Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

ΕΠΑΦΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ---Η "ΑΝΑΤΟΛΙΖΟΥΣΑ" ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ


Μέχρι περίπου 10.000 χρόνια πριν, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν ως τροφοσυλλέκτες. Σχημάτιζαν μικρές νομαδικές ομάδες, που αποτελούσαν τις απλούστερες μορφές κοινωνίας. Η ανάπτυξη της γεωργίας οδήγησε στην Νεολιθική επανάσταση, όπου οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά σε μόνιμους οικισμούς, εξημέρωσαν τα ζώα και αξιοποίησαν τη χρήση μεταλλικών εργαλείων. Η γεωργία βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της συνεργασίας, και συνέβαλε στη δημιουργία πολύπλοκων κοινωνιών.




2,6 εκατομμύρια χρόνια πριν: τα πρώτα εργαλεία και η έναρξη της Παλαιολιθικής Εποχής.


Οι αρχαιολόγοι δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την εικασία τους ότι τα εργαλεία φτιάχτηκαν από Χόμο Σάπιενς ή από κάποιους άλλους προγόνους τους. Πριν από 130.000 χρόνια οι Χόμο Σάπιενς συνυπήρχαν και με άλλα ανθρωποειδή όπως οι Νεάντερταλ ή οι Homo Heidelbergensis ( Χαϊδελβέργειος άνθρωπος). Δηλαδή οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι πρώτοι άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν πλοιάρια ούτε ασφαλώς να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Όμως η νέα ανακάλυψη αναιρεί τα παλαιά δεδομένα και μάλιστα αποδεικνύει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι γνώριζαν πολύ περισσότερα από όσα πιστεύαμε και κατασκεύαζαν κάτι παραπάνω από απλά πέτρινα εργαλεία. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι τα ευρήματα της έρευνας ανατρέπουν τα έως τώρα δεδομένα και τις γνώσεις μας για τις ικανότητες των προϊστορικών ανθρώπων και αποδεικνύουν ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι ταξίδευαν στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από ότι πιστεύαμε. Αν αυτή η έρευνα επιβεβαιωθεί και από περαιτέρω μελέτη, τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις μετακινήσεις των πληθυσμών και τα μεταναστευτικά ρεύματα δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.


Οι πρώτοι γεωργικοί πολιτισμοί.


Περίπου 6.000 χρόνια πριν, τα πρώτα κράτη δημιουργήθηκαν στη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και στην περιοχή του Ινδού ποταμού. Για προστασία δημιουργήθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς και διοικητικά όργανα για να συντονίσουν την κοινωνία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών για την εξασφάλιση σημαντικών πόρων οδηγούσε πολλές φορές στον πόλεμο. Περίπου 2.000-3.000 χρόνια πριν, μερικά κράτη, όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ρώμη και η Ελλάδα, κατόρθωσαν να επεκτείνουν τα εδάφη τους μέσω εκστρατειών. Διάφορες θρησκείες όπως ο Ιουδαϊσμός και ο Ινδουισμός που εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή επηρέασαν σημαντικά τις κοινωνίες των ανθρώπινων πληθυσμών.
Αναγέννηση και αστική τάξη. Στα τέλη της Μεσαιωνικής περιόδου εμφανίστηκαν επαναστατικές ιδέες και καινοτομίες. Στην Κίνα οι ανεπτυγμένες και αστικοποιημένες κοινωνίες προωθούσαν την ανάπτυξη της επιστήμης και καινοτομίες όπως οι πρώτες μορφές τυπογραφίας και εξελιγμένες γεωργικές μηχανές δημιουργήθηκαν. Στην Ινδία, σημαντική πρόοδο παρουσίασαν οι μαθηματικές και φιλοσοφικές επιστήμες. Η Χρυσή Εποχή του Ισλάμ συνέβαλε σημαντικά στην επιστημονική ανάπτυξη τών Μουσουλμανικών κοινωνιών. Στην Ευρώπη, η επανασχόληση με τις κλασσικές επιστήμες οδήγησε στην Αναγέννηση τον 14ο και 15ο αιώνα. Τα επόμενα 500 χρόνια, οι ανακαλύψεις και η αποικιοκρατία βοήθησαν στην επέκταση μερικών Ευρωπαϊκών κρατών εις βάρος των τοπικών πληθυσμών. Η Επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα και η Βιομηχανική Επανάσταση τον 18ο και 19ο αιώνα συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της ανθρώπινης τεχνολογίας. Ο Διαφωτισμός και στη συνέχεια η Γαλλική Επανάσταση εξύψωσαν το ανθρώπινο πνεύμα, θεμελίωσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ενέπνευσαν διάφορες επαναστάσεις για ανεξαρτησία τους τελευταίους τρεις αιώνες.

Στη Μεσοποταμία και στην κοιλάδα του Νείλου ο άνθρωπος για πρώτη φορά οργανώθηκε σε εξελιγμένες κοινωνίες. Η εξέλιξη αυτή επιτεύχθηκε με την καλλιέργεια της γης και την παραγωγή πλεονάσματος αγαθών, γεγονός που επέτρεψε σε μέρος των κατοίκων να ασχοληθεί και με άλλες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, τη βιοτεχνία, την οργάνωση της διοίκησης, την οργάνωση πολεμικών επιχειρήσεων κ.ά. Η βελτίωση των συνθηκών της ζωής συνέβαλε προοδευτικά στη συγκρότηση αυτών των κοινωνιών σε μεγάλους και ισχυρούς κρατικούς σχηματισμούς.
Η σαφής κοινωνική διαστρωμάτωση και η οργάνωση του κράτους κάτω από έναν ισχυρό ηγεμόνα, ο οποίος περιβαλλόταν με θεϊκές ιδιότητες, προσδιόρισαν το ρόλο του ατόμου σ' αυτά τα κράτη. Εκεί το πλήθος των ανθρώπων υποταγμένο συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη και την πολιτιστική εξέλιξη των περιοχών. Εργάστηκε στην κατασκευή και τη διακόσμηση ναών, ανακτόρων και ταφικών μνημείων.
Οι ανάγκες των ηγεμόνων και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτέλεσαν το κίνητρο ανάπτυξης των τεχνώνκαι των επιστημών. Οι καθημερινές εμπειρίες και ο εργασιακός μόχθος οδήγησαν στην ανακάλυψη μέσων και στην εφεύρεση τεχνικών που βελτίωσαν τις σκληρές συνθήκες της ζωής.Η καλή λειτουργία, εξάλλου, της κρατικής μηχανής αλλά και η ανάγκη επικοινωνίας για την ανταλλαγή των αγαθών οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων συστημάτων γραφής.Στην Ανατολή, εκτός από τους λαούς της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, οι Φοίνικες, οι Εβραίοι, οι Χετταίοι και αργότερα οι Πέρσες, λαοί με διαφορετική ιστορική πορεία και διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, είχαν το μερίδιο τους στην πρόοδο του πολιτισμού.



Πριν από λίγα χρόνια μια ομάδα Eλληνοαμερικανών αρχαιολόγων έκανε μία εντυπωσιακή ανακάλυψη. Βρήκαν τα αρχαιότερα στον κόσμο στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς Ρεθύμνου. Είναι μία σπουδαία ανακάλυψη στην οποία δεν δόθηκε η αρμόζουσα προσοχή, παρά το γεγονός ότι αυτό το εύρημα κατατάχθηκε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες ανακαλύψεις για το 2010. Η έρευνα της ομάδας με επικεφαλής τον Thomas F. Strasser, την κ. Ελένη Παναγοπούλου και με τη συμβολή του καθηγητή του πανεπιστημίου της Βοστώνης κ. Curtis Runnels, αναγκάζει τους μελετητές να θέσουν σε νέα βάση τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά στις ικανότητες ναυσιπλοΐας των προϊστορικών ανθρώπων. Οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές σε ένα φαράγγι στην Κρήτη και ανακάλυψαν ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Πρέβελη. Εκεί εντόπισαν 30 τσεκούρια και εκατοντάδες άλλα πέτρινα μικροεργαλεία τα οποία βρέθηκαν σκόρπια σε περίπου 20 διαφορετικά σημεία.


Πριν από την ανακάλυψη, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν την Κρήτη, την Κύπρο, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά νησιά και τη Σαρδηνία, έφτασαν σε αυτά τα μέρη πριν από 12.000 χρόνια. Όμως τα εργαλεία που ανακάλυψε η ομάδα των Ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων χρονολογούνται πριν από 130.000 χρόνια. Τα εργαλεία, καθώς και το έδαφος που βρέθηκαν, χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βράχοι και τα σπήλαια της περιοχής ανυψώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου λόγω γεωλογικής δραστηριότητας.
Τα τμήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τη σειρά των γεωλογικών περιόδων τα οποία αποτέλεσαν και το αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Κατά την ανάλυση του γεωλογικού στρώματος που βρέθηκαν τα εργαλεία, η ομάδα έφτασε στο συμπέρασμα ότι το έδαφος αυτό ήταν στην επιφάνεια πριν από 130.000 ως 190.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπ’όψιν το γεγονός ότι η Κρήτη είναι νησί και δεν έχει πρόσβαση απο στεριά εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι τα εργαλεία πρέπει να έφτασαν εκεί ακτοπλοϊκώς από προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η ναυσιπλοΐα υπήρχε στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή που πίστευαν οι αρχαιολόγοι και ότι οι πρώτοι homo sapiens sapiens ή κάποιοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν σκάφη αξιόπλοα και πραγματοποιούσαν μακρινά ταξίδια.
Πριν από αυτή την ανακάλυψη , το παλαιότερο αποδεδειγμένα θαλάσσιο ταξίδι ήταν ο διάπλους κάποιων Χόμο Σάπιενς προς την Αυστραλία, όπου χρειάστηκε να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις εώς και 71 χιλιόμετρα , γεγονός που συνέβη 60.000 χρόνια πριν, αν και οι χρονολογήσεις αμφισβητήθηκαν. Αυτό που προκαλεί όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως η τεχνοτροπία των εργαλείων που βρέθηκαν μοιάζει με κάποια χειροτεχνήματα που ανήκαν σε προϊστορικούς πληθυσμούς της Αφρικής. Για δεκαετίες οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί της Αφρικής έφτασαν στην Ευρώπη και την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια περνώντας μέσα από την σημερινή Τουρκία στα Βαλκάνια.
Τα ευρήματα στην Κρήτη αποτελούν απόδειξη ότι η μετανάστευση των πληθυσμών δεν γινόταν μόνο μέσω ξηράς και ίσως οι διαδρομές να ήταν από τη Βόρεια Αφρική προς την Ισπανία μέσω των Στενών του Γιβραλτάρ ή από την Λιβύη προς την Κρήτη, μία απόσταση περίπου 320 χιλιόμετρα. Αρχικά, υπήρχε η εντύπωση ότι τα πρώτα πλοιάρια δεν ήταν παρά μόνο απλές ξύλινες σχεδίες με ιστία φτιαγμένα από δέρμα ζώων συρραμμένα και στηριγμένα σε κούτσουρα δέντρων για να πιάνουν τον άνεμο. Ωστόσο, ειδικοί στην αρχαία ναυτιλία υποστηρίζουν ότι οι προϊστορικοί ναυτικοί θα χρειάζονταν μια πιο γερή κατασκευή για να διανύσουν την απόσταση από τη βόρεια Αφρική ως την Κρήτη.
Στις παρυφές της ευρωπαϊκής ηπείρου, στο Αιγαίο, κατά την 3η χιλιετία π.Χ. άνθησαν σπουδαίοι πολιτισμοί που αποτέλεσαν το υπόβαθρο του ελληνικού πολιτισμού. Από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ., όταν οι λαοί της Ανατολής βρίσκονταν στο απώγειο της ανάπτυξής τους, οι Έλληνες κατεύθυναν τα ενδιαφέροντα τους, οικονομικά και πολιτιστικά, πέρα από το Αιγαίο.
Οι επαφές ανάμεσα στους λαούς της Ανατολής και τους Έλληνες καθόλη τη διάρκεια της αρχαιότητας είναι μια ιστορική πραγματικότητα που έχει παρουσιάσει περιόδους ρήξεων αλλά και περιόδους γόνιμων επιδράσεων και ουσιαστικής προσέγγισης. Η Ανατολή υπήρξε συχνά πηγή έμπνευσης καλλιτεχνικής και επιστημονικής για τους Έλληνες. Οι Έλληνες με τα ταξίδια τους ήρθαν σε άμεση επαφή με τα επιτεύγματα των λαών της Ανατολής, αρκετά από τα οποία υιοθέτησαν. Ανταποκρίθηκαν δημιουργικά στις επιρροές τους· όσα πολιτιστικά στοιχεία παρέλαβαν δεν τα μιμήθηκαν, αντίθετα τα ενέταξαν μέσω αφομοιωτικής διεργασίας στην πολιτιστική τους παράδοση.
Ήδη από τον 9ο αιώνα οι Έλληνες είχαν αναπτύξει στενές εμπορικές σχέσεις με την ακτή της Συρίας και της Παλαιστίνης. Μέσα από αυτό τον εμπορικό δρόμο σημαντικές και συχνά πολύτιμες πρώτες ύλες, αλλά και αξιόλογα έργα τέχνης από την Ανατολή, ιδιαίτερα από τη Συρία και τη Μεσοποταμία, άρχισαν να φθάνουν σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες στην Ελλάδα. Από το τέλος του 8ου αιώνα και έπειτα οι μαρτυρίες για εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ανατολή πυκνώνουν και γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες.
Τα ποιήματα του Ησιόδου και ιδιαίτερα η "Θεογονία" είναι γεμάτα από στοιχεία που προέρχονται από τους μύθους και τη λογοτεχνία της Μεσοποταμίας και της Συρίας. Ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εμπορίου και γενικότερα των επαφών με την Ανατολή έπαιξαν επίσης οι Φοίνικες έμποροι, που ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. είχαν φτάσει με τα πλοία τους ως τη δυτική άκρη της Μεσογείου· οι δραστηριότητές τους στην περιοχή του Αιγαίου και πέρα από αυτή περιγράφονται στην Οδύσσεια. Επιπλέον, η εγκατάσταση των Φοινίκων στην Κύπρο, στο Κίτιο και στη Σαλαμίνα τους έφερε σε ακόμη στενότερη επαφή με τους Έλληνες.
Ακόμη σαφέστερη είναι η εικόνα που μας προσφέρουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Χρυσά, αργυρά και χάλκινα αντικείμενα, από φαγεντιανή, ελεφαντόδοντο και ορεία κρύσταλλο, όλα αναθήματα των ανθρώπων προς τον θεό. Κοσμήματα, ειδώλια, σκεύη, αγγεία, σφραγίδες, σκαραβαίοι, ελεφάντινα διακοσμητικά επίπλων. Αλλά επίσης κύμβαλα, τύμπανα και ασπίδες, αντικείμενα που είχαν άμεση σχέση με τον μύθο της γέννησης του Δία και της προστασίας του από τον Κρόνο. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σύνολο χάλκινων έργων που φανερώνει την άμεση επίδραση της τέχνης της Ανατολής στην Ελλάδα την εποχή αυτή προέρχεται από το Ιδαίον Άντρον της Κρήτης, δηλαδή την ιερή σπηλιά του βουνού Ίδα. Εκεί, σύμφωνα με τον μύθο, είχε κρύψει τον νεογέννητο Δία η μητέρα του για να τον σώσει από τον αδηφάγο πατέρα του, τον Κρόνο. Την προστασία του νεαρού θεού την είχαν αναλάβει οι Κορύβαντες, πολεμιστές που χτυπούσαν τις ασπίδες τους για να καλύψουν το κλάμα του βρέφους. Δεν πρέπει, επομένως, να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα περισσότερα χάλκινα από το Ιδαίον Άντρον είναι ασπίδες. Χαρακτηριστικό για τον μύθο και τη λατρεία είναι το παλαιότερο από τα ευρήματα: ένας χάλκινος δίσκος που χρησίμευε πιθανόν ως τύμπανο σε λατρευτικές τελετές.
Τα έργα αυτά πρέπει να κατασκευάστηκαν στην Κρήτη ειδικά για το ιερό. Ωστόσο, το θεματολόγιο και η τεχνοτροπία των ανάγλυφων παραστάσεών τους έρχονται κατευθείαν από την Ανατολή. Οι φτερωτοί δαίμονες, τα άγρια ζώα, οι σκηνές κυνηγιού και μάχης έχουν τα πρότυπά τους στην τέχνη της Μεσοποταμίας και της Συρίας. Αυτό σημαίνει ότι οι τεχνίτες που τα κατασκεύασαν είτε κατάγονταν από τις περιοχές αυτές είτε είχαν μάθει εκεί την τέχνη τους. Ειδικά για τον δημιουργό του χάλκινου τυμπάνου, που χρονολογείται μάλλον στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. (η ακριβής χρονολόγησή του είναι προβληματική), μπορούμε να πούμε ότι καταγόταν πιθανότατα από τη Συρία. Ταφικά ευρήματα των χρόνων αυτών πιστοποιούν πράγματι την παρουσία στην Κρήτη μεταναστών από τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Συρίας.
Στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. τα δάνεια από τον πολιτισμό και ειδικότερα από την τέχνη της Συρίας και της Μεσοποταμίας πολλαπλασιάζονται, ταυτόχρονα όμως αφομοιώνονται, καθώς οι Έλληνες τεχνίτες τα προσαρμόζουν στις δικές τους αντιλήψεις και αισθητικές αρχές. Δημιουργείται έτσι και εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την Ελλάδα (με αρκετές τοπικές παραλλαγές) μια τεχνοτροπία που την ονομάζουμε ανατολίζουσα. Μετά τα μέσα του αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες σαφείς επιδράσεις από την αιγυπτιακή τέχνη.
Ανάλογες εξελίξεις παρατηρούμε και σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα στην κεντρική Ιταλία, όπου κατοικούσαν οι Ετρούσκοι, λαός που είχε αναπτύξει στενές εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο. Είναι φανερό ότι το εμπόριο και ο αποικισμός συνέτειναν στην ευρεία και γρήγορη διάδοση νέων καλλιτεχνικών τάσεων και ιδεών. Αλλά οι καινοτομίες δεν είναι μόνο αισθητικές. Οι καλλιτέχνες αναπτύσσουν παράλληλα νέες τεχνικές για την κατεργασία του λίθου και του χαλκού, οι οποίες τους δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν έργα με μνημειακό χαρακτήρα. Τα πρότυπα είναι κατά κανόνα ανατολικά, δεν έχουμε όμως πάντοτε τη δυνατότητα να τα εντοπίσουμε, καθώς πολλά από αυτά δεν έχουν σωθεί. Ιδιαίτερα αισθητή είναι η απώλεια των πολυτελών υφασμάτων που οι Έλληνες και οι Φοίνικες έμποροι έφερναν από τις χώρες της Ανατολής.
Ενδεικτική για την επικράτηση των ανατολικών προτύπων είναι η εμφάνιση στα σημαντικότερα ιερά της Ελλάδας ενός νέου τόπου χάλκινου λέβητα, που έρχεται από τη βόρεια Συρία και αρχίζει να υποκαθιστά, ήδη από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., τους τρίποδες της γεωμετρικής εποχής με τα πόδια καρφωμένα στο σώμα. Οι νέοι λέβητες δεν έχουν πόδια· τοποθετούνται επάνω σε ανεξάρτητες βάσεις, τριποδικές ή κωνικές από χάλκινο έλασμα, και διακοσμούνται με προτομές ζώων ή μυθικών όντων (κυρίως γρυπών) που χυτεύονται χωριστά και διατάσσονται γύρω από το στόμιο τους. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στα παλαιότερα συριακά παραδείγματα τέτοιων λεβήτων οι προτομές είναι σφυρήλατες και όχι χυτευτές.

8ος και 9ος ΑΙΩΝΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Oι μορφές του Mεγάλου Kωνσταντίνου (306-337) και του Iουστινιανού A' (527-565) κυριάρχησαν στην περίοδο 324-610. Oι αυτοκράτορες αφομοιώνοντας τη ρωμαϊκή παράδοση επεδίωξαν να θέσουν τις βάσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις και τη διαμόρφωση του βυζαντινού κράτους. H διασφάλιση των συνόρων του κράτους αλλά και η προσπάθεια για την αποκατάσταση των εδαφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χαρακτήρισαν τους πρώτους αιώνες. Παράλληλα, η οριστική διαμόρφωση και επικράτηση του ορθόδοξου δόγματος καθώς και οι αλλεπάλληλες αντιθέσεις με μια σειρά αιρέσεων που αναπτύχθηκαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας σφράγισαν την πρώιμη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας.
Πέρα από τα πιεστικά οικονομικά προβλήματα που προκάλεσαν οι δαπανηροί πόλεμοι του Ιουστινιανού Α', οι διάδοχοι του (Ιουστίνος Β', Τιβέριος Α', Μαυρίκιος και Φωκάς) είχαν να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές των Σλάβων και των Αβάρων στη Βαλκανική, των Λογγοβάρδων στην Ιταλία και των Περσών στην Ανατολή.
Oι Σλάβοι ήταν εγκατεστημένοι στις αρχές του 6ου αιώνα στα βόρεια του Δούναβη και πραγματοποιούσαν επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Καθώς δεν είχαν ενιαία πολιτική οργάνωση, εντάχθηκαν στη σφαίρα επιρροής των Αβάρων. Οι τελευταίοι, νομαδικό φύλο ασιατικής καταγωγής, με στρατιωτική και πολιτική οργάνωση, οικοδόμησαν ένα τεράστιο κράτος, που εκτεινόταν από τη Βοημία (σημερινή Τσεχία) μέχρι τις εκβολές του Δούναβη. Οι Άβαροι, συμπαρασύροντας τους Σλάβους, πραγματοποιούσαν πολυάριθμες επιδρομές εναντίον των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας.
Στον ελλαδικό χώρο άρχισαν μάλιστα στις αρχές του 7ου αι. να δημιουργούνται μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων, ενώ οι Άβαροι, μετά τις λεηλασίες, συνήθιζαν να επιστρέφουν στις βάσεις τους. Οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά σημεία της Βαλκανικής Χερσονήσου (μέχρι και το ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότατο δηλαδή άκρο της), είτε κατακτώντας πόλεις είτε -το συνηθέστερο- επιλέγοντας περιοχές αραιοκατοικημένες και σχετικά απομονωμένες, κατάλληλες για κτηνοτροφία και περιορισμένη γεωργική παραγωγή (κοιλάδες, κατά κανόνα).
Τα σχετικά λίγα δάνεια από τη σλαβική που επιβιώνουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται ως επί το πλείστον από τη σφαίρα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της ορολογίας φυτών και ζώων. Τα σλαβικά τοπωνύμια, διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώνουν την κατανομή των νεοφερμένων πληθυσμών στην περιοχή αλλά επίσης παρέχουν στοιχεία -γλωσσολογικά και ιστορικά- για την εποχή της εγκατάστασης και τον ρυθμό αφομοίωσης από τον ιθαγενή, ελληνικό πληθυσμό. Παραδείγματος χάριν, η μορφή του τοπωνυμίου Πάργα (αντί Πράγα) καταδεικνύει ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δημιουργήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε πριν από τη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική γλώσσα (9ος αι.). το γεγονός ότι τόσο στο τοπωνύμιο αυτό όσο και σε όλα τα σλαβικά δάνεια της νεοελληνικής (π.χ. στη λέξη σβάρνα) τα υγρά σύμφωνα δεν έχουν μετατεθεί, δείχνει πως από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να αφομοιώνονται από το ντόπιο στοιχείο και να εξελληνίζονται και η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική που εξελίχθηκε στις καθαυτό σλαβικές χώρες.
Ακόμα, το γεγονός ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα: εκχριστιανισμός και εξελληνισμός ήταν διαδικασίες παράλληλες, αλληλένδετες και, σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις βίαιου εκχριστιανισμού και αφομοίωσης, αποτέλεσαν μια λίγο πολύ φυσική διαδικασία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η γειτνίαση και η οικονομική και πολιτισμική επαφή με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
Στο ανατολικό μέτωπο κύριος στόχος των Περσών και του Βυζαντίου υπήρξε η Αρμενία, χώρα με στρατηγική και εμπορική σημασία και πηγή προμήθειας στρατιωτών για το Βυζάντιο. Το 591 ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης Β' υπέγραψε ειρήνη με τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο. Ο Μαυρίκιος, έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα του στην Ανατολή, μετέφερε στρατεύματα στη Βαλκανική και έτσι στο τέλος του 6ου αιώνα τα σύνορα της αυτοκρατορίας έφθασαν και πάλι στον Δούναβη.
Οι επιτυχίες του Μαυρίκιου αποδείχθηκαν εφήμερες. Στα τέλη του 6ου αιώνα οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας οξύνθηκαν επικίνδυνα, ενώ οι συχνές περικοπές στρατιωτικών μισθών, οι οποίες υπαγορεύονταν από δημοσιονομικούς λόγους, δυσαρεστούσαν το στρατό και προκαλούσαν ανταρσίες και κινήματα. Μια στάση του στρατού σε συνδυασμό με εξέγερση των δήμων (δηλαδή των παρατάξεων του Ιπποδρόμου, κυριότερες από τις οποίες ήταν οι Πράσινοι και οι Βένετοι) που εκδηλώθηκε στην πρωτεύουσα, στοίχισε στον Μαυρίκιο τον θρόνο και τη ζωή του (602).
Η βασιλεία του Φωκά, που διαδέχθηκε τον Μαυρίκιο, υπήρξε περίοδος αναρχίας και μεγάλων στρατιωτικών αποτυχιών: ο δήμος των Πρασίνων, που αρχικά είχε συμπαρασταθεί στο Φωκά, στράφηκε αργότερα με φανατισμό εναντίον του. Αντίθετα, ο δήμος των Βενέτων τάχθηκε στην υπηρεσία της τυραννικής εξουσίας του. Την ίδια εποχή ο Πέρσης βασιλιάς εξαπέλυσε μακροχρόνιο πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου, με πρόσχημα τη δολοφονία του Μαυρικίου, από τον οποίο είχε ευεργετηθεί.
Υπό την πίεση των Αβάρων οι Λογγοβάρδοι ή Λομβαρδοί μετανάστευσαν και κατέκτησαν εύκολα μεγάλο μέρος της Ιταλίας (568). Η απώλεια των ιταλικών εδαφών, που είχαν ανακτηθεί με τεράστιες θυσίες από τον Ιουστινιανό, ήταν ένα οδυνηρό πλήγμα για την αυτοκρατορία. Για να περισώσει τις υπόλοιπες ιταλικές και βορειοαφρικανικές κτήσεις του, ο Μαυρίκιος ίδρυσε τα εξαρχάτα της Ραβένας και της Καρχηδόνας, στα οποία ο επικεφαλής έξαρχος συγκέντρωσε στο πρόσωπο του τόσο στρατιωτικές όσο και πολιτικές αρμοδιότητες.
Στις 3 Αυγούστου 881, στη μάχη του Saucourt en Vimeu, οι Φράγκοι κατανικούν τους Βίκινγκς.
Οι Βίκινγκς επιδρομείς συντρίβονται από τους άρχοντες της Δυτικής Φραγκίας, το βασιλιά Λουδοβίκο τον 3ο και τον αδερφό του (και μελλοντικό βασιλιά) Καρλομάγνο τον 2ο. Η μάχη αποτέλεσε ισχυρό ράπισμα στους Δανούς Βίκινγκς που επέδραμαν στα εδάφη της Φραγκίας από τρείς γενεές πριν, επί Καρόλου του «Φαλακρού» και είχαν υποστεί άλλη μια ήττα το προηγούμενο έτος στο Θιμεόν της Ανατολικής Φραγκίας (κοντά στο σημερινό Σαρλρουά). H Βόρεια Ευρώπη υπέφερε τα πάνδεινα από τις επιδρομές των Σκανδιναβών που ονομάζονταν “Βίκινγκ” ή “άνθρωποι του Βορρά”. Οργανωμένοι σε ομάδες και με πολεμικό πνεύμα σάλπαραν τα πλεούμενά τους, επιδράμοντας εναντίον χωριών και υποστατικών στη Βόρεια Ευρώπη από τα κράτη της Βαλτικής ως τη Γαλλία και την Αγγλία. Η παρουσία των Βίκινγκς εντοπίζεται πιο οργανωμένα μεταξύ του 790 και του 1100 περίπου, αλλά δεν αποτελούσαν ένα έθνος όπως το παρουσίαζαν οι πηγές της εποχής.
50 xρόνια μετά τις επιδρομές τους και τον τρόμο που έσπειραν στις ακτές της βορειοδυτικής Ευρώπης, οι Βίκινγκς στράφηκαν προς αναζήτηση αποικιών πιο ανοικτά στις θάλασσες. Χρησιμοποιώντας τα νησιά Faroe ως ορμητήριο, θα μπορούσαν να μειώσουν τους κινδύνους ενός συνεχούς ταξιδιού σε ανοικτό ωκεανό και να ανεφοδιάζονται καθώς διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Γύρω στα 830 ο ηγεμόνας τους Flóki Vilgerðarson φέρεται να πέρασε ένα παγωμένο χειμώνα στην Ισλανδία. Όμως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ επιχείρησαν πια το 874, με αρχηγό τον νορβητό Ingólf Arnarson.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες τα νησιά της Βρετανίας είδαν συχνές επιδρομές των ισλανδικής εγκατάστασης Βίκινγκς που στόχο είχαν αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν "landnám" (κατάκτηση της γης).
Η ισλανδική γη τούς ήταν γνώριμη: είχε ανάλογα φιορδ με αυτά της πατρίδας τους και ανάμεσα σε αυτά ήταν σε θέση να ιδρύσουν και να διατηρήσουν φάρμες με ζώα και αγροτικά προϊόντα για την επιβίωσή τους. Το εσωτερικό του νησιού έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο να κατοικηθεί,αφενός γιατί για μεγάλο μέρος του έτους ήταν παγωμένο, κι αφετέρου γιατί μαστιζόταν από ηφαιστειακές εκρήξεις.
Κατοίκησαν λοιπόν αραιά την Ισλανδία: το 1106 έφτασαν να διατηρούν 4,560 φάρμες, που εκπροσωπούσαν το ένα δέκατο του πληθυσμού της.
Αυτός ο τρόπος ζωής τούς έκανε ιδιαίτερα ανεξάρτητους και δυνατούς. Οι ισλανδικοί θρύλοι μιλούν για τους πρώτους εποικιστές του νησιού, που ήρθαν για να αποφύγουν τη σκληρότητα και αδικία του νορβηγού βασιλιά Harald Finehair.
Εδώ υπήρχαν μόνο τοπικοί ηγεμονίσκοι και γύρω στους 39 από αυτούς απλώθηκαν στα τέσσερα μέρη της Ισλανδίας και επέβαλαν τη νομοθεσία τους στο πρότυπο της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας και συγκαλώντας μικρές λαϊκές συνελεύσεις. Το σκηνικό αυτό περιγράφεται στο χρονικό "Landnámabók" του 13ου αιώνα.
Γύρω στον 12ο αιώνα η ισλανδική κοινωνία άρχισε να αλλάζει υπό την επιρροή του Χριστιανισμού, που έφτανε εκεί με ιεραποστόλους. Ο νορβηγός βασιλιάς Olaf Tryggvason και του ρήτορα/ιεροκήρυκά του Thorgeir Thorkelsson.
Οι κληρικοί και μερικές ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων σιγά σιγά συγκέντρωσαν εξουσία στα χέρια τους, με αποτέλεσμα η Ισλανδία να λειτουργεί ως μικρό βασίλειο. Οι δυο ισχυρότερες οικογένειες ήσαν οι Oddi και οι Sturlungar, εκ των οποίων οι δεύτεροι διατηρούσαν καλές σχέσεις με τον βασιλικό οίκο της Νορβηγίας.Κατά τη βασιλεία του Hákon Hákonarson (1217–63) η επιρροή της Νορβηγίας μεγάλωσε ανησυχητικά στο νησί, όπως φαίνεται και από το έργο του λογοτέχνη Snorri Sturluson.
OI θΡΥΛΟΙ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ
Ο ισλανδικός Orkneyinga Saga μιλά για την οικογένεια Orkney, που επιχείρησε να φτάσει ως την Αμερική.
Οι περίφημοι "οικογενειακοί θρύλοι" της Ισλανδίας (Íslendingasögur) μιλούν για τους πρώτους Βίκιγνκς που εποίκισαν το νησί. Ο θρύλος των Greenlanders αφηγείται την ιστορία της Freydís, της κόρης του Έρικ του Κόκκινου (που ανακάλυψε τη Γροιλανδία), που έφτασε, υποτίθεται, ως τη βόρεια Αμερική.
Ενα από τα πιο αξιομνημόνευτα γεγονότα στην Ιστορία της Δυτικής Χριστιανοσύνης συνέβη την ημέρα των Χριστουγέννων το 800 μ.Χ. Εκείνη την ημέρα, στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, ο γερμανός Κάρολοςστέφθηκε από τον πάπα Λέοντα τον ΙΙΙ αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους.
Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τη σημασία αυτής της πράξης, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι εκείνη την εποχή η Ιταλική Χερσόνησος ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε τρεις δυνάμεις: τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας (δηλ. αυτής που οι Δυτικοί αποκαλούν Βυζάντιο), το Παπικό Κράτος στην κεντρική Ιταλία και τους Λομβαρδούς, που αποτελούσαν τον πραγματικό εχθρό του Παπικού Κράτους από Βορρά και από Νότο.
Η πράξη της στέψης του Καρόλου ήταν τεχνικά αντισυνταγματική, εφόσον, παρά την προσποίηση ότι εκλέχθηκε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο (που δεν υπήρχε τότε) και από τον στρατό και τον λαό της Ρώμης (που δεν ρωτήθηκαν) ο Πάπας ούτως ή άλλως δεν είχε το δικαίωμα να στέψει κάποιον ως αυτοκράτορα.
Δεν είχε καμία σημασία ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν ένας Γερμανός ηγέτης μιας φυλής που οι πρόγονοί του την εποχή του Αυγούστου ίσως να μην είχαν ακούσει ούτε καν το όνομα της Ρώμης.
Ο Κάρολος επονομάστηκε Μέγας (Carolus Magnus), δηλαδή αποκλήθηκε Καρλομάγνος. Ο Καρλομάγνος δεν θεωρήθηκε διάδοχος του Ρωμύλου Αυγουστύλου, του τελευταίου αυτοκράτορα της Δύσης, που εκθρονίστηκε το 476 μ.Χ., αλλά του Κωνσταντίνου VI, που είχε εκθρονιστεί από την αυτοκράτειρα Ειρήνη το 797 μ.Χ. Αυτό θα συνεπαγόταν ότι οι Πάπες, αναγνωρίζοντας τους αυτοκράτορες της Ανατολικής Αυτοκρατορίας τους τελευταίους δύο αιώνες, αυτομάτως, με τη στέψη του Καρόλου, προσεταιρίζονταν τους σφετεριστές της εξουσίας.
Η ανάμειξη του Καρλομάγνου στα πράγματα της Ιταλίας χρονολογείται από το 774, όταν αυτός είχε καταλύσει το κράτος των Λογγοβάρδων. Με την επιτυχία αυτή το Φραγκικό Κράτος είχε ισχυροποιηθεί, υποσκελίζοντας τα παλαιότερα γερμανικά βασίλεια, και η εξουσία του Καρόλου αναβαθμίστηκε: έγινε μια ισχυρή βασιλεία, που εξουσίαζε ένα κράτος με πολλούς λαούς.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε αρχικά επιχειρήσει να προσεγγίσει διπλωματικά το νέο αντίπαλο της. Το 781 τελέστηκαν με κάθε επισημότητα οι αρραβώνες του Κωνσταντίνου ΣΤ' με τη Ροτρούδη, κόρη του Καρλομάγνου. Αλλά οι σχέσεις των δύο κρατών οδηγήθηκαν σε ρήξη και το συνοικέσιο τελικά ακυρώθηκε. Αργότερα, εσωτερικές διαμάχες ανάγκασαν τον πάπα Λέοντα Γ' να ζητήσει τη βοήθεια του Καρλομάγνου, υποσχόμενος να τον στέψει αυτοκράτορα.
Η δυναστεία που εγκαινίασε ο Κάρολος (δυναστεία των Καρολιδών) συνένωσε το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κόσμου της Δ. Ευρώπης (Γαλατία, Γερμανία και Ιταλία). Η διοικητική ενότητα του ετερογενούς αυτού κράτους άρχισε όμως να κλονίζεται, όταν εξέλιπε η επιβλητική προσωπικότητα του Καρόλου. Ο διάδοχος του τελευταίου, Λουδοβίκος ο Ευσεβής, διέπραξε λάθη που έπληξαν σοβαρά το κύρος της αυτοκρατορικής εξουσίας. Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου, το 840, οι τρεις γιοι του (Λουδοβίκος, Κάρολος Φαλακρός και Λοθάριος ) διένειμαν, με τη συνθήκη του Βερντέν (843), την κληρονομιά του. Ο πρώτος έλαβε τα εδάφη ανατολικά του Ρήνου, ο δεύτερος περιοχές της σημερινής Γαλλίας και ο τρίτος μια ζώνη που εκτεινόταν από το σημερινό Βέλγιο μέχρι την κεντρική Ιταλία. Οι τρεις αυτές εδαφικές ενότητες επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση σχηματισμού τριών από τα μεγαλύτερα κράτη της σύγχρονης Ευρώπης, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Στα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα οι διάδοχοι του Καρλομάγνου έθεταν τις βάσεις για την 'εν σπέρματι' διαμόρφωση εθνικών κρατών. Το πείραμα αυτό απέτυχε, για να επανεμφανιστεί ως τάση στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την πρώιμη Αναγέννηση.
Το πείραμα των διαδόχων του Καρόλου να ιδρύσουν εθνικά κράτη απέτυχε, για να επανεμφανιστεί ως τάση στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την πρώιμη Αναγέννηση. Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων.
Η Ειρήνη η Αθηναία έχει απασχολήσει πολλούς (ιστορικούς) και οι απόψεις για τη ζωή και το έργο της διαφέρουν πολύ από ιστορικό σε ιστορικό. Ακόμα και η καταγωγή της είναι ένα μυστήριο. Πολλοί την αποκαλούν Σαρανταπήχαινα, αλλά αυτό απορρίπτεται από τον R. Guilland , Patrices . Ο οποίος στηριζόμενος στο λέοντα γραμματικό και το Γεώργιο Κεδρηνό, υποστηρίζει ότι ο πατρίκιος Λέοντας Σαραντάπηχος ήταν ιουδαϊκής καταγωγής. Επίσης πολύ θεωρούν ότι η Ειρήνη ήταν συγγενής του μονομάχου Νικήτα. Όμως αυτός καταγόταν από την Παφλαγονία, ενώ η ειρήνη από την Αθήνα. Πολύ πιθανότερο λοιπόν είναι να υπάρχει κάποιος γάμος η μακρινή συγγένεια μεταξύ τους. Αυτό που προκαλεί αυτές τις υποψίες είναι ότι η Ειρήνη προσέλαβε τον Νικήτα και του απένειμε το τίτλο του πατρικίου και μετά από καιρό τον όρισε στρατηγό της Σικελίας.
Η Ειρήνη μέσα από τα μάτια του Θεοφάνη του ομολογητή και άλλων ιστορικών που αλληλοσυγκρούονται.
Οι πρώτοι που έγραψαν για την Ειρήνη ήταν ο Θεοφάνης και ο πατριάρχης Νικηφόρος. Ο αρραβώνας της με τον μέλλοντα αυτοκράτορα Λέοντα Δ’ τον Χαζάρο, γιο του Κωσταντίνου Ε’, έγινε στη εκκλησία της Θεοτόκου του Φάρου στις 3 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τους ίδιους η Ειρήνη στέφθηκε Αυγούστα στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και έπειτα παντρεύτηκε τον Λέοντα Δ’ στον ναό του Αγίου Στέφανου, στη Δάφνη. Κάτι που κατά τη Διονυσία Μισίου δεν βγάζει νόημα, καθώς οι γυναίκες των αυτοκρατόρων στέφονταν Αυγούστες ΑΦΟΥ έκαναν το πρώτο τους παιδί με τον αυτοκράτορα. Ακόμα ένα άλλο επιχείρημα της Δ. Μισίου είναι ότι πριν λίγο καιρό ο Κωνσταντίνος ο Ε’ είχε στέψει Αυγούστα μια από τις συζύγους του, την Ευδοκία. Άρα υπήρχε ήδη μια Αυγούστα και ήταν απίθανο να είχε πεθάνει η Ευδοκία έως τους γάμους της Ειρήνης, γιατί θα έπρεπε να μεσολαβήσει περίοδος πένθους. Άρα, με βάση αυτήν την πηγή, η χρονολόγηση της στέψης της Ειρήνης σε Αυγούστα τοποθετείται μετά από την αναγόρευση του γιού της Κωνσταντίνου Στ΄ σε συναυτοκράτορα, το Πάσχα του 776. Η ερευνήτρια υποθέτει ότι η Ειρήνη στέφθηκε τον Δεκέμβριο του 777, διότι οι τελετές στέψης γίνονταν τα Χριστούγεννα.
Τα κίνητρα του Κωνσταντίνου Ε’ για την επιλογή της Ειρήνης ως συζύγου του Λέοντα Δ’ είναι καλά κρυμμένα. Είναι πολύ περίεργο που ένας εικονομάχος αυτοκράτορας διάλεξε για νύφη του μια εικονόφιλη. Ίσως να ήθελε η οικογένεια της συζύγου του να βρίσκεται μακριά από τη πρωτεύουσα για να μην υπάρχουν περιπλοκές σχετικά με το θέμα της διαδοχής. Κάποιοι ακόμα λένε ότι μπορεί να έπαιξε κάποιο λόγο και η ομορφιά της. Αλλά, σύμφωνα με τη J. Herrin, ο Κωνσταντίνος Ε’ ήθελε να εξασφαλίσει την επιρροή του στη κεντρική Ελλάδα μέσω της Ειρήνης και της οικογένειάς της. Γνωστό όμως είναι ότι πριν από τον γάμο της με το γιό του, ο Κωνσταντίνος Ε’ ζήτησε από τη Ειρήνη να ορκιστεί ότι η ίδια δεν θα υπερασπιζόταν τη λατρεία των εικόνων.
Για την αρχική στάση της Ειρήνης δεν μπορούμε να αποβούμε σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού οι πηγές της εποχής δεν αναφέρονται στο ζήτημα αυτό. Συμφώνα όμως με τον Γεώργιο Κεδρηνό, ο Λέων Δ΄ ο Χαζάρος βρήκε στην κατοχή της ειρήνης δύο εικόνες. Αφότου διαπίστωσε ποιοι της τις προμήθευσαν, τους τιμώρησε. Την Ειρήνη τη επέπληξε και ύστερα την κατηγόρησε για καταπάτηση του όρκου που είχε δώσει στον πατέρα του και αρνήθηκε για το υπόλοιποι διάστημα της ζωής του να έχει συζυγικές σχέσεις μαζί της. Αυτό όμως δεν καταγράφηκε από ιστορικούς της εποχής αλλά από μεταγενέστερους, γεγονός που προβληματίζει τους ερευνητές. Η σχέση της Ειρήνης με τους εικονόφιλους αυλικούς δεν είναι βέβαιη. Όμως αυτή η υπόθεση θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντική από τον Λέοντα Δ’, που θεώρησε ότι αφορούσε την προσωπική του ασφάλεια και την ασφάλεια του οίκου του, εφόσον δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τη γυναίκα του. Λίγο μετά από τον Σεπτέμβριο του 780 ο Λέων Δ’ αφού νόσησε από έντονο πυρετό, πέθανε.
Η ορθότητα αυτού του γεγονός δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανολογείται ότι είναι γέννημα της φαντασίας των εικονολατρών, που έτρεφαν αρνητικά αισθήματα για τον Λέοντα Δ’. Όπως και να 'χει, οι συνθήκες θανάτου του αυτοκράτορα προκαλούν υποψίες. Αυτό γιατί ο αιφνίδιος αυτός θάνατος απάλλαξέ την Ειρήνη από την ανυπόφορη δυσμένεια όπου είχε περιπέσει και χάρισε ελευθερία στους οπαδούς της που παρέμεναν στο παλάτι. Γι'αυτόν ακριβώς το λόγο η Ειρήνη και οι υποστηρικτές της θεωρήθηκαν από πολλούς ύποπτοι για τον θάνατο του Λέοντα Δ’. Οι ιστορικοί Σπ. Λάμπρου και Μ. Μισίου συνδυάζουν τη δίωξη τω εικονολατρών αυλικών με τον αιφνίδιο θάνατο του Λέοντα Δ’ και συμπεραίνουν ότι ο θάνατος του αυτοκράτορα δεν ήταν φυσικός.
Μετά τον θάνατο του Λέοντα Δ’ τον θρόνο ανέλαβαν ο Κωνσταντίνος Στ’ και η μητέρα του. Η Ειρήνη άσκησε την εξουσία της ως επίτροπος, επειδή ο γιος της ήταν μόλις δέκα ετών. Σύμφωνα με το δίκαιο της εποχής η γυναίκα του αυτοκράτορα, όταν αυτός πέθαινε, οριζόταν επίτροπος των ανήλικων παιδιών της, με μόνη προϋπόθεση ότι δεν είχε ξαναπαντρευτεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκε γυναίκα στο βυζαντινό θρόνο. Όμως η Ειρήνη ήταν πιο επιδέξια απ' όλες τις προηγούμενες. Με το που πήρε την εξουσία φρόντισε να το γνωστοποιήσει εκδίδοντας νέα νομίσματα με την επιγραφή "Κωνσταντίνος βασιλεύς δεσπότης συν Ειρήνη αυγούστη μητρί αυτού", στη μπροστινή όψη. Ενώ στην οπίσθια όψη απεικονίζονταν οι προηγούμενοι αυτοκράτορες της ισαυρικής δυναστείας:με αυτόν τον τρόπο κατέστησε σαφή την παραμονή της Ισαυρικής Δυναστείας στον βυζαντινό θρόνο.
Δυο μήνες μετά η Ειρήνη κλήθηκε να αντιμετωπίσει το κίνημα που εκδηλώθηκε υπέρ του καίσαρα Νικηφόρου από στρατιωτικούς και αυλικούς αξιωματούχους. Τα ετεροθαλή αδέλφια του Λέοντα Δ’ εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους για τον θρόνο. Όμως η Ειρήνη κατάφερε να καταστείλει το κίνημα γρήγορα. Διέταξε τη σύλληψη των συνωμοτών, τους μαστίγωσε κι έπειτα τους εξόρισε σε διάφορους τόπους. Τιμώρησε επίσης και τα αδέλφια του Λέοντα Δ’, αναγκάζοντας τα να λάβουν το μοναχικό σχήμα και στη συνέχεια τους ταπείνωσε δημόσια, υποχρεώνοντάς τους να παρακολουθήσουν τη Χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας ως απλοί μοναχοί.
Έτσι τους απέκλεισε και από τον θρόνο, καθώς αφού έλαβαν το μοναχικό σχήμα δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν και να αποκτήσουν απογόνους (διεκδικητές του θρόνου). Όλα αυτά, ενώ εκείνη απολάμβανε μαζί με το γιο της βασιλικές τιμές. Σ' εκείνη τη λειτουργία η Ειρήνη, θέλοντας να αποσαφηνίσει τη θέση αυτής και του γιου της, επέστρεψε το στέμμα στην τράπεζα της εκκλησίας, αφού ενωρίτερα το αφαίρεσε από τον άντρα της. Η Ειρήνη, μάλλον για να προσεγγίσει τη οικογένεια του άντρα της , ζήτησε από τη πριγκίπισσα Ανθούσα να συμβασιλεύσουν. Αν και ήξερε ότι αυτή θα αρνούνταν, λόγω του ότι δεν ήταν φιλόδοξη και ότι ήθελε να ακολουθήσει τη μοναστική ζωή. Ακόμη, για να σταθεροποιήσει τη θέση της στα πρώτα χρόνια της βασιλείας, τοποθέτησε στο ναό της Αγίας Σοφίας μια επιγραφή, επιθυμώντας να διαδώσει το μήνυμα, ότι η βασίλεια της είχε δοθεί από το θεό και ότι πριν ακόμη τη γέννηση του Χριστού είχε προφητευθεί η βασιλεία της ίδια και του γιου της.
Η Ειρήνη, θέλοντας να ισχυροποιήσει τη θέση της στη Δύση, το έτος 782 έστειλε πρεσβεία το σακελλάριο Κωνσταην και το πριμηκήριο Μαμαλο, προκειμένου να ζητήσουν το χέρι της Ερυθρός κόρης του Καρλομάγνου, σε γάμο με τον Κωνσταντίνο. Ο Κάρολος αποδέχτηκε την πρόταση και ο γάμος αναβλήθηκε μέχρι να ενηλικιωθούν οι βασιλικοί γόνοι (όμως, ως παιδιά ακόμη, αρραβωνιαστήκανε, ώστε να επισφραγισθεί η συμφωνία).
ΟΙ Άραβες εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση και άρχισαν επιθέσεις στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντινού κράτους. Μετά από μια σειρά συμπλοκών υπογράφηκε συνθήκη με ταπεινωτικούς όρους για τους βυζαντινούς και η ειρήνη αναγκάστηκε να καταβάλει ετήσιο φόρο στους ανερχόταν στα 70.000-90.000 δηνάρια το χρόνο για τρία συνεχή χρόνια. Μετά τη υπογραφή της συνθήκης με τους Άραβες, η Ειρήνη στράφηκε το 783 εναντίον των Σέρβων , οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι μεταξύ Μακεδονίας και Πελοποννήσου. Οι βυζαντινοί νίκησαν με αρχηγό της εκστρατείας το Σταυράκιο. Ήταν μια επιπλέον στιγμή δόξας για τη ειρήνη. Το Μάιο του ίδιου έτους περιόδευσε με το Κωνσταντίνο Στ΄στη Θράκη σε ατμόσφαιρα πανηγυρική. Εκεί μετονόμασε μια πόλη με το όνομά της, Ειρηνούπολη, και την ανοικοδόμησε.
Η νίκη της εικονολατρίας / θεοκρατίας
Καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση της εικονολατρίας έπαιξε ο στενός συνεργάτης της Ειρήνης Τάρασιος, καθώς και άλλοι στενοί της εικονόφιλοι συνεργάτες. Η ενέργεια που οδήγησε στην ανατροπή της εικονομαχικής πολιτικής των Ισαύρων ήταν η πρόταση του πατριαρχη Παύλου για την αποκατάσταση της τάξης στη Χριστιανική Οικούμενη, σε διάλογο με την Ειρήνη. Έπειτα όμως αποσύρθηκε. Τη θέση του πήρε ο Τάρασιος ο πρωτοσκητής. Ο ίδιος διακρινόταν για τις εικονοφιλικές του διαθέσεις και ήταν έμπιστος της Ειρήνης. Επιπλέον, ήταν μετριοπαθής και πολύ καλός διπλωμάτης. Η οικουμενική σύνοδος συγκλήθηκε με τον έξης τρόπο: Υπήρχε άλλος ένας διεκδικητής του πατριαρχικού θρόνου, ο Σάββας. Έτσι η Ειρήνη θέλοντας να δείξει ότι επιλογή του πατριαρχη θα ήταν συλλογική απόφαση συγκάλεσε το λαό στο παλάτι της Μαγναύρας και τους πρότεινε να αποδεχτουν για πατριάρχη τον Τάρασιο. Ο Ταράσιος αρνήθηκε αρχικά και έπειτα δέχτηκε, με τον όρο να συγκληθεί η οικουμενική σύνοδος . Ο όρος αυτός του Ταρασιου στη πραγματικότητα ήταν επινόηση της Ειρήνης.
Η Ειρήνη όμως δεν υπολόγισε τις εικονομαχικές διαθέσεις των αυτοκρατορικών ταγμάτων, που ήταν πιστά στις αποφάσεις της συνόδου και αφού μπήκαν στο ναό των Αγίων Απόστολων, βάδισαν με απειλές ενάντιων των εικονόφιλων. Οι εικονομάχοι επίσκοποι υποστήριξαν τους κινηματίες κραυγάζοντας. Η Ειρήνη ήθελε να απαλλαγεί από όλες τις εικονομαχίες αντιλήψεις. Αρχικά έπεισε τα πειρατικά θέματα στη Θράκη να συνεργαστούν μαζί της. Έπειτα έστειλε την αυτοκρατορική φρουρά σε μια υποτιθέμενη εκστρατεία κατά των Αράβων. Έτσι τα πειρατικά θέματα μπήκαν ανενόχλητα στη πρωτεύουσα. Η Ειρήνη είχε την κατάσταση στα χέρια της. Ζήτησε από την αυτοκρατορική φρουρά να παραδώσει τα όπλα και τους διέταξε να επιστρέψουν στις γενέτειρές τους παίρνοντας τις οικογένειές τους. Έπειτα αναδιοργάνωσε τα τάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς, με ανθρώπους πιστούς σ' αυτήν.
Μετά από αυτό, τον Μάιο του 787, ανακοίνωσε τη νέα σύγκληση της συνόδου, με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας. Αυτή τη φορά κάλεσε όλους τους επίσκοπους να παρευρεθούν, μακριά δηλαδή από την Κωνσταντινούπολη. αυτό για να αποφευχθούν οι λαϊκές εξεγέρσεις. Η Νίκαια ήταν η καλύτερη επιλογή, γιατί εκεί είχε λάβει χώρα και η Α οικουμενική σύνοδος το 325, η οποία είχε καταδικάσει την αίρεση του Αρειανισμού. Η Ειρήνη ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι, όπως είχε καταδικαστεί τότε ο Αρειανισμός, έτσι θα καταδικαζόταν και τώρα η εικονομαχία ως αιρετική στάση. Μαλλον ήθελε να συγκριθεί ο γιος της ο Κωνσταντίνος Ε’ με τον Κωνσταντίνο Α’ και η ίδια με την Αγία Ελένη. Ακολούθησαν πολλές συνεδριάσεις των επισκόπων. Στη έβδομη διαβάστηκε και υπογράφηκε ο όρος πίστεως. Κατέστη πλέον σαφής η αποκατάσταση των εικόνων.
Όταν η Ειρήνη διαπίστωσε ότι ο Καρλομάγνος δεν υποστήριζε τη εξωτερική της πολιτική, έσπασε τους αρραβώνες των παιδιών τους. Τελικά πάντρεψε τον γιο της, παρά τη θέλησή του, με τη Μαρία της Αμνίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό της εποχής Ιωάννη Ζωναρά,ο Κωνσταντίνος δεν θα μπορούσε να έχει τη στήριξη της οικογένειας της συζύγου του στις πολιτικές υποθέσεις του Βυζαντίου. Γιατί η Μαρία, αν και ήταν από αριστοκρατική οικογένεια, δεν είχε ισχυρούς συγγενείς στην Κωνσταντινούπολη. Η τέλεση αυτού του γάμου αποτέλεσε την απαρχή μια σειράς διενέξεων ανάμεσα στη μητέρα και τον γιο. Το 790 οι σύμβουλοί της παρώτρυναν την Ειρήνη να παραμείνει στην εξουσία με τον ισχυρισμό οτι η παραμονή της είχε προκαθοριστεί από τον Θεό. Ο Κωνσταντίνος, νιώθοντας τελείως παρααγκωνισμένος από την εξουσία, και σε συνεννόηση με τους πατρίκιους Θεόδωρο Καμουλιανό και Δαμιανό και τον μάγιστρο Πέτρο, προσπάθησε να εξορίσει τον προσωρινά βασιλεύοντα Σταυράκιο, έτσι ώστε να βασιλεύει αυτός με τη μητέρα του,όμως ο Σταυράκιος το κατάλαβε και το κάρφωσε στη Ειρήνη. Οι συνωμότες τιμωρήθηκαν και εξορίστηκαν, ενώ ο Κωνσταντίνος υπέστη σφοδρή επίπληξη και προφυλακίστηκε. Έπειτα η Ειρήνη, δυσαρεστημένη από όσα είχαν γίνει, διέταξε τον στρατό να ορκιστεί ότι θα αναγνώριζε αυτήν και μόνο αυτήν ως αυτοκράτειρα μέχρι τον θάνατό της. Ο στρατός όμως αρνήθηκε γιατί ήθελε τον Κωνσταντίνο Στ΄ ως συμβασιλέα. Οι στρατιώτες του θέματος των Αρμενιακών αφού ανέτρεψαν τους στρατηγούς τους όρισαν καινούργιο στρατηγό τον Αλέξιο Μουσελέ και ανακήρυξαν το Κωνσταντίνο Στ’ μοναδικό αυτοκράτορα. Όταν ο Κωνσταντίνος αποφυλακίστηκε με πραξικόπημα και ανέλαβε τη εξουσία, συμπεριφέρθηκε με επιείκεια στη μητέρα του, την οποία περιόρισε στο παλάτι. Μάλιστα, στις 15 Ιανουαρίου του έτους 792, αναγόρευσε τη μητέρα του συναυτοκράτειρα, κατόπιν παρακλήσεως της ίδιας και πολλών άλλων αξιωματούχων.
Με βάση τον χρονικογράφο Θεοφάνη, το θέμα των Αρμενιακών είχε εξαρχής ως στόχο του να αναγορεύσει σε συναυτοκράτορα τον Αλέξιο Μουσελέμ. Όταν το έμαθε ο Κωνσταντίνος, κάλεσε τον Μουσελεμ στη Κωνσταντινούπολη και, αφού πρώτα τον τίμησε με τον τίτλο του πατρικίου, τον τιμώρησε με ξυλοδαρμό και κούρεμα και τον φυλάκισε στο πραιτώριο. Μέσα στην ίδια χρονιά μια ακόμη συνωμοσία υποκινήθηκε από τον καίσαρα Νικηφόρο, ετεροθαλή αδελφό του Κωνσταντίνου, ο οποίος την κατέστειλε, συνέλαβε και τύφλωσε τον Νικηφόρο και έκοψε τις γλώσσες των αδελφών του.
Η Ειρήνη και ο Σταυράκιος (που στο μεταξύ είχε επανέλθει από την εξορία) εισηγήθηκαν στον Κωνσταντίνο Στ’ και πέτυχαν την τύφλωση του Αλέξιου Μουσελίμ, με το πρόσχημα ότι εποφθαλμιούσε τον θρόνο.Ο Κωνσταντίνος, τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, χώρισε από τη γυναίκα του Μαρία, με τη οποία είχε αποκτήσει ήδη δυο κόρες, την Ειρήνη και την Ευφροσύνη. Τον Αύγουστο έστεψε Αυγούστα τη νέα ερωμένη του, τη Θεοδότη. Αυτόν τον τίτλο η Θεοδότη θα τον μοιραζόταν με την Ειρήνη την Αθηναία. Ο Κωνσταντίνος Στ’ θεωρήθηκε μοιχός, καθότι η πράξη αυτή αντέβαινε το κανονικό δίκαιο, και βρέθηκε αντιμέτωπος με γενική αποδοκιμασία. Μάταια προσπάθησε να διαδώσει ότι η Μαρία είχε τάχα αποπειραθεί να τον δηλητηριάσει. Η μητέρα του, ενώ αρχικά είχε συναινέσει στον δεύτερο γάμο του, αργότερα πήρε το μέρος των επικριτών του. Τον Ιούλιο του 796 ο Κωνσταντίνος με τη βοήθεια της Ειρήνης και του πατριάρχη Ταρασιου οργάνωσαν μια γιορτή κατά τη διάρκειας της οποίας επιστέφονταν τα λείψανα της αγίας Ευθυμίας, τα οποία υποτίθεται πως με θαυματουργό τρόπο ανακαλύφθηκαν από ένα περαστικό πλοίο.
Τον Σεπτέμβριο η Ειρήνη και ο γιος της πήγαν για διακοπές στα λουτρά της Προύσας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε όμως στην Κωνσταντινούπολη για τη γέννηση του γιου του Λέοντα, αφήνοντας την Ειρήνη μόνη της. Κι αυτή, σύμφωνα με το Θεοφάνη, δωροδόκησε τους διοικητές των ταγμάτων και τους αυλικούς αξιωματούχους που βρίσκονταν εκεί μαζί της. Έτσι, όταν ο Κωνσταντίνος έκανε εκστρατεία κατά των Αράβων, η Ειρήνη και ο Σταυράκιος, φοβούμενοι μια πιθανή νίκη του Κωνσταντίνου Στ’, υπονόμευσαν την εκστρατεία. Ο θάνατος του γιου του την 1η Μαΐου βύθισε τον Κωνσταντίνο Στ’ σε θλίψη. Η Ειρήνη το θεώρησε κατάλληλη στιγμή για να στραφεί εναντίον του. Έτσι, στις 17 Ιουλίου του 797, αφού τελείωσαν οι ιππικοί αγώνες, άνδρες των ταγμάτων επιχείρησαν να συλλάβουν τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τη συνομωσία και προσπάθησε με το χελανδιό του να περάσει τις πύλες της Βιθυνίας. Στόχος του, να προσφύγει στο θέμα των Ανατολικών, ενώ ταυτόχρονα συνοδευόταν χωρίς να το γνωρίζει από φίλους της μητέρας του, που τον οδήγησαν στην ποινή της τύφλωσης: έτσι η Ειρήνη τιμώρησε τον γιο της για τον παραγκωνισμό της ίδιας και την αμαύρωση του κύρους της.
Η ποινή της τύφλωσης θεωρούνταν ήπια σε σχέση με την καταδίκη σε θάνατο και ήταν ένας συνηθισμένος τρόπος εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Ο Θεοφάνης αποδοκιμάζει αυτό το γεγονός στο έργο του. Υπήρξαν όμως και κάποιοι που ερμήνευσαν την τύφλωση του Κωνσταντίνου ως δίκαιη τιμωρία για τη μοιχεία που διέπραξε, όπως ο Θεόδωρος Στουδίτης.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μοναχό, η Ειρήνη δεν διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην τύφλωση του γιου της. Πιο αντικειμενική άποψη όμως έχουν ο Γεώργιος Κεδρηνός και ο Ιωάννης Ζωναράς, οι οποίοι θεωρούν την Ειρήνη υπεύθυνη, όχι μονο για την τύφλωση αλλά και για τον θάνατο του γιου της. Τι απέγινε μετά την τύφλωσή του ο Κωνσταντίνος Στ’ είναι γεγονός αμφιλεγόμενο. Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Γενέσιο, πέθανε αμέσως σχεδόν μετά την τύφλωση του. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζωναρά και το Γεώργιο Κεδρηνό, ζούσε ακόμη επί της βασιλείας του Νικηφόρου Α’. Ακόμα ο J. Bury υποστηρίζει ότι πέθανε στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Β’, ενώ ο Ε. Βrooks τοποθετεί τον θάνατό του πριν από την άνοδο στον θρόνο του Μιχαήλ Β.
Η Ειρήνη ήταν πλέον μονοκράτειρα του Βυζαντινού κράτους. Κυκλοφόρησε χρυσά νομίσματα, όπου απεικονιζόταν το πορτραίτο της δύο φορές. Σε αυτό κρατούσε ένα σκήπτρο που έφερε το σχήμα του σταυρού και μα ένσταυρη σφαίρα. Εκτός από αυτά η Ειρήνη εξέδωσε δύο Νεαρές με τον τίτλο Πιστός Βασιλεύς. Ήταν η μόνη γυναίκα που πήρε τον τίτλο αυτόν στην Ιστορία.
Η Ειρήνη ήρθε αντιμέτωπη με δυο απόπειρες ανατροπής της από τους γιους του Κωνσταντίνου Ε’. Την ανατροπή της Ειρήνης φαίνεται ότι υποστήριξε και ένα τμήμα του λαού. Η Ειρήνη ήθελε να προλάβει πιθανές αντιδράσεις και επέδειξε την αφοσίωση που οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης προσδοκούσαν από το πρόσωπό της. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα διέσχισε την πόλη ανεβασμένη σε άρμα επίχρυσο με άσπρα άλογα μοιράζοντας χρήματα στο πλήθος. Οι δύο στενοί της συνεργάτες Σταυράκιος και Αέτιος βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση, προσπαθώντας να ασκήσουν επιρροή στο κυβερνητικό της έργο. Στην πραγματικότητα προόριζαν για τον θρόνο κάποιον από τους συγγενείς τους, μετά τον θάνατο της Ειρήνης. Μια βαριά ασθένεια της Ειρήνης το 799 που την απείλησε και με θάνατο, έφερε τη σύγκρουση αυτή στο απόγειό της. Ο Αέτιος πληροφόρησε την Ειρήνη ότι ο Σταυράκιος επιθυμούσε την εξουσία και η Ειρήνη κατηγόρησε τον Σταυράκιο ως ταραχοποιό. Αυτός όμως τη έπεισε ότι επρόκειτο για συκοφαντίες. Ο Σταυράκιος όμως δεν πτοήθηκε και άρχισε τη προετοιμασία ενός πραξικοπήματος. Όταν υπέπεσε αυτό στη αντίληψη της Ειρήνης, εξέφρασε τη επιθυμία της το στράτευμα να μην συναναστρέφεται τον Σταυράκιο. Ο Σταυράκιος όμως νόσησε και πέθανε και οι στασιαστές συνελήφθησαν και υπέστησαν τιμωρίες και εξορία. Τον Μάρτιο του 800 η Ειρήνη για να αυξήσει τη δημοτικότητα της χάρισε στον λαό της Κωνσταντινούπολης τους πολιτικούς φόρους και παραχώρησε φορολογική ατέλεια στην Άβυδο.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 800 ο Κάρολος στέφθηκε από τον πάπα Λέοντα Γ Αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Για τον πάπα η Ειρήνη δεν ήταν αυτοκράτειρα λόγω του φύλου της και ο βυζαντινός θρόνος γι'αυτόν θεωρούνταν κενός μετά τον Κωνσταντίνο Στ’. Αντίστοιχα, για τους βυζαντινούς η στέψη του Καρόλου ήταν παράνομη, αφού ο πάπας δεν ήταν νομικά σε θέση να στέφει κάποιον αυτοκράτορα. Η αναγνώριση της στέψης του Καρλομάγνου από τους βυζαντινούς έγινε το 812 λόγω μιας συνθήκης που υπογράφηκε από τον Μιχαήλ Α’ και τον Κάρολο. Ακόμα και τότε όμως, οι βυζαντινοί αναγνώρισαν τον Κάρολο αυτοκράτορα των Γερμανών μόνο, και όχι αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ο Κάρολος σκεφτόταν να επιτεθεί ενάντιον της Σικελίας, αλλ'αντί για αυτό έκανε πρόταση γάμου στην Ειρήνη. Οι απεσταλμένοι έφτασαν το 802 στην Κωνσταντινούπολη. Απώτερος στόχος, σύμφωνα με τον Θεοφάνη, ήταν μέσω της Ειρήνης να αναγνωριστεί ο τίτλος του από τους βυζαντινούς. Ακόμα, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν βέβαιο πως η Ειρήνη θα αποδεχόταν τον γάμο. Όμως, ο Κάρολος έπεσε έξω.
Η Ειρήνη βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, οι επαφές της με τον Κάρολο είχαν δυσαρεστήσει τους αξιωματούχους του βυζαντινού κράτους. Ακόμα ο Άετιος είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη εξουσία. Όταν ο Άετιος απουσίαζε για ένα χρονικό διάστημα, λόγω της επιθυμίας του να αναλάβει τη διοίκηση των ανατολικών θεμάτων, οι αντίπαλοι της Ειρήνης είχαν πάρει την κατάσταση στα χέρια τους. Συγκεκριμένα. Ο πατρίκιος λογοθέτης Νικηφόρος τον Οκτώβριο του 802 με τη δικαιολογία ότι στόχευε στη υπεράσπιση της Ειρήνης από τα φιλόδοξα σχέδια του Αετίου, την έδιωξε από τον βυζαντινό θρόνο και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία. Έπειτα ανήγγειλε σε όλη τη πόλη τα νέα. Παράλληλα με αυτό κάποιοι άντρες του Νικηφόρου φρουρούσαν το παλάτι όπου βρισκόταν παραγκωνισμένη η Ειρήνη. Αργότερα ο Νικηφόρος απομάκρυνε τη Ειρήνη στην Πρίγκιπο, στη δομή που είχε η ίδια οικοδομήσει, και ύστερα στη Λέσβο. Αυτό, γιατί μετά την αναίρεση των φοροαπαλλαγών που είχε παραχωρήσει η Ειρήνη, φοβήθηκε μήπως ο λαός ζητήσει την Ειρήνη πίσω. Ακόμα, αφαίρεσε από τον Αέτιο το αξίωμα του στρατηγού. Η Ειρήνη πέθανε στη Λέσβο οκτώ μήνες αργότερα, στις 9 Αυγούστου του 803. Η ανακήρυξή της σε Αγία έγινε λόγω της αποκατάστασης των εικόνων. Ωστόσο το γεγονός της τύφλωσης του γιου της αμαυρώνει την αγιότητα της Ειρήνης και κατά τον w. Treadgold αυτός είναι και ο λόγος που η Ειρήνη μνημονεύεται πολύ σύντομα στα Συναξάρια.
Ας πάμε όμως να δούμε τις εξελίξεις στα εδάφη των Φράγκων. Η νότια Γαλατία παρέμενε μεθοριακή περιοχή και ταλανιζόταν από τις μουσουλμανικές επιδρομές. Ο Λουδοβίκος o Eυσεβής ήταν σαράντα ετών όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο. Το 816 δέχτηκε το αυτοκρατορικό στέμμα από τον πάπα, ανατρέποντας την πολιτική που είχε εφαρμόσει ο πατέρας του το 802, όταν στέφθηκε μόνος του αυτοκράτορας.
Το 817 εξέδωσε το Ordinatio Imperii («Διευθέτηση της αυτοκρατορίας») με το οποίο διαίρεσε την επικράτειά του σε τρία βασίλεια για τους ισάριθμους γιους του, που η ηλικία τους κυμαινόταν από τα έντεκα ως τα είκοσι δύο, αλλά κράτησε τον αυτοκρατορικό τίτλο αποκλειστικά για τον πρωτότοκο. Το 823 όμως, η Ιουδήθ, δεύτερη σύζυγος του Λουδοβίκου, γέννησε έναν γιο, τον Κάρολο τον Φαλακρό, και προσπάθησε να συμπεριληφθεί κι αυτός στη διανομή. Το 829 οι μεγαλύτεροι γιοι τέθηκαν επικεφαλής ενός συνασπισμού δυσαρεστημένων αρχόντων, και το 833 εκθρόνισαν με συνοπτικές διαδικασίες τον Λουδοβίκο και εξόρισαν τη μητριά τους.
Το 840, όταν πέθανε ο γηραιός βασιλιάς, το βασίλειό του διαιρέθηκε στα τρία (στο μεταξύ, ο ένας από τους μεγαλύτερους γιους είχε πεθάνει), αλλά το 842 ο Κάρολος και ο μικρότερος από τους ετεροθαλείς αδελφούς του Λουδοβίκος συμμάχησαν κατά του Λοθαρίου, του πρωτότοκου. Το 843, με τη συνθήκη του Βερντέν, ανάγκασαν τον Λοθάριο να αποδεχτεί τις γενικές αρχές ενός μόνιμου διακανονισμού.
Ο Λουδοβίκος πήρε το μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας, ενώ ο Κάρολος το μεγαλύτερο μέρος της Γαλλίας και ο Λοθάριος το Μέσο Βασίλειο. Σ' αυτό συμπεριλαμβάνονταν οι Κάτω Χώρες, η Βουργουνδία, η Ιταλία προς τα νότια ως τη Ρώμη, καθώς και ο αυτοκρατορικός τίτλος. Το 855 το βασίλειο του Λοθαρίου διαιρέθηκε και αυτό στα τρία. Το βόρειο τμήμα, που συμπίπτει με τη βορειοδυτική Γερμανία και τις νότιες Κάτω Χώρες ανατολικά του ποταμού Σκάλδη (Εσκώ), δόθηκε στον Λοθάριο Β'. Μετά το θάνατό του, το 870, ονομάστηκε Λοθαριγγία και το μοιράστηκαν οι θείοι του.
Η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου επανενώθηκε προσωρινά (875-877) από τον Κάρολο τον Φαλακρό, και αργότερα από τον γιο του Λουδοβίκου του Γερμανικού, τον Κάρολο Γ' τον Παχύ, που μέχρι το 882 είχε ήδη διαδεχτεί τους αδελφούς του στη Γερμανία και τη Λοθαριγγία και μέχρι το 884 τους εξαδέλφους του στη Γαλλία. Η αδυναμία του Καρόλου του Παχέος να προστατεύσει το βασίλειό του από τους Σκανδιναβούς ανάγκασε τους Φράγκους άρχοντες να τον εκθρονίσουν το 888.
Στη διάρκεια του 9ου αιώνα και στις αρχές του 10ου ιδρύθηκαν τα μεγαλύτερα φραγκικά πριγκιπάτα. Τα δουκάτα της Βουργουνδίας και της Ακουιτανίας προέκυψαν από πολιτικά μορφώματα της μεροβίγγειας περιόδου, ενώ η Φλάνδρα, και αργότερα η Νορμανδία και η Βρετάνη, ήταν κομητείες που αρχικά είχαν ιδρυθεί σε καρολίγγειες μεθοριακές χωροδεσποτείες.
Στο ανατολικό φραγκικό βασίλειο, διάδοχος του Καρόλου του Παχέος ήταν ο ανιψιός του Αρνούλφος, που παρέμεινε στο θρόνο μέχρι το θάνατό του, το 889. Ο Αρνούλφος ήταν ο τελευταίος Καρολίγγειος ηγεμόνας που στέφθηκε αυτοκράτορας. Ήταν ικανός στρατιωτικός ηγέτης και είχε στο ενεργητικό του περισσότερες επιτυχημένες αποκρούσεις εισβολέων απ' ό,τι άλλοι σύγχρονοί του βασιλιάδες. Το 891 νίκησε τους Σκανδιναβούς στη μάχη του ποταμού Ντίλε στο κεντρικό Βέλγιο. Ο γιος και διάδοχός του Λουδοβίκος ο Παις, ο τελευταίος Καρολίγγειος βασιλιάς της Γερμανίας, πέθανε άκληρος το 911.
H γερμανική μοναρχία παρέμεινε ισχυρή παρά τον τερματισμό της καρολίγγειας γραμμής. Το «Μέσο Βασίλειο» ήταν ένα τεχνητό μόρφωμα. Οι βασιλιάδες παγιδεύτηκαν στις πολιτικές έριδες του πάπα στη Ρώμη. Ο ποντίφηκας αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα στην Ιταλία· ο πάπας Ιωάννης Η' σκοτώθηκε το 882, σε μια μάχη με μουσουλμάνους εισβολείς. Οι αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις που ασκούνταν από παντού στη δυτική Ευρώπη επιτάχυναν τη διάλυση της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας, αλλά οι συνέπειες των νέων εισβολών ήταν πιο οδυνηρές στη Δύση.
Όπως αναφέραμε, η μουσουλμανική παρουσία γινόταν όλο και πιο έντονη στη Μεσόγειο. Η Σικελία και τμήματα της νότιας Ιταλίας είχαν καταληφθεί, ενώ ιδιαίτερα ολέθριες ήταν οι επιδρομές στα μεσογειακά παράλια της Γαλλίας. Το ορμητήριο των μουσουλμάνων πειρατών στο Φραξινέτουμ καταστράφηκε τελικά μόλις το 972. Ακόμα και ύστερα από μια δεκαετία, το 982, ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Β' υπέστη συντριπτική ήττα από τους μουσουλμάνους.
Οι Μαγυάροι ήταν Ασιάτες νομάδες που τον 5ο αιώνα είχαν διεισδύσει στη νότια Ρωσία, αλλά τον 9ο αιώνα οι Πετσενέγκοι τους ανάγκασαν να μετακινηθούν προς τα δυτικά. Στη συνέχεια οι Βούλγαροι τους απώθησαν προς τα βορειοδυτικά στην Ουγγαρία. Από εκεί οι Μαγυάροι άρχισαν το 899 να εξαπολύουν επιδρομές στη βόρεια Ιταλία, φτάνοντας μάλιστα προς τα δυτικά μέχρι τη Βουργουνδία. Μετά την ήττα τους στον ποταμό Λεχ από τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Α' το 955, αποσύρθηκαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ουγγαρία. Ήταν αμείλικτοι εισβολείς, αλλά άφησαν ελάχιστα ίχνη ή εποίκους στη Δύση.
Δεν ισχύει το ίδιο και για τους Σκανδιναβούς, το τελευταίο κύμα των γερμανών μεταναστών. Οι Σκανδιναβοί είχαν αναπτύξει τη γεωργία και είχαν εγκατασταθεί σε μόνιμους οικισμούς, αλλά οι ηγεμόνες τους ανήκαν σε μια πολεμική ελίτ. Όπως ακριβώς και οι Γερμανοί που διείσδυσαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 3ο ως τον 5ο αιώνα, έτσι και οι Βίκινγκς διακρίνονταν για την κινητικότητά τους, ενώ το γεγονός ότι ενεργούσαν τις επιθέσεις τους δια θαλάσσης καθιστούσε πολύ δύσκολη την άμυνα εναντίον τους. Από το 793, όταν πρωτοεμφανίστηκαν ανοιχτά των αγγλικών ακτών, μέχρι τον 10ο αιώνα αντιπροσώπευαν μια συνεχή απειλή.
Διακρίνουμε διάφορες σκανδιναβικές εθνικές ομάδες. Οι Σουηδοί είχαν ιδρύσει το πριγκιπάτο του Κιέβου στη Ρωσία, ενώ οι Δανοί ενεργούσαν επιθέσεις στην Αγγλία και την ανατολική Σκοτία. Οι Νορβηγοί έπληξαν την Ισλανδία, την Ιρλανδία, την Ουαλία και τη δυτική Σκοτία. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι Νορβηγοί επέδραμαν στη Βρετάνη και κατά μήκος του Λίγηρα, ενώ οι Δανοί συγκέντρωσαν την προσοχή τους στις Κάτω Χώρες και κατά μήκος των ποταμών Σηκουάνα και Σομ.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, ένα δεύτερο κύμα Σκανδιναβών κινήθηκε προς τα δυτικά. Η ομάδα αυτή δεν έπληξε την ευρωπαϊκή ενδοχώρα, αλλά επιτέθηκε στην Αγγλία, με τη βοήθεια του διόλου ευκαταφρόνητου σκανδιναβικού πληθυσμού που βρισκόταν εγκατεστημένος εκεί, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Γροιλανδία και, γύρω στο 1000, έφτασαν στην ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής.
Η πιο μόνιμη υπερπόντια σκανδιναβική εγκατάσταση στην οποία οι μετανάστες δεν αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό πραγματοποιήθηκε στην Ισλανδία. Από τα τέλη του 9ου αιώνα, νορβηγοί έποικοι εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Ισλανδίας. Μέχρι το 930 είχαν καθιερώσει μια γενική συνέλευση (Althing). Η Ισλανδία ήταν ένας ιδιαίτερα βίαιος τόπος, όπου εξακολουθούσε να ισχύει ο νόμος της αντεκδίκησης. Η ελευθερία που απολάμβανε ο πληθυσμός δεν δηλώνει παρά τη γενική απροθυμία αποδοχής της υποταγής στην κοινότητα.
Η ατμόσφαιρα στην Ισλανδία αναπαριστάται με ώμο ρεαλισμό στα αρχαία σκανδιναβικά έπη, τα περισσότερα από τα οποία είχαν γραφτεί εκεί. Η Παλαιά Έδδα, γραμμένη σε στίχους, που ίσως ανάγεται στον 8ο αιώνα, περιέχει είκοσι επτά άσματα για θεούς και ήρωες, και οι ηρωικές εξιστορήσεις συνδυάζονται με στοιχεία θρησκευτικής μυθολογίας.
Άλλα έπη, όπως η Σάγκα του Βόλσουνγκ, η πληρέστερη πηγή μας για τους γερμανικούς θεούς της πρώιμης εποχής, δεν είναι παρά καθαρή μυθολογία. Στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα, οι πιο σύντομες εξιστορήσεις για βασιλιάδες συνδυάζονται σε μακροσκελή έπη και χρονικά, όπου μερικές φορές είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα ιστορικά γεγονότα από τον ποιητικό εξωραϊσμό.
Ορισμένα έπη έχουν καθαρά ιστορικό χαρακτήρα. Η Σάγκα του Έγκιλ εξιστορεί τις περιπέτειες του Έγκιλ Σκαλλαγκρίμσον, ενός ποιητή του 10ου αιώνα που πέρασε τη ζωή του πολεμώντας τη Νορβηγία μετά τη δολοφονία του θείου του από τον βασιλιά Χαράλδο.
Ο σημαντικότερος Ισλανδός λόγιος ήταν ο Σνόρι Στέρλεσον, που γεννήθηκε το 1179 και δολοφονήθηκε το 1241 σε μια από τις αιματηρές οικογενειακές βεντέτες που σπάρασσαν την ισλανδική αριστοκρατία. Το έργο του είναι δεξιοτεχνικό και ο στόχος του δεν ήταν απλώς φιλολογικός: ο Στέρλεσον φιλοδοξούσε να διδάξει και άλλους ποιητές, ιδίως στην Πεζή Έδδα του, ένα απάνθισμα μύθων που συνδυάζεται με μια διδακτική πραγματεία για την τέχνη της σκαλδικής ποίησης.
Στο Ουράνιο στερέωμα του κόσμου (Heimskringla) περιγράφονται, σε πεζό λόγο, τα κατορθώματα των Νορβηγών βασιλιάδων· το ένα τρίτο του κειμένου αφιερώνεται στα επιτεύγματα του Όλαφ Β' του Παχέος (1015-1028), του πολεμιστή βασιλιά που επέβαλε τον χριστιανισμό στους απρόθυμους ευγενείς του. Ο Όλαφ, που το 1028 εξορίστηκε και δύο χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε μια μάταιη προσπάθεια να επανακτήσει το βασίλειό του, ανακηρύχθηκε άγιος.
Η εντυπωσιακή επιτυχία που σημείωσαν οι επιδρομές των Βίκινγκς στην Ευρώπη αποδίδεται μερικές φορές στις εμφύλιες συρράξεις των απογόνων του Καρλομάγνου, αλλά η εξήγηση αυτή δεν είναι πλήρης. Κανένας ηγεμόνας μιας μεγάλης επικράτειας δεν μπορούσε να είναι παρών σε πολλά μέρη ταυτόχρονα.
Η τοπογραφία της βορειοδυτικής Ευρώπης, διάστικτης από ποταμούς τους οποίους εύκολα μπορούσαν να αναπλεύσουν τα πλοιάρια των Βίκινγκς, καθώς και η στάθμη του νερού, που τον 9ο αιώνα ήταν πολύ υψηλότερη απ' ό,τι τον 11ο, σήμαιναν ότι η περιοχή ήταν εύκολος στόχος για ναυτικές επιθέσεις.
Οι συνέπειες των πρώτων επιδρομών δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές και μόνιμες, επειδή οι Βίκινγκς χτυπούσαν, άρπαζαν και έφευγαν. Αυτή όμως η πρακτική τροποποιήθηκε από τη δεκαετία του 840, όταν οι Δανοί λεηλάτησαν τη Ρουένη και το Παρίσι και, λίγο αργότερα, άρχισαν να παραχειμάζουν εκεί.
Ύστερα ξεκίνησαν τις σχεδιασμένες επιθέσεις τους σε μεγάλα αστικά κέντρα, αφήνοντας μικρές δυνάμεις να φυλάνε τις κατακτημένες περιοχές ενώ ο κύριος όγκος του στρατού μετακινούνταν προς την ενδοχώρα.
Ιδιαίτερα μεγάλες ήταν οι καταστροφές κατά τη δεκαετία του 880 στις περιοχές που βρέχονταν από τη Βόρεια Θάλασσα, όπου πολλοί οικισμοί ερειπώθηκαν και μετά έμειναν εγκαταλελειμμένοι επί μία γενιά.
Μετά τη δεκαετία του 880, οι Σκανδιναβοί παρέμειναν πιο νότια, όπου βαθμιαία κατέλαβαν την περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας που από τις αρχές του 11ου αιώνα θα αποκαλούνταν Νορμανδία (χώρα των ανθρώπων του Βορρά).
Ο βασιλιάς Όφφας της Μερκίας (757-796) στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο «βασιλιάς των Άγγλων». Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για την εσωτερική του διοίκηση, αυτός και ο Καρλομάγνος είχαν συνάψει μια εμπορική συμφωνία και επίσης είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο να γίνουν σύμμαχοι διαμέσου ενός γάμου.
Η Τάφρος του Όφφα, που έγινε το σύνορο της Μερκίας με τους Κέλτες στην Ουαλία, αποτελούνταν από ένα όρυγμα και ένα ανάχωμα ύψους 8 περίπου μέτρων, ενισχυμένο με ξύλινους πασσάλους, και προφανώς η συντήρησή της απαιτούσε πολλούς άνδρες και υψηλές δαπάνες. Ο Όφφας εξέδωσε έναν νομικό κώδικα που δεν σώζεται. Αν και οι διάδοχοί του κατέπνιξαν τις εξεγέρσεις στο Κεντ και την Ανατολική Αγγλία, που τότε ήταν μικρά μερκιανά βασίλεια, η Μερκιανή αυτοκρατορία σύντομα κατέρρευσε.
* Σκαλδική ποίηση: οι ηρωικές συνθέσεις των αρχαίων Σκανδιναβών ραψωδών.
Ο Εγβέρτος του Ουέσσεξ (802-839), που στα νιάτα του εξορίστηκε από την πατρίδα του, κατέφυγε πρώτα στον Όφφα και μετά στη φραγκική αυλή. Το 802 αναγορεύτηκε βασιλιάς και στράφηκε κατά των Μερκιανών. Το 825 τους νίκησε στο Έλλενταν, ενώ το 829 είχε ήδη υποτάξει το Κεντ και την Ανατολική Αγγλία, αναγκάζοντας τους βασιλιάδες της Μερκίας και της Νορθουμβρίας να αποδεχτούν την επικυριαρχία του.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Εγβέρτου, οι Δανοί αποτελούσαν πια σοβαρή απειλή. Το 855 ξεχειμώνιαζαν στο νησί Σέππυ, ενώ το 865 η «Μεγάλη Στρατιά» αποβιβάστηκε στη στεριά. Η Νορθουμβρία υπέκυψε στους Δανούς το 866 και η Μερκία το 874. Μέχρι τότε το Ουέσσεξ, όπου βασίλευε ο Αλφρέδος ο Μέγας (871-899), ήταν το μοναδικό ανεξάρτητο αγγλικό βασίλειο.
Αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Αλφρέδος άρχισε να καταβάλλει φόρο υποτελείας στους Δανούς ώστε να κερδίσει χρόνο. Στις αρχές του 878 ο στρατός του ηττήθηκε από τους Δανούς, αλλά ο Αλφρέδος ανέκαμψε γρήγορα και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς νίκησε τους Δανούς στο Έντινγκτον.
Όταν έγινε η συνθήκη ειρήνης του Βέντμορ, ο Δανός ηγέτης Γκούντραμ συμφώνησε να ασπαστεί τον χριστιανισμό, και οι δύο βασιλιάδες χώρισαν τη Μερκία: ο Γκούντραμ πήρε την ανατολική, που μαζί με τη Νορθουμβρία (όπου το 874 είχε μεταβεί για εποικισμό ένα τμήμα της Μεγάλης Στρατιάς) δεν άργησε να ονομαστεί Ντέινλω (Danelaw, «Δανικό καθεστώς»), ενώ ο Αλφρέδος πήρε τη δυτική Μερκία και την περιοχή νότια του Τάμεση. Σύμφωνα με τις συνθήκες εκείνης της εποχής, ίσως ο Αλφρέδος να σκέφτηκε ότι ο Γκούντραμ δεν ήταν πιο ξένος απ' ό,τι οι Μερκιανοί. Μετά την ίδρυση του Ντέινλω, ακολούθησε η ταχύτατη εγκατάσταση Σκανδιναβών στην Ανατολική Αγγλία.
Ο Αλφρέδος προχώρησε σε πολλές μεταρρυθμίσεις. Δημιούργησε στόλο και οργάνωσε τον στρατό με αναλογία ενός στρατιώτη για κάθε μονάδα οικογενειακής γης. Φρόντισε να διασφαλίσει τα κέρδη του στη Μερκία παντρεύοντας την κόρη του Εθελφλέδα με τον Εθελρέδο της Μερκίας και, γενικά, είχε τη βοήθεια των Μερκιανών όταν οι Δανοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στο διάστημα 892-896.
Αυτός και ο γιος του Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος ίδρυσαν οχυρωμένους αστικούς οικισμούς (boroughs) σε στρατηγικές θέσεις, συνήθως σε απόσταση 25 χιλιομέτρων μεταξύ τους, στην ενδοχώρα του Ουέσσεξ και στα σύνορα. Τα οχυρά συντηρούνταν με υποχρεωτική παροχή εργασίας από την περιβάλλουσα περιφέρεια και πολλά απ' αυτά εξελίχθηκαν σε μεγάλες πόλεις. Ο Αλφρέδος ήταν προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Φρόντισε να μεταφραστούν από τα λατινικά στα αγγλικά η Ποιμενική φροντίδα του Γρηγορίου του Μεγάλου, οι Μονόλογοι του ιερού Αυγουστίνου, τα Επτά βιβλία ιστοριών κατά των εθνικών του μιμητή του Οροσίου και η Φιλοσοφίας Παραμυθία του Βοηθίου.
Φαίνεται ότι αυτός παρήγγειλε τη σύνταξη του Αγγλοσαξονικού χρονικού, που στηρίχτηκε σε πρωτότυπα έγγραφα, τα οποία δεν σώζονται, και αποσκοπούσε στην εξύμνηση της άρχουσας δυναστείας. Το χρονικό αρχίζει με την περιγραφή της αποβίβασης των Γερμανών στη Βρετανία γύρω στο 450 και μετά πηγαίνει πίσω στη γέννηση του Χριστού, παραθέτοντας φύρδην μίγδην ουράνιους οιωνούς και βασιλικά έργα. Μια εκδοχή του συνεχίστηκε να συντάσσεται μέχρι το 1154. Πολύ λιγότερο λεπτομερές από τα Φραγκικά βασιλικά χρονικά, το κείμενο αυτό γίνεται μερικές φορές εκνευριστικά κρυπτογραφικό, ιδίως όσον αφορά ορισμένες πλευρές των σκανδιναβικών εισβολών.
Ο Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος (899-924), με τη βοήθεια της αδελφής του και του Μερκιανού συζύγου της, κατέκτησε τη δανική Μερκία και επεξέτεινε και εκεί τη διοικητική οργάνωση σε οχυρωμένους οικισμούς.
Τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος και προφανώς νόθος γιος του Άθελσταν (924-939), τον οποίο προτιμούσαν οι Μερκιανοί από τους άλλους γιους του Εδουάρδου που είχαν την εύνοια των αρχόντων της δυτικής Σαξονίας. Ο Άθελσταν θέσπισε έναν νομικό κώδικα και επέβαλε στη Μερκία ένα σύστημα διοικητικής οργάνωσης βασισμένο στην κομητεία (shire), το οποίο είχε εισαχθεί τουλάχιστον πριν από έναν αιώνα στο Ουέσσεξ. Ο Άθελσταν εξεδίωξε τους Σκανδιναβούς από τη Νορθουμβρία, εξεστράτευσε στη Σκοτία και ανάγκασε τους Ουαλούς βασιλιάδες να τον δεχτούν ως επικυρίαρχο και να αρχίσουν την καταβολή ετήσιου φόρου υποτελείας.
Ήταν ο πρώτος αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας ολόκληρης της Βρετανίας μετά τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά το θάνατό του επανεμφανίστηκαν τάσεις αποσκίρτησης στον Βορρά. Ωστόσο, το 995 τερματίστηκε μια γραμμή Σκανδιναβών βασιλιάδων που ήταν εισβολείς από την Ιρλανδία και είχαν ηγεμονεύσει προσωρινά στην Υόρκη. Ο Έδγαρος ο Ειρηνικός (959-975) προώθησε τη μοναστική μεταρρύθμιση και ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που αυτοχαρακτηρίστηκε «βασιλιάς της Αγγλίας».
Μολονότι τα χρονικά της εποχής καθρεφτίζουν το φόβο των σκανδιναβικών εισβολών, ίσως δεν θα έπρεπε να υπερτονίζουμε το βαθμό στον οποίο οι Σκανδιναβοί θεωρούνταν «ξένοι» από τους περισσότερους Ευρωπαίους. Μάλιστα, έπαιζαν κάποιο ρόλο στις τοπικές διαμάχες για την εξουσία.
Ο κόμης Βαλδουίνος Β' της Φλάνδρας (879-918) πιθανόν να συνεργάστηκε μαζί τους για την εξόντωση ορισμένων αντιπάλων του, ενώ ο Αλφρέδος του Ουέσσεξ υπερασπίστηκε μεν την πατρίδα του κατά των Δανών, αλλά απέκτησε σημαντικά εδάφη διαμοιράζοντας τη Μερκία μαζί τους. Οι γλώσσες τους ήταν παρόμοιες με τις γερμανικές διαλέκτους που μιλιούνταν σε όλη την περιοχή της Βόρειας Θάλασσας, και έτσι οι περισσότεροι ντόπιοι μπορούσαν να τις καταλάβουν. Οι επιγαμίες μεταξύ πολεμιστών και τοπικών ομάδων δεν ήταν διόλου σπάνιες, ενώ αργότερα οι Σκανδιναβοί άρχισαν να φέρνουν μαζί τους και γυναικόπαιδα. Μάλιστα, στη Ρωσία της εποχής των πριγκίπων του Κιέβου, στη Νορμανδία και στις περιοχές της Αγγλίας που είχαν περάσει από δανική κατοχή (Ντέινλω) αναπτύχθηκαν σκανδιναβικές παροικίες που ήταν αρκετά πολυάριθμες ώστε να επηρεάσουν τα τοπωνύμια και τους διοικητικούς θεσμούς.

ΕΠΑΦΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ---Η "ΑΝΑΤΟΛΙΖΟΥΣΑ" ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Μέχρι περίπου 10.000 χρόνια πριν, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν ως τροφοσυλλέκτες. Σχημάτιζαν μικρές νομαδικές ομάδες, που αποτελούσαν ...