Λίγο πριν από το 1927 ο Νίκος Καζαντζάκης κάνει μια εντυπωσιακή περιγραφή της πόλης του Άργους και των κατοίκων της:
"Άργος. Η πολιτεία, η εκκλησιά, οι καρέκλες, οι καφενέδες, τα ποτήρια τα νερά…Οι Νεοέλληνες. Σκυθρωπά μούτρα, βουλιαγμένα μάγουλα, μάτια γαρίδα. Σε κοιτάζουν σα να είσαι κριάρι και θέλουν να σε αγοράσουν. Σε ψάχνουν με το μάτι, ερευνούν τα παπούτσια σου, τα ρούχα, τα καπέλα. Ζυγιάζουν. Τους τρώει το σαράκι -ποιος είσαι; τι καπνό φουμάρεις; τι ήρθες στον τόπο τους να πουλήσεις ή ν’ αγοράσεις; Γουρούνια κυκλοφορούν στους δρόμους, νεαροί επαρχιακοί νταντήδες κάθονται στα καφενεία, μα γυναίκα δεν υπάρχει. Όλη η πλατεία γεμάτη μουστάκια. Πλήθος καλοθρεμμένοι παπάδες. Η εκκλησιά, τριγυρισμένη από καφενέδες, λάμπει γλυκά με το κίτρινο της χρώμα, με το λιγνό σβέλτο καμπαναριό της".
Είναι εντυπωσιακή η διαφορά του Άργους από την αρχαιότητα έως σήμερα. Στο σημερινό μάθημα θα πάμε τρεις χιλιάδες χρόνια πριν..
Η περίοδος από το 1600 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουν τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης.
Πολλές γενιές επιστημόνων, μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν, επωμίστηκαν το βαρύ φορτίο της δόκιμης αρχαιολογικής έρευνας, της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών αλλά και της συντήρησης και προστασίας των μνημειακών καταλοίπων του τόπου που έδωσε το όνομά του σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας. Ως κορύφωση αυτής της πορείας ανασύστασης της ιστορικής αλήθειας και κοινωνικοποίησης της γνώσης ιδρύθηκε το 2003 ένα νέο τοπικό μουσείο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, αποτέλεσμα της επιμονής του ΄Ελληνα αρχαιολόγου και μεγάλου δασκάλου Γεωργίου Μυλωνά.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την έως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, αναμίχθηκαν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και στη συνέχεια διαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχαν λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικού και του Μινωικού πολιτισμού, καθώς και του πολιτισμού του Βορειοανατολικού Αιγαίου (Λήμνος).
Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή επήλυδων περί το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2000 π.Χ.). Μια παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, διακοσια χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Έχει διατυπωθεί η (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) θεωρία οτι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος). Αυτή η θεωρία για την πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.
Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν στην Αργολίδα οι πρώτοι κάτοικοι, οι οποίοι, πάντως, ανήκαν σε ελληνικά φύλα.
Ξέρουμε όμως μέχρι πού έφτασαν: μέχρι την κεντρική και βόρεια Ευρώπη (παραδουνάβιες περιοχές, Βαλτική, Καρπάθια) και μέχρι τη Σαρδηνία και την Κάτω Ιταλία, αλλά και την Αίγυπτο, τη μικρασιατική ακτή, τη Μεσοποταμία σε αναζήτηση πρώτων υλών και αγορών. Μάλιστα, αυτοί οι δεινοί έμποροι είχαν συναλλαγές μέχρι τη νότια Αγγλία, όπως διαπιστώνεται και πάλι από τα ευρήματα. Κάποιος υπήρξε ο μετακομιστής εμπορευμάτων τους, μας λέει η έφορος αρχαιοτήτων Αργολίδας, Αλκηστις Παπαδημητρίου.
Οι Μυκήνες πριν γίνουν πολύχρυσες ήταν ένας μικρός νεολιθικός οικισμός, (7η έως 4η χιλιετία) από τον οποίο βρέθηκαν λίγα κεραμεικά. Πρώτα αρχιτεκτονικά ίχνη κατοίκησης έχουμε από το 2200 έως το 1900 π.Χ. Από το 1650 έως το 1600 δημιουργήθηκαν οι ταφικοί κύκλοι Β’ και Α’ (όπως ονομάστηκαν από τους πρώτους ανασκαφείς). Ο οικισμός, με στρατηγική θέση ώστε να ελέγχει τα περάσματα, τη γεωργία και την κτηνοτροφία στην Αργολίδα, αναπτύσσεται σιγά σιγά.
Το νεκροταφείο της μεσοελλαδικής περιόδου (1900 – 1600 π.Χ.) δείχνει βαθμιαία αύξηση πληθυσμού και δημιουργία ηγεμονικής δύναμης. «Τέλη του 17ου αιώνα π.Χ., η δύναμη αυτή θα αναλάβει την εξουσία και τον έλεγχο όλης της περιοχής, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το Αργος, το σημαντικότερο κέντρο της Αργολίδας κατά τη μεσοελλαδική εποχή» σύμφωνα με τη δρα Παπαδημητρίου.
Οι Μυκήνες μετατρέπονται σιγά σιγά σε τεράστιο κέντρο στον ελλαδικό χώρο.Επειδή τίποτε στην ανθρώπινη Ιστορία δεν είναι τυχαίο ή ξαφνικό, θα πρέπει να δεχτούμε πως οι Μυκηναίοι απέκτησαν σιωπηλά αλλά συστηματικά στη διάρκεια των τριών αιώνων της Μέσης Χαλκοκρατίας τη δύναμη που αντανακλούν τα κτερίσματα των βασιλικών ταφικών περιβόλων. Εξασφάλισαν έτσι για τα γένη τους την πρωτεύουσα θέση, όχι μόνο στην Αργολίδα αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και έδωσαν το όνομά τους σε ολόκληρο τον σπουδαίο πολιτισμό της Υστερης Εποχής του Χαλκού».
ΜΥΚΗΝΕΣ, 1954
O φωτογραφικός φακός του Robert McCabe συνοδεύει στη σειρά αυτή τους αφοσιωμένους αρχαιολόγους μαζί με τους ανθρώπους του μόχθου της ανασκαφής των Μυκηνών στις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Οι φωτογραφίες αυτές πέρα από την ευαίσθητη και ποιητική αποτύπωση του αρχαιολογικού χώρου, είναι και μια ιστορική μαρτυρία της προσπάθειας εκατόν σαράντα χρόνων της αρχαιολογίας να ανασύρει από το βαθύ σκοτάδι της λησμονιάς την εποποιία των Ατρειδών.
Η μυκηναϊκή τοιχογραφική τέχνη προέρχεται από τη Μινωική Κρήτη, όπου είχε εμφανιστεί ήδη από το 1700 π.Χ. σε χώρους των ανακτόρων και σε άλλα πολυτελή κτίσματα της Κρήτης. Τα πρώτα δείγματα μυκηναϊκών τοιχογραφιών προέρχονται από το 15ο αιώνα και συμπίπτουν περίπου χρονικά με τη δεύτερη φάση οικοδόμησης των μινωικών ανακτόρων. Είναι πολύ πιθανό η τέχνη αυτή να είχε φτάσει νωρίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, αφού οι εντονότερες μινωικές επιρροές είχαν σημειωθεί κατά τις πρώιμες περιόδους της Μυκηναϊκής εποχής. Με την άποψη αυτή συμφωνούν και μερικές αρχαιολογικές ενδείξεις, όπως τα χρωματιστά κονιάματα από κτήρια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής και μερικά θραύσματα τοιχογραφιών από την ακρόπολη των Μυκηνών που βρέθηκαν μαζί με κεραμική της Υστεροελλαδικής Ι και ΙΙ περιόδου.
Τα περισσότερα δείγματα μυκηναϊκών τοιχογραφιών προέρχονται από το 14ο και το 13ο αιώνα π.Χ. και είναι συνδεδεμένα με τα ανακτορικά διαμερίσματα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου ή με τις έδρες τοπικών αρχόντων, όπως ο Γλας, το Άργος και το Μενελάιο. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος αποτελούσε μια αδιαμφισβήτητη επίδειξη κύρους, αλλά η ανακάλυψή τους και σε ιδιωτικά κτήρια δείχνει ότι δεν αποτελούσαν ένα αποκλειστικό προνόμιο των ηγεμόνων. Εκτός από την παρουσία τους στην επίσημη αρχιτεκτονική οι τοιχογραφίες έχουν επισημανθεί και σε τάφους επιφανών όπως και σε ιερά κτήρια.
Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες ήταν, όπως και οι μινωικές, ζωγραφιστές συνθέσεις σε υπόστρωμα ασβεστοκονιάματος που γίνονταν με την τεχνική της νωπογραφίας. Η διαδικασία αυτή έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν να στεγνώσει το ασβεστοκονίαμα, γι΄ αυτό και η εκτέλεση προϋπέθετε μεγάλη δεξιότητα και ένα ολόκληρο επιτελείο από τεχνίτες, οι οποίοι δούλευαν ταυτόχρονα τις μεγάλες εικονιστικές συνθέσεις. Οι βαφές που χρησιμοποιούνταν είχαν γαιώδη σύσταση και τα χρώματά τους ήταν το γαλάζιο, το κόκκινο, το κίτρινο και το μαύρο. Η ίδια τεχνική εφαρμόστηκε και σε φορητά αντικείμενα, όπως δείχνουν οι ζωγραφισμένες επιτύμβιες στήλες, διάφορα πλακίδια από ασβεστοκονίαμα και οι πήλινες λάρνακες.
Στο θεματολόγιο των μυκηναϊκών τοιχογραφιών διακρίνονται τρεις ξεχωριστοί κύκλοι, εικονιστικές παραστάσεις από τη θρησκευτική ζωή του πληθυσμού, παραστάσεις από τις προσφιλείς ενασχολήσεις της άρχουσας τάξης και αφηρημένα διακοσμητικά θέματα. Τα τελευταία λειτουργούσαν ως πλαίσιο των εικονιστικών συνθέσεων και ως διακοσμητική κάλυψη σε δάπεδα, οροφές και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη. Το διακοσμητικό πρόγραμμα των τοιχογραφιών ήταν οργανωμένο σε τρία επίπεδα. Η κύρια ζωγραφική παράσταση τοποθετούνταν ανάμεσα σε ένα ζωγραφισμένο ορθοστάτη, ο οποίος μιμούνταν επένδυση από φλεβωτά μάρμαρα και σε μια διακοσμητική ζώνη. Συχνή ήταν επίσης η ζωγραφική αναπαράσταση δομικών στοιχείων, συνήθως ξύλινων δοκών. Ένα ξεχωριστό μυκηναϊκό χαρακτήρα κατέχει το λεγόμενο μικρογραφικό στυλ που εκφράζεται σε μακρές ζωφόρους, όπου απεικονίζονται παραστάσεις με μορφές σε πολύ μικρό μέγεθος.
Όσον αφορά τις εικονιστικές παραστάσεις, αρχικά είναι έκδηλες οι κρητικές επιδράσεις στην τεχνοτροπία και την επιλογή των θεμάτων. Όπως και στις μινωικές τοιχογραφίες απεικονίζονται τα ταυροκαθάψια, δαιμονικά όντα και αρχιτεκτονήματα. Τα κατεξοχήν μυκηναϊκά θέματα ήταν οι κυνηγετικές και οι πολεμικές σκηνές και οι πομπές γυναικών με επίσημα ενδύματα που προσέφεραν δώρα. Μέσα από τη θεματολογία των τοιχογραφιών φανερώνεται το θρησκευτικό και το ηρωικό πνεύμα της μυκηναϊκής αριστοκρατίας. Οι πολεμικές σκηνές έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα και αναφέρονται ίσως σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα ή ιστορικά γεγονότα. Οι θεματικοί κύκλοι και η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών φαίνεται ότι επηρέασαν τις άλλες εικονιστικές τέχνες της μυκηναϊκής εποχής. Έτσι, μια ανάλογη διευθέτηση των εικονιστικών θεμάτων συναντάται στην ελεφαντουργία, στην αγγειογραφία και στη σφραγιδογλυφία.
Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, αφού απελευθερώθηκαν από τα μινωικά τους πρότυπα, απέκτησαν ένα παγιωμένο μυκηναϊκό χαρακτήρα που εμφανίζει έντονη σχηματοποίηση, ακαμψία και άτεχνη εκτέλεση. Η καταστροφή των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. σήμανε και το τέλος της τοιχογραφικής τέχνης, η οποία συνδεόταν άμεσα με την επίσημη αρχιτεκτονική. Η μόνη ανάμνηση της παλαιάς τέχνης είναι μερικές πρόχειρες ζωγραφικές επενδύσεις στο ιερό της Κάτω Ακρόπολης της Τίρυνθας.
Πολύχρυσος, με πλούσια κοσμήματα, όπλα και αντικείμενα, ήταν ο τάφος που βρέθηκε στην Πύλο από ανασκαφείς της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών.
Ανήκε σε πολεμιστή, χρονολογείται περίπου το 1500 π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδος) και αποτελεί την πιο εντυπωσιακή περίπτωση επίδειξης προϊστορικού πλούτου σε ταφικά μνημεία της ηπειρωτικής Ελλάδας που έχει έρθει στο φως τα τελευταία εξήντα πέντε χρόνια. Καθώς ήταν ασύλητος, μας δίνει πάμπολλες πληροφορίες. Φαίνεται ότι ανήκε σε επιφανή άνδρα της εποχής και διαψεύδει την πεποίθηση ότι κοσμήματα είχαν μόνο οι γυναικείοι τάφοι.
Στο δάπεδο του τάφου, που είχε διαστάσεις 2,44 μ. μήκος, 1,52 μ. βάθος και 1,22 μ. πλάτος, βρέθηκε σε στάση εκτάδην ο σκελετός ενός ενήλικα άνδρα, τοποθετημένου σε ξύλινο φέρετρο. Οπλα βρέθηκαν στην αριστερή πλευρά του και στο ύψος των ποδιών, κοσμήματα στη δεξιά πλευρά, ενώ, κοντά στον λαιμό, μια μοναδική και θαυμάσια διατηρημένη χρυσή αλυσίδα και χρυσά κύπελλα είχαν αποτεθεί επάνω στο στήθος και στο στομάχι του νεκρού.
Στη δεξιά πλευρά του σκελετού και γύρω από το κεφάλι, βρέθηκαν πάνω από 1.000 ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους -κορναλίνη, αμέθυστος, αχάτης και χρυσός- περισσότεροι από πενήντα σφραγιδόλιθοι στην επιφάνεια των οποίων απεικονίζονται θεές, ταύροι με ακροβάτες πιασμένοι από τα κέρατά τους (ταυροκαθάψια) καθώς και άλλες δυσερμήνευτες σκηνές
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου. Η μετακίνηση δε φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των εισβολών αυτών. Σίγουρα, όμως, παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων. Οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα «μινυακά» αγγεία και ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως «μέγαρον» - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα. Δεν ευσταθεί, ακόμη, η παλιά αντίληψη ότι ο οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και ότι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1100 π.Χ.) διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός. Έχει ονομαστεί συμβατικά μυκηναϊκός από τους ερευνητές, γιατί το σπουδαιότερο κέντρο του ήταν η «πολύχρυσος Μυκήνη», όπως αναφέρεται στα ομηρικά έπη. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός (1600-1100 π.Χ.) αναπτύσσεται στον ελληνικό χώρο, που τότε, όπως και τώρα, αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ακτινοβολία του έφτασε από τη Μ. Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο έως τη Δ. Μεσόγειο και τη ΒΔ Ευρώπη. Παραδοσιακά θεωρείται πως οι φορείς του, οι ελληνόφωνοι Αχαιοί, εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ. Ο πρωιμότερος Μινωικός πολιτισμός της Κρήτης, που κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. βρίσκεται στο απόγειο της ακμής του, επηρέασε άμεσα την ανάπτυξη του Μυκηναϊκού πολιτισμού και από κοινού αποτελούν τους πρώτους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.
Ο πολιτισμός αυτός ήταν δημιούργημα ελληνικών φύλων, γνωστών με ποικίλα ονόματα από τις πηγές: Αχαιοί, Δαναοί, Ίωνες, Αργείοι κ.ά. Τα ελληνικά αυτά φύλα, αφού παγίωσαν τις εγκαταστάσεις τους στην ηπειρωτική χώρα, δέχτηκαν τις επιδράσεις των άλλων αιγαιακών πολιτισμών, ιδιαίτερα του μινωικού. Στη συνέχεια εξαπλώθηκαν στον αιγαιακό χώρο, στα νησιά, την Κρήτη και στις ακτές της Μ. Ασίας. Την περίοδο της μεγάλης ακμής ξεπέρασαν τα όρια του Αιγαίου και εγκαταστάθηκαν, άλλοτε μόνιμα και άλλοτε περιστασιακά, στην Κύπρο και στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου. Τα σπουδαιότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου ήταν οι Μυκήνες, το Αργός, η Τίρυνθα στην Αργολίδα, η Πύλος στη Μεσσηνία, οι Αμύκλες στη Λακωνία, ο Ορχομενός, η Θήβα και ο Γλας στη Βοιωτία, η Αθήνα, η Ελευσίνα, ο Μαραθιόνας στην Αττική και η Ιωλκός στη Θεσσαλία. Τα περισσότερα κέντρα είχαν ιδρυθεί σε επιλεγμένες θέσεις οι οποίες διευκόλυναν την εποπτεία μεγάλης σε έκταση περιοχής. Η ίδρυσή τους συνδυαζόταν στις περισσότερες περιπτώσεις με την κατασκευή ανακτόρου και ισχυρής οχύρωσης. Η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, όπως ονομάστηκε από το μεγαλύτερο κέντρο του, τις Μυκήνες στην Πελοπόννησο, σημαδεύεται από την άνοδο ηγετικών ομάδων πολεμιστών, που αναπτύσσουν σχέσεις με το Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, εισάγοντας έτοιμα προϊόντα, νέες ιδέες, και τεχνικές στην παραγωγή αλλά και την κοινωνική οργάνωση. Μία εντυπωσιακή εικόνα του πλούτου της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής δίνουν οι βασιλικοί λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών του 16ου αιώνα π.Χ. (Ταφικοί Κύκλοι Α και Β των Μυκηνών) με τα πολύτιμα κτερίσματα, σύμβολα κοινωνικής θέσης και αξιώματος και δημιουργούν τη βάση για το μύθο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου.
Στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. οι Αχαιοί-Μυκηναίοι έχουν ήδη καταλάβει το ανάκτορο της Κνωσού και έχουν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στην κυρίως Ελλάδα ανεγείρονται τα μεγάλα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των Θηβών στη Βοιωτία, που διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Ισχυρά κυκλώπεια τείχη, που συνεχώς επεκτείνονται, περιβάλλουν και προστατεύουν τις ακροπόλεις, που αποτελούν, κατά τα πρότυπα της Μινωικής Κρήτης, τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επικεφαλής τον «άνακτα», τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στη Γραμμική Β γραφή, την πρώτη αποδεδειγμένα ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής Α γραφής (που και αυτή, όπως υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις, ήταν γραφή Ελληνική). Γύρω από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν μια ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στη Θεσσαλία, προορίζονται για την τάξη των ηγεμόνων.
Η κατάρρευση του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας» στη Μεσόγειο που καταστρέφουν τα κέντρα της Μ. Ασίας και της Ανατολής καθώς και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί.
Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο π.Χ. αιώνα, που είναι και ο τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η ζωή συνεχίζεται στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στη Τίρυνθα. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, στη διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφεξής στο χώρο των μύθων. Τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του 8ου αιώνα π.Χ., ανασυνθέτουν ποιητικά τον Τρωικό πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής των ηρώων στην πατρίδα τους. Οι ραψωδίες τους αναπλάθουν τα κατορθώματα των πολεμιστών και των παράτολμων ναυτικών και αντλούν στοιχεία από τη λαμπρότητα των Μυκηνών της μεγάλης ακμής, αλλά και από τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες του Ομήρου και των άλλων μυθολογικών κύκλων είναι τα αρχέτυπα στα οποία η κλασική ελληνική πόλη αναζητεί την ταυτότητά της και οι τραγικοί ποιητές της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. την έμπνευσή τους. Με τον τρόπο αυτόν, το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας εντάσσεται στον κλασικό ελληνικό και, κατ’ επέκταση, στον κοινό μας ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Μέχρι τον περασμένο αιώνα οι ιστορικοί και οι ερευνητές πίστευαν ότι τα πρόσωπα και γενικότερα η εικόνα της ζωής που παρουσίαζαν τα έπη ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Ομήρου. Οι διηγήσεις του απέκτησαν ιστορική υπόσταση, όταν ένας πλούσιος έμπορος, ο Heinrich Schliemann (Ερρίκος Σλήμαν), έκανε τις πρώτες ανασκαφές στις Μυκήνες (1876).
O Σλήμαν γεννήθηκε ένα χρόνο μετά την ελληνική επανάσταση, το 1822 στο χωριό Neubukow της Πομερανίας, στη βόρεια Γερμανία. Από πολύ μικρός δέχτηκε την ενθάρρυνση του λουθηρανού ιερέα πατέρα του να ασχοληθεί με το μαγικό κόσμο της ελληνικής μυθολογίας και μάλιστα, όταν ο πατέρας του διάβαζε την Ιλιάδα, εκείνος, 8 χρονών παιδάκι, είχε πει «εγώ μία ημέρα θα ανακαλύψω την Τροία!». Αφού έχασε τη μητέρα του στα εννέα του, σε ηλικία 14 χρονών αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο, παρά την εξαιρετική του φιλομάθεια, και αργότερα να εργασθεί ως θαλαμηπόλος σε ένα ατμόπλοιο με προορισμό τη Βενεζουέλα. Επιβιώνοντας από το ναυάγιο του πλοίου, σε ηλικία 22 χρονών εργάζεται ως εμπορικός πράκτορας σε μία μεγάλη ολλανδική εταιρεία, ενώ πηγαίνει στην Αγία Πετρούπολη και δικτυώνεται, μαθαίνοντας πολύ γρήγορα τα ρωσικά. Μέχρι το τέλος της ζωής του, μπορούσε να συνομιλήσει σε αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά, ισπανικά, πορτογαλικά, σουηδικά, πολωνικά, ιταλικά, ελληνικά, λατινικά, ρωσικά, αραβικά, τουρκικά και βέβαια γερμανικά. Στα 28 του χρόνια πηγαίνει στην Αμερική για να αναλάβει εμπόριο χρυσού, ακολουθώντας τα βήματα του αδελφού του. Το 1852 παντρεύεται την ανιψιά ενός βαθύπλουτου ρώσου επιχειρηματία, Εκατερίνα Λίστσιν και αποκτούν τρία παιδιά. Τώρα ασχολείται με το εμπόριο χρωμάτων βαφής αλλά δεν λέει «όχι» σε οποιαδήποτε ευκαιρία παρουσιάζεται για γρήγορο και μεγάλο κέρδος. Το 1854 αναλαμβάνει τον ρόλο προμηθευτή του ρωσικού στρατού για τις ανάγκες του Πολέμου της Κριμαίας και σύντομα γίνεται ο «βασιλιάς της αγοράς νιτρικού καλίου, θείου, και μολύβδου», των συστατικών δηλαδή των πυρομαχικών, που είχε ανάγκη η ρωσική κυβέρνηση. Το 1858, σε ηλικία μόλις 36 χρονών ήταν τόσο πλούσιος, που αποφάσισε να αποσυρθεί από τις δουλειές του για να αφοσιωθεί στο παιδικό του όνειρο: την ανακάλυψη της Τροίας.
Μετά από παρακολούθηση ενός σύντομου κύκλου μαθημάτων αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ο Σλήμαν πηγαίνει στην Οθωμανική Τουρκία και αρχίζει την μεγάλη περιπέτεια να ανακαλύψει την Τροία.
Η περιοχή είχε ανασκαφεί από τον βρετανό αρχαιολόγο Frank Calvert, χωρίς όμως να βρεθούν σημαντικά ευρήματα. Με τις ελλιπέστατες γνώσεις του περί αρχαιολογίας, ο Σλήμαν πίστευε ότι η Ομηρική Τροία θα βρισκόταν στο κατώτατο σημείο των γεωλογικών επιστρώσεων. Έτσι, χωρίς δεύτερες σκέψεις, κατέστρεψε τις πρώτες επιστρώσεις, καταστρέφοντας όμως στην πραγματικότητα αυτό που έψαχνε, την Ομηρική Τροία, η οποία ήταν χτισμένη πάνω στα ερείπια επτά παλαιότερων πόλεων Ο Σλήμαν κατέληξε να ψάχνει ανάμεσα σε ερείπια πόλεων του 2.000 π.Χ., αντί για το 1.100 π.Χ., όπου τοποθετούνταν χρονολογικά ο Τρωικός Πόλεμος.
Ο Ερρίκος Σλήμαν μιλώντας σε ακροατήριο στο Λονδίνο για τις ανασκαφές που πραγματοποίησε στις Μυκήνες. H ομιλία έγινε στο Burlington House στην Πλατεία Piccadilly, στην Εταιρία Αρχαιοτήτων του Λονδίνου, (από Αγγλική εφημερίδα της εποχής).
Το 1802 η λαίδη Μαίρη Νίσμπετ – Έλγιν μαζί με τον περιβόητο σύζυγό της έκαναν ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο, για να αναζητήσουν τυχόν αξιόλογες αρχαιότητες για τη συλλογή τους. Στο προσωπικό της ημερολόγιο σημειώνει τα εξής για τον Τάφο του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες: Σε μικρή απόσταση από αυτά τα ερείπια βρίσκεται ένας καταπληκτικός θόλος, ο τάφος του Αγαμέμνονα… Δυο επιμήκεις τοίχοι από συμπαγές ξύλο οδηγούν στην είσοδο του υπόγειου αυτού κτίσματος, αλλά οι χείμαρροι των βουνών έχουν συσσωρεύσει τόσο χώμα, που απαιτεί ασυνήθιστο θάρρος για να συρθεί κανείς μέσα από την τρύπα, μιας και δεν υπάρχει άλλη είσοδος. Ύστερα από κάποιους δισταγμούς μπήκα σερνάμενη στα τέσσερα και αυτό που είδα με αποζημίωσε πλήρως. Η πέτρα που σχηματίζει την αψίδα της θύρας ξεπερνά σε διαστάσεις οτιδήποτε είχα δει στην Αθήνα. … Ο θόλος αποτελείται από σκαλιστές πέτρες. Ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά και έρποντας μέσα από ένα υπόγειο πέρασμα βρεθήκαμε σε ένα άλλο δώμα, πιο ακατέργαστο.»
Σημειωτέον ότι από την αρπακτική μανία του Έλγιν και των συνεργατών του δεν ξέφυγε ούτε ο Θησαυρός του Ατρέα στις Μυκήνες.
Το 1832 ο Άγγλος καλλιτέχνης, επίσκοπος και άνθρωπος των γραμμάτων Christopher Wordsworth γίνεται ο πρώτος Άγγλος που γίνεται δεκτός στην Ελλάδα του Όθωνα και σχεδιάζει ένα εντυπωσιακό τοπίο στον ποταμό Ίναχο με φόντο το Άργος.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο αρχαιολόγος Carl Blegen απέδειξε επιστημονικά ότι το σημείο όπου βρέθηκε ο «θησαυρός του Πριάμου» ανήκε στην δεύτερη κατοίκηση της Τροίας, δηλαδή περίπου… 1.000 χρόνια πριν γεννηθεί ο Πρίαμος. Ο Σλήμαν έβγαλε λαθραία από την Τουρκία τον «Θησαυρό». Η κυβέρνηση τον Οθωμανών έμαθε για το χρυσό μόνο όταν η Σοφία φόρεσε τα κοσμήματα και φωτογραφήθηκε για να τα (την) θαυμάσει ο κόσμος από τις εφημερίδες. Μάλιστα ο Οθωμανός αξιωματούχος, που είχε επιφορτιστεί για την επίβλεψη της ανασκαφής, φυλακίστηκε και η κυβέρνηση ανακάλεσε την άδεια του Σλήμαν και τον μήνυσε, διεκδικώντας μερίδιο από τα ευρήματα. Όταν, χρόνια αργότερα, ο Σλήμαν θέλησε να συνεχίσει τις ανασκαφές του στην Τροία, αναγκάστηκε να παραχωρήσει ένα μέρος του «Θησαυρού» στους Οθωμανούς, το οποίο τώρα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του «Θησαυρού» εξαγοράστηκε το 1881 από το Βασιλικό Μουσείο του Βερολίνου για να «εξαφανιστεί» όμως κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και να βρεθεί, μετά από χρόνια, στο μουσείο Πούσκιν της Σοβιετικής Ένωσης. Η Γερμανία ζήτησε πίσω το «Θησαυρό» αλλά τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Ρώσοι αρνήθηκαν να τον επιστρέψουν, επικαλούμενοι τις λεηλασίες των ναζί στα ρωσικά μουσεία. Ο Ερρίκος Σλήμαν κατηγορήθηκε για τυχοδιωκτισμό, θησαυροθηρία, καπηλεία της εργασίας άλλων αρχαιολόγων, άγριες και βάναυσες μεθόδους ανασκαφής και εκτεταμένες καταστροφές αρχαιολογικών πεδίων. Ειδικά για εμάς τους Έλληνες όμως, ήταν ο άνθρωπος, που χάραξε μία κεφαλαιώδη διαδρομή στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Με τις ανασκαφές του στην Τροία και κυρίως στις Μυκήνες, απέδειξε ότι ο Όμηρος δεν είχε συνθέσει ένα μυθικό «ευαγγέλιο» για τους αρχαίους Έλληνες αλλά μετέφερε την ιστορική παράδοση εκατοντάδων χρόνων στις επόμενες γενιές. Εξάλλου, όπως είπε ο Carl Blegen (ο αρχαιολόγος που πραγματικά ανακάλυψε τα ερείπια της ομηρικής Τροίας), «παρά τα ολέθρια λάθη του Σλήμαν, δεν είναι σωστό να κοιτάμε τη δουλειά του με τα δεδομένα των σύγχρονων ανασκαφικών τεχνικών. Το 1870 δεν υπήρχαν κανόνες της αρχαιολογικής επιστήμης και μάλλον δεν υπήρχε κανένας, που να έκανε καλύτερη δουλειά από τον Σλήμαν…»
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Β
Ο Ταφικός Κύκλος Β αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου των Μυκηνών (τέλος 17ου 16ος αι π.Χ.) όπως και ο Ταφικός Κύκλος Α, και βρίσκεται σήμερα εκτός των τειχών της Ακρόπολης. Ανασκάφηκε από τους Ι. Παπαδημητρίου - Γ. Μυλωνά κατά τα έτη 1952-1954. Περιβάλλεται από κυκλώπεια ξερολιθιά, διαμέτρου 28 μ., και περιλαμβάνει 14 μεγάλους λακκοειδείς τάφους ανάλογους αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, που προορίζονταν για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και 12 μικρότερους και ρηχούς τάφους, των ακολούθων ίσως των ανάκτων. Οι 26 τάφοι βρέθηκαν σκόρπιοι στο χώρο χωρίς συνεπή προσανατολισμό. Πάνω από ορισμένους τάφους υψώνονταν κάθετες λίθινες στήλες, πέντε από τις οποίες βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Οι στήλες με ανάγλυφη παράσταση ανήκουν σε ανδρικές ταφές ενώ οι ακόσμητες σε γυναικείες.
Στους τάφους του Ταφικού Κύκλου Β, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν ασύλητοι, βρέθηκαν τα οστά τριάντα πέντε περίπου ατόμων, ανδρών, γυναικών και παιδιών. Οι άνδρες είχαν ηλικία μεταξύ 23 και 55 ετών, ενώ οι γυναίκες μεταξύ 30 και 37 ετών. Τα θεραπευμένα τραύματα στα κεφάλια και τη σπονδυλική στήλη των περισσοτέρων ανδρών, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις ιδιαίτερης μυϊκής ισχύος, μαρτυρούν ότι οι άνδρες εμπλέκονταν σε μάχες.
Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός (1600-1100 π.Χ.) αναπτύσσεται στον ελληνικό χώρο, που τότε, όπως και τώρα, αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ακτινοβολία του έφτασε από τη Μ. Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο έως τη Δ. Μεσόγειο και τη ΒΔ Ευρώπη. Παραδοσιακά θεωρείται πως οι φορείς του, οι ελληνόφωνοι Αχαιοί, εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ. Ο πρωιμότερος Μινωικός πολιτισμός της Κρήτης, που κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. βρίσκεται στο απόγειο της ακμής του, επηρέασε άμεσα την ανάπτυξη του Μυκηναϊκού πολιτισμού και από κοινού αποτελούν τους πρώτους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.
Η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, όπως ονομάστηκε από το μεγαλύτερο κέντρο του, τις Μυκήνες στην Πελοπόννησο, σημαδεύεται από την άνοδο ηγετικών ομάδων πολεμιστών, που αναπτύσσουν σχέσεις με το Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, εισάγοντας έτοιμα προϊόντα, νέες ιδέες, και τεχνικές στην παραγωγή αλλά και την κοινωνική οργάνωση. Μία εντυπωσιακή εικόνα του πλούτου της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής δίνουν οι βασιλικοί λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών του 16ου αιώνα π.Χ. (Ταφικοί Κύκλοι Α και Β των Μυκηνών) με τα πολύτιμα κτερίσματα, σύμβολα κοινωνικής θέσης και αξιώματος και δημιουργούν τη βάση για το μύθο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου.
Στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. οι Αχαιοί-Μυκηναίοι έχουν ήδη καταλάβει το ανάκτορο της Κνωσσού και έχουν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στην κυρίως Ελλάδα ανεγείρονται τα μεγάλα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των Θηβών στη Βοιωτία, που διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Ισχυρά κυκλώπεια τείχη, που συνεχώς επεκτείνονται, περιβάλλουν και προστατεύουν τις ακροπόλεις, που αποτελούν, κατά τα πρότυπα της Μινωικής Κρήτης, τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επικεφαλής τον «άνακτα», τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στη Γραμμική Β γραφή, την πρώτη αποδεδειγμένα ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής Α γραφής (που και αυτή, όπως υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις, ήταν γραφή Ελληνική). Γύρω από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν μια ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στη Θεσσαλία, προορίζονται για την τάξη των ηγεμόνων.
Η κατάρρευση του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας» στη Μεσόγειο που καταστρέφουν τα κέντρα της Μ. Ασίας και της Ανατολής καθώς και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί.
Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο π.Χ. αιώνα, που είναι και ο τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η ζωή συνεχίζεται στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στη Τίρυνθα. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, στη διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφεξής στο χώρο των μύθων. Τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του 8ου αιώνα π.Χ., ανασυνθέτουν ποιητικά τον Τρωικό πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής των ηρώων στην πατρίδα τους. Οι ραψωδίες τους αναπλάθουν τα κατορθώματα των πολεμιστών και των παράτολμων ναυτικών και αντλούν στοιχεία από τη λαμπρότητα των Μυκηνών της μεγάλης ακμής, αλλά και από τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες του Ομήρου και των άλλων μυθολογικών κύκλων είναι τα αρχέτυπα στα οποία η κλασική ελληνική πόλη αναζητεί την ταυτότητά της και οι τραγικοί ποιητές της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. την έμπνευσή τους. Με τον τρόπο αυτόν, το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας εντάσσεται στον κλασικό ελληνικό και, κατ’ επέκταση, στον κοινό μας ευρωπαϊκό πολιτισμό.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Β
Ο Ταφικός Κύκλος Β αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου των Μυκηνών (τέλος 17ου 16ος αι π.Χ.) όπως και ο Ταφικός Κύκλος Α, και βρίσκεται σήμερα εκτός των τειχών της Ακρόπολης. Ανασκάφηκε από τους Ι. Παπαδημητρίου - Γ. Μυλωνά κατά τα έτη 1952-1954. Περιβάλλεται από κυκλώπεια ξερολιθιά, διαμέτρου 28 μ., και περιλαμβάνει 14 μεγάλους λακκοειδείς τάφους ανάλογους αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, που προορίζονταν για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και 12 μικρότερους και ρηχούς τάφους, των ακολούθων ίσως των ανάκτων. Οι 26 τάφοι βρέθηκαν σκόρπιοι στο χώρο χωρίς συνεπή προσανατολισμό. Πάνω από ορισμένους τάφους υψώνονταν κάθετες λίθινες στήλες, πέντε από τις οποίες βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Οι στήλες με ανάγλυφη παράσταση ανήκουν σε ανδρικές ταφές ενώ οι ακόσμητες σε γυναικείες.
Στους τάφους του Ταφικού Κύκλου Β, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν ασύλητοι, βρέθηκαν τα οστά τριάντα πέντε περίπου ατόμων, ανδρών, γυναικών και παιδιών. Οι άνδρες είχαν ηλικία μεταξύ 23 και 55 ετών, ενώ οι γυναίκες μεταξύ 30 και 37 ετών. Τα θεραπευμένα τραύματα στα κεφάλια και τη σπονδυλική στήλη των περισσοτέρων ανδρών, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις ιδιαίτερης μυϊκής ισχύος, μαρτυρούν ότι οι άνδρες εμπλέκονταν σε μάχες.
Γνωρίζουμε ότι πάνω από τον τάφο γίνονταν νεκρικά δείπνα. Η τελετή αυτή επιβεβαιώνεται από τα οστά ζώων και τα τμήματα αγγείων που βρέθηκαν στο χώμα. Στο πάτωμα του τάφου έστρωναν χαλίκια και μετά τοποθετούσαν το νεκρό, ο οποίος ήταν σε συνεσταλμένη ή εκτεταμένη στάση. Δεν βρέθηκαν καύσεις νεκρών. Πρόσφατα αποδείχτηκε πως οι Μυκηναίοι τύλιγαν τους νεκρούς και τα κτερίσματά τους πριν τους θάψουν με φύλλα παπύρου. Έτσι τουλάχιστον δείχνουν τα φυτικά κατάλοιπα που είχαν εντοπιστεί από τους καθηγητές Αρχαιολογίας Γ. Μυλωνά και Σ. Μαρινάτο το 1952-1954 κατά την ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Β' των Μυκηνών. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται από την αρχαιολόγο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρία Βλασσοπούλου-Καρύδη η οποία, πενήντα χρόνια μετά, ανακάλυψε τα φυτικά αυτά κατάλοιπα στις αποθήκες της Προϊστορικής Συλλογής του Μουσείου μαζί με υπολείμματα χώματος από την ανασκαφή. Η ύπαρξη του παπύρου και η απεικόνισή του στην κεραμική και στα περίφημα εγχειρίδια των τάφων των Μυκηνών μαρτυρούν τις επαφές του Κρητομυκηναϊκού πολιτισμού με την Αίγυπτο, την πατρίδα της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του παπύρου.
Τα κτερίσματα του Ταφικού Κύκλου Β είναι ανάλογα αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, αλλά ο πλούτος εδώ είναι γενικά μικρότερος. Ωστόσο υπάρχουν κάποια σημαντικότατα έργα, όπως η νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου) και ο σφραγιδόλιθος από αμέθυστο με παράσταση ανδρικής μορφής του τάφου Γ καθώς και η κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε μορφή πάπιας του τάφου Ο. Τα κτερίσματα των τάφων παρουσιάζουν στοιχεία εγχώρια, που συνεχίζουν τη Μεσοελλαδική παράδοση αλλά εμφανίζονται συγχρόνως και πολλά επείσακτα στοιχεία από τη μινωική Κρήτη και τις Κυκλάδες. Η ανάμειξη των στοιχείων αυτών χαρακτηρίζει την εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και συνετέλεσε στη γένεση του Μυκηναϊκού πολιτισμού.Ένας από τους μεγαλύτερους τάφους του Κύκλου Β, ο τάφος Γ, περιείχε μία γυναικεία και τρεις ανδρικές ταφές. Πάνω στον τάφο είχε στηθεί ανάγλυφη λίθινη στήλη με παράσταση οπλισμένου άνδρα, που επιτίθεται σε λιοντάρι. Στο κρανίο του ενός από τους σκελετούς, που ανήκε σε άνδρα ηλικίας 28 ετών, είχε γίνει τομή με τη μέθοδο του τρυπανισμού για τη θεραπεία ίσως αιματώματος. Η επέμβαση, μία από τις αρχαιότερες στον ευρωπαϊκό χώρο, προϋποθέτει ιατρικές γνώσεις, μεγάλη τόλμη και δεξιοτεχνία. Στο εσωτερικό του τάφου μεταξύ των κτερισμάτων βρέθηκαν νεκρικό προσωπείο από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), σφραγίδα από αμέθυστο με έγγλυφη ανδρική κεφαλή θαυμαστής τέχνης, δύο χρυσά κύπελλα και χάλκινα όπλα.
Ο τάφος Ο ανήκε σε γυναίκα κτερισμένη με χρυσά κοσμήματα, διαδήματα με έκτυπη διακόσμηση και περιδέραια. Στη μοναδικής τέχνης κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε σχήμα πάπιας και στις χάλκινες περόνες με περίτεχνες κεφαλές από ορεία κρύσταλλο οφείλει ο τάφος την συμβατική του ονομασία «τάφος των κρυστάλλων». Ενδιαφέροντα είναι τα περιδέραια από ποικιλία ημιπολύτιμων λίθων καθώς και το περιδέραιο από ήλεκτρο, πολύτιμο υλικό, εισηγμένο από την ΒΔ Ευρώπη.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Α
Ο Ταφικός Κύκλος Α αποκαλύφθηκε μέσα στην Ακρόπολη των Μυκηνών, αν και, αρχικά, πρέπει να βρισκόταν έξω από τα τείχη, ως τμήμα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου. Η ανασκαφή του έγινε το 1876 από τον Ερρίκο Σλήμαν, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, με επιβλέποντα τον Έφορο Αρχαιοτήτων Παναγιώτη Σταματάκη. Ο Ταφικός Κύκλος Α περιλαμβάνει 6 ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς τάφους, που οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 3Χ3,50 μ. έως 4,50Χ6,40 μ. Με τον όρο κάθετος λακκοειδής τάφος εννοείται ο τάφος που κατασκευαστικά αποτελείται από δύο τμήματα: τον κυρίως λάκκο ανοιγμένο στο φυσικό βράχο, που χρησιμοποιείται για την ταφή, και το ευρύτερο όρυγμα πάνω απ’ αυτόν. Η στέγη στηρίζεται στα πλευρικά τοιχώματα του λάκκου και είναι συνήθως κατασκευασμένη από ξύλα ή πλάκες, ενώ το ευρύτερο όρυγμα γεμίζει με χώμα μετά την ταφή.
Συνολικά οι τάφοι του Κύκλου Α περιείχαν 19 ταφές, από τις οποίες οι 9 ανήκαν σε άνδρες, 8 σε γυναίκες και 2 σε βρέφη. Εκτός από τον Τάφο ΙΙ, που περιείχε μία ταφή, οι υπόλοιποι περιείχαν από 2 έως 5 ταφές. Οι νεκροί ήσαν τοποθετημένοι σε ύπτια θέση, με κατεύθυνση κατά κανόνα από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Οι Τάφοι Ι-V αποκαλύφθηκαν από τον Σλήμαν, ενώ ο Τάφος VI αποκαλύφθηκε ένα χρόνο αργότερα από τον Σταματάκη. Από την κεραμική που βρέθηκε στους Τάφους I, II, III, και VI, φαίνεται ότι ο Ταφικός Κύκλος Α μπορεί να χρονολογηθεί από το τέλος της Μεσοελλαδικής Εποχής έως την Υστεροελλαδική ΙΙΑ περίοδο, δηλαδή από τον 16ο αιώνα π.Χ. έως τις αρχές του 15ου αιώνα π.Χ.
Ο εκπληκτικός πλούτος των κτερισμάτων μαρτυρεί την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών και τον πολεμικό τους χαρακτήρα: κοσμήματα και σκεύη από χρυσό, μεγάλος αριθμός διακοσμημένων ξιφών και άλλων χάλκινων αντικειμένων, όπως επίσης και έργα από εισηγμένα υλικά όπως ήλεκτρο, λαζουρίτη λίθο, φαγεντιανή κι αυγό στρουθοκαμήλου αλλά και μία μικρή αλλά χαρακτηριστική ομάδα πήλινων αγγείων, επιβεβαιώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι Μυκήνες εκείνη την εποχή και δικαιώνουν τον Ομηρικό χαρακτηρισμό των Μυκηνών ως «πολύχρυσων».
Η ανερχόμενη μυκηναϊκή δύναμη, ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ., προκάλεσε το ενδιαφέρον των Αιγυπτίων για τους Tanaja, όπως τους αποκαλούν, δηλαδή τους Δαναούς, επίθετο συνώνυμο των Ελλήνων Αχαιών του Ομήρου. Δεν είναι τυχαίο ότι, την εποχή αυτή, πλακίδια, σκεύη ή ειδώλια από φαγεντιανή, που φέρουν τη «δέλτο» των Φαραώ Αμένοφι Β’ και Γ’ μεταφέρονται στις Μυκήνες, ίσως από επίσημη αιγυπτιακή αντιπροσωπεία.Τα παράλια της Εγγύς Ανατολής, η βιβλική Γη Χαναάν, τα λιμάνια του σημερινού Λιβάνου (Φοινίκης), της Συρίας και της Κύπρου είναι ανοιχτά στο εμπόριο με τον μυκηναϊκό κόσμο. Κατάφορτα πλοία διασχίζουν το Αιγαίο μεταφέροντας πρώτες ύλες όπως τάλαντα χαλκού ή υαλόμαζας, ελεφαντόδοντα ή δόντια ιπποπόταμου, ημιπολύτιμους λίθους και φαγεντιανή, για κατεργασία στα ανακτορικά εργαστήρια των Μυκηνών και των άλλων ανακτορικών κέντρων. Στα εξωτικά για τον ελληνικό χώρο αντικείμενα, περιλαμβάνονται οι αιγυπτιακοί σκαραβαίοι από φαγεντιανή, τα χάλκινα ειδώλια του Συροπαλαιστινιακού θεού Reshef, οι σφραγιδοκύλινδροι με σκηνές θεών και ηρώων της Μεσοποταμίας, τα αυγά στρουθοκαμήλου, και ίσως κάποια φθαρτά αγαθά, όπως τα υφάσματα. Οι οξυπύθμενοι χαναανίτικοι αμφορείς διακινούν προς την Ελλάδα μια ποικιλία υγρών και στερεών προϊόντων. Ο κυπριακός λύχνος από τις Μυκήνες και ο χάλκινος τρίποδας από τον «θησαυρό» της Τίρυνθας μαρτυρούν τη σχέση της κυρίως Ελλάδας με την Κύπρο κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής που χαρακτηρίζεται από τη μαζική παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη Μεγαλόνησο.
Η τέχνη της τοιχογραφίας εμφανίζεται στην μινωική Κρήτη και συνδέεται στενά με την αρχιτεκτονική των ανακτόρων. Η μεγάλη ζωγραφική είναι τέχνη επίσημη και εξασκείται από καλλιτέχνες που εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα. Τα θέματα προέρχονται από τον κόσμο της φύσης ή απεικονίζουν τις θρησκευτικές τελετουργίες της αυλής. Μετά την εγκατάσταση των Μυκηναίων στο τέλος του 15ου αιώνα π.Χ. στα ανάκτορα της Κνωσού στην Κρήτη και την ανέγερση των μυκηναϊκών ανακτόρων στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Θήβα και την Πύλο, η τέχνη της τοιχογραφίας διαδίδεται στην κυρίως Ελλάδα. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί φυσικά, γήινα χρώματα, κυρίως από οξείδια μετάλλων, για τη βαφή που απλώνεται σε υγρό ασβεστοκονίαμα
Στα ανάκτορα της Τίρυνθας, όπως και σε όλο το μυκηναϊκό κόσμο, οι ζωγράφοι εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα (14ος-13ος αιώνα π.Χ.) και τα θέματα της μεγάλης ζωγραφικής αντλούνται από τις θρησκευτικές τελετές, όπως οι πομπές ή τα ταυροκαθάψια με εμφανή την επιρροή της μινωικής Κρήτης. Το κυνήγι κάπρου, από τα δόντια του οποίου κατασκευάζονταν τα γνωστά μυκηναϊκά οδοντόφρακτα κράνη, ήταν μια αγαπητή δραστηριότητα της μυκηναϊκής άρχουσας τάξης, τα μέλη της οποίας χρησιμοποιούσαν το άρμα που σύρουν άλογα ως μεταφορικό μέσο στο κυνήγι ή στον πόλεμο. Η συμμετοχή των γυναικών στις θρησκευτικές πομπές αλλά και στο κυνήγι είναι ενδεικτική της θέσης της γυναίκας στον μυκηναϊκό κόσμο.
Η ακρόπολη της Τίρυνθας είναι η δεύτερη σε σημασία μετά τις Μυκήνες ακρόπολη της Αργολίδας. Η ακρόπολη κατοικείται από τα Νεολιθικά χρόνια, και σημαντικοί οικισμοί υπάρχουν στην Πρωτοελλαδική (3η χιλιετία π.Χ.) τη Μεσοελλαδική (2000 - 1600 π.Χ.) και την πρώιμη μυκηναϊκή εποχή (16ος-15ος αιώνας π.Χ.). Η οικοδόμηση των ισχυρών τειχών χρονολογείται από την αρχή ταυ 14ου αιώνα π.Χ. στην Άνω Ακρόπολη. Έναν αιώνα αργότερα οχυρώνεται και η Μέση Ακρόπολη και η οχύρωση ολοκληρώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. με την οικοδόμηση του τείχους της Κάτω Ακρόπολης. Στην Άνω Ακρόπολη ανεγείρεται το ανάκτορο, η κατοικία του «άνακτα», που παρουσιάζει δύο οικοδομικές φάσεις, διακοσμημένες με εντυπωσιακές τοιχογραφίες. Το μυκηναϊκό ανάκτορο ήταν το διοικητικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό και στρατιωτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιφερείας. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, τηρούσε αρχεία στη Γραμμική Β' γραφή, την πρώτη ελληνική γραφή.
Στην τελική της μορφή, στον 13ο αιώνα π.Χ., η ακρόπολη διαθέτει ισχυρά οχυρωμένη επίσημη είσοδο που οδηγεί στο ανάκτορο, με το μεγάλο και το μικρό «μέγαρο», τις αυλές και τους άλλους βοηθητικούς χώρους. Οι εκτεταμένες αποθήκες, ανοιγμένες στο πάχος των τειχών, είναι προσιτές από μακρούς και στενούς διαδρόμους, στερεωμένους με οξυκόρυφη αψιδωτή στέγη, τις λεγόμενες «σύριγγες». Μία δευτερεύουσα είσοδος, προστατευμένη από ισχυρό καμπύλο προμαχώνα, ανοίγεται στα δυτικά προς την πλευρά της θάλασσας. Στην Κάτω Ακρόπολη υπόγειες δεξαμενές διασφάλιζαν την επάρκεια νερού σε κατάσταση ανάγκης και η επικοινωνία με τον εκτός των τειχών οικισμό διευκολυνόταν με μικρές πύλες. Στις παρυφές της Ακρόπολης αναπτυσσόταν ο οικισμός και στο γειτονικό λόφο του Προφήτη Ηλία υπήρχε το νεκροταφείο με ένα θολωτό και θαλαμωτούς τάφους.
Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος διοίκησης στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. και η καταστροφή των ανακτόρων στις ακροπόλεις της Αργολίδας δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στη συνέχιση και ανάπτυξη της ζωής στην Ακρόπολη και τον οικισμό της Τίρυνθας. Τον 12ο αιώνα π.Χ., τελευταία περίοδο του μυκηναϊκού πολιτισμού, πυκνή κατοίκηση παρατηρείται στην Κάτω Ακρόπολη, όπου ανασκάφηκαν και λατρευτικοί χώροι με μεγάλα πήλινα ειδώλια.
Από την εποχή του Σλήμαν και μέχρι σήμερα, οι αρχαιολογικές έρευνες σε πολλά μέρη της Ελλάδας και η μελέτη των ευρημάτων τους έχουν ρίξει πολύ φως στη γνώση αυτής της εποχής. Αποκορύφωμα όλων των ερευνών που αφορούν το μυκηναϊκό πολιτισμό ήταν η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β΄ γραφής από τον Μ. Ventris και τον J. Chadwick (1952). Η γραμμική Β' χρησιμοποιήθηκε από ειδικευμένους γραφείς στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ανάγνωση των πινακίδων που βρέθηκαν στην Πύλο, στην Κνωσό, στις Μυκήνες και στη Θήβα έδειξε ότι η γραμμική Β' είναι συλλαβική γραφή. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι επικύρωσε την ελληνικότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Αποδείχθηκε ότι τα σύμβολα της αποδίδουν λεξεις της ελληνικής γλώσσας. Αποδίδουν στην πραγματικότητα μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, αρχαιότερη και από εκείνη των ομηρικών επών. Οι πληροφορίες, ωστόσο, που μας δίνουν οι πινακίδες έχουν λογιστικό περιεχόμενο, είναι δηλαδή κατάλογοι αντικειμένων και περιουσιακών στοιχείων ηγεμόνων ή εμπόρων της εποχής εκείνης. Έχουν διαβαστεί, επίσης, ονόματα θεών και ανθρώπων που μας είναι γνωστά από τα έπη3. Πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι σήμερα οι πινακίδες δε μας έχουν δώσει ένα συνεχές κείμενο. Η ιστορική επιστήμη εντάσσει τον μυκηναϊκό πολιτισμό εν μέρει στην ελληνική προϊστορία ή, για την ακρίβεια, θεωρεί ότι αποτελεί την ελληνική πρωτο-ιστορία.
Την κλειστή αγροτική οικονομία των οικισμών της μέσης εποχής του χαλκού ακολούθησε, όπως φαίνεται, μια μορφή οικονομικών σχέσεων βασισμένη στο εμπόριο. Η εμπορική ανάπτυξη, ιδιαίτερα μετά το 1500 π.Χ., ακολούθησε γρήγορους ρυθμούς και είχε ως επακόλουθο την έξοδο των Μυκηναίων στο Αιγαίο. Μια σειρά από μέγαρα, οικοδομημένα σε οχυρωμένες ακροπόλεις, επιβεβαιώνουν την οικονομική ανάπτυξη του μυκηναϊκού κόσμου.
Επίκεντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων ήταν τα μέγαρα. Η πλειονότητα των υπηκόων ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μια μεγάλη ομάδα αποτελούσαν οι ειδικευμένοι τεχνίτες (κεραμουργοί, ξυλουργοί, ναυπηγοί, χαλκουργοί, χρυσοχόοι, αρωματοποιοί, γιατροί κ.ά.) και μια άλλη, πολυπληθή επίσης, οι έμποροι και οι ναυτικοί. Στην κοινωνική ιεραρχία ιδιαίτερη θέση κατείχαν οι ιερείς και ο στρατός, ο οποίος αποτελούνταν από επαγγελματίες στρατιώτες. Ο ηγεμόνας κάθε ανακτόρου διαχειριζόταν τον πλούτο της περιοχής την οποία εξουσίαζε. Ήταν πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός, με δικαστική και συγχρόνως θρησκευτική εξουσία. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη όμως που να υπονοεί την ύπαρξη θεοκρατικής οργάνωσης και ισχυρού ιερατείου. Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι δούλοι. Ήταν υπηρέτες που εργάζονταν για τον ηγεμόνα, τους αξιωματούχους, τους ιερείς και τους απλούς πολίτες.
Τα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ο μυκηναϊκός κόσμος σ' όλο το χώρο της εξάπλωσής του και που επιβεβαιώνουν την πολιτιστική συνοχή του θα ήταν ένα ενδεικτικό στοιχείο για την οργάνωση ενιαίου κράτους. Φαίνεται όμως ότι κάτι τέτοιο δε συνέβη. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η χώρα πρέπει να ήταν χωρισμένη σε τέσσερα ή πέντε μεγαλύτερα και άλλα τόσα περίπου μικρότερα «ομοσπονδιακά» κράτη, αντίστοιχα προς τα μεγάλα ανάκτορα. Δεν αποκλείεται τα επιμέρους μυκηναϊκά κράτη να ήταν υποτελή στο μεγαλύτερο ανακτορικό κέντρο, τις Μυκήνες.
Για την οργάνωση κάθε μυκηναϊκού κράτους δε διαθέτουμε επαρκή στοιχεία, με εξαίρεση τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πινακίδες από το ανάκτορο της Πύλου. Ανώτατος άρχοντας, σύμφωνα με τις πληροφορίες των πινακίδων, ήταν ο άνακτας (wa-na-ka), κύριος του ανακτόρου απ' όπου πήγαζε κάθε εξουσία. Υποτελείς σε αυτόν ήταν τοπικοί άρχοντες, διοικητές περιφερειών. Ο τίτλος με τον οποίο τους αναγνωρίζουμε στις πινακίδες είναι λααγέτας (ra-wa-ke-ta) [από το λα- ός + ηγούμαι]. Στην τάξη των ευγενών αναφέρονται οι επέτες (e-qe-ta) [από το έπομαι], δηλαδή οι ακόλουθοι. Σημαντικά πρόσωπα στην περιφερειακή διοίκηση φαίνεται ότι ήταν οι τελεστές(te-re-ta). Στους Μυκηναίους λιγότερο τιμητικός ήταν ο τίτλος βασιλεύς (qa-si-re-u). Έτσι ονομαζόταν ο επικεφαλής οποιασδήποτε ομάδας, ακόμα και ο αρχιτεχνίτης μιας ομάδας χαλκουργών. Αντίθετα, στα ομηρικά έπη, δηλαδή τους επόμενους αιώνες, η λέξη «βασιλεύς» στην ελληνική γλώσσα δηλώνει τον ανώτατο άρχοντα.Ο ko-re-te με βοηθό έναν po-ro-ko-re-te (περιέχει το πρόθεμα προ-) ηγείται ενός οικονομικού διαμερίσματος από τα 16 που είναι γνωστά στο βασίλειο της Πύλου σαν ένα είδος επάρχου (πρβλ. curator και procurator της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Τα κείμενα της Γραμμικής Β αναφέρουν πλήθος άλλων αξιωματούχων, των οποίων οι τίτλοι όμως δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμη ικανοποιητικά.
Ο da-mo (δῆμος) είναι το οργανωμένο σώμα του λαού, η κοινότητα, που έχει στην ιδιοκτησία της το μεγαλύτερο μέρος της γης και την παραχωρεί κατά τεμάχια στον wa-na-ka, τον ra-wa-ke-ta και σε άλλους αξιωματούχους για τις υπηρεσίες που παρέχουν. Ο da-mo αποτελεί επίσης τη βάση για το σχηματισμό του πιθανόν στρατιωτικού σώματος που διοικεί ο ra-wa-ke-ta. Στην Πύλο υπάρχει και μια μοναδική αναφορά σε ένα συμβούλιο γερόντων, την ke-ro-si-ja (γερουσία).
Η υπόλοιπη κοινωνική ιεραρχία βασίζεται, όπως και αργότερα στην αρχαία Ελλάδα, στην αυστηρή διάκριση μεταξύ e-re-u-te-ro (ἐλεύθερος) και do-e-ro (δοῦλος). Οι τελευταίοι ήταν στην ιδιοκτησία ελεύθερων ιδιωτών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων (te-o-jo do-e-ro θεοῦ δοῦλος), μπορούσαν να μεταπωληθούν, και αναφέρονται με το όνομα του κυρίου τους, όχι με το δικό τους. Μπορούσαν όμως και οι ίδιοι να αναπτύξουν αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα μισθώνοντας γη ή ασκώντας κάποια τέχνη, όπως η μεταλλουργία.
Για την εσωτερική ιεραρχία των ελευθέρων δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Η διαστρωμάτωσή τους συνάγεται από διαφορές στην ποσότητα ή το είδος του οπλισμού και στην έκταση γης που τους παραχωρείται από τον da-mo. Με το τελευταίο κριτήριο ξεχωρίζουν στην Πύλο λίγοι te-re-ta (τελεσταί) ως κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης με έδρα το θρησκευτικό κέντρο pa-ki-ja-ne στην περιφέρεια του βασιλείου. Ως κάτοχοι γης αναφέρονται επίσης βοσκοί και μελισσουργοί (me-ri-te-u). Οι ka-ma-e-u αντίθετα μισθώνουν γη της ιδιαίτερης κατηγορίας ka-ma και είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν εισφορές. Η έκταση ενός τεμαχίου γης μετριέται με τους σπόρους που απαιτούνται για τη σπορά του και οι σπόροι μετριούνται με δοχεία. Μονάδα μέτρησης της γης είναι συνεπώς ο αριθμός δοχείων με σπόρους.
Τα κείμενα της Γραμμικής Β είναι διοικητικά-λογιστικά και όχι θρησκευτικά, μυθολογικά ή τελετουργικά και διασώζουν πληροφορίες για τέτοια θέματα μόνο στο βαθμό που άπτονται οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Έτσι, η μελέτη της μυκηναϊκής θρησκείας παραμένει αναγκαστικά στο πεδίο έρευνας της προϊστορικής αρχαιολογίας και ερευνάται ως πνευματικό δημιούργημα με βάση κυρίως υλικά κατάλοιπα, όσο κι αν αυτό ηχεί αντιφατικό. Η προσφυγή σε ελληνικά κείμενα της ιστορικής περιόδου για τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας κυριάρχησε στα πρώιμα στάδια της μελέτης του μυκηναϊκού παρελθόντος, σήμερα όμως θεωρείται εν πολλοίς αναχρονιστική. Ωστόσο πολλά στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται με βάση τις παραπάνω πηγές και στο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε για συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια. Οι περισσότερες ελληνικές θεότητες μαρτυρούνται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα.
Οι ανασκαφές στην Ίκλαινα έφεραν στο φως μια σημαντική πρωτεύουσα του μυκηναϊκού βασιλείου της Πύλου, που άκμασε την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600 - 1100 π. Χ.). Πέρα από τα εντυπωσιακά ευρήματα, μεταξύ των οποίων κατάλοιπα από δυο μνημειώδη κτήρια, η σχέση της Ίκλαινας με το μυκηναϊκό βασίλειο της Πύλου, που προέκυψε από την ενσωμάτωση εδαφών από τον ηγεμόνα του Άνω Εγκλιανού, γνωστού και ως «Ανακτόρου του Νέστορα», κάνει τη θέση ιδιαίτερα σημαντική.
Η ιστορική πορεία της Ίκλαινας φανερώνει συνεχή άνθηση μέχρι τη βίαιη ενσωμάτωσή της από τον ηγεμόνα του ανακτόρου του Νέστορα. Στη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της ζωής της Ίκλαινας, οι σχέσεις των δύο πόλεων ήταν πολυσχιδείς και άλλαζαν, ανάλογα με τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα. Στην ομιλία θα παρουσιάσω τα στοιχεία που φωτίζουν τη σχέση αυτή και τη σημασία της για το ευρύτερο θέμα της δημιουργίας των πρώτων κρατών.
Πριν την προσάρτησή της από τον ηγεμόνα του Άνω Εγκλιανού, η Ίκλαινα φαίνεται ότι ήταν ανεξάρτητη πρωτεύουσα ηγεμονίας ή κρατιδίου. Τα μνημειώδη κτήρια προέρχονται από τη φάση αυτή του οικισμού, ο οποίος καταστράφηκε βίαια κατά τη διάρκεια της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ περιόδου, δηλαδή μεταξύ 1300-1200 π.Χ., όταν ο ηγεμόνας του Άνω Εγκλιανού την ενσωμάτωσε στο βασίλειό του.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ιστορική της διαδρομή από απλό χωριό, στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού, σε ισχυρή πρωτεύουσα κατά την ακμή της μυκηναϊκής περιόδου. Δηλαδή, από το 1550 μέχρι το 1300/1250 π.Χ. περίπου, η Ίκλαινα σταδιακά εξελίσσεται από πρωτεύουσα ηγεμονίας σε πρωτεύουσα κρατιδίου.
Στην Ίκλαινα έχει βρεθεί μία και μοναδική πινακίδα, που χρονολογείται γύρω στο 1400-1300 π.Χ. Πιθανόν, βέβαια, κάτι τέτοιο να μην ευσταθεί, γιατί δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλες πινακίδες της ίδιας γενικής περιόδου που δεν έχουν ακόμη έρθει στο φως της αρχαιολογικής σκαπάνης. Πάντως, η πινακίδα αυτή φανερώνει την ύπαρξη κρατικής γραφειοκρατίας 100-150 χρόνια πριν τις πινακίδες του Ανακτόρου του Νέστορα, δηλαδή έχουμε ενδείξεις ότι κρατική γραφειοκρατία είχε δημιουργηθεί νωρίτερα από ό,τι πιστεύαμε μέχρι τώρα
Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου