Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

(ΑΥΤΟ)ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Λέγομαι Ιωάννης Καποδίστριας. Γεννήθηκα το 1776 στην Κέρκυρα, σε αριστοκρατική οικογένεια. Σπούδασα ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Άσκησα για πολύ μικρό χρονικό διάστημα το επάγγελμα του γιατρού. Διετέλεσα τελευταίος Γενικός Επίτροπος για την άμυνα της Λευκάδας από επίθεση που έκανε ο Αλή Πασάς με γαλλική βοήθεια. Μπήκα στην Αυλή του Τσάρου ως αυλικός σύμβουλος, και εξελίχθηκα, εκεί, σε καριέρα διπλωμάτη, από το 1809 ως το 1822. Υπηρέτησα και στη ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη, σύμβουλος του Διοικητή του Στρατού του Δούναβη.
Έλαβα μέρος στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, τασσόμενος με τους Ρώσους κατά του Ναπολέοντα. Ο ίδιος ο τσάρος μού ανέθεσε την ειρήνευση της Ελβετίας με την εθνική ποικιλία των καντονιών της και δημιούργησα, εκεί, το πιο δημοκρατικό ομοσπονδιακό Σύνταγμα που είχε ποτέ δει η Ευρώπη.
Το 1815, στο Συνέδριο της Βιέννης, αναδείχθηκα σε πρωταγωνιστή του συστήματος ισορροπίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ειδοποίησα εγκαίρως τον τσάρο για την Αγγλο αυστριακο γαλλική συμφωνία εναντίον του. ¨Εφερα κοντά τη Γαλλία με τη Ρωσία. Ίδρυσα τη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης, με στόχο να φέρω στο προσκήνιο το ελληνικό ζήτημα της Ανεξαρτησίας από τον Οθωμανικό ζυγό. Όταν άρχισε το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, βρισκόμουν μαζί με τον τσάρο Νικόλαο τον Α’ στο Λάιμπαχ (σήμερα Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσα της Σλοβενίας), όπου είχαν συγκεντρωθεί από τον Ιανουάριο του 1821 οι αυτοκράτορες της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, οι αρμόδιοι υπουργοί τους και αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας, με θέμα την καταπολέμηση των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Εγώ ήμουν Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Τότε ήρθαν οι επιστολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης στόχευε στο συναίσθημα του τσάρου, παρουσιάζοντας την εξέγερση εκτεταμένη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική και τον καλούσε να εφαρμόσει άμεσα την ανατολική πολιτική της Ρωσίας:
«Η Πελοπόννησος και το Αιγαίον κινούνται, η Κρήτη ανίσταται, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Θράκη, και η Μακεδονία σπεύδουσιν εις τα όπλα, η Βλαχία και η Μολδαυϊα αποτινάσσουσι τον ζυγόν, και περίτρομοι οι Τούρκοι ίστανται εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει επί ηφαιστείου, όπερ, είναι έτοιμον να τους καταπίη…»
Η πρώτη αντίδραση του τσάρου ήταν θετική για τον Υψηλάντη:
«Πάντοτε έλεγον, ότι ο καλός ούτος νέος (ο Υψηλάντης) έχει γενναία φρονήματα».
Όμως η επιστολή έφτασε σε χώρο και σε χρόνο που δεν ήταν ιδανικοί. Ο Μέτερνιχ επέβαλε εύκολα την άποψή του, ότι δηλαδή το κίνημα του Υψηλάντη ήταν μέρος ενός καλά οργανωμένου και συντονισμένου επαναστατικού σχεδίου που έθετε σε κίνδυνο την ηρεμία και την τάξη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι η Ρωσία δεν είχε περιθώρια να εφαρμόσει την ανατολική πολιτική της, όπως πίστευαν οι Φιλικοί και ο Υψηλάντης.
Στο Λάιμπαχ βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ο Υψηλάντης ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και γνωστός στον τσάρο, είχε ξεκινήσει από ρωσικό έδαφος και είχε υπαινιχθεί με προκήρυξή του ενίσχυση του κινήματός του από τη Ρωσία. Στη συνάντησή του με τον Μέτερνιχ ο τσάρος διαβεβαίωσε ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υποσχέθηκε ότι θα τον αποδοκίμαζε και επίσης τόνισε ότι ήταν εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Όμως κατάφερα νε επηρεάσω τον τσάρο, έτσι ώστε οι αποφάσεις του Συνεδρίου να μην είναι οι χειρότερες για την Ελληνική Επανάσταση και να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ευνοϊκές εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο στο μέλλον. Εκείνες τις μέρες κηρύχτηκε και η Ελληνική Επανάσταση. Εμένα η δουλειά μου ήταν να είμαι διπλωμάτης. Και ο συσχετισμός των δυνάμεων στο Λάιμπαχ δεν ήταν καθόλου ευνοϊκός για την πατρίδα μου. Χρειαζόταν, λοιπόν, σκληρός διπλωματικός αγώνας απέναντι στους Ευρωπαίους, ώστε να κατορθώσω να προστατεύσω την επικείμενη Ελληνική Επανάσταση, να διατηρήσω την υψηλή μου θέση στη ρωσική κυβέρνηση και την εμπιστοσύνη που μου είχε δείξει ο τσάρος. Θα ήταν βαρύ πολιτικό σφάλμα να δείξω τον ενθουσιασμό μου για την υπόθεση της Ελλάδας, το καθήκον μου ήταν να χρησιμοποιήσω έναν ελιγμό.
Έγραψα, λοιπόν, μιαν επιστολή προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και την Υψηλή Πύλη, στην οποία, ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, τον κατσάδιαζα ευγενικά, παράλληλα δε με την επίπληξη καταδίκαζα τη «μυστική» εταιρεία και τα άλλα κινήματα. Φυσικά, φρόντισα να περιλάβω στην επιστολή κάποιες κολακευτικές αναφορές για τον Υψηλάντη και μερικές προσεκτικά διατυπωμένες θετικές απόψεις για την επανάσταση- ήθελα, έτσι, να υπαινιχθώ πως ο τσάρος θα μπορούσε σύντομα να αναλάβει τον ρόλο του μεσάζοντα. «… πολλαί περιστάσεις δικαιολογούσι την ευχή των Ελλήνων του να μην μείνωσιν εσαεί αδιάφοροι προς την βελτίωσιν της ίδιας αυτών τύχης… Εάν υποδείξετε ημίν τα μέσα δι’ ων δύνανται να παύσωσιν αι ταραχαί, μην παραβιαζομένων των μεταξύ Ρωσίας και Πύλης συνθηκών, ο αυτοκράτωρ δεν θέλει διστάσει να παρεμβεί επί τούτω παρά τη οσμανική (οθωμανική) κυβερνήσει».
Κατηγορήθηκα από πολλούς γι’αυτήν μου την επιστολή. Όμως, όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, η ουδετερότητα της Ρωσίας ήταν σωτήρια για την Ελληνική Επανάσταση, καθώς την ίδια ώρα η Πενταπλή Συμμαχία αποφάσιζε την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη και άφηνε την Ελλάδα απ’έξω. Όταν, λοιπόν, μαθεύτηκαν τα νέα για την εξέγερση των Ελλήνων, στο Συνέδριο του Λάϊμπαχ επικράτησε μεγάλη αναστάτωση και ακολούθησαν έντονες διπλωματικές διαβουλεύσεις. Οι συζητήσεις του Συνεδρίου στράφηκαν γύρω από την προσβολή του «νόμιμου καθεστώτος» στην Ευρώπη από τέτοιες εξεγέρσεις. Ο Μέτερνιχ ήταν ο βασικός εκφραστής των θέσεων εκείνων που θεωρούσαν ότι η Ιερά Συμμαχία έπρεπε να παρέμβει για να καταπνίξει την Επανάσταση, πολεμώντας στο πλευρό του σουλτάνου.
Όμως ο τσάρος είχε διαφορετική άποψη. Ναι μεν ήταν εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη, όμως δεν μπορούσε να συμπράξει σε δράση υπέρ του σουλτάνου και εναντίον των ομόθρησκων Ελλήνων. Η τελική διακήρυξη του Συνεδρίου του Λάιμπαχ στις 30 Απριλίου/12 Μαΐου 1821 ήταν συμβιβαστική: στην γενικότερη καταδίκη των επαναστάσεων, η ελληνική εξέγερση αναφέρθηκε μόνο σε μια έμμεση μνεία και δεν προβλέφθηκε καμία ενέργεια εναντίον της.
Πολύτιμος βοηθός μου ήταν ο πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη Γρηγόριος Στρογκάνοφ, ο οποίος με τη θαρραλέα υποστήριξή του προς τους διωκόμενους Έλληνες στην Πόλη, τα οξύτατα διαβήματά του προς την Υψηλή Πύλη και τις εκθέσεις του προς την κυβέρνησή του, όπου περιέγραφε τις βαρβαρότητες και τις ωμότητες των Τούρκων και την προσβλητική τους συμπεριφορά προς τη ρωσική πρεσβεία, μου προσέφερε επιχειρήματα ώστε να υποστηρίξω στον τσάρο την ανάγκη στιβαρής πολιτικής της Ρωσίας απέναντι στους Οθωμανούς. Επίσης, ιδιαιτερα με βοήθησε και ο τρίτος Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Πότζο ντι Μπόργκο, Κορσικανός στην καταγωγή, ο οποίος μάλιστα εισηγούνταν προς τον τσάρο να ακολουθήσει φιλοπόλεμη πολιτική απέναντι στους Οθωμανούς. Ο ντι Μπόργκο άλλωστε δεν κινδύνευε να παρεξηγηθεί, όπως εγώ, για μεροληψία υπέρ των ομοεθνών του.
Συνέβη το εξής: στη Βαρσοβία, στον δρόμο της επιστροφής από το Λάιμπαχ στην Αγία Πετρούπολη, εμφανίζεται λαχανιασμένος ένας διπλωματικός ταχυδρόμος και μας ανακοινώνει ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ απαγχονίστηκε! Έπρεπε να βλέπατε το πρόσωπο του τσάρου! Είχε κυριολεκτικά συγκλονιστεί. Τότε εγώ δράττομαι της ευκαιρίας και τον πείθω να μην στείλει οδηγίες στον πρέσβη Στρογκάνοφ πριν φτάσουμε στην Πετρούπολη! Εγώ υπολόγιζα να πετύχω, με το που θα φτάναμε στην Πετρούπολη, με τη στήριξη του στρατού και της κοινής γνώμης, να εγκρίνει ο τσάρος μια δυναμική επιθετική πολιτική απέναντι στους Τούρκους. Στο μεταξύ, απορρίφθηκε η πρόταση του Στρογκάνοφ προς την Πύλη για ρωσική μεσολάβηση, υπό τον όρο η Πύλη να σταματήσει τις σφαγές των Ελλήνων και να εγγυηθεί την ασφάλειά τους. Και επειδή και η ρωσική κοινή γνώμη είχε εξεγερθεί εναντίον των Τούρκων, ο τσάρος μού έδωσε εντολή να κάνω τη σχετική διακοίνωση προς την οθωμανική κυβέρνηση.
Ε, κι εγώ χρησιμοποίησα τόσο σκληρή γλώσσα, που οι Τούρκοι ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν δει σε παρόμοια έγγραφα! Ούτε επί Μεγάλης Αικατερίνης, που έτρεφε φιλικά αισθήματα προς την Ελλάδα! Έγραφα πως η Ρωσία εκπροσωπεί όλη τη χριστιανική Ευρώπη! Έδινα στους Τούρκους προθεσμία οκτώ ημερών για να απαντήσουν. Η διακοίνωση, γνωστή ως «τελεσίγραφο Στρογκάνοφ», παραδόθηκε από τον Ρώσο πρέσβη στους Οθωμανούς στις 6 Ιουλίου 1821. Ο Στρογκάνοφ που είχε διακόψει κάθε επαφή με την Πύλη από τα μέσα Ιουνίου, τόνισε και προφορικά ότι ούτε η Ρωσία ούτε οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορούσαν να μείνουν θεατές απέναντι στις τουρκικές ωμότητες. Ο σουλτάνος θορυβήθηκε, αλλά με την ενθάρρυνση των δυτικών δυνάμεων αποφάσισε να καθυστερήσει την απάντηση στη διακοίνωση. Την τελευταία μέρα της προθεσμίας, ο Στρογκάνοφ έστειλε τον διερμηνέα της πρεσβείας Φραγκίνη στον ρεΐζ εφέντη(ανώτατο Οθωμανό αξιωματούχο) Χαμίτ μπέη και ζήτησε να απαντήσει εγγράφως στα κυριότερα σημεία της διακοίνωσης. Ο ρεΐζ εφέντης δεν έδωσε γραπτή απάντηση.
«Οι ραγιάδες είναι υπαίτιοι οι ίδιοι επειδή αποστάτησαν!»
Ο Στρογκάνοφ θεώρησε ότι η απάντηση αυτή δεν ήταν ικανοποιητική, ζήτησε την ίδια μέρα με νέα διακοίνωση τα διαβατήριά του και την άδεια για ελεύθερη έξοδο έξι πλοίων, που απαιτούνταν για τη μεταφορά του προσωπικού της πρεσβείας και των πραγμάτων του.
Στις 19 Ιουλίου, η Πύλη αποφάσισε να απαντήσει στο τελεσίγραφο, όμως ο Ρώσος πρέσβης δεν δέχτηκε την απάντηση, λέγοντας «είναι αργά». Ο Στρογκάνοφ ναύλωσε τρία αυστριακά πλοία, που μαζί με τρία ρωσικά που βρίσκονταν στον Βόσπορο απέπλευσαν για την Οδησσό. Στα πλοία αυτά, τα οποία δεν ελέγχθηκαν, κρύβονταν 122 Έλληνες που φυγάδευσε ο Στρογκάνοφ.
Η αναχώρηση του Στρογκάνοφ και η διακοίνωση της Ρωσίας προς τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, προκάλεσαν αίσθηση. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος. 180.000 Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονταν στην ανατολική όχθη του Προύθου έτοιμοι να εισβάλλουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο πόλεμος τελικά δεν έγινε τότε. Και τότε πέτυχα κάτι πολύ σημαντικό: δεν υπήρχαν πλέον για την Ευρώπη στην Ελλάδα «αποστάτες υπήκοοι του σουλτάνου», αλλά έθνος που επαναστάτησε εναντίον σκληρού και βάρβαρου κατακτητή, του οποίου την «αυτοδιοίκηση» ζητούσε η Ρωσία. Η Ελληνική Επανάσταση γραφόταν πλέον στην ημερήσια διάταξη της ευρωπαϊκής διπλωματίας, σαν φλέγον ζήτημα που απαιτούσε άμεση λύση.
Τελικά φτάνει στην Πετρούπολη η απάντηση στο τελεσίγραφο της 6ης Ιουλίου που ο Στρογκάνοφ αρνήθηκε να παραλάβει. Ήδη από τον Ιούνιο, ο αγώνας στη Μολδοβλαχία ύστερα από τις μάχες του Δραγατσανίου και του Σκουλενίου, είχε σχεδόν τελειώσει. Ο σουλτάνος όμως, φοβούμενος ρωσική επίθεση, δεν αποδέσμευε στρατεύματα για την Ελλάδα.
Τότε ο τσάρος με κάλεσε να μείνω μαζί του στο Τσάρσκογιε Σελό, όπου αρχίσαμε εκτενείς συζητήσεις για τη στάση που πρέπει να τηρήσει η Ρωσία απέναντι στους Τούρκους αλλά και την Ελληνική Επανάσταση. Ο τσάρος δεν ήθελε ένοπλη σύρραξη με τους Τούρκους. Διακατεχόταν μεν από φιλελληνικά αισθήματα, αλλά ήταν αναβλητικός.
«Πρέπει πάση θυσία να εξευρεθεί τρόπος να αποφύγωμεν τον πόλεμον με την Τουρκίαν. Σας συνιστώ να σκεφτείτε επί τούτο και να μοι υποβάλητε εμπεριστατωμένην έκθεσιν επί του ακανθώδους τούτου ζητήματος».
Τότε του πετάω την ιδέα της επίθεσης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως εκείνος επέμεινε στις απόψεις του. Το άλλο πρωί ζήτησε από μένα και από τον Νέσελροντ, τον τρίτο υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας, να συντάξουμε την απάντηση προς την Πύλη με τις ρωσικές απαιτήσεις και να αρχίσουμε, παράλληλα, τις διαπραγματεύσεις με τας «συμμάχους αυλάς», ώστε αυτές να συμπράξουν με τη Ρωσία, αν οι Οθωμανοί συνεχίσουν να απορρίπτουν τις ρωσικές προτάσεις. Τελικά μόνο η Πρωσία και η Γαλλία φάνηκαν πρόθυμες να στηρίξουν τη Ρωσία, την ίδια ώρα που η Πύλη δεν δεχόταν τις απαιτήσεις της Ρωσίας. Ο Μέτερνιχ στο μεταξύ μετά από επίπονες προσπάθειες κατάφερε να επηρεάσει σε ένα βαθμό την Πρωσία, ενώ έκανε το παν για να υπομονεύσει τη θέση μου στη ρωσική κυβέρνηση. Ο τσάρος όμως φαινόταν ότι είχε αποφασίσει να ακολουθήσει αυστηρή πολιτική προς τους Τούρκους. Μάλιστα, η διπλωματική μου θέση και επιρροή ενισχύθηκαν. Ούτε η Αγγλία συμφωνούσε στο να γίνει κάποια παρέμβαση υπέρ της Ελλάδας. Οι μεγάλες αυτές δυνάμεις απέκλειαν εντελώς τον πόλεμο και θεωρούσαν κάθε συζήτηση γι’ αυτόν πρόωρη. Η στάση τους προκάλεσε δυσαρέσκεια στην Πετρούπολη. Βέβαια, εγώ δεν έχανα ευκαιρία να τονίζω στον τσάρο την ανάγκη για δράση, προβάλλοντας τα ρωσικά συμφέροντα που διακυβεύονταν με την αναβλητική πολιτική. Οι σύμμαχοί του, την ίδια στιγμή, τού συνιστούσαν μετριοπάθεια:
Άγγλος υπουργός Londonderry: «Ίσως το αίσθημα ομιλεί υπέρ των απογόνων εκείνων, τους οποίους εδιδάχθησαν όλοι από της παιδικής των ηλικίας να σέβονται, αλλά ο νους, τον οποίον κάθε πολιτικός ανήρ οφείλει να τάσσει υπεράνω της καρδίας, επιβάλλει να αφεθούν οι Έλληνες εις την μοίραν των»..
Στις 2 Δεκεμβρίου 1821 η Πύλη ανακοινώνει στους Ευρωπαίους μεσολαβητές ότι δέχεται να παραιτηθεί από την απαίτηση να της παραδοθούν από τη Ρωσία οι Χριστιανοί πρόσφυγες που έχουν καταφύγει σ’ αυτήν, απορρίπτει όμως όλες τις ρωσικές απαιτήσεις. Η Ρωσία δεν ικανοποιείται από τη μικρή υποχώρηση των Οθωμανών και οι σχέσεις των δύο χωρών παραμένουν κάκιστες ως το τέλος του 1821. Όμως η επιτυχία μου να μετατραπεί ο Αγώνας του 1821 από αποστασία ταραξιών, σε εθνική επανάσταση των Ελλήνων, όχι μόνο έδωσε ώθηση στον Αγώνα αλλά και έβαλε τις βάσεις για την απελευθέρωση της χώρας μας.
Καποδίστριας προς άγνωστο αποδέκτη, λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία του:
«Τους βρήκα στην τυραννία των προυχόντων και των καπεταναίων, ενός τάγματος που έζησε μέσα στην αρπαγή και τον εκβιασμό. Δεν κολακεύω κανέναν, ούτε παραθέτω γεύματα, ούτε κάνω πράγματα που δεν ταιριάζουν στο ήθος μου. Αν μου περίσσευαν χρήματα, καλύτερα θα το’χα να τα μεταχειριστώ δίνοντας ψωμί και ρούχα σε τόσες αθώες οικογένειες, που ταλαιπωρούνται από τις χειρότερες συμφορές που μαστίζουν ακόμη αυτόν τον τόπο». Ναύπλιο, Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 1831
ANAΛΥΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Γεννήθηκε στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα και ήταν το έκτο τέκνος του Αντωνίου Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου με ηγετική παρουσία ανάμεσα στις αρχοντικές οικογένειες του νησιού. Ο οίκος των Καποδίστρια ήταν παλιά κερκυραϊκή οικογένεια και πιθανόν καταγόταν από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d'Istria). Από το 1477 και ως το τέλος της βενετοκρατίας, η οικογένεια αναφέρεται ότι λάμβανε μέρος στο Γενικό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο των 150 και κατέλαβε αξιόλογα και επικερδή αξιώματα. Η οικογένεια χωρίστηκε σε τρείς κλάδους τον 17ο αιώνα και από έναν από αυτούς, τον σπουδαιότερο, των Καποδίστρια delle Mura (των Μουράγιων) κατάγονταν ο Ιωάννης.[5] Ο δισέγγονος του Ιερώνυμου (αρχηγέτης των delle Mura), Αντώνιος (προππάπους του Ιωάννη) είχε το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο του κόμη που του είχε απονείμει ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας το 1689. Ο τίτλος αναγνωρίστηκε εκ νέου από τη Δημοκρατία της Βενετίας με απόφαση του Δόγη Λουδοβίκου Μανίν την 1η Ιουνίου 1796. Η οικογένεια της μητέρας του Ιωάννη, η Γονέμη, είχε καταγωγή από την Κύπρο[10] και ήταν γραμμένη στη Χρυσή Βίβλο από το 1606. Φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης της Γαρίτσας, όπου έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά, και εν συνεχεία, το φθινόπωρο του 1794, εγκαταστάθηκε στη Βενετία για να τελειοποιήσει τα λατινικά του. Το 1795 εγγράφηκε Πανεπιστημίου της Πάδοβα όπου σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία. Παράλληλα παρακολούθησε σαν ακροατής μαθήματα νομικής επιστήμης. Κάνοντας χρήση ενός δικαιώματος, με το οποίο οι σπουδαστές μπορούσαν μετά από δύο χρόνια φοίτησης να λάβουν το δίπλωμά τους, αφού εξετάζονταν πρώτα από μια επιτροπή καθηγητών, αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1797. Με την επιστροφή του στην Κέρκυρα, ιδιώτευσε ως ιατρός, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, συχνά δωρεάν, στους φτωχότερους συμπολίτες του. Στις 12 Απριλίου 1799 διορίστηκε από τον τούρκο ναύαρχο Καντίρ διευθυντής του νοσοκομείου στην Κέρκυρα.
Τον Απρίλιο του 1801, ο Ιωάννης Καποδίστριας κλήθηκε να αντικαταστήσει τον πατέρα του, Αντώνιο Μαρία Καποδίστρια, στην αποστολή που είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο ως αυτοκρατορικοί επίτροποι για την επιβολή του συντάγματος και την αποκατάσταση της τάξης στην Κεφαλονιά. Στις 27 Απριλίου 1801 αποβιβάστηκε μαζί με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά και, αφού έπαυσαν τις τοπικές αρχές, ανέλαβαν οι ίδιοι προσωπικά τη διοίκηση του νησιού. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, και αφού είχε αποκατασταθεί πλήρως η τάξη, επέστρεψαν στην Κέρκυρα. Ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε στην ίδρυση του Εθνικού Ιατρικού Συλλόγου, του οποίου διετέλεσε γραμματέας, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κλήθηκε να μεταβεί, για άλλη μια φορά, στην Κεφαλονιά, προκειμένου να αποκαταστήσει την ομαλότητα. Μετά από την επιτυχημένη αποστολή του, ο πληρεξούσιος της Ρωσίας στα Επτάνησα, κόμης Γεώργιος Μοτσενίγος, εκτιμώντας τις ικανότητές του, τον διόρισε, το 1803, στη σημαντική θέση του Γραμματέα του Κράτους. Στις 24 Νοεμβρίου εκφώνησε εκ μέρους της Γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας. Τον Μάρτιο του 1804 τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου 6ου βαθμού από τον τσάρο Αλέξανδρο Α'.Κατά τη διάρκεια της θητείας του συμμετείχε σε όλες τις συντακτικές επιτροπές για την κατάρτιση συντάγματος στα Επτάνησα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέα του κράτους. Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Εξελέγη γραμματέας της Γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος.Από τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο πρώτος ήταν κατά πολύ πιο φιλελεύθερες και αντίθετες με τη βούληση της τσαρικής αυλής. Ο Ρώσος πληρεξούσιος, ύστερα από υπόδειξη του Τσάρου, ανέτρεψε το Σύνταγμα του 1803 και προώθησε το πέμπτο κατά σειρά σύνταγμα, το οποίο αντανακλούσε τον συντηρητισμό της τσαρικής αυλής. Την κατάργηση του Συντάγματος εισηγήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Στις 2 Ιουνίου 1807 η Γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς και τον Αλή Πασά. Στο νησί είχαν καταφύγει χιλιάδες Χριστιανοί από την Ηπειρωτική Ελλάδα μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες οικογένειες Σουλιωτών. Ο Καποδίστριας συντόνισε τα διαθέσιμα στρατεύματα και οργάνωσε αμυντικές γραμμές επιδεικνύοντας σημαντικές οργανωτικές ικανότητες.Παράλληλα αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες ερχόμενος σε επαφή με τους οπλαρχηγούς και τους αρματολούς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στη Λευκάδα, υπό την ηγεσία του, οργανώθηκε η περίφημη συνέλευση της Μαύρας, όπου συγκεντρώθηκαν οι αρματολοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα μεταξύ των οποίων οι Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας και Μπότσαρης. Στη συνέλευση αυτή, ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Όμως, η συνθήκη του Τιλσίτ, που συνομολογήθηκε μεταξύ Ρώσων και Γάλλων, επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί πίσω στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν, παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη Γερουσία, με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από τη Λευκάδα. Αν και ο Γάλλος στρατηγός Λουί Αλεξάντρ Μπερτιέ (Berthier) του προσέφερε αξιώματα, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τα δεχτεί προσμένοντας κάποια καλύτερη πρόταση από τη Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις.
Η πρόταση που περίμενε από τη Ρωσία ήρθε τον Μάιο του 1808, όταν ο κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία, αφού του ανακοίνωνε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη Β' Τάξεως του τάγματος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έφτασε στις 29 Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Τελικώς στις 20 Απριλίου διορίστηκε Σύμβουλος της Επικρατείας σε τμήμα των Εξωτερικών Υποθέσεων της Ρωσίας. Αφού παρέμεινε για δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε στις 20 Αυγούστου 1811 ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1812. Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι, όπου διορίστηκε ως αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη. Εκεί έγινε αρχηγός και διευθυντής της Γραμματείας του διπλωματικού τμήματος του ναύαρχου Τσιτσαγκώφ. Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία. Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε λόγω δυσμένειας από τον στρατηγό Μπάρκλεϊ ντε Τόλυ (Barclay de Tolly) χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο Γ' Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Λίγο καιρό αργότερα παρασημοφορήθηκε από τον τσάρο με τον Μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας. Η άνοδος του Καποδίστρια στη ρωσική αυτοκρατορική Αυλή επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του από τον τσάρο Αλέξανδρο Α' ως μυστικού απεσταλμένου στην Ελβετία με σκοπό να προσεταιριστεί τη φιλικά προσκείμενη προς τη Γαλλία κυβέρνηση. Εκτός από τον Καποδίστρια, διορίστηκε και ο βαρόνος Λεμπτσέλτερν (Lebzeltern), εκ μέρους της αυστριακής πλευράς, καθώς η αποστολή ήταν κοινή. Παρ' όλα αυτά οι σκοποί δεν ήταν ακριβώς ίδιοι, καθώς οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί να εγκαθιδρύσουν φίλα προσκείμενη κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια. Ο Λεμπτσέλτερν εργάστηκε μυστικά υπό τις οδηγίες του Κλέμενς φον Μέττερνιχ προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1813 κάλεσε τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει διακοίνωση, με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα επιτρεπόταν να εισέλθουν στην ελβετική επικράτεια μέχρι να εξασφαλίσουν τα εδάφη που η Γαλλία είχε αποσπάσει από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας, αντιλαμβανόμενος ότι η διακοίνωση ήταν έργο της αυστριακής κυβέρνησης, αρνήθηκε να την υπογράψει, αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη. Αφού την υπέγραψε εκ μέρους της ρωσικής πλευράς, αποχώρησε για τη Βάδη, όπου βρισκόταν το στρατηγείο του τσάρου. Ο τελευταίος περίμενε ότι ο Καποδίστριας δεν θα είχε υπογράψει τη διακοίνωση. Εξεπλάγη, όμως, όταν ο νεαρός διπλωμάτης του ανέφερε ότι έπραξε το αντίθετο. Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, η ανακοίνωση της διακοίνωσης και η εισβολή του αυστριακού στρατού στην Ελβετία, θα είχαν ως αποτέλεσμα τον διχασμό των κατοίκων και παράλληλα να παρουσιαστούν οι Αυστριακοί ως υποκινητές πραξικοπήματος. Συνέστησε μάλιστα στον Τσάρο να ζητήσει την αποκήρυξη της διακοίνωσης, μιας και οι Αυστριακοί δε θα μπορούσαν να επικαλεστούν την υπογραφή του μυστικού πράκτορά τους, πράγμα το οποίο και έγινε. Το αποτέλεσμα των διπλωματικών κινήσεων του Καποδίστρια ήταν οι Αυστριακοί να χάσουν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της.
Οι διπλωματικές εξελίξεις στη Ζυρίχη συνεχίζονταν χωρίς όμως κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αφού τα ομόσπονδα κράτη της Ελβετίας διαφωνούσαν μεταξύ τους. Ο τσάρος Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο του και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Από τη θέση αυτή έφτιαξε το ελβετικό Σύνταγμα και συνεισέφερε με προσωπικά προσχέδια στο ελβετικό πολιτειακό σύστημα, το οποίο προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως μέλη της ελβετικής ομοσπονδίας. Συγκεκριμένα, απέστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Δίαιτας (βουλής) με τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέχει το Σύνταγμα. Πράγματι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το υπόμνημα ακολουθήθηκε. Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο αυτό κρατίδιο ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία. Ανέλαβε και έφτιαξε ένα νέο ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα, με ένα Σύνταγμα που ήταν το ποιο δημοκρατικό που είχε φτιαχτεί στην Ευρώπη, το οποίο ένωσε επιτυχώς τα διάφορα καντόνια. Για την επιτυχή αποστολή στην Ελβετία ο τσάρος του απένειμε τον σταυρό του Αγίου Βλαδιμήρου Β΄ τάξεως. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι προκειμένου να συνομιλήσει με τον τσάρο για το θέμα των Επτανήσων, δίχως όμως να λάβει κάποια διαβεβαίωση. Στις αρχές Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο της Βιέννης, συνέδριο σταθμός για την ευρωπαϊκή ιστορία, στο οποίο συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας. Στα τέλη του 1814 διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της Επιτροπής των Πέντε, ενώ τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Λεοπόλδου και το μεγάλο παράσημο του Ερυθρού Αετού από τον αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας και τον βασιλιά της Πρωσίας αντίστοιχα. Η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη πρέπει να θεωρείται καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέαζε αποφασιστικά τον τσάρο και αναδείχθηκε σε έναν από τους πρωταγωνιστές του συνεδρίου, συνδιαμορφωτής του συστήματος ισορροπίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Κατά τον ιππότη φον Γκεντς, σύμβουλο του Μέττερνιχ, η τελική πράξη του συνεδρίου που υπογράφηκε τον Μάιο του 1815 ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου. Το 1815 ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία μαζί με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Άνθιμο Γαζή, τον Αλέξανδρο Στούρτζα κ.ά. Σκοπός της ήταν να βοηθήσει νεαρούς Έλληνες να σπουδάσουν. Με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι μετά τη μάχη του Βατερλό, ο Καποδίστριας ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ρωσίας στην ομώνυμη συνδιάσκεψη, όπου προσπάθησε να επιβάλει τις ρωσικές απόψεις, επιτυγχάνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση πέτυχε η Ιόνιος Πολιτεία να αποκτήσει τα βασικά χαρακτηριστικά κράτους, δηλαδή σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του Καποδίστρια, που όσον αφορά την αναγνώριση των Επτανήσων, ο ίδιος την χαρακτήρισε ως «θαύμα».
Μετά τη συνδιάσκεψη των Παρισίων, ο τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια γραμματέα επί των Εξωτερικών Υποθέσεων. Ήδη από το 1814 ο τσάρος Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να αφήσει κενή τη θέση του υπουργού Εξωτερικών και να χειριστεί μόνος του την εξωτερική πολιτική, διορίζοντας όμως ως γραμματέα του επί των Εξωτερικών Υποθέσεων τον Νέσελροντ. Τον επόμενο χρόνο (1815) διόρισε και δεύτερο γραμματέα, αυτή τη φορά τον Καποδίστρια. Αυτός εξήγησε στον τσάρο ότι αυτή η θέση θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση, καθώς οι συμπατριώτες του Επτανήσιοι και οι άλλοι Έλληνες θα περίμεναν μεγάλη βοήθεια από αυτόν (τον Καποδίστρια), κάτι που πιθανά θα δημιουργούσε δυσπιστία στην Αγγλία και τις άλλες δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος δεν μπορούσε να αποξενωθεί από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο τσάρος επέμενε στην άποψή του, λέγοντας ότι αυτό θα ήταν ωφέλιμο και για τους Έλληνες, και υπέγραψε το διάταγμα που τον διόριζε Γραμματέα του Κράτους για τις εξωτερικές υποθέσεις. Ο Νέσελροντ είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια από καιρό, οπότε ουσιαστικός διαχειριστής των εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Καποδίστριας, ο οποίος συμβούλευε τον τσάρο για όλα τα θέματα. Ως γραμματέας πλέον επί των εξωτερικών, ο Καποδίστριας συμμετείχε στο συνέδριο του Άαχεν και στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ. Μετά το τέλος των διπλωματικών του υποχρεώσεων ζήτησε και έλαβε άδεια για να ταξιδέψει στην πατρίδα του, την Κέρκυρα. Μετά από παραμονή δύο μηνών αναχώρησε για την Ιταλία και στη συνέχεια για το Λονδίνο, όπου έτυχε ψυχρής υποδοχής. Στις συζητήσεις του με τους Άγγλους αξιωματούχους σχετικά με το ζήτημα των Ιονίων νήσων δε βρήκε ανταπόκριση με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άπρακτος για την Αγία Πετρούπολη. Το 1820 και 1821 συμμετείχε στα συνέδρια του Τροππάου και του Λάιμπαχ. Στα δύο αυτά συνέδρια ο τσάρος Αλέξανδρος, επηρεασμένος από τον Μέτερνιχ, ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον Καποδίστρια. Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ήρθε η είδηση για την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Υψηλάντης μάλιστα απέστειλε επιστολή στον τσάρο ζητώντας τη βοήθειά του. Η απάντηση του τσάρου ήταν η επίσημη καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Αλ. Υψηλάντη και η άδεια εισόδου του οθωμανικού στρατού στις Ηγεμονίες, μέτρα που στον Υψηλάντη ειδικά ανακοινώθηκαν με επιστολή γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Καποδίστρια. Παρ' όλα αυτά, ο Καποδίστριας μυστικά πίεζε τον τσάρο να ταχθεί υπέρ των Ελλήνων. Στο δε συνέδριο έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ξένες δυνάμεις να κρατήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων εξηγείται και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στον σουλτάνο ύστερα από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Ελλήνων. Η διαφωνία μεταξύ τσάρου και Καποδίστρια δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο δεύτερος υποστήριζε την ανάληψη μονομερούς ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο πρώτος ενδιαφερόταν μόνο για τη στάση του Λονδίνου. Από τα τέλη του 1821 ο Καποδίστριας είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια και στις αρχές του 1822 ο τσάρος αποφάσισε να αφαιρέσει τη διαχείριση του ανατολικού ζητήματος από τον Καποδίστρια. Το Φεβρουάριο του 1822 ο Τσάρος απέστειλε στη Βιέννη, εν αγνοία του Καποδίστρια, τον Τατίτσεφ με εντολές να εξουσιοδοτήσει τον Μέτερνιχ να διαπραγματευθεί για λογαριασμό της Ρωσίας με την Υψηλή Πύλη. Λίγες μέρες πριν ο Αυστριακός πρεσβευτής είχε παραπονεθεί στον τσάρο ότι ο Καποδίστριας επίτηδες συκοφαντούσε τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας στον τσάρο προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του σχετικά με το ανατολικό ζήτημα. Ο παραγκωνισμός του στην αυλή από τον Νέσελροντ και η συνεχής διαφωνία του με τον τσάρο τον ανάγκασαν να ζητήσει ιδιαίτερη ακρόαση από τον τελευταίο. Σε αυτή του ανακοίνωσε τη διαφωνία του σχετικά με τη νέα εξωτερική πολιτική. Απότοκος της συζήτησης αυτής ήταν η παραχώρηση άδειας για λόγους υγείας στον Καποδίστρια. Ο τσάρος απέφυγε να τον απομακρύνει από τη θέση του υπουργού εξωτερικών για να μη γίνει γνωστή η διαφωνία τους. Στις 19 Αυγούστου 1822 αναχώρησε από την Αγία Πετρούπολη, αφού πρώτα παραιτήθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση, και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, προκειμένου να βοηθήσει την Ελληνική Επανάσταση. Εκεί συναναστρεφόταν με τον γνωστό τραπεζίτη Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδο και έκανε τα πάντα για την επαναστατημένη Ελλάδα ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. Παράλληλα, πραγματοποιούσε επαφές με διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως τον Στράτφορντ Κάνινγκ (Stratford Canning), εξάδελφο του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας και πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη Γεώργιου Κάνινγκ κ.ά. Ο Καποδίστριας και η Επανάσταση Ο Καποδίστριας ανήκε, τουλάχιστον τυπικά και επισήμως, σ’ εκείνους που πίστευαν ότι δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα, δεν είχαν ωριμάσει δηλαδή οι συνθήκες, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Όπως αφηγείται ο ίδιος, το 1818, οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Πανταζόγλου «προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα ρωσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον». Η απάντησή του ήταν ότι από την ημέρα της ελευθερίας «η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν». Η άρνησή του προς τον Νικόλαο Γαλάτη ν’ αναλάβει την αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπορεί ν’ αποδοθεί στο ότι το άτομο εκείνο δεν του ενέπνευσε καμιάν εμπιστοσύνη και στο υπόμνημά του ο ίδιος χαρακτηρίζει τον Γαλάτη «τυχοδιώκτη». Αλλά και προς τον Εμμανουήλ Ξάνθο η ίδια άρνηση και τα ίδια περίπου λόγια: ν’ αποτραπούν «διά παντός τρόπου οι Έλληνες από των ολεθρίων τούτων βουλευμάτων». Προσπάθησε τέλος να συγκρατήσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, λέγοντάς του τη γνώμη του για τους εταιριστές: «ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον … ελεεινοί … αφαιρούντες νυν το χρήμα των αφελών ψυχών … προφυλαχθήτε από τοιούτους άνδρας». Κι όταν ο Υψηλάντης προχώρησε στην κήρυξη της Επανάστασης, ο Καποδίστριας τον κατηγόρησε ότι με τις «ανόητες προκηρύξεις του» ενίσχυε τις κατηγορίες περί ιακωβινισμού που εκτοξεύονταν από Μέτερνιχ και άλλους. Βέβαια, όταν πια δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, «ηγωνίσθη εκ παντός τρόπου να πείση τον αυτοκράτορα [Αλέξανδρο] εις άμεσον πολεμικήν παρέμβασιν».
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδας την είχε διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27-10-1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε πρόσκληση του Καποδίστρια το 1822 και ο Πετρόμπεης το 1824. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο Κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το Σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη Συνέλευση. Σημαντικό ρόλο[65] στην κλήση του Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (υποστηρικτής του Ρωσικού κόμματος τότε), αν και αρχικά ήταν κατά της εκλογής του. Άλλαξε όμως γνώμη στη συνέχεια και ήταν αυτός που υφήρπασε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ. Παρά ταύτα η εκλογή του θεωρήθηκε ως ήττα της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Και είναι γεγονός ότι μεταξύ Καποδίστρια και Αγγλίας υπήρχε αμοιβαία δυσπιστία. Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε, επισκέφθηκε την Αγία Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου έφτασε σε ατυχή συγκυρία, δεδομένου ότι την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο Τζωρτζ Κάνινγκ. Η υποδοχή που του έγινε εκεί ήταν τουλάχιστον ψυχρή. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι, όπου έγινε θερμά δεκτός, αναχώρησε για την Αγκώνα, όπου έφτασε στις 8 Νοεμβρίου. Εκεί θα τον παρελάμβανε αγγλικό πλοίο να τον μεταφέρει στην Ελλάδα. Παρέμεινε όμως εκεί για 49 μέρες και κατόπιν το πλοίο που τον παρέλαβε στις 26 Δεκεμβρίου, η κορβέτα Wolf του βρετανικού ναυτικού, στην οποία επιβιβάστηκε μαζί με τη συνοδεία του (γραμματείς Μπιτό και Μπετάν, Σταμάτης Βούλγαρης, Ιωάννης Δόμπολης κι ένας υπηρέτης ονόματι Μπρούνο) έπλευσε προς την Κέρκυρα, όπου μετά από συνεννόηση με τους Άγγλους, ο Καποδίστριας θα πήγαινε να προσκυνήσει τους τάφους των προγόνων του. Στα ανοικτά της Κέρκυρας, ωστόσο, κατά παράβαση της συμφωνίας, ο Καποδίστριας υποχρεώθηκε να μεταφερθεί στο αγγλικό πολεμικό πλοίο Warspite, το οποίο τον μετέφερε στη Μάλτα, όπου συναντήθηκε με τον ναύαρχο Κόδριγκτον για να τον ενημερώσει για τις διαθέσεις της πολιτικής της Αγγλίας, που στο μεταξύ, μετά τον θάνατο του Κάνιγκ, είχε μετατοπιστεί σε λιγότερο φιλελληνικές θέσεις. Ο Κόδριγκτον του είπε χαρακτηριστικά πως ενδιαφέρεται μόνο για τα συμφέροντα της χώρας του. Ο Καποδίστριας απέπλευσε επιτέλους από τη Μάλτα για την Ελλάδα στις 14 Ιανουαρίου, με το προαναφερθέν βρετανικό πολεμικό πλοίο, με συνοδεία δύο ακόμη πολεμικών πλοίων, ενός γαλλικού κι ενός ρωσικού. Αυτή η ιδιότυπη συμπεριφορά (πολιτικό καθαρτήριο) των Άγγλων απέναντι στον κυβερνήτη της Ελλάδας σκοπό είχε να καταστήσει σαφές ότι η Αγγλία δεν θα δεχόταν καμία προσπάθεια του Καποδίστρια για επέκταση των συνόρων του νεοπαγούς κράτους και θα έπρεπε να αρκεστεί σε αυτά που καθόριζε η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου, δηλαδή αυτονομία και όχι ανεξαρτησία και σύνορα που καθόριζε η γραμμή Αχελώου-Μαλιακού, καθώς και να αποστασιοποιηθεί («αποστειρωθεί») από την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας ως πρώην υπουργός εξωτερικών αυτής. Στις 18 Ιανουαρίου 1828, δέκα μήνες μετά από την απόφαση της Γ' Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, έφτασε στο Ναύπλιο,όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με τον Κασομούλη “ενύκτωσε, και η νυξ της 18ης Ιανουαρίου στο Ναύπλιο απέρασεν με ευφροσύνη όλου του λαού και μελαγχολίαν μόνον μερικών προκρίτων αριστοκρατών”. Αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους και έδρα της κυβέρνησης. Τη στιγμή της άφιξής του σχεδόν όλη η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα είχε ξαναπέσει στα χέρια των Οθωμανών και των Αιγυπτίων, ενώ μεταξύ των Ελλήνων συνεχίζονταν οι εμφύλιες διαμάχες (π.χ. μεταξύ των δύο φρουράρχων του Ναυπλίου Φωτομάρα και Γρίβα).
Στο εσωτερικό της χώρας, με τον ερχομό του, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει τα εχθρικά στρατεύματα, την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, τις εμφύλιες διαμάχες, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, καθώς ο ίδιος υπήρξε θιασώτης του δόγματος της πεφωτισμένης δεσποτείας, ήταν η αναστολή του Συντάγματος και η διάλυση της Βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της Βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με συμβουλευτικό χαρακτήρα, σώμα Γερουσίας, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε η Κεντρική Γραμματεία, είδος υπουργικού συμβουλίου διοικούμενου από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή τους, λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν αυτές διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Αν και κυβερνήτης, ο Καποδίστριας εξελέγη σε 36 περιφέρειες, γεγονός που προκάλεσε την οργή των συνεργατών του, ένας εκ των οποίων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, παραιτήθηκε για τον λόγο αυτό από πληρεξούσιος και αναχώρησε για την Ύδρα.Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για τη δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας, υιοθετώντας προσωρινά τη βυζαντινή Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου για τα πολιτικά δικαστήρια και τον γαλλικό εμπορικό κώδικα για τα εμπορικά. Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης. Παράλληλα, προχώρησε στην αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων, μετατρέποντας βαθμιαία τα άτακτα στρατεύματα σε τακτικό στρατό, και υπάγοντας τον στόλο στην ουσιαστική δικαιοδοσία της Κυβέρνησης, δεδομένου ότι μέχρι τότε τα πλοία ήταν ιδιοκτησία των καραβοκύρηδων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να προστατέψει τα σύνορα και να μειώσει την επιρροή των μέχρι τότε τοπαρχών («μίαν ευχήν διαβιβάζουσί μοι αι επαρχίαι, την διά παντός απαλλαγήν αυτών από της τυραννίας των προυχόντων και των οπλαρχηγών»). Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το τουρκικό γρόσι. Όσον αφορά στην εκπαίδευση, κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε τη μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας, σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση κι έτσι εκατομμύρια στρέμματα παρέμειναν στους μεγαλοϊδιοκτήτες (κοτζαμπάσηδες και Εκκλησία). Μερίμνησε επίσης για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ελληνικών πόλεων, όπως το Ναύπλιο, το Άργος, το Μεσολόγγι και η Πάτρα, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη.Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο[εκκρεμεί παραπομπή]. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα.
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας (διευθυντής της οποίας ανέλαβε ο Θανάσης Βάγιας) και ενθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας, για την οποία είχαν ήδη γίνει κάποιες ενέργειες τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο η ανέκδοτη ιστορία σχετικά με το τέχνασμα του Καποδίστρια έχει άλλη προέλευση: λέγεται ότι το τέχνασμα αυτό το εφάρμοσε στη χώρα του ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας το 1774. Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, η οποία όμως απέτυχε είτε γιατί, κατά μία άποψη, το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων,είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτό θεσμό. Αν και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του Τύπου. Με πρωτοβουλία του τροποποιήθηκε το άρθρο περί ελευθεροτυπίας καθιστώντας πρακτικά παράνομη την δημοσίευση και κυκλοφορία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων. Σφοδρή κριτική υπήρξε και για την τοποθέτηση των δύο αδελφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου, στις δύο κορυφαίες θέσεις του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία, και οι δύο θεωρούνταν ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση του κυβερνήτη. Εξωτερική πολιτική Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828, που έθετε τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των Συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Στερεά Ελλάδα με στρατηγούς τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον Ρίτσαρντ Τσωρτς και τον Δημήτριο Υψηλάντη. Στις εκκλήσεις του ναύαρχου Μάλκολμ και του νέου πρέσβη Ντόκινς να αποσύρει τις ελληνικές δυνάμεις στη Πελοπόννησο, αρνήθηκε να υπακούσει. Τον Σεπτέμβριο του 1828, στο συνέδριο του Πόρου, οι πρέσβεις των τριών δυνάμεων συμφώνησαν αρχικά να περιληφθούν και η Κρήτη και η Σάμος στο νέο ελληνικό κράτος, κάτι που τελικώς δεν έγινε λόγω αντίστασης της αγγλικής κυβέρνησης. Ο Καποδίστριας είχε στηρίξει επίσης τις δύο ανεπιτυχείς εκστρατείες ελληνικού στρατού και φιλελλήνων σε Χίο και Κρήτη, οι οποίες όμως δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Με τη νικηφόρα Μάχη της Πέτρας το Σεπτέμβριο του 1829, τερματίστηκαν τα πολεμικά γεγονότα της επανάστασης και εξασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στη Στερεά Ελλάδα, ενώ με τη γαλλική συνδρομή η Πελοπόννησος εκκαθαρίστηκε απ' τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1829) αναγνωρίζει ως σύνορα της Ελλάδας τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού, αλλά όχι ελληνική ανεξαρτησία, αντίθετα αυτονομία με καταβολή φόρου υποτελείας στον Σουλτάνο. Όσον αφορά στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Σαξ-Κόμπουργκ (Saxe-Coburg), ο οποίος όμως παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου λόγω διαφωνιών για τα σύνορα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο Καποδίστριας επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν αντιτάχθηκε στον ερχομό του. Γεγονός όμως είναι ότι όσοι ζητούσαν να έλθει ο Λεοπόλδος αντιμετώπισαν έντονη κυβερνητική δυσμένεια. Παράλληλα οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν, καθώς και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη (Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1828-1829)). Ανήσυχη από τις επιτυχίες της Ελλάδας και της Ρωσίας η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στη συνοριακή γραμμή Άρτας - Βόλου και το σημαντικότερο στην ανεξαρτησία. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα εκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός, αφήνοντας εκτός την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Ο Καποδίστριας συμφωνεί με την ανεξαρτησία, αλλά αντιδρά στα ζητήματα της εκκένωσης περιοχών απ' τον ελληνικό στρατό και στο ζήτημα του ξένου κληρονομικού μονάρχη. Το Σεπτέμβριο του 1831 (13 μέρες πριν τη δολοφονία του), με το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, αλλάζει οριστικά προς το συμφέρον της Ελλάδας η συνοριακή γραμμή. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία, ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του κράτους.
Πέραν των πιεστικότατων οικονομικών, κοινωνικών και διπλωματικών προβλημάτων, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά εμπόδια στην πολιτική του για την οικοδόμηση του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους: πρώτον την εχθρότητα της Γαλλίας (μετά το 1830) και της Αγγλίας, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των οποίων στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευαν από την προοπτική δημιουργίας ενός νέου και δυναμικού ναυτικού και εμπορικού κράτους έξω από τον έλεγχό τους ή, χειρότερα, υπό την επιρροή της Ρωσίαςˑ δεύτερον, τους φατριασμούς και τα τοπικιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών και πλοιοκτητών, οι οποίοι και επεδίωκαν διατήρηση των προνομίων και συμμετοχή στη νομή της εξουσίας. Εν τέλει ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε στην πολιτική και φυσική εξόντωση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας στις 27 Σεπτεμβρίου 1831. Προκειμένου να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την τραγική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του νέου κράτους, ο Καποδίστριας προέκρινε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας, ώστε να διατηρήσει άμεσα τον πολιτικό έλεγχο. Την αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια απάρτιζαν οι παραμερισμένοι από την εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες. Ο συγκεντρωτισμός που επέδειξε ο Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέλφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τις προαναφερθείσες ομάδες συμφερόντων. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγορούσαν για δεσποτισμό, καθώς δεν δεχόταν να παρουσιάσει συνταγματικό χάρτη, ενώ καθυστερούσε τη διενέργεια εθνοσυνέλευσης. Ο ίδιος, απαντώντας στις αιτιάσεις, μίλησε για άλλες προτεραιότητες, όπως η ίδρυση σχολείων (αλληλοδιδακτικά, τεχνικές σχολές) και διανομή καλλιεργήσιμων γαιών στους φτωχούς ακτήμονες. Με τον τρόπο αυτό (παιδεία και εξασφάλιση πόρων), πίστευε πως οι Έλληνες θα απαλλάσσονταν από τη δουλεία της εκμετάλλευσης των λίγων και θα καθίσταντο έτοιμοι να απολαύσουν πλήρη, πολιτικά δικαιώματα[99]. Κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των πλοιοκτητών και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη που είχε με το μέρος της τους αγωνιστές Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες. Βασικός λόγος για την αντίδραση των Υδραίων πλοιοκτητών ήταν η απαίτηση τους για την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και απώλειες των πλοίων τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Αναγνωρίζοντας αμέσως το δίκαιο αίτημα, ο Καποδίστριας υποσχέθηκε ότι μόλις θα βελτιώνονταν τα οικονομικά της χώρας, η Ύδρα θα έπαιρνε «το μερίδιόν της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε». Οι Υδραίοι, όμως, απαιτούσαν την άμεση καταβολή αυτών των αποζημιώσεων, πράγμα που ήταν αδύνατον λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης του κράτους. Στην Ύδρα, επιπλέον, κατέφυγαν ο ηγέτης του Αγγλικού κόμματος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, και οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αναστάσιος Πολυζωίδης και Αλέξανδρος Σούτσος, έχοντας την ηθική συμπαράσταση του φιλογάλλου Κοραή. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα Απόλλων του Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια ως φίλα προσκείμενο στη Ρωσία, ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους.
Την 14η Ιουλίου 1831, οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας. Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να διαπραγματευθούν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους, τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι, ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός στόλος είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία πλέον του Μιαούλη, ενώ μια μικρή μοίρα, υπό την αρχηγία του Κωνσταντίνου Κανάρη, δε δέχθηκε να υπακούσει στους επαναστάτες. Και ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος, κωλυσιεργώντας, έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στο «μεγαλουργόν έγκλημα». Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε δύο από τα πιο σύγχρονα τότε πλοία του ελληνικού ναυτικού, τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Ο Δ. Χοϊδάς, σε επιστολή του προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, από την Τρίπολη, στις 10 Αυγούστου 1831, ανάμεσα σε πολλές άλλες σημαντικές πληροφορίες για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε σε όλη τη χώρα, έγραφε πως οι Υδραίοι έλεγαν ότι «την φρεγάδαν (Ελλάς) την έκαυσαν δι' αδείας του πρέσβεως της Αγγλίας, όστις τους υπεσχέθη ότι τους δίδει άλλην» και η αστυνομία του Ναυπλίου είχε πληροφορίες «ότι οι δύο πρέσβεις (Αγγλίας και Γαλλίας) έλαβαν μέρος με τους Υδραίους και ότι έγραψαν εις τον Ρίκορδ να παύσει από τας κατ’ αυτών εχθροπραξίας του έως ότου να έλθει ο παρά των τριών δυνάμεων αποστελλόμενος πληρεξούσιος, όστις είναι ο ναύαρχος Άγγλος, της μοίρας του Αιγαίου πελάγους …». Και πρόσθετε ότι στην Ύδρα είχαν καταφθάσει «δύο πλοία γαλλικόν και αγγλικόν … και οι δύο ναύαρχοι (ο Άγγλος και ο Γάλλος) με τρόπον προσφέρουσι βοηθήματα εις την Ύδραν και τους λέγουσι να επιμένουν εις τον σκοπόν των και να μη φοβώνται διόλου, διότι επιτυγχάνουσι το ποθούμενον …». Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Lalande, που υπηρετούσε στην Ελλάδα, του αποκάλυψε ότι γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και των Γάλλων: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους …». Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831 έστειλε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, πρίγκηπα Α. Σούτσο, επιστολή με την οποία διαμαρτύρεται με αγανάκτηση και του ζητά να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών στις φοβερές αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς.
Ήδη από το προηγούμενο έτος, το 1830, είχε ξεσπάσει ανταρσία στη Μάνη υπό την ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη. Ο τελευταίος ετέθη σε περιορισμό στο Ναύπλιο, ζήτησε να πάει στη Μάνη για να την ησυχάσει, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, αποπειράθηκε να διαφύγει με αγγλικό πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Βαρέως φέροντες τη μεταχείριση αυτή του αρχηγού της οικογενείας τους, και μέσα στο τεταμένο και από τα γεγονότα του Πόρου κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδελφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακας του Γεώργιος Κοζώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχτηκε στο λιμάνι. Ο ετοιμοθάνατος κυβερνήτης μεταφέρθηκε από τον κόσμο σε παρακείμενο φαρμακείο, όπου εξέπνευσε. Προηγουμένως όμως, εξετάσθηκε επί τόπου από το γιατρό και προσωπικό φίλο του θανόντα Σπύρο Καρβελά, που συνέταξε τη σχετική έκθεση η οποία περιέχεται σε ιστορικό ντοκουμέντο. Σύμφωνα με αυτήν, ο θάνατος του Κυβερνήτη προήλθε από τραύματα στην ινιακή χώρα και στη δεξιά κοιλιακή χώρα. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί, ύστερα από την επιμονή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία. Τελικώς καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό, ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς. Έχει υποστηριχθεί ότι καταλυτικό ρόλο στη δολοφονία του διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών παρέμενε, τουλάχιστον έως το Σεπτέμβριο του 2014, ακόμη απόρρητος. Στον σχεδιασμό της συνωμοσίας φαίνεται πως πρωτοστάτησε ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού στρατού που επιχείρησε να οργανώσει ο ίδιος ο Καποδίστριας. Δύο ολόκληρους μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, στις μεταξύ τους συζητήσεις, δεν αμφέβαλλαν καθόλου ότι πλησίαζε η ημέρα της δολοφονίας, ή απλώς της ανατροπής του Κυβερνήτη. Κατά τον Γιάννη Κορδάτο, η οικονομική κρίση, και η απόρριψη των αγγλικών και γαλλικών οικονομικών προτάσεων εκ μέρους του, οδήγησαν τις δύο τελευταίες «προστάτιδες δυνάμεις» να οργανώσουν τη δολοφονία του ρωσόφιλου Καποδίστρια, χρησιμοποιώντας τους Υδραίους και τους Μανιάτες. Κατά τον Β. Κρεμμυδά, που μελέτησε το αρχειακό υλικό της υπόθεσης, κύριο ρόλο έπαιξε η Γαλλία, ενώ ελάχιστες είναι οι ενδείξεις ότι αναμίχθηκε η Βρετανία. Η τελευταία ενδεχομένως γνώριζε τη συνωμοσία αλλά δεν παρενέβη να την εμποδίσει. Κατά τον Κρεμμυδά, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για ανάμιξη της Ύδρας στη συνωμοσία. Από τους δολοφόνους, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης λίγο πριν πεθάνει από την πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια, ζητώντας έλεος είπε στους αστυνομικούς: «Δεν φταίω εγώ, στρατιώται άλλοι με έβαλαν». Ο σύγχρονος με τα γεγονότα, ιστορικός και αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρει ότι ο έτερος εκτελεστής του Κυβερνήτη, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, κατέφυγε στο σπίτι του πρέσβη της Γαλλίας βαρώνου Ρουάν, δηλώνοντάς του: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας». Ο Γάλλος πρέσβης παρέσχε άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη κι αρνήθηκε να τον παραδώσει, ζητώντας ένταλμα σύλληψης. Πάντως, υπό την απειλή του εξεγερμένου λαού που είχε περικυκλώσει την πρεσβεία, ο Ρουάν αναγκάστηκε να παραδώσει τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στις αρχές. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η στάση του πρέσβη της Αγγλίας, ο οποίος, αμέσως μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ζήτησε να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού, ακόμη και καταστολή με τη χρήση όπλων, απειλώντας την τριμελή προσωρινή Διοικητική επιτροπή (που απαρτιζόταν από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη) ακόμη και με αποχώρηση και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Αρκετά αργότερα, το 1840, ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ακούγοντας κάποιον να κατηγορεί τον Καποδίστρια, φέρεται να είπε τούτα τα λόγια: «Δεν μετράς καλά φιλόσοφε … Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα …». Για τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Ελβετός φιλέλληνας, φίλος του Καποδίστρια και ευεργέτης της επανάστασης, Ι.Γ. Εϋνάρδος είπε: «Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν». Μετά από τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε ο αδελφός του Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της προαναφερθείσας Διοικητικής Επιτροπής που διόρισε η Γερουσία, όμως παραιτήθηκε στις 28 Μαρτίου 1832. Τη σορό του Καποδίστρια τη μετέφερε ο αδελφός του στην Κέρκυρα, όπου και ενταφιάστηκε στη Μονή Πλατυτέρας.

ΠΡΩΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ (από την Τράπεζα Θεμάτων)

Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από την ιστορική πηγή που σας δίνεται, να περιγράψετε τις πολιτικές παρατάξεις που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα της Επανάστασης και τις κοινωνικές ομάδες που τις υποστήριξαν
«Ο Δημήτριος Υψηλάντης αποβιβάστηκε στην Ύδρα (σημ: το καλοκαίρι του 1821) ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Της (Αόρατης) Αρχής και εκεί έγινε δεκτός με χαρά από τους τοπικούς προκρίτους. Μετά πήγε στις Σπέτσες όπου έγινε δεκτός με τις ίδιες τιμές. Από εκεί πήγε στο Άστρος όπου τον υποδέχτηκαν οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Ο Υψηλάντης διάβασε το έγγραφο με το οποίο οριζόταν πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Της (Αόρατης) Αρχής και ζήτησε τον έλεγχο του στρατοπέδου στα Βέρβενα. Οι πρόκριτοι όμως αρνήθηκαν να του παραχωρήσουν τον έλεγχο του στρατοπέδου, είπαν ότι αυτό θα έπρεπε να παραδοθεί στους εκπροσώπους του έθνους και τον άφησαν να εννοήσει ότι δεν τον αποδέχονταν ως εκπρόσωπο της Αόρατης Αρχής. Του αντιπρότειναν να αναγνωρίσει τη Γερουσία τους (σημ: την Πελοποννησιακή Γερουσία) και, αν ήθελε, μπορούσε να αποτελέσει κι αυτός μέλος της με μια όμως ψήφο, αυτή του εαυτού του. Ο Υψηλάντης δεν συμφώνησε. Τους εξήγησε ότι ο τίτλος «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου» σήμαινε ότι αυτός θα έπρεπε να είναι ο αρχιστράτηγος της Ελλάδας και ότι τα στρατεύματα θα έπρεπε να εξαρτώνται και να διευθύνονται αποκλειστικά από αυτόν. Αναφορικά με την Πελοποννησιακή Γερουσία, αυτή θα έπρεπε να καταργηθεί και στη θέση της να δημιουργηθεί μια υπηρεσία που θα ασχολείται αποκλειστικά και μόνον με την επιμελητεία του πολέμου, ώστε να προμηθεύει τα αναγκαία για τη διεξαγωγή του, παίρνοντας εντολές από αυτόν». (Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα Α ́ 203-213, διασκευή από το βιβλίο: Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις Πηγές, Γ ́ Λυκείου, Αθήνα 1998, σσ. 92-93)
Πρέπει να εντοπίσουμε τη συγκρότηση δυο μεγάλων παρατάξεων. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι πρόκριτοι, κυρίως της Πελοποννήσου, συνεπικουρούμενοι από ανώτερους κληρικούς και καπετάνιους που τους υποστηρίζουν. Αυτοί διαμορφώνουν και υποστηρίζουν ένα είδος τοπικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται ο Δ. Υψηλάντης, οι πρόκριτοι των νησιών, οι Φιλικοί και οι καπετάνιοι υπό τον Κολοκοτρώνη.
Για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να αναφερθούμε στα στα εξής τρία σημεία της πηγής: 1 «Από εκεί πήγε στο Άστρος όπου τον υποδέχτηκαν οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου». 2«Του αντιπρότειναν να αναγνωρίσει τη Γερουσία τους (σημ: την Πελοποννησιακή Γερουσία) και, αν ήθελε, μπορούσε να αποτελέσει κι αυτός μέλος της με μια όμως ψήφο, αυτή του εαυτού του». και 3 «Ο Δημήτριος Υψηλάντης αποβιβάστηκε στην Ύδρα (σημ: το καλοκαίρι του 1821) ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Της (Αόρατης) Αρχής και εκεί έγινε δεκτός με χαρά από τους τοπικούς προκρίτους. Μετά πήγε στις Σπέτσες όπου έγινε δεκτός με τις ίδιες τιμές».
Τέλος, πρέπει να θυμηθούμε το παρακάτω απόσπασμα του σχολικού βιβλίου: 1. "Στην Πελοπόννησο κυρίως, καθώς και στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, είχαν σχηματιστεί «εφορίες», «σύγκλητοι», «καγκελαρίες» και «διευθυντήρια», τοπικά επαναστατικά συμβούλια δηλαδή, υπό τον άμεσο έλεγχο των τοπικών αρχόντων, των παλαιών προεστών ή καπετάνιων. Από τα συμβούλια αυτά προήλθαν οι αντιπρόσωποι στις τρεις πρώτες τοπικές γερουσίες, στην «Πελοποννησιακή Γερουσία», τον «Άρειο Πάγο» της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και τη «Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος». Οι αντιπρόσωποι σε αυτές τις γερουσίες ήταν οι ίδιοι άρχοντες που είχαν σχηματίσει τα τοπικά συμβούλια, αυτοί δε οι άρχοντες εν συνεχεία υπήρξαν και οι αντιπρόσωποι στην Α' Εθνοσυνέλευση, καθώς και στις συνελεύσεις που ακολούθησαν. Με την απαλλαγή λοιπόν από τους εκπροσώπους της οθωμανικής διοίκησης, υπήρξε ανάληψη της εξουσίας και της διοίκησης από τους άρχοντες εκείνους, είτε πολιτικούς είτε στρατιωτικούς, οι οποίοι ασκούσαν και στο παρελθόν εξουσία ως εντολοδόχοι της οθωμανικής κυβέρνησης. Παρατηρήθηκε, με άλλα λόγια, συνέχεια της προεπαναστατικής ελληνικής εξουσίας. Αυτή η συνέχεια ήταν μάλλον αναπόδραστη, για τον λόγο κυρίως ότι οι τοπικοί άρχοντες διέθεταν μεγάλη επιρροή και πλούτη, σε σύγκριση με τους νεήλυδες από την ελληνική Διασπορά, που έσπευσαν στην επαναστατημένη χώρα, με στόχο την απαλλαγή του τόπου όχι μόνο από την οθωμανική εξουσία, αλλά και από πολλούς Έλληνες άρχοντες που ασκούσαν εξουσία ως όργανα της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτοί οι φιλελεύθεροι νεήλυδες, έργο των οποίων υπήρξαν τα φιλελεύθερα συντάγματα του Αγώνα, μικρή συμμετοχή είχαν στον έλεγχο και την άσκηση της εξουσίας. Προέκυψε τότε οξεία διαμάχη ανάμεσα στον Δημήτριο Υψηλάντη, αδελφό του Αλέξανδρου και πληρεξούσιο του στην επαναστατημένη Ελλάδα, και πολλούς Φιλικούς από το ένα μέρος και στους προκρίτους της Πελοποννήσου από το άλλο".
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από την ιστορική πηγή που σας δίνεται, να περιγράψετε τις πολιτικές παρατάξεις που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα της Επανάστασης και τις κοινωνικές ομάδες που τις υποστήριξαν

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

ΑΛΥΤΡΩΤΙΣΜΟΣ: ορισμός της έννοιας και ένα σύγχρονο παράδειγμα αποτυχίας του αλυτρωτικού μοντέλου

Το εθνικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας, καθώς και ο αλυτρωτισμός, δηλαδή η εθνική πολιτική για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ιστορικών ελληνικών τόπων και την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, δημιούργησαν ευρύτατη εθνική συναίνεση στο ζήτημα της απελευθέρωσης των ιστορικών ελληνικών τόπων. Υπήρξαν βεβαίως επικρίσεις για την άσκηση της αλυτρωτικής πολιτικής. Εκείνοι όμως που διαφωνούσαν -πολιτικοί, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ή δημοσιογράφοι, όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης- συνιστούσαν μειοψηφία, ενώ οι φωνές τους χάνονταν στον ορυμαγδό που προκαλούσαν οι θιασώτες του αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός δέσποζε στον πολιτικό βίο της χώρας και επηρέαζε σοβαρά τα δημόσια πράγματα γενικώς, ήταν δε προϊόν της οργάνωσης του δημόσιου βίου της.
Κατ’ αρχάς, ο αλυτρωτισμός δεν είχε πάντοτε αρνητική φόρτιση. Ειδικότερα στα Βαλκάνια, όπου η ίδρυση εθνικών κρατών πραγματοποιήθηκε διαδοχικά, αφήνοντας εκτός συνόρων ομοεθνείς πληθυσμούς, ο αλυτρωτισμός επί πολλές δεκαετίες είχε νόημα και αντικειμενική βάση. Για παράδειγμα, η ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους αρχικά κάλυπτε μικρό μέρος των σημερινών εδαφών της Ελλάδας, με αποτέλεσμα μεγάλοι ελληνικοί πληθυσμοί να παραμείνουν υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό ο μετά το 1828 ελληνικός αλυτρωτισμός ήταν σύγχρονος και δίκαιος για τις τότε συνθήκες. Άλλα έθνη των Βαλκανίων δημιούργησαν τις εθνικές τους εστίες, αφήνοντας εκτός συνόρων μεγάλα τμήματα ομοεθνών τους, όπως συνέβη με την Αλβανία και τη Ρουμανία.
Με την ίδρυση του ΟΗΕ ως επιστεγάσματος της αντιφασιστικής νίκης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θεσμοθετήθηκε ως θεμέλιο για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια το απαραβίαστο των διεθνών συνόρων, δηλαδή η μη αλλαγή τους με πολέμους και βία. Παράλληλα, αναγνωρίστηκαν και κατοχυρώθηκαν τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, με στόχο αυτές να μη χρησιμοποιούνται ως το «μακρύ χέρι» αποσταθεροποίησης των «μητέρων πατρίδων», όπως συνέβη στην Κύπρο. Σήμερα, θεωρούνται απειλή για την ειρήνη ιδεολογήματα του τύπου «μεγάλη Αλβανία» και «μεγάλη Ρουμανία», ενώ και η Ελλάδα εγκατέλειψε τη «Μεγάλη Ιδέα» μετά την καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία. Έτσι το να λέει κανείς σήμερα ότι «θα πάρουμε την Κωνσταντινούπολη» είναι παράνομο, θα έλεγα και κωμικό, διότι τέτοια διεκδίκηση δεν έχει αντικειμενική βάση, εκτός των άλλων διότι η Κωνσταντινούπολη σήμερα κατοικείται από είκοσι εκατομμύρια Τούρκους και περίπου τρεις χιλιάδες Έλληνες. Ακόμα και αν επιστρέψουν οι εκδιωχθέντες Έλληνες του 1955 ή οι απόγονοί τους, η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί να αλλάξει. Ας δούμε τι συμβαίνει με μια σύγχρονη μορφή αλυτρωτισμού, τον αραβικό "αλυτρωτισμό".
Η μαζική εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη μετά τον μαζικό εκτοπισμό όσων Εβραίων επιβίωσαν από το χιτλερικό Ολοκαύτωμα (η «πρώτη Αλίγια») σχηματοποίησε ραγδαία την αραβική εθνική αφύπνιση σε μία μεγάλη Ιδέα: τον παναραβισμό. Χωρίς κάποια στιβαρή κεντρική οργάνωση και διεύθυνση (όπως λχ ήταν το σιωνιστικό κίνημα), ο φιλόδοξος πόθος που εγείρεται σε κύκλους αστών διανοουμένων μεταξύ Δαμασκού (πρωτίστως), Ιεροσολύμων, Βηρυτού και Βαγδάτης, αξιώνει την Ένωση όλων των Αράβων, από τον Κόλπο και την αρχαία κοιτίδα της αραβικής χερσονήσου, έως και τον Ατλαντικό (το σημερινό Μαρόκο), σε ένα σύγχρονο εθνικό κράτος ανεξάρτητο και αδιαίρετο. Αν και ανάγει τις αξιώσεις και τα δικαιώματά του στους χρυσούς αιώνες των μεσαιωνικών αραβικών χαλιφάτων, ο παναραβισμός θέτει ως πρωτεύουσα την αραβική ταυτότητα, και δευτερευόντως την ισλαμική, ακολουθώντας τις σύγχρονες αντιλήψεις περί έθνους που προκρίνουν τη γλώσσα ως το κρίσιμο κριτήριο καθορισμού. Σχεδόν αναπόφευκτα, η παναραβική ιδέα δεν θα γίνει ποτέ λαϊκή υπόθεση, ειδικά στην Παλαιστίνη, ενώ περιορίστηκε κυρίως σε εθνικιστικούς κύκλους μεσοαστών και μεγαλοαστών διανοουμένων, γύρω από εκπαιδευτικά ιδρύματα στις εξέχουσες πόλεις των αραβικών επαρχιών.
Η αραβική εξέγερση και η βρετανική εκστρατεία στο Σινά θα οδηγήσουν το 1918 στην οριστική εκδίωξη των οθωμανικών αρχών από την αραβική χερσόνησο, την Συρία, το Λίβανο, την Ιορδανία, την Παλαιστίνη και το Ιράκ. Στην πιο μεγάλη του ώρα όμως, ο παναραβισμός θα αποδειχθεί μια χίμαιρα. Όλες αυτές οι επαρχίες είχαν ήδη μοιραστεί ανάμεσα σε Βρετανία και Γαλλία (και ολίγον από Ιταλία) στις διαβόητες μυστικές συνεννοήσεις Σάικς-Πικό του 1915-16. Για την συμβολή τους στην συμμαχική νίκη, παραχωρείται στους Άραβες μονάχα μια μικρή ανεξάρτητη (τυπικά) επικράτεια, αυτή της Συρίας με πρωτεύουσα τη Δαμασκό. Το βραχύβιο βασίλειο του Φεϊζάλ στάθηκε μεγάλη απογοήτευση για τους εθνικιστές, αφού από τη σύστασή του σχεδόν συνιστούσε ένα μεγαλοπρεπές «άδειασμα» του παναραβικού ονείρου.
Οι εθνικιστές αστοί της ευρύτερης περιοχής που έλαβαν μέρος στο εγχείρημα ως αξιωματούχοι, συνειδητοποίησαν τις διαφορές τους όσον αφορά τις προτεραιότητες, με βάση την στενή καταγωγή τους. Καταλύτης για τους εκ Παλαιστίνης προερχόμενους, στάθηκε η αποκάλυψη της Διακήρυξης Μπαλφούρ και η διαρκώς αυξανόμενη εβραϊκή μετοίκιση στην γενέτειρά τους, η οποία είχε πλέον τεθεί υπό βρετανική διοίκηση από το 1919. Γενικά, η αραβική ενοποίηση φαντάζει πλέον σαν ουτοπία και ο αραβικός εθνικισμός κατακερματίζεται σε τοπικά εθνικά κινήματα. Ενώ για τους Σύρους ή Ιρακινούς εθνικιστές ο στόχος είναι η εθνική ανεξαρτησία, για τους Παλαιστίνιους τίθεται ως προτεραιότητα η αντιμετώπιση της σιωνιστικής απειλής.
Στα χρόνια μέχρι τον «Πόλεμο των 7 Ημερών» του 1967, οι Παλαιστίνιοι εθνικιστές ανανεώνουν την πίστη τους στον αναβιωμένο παναραβισμό. Πρόκειται για μια νέα γενιά μορφωμένων αστών, μελών επιφανών παλαιστινιακών οικογενειών, που οργανώνονται εκτός Παλαιστίνης στους πανεπιστημιακούς κύκλους των γειτονικών ανεξάρτητων αραβικών κρατών. Πρόσφυγες και οι ίδιοι στην πλειοψηφία τους, έχουν σημαντική απήχηση στους προσφυγικούς καταυλισμούς και πληθυσμούς, ενώ τα κράτη υποδοχής φαντάζουν επιφορτισμένα να δικαιώσουν την παλαιστινιακή υπόθεση, στο πλαίσιο μιας ιστορικής ρεβάνς του αραβικού κόσμου απέναντι στο Ισραήλ και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους του. Η σύγχρονη τότε ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και η ανάδειξη σοσιαλπατριωτικών καθεστώτων με τη στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, καθιστά αυτή τη ρεβάνς κάτι πολύ παραπάνω από ευσεβή πόθο. Η μεγάλη ιστορική ήττα της Αιγύπτου και των υπολοίπων (Συρία, Ιορδανία, Λίβανος) στον «Πόλεμο των Επτά Ημερών» τον Ιούνη του 1967, και η εκ νέου επέκταση του Ισραήλ, στάθηκε η ταφόπλακα του παναραβικού προτάγματος γενικώς, αλλά και ειδικώς ως προτεραιότητα του παλαιστινιακού εθνικισμού. Συνειδητοποιώντας την πλήρη αποτυχία του νασσερικού οράματος, νέες οργανώσεις αναδύονται στην Παλαιστίνη ως ηγέτιδες πολιτικές δυνάμεις, που έθεταν πλέον την απελευθέρωση της Παλαιστίνης ως πρώτη προτεραιότητα και υπόθεση του ίδιου του παλαιστινιακού λαού. Αυτό φυσικά σήμαινε αναπόφευκτη ένοπλη πάλη.
Σήμερα, η ευόδωση της ίδρυσης ενός ενιαίου ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, κυρίαρχου σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, φαντάζει σχεδόν το ίδιο μακρινή με το 1948. Από τη σκοπιά της Διεθνούς Αλληλεγγύης, η υποστήριξη των δικαίων του Παλαιστινιακού Ζητήματος έχει σαφώς επιδεινωθεί μέσα στη γενικότερη απαξία του ισλαμιστικού προτάγματος. Κάθε νέα καταστροφή οδηγεί στην επόμενη μετενσάρκωση του παλαιστινιακού εθνικισμού, ως διαρκές αδιέξοδο και ως θεμελιώδη εσωτερική δομική αστοχία του. Αλλά αυτή είναι η ιστορία και η ουσία του εθνικισμού, που είναι περισσότερο μια δηλητηριώδης κατασκευή, παρά δομικό στοιχείο του οποιουδήποτε έθνους. Στην περίπτωση της Παλαιστίνης, πρόκειται για μια ανατροφοδοτούμενη στόχευση του «ενός κράτους για έναν λαό», η οποία εν προκειμένω προϋποθέτει την ταυτόχρονη εξάλειψη ενός άλλου υπάρχοντος εθνο-κράτους στην ίδια περιοχή.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...