Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στη γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης, καθώς και την πρώτη ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β΄. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ ανιχνεύουμε και τα πρώτα στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες. Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής με την Κάθοδο των Δωριέων, που πέρασε στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΙ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Πριν από λίγα χρόνια μια ομάδα Eλληνοαμερικανών αρχαιολόγων έκανε μία εντυπωσιακή ανακάλυψη. Βρήκαν τα αρχαιότερα στον κόσμο στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς Ρεθύμνου. Είναι μία σπουδαία ανακάλυψη στην οποία δεν δόθηκε η αρμόζουσα προσοχή, παρά το γεγονός ότι αυτό το εύρημα κατατάχθηκε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες ανακαλύψεις για το 2010. Η έρευνα της ομάδας με επικεφαλής τον Thomas F. Strasser, την κ. Ελένη Παναγοπούλου και με τη συμβολή του καθηγητή του πανεπιστημίου της Βοστώνης κ. Curtis Runnels, αναγκάζει τους μελετητές να θέσουν σε νέα βάση τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά στις ικανότητες ναυσιπλοΐας των προϊστορικών ανθρώπων. Οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές σε ένα φαράγγι στην Κρήτη και ανακάλυψαν ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Πρέβελης. Εκεί εντόπισαν 30 τσεκούρια και εκατοντάδες άλλα πέτρινα μικροεργαλεία τα οποία βρέθηκαν σκόρπια σε περίπου 20 διαφορετικά σημεία.
Πριν από την ανακάλυψη, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν την Κρήτη, την Κύπρο, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά νησιά και τη Σαρδηνία, έφτασαν σε αυτά τα μέρη πριν από 12.000 χρόνια. Όμως τα εργαλεία που ανακάλυψε η ομάδα των Ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων χρονολογούνται πριν από 130.000 χρόνια. Τα εργαλεία, καθώς και το έδαφος που βρέθηκαν, χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βράχοι και τα σπήλαια της περιοχής ανυψώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου λόγω γεωλογικής δραστηριότητας. Τα τμήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τη σειρά των γεωλογικών περιόδων τα οποία αποτέλεσαν και το αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Κατά την ανάλυση του γεωλογικού στρώματος που βρέθηκαν τα εργαλεία, η ομάδα έφτασε στο συμπέρασμα ότι το έδαφος αυτό ήταν στην επιφάνεια πριν από 130.000 ως 190.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπ’όψιν το γεγονός ότι η Κρήτη είναι νησί και δεν έχει πρόσβαση απο στεριά εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι τα εργαλεία πρέπει να έφτασαν εκεί ακτοπλοϊκώς από προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η ναυσιπλοΐα υπήρχε στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή που πίστευαν οι αρχαιολόγοι και ότι οι πρώτοι Χόμο Σάπιενς ή κάποιοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν σκάφη αξιόπλοα και πραγματοποιούσαν μακρινά ταξίδια. Πριν από αυτή την ανακάλυψη , το παλαιότερο αποδεδειγμένα θαλάσσιο ταξίδι ήταν ο διάπλους κάποιων Χόμο Σάπιενς προς την Αυστραλία, όπου χρειάστηκε να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις εώς και 71 χιλιόμετρα , γεγονός που συνέβη 60.000 χρόνια πριν, αν και οι χρονολογήσεις αμφισβητήθηκαν. Αυτό που προκαλεί όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως η τεχνοτροπία των ευρεθέντων εργαλείων μοιάζει με κάποια χειροτεχνήματα που ανήκαν σε προϊστορικούς πληθυσμούς της Αφρικής. Για δεκαετίες οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί της Αφρικής έφτασαν στην Ευρώπη και την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια περνώντας μέσα από την σημερινή Τουρκία στα Βαλκάνια. Τα ευρήματα στην Κρήτη αποτελούν απόδειξη ότι η μετανάστευση των πληθυσμών δεν γινόταν μόνο μέσω ξηράς και ίσως οι διαδρομές να ήταν από τη Βόρεια Αφρική προς την Ισπανία μέσω των Στενών του Γιβραλτάρ ή από την Λιβύη προς την Κρήτη, μία απόσταση περίπου 320 χιλιόμετρα. Αρχικά, υπήρχε η εντύπωση ότι τα πρώτα πλοιάρια δεν ήταν παρά μόνο απλές ξύλινες σχεδίες με ιστία φτιαγμένα από δέρμα ζώων συρραμμένα και στηριγμένα σε κούτσουρα δέντρων για να πιάνουν τον άνεμο. Ωστόσο, ειδικοί στην αρχαία ναυτιλία υποστηρίζουν ότι οι προϊστορικοί ναυτικοί θα χρειάζονταν μια πιο γερή κατασκευή για να διανύσουν την απόσταση από τη βόρεια Αφρική ως την Κρήτη.
2,6 εκατομμύρια χρόνια πριν: Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Οι αρχαιολόγοι δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την εικασία τους ότι τα εργαλεία φτιάχτηκαν από Χόμο Σάπιενς ή από κάποιους άλλους προγόνους τους. Πριν από 130.000 χρόνια οι Χόμο Σάπιενς συνυπήρχαν και με άλλα ανθρωποειδή όπως οι Νεάντερταλ ή οι Homo Heidelbergensis ( Χαϊδελβέργειος άνθρωπος). Δηλαδή οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι πρώτοι άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν πλοιάρια ούτε ασφαλώς να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Όμως η νέα ανακάλυψη αναιρεί τα παλαιά δεδομένα και μάλιστα αποδεικνύει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι γνώριζαν πολύ περισσότερα από όσα πιστεύαμε και κατασκεύαζαν κάτι παραπάνω από απλά πέτρινα εργαλεία. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι τα ευρήματα της έρευνας ανατρέπουν τα έως τώρα δεδομένα και τις γνώσεις μας για τις ικανότητες των προϊστορικών ανθρώπων και αποδεικνύουν ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι ταξίδευαν στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από ότι πιστεύαμε. Αν αυτή η έρευνα επιβεβαιωθεί και από περαιτέρω μελέτη, τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις μετακινήσεις των πληθυσμών και τα μεταναστευτικά ρεύματα δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.
Προϊστορικοί πολιτισμοί του Αιγαίου Το Αιγαίο γεωφυσικά αποτελεί ένα κλειστό πέλαγος της Μεσογείου, όταν όμως εστιάσει κανείς στη ζώνη αυτή με τα διάσπαρτα νησιά παρατηρεί ότι πρόκειται για μία ανοιχτή υδάτινη λεκάνη, όπου τα νερά της Μαύρης θάλασσας σμίγουν με εκείνα της βόρειας Αφρικής, βρέχοντας τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική). Με μικρές και μεγάλες στεριές, που βρίσκονταν σε οπτική επαφή μεταξύ τους και δημιουργούσαν στους κατοίκους ασφάλεια αλλά και περιέργεια για την κατάκτηση του κοντινού ορίζοντα, κλίμα ήπιο και σημαντική βιοποικιλότητα που εξασφάλιζε την απαραίτητη επάρκεια, τα νησιά του Αιγαίου δέχτηκαν τους πρώτους πληθυσμούς λίγο πριν πάρουν τη σημερινή μορφή τους, όταν κάποια ήταν ακόμη ενωμένα μεταξύ τους και σχημάτιζαν μεγαλύτερες στεριές. Εποχή του Λίθου (9η-4η χιλιετία π.Χ.) Οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες βεβαιώνουν ότι το Αιγαίο έγινε ζωτικός χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας ήδη κατά την 9η-7η χιλιετία π.Χ., κατά τη λεγόμενη Μεσολιθική περίοδο. Στο Μαρουλά της Κύθνου ήρθε στο φως η παλιότερη γνωστή εγκατάσταση στο Αιγαίο, με λείψανα καλυβών και ταφές σε λάκκους επενδυμένους με λίθους. Μεσολιθικά λείψανα εντοπίστηκαν πρόσφατα και στην Ικαρία. Τα ευρήματα από το σπήλαιο του Κύκλωπα, στα Γιούρα των Βόρειων Σποράδων (Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου), δείχνουν ότι η ναυσιπλοΐα και η αλιεία είχαν αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό. Την εποχή εκείνη είχε κατοικηθεί επίσης η Κρήτη (Κνωσός) και οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας προμηθεύονταν ηφαιστειακό οψιανό λίθο από τη Μήλο για την κατασκευή των εργαλείων τους, δημιουργώντας το πρώτο δίκτυο θαλάσσιων εμπορικών επαφών στον κόσμο. Από τότε η θάλασσα του Αιγαίου δεν έμεινε στιγμή αταξίδευτη και οι άνθρωποι αναζήτησαν στα νερά της και στα νησιά της τροφή, πρώτες ύλες και ασφαλές αγκυροβόλιο, μετατρέποντας τους υδάτινους δρόμους της σε διαύλους επικοινωνίας, εμπορικών ανταλλαγών και γνώσης. Τα θαλάσσια ρεύματα που επιτρέπουν ασφαλείς, ελεγχόμενες μετακινήσεις, οι βοηθητικές για το σωστό προσανατολισμό θέσεις των αστεριών και η βελτίωση των πρώτων πλεούμενων σε αντοχή και χωρητικότητα αποτέλεσαν τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις που σώρευσε ο άνθρωπος του Αιγαίου, οι οποίες οδήγησαν στη βαθμιαία εξέλιξη της ναυσιπλοΐας. Κατά τη μακρά Νεολιθική εποχή (μέσα 7ης-τέλος 4ης χιλιετίας π.Χ.), και ιδιαίτερα στην τελευταία φάση της (4η χιλιετία π.Χ.), το νησιωτικό Αιγαίο είναι πυκνότατα κατοικημένο. Η Κνωσός εξελίσσεται βαθμιαία σε έναν από τους σπουδαιότερους νεολιθικούς οικισμούς που έχουν ανασκαφεί στην Ευρώπη, οργανωμένες εγκαταστάσεις αναπτύσσονται στα μεγαλύτερα νησιά (Λιμενάρια Θάσου, Στρόφιλας Άνδρου, Κεφάλα Κέας, Φτελιά Μυκόνου, Ακρωτήρι Θήρας) αλλά και σε ακρωτήρια ή νησίδες (Σάλιαγκος Αντιπάρου, Γυαλί Νισύρου). Παράλληλα, τα σπήλαια συνεχίζουν να παρέχουν ασφάλεια και προστασία στις νησιωτικές κοινωνίες (Άγιος Βαρθολομαίος Λέσβου, Άγιο Γάλας Χίου, Θαρρούνια Εύβοιας, σπήλαιο Ευριπίδη στη Σαλαμίνα, Ζας Νάξου, Καλυθιές Ρόδου, πολλά σπήλαια στην Κρήτη) και συχνά προσφέρονται ως χώρος ταφής των νεκρών. Η μόνιμη εγκατάσταση και η βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων έκαναν τα νησιά πιο προσιτά και αυτάρκη, εξασφαλίζοντας το περίσσευμα χρόνου και μέσων που απαιτείται για τη δημιουργία τέχνης. Κατά τη λεγόμενη Τελική Νεολιθική περίοδο (4500-3200 π.Χ.) στο σπήλαιο του Ζα της Νάξου, έναν από τους μυθικούς τόπους γέννησης του Δία, η κοινότητα των ορεσίβιων νησιωτών κατασκεύαζε από οστό περόνες σε σχήμα κεφαλής πουλιού και φορούσε το παλιότερο γνωστό χρυσό κόσμημα του Αιγαίου (Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου). Την ίδια εποχή μία άλλη νησιωτική κοινότητα στραμμένη προς τη θάλασσα οχύρωνε με ισχυρό τείχος τον οικισμό της στο οροπέδιο του Στρόφιλα της Άνδρου και διακοσμούσε την όψη του με πελεκημένες στην πέτρα παραστάσεις καραβιών, την πρώτη παράσταση στόλου στο Αιγαίο. Στην ίδια «πόλη» και με την ίδια τεχνική, ένας υπαίθριος ιερός χώρος διακοσμημένος με σύμβολα πλουτίζει ανέλπιστα τη γνώση μας για τις πνευματικές ανησυχίες και τις πεποιθήσεις των νησιωτών του λυκόφωτος της εποχής του Λίθου. Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) Οι Κυκλάδες συνεπώς αποτέλεσαν από πολύ νωρίς το γεωγραφικό χώρο όπου διαμορφώθηκε ένας σημαντικός νησιωτικός πολιτισμός, δημιουργώντας ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. το υπόβαθρο των σημαντικών εξελίξεων της επερχόμενης Πρώιμης εποχής του Χαλκού (3200/3000-2000/1900 π.Χ.). Σε αυτή την περίοδο καθοριστικό ρόλο παίζει η μεταλλουργία – τέχνη που όπως δείχνει ο ιστορικός πυρήνας της μυθολογίας (Αργοναυτική εκστρατεία και χρυσόμαλλο δέρας, χαλκουργοί Κάβειροι και θεός Ήφαιστος στη Λήμνο) συνδέεται με τις μεταλλοφόρες ζώνες του Εύξεινου Πόντου και της Μικράς Ασίας. Με την επανάσταση της μεταλλουργίας και τη βελτίωση της ναυπηγικής την εποχή εκείνη αναπτύσσονται οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί του αιγαιακού χώρου. Στα εύφορα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου οι παλιότερες αγροτικές εγκαταστάσεις μετατρέπονται στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. σε οργανωμένα πρωτοαστικά κέντρα με πολεοδομική συγκρότηση και κοινοτικά έργα υψηλής τεχνικής (οχυρώσεις, οδικό δίκτυο, πηγάδια, αποχετευτικό σύστημα) και αναπτύσσουν σημαντικά την κεραμική, τη λιθοτεχνία και την κατεργασία μετάλλων για όπλα, εργαλεία και κοσμήματα. Η εντυπωσιακή σε έκταση πόλη της Πολιόχνης (η πρώτη οργανωμένη «πόλη» της Ευρώπης) και οι άλλοι οικισμοί στη Λήμνο (Μύρινα, Κουκονήσι), η Θερμή στη Λέσβο, το Εμποριό στη Χίο και το Τηγάνι (Ηραίο) στη Σάμο αποτελούν τα σημαντικότερα παραδείγματα των κέντρων αυτού του πολιτισμού (αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία στα νησιά). Τα ευρήματα από τους οικισμούς αυτούς είναι ισάξια σε σημασία –αν και όχι στη φήμη– με τη σύγχρονη αντικρινή Τροία, όπου ο Eρρίκος Σλίμαν έφερε στο φως λαμπρούς θησαυρούς (Ρωσία, Μουσείο Πούσκιν και Μουσεία Βερολίνου και Αθηνών). Ο οικισμός στο Παλαμάρι της Σκύρου με το μνημειακό οχυρωματικό τείχος και τους ισχυρούς πύργους μαρτυρά αντίστοιχη ακμή και στο χώρο του κεντρικού Αιγαίου, σε μία περιοχή που αποτελούσε σταθμό στο δρόμο εμπορίας των μετάλλων. Νοτιότερα, το πυκνό νησιωτικό συγκρότημα των Κυκλάδων εξελίσσεται σε κέντρο του αυτόφωτου και ομοιογενούς «πρωτοκυκλαδικού» πολιτισμού, ο οποίος μονοπώλησε σχεδόν το ενδιαφέρον του σύγχρονου δυτικού κόσμου λόγω της γοητείας που άσκησαν στην τέχνη του 20ού αιώνα τα μαρμάρινα ανθρωπόμορφα ειδώλια. Την περίοδο εκείνη, που ξεκινά από το τέλος της 4ης και καταλαμβάνει ολόκληρη την 3η χιλιετία π.Χ. (3200-2000 π.Χ.), τα περισσότερα νησιά ήταν κατοικημένα, άσχετα από την επιφάνειά τους ή τα μέσα διαβίωσης που εξασφάλιζαν. Έτσι, παράλληλα με τα εύφορα ή πλούσια σε πρώτες ύλες νησιά (σμύριδα και μάρμαρο στη Νάξο, μάρμαρο στην Πάρο, οψιανός στη Μήλο, μέταλλα στην Κύθνο, τη Σίφνο και τη Σέριφο), άκμασαν λιγότερο αυτάρκη νησιά (Κέα, Αμοργός, Θήρα), ακόμα και άγονες νησίδες (Μικρές Κυκλάδες, νησίδες Χριστιανά στη Θήρα). Οι καλύτερα γνωστοί οικισμοί της εποχής χρονολογούνται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (2500-2200 π.Χ.) και είναι οχυρωμένοι. Ο οικισμός του Κάστρου στη Σύρο αποτελείται από κτήρια –σπίτια και εργαστήρια– που σχηματίζουν νησίδες και διατάσσονται κατά μήκος ενός κεντρικού δρόμου και παράπλευρων βαθμιδωτών καλντεριμιών. Το τείχος του διαθέτει πεταλόσχημους πύργους και διατείχισμα, αποτελώντας κοινοτικό έργο μεγάλης κλίμακας. Τα σπίτια της εποχής εκείνης, χτισμένα εξολοκλήρου με σχιστόλιθο ή με πλιθιά από το θεμέλιο και επάνω, μπορεί να έχουν έως και τρεις ορόφους, όπως έδειξε ο οικισμός στον Σκάρκο της Ίου. Στον Πάνορμο της Νάξου, οικισμό στην ανατολική ακτή που εποπτεύει τα Κουφονήσια, την Κέρο, τη Σχοινούσα και την Ηρακλειά, ένας πυρήνας μικρών δωματίων πιθανόν λειτουργούσε ως αποθηκευτικό συγκρότημα, που προφυλασσόταν από ισχυρό περίβολο. Η καταστροφή του από φωτιά και τα δεκάδες λίθινα βλήματα που βρέθηκαν τριγύρω δείχνουν ότι οι εποχές αυτές δεν ήταν ατάραχες ή ειρηνικές. Tα νεκροταφεία, κύρια πηγή της γνώσης μας για την περίοδο, αποτελούνται από συστάδες μικρών κιβωτιόσχημων τάφων και είναι διασπαρμένα σε όλα τα νησιά. Τα κτερίσματά τους –αν και λεηλατημένα από τη σύγχρονη αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα– μαρτυρούν το υψηλό επίπεδο της τεχνολογίας και της αισθητικής των νησιωτών (Μουσεία Νάξου, Απειράνθου, Πάρου, Σύρου, Ίου, Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών). Τα μαρμάρινα ειδώλια αποδίδουν συνηθέστατα γυναικεία μορφή, η οποία ως αρχετυπικός συμβολισμός γονιμότητας φαίνεται να κυριαρχεί στον ιδεολογικό ορίζοντα των Κυκλαδιτών. Η συσσώρευση σπασμένων ειδωλίων και αγγείων σε μία αφιλόξενη ακτή της Κέρου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην πρωτοκυκλαδική αρχαιολογία, που δεν έχει βρει ακόμα πειστική ερμηνεία. Η έρευνα στην Κέρο ξανάρχισε πρόσφατα και αναμένεται να φωτίσει σημαντικές πτυχές αυτού του αρχαιολογικού μυστηρίου. Το μάρμαρο έγινε το μέσο έκφρασης μίας τέχνης λιτής αλλά ολότελα ανθρωποκεντρικής, με τον Κυκλαδίτη να σμιλεύει στα ειδώλια το θείο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» (Χρίστος Ντούμας). Από το ίδιο υλικό λαξεύτηκαν μονοκόμματα αγγεία και σκεύη εξαιρετικής τέχνης. Με το χαλκό –στην ανάμειξή του με τον κασσίτερο, για να γίνει σκληρός μπρούντζος, ή με αρσενικό– κατασκευάστηκαν τα όπλα και τα εργαλεία της εποχής. Λιγότερο χρησιμοποιήθηκε ο άργυρος και ακόμα λιγότερο ο χρυσός. Νησί και η Αίγινα, αλλά με τα περισσότερα στοιχεία της να αντανακλούν τον ηπειρωτικό (πρωτοελλαδικό) πολιτισμό, αναπτύσσει στη θέση Κολώνα μείζονος σημασίας οικιστικό κέντρο (Μουσείο Αίγινας). Διαθέτει μεγαρόσχημο κτήριο, την επιχρισμένη με λευκό κονίαμα «Λευκή Οικία», και οχυρώνεται με ισχυρό τείχος λίγο αργότερα (2200-2000 π.Χ.). Όμοια κτήρια στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα συνδέονται με οργανωμένες εγκαταστάσεις τοπαρχών, που συγκεντρώνουν την παραγωγή και την ανακατανέμουν μέσω ενός ανεπτυγμένου συστήματος ελέγχων, όπως δείχνουν οι πολυάριθμες σφραγίδες. Το ευρύ δίκτυο θαλάσσιων επαφών της εποχής αυτής καταδεικνύει το ναυάγιο ενός πλοιαρίου φορτωμένου με εκατοντάδες κεραμικά σκεύη που εντοπίστηκε και ερευνήθηκε στη νησίδα Δοκό του Αργολικού κόλπου, κοντά στην Ύδρα (Μουσείο Σπετσών). Την ίδια περίοδο τα Δωδεκάνησα –αν και λιγότερο ερευνημένα– φαίνεται ότι πολιτισμικά συνδυάζουν στοιχεία των Κυκλάδων και του ανατολικού Αιγαίου με εκείνα της δυτικής Μικράς Ασίας. Στον Ασώματο της Ρόδου, o αρχαιότερος γνωστός οικισμός του νησιού (2400-2000 π.Χ.) διέθετε μεγαρόσχημα κτήρια, με ευρήματα που μαρτυρούν δομημένη οργάνωση του χώρου και επιμερισμό των οικοτεχνικών δραστηριοτήτων. Η ανθρωπομορφική πλαστική διακόσμηση στα πήλινα αγγεία απηχεί το γενικότερο πνεύμα της εποχής αυτής στο Αιγαίο (Μουσείο Προϊστορικής Ρόδου). Ισχυρή επίδραση και διαρκείς επαφές με τις Κυκλάδες φανερώνουν και τα ευρήματα από την Αττική, την Εύβοια και τη βόρεια ζώνη της Κρήτης, όπου η παρουσία κυκλαδικών προϊόντων ερμηνεύτηκε ακόμα και ως ένδειξη για την ύπαρξη κυκλαδικών αποικιών στη Μεγαλόνησο. Η Κρήτη όμως, με την ευρεία γεωγραφική έκταση, το μεσογειακό χαρακτήρα και τη δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλου αγροτικού πλεονάσματος, υπήρξε ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. ο χώρος ανάπτυξης ενός ανεξάρτητου πολιτισμού, ο οποίος συνδύαζε στοιχεία αιγαιακά με ανατολικά αλλά κυρίως εντόπια, που σταδιακά διαμόρφωσαν το λεγόμενο «μινωικό» πολιτισμό. Θολωτοί τάφοι μνημειακών διαστάσεων που έχουν ανασκαφεί κυρίως στην εύφορη πεδινή ζώνη της Μεσαράς και τις Αρχάνες, καθώς και άλλα πλούσια νεκροταφεία στην ανατολική Κρήτη (Μόχλος, Αγία Φωτιά Σητείας) αντιστοιχούν σε μία εύρωστη κοινωνία που αναπτύσσει τις τέχνες και αγαπά ιδιαίτερα τα χρυσά κοσμήματα και τη μικροτεχνία (Πρωτομινωική περίοδος: Mουσεία Ηρακλείου, Αρχανών, Χανίων, Ρεθύμνου, Αγίου Νικολάου, Σητείας, Ιεράπετρας). Λίγο αργότερα (περί το 2000 π.Χ.) εμφανίζονται πολυδώματα κτήρια με διαδρόμους (Αγία Φωτιά) τα οποία, ως προδρομικές μορφές ανακτόρων, σηματοδοτούν τη δυναμική πορεία από τον πρωτοαστικό στον ανακτορικό πολιτισμό. Οι σχέσεις με την Αίγυπτο και τη Συρία εντατικοποιούνται, καθιστώντας την Κρήτη κομβικό εμπορικό σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου. Μέση εποχή του Χαλκού (α´ μισό 2ης χιλιετίας π.Χ.) Γύρω στο 1900 π.Χ. στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια ιδρύονται τα πρώτα ανάκτορα, πολυσύνθετοι μηχανισμοί συγκέντρωσης αγαθών, που καρπώνονται την πλούσια κρητική παραγωγή και την καταγράφουν –πρώτη φορά στο Αιγαίο– με λογιστικού χαρακτήρα συστήματα γραφής (κρητική ιερογλυφική και Γραμμική Α γραφή). Η ανασκαφική έρευνα φέρνει τα τελευταία στο φως ανάλογα κτήρια σε όλη την Κρήτη, τα οποία φαίνεται ότι αποτέλεσαν τις έδρες των ολίγων τοπαρχών που κατέχουν την οικονομική και πολιτική δύναμη. Στη θρησκεία η βασική θεότητα είναι γυναικεία, με επίκεντρο της εικονογραφίας της γονιμικούς κύκλους της φύσης. Η λατρεία ασκείται στα ιερά κορυφής, υπαίθρια ορεινά ιερά, όπου οι πιστοί αφιερώνουν πήλινα και χάλκινα ειδώλια και μετέχουν σε πορείες και τελετές. Γύρω στο 1700 π.Χ. τα ανάκτορα υφίστανται καταστροφές, πιθανόν από σεισμούς που πολύ συχνά πλήττουν το νότιο Αιγαίο, και ξαναχτίζονται. Η δεύτερη και ωριμότερη φάση του μινωικού πολιτισμού (1700-1450 π.Χ.) συνδέεται με το απόγειο του ανακτορικού συστήματος και της τέχνης του, με την Κνωσό να αποτελεί αδιαμφισβήτητο οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του νησιού. Η υψηλού επιπέδου αρχιτεκτονική συνδυάζεται με τις διακοσμητικές τέχνες (κοσμηματοτεχνία, λιθοτεχνία, τοιχογραφίες), που ασκούνται στα εξειδικευμένα ανακτορικά εργαστήρια. Στα ανάκτορα η μεγάλη ορθογώνια κεντρική αυλή χρησιμοποιείται για τα κοσμικά και θρησκευτικά δρώμενα (πομπές, τελετές, πιθανόν ταυροκαθάψια), η Κνωσός διαθέτει έναν κλιμακωτό θεατρικό χώρο για τις συγκεντρώσεις, το δαιδαλώδες σύστημα τοιχογραφημένων αιθουσών και διαδρόμων εξυπηρετεί τη διαμονή μεγάλου αριθμού ανθρώπων και την άσκηση διοίκησης, οι ευρύχωρες αποθήκες προορίζονται για τη συσσώρευση αγαθών και τα ιερά, με τα βαρύτιμα τελετουργικά σκεύη, προσδιορίζουν τις θρησκευτικές λειτουργίες αυτών των πολυλειτουργικών πυρήνων της κρητικής κοινωνίας. Η μυθολογία διέσωσε στο όνομα του Μίνωα το πρότυπο του βασιλιά αυτών των πλούσιων ανακτόρων, στην πραγματικότητα όμως ο ηγεμόνας των κρητικών επικρατειών δεν έχει ταυτιστεί ως εικόνα στην εικονογραφία, όπου οι θρησκευτικές παραστάσεις καλύπτουν κάθε ένδειξη κοσμικής εξουσίας. Η ακτινοβολία της μινωικής τέχνης που είχε σημειωθεί κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο στα νησιά του Αιγαίου φτάνει τώρα στα παράλια της Αιγύπτου και της Συρίας και η Κρήτη γίνεται μεγάλη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Η επίδραση του πολιτισμού της Κρήτης υπήρξε καταλυτική για τα γειτονικά Δωδεκάνησα (Τριάντα Ρόδου, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος), τις Κυκλάδες (Ακρωτήρι Θήρας, Φυλακωπή Μήλου, Αγία Ειρήνη Κέας) και τα Κύθηρα (Καστρί, Άγιος Γεώργιος στο Βουνό), αλλά δυναμικά παρούσα έως τη Σαμοθράκη (Μικρό Βουνί) και τη Λήμνο (Κουκονήσι). Στις θέσεις αυτές έχουν ανασκαφεί πόλεις, νεκροταφεία ή ιερά που δείχνουν ότι κατά τη Μέση και την αρχή της Ύστερης εποχής του Χαλκού τα νησιά του Αιγαίου διαμόρφωσαν ένα δίκτυο πυκνών επαφών μεταξύ τους (τοπικά μουσεία στα περισσότερα νησιά). Η ναυσιπλοΐα φτάνει σε υψηλό επίπεδο και οι απαιτήσεις του ενδοαιγαιακού και διεθνούς ανταλλακτικού εμπορίου δίνουν σημαντική ώθηση στα νησιά, τα οποία ακμάζουν, προφανώς επειδή παρέχουν υπηρεσίες και ναυτική γνώση στους πλουσιότερους στεριανούς γείτονές τους. Τα λιμάνια του Αιγαίου γίνονται το χωνευτήρι των αγαθών και των λαών, οι χώροι μετάπλασης πολλών και συχνά ετερόκλητων πολιτισμικών στοιχείων. Ο ανθρωποκεντρισμός της τέχνης των Κυκλάδων βρίσκει νέο πεδίο έκφρασης στην κεραμική, όπου μπορεί να δει κανείς τον προάγγελο της μνημειακής ζωγραφικής ήδη κατά την Ώριμη Μεσοκυκλαδική περίοδο (1700 π.Χ.) στη Θήρα και τη Μήλο. Στο Ακρωτήρι της Θήρας η αρχαιολογική σκαπάνη αφαιρώντας το μανδύα των ηφαιστειακών στρωμάτων της τρομακτικής έκρηξης, την οποία οι φυσικές επιστήμες χρονολογούν στο 1630 π.Χ., φέρνει στο φως μία άρτια οργανωμένη κυκλαδίτικη πόλη που αποπνέει έντονο κοσμοπολιτισμό, έχει δεχτεί πολλές επιδράσεις από την Κρήτη, αλλά τις έχει αφομοιώσει γόνιμα στην τέχνη της (Μουσεία Προϊστορικής Θήρας, Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών). Η Γραμμική Α γραφή χρησιμοποιείται σε πήλινες πινακίδες και αγγεία που καταγράφουν προϊόντα, ωστόσο ανάκτορα σαν εκείνα της Κρήτης δεν έχουν έρθει στο φως στα νησιά. Οι οικονομίες τους, στηριγμένες στις λιγοστές φυσικές προσόδους των νησιών και στον πλούτο που φέρνει η θάλασσα, φαίνεται ότι στηρίχτηκαν σε λιγότερο συγκεντρωτικά πολιτικά συστήματα, τα οποία ευνόησαν τη δημιουργία οργανωμένων πόλεων αγροτών, κτηνοτρόφων, εμπόρων και ναυτικών. Η Κολώνα στην Αίγινα, η Αγία Ειρήνη στην Κέα και η Φυλακωπή στη Μήλο είναι ακμάζουσες «πόλεις» ανάλογες σε σημασία με εκείνη του Ακρωτηρίου, άσχετα εάν η διατήρησή τους είναι ταπεινότερη στα μάτια του σημερινού επισκέπτη, επειδή αυτές οι θέσεις οικοδομήθηκαν εκ νέου και κατοικήθηκαν έκτοτε για μακρύ χρονικό διάστημα. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, κοσμογονική σε ένταση και μία από τις μεγαλύτερες που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης, είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλο το Αιγαίο. Το νησί ερημώνει για αιώνες και δημιουργείται μεγάλη αναστάτωση στην Κρήτη, η οποία πιθανόν σηματοδοτεί την αρχή της αποδυνάμωσης του μινωικού πολιτισμού. Την ίδια εποχή, στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του Χαλκού (περί το 1600 π.Χ.) και μέσα από διεργασίες που είναι ακόμη ασαφείς, στην ηπειρωτική χώρα αναδεικνύεται μία ηγεμονική τάξη τα μέλη της οποίας κτερίζονται με πολύτιμα αγαθά μινωικής έμπνευσης ή εισαγωγής, αλλά και με πολλά ντόπια (Ταφικοί κύκλοι Α και Β Μυκηνών: Μουσεία Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών και Μυκηνών). Από την περίοδο αυτή, τη λεγόμενη Πρώιμη Μυκηναϊκή, δε σώζονται ανάκτορα και τείχη, είναι πιθανό όμως ότι οι άνακτες που κυβερνούν την Πελοπόννησο έχουν αναδυθεί από τα γένη της παλιότερης, με αγροτική δομή κοινωνίας των Μεσοελλαδικών χρόνων. Με σημαντικότερα γνωστά κέντρα εξουσίας την Αργολίδα και τη Μεσσηνία, οι λεγόμενοι Μυκηναίοι εδραιώνουν την ισχύ των οίκων τους και αρχίζουν τη σταδιακή επέκταση προς το Αιγαίο, επικεντρώνοντας την επιρροή τους στα ίδια νησιωτικά κέντρα που ακμάζουν αιώνες πριν. Οι πρώτοι αποδεδειγμένα ελληνόφωνοι κάτοικοι του Αιγαίου επηρεάζονται βαθύτατα από το μινωικό πολιτισμό, ιδρύουν κατά το πρότυπο της Κρήτης πολυδώματα τοιχογραφημένα ανάκτορα, χρησιμοποιούν την επίσης λογιστικού χαρακτήρα Γραμμική Β γραφή (προσαρμόζοντας τη Γραμμική Α στην ελληνική γλώσσα) και από το 1450 π.Χ. φαίνεται ότι κυριαρχούν σε πολλά τμήματα του νησιωτικού Αιγαίου και στην Κρήτη, συνδυάζοντας πολεμική και πολιτική ισχύ. Ύστερη εποχή του Χαλκού Στα νησιά του Αργοσαρωνικού, τα Κύθηρα, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα η μυκηναϊκή παρουσία γίνεται εντονότερη, με αποτέλεσμα την περίοδο 1400-1200 π.Χ. το Αιγαίο να αποτελεί μία θάλασσα ομοιογενούς, υψηλού πολιτισμού και γέφυρα προς την Ανατολή και τη χαλκοφόρο Κύπρο, περιοχές που αναζωογονούν την εμπορική δραστηριότητα της εποχής. Οι κυκλώπειες οχυρώσεις των ελλαδικών ακροπόλεων (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα) με τα τοιχογραφημένα ανάκτορα δεν απαντούν στο Αιγαίο, όπου οι οικισμοί διαμορφώνονται από τις εδαφικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάθε νησιού. Στη Φυλακωπή της Μήλου, ωστόσο, το μυκηναϊκό μέγαρο μαρτυρά τη μεταφορά μέρους του διοικητικού μηχανισμού των ηπειρωτικών βασιλείων στα νησιά. Οι οικισμοί στην Κέα (Αγία Ειρήνη), τη Νάξο (Γρόττα), τη Σίφνο (Άγιος Ανδρέας) και τη Χίο (Εμποριό) αναπτύσσονται με δικό τους κύκλο ακμής ο καθένας κατά το 14ο-12ο αι. π.Χ. και τα πλούσια κτερισμένα νεκροταφεία βάζουν τα μικρότερα νησιά (Ψαρά, Σκύρος, Τήνος, Μύκονος, Αμοργός, Κάλυμνος, Κάρπαθος) να συναγωνίζονται σε σημασία τα μεγάλα νησιά των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου. Τα νησιά του βόρειου Αιγαίου μένουν πολιτισμικά προσκολλημένα στην περαία χώρα τους. Τα πλούσια κοιτάσματα μετάλλων και ιδίως χρυσού όμως, όπως και οι εύφορες γαίες της Μικράς Ασίας, φαίνεται ότι μαγνητίζουν τους Αχαιούς βασιλείς, οι οποίοι δεν αργούν να κατοικήσουν κάποια από τα νησιά αυτά (Λέσβος, Λήμνος) στο δρόμο για την πλούσια Τρωάδα του μύθου και του έπους. Η τελευταία βαθμίδα της ύστερης Εποχής του Χαλκού συνδέεται με την περίοδο κατά την οποία το ανακτορικό σύστημα της ηπειρωτικής χώρας έχει καταρρεύσει (12ος-11ος αι. π.Χ.) και στα νησιά μετατίθεται μεγάλο μέρος της εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας. Τα περιφερειακά κέντρα του Αιγαίου ανανεώνουν τον πληθυσμό τους εγκαινιάζοντας το ιστορικό φαινόμενο του ελληνικού αποικισμού που θα κορυφωθεί τον 8ο αι. π.Χ. Τα χρόνια αυτά, που λανθασμένα ονομάστηκαν «Σκοτεινοί Αιώνες», στο νησιωτικό Αιγαίο συντελείται η δημιουργική ανασύνταξη της κοινωνίας και των θεσμών της, που θα οδηγήσει στην πόλη-κράτος, το κύτταρο του ελληνικού πολιτισμού. Οι πρωτοελληνικές φυλές Το έτος 3.315 π.Χ. θεωρείται συμβατικά αφετηρία της Εποχής του Χαλκού (3.315-1.100) για τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Οι κάτοικοι των οικισμών της περιόδου αυτής, που μπορούν να ονομασθούν με το γενικό χαρακτηρισμό Πρωτοέλληνες (ή Ετεοέλληνες ή Ελληνοπελασγοί), έθεσαν τις βάσεις της κοινής συμβίωσης καθορίζοντας τρόπους προστασίας των πόλεων, εξασφαλίζοντας για τους πολίτες θεσμούς συνύπαρξης με ομόνοια και ευνομία και διευκολύνοντας την ιδιωτική ζωή με τη διδασκαλία της χρήσης της φωτιάς, της κατεργασίας μετάλλων, της χρήσης του τόξου καθώς και της υπόδειξης θρεπτικών ειδών, όπως το μέλι, η σίκαλη, το σιτάρι, το κολοκύθι, το λάδι, τα σύκα, η αγκινάρα, τα ρεβίθια, τα σταφύλια (βότρυς) και άλλων τροφίμων. Η ετυμολογία των ονομάτων αυτών έχει ως εξής: - ετεός <εσ-τί, είτ-ω, προστ. του ειμί = αληθής, πραγματικός, γνήσιος, εξ ου ετάζω > εξετάζω - πελασγός (<πέλας + άγω = πελάζω = πλησιάζω, διότι πέλας = πλησίον, άρα πελασγός=ο πλησίον λαός, οι γείτονες. Με τους όρους αυτούς καλύπτεται ένα σύνολο λαών, της Λευκής Φυλής, πιθανόν της Χαμιτικής ή Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην οποία ανήκαν επίσης οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ίβηρες, οι Ετρούσκοι της Ιταλίας, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης και οι Λίβυοι. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα κατοικούσαν: Πελασγοί σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Αττική, Χαλκιδική, Λήμνο, Λέλεγες σε Λοκρίδα, Μεσσηνία, Τριφυλία, Λακωνία, Βοιωτία, Εύβοια, Ακαρνανία, Θεσσαλία, Λευκάδα, Κυκλάδες και Ιωνία (πόλεις Έφεσο, Πήδασο Πισιδίας), Κάρες σε Ιωνία, Κρήτη, Οδησσό (πόλεις Κνωσό, Αλικαρνασσό, Λυρνησσό, Τυλισσό), Δρύοπες σε Φθιώτιδα, όρος Οίτη, αργότερα Κύμη, Στύρα, Κάρυστος, Κύθνο, Ερμιόνη, Κύπρο, Κουρήτες ή Ετεοκρήτες σε Φρυγία, Κρήτη, Εύβοια, Αιτωλοακαρνανία, Καύκωνες στη Μεσσηνία, Τέμμικες στη Λαυρεωτική, το Σούνιο και τη Βοιωτία, Ύαντες σε Θήβα και Υάμπολη Φωκίδας, Τελχίνες σε Κρήτη, Κύπρο και Κάμειρο-Ιαλυσσό και Λίνδο της Ρόδου, Τηλεβόες ή Τάφιοι σε Κεφαλληνία, Εχινάδες νήσους και αργότερα στο Κάπρι και την Καμπανία της ιταλικής χερσονήσου, και τέλος Έφυρες στην Ηλεία και την Εφύρα της Θεσπρωτίας. Οι λαοί αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της Νεολιθικής Περιόδου, σε μια εποχή κατά την οποία ο πληθυσμός της Γης από 5.000.000 το 8.000 π.Χ αυξήθηκε σε 7.000.000 το 5.000 και σε 25.000.000 το 4.500 π.Χ. Τα επιτεύγματα των Σουμερίων, των Αιγυπτίων και των Φοινίκων διαδόθηκαν σταδιακά και επηρέασαν ανάλογα τον τρόπο ζωής των κατοίκων με σχετική υστέρηση σε σχέση με τους πρωτοπόρους. Η Εποχή του Χαλκού άρχισε στην Ελλάδα το 3315 ενώ ο Χαλκός άρχισε να χρησιμοποιείται ολοκληρωτικά από το 2600 και ο Ορείχαλκος από το 2100. Η άνθηση του Πρωτοελληνικού Πολιτισμού άρχισε από το 2100 και κράτησε μέχρι το 1450, όταν άρχισαν να επικρατούντα ινδοευρωπαϊκά ελληνικά φύλα, με κυρίαρχους τους Αχαιούς, οι οποίοι ουσιαστικά συνέχισαν τον πολιτισμό των Πρωτοελλήνων μέχρι το 1100 π.Χ.. Οι σημαντικότερες εστίες ακμής των Πρωτοελλήνων την περίοδο αυτή ήταν οι Κυκλάδες και η Κρήτη. Αναπτυγμένες πόλεις όμως υπήρχαν και στην Ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως στην Ανατολική Στερεά και στην Πελοπόννησο. Οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στις περιοχές αυτές έχουν μεγάλη ομοιότητα και συγγένεια μεταξύ τους και η θέση τους στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας, διότι εκτός των άλλων είναι οι πρώτοι χρονολογικά αξιόλογοι πολιτισμοί της Ευρώπης. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στις Κυκλάδες και στην Κρήτη (τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων) αποκαλύπτουν ένα λαό χαρούμενο, εύθυμο, ελεύθερα αφοσιωμένο στις απολαύσεις της ζωής, με εκπληκτική αντίληψη του κομψού και του ωραίου και με μια μοναδική αίσθηση της φωτεινότητας, της χάρης και της χαρούμενης πλευράς της ζωής. Την εποχή που σε χώρες με αυστηρά θεοκρατικά καθεστώτα, όπως η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία, κατασκευάζονταν ογκώδη και επιβλητικά αλλά άκαμπτα και βαριά έργα τέχνης (όπως οι Πυραμίδες και τα μεγάλα αγάλματα των ακίνητων και ανέκφραστων Φαραώ), οι Κρητικοί και οι Κυκλαδίτες έφτιαχναν κομψοτεχνήματα, σε όλα τα είδη της τέχνης (ζωγραφική, αρχιτεκτονική, γλυπτική και ιδίως μικρογλυπτική, κεραμική και χρυσοχοϊκή). Έργα όπως η Θεά των Όφεων ή ο Πρίγκιπας των Κρίνων και οι σκηνές με τις ταυρομαχίες και τα κυνήγια, είναι εντυπωσιακά τεκμήρια του λαμπρού επίπεδου καλλιτεχνικής έκφρασης των ανθρώπων εκείνων. Πανέμορφες γυναίκες με λεπτές μέσες, χρυσοποίκιλτα και λεπτοδουλεμένα φουστάνια και γυμνά στητά στρογγυλά στήθη, άνδρες ψηλοί και λυγερόκορμοι με μακριά μαύρα μαλλιά, παραστάσεις με φωτεινά και φανταχτερά χρώματα (κυρίως κόκκινο και γαλάζιο) και κίνηση γεμάτη ζωή και χάρη, λεπτουργημένα κοσμήματα, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, λεκάνες, κύπελλα, είναι τα γνωρίσματα της ζωής και της τέχνης των Πρωτοελλήνων που σήμερα προκαλούν το γενικό θαυμασμό. Στην Κρήτη (<κράτ-ος {α>η}, ισχυρή ναυτική δύναμη [<κρατύνω =σκληραίνω > κρητίς =πέτρωμα]) αναπτύχθηκε ένας από τους σημαντικότερους προϊστορικούς πολιτισμούς. Άκμασαν εκεί περί τις 100 μεγάλες και πλούσιες πόλεις, όπως η Κνωσσός (αρχικό όνομα Καίρατος), η Φαιστός, η Ζάκρος, η Γόρτυνα, τα Μάλλια, με αμύθητο πλούτο, όπως δείχνουν τα ευρήματα σε χρυσό, άργυρο, μεταλλικά εργαλεία, όπλα, πολύτιμους λίθους, ελεφαντόδοντο, ενώ το ίδιο το νησί δεν διαθέτει μεταλλεύματα. Έγιναν υδρευτικά και αποχετευτικά έργα, που δεν διέθεταν ούτε τα ανάκτορα των Βερσαλλιών του βασιλιά Λουδοβίκου του ΙΔ. Ανθούσε η κεραμεική, η σφραγιδογλυφία, η μεταλλοτεχνία, η χρυσοχοΐα, και άλλες τέχνες, γεγονός που υποδηλώνει πως οι Κρήτες, παράλληλα με την ναυτιλία και την τεχνολογία, είχαν αναπτύξει και το διεθνές εμπόριο, άποψη που ενισχύεται από το γεγονός ότι στην Κρήτη έχουν εντοπιστεί πολλά λιμάνια, όπως η Αμνισσός, η Κάτω Ζάκρος, τα Μάλλια, ο Καμμός, οι Γουρνιές, ο Μοχλός. 7 Η Κρήτη λοιπόν διέθετε όλη την υποδομή, για την κατασκευή, την επισκευή, την συντήρηση και τον ελλιμενισμό πλοίων. Τα λιμάνια θα μπορούσαν επιπλέον να χρησιμοποιηθούν και ως εμπορικοί σταθμοί, για την φύλαξη εμπορευμάτων. Οι Κρήτες επομένως μπορούσαν να εκμεταλλεύονται όλον αυτόν τον μεταλλευτικό πλούτο της περιοχής και παράλληλα να τον μεταφέρουν και να τον εμπορεύονται. Οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης ήταν Κάρες, Κουρήτες και Τελχίνες που, σύμφωνα με την αρχαιολογική μαρτυρία, εγκαταστάθηκαν εκεί από τα πρώτα χρόνια της Προκεραμικής Νεολιθικής εποχής (6.900) προερχόμενοι από άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (και όχι από την Αίγυπτο ή τη Φοινίκη, όπως πιστευόταν παλιότερα). Μετά την αρχική εγκατάσταση ακολούθησε μια μακρά περίοδος σχετικής σταθερότητας, μέχρι την έναρξη της Εποχής του Χαλκού, περί το 3000 π..Χ. Στο σύνολο των πρώτων κατοίκων οι μετέπειτα Έλληνες έδωσαν το γενικό όνομα Ετεοκρήτες (= γνήσιοι Κρήτες) και επομένως ο πολιτισμός που δημιούργησαν (από το 3.315 μέχρι το 1.450) είναι ορθό να ονομάζεται Ετεοκρητικός. Η ιδεοληψία που προκάλεσε στον άγγλο αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς ο ενθουσιασμός από τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών του στην Κνωσό, τον οδήγησε στην υιοθέτηση της ονομασίας «Μινωικός» από τον βασιλιά Μίνωα (<μένω = παραμένω σταθερός (>μένος), αντέχω, διαρκώ), ο οποίος, σύμφωνα με τις παραδόσεις, έζησε στην επόμενη (αχαϊκή) ιστορική περίοδο και δεν ήταν από εκείνους που έθεσαν τις βάσεις του κρητικού πολιτισμού στα χρόνια που εξετάζουμε, τα οποία για μεθοδολογικούς σκοπούς διακρίνονται σε Προανακτορική και Ανακτορική περίοδο. Η Κνωσσός (<κνώσσω [<υπνώσσω = κοιμάμαι] = μέρος κατάλληλο για ύπνο), στην δυτική πλευρά της κοιλάδας του Καιράτου, είχε αρχικά έκταση 0,60 στρέμματα με πληθυσμό 70 ατόμων. Οι πρώτοι άποικοι έφεραν μαζί τους τις δομές μιας πλήρως αναπτυγμένης καλλιεργητικής κοινωνίας και την πρώτη γλώσσα από την οποία προέκυψαν τα μεταγενέστερα γλωσσικά ιδιώματα του νησιού.. Στην αρχή της υπόψη περιόδου η Κνωσσός έφτασε σε έκταση 12 στρεμμάτων και πληθυσμό 1500 άτομα, αύξηση που αποδίδεται σε δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα, κατά το οποίο εποικήθηκαν και πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου. Η μεταλλουργία του χαλκού ήταν ήδη γνωστή στην Κνωσσό ήδη από την ύστερη νεολιθική (Χαλκολιθική) περίοδο, αλλά οι χρήσεις του ορείχαλκου δεν εξαπλώθηκαν ευρέως παρά μετά το 2500 π.Χ. Από τις κοινωνίες της περιόδου 3500–2000 υπάρχουν ταφικά ευρήματα, ιδιαίτερα τους κυκλικούς τύμβους της Μεσαράς, και από λιγοστά ανασκαμμένα πεδία, όπως τα Δέβλα, η Μύρτος και η Κορυφή (0.09 εκτάρια), των οποίων ο πληθυσμός ήταν πιθανώς 30-50 άτομα, έναντι 450 ατόμων της Φαιστού, των Μαλίων και του Μόχλου και 1.500 της Κνωσσού. Τα μεγέθη αυτά και οι μνημειακές κατασκευές της Κνωσσού ή τα πλούσια ταφικά ευρήματα στο Μόχλο, τις Αρχάνες και τα Μάλια, οδηγούν στην υπόθεση της ανάπτυξης αριστοκρατικής τάξης σε μια ιεραρχημένη κοινωνία και συνιστούν ενδείξεις επαφών με την ανατολική Μεσόγειο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία αυτά ως παράγοντες ανάδυσης της κοινωνίας των ανακτόρων. Τα πρώτα κτήρια που αναφέρονται ως «ανάκτορα» κτίστηκαν στις αρχαιολογικές θέσεις της Κνωσσού, των Μαλίων και της Φαιστού και από αρχιτεκτονική άποψη είναι μνημειακές κατασκευές με συνολική έκταση των δαπέδων από 3,2 στρέμματα στην Κνωσσό έως 1,85 στρέμματα στα Μάλια, διατεταγμένες γύρω από μια κεντρική αυλή, με λιθόστρωτη δυτική δευτερεύουσα αυλή και εξελιγμένες τεχνικές οικοδόμησης, όπως οι λίθινοι ορθοστάτες. Η ομοιομορφία των πρώτων ανακτόρων είναι σχετικά φαινομενική, διαπίστωση που φαίνεται ιδιαίτερα στα Μάλια με το διασκορπισμένο τους περίγραμμα, ενώ είναι πιθανό να μην υπήρχαν διακριτά ανακτορικά οικοδομήματα σε όλο το νησί παρά μετά το 1.700, κυρίως στην ανατολική Κρήτη, όπου κατασκευάστηκαν εκτεταμένο οδικό δίκτυο, σταθμοί και παρατηρητήρια για να συνδέσουν το Παλαίκαστρο και τον κάτω Ζάκρο με το νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Οι καινοτομίες στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση της ύστερης προανακτορικής περιόδου διακρίνονται καλύτερα στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον των πρώτων ανακτόρων. Τα ανάκτορα συσσώρευαν το γεωργικό πλεόνασμα των γαιών τους σε κατασκευές μεγάλων αποθηκών τροφίμων, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται σε εποχές πίεσης και πιθανώς σε τελετουργικούς εορτασμούς. Για την καταγραφή των αποθεμάτων και άλλων στοιχείων χρησιμοποιούνταν δύο είδη γραφών, η αποκαλούμενη κρητική ιερογλυφική (κυρίως στην Κνωσσό και τα Μάλια) και οι γραμμικές γραφές (πινακίδες Γραμμικής Α και Γραμμικής Β που βρέθηκαν στη Φαιστό). Στη Φαιστό (<φάος >φαίνω [=φέρω στο φως, φανερώνω] = φωτεινό μέρος) επίσης χρησιμοποιήθηκαν πήλινες σφραγίδες για τον άμεσο έλεγχο των αποθηκευτικών χώρων και των ίδιων των δοχείων. Στα ανάκτορα αναπτύχθηκε βιοτεχνική παραγωγή και είναι πολύ πιθανό ότι τα ανάκτορα μονοπώλησαν πρώτες ύλες όπως ο χαλκός από την Αττική και άλλες περιοχές, ο κασσίτερος και το ελεφαντόδοντο μέσω της Συρίας. Ευρήματα πολύχρωμης κεραμικής στις Καμάρες χαρακτηριστικά της πρωτοανακτορικής περιόδου είναι διαδεδομένα σε διάφορους τόπους της ανατολικής Μεσογείου και στην Αίγυπτο, υποδεικνύοντας δρόμους εμπορίου και σχέσεις ανταλλαγής με τις σημαντικότερες μεσογειακές δυνάμεις. Οι επαφές με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και νησιά του Αιγαίου (ειδικά τις Κυκλάδες) ήταν πυκνές κατά τη διάρκεια της πρωτοανακτορικής περιόδου και εντάθηκαν ακόμη περισσότερο στην νεοανακτορική περίοδο (μετά το 1.700 π.Χ). Οι εικονογραφικές μαρτυρίες και τα τεχνικά έργα δηλώνουν ότι τα ανάκτορα χρησιμοποιούνταν και ως τελετουργικά κέντρα, ενώ στις λατρευτικές θέσεις περιλαμβάνονται σπήλαια ( Ιδαίον Άντρον και Δικταίον Άντρον), πηγές ( Κάτω Σύμη), και ιερά σε κορυφές, ευρέως διαδεδομένα στην ύπαιθρο. Τα ανάκτορα έγιναν εστίες εγκατάστασης ανθρώπων με αποτέλεσμα την αύξηση της έκτασης στην Κνωσσό το 1.700 σε 185 στρέμματα, γεγονός που υποδεικνύει πληθυσμό μέχρι και 12.000 ατόμων, ενώ τα εδάφη που ελέγχονταν από την Κνωσσό, τη Φαιστό και τα Μάλια πιθανώς κάλυπταν έκταση πάνω από 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Για σύγκριση μπορεί να ληφθεί υπόψη ότι οι Μυκήνες κατά την εποχή της ακμής τους 400 χρόνια αργότερα είχαν έκταση 74 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένης της περιτοιχισμένης ακρόπολης. Η μετάβαση από τα παλαιά ή πρώτα ανάκτορα της πρωτοανακτορικής περιόδου (1.900 – 1.700 π.Χ) στα νέα ή δεύτερα ανάκτορα της νεοανακτορικής περιόδου (1.700 – 1.450) προκλήθηκε από την ανάγκη αναδημιουργίας των οικοδομημάτων, μετά από τις καταστροφές (πιθανώς εξαιτίας σεισμού) και στις τρεις σημαντικές τοποθεσίες της εποχής (Κνωσσός, Φαιστός και Μάλια). Τα νέα ανάκτορα είναι περισσότερο κατανοητά σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς παρουσιάζουν μείζονες αρχιτεκτονικές ομοιότητες, διατηρώντας πολλούς από τους ρόλους των προκατόχων τους, όπως είναι η αποθήκευση, η τελετουργία, και η παραγωγή και συγκέντρωση πρώτων υλών, μέσω των ολοένα και περισσότερο πυκνών επαφών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα, τα αιγαία νησιά, την ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο, που αποτυπώνονται, με εντυπωσιακό τρόπο, σε μινωικού ύφους τοιχογραφίες που βρέθηκαν στο Ισραήλ και στο Δέλτα του Νείλου (αρχαία Άβαρις). Η ζωή στην πρωτοελλαδική Κρήτη, σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, ήταν ευχάριστη για άνδρες γυναίκες και παιδιά, χάρη στο εξαιρετικό κλίμα του νησιού και στην οικονομική ευμάρεια που εξασφάλιζε η πλούσια γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή και η άνθηση του εμπορίου. Τα ανάκτορα και οι κατοικίες των ευπόρων είχαν δύο ή τρεις ορόφους και διέθεταν αποτελεσματικό σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης. Τα δωμάτια ήταν διακοσμημένα με φωτεινές υδατογραφίες, σχεδιασμένες πάνω στο επίχρισμα των τοίχων με χαρούμενα και ζωηρά χρώματα, που απεικόνιζαν ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, λουλούδια και παραστάσεις της καθημερινής ζωής (κομψές κυρίες, παιδιά που πυγμαχούν, ψαράς που κουβαλάει φορτίο από σκουμπριά). Η γεωργική παραγωγή περιλάμβανε σιτάρι, κριθάρι, λαχανικά, σταφύλια και ελιές, από τις οποίες με τριβή παραγόταν λάδι, που φυλαγόταν αποθηκευμένο σε μεγάλα πιθάρια ύψους όσο ένας άνθρωπος, στα οποία διατηρούσαν επίσης κρασί και σιτάρι. Για το μαγείρεμα των φαγητών χρησιμοποιούσαν χάλκινες χύτρες και άλλα σκεύη, αλλά τα ψάρια τα έψηναν στη φωτιά περασμένα σε οβελία. Τα κεραμικά προϊόντα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ομορφιάς στο εξωτερικό σχήμα και στις διακοσμήσεις. Όλα τα γεωργικά και λοιπά εμπορεύσιμα αγαθά αποθηκεύονταν στα παλάτια και από εκεί διανέμονταν ανάλογα με τις ανάγκες. Με τον τρόπο αυτό οι βασιλείς εξασφάλιζαν τον έλεγχο της ζωής και την υπακοή στις εντολές τους όλων των κατοίκων του βασιλείου τους. Οι Ετεοκρήτες ήταν εξαιρετικοί ναυτικοί και έμποροι, και είχαν απλώσει τις δραστηριότητές τους σε όλη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο. Η θρησκεία τους περιλάμβανε αρκετούς θεούς, αλλά ήταν ιδιαίτερα αφιερωμένη σε γυναικείες θεότητες που τις υπηρετούσαν ιέρειες. Τα «ταυροκαθάψια», ένα είδος επικίνδυνου αθλήματος, που ασκούσαν, στα πλαίσια ιεροτελεστιών με λατρευτικό χαρακτήρα, εξαιρετικά εκπαιδευμένοι νέοι και νέες, σε ομάδες τριών ατόμων, περιλάμβανε χορό και ακροβατικά άλματα πάνω από ράχες ταύρων, που θεωρούνταν «ιερά ζώα». Διακοσμήσεις με το σχήμα των κεράτων ταύρου είναι χαρακτηριστικό θέμα του εξωραϊσμού των ανακτόρων της Κνωσσού, ενώ ο «διπλός πέλεκυς», που έχει επίσης σχήμα κεράτων ταύρου, ήταν βασικό θρησκευτικό σύμβολο. Ο μύθος του «Μινώταυρου», έχει επίσης σχέση με τη λατρεία του θεοποιημένου ταύρου και πιθανότατα έχει προκύψει από τις μεταμφιέσεις των ιερέων, οι οποίοι, όπως και στην Αίγυπτο, στα πλαίσια των λατρευτικών υποχρεώσεών τους, φορούσαν μάσκες – ομοιώματα μοσχαροκεφαλής. Ο χορός, για τον οποίο αφιέρωναν και ειδικές αίθουσες στα ανάκτορα και τις επαύλεις, ήταν επίσης ένα σημαντικό μέρος της ζωής ανδρών και γυναικών, συχνά και για λατρευτικούς σκοπούς, ενώ ενήλικες και παιδιά έπαιζαν αρκετά περίπλοκα, και εξελιγμένα όπως τα σημερινά, επιτραπέζια παιχνίδια, που βασίζονταν και στη χρήση ζαριών («κύβων»). Η πτώση του Ετεοκρητικού πολιτισμού αποδίδεται κατά ένα μέρος σε μια μεγάλη έκρηξη του ηφαίστειου της Θήρας (Σαντορίνης) που έγινε το 1450 π.Χ. Τα σπίτια του νησιού θάφτηκαν κάτω από τη λάβα και τη στάχτη, που διατήρησαν τους τοίχους σε αξιοσημείωτο ύψος, που αποκαλύπτεται από σύγχρονες ανασκαφές. Τα παλιρροϊκά κύματα και η πτώση στάχτης από τη Θήρα προσέβαλαν και την Κρήτη και προκάλεσαν ανεπανόρθωτη καταστροφή, που ακολουθήθηκε από εισβολές Αχαιών από την βορειότερη Ελλάδα που εγκαταστάθηκαν εκεί και κυριάρχησαν στην περιοχή τους επόμενους τρεις αιώνες μέχρι το 1100 π.Χ. Την ονομασία Κυκλάδες (<κύκλος <κύ-κοιλος <κυρτός (<κύω) + κοίλος # κατά το ένα ήμισυ κυρτός και κατά το άλλο κοίλος) χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς για να χαρακτηρίσουν το πυκνό σύμπλεγμα των μικρών νησιών στο κέντρο του Αιγαίου πελάγους, τα οποία φαίνονται να σχηματίζουν έναν νοητό κύκλο γύρω από το ιερό νησί και τόπο λατρείας του Απόλλωνα, τη Δήλο. Τα νησιά αυτά υπήρξαν το λίκνο ενός σημαντικού πολιτισμού, του λεγόμενου Κυκλαδικού πολιτισμού, που άνθησε κατά την 3η χιλιετία π.X. παράλληλα και σε στενή σχέση με τον Ετεοκρητικό Πολιτισμό. Τρεις είναι οι λόγοι που συνέτειναν στη γένεση και στην ανάπτυξη του πολιτισμού αυτού κατά τους αρχαιότατους εκείνους χρόνους. Πρώτον, η στρατηγική γεωγραφική τους θέση, δεύτερον, οι περιορισμοί του φυσικού τους περιβάλλοντος οι οποίοι ανάγκασαν τους νησιώτες να στραφούν εξαρχής στην θάλασσα προκειμένου να προσποριστούν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και τρίτον, ο ορυκτός τους πλούτος και συγκεκριμένα ο οψιανός της Μήλου, η σμύριδα της Νάξου, ο μόλυβδος της Σίφνου, ο χαλκός της Κύθνου και της Σέριφου και, τέλος, η κατεξοχήν πρώτη ύλη των νησιών, το μάρμαρο. Η διάρκεια του πολιτισμού αυτού καλύπτει περίπου δύο χιλιετίες, δηλαδή το διάστημα από το 3.315 έως το 1.100 και διακρίνεται σε Πρωτοκυκλαδική, Μέση και Υστεροκυκλαδική περίοδο. Ο κυρίως Κυκλαδικός πολιτισμός όμως άκμασε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3000-2000). Η Φυλακωπή, στη βόρεια παραλία της Μήλου, είναι μία από τις τοποθεσίες όπου τα αρχαιολογικά και καλλιτεχνικά ευρήματα είναι αντιπροσωπευτικά του συνολικού χαρακτήρα του Κυκλαδικού πολιτισμού σε όλη την προαναφερόμενη διάρκειά του. Κατά την πρώτη φάση (2300-2000) τα σπίτια του καταυλισμού ήταν μικρά, φτιαγμένα από παραγεμισμένα υλικά, χωρίς εσωτερικούς τοίχους και χωρίς τετράγωνα δωμάτια, ενώ στη δεύτερη φάση (2000-1550) ήταν πλινθόκτιστα με ορθές γωνίες και σε μερικές περιπτώσεις διώροφα, με τοίχους διακοσμημένους με τοιχογραφίες λουλουδιών, πουλιών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων (όπως το περίφημο ιπτάμενο ψάρι και τα παιδιά που κρατάνε ψάρια) και η πόλη προστατευόταν από ισχυρά τείχη. Οι σχέσεις με την Κρήτη ήταν στενές, όπως δείχνουν τα πολυάριθμα βάζα κατασκευασμένα με την τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι κρητικοί στις Καμάρες. Κατά την τρίτη φάση (1550-1100) η πόλη ήταν ακόμη μεγαλύτερη και τα τείχη της ισχυρότερα, οι δρόμοι συναντιόνταν σε ορθές γωνίες, οι τάφοι, με ένα ή δύο κελιά, ήταν σκαμμένοι μέσα σε βράχους και ο καταυλισμός ζούσε πλέον υπό την εμφανή επίδραση του Αχαϊκού πολιτισμού (παλάτι όμοιο με των Μυκηνών υπήρχε στη βορειοανατολική περιοχή της πόλης). Μετά το 1100 η πόλη της Φυλακωπής εγκαταλείφτηκε.
Ο μινωικός πολιτισμός που γεννήθηκε στην Κρήτη και εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο προτού καταρρεύσει «μυστηριωδώς» ίσως «ενέπνευσε τον μύθο της χαμένης Ατλαντίδας», αναφέρει μεταξύ άλλων, το Νational Geographic στο εκτενές αφιέρωμα του με τίτλο «Η άνοδος και η πτώση των πανίσχυρων Μινωιτών». Ο Όμηρος εξαίρει στην «Οδύσσεια» ένα νησί που βρίσκεται «…μακριά στη σκοτεινή θάλασσα, μια πλούσια και πανέμορφη γαλαζοπράσινη γη, πυκνά κατοικημένη, με 90 πόλεις και πολλές διαφορετικές γλώσσες…»
Η Κρήτη δεν είναι απλά ένα τυχαίο σημείο στη Μεσόγειο. Ο Όμηρος περιγράφει με σαφήνεια το νοτιότερο από τα ελληνικά νησιά, τη γη στην οποία άνθισε ένας τους αρχαιότερους και λαμπρότερους πολιτισμούς της Ευρώπης.
Η Κρήτη κατοικήθηκε ήδη από τη Νεολιθική εποχή -ο πρώτος οικισμός στην Κνωσό χρονολογείται γύρω στο 7.000 π.Χ. Ο πολιτισμός που άκμασε στο νησί κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Η επαφή με τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου οδήγησαν στην υιοθέτηση όχι μόνον συγκεκριμένων μεθόδων διοικητικής οργάνωσης, αλλά επίσης λατρευτικών πρακτικών και νέων καλλιτεχνικών τάσεων, υλικών και τεχνικών κατεργασίας. Η κυριαρχία της Κρήτης στις θάλασσες επηρέασε καθοριστικά, κυρίως μέσω της τέχνης και της αρχιτεκτονικής της, τον διάδοχο μυκηναϊκό πολιτισμό.
Οι χρονολογικές παράμετροι που ορίζουν την Μινωική περίοδο της εποχής του Χαλκού αφορούν κυρίως στο χρονικό διάστημα 3000 έως 1000 π.Χ.. με κυρίαρχα γεγονότα την οικοδόμηση της Κνωσού 1900 π.Χ., την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (περίπου 1500 π.Χ.) και την καταστροφή της Κνωσού 1375 π.Χ. Στην Κρήτη άκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις.
Ο Μινωικός πολιτισμός πήρε το όνομά του από τον μυθικό βασιλέα της Κνωσού Μίνωα. Πολλοί είναι οι μύθοι που περιστρέφονται γύρω από τον Μίνωα, γιο του Δία και της φοινικικής καταγωγής Ευρώπης, κυρίως το αφήγημα που θέλει τον «πατέρα θεών και ανθρώπων» να μεταμορφώνεται σε λευκό ταύρο και να αρπάζει την Ευρώπη. Γι'αυτό ο Μίνωας ως βασιλιάς της Κρήτης παρουσιάζεται να έχει ως σύμβουλο τον ίδιο τον Δία. Στα χρόνια της βασιλείας του δημιούργησε μία μεγάλη ναυτική δύναμη και νίκησε την αντίπαλη πόλη της Αθήνας. Μεταξύ των διαδεδομένων μύθων είναι και αυτός του Λαβύρινθου, της σύνθετης, περίτεχνης κατασκευής στην Κνωσό, που κατασκευάστηκε από τον Αθηναίο εφευρέτη - μηχανικό Δαίδαλο για τον Μίνωα, προκειμένου να απομονώσει τον Μινώταυρο, το πλάσμα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός ταύρος. Σύμφωνα με τον μύθο οι Αθηναίοι έστελναν 7 νέους και 7 νέες κάθε χρόνο στον Λαβύρινθο. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω μύθοι δημιουργήθηκαν σε δεύτερο χρόνο, μετά την πτώση του Μινωικού πολιτισμού.
Πέραν της μυθολογίας, ο Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ) γράφει για τον Μίνωα, «αντιμετωπίζοντας» τον ως ιστορικό πρόσωπο, ότι ήταν «ο πρώτος στον οποίο η παράδοση αποδίδει την κατοχή στόλου». Ο Θουκυδίδης περιγράφει τον Μίνωα ως κατακτητή, σημειώνοντας ότι επεξέτεινε τα εδάφη της Κρήτης με την κατάκτηση των Κυκλάδων -τα 30 περίπου νησιά που είναι διασκορπισμένα στη θάλασσα του Αιγαίου, βόρεια της Κρήτης, όπως εξηγεί το δημοσίευμα- εκδιώκοντας τους Κάρες (σ.σ. οι οποίοι συνδέονται με τον Πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό) και τοποθετώντας ως κυβερνήτες τους γιους του. Ο ιστορικός ισχυρίζεται επίσης ότι, προκειμένου να «προστατεύσει τα έσοδά του από τα νησιά, ο [Μίνωας] επιδίωξε, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, να ‘καθαρίσει’ τη θάλασσα από τους πειρατές». Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την αρχαία Κρήτη ήταν αυτή μίας κυρίαρχης ναυτικής δύναμης, μίας «θαλασσοκρατορίας», άποψη που πιθανώς αντικατοπτρίζει τη δική του ανησυχία του για το ποιός «διαφέντευε» τη θάλασσα στον καιρό του, παρά την πραγματικότητα για την αρχαία Κρήτη, την οποία, οι σύγχρονοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν ως μία δύναμη που ενδιαφερόταν περισσότερο για την εμπορική κυριαρχία της στη θάλασσα, παρά για τις κατακτήσεις.
Το αφιέρωμα αναφέρεται στη συνέχεια στις ανασκαφές του Βρετανού Άρθουρ Έβανς (1900-1913 και 1922-1930) που αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο της Κνωσού (σ.σ. παραλείποντας τις πρώτες ανασκαφές από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό το 1878), σημειώνοντας ότι, παρά τη σημασία που έχει η Κρήτη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η αρχαιολογική σκαπάνη ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. η Κρήτη ήταν το κέντρο ενός εκτεταμένου δικτύου εμπορικών συναλλαγών χαλκού από τις Κυκλάδες και κασσίτερου από τη Μικρά Ασία. Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. ξεκινά η ανέγερση των υπέροχων ανακτόρων και η κατασκευή των μεγάλων αστικών οικισμών κοντά σε λιμάνια. Πρόκειται για την περίοδο που είναι γνωστή ως Νεοανακτορική (1700-1490 π.Χ.) και η οποία σηματοδοτεί τη φάση της μέγιστης ακμής του μινωικού πολιτισμού. Ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού καλύπτει περισσότερα από 20.000 τετραγωνικά μέτρα. Η πόλη αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Έβανς γύρω στις 80.000 κατοίκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πόλεις και ανάκτορα παρέμειναν ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Η καθημερινή ζωή ήταν απλή αλλά άνετη. Η εγχώρια οικονομία βασιζόταν κυρίως, στην αμπελουργία και την ελαιοκαλλιέργεια.
Η πολιτική και πολιτιστική επιρροή των Μινωιτών δεν αποτυπώνεται μόνο στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, αλλά όπου έφτανε το εμπόριο των Κρητών. Η μόδα των Μινωιτών ήταν δημοφιλής στην ανατολική Μεσόγειο. Η κεραμεική και τα υφάσματα τους είχαν εξελιχθεί σε σύμβολο κύρους. Η παρουσία των εμπόρων Μινωιτών «ανάγκασε» τις μακρινές νησιωτικές κοινότητες με τις οποίες διατηρούσαν οικονομικές συναλλαγές να υιοθετήσουν έως και τα συστήματα μέτρησης βάρους και μήκους των Κρητών. Ίσως, η πιο σαφής απόδειξη της επιρροής τους ήταν η επίδραση του μινωικού συστήματος γραφής στις γλώσσες μεταγενέστερων πολιτισμών. Η Γραμμική Α (ανακαλύφθηκε από τον Έβανς) θεωρείται πρόγονος της Γραμμικής Β, η οποία είναι μυκηναϊκή. Το Ακρωτήρι της Θήρας αποτελεί επίσης, τεκμήριο των σχέσεων που διατηρούσε το νησί με τη Μινωική Κρήτη, καθώς οι ανασκαφές που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, αποκάλυψαν εντυπωσιακές, ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες, η τεχνοτροπία και η θεματική των οποίων παραπέμπουν είτε σε Μινωίτες, είτε σε ντόπιους καλλιτέχνες με βαθιές επιρροές από τον μινωικό πολιτισμό.
Ο Μινωικός πολιτισμός παρήκμασε στα τέλη του 15ου αι. π.Χ., ωστόσο, η ακριβής αιτία παραμένει άγνωστη. Η πιο αποδεκτή υπόθεση εργασίας συνδέεται με την κοσμογονική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και τους σεισμούς που κατέστρεψαν πόλεις οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος των μινωικών εμπορικών οδών, γεγονός που επέφερε δραματικές οικονομικές επιπτώσεις. Η έκρηξη του ηφαιστείου δεν έπληξε άμεσα τη ζωή στη νήσο -που βρίσκεται σε απόσταση 70 μιλίων νοτίως της Θήρας- ωστόσο, οι καταστροφές ήταν μεγάλες. Οι συνέπειες της έκρηξης επηρέασαν γενιές ολόκληρες, ενώ η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε στοιχεία εισβολής στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. Ανάκτορα στην κεντρική και νότια Κρήτη καταστράφηκαν και οικισμοί εγκαταλείφθηκαν. Οι εισβολείς ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Μινωιτών και πήραν τον έλεγχο της νήσου, γράφοντας τους τίτλους τέλους στην εποχή της κυριαρχίας των Κρητών. Παρά το αιφνίδιο τέλος του, η επιρροή του Μινωικού πολιτισμού συνεχίστηκε. Η μινωική παράδοση παρέμεινε ζωντανή και μετά τις καταστροφές του 1500 π.Χ. Η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε τον δρόμο για τη μετάδοση των λαμπρότερων κρητικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα και έγραψε μια νέα σελίδα στην Ιστορία.
Κατά μία άποψη που υποστηρίζεται από τη σχολή της Ινδοευρωπαϊκής Γλωσσολογίας, για την οποία υπάρχουν επιφυλάξεις, από το 2.000 π.Χ. άρχισαν να εισέρχονται στα ελληνικά εδάφη ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν ως εξής: Οι Ινδοί στη σημερινή Ινδία (πρόγονοι των σημερινών Ινδών) Οι Ιρανοί στην τότε Αριανή (Κούρδοι και Πέρσες) Οι Χετταίοι (ή Χιττίτες) στη Βόρεια Μικρά Ασία (πιθανόν σχετιζόμενοι με προγόνους των σημερινών Αρμενίων). Οι Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικότερα (μεταξύ αυτών και οι πρόγονοι των Τρώων). Οι μετέπειτα ονομασθέντες Έλληνες στην Ελλάδα. Οι Λατίνοι στην Ιταλία (πρόγονοι των Αρχαίων Ρωμαίων). Οι Γερμανικοί λαοί (πρόγονοι των Κελτών, Τευτόνων/Γότθων, Σλάβων και Βαλτοσλάβων) στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Οι Ιλλυριοί στη σημερινή Αλβανία. Η ομάδα των Ινδοευρωπαίων που μετοίκησε στα σημερινά ελληνικά εδάφη (κατά άλλη άποψη ήδη από το 8.000 π.Χ. όχι από τον Καύκασο, αλλά από τα μέρη της Εγγύς Ανατολής) ανήκε σε τέσσερις επιμέρους φυλετικές οικογένειες που μέχρι το 1500 είχαν καταλάβει σταδιακά όλες τις αντίστοιχες περιοχές ως εξής: Οι Αχαιοί (<α [επιτατικό] + γαία [γ>χ] = γηγενείς) εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο και νοτιότερα μέχρι την Κρήτη και τη Ρόδο. Οι Αιολείς (<α [επιτατ.] + ιάλλω [μέλλ. ιαλώ, α>ο] = οι κινούμενοι ταχέως, ευκίνητοι, ορμητικοί) στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας. Οι Ίωνες (<ίω [υποτακ. του είμι = έρχομαι ή πηγαίνω] εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Αττική, στη Μεγαρίδα, στην Κορινθία, στην Εύβοια και στις Κυκλάδες. Οι Δωριείς (<δώρον = έχοντες δώρα, χαρισματικοί) έμειναν αρχικά στη Δυτική Μακεδονία (στους σημερινούς νομούς Καστοριάς και Κοζάνης) στην ανατολική Ήπειρο και νοτιότερα στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου (Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία) μέχρι το νομό Φωκίδας. Αν αυτές οι φυλετικές ομάδες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (σύμφωνα με μιαν άλλη θεωρία) από το 8.000 π.Χ., τότε η διάκριση σε Πρωτοέλληνες και Έλληνες έχει πρακτικά μόνο χρονολογική και όχι φυλετική σημασία. Αν επίσης ο ελληνικός χώρος ήταν ο κύριος σταθμός εγκατάστασης πληθυσμών, προερχόμενων από την Αφρική, μέσω Εγγύς Ανατολής, πριν από την μετάβασή τους στην δυτική Ευρώπη, αυτό μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο η ελληνική ήταν το κοινό γλωσσικό υπόβαθρο των πληθυσμών αυτών επί σειρά χιλιετιών, με αυξανόμενη επίδραση μετά τα χρόνια της ελληνιστικής εξάπλωσης και της ελληνοχριστιανικής θρησκείας. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, όπως προκύπτει και από τα ομηρικά έπη που ουσιαστικά παραγνωρίζουν τις άλλες φυλές, κυρίαρχη θέση φαίνεται πως είχαν οι Αχαιοί, των οποίων κύριο κέντρο ήταν οι Μυκήνες, με συνέπεια ο πολιτισμός που δημιούργησαν να ονομάζεται από τους αρχαιολόγους Μυκηναϊκός, ο οποίος σε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το 1450 π.Χ. συνυπήρχε χρονικά με τον Ετεοκρητικό, που προηγήθηκε σε ανάπτυξη και τον οποίο διαδέχτηκε. Οι Αχαιοί ανάπτυξαν ένα τελειοποιημένο σύστημα συλλαβογραμματικής γραφής, τη Γραμμική Γραφή Β, που βασιζόταν στη Γραμμική Γραφή Α, της προηγούμενης περιόδου και κατέγραφε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, μεταθέτοντας ουσιαστικά την έναρξη της ιστορικής περιόδου για την Ελλάδα στην εποχή αυτή. Σημαντικότερη πηγή για τη μελέτη του αχαϊκού / μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, και ακολουθούν σε σπουδαιότητα τα κείμενα της γραμμικής γραφής Β, ενώ η σπουδή με βάση τα ομηρικά έπη, που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει επικουρική χρησιμότητα, δεδομένου ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια χρονολογούνται ίσως τέσσερις αιώνες ή δεκατρείς γενιές μετά το τέλος του Αχαϊκού Πολιτισμού και είναι έργα με διάθεση ποιητική που ενσωματώνει μυθολογικά στοιχεία. Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα σχετικά με το αν τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν ή την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και όχι με ακρίβεια τον αχαϊκό κόσμο. Παρόλα αυτά η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή, στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή διαφωτίζεται απλώς η από ποιητική άποψη εκμετάλλευση του παρελθόντος, που δεν μπορεί να είναι εντελώς άσχετη με τα γεγονότα που εξιστορεί. Με βάση τη γεωγραφική εξάπλωση των αρχαιολογικών ευρημάτων της εποχής (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική γραφή Β, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος), τον γεωγραφικό πυρήνα του αχαϊκού/μυκηναϊκού κόσμου συγκροτούσε η νότια ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα η Πελοπόννησος, η ανατολική Στερεά (Αττική, Βοιωτία) και η Εύβοια. Η Αργολίδα και η Μεσσηνία είναι οι πιο εντατικά ερευνημένες περιοχές και μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Αχαϊκού Κόσμου, δεν λείπουν όμως σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που εκτείνονται σε ολόκληρη την Θεσσαλία, όπως και την Ήπειρο, αλλά και τη Μακεδονία. Η ύπαρξη ευρημάτων ταφικών και λατρευτικών εθίμων, συνδεόμενων με τους Αχαιούς, και επιγραφών ενδεικτικών της αχαϊκής γλώσσας, υποδηλώνουν παρουσία Αχαιών ήδη από το 1450 στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας (λίγο αργότερα), καθώς και στην Κύπρο από τα τέλη του 12ου αιώνα, αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων κεραμικών προϊόντων. Πληθυσμιακές ομάδες αχαϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μ. Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία, ίσως εξαιτίας της αναστάτωσης και της παρακμής που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα περί το 1100 π.Χ. Είναι όμως γνωστές συστηματικές επαφές και με άλλα σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής, όπως η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική γραφή Β έχουν βρεθεί και στη Γεωργία, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Ιρλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που καθιστά φανερό ότι οι Αχαιοί περνούσαν από το Γιβραλτάρ με καράβια, παράπλεαν τις ακτές της Δυτ. Ευρώπης και έφθαναν εκεί για να πάρουν κασσίτερο και χαλκό, πουλώντας κυρίως υφάσματα και είδη χρυσοχοϊκής (κούπες, ποτήρια, κανάτες, βραχιόλια κλπ, που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Stonehenge). Η πρώτη ονομασία που δόθηκε από τους Έλληνες στην Αγγλία ήταν Κασσιτερίδες Νήσοι (και αργότερα Πρυτανεία <πρώτος + άνω = η πρώτη χώρα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη, αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή Πυθέα τον Μασσαλιώτη (που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ.). Αίσθηση προκαλούν επίσης οι συλλογές αρχαίων χάλκινων αντικειμένων που εκτίθενται στο Milwaukee Public Museum της πολιτείας Wisconsin των ΗΠΑ. Στη συλλογή που είναι γνωστή ως Old Copper Culture, ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα εκτίθενται και μερικοί διπλοί πελέκεις, γνωστό σύμβολο της Μινωικής Κρήτης, που χρονολογούνται στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Superior των ΗΠΑ από την εποχή γύρω στο 1700 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι Ετεοκρήτες (ή Μινωίτες) και οι συνεχιστές του πολιτισμού τους Αχαιοί (Μυκηναίοι), επωφελούμενοι και από τα θαλάσσια ρεύματα του Ατλαντικού Ωκεανού, έφτασαν στα παράλια της Βόρειας Αμερικής και ανάπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τους ντόπιους κατοίκους, έχοντας το κύριο ενδιαφέρον τους στραμένο στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων χαλκού της περιοχής. Αυτό παρέχει επίσης την βάση εξήγησης των περιπετειωδών εξερευνήσεων του Ηρακλή, αλλά και των 10ετών περιπλανήσεων του Οδυσσέα μετά τον Τρωικό Πόλεμο, που σχετζίζονται με την αμερικανική ήπειρο. Εμπορικές σχέσεις των Ετεοκρητών / Μινωιτών και των Αχαιών / Μυκηναίων, πέραν της Β. Αφρικής, της Ευρώπης και της Αμερικής, υπήρχαν όμως και με άλλους μακρινούς λαούς της Ανατολής, όπως για παράδειγμα με τις Ινδίες, δεδομένου ότι έχουν βρεθεί εκεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές πολλά είδη και υλικά της Μεσογείου και αντίστροφα. Θαλάσσια ταξίδια προς τις Ινδίες θα μπορούσαν να γίνονται την εποχή εκείνη με χρήση καναλιών που κατασκευάστηκαν στο Δέλτα του Νείλου από το 2300 έως το 2180 π Χ. στη διάρκεια της 6ης Δυναστείας της Αιγύπτου, μέσω της Ερυθράς και της Αραβικής θάλασσας, αξιοποιώντας τους πνέοντες ισχυρούς θερινούς Μουσώνες. Προσάραξη στις Ινδίες θα μπορούσε να γίνεται στα λιμάνια του Lothal, Cambay και Mouziris, που κατά Ινδούς αρχαιολόγους, λειτουργούσαν εκεί για εμπορικούς σκοπούς τουλάχιστον μεταξύ του 2500 και του 1900 π.Χ. Άκρως εντυπωσιακές είναι μεταγενέστερες γεωγραφικές παρατηρήσεις, που εμφανώς καταγράφουν γνώσεις που προϋπήρχαν από την αχαϊκή περίοδο, όπως ιδιαίτερα του Κράτη του Μαλλώτη, που έζησε περί το 150 π.Χ. ο οποίος πρακτικά δημοσιοποίησε την πρώτη υδρόγειο σφαίρα, στην οποία με εκπληκτική ακρίβεια απεικονίζει την «οικουμένη» (όπως πρώτος την ονόμασε εκείνος, εννοώντας τις Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική), τους «περίοικους» (Βόρεια Αμερική), τους «αντίποδες» (Νότια Αμερική) και τους «αντίοικους» (σύμπλεγμα Ωκεανίας, Ανταρκτικής). Αυτή είναι ουσιαστικά η γεωγραφική έκταση του Ετεοκρητικού και Αχαϊκού κόσμου, που δημιούργησαν την εποχή εκείνη (χωρίς υπερβολή) μία από τις μεγαλύτερες (οικονομικές) κοσμοκρατορίες όλων των εποχών, της οποίας η σπουδαιότητα, μέχρι και τις μέρες μας, δεν έχει αξιολογηθεί και προβληθεί επαρκώς.
Ο Μινωικός πολιτισμός πήρε το όνομά του από τον μυθικό βασιλέα της Κνωσού Μίνωα. Πολλοί είναι οι μύθοι που περιστρέφονται γύρω από τον Μίνωα, γιο του Δία και της φοινικικής καταγωγής Ευρώπης, κυρίως το αφήγημα που θέλει τον «πατέρα θεών και ανθρώπων» να μεταμορφώνεται σε λευκό ταύρο και να αρπάζει την Ευρώπη. Γι'αυτό ο Μίνωας ως βασιλιάς της Κρήτης παρουσιάζεται να έχει ως σύμβουλο τον ίδιο τον Δία. Στα χρόνια της βασιλείας του δημιούργησε μία μεγάλη ναυτική δύναμη και νίκησε την αντίπαλη πόλη της Αθήνας. Μεταξύ των διαδεδομένων μύθων είναι και αυτός του Λαβύρινθου, της σύνθετης, περίτεχνης κατασκευής στην Κνωσό, που κατασκευάστηκε από τον Αθηναίο εφευρέτη - μηχανικό Δαίδαλο για τον Μίνωα, προκειμένου να απομονώσει τον Μινώταυρο, το πλάσμα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός ταύρος. Σύμφωνα με τον μύθο οι Αθηναίοι έστελναν 7 νέους και 7 νέες κάθε χρόνο στον Λαβύρινθο. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω μύθοι δημιουργήθηκαν σε δεύτερο χρόνο, μετά την πτώση του Μινωικού πολιτισμού.
Πέραν της μυθολογίας, ο Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ) γράφει για τον Μίνωα, «αντιμετωπίζοντας» τον ως ιστορικό πρόσωπο, ότι ήταν «ο πρώτος στον οποίο η παράδοση αποδίδει την κατοχή στόλου». Ο Θουκυδίδης περιγράφει τον Μίνωα ως κατακτητή, σημειώνοντας ότι επεξέτεινε τα εδάφη της Κρήτης με την κατάκτηση των Κυκλάδων -τα 30 περίπου νησιά που είναι διασκορπισμένα στη θάλασσα του Αιγαίου, βόρεια της Κρήτης, όπως εξηγεί το δημοσίευμα- εκδιώκοντας τους Κάρες (σ.σ. οι οποίοι συνδέονται με τον Πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό) και τοποθετώντας ως κυβερνήτες τους γιους του. Ο ιστορικός ισχυρίζεται επίσης ότι, προκειμένου να «προστατεύσει τα έσοδά του από τα νησιά, ο [Μίνωας] επιδίωξε, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, να ‘καθαρίσει’ τη θάλασσα από τους πειρατές». Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την αρχαία Κρήτη ήταν αυτή μίας κυρίαρχης ναυτικής δύναμης, μίας «θαλασσοκρατορίας», άποψη που πιθανώς αντικατοπτρίζει τη δική του ανησυχία του για το ποιός «διαφέντευε» τη θάλασσα στον καιρό του, παρά την πραγματικότητα για την αρχαία Κρήτη, την οποία, οι σύγχρονοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν ως μία δύναμη που ενδιαφερόταν περισσότερο για την εμπορική κυριαρχία της στη θάλασσα, παρά για τις κατακτήσεις.
Το αφιέρωμα αναφέρεται στη συνέχεια στις ανασκαφές του Βρετανού Άρθουρ Έβανς (1900-1913 και 1922-1930) που αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο της Κνωσού (σ.σ. παραλείποντας τις πρώτες ανασκαφές από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό το 1878), σημειώνοντας ότι, παρά τη σημασία που έχει η Κρήτη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η αρχαιολογική σκαπάνη ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. η Κρήτη ήταν το κέντρο ενός εκτεταμένου δικτύου εμπορικών συναλλαγών χαλκού από τις Κυκλάδες και κασσίτερου από τη Μικρά Ασία. Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. ξεκινά η ανέγερση των υπέροχων ανακτόρων και η κατασκευή των μεγάλων αστικών οικισμών κοντά σε λιμάνια. Πρόκειται για την περίοδο που είναι γνωστή ως Νεοανακτορική (1700-1490 π.Χ.) και η οποία σηματοδοτεί τη φάση της μέγιστης ακμής του μινωικού πολιτισμού. Ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού καλύπτει περισσότερα από 20.000 τετραγωνικά μέτρα. Η πόλη αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Έβανς γύρω στις 80.000 κατοίκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πόλεις και ανάκτορα παρέμειναν ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Η καθημερινή ζωή ήταν απλή αλλά άνετη. Η εγχώρια οικονομία βασιζόταν κυρίως, στην αμπελουργία και την ελαιοκαλλιέργεια.
Η πολιτική και πολιτιστική επιρροή των Μινωιτών δεν αποτυπώνεται μόνο στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, αλλά όπου έφτανε το εμπόριο των Κρητών. Η μόδα των Μινωιτών ήταν δημοφιλής στην ανατολική Μεσόγειο. Η κεραμεική και τα υφάσματα τους είχαν εξελιχθεί σε σύμβολο κύρους. Η παρουσία των εμπόρων Μινωιτών «ανάγκασε» τις μακρινές νησιωτικές κοινότητες με τις οποίες διατηρούσαν οικονομικές συναλλαγές να υιοθετήσουν έως και τα συστήματα μέτρησης βάρους και μήκους των Κρητών. Ίσως, η πιο σαφής απόδειξη της επιρροής τους ήταν η επίδραση του μινωικού συστήματος γραφής στις γλώσσες μεταγενέστερων πολιτισμών. Η Γραμμική Α (ανακαλύφθηκε από τον Έβανς) θεωρείται πρόγονος της Γραμμικής Β, η οποία είναι μυκηναϊκή. Το Ακρωτήρι της Θήρας αποτελεί επίσης, τεκμήριο των σχέσεων που διατηρούσε το νησί με τη Μινωική Κρήτη, καθώς οι ανασκαφές που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, αποκάλυψαν εντυπωσιακές, ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες, η τεχνοτροπία και η θεματική των οποίων παραπέμπουν είτε σε Μινωίτες, είτε σε ντόπιους καλλιτέχνες με βαθιές επιρροές από τον μινωικό πολιτισμό.
Ο Μινωικός πολιτισμός παρήκμασε στα τέλη του 15ου αι. π.Χ., ωστόσο, η ακριβής αιτία παραμένει άγνωστη. Η πιο αποδεκτή υπόθεση εργασίας συνδέεται με την κοσμογονική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και τους σεισμούς που κατέστρεψαν πόλεις οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος των μινωικών εμπορικών οδών, γεγονός που επέφερε δραματικές οικονομικές επιπτώσεις. Η έκρηξη του ηφαιστείου δεν έπληξε άμεσα τη ζωή στη νήσο -που βρίσκεται σε απόσταση 70 μιλίων νοτίως της Θήρας- ωστόσο, οι καταστροφές ήταν μεγάλες. Οι συνέπειες της έκρηξης επηρέασαν γενιές ολόκληρες, ενώ η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε στοιχεία εισβολής στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. Ανάκτορα στην κεντρική και νότια Κρήτη καταστράφηκαν και οικισμοί εγκαταλείφθηκαν. Οι εισβολείς ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Μινωιτών και πήραν τον έλεγχο της νήσου, γράφοντας τους τίτλους τέλους στην εποχή της κυριαρχίας των Κρητών. Παρά το αιφνίδιο τέλος του, η επιρροή του Μινωικού πολιτισμού συνεχίστηκε. Η μινωική παράδοση παρέμεινε ζωντανή και μετά τις καταστροφές του 1500 π.Χ. Η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε τον δρόμο για τη μετάδοση των λαμπρότερων κρητικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα και έγραψε μια νέα σελίδα στην Ιστορία.
Κατά μία άποψη που υποστηρίζεται από τη σχολή της Ινδοευρωπαϊκής Γλωσσολογίας, για την οποία υπάρχουν επιφυλάξεις, από το 2.000 π.Χ. άρχισαν να εισέρχονται στα ελληνικά εδάφη ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν ως εξής: Οι Ινδοί στη σημερινή Ινδία (πρόγονοι των σημερινών Ινδών) Οι Ιρανοί στην τότε Αριανή (Κούρδοι και Πέρσες) Οι Χετταίοι (ή Χιττίτες) στη Βόρεια Μικρά Ασία (πιθανόν σχετιζόμενοι με προγόνους των σημερινών Αρμενίων). Οι Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικότερα (μεταξύ αυτών και οι πρόγονοι των Τρώων). Οι μετέπειτα ονομασθέντες Έλληνες στην Ελλάδα. Οι Λατίνοι στην Ιταλία (πρόγονοι των Αρχαίων Ρωμαίων). Οι Γερμανικοί λαοί (πρόγονοι των Κελτών, Τευτόνων/Γότθων, Σλάβων και Βαλτοσλάβων) στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Οι Ιλλυριοί στη σημερινή Αλβανία. Η ομάδα των Ινδοευρωπαίων που μετοίκησε στα σημερινά ελληνικά εδάφη (κατά άλλη άποψη ήδη από το 8.000 π.Χ. όχι από τον Καύκασο, αλλά από τα μέρη της Εγγύς Ανατολής) ανήκε σε τέσσερις επιμέρους φυλετικές οικογένειες που μέχρι το 1500 είχαν καταλάβει σταδιακά όλες τις αντίστοιχες περιοχές ως εξής: Οι Αχαιοί (<α [επιτατικό] + γαία [γ>χ] = γηγενείς) εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο και νοτιότερα μέχρι την Κρήτη και τη Ρόδο. Οι Αιολείς (<α [επιτατ.] + ιάλλω [μέλλ. ιαλώ, α>ο] = οι κινούμενοι ταχέως, ευκίνητοι, ορμητικοί) στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας. Οι Ίωνες (<ίω [υποτακ. του είμι = έρχομαι ή πηγαίνω] εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Αττική, στη Μεγαρίδα, στην Κορινθία, στην Εύβοια και στις Κυκλάδες. Οι Δωριείς (<δώρον = έχοντες δώρα, χαρισματικοί) έμειναν αρχικά στη Δυτική Μακεδονία (στους σημερινούς νομούς Καστοριάς και Κοζάνης) στην ανατολική Ήπειρο και νοτιότερα στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου (Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία) μέχρι το νομό Φωκίδας. Αν αυτές οι φυλετικές ομάδες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (σύμφωνα με μιαν άλλη θεωρία) από το 8.000 π.Χ., τότε η διάκριση σε Πρωτοέλληνες και Έλληνες έχει πρακτικά μόνο χρονολογική και όχι φυλετική σημασία. Αν επίσης ο ελληνικός χώρος ήταν ο κύριος σταθμός εγκατάστασης πληθυσμών, προερχόμενων από την Αφρική, μέσω Εγγύς Ανατολής, πριν από την μετάβασή τους στην δυτική Ευρώπη, αυτό μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο η ελληνική ήταν το κοινό γλωσσικό υπόβαθρο των πληθυσμών αυτών επί σειρά χιλιετιών, με αυξανόμενη επίδραση μετά τα χρόνια της ελληνιστικής εξάπλωσης και της ελληνοχριστιανικής θρησκείας. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, όπως προκύπτει και από τα ομηρικά έπη που ουσιαστικά παραγνωρίζουν τις άλλες φυλές, κυρίαρχη θέση φαίνεται πως είχαν οι Αχαιοί, των οποίων κύριο κέντρο ήταν οι Μυκήνες, με συνέπεια ο πολιτισμός που δημιούργησαν να ονομάζεται από τους αρχαιολόγους Μυκηναϊκός, ο οποίος σε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το 1450 π.Χ. συνυπήρχε χρονικά με τον Ετεοκρητικό, που προηγήθηκε σε ανάπτυξη και τον οποίο διαδέχτηκε. Οι Αχαιοί ανάπτυξαν ένα τελειοποιημένο σύστημα συλλαβογραμματικής γραφής, τη Γραμμική Γραφή Β, που βασιζόταν στη Γραμμική Γραφή Α, της προηγούμενης περιόδου και κατέγραφε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, μεταθέτοντας ουσιαστικά την έναρξη της ιστορικής περιόδου για την Ελλάδα στην εποχή αυτή. Σημαντικότερη πηγή για τη μελέτη του αχαϊκού / μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, και ακολουθούν σε σπουδαιότητα τα κείμενα της γραμμικής γραφής Β, ενώ η σπουδή με βάση τα ομηρικά έπη, που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει επικουρική χρησιμότητα, δεδομένου ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια χρονολογούνται ίσως τέσσερις αιώνες ή δεκατρείς γενιές μετά το τέλος του Αχαϊκού Πολιτισμού και είναι έργα με διάθεση ποιητική που ενσωματώνει μυθολογικά στοιχεία. Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα σχετικά με το αν τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν ή την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και όχι με ακρίβεια τον αχαϊκό κόσμο. Παρόλα αυτά η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή, στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή διαφωτίζεται απλώς η από ποιητική άποψη εκμετάλλευση του παρελθόντος, που δεν μπορεί να είναι εντελώς άσχετη με τα γεγονότα που εξιστορεί. Με βάση τη γεωγραφική εξάπλωση των αρχαιολογικών ευρημάτων της εποχής (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική γραφή Β, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος), τον γεωγραφικό πυρήνα του αχαϊκού/μυκηναϊκού κόσμου συγκροτούσε η νότια ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα η Πελοπόννησος, η ανατολική Στερεά (Αττική, Βοιωτία) και η Εύβοια. Η Αργολίδα και η Μεσσηνία είναι οι πιο εντατικά ερευνημένες περιοχές και μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Αχαϊκού Κόσμου, δεν λείπουν όμως σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που εκτείνονται σε ολόκληρη την Θεσσαλία, όπως και την Ήπειρο, αλλά και τη Μακεδονία. Η ύπαρξη ευρημάτων ταφικών και λατρευτικών εθίμων, συνδεόμενων με τους Αχαιούς, και επιγραφών ενδεικτικών της αχαϊκής γλώσσας, υποδηλώνουν παρουσία Αχαιών ήδη από το 1450 στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας (λίγο αργότερα), καθώς και στην Κύπρο από τα τέλη του 12ου αιώνα, αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων κεραμικών προϊόντων. Πληθυσμιακές ομάδες αχαϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μ. Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία, ίσως εξαιτίας της αναστάτωσης και της παρακμής που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα περί το 1100 π.Χ. Είναι όμως γνωστές συστηματικές επαφές και με άλλα σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής, όπως η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική γραφή Β έχουν βρεθεί και στη Γεωργία, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Ιρλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που καθιστά φανερό ότι οι Αχαιοί περνούσαν από το Γιβραλτάρ με καράβια, παράπλεαν τις ακτές της Δυτ. Ευρώπης και έφθαναν εκεί για να πάρουν κασσίτερο και χαλκό, πουλώντας κυρίως υφάσματα και είδη χρυσοχοϊκής (κούπες, ποτήρια, κανάτες, βραχιόλια κλπ, που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Stonehenge). Η πρώτη ονομασία που δόθηκε από τους Έλληνες στην Αγγλία ήταν Κασσιτερίδες Νήσοι (και αργότερα Πρυτανεία <πρώτος + άνω = η πρώτη χώρα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη, αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή Πυθέα τον Μασσαλιώτη (που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ.). Αίσθηση προκαλούν επίσης οι συλλογές αρχαίων χάλκινων αντικειμένων που εκτίθενται στο Milwaukee Public Museum της πολιτείας Wisconsin των ΗΠΑ. Στη συλλογή που είναι γνωστή ως Old Copper Culture, ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα εκτίθενται και μερικοί διπλοί πελέκεις, γνωστό σύμβολο της Μινωικής Κρήτης, που χρονολογούνται στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Superior των ΗΠΑ από την εποχή γύρω στο 1700 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι Ετεοκρήτες (ή Μινωίτες) και οι συνεχιστές του πολιτισμού τους Αχαιοί (Μυκηναίοι), επωφελούμενοι και από τα θαλάσσια ρεύματα του Ατλαντικού Ωκεανού, έφτασαν στα παράλια της Βόρειας Αμερικής και ανάπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τους ντόπιους κατοίκους, έχοντας το κύριο ενδιαφέρον τους στραμένο στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων χαλκού της περιοχής. Αυτό παρέχει επίσης την βάση εξήγησης των περιπετειωδών εξερευνήσεων του Ηρακλή, αλλά και των 10ετών περιπλανήσεων του Οδυσσέα μετά τον Τρωικό Πόλεμο, που σχετζίζονται με την αμερικανική ήπειρο. Εμπορικές σχέσεις των Ετεοκρητών / Μινωιτών και των Αχαιών / Μυκηναίων, πέραν της Β. Αφρικής, της Ευρώπης και της Αμερικής, υπήρχαν όμως και με άλλους μακρινούς λαούς της Ανατολής, όπως για παράδειγμα με τις Ινδίες, δεδομένου ότι έχουν βρεθεί εκεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές πολλά είδη και υλικά της Μεσογείου και αντίστροφα. Θαλάσσια ταξίδια προς τις Ινδίες θα μπορούσαν να γίνονται την εποχή εκείνη με χρήση καναλιών που κατασκευάστηκαν στο Δέλτα του Νείλου από το 2300 έως το 2180 π Χ. στη διάρκεια της 6ης Δυναστείας της Αιγύπτου, μέσω της Ερυθράς και της Αραβικής θάλασσας, αξιοποιώντας τους πνέοντες ισχυρούς θερινούς Μουσώνες. Προσάραξη στις Ινδίες θα μπορούσε να γίνεται στα λιμάνια του Lothal, Cambay και Mouziris, που κατά Ινδούς αρχαιολόγους, λειτουργούσαν εκεί για εμπορικούς σκοπούς τουλάχιστον μεταξύ του 2500 και του 1900 π.Χ. Άκρως εντυπωσιακές είναι μεταγενέστερες γεωγραφικές παρατηρήσεις, που εμφανώς καταγράφουν γνώσεις που προϋπήρχαν από την αχαϊκή περίοδο, όπως ιδιαίτερα του Κράτη του Μαλλώτη, που έζησε περί το 150 π.Χ. ο οποίος πρακτικά δημοσιοποίησε την πρώτη υδρόγειο σφαίρα, στην οποία με εκπληκτική ακρίβεια απεικονίζει την «οικουμένη» (όπως πρώτος την ονόμασε εκείνος, εννοώντας τις Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική), τους «περίοικους» (Βόρεια Αμερική), τους «αντίποδες» (Νότια Αμερική) και τους «αντίοικους» (σύμπλεγμα Ωκεανίας, Ανταρκτικής). Αυτή είναι ουσιαστικά η γεωγραφική έκταση του Ετεοκρητικού και Αχαϊκού κόσμου, που δημιούργησαν την εποχή εκείνη (χωρίς υπερβολή) μία από τις μεγαλύτερες (οικονομικές) κοσμοκρατορίες όλων των εποχών, της οποίας η σπουδαιότητα, μέχρι και τις μέρες μας, δεν έχει αξιολογηθεί και προβληθεί επαρκώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου