Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

"ΑΝΤΙΓΟΝΗ" ΤΟΥ JEAN ANOUILH της Λουίζας Αρκουμανέα

Το 1942, ο Ζαν Ανούιγ είχε σοβαρότατο κίνητρο για να στραφεί στην Αντιγόνη. Η Γαλλία φλεγόταν από την επιθυμία να εκστομίσει ένα περίτρανο, αδιασάλευτο, ηρωικό «όχι» στους ναζί κατακτητές της (με εξαίρεση, φυσικά, τους δοσίλογους του Βισύ). Ζώντας «στην αυλή του Κρέοντα», όπως παρατηρεί ο Στάινερ στον Θάνατο της τραγωδίας, ο Ανούιγ αναζήτησε δημιουργικό καταφύγιο στους κώδικες του αρχαίου μύθου. «Αν είχε διαλέξει ένα σύγχρονο περιστατικό, το έργο δεν θα μπορούσε να είχε παρασταθεί. Έτσι, η αρχαία μάσκα επιστρατεύτηκε», όχι για να καλύψει αλλά για ν’ αποκαλύψει «το αληθινό πρόσωπο της εποχής». Αντιμέτωπος με το αξεπέραστο εμπόδιο που θέτει η νεωτερικότητα σε όσους συγγραφείς φιλοδοξούν να επανεφεύρουν την τραγωδία με σύγχρονους όρους –την παρακμή, δηλαδή, της θεολογικής διάστασης που νοηματοδοτούσε την έννοια του τραγικού, όπως αυτό αναπτύχθηκε σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό και κοινωνικό συγκείμενο του παρελθόντος–, ο Ανούιγ επιχειρεί να προσαρμόσει τη δική του εκδοχή στα προτάγματα μιας ιστορικής περιόδου βυθισμένης στις φρικαλεότητες του πολέμου.
Στο σύμπαν που πλάθει ο Γάλλος συγγραφέας, οι θεοί και οι νόμοι τους έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχουν μονάχα πτώματα που εγκαταλείπονται παραδειγματικά σε κοινή θέα, πολιτικοί που μετατρέπονται σε «μάγειρες», γόνοι εκλεκτών οικογενειών που οργανώνουν πραξικοπήματα, εγωπαθείς προδότες που τιμούνται δημοσίως ως ήρωες.
Και εν μέσω όλων αυτών, εν μέσω της δυσωδίας και της αποσύνθεσης, εν μέσω της υποκρισίας και της εξουσιομανίας, στέκεται ένα νεαρό κορίτσι. Η Αντιγόνη. Που αποφασίζει, όπως προβλέπει ο μύθος της, να θάψει τον νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, αψηφώντας την εντολή του Κρέοντα κι επισύροντας για τον εαυτό της ποινή θανάτου.
Η ιστορία είναι η ίδια αλλά η γεύση και η υφή της διαφορετικές. Η επαναστατική ορμή της καινούργιας ετούτης Αντιγόνης αδυνατεί να εκπέμψει μια λάμψη αδιάπτωτης έντασης. Ετούτη εδώ είναι η «petite Antigone»: έχει αδυναμία στη Νουνού της (την Τροφό) και στη Γλύκα (τον σκύλο της). Θάβει τον Πολυνείκη με ένα σκουριασμένο παιδικό φτυαράκι. Όταν συλλαμβάνεται, υπερασπίζεται με θαυμαστή αδιαλλαξία την πράξη της. Στην πορεία, όμως, μαθαίνοντας την πικρή αλήθεια για τον αδερφό της, υποχωρεί. Και ετοιμάζεται να γυρίσει στο δωμάτιό της.
Τελευταία στιγμή αλλάζει γνώμη και προσφέρεται στις αρχές για να θανατωθεί. Η μεταστροφή της παρουσιάζεται, από τη μία, ως απόρροια της νοσταλγίας της για την απόλυτη ομορφιά της παιδικής της ηλικίας και, από την άλλη, ως απέχθεια για τη μικροαστική, «νερωμένη» ευτυχία που της υπόσχονται οι ενήλικες. Αν δεν μπορεί να ζήσει σε έναν κόσμο αγνό, καθαρό και απόλυτο, προτιμά να πεθάνει. Βρισκόμαστε έτη φωτός μακριά από τη σοφόκλεια Αντιγόνη. Αν εκείνη είναι (ακόμη ως σήμερα) φορέας μιας αδιαπραγμάτευτης επιθυμίας αυτοπραγμάτωσης και ελευθερίας, ένα σύμβολο γυναικείας επαναστατικότητας που διαγράφει μια αδάμαστη και αστάθμητη τροχιά, διαταράσσοντας τη διαλεκτική τάξη και αποδίδοντας στη γυναίκα μια πρωτοφανή δύναμη αμφισβήτησης του ηθικού και του πολιτικού, η απόγονός της ξεπηδά στο προσκήνιο για να κλωτσήσει τη ζυγισμένη μακαριότητα των βολεμένων αστών, να αρνηθεί την ενηλικίωση και να δηλώσει: «Δεν θέλω να είμαι μετριόφρων και ν’ αρκούμαι σε μια μικρή μπουκιά που μου τη δίνουν επειδή ήμουν φρόνιμη. Θέλω να είμαι σίγουρη για όλα σήμερα και πως όλα είναι τόσο όμορφα όπως κι όταν ήμουνα μικρή – ή αλλιώς να πεθάνω». ²
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την εκδοχή του μύθου ο Κρέων βγαίνει νικητής. Για την ακρίβεια, αποχωρεί στηριζόμενος σε ένα νεαρό αγόρι για να πάει στο συμβούλιο του κράτους, αστειευόμενος ότι «δεν πρέπει ποτέ κανείς να ενηλικώνεται».
Όλα έχουν εκπέσει, κατά συνέπεια, γονιμοποιώντας την αρχαία τραγωδία μπορούμε να γεννήσουμε μόνο μια μετα-τραγωδία, μοιάζει να λέει ο Ανούιγ, και προχωρά στην πλαισίωση του έργου του από έναν μεταθεατρικό σχολιασμό: «Ιδού. Αυτά τα πρόσωπα θα σας παίξουν την ιστορία της Αντιγόνης. Αντιγόνη, αυτή η αδυνατούλα που κάθεται εκεί πέρα και που δεν λέει τίποτα», μας ενημερώνει ο Πρόλογος, ο οποίος, εν είδει Κορυφαίου του Χορού, παρεμβαίνει στη δράση αναλύοντας την πλοκή, τους ήρωες, τη διαφορά μεταξύ δράματος και τραγωδίας κ.ο.κ.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ

Οι Έλληνες έχουν διανύσει μια μακραίωνη πορεία, αποδεικνύοντας τον δυναμισμό και την ανθεκτικότητά τους. Με μια εντυπωσιακή πολιτιστική κληρονομιά που μελετάται και θαυμάζεται από όλα τα κράτη του σύγχρονου κόσμου, υπήρξαν πρωτοστάτες σε τομείς όπως είναι η Φιλοσοφία, η Επιστήμη, η Ηθική και η Πολιτική. Κατόρθωσαν να διατηρήσουν αλώβητη την εθνολογική τους ταυτότητα παρά το γεγονός ότι τέθηκαν υπό ξένη κυριαρχία για εκτενέστατα χρονικά διαστήματα (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – Οθωμανική Αυτοκρατορία) και παρά το γεγονός ότι στον ελληνικό χώρο έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς ποικίλα αλλοεθνή στοιχεία, τα οποία και ενσωματώθηκαν επιτυχώς στο κυρίαρχο ελληνικό στοιχείο.
Η διαδικασία δημιουργίας του ελληνικού κράτους, αν και ανέδειξε την αδάμαστη επιθυμία των Ελλήνων να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, έφερε τους Έλληνες αντιμέτωπους με μια διαφορετική μορφή εξάρτησης, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο πλέον. Τα ευρωπαϊκά κράτη δέχτηκαν να υποκαταστήσουν την υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία μ’ ένα ελληνικό κράτος, αλλά διατήρησαν για μεγάλο διάστημα τον έλεγχο του νέου αυτού κράτους μέσα από συνεχιζόμενους δανεισμούς. Το νέο ελληνικό κράτος λόγω και των επαναλαμβανόμενων πολεμικών αναμετρήσεων που απαιτήθηκαν για να λάβει τα σημερινά του όρια, καθυστέρησε σημαντικά να θέσει τις αναγκαίες βάσεις οργάνωσης και ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να έχει διαρκώς την ανάγκη εξωτερικής βοήθειας. Κατάσταση που ατυχώς διαιωνίστηκε και αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, ακόμη και όταν πια είχαν παύσει οι έκτακτες ανάγκες λόγω πολεμικών συγκρούσεων και το ελληνικό κράτος μπορούσε να ακολουθήσει απρόσκοπτα την πορεία ανάπτυξης των άλλων ευρωπαϊκών κρατών -με πιο σαφή δήλωση αυτής της πραγματικότητας την ένταξη της Ελλάδας αρχικά στην ΕΟΚ και κατόπιν στην Ευρωπαϊκή Ένωση- οι εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την κακοδιαχείριση και την ανεξέλεγκτη διασπάθιση χρήματος, προκάλεσαν μια δεινή κατάσταση για το ελληνικό κράτος, η οποία συνεχίζεται και κορυφώνεται στις μέρες μας.
Η συνεχιζόμενη οικονομική εξάρτηση του ελληνικού κράτους και η αδυναμία διασφάλισης εκείνων των συνθηκών που θα οδηγούσαν στη διαμόρφωση μιας ισχυρής και σταθερά αναπτυσσόμενης οικονομίας∙ η πολιτική ασυδοσία και η λογική των πολιτικών εξυπηρετήσεων που αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας κομματικής βάσης πιστών ψηφοφόρων∙ η ασυνέπεια στην τήρηση των νόμων και η εύκολη ανατροπή κάθε νομοθεσίας που έθιγε εδραιωμένα συμφέροντα∙ ο λαϊκισμός και η αδιαφορία για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των παροχών και της προχειρότητας, προκάλεσαν μια βαθιά ρήξη ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος. Οι πολίτες υιοθέτησαν τον οπορτουνισμό των πολιτικών και έθεσαν ως βασική τους προτεραιότητα την προσωπική τους ευημερία, αδιαφορώντας για το τι είναι ωφέλιμο ή αναγκαίο για την ορθή ανάπτυξη του κράτους.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα δεν αντιλαμβάνονται πάντοτε τη διασύνδεση ανάμεσα στην υγιή ανάπτυξη του κράτους και τη δική τους ευημερία. Καταφεύγουν, έτσι, σε εξαιρετικά βλαπτικές τακτικές, όπως είναι τα ρουσφέτια, η φοροδιαφυγή αλλά και οι απάτες επιδιώκοντας αυστηρά το προσωπικό τους όφελος και αδιαφορούν για τη ζημιά που προκαλείται στο κράτος. Έπειτα, όταν πια τα οικονομικά του κράτους επιδεινώνονται και απαιτείται η λήψη αντιλαϊκών μέτρων εξεγείρονται, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το πόσο βλαπτική υπήρξε η δική τους στάση. Αξιώσεις, όπως είναι ο διορισμός στο δημόσιο, και εγκληματικές πράξεις, όπως είναι η φοροδιαφυγή, αυξάνουν κατακόρυφα τα έξοδα του κράτους, μειώνοντας αντίστοιχα τα έσοδά του.
- Οι Νεοέλληνες παραμένουν επίμονα απείθαρχοι, καθώς γνωρίζουν πως οι πολιτικοί θα υποχωρήσουν μπροστά στο ενδεχόμενο της λαϊκής δυσαρέσκειας και θα αλλάξουν όποιον νόμο δεν ευχαριστεί τους πολίτες. Το Κράτος αδυνατεί να διασφαλίσει την πλήρη και συνεπή εφαρμογή των νόμων, αφού οι πολίτες δεν έχουν την πολιτική εκείνη αγωγή που θα τους ωθούσε να σεβαστούν απόλυτα τις όποιες διατάξεις. Σημαντικά κρατικά και κοινωνικά ζητήματα παραμένουν σε διαρκή εκκρεμότητα και γνωρίζουν συνεχείς ματαιώσεις στην οριστική ρύθμισή τους, αφού οι εκάστοτε πολιτικοί αδυνατούν να διαχειριστούν τη ρευστή κατάσταση.
- Οι Νεοέλληνες έχουν υιοθετήσει τη λογική της ήσσονος προσπάθειας και του φυγόπονου τρόπου αντίληψης, αναζητώντας μια θέση εργασίας -κατά προτίμηση στο δημόσιο τομέα- που θα τους παρέχει υψηλή αμοιβή, χωρίς να απαιτείται από αυτούς ιδιαίτερος κόπος και πολύωρη απασχόληση. Λογική που έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός παντελώς αναποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού με πλήθος δημοσίων υπαλλήλων που αναζητούν τρόπους να εργαστούν όσο γίνεται λιγότερο.
- Οι Νεοέλληνες θεωρούν πως η «καλοπέραση» και ο πολυτελής, ράθυμος βίος αποτελούν υπέρτατες αξίες, τις οποίες και επιδιώκουν είτε έχουν τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους είτε όχι. Με χαρακτηριστική αδιαφορία για τις συνέπειες που έχει το αλόγιστο ξόδεμα χρημάτων αρνούνται να στερηθούν τις συνεχείς νυχτερινές εξόδους και τις πολυήμερες διακοπές τους, έστω κι αν αυτή η τακτική τους δημιουργεί χρέη και τους αναγκάζει να δανείζονται χρήματα. Με παρόμοιο τρόπο επιχειρούν να ικανοποιήσουν και τη ματαιοδοξία τους σε σχέση με την απόκτηση υλικών αγαθών προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση στους άλλους πως έχουν οικονομική άνεση. Ακριβά αυτοκίνητα, επώνυμα ρούχα και τα πλέον σύγχρονα προϊόντα τεχνολογίας αποτελούν τον διακαή πόθο των Νεοελλήνων, οι οποίοι δεν διστάζουν να χρεωθούν μόνο και μόνο για να κάνουν επίδειξη πλούτου στους γύρω τους. Μια επιζήμια νοοτροπία που φανερώνει την κενότητα των σύγχρονων Ελλήνων και την αδυναμία τους να προσαρμόσουν τον τρόπο ζωής τους στις πραγματικές τους οικονομικές δυνατότητες.
- Πολλοί Νεοέλληνες τείνουν να αποθεώνουν καθετί ξένο και να καταφεύγουν σ’ έναν άγονο μιμητισμό, απορρίπτοντας παράλληλα κάθε στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας και παράδοσης. Υποκύπτουν στα θέλγητρα της εμπορικά επεξεργασμένης εικόνας που παρουσιάζουν προς τα έξω κράτη με υψηλή βιομηχανική παραγωγή που επιδιώκουν να κυριαρχήσουν στη διεθνή αγορά και δεν αντιλαμβάνονται πως ό,τι τους συγκινεί στην ξενική κουλτούρα δεν είναι παρά ένα καλοσχεδιασμένο εξαγώγιμο προϊόν. Καταλήγουν, έτσι, να στηρίζουν με τα χρήματά τους τις ξένες εταιρείες, να υιοθετούν στοιχεία μιας διαφορετικής κουλτούρας και να υποτιμούν ακόμη και τη γλώσσα τους, θεωρώντας πως μ’ αυτό τον τρόπο ξεχωρίζουν από τους άλλους.
- Κύριο χαρακτηριστικό των Νεοελλήνων που γίνεται ολοένα και πιο αισθητό είναι η τάση τους να ενδίδουν στον λαϊκισμό των πολιτικών και να στηρίζουν με την ψήφο τους εκείνο το κόμμα που τους υπόσχεται τα περισσότερα, έστω κι αν εκ των υστέρων συνειδητοποιούν πως η επιλογή τους υπήρξε ολέθρια. Κουρασμένοι από τα συνεχή οικονομικά προβλήματα της χώρας είναι έτοιμοι να εμπιστευτούν οποιονδήποτε πολιτικό ισχυριστεί πως υπάρχει κάποια εύκολη λύση στο οικονομικό αδιέξοδο και αρνούνται να αντικρίσουν την πραγματικότητα ως έχει.
- Οι Νεοέλληνες έχουν αφεθεί σ’ έναν τρόπο ζωής στον οποίο κυριαρχεί η ευκολία κι έχουν απομακρυνθεί από τις επιλογές εκείνες που οδηγούν στην πνευματική και ψυχική τους καλλιέργεια. Έχουν απομακρυνθεί από τη μελέτη βιβλίων και τις πιο απαιτητικές μορφές ψυχαγωγίας, επιλέγοντας σταθερά ανούσιες μορφές διασκέδασης που έχουν ωστόσο επιζήμια αποτελέσματα σε ό,τι αφορά το πνευματικό τους επίπεδο. Αρνούμενοι να ενημερωθούν ουσιαστικά και να επιδιώξουν ενεργά τον εμπλουτισμό των γνώσεών τους, έχουν τραπεί σε μια εύκολα ελεγχόμενη μάζα.
- Οι Νεοέλληνες έχουν αποκτήσει μια ιδιαιτέρως κακή νοοτροπία φθόνου απέναντι στους συνανθρώπους τους. Καθηλωμένοι οι ίδιοι από την απραξία τους κι από την αναζήτηση της ευκολίας, δεν ανέχονται την επιτυχία των άλλων και προσπαθούν με κάθε τρόπο να μειώσουν την αξία της, αμφισβητώντας τον κόπο του άλλου και αποδίδοντας την ανάδειξή του σε πλάγια μέσα. Δυσκολεύονται να εκτιμήσουν και να επαινέσουν την προσπάθεια του άλλου, είναι όμως περισσότερο από πρόθυμοι να χαρούν για την αποτυχία του.
- Οι Νεοέλληνες εντυπωσιάζονται από το υψηλό βιοτικό επίπεδο άλλων λαών και επιθυμούν να έχουν ανάλογα προνόμια και ευκολίες, χωρίς να κατανοούν ωστόσο πως η επίτευξη ενός τέτοιου επιπέδου προϋποθέτει μια τελείως διαφορετική νοοτροπία τόσο σε σχέση με τη λειτουργία του κράτους όσο και σε σχέση με τη στάση των πολιτών. Ένας κράτος που αδυνατεί να στηρίξει την εγχώρια παραγωγή και να διασφαλίσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία, δεν μπορεί για κανένα λόγο να προσφέρει στους πολίτες του όσα προσφέρουν τα προηγμένα κράτη.
- Οι Έλληνες ταλανίζονται διαχρονικά από τη διχόνοια και τον εμφύλιο σπαραγμό, που τους αποτρέπει από το να συσπειρωθούν και να διεκδικήσουν όλοι μαζί από κοινού τις αναγκαίες λύσεις για τα σημαντικά προβλήματα του τόπου. Πρόκειται για ένα από τα πλέον αρνητικά τους χαρακτηριστικά που διατρέχει -ατυχώς- όλη τη μακραίωνη πορεία αυτού του λαού.
- Όμως υπάρχουν και κάποιες σταθερές στην ιδιοσυγκρασία του Νεοέλληνα οι οποίες πρέπει να σημειωθούν, και οι οποίες καθιστούν τη ζωή στον τόπο μας αξιοζήλευτη για τους δυτικούς ανθρώπους: Για παράδειγμα οι Νεοέλληνες, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις συνεχείς διακρίσεις όσων σταδιοδρομούν σε χώρες του εξωτερικού, έχουν και τη δυνατότητα και τη θέληση να εργαστούν σκληρά και να επιτύχουν σημαντικά πράγματα, αρκεί να τους δοθεί η ευκαιρία να δράσουν σ’ ένα οργανωμένο περιβάλλον, το οποίο δεν θα μαστίζεται από τη γραφειοκρατία, την ελλιπή χρηματοδότηση και την απουσία υποδομών. Η αρνητική άποψη σχετικά με την εργατικότητα των Ελλήνων, που προκύπτει ως ένα βαθμό από τη στάση όσων διακατέχονται από το σύνδρομο της δημοσιοϋπαλληλικής οκνηρίας, αποτελεί επί της ουσίας απόρροια του γεγονότος ότι απουσιάζουν από τη χώρα μας τα σωστά κίνητρα και οι κατάλληλες δομές. Ένας νέος άνθρωπος στην Ελλάδα που γνωρίζει πως ο κόπος του δεν θα αναγνωριστεί και πως, ακόμη κι αν έχει μια απασχόληση πλήρους ωραρίου, τα έσοδά του δεν θα επαρκούσαν για να συντηρήσει τον εαυτό του, επιχειρεί εύλογα να αποφύγει τον περιττό κόπο. Ο ίδιος άνθρωπος, όμως, αν γνώριζε πως η εργασία του θα του αποδώσει και τα αναγκαία χρήματα και την επιθυμητή κοινωνική αναγνώριση, θα ήταν σαφώς πρόθυμος να εργαστεί αποτελεσματικά και με αφοσίωση.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα διατηρούν ακόμη, και παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά, αυξημένο το αίσθημα του ανθρωπισμού και της φιλανθρωπίας. Παραμένουν ένας λαός που δεν έχει αλλοτριωθεί από τον υλισμό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αναγνωρίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, σε αντίθεση με τον κυνισμό που συναντά κανείς σε άλλα προηγμένα κράτη, οι Έλληνες έχουν ακόμη πίστη στις αξίες του ανθρωπισμού και είναι ακόμη πρόθυμοι να συμπαρασταθούν ενεργά στον συνάνθρωπό τους που έχει ανάγκη.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα, υπό την επίδραση πιθανώς του κλίματος, είναι άνθρωποι πρόσχαροι και κοινωνικοί∙ δίνουν ιδιαίτερη αξία στην έννοια της φιλίας και γνωρίζουν πώς να απολαμβάνουν την ομορφιά του ελληνικού χώρου. Είναι έτοιμοι να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία για να γλεντήσουν και δεν είναι επιφυλακτικοί ή καχύποπτοι απέναντι στους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Είναι φιλόξενοι και διατηρούν ακόμη εκείνη τη διαχρονική ελληνική ποιότητα που ονομάζουμε «φιλότιμο».
- Οι πολίτες στην Ελλάδα είναι δημιουργικοί κι εφευρετικοί∙ έχουν ανεπτυγμένη ευφυΐα και είναι ικανοί να προσαρμοστούν γρήγορα σε νέα δεδομένα.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα αγαπούν βαθιά την ελευθερία τους, όπως και τη δημοκρατία. Κι είναι γι’ αυτό πρόθυμοι, όπως το έχουν αποδείξει αλλεπάλληλες φορές, ακόμη και να θυσιάσουν τη ζωή τους για να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία της χώρας τους. Η αγάπη τους αυτή για την ελευθερία, όπως και η αγάπη τους για την πατρίδα, αποτελούν τελικά τα βασικά γνωρίσματα που τους ωθούν να παραμερίζουν τις μεταξύ τους διαφορές και να ωθούνται σε κοινούς αγώνες, όταν εμφανίζεται κάποιος σημαντικός εξωτερικός κίνδυνος. Μόλις, ωστόσο, εξαλειφθεί ο όποιος εξωτερικός κίνδυνος, επιστρέφουν στη διχαστική λογική και αρνούνται επίμονα να συνεργαστούν πάνω σ’ ένα κοινό μακροπρόθεσμο σχέδιο συλλογικής δράσης και προσπάθειας.
Αξιολογήστε το παραπάνω κείμενο και γράψτε μια έκθεση με τις απόψεις σας για τα χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα, προσθέτοντας ή αφαιρώντας θετικά και αρνητικά γνωρίσματα που κατά τη γνώμη σας συγκεντρώνουν οι συμπολίτες μας.
Ε. Π. Παπανούτσος «Ψυχολογία των Νεοελλήνων»
Ο παρακάτω διάλογος είναι αληθινός· οι λέξεις ίσως διαφέρουν, τα νοήματα όμως, είναι τα ίδια. Ο λόγος για τους τρόπους συμπεριφοράς των Νεοελλήνων στις διάφορες παραστάσεις της ζωής. Ο ένας συνομιλητής δικαιολογεί και τους εγκωμιάζει. Αρχίζω με την άρνηση· η κατάφαση ακολουθεί. - Δεν ξέρω ποιες αρετές βρίσκετε στη συμπεριφορά των συμπατριωτών μας (λέει ο πρώτος) και κατά πόσο είστε ειλικρινής και αντικειμενικός στις κρίσεις σας. Εγώ είμαι βέβαιος ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν κοινωνική αγωγή και τούτο το συμπεραίνω από τους τρόπους τους. Κοιτάξτε πρώτα πώς οδηγούν το αυτοκίνητο τους στους πολυσύχναστους δρόμους. Δεν εξετάζω το «πόθεν έσχες» αυτής της πολυτέλειας· αυτή είναι άλλη υπόθεση. Έχει παρατηρηθεί (πολύ ορθά, νομίζω) ότι ο χαρακτήρας ενός λαού φαίνεται στον τρόπο του αυτοκινητικού οδηγήματος του. Ο Νεοέλληνας οδηγεί άτακτα, ασυνάρτητα, εγωιστικά, υπερφίαλα. Δεν ακολουθεί τις χαραγμένες γραμμές, δεν υπακούει στις εντολές της Τροχαίας, που δίνονται για την ασφάλειά του, δεν ανέχεται να προηγείται στη σειρά ένας άλλος και προσπαθεί να τον προσπεράσει με κίνδυνο πολλές φορές της ζωής του, δεν αναχαιτίζει το δρόμο για να κάνει τόπο να περάσει ο δυστυχής πεζός, ο ηλικιωμένος, ο ανάπηρος, η έγκυος γυναίκα. Αλλά προχωρεί ακάθεκτος, ακόμη και όταν δε βιάζεται, μόνο για να δείξει την υπεροχή της τέχνης ή της μηχανής του. Προσέξετε ιδίως πώς αγκυροβολεί στα πεζοδρόμια, για να αναπαυθεί ή επειδή δεν χρειάζεται πια το όχημά του. Σωστή ιλαροτραγωδία. Μάταια τα όργανα της τάξης τον απειλούν με πρόστιμο και χαράζουν σήματα, για να συμμορφωθεί, ή του αφαιρούν τις πινακίδες, για να τον σωφρονίσουν. Εκείνος αναδέχεται με χαμόγελο την ποινή ή φροντίζει να την αποφύγει με τις γνωριμίες και με τις ψεύτικες εξομολογήσεις του, για να συνεχίσει την άλλη μέρα τα ίδια παραπτώματα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, στοιχίζουν κάποτε τη ζωή των συνανθρώπων ή και τη δική του. Το δυστύχημα είναι ότι η μόρφωση, η κοινωνική προέλευση, ο τρόπος της βιοπάλης ή η ηλικία και το φύλο πολύ μικρή επιρροή έχουν σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Το κακό είναι, φαίνεται, βαθιά ριζωμένο μέσα του, έρχεται «από πολύ μακριά». Και δε διορθώνεται, τουλάχιστο μέσα στα χρονικά όρια που μπορούμε να το παρακολουθήσουμε.
- Φοβάμαι, απαντά ο δεύτερος, ότι αδικείτε τους συμπολίτες σας. Δεν αμφισβητώ την παρατηρητικότητα ούτε αποδοκιμάζω την παρρησία σας. Αλλά γενικεύετε ένα φαινόμενο, δυσάρεστο ασφαλώς, που χαρακτηρίζει μιαν ορισμένη τάξη ανθρώπων, εκείνους που κακώς απόκτησαν και κακώς μεταχειρίζονται σήμερα το αυτοκίνητο τους, δε βρίσκουν όμως καθόλου σύμφωνους στη συμπεριφορά τους όσους υποχρεώνονται να καταφύγουν σ’ αυτό το μέσον συγκοινωνίας για τις υποθέσεις τους. Η ευθύνη βαρύνει ιδίως τους νέους (περισσότερο τους άνδρες, λιγότερο τις γυναίκες, ίσως από «φόβο»), που έχουν δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία τους αποκοτιά και αναίδεια. Πιθανόν ακόμη και εκείνους που μιμούνται το κακό παράδειγμά τους από απερισκεψία ή από κακώς νοούμενη βιασύνη. Αλλά δεν είναι καθόλου γενικός κανόνας αυτή η αρρυθμία. Εγώ συναντώ συχνά ώριμους ανθρώπους, φρόνιμους, «νοικοκυραίους», που επιτιμούν τους αυθαίρετους οδηγούς και προσπαθούν να τους επαναφέρουν στην τάξη. Δεν παρατηρείται, λέγετε, αυτή η αταξία σε άλλες χώρες, πιο προχωρημένες, στον εξωτερικό πολιτισμό, από τη δική μας. Δε θα διαφωνήσω μαζί σας. Σκεφθείτε, όμως, ότι εκεί το αυτοκίνητο έχει σχετικά με μας πολύ μεγαλύτερη ηλικία (ο χρόνος κατευνάζει τα νεύρα). Και ότι η ταχύτητα είναι κακός σύμβουλος, παρασύρει ακούσια σχεδόν σε θλιβερές υπερβολές. Στο τέλος το λάθος είναι στις εταιρείες κατασκευής αυτοκινήτου, που για λόγους ανταγωνισμού ρίχνουν στην αγορά ολοένα πιο γρήγορα και φυσικά πιο επικίνδυνα αυτοκίνητα. Εδώ ίσως είναι ανάγκη να ψέξουμε ακόμα και το Κράτος, που έπρεπε να αφαιρεί αμέσως την άδεια από τους κακούς και υπότροπους οδηγούς για παραδειγματισμό. Οπωσδήποτε η πείρα μου στο κεφάλαιο τούτο είναι διαφορετική από τη δική σας. Έχω ζήσει σε ξένα μέρη· πουθενά δεν είδα την προθυμία των οδηγών να επιβιβάζουν στο όχημά τους καταπονημένους πεζούς ή να οδηγούν τα θύματα των τροχών στα νοσοκομεία, όπως στην Ελλάδα. Έως την ώρα τουλάχιστο που ο ξένος τουρισμός έδειξε στους πατριώτες μου οδηγούς τους κινδύνους τούτης της καλοπροαίρετης συμπεριφοράς. Ίσως πρέπει να είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί στις συγκρίσεις μας, γιατί τους άλλους τους βλέπουμε «απ’ έξω», ενώ τους δικούς μας τους γνωρίζουμε «από μέσα».
Ε. Π. Παπανούτσος, «Τα μέτρα της εποχής μας» εκδ. Φιλιππότης
Η θέση του πρώτου συνομιλητή είναι ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν κοινωνική αγωγή και ότι αυτό το συμπεραίνει από τους τρόπους τους. Στη συνέχεια βασίζεται στην παραδοχή ότι ο χαρακτήρας ενός λαού φαίνεται από τον τρόπο που οδηγεί το αυτοκίνητο. Αναφέρεται σε διάφορα παραδείγματα που δείχνουν ότι οι Έλληνες οδηγούν άτακτα, ασυνάρτητα, εγωιστικά και υπερφίαλα. Με τον τρόπο αυτό οδηγείται επαγωγικά, μέσα από τα παραδείγματα, στο γενικευτικό συμπέρασμα ότι όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως μόρφωσης, κοινωνικής προέλευσης, ηλικίας και φύλου, είναι κακοί οδηγοί.
- Με ποια αντεπιχειρήματα αντικρούει ο δεύτερος συνομιλητής την παραπάνω γενίκευση; Ο δεύτερος συνομιλητής επισημαίνει πως: α) η όλη τοποθέτηση του πρώτου ομιλητή αποτελεί μια άδικη γενίκευση, η οποία βασίζεται στη συμπεριφορά μιας ορισμένης τάξης ανθρώπων που κακώς έχουν αποκτήσει όχημα και το μεταχειρίζονται με λανθασμένο τρόπο, β) η ευθύνη βαρύνει κυρίως τους νέους σε ηλικία άνδρες -και λιγότερο τις γυναίκες- που διακρίνονται για την αναίδεια και την απερίσκεπτη τολμηρότητά τους και γ) υπάρχουν, επίσης, ορισμένοι που παρασύρονται από το κακό παράδειγμα αυτών, είτε διότι δεν σκέφτονται τις συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς είτε επειδή υποτίθεται πως βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους.
- Με ποια επιπλέον επιχειρήματα υποστηρίζει ο δεύτερος συνομιλητής τους Έλληνες; Τονίζει αφενός ότι υπάρχουν πολλοί συνετοί άνθρωποι που επιτιμούν εκείνους που οδηγούν τόσο επικίνδυνα και που προσπαθούν να τους επαναφέρουν στην τάξη, κι αφετέρου αναφέρεται στην ευθύνη που έχει η πολιτεία σε σχέση μ’ αυτό το φαινόμενο, αφού δεν αφαιρεί, για παραδειγματισμό, την άδεια όσων οδηγούν επικίνδυνα. Επιπλέον, καταγράφει το γεγονός ότι κάποιοι παρασύρονται από την ίδια τη δυνατότητα που τους παρέχει το αυτοκίνητο για την ανάπτυξη της ταχύτητας, και πως άρα, έχουν ευθύνη και οι ίδιες οι αυτοκινητοβιομηχανίες που, για λόγους ανταγωνισμού, κατασκευάζουν ολοένα και πιο γρήγορα αυτοκίνητα.
- Σε ποια συμπεράσματα καταλήγει από τη σύγκριση της συμπεριφοράς των Ελλήνων με τους άλλους λαούς; Ο δεύτερος ομιλητής, αφού πρώτα υπενθυμίζει πως στο εξωτερικό είχαν από πολύ παλαιότερα στη διάθεσή τους τα αυτοκίνητα, και άρα, περισσότερο χρόνο για να εκτονώσουν τις όποιες εντάσεις τους και να κατανοήσουν έτσι καλύτερα τους σχετικούς κινδύνους, παρουσιάζει τα εξής συμπεράσματα: α) σε καμία χώρα του εξωτερικού οι άνθρωποι δεν είναι τόσο πρόθυμοι όσο στην Ελλάδα να βοηθήσουν κουρασμένους πεζούς μεταφέροντας τους με το αυτοκίνητό τους, όπως και να μεταφέρουν στο νοσοκομείο θύματα τροχαίων -συμπεριφορά που παρέμεινε ανόθευτη, μέχρι να γνωρίσουν λόγω της προσέλευσης των τουριστών τους κινδύνους που κρύβει η προθυμία να επιβιβάσεις κάποιον άγνωστο στο αυτοκίνητό σου-, και β) πως θα ήταν πιο συνετό να αποφεύγονται τέτοιες συγκρίσεις αφού τους ανθρώπους των ξένων χωρών τους γνωρίζουμε ως παρατηρητές και μόνο, χωρίς να έχουμε πραγματική και βαθιά γνώση για τη συμπεριφορά τους, όπως έχουμε για τους ανθρώπους της δικής μας χώρας.
- Ποιος από τους δύο συνομιλητές είναι πιο πειστικός και γιατί; Ο δεύτερος συνομιλητής είναι πιο πειστικός διότι φροντίζει να προσεγγίσει το εξεταζόμενο θέμα πιο προσεκτικά και να επισημάνει διάφορες πτυχές και πιθανές αιτίες. Έτσι, ενώ ο πρώτος οδηγείται επαγωγικά σε μια γενίκευση που παίρνει ως βάση τις μεμονωμένες περιπτώσεις, δημιουργώντας μια εντελώς αρνητική εικόνα για το σύνολο των Ελλήνων οδηγών, ο δεύτερος επιχειρεί πιο ψύχραιμα να δείξει πως η αρνητική αυτή συμπεριφορά αφορά ένα μικρό μόνο μέρος των Ελλήνων πολιτών.
Α΄ άποψη: Μια θλιβερή διαπίστωση για τη συμπεριφορά του σύγχρονου Έλληνα είναι η προφανής έλλειψη εργατικότητας που τον διακρίνει. Όπου κι αν πάει κανείς, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, συναντά πλήθος ανθρώπων να πίνουν αμέριμνοι τον καφέ τους ή να στέκουν αργόσχολοι σαν να μην έχουν καμία απολύτως απασχόληση ή ενασχόληση. Κύρια έγνοια τους είναι το που θα συνεχίσουν τη διασκέδασή τους και, φυσικά, το πώς θα καταφέρουν να βρουν μια θέση εργασίας στο δημόσιο, ώστε να έχουν μια σίγουρη και ελάχιστα κοπιαστική εργασία. Σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία κι αν βρεθείς, άλλωστε, μπορείς εύκολα να διαπιστώσεις την αναποτελεσματικότητα και τη βραδυκινησία των δημοσίων υπαλλήλων, που, κατά πώς φαίνεται, αποτελούν το πρότυπο όλων των υπόλοιπων Ελλήνων. Δημόσιες υπηρεσίες χωρίς αντικείμενο με άφθονους υπαλλήλους, που δεν παρουσιάζονται καν στο χώρο της εργασίας τους, αγενείς δημόσιοι υπάλληλοι που αντιμετωπίζουν ως ενόχληση οποιαδήποτε συναλλαγή με τους πολίτες∙ και, φυσικά, με κύρια δική τους έγνοια το πότε είναι το επόμενο τριήμερο -χάρη σε κάποια από τις πολλές αργίες-, για να οργανώσουν την επόμενη εξόρμησή τους. Κι από την άλλη, νέοι άνθρωποι που δεν έχουν εργασία να δυσανασχετούν στη σκέψη και μόνο κάποιας χειρωνακτικής απασχόλησης, θεωρώντας πως οτιδήποτε δεν τους διασφαλίζει την ξεκούραση ενός γραφείου, δεν είναι ανάλογο των «υψηλών» ικανοτήτων τους.
Β΄ άποψη: Ακόμη κι αν γίνει δεκτό πως υπάρχουν ορισμένοι φυγόπονοι που εκμεταλλευόμενοι καταστάσεις είναι ελάχιστα αποδοτικοί, αυτοί αποτελούν ένα μικρό μόνο ποσοστό που αδίκως στιγματίζει και όλους τους υπόλοιπους. Επιπλέον, το αν υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θεωρούν το δημόσιο ως καλύτερη επιλογή αυτό δεν έχει να κάνει με την ελλιπή εργατικότητά τους, αλλά με τις δεινές συνθήκες που επικρατούν στον ιδιωτικό τομέα. Αδήλωτη εργασία, εξοντωτικά χαμηλές αμοιβές, συνεχείς απλήρωτες υπερωρίες, αδίστακτη εκμετάλλευση της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας είναι στοιχεία που συνθέτουν πολλές φορές την εικόνα του σύγχρονου ιδιωτικού τομέα. Οι νέοι άνθρωποι σαφώς και είναι εργατικοί και σαφώς έχουν κάθε πρόθεση να εργαστούν σκληρά για να επιτύχουν όσα επιθυμούν στη ζωή τους, ερχόμενοι όμως αντιμέτωποι μ’ ένα τέτοιο κλίμα αποθαρρύνονται. Η επιθυμία τους να βρουν εκείνο το χώρο εργασίας που θα τους διασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες και επαρκείς παροχές, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα εις βάρος τους, αφού είναι πλέον γνωστό σε όλους πως ακόμη και μια εργασία πλήρους ωραρίου δεν επαρκεί για να συντηρήσει ένας νέος άνθρωπος τον εαυτό του. Ο βασικός μισθός που παρέχεται τώρα πια, και με δεδομένο το γεγονός ότι οι τιμές όλων των αγαθών παραμένουν εξαιρετικά υψηλές, δεν αποτελεί επαρκές κίνητρο για τους νέους, αφού αισθάνονται πως ο κόπος τους δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα.
Σκοταδισμός: η τάση για αντίδραση σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και προόδου στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού, με σκόπιμη διατήρηση του λαού στην αμάθεια και την άγνοια.
Κοσμοπολιτισμός: θεωρία σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι κατ’ αρχήν πολίτης του κόσμου και δευτερευόντως μέλος ενός κράτους ή ενός έθνους / ο τρόπος ζωής του κοσμοπολίτη, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υπέρβαση των εθνικών παραδόσεων, ταξίδια σε διάφορες χώρες του κόσμου, απόκτηση εμπειριών και αφομοίωση επιρροών από πολλές και διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς.
Φαρισαϊσμός: η υποκριτική συμπεριφορά που ταιριάζει σε Φαρισαίο, σε άτομο, δηλαδή, που εμμένει στην τήρηση των τύπων αδιαφορώντας για την ουσία. [Φαρισαίος: μέλος ιουδαϊκής θεοκρατικής μερίδας, που επιδίωκε την πιστή τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου και στην Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται από υποκριτική θεοσέβεια.
Πλουραλισμός: η αρχή κατά την οποία άνθρωποι διαφορετικών φυλών, θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων κ.λπ. μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά σε μια κοινωνία, διατηρώντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους / η δυνατότητα να εκφράζονται όλες οι απόψεις ελεύθερα σχετικά με ένα ζήτημα.
Λαϊκισμός: η ιδέα σύμφωνα με την οποία οι επιθυμίες και οι πεποιθήσεις των λαϊκών μαζών αποτελούν βάσιμο οδηγό πολιτικής δράσης / (κακόσημο) ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που ευχαριστούν τον λαό (και γενικότερα τους πολλούς), χωρίς όμως και να τον ωφελούν, με σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του.
Κυνισμός: λόγος, πράξη ή συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από ωμή ειλικρίνεια, απουσία σεβασμού στους τύπους και στα κοινώς αποδεκτά, από περιφρόνηση των συμβατικών κοινωνικών κανόνων.
Νεποτισμός: η οικογενειοκρατία, η πρακτική, δηλαδή, να τοποθετούνται από αυτούς που έχουν εξουσία συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα σε ανώτερες θέσεις και σε ανώτερα αξιώματα.
Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός, ένα δίπολο (του Νίκου Μουζέλη)
Με την ένταση της οικονομικής κρίσης αναπτύσσεται ραγδαία ένας ακραίος, αμυντικός εθνικισμός και στον δημόσιο χώρο και σε αυτόν της πολιτικής πρακτικής. Λόγω αυτού αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες του εθνικισμού, του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού- έννοιες που παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαμάχες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας. Ο εθνικισμός, στην κλασική εκδοχή του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος-έθνος- όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Το κράτος-έθνος κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό που ήταν αδιανόητος σε προνεωτερικές εποχές, κατόρθωσε δηλαδή να κινητοποιήσει και να εντάξει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας στο εθνικό κέντρο. Αυτό σήμαινε τη σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και τη συγκέντρωση στα χέρια εθνικών ελίτ όχι μόνο των μέσων οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας. Σήμαινε με άλλα λόγια τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο. Σήμαινε τέλος ένα πέρασμα από την ταύτιση του ατόμου με την τοπική κοινότητα στην ταύτιση με τη «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους (Ρ. Αnderson). Ετσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η τοπική ταυτότητα ήταν συχνά ισχυρότερη της εθνικής. Σταδιακά όμως η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης. Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, πριν από την Επανάσταση του 1821 η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική (βασιζόταν στη θρησκεία και στη συνέχεια της γλώσσας) και τοπικιστική (το υποκείμενο ταυτιζόταν με την κοινότητά του και όχι με το οθωμανικό κράτος). Με το όραμα ενός ελληνικού κράτους, την ίδρυσή του και την εδραίωσή του περνάμε από το εθνοτικό στο εθνικό. Από το τοπικό στο υπερτοπικό.
Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Αξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων. Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Ετσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas). Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.
Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης. Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Ετσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων. Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Ετσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη. Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Εχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ. Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Οσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...