Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», «η Βουλή της Θετταλομαγνησίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος» και η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου». Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση, προέβλεπαν δε τη μελλοντική σύσταση «Βουλής του Έθνους», στην οποία θα ανήκε η νομοθετική εξουσία και από την οποία θα εξαρτώνταν οι κατά τόπους ιδρυθείσες «Διοικήσεις», δηλαδή οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας και ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου ψηφίσθηκαν από συνελεύσεις του επαναστατημένου λαού, το Μάιο του 1821, η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης».
Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις». Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου».
Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθεί εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του. Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που θύμιζε έντονα το αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.
Η απόλυτη μοναρχία (1832-1843): στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους.
Η συνταγματική μοναρχία (1843-1862): Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα-συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909): τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του Όθωνα και της δυναστείας των Wittelsbach. Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig – Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίστηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων».
Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, ενώ κατάργησε τη Γερουσία. Με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε άτυπα η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1924): το «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών. Αναβαθμίσυηκε ο ρόλος της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και, τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατάργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία. Με το Σύνταγμα του 1927 προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη νομοθετική λειτουργία, μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος. Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν, αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για πρώτη φορά, τέλος, ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε «να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς, πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875.
Η σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με τη δεύτερη κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Με την αναθεώρηση του 1952 άρχισε η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967): βασική καινοτομία του αναθεωρημένου Συντάγματος ήταν η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα.
Η επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967-1974) ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και καθιέρωσε την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία με το Σύνταγμα του 1975.
Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, έντεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν με τις ψήφους ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Η απομάκρυνση του Καραμανλή από το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα βοήθησε πολύ στη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του Ιουνίου 1985, με την έννοια της συσπείρωσης των αντιδεξιών ψηφοφόρων. Ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Την άνοιξη του 2001 ψηφίστηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και το 2008 αναθεωρήθηκε περιορισμένος αριθμός διατάξεών του. Το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ: ΤΣΙΛΛΕΡ

Ο Ερνέστος Τσίλλερ δεν ήταν απλώς ένας ακόμη φιλέλληνας, αλλά ένας ανανεωτής του αστικού ιστού της Αθήνας. Η πρώτη επαφή του με τη χώρα μας ήταν σε ηλικία 24 ετών, οπότε και ήρθε για να επιβλέψει την ανέγερση της Ακαδημίας που ήταν σε σχέδια του δανού εργοδότη του Θεόφιλου Χάνσεν. Αμέσως μαγεύτηκε από το αυθεντικό τοπίο της Αθήνας που μόλις άρχισε να αποκτάει πλήρες αστικό χρώμα. Η τότε αστική τάξη τον αγάπησε και έγινε ο αγαπημένος αρχιτέκτονας των σαλονιών.Η πρώτη επαφή του με τη χώρα μας ήταν σε ηλικία 24 ετών, οπότε και ήρθε για να επιβλέψει την ανέγερση της Ακαδημίας που ήταν σε σχέδια του δανού εργοδότη του Θεόφιλου Χάνσεν. Αμέσως μαγεύτηκε από το αυθεντικό τοπίο της Αθήνας που μόλις άρχισε να αποκτάει πλήρες αστικό χρώμα. Η τότε αστική τάξη τον αγάπησε και έγινε ο αγαπημένος αρχιτέκτονας των σαλονιών.
Το κτίριο που στεγάζει το Εθνικό Θέατρο.
Ο Τσίλλερ διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον ευεργέτη Σίμωνα Σίνα, τον βασιλιά Γεώργιο Α΄, τον Ερρίκο Σλήμαν, ενώ ταυτόχρονα επέκτεινε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες (που εντέλει τον οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή). Ολοένα και περισσότερο γινόταν «Ελληνας», δίχως να χάνει τις επαφές του με το εξωτερικό. Το πρωτοποριακό του πνεύμα μάγεψε τους τότε Αθηναίους: ήταν ο πρώτος που έφερε στη χώρα μας τον τεχνητό εξαερισμό και την κεντρική θέρμανση. Με τον αρχιτεκτονικό του οίστρο μετέτρεψε την Αθήνα του 19ου αιώνα από ένα περιφερειακό χωριό σε πόλη της Ευρώπης. Της έδωσε ταυτότητα και ένα αισθητικό αποτύπωμα που ταίριαζε στην πρωτεύουσα του νεότευκτου ελληνικού κράτους. Ήταν αυτός που αντικατέστησε τα παντζούρια με ρολά στα μαγαζιά της Αθήνας και κόσμησε τα κτίρια του με χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα με σχέδια εμπνευσμένα από τη μυθολογία. Επίσης, ήταν ο πρώτος αρχιτέκτονας που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει σιδερένια υποστυλώματα στην οικοδομή. Ο Τσίλλερ έχτισε περί τα 600 κτίρια, ανάμεσα στα οποία η Ακαδημία Αθηνών και η Εθνική Βιβλιοθήκη σε σχέδια Θ. Χάνσεν, το Ιλίου Μέλαθρον, το Εθνικό Θέατρο και αναρίθμητα ακόμη, και η κληρονομιά του απέκτησε το μορφή συμβόλου. Αξιοσημείωτο της ζέσης του ήταν ότι συνέχιζε να χτίζει με τον ίδιο απαράμιλλο τρόπο του ακόμη κι όταν η εποχή του τον είχε ξεπεράσει. Αυτό, όμως, που ήταν ιδιαίτερο σ’ αυτό -και ουσιαστικά δημιούργησε τον μύθο γύρω από το όνομά του- ήταν ότι βρισκόταν σε διαρκή ώσμωση με το λαϊκό αισθητήριο περί κάλλους.
Το Δημαρχιακό Μέγαρο της Ερμούπολης (καρτ ποστάλ εποχής από το βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου «Ενθύμιον Σύρου», εκδ. «Γνώση»).
Τα ξενοδοχεία «Μπάγκειον» και «Μέγας Αλέξανδρος» στην πλατεία Ομονοίας. Κτίσματα και τα δύο τον Ε. Τσίλερ, αποτελούν τυπικά δείγματα της εκλεπτυσμένης αρχιτεκτονικής του Γερμανού αρχιτέκτονα, δεινού εκφραστή του νεοκλασικισμού και εκλεκτικισμού (φωτ.: Γιάννης Μπαρδόπουλος).
Σχεδιάζει σειρά δημοσίων και δημοτικών κτιρίων και ναών. Μικρό μόνο τμήμα της επαγγελματικής του δραστηριότητας αποτελούν το Εθνικό (Βασιλικό) Θέατρο της Αθήνας, τα θέατρα της Πάτρας και της Ζακύνθου (κατεδαφισμένο), το Μουσείο της Ολυμπίας, το Χημείο, η Αγορά του Πύργου, ο ναός του Αγίου Λουκά Πατησίων, ο Ναός της Φανερωμένης στο Αίγιο. Αξίζει να σημειωθεί πως ακόμη και σήμερα δεν έχει γίνει ακόμα δυνατή η πλήρης καταλογογράφηση του συνόλου του έργου του. Χαρακτηριστικά είναι τα κτήρια της Σχολής Ευελπίδων, που σήμερα στεγάζουν τα δικαστήρια.
Το αποτύπωμά του, μια κλασικιστική αίσθηση, θα δώσει ταυτότητα στη φάση του ώριμου αθηναϊκού νεοκλασικισμού για να προχωρήσει προς τον εκλεκτισμό και το ρομαντισμό κυρίως στις ιδιωτικές κατοικίες. Στην αρχιτεκτονική όμως των δημόσιων κτιρίων θα διατηρήσει το ελληνικό πνεύμα του κλασικισμού, ενώ αντίστοιχα στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική θα προσπαθήσει να διαφυλάξει τη βυζαντινή παράδοση. Ο Τσίλλερ κατάφερε να συνδέσει και να μπολιάσει την Αναγέννηση με την Αρχαιότητα δίνοντας έτσι ένα ιδεολογικό στήριγμα στην τότε ελληνική κοινωνία που επιθυμούσε να διατηρήσει τον ελληνικό ρυθμό, αλλά και να έρθει πιο κοντά στην Ευρώπη. Κάπως έτσι, τα ελληνικά διακοσμητικά στοιχεία συνδυάζονται απόλυτα με την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/style/ernst-ziller-lifetime/ ]

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

WILLIAM SHAKESPEARE: Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ, του αποφοίτου μας Άρη Ρείντ

Παρ’όλο που όλοι γνωρίζουν τον Σαίξπηρ ως έναν από τους κορυφαίους ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς του 16ου και 17ου αιώνα, υπάρχουν “σκοτεινές” πτυχές της ζωής του οι οποίες ακόμα και σήμερα δεν έχουν αποκαλυφθεί.
Τοκογλυφία,φοροδιαφυγή και “μαύρη” αγορά
Το 2013 μετα από ερευνα του Πανεπιστήμιου του Aberystwyth στην Ουαλία υποστηριζεται ότι ο κορυφαιος θεατρικός συγγραφέας ήταν ένας στυγνός επιχειρηματίας που πλούτισε εμπορευόμενος δημητριακά στην “μαύρη αγορά” κατά τη διάρκεια μιας περιόδου λοιμού. Ο Σαίξπηρ έζησε στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που είναι γνωστή ως η «Μικρή Εποχή των Παγετώνων», όταν ένα ασυνήθιστο κρύο και βαριές βροχοπτώσεις προκάλεσαν κακές σοδειές και εκτεταμένες ελλείψεις σε τρόφιμα. Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 15 ετών αγόραζε και αποθήκευε σιτηρά, βύνη και κριθάρι για μεταπώληση σε διογκωμένες τιμές προς τους γείτονές του και προς τους τοπικούς εμπόρους, ενώ κυνήγησε δίχως έλεος εκείνους που δεν μπορούσαν (ή δεν ήθελαν) να τον πληρώσουν στο ακέραιο. Άλλωστε, το ταφικό μνημείο του θεατρικού συγγραφέα στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος στο Stratford, αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτό. Το αρχικό μνημείο που κατασκευάστηκε μετά το θάνατό του, το 1616, απεικόνιζε τον Σαίξπηρ κρατώντας ένα σακί σιτάρι. Τον 18ο αιώνα, αντικαταστάθηκε με ένα πιο «λογοτεχνικό» μνημείο που τον απεικονίζει να κρατά ένα μαξιλάρι και μία πένα. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε τα κέρδη του από αυτό το εμπόριο για τοκογλυφικό δανεισμό χρημάτων.Επίσης βρέθηκε οτι διώχθηκε απο της αρμόδιες αρχές και για φοροδιαφυγή. Η Jayne Archer, λέκτορας στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή λογοτεχνία στο Aberystwyth παραδέχεται ότι η ιδέα του Σαίξπηρ ως ένας στυγνός επιχειρηματίας, μπορεί να μην ταιριάζει με τη ρομαντική εικόνα του ευαίσθητου καλλιτέχνη, αλλά δεν θα πρέπει να τον κρίνουμε πολύ αυστηρά. Το εμπόριο των δημητριακών στην μαύρη αγορά ήταν ένας τρόπος για τον Σαίξπηρ να διασφαλίσει ότι η οικογένεια και οι γείτονές του δεν θα πεινάσουν, αν μια συγκομιδή αποτύχει.Η ανάμνηση του Σαίξπηρ υπό αυτήν την γνώση, τον κάνει πολύ πιο ανθρώπινο και πιο κατανοητό.
Έγγαμος βίος και σεξουαλικότητα
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή Ο Σαίξπηρ παντρεύτηκε σε ηλικία μόλις 18 ετών, με την Αν Χάθαγουεϊ, μια γυναίκα οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του με την οποία και απέκτησε τρία παιδιά.Ο γάμος έγινε εσπευσμένα λόγω της ξαφνικής εγκυυμοσύνης της Χάθαγουεϊ. Μπορεί να πέθαναν παντρεμένοι ωστόσο δεν ήταν και πολύ αγαπημένοι.Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο συγγραφέας φαίνεται να έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μόνος, μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του,αφού πρώτα τους είχε εξασφαλίσει,αγοράζοντας μια έκταση και ένα σπίτι στο Στράτφορντ. Μια μαρτυρία από την εποχή, δείχνει πως οσο έμενε στο Λονδίνο δεν έκανε προσπάθειες να παραμείνει πιστός στον γάμο του. Αν και δεν υπάρχει καμιά επίσημη αναφορά για την σεξουαλικότητα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ειδικοί στέκονται στο έργο του και τις επιρροές του που θα μπορούσαν να υποδηλώσουν ερωτική έλξη και προς το ανδρικό φύλο. Τα σονέτα του Σαίξπηρ περιγράφουν την βαθιά ερωτική σχέση του γράφοντα με έναν εύπορο νέο άνδρα. Σε σημεία του έργου του, ο ποιητής φαίνεται να καλείται να παλέψει με έναν έρωτα που εμφανίζεται αμοιβαίος.
Η πατρότητα των έργων του
Άλλο ένα μυστήριο και σκοτεινό σημείο στη ζωή του Σαίξπηρ είναι αυτό της πατρότητας των έργων του.Πιο συγκεκριμένα, περίπου 150 χρόνια μετά το θάνατό του, άρχισαν να εκφράζονται αμφιβολίες σχετικά με τη ταυτότητά των έργων του. Συγγραφείς όπως ο Ουώλτ Ουίτμαν, ο Μαρκ Τουέην κι ο Χένρι Τζέιμς, αλλά και προσωπικότητες όπως ο Σίγκμουντ Φρόυντ, εξέφρασαν τη δυσπιστία τους σχετικά με την υπόθεση πως ο Σαίξπηρ του Στράτφορντ ταυτίζεται με το συγγραφέα που έδωσε τα σαιξπηρικά έργα. Ο συλλογισμός αυτός στηρίζεται σε διάφορες ενδείξεις μεταξύ των οποίων η απουσία κάποιου βιβλίου ή χειρόγραφου έργου στη -κατά τ' άλλα λεπτομερή- διαθήκη του. Πολλοί αποδίδουν αυτή τη διαφωνία στη γενική έλλειψη κι ασάφεια γύρω από πολλά ιστορικά στοιχεία της περιόδου που έζησε. Ορισμένοι μελετητές του έργου το οποίο αποδίδεται στον Σαίξπηρ, θεωρούνε πως ένα μέρος του πιθανά ανήκει σε άλλους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται συχνά ο Φράνσις Μπέηκον, ο Κρίστοφερ Μάρλοου, καθώς κι ο 6ος κόμης του Ντέρμπυ, Ουίλλιαμ Στάνλεϊ. Ο Edward de Vere, 17ος κόμης της Οξφόρδης, θεωρείται επίσης ένας από τους πιθανούς συγγραφείς κάποιων έργων που αποδίδονται στον Σαίξπηρ. Ιστορικά στοιχεία γύρω από την ύπαρξη του κόμη de Vere γίνανε γνωστά περίπου το 1920 κι αρκετοί πιστεύουν πως τα γεγονότα της ζωής του εμφανίζουν ομοιότητες με καταστάσεις που αποτυπώνονται και στο έργο του Σαίξπηρ. Ωστόσο, μόνο μικρή μειοψηφία ακαδημαϊκών πιστεύει ότι υπάρχει λόγος αμφισβήτησης της παραδοσιακής απόδοσης των έργων του. Η πλειοψηφία των ακαδημαϊκών μελετητών δε δέχεται τις παραπάνω εκτιμήσεις, ωστόσο θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο ο Σαίξπηρ να μην αποτελεί και τον μοναδικό συγγραφέα των έργων του, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη πολλοί δραματουργοί και θεατρικοί συγγραφείς συνεργάζονταν στενά μεταξύ τους.
Η Θρησκεία του Σαίξπηρ
Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι τα μέλη της οικογένειάς του ήτανε Καθολικοί, σε μία εποχή που η Καθολική θρησκεία ήταν αντίθετη με το νόμο. Η μητέρα του Σαίξπηρ, Μαίρη Άρντεν, σίγουρα προερχόταν από μία ευσεβή καθολική οικογένεια. Το ισχυρότερο στοιχείο θα μπορούσε να ήταν μία Καθολική δήλωση πίστης υπογεγραμμένη από τον Τζων Σαίξπηρ, που βρέθηκε το 1757 στις δοκούς ενός σπιτιού του. Ωστόσο το έγγραφο έχει χαθεί κι οι επιστήμονες διαφωνούν ως προς τη γνησιότητά του. Το 1606 το όνομα της μεγάλης κόρης του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Σουζάνας, εμφανίζεται σε μία λίστα μ' αυτούς που δεν παρευρέθηκαν στη Πασχαλινή Θεία Ευχαριστία στο Στράτφορντ. Επίσης οι μελετητές βρίσκουνε στα έργα του στοιχεία τόσο υπέρ όσο και κατά του Καθολικισμού, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο να αποδειχθεί η αλήθεια. Στο κείμενο του φιλολόγου Διαμαντή Κούτουλα αναφέρεται οτι γύρω στο 1600 στην Αγγλία έλαβε χώρα μια θρησκευτικὴ μεταρρύθμιση. Αν καὶ αγνοούμε το θρήσκευμα του Σαίξπηρ, γνωρίζουμε ότι ὁ πατέρας του ήταν Καθολικός, αλλά τὴν ἐποχὴ της Ελισάβετ Α' (1600) οἱ Καθολικοὶ διώκονταν, πολλοὶ μεταστρέφονταν στον Προτεσταντισμό, ενώ άλλοι παρέμεναν κρυφο-Καθολικοί.
Ο Σαίξπηρ λοιπὸν επιδεικνύει τον Καθολικισμὸ του στο αριστούργημά του,τον ΑΜΛΕΤ, στην πρώτη κιόλας πράξη,όταν βάζει το φάντασμα του νεκρού βασιλιά Άμλετ να εμφανίζεται απο το… καθαρτήριο ! Ως γνωστὸν,ο Προτεσταντισμὸς αρνείται το Καθαρτήριο,ο Άμλετ γράφτηκε το 1600 περίπου ,όταν ήταν πρόσφατη η αλλαγή δόγματος στην Αγγλία ,με συνέπεια ο κόσμος ενώ μέχρι τότε ήταν Καθολικός (αποδεχόμενος το Καθαρτήριο) ξαφνικά, απὸ την εποχὴ του πατέρα της Ελισάβετ Α', άρχισε να διδάσκεται τη νέα Πίστη του Προτεσταντισμού ,βάσει της οποίας δεν υφίσταται Καθαρτήριο. Δηλαδή στα χρόνια του Σαίξπηρ ο κόσμος στην Αγγλία, μέσα απὸ τις θρησκευτικὲς ανακατατάξεις του θρόνου ,δεν ήξερε τι να πιστέψει. Ο Σαιξπηρ , λοιπόν, τόλμησε, αυτὴν την έντονη μεταφυσικὴ αγωνία του τότε Αγγλικού κοινού, να την εκθέσει δημοσίως απὸ την πρώτη πράξη κιόλας στὸν ΑΜΛΕΤ ,όπου παρουσιάζει ,το "φάντασμα" του νεκρού βασιλιά της Δανίας να διδάσκει στο κοινὸ τα περὶ Καθαρτηρίου ,όπως ακριβώς τα δέχεται η Καθολική θεολογία.
Ο Άμνετ και ο Άμλετ
Πολλοί υποθέτουν ότι το σημαντικότερο έργο του Σαίξπηρ, η τραγωδία Άμλετ, η οποία γράφτηκε στην αλλαγή του αιώνα, ήταν εμπνευσμένη από τον θάνατο του Άμνετ καθος παλιότερα ο Σαίξπηρ δεν έγραφε τραγωδίες. Ο Άμνετ ήτανε ένα απο τα δίδυμα παιδία του Σαικσπηρ ο οποίος πέθανε το 1596 σε ηλικία 11 ετών.Γύρω στα τέσσερα χρόνια μετά, ο πατέρας έγραψε ένα θεατρικό έργο ονόματι Άμλετ.’Άμνετ’”και ‘Άμλετ’”είναι στην πραγματικότητα μορφές του ίδιου ονόματος, απολύτως εναλλάξιμες στα ληξιαρχικά έγγραφα του Στράτφορντ στα τέλη του 16ου και στις αρχέςτου 17ου αιώνα.

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Παρά το γεγονός ότι οι πρόγονοι της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου βρίσκονται στην αρχαιότητα, στην Ελληνική και Στωική φιλοσοφία και το Ρωμαϊκό και Κανονικό Δίκαιο, το αποκορύφωμα του κοινωνικού συμβολαίου ήταν στα μέσα του 17ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν αναδύθηκε ως το κυρίαρχο δόγμα της πολιτικής νομιμότητας. Το σημείο εκκίνησης για τις περισσότερες θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου είναι η εξέταση της ανθρώπινης κατάστασης υπό την απουσία οποιασδήποτε πολιτικής τάξης, αυτό που ο Τόμας Χομπς όρισε ως «φυσική κατάσταση". Σε αυτήν την κατάσταση, οι ενέργειες των ατόμων δεσμεύονται μόνο από την προσωπική τους δύναμη και συνείδηση. Από αυτή την κοινή αφετηρία, οι θεωρητικοί του κοινωνικού συμβολαίου επιδιώκουν να αποδείξουν, με διάφορους τρόπους, γιατί ένα ορθολογικό άτομο θα συναινέσει οικειοθελώς να εγκαταλείψει τη φυσική του ελευθερία για να αποκτήσει τα οφέλη της πολιτικής τάξης.
Ο Ούγκο Γκρότιους (1625), ο Τόμας Χομπς (1651), ο Σάμουελ Πούφεντορφ (1673), ο Τζων Λοκ (1689), ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (1762), και ο Ιμμάνουελ Καντ (1797) είναι από τους γνωστότερους θεωρητικούς του 17ου και 18ου αιώνα στο θέμα του κοινωνικού συμβολαίου και των φυσικών δικαιωμάτων. Κάθε ένας τους έλυσε το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας με διαφορετικό τρόπο. Ο Γκρότιους έθεσε ευθέως ότι τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα είχαν φυσικά δικαιώματα.
Ο Χομπς ισχυρίστηκε ότι οι άνθρωποι συναίνεσαν να παραιτηθούν των δικαιωμάτων τους υπέρ της απόλυτης κρατικής εξουσίας (είτε δικτατορική εξουσία είτε κοινοβουλευτική). Ο Πούφεντροφ αμφισβήτησε την θέση του Χομπς που εξισώνει τη φυσική κατάσταση με τον πόλεμο.
Ο Λοκ πίστευε ότι τα φυσικά δικαιώματα είναι αναπαλλοτρίωτα, και ότι ως εκ τούτου η εξουσία του Θεού υπερίσταται της κυβερνητικής εξουσίας, και ο Ρουσσώ πίστευε ότι η δημοκρατία (αυτοδιοίκηση) ήταν ο καλύτερος τρόπος για την εξασφάλιση της γενικής ευημερίας, διατηρώντας παράλληλα την ατομική ελευθερία στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου. Η έννοια του Λοκ για το κοινωνικό συμβόλαιο συμπεριλήφθηκε στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ.
Tο κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια θεωρία ή μοντέλο, με καταγωγή από την εποχή του Διαφωτισμού, που αφορά ζητήματα για την προέλευση της κοινωνίας και της νομιμότητας της εξουσίας του κράτους πάνω στο άτομο. Η παλαιότερη στον κόσμο εκδοχή της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου ωστόσο, βρέθηκε στο Μαχάβαστου, ένα κείμενο του πρώιμου Βουδισμού του 2ο αιώνα π.Χ. Επιχειρήματα για το κοινωνικό συμβόλαιο τυπικά υποθέτουν ότι τα άτομα έχουν συγκατατεθεί, είτε ρητά είτε σιωπηρά, για να παραδώσουν κάποιες από τις ελευθερίες τους και να τις υποβάλουν στην αρμόδια αρχή του ηγεμόνα ή κυβερνήτη (ή στην απόφαση μιας πλειοψηφίας), με αντάλλαγμα την προστασία των υπολοίπων δικαιωμάτων τους. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ φυσικών και νομικών δικαιωμάτων, ως εκ τούτου, είναι συχνά μια πτυχή της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο (Du contrat social ou Principes du droit politique) είναι επίσης ο σύντομος τίτλος βιβλίου του 1762 από τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ για αυτό το θέμα.
Η πολιτική φιλοσοφία, όπως και η ηθική, προβάλλει συχνά ιδανικά πρότυπα και μας καλεί να προσπαθήσουμε να τα πραγματώσουμε. Σε αντίθεση με την πολιτική επιστήμη, δεν ενδιαφέρεται απλώς να περιγράψει το ποιες είναι οι υπάρχουσες μορφές πολιτικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και να υποδείξει το ποιες θα έπρεπε να είναι αυτές οι μορφές πολιτικής οργάνωσης. Το κακό είναι ότι μερικές φορές τα συγκεκριμένα πρότυπα φαίνεται να ξεπερνούν κατά πολύ τις ανθρώπινες δυνατότητες και η προσέγγισή τους μοιάζει ανέφικτη. Έτσι, μιλάμε για ουτοπίες, για ιδανικά δηλαδή μοντέλα, που δε βρίσκονται πουθενά μέσα στον κόσμο μας και τα οποία πολλοί πιστεύουν πως είναι μάταιο να επιχειρήσουμε να εφαρμόσουμε στην πραγματικότητα.
Η λέξη “ουτοπία” χρησιμοποιείται από τον Τόμας Μορ ως τίτλος του βιβλίου του που εκδόθηκε το 1516 και περιγράφει ένα φανταστικό νησί στο οποίο έχει επιτευχθεί η ανθρώπινη ευτυχία. Ωστόσο, η έννοια υπάρχει από την εποχή του Πλάτωνα, η Πολιτεία του οποίου περιγράφει με λεπτομέρειες ένα μεγαλειώδες όραμα αρμονικής και δίκαιης συνύπαρξης των πολιτών μέσα σε μια κοινωνία όπου “οι φιλόσοφοι κυβερνούν” ή “οι κυβερνήτες φιλοσοφούν”. Δυστυχώς, η απόπειρα του συγγραφέα της Πολιτείας να βάλει σε εφαρμογή τις ιδέες του, εκπαιδεύοντας κατάλληλα τον Διονύσιο τον Νεότερο, ηγεμόνα των Συρακουσών, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία και έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία του. Αλλά και οι πολύ μεταγενέστερες ουτοπίες των νεότερων χρόνων, που ενσάρκωναν τα ηθικοπολιτικά ιδεώδη της εποχής του Διαφωτισμού, έμειναν στις περισσότερες περιπτώσεις στο επίπεδο του αφηρημένου οραματισμού, όπως τα πολιτικά μοντέλα των ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα Σαιν Σιμόν και Φουριέ.
Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει εδώ είναι αν η πολιτική σκέψη χράζεται τελικά σε κάποιον βαθμό την ουτοπική διάσταση. Το όραμα ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ποικίλες ανάγκες των μελών της, να επιτυγχάνεται η συμφιλίωση και η υπέρβαση των αντιθέσεών τους και να πραγματώνονται τα σημαντικότερα ηθικά ιδεώδη, δεν εκφράζει μόνο την αόριστη προσδοκία κάποιας βαθύτερης ευτυχίας. Μπορεί να χρησιμεύσει και ως απόλυτο μέτρο και σημείο αναφοράς για την κριτική της αδικίας, που υφίσταται ως τις μέρες μας, και να αποτελέσει έτσι κινητήρια δύναμη ιστορικής προόδου. Αν δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε τη λογική δυνατότητα επίτευξης ενός ιδανικού συνδυασμού δικαιοσύνης και ευημερίας, δε θα κάναμε τίποτα για να βελτιωθούν τα πράγματα και θα απορρίπταμε εκ των προτέρων κάθε επαναστατική αλλαγή. Αρκεί βέβαια να υπάρχει η επίγνωση ότι είναι αφελές και επικίνδυνο να επιδιώκεται η αναγκαστική και βίαιη συμμόρφωση των ανθρώπων με καταστάσεις που υποτίθεται πως εξυπηρετούν μακροπρόθεσμα ένα τέτοιο όραμα. Η πραγμάτωση ουτοπικών οραμάτων δεν πρέπει να επιδιώκεται κατά τρόπο που να υπονομεύει τη συναινετική, δημοκρατική διακυβέρνηση των κοινωνιών, η οποία δεν αποτελεί ουτοπία, εφόσον γνωρίζει μεγάλη διάδοση σε ολόκληρο τον πλανήτη.
- Η πολιτική φιλοσοφία ασχολείται, μεταξύ άλλων, με τη μελέτη της προέλευσης, της φύσης και της νομιμοποίησης μορφών πολιτικής οργάνωσης, καθώς και με τους θεσμούς της πολιτικής εξουσίας. - Η πολιτική οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών φαίνεται να εξυπηρετεί την καλύτερη ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών τους. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν προταθεί διάφορα πρότυπα πολιτικής οργάνωσης και ορισμένοι μεγάλοι φιλόσοφοι έχουν επεξεργαστεί αντιλήψεις πολιτευμάτων οι οποίες έχουν συχνά ιδανικό, ουτοπικό χαρακτήρα. Οι ουτοπίες μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνες και καταστροφικές καταστάσεις, όταν επιχειρείται η πραγμάτωσή τους με τη βία, αλλά εκφράζουν μια βαθύτερη ανάγκη της ανθρώπινης φύσης και μοιάζουν αναγκαίες για την άσκηση κριτικής στην υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα. - Η επικρατέστερη μορφή νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας στους νεότερους χρόνους στηρίζεται στην έννοια ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των πολιτών. Η πιο διαδεδομένη και ευρύτερα αποδεκτή μορφή πολιτεύματος τους τελευταίους αιώνες είναι η αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στη φιλελεύθερη εκδοχή της εξασφαλίζει την επιβολή της βούλησης της πλειοψηφίας, αλλά και την προστασία των βασικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών. Οι κυριότερες αξίες που διέπουν το δημοκρατικό πολίτευμα είναι η ελευθερία και η ισότητα. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών νοούνται με αρνητικό τρόπο ως απουσία παρεμβάσεων και καταναγκασμών και με θετικό τρόπο ως διασφάλιση και ανάδειξη δυνατοτήτων αυτόνομης έκφρασης και περαιτέρω ανάπτυξης. - Παρά την ενδεχόμενη σύγκρουση των εννοιών “ελευθερία” και “ισότητα”, πολλοί πιστεύουν πως είναι εφικτή η παράλληλη επιδίωξή τους. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα δεν αποκλείει την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών των πολιτών. Η σοσιαλιστική ιδεολογία δίνει έμφαση στην πραγμάτωση του ιδεώδους της ισότητας και της δικαιότερης διανομής των παραγόμενων αγαθών. - Στις μέρες μας ο προβληματισμός των πολιτικών φιλοσόφων έχει παγκόσμιο και κοσμοπολιτικό ορίζοντα. Αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ή και την υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας να παρεμβαίνει ακόμη και εντός των ορίων της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους με σκοπό την αποτροπή ανθρωπιστικών καταστροφών. - Ορισμένοι φιλόσοφοι πιστεύουν ότι είναι ρεαλιστική -και επομένως μπορεί να επιτευχθεί- η ουτοπία της αέναης ειρήνης μεταξύ των κρατών-μελών της διεθνούς κοινότητας, εφόσον επικρατήσει παντού το δημοκρατικό πολίτευμα και τα κράτη συνειδητοποιήσουν το συμφέρον τους για την αποφυγή πολεμικών συγκρούσεων. - Παραμένει ανεκπλήρωτο ηθικό όραμα η εξάλειψη της αδικίας και της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρότερα, καθώς και η έμπρακτη και ουσιαστική αλληλεγγύη της διεθνούς κοινότητας προς τους φτωχότερους λαούς.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...