Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΑΡΧΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (750-480 π.Χ.) Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ- ΤΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ Ο όρος "αποικισμός" προέρχεται από το ρ. αποικίζω (στέλνω μακριά από τον οίκο, από την πατρίδα) και δηλώνει την αναγκαστική μετακίνηση, την εγκατάσταση σε άλλη περιοχή και τη δημιουργία νέας πόλης. Το φαινόμενο αυτό διαφέρει από την εξάπλωση των ελληνικών φύλων στα μικρασιατικά παράλια (11ος - 9ος αι. π.Χ.). Η ίδρυση αποικιών την αρχαϊκή εποχή ήταν επιχείρηση οργανωμένη εξ ολοκλήρου από τη μητέρα-πόλη (μητρόπολη). Οι αποικίες, ωστόσο, ήταν νέες πόλεις-κράτη, αυτόνομες και αυτάρκεις. Οι δεσμοί τους με τις μητέρες-πόλεις ήταν χαλαροί, σε μερικές περιπτώσεις ανύπαρκτοι, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις οι σχέσεις ήταν εχθρικές9. Τα αίτια που συνέβαλαν στην ίδρυση των αποικιών ήταν: ♦ η στενοχωρία, όπως αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς, δηλαδή το πρόβλημα που προέκυψε από την αύξηση του πληθυσμού και τις περιορισμένες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης· ♦ η έλλειψη πρώτων υλών, ιδιαίτερα μετάλλων ♦ η αναζήτηση νέων αγορών για την προμήθεια και την πώληση αγαθών ♦ οι εσωτερικές πολιτικές κρίσεις που οδηγούσαν σε απομόνωση μια ομάδα των κατοίκων ♦ οι γνώσεις που διέθεταν για τους θαλάσσιους δρόμους και τις περιοχές εγκατάστασης· ♦ ο ριψοκίνδυνος χαρακτήρας των Ελλήνων εκείνης της εποχής, όπως αντανακλάται μέσα από την Οδύσσεια. Από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. μέχρι και τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. οι Έλληνες εξαπλώθηκαν στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο, στα όρια του τότε γνωστού κόσμου, περιορίζοντας έτσι τη δραστηριότητα άλλων λαών και ιδιαίτερα των Φοινίκων. Η αποικιστική εξάπλωση επανασύνδεσε ουσιαστικά τους Έλληνες με τη Μεσόγειο και είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτιστική εξέλιξη αυτής της περιόδου. Όλα τα στοιχεία που καθορίζουν τον ελληνικό πολιτισμό, όπως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι πολιτικές πρακτικές, οι αισθητικές αντιλήψεις και γενικότερα ο τρόπος ζωής, οι Έλληνες τα μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες. Οι αποικίες εξελίχθηκαν σε χώρους πειραματισμού για τον Ελληνισμό. Στις επαφές τους με τους γηγενείς πληθυσμούς έδωσαν πολιτιστικά στοιχεία και πήραν. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι η διάδοση της γραφής· το χαλκιδικό αλφάβητο, μια μορφή του ελληνικού αλφαβήτου, διαδόθηκε από τους Χαλκιδείς αποίκους στους ιταλικούς λαούς και έγινε στη συνέχεια το πρότυπο διαμόρφωσης του λατινικού. Η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε έξω από τα όρια των πόλεων-κρατών, σε ευρύτερο οικονομικό χώρο με την ανάπτυξη του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα της οικονομίας. Το εμπόριο δεν περιορίστηκε στην ανταλλαγή αγαθών, απέκτησε χαρακτήρα εμπορευματοχρηματικό με την κοπή και τη χρήση του νομίσματος. Η εφεύρεση του νομίσματος δεν ήταν μια απλή καινοτομία που διευκόλυνε τις οικονομικές σχέσεις εκείνης της εποχής. Το νόμισμα γίνεται τώρα το κύριο μέσο συναλλαγής. Οι οικονομικές μεταβολές είχαν συνέπειες και στην κοινωνία των πόλεων-κρατών. Νέα κατηγορία πολιτών, αυτοί που πλούτισαν, διεκδίκησε μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η αριστοκρατικά οργανωμένη κοινωνία πέρασε κρίση. Η δουλεία, τέλος, αναπτύχθηκε λόγω της ανάγκης για περισσότερα και φθηνότερα χέρια. Για πρώτη φορά αυτή την εποχή χρησιμοποιήθηκαν δούλοι αργυρώνητοι, δηλαδή αγορασμένοι, ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης.
ΤΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ
Η πόλη-κράτος αποτελούσε τον βασικό θεσμό πολιτικής οργάνωσης κατά την αρχαιότητα. Μέσα απ' αυτό το θεσμό λειτούργησαν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί και ασκήθηκε η εξουσία, από τις εκάστοτε ισχυρές κοινωνικές τάξεις. Είναι ευνόητο ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι πολιτειακές μεταβολές είχαν διαφορετική εξέλιξη σε κάθε πόλη-κράτος. Την πορεία μεταβολής των πολιτευμάτων παρουσιάζει το ακόλουθο θεωρητικό σχήμα: βασιλεία → αριστοκρατία → ολιγαρχία → τυραννίδα → δημοκρατία Η δημιουργία των πόλεων-κρατών συνδέεται με την παρακμή και την πτώση της βασιλείας. Το πολίτευμα της βασιλείας παρέμεινε μόνο σε περιοχές που διατήρησαν το φυλετικό τρόπο οργάνωσης και δε δημιούργησαν πόλεις-κράτη, όπως π.χ. η Ήπειρος, η Μακεδονία κ.ά. Ο ιστορικός βίος του θεσμού της πόλης-κράτους ξεκίνησε με την επικράτηση των ευγενών και την εγκαθίδρυση αριστοκρατικών πολιτευμάτων. Στα αριστοκρατικά καθεστώτα η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των αρίστων, εκείνων δηλαδή που αντλούσαν τη δύναμη από την καταγωγή τους και την κατοχή γης. Οι οικονομικές εξελίξεις που προκάλεσε ο αποικισμός με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας έφεραν στην επιφάνεια νέες κοινωνικές ομάδες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους, τους ναυτικούς και τους τεχνίτες. Οι νέες κοινωνικές ομάδες όξυναν τον κοινωνικό ανταγωνισμό και διεκδίκησαν μέσα από συγκρούσεις μερίδιο στην εξουσία. Στην κρίση της αριστοκρατικής δομής της κοινωνίας συνέβαλε και ένας άλλος παράγοντας, η οπλιτική φάλαγγα. Ήταν ένα καινούργιο στρατιωτικό σώμα, στο οποίο ανήκαν όσοι από τους πολίτες απέκτησαν την ιδιότητα του πολεμιστή και είχαν την οικονομική ευχέρεια να εξοπλίζονται με δικά τους έξοδα. Η φάλαγγα των οπλιτών οδήγησε στην ανάπτυξη της ιδέας της ισότητας ακόμη και ως προς την άσκηση της εξουσίας. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι διαφορές οξύνθηκαν και οι αγώνες μεταξύ των ευγενών από τη μία πλευρά και των πλουσίων και του πλήθους από την άλλη έγιναν ιδιαίτερα σκληροί. Η κατάσταση εν μέρει αντιμετωπίστηκε σε πολλές πόλεις με την κωδικοποίηση του άγραφου, εθιμικού δικαίου. Η καταγραφή των νόμων ανατέθηκε σε πρόσωπα κοινής αποδοχής, προερχόμενα κυρίως από την τάξη των ευγενών. Πρόκειται για τους γνωστούς νομοθέτες ή αισυμνήτες, όπως ο Ζάλευκος και ο Χαρώνδας στις αποικίες της Δύσης, ο Πιττακός στη Μυτιλήνη, ο Λυκούργος στη Σπάρτη, ο Δράκων και ο Σόλων στην Αθήνα. Με την καταγραφή των νόμων στις περισσότερες πόλεις διευρύνθηκε η πολιτική βάση, εφόσον η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πολιτείας έγινε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πολιτών, όπως συνέβη στην Αθήνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα. Το πολίτευμα κατ' αυτόν τον τρόπο μεταβλήθηκε σε ολιγαρχικό ή, όπως ονομάστηκε διαφορετικά, τιμοκρατικό (ή έκ τιμημάτων πολιτεία), επειδή κριτήριο της διάκρισης των πολιτών ήταν τα «τιμήματα», δηλαδή το εισόδημα. Η επικράτηση των «ολίγων» όμως δεν έδωσε λύσεις στα προβλήματα του πλήθους. Οι αντιθέσεις διατηρήθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις υποδαυλίστηκαν από πρόσωπα που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις κοινωνικές αναταραχές για να επιβάλουν τη δική τους εξουσία. Τέτοια πρόσωπα συνήθως ήταν ευγενείς που είχαν αναδειχθεί ηγέτες των κατώτερων κοινωνικών ομάδων, με την υποστήριξη των οποίων κατόρθωναν να καταλάβουν την εξουσία. Η προσωπική εξουσία που επέβαλλαν ονομαζόταν τυραννίδα. Η λέξη «τύραννος» ήταν μάλλον λυδικής προέλευσης. Ορισμένοι από τους τυράννους αναδείχθηκαν σε καλούς ηγέτες, που φρόντισαν για την ανάπτυξη της πόλης τους και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τυράννων ήταν ο Πολυκράτης στη Σάμο, ο Περίανδρος στην Κόρινθο, ο Θεαγένης στα Μέγαρα, ο Πεισίστρατος στην Αθήνα κ.ά. Οι περισσότεροι τύραννοι είχαν βίαιο τέλος. Οι δολοφονικές απόπειρες εναντίον τους εκφράζουν με σαφήνεια και τις διαθέσεις των πολιτών. Μετά την πτώση των τυραννικών καθεστώτων, περίπου στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., στις περισσότερες πόλεις επιβλήθηκαν εκ νέου ολιγαρχικά καθεστώτα, σε άλλες, όμως, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, έγιναν μεταρρυθμιστικές νομοθετικές προσπάθειες που άνοιξαν το δρόμο προς τη δημοκρατία (μεταρρύθμιση του Κλεισθένη). Στο δημοκρατικό πολίτευμα κυρίαρχο πολιτειακό όργανο αναδεικνύεται η εκκλησία του δήμου, δηλαδή η συνέλευση όλων των ενήλικων κατοίκων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Σε κάθε πολίτη δινόταν η δυνατότητα να παίρνει το λόγο, να διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του (ισηγορία), και να συμμετέχει στη διαμόρφωση και στην ψήφιση των νόμων (ισονομία). Στη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής κάθε πόλη-κράτος παγίωσε μέσα από κοινωνικές ανακατατάξεις και «στάσεις» ένα σύστημα διακυβέρνησης. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι της Σπάρτης και της Αθήνας. Η Σπάρτη κατά τον 7ο αι. π.Χ. διαμόρφωσε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα, το οποίο διατήρησε μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση, το 2ο αι. π.Χ. Αντίθετα, η Αθήνα διήνυσε όλο το φάσμα των πολιτειακών εξελίξεων, από την αριστοκρατική οργάνωση τον 7ο αι. π.Χ. μέχρι τη θεμελίωση της δημοκρατίας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ.
Κατά την αρχαϊκή εποχή, ο ποιητικός λόγος αποκτά προσωπικό ύφος, εκφράζει βιώματα και συναισθήματα. Ο πεζός λόγος μέσα από τη σκέψη των πρώτων φιλοσόφων (φυσικών φιλοσόφων) επιχειρεί να εξηγήσει τη δημιουργία του κόσμου αλλά και να αφηγηθεί ήθη, έθιμα λαών, δημιουργώντας τα πρώτα δείγματα ιστορικής γραφής. Η τέχνη, στην αρχή, ήταν επηρεασμένη από πρότυπα της Ανατολής (ανατολίζουσα φάση), στη συνέχεια όμως διαμόρφωσε χαρακτηριστικά που πρόβαλλαν τις ελληνικές αισθητικές αντιλήψεις.


Πριν από λίγα χρόνια μια ομάδα Eλληνοαμερικανών αρχαιολόγων έκανε μία εντυπωσιακή ανακάλυψη. Βρήκαν τα αρχαιότερα στον κόσμο στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς Ρεθύμνου. Είναι μία σπουδαία ανακάλυψη στην οποία δεν δόθηκε η αρμόζουσα προσοχή, παρά το γεγονός ότι αυτό το εύρημα κατατάχθηκε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες ανακαλύψεις για το 2010. Η έρευνα της ομάδας με επικεφαλής τον Thomas F. Strasser, την κ. Ελένη Παναγοπούλου και με τη συμβολή του καθηγητή του πανεπιστημίου της Βοστώνης κ. Curtis Runnels, αναγκάζει τους μελετητές να θέσουν σε νέα βάση τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά τις ικανότητες ναυσιπλοΐας των προϊστορικών ανθρώπων. Οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές σε ένα φαράγγι στην Κρήτη και ανακάλυψαν ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Πρέβελη. Εκεί εντόπισαν 30 τσεκούρια και εκατοντάδες άλλα πέτρινα μικροεργαλεία τα οποία βρέθηκαν σκόρπια σε περίπου 20 διαφορετικά σημεία.


Πριν από την ανακάλυψη, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν την Κρήτη, την Κύπρο, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά νησιά και τη Σαρδηνία, έφτασαν σε αυτά τα μέρη πριν από 12.000 χρόνια. Όμως τα εργαλεία που ανακάλυψε η ομάδα των Ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων χρονολογούνται πριν από 130.000 χρόνια. Τα εργαλεία, καθώς και το έδαφος που βρέθηκαν, χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βράχοι και τα σπήλαια της περιοχής ανυψώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου λόγω γεωλογικής δραστηριότητας.
Τα τμήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τη σειρά των γεωλογικών περιόδων τα οποία αποτέλεσαν και το αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Κατά την ανάλυση του γεωλογικού στρώματος που βρέθηκαν τα εργαλεία, η ομάδα έφτασε στο συμπέρασμα ότι το έδαφος αυτό ήταν στην επιφάνεια πριν από 130.000 ως 190.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπ’όψιν το γεγονός ότι η Κρήτη είναι νησί και δεν έχει πρόσβαση απο στεριά εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι τα εργαλεία πρέπει να έφτασαν εκεί ακτοπλοϊκώς από προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η ναυσιπλοΐα υπήρχε στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή που πίστευαν οι αρχαιολόγοι και ότι οι πρώτοι homo sapiens sapiens ή κάποιοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν σκάφη αξιόπλοα και πραγματοποιούσαν μακρινά ταξίδια.
Πριν από αυτή την ανακάλυψη , το παλαιότερο αποδεδειγμένα θαλάσσιο ταξίδι ήταν ο διάπλους κάποιων homo sapiens sapiens προς την Αυστραλία, όπου χρειάστηκε να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις εώς και 71 χιλιόμετρα , γεγονός που συνέβη 60.000 χρόνια πριν, αν και οι χρονολογήσεις αμφισβητήθηκαν. Αυτό που προκαλεί όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως η τεχνοτροπία των εργαλείων που βρέθηκαν μοιάζει με κάποια χειροτεχνήματα που ανήκαν σε προϊστορικούς πληθυσμούς της Αφρικής. Για δεκαετίες οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί της Αφρικής έφτασαν στην Ευρώπη και την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια περνώντας μέσα από την σημερινή Τουρκία στα Βαλκάνια.
Τα ευρήματα στην Κρήτη αποτελούν απόδειξη ότι η μετανάστευση των πληθυσμών δεν γινόταν μόνο μέσω ξηράς και ίσως οι διαδρομές να ήταν από τη Βόρεια Αφρική προς την Ισπανία μέσω των Στενών του Γιβραλτάρ ή από την Λιβύη προς την Κρήτη, μία απόσταση περίπου 320 χιλιόμετρα. Αρχικά, υπήρχε η εντύπωση ότι τα πρώτα πλοιάρια δεν ήταν παρά μόνο απλές ξύλινες σχεδίες με ιστία φτιαγμένα από δέρμα ζώων συρραμμένα και στηριγμένα σε κούτσουρα δέντρων για να πιάνουν τον άνεμο. Ωστόσο, ειδικοί στην αρχαία ναυτιλία υποστηρίζουν ότι οι προϊστορικοί ναυτικοί θα χρειάζονταν μια πιο γερή κατασκευή για να διανύσουν την απόσταση από τη βόρεια Αφρική ως την Κρήτη.
Στις παρυφές της ευρωπαϊκής ηπείρου, στο Αιγαίο, κατά την 3η χιλιετία π.Χ. άνθησαν σπουδαίοι πολιτισμοί που αποτέλεσαν το υπόβαθρο του ελληνικού πολιτισμού. Από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ., όταν οι λαοί της Ανατολής βρίσκονταν στο απόγειο της ανάπτυξής τους, οι Έλληνες κατηύθυναν τα ενδιαφέροντα τους, οικονομικά και πολιτιστικά, πέρα από το Αιγαίο.
Οι επαφές ανάμεσα στους λαούς της Ανατολής και τους Έλληνες καθόλη τη διάρκεια της αρχαιότητας είναι μια ιστορική πραγματικότητα που έχει παρουσιάσει περιόδους ρήξεων αλλά και περιόδους γόνιμων επιδράσεων και ουσιαστικής προσέγγισης. Η Ανατολή υπήρξε συχνά πηγή έμπνευσης καλλιτεχνικής και επιστημονικής για τους Έλληνες. Οι Έλληνες με τα ταξίδια τους ήρθαν σε άμεση επαφή με τα επιτεύγματα των λαών της Ανατολής, αρκετά από τα οποία υιοθέτησαν. Ανταποκρίθηκαν δημιουργικά στις επιρροές τους· όσα πολιτιστικά στοιχεία παρέλαβαν δεν τα μιμήθηκαν, αντίθετα τα ενέταξαν μέσω αφομοιωτικής διεργασίας στην πολιτιστική τους παράδοση.
Ήδη από τον 9ο αιώνα οι Έλληνες είχαν αναπτύξει στενές εμπορικές σχέσεις με την ακτή της Συρίας και της Παλαιστίνης. Μέσα από αυτό τον εμπορικό δρόμο σημαντικές και συχνά πολύτιμες πρώτες ύλες, αλλά και αξιόλογα έργα τέχνης από την Ανατολή, ιδιαίτερα από τη Συρία και τη Μεσοποταμία, άρχισαν να φθάνουν σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες στην Ελλάδα. Από το τέλος του 8ου αιώνα και έπειτα οι μαρτυρίες για εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ανατολή πυκνώνουν και γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες.
Τα ποιήματα του Ησιόδου και ιδιαίτερα η "Θεογονία" είναι γεμάτα από στοιχεία που προέρχονται από τους μύθους και τη λογοτεχνία της Μεσοποταμίας και της Συρίας. Ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εμπορίου και γενικότερα των επαφών με την Ανατολή έπαιξαν επίσης οι Φοίνικες έμποροι, που ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. είχαν φτάσει με τα πλοία τους ως τη δυτική άκρη της Μεσογείου· οι δραστηριότητές τους στην περιοχή του Αιγαίου και πέρα από αυτή περιγράφονται στην Οδύσσεια. Επιπλέον, η εγκατάσταση των Φοινίκων στην Κύπρο, στο Κίτιο και στη Σαλαμίνα τους έφερε σε ακόμη στενότερη επαφή με τους Έλληνες.
Ακόμη σαφέστερη είναι η εικόνα που μας προσφέρουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Χρυσά, αργυρά και χάλκινα αντικείμενα, από φαγεντιανή, ελεφαντόδοντο και ορεία κρύσταλλο, όλα αναθήματα των ανθρώπων προς τον θεό. Κοσμήματα, ειδώλια, σκεύη, αγγεία, σφραγίδες, σκαραβαίοι, ελεφάντινα διακοσμητικά επίπλων. Αλλά επίσης κύμβαλα, τύμπανα και ασπίδες, αντικείμενα που είχαν άμεση σχέση με τον μύθο της γέννησης του Δία και της προστασίας του από τον Κρόνο. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σύνολο χάλκινων έργων που φανερώνει την άμεση επίδραση της τέχνης της Ανατολής στην Ελλάδα την εποχή αυτή προέρχεται από το Ιδαίον Άντρον της Κρήτης, δηλαδή την ιερή σπηλιά του βουνού Ίδα. Εκεί, σύμφωνα με τον μύθο, είχε κρύψει τον νεογέννητο Δία η μητέρα του για να τον σώσει από τον αδηφάγο πατέρα του, τον Κρόνο. Την προστασία του νεαρού θεού την είχαν αναλάβει οι Κορύβαντες, πολεμιστές που χτυπούσαν τις ασπίδες τους για να καλύψουν το κλάμα του βρέφους. Δεν πρέπει, επομένως, να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα περισσότερα χάλκινα από το Ιδαίον Άντρον είναι ασπίδες. Χαρακτηριστικό για τον μύθο και τη λατρεία είναι το παλαιότερο από τα ευρήματα: ένας χάλκινος δίσκος που χρησίμευε πιθανόν ως τύμπανο σε λατρευτικές τελετές.
Τα έργα αυτά πρέπει να κατασκευάστηκαν στην Κρήτη ειδικά για το ιερό. Ωστόσο, το θεματολόγιο και η τεχνοτροπία των ανάγλυφων παραστάσεών τους έρχονται κατευθείαν από την Ανατολή. Οι φτερωτοί δαίμονες, τα άγρια ζώα, οι σκηνές κυνηγιού και μάχης έχουν τα πρότυπά τους στην τέχνη της Μεσοποταμίας και της Συρίας. Αυτό σημαίνει ότι οι τεχνίτες που τα κατασκεύασαν είτε κατάγονταν από τις περιοχές αυτές είτε είχαν μάθει εκεί την τέχνη τους. Ειδικά για τον δημιουργό του χάλκινου τυμπάνου, που χρονολογείται μάλλον στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. (η ακριβής χρονολόγησή του είναι προβληματική), μπορούμε να πούμε ότι καταγόταν πιθανότατα από τη Συρία. Ταφικά ευρήματα των χρόνων αυτών πιστοποιούν πράγματι την παρουσία στην Κρήτη μεταναστών από τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Συρίας.
Στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. τα δάνεια από τον πολιτισμό και ειδικότερα από την τέχνη της Συρίας και της Μεσοποταμίας πολλαπλασιάζονται, ταυτόχρονα όμως αφομοιώνονται, καθώς οι Έλληνες τεχνίτες τα προσαρμόζουν στις δικές τους αντιλήψεις και αισθητικές αρχές. Δημιουργείται έτσι και εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την Ελλάδα (με αρκετές τοπικές παραλλαγές) μια τεχνοτροπία που την ονομάζουμε ανατολίζουσα. Μετά τα μέσα του αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες σαφείς επιδράσεις από την αιγυπτιακή τέχνη.
Ανάλογες εξελίξεις παρατηρούμε και σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα στην κεντρική Ιταλία, όπου κατοικούσαν οι Ετρούσκοι, λαός που είχε αναπτύξει στενές εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο. Είναι φανερό ότι το εμπόριο και ο αποικισμός συνέτειναν στην ευρεία και γρήγορη διάδοση νέων καλλιτεχνικών τάσεων και ιδεών. Αλλά οι καινοτομίες δεν είναι μόνο αισθητικές. Οι καλλιτέχνες αναπτύσσουν παράλληλα νέες τεχνικές για την κατεργασία του λίθου και του χαλκού, οι οποίες τους δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν έργα με μνημειακό χαρακτήρα. Τα πρότυπα είναι κατά κανόνα ανατολικά, δεν έχουμε όμως πάντοτε τη δυνατότητα να τα εντοπίσουμε, καθώς πολλά από αυτά δεν έχουν σωθεί. Ιδιαίτερα αισθητή είναι η απώλεια των πολυτελών υφασμάτων που οι Έλληνες και οι Φοίνικες έμποροι έφερναν από τις χώρες της Ανατολής.
Ενδεικτική για την επικράτηση των ανατολικών προτύπων είναι η εμφάνιση στα σημαντικότερα ιερά της Ελλάδας ενός νέου τόπου χάλκινου λέβητα, που έρχεται από τη βόρεια Συρία και αρχίζει να υποκαθιστά, ήδη από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., τους τρίποδες της γεωμετρικής εποχής με τα πόδια καρφωμένα στο σώμα. Οι νέοι λέβητες δεν έχουν πόδια· τοποθετούνται επάνω σε ανεξάρτητες βάσεις, τριποδικές ή κωνικές από χάλκινο έλασμα, και διακοσμούνται με προτομές ζώων ή μυθικών όντων (κυρίως γρυπών) που χυτεύονται χωριστά και διατάσσονται γύρω από το στόμιο τους. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στα παλαιότερα συριακά παραδείγματα τέτοιων λεβήτων οι προτομές είναι σφυρήλατες, και όχι χυτευτές.
Στους αρχαϊκούς χρόνους δημιουργήθηκαν δύο βασικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, ο δωρικός και ο ιωνικός.
Κατασκευάστηκαν τα πρώτα μεγάλα αγάλματα, οι κούροι και οι κόρες.
Εξελίχθηκε σε εντυπωσιακό σημείο η κεραμεική τέχνη, με τον μελανόμορφο και τον ερυθρόμορφο ρυθμό.
Οι πρώτες πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες εντοπίζονται κυρίως στην Ιωνία, όπου γεννήθηκε και η φιλοσοφία· γρήγορα, ωστόσο, διαδίδονται και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, μητροπολιτικό και αποικιακό. Αυτή την εποχή έχουν πλέον αποκρυσταλλωθεί οι θρησκευτικές δοξασίες και ο τρόπος λατρείας των θεών. Τα χαρακτηριστικά της μορφής κάθε θεού γίνονται κοινά σε πανελλήνιο επίπεδο και ορισμένοι τόποι λατρείας εξελίσσονται σε πανελλήνια ιερά με φήμη και πέρα από τα ελληνικά όρια, όπως συμβαίνει με τους Δελφούς, την Ολυμπία, τη Δήλο κ.ά.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Η επιστημονική έρευνα όρισε την αρχή της ελληνικής ιστορίας μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου, περίπου το 1100 π.Χ. Οι πρώτοι αιώνες (11ος-9ος αι. π.Χ.) αποτελούσαν ένα μεταβατικό στάδιο αναστατώσεων, στη διάρκεια τον οποίου τα ελληνικά φύλα μετά από συνεχείς μετακινήσεις απέκτησαν τις μόνιμες εγκαταστάσεις τους στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Ο τόπος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική τους ανάπτυξη και την πολιτική τους οργάνωση. Το γεωγραφικό ελλαδικό ανάγλυφο εμπόδισε την ένωση, η θάλασσα όμως αποτέλεσε πηγή ζωής και παράγοντα ευνοϊκό για την εξάπλωσή τους. Άνοιξε νέους ορίζοντες, οδήγησε τους Έλληνες σε άλλες περιοχές εγκατάστασης, άλλοτε μόνιμης και άλλοτε πρόσκαιρης. Η οργάνωσή τους σε πόλεις-κράτη και οι επαφές τους με άλλους λαούς υπήρξαν παράγοντες καθοριστικής σημασίας για τη δημιουργία του ελληνικού πολιτισμού, του «ελληνικού θαύματος», όπως ονομάστηκε. Στο χρονικό διάστημα των οκτώ αιώνων από την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού μέχρι και το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) ο ελληνικός κόσμος διήνυσε πολυτάραχη και δημιουργική ιστορική πορεία, της οποίας τη μελέτη διακρίνουμε σε τρεις διαδοχικές περιόδους: την ομηρική εποχή (1100-750 π.Χ.), την αρχαϊκή εποχή (750-480 π.Χ.) και την κλασική εποχή (480-323 π.Χ.).
Αν τις οικιστικές αλλαγές στην Αθήνα ανάμεσα στον 10ο και τον 8ο αιώνα π.Χ. τις παρακολουθούμε κυρίως με την ανακάλυψη των πρώιμων νεκροταφείων, σε άλλες περιοχές, όπως στη Ζαγορά, στη δυτική ακτή της Άνδρου, και στον Εμπορείο, στα νότια παράλια της Χίου, έχουν ανασκαφεί σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση οικισμοί της ίδιας περιόδου, που έμειναν σχεδόν ανέπαφοι, γιατί εγκαταλείφθηκαν τον 7ο αιώνα π.Χ. και δεν ξανακατοικήθηκαν. Στην παραπάνω εικόνα βλέπουμε κάτοψη του οικισμού της Ζαγοράς Άνδρου: αυτός είναι χτισμένος σε μια μικρή χερσόνησο με απότομες ακτές, που συνδέεται με το υπόλοιπο νησί με έναν στενό αυχένα· δημιουργήθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ., αλλά η περίοδος της ακμής του είναι ο 8ος αιώνας, οπότε βρισκόταν κάτω από την πολιτική και πολιτιστική επιρροή της Εύβοιας,) συγκεκριμένα της Ερέτριας. Δεν αποκλείεται ήταν εμπορικός σταθμός στον θαλάσσιο δρόμο ανάμεσα στην Εύβοια και το ανατολικό Αιγαίο. Η μοναδική πρόσβαση στον οικισμό από τη στεριά προστατευόταν από οχυρωματικό τείχος με πύλη, ενώ στο κέντρο του περίπου υπήρχε μια ανοιχτή πλατεία, με το μεγαλύτερο σπίτι του οικισμού στη μια πλευρά της και ένα υπαίθριο ιερό στην άλλη.
Στον Εμπορειό (Χίου) της παραπάνω εικόνας, ένα μακρόστενο κτίσμα, μεγαλύτερο από τα άλλα, δεσπόζει στην ακρόπολη και ελέγχει την πρόσβαση σε αυτήν από την πλαγιά όπου είναι χτισμένα τα σπίτια του οικισμού· απέναντι του, σε έναν αρκετά μεγάλο ελεύθερο χώρο βρίσκεται το ιερό της Αθηνάς, όπου αρχικά η λατρεία τελούνταν στο ύπαιθρο. Και στις δύο περιπτώσεις μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η κατοικία του άρχοντα γειτόνευε με έναν ανοιχτό χώρο συγκεντρώσεων (μια αγορά) καθώς και με το θρησκευτικό κέντρο του οικισμού.
Στα τέλη του 12ου αι. π.Χ. οι ερευνητές διαπιστώνουν αραίωση του πληθυσμού και απουσία κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης. Είναι γεγονός ότι πριν από τη φημολογούμενη κάθοδο των Δωριέων υπάρχει γενικότερη αναστάτωση. Η κύρια αιτία της παρακμής των μυκηναϊκών κέντρων έχει καταγραφεί στο προηγούμενο κεφάλαιο. Η θεωρία της καθόδου των Δωριέων ως μόνης αιτίας κατάρρευσης των Μυκηναίων δεν έχει σήμερα επιστημονικά ερείσματα. Η απουσία αντίστασης διευκόλυνε την επικράτηση των Δωριέων και συνετέλεσε σε ανακατατάξεις των ελληνικών πληθυσμών μέσα στον ελλαδικό χώρο αλλά και στη δημιουργία μεταναστευτικού ρεύματος προς τις ακτές της Μ. Ασίας.
Ίωνες οι οποίοι προέρχονταν από την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, τις Κλεωνές, τη Φλιασία, την Αιγιαλεία και την Αττική αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας που πήραν το όνομα Ιωνία. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα η Μίλητος θεωρείται από τις αρχαιότερες ιωνικές εγκαταστάσεις σε μικρασιατικό έδαφος από τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Όπως μαρτυρούν τα ευρήματα της πρωτογεωμετρικής κεραμικής της Φώκαιας, των Κλαζομενών και της Σάμου η αποίκιση στις περιοχές αυτές χρονολογείται στο διάστημα 1050 με 900 π.Χ. Κατά την ίδια χρονική περίοδο πρέπει να εποικίστηκαν και πολλές άλλες πόλεις της Ιωνίας.
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. 12 πόλεις -Σάμος, Χίος, Μίλητος, Φώκαια, Κλαζομεναί, Τέως, Ερυθραί, Έφεσος, Κολοφών, Πριήνη, Λέβεδος και Μυούς- συνενώθηκαν σε μια αμφικτυονία με πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, το λεγόμενο Πανιώνιο, με κέντρο συνάντησης το ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνα στη Μυκάλη. Επικεφαλής αυτού του κοινού των Ιώνων ήταν ένας αιρετός άρχοντας που εκλεγόταν από το σύνολο των αμφικτυόνων. Παράλληλα, οι 12 πόλεις του Πανιωνίου μετείχαν και σε μια άλλη θρησκευτική ένωση που είχε ως κέντρο τη Δήλο, στην οποία έπαιρνε μέρος και η Αθήνα, η Κέως, η Σίφνος και η Σέριφος.
Μετά τη μετανάστευση των Θεσσαλών στην περιοχή της Θεσπρωτίας και την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο αιολείς πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στη Λέσβο, την Τένεδο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Σύμφωνα με την παράδοση και τις μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών ο Πενθίλιος, γιος του Ορέστη, οδήγησε τους Αχαιούς από τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία στην Αιολίδα, ενώ οι απόγονοί του Πενθιλίδαι βασίλευσαν στη Μυτιλήνη. Μάλιστα, ο βασιλιάς της Κύμης Αγαμέμνων είχε αυτό το όνομα για να υποδηλώσει ότι καταγόταν από το γένος του Ορέστη.
Από τα ευρήματα της πρωτογεωμετρικής κεραμικής στη Λέσβο και σε άλλες πόλεις της Αιολίδας διαπιστώνεται ότι η εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 1050 με 900 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση οι άποικοι φέρονταν ως Αχαιοί, αλλά το γεγονός ότι ο Πενθίλιος τους οδήγησε από τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία και κυρίως η ονομασία της περιοχής δείχνουν ότι οι περισσότεροι ήταν Αιολείς.
Εκτός από τη Λέσβο, την Τένεδο, την Κύμη και τη Μυτιλήνη στην περιοχή της Αιολίδας περιλαμβάνονταν η Ερεσσός της Λέσβου, η Τήμνος, η Πιτάνη, η Μύρινα της Λήμνου και η Σμύρνη, η οποία όμως καταλήφθηκε από τους Κολοφωνίους και έγινε ιωνική. Οι Αιολείς είχαν ως κέντρο τους το ιερό του Απόλλωνα στο Γρύνειο.
Εκτός από τους Ίωνες και τους Αιολείς τα μικρασιατικά παράλια εποικίστηκαν επίσης και από Δωριείς. Σε αντίθεση όμως με τους πρώτους, οι οποίοι έφταναν στη Μικρά Ασία ως πρόσφυγες, οι δεύτεροι έδωσαν στη μετανάστευσή τους το χαρακτήρα οργανωμένης επιχείρησης. Έτσι, άποικοι από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο αποίκισαν γύρω στα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. περίπου τις τρεις μεγάλες πόλεις της Ρόδου, τη Λίνδο, την Κάμειρο και την Ιαλυσό. Από τους Δωριείς της Επιδαύρου και της Τροιζήνας αποικίστηκαν αντίστοιχα η Κως και η Αλικαρνασσός. Οι πόλεις αυτές καθώς και η Κνίδος, που θεωρείται αποικία των Δωριέων της Σπάρτης, συγκρότησαν θρησκευτική ένωση με κέντρο το ιερό του Τριοπίου Απόλλωνα στην Κνίδο. Αποίκους από τη Σπάρτη δέχτηκαν και η Μήλος, η Θήρα και οι κρητικές πόλεις Γόρτυς και Λύκτος.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την ονομασία Δωριείς δηλώνονταν οι κάτοικοι της Δωρίδος που σχηματίστηκαν λίγο πριν το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής από μια φυλετική ομάδα που κατοικούσε στην κεντρική Στερεά Ελλάδα και είχε επικεφαλής το γένος των Ηρακλειδών, από τους Μακεδόνες που είχαν μεταναστεύσει στην ίδια περιοχή και από διάφορα άλλα πληθυσμιακά στοιχεία όπως υποδηλώνει το όνομα Πάμφυλοι που έφερε μια από τις τρεις φυλές των Δωριέων. Αυτή πρέπει να σχηματίστηκε για να πλαισιώσει τις δυνάμεις των Ηρακλειδών τις παραμονές της μεγάλης εξόρμησής τους προσδοκώντας συμμετοχή στη διανομή της λείας.
Η κάθοδος των Δωριέων στην Πελοπόννησο κατά το β' μισό του 12ου αιώνα π.Χ. είχε τον χαρακτήρα στρατιωτικής επιχείρησης, που είχε στόχο την κατάληψη των άλλοτε ισχυρών μυκηναϊκών κέντρων. Η εξασθένηση των κέντρων αυτών σε συνδυασμό με την αριθμητική υπεροχή και τη φυσική δύναμη των εισβολέων είχε ως πρώτο αποτέλεσμα την κατάληψη των Μυκηνών και της Τίρυνθας και την εγκατάσταση των Δωριέων στο 'Aργος, στο βορειότερο τμήμα της κοιλάδας του Ευρώτα, στην πεδιάδα του Παμίσου και στην Κορινθία. Οι Δωριείς που έδρασαν στην Πελοπόννησο αποτέλεσαν 4 χωριστά σώματα με ανεξάρτητους αρχηγούς. Οι Δωριείς με αρχηγό τον Τήμενο κατέλαβαν το 'Aργος, ενώ εκείνοι με αρχηγούς τους Αριστόδημο, Κρεσφόντη και Αλήτη κατέλαβαν τη Σπάρτη, τη Μεσσηνία και την Κόρινθο αντίστοιχα. Μαζί τους πέρασε στην Πελοπόννησο και ένα τμήμα των Αιτωλών που εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι ιστορικοί του 5ου αι. π.Χ., ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, η πρώτη μετακίνηση πραγματοποιήθηκε από τους Θεσσαλούς, οι οποίοι από τη Θεσπρωτία ήρθαν στην περιοχή που έκτοτε φέρνει το όνομά τους. Έτσι οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής, οι Βοιωτοί μετακινήθηκαν νότια στο χώρο γύρω από τη Θήβα. Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα εξαιτίας της καθόδου των Δωριέων είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο και ευρύτερες πληθυσμιακές ανακατατάξεις. Η διείσδυσή τους στον ελληνικό κορμό, σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή, έγινε από τη βορειοδυτική Ελλάδα στις αρχές του 11ου αι. π.Χ. σταδιακά και κατά κύματα.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις τους ήταν στην περιοχή της Πίνδου, στη Φθιώτιδα και στην περιοχή νότια του Ολύμπου και της Όσσας. Από την Πίνδο ομάδες Δωριέων μετακινήθηκαν στη Δωρίδα - περιοχή που οφείλει το όνομά της σ' αυτούς - και στη συνέχεια πέρασαν σε περιοχές της Πελοποννήσου. Μια από τις ισχυρότερες ομάδες εγκαταστάθηκε στη Λακωνία. Η είσοδος των Δωριέων στην Πελοπόννησο είχε το χαρακτήρα στρατιωτικής επιχείρησης με στόχο την υποταγή των αχαϊκών - μυκηναϊκών πληθυσμών.Την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Πελοποννήσου και την κυριαρχία τους στους αχαϊκούς πληθυσμούς, οι Δωριείς αργότερα ερμήνευσαν με το μύθο της επανόδου των Ηρακλείδων, δηλαδή των απογόνων του Ηρακλή που επέστρεψαν στην αρχαία τους κοιτίδα. Νεότερη άποψη, επιστημονικά τεκμηριωμένη, δεν δέχεται τη θεωρία της καθόδου των Δωριέων, την είσοδο τους δηλαδή στον ελληνικό κορμό από τη βορειοδυτική Ελλάδα. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι οι Δωριείς ήταν ένα ελληνικό ποιμενικό φύλο που κατοικούσε σε ορεινές περιοχές της Ελλάδας και το οποίο μετά τη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου βρήκε την ευκαιρία να κατέβει σε περιοχές πεδινές και να τις καταλάβει.
Η επικράτηση των Δωριέων είχε ως άμεση συνέπεια τη δημιουργία δημογραφικού προβλήματος, που εκτονώθηκε μέσα από αλυσιδωτές μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών. Με την άφιξη και την εγκατάστασή τους των Δωριέων μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου πολλοί από τους παλαιότερους κατοίκους των περιοχών που καταλήφθηκαν εξαναγκάστηκαν με τη σειρά τους να μεταναστεύσουν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα διαδοχικές μετακινήσεις πληθυσμών. Πολλοί Αχαιοί από την Αργολίδα και τη Λακωνία κατέφυγαν στην Αιγιαλεία και ζήτησαν από τους Ίωνες που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή αυτή να τους δεχτούν ως συνοίκους. Επειδή το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, έκαναν μάχη, νίκησαν και κατέλαβαν την περιοχή που αργότερα πήρε το όνομα Αχαΐα.
Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου διαμορφώθηκε η σύνθεση του ελληνικού δωδεκάθεου. Απαρτιζόταν από ατομικούς προσωποποιημένους θεούς και πιθανόν να οφείλει την προέλευσή του σε μία μικρασιατική παράδοση δώδεκα θεών, γνωστή από την Ξάνθο της Λυκίας.
Ο αριθμός παραμένει σταθερός, αλλά τα ονόματα διαφέρουν στις αναφορές των διαφόρων πηγών. Η συχνότερη μεταβολή που παρατηρείται είναι η αντικατάσταση της Εστίας από το Διόνυσο. Η γεωμετρική τέχνη, ωστόσο, δεν επιτρέπει την αδιαμφισβήτητη ταύτιση των εικονιζόμενων μορφών με κάποιους θεούς, εξαιτίας της αφαιρετικής και σχηματικής προσέγγισής τους.
Από τις πολλές μεταγενέστερες απεικονίσεις εκείνη που οριστικοποίησε τη σύνθεση του δωδεκάθεου είναι η ζωφόρος του Παρθενώνα.
Μεταξύ των δώδεκα οι νεότεροι ερευνητές διακρίνουν διάφορες ομάδες θεών: πατριαρχικούς, όπως ο Ζευς και ο Ποσειδώνας, νεαρούς θεούς, όπως ο Απόλλων και ο Ερμής, θεές που προέρχονται από μία πανάρχαια μητριαρχική παράδοση, όπως η Ήρα και η Δήμητρα, και θεές παρθένες, όπως η Αθηνά και η 'Aρτεμις. Ο Zευς ήταν ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος θεός. Το όνομά του τον συνδέει με τον ινδικό θεό του ουρανού Dyaus pitar και το ρωμαϊκό Diespiter/Jupiter που σημαίνει Oυράνιος Πατέρας. Ταυτόχρονα ήταν και ο θεός των καιρικών φαινομένων, του οποίου η χαρακτηριστικότερη επιφάνεια ήταν ο κεραυνός. Λατρευόταν με πολλές επωνυμίες μεταξύ των οποίων: Υέτιος, Ελευθέριος, Ελλάνιος, Δικταίος. Γυναίκα του ήταν η Ήρα, το όνομα της οποίας ίσως σημαίνει "ώριμη για γάμο". Την ΄Hρα χαρακτηρίζει μία ιδιαίτερη σχέση με το ναό. Οι περισσότεροι πρώιμοι ναοί είναι αφιερωμένοι σε αυτήν (Σάμος, 'Aργος, Περαχώρα, Ολυμπία). Η αρμοδιότητά της ως προστάτιδα του γάμου επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες ανάλογα με τους μύθους και τις τελετές της κάθε περιοχής.
Ο Ποσειδώνας του οποίου το όνομα ερμηνεύεται συνήθως ως "σύζυγος της γης", ήταν θεός της θάλασσας και -όπως είναι αναμενόμενο- έχαιρε ιδιαίτερης δημοτικότητας μεταξύ των Ελλήνων. Η λατρεία του στη μυκηναϊκή Πύλο, στην αμφικτυονία της Καλαυρείας, στον Ισθμό της Πελοποννήσου και στη Μυκάλη της Ιωνίας συνδέθηκε με την καταγωγή των παλαιότερων ελληνικών φύλων (Ίωνες, Αιολείς, Βοιωτοί). '
Η Aθηνά φαίνεται πως πήρε το όνομά της από την πόλη της Αθήνας και όχι η πόλη από τη θεά. Αυτό προκύπτει από τις μυκηναϊκές πινακίδες, όπου εμφανίζεται η "δέσποινα της Αθάνας" (η Κυρά της Αθήνας). Θεά πολεμική και προστάτιδα των ακροπόλεων και των τειχών φέρει συχνά το επίθετο Πολιάς και Πρόμαχος, ενώ οι ειρηνικές δραστηριότητες βρίσκονται υπό την προστασία της Αθηνάς Εργάνης.
Το προομηρικό όνομα του Aπόλλωνα ήταν Απέλλων και συνδεόταν με το θεσμό των ετήσιων συναθροίσεων που καλούνταν απέλλες. Ήταν ο θεός που εξέφραζε την ακμή της νεότητας και τον τιμούσαν ως: Αρχηγέτη, Επικούριο, Λύκειο, Δελφίνιο, Πύθιο και Μουσαγέτη. Ως προστάτης των Μουσών και θεός της μαντικής διατηρούσε ταυτόχρονα και μία πανάρχαιη καταστροφική διάσταση, που ανάγεται σε συροφοινικικά και χεττιτικά πρότυπα.
Η σφαίρα επιρροής της Aρτέμιδος, αδελφής του Απόλλωνα, κάλυπτε έναν ευρύ χώρο από το κυνήγι και τα ζώα μέχρι το γάμο και τον τοκετό. Η ιδιότητά της ως Πότνια θηρών και θεά της φύσης τη συνδέει με τη μικρασιατική Κυβέλη.
Η Aφροδίτη, η θεά του ερωτισμού, οφείλει την καταγωγή της στη σημιτική θεά Ιστάρ-Αστάρτη. Το ελληνικό της όνομα συνδέεται με τον μύθο της γέννησής της στον αφρό της θάλασσας της Κύπρου.
Ο Eρμής, θεός αγγελιοφόρος και ψυχοπομπός, ήταν ο κατεξοχήν αρμόδιος για τις μεταβατικές καταστάσεις και τη μετακίνηση. Ερμάς ονομαζόταν αρχικά ένας σωρός από πέτρες και στη συνέχεια μία στήλη με φαλλικό σύμβολο που σηματοδοτούσε κάποιο όριο ή μία κατεύθυνση. Τα κεφάλια των Ερμών (Ερμαί) ήσαν οδοδείκτες στην αρχαία Αθήνα.
Η Δήμητρα ήταν -όπως δείχνει και το όνομά της- η θεά μητέρα και η θεά της γεωργίας και της συγκομιδής, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται ποτέ με τη γη.
Ο Διόνυσος, ο θεός του οίνου και της μανίας, φέρει στο πρώτο συνθετικό του ονόματός του το όνομα του πατέρα του Δία. Θεωρείται ότι "εισήχθη" από τη Φρυγία ή τη Λυδία κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα π.Χ., αλλά μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα.
Ούτε ο ΄Hφαιστος είχε ελληνική καταγωγή, αφού στη γενέτειρά του τη Λήμνο είχε διατηρηθεί πληθυσμός μη ελληνικός μέχρι και τον 6ο αιώνα π.Χ. Ήταν ο θεός της φωτιάς και της μεταλλουργίας.
Τέλος, ο ΄Aρης ήταν ένας θεός χωρίς ιδιαίτερη δημοτικότητα. Φαίνεται πως πρόκειται για την προσωποποίηση του επιθέτου άρειος, το οποίο στην Ιλιάδα αποδίδεται σε διάφορους θεούς και σημαίνει πολεμικός ή μάχιμος. Αν και οι αντίπαλοι τον θυμούνταν πάντα πριν τις μάχες, ο 'Aρης σε λίγα μόνο μέρη είχε ναό και απολάμβανε οργανωμένη λατρεία.
Την παρακμή των μυκηναϊκών κέντρων ακολούθησε περίοδος αναστατώσεων, η οποία διήρκεσε περίπου τρεις αιώνες. Οι συνεχείς μετακινήσεις των ελληνικών φύλων αποτέλεσαν μια μεταβατική εποχή, προς το τέλος της οποίας, μετά την απόκτηση μόνιμων εγκαταστάσεων, οι Έλληνες διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις της ανασυγκρότησης τους. Κύρια πηγή πληροφοριών γι' αυτή την περίοδο, εκτός από την αρχαιολογική έρευνα, είναι τα ομηρικά έπη. Για το λόγο αυτό, οι ερευνητές την ονομάζουν συμβατικά ομηρική εποχή. Έχει χαρακτηριστεί και ως ελληνικός μεσαίωνας ή Σκοτεινοί χρόνοι, γιατί παλαιότερα τη θεωρούσαν εποχή παρακμής και οι γνώσεις μας γι' αυτήν ήταν περιορισμένες. Σήμερα η ιστορική έρευνα μιλάει πλέον για μια περίοδο ανασυγκρότησης και οργανωτικής δημιουργίας, στη διάρκεια της οποίας τέθηκαν τα θεμέλια του ελληνικού πολιτισμού. Μετά την κατάλυση των συγκεντρωτικών μυκηναϊκών κρατών τόσο οι κοινότητες τις οποίες ίδρυσαν τα ελληνικά φύλα που κατάκτησαν τον ελλαδικό χώρο όσο και εκείνες που επέζησαν από τη Μυκηναϊκή εποχή είχαν φυλετική δομή.
Επικεφαλής κάθε φυλετικού σχηματισμού ήταν ένας αρχηγός που εκλεγόταν από τη συνέλευση των πολεμιστών. Βαθμιαία οι φυλετικοί αρχηγοί εξελίχθηκαν σε κληρονομικούς βασιλείς, όπως υποδηλώνεται από το γεγονός ότι στο Άργος, τη Σπάρτη, τη Μεσσηνία και την Κόρινθο βασίλευσαν απόγονοι του Τήμενου, του Αριστόδημου, του Κρεσφόντη και του Αλήτη αντίστοιχα. Φαίνεται όμως πως ακόμη και όταν το αξίωμα έγινε κληρονομικό η συνέλευση των πολεμιστών επικύρωνε τη ανάρρηση του βασιλιά, έθιμο που στη Μακεδονία επιβίωσε μέχρι και τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Βασιλείς επίσης τιτλοφορούνταν οι αρχηγοί των ισχυρών γενών οι οποίοι αποτελούσαν το συμβούλιο του βασιλιά. Το συμβούλιο συνέβαλε στη συσπείρωση των αρχηγών αυτών οι οποίοι βαθμιαία περιόρισαν τις εξουσίες του βασιλιά.
Για την εκτέλεση σοβαρών αποφάσεων συγκαλούνταν η συνέλευση των πολεμιστών, η αγορά, λέξη που δήλωνε επίσης και τον τόπο συνάθροισης. Σκοπός των συγκεντρώσεων αυτών δεν ήταν η λήψη αποφάσεων ή η επιδίωξη έγκρισης της απόφασης που είχε ήδη ληφθεί από το βασιλιά και το συμβούλιό του, αλλά η κοινοποίησή τους και η διάγνωση των εντυπώσεων που προκαλούνταν από αυτήν.
Σε αυτούς τους σκοτεινούς χρόνους παρατηρείται δημογραφική συρρίκνωση. Oι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από αρχαιολογικές πηγές, ιδιαίτερα τα νεκροταφεία, αφού οι οικισμοί είναι σχεδόν ανύπαρκτοι και τα ίχνη ζωής σπανίζουν στις περισσότερες τοποθεσίες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αρκετών αρχαιολόγων, ο πληθυσμός της ηπειρωτικής Ελλάδας πιθανότατα να μειώθηκε κατά τρία τέταρτα. Μικρές, ωστόσο, ανθρώπινες ομάδες φαίνεται να επιζούν στα Nιχώρια της Μεσσηνίας, το Λευκαντί της Εύβοιας, την Αθήνα, το 'Aργος, την Ασίνη και την Τίρυνθα της Αργολίδας. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι διαθέσιμες από τα νεκροταφεία πληροφορίες είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μονομερή ερμηνεία αυτού του προβλήματος. 'Aλλοι μη ανιχνεύσιμοι παράγοντες, όπως οι πληθυσμιακές ανακατατάξεις, οι μεταβολές του τρόπου ζωής και οι διαφορετικές αντιλήψεις περί θανάτου, μπορούν να διαφοροποιήσουν τα συμπεράσματα.
Ενώ οι Σκοτεινοί χρόνοι χαρακτηρίζονται από δημογραφικό μαρασμό, τον 8ο αιώνα π.Χ. παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού ως αποτέλεσμα εκτενών μεταναστεύσεων στην ύπαιθρο. Αυτή η δημογραφική ανάπτυξη πιθανόν να συνοδευόταν από αντίστοιχη αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί το κατά πόσο η πληθυσμιακή αύξηση προηγήθηκε και οδήγησε σε μεγαλύτερη αγροτική παραγωγή, ή εάν οι βελτιώσεις στη γεωργική τεχνολογία και η καλλιέργεια περισσότερων γαιών απέφεραν την αύξηση του πληθυσμού στο βαθμό που θα μπορούσε να τον συντηρήσει η γη. Οι δύο παραπάνω εξελίξεις επέδρασαν η μία στην άλλη: καθώς παραγόταν περισσότερη τροφή ο καλύτερα σιτιζόμενος πληθυσμός αναπαραγόταν γρηγορότερα και καθώς αυξανόταν ο πληθυσμός περισσότεροι άνθρωποι μπορούσαν να παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα τροφής. Ορισμένοι μελετητές αμφισβήτησαν τις διαστάσεις αυτής της πληθυσμιακής αύξησης. Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι έγινε μία σημαντική μεταβολή των ταφικών εθίμων, έχουν διατυπώσει την άποψη ότι η πόλη, που βρισκόταν στη γένεσή της στο β' μισό του 8ου αιώνα π.X., έδωσε για πρώτη φορά -ύστερα από την Υπομυκηναϊκή εποχή- το δικαίωμα του ενταφιασμού σε όλους τους κατοίκους της, μέσα σε ένα πνεύμα ίσης μεταχείρισης. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η "άνθηση" των νεκροταφείων κατά την εποχή αυτή. Οι Σκοτεινοί χρόνοι θα ήταν, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, μία εποχή "εκλεκτικού ενταφιασμού", όπου τα ταφικά έθιμα ίσχυαν μόνο για τους ισχυρούς, ενώ οι κοινοί θνητοί αποτεφρώνονταν χωρίς τελετές και οι στάχτες τους σκορπίζονταν κοντά στους τόπους καύσης που διέθεταν τα νεκροταφεία. Με τη δημογραφική αλλαγή που σημειώθηκε στα τέλη της Γεωμετρικής περιόδου εδραιώθηκαν οι συνθήκες από τις οποίες ανέκυψαν οι νέες πολιτικές μορφές που θα εμφανιστούν στον ελληνικό χώρο κατά την Αρχαϊκή περίοδο.
Μία από τις σημαντικές αλλαγές που δρομολογείται τον 8ο αι. π.Χ. και ανακλάται στα ομηρικά έπη είναι η μετάβαση από τον παραδοσιακό θεσμό του οίκου στον νεωτερικό της πόλης. Βασική κοινωνική μονάδα του οίκου αποτελούσε η στενότερη ή ευρύτερη οικογένεια, που βρισκόταν υπό την εξουσία ενός πατριάρχη βασιλιά, και περιελάμβανε τις εκτάσεις γης, τα ζώα, το υπηρετικό προσωπικό, και τα υπόλοιπα υλικά αγαθά. Παράδειγμα ο οίκος του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ο θεσμός του οίκου αντιπροσώπευε έναν τύπο κοινωνίας τοπικό, όπου ίσχυαν εθιμικοί κανόνες δικαίου, με συχνές συγκρούσεις ανάμεσα σε μεμονωμένους ανθρώπους και αντίπαλες ομάδες, και με ριζική διαφοροποίηση ανάμεσα στην ανώτερη τάξη των ευγενών και στον λαό. Η αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη του οίκου στηριζόταν στους συγγενικούς κυρίως δεσμούς. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλα μέλη, που δεν ήταν συγγενείς, αλλά «ξένοι» που γίνονταν φίλοι. Αυτοί αναζητούσαν την ασφάλεια και τις ανέσεις του οργανωμένου σπιτικού, προσφέροντας ως αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους στον κύριό τους ως έμπιστοι ακόλουθοί του στη διάρκεια της ειρήνης ή του πολέμου.
Τα προνόμια που απολάμβαναν τα μέλη του οίκου εξαρτώνταν από την κοινωνική τους θέση, η οποία με τη σειρά της καθοριζόταν από την ανωτερότητα στην καταγωγή και τον πλούτο. Κατ᾽ επέκταση, οι βασικές αξίες του οίκου ήταν λίγο πολύ δεδομένες, προκαθορισμένες, και το ίδιο συνέβαινε με τη θέση που κατείχε κάποιος μέσα σε μια κοινότητα, από την οποία προέκυπταν τα προνόμια και οι υποχρεώσεις του. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν το πρωταρχικό κίνητρο δράσης ενός επικού ήρωα, για παράδειγμα του Αχιλλέα, να είναι περισσότερο η υπεράσπιση του προσωπικού του κύρους και της περιωπής του μέσα στην κοινότητά του, καθώς και των φίλων του, των δικών, και λιγότερο η διακινδύνευση στο όνομα συλλογικότερων αξιών. Παρ᾽ όλα αυτά, στα δύο ομηρικά έπη προβάλλονται στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός κόσμου που διαθέτει και προπολιτικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι ήρωες και ηρωίδες εξαρτούν το προσωπικό τους κύρος από το συμφέρον του συνόλου, της κοινότητάς τους. Βέβαια, πολιτικοί θεσμοί, λειτουργίες και αξίες βρίσκονται ακόμη στην πρωτοβάθμια φάση σχηματισμού τους· διαθέτουν ωστόσο χαρακτηριστικά που θα οδηγήσουν σταδιακά στην κοινωνία των πολιτών-οπλιτών, στην οργανωμένη πόλη-κράτος των κλασικών χρόνων.
Τρεις σημαντικοί, μόνιμοι «πολιτικοί» σχηματισμοί συντηρούνται στα ομηρικά έπη (η Τροία, η ουτοπική/μυθική Σχερία των Φαιάκων και η Ιθάκη) και ένας προσωρινός (το οχυρωμένο στρατόπεδο των Αχαιών). Οι μόνιμοι τουλάχιστον πολιτικοί σχηματισμοί δεν αποτελούν μόνον οχυρωμένες, αστικές τοποθεσίες ούτε μπορούν να θεωρηθούν μηχανιστική συσσώρευση αυτόνομων οίκων, αλλά συγκροτούν ανεξάρτητες, αυτοκυβερνώμενες κοινότητες και με συλλογικά έθιμα. Προβεβλημένος πολιτικός θεσμός είναι η συνέλευση, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να υπερτερεί συχνά η γνώμη του ενός βασιλιά ή μιας οικογένειας έναντι της βούλησης των πολλών, συζητούνται όμως κρίσιμα ζητήματα και παίρνονται αποφάσεις που εκτείνονται από τη διανομή της λείας μέχρι την επίλυση συγκρούσεων. Η αγορά συγκαλείται για να συζητήσει μόνο δημόσια ζητήματα, που σημαίνει ότι είχε αρχίσει να διακρίνεται η ιδιωτική από τη δημόσια ζωή. Σε άλλες περιπτώσεις ξεχωρίζει ο κάτοικος μιας πολιτικής κοινότητας από αυτόν που δεν γνωρίζει πολιτικούς θεσμούς, ενώ σπανιότερα (όχι πάντως με συνέπεια) η ανάληψη μιας πολεμικής επιχείρησης, όπως η εκστρατεία εναντίον της Τροίας, εμφανίζεται ως υπόθεση συλλογική.
Εξάλλου, στα δύο ομηρικά έπη οι ήρωες συνδέουν τη ζωή τους, τη δική τους ή της οικογένειάς τους, με την τύχη της πατρίδας ή της πόλης τους. Παράδειγμα ο Έκτορας, στον οποίο καταλογίζεται η διάσημη φράση της Ιλιάδας: Ένα είναι το πιο σωστό σημάδι, να πολεμά κανείς για την πατρίδα του. Ο τρωαδίτης ήρωας κληροδότησε μάλιστα στον γιο του το όνομα Ἀστυάναξ (ηγεμόνας πόλης), επειδή ο πατέρας του προστάτευε τις πύλες και τα ψηλά τείχη της Τροίας. Από την άλλη μεριά, στην Οδύσσεια ο κεντρικός πρωταγωνιστής της, ο Οδυσσέας, λαχταράει να βρεθεί στο σπίτι του, στους δικούς του αλλά και στη γη και πατρίδα του, την Ιθάκη: "Τίποτε άλλο πιο γλυκό από πατρίδα και γονιούς". Όλα αυτά δηλώνουν ότι πλάι στις παραδοσιακές δομές του οίκου κάνουν την εμφάνισή τους οι νέοι θεσμοί της πόλης, έτσι ώστε το προσωπικό με το συλλογικό, το τοπικό με το πολιτικό να συγχέονται και συχνά να συγκρούονται. Η προβολή των αρχών του οίκου συμφωνούσε με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του μύθου των επών, η έκβαση του οποίου ήταν δεσμευτική για τον ποιητή και απαραβίαστη. Η συμπλοκή των παραδοσιακών αρχών του οίκου με τις νεωτερικές της πόλης, που εμφανίζονται κατά κανόνα στο πλαίσιο των λόγων ηρώων και θεών, αποτελεί στοιχείο της πλοκής των ομηρικών επών, πίσω από τις οποίες αναγνωρίζεται συχνά και η φωνή του ποιητή.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...