σύγκλητο, στα πρότυπα της αποκεντρωμένης διοίκησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, από την διακυβέρνηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) και ύστερα, ο ρόλος της Συγκλήτου περιορίζεται και ο αυτοκράτορας σταδιακά ενέτασσε υπό την ευθύνη του το σύνολο της διοίκησης. Στα χρόνια που ακολούθησαν η διακυβέρνηση έγινε απολυταρχική «καταργώντας συμβούλια και θεσμούς αυτοδιοίκησης των πόλεων που ίσχυαν από αιώνες» και ενισχύοντας την θέση του αυτοκράτορα απέναντι τόσο στην σύγκλητο όσο και στην γαιοκτητική αριστοκρατία διαμορφώνοντας μία αυστηρή ιεραρχία κρατικής διοίκησης.
Ο αυτοκράτορας θεωρούνταν ο επικεφαλής της αυτοκρατορίας. Ήταν ο απόλυτος μονάρχης, καθώς είχε την εξουσία να εκδίδει και να καταργεί νόμους, χωρίς να δώσει λόγο σε κανέναν. Οι μόνοι φραγμοί στον απολυταρχικό χαρακτήρα της εξουσίας του, ήταν οι ηθικοί, καθώς ο αυτοκράτορας όφειλε να σέβεται τις αρχές της ηθικής που είχαν διαμορφωθεί μέσω της ελληνιστικής παράδοσης. Η εκλογή του αυτοκράτορα δεν γινόταν με μία νομικά καθορισμένη διαδικασία, αλλά με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή: της Συγκλήτου, του στρατού και του λαού. Αρκετές φορές ένα από τα τρία προαναφερθέντα εκλογικά σώματα επέβαλε τον αυτοκράτορα της επιλογής του μετά την εθιμοτυπική θρησκευτική στέψη από τον πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας ήταν πανίσχυρος και μπορούσε να εκθρονισθεί είτε με δολοφονία είτε με εξέγερση. Ο αυτοκράτορας ζει στο «Μέγα Παλάτιον», τριγυρισμένος από την αυλή του, στηρίζοντας την ιδέα της τάξης και διαμορφώνοντας μία αυστηρή διαστρωμάτωση.
  Η ιθύνουσα τάξη στο Βυζάντιο
Η ιθύνουσα τάξη, που κατατάσσεται αμέσως μετά τον αυτοκράτορα, αποτελούνταν από ένα πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού του Βυζαντίου. Διέθετε πλούτο και διοικητική εξουσία. Βασικό κριτήριο για την ένταξη σε αυτήν την τάξη φαίνεται να ήταν η ευγενική καταγωγή, οι οικονομικοί πόροι, η άσκηση ανώτατων λειτουργημάτων και η προσωπική αξία. Στα τέλη του 8ου αιώνα η ανώτερη τάξη αποτελούνταν από τον κλήρο, τους μοναχούς, την στρατιωτική αριστοκρατία, τους άρχοντες και τους κρατικούς λειτουργούς. Κατά τον 9ο αιώνα εισάγονται στην ανώτερη τάξη και οι ανώτεροι κληρικοί και κάποια μέλη της συγκλήτου.
Οι ανώτεροι κληρικοί ήταν μέλη της διοίκησης και είχαν αριστοκρατική καταγωγή. Οι αρμοδιότητές τους πέραν των ιερατικών τους καθηκόντων, ήταν η απονομή δικαιοσύνης και η παροχή φροντίδας στους κατοίκους της επαρχίας. Η εκκλησία με τα τεράστια πλούτη που διέθετε ανέκαθεν, εξασφάλιζε στους κληρικούς μια άνετη ζωή και ένα κοινωνικό κύρος.
Άλλη μία ομάδα που άνηκε στην ανώτερη τάξη ήταν οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Στο Βυζάντιο, στρατιωτικοί προερχόμενοι από μεγάλες επαρχιακές οικογένειες (Φωκάδες, Σκληροί, Δούκες) μονοπωλώντας στρατιωτικά αξιώματα και μέσα από δεσμούς ενδογαμίας, παγίωσαν ένα είδος στρατιωτικής αριστοκρατίας.
Στην ανώτερη θέση της ιθύνουσας τάξης βρίσκονταν οι κρατικοί λειτουργοί και οι αξιωματούχοι, όπως οι δικαστές, οι γραμματείς και οι φοροεισπράκτορες. Εκείνοι απολάμβαναν μια πολυτελέστατη ζωή με άνεση, κύρος και πολλά προνόμια.
Η θέση των συγκλητικών στην ιθύνουσα τάξη ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Στην πρώιμη περίοδο του Βυζαντίου κατείχαν περίοπτη θέση. Βασικό κριτήριο για την ένταξή τους ήταν η κατοχή μεγάλης περιουσίας, αλλά και διάκριση με τιμητικούς τίτλους. Η συγκλητικοί είχαν δικαστική και διοικητική εξουσία, αλλά σταδιακά, στη μεσοβυζαντινή περίοδο έχασαν την ισχύ τους. Η μεσαία τάξη του Βυζαντίου. Η Σύγκλητος πάντοτε αποτελούσε ένα «αγκάθι» στην προσπάθεια ελέγχου της εξουσίας από τους αυτοκράτορες και επιδιώχθηκε η αποδυνάμωση της με διάφορους τρόπους, παρόλα αυτά κατά την πρώιμη περίοδο συνέχιζε να έχει ένα σημαντικό θεσμικό ρόλο τόσο στην διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας όσο και στην εκλογή του αυτοκράτορα. Προκειμένου να γίνει κάποιος μέλος της Συγκλήτου θα έπρεπε να διαθέτει βασικά στοιχεία όπως αριστοκρατική καταγωγή, μόνιμη διαμονή στην πρωτεύουσα και κατοχή περιουσίας. Οι συγκλητικοί χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες. Τους «λαμπρότατους» και τους «περίβλεπτους» που κατοικούσαν στην περιφέρεια και τους «ιλλούστριους» που κατοικούσαν στην Κων/πολη και οι οποίοι είχαν δικαίωμα στις εργασίες της συγκλήτου και στη διακυβέρνηση του κράτους.
Η μεσαία τάξη που κατατάσσεται αμέσως μετά την ιθύνουσα τάξη, αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του βυζαντίου. Υπήρχε μια ποικιλομορφία στα επαγγέλματα με κύρια χαρακτηριστικά την οικονομική διαφοροποίηση. Σε αυτήν την κατηγορία υπήρχαν επαγγέλματα όπως, κατώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι, χρυσοχόοι και βιοτέχνες, οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούσαν σε μεγάλα αστικά κέντρα. Στην ύπαιθρο την μεσαία τάξη την πλαισίωναν αγρότες, μικροί και μεγάλοι γαιοκτήμονες, καθώς και καλλιεργητές.
Στην πρώιμη βυζαντινή αυτοκρατορία η γεωργική παραγωγή αποτελούσε μία από τις σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες και βασική πηγή φορολογίας. Στο Βυζάντιο, η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που ασχολούνταν με τη γεωργία εντάσσεται στην αγροτική τάξη, η οποία διαβαθμίζεται σε διάφορα στρώματα. Υπάρχουν οι μικρο-μεσαίοι ελεύθεροι ιδιοκτήτες γης, συγκροτημένοι σε αυτόνομες κοινότητες, οι ελεύθεροι μισθωτοί αγρότες και οι κολονοί, οι οποίοι είναι έμμισθοι αλλά δεμένοι με τη γη που καλλιεργούν.
Μετά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, οι κολονοί αποκαλούνται πάροικοι και βελτιώνεται κάπως η θέση τους, με το δικαίωμα να δικαιοπρατούν και να κάνουν ελεύθερους γάμους, ενώ με την εισαγωγή της πρόνοιας μεταβάλλεται και η σχέση υποτέλειας όπου πλέον ο δεσμός με την γη αντικαθίσταται από τον δεσμό με τον αφέντη. Οι τελευταίοι παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με τους δουλοπάροικους της δυτικής φεουδαρχίας. Οι κολονοί επιτελούσαν εξαρτημένη αγροτική εργασία στις μεσαίες και μεγάλες γαιοκτησίες. Νομικά ο κολονός θεωρούνταν ελεύθερος εργάτης γης, στην πράξη όμως ήταν δεμένος με τον αγρό που καλλιεργούσε. Η θέση τους ήταν κληρονομική και ο γαιοκτήτης, πέρα από το ενοίκιο που εισέπραττε για τη χρήση της, είχε και δικαιώματα επί της ζωής του κολονού. Επιπλέον οι κολονοί υφίσταντο και την κρατική φορολογία που μπορούσε να αφαιρέσει ως και το ένα τρίτο της σοδειάς τους.
Την επόμενη τάξη στην κοινωνική διαστρωμάτωση της ανώτερης κοινωνίας αποτελούσαν τα μέλη των επαρχιακών βουλευτηρίων. Τα βουλευτήρια αποτελούσαν τους φορείς διοίκησης των αστικών κέντρων και για να γίνει κάποιος βουλευτής ή δεκουρίωνας (curiae = βουλαί) θα έπρεπε να ήταν κάτοχος μίας ακίνητης περιουσίας. Ωστόσο μπορούσαν να γίνουν μέλη των βουλευτηρίων διανοούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, εκπρόσωποι της Εκκλησίας. Η υπηρεσία στα συμβούλια των πόλεων για τους βουλευτές ήταν υποχρεωτική και κληρονομική. Ήταν συλλογικά υπεύθυνοι να εξασφαλίζουν τακτικές και έκτακτες αστικές υπηρεσίες για την εύρυθμη λειτουργία της βυζαντινής πόλης. Στην κεντρική διοίκηση ο πλούτος που είχε σωρευθεί την πρώιμη περίοδο ευνοούσε την συντήρηση μίας διογκωμένης γραφειοκρατίας στα πλαίσια ενός καλά οργανωμένου διοικητικού μηχανισμού. Τα μορφωμένα ανώτερα στρώματα επάνδρωσαν τις οικονομικές και νομικές υπηρεσίες του κράτους κάνοντας την παιδεία και τα γράμματα συμπλήρωμα της πολιτικής και απολαμβάνοντας προνόμια όπως φοροαπαλλαγές.
Στη μέση βυζαντινή περίοδο πραγματοποιείται η διοικητική μεταρρύθμιση του Ηρακλείου (610-641) με συνακόλουθη την πλήρη στρατιωτικοποίηση της αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες υπηρεσίες και οι στρατιωτικές διοικήσεις της πρώιμης περιόδου καταργήθηκαν, η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε θέματα και κάθε θέμα ανατέθηκε σε ένα στρατηγό με στρατιωτικές και πολιτικές αρμοδιότητες. ενώ ταυτόχρονα τα καινούρια θέματα επανδρώθηκαν με αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών. Οι δύσκολοι και σκοτεινοί αιώνες (7-8ος) με τους λιμούς, τους πολέμους, τις επιδρομές επέδρασαν δραστικά στην αστική ζωή, οι πληθυσμοί μειώθηκαν, οι πόλεις περιτειχίστηκαν, οι οικονομικές δραστηριότητες περιορίστηκαν. Χειρώνακτες, λιανοπωλητές, μίμοι και ταχυδακτυλουργοί, χορεύτριες και άποροι συνέχιζαν να διαβιούν σε δυσκολότερες συνθήκες και αποτέλεσαν τα κύρια θύματα των κακουχιών της περιόδου αυτής.
Μέχρι τον 9ο αι. (αρχές 10ου) το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες. Η άσκηση των επαγγελμάτων ήταν ελεγχόμενη από το κράτος και οργανωμένη σε συντεχνίες. Οι συντεχνίες ήταν ενώσεις, ή σωματεία, εργαζομένων στις πόλεις, που τελούσαν υπό την εποπτεία του κράτους και απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων των μελών τους, στη μετάδοση τεχνογνωσίας (διά της μαθητείας), αλλά κυρίως στον καλύτερο έλεγχο των οικονομικών του Κράτους ενώ ασκούσαν και πολιτική επιρροή. Οι συντεχνίες της πρωτεύουσας τελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο του επάρχου της Πόλης. Καθώς στην πράξη η εξάρτησή τους από το κράτος ήταν περιορισμένη, αποτελούσαν έναν από τους πόλους εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Από τις αρχές του 13ου αιώνα, το σύστημα των συντεχνιών φαίνεται να παρακμάζει. Το Επαρχικόν Βιβλίον, ένα είδος κώδικα των συντεχνιών, αναφέρει τις συντεχνίες που ταξινομήθηκαν σ' αυτήν την ειδική κατηγορία και αφορά τους εμπόρους και τους τεχνίτες που ασκούσαν τα παρακάτω επαγγέλματα: χρυσοχόοι, αργυραμοιβοί (τραπεζίτες ή χρυσοκαταλλάκτες ή κολλυβισταί), ράφτες, έμποροι ακατέργαστης μετάξης, κατεργαστές μετάξης, κατασκευαστές μεταξωτών υφασμάτων, έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, έμποροι υφασμάτων και εισαγομένων ενδυμάτων, αρωματοπώλεις, κηροποιοί, σαπωνοποιοί, παντοπώλεις, σαγματοποιοί, κρεοπώλες (κρεοπούλοι ή μακελλάριοι), κρεοπώλες (αλλαντεύων ή χορδεύων) ,ιχθυέμποροι, αρτοποιοί, πανδοχείς, έμποροι αλόγων, εργολάβοι οικοδομών.
Από τον 10ο αιώνα και μετά σχηματίζεται μία νέα κοινωνική τάξη αποτελούμενη από ελεύθερους επαγγελματίες, ειδικευμένους τεχνίτες και εμποροβιοτέχνες, που βρέθηκαν ευνοημένοι από την ανάπτυξη της οικονομίας. Τα μέλη της νέας, αστικής τάξης ήταν οργανωμένα σε συντεχνίες, και οι δεσμοί που είχαν μεταξύ τους, τα ξεχώριζε από το ανοργάνωτο πλήθος. Με τη σταδιακή βελτίωση της οικονομίας, η τάξη των εμπόρων και των επαγγελματιών «ξέφυγε από τα περιοριστικά όρια των προηγούμενων κανονισμών» και ανέλαβε ακόμα και πολιτικό ρόλο ενθρονίζοντας ακόμα και αυτοκράτορα. Ωστόσο και παρά της ευνοϊκές συνθήκες που αναπτύχθηκαν από τον 10ο αιώνα η κυβέρνηση έδειχνε αδιάφορη να ενισχύσει το εμπόριο μακρινών αποστάσεων. Αποθάρρυνε τους εμπόρους να ταξιδεύουν στο εξωτερικό και απαγόρευε την εξαγωγή χρυσού, παραχωρώντας τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου της αυτοκρατορίας στους ξένους. Κατά συνέπεια οι βυζαντινοί έμποροι περιορίζονταν σε μία μικρή αγορά και αδυνατούσαν να πλουτίσουν. Την αδυναμία αυτή της βυζαντινής διοίκησης την εκμεταλλεύτηκαν οι ξένοι μέσω της παραχώρησης εμπορικών προνομίων και υποκατέστησαν τους βυζαντινούς εμπόρους. Ο ελεύθερος πολίτης που ήθελε να απέχει από πολιτικά αξιώματα, τις επιχειρήσεις και την αγροτική ζωή, μπορούσε - αν είχε τα σωματικά προσόντα - να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Η στρατιωτική υπηρεσία είχε καλή αμοιβή, ήταν ισόβια και εξασφάλιζε μία θέση στη μεσαία τάξη.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας στα τέλη του 9ου αιώνα, η πολιτεία διαμορφώνει ένα πλαίσιο λειτουργίας και αυστηρού ελέγχου των συντεχνιών με σκοπό τον περιορισμό της δραστηριότητας τους. Κάθε επάγγελμα ήταν αυστηρά περιορισμένο στην ειδικότητα του, και τα έσοδα έπρεπε να δηλώνονται στον έπαρχο της πόλης. Σε αντίθετη περίπτωση κινδύνευαν με αυστηρά πρόστιμα. Σκοπός ήταν να αποθαρρυνθεί η εκτεταμένη εμπορική πρωτοβουλία και ο πλουτισμός και να παραμείνει η οποιαδήποτε εμπορική ή βιοτεχνική δραστηριότητα κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους.
Στα κατώτερα αστικά στρώματα περιλαμβάνονταν οι φτωχοί επαγγελματίες: χειρώνακτες, πραματευτές, λιανοπωλητές, ημι-ειδικευμένοι εργάτες των οποίων οι αμοιβές ήταν εξαιρετικά χαμηλές λόγω της μεγάλης προσφοράς εργασίας. Επίσης περιλαμβάνονται οι άνθρωποι του θεάματος (αρματοδρόμοι, μουσικοί, ηθοποιοί, ταχυδακτυλουργοί), οι υποτακτικοί και οι υπηρέτες. Τέλος περιλαμβάνονται και οι μη παραγωγικοί πολίτες όπως γέροντες, ανάπηροι, τρελοί, άποροι. Δεδομένου του υψηλού κόστους απόκτησης βιοτεχνικών αγαθών, οι ταπεινοί, εργαζόμενοι σκληρά, μόλις που εξασφάλιζαν τη διατροφή τους. Και αυτό στις περιπτώσεις που δεν υπήρχαν προβλήματα στην τροφοδοσία των πόλεων. Όσον αφορά τους μη παραγωγικούς πολίτε αυτοί σε πολλές πόλεις επιβίωναν χάρη στο φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.
  Η φτωχολογιά
Η κατώτερη κοινωνική ομάδα βρισκόταν μετά την μεσαία τάξη και η μοναδική διαφορά τους θεωρούνταν η περιουσία και η κοινωνική υπόληψη. Η οικονομική ένδεια και η εξαθλίωση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της φτωχολογιάς. Τα επαγγέλματά τους ήταν : απλοί τεχνίτες και μικρομαγαζάτορες στις πόλεις, ενώ στην επαρχία : ψαράδες και αγρότες. Ήταν άνθρωποι του θεάματος και η μόνη τους ανακούφιση ήταν η κοινωνική πρόνοια. Οι δούλοι στο Βυζάντιο έπαψαν <<νομικά>> να είναι αντικείμενα και η καλύτερη θέση που κατόρθωναν να έχουν ήταν ανάλογα με το χριστιανικό υπόβαθρο της αυτοκρατορίας. Ασχολούνταν με οικιακές ασχολίες και σε αντίθεση με το παρελθόν, προβλεπόταν απελευθέρωση κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...