Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, "ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ"- Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, της αποφοίτου μας Κορίνας Παπαλουκά

Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι κρατώντας το πατροπαράδοτο έθιμο κήδευσαν με δημόσια τελετή τους πρώτους που σκοτώθηκαν σ’ αυτόν τον πόλεμο με τον εξής τρόπο. Εκθέτουν τα οστά των νεκρών για δύο μέρες, αφού φτιάξουν εξέδρα, και φέρνει ο καθένας στο δικό του, ό,τι θέλει (ή αν θέλει κάτι). Και όταν έρθει η ώρα της εκφοράς, άμαξες μεταφέρουν οστεοθήκες κυπαρισσένιες, μία (οστεοθήκη) για κάθε φυλή. Και βρίσκονται τα οστά (στην οστεοθήκη της φυλής) στην οποία ανήκε ο καθένας. Και ένα φέρετρο σκεπασμένο με νεκρικό σεντόνι το μεταφέρουν στα χέρια άδειο, αυτό των εξαφανισμένων, οι οποίοι δε βρέθηκαν για περισυλλογή και ταφή. Και παίρνει μέρος στη νεκρώσιμη πομπή όποιος θέλει και από τους πολίτες και από τους ξένους, και οι γυναίκες, που είναι συγγενείς, παρευρίσκονται μοιρολογώντας πάνω στον τάφο. Σους θάβουν λοιπόν στο δημόσιο νεκροταφείο, το οποίο βρίσκεται στο μεγαλύτερο προάστιο της πόλης, και πάντα σ’αυτό θάβουν τους νεκρούς των μαχών, εκτός βέβαια από εκείνους που έπεσαν στον Μαραθώνα. Εκείνων την ανδρεία, επειδή την έκριναν ξεχωριστή, γι’αυτό (εκεί) έκαναν και τον τάφο τους. Και όταν τους σκεπάσουν με χώμα, άνδρας εκλεγμένος από την πόλη, ο οποίος όχι μόνο φαίνεται πολύ συνετός, αλλά και επιβάλλεται με το κύρος του, λέει πάνω από τον τάφο τους τον έπαινο που αρμόζει. Και μετά από αυτό φεύγουν. Μ’ αυτόν τον’τρόπο λοιπόν γίνεται η ταφή. Και σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, σε κάθε παρόμοια περίπτωση, κρατούσαν το έθιμο. Και εκλέχτηκε λοιπόν να μιλήσειγι’ αυτούς εδώ τους πρώτους (νεκρούς) ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου. Και όταν έφτασε η ώρα, αφού προχώρησε από τον τάφο σε εξέδρα, που την είχαν κάνει υψηλή, για να ακούγεται σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος του συγκεντρωμένου πλήθους, έλεγε περίπου τα εξής λόγια:
"Οι περισσότεροι βέβαια από όσους έχουν μιλήσει ως τώρα εδώ επαινούν αυτόν που πρόσθεσε στην καθιερωμένη συνήθεια (τελετή) το λόγο αυτό, γιατί θεωρούν ότι είναι καλό να εκφωνείται αυτός προς τιμήν των νεκρών των πολέμων. Σε μένα όμως θα φαινόταν πως είναι αρκετό σε ανθρώπους που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα, με έργα να εκδηλώνονται και οι τιμές, όπως αυτά που τώρα βλέπετε ότι παρασκευάστηκαν με δημόσια φροντίδα γι’ αυτήν εδώ την ταφή, και να μην εξαρτάται η αξιοπιστία της αρετής πολλών από έναν άνδρα, αν μιλήσει καλά ή άσχημα. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με επιτυχία σε θέμα που με πολύ κόπο εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι (ο ρήτορας) λέει την αλήθεια. Γιατί αυτός που έχει άμεση γνώση και άρα είναι ευνοϊκός ακροατής ίσως να νομίσει ότι αυτά λέγονται κάπως κατώτερα από αυτά που θέλει (να ακούσει ή να λεχθούν) και από αυτά που γνωρίζει καλά (ότι έγιναν), και αυτός πάλι που δεν τα γνωρίζει ίσως νομίσει, από φθόνο, ότι μερικά διογκώνονται, αν τύχει να ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δύναμή του. Γιατί οι έπαινοι που λέγονται για τους άλλους είναι ανεκτοί μέχρι αυτό, ως το σημείο που ο καθένας νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώσει κάτι από αυτά που άκουσε. Επειδή όμως αμέσως φθονούν, γι’ αυτό και δεν πιστεύουν, σ’ ό,τι ξεπερνά τις δυνάμεις τους από εκείνα (που άκουσε ο καθένας). Επειδή όμως αυτά δοκιμάστηκαν από τους παλαιούς και κρίθηκαν πως έτσι (που έχουν) είναι καλά, πρέπει και εγώ ακολουθώντας το έθιμο να προσπαθήσω να ικανοποιήσω, όσο το δυνατόν περισσότερο, την επιθυμία και την προσδοκία του καθενός από σας".
ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ) ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ "ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ"
[35] Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ὡς τώρα ἔχουν μιλήσει ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτὸ συνηθίζουν νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος στὸν νόμο ποὺ διέπει τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν πρόσθεσε τὴν διάταξη αὐτὴ περὶ ἐπιταφίου λόγου, γιατὶ θεωροῦν ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἀπονέμεται μιὰ τέτοια τιμὴ στοὺς νεκροὺς τῶν πολέμων κατὰ τὸν ἐνταφιασμό τους. Σὲ μένα ἐν τούτοις θὰ φαινόταν ὅτι εἶναι προτιμότερο, οἱ τιμὲς ποὺ ἀπονέμονται σὲ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν γενναῖοι με τὰ ἔργα τους, νὰ ἐκδηλώνονται καὶ αὐτὲς μὲ ἔργα μόνο, ὅπως εἶναι π.χ. αὐτές, τὶς ὁποῖες τώρα βλέπετε γύρω ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό τους, ποὺ ἔγινε δημοσίᾳ δαπάνῃ, καὶ ὄχι νὰ ἐξαρτῶνται οἱ ἀρετὲς τῶν πολλῶν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα ἢ τὴν ἀνικανότητα ἑνὸς ἀνθρώπου, νὰ κανονίζεται δηλαδὴ ἡ περὶ αὐτῶν ἐκτίμηση τῶν ἀκροατῶν ἀπὸ τὴν εὐφράδεια ἢ μὴ εὐφράδεια τοῦ ρήτορα. Γιατὶ εἶναι δύσκολο πράγμα νὰ μιλήσει κανεὶς ἀντικειμενικὰ (χωρὶς δηλαδὴ νὰ πεῖ οὔτε λιγότερα οὔτε περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι πρέπει) γιὰ κάποιο θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι δύσκολο νὰ ἐξακριβωθεῖ καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ ἁπλὴ ἰδέα, ὅτι τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν ρήτορα εἶναι ἀληθινά. Γιατὶ ὁ ἀκροατής, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὰ πράγματα καὶ εἶναι εὐνοϊκὰ διατεθειμένος πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔπραξαν, θὰ σχημάτιζε ἴσως τὴν ἰδέα, ὅτι αὐτὰ ἐκτέθηκαν κάπως κατώτερα ἀπὸ ὅ,τι αὐτὸς γνωρίζει καὶ ἐπιθυμεῖ, ἐνῶ ἀντίθετα, ὅποιος τὰ ἀγνοεῖ, θὰ σκεπτόταν ὅτι μερικὰ ἐκτέθηκαν ἀρκετὰ μεγαλοποιημένα, καὶ αὐτὸ ἀπὸ φθόνο, τὸν ὁποῖο δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει κάτι τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει τὶς δικές του φυσικὲς δυνάμεις. Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ἀνέχονται τοὺς ἐπαίνους ποὺ λέγονται γιὰ ἄλλους μόνο ἐφόσον κάθε ἀκροατὴς ἔχει τὴ γνώμη, ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ πράξει κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκούει. Ἐνῶ γιὰ κάθε τί, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, αἰσθάνεται διὰ μιᾶς φθόνο καὶ δυσπιστία. Ἐφόσον ὅμως οἱ πρόγονοί μας ἔκριναν ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πρέπει νὰ γίνονται τὰ πράγματα αὐτά, πρέπει κι ἐγὼ νὰ ἀκολουθήσω τὸ ἔθιμο αὐτὸ καὶ νὰ προσπαθήσω νὰ ἱκανοποιήσω τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν γνώμη τοῦ καθενός σας ὅσο μπορέσω περισσότερο.
[36] Θὰ μιλήσω πρῶτα πρῶτα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Διότι εἶναι δίκαιο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ πρέπον, σὲ μιὰ τέτοια περίσταση, κατὰ τὴν ὁποία θρηνοῦμε καὶ ἐγκωμιάζουμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς ἀπονέμεται ἡ τιμὴ αὐτὴ νὰ μνημονεύονται πρῶτοι. Γιατὶ δὲν ὑπῆρξαν οὔτε μία στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία νὰ ἔπαυσαν νὰ κατοικοῦν τὴν χώρα αὐτή, καὶ χάρις στὴν ἀνδρεία τοὺς διαφύλατταν τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καὶ μᾶς τὴν παράδωσαν ἐλεύθερη. Καὶ ἐκεῖνοι λοιπὸν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο οἱ πατέρες μας. Γιατὶ ἐπὶ πλέον ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κληρονόμησαν, ἀπέκτησαν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ κληροδότησαν σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ὅλη αὐτὴ τὴν ἐπικράτεια ποὺ κατέχουμε σήμερα. Τὸ δὲ ἔργο τῆς περαιτέρω βελτίωσης, τὸ ἐπιτελέσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ εἴμαστε συγκεντρωμένοι ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι βρισκόμαστε ἀκόμη σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἡλικία μας, καὶ ἐμεῖς ἐφοδιάσαμε τὴν πόλη μας μὲ ὅλα τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι αὐταρκέστατη καὶ γιὰ πόλεμο καὶ γιὰ εἰρήνη. Ἀπὸ ὅλα δὲ αὐτὰ ἐγὼ ὅσα μὲν ἀναφέρονται σὲ πολεμικὰ κατορθώματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινε ἡ κάθε μιὰ κατάκτηση, ἢ ἀφοροῦν τὴν ἐνεργητικότητα, μὲ τὴν ὁποία ἀποκρούσαμε, εἴτε ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ εἴτε οἱ πρόγονοί μας, τοὺς ἑκάστοτε ἐπελθόντες ἐναντίον μας Βαρβάρους ἢ Ἕλληνες, ὅλα αὐτά, θὰ τὰ παραλείψω, γιατὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἀπεραντολογῶ ἐνώπιον ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τὰ γνωρίζουν. Ἀλλὰ μὲ ποιὸν τρόπο φθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς δύναμης ποὺ εἴμαστε σήμερα, καὶ μὲ ποιὰ μορφὴ πολιτεύματος καὶ μὲ ποιὲς συνήθειες ἔγινε μεγάλη ἡ δύναμή μας, ὅλα αὐτὰ θὰ ἀναπτύξω πρῶτα, καὶ ἔπειτα θὰ προχωρήσω στὸ ἐγκώμιο αὐτῶν ἐδῶ τῶν νεκρῶν, γιατὶ νομίζω ὅτι δὲν εἶναι ἀνάρμοστο νὰ λεχθοῦν αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, καὶ δὲν εἶναι ἀνώφελο νὰ τὰ ἀκούσουν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, ἀστοὶ καὶ ξένοι.
[37] Ἔχουμε λοιπόν πολίτευμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἀντιγράφει τοὺς νόμους ἄλλων, μᾶλλον δὲ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπόδειγμα σὲ μερικοὺς παρὰ μιμούμαστε ἄλλους. Καὶ ὀνομάζεται μὲν δημοκρατία, γιατὶ ἡ διοίκηση εἶναι στὰ χέρια τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τῶν ὀλίγων, ἔναντι δὲ τῶν νόμων εἶναι ὅλοι ἴσοι στὶς ἰδιωτικές τους διαφορές, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴν θέση τους στὸν δημόσιο βίο κάθε ἕνας προτιμᾶται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπίδοση τὴν ὁποία σημειώνει σὲ αὐτά, δηλαδὴ ἡ δημόσιά του σταδιοδρομία ἐξαρτᾶται μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἀτομική του ἀξία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ τάξη, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται, οὔτε πάλι ἕνας, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν φτωχὸς ἔχει ὅμως τὴν ἱκανότητα νὰ παράσχει κάποια ὑπηρεσία στὴν πατρίδα του, ἐμποδίζεται σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἄγνωστος. Ζοῦμε δὲ σὰν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, καὶ σὰν πολίτες στὸν δημόσιο βίο καὶ σὰν ἄτομα στὸν ἰδιωτικό, στὶς ἐπιδιώξεις μας τῆς καθημερινῆς ζωῆς, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν κοιτᾶμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον μὲ καχυποψία, δὲν θυμώνουμε μὲ τὸν γείτονά μας, ὅταν κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει, οὔτε παίρνουμε μία φυσιογνωμία σκυθρωπή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μὴν βλάπτει τὸν ἄλλο, πάντως ὅμως εἶναι δυσάρεστη. Ἐνῶ δὲ στὴν ἰδιωτική μας ζωὴ συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, στὴν δημόσιά μας ζωή, σὰν πολίτες, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸ πάντων δὲν παραβαίνουμε τοὺς νόμους, ὑπακοῦμε δὲ στοὺς ἑκάστοτε κατέχοντες τὰ δημόσια ἀξιώματα καὶ στοὺς νόμους, πρὸ περισσότερο σὲ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ ὑποστήριξη τῶν ἀδικούμενων, καὶ σὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἄγραφοι, ἡ παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπὴ στοὺς παραβάτες.
[38] Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα μας ἔχουμε ἐφεύρει πλείστους ὅσους τρόπους νὰ τὸ ἀνακουφίζουμε ἀπὸ τοὺς κόπους, μὲ ἑορταστικοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες, τὶς ὁποῖες ἔχουμε καθιερώσει καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ μὲ εὐπρεπῆ ἰδιωτικὰ οἰκήματα, ἡ δὲ εὐχαρίστηση τὴν ὁποία καθημερινὰ ἀπολαμβάνουμε ἀπὸ ὅλα αὐτά, διώχνει τὴν μελαγχολία. Λόγω δὲ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων τῆς πόλης μας εἰσάγονται σὲ αὐτὴν προϊόντα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ συμβαίνει νὰ ἀπολαμβάνουμε ἔτσι τὰ προϊόντα τῶν ἄλλων χωρῶν μὲ ὅση οἰκειότητα καταναλώνουμε τὰ προϊόντα της Ἀττικῆς (σὰν νὰ εἶναι δηλαδὴ δικά μας).
[39] Ὑπερέχουμε δὲ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους μας καὶ στὴν πολεμικὴ προετοιμασία κατὰ τὰ ἑξῆς: Τὴν πόλη μας π.χ. τὴν παρέχουμε ἀνοιχτή σε ὅλον τὸν κόσμο, καὶ ποτὲ δὲν ἀποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τοὺς ξένους ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἀκρόαμα ἢ θέαμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἂν δὲν τὸ κρατήσουμε μυστικὸ καὶ τὸ δεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, εἶναι δυνατὸν νὰ ὠφεληθεῖ, καὶ αὐτὸ γιατὶ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη ὄχι τόσο στὶς πολεμικὲς προετοιμασίες καὶ τὰ στρατηγήματα ὅσο στὴν ἔμφυτη γενναιότητά μας ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἔργα. Στὸ ζήτημα δὲ πάλι τῆς ἀγωγῆς, ἐνῶ ἐκεῖνοι ὑποβάλλονται ἀπὸ τὴν νεαρή τους ἀκόμα ἡλικία σὲ συνεχῆ καὶ ἐπίπονη ἄσκηση, μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκουν νὰ γίνουν γενναῖοι, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ὅμως εἴμαστε ἐξ ἴσου πρόθυμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς κινδύνους, τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζουν καὶ αὐτοί. Καὶ νὰ ἡ ἀπόδειξη: ἐνῶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκστρατεύουν κατὰ τῆς χώρας μας μὲ ὅλους τοὺς τοὺς συμμάχους καὶ ποτὲ μόνοι, ἐμεῖς ἐπερχόμαστε κατὰ τῶν ἄλλων ἐντελῶς μόνοι, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς νικᾶμε χωρὶς καμία δυσκολία τοὺς ἀντιπάλους μας, μολονότι ἐκεῖνοι μὲν μάχονται ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, ἐμεῖς δὲ εἴμαστε σὲ ξένο ἔδαφος. Καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀντιμετώπισε μέχρι σήμερα τὶς δυνάμεις μας ἑνωμένες, γιατὶ ἀφ᾿ ἑνὸς καταβάλλουμε πολλὲς φροντίδες ταυτόχρονα καὶ γιὰ τὸ ναυτικό μας, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου κατατέμνουμε τὶς δυνάμεις μας τοῦ πεζικοῦ καὶ τὶς στέλνουμε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἐπικράτειάς μας. Ἂν δὲ κάπου μὲ μέρος μόνο τῆς δύναμής μας συμπλακοῦν οἱ ἀντίπαλοί μας, τότε, ἂν μὲν νικήσουν, καυχῶνται ὅτι μᾶς νίκησαν ὅλους, ἂν δὲν νικηθοῦν, διακηρύσσουν ὅτι νικήθηκαν ἀπὸ ὅλους. Καὶ βέβαια, ἂν ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πολλὴ προθυμία τοὺς κινδύνους, μᾶλλον μὲ μιὰ ἀφροντισιὰ καὶ ἄνεση παρὰ μετὰ ἀπὸ ἐπίπονη ἄσκηση, καὶ μὲ ἀνδρεία, ἡ ὁποία ὀφείλεται ὄχι τόσο στὴν ἐπιβολὴ τῶν νόμων ὅσο στὴν φυσική μας εὐψυχία, ἔχουμε τὸ πλεονέκτημα ὅτι δὲν καταπονούμεθα προκαταβολικὰ γιὰ δεινά, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν ἀκόμα στὸ μέλλον, καὶ ὅτι, ὅταν φθάσει ἡ ὥρα τῶν δεινῶν αὐτῶν, ἀποδεικνυόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε λιγότερο τολμηροὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοχθοῦν ἀδιάκοπα. Δὲν εἶναι δὲ σὲ αὐτὰ μόνο ἀξιοθαύμαστη ἡ πόλη μας ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἀκόμη.
[40] Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας
Γιατὶ εἴμαστε λάτρεις τοῦ ὡραίου, ὅμως χωρὶς σπατάλη χρήματος, καὶ καλλιεργοῦμε τὸ πνεῦμα χωρὶς νὰ χάνουμε τὴν ἀνδρεία μας. Καὶ μεταχειριζόμαστε τὸν πλοῦτο περισσότερο σὰν μία εὐκαιρία δράσης παρὰ σὰν ἀφορμὴ κομπορρημοσύνης, τὸ νὰ ὁμολογεῖ δὲ κανεὶς τὴν φτώχειά του δὲν εἶναι ντροπή, εἶναι ὅμως αἰσχρότερο τὸ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει μὲ τὴν ἐργασία. Ἐπὶ πλέον, οἱ ἴδιοι ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ φροντίζουμε ταυτόχρονα γιὰ τὶς ἰδιωτικές μας ὑποθέσεις καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς πόλης μας, καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι απασχολημενοι μὲ ἰδιωτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ αὐτοὶ ἀκόμα κατέχουν τὰ πολιτικὰ ζητήματα στὴν ἐντέλεια. Γιατὶ εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς ποὺ τὸν μὴ ἀναμειγνυόμενο καθόλου στὰ κοινὰ δὲν τὸν θεωροῦμε φιλήσυχο ἀλλὰ ἄχρηστο, καὶ οἱ μόνοι ποὺ ὅποτε δὲν τὰ ἐπινοοῦμε καὶ δὲν τὰ προτείνουμε οἱ ἴδιοι πάντως ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ κρίνουμε σωστὰ τὰ λαμβανόμενα μέτρα, τοὺς δὲ λόγους δὲν τοὺς θεωροῦμε καθόλου ἐμπόδιο τῶν ἔργων, ἀλλὰ μᾶλλον θεωροῦμε σὰν ἐμπόδιο τὸ νὰ μὴν ἔχουμε κατατοπισθεῖ προφορικὰ σὲ ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε, πρὶν καταπιαστοῦμε μὲ αὐτά. Γιατὶ ὑπερέχουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ ἀκόμη, ὅτι δηλαδὴ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποφασίζουμε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ ἐπιχειροῦμε. Ἐνῶ ὡς πρὸς αὐτὸ οἱ ἄλλοι... σὲ αὐτοὺς ἡ μὲν ἀμάθεια τοὺς κάνει νὰ ἀποφασίζουν ἡ δὲ σκέψη τοὺς κάνει νὰ διστάζουν. Πιὸ τολμηροὶ ὅμως ἀπὸ ὅλους εἶναι σωστὸ νὰ θεωροῦνται ὅσοι γνωρίζουν μὲ σαφήνεια ποιὲς εἶναι οἱ συμφορὲς καὶ ποιὰ τὰ εὐχάριστα, καὶ ὅμως ἡ γνώση αὐτὴ δὲν τοὺς κάνει νὰ ἀποφεύγουν τοὺς κινδύνους. Ἀλλὰ καὶ στὰ ζητήματα τῆς καλωσύνης διαφέρουμε ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ ἐμεῖς τοὺς φίλους τους ἀποκτᾶμε μᾶλλον εὐεργετώντας παρὰ εὐεργετούμενοι ἀπὸ αὐτούς. Σταθερότερος δὲ φίλος εἶναι ὁ εὐεργετῶν τὸν ἄλλον, γιατὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προσπαθεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ἀνάμνηση τῆς εὐεργεσίας μὲ τὸ νὰ φέρεται πάντοτε καλὰ πρὸς τὸν εὐεργετούμενο. Ἐνῶ ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ ὀφείλει τὴν εὐεργεσία εἶναι ψυχρότερος στὶς σχέσεις του, γιατὶ γνωρίζει, ὅτι πρόκειται νὰ ἀνταποδώσει τὴν καλωσύνη σὰν πληρωμὴ χρέους καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ ἄλλου. Καὶ εἴμαστε οἱ μόνοι ποὺ βοηθᾶμε τὸν ἄλλο χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀνησυχία, καὶ αὐτὸ μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἐμπνέει ἡ ἐλευθερία παρὰ ἀπὸ συμφεροντολογικοὺς ὑπολογισμούς.
[41] Ἀνακεφαλαιώνοντας λοιπὸν τὰ παραπάνω τονίζω, ὅτι ἡ ὅλη πόλη εἶναι σχολεῖο τῆς Ἑλλάδας καὶ ὅτι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ προσαρμοστεῖ πρὸς τὶς πλέον διαφορετικὲς μορφὲς δράσεως μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐστροφία καὶ χάρη. Καὶ ὅτι αὐτὰ εἶναι μᾶλλον ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἁπλὴ κομπορρημοσύνη, κατάλληλη γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, τὸ ἀποδεικνύει αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς πόλης, τὴν ὁποία ἀποκτήσαμε μὲ τὶς ἱκανότητές μας αὐτές. Γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πόλη ἀπὸ τὶς σημερινὲς ποὺ ὅταν δοκιμάζεται ἀποδεικνύεται ἀνώτερή της φήμης της, καὶ ἡ μόνη, ἢ ὁποία οὔτε στὸν ἐχθρό, ποὺ τῆς ἐπιτίθεται, δίνει ἀφορμὴ νὰ ἀγανακτήσει μὲ ὅσα παθαίνει ἀπὸ τέτοιους ἀντιπάλους, οὔτε στοὺς ὑπηκόους της δίνει ἀφορμὴ γιὰ παράπονα, γιατὶ τάχα ἐξουσιάζονται ἀπὸ ἀνάξιους νὰ ἔχουν τὴν ἐξουσία. Ἡ δύναμή μας δὲ αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια χωρὶς ἀποδείξεις, ἀλλὰ ὑπάρχουν μεγαλοπρεπῆ μνημεῖα αὐτῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς θαυμάζουν» οἱ σύγχρονοί μας καὶ θὰ μᾶς θαυμάζουν καὶ οἱ μελλοντικὲς γενιές, καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ χρειαζόμαστε τοὺς ἐπαίνους οὔτε τοῦ Ὁμήρου οὔτε κανενὸς ἄλλου, τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι εἶναι δυνατὸν νὰ εὐχαριστήσουν πρὸς στιγμήν, θὰ ἔλθει ὅμως ἡ πραγματικότητα, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαλύψει ψεύτικη τὴν ἰδέα ποὺ σχηματίστηκε γιὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ γιατὶ ὁλόκληρη τὴ θάλασσα καὶ τὴν ξηρὰ τὴν ἐξαναγκάσαμε νὰ γίνει προσιτὴ στὴν τόλμη μας, ἱδρύσαμε δὲ παντοῦ αἰώνια μνημεῖα καὶ τῆς φιλίας μας καὶ τῆς ἔχθρας μας. Ὑπὲρ αὐτῆς λοιπὸν τῆς πόλης καὶ αὐτοὶ ἐδῶ λοιπὸν πολέμησαν γενναία καὶ βρῆκαν τὸν θάνατο, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὴν στέρησή της, καὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀπομένοντες στὴν ζωὴ ὁ καθένας πρέπει νὰ ἔχει τὴν προθυμία νὰ μοχθήσει γι᾿ αὐτήν.
[42] Γι᾿ αὐτὸν λοιπὸν τον λόγο μακρηγόρησα γιὰ ὅσα ἀφοροῦν τὴν πόλη, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δηλαδὴ γιατὶ ἤθελα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἐμεῖς δὲν ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀγωνίζονται ὅσοι δὲν ἔχουν κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα σὲ ἴσο βαθμὸ μὲ μᾶς, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιατὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤθελα νὰ κάνω φανερό με ἀποδείξεις, ὅτι εἶναι δίκαιο τὸ ἐγκώμιο τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάω τώρα. Καὶ ἔχω ἤδη ἀναφέρει τὰ κυριότερα σημεῖα τούτου τοῦ ἐγκωμίου. Γιατὶ ὅσα εἶπα γιὰ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὴν ἐξυμνήσω, εἶναι στολίδια, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν στόλισαν οἱ ἀρετὲς αὐτῶν ἐδῶ καὶ ἄλλων ὁμοίων με αὐτούς, καὶ πολὺ λίγοι Ἕλληνες ὑπάρχουν, γιὰ τοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ λεχθεῖ, ὅ,τι μπορεῖ νὰ λεχθεῖ γι᾿ αὐτοὺς ἐδῶ, ὅτι δηλαδὴ φήμη τοὺς ἰσοσταθμίζει τὰ ἔργα τους. Ἔχω δὲ τὴ γνώμη, ὅτι θάνατος σὰν αὐτὸν ἐδῶ τῶν προκείμενων νεκρῶν παρέχει τὸ ἀληθινὸ μέτρο τῆς ἀξίας ἑνὸς ἀνθρώπου, καὶ ἄλλοτε μὲν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ τὴν προαναγγέλλει ἄλλοτε δὲ ὁ τελευταῖος ποὺ τὴν ἐπισφραγίζει. Γιατὶ καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμη ποὺ ὑστεροῦν κατὰ τὰ ἄλλα, δικαιοῦνται νὰ προβάλλουν γιὰ ὑπεράσπισή τους τὴν ἀνδραγαθία, τὴν ὁποία ἐπέδειξαν κατὰ τοὺς πολέμους, μαχόμενοι ὑπὲρ τῆς πατρίδας. Γιατὶ ἐξέλειψαν τὸ κακὸ διὰ τοῦ καλοῦ, καὶ μὲ τὶς καλές τους ὑπηρεσίες σὰν ὑπερασπιστὲς τῆς πατρίδας τὴν ὠφέλησαν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὴν ἔβλαψαν μὲ τὰ τυχὸν σφάλματά τους στὴν ἰδιωτική τους ζωή. Ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως ἐδῶ κανεὶς δὲν δείχθηκε δειλὸς μπροστὰ στὸν θάνατο ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου του, δὲν προτίμησε δηλαδὴ νὰ συνεχίσει τὴν ἀπόλαυσή του, οὔτε ἀπέφυγε τὸν κίνδυνο ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειάς του, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα δηλαδὴ ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει ἐπὶ τέλους κάποτε καὶ νὰ γίνει πλούσιος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ πόθησαν τὴν τιμωρία τῶν ἐχθρῶν τους, καὶ συνάμα θεώρησαν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐνδοξότερος κίνδυνος ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, καὶ γιὰ τοῦτο προθυμοποιήθηκαν νὰ ριφθοῦν σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς ἐχθρούς τους ἀφ᾿ ἑνός, καὶ γιὰ νὰ ἐπιδιώξουν τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν ἀφ᾿ ἑτέρου, τὴν μὲν ἀβεβαιότητα δηλαδὴ τῆς ἐπιτυχίας τὴν ἐμπιστεύθηκαν στὴν ἐλπίδα, ὡς πρὸς δὲ τὸν κίνδυνο τοῦ θανάτου ποὺ βρισκόταν μπροστὰ τοὺς κατὰ τὴν μάχη ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ στηριχθοῦν στὸν ἑαυτό τους καὶ μόνο. Καὶ μέσα στὴ μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ βροῦν τὸν θάνατο παρὰ νὰ σωθοῦν τρεπόμενοι σὲ φυγή, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπέφευγαν τὴν αἰσχρὴ φήμη τῆς δειλίας, καὶ ὑπέβαλαν τὰ σώματά τους σὲ ὅλα τὰ δεινά της μάχης, σὲ μιὰ δὲ κρίσιμη στιγμή, ποὺ ἦταν στὰ χέρια τῆς τύχης, στὸ ὕψος τῆς δόξας μᾶλλον παρὰ τοῦ τρόμου, βρῆκαν τὸν θάνατο.
[43] Καὶ αὐτοὶ μὲν ἐδῶ τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι ὑπῆρξαν, ἀντάξιοί της πατρίδας τους. Σεῖς δὲ οἱ ἐπιζῶντες πρέπει νὰ εὔχεσθε, τὸ γενναῖο σας φρόνημα ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς νὰ εἶναι περισσότερο τυχερὸ ἀπὸ αὐτὸ τῶν προηγούμενων νεκρῶν, μὲ κανέναν ὅμως τρόπο νὰ καταδέχεσθε νὰ εἶναι λιγότερο τολμηρό, καὶ νὰ μὴν κρίνετε τὴν ἀξία τοῦ φρονήματος αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τοῦ ρήτορα μόνο, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ τὴν μεγαλοποιήσει ὅσο ἤθελε ἐνώπιόν σας (ἂν καὶ σεῖς τὰ ξέρετε τὸ ἴδιο καλὰ μὲ αὐτόν), ἀναφέροντας ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἄμυνα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ παρατηρεῖτε καθημερινὰ τὴ δύναμη τῆς πόλης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται μὲ ἔργα, καὶ νὰ κυριεύεσθε λίγο ἀπὸ ἔρωτα πρὸς αὐτήν, καὶ ὅταν σᾶς φανεῖ ὅτι εἶναι μεγάλη, νὰ συλλογίζεσθε ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπέκτησαν ἄνθρωποι τολμηροὶ ποὺ εἶχαν συναίσθηση τοῦ καθήκοντός τους, καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς μάχης εἶχαν πάντοτε μπροστὰ στὰ μάτια τοὺς τὸν φόβο τοῦ ντροπιάσματος, ὅσες φορὲς δὲ ἀποτύγχαναν σὲ κάποια τοὺς προσπάθεια, δὲν νόμιζαν ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ στερήσουν καὶ τὴν πόλη ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες τους, ἀλλὰ συνεισέφεραν ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ὡραιότερη συνεισφορά. Γιατὶ ἐνῶ ὅλοι μαζὶ ἀπὸ κοινοῦ πρόσφεραν στὴν ὑπηρεσία τῆς πατρίδας τὰ σώματά τους, ἀπελάμβαναν ἀτομικὰ κάθε ἕνας, σὰν ἀνταμοιβὴ τρόπον τινά, τὸν ἔπαινο, ὁ ὁποῖος δὲν γερνάει ποτέ, καὶ τὸν πιὸ ἐπίσημο τάφο, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει ἄνθρωπος, δὲν ἐννοῶ δὲ τὸν τάφο, στὸν ὁποῖο ἔχουν ἐναποτεθεῖ τὰ λείψανά τους, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν τάφο, στὸν ὁποῖο ἀπομένει μετὰ θάνατον ἡ δόξα τους καὶ μνημονεύεται αἰωνίως σὲ κάθε παρουσιαζόμενη κάθε φορὰ εὐκαιρία εἴτε λόγου εἴτε ἔργου. Γιατὶ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τάφος εἶναι ἡ Γῆ ὁλόκληρη, καὶ τὴν ὕπαρξή τους δὲν τὴν φανερώνει μόνο ἡ ἐπιγραφὴ μιᾶς στήλης σὲ κάποιο μέρος τῆς πατρίδας τους, ἀλλὰ καὶ στὰ ξένα μέρη εἶναι ἐγκατεστημένη μία ἄγραφη ἀνάμνηση αὐτῶν σκαλισμένη ὄχι σὲ κάποιο ἔργο τέχνης ἀλλὰ μᾶλλον στὶς καρδιὲς ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὺς λοιπόν, ἐσεῖς τώρα νὰ τοὺς μιμηθεῖτε, καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι εὐδαιμονία εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἐλευθερία δὲ ἡ τόλμη, μὴν τρομοκρατεῖσθε ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Γιατὶ δὲν θὰ ἦταν δικαιότερο νὰ ἀψηφοῦν τὴν ζωὴ τοὺς οἱ δυστυχοῦντες ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐλπίζουν νὰ ἀπολαύσουν κανέναν καλό, ἀλλὰ οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διάρκεια ἀκόμη τῆς ζωῆς τοὺς διατρέχουν τὸν κίνδυνο νὰ δοῦν τὴν κατάστασή τους νὰ μεταβάλλεται στὴν ἀντίθετη, δηλαδὴ τὴν δυστυχία, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἦταν πολὺ σημαντικὴ ἡ διαφορά, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι πάθαιναν κανένα ἀτύχημα. Γιατὶ προξενεῖ μεγαλύτερο πόνο, σὲ ἕναν βέβαια ποὺ ἔχει κάποια ὑψηλοφροσύνη, ἡ ἐξαθλίωση ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἐκφυλισμό, παρὰ ὁ θάνατος ποὺ τοῦ ἔρχεται ξαφνικά, χωρὶς κἂν νὰ γίνει αἰσθητός, ἐπάνω στὴν ἀκμὴ τῆς σωματικῆς του δύναμης καὶ ἐπάνω στὶς ἐλπίδες ποὺ τρέφει καὶ ὁ κάθε θνητός.
[44] Γι᾿ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγο καὶ σᾶς τοὺς γονεῖς τῶν ἡρώων αὐτῶν, ὅσοι εἶσθε παρόντες, δὲν σᾶς κλαίω τὴν στιγμὴ αὐτή, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς παρηγορήσω. Γιατί, ὅπως ὅλοι, γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ὅτι μεγάλωσαν μέσα σὲ ποικίλες ἐναλλαγὲς τῆς τύχης, καὶ ὅτι εὐτυχισμένοι μπορεῖ νὰ θεωροῦνται μόνο ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους ἔλαχε ἡ μεγίστη τιμή, εἴτε ἕνας ἔντιμος θάνατος εἶναι αὐτή, ὅπως αὐτῶν ἐδῶ, εἴτε μία ἔντιμη λύπη, ὅπως ἡ δική σας, καὶ ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς τοὺς κανονίστηκαν κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε τὸ τέρμα τῆς εὐτυχίας τους νὰ συμπέσει μὲ τὸ τέρμα τῆς ζωῆς τους. Γνωρίζω βέβαια ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ σᾶς πείσω γι᾿ αὐτά, μιὰ τέτοια στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ εὐτυχία τῶν ἄλλων θὰ σᾶς κάνει νὰ θυμηθεῖτε πολλὲς φορὲς τὴν εὐτυχία, ποὺ κάποτε αἰσθανθήκατε καὶ σεῖς. Καὶ λύπη αἰσθάνεται κανεὶς ὄχι γιὰ τὴν ἔλλειψη τῶν ἀγαθῶν ποὺ δὲν δοκίμασε ποτὲ στὴν ζωή του, ἀλλὰ γιὰ τὴν στέρηση ἐκείνων, τὰ ὁποῖα πρὶν τοῦ ἀφαιρεθοῦν ἀποτέλεσαν μέρος τῆς ζωῆς του. Ὅσοι δὲ ἀπὸ ἐσᾶς εἶσθε σὲ ἡλικία ποὺ ἐπιτρέπει τὴν τεκνοποιία, πρέπει νὰ ὑποφέρετε τὸν πόνο σας μὲ περισσότερη ὑπομονή, γιατὶ ἐλπίζετε νὰ ἀποκτήσετε καὶ ἄλλα παιδιά. Γιατὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα σας ἰδιαίτερα ἐκεῖνα ποὺ θὰ γεννηθοῦν θὰ σᾶς κάνουν νὰ λησμονήσετε σιγὰ σιγὰ αὐτὰ ποὺ χάσατε στὸν πόλεμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πόλη τὸ κέρδος θὰ εἶναι διπλό, γιατὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφ᾿ ἑνὸς ἀποφεύγεται ἡ ἀπειλούμενη ἐρήμωση ἀπὸ τὴν ἐλάττωση τοῦ πληθυσμοῦ, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἐνισχύεται ἡ ἀσφάλειά της. Γιατὶ τίποτε τὸ σωστὸ καὶ δίκαιο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ συμβουλεύσουν τὴν πόλη ὅσοι δὲν ἔχουν παιδιὰ νὰ τὰ ἐκθέσουν στὸν κίνδυνο ποὺ ἐκτίθενται τὰ παιδιὰ ὅλων τῶν ἄλλων. Ὅσοι δὲ πάλι ἔχετε προσπεράσει τὸ ὅριο αὐτὸ τῆς ἡλικίας, πρέπει νὰ θεωρεῖτε κέρδος τὸ ὅτι περάσατε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς σας εὐτυχισμένοι, ἡ δὲ περίοδος τῆς λυπημένης ζωῆς σας θὰ εἶναι σύντομη, καὶ νὰ ἀνακουφίζεσθε ἀπὸ τὴν δόξα αὐτῶν ἐδῶ τῶν ἡρωϊκῶς πεσόντων παιδιῶν σας. Γιατὶ τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν γερνάει ποτὲ εἶναι ἡ φιλοδοξία, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εὐχαριστεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν γεροντική του ἡλικία, ὅταν εἶναι ἄχρηστος πιά, δὲν εἶναι τὸ κέρδος, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλὰ ἡ ἀπόλαυση τιμῶν.
[45] Ὡς πρὸς σᾶς δὲ ἐξ ἄλλου, τοὺς γιοὺς καὶ ἀδελφούς τους, ὅσοι εἶσθε παρόντες, βλέπω ὅτι ἡ προσπάθεια, τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ καταβάλλετε, γιὰ νὰ τοὺς μιμεῖσθε, εἶναι τρομακτικὰ δύσκολη. Γιατὶ ὅλοι συνηθίζουν νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ὑπάρχει πλέον, ὁσοδήποτε δὲ ὑπέροχη καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι εἶναι ἡ ἀρετή σας, μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ θεωρούσατε ὅτι εἶσθε, ὄχι ὅμοιοι, ἀλλὰ κατὰ τί κατώτεροι. Γιατὶ καὶ μεταξὺ τῶν ζώντων ὑπάρχει φθόνος ἀμοιβαῖος ἐκ μέρους τῶν ἑκάστοτε ἀντιζήλων, ὅποιος δὲ πεθαίνει καὶ δὲν εἶναι ἐμπόδιο σὲ κανέναν τιμᾶται μὲ μία εὔνοια ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ἀντίδραση. Ἂν δὲ πρέπει νὰ κάνω λόγο καὶ γιὰ τὴν γυναικεία ἀρετή, σχετικὰ μὲ αὐτὲς ποὺ θὰ ζοῦν ὡς ἑξῆς σὰν χῆρες, θὰ συμπεριλάβω ὅλα ὅσα ἔχω νὰ πῶ σὲ μία σύντομη παραίνεση: θὰ εἶναι μεγάλη ἡ δόξα σας, ἂν δὲν δειχθεῖτε κατώτεροι τοῦ φυσικοῦ σας χαρακτήρα, καὶ μάλιστα ἂν γιὰ τὴν κάθε μιά σας γίνεται ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερος λόγος μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, εἴτε πρὸς ἔπαινον εἴτε πρὸς κατηγορία (εἴτε γιὰ καλὸ εἴτε γιὰ κακό).
[46] Ἐκφώνησα λοιπὸν κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιταγὴ τοῦ νόμου, τὸν ἐπιτάφιο, καὶ εἶπα ὅ,τι εἶχα νὰ πῶ κατάλληλο γιὰ τὴν περίσταση, καὶ μὲ ἔργα δὲ αὐτοί, τοὺς ὁποίους θάπτουμε, ἐν μέρει μὲν ἔχουν τιμηθεῖ τώρα ἀμέσως, ἐν μέρει δὲ θὰ τιμῶνται στὸ μέλλον, γιατὶ ἡ πόλη θὰ ἀνατρέφει τὰ παιδιὰ τοὺς δημοσία δαπάνη μέχρι ποὺ νὰ γίνουν ἔφηβοι, ἀπονέμουσα ἔτσι καὶ σὲ αὐτοὺς ἐδῶ καὶ στοὺς ἐπιζῶντες χρήσιμη ἀμοιβή, ἀντὶ στεφάνου τρόπον τινά, γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδας. Γιατὶ ὅπου τὰ βραβεῖα τῆς ἀρετῆς εἶναι τὰ πιὸ μεγάλα, ἐκεῖ συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν πολιτῶν καὶ οἱ πιὸ ἐνάρετοι ἄνδρες. Καὶ τώρα νὰ χορτάσει ὁ καθένας θρηνώντας τὸν δικό του καὶ ἔπειτα νὰ ἀποχωρήσει». Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπο τελέστηκε ὁ ἐνταφιασμὸς τῶν πεσόντων κατὰ αὐτὸν τὸν χειμώνα, μὲ τὸ τέλος τοῦ ὁποίου συνέπεσε καὶ τὸ τέλος τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ παρόντος πολέμου.
Ο Περικλής γεννήθηκε το 495 π.Χ. στον δήμο Χολαργού. Ήταν γιος του Αθηναίου στρατηγού Ξανθίππου και της Αγαρίστης, γόνου αριστοκρατικής οικογενείας, η οποία ήταν συγγενής του Κλεισθένη, του θεμελιωτή της Αθηναϊκής δημοκρατίας, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Η πολιτική του ενασχόληση φαίνεται να ξεκινά το 463 π.Χ., όταν τον συναντάμε στους κατήγορους του Κίμωνα, γιου του στρατηγού Μιλτιάδη. Ο Περικλής είχε ήδη ενταχθεί στον δημοκρατικό σχηματισμό του Εφιάλτη. Όταν, όμως, ο Εφιάλτης δολοφονήθηκε από ολιγαρχικούς, ο Περικλής κυβέρνησε την Αθήνα για 32 χρόνια (461-429 π.Χ.) και εκλεγόταν κάθε χρόνο στρατηγός μέχρι τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, η Αθήνα μετατράπηκε στο πιο λαμπρό, οικονομικό, εμπορικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Μεσογείου.
Ο ιστορικός Θουκυδίδης ( 455-399 π.Χ.), τον ξεχώρισε ανάμεσα σε όλους τους συγχρόνους του και δέχτηκε ισχυρή επίδραση από την προσωπικότητά του, μολονότι η οικογενειακή του παράδοση συνδέθηκε με την αντίπαλη παράταξη των αριστοκρατών. Η παιδική και νεανική ηλικία του Θουκυδίδη συμπίπτει με τα χρόνια της Αθηναϊκής δύναμης.
Ο Περικλής αγαπούσε πραγματικά την πόλη του και το έργο του ήταν μεγάλο. - Εδραίωσε την Αθηναϊκή συμμαχία και αύξησε τις εισφορές των συμμάχων προς όφελος της πόλης του. Συγκεκριμένα, μετέφερε το συμμαχικό ταμείο από τη Δήλο στην Αθήνα, με το πρόσχημα της ασφάλειας, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στους Αθηναίους να διαχειρίζονται τα χρήματα χωρίς να δίνουν λογαριασμό στους συμμάχους, μετατρέποντας ουσιαστικά έτσι τη συμμαχία σε ηγεμονία.
- Μεταρρύθμισε ορισμένους θεσμούς της πολιτείας, ώστε το πολίτευμα να πάρει δημοκρατικότερο χαρακτήρα. Καθιέρωσε δηλαδή χρηματική αποζημίωση για τους κληρωτούς άρχοντες, τους βουλευτές και τους λαϊκούς δικαστές, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν οικονομικά τα λαϊκά στρώματα που δεν διέθεταν περιουσία και έπρεπε να συμμετέχουν στη διοίκηση του κράτους. Επιπλέον, επέβαλε στους πλουσιότερους πολίτες έκτακτες εισφορές, τις λεγόμενες λειτουργίες, προκειμένου να καλύψει δαπάνες θρησκευτικών και στρατιωτικών εκδηλώσεων. Αυτές ήταν υποχρεωτικές και είχαν τιμητικό χαρακτήρα. Τέλος, καθιέρωσε τα θεωρικά, δηλαδή το αντίτιμο της ελεύθερης εισόδου των πολιτών στο θέατρο, το οποίο αποτελούσε χώρο παιδείας για τους Αθηναίους.
- Αξιοποίησε την οικονομική ευρωστία της Αθήνας, δημιουργώντας τα περίλαμπρα οικοδομήματα της Ακρόπολης, τα Μακρά Τείχη που ενώνουν με ασφάλεια την Αθήνα με το επίνειό της, τον Πειραιά και άλλα μνημειώδη δημόσια έργα.
- Συνέβαλε στην πνευματική άνθηση της Αθήνας και κατέστη η πόλη κέντρο διαφωτισμού του ελληνικού κόσμου.
- Διακήρυξε την ενότητα του ελληνικού κόσμου, υλοποίησε (όσο μπορούσε) το ιδανικό της πανελλήνιας ιδέας (π.χ. πρωτοβουλία για την ίδρυση των θουρίων (444 π.Χ. – στην Κάτω Ιταλία).
Η προσφορά του κρίθηκε από την ιστορία τόσο σημαντική, ώστε ο χρυσός αιώνας του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα της Αθήνας ονομάστηκε χρυσός αιώνας του Περικλή.
Ο Θουκυδίδης τον θεωρούσε προικισμένο ηγέτη, τονίζοντας ότι απέκτησε τη δύναμή του με το προσωπικό του κύρος, την πολιτική του οξυδέρκεια και τον ανιδιοτελή χαρακτήρα του. Αποδείχτηκε ανώτερος χρημάτων και αδέκαστος, καθώς δεν προσπάθησε να αποκτήσει επιρροή με παράνομα μέσα. Ο ιστορικός αναφέρει ότι την εποχή του Περικλή το πολιτικό καθεστώς που επικρατούσε στην Αθήνα ήταν,“ λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή”, φράση που δηλώνει την απόλυτη κυριαρχία του Περικλή στην πολιτική ζωή της Αθήνας χωρίς, όμως, να υπονοεί την επιβολή τυραννίας.
Διότι ο Περικλής διέθετε την ικανότητα να πείθει και να καθοδηγεί τον λαό δίχως να περιορίζει τις ελευθερίες του. Όταν διαπίστωνε ότι οι Αθηναίοι κυριεύονταν από έπαρση και επιδείκνυαν παράτολμο θάρρος, τότε τους μιλούσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους φοβίσει. Ενώ, αντίθετα, όταν τους έβλεπε να δειλιάζουν χωρίς να έχουν κάποιον σοβαρό λόγο, τους εμψύχωνε με τα λόγια του. Θέλοντας λοιπόν, ο Θουκυδίδης να εξάρει το μεγαλείο του Αθηναίου πολιτικού, αφιέρωσε μεγάλο μέρος του πρώτου και δεύτερου βιβλίου της Ιστορίας του στις ενέργειες και στις δημηγορίες του Περικλή.
Κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, ο ιστορικός πίστευε στην αξία του και στην ορθότητα των βασικών αρχών του πολεμικού του σχεδιασμού: άμυνα στην ξηρά, επίθεση στη θάλασσα, σύνεση και αυτοπεποίθηση. Ο Περικλής είχε ταχθεί υπέρ του πολέμου. Ήξερε πολύ καλά ότι η ναυτική δύναμη της Αθήνας οφείλει όχι μόνο να συνεχίσει, αλλά και να διευρύνει την κυριαρχία της στη θάλασσα, επίτευγμα που μόνο η αποικιοκρατική πολιτική και το καθεστώς της Αθηναϊκής ηγεμονίας μπορεί να εξασφαλίσει. Η μόνη λύση για τον ευφυή και διορατικό ηγέτη για τη συνέχιση της οικονομικής ευημερίας είναι η στρατιωτική επικράτηση απέναντι στη Σπάρτη. Θεώρησε ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την Αθήνα, ότι θα μπορούσε να νικήσει τη Σπάρτη, ιδιαίτερα με την προσάρτηση της Κέρκυρας στην Αθηναϊκή συμμαχία. Για αυτό παρότρυνε τους Αθηναίους σε αυτήν την κατεύθυνση.
Τους προειδοποίησε, όμως, και τους είπε τα εξής: «Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ἔχω ἐς ἐλπίδα τοῦ περιέσεσθαι, ἢν ἐθέλητε ἀρχήν τε μὴ ἐπικτᾶσθαι ἅμα πολεμοῦντες καὶ κινδύνους αὐθαιρέτους μὴ προστίθεσθαι· μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἡμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς τῶν ἐναντίων διανοίας». Δηλαδή «Έχω πολλούς άλλους λόγους να ελπίζω ότι θα νικήσομε, υπό τον όρο όμως να μην επιδιώξομε, ταυτόχρονα με την διεξαγωγή του πολέμου, να επεκτείνομε την κυριαρχία μας και να μην εκτεθούμε σε κινδύνους περιττούς. Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού»- ( μετάφραση: Άγγελος Βλάχος). Ωστόσο, τη συμβουλή του αυτή οι Αθηναίοι την αγνόησαν, όταν ενεπλάκησαν στην εκστρατεία, στη Σικελία και το πλήρωσαν ακριβά (415-413 π.Χ.). Βέβαια αυτό έγινε μετά τον θάνατο του Περικλή.
Στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του, μετά το τέλος των πολεμικών γεγονότων του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), ο Θουκυδίδης παρεμβάλλει τον λόγο που εκφώνησε ο Περικλής στον Κεραμεικό, για να τιμήσει τους νεκρούς των μαχών του, τον Επιτάφιο. Ο λόγος αυτός είχε χαρακτήρα επιδεικτικό και διέφερε από τις άλλες δημηγορίες. Σκοπός του ρήτορα ήταν να αναλύσει διεξοδικά το μεγαλείο της δημοκρατικής Αθήνας και να αναφερθεί συνοπτικά, γενικά και αόριστα στα πολεμικά έργα. Το κύριο μέρος του λόγου είναι ένας ύμνος στα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολεμικά και πνευματικά επιτεύγματα της αθηναϊκής πολιτείας, την εποχή, που την κατηύθυνε ο Περικλής.
Ο Περικλής στον λόγο του, θέλοντας να εμψυχώσει τους πολίτες, να τους δημιουργήσει αίσθημα αυτοπεποίθησης και να τους αυξήσει τη μαχητικότητά τους, τους αναφέρει ότι το δημοκρατικό πολίτευμα ήταν καρπός και των δικών τους προσπαθειών. Με τον έπαινο της δημοκρατίας, ο ρήτορας δίνει τη δική του απάντηση σε όσους εντός και κυρίως εκτός της Αθήνας αμφισβητούσαν την αξία της. Η πόλη φροντίζει για τη δημιουργία άρτιων ανθρώπων και για την κάλυψη των αναγκών της προσωπικότητά τους: αντιμετωπίζονται ως πνεύμα και ύλη. Αυτή η ευζωία είναι απαραίτητος όρος της ελευθερίας. Στον Επιτάφιο, λοιπόν, υμνούνται η επιτήδευση, το πολίτευμα και οι τρόποι των Αθηναίων, δηλαδή το ιδεολογικό σύστημα, η πολιτειακή οργάνωση και ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς των πολιτών, που συγκροτούν το αθηναϊκό μεγαλείο για το οποίο ευθύνεται η γενιά του Περικλή.
Τονίζεται ακόμα η πολυμέρεια των Αθηναίων σε αντίθεση με τη μονομέρεια των Σπαρτιατών, η αξία του διαλόγου πριν από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, η μορφωτική δύναμη της Αθήνας που λειτουργεί ως σχολείο της Ελλάδας. Επομένως, η αρτιότητα των δημοκρατικών θεσμών, η οικονομικοστρατιωτική δύναμη, οι πολιτιστικές κατακτήσεις, κάνουν την Αθήνα πρότυπο πόλης, τους Αθηναίους πρότυπα πολιτών, τον Περικλή πρότυπο ηγέτη και συγκροτούν τελικά το ηγεμονικό μεγαλείο της. Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, έκρινε ότι το καταλληλότερο πρόσωπο, για να εκφωνήσει το μνημειώδες εγκώμιο της αθηναϊκής πολιτείας ήταν ο δημιουργός της, ο πρώτος ανήρ, ο Περικλής. Διότι ήθελε να ακουστεί από το στόμα του ο ύμνος στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Ο Θουκυδίδης στο έργο του τονίζει τα ηγετικά προσόντα του Περικλή, την αποδοχή του από τον λαό, διότι ήταν ένας λαοπρόβλητος ηγέτης, τον ακέραιο χαρακτήρα του, την τόλμη του να παίρνει κρίσιμες αποφάσεις, αλλά ταυτόχρονα προβάλλεται και η ρητορική του δεινότητα. Μάλιστα, του αποδόθηκε και ο χαρακτηρισμός “Ολύμπιος”. Ο Περικλής πέθανε στον 3ο χρόνο του πολέμου από τον λοιμό (429 π.Χ.), συμπαρασύροντας στο θάνατο και τον χρυσό αιώνα του. Άφησε πίσω του ένα κενό, που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, επειδή την εξουσία την ανέλαβαν οι δημαγωγοί, οι οποίοι οδήγησαν στην τελική ήττα των Αθηναίων. Στην ουσία, ο Επιτάφιος λόγος του σφράγισε και το τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΠΑΦΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ---Η "ΑΝΑΤΟΛΙΖΟΥΣΑ" ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Μέχρι περίπου 10.000 χρόνια πριν, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν ως τροφοσυλλέκτες. Σχημάτιζαν μικρές νομαδικές ομάδες, που αποτελούσαν ...