Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

"ΑΝΤΙΓΟΝΗ" ΤΟΥ JEAN ANOUILH της Λουίζας Αρκουμανέα

Το 1942, ο Ζαν Ανούιγ είχε σοβαρότατο κίνητρο για να στραφεί στην Αντιγόνη. Η Γαλλία φλεγόταν από την επιθυμία να εκστομίσει ένα περίτρανο, αδιασάλευτο, ηρωικό «όχι» στους ναζί κατακτητές της (με εξαίρεση, φυσικά, τους δοσίλογους του Βισύ). Ζώντας «στην αυλή του Κρέοντα», όπως παρατηρεί ο Στάινερ στον Θάνατο της τραγωδίας, ο Ανούιγ αναζήτησε δημιουργικό καταφύγιο στους κώδικες του αρχαίου μύθου. «Αν είχε διαλέξει ένα σύγχρονο περιστατικό, το έργο δεν θα μπορούσε να είχε παρασταθεί. Έτσι, η αρχαία μάσκα επιστρατεύτηκε», όχι για να καλύψει αλλά για ν’ αποκαλύψει «το αληθινό πρόσωπο της εποχής». Αντιμέτωπος με το αξεπέραστο εμπόδιο που θέτει η νεωτερικότητα σε όσους συγγραφείς φιλοδοξούν να επανεφεύρουν την τραγωδία με σύγχρονους όρους –την παρακμή, δηλαδή, της θεολογικής διάστασης που νοηματοδοτούσε την έννοια του τραγικού, όπως αυτό αναπτύχθηκε σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό και κοινωνικό συγκείμενο του παρελθόντος–, ο Ανούιγ επιχειρεί να προσαρμόσει τη δική του εκδοχή στα προτάγματα μιας ιστορικής περιόδου βυθισμένης στις φρικαλεότητες του πολέμου.
Στο σύμπαν που πλάθει ο Γάλλος συγγραφέας, οι θεοί και οι νόμοι τους έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχουν μονάχα πτώματα που εγκαταλείπονται παραδειγματικά σε κοινή θέα, πολιτικοί που μετατρέπονται σε «μάγειρες», γόνοι εκλεκτών οικογενειών που οργανώνουν πραξικοπήματα, εγωπαθείς προδότες που τιμούνται δημοσίως ως ήρωες.
Και εν μέσω όλων αυτών, εν μέσω της δυσωδίας και της αποσύνθεσης, εν μέσω της υποκρισίας και της εξουσιομανίας, στέκεται ένα νεαρό κορίτσι. Η Αντιγόνη. Που αποφασίζει, όπως προβλέπει ο μύθος της, να θάψει τον νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, αψηφώντας την εντολή του Κρέοντα κι επισύροντας για τον εαυτό της ποινή θανάτου.
Η ιστορία είναι η ίδια αλλά η γεύση και η υφή της διαφορετικές. Η επαναστατική ορμή της καινούργιας ετούτης Αντιγόνης αδυνατεί να εκπέμψει μια λάμψη αδιάπτωτης έντασης. Ετούτη εδώ είναι η «petite Antigone»: έχει αδυναμία στη Νουνού της (την Τροφό) και στη Γλύκα (τον σκύλο της). Θάβει τον Πολυνείκη με ένα σκουριασμένο παιδικό φτυαράκι. Όταν συλλαμβάνεται, υπερασπίζεται με θαυμαστή αδιαλλαξία την πράξη της. Στην πορεία, όμως, μαθαίνοντας την πικρή αλήθεια για τον αδερφό της, υποχωρεί. Και ετοιμάζεται να γυρίσει στο δωμάτιό της.
Τελευταία στιγμή αλλάζει γνώμη και προσφέρεται στις αρχές για να θανατωθεί. Η μεταστροφή της παρουσιάζεται, από τη μία, ως απόρροια της νοσταλγίας της για την απόλυτη ομορφιά της παιδικής της ηλικίας και, από την άλλη, ως απέχθεια για τη μικροαστική, «νερωμένη» ευτυχία που της υπόσχονται οι ενήλικες. Αν δεν μπορεί να ζήσει σε έναν κόσμο αγνό, καθαρό και απόλυτο, προτιμά να πεθάνει. Βρισκόμαστε έτη φωτός μακριά από τη σοφόκλεια Αντιγόνη. Αν εκείνη είναι (ακόμη ως σήμερα) φορέας μιας αδιαπραγμάτευτης επιθυμίας αυτοπραγμάτωσης και ελευθερίας, ένα σύμβολο γυναικείας επαναστατικότητας που διαγράφει μια αδάμαστη και αστάθμητη τροχιά, διαταράσσοντας τη διαλεκτική τάξη και αποδίδοντας στη γυναίκα μια πρωτοφανή δύναμη αμφισβήτησης του ηθικού και του πολιτικού, η απόγονός της ξεπηδά στο προσκήνιο για να κλωτσήσει τη ζυγισμένη μακαριότητα των βολεμένων αστών, να αρνηθεί την ενηλικίωση και να δηλώσει: «Δεν θέλω να είμαι μετριόφρων και ν’ αρκούμαι σε μια μικρή μπουκιά που μου τη δίνουν επειδή ήμουν φρόνιμη. Θέλω να είμαι σίγουρη για όλα σήμερα και πως όλα είναι τόσο όμορφα όπως κι όταν ήμουνα μικρή – ή αλλιώς να πεθάνω». ²
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την εκδοχή του μύθου ο Κρέων βγαίνει νικητής. Για την ακρίβεια, αποχωρεί στηριζόμενος σε ένα νεαρό αγόρι για να πάει στο συμβούλιο του κράτους, αστειευόμενος ότι «δεν πρέπει ποτέ κανείς να ενηλικώνεται».
Όλα έχουν εκπέσει, κατά συνέπεια, γονιμοποιώντας την αρχαία τραγωδία μπορούμε να γεννήσουμε μόνο μια μετα-τραγωδία, μοιάζει να λέει ο Ανούιγ, και προχωρά στην πλαισίωση του έργου του από έναν μεταθεατρικό σχολιασμό: «Ιδού. Αυτά τα πρόσωπα θα σας παίξουν την ιστορία της Αντιγόνης. Αντιγόνη, αυτή η αδυνατούλα που κάθεται εκεί πέρα και που δεν λέει τίποτα», μας ενημερώνει ο Πρόλογος, ο οποίος, εν είδει Κορυφαίου του Χορού, παρεμβαίνει στη δράση αναλύοντας την πλοκή, τους ήρωες, τη διαφορά μεταξύ δράματος και τραγωδίας κ.ο.κ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ: ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ

Μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο (1339-1453) με την Γαλλία, που κατέληξε στην απόσυρσή της από τα γαλλικά εδάφη, η Αγγλία έμπλεξε στη δίνη του 30ετούς Εμφύλιου Πολέμου των δύο Ρόδων (1455-1485), κατά τον οποίο οι αριστοκρατικές οικογένειες των Λάνκαστερ και Υόρκ διεκδίκησαν τον θρόνο του βασιλείου. Στα χρόνια της επόμενης Δυναστείας των Τυδώρ (1485-1603) η Αγγλία συνέχισε την πορεία της εσωτερικής κοινωνικής και πολιτικής αναδιοργάνωσης, που κατέληξε στη μεγάλη Επανάσταση του 1642-1649, με πρωταγωνιστή τον Όλιβερ Κρόμγουελ, η οποία, αν και λιγότερο διαφημισμένη, προηγήθηκε της Γαλλικής κατά 130 χρόνια. Με τη θεσμική αποκατάσταση της Συνταγματικής Μοναρχίας το 1689, η Αγγλία προχώρησε πλέον στη φάση των εποικισμών της Αμερικής και άλλων ηπείρων, αναβαθμίστηκε σε Μεγάλη Βρετανία το 1707, και αφού εξουδετέρωσε τη μεγάλη μέχρι τότε αντίπαλό της Γαλλία, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, δημιούργησε μια εκτεταμένη αποικιοκρατική αυτοκρατορία, αναλαμβάνοντας μέχρι το 1947 τα ηνία των εξελίξεων.
Ο Ερρίκος ΣΤ΄ Lancaster (Γουίνδσορ 1421 - 1471), βασιλιάς της Αγγλίας (1422 - 1461, 1470 - 1471), και μνηστήρας του Γαλλικού θρόνου (1422 - 1453), ήταν μοναδικός υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ε΄ και της Αικατερίνης του Βαλουά. Διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία εννέα μόλις μηνών, ενώ αμφισβητήθηκε η πατρότητα του. Επειδή η μητέρα του ανήκε στον βασιλικό Οίκο της Γαλλίας (κόρη του βασιλιά Καρόλου ΣΤ΄), την αμφισβήτησαν έντονα οι Γάλλοι ευγενείς, λόγω του πολέμου με την γειτονική χώρα, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να περιορίσουν τα προνόμιά της στην αντιβασιλεία. Τον Σεπτέμβριο του 1423, συγκλήθηκε το βασιλικό Κοινοβούλιο στο όνομα του βασιλιά και ορίστηκε συμβούλιο αντιβασιλείας υπό τον θείο του Χάμφρεϊ του Γκλόστερ, μικρότερο γιο του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Δ΄, μέχρι την εποχή ενηλικίωσης του βασιλιά, με περιορισμένες αρμοδιότητες. Ο ετεροθαλής αδελφός του Ερρίκου Δ΄, επίσκοπος Ερρίκος Μπωφόρ, είχε σημαντική θέση στο συμβούλιο, ενώ ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος του Ερρίκου Δ΄, Ιωάννης του Λάνκαστερ, ο άλλος του θείος, ορίστηκε αντιβασιλέας της Γαλλίας. Ο νέος βασιλιάς ήθελε να εφαρμόσει ειρηνική πολιτική στις σχέσεις με την Γαλλία. Οι ετεροθαλείς αδελφοί του Ερρίκου, γιοι της μητέρας του από τον δεύτερο γάμο της με τον Όουεν Τυδώρ, πήραν τον τίτλο του κόμητος. Από τους θείους του, Ιωάννη του Λάνκαστερ και Χάμφρεϊ του Γκλόστερ, που ήταν οι δύο ισχυρότεροι αντιβασιλείς, ο πρώτος πέθανε το 1435 και ο δεύτερος το 1447 από καρδιακή προσβολή, πριν κατηγορηθεί για προδοσία. Ως αποτέλεσμα των επιτυχιών του Εκατονταετούς Πολέμου, ο βασιλιάς Ερρίκος Ε΄ πεθαίνοντας άφησε την Αγγλία με ισχυρές κατοχές στα Γαλλικά εδάφη. Μετά τον θάνατο του, οι Γάλλοι, εκμεταλλευόμενοι την ανυπαρξία του εχθρού τους, λόγω ανηλικότητας του νέου βασιλιά, με την εμψύχωση της Ιωάννας της Λωρραίνης ανακατέλαβαν τα εδάφη τους. Μόλις πήρε ολοκληρωτικά την εξουσία στα χέρια του το 1437, ο Ερρίκος ΣΤ΄ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στον ρόλο του, γινόμενος έρμαιο ευνοούμενων ευγενών που τον πίεσαν να τερματίσει τον πόλεμο με την Γαλλία, δυσαρεστώντας τους θείους του που αγνοήθηκαν. Ο επίσκοπος Μπωφόρ και ο Δούκας Γουλιέλμος του Σάφοκ έπεισαν τον βασιλιά ότι ο καλύτερος δρόμος για ειρήνη με την Γαλλία ήταν ο γάμος του με την ανιψιά του Καρόλου Ζ΄ Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας), κόρης του βασιλιά της Νεάπολης Ρενέ Α΄, ξαδέλφου του Γάλλου βασιλιά. Ο Ερρίκος ΣΤ είχε ακούσει για την εκπληκτική της ομορφιά και έστειλε τον Σάφοκ να διαπραγματευθεί με τον Γάλλο βασιλιά. Ο Κάρολος Ζ συμφώνησε να την προσφέρει, αλλά χωρίς την τεράστια περιουσία της ως προίκα, παρά μονάχα τις κομητείες του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) και του Μαιν, κάτι που συμφωνήθηκε με την Συνθήκη της Τουρ και κρατήθηκε μυστικό από το Κοινοβούλιο. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε το 1445 και ο δυναμικός χαρακτήρας της Μαργαρίτας επηρέασε τον Ερρίκο, με αποτέλεσμα να έχει αυτή τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Καθυστέρησε να δημοσιοποιήσει την υποτιμητική για την Αγγλία συνθήκη της Τουρ, γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις του θείου του, Χάμφρεϊ του Γκλόστερ. Μόλις δημοσιοποιήθηκε, τμήμα του λαού εξοργίστηκε με τον Σάφοκ: οι βασιλιάδες Ερρίκος και Μαργαρίτα προσπάθησαν να τον υπερασπίσουν, λέγοντας ότι ήταν δική τους πρωτοβουλία ο γάμος και η Συνθήκη. Το 1447 κάλεσαν στο Κοινοβούλιο τον δούκα του Γκλόστερ, που κατηγορήθηκε για προδοσία, εξορίστηκε και πέθανε στην εξορία. Στην συνέχεια απαλλάχθηκαν και από τον Ριχάρδο, δούκα της Υόρκης, που εξορίστηκε στην Ιρλανδία, και συνέχισαν το έργο τους δίνοντας περισσότερους τίτλους στους Σάφολκ και Μπωφόρ. Η κυβέρνηση άρχισε σταδιακά να γίνεται μισητή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης, της αλλαγής της νομοθεσίας και της απώλειας των περιοχών στην Γαλλία. Ο μεγαλύτερος στόχος ήταν ο δούκας του Σάφοκ που το 1447 πιέστηκε να εξοριστεί, αλλά το πλοίο του μπλέχτηκε σε μάχη, ο ίδιος δολοφονήθηκε και το πτώμα του βρέθηκε αργότερα στην παραλία του Ντόβερ. Ο δούκας του Σόμερσετ επανέλαβε τις επιθέσεις στην Νορμανδία, αλλά εξαναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω, και οι Γάλλοι ανακατέλαβαν ολόκληρη την επαρχία της Νορμανδίας, που ο Ερρίκος Ε΄ είχε καταλάβει για λογαριασμό της Αγγλίας (1450). Στο Λονδίνο, ο Τζακ Κέιντ κήρυξε επανάσταση, ενώ ο Ερρίκος ΣΤ ήρθε με στρατό να την καταστείλει. Ο Κέιντ κατόρθωσε για μερικές μέρες να καταλάβει το Λονδίνο, αλλά μετά την σύγχυση που ακολούθησε, ο βασιλικός στρατός το ανακατέλαβε. Το 1450 χάθηκε και η Ακουιτανία, που ήταν στην κατοχή των Άγγλων από την εποχή του βασιλιά Ερρίκου Β΄, ενώ το Καλαί ήταν η μόνη πόλη που είχε παραμείνει στην Αγγλία. Μέσα σε αυτή την κατάσταση πανικού, ο δούκας Ριχάρδος της Υόρκης (1452) ανακλήθηκε από την εξορία στην Ιρλανδία. Αυτός παρουσίασε στον βασιλιά Ερρίκο ΣΤ μια σειρά από προτάσεις, με αποκορύφωμα την απαίτηση για εξορία του δούκα του Σόμερσετ. Ο βασιλιάς αρχικά συμφώνησε, αλλά η Μαργαρίτα αρνήθηκε να δεχτεί την εξορία του Σόμερσετ. Το 1453, οι εξουσίες του δούκα Ριχάρδου της Υόρκης επανήλθαν πλήρως, ενώ οι Άγγλοι ανακατέλαβαν τη Μπορντό και είχαν μερικές επιτυχίες στην Ακουιτανία, ενώ η βασίλισσα έμεινε έγκυος. Οι μικρές Αγγλικές επιτυχίες στην Ακουιτανία κράτησαν λίγο και μετά την ήττα του 1453 ανακαταλήφθηκαν από τους Γάλλους, ενώ ο Ερρίκος έπεσε σε κρίση τρέλας, από την οποία δεν μπορούσε να συνέλθει και δεν μπόρεσε καν να παρευρεθεί στην βάπτιση του γιου του, Εδουάρδου. Ο Ριχάρδος της Υόρκης κέρδισε σημαντική υποστήριξη από τον Ριχάρδο Νέβιλ, κόμη του Γουόρικ, έναν από τους πλουσιότερους ευγενείς την εποχή του στην Αγγλία. Η βασίλισσα Μαργαρίτα περιορίστηκε στη διακυβέρνηση, ενώ ο βασιλιάς Ερρίκος ΣΤ΄ ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και επανήλθε στα λογικά του. Έπασχε από την ίδια ασθένεια με αυτή που είχε ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, βασιλιάς Κάρολος ΣΤ΄ της Γαλλίας. Τον τυραννούσε με ασταμάτητες κρίσεις τρέλας τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του. Δυσαρεστημένοι ευγενείς συσπειρώθηκαν γύρω από τον εξάδελφό του Εδουάρδο της Υόρκης. Επακολούθησε ο 30ετής εμφύλιος Αγγλικός Πόλεμος των Δύο Ρόδων (1455-1485) μεταξύ των δύο Οίκων της Υόρκης και του Λάνκαστερ. Τελικά, ο Εδουάρδος της Υόρκης (1461) κατέλαβε τον Αγγλικό θρόνο ως Εδουάρδος Δ΄ (1461-1483), ανατρέποντας τον Ερρίκο ΣΤ΄ που διέφυγε στην Σκοτία. Λίγη αντίσταση από τον Οίκο του Λάνκαστερ καθοδηγούμενη από την ,Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) καταστάληκε, ενώ ο Ερρίκος ΣΤ συνελήφθη και ήταν από το 1465 αιχμάλωτος στον πύργο του Λονδίνου. Η βασίλισσα Μαργαρίτα εξορίστηκε στην Σκοτία και αργότερα βρέθηκε στην Γαλλία, όπου ζήτησε βοήθεια από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΑ΄ να επαναφέρει στον θρόνο αυτήν και τον σύζυγο της. Εξασφάλισε και την συμμαχία του πάμπλουτου Ριχάρδου Νέβιλ, που είχε παραγκωνιστεί από τον βασιλιά Εδουάρδο Δ΄ παρά την υποστήριξη που του είχε. Ο Νέβιλ επιτέθηκε στο Λονδίνο, ανέτρεψε τον Εδουάρδο Δ΄, ελευθέρωσε τον Ερρίκο ΣΤ' και τον επανέφερε στον θρόνο (1470-1471). Ήταν όμως πλέον ανίκανος για οτιδήποτε, αφού η ασθένεια του σε συνδυασμό με την αιχμαλωσία τον είχαν φέρει σε πλήρη νευρική παράλυση. Όταν ο Ριχάρδος Νέβιλ είδε ότι δεν είχε πάρει την κατάλληλη υποστήριξη για πόλεμο στην Βουργουνδία, επανέφερε ξανά τον Εδουάρδο Δ΄ στον θρόνο, ο δε Ερρίκος ΣΤ΄ αιχμαλωτίστηκε ξανά στον Πύργο του Λονδίνου και δολοφονήθηκε τον Μάιο του 1471. Για τον φόνο, τον δικό του και του γιου του Εδουάρδου, κατηγορήθηκε ο βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄ που φαίνεται ότι βρισκόταν πίσω από αυτόν.
Ο Εδουάρδος Δ΄ (Edward IV, 28 Απριλίου 1442 - 9 Απριλίου 1483) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1461-1483) με διακοπή λίγων μηνών την περίοδο (1470-1471), δεύτερος γιος του Ριχάρδου Πλανταγενέτη, 3ου δούκα της Υόρκης, και της Σεσίλ Νέβιλ. Η διεκδίκηση των δικαιωμάτων του Οίκου της Υόρκης στο Αγγλικό στέμμα στάθηκε αφορμή να ξεσπάσει ο 30ετής εμφύλιος Πόλεμος των Δύο Ρόδων (1455-1485) ανάμεσα στους δύο Οίκους των Λάνκαστερ και της Υόρκης. Όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στην μάχη του Γουέικφιλντ, ο Εδουάρδος κληρονόμησε τα δικαιώματά του. Με την υποστήριξη του πάμπλουτου Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ, ο Εδουάρδος Δ νίκησε τον στρατό του Λάνκαστερ, όταν εκμεταλλεύτηκε την απουσία του βασιλιά Ερρίκου ΣΤ΄ στα βόρεια της Αγγλίας. Εισήλθε στο Λονδίνο (1461), ανακηρύχτηκε βασιλιάς, και κέρδισε ολοκληρωτικά την εξουσία, όταν την ίδια χρονιά σύντριψε τους αντιπάλους του στην Μάχη του Τάουτον. Ο Γουόρικ πίστευε ότι θα είναι ουσιαστικά αυτός ο κυβερνήτης, ενώ ο νεαρός Εδουάρδος Δ απλό όργανο του, σκοπεύοντας να τον παντρέψει με μεγάλη Ευρωπαία πριγκίπισσα και να κάνει ισχυρή ναυτική συμμαχία. Αλλά ο Εδουάρδος Δ, αντίθετα με τις θελήσεις του θείου του, νυμφεύτηκε μυστικά την Ελισάβετ Γούντβιλ, που ήταν πολύ φτωχή, αλλά ταυτόχρονα φιλόδοξη. Αν και η θέση του κόμη του Γουόρικ δεν απειλήθηκε ποτέ, δυσαρεστήθηκε έντονα με τον γάμο του Εδουάρδου και με την βοήθεια του δυσαρεστημένου αδελφού του, Γεωργίου δούκα του Κλάρενς, οδηγήθηκε σε επανάσταση εναντίον του βασιλιά. Ο βασιλικός στρατός ηττήθηκε και ο Εδουάρδος Δ αιχμαλωτίστηκε ακολούθως στο Όλνεϊ, ενώ ο Γουόρικ επιχείρησε να αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς της Αγγλίας στην θέση του Εδουάρδου. Η αριστοκρατία όμως δυσαρεστήθηκε μαζί του και, από τον φόβο της προετοιμαζόμενης επανάστασης εναντίον του, ελευθέρωσε τον Εδουάρδο Δ και τον επανέφερε στον θρόνο. Το 1470, ο Γουόρικ μαζί με τον Γεώργιο του Κλάρενς επαναστάτησαν για δεύτερη φορά, αλλά ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Γαλλία. Εκεί συναντήθηκαν με την Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) και αποφάσισαν να εκστρατεύσουν ομαδικά στην Αγγλία την ίδια χρονιά και να επαναφέρουν τον Ερρίκο ΣΤ στο θρόνο. Ο Εδουάρδος Δ ανησύχησε, όταν έμαθε ότι και ο αδελφός του Γουόρικ, Τζον Νέβιλ, μαρκήσιος του Μονταγκού, πήγε με το μέρος του Οίκου του Λάνκαστερ. Ο Ερρίκος ΣΤ΄ για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα επανήλθε στον θρόνο και ο Εδουάρδος Δ κατέφυγε στην Βουργουνδία, αφού συμμάχησε με τον μικρότερο αδελφό του, Ριχάρδο, δούκα του Γκλόστερ. Ηγεμόνες της Βουργουνδίας ήταν η αδελφή του, Μαργαρίτα της Υόρκης, και ο γαμπρός του, Κάρολος της Βουργουνδίας. Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος ήταν αρχικά απρόθυμος να βοηθήσει τον Εδουάρδο Δ, όταν η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Βουργουνδία άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να δώσει στρατό στον Εδουάρδο Δ για να ανακτήσει το βασίλειο του. Ο Εδουάρδος Δ ήρθε στην Αγγλία με μικρή στρατιωτική δύναμη και προσπάθησε να επανέλθει στον θρόνο χωρίς την χρήση στρατιωτικής βίας. Ο οίκος της Υόρκης δεν τον υποστήριζε πια και βάδισε νοτιότερα, για να συλλέξει συμμάχους. Ο δούκας του Κλάρενς ενώθηκε ξανά μαζί του. Ο Εδουάρδος Δ με τους αδελφούς του νίκησε τον Γουόρικ στην Μάχη του Μπάρνετ και, με τον Γουόρικ νεκρό, εξουδετερώθηκε κάθε μορφή αντίστασης από τον Οίκο του Λάνκαστερ (1471). Ο Εδουάρδος Δ΄ επανήλθε στον Αγγλικό θρόνο και ο Ερρίκος ΣΤ΄ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε, ώστε να εξουδετερωθεί κάθε μορφή αντίστασης εναντίον του. Ο 18χρονος γιος του Ερρίκου Εδουάρδος του Ουέστμινστερ σκοτώθηκε επίσης στην μάχη. Οι δύο νεώτεροι αδελφοί του Εδουάρδου Δ, Γεώργιος δούκας του Κλάρενς, και Ριχάρδος δούκας του Γκλόστερ (μετέπειτα βασιλιάς Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας), παντρεύτηκαν τις αδελφές Ισαβέλλα και Άννα Νέβιλ, κόρες του Γουόρικ με την Άννα Μποσάμπ, και έγιναν διάδοχοι της περιουσίας της μητέρας τους. Ο Κλάρενς, μετά από συνωμοσία κατά του Εδουάρδου Δ, αιχμαλωτίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου και εκτελέστηκε το 1478. Ο Εδουάρδος Δ΄ δεν αντιμετώπισε άλλες επαναστάσεις στο υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του. Το 1475 κήρυξε πόλεμο κατά της Γαλλίας και κατέληξε στην Συνθήκη του Πικινί, όπου λάμβανε άμεσα ποσό των 75.000 κορονών και θα έπαιρνε ένα ετήσιο ποσό 50.000 κορονών. Υποστήριξε τον Αλέξανδρο Στιούαρτ, δούκα του Όλμπανι, αδελφό του Σκοτσέζου βασιλιά Ιακώβου Γ΄ (1482) στην προσπάθεια του να καταλάβει τον θρόνο. Αλλά όταν ο Γκλόστερ εκστράτευσε για να τον υποστηρίξει στην προσπάθεια του να αφαιρέσει το Εδιμβούργο από τον Ιάκωβο Γ΄, ο Αλέξανδρος αθέτησε την συμφωνία του, οπότε και ο Γκλόστερ απέσυρε τα στρατεύματα του. Ο Εδουάρδος Δ' αρρώστησε θανάσιμα στις αρχές του 1483, αλλά προσπάθησε να παρατείνει την ζωή του, για να εξασφαλίσει τους κανόνες διαδοχής του, ορίζοντας διάδοχο τον γιο του Εδουάρδο Ε΄ υπό την επίβλεψη του αδελφού του Ριχάρδου του Γκλόστερ. Πέθανε στις 9 Απριλίου 1483 και ενταφιάστηκε στο κάστρο του Γουίνδσορ. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, είχε πέσει θύμα της λαιμαργίας του και είχε παχύνει επικίνδυνα, σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους λόγους του πρόωρου θανάτου του. Με την νόμιμη σύζυγο του, Ελισάβετ Γούντβιλ, απέκτησε 10 παιδιά, εκ των οποίων επέζησαν τα 7, μεταξύ των οποίων ήταν οι Ελισάβετ της Υόρκης, Μαρία της Υόρκης (1467-1482), Σεσίλ της Υόρκης (1469 - 1507), σύζυγος του βασιλιά της Σκοτίας Ιακώβου Δ΄, Εδουάρδος Ε΄ της Αγγλίας, Άννα της Υόρκης, κόμισσα του Σάρεϊ (1475 - 1511), Αικατερίνη της Υόρκης (1479 - 1527) και Μπρίτζετ της Υόρκης (1480 - 1517).
Ο Εδουάρδος Ε΄ (Edward V of England, 2 Νοεμβρίου 1470 - 1483;) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από τις 9 Απριλίου του 1483 έως τις 26 Ιουνίου του 1483. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό στην πολύ σύντομη περίοδο της βασιλείας του ήταν η ασφυκτική επιρροή που είχε επάνω του ο θείος του Ριχάρδος, δούκας του Γκλόστερ, που αργότερα έγινε βασιλιάς ως Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας, Εδουάρδου Δ΄, και της Ελισάβετ Γούντβιλ. Γεννήθηκε σε μια περίοδο που η μητέρα του βρισκόταν υπό διωγμό από την οικογένεια των Λάνκαστερ, οι οποίοι είχαν προσωρινά εκθρονίσει τον πατέρα του, βασιλιά Εδουάρδο Δ΄, αφού βρισκόταν σε έξαρση ο Πόλεμος των Ρόδων. Μετά την επαναφορά του πατέρα του στον θρόνο, δημιούργησε τον Ιούνιο του 1471 προς τιμή του το πριγκιπάτο της Ουαλίας. Ο πατέρας του, θέλοντας να πραγματοποιήσει συμμαχία με τον δούκα της Βρετάνης (1480), τον πάντρεψε με την 4χρονη Άννα της Βρετάνης, κόρη του δούκα της Βρετάνης, Φραγκίσκου Β΄. Τα σχέδια τους ήταν να παραχωρηθεί η Βρετάνη στον δεύτερο γιο του ζεύγους, αφού ο πρώτος θα γινόταν δούκας της Ουαλίας, όλα τα σχέδια όμως εξαφανίστηκαν μαζί με τον Εδουάρδο Ε΄. Ο βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄, αφού εγκατέστησε το Συμβούλιο της Ουαλίας, έστειλε τον διάδοχο του στο κάστρο του Λάντλοου, όπου έμεινε μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Τότε έμαθε για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του. Κληρονόμησε τον θρόνο στις 9 Απριλίου 1483 υπό την κηδεμονία του θείου του, αδελφού του πατέρα του, Ριχάρδου, δούκα του Γκλόστερ. Ο Ριχάρδος ανέλαβε προστάτης και του μικρότερου αδελφού του Εδουάρδου, Ριχάρδου, δούκα της Υόρκης. Ο Ριχάρδος ανέκοψε την πορεία της συνοδείας, όπου τα δύο μικρά αδέλφια πήγαιναν προς το Λονδίνο και ανέλαβε ο ίδιος να τα συνοδεύσει. Σε δύο μήνες (25 Ιουνίου 1483), ο Ριχάρδος πέτυχε μέσω του Κοινοβουλίου να βγάλει νόθα τα δύο αδέλφια, με την δικαιολογία ότι ο πατέρας τους Εδουάρδος Δ΄ είχε κατοχυρώσει γάμο με την Ελεονώρα Μπάτλερ πριν παντρευτεί την μητέρα τους. Οι άλλοι αδελφοί του πατέρα τους δεν βρίσκονταν σε ζωή ούτε είχαν αφήσει απογόνους, οπότε ο Ριχάρδος του Γκλόστερ ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Αγγλικού στέμματος ως Ριχάρδος Γ΄. Ο θείος τους έκλεισε τα δύο αδέλφια στον Πύργο του Λονδίνου και από τότε εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος, καμιά ένδειξη ότι ίσως δραπέτευσαν. Αυτό ήταν αιτία να κατηγορηθεί αργότερα ο θείος τους βασιλιάς Ριχάρδος Γ΄ για την υποτιθέμενη δολοφονία τους. Το 1674 οι τεχνίτες στον Πύργο του Λονδίνου βρήκαν δύο παιδικούς σκελετούς. Ο βασιλιάς Κάρολος Β΄ της Αγγλίας, βέβαιος ότι ανήκαν στους δύο μικρούς πρίγκιπες, διέταξε να ενταφιαστούν στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Πραγματογνώμονες εξετάζοντας το 1993 τα κόκαλα των παιδιών, δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε σχετικά με την ηλικία, το φύλο και τον τρόπο θανάτου τους.
Ο Ριχάρδος Γ΄ (2 Οκτωβρίου 1452 - 22 Αυγούστου 1485) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1483 - 1485), ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου της Υόρκης και 13ος και τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πλανταγενετών. Γεννήθηκε στο κάστρο του Φόθερινγκεϊ, νεότερος γιος του Ριχάρδου της Υόρκης και της Σεσίλ Νέβιλ. Σε μικρή ηλικία στάλθηκε στο κάστρο του Γουένσλιντεϊλ υπό την κηδεμονία του Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ. Την εποχή του θανάτου του πατέρα του και του αδελφού του Εδμόνδου στη Μάχη του Γουέικφιλντ, ο Ριχάρδος Γ ήταν ακόμα παιδί υπό την επίβλεψη του Γουόρικ. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Εδουάρδου Δ΄, απέδειξε τις ικανότητες του ως στρατιωτικός αρχηγός, ανταμείφθηκε με πολλά εδάφη στην βόρεια Αγγλία και τον τίτλο του δούκα του Γκλόστερ. Έγινε ο ισχυρότερος και πλουσιότερος ευγενής της εποχής του και ήταν ο ισχυρότερος βοηθός του Εδουάρδου Δ΄, σε αντίθεση με τον άλλο τους αδελφό, Γεώργιο Πλανταγενέτη, 1ο δούκα του Κλάρενς, που εκτελέστηκε για προδοσία. Με τον θάνατο του αδελφού του Εδουάρδου Δ΄ στις 9 Απριλίου 1483, οι δύο γιοι του ήταν ακόμα ανήλικοι: ο διάδοχος του βασιλιάς Εδουάρδος Ε΄ ήταν 12 ετών και ο μικρότερος αδελφός του Ριχάρδος της Υόρκης εννέα. Ο Ριχάρδος Γ ανέλαβε την αντιβασιλεία, εκτόπισε τους φρουρούς τους, τους φυλάκισε, τους εκτέλεσε και ανέλαβε ο ίδιος την φύλαξη τους, με μελλοντικά σχέδια να εκτελέσει και τους ίδιους τους πρίγκιπες αργότερα. Φυλάκισε τον Εδουάρδο και τον μικρότερο αδελφό του στον Πύργο του Λονδίνου. Από εκεί και πέρα, όλοι οι επισκέπτες που έφταναν να δουν τον ανήλικο βασιλιά δολοφονούνταν, ενώ παντού κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ριχάρδος Γ σκότωσε τα ανίψια του. Συγκάλεσε το Κοινοβούλιο και ανακήρυξε τα ανίψια του νόθα παιδιά του αδελφού του, βασιλιά Εδουάρδου Δ΄. Για να πετύχει τον σκοπό του, χρησιμοποίησε την μαρτυρία ενός επισκόπου, που δήλωσε ότι πάντρεψε τον Εδουάρδο Δ΄ με την Ελεονώρα Μπάτλερ, η οποία ζούσε όταν παντρεύτηκε την Ελισάβετ Γούντβιλ. Έτσι, ο Ριχάρδος μέσω του Κοινοβουλίου ανακηρύχθηκε νόμιμος βασιλιάς στις 26 Ιουνίου 1483 και τον Ιούλιο έγινε και τυπικά η στέψη του στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Οι φήμες ότι σκότωσε τα ανήλικα ανίψια του τον έκαναν μισητό στον λαό. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν δύο σημαντικές εξεγέρσεις: Η πρώτη το 1483 με τον Ερρίκο Στάφορντ, 2ο κόμη του Μπάκιγχαμ, που καταστάληκε με την εκτέλεση του δούκα, η δεύτερη το 1485 με τον Ερρίκο Τυδώρ, 2ο κόμη του Ρίτσμοντ, και τον θείο του, Τζάσπερ. Στις 22 Αυγούστου 1485, αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Ερρίκου Τυδώρ στη Μάχη του Μπόσγουορθ, κατά την διάρκεια της οποίας εγκαταλείφθηκε από τον Τόμας Στάνλεϊ, 1ο κόμη του Ντέρμπι, τον Γουλιέλμο Στάνλεϊ και τον Ερρίκο Πέρσυ. Οι δυνάμεις του διαλύθηκαν, η συντριβή του ήταν βέβαιη, αλλά ο Ερρίκος Τυδώρ τα βρήκε πολύ δυσκολότερα από ό,τι υπολόγιζε, αφού ο Ριχάρδος Γ πολέμησε σκληρά με μεγάλη γενναιότητα, αν και ήταν χωρίς άλογο. Κατάφερε μόνος του να σκοτώσει τους ακολούθους του Ερρίκου Τυδώρ, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε λίγο πριν φτάσει στον ίδιο τον Ερρίκο. Το νεκρό σώμα του περιφέρθηκε στους δρόμους και θάφτηκε στην εκκλησία του Λέστερ. Ο Ριχάρδος Γ είχε παντρευτεί την Άννα Νέβιλ, κόρη του κόμη του Γουόρικ, η οποία είχε παντρευτεί στον πρώτο της γάμο τον Εδουάρδο του Ουέστμινστερ, γιο του Ερρίκου ΣΤ΄, στις 12 Ιουνίου 1472. Είχε μαζί της έναν γιο, τον Εδουάρδο Πλανταγενέτη (1473 - 1484), που πέθανε αμέσως μετά, αφού πήρε τον τίτλο του κόμη της Ουαλίας. Μετά τον θάνατο του ανήλικου γιου του, ο Ριχάρδος Γ όρισε ως διάδοχο του τον Εδουάρδο, κόμη του Γουόρικ, νεώτερο γιο του αδελφού του, δούκα του Κλάρενς και της Άννας Νέβιλ, που εκτελέστηκε (1499) με διαταγή του Ερρίκου Ζ΄. Η ήττα του στη Μάχη του Μπόσγουορθ έδωσε τέλος στον Πόλεμο των Ρόδων. Τον διαδέχθηκε ο ίδιος ο νικητής του, Ερρίκος Ζ Τυδώρ, που νομιμοποίησε την διαδοχή του, αφού παντρεύτηκε την Ελισάβετ της Υόρκης, αδελφή του ανατραπέντος βασιλιά Εδουάρδου Ε'. Με την πτώση του Ριχάρδου τελείωσε για την Αγγλία η δυναστεία των Πλανταγενετών που βασίλευσε από το 1154 με την άνοδο στο θρόνο του Ερρίκου Β΄.
Ο Ερρίκος Ζ΄ (Henry VII; 28 Ιανουαρίου 1457-21 Απριλίου 1509), βασιλιάς της Αγγλίας, λόρδος της Ιρλανδίας (1485-1509), ήταν ο πρώτος μονάρχης της Δυναστείας των Τυδώρ, μοναδικός γιος του Εδμόνδου Τυδώρ, 1ου κόμη του Ρίτσμοντ και της Μαργαρίτας Μπωφόρ τρισέγγονης του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ' μέσω του δεύτερου γιου του Ιωάννη της Γάνδης, ιδρυτή του Οίκου του Λάνκαστερ. Εκμεταλλεύτηκε τον εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στον οίκο της Υόρκης, όταν ο βασιλιάς Εδουάρδος Ε' ανατράπηκε από τον θείο του Ριχάρδο Γ', παίρνοντας σύζυγο του την Ελισάβετ της Υόρκης αδελφή του ανατραπέντος βασιλιά Εδουάρδου Ε'. Στις 22 Αυγούστου 1485 ο Ερρίκος Ζ και οι δυνάμεις του Οίκου των Λάνκαστερ νίκησαν τον Ριχάρδο Γ' και τις δυνάμεις του Οίκου της Υόρκης στη Μάχη του Μπόσγουορθ. Ο θάνατος του Ριχάρδου Γ έθεσε τέρμα στον Πόλεμο των Ρόδων μεταξύ των δύο Οίκων. Η πολιτική του Ερρίκου Ζ' αποσκοπούσε τόσο στη διατήρηση της ειρήνης όσο και στην οικονομική ευημερία. Ήταν προσεκτικός στα οικονομικά θέματα και αποκατάστησε το χρεοκοπημένο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, εισάγοντας αποτελεσματικούς μηχανισμούς φορολόγησης. Σε αυτό είχε την υποστήριξη του καγκελάριου Αρχιεπισκόπου Τζον Μόρτον, ο οποίος διασφάλισε ότι οι ευγενείς πλήρωναν αυξημένους φόρους. Δεν ήταν στρατιωτικός και δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να ανακτήσει τις γαλλικές περιοχές που χάθηκαν κατά την βασιλεία των προκατόχων του. Έτσι υπέγραψε συνθήκη με τη Γαλλία, η οποία, άμεσα και έμμεσα, έφερε χρήματα στα ταμεία της Αγγλίας και διασφάλισε ότι οι Γάλλοι δεν θα υποστήριζαν άλλους διεκδικητές του Αγγλικού θρόνου. Είχε την οικονομική υποστήριξη και προστασία του γαλλικού θρόνου στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας του πριν ανεβεί στον Αγγλικό θρόνο. Για να ενισχύσει τη θέση του όμως, επιδότησε την κατασκευή πλοίων ενισχύοντας έτσι το ναυτικό και βελτιώνοντας τις ευκαιρίες για εμπόριο. Μέχρι το θάνατό του είχε συγκεντρώσει προσωπική περιουσία ενάμισι εκατομμυρίου λιρών. Με την σύζυγο του Ελισάβετ της Υόρκης παιδιά τους ήταν οι Αρθούρος της Ουαλίας, Μαργαρίτα Τυδώρ, Ερρίκος Η' της Αγγλίας και Μαρία Τυδώρ της Γαλλίας.
Ο Ερρίκος Η΄ (Henry VIII, 28 Ιουνίου 1491 - 28 Ιανουαρίου 1547), μόνος επιζών γιος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ζ΄ και της Ελισάβετ της Υόρκης, ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από τις 21 Απριλίου 1509 έως το θάνατό του. Επίσης, ήταν λόρδος και αργότερα βασιλιάς της Ιρλανδίας και διεκδικητής του θρόνου της Γαλλίας. Ο Ερρίκος Η΄ αναδείχτηκε σε σημαντική φυσιογνωμία της ιστορίας της αγγλικής μοναρχίας. Αν και στις αρχές της βασιλείας του αντιτάχθηκε ενεργά στην μεταρρύθμιση της Αγγλικανικής Εκκλησίας, που είχε ξεκινήσει από τον 14ο αιώνα, είναι πιο γνωστός για τις εκκλησιαστικές διαμάχες του με τη Ρώμη. Οι διαμάχες αυτές τελικά τον οδήγησαν στο διαχωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας από την εξουσία της Ρώμης, τη διάλυση των μοναστηριών και την εγκαθίδρυση της αγγλικής μοναρχίας ως ύπατης αρχής της Εκκλησίας της Αγγλίας. Αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι ασπάστηκε τον Προτεσταντισμό λίγο πριν πεθάνει, υποστήριξε την Καθολική ιεροτελεστία και πρακτική σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η βασιλική υποστήριξη της αγγλικής μεταρρύθμισης συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, Εδουάρδο ΣΤ΄ και Ελισάβετ Α΄, ενώ η κόρη του, Μαρία Α΄, αγωνίστηκε για την επιστροφή της αγγλικής εκκλησίας στην εξουσία του Πάπα. Ο Ερρίκος Η΄ επίσης προώθησε την νομική ένωση της Αγγλίας και της Ουαλίας (1535-1542). Είναι διάσημος για τους έξι γάμους του. Το 1494 ο Ερρίκος Η έγινε Δούκας της Υόρκης. Αργότερα διορίσθηκε Στρατάρχης της Αγγλίας και Τοποτηρητής της Ιρλανδίας. Καθώς αναμενόταν ότι ο θρόνος θα περνούσε στον μεγαλύτερο αδελφό του πρίγκιπα Αρθούρο, ο Ερρίκος ετοιμάσθηκε για μια ζωή στην εκκλησία. Την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του ανέλαβαν αξιόλογοι δάσκαλοι. Ομιλούσε άπταιστα λατινικά, γαλλικά και ισπανικά. Το 1502 ο Αρθούρος πέθανε σε ηλικία 15 ετών. Ο θάνατος του μετέφερε όλα τα καθήκοντα του στον αδελφό του Ερρίκο Η. Ο πατέρας του Ερρίκος Ζ΄ ανανέωσε τις προσπάθειες του να σφραγίσει μια συζυγική συμμαχία ανάμεσα στην Αγγλία και την Ισπανία, προσφέροντας στον Ερρίκο Η για γάμο την χήρα του πρίγκιπα Αρθούρου, Αικατερίνη της Αραγωνίας, νεότερη κόρη του Βασιλιά Φερδινάνδου της Αραγωνίας και της Βασίλισσας Ισαβέλλας της Καστίλης. Δύο ημέρες μετά την στέψη του συνέλαβε τους δύο πιο αντιδημοφιλείς υπουργούς του πατέρα του, τον Ρίτσαρντ Έμπσον και τον Έντμουντ Ντάντλέϊ, με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας και τους εκτέλεσε το 1510, εγκαινιάζοντας μία τακτική που χρησιμοποίησε συχνά στο μέλλον για να αντιμετωπίσει όσους αντιστέκονταν στο έργο του. Ως άνδρας της εποχής της Αναγέννησης ο Ερρίκος Η δημιούργησε αυλή που ήταν το κέντρο λόγιων και καλλιτεχνικών καινοτομιών με λαμπερή ιδιαιτερότητα. Ο ίδιος ήταν μουσικός, συγγραφέας, και ποιητής. Η πιο γνωστή του μουσική σύνθεση είναι το "Pastime with Good Company" ή "The Kynges Ballade". Ήταν επίσης αχόρταγος στο φαγητό, παίκτης ζαριών, και διαπρεπής στον αθλητισμό, ειδικά στην κονταρομαχία, το κυνήγι, και το πραγματικό τένις. Ήταν επίσης γνωστός για την ισχυρή αφοσίωση του στον Χριστιανισμό. Το 1511, ο Πάπας Ιούλιος Β΄ διακήρυξε την Αγία Λίγκα εναντίον της Γαλλίας. Αυτή η νέα συμμαχία ραγδαία μεγάλωσε για να περιλάβει την Ισπανία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, αλλά και την Αγγλία. Ο Ερρίκος Η αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτήν την περίσταση ως δικαιολογία για να επεκτείνει τις κτήσεις του στη βόρεια Γαλλία. Σύναψε την Συνθήκη του Ουεστμίνστερ, μια συμφωνία αμοιβαίας βοήθειας με την Ισπανία εναντίον της Γαλλίας, το Νοέμβριο του 1511 και ετοιμάσθηκε για ανάμειξη στον Πόλεμο της Λίγκας του Καμπραί. Το 1513, ο Ερρίκος επιτέθηκε στην Γαλλία και οι δυνάμεις του νίκησαν έναν Γαλλικό στρατό στη Μάχη των Σπιρουνιών. Ο γαμπρός του Ιάκωβος Δ΄ της Σκοτίας επιτέθηκε στην Αγγλία με εντολή του Λουδοβίκου ΙΒ΄ της Γαλλίας, αλλά απέτυχε να αποστρέψει την προσοχή του Ερρίκου από τη Γαλλία. Οι Σκότοι νικήθηκαν καταστροφικά στην Μάχη του Φλόντεν Φιλντ στις 9 Σεπτεμβρίου 1513. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο Σκότος Βασιλιάς και η μάχη τελείωσε την βραχεία ανάμειξη της Σκοτίας στον πόλεμο. Στις 18 Φεβρουαρίου 1516, η βασίλισσα Αικατερίνη γέννησε το πρώτο παιδί τους που επέζησε της βρεφικής ηλικία, την πριγκίπισσα Μαρία της Αγγλίας, η οποία αργότερα βασίλευσε ως Μαρία Α΄ Τυδώρ (1553-1558). Στον οικονομικό τομέα η βασιλεία του Ερρίκου δεν ήταν επιτυχημένη. Αφού κληρονόμησε μια ευημερούσα οικονομία (αυξημένη από κατασχέσεις των εκκλησιαστικών γαιών), η μεγάλη σπατάλη και οι υψηλοί φόροι ζημίωσαν τη οικονομική ανάπτυξη. Ενδεικτικά της σπατάλης ήταν η επαύξηση του Βασιλικού Ναυτικού από 5 σε 53 πλοία και τα 55 παλάτια· που κατασκεύασε, στα οποία κρέμασε 2.000 τάπητες τοίχου. Ήταν περήφανος για τη συλλογή όπλων του, η οποία περιελάμβανε εξοπλισμό τοξοβολίας, 2.250 κομμάτια πυροβολικού ξηράς και 6.500 όπλα χειρός. Από το 1514 έως το 1529, ο Τόμας Ουόλσεϋ (1473–1530), ένας Καθολικός καρδινάλιος, υπηρέτησε ως λόρδος Καγκελάριος και πρακτικά έλεγχε την εσωτερική και εξωτερική πολιτική για τον νεαρό βασιλιά. Μετακινούσε την Αγγλία μπρος πίσω ως σύμμαχο της Γαλλίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Ο Ουόλσεϋ συγκέντρωσε την εθνική κυβέρνηση και επέκτεινε την δικαιοδοσία των συμβιβαστικών δικαστηρίων, ειδικά της Αίθουσας των Αστέρων. Η χρήση του εκβιαστικών δανείων για να πληρώνει για ξένους πολέμους εξόργισε τους πλούσιους, οι οποίοι ενοχλήθηκαν επίσης από τον τεράστιο πλούτο του και την φανταχτερή διαβίωση του. Ο Ουόλσεϋ απογοήτευσε τον βασιλιά, όταν απέτυχε να διασφαλίσει ένα γρήγορο διαζύγιο από τη Βασίλισσα Αικατερίνη. Το θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο μετά από χρόνια σπατάλης,· οι ευγενείς και ο λαός ήταν δυσαρεστημένοι και ο Ερρίκος Η χρειαζόταν μια εντελώς νέα προσέγγιση· Ο Ουόλσεϋ έπρεπε να αντικατασταθεί. Μετά από 16 έτη στην κορυφή έχασε την εξουσία το 1529 και το 1530 συνελήφθη με πλαστές κατηγορίες προδοσίας και πέθανε υπό επιτήρηση. Ο Ερρίκος τότε πήρε τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης του, αν και στην αυλή πολλές περίπλοκες φατρίες προσπαθούσαν να διαλύσουν η μία την άλλη. Μία από τις σημαντικότερες σειρές συμβάντων της βασιλείας του Ερρίκου Η ήταν η Αγγλική Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, με την οποία η Εκκλησία της Αγγλίας αποσπάστηκε από την εξουσία του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αυτά τα γεγονότα συνδέονταν, εν μέρει, με την ευρύτερη διαδικασία της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, που επηρέασε την άσκηση του Χριστιανισμού σε όλη την Ευρώπη κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η παρακμή του φεουδαλισμού και η άνοδος του εθνικισμού, η άνοδος του κοινού δικαίου, η εφεύρεση της εκτυπωτικής πρέσας και η αυξημένη κυκλοφορία της Βίβλου, η μετάδοση της καινούργιας γνώσης και των ιδεών μεταξύ των διανοουμένων και της ανώτερης και μεσαίας τάξης. Όμως, οι διάφορες φάσεις της Αγγλικής Μεταρρύθμισης, η οποία επίσης κάλυψε την Ουαλία και την Ιρλανδία, καθοδηγούνταν ευρέως από αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική, στις οποίες η κοινή γνώμη βαθμιαία συγκατένευσε. Βασισμένη στην επιθυμία του Ερρίκου Η΄ να ακυρώσει τον γάμο του, η Αγγλική Μεταρρύθμιση ήταν αρχικά περισσότερο ένα πολιτικό ζήτημα παρά μια θεολογική διαμάχη. Η πραγματικότητα των πολιτικών διαφορών μεταξύ Ρώμης και Αγγλίας επέτρεψαν στις αναπτυσσόμενες θεολογικές διαμάχες να έρθουν στο προσκήνιο. Αμέσως πριν την ρήξη με την Ρώμη, ο Πάπας και οι γενικές σύνοδοι της εκκλησίας αποφάσιζαν το δόγμα. Το εκκλησιαστικό δίκαιο διεπόταν από τον κώδικα του κανονικού δικαίου υπό την τελική δικαιοδοσία της Ρώμης. Οι εκκλησιαστικοί φόροι πληρώνονταν απευθείας στη Ρώμη και ο Πάπας είχε τον τελικό λόγο για τον διορισμό των επισκόπων. Η απόσχιση από τη Ρώμη, το 1534, έκανε τον Άγγλο μονάρχη Ανώτατο Κυβερνήτη της Αγγλικής εκκλησίας με την "Βασιλική Υπεροχή", έκτοτε καθιστώντας την Εκκλησία της Αγγλίας επίσημη εκκλησία της χώρας. Οι δογματικές και νομικές αντιδικίες εναπόκεινταν πλέον στον μονάρχη, και από τον παπισμό αφαιρέθηκαν τα έσοδα και ο τελικός λόγος στον διορισμό των επισκόπων. Η δομή και η θεολογία της εκκλησίας παρέμειναν ζήτημα άγριας διαμάχης επί γενεές. Αυτές οι αντιδικίες τελικά έληξαν με ένα πραξικόπημα, την "Ένδοξη Επανάσταση" του 1688, από την οποία αναδύθηκε μια εγκατεστημένη εκκλησία και ένας αριθμός αντικομφορμιστικών εκκλησιών, των οποίων τα μέλη αρχικά υπέστησαν διώξεις οι οποίες σταμάτησαν με την πάροδο του χρόνου, όπως συνέβη και με την σημαντική μειονότητα ανθρώπων που παρέμειναν Ρωμαιοκαθολικοί στην Αγγλία, η εκκλησιαστική οργάνωση των οποίων παρέμεινε παράνομη μέχρι τον 19ο αιώνα. Το ιστορικό των εξελίξεων που οδήγησαν στη Μεταρρύθμιση έχει αφετηρία την ελκυστική και χαρισματική Άννα Μπόλεϋν, που ήταν ένας από τους εχθρούς του Ουόλσεϋ στην αυλή που είχαν επηρεαστεί από τις Λουθηρανικές ιδέες. Η Άννα έφθασε στην αυλή το 1522, μετά από χρόνια στη Γαλλία όπου είχε εκπαιδευτεί από την Βασίλισσα Κλωντ της Γαλλίας, ως κυρία επί των τιμών της Βασίλισσας Αικατερίνης, μια γυναίκα "γοητευτική, με πνεύμα, με θέληση και αγριότητα που την καθιστούσαν έτερον ήμισυ του Ερρίκου". Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1520, ο Ερρίκος Η ήθελε να ακυρώσει τον γάμο του με την Αικατερίνη. Εκτός από την πριγκίπισσα Μαρία, δεν είχε αποκτήσει αρσενικό διάδοχο, που να έχει επιβιώσει μέχρι την ενηλικίωση ώστε να διασφαλιστεί η δυναστεία των Τυδώρ. Ο Ερρίκος ισχυριζόταν ότι η μη ύπαρξη αρσενικού διαδόχου οφειλόταν στο γεγονός ότι η Αικατερίνη ήταν σύζυγος του νεκρού αδελφού του, ενάντια στις βιβλικές επιταγές. Ο συνδυασμός των "τύψεων συνείδησης" και η έλξη του προς την Άννα Μπόλεϋν έκανε επιτακτική την επιθυμία του να απαλλαγεί από τη βασίλισσα σύζυγό του. Ο επακόλουθος θάνατός του κατηγορούμενου για εσχάτη προδοσία Ουόλσεϋ τον Νοέμβριο του 1530 καθ’ οδόν προς το Λονδίνο, άφησε τον Ερρίκο ανοικτό στις αντίθετες επιρροές των υποστηρικτών της βασίλισσας και εκείνων που επιθυμούσαν την απαλλαγή από την υποταγή στη Ρώμη. Ο Καγκελάριος του Ερρίκου, Τόμας Μορ, διάδοχος του Ουόλσεϋ, επίσης ήθελε μεταρρύθμιση και νέους νόμους εναντίον των αιρέσεων. Ο Τόμας Κρόμγουελ, 1ος Κόμης του Έσσεξ (1485–1540), δικηγόρος και Μέλος του Κοινοβουλίου, ήταν κορυφαίος υπουργός του Ερρίκου Η' την περίοδο 1532–40. Ο Ερρίκος Η' κατέληξε να εφαρμόσει σε όλο τον Αγγλικό κλήρο το «praemunire» (που απαγόρευε την υπακοή στην εξουσία ξένων ηγετών), ώστε να διασφαλίσει την συμφωνία τους για την ακύρωση του γάμου. Ο Ερρίκος διεκδίκησε και πέτυχε ποσό £100.000 από την Σύγκληση της Εκκλησίας της Αγγλίας στο Καντέρμπουρι στις 24 Ιανουαρίου 1531. Ο κλήρος ήθελε η διάρκεια αποπληρωμής να επεκταθεί σε πάνω από μια πενταετία, απαίτηση που τελικά αποδέχτηκε ο Ερρίκος, ο οποίος στις 8 Μαρτίου 1531 πέρασε στο Κοινοβούλιο την Πράξη Συγχώρησης του Κλήρου. Στις 15 Μαΐου 1531 οι κληρικοί αναγνώρισαν την βασιλική κυριαρχία επί της Εκκλησίας, που δεν μπορούσε πλέον να θεσπίζει κανόνες χωρίς την έγκριση του βασιλιά, ρύθμιση που επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο το 1534. Μετά από αυτό ο καγκελάριος Τόμας Μορ παραιτήθηκε, αφήνοντας τον Τόμας Κρόμγουελ μόνο κύριο υπουργό του Ερρίκου. Ο Ερρίκος Η είχε ανάγκη από έναν νόμιμο διάδοχο για να συνεχιστεί η διαδοχή των Τυδώρ. Διέθετε ήδη έναν μη νόμιμο γιο, τον Ερρίκο Φίτζροϋ, Α΄ Δούκα του Ρίτσμοντ και του Σόμερσετ, από την Ελισάβετ Μπλαντ, αλλά το αγόρι, που έζησε το 1519 – 1536, δεν μπορούσε να ανέβει στο θρόνο, καθώς είχε γεννηθεί εκτός γάμου. Τη γέννηση της μετέπειτα βασίλισσας Ελισάβετ Α δεν ακολούθησε καμία γέννηση αγοριού. Αντίθετα, η Βασίλισσα Άννα Μπόλεϋν είχε τουλάχιστον δύο αποβολές, την πρώτη το 1534 και τη δεύτερη στις αρχές του 1536. Η δεύτερη αποβολή ακολουθήθηκε σύντομα από την πτώση της βασίλισσας, η οποία συνελήφθη στις 2 Μαΐου 1536, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε στον Πύργο του Λονδίνου στις 19 Μαΐου 1536 με την κατηγορία της προδοσίας, της αιμομιξίας με το μικρότερο αδερφό της, Τζωρτζ Μπόλεϋν και της μαγείας. Σήμερα είναι σε γενικές γραμμές αποδεκτό πως ήταν αθώα για τις συγκεκριμένες κατηγορίες και πως ο θάνατός της ενορχηστρώθηκε από τους πολιτικούς της αντιπάλους. Ακολούθησε ο γάμος με την Τζέην Σέυμουρ, που ήταν κυρία επί των τιμών της πρώτης και της δεύτερης γυναίκας του βασιλιά, Αικατερίνης της Αραγονίας, και Άννας Μπολέυν. Ο Ερρίκος προσέγγισε την Σέιμουρ ερωτικά, αλλά επειδή αυτή αρνήθηκε να γίνει ερωμένη του, ο έρωτάς του βασιλιά για αυτήν επιτάχυνε την πτώση και τον αποκεφαλισμό της Άννας Μπολέιν. Σε σχεδόν δέκα μέρες απο το θάνατο της Μπολέιν, ο βασιλιάς και η Σέιμουρ παντρεύτηκαν κρυφά, αν και η Σέιμουρ δεν στέφθηκε ποτέ βασίλισσα. Ήταν δημοφιλής βασίλισσα, αλλά η μεγαλύτερη προσφορά της ήταν ότι χάρισε στον Ερρίκο τον πολυπόθητο διάδοχο, τον μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδο ΣΤ. Η βασίλισσα όμως πέθανε από επιλόχειο πυρετό στις 24 Οκτωβρίου του 1537. Οι επόμενες τρεις σύζυγοί του ήταν οι Άννα φον Κλεβ (1540), που αποπέμφθηκε, Αικατερίνη Χάουαρντ (1540-1542), που αποκεφαλίστηκε και Αικατερίνη Παρ (1543-1547), που επέζησε κατά ένα χρόνο του θανάτου του.
Ο Εδουάρδος ΣΤ΄ (Χάμπντον Κορτ,12 Οκτωβρίου 1537 - Παλάτι της Πλακεντίας,6 Ιουλίου 1553), μοναδικός γιος του Ερρίκου Η' και της Τζέην Σέημουρ, τρίτης από τις 6 συζύγους του, ήταν βασιλιάς της Αγγλίας κατά τους χρόνους 1547 – 1553, 3ος μονάρχης της Δυναστείας των Τυδώρ. Σε ηλικία τεσσάρων ετών προσβλήθηκε από τεταρταίο πυρετό. Σε ηλικία 6 ετών άρχισε η εκπαίδευσή του που τον βοήθησε να αποκτήσει αρκετές γνώσεις, περνώντας γενικά ήσυχη ζωή. To 1547 o Εδουάρδος διαδέχθηκε τον 55χρονο πατέρα του, Ερρίκο Η, σε ηλικία 10 ετών, γεγονός που οδήγησε στην ανάγκη σχηματισμού αντιβασιλείας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Εδουάρδος Σέημουρ θείος του Βασιλιά Εδουάρδου και δούκας του Σόμερσετ. Ο Εδουάρδος Σέημουρ επέτρεψε το γάμο των κληρικών, τη μετάληψη και με τις δύο μορφές, κατάργησε τη λατρεία του Σταυρού, τη χρήση των εικόνων και του Αγιασμού και φρόντισε για τη σύνταξη του βιβλίου προσευχών που πρέπει να διαβάζονται στις Εκκλησίες. Μετά τον αποκεφαλισμό του αδερφού του (1549) που τον αντιμαχόταν και αφού κατέστειλε μια λαϊκή εξέγερση, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που προκλήθηκαν από τον πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Σκοτίας, έδωσαν στην αριστοκρατία την ευκαιρία να τον ανατρέψει (1549) και να τον αντικαταστήσει με τον Γουόρικ. Ο Γουόρικ, αφού αποκεφάλισε τον Εδουάρδο Σέημουρ, έπεισε τον νεαρό αλλά ετοιμοθάνατο βασιλιά, να αποκληρώσει τις δύο αδερφές του και να αφήσει τον θρόνο στην Ιωάννα Γκρέι, η οποία ήταν κόρη της Μαρίας αδερφής του Ερρίκου Η΄. Λίγο μετά από τα γεγονότα αυτά ο Εδουάρδος ΣΤ πέθανε από φυματίωση στις 6 Ιουλίου 1553.
Η Μαρία Α΄ (Mary I, 18 Φεβρουαρίου 1516 – 17 Νοεμβρίου 1558), κόρη του Ερρίκου Η΄ και της πρώτης συζύγου του Αικατερίνης της Αραγωνίας, ήταν βασίλισσα της Αγγλίας και της Ιρλανδίας από τις 19 Ιουλίου 1553 το θάνατό της, 4η στη σειρά των ηγεμόνων της Δυναστείας των Τυδώρ. Μέσω της μητέρας της, ήταν εγγονή του Φερδινάνδου Β΄ της Αραγωνίας και της Ισαβέλλας Α΄ της Καστίλης. Η Μαίρη ήταν ένα ασθενικό κορίτσι, που είχε φτωχή όραση και ιγμορίτιδα, και υπέφερε από φρικτούς πονοκεφάλους. Λεγόταν όμως ότι ήταν πολύ όμορφη κατά την νεότητα της, ως κορίτσι και νεαρή γυναίκα. Ένα μεγάλο μέρος της πρώιμης εκπαίδευσής της προήλθε από την μητέρα της, που συμβουλεύθηκε τον Ισπανό ουμανιστή Χουάν Λουίς Βίβες ο οποίος ήταν ο πρώτος δάσκαλος της Μαίρης στα Λατινικά. Όταν στις 6 Ιουλίου 1553, σε ηλικία 15 ετών, ο Εδουάρδος ΣΤ΄ πέθανε από φυματίωση, οι άνδρες του βασιλιά φοβούμενοι για την επιστροφή του Ρωμαιοκαθολικισμού προσπάθησαν να σταθούν εμπόδιο στα δικαιώματα της πριγκίπισσας στο θρόνο, στέφοντας στις 10 Ιουλίου του 1553 βασίλισσα την Ιωάννα Γκρέι (Jane Grey) εγγονή της Μαρίας, αδερφής του βασιλιά Ερρίκου Η. Η πριγκίπισσα μη χάνοντας καιρό συγκέντρωσε στρατό οπαδών και καθαίρεσε τη Jane εννέα μόλις μέρες αργότερα, φυλακίζοντας την ίδια και τους υποστηρικτές της στον Πύργο του Λονδίνου. Από τις πρώτες κινήσεις της Μαρίας, ως βασίλισσας, ήταν η νομιμοποίηση του γάμου των γονέων της, η κατάργηση των θρησκευτικών νόμων των αντιφρονούντων Προτεσταντών, και η επαναφορά της Ρωμαιοκαθολικής θρησκείας, στην οποία και παρέμεινε απολύτως πιστή, σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Παράλληλα, παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας, για λόγους πολιτικών συμφερόντων. Ωστόσο, η εμμονή της στην πιστή εφαρμογή των καινούριων θρησκευτικών νόμων, η σκληρότητα που επέδειξε στους αιρετικούς, και η άποψη του λαού ότι η Αγγλία δεν πρέπει να πέσει στην εξάρτηση των Αψβούργων, προκάλεσε τη λεγόμενη «Εξέγερση του Γουάιατ», η οποία υποκινήθηκε από τον αιρετικό Thomas Wyatt, με απώτερο στόχο την καθαίρεση της βασίλισσας, υπέρ της Ελισάβετ Α και την επιστροφή του Προτεσταντισμού. Η εξέγερση κατεστάλη άμεσα και με αρκετά βίαιο τρόπο, από την πλευρά της Μαρίας, η οποία δεν έδειξε κανένα έλεος, οδηγώντας στην πυρά περίπου 270 άτομα και σκορπώντας τον τρόμο του βασανιστικού αυτού θανάτου σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, λόγω των συνεχών εμπρησμών όχι μόνο δεν αποτράπηκε η δραστηριότητα των αιρετικών, αλλά και αυξήθηκε, όπως ήταν φυσικό, το εναντίον της μίσος του λαού, ο οποίος της απέδωσε το προσωνύμιο «Bloody Mary», («Αιμοσταγής Μαρία»). Στις 16 Νοεμβρίου του 1558, μετά από πολλές αποτυχημένες εγκυμοσύνες, η Μαρία, όντας ψυχικά και σωματικά εξουθενωμένη και απογοητευμένη από τη ζωή της, άφησε την τελευταία της πνοή, παραχωρώντας το θρόνο στην Ελισάβετ Α΄.
Η Ελισάβετ Α΄ (Elizabeth I, 7 Σεπτεμβρίου 1533 – 24 Μαρτίου 1603), κόρη του Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας, από τη δεύτερη σύζυγό του, την Άννα Μπόλεϋν, ετεροθαλής αδελφή της προηγούμενης βασίλισσας Μαρίας Α Τυδώρ, ήταν βασίλισσα της Αγγλίας και της Ιρλανδίας από τις 17 Νοεμβρίου 1558 μέχρι το θάνατό της, πέμπτη και τελευταία μονάρχης της Δυναστείας των Τυδώρ. Ήταν επίσης γνωστή ως «Παρθένος Βασίλισσα» ή «Άμωμος Βασίλισσα». Η μητέρα της Άννα Μπόλεϋν, δεν γέννησε αρσενικό διάδοχο και εκτελέσθηκε σε λιγότερο από τρία χρόνια μετά τη γέννηση της Ελισάβετ. Παρά τις φήμες ότι η Μαρία Α Τυδώρ αντιπαθούσε τη μικρότερη ετεροθαλή αδελφή της, στην πραγματικότητα ήταν αγαπημένες μεταξύ τους. Ωστόσο, η σχέση τους δοκιμάστηκε, όταν τοποθετήθηκαν σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα, τόσο στον πολιτικό όσο και στο θρησκευτικό τομέα. Η Ελισάβετ ήταν πολυμήχανη, αποφασιστική και ιδιαίτερα έξυπνη. Αγαπούσε τη μάθηση για τη χαρά που της προσέφερε. Όπως η μητέρα και ο πατέρας της ήταν χαρισματική και της άρεσε να φλερτάρει. Κληρονόμησε επίσης τις δηκτικές τους γλώσσες και τον ευερέθιστο χαρακτήρα τους. Έμαθε να μιλά και να διαβάζει σε έξι γλώσσες: τη μητρική της αγγλική, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα ελληνικά και τα λατινικά. Στην Ελισάβετ άρεσε πολύ να διαβάζει και περνούσε ώρες μελετώντας ελληνική και λατινική λογοτεχνία. Η Ελισάβετ έζησε για αρκετό χρόνο με τη μητριά της Αικατερίνη Παρρ, έκτη σύζυγο του Ερρίκου Η, που παντρεύτηκε τον Τόμας Σέιμουρ, αδελφό της τρίτης συζύγου του Ερρίκου Η. Τον Μάιο του 1548, εστάλη στο Τσέσχαντ, το σπίτι του Σερ Άντονι Ντένι, από την εγκυμονούσα τότε Αικατερίνη, που ανησυχούσε για τη στενότητα των σχέσεων της Ελισάβετ με τον Τόμας Σέιμουρ, και τη συμπεριφορά και των δύο, καθώς ακούγονταν φήμες ότι ο Σέιμουρ είχε αποπλανήσει τη νεαρή προστατευόμενή του, ή ακόμη πως σκεφτόταν να την παντρευτεί. Η Ελισάβετ δεν ξαναείδε τη μητριά της ποτέ πια, παρόλο που αντάλλασσαν εγκάρδια γράμματα μέχρι το θάνατο της δεύτερης. Η Αικατερίνη πέθανε από επιλόχειο πυρετό στις 5 Σεπτεμβρίου 1548. Η Ελισάβετ μετακόμισε τότε σε βασιλικό σπίτι στο Χάτφιλντ. Η Ελισάβετ βρέθηκε ανακατεμένη με τα σχέδια του Τόμας Σέιμουρ να πάρει τον έλεγχο της Αγγλίας τον Μάρτιο του 1549. Όταν ο Τόμας συνελήφθη για την απόπειρα απαγωγής του βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ και για προετοιμασία πραξικοπήματος, υποστηρίχθηκε η άποψη πως η Ελισάβετ έλαβε μέρος στα σχέδια αυτά και πως ενθάρρυνε τη φιλοδοξία του να την παντρευτεί. Παρόλο που ανακρίθηκε, θεωρήθηκε αθώα και δεν τιμωρήθηκε. Ο Σέιμουρ όμως καταδικάστηκε και εκτελέστηκε. Μετά το θάνατο του Εδουάρδου ΣΤ, οπλισμένη με την υποστήριξη του λαού, η Μαρία Τυδώρ ίππευσε θριαμβευτικά στο Λονδίνο με την Ελισάβετ στο πλάι της. Η Μαρία συμφώνησε γάμο με τον πρίγκιπα Φίλιππο της Ισπανίας (μετέπειτα βασιλιά Φίλιππο Β΄), προσπαθώντας να ενισχύσει τον καθολικισμό στη Αγγλία. Η Επανάσταση του Γουάιατ το 1554 προσπάθησε να αποτρέψει την ένωση αυτή, και μετά την αποτυχία της, η Ελισάβετ φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου για υποτιθέμενη συνενοχή της. Υπήρχε από κάποιους η απαίτηση να εκτελεστεί η Ελισάβετ, αλλά λίγοι Άγγλοι ήθελαν να θανατώσουν ένα μέλος της λαοφιλούς Δυναστείας των Τυδώρ. Μετά την παραμονή της στον Πύργο για δύο μήνες, η Ελισάβετ απελευθερώθηκε στην επέτειο εκτέλεσης της μητέρας της δεκαοχτώ χρόνια πριν. Τοποθετήθηκε σε περιορισμό κατ' οίκον υπό την επίβλεψη του Σερ Έρικ Μπέντινγκφιλντ. Η Μαρία, ως Ρωμαιοκαθολική, υιοθέτησε σκληρή στάση απέναντι στους Προτεστάντες, τους οποίους θεωρούσε αιρετικούς και απειλή για την εξουσία της. Προέτρεψε την Ελισάβετ να προσχωρήσει στη Ρωμαιοκαθολική πίστη, αλλά η Ελισάβετ επέλεξε να μείνει πιστή στη συνείδηση και τις φιλοδοξίες της. Η Μαρία Τυδώρ πέθανε το Νοέμβριο του 1558, αφήνοντας την Ελισάβετ μόνη διάδοχο του αγγλικού θρόνου, σε ηλικία 25 ετών. Λίγο καιρό μετά τη στέψη της, πολλοί προέβαλαν επιχειρήματα για το ποιον θα έπρεπε να παντρευτεί η Ελισάβετ. Ο λόγος που ποτέ δεν το έκανε παραμένει άγνωστος. Ίσως είχε σιχαθεί την κακή μεταχείριση προς τις γυναίκες του Ερρίκου Η΄, με το θάνατο της μητέρας της πάντα στο μυαλό της, ή ίσως είχε πληγωθεί από τις φήμες για τις σχέσεις της κατά την εφηβεία της με τον Λόρδο Τόμας Σέιμουρ όσο διέμενε στο σπίτι του. Τα κουτσομπολιά της εποχής την παρουσίαζαν να υποφέρει από κάποια παραμόρφωση που φοβόταν να αποκαλύψει, όπως σημάδια από ευλογιά. Υπήρχε επίσης η ιστορία πως θα παντρευόταν μόνο έναν άντρα, το Ρόμπερτ Ντάντλεϊ, με τον οποίο λεγόταν πως ήταν βαθύτατα ερωτευμένη και τον οποίο είχε ορίσει Κύριο του Αλόγου της Βασίλισσας. Ωστόσο, μέχρι το 1560, ο Ντάντλεϊ ήταν παντρεμένος με την Έιμι Ρόμπσαρτ, η οποία πέθανε υπό ύποπτες συνθήκες. Μερικοί πιστεύουν πως η Ελισάβετ αποφάσισε πως, αφού δεν μπορούσε να έχει τον Ντάντλεϊ, δεν θα παντρευόταν ποτέ. Αργότερα ακούστηκε πως συνδέθηκε με τον πρόγονο του Ντάντλεϊ, τον Ρόμπερτ Ντέβερω, Κόμη του Έσσεξ. Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στα πρώτα χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ ήταν η θρησκεία. Οι επαφές με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχαν αποκατασταθεί από τη Μαρία Α', αλλά διακόπηκαν οριστικά από την Ελισάβετ. Πολλοί επίσκοποι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στην θρησκευτική πολιτική της Ελισάβετ. Αυτοί καθαιρέθηκαν από τη θέση τους και αντικαταστάθηκαν από άλλους που συμφωνούσαν με τη βασίλισσα. Επίσης όρισε νέο Συμβούλιο (Privy Council), απομακρύνοντας πολλά από τα μέλη του που πίστευαν στον Καθολικισμό. Οι κύριοι σύμβουλοί της ήταν ο Σερ Ουίλιαμ Σέσιλ, ως Γραμματέας του Κράτους (Secretary of State), και ο Σερ Νίκολας Μπέικον, ως Λόρδος Φύλακας της Μεγάλης Σφραγίδας (Lord Keeper of the Great Seal). Η Βουλή συνεδρίασε το 1559 για να συζητήσει την πιθανότητα μεταρρύθμισης και για να δημιουργήσει μια νέα Εκκλησία. Το Διάταγμα της Μεταρρύθμισης περιελάμβανε απόψεις για τη Θεία Κοινωνία, στιγμάτιζε καταχρήσεις του Πάπα και διέταζε τους λειτουργούς να μην φορούν τα λευκά μακριά τους ενδύματα ή άλλα καθολικά ρούχα. Επέτρεπε στους λειτουργούς να παντρεύονται, απαγόρευσε τις εικόνες στις εκκλησίες και ανακήρυσσε την Ελισάβετ Κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας. Το διάταγμα συνάντησε μεγάλη αντίσταση στη Βουλή των Λόρδων, καθώς καθολικοί επίσκοποι ψήφισαν εναντίον του και ζήτησαν σημαντικές αλλαγές σε αυτό, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η άρνηση αναγνώρισης της Ελισάβετ ως Κεφαλής της Εκκλησίας. Η συνεδρίαση της Βουλής αναβλήθηκε επ´ αόριστον το Πάσχα, και όταν συνεχίστηκε, η κυβέρνηση κατέθεσε τα δύο νέα διατάγματα στις δύο Βουλές – την Πράξη της Υπεροχής και την Πράξη της Ομοιομορφίας. Η πρώτη όριζε την Ελισάβετ Ανώτατο Κυβερνήτη της Εκκλησίας, μια βολική παράφραση του όρου που έκανε την Ελισάβετ κεφαλή χωρίς αυτό να αναφέρεται επισήμως, πράγμα σημαντικό γιατί το 16ο αιώνα δεν ήταν αποδεκτό να ηγείται μια γυναίκα της Εκκλησίας. Η Ελισάβετ, παρά τις πιέσεις, δεν άλλαξε το Θρησκευτικό Διακανονισμό, που από το 1559 αποτελεί τη βάση της σημερινής Εκκλησίας της Αγγλίας. Η Ελισάβετ επικύρωσε τη Συνθήκη του Κατώ–Καμπρεζί (Cateau-Cambrésis) της 3ης Απριλίου 1559, εξασφαλίζοντας ειρήνη με την Γαλλία, υιοθετώντας την αρχή «η Αγγλία για τους Άγγλους». Ως βασίλισσα βρήκε έναν επικίνδυνο αντίπαλο στο πρόσωπο της καθολικής εξαδέλφης της Μαρίας Στιούαρτ, Βασίλισσας της Σκοτσέζων, που ήταν σύζυγος του Γάλλου βασιλιά Φραγκίσκου Β΄. Το 1559, η Μαρία αυτοανακηρύχτηκε Βασίλισσα της Αγγλίας με την υποστήριξη των Γάλλων. Στη Σκοτία, η μητέρα της, η Μαρία του Γκιζ, προσπάθησε να εξασφαλίσει την γαλλική υποστήριξη προσφέροντας στρατεύματα ενάντια στους Άγγλους. Μια ομάδα Σκοτσέζων ευγενών που ήταν σύμμαχοι της Ελισάβετ εξουδετέρωσαν την Μαρία του Γκιζ και, υπό την πίεση των Άγγλων, οι αντιπρόσωποι της Μαρίας υπέγραψαν τη Συνθήκη του Εδιμβούργου, που προέβλεπε την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων. Παρόλο που η Μαρία αρνήθηκε να επικυρώσει τη συνθήκη, είχε τελικά το αναμενόμενο αποτέλεσμα, και η γαλλική επιρροή μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην Σκοτία. Το 1560, μετά το θάνατο του συζύγου της, Φραγκίσκου Β΄, η Μαρία Στιούαρτ επέστρεψε στη Σκοτία. Στη Γαλλία, εν τω μεταξύ, διαμάχη ανάμεσα στους καθολικούς και τους Ουγενότους οδήγησε στο ξέσπασμα των Γαλλικών Θρησκευτικών Πολέμων. Η Ελισάβετ βοήθησε μυστικά τους Ουγενότους. Έκανε ειρήνη με τη Γαλλία το 1564, συμφωνώντας να μην διεκδικήσει πλέον την τελευταία αγγλική κτήση στην ηπειρωτική Γαλλία, το Καλαί, μετά την ήττα μιας αγγλικής εκστρατείας στην Χάβρη. Η Μαρία Στιούαρτ το 1565 παντρεύτηκε έναν καθολικό, που επίσης διεκδικούσε τον αγγλικό θρόνο, τον Ερρίκο Στιούαρτ, Λόρδο Ντάρνλεϊ, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1567, αφού η σχέση του ζευγαριού είχε ψυχρανθεί. Η Μαρία τότε παντρεύτηκε τον Τζέιμς Χέπμπορν, Δ΄ Κόμη του Μπόθγουελ, που θεωρούταν από πολλούς υπεύθυνος για τον θάνατο του Ντάρνλεϊ. Οι Σκοτσέζοι ευγενείς εξεγέρθηκαν, φυλάκισαν τη Μαρία και την ανάγκασαν να παραιτηθεί υπέρ του γιου της που ήταν ακόμη νήπιο και που αργότερα έγινε ο Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκοτίας. Η Μαρία έζησε υπό περιορισμό για δεκαοχτώ χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία στο Κάστρο του Σέφιλντ. Πολλές συνωμοσίες αποσκόπησαν στο να επαναφέρουν την Αγγλία στην Καθολική Εκκλησία, με πιθανή υποκίνηση από την Μαρία των Σκοτσέζων, και, μετά από πολλούς δισταγμούς, η Ελισάβετ διέταξε την εκτέλεσή της. Το 1569, η Ελισάβετ αντιμετώπισε μια σημαντική εξέγερση, γνωστή ως Επανάσταση στο Βορρά, συντονισμένη από τον Τόμας Χάουαρντ, Δ΄ Δούκα του Νόρφοκ, τον Τσαρλς Νέβιλ, ΣΤ΄ κόμη του Γουέστμορλαντ και τον Τόμας Πέρσι, Ζ΄ Κόμη του Νορθάμπερλαντ. Ο Πάπας Πίος Ε΄ βοήθησε την επανάσταση αυτή των καθολικών, αφορίζοντας την Ελισάβετ και κηρύσσοντας την έκπτωτη με παπική βούλα. Μετά την έκδοσή της όμως, η Ελισάβετ αποφάσισε να μην δείχνει πλέον άλλη ανοχή στα θρησκευτικά ζητήματα. Άρχισε διώξεις απέναντι στους θρησκευτικούς της αντιπάλους, δίνοντας την αφορμή για διάφορες συνωμοσίες κατά της παραμονής της στο θρόνο. Επέτρεψε επίσης στην Εκκλησία της Αγγλίας να στραφεί περισσότερο προς τον προτεσταντισμό, επιτρέποντας της να περάσει τα καλβινιστικά 39 άρθρα το 1571 σαν διακήρυξη πίστης της Εκκλησίας της Αγγλίας. Τότε η Ελισάβετ βρήκε έναν νέο εχθρό στο πρόσωπο του πρώην κουνιάδου της, Φιλίππου Β΄, βασιλιά της Ισπανίας. Μετά από μια αιφνιδιαστική επίθεση του Φιλίππου εναντίον των Άγγλων Φράνσις Ντρέικ και Τζον Χώκινς το 1568, η Ελισάβετ ενέκρινε την κατάληψη ενός Ισπανικού πλοίου που μετέφερε θησαυρούς το 1569. Ο Φίλιππος ήταν ήδη απασχολημένος στην καταπολέμηση μιας εξέγερσης στην Ισπανική Ολλανδία, και δεν ήταν σε θέση να ανοίξει πόλεμο με την Αγγλία. Συμμετείχε σε κάποιες συνωμοσίες για την απομάκρυνση της Ελισάβετ, αλλά με κάποια επιφυλακτικότητα. Ο Δ΄ Δούκας του Νόρφολκ συμμετείχε επίσης στο πρώτο από αυτά τα σχέδια, τη Συνωμοσία Ριντόλφι του 1571, που ανακαλύφθηκε και ο Δούκας του Νόρφολκ εκτελέστηκε. Η Ισπανία, που ήταν φιλική προς την Αγγλία από τότε που ο Φίλιππος νυμφεύθηκε την Μαρία Τυδώρ προκάτοχο και αδελφή της Ελισάβετ, έπαψε να είναι πλέον και τόσο εγκάρδια. Το 1572, η Ελισάβετ συμμάχησε με την Γαλλία. Η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, όταν χιλιάδες Ουγενότοι θανατώθηκαν, έθεσε σε κίνδυνο τη συμμαχία αλλά δεν την έσπασε. Το 1579 ξεκίνησε στην Ιρλανδία η 2η Επανάσταση του Ντέσμοντ με την άφιξη μιας εξωτερικής δύναμης σταλμένης από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, αλλά το 1583 η επανάσταση καταπνίγηκε μετά από μια αιματηρή εκστρατεία, κατά τη διάρκεια της οποίας μεγάλο μέρος του πληθυσμού της τότε Κομητείας του Ντέσμοντ, στο βορειοδυτικό κομμάτι της επαρχίας του Μύνστερ, έχασε τη ζωή του. Το 1580, ο Φίλιππος Β΄ της Ισπανίας κατέκτησε την Πορτογαλία, και με τον πορτογαλικό θρόνο απέκτησε και τον έλεγχο των θαλασσών. Μετά τη δολοφονία του Δανού Γουλιέλμου Α΄, η Αγγλία πήρε ανοιχτά το μέρος των Ηνωμένων Επαρχιών της Ολλανδίας, που την εποχή εκείνη είχαν επαναστατήσει ενάντια στην κυριαρχία των Ισπανών. Ο Φίλιππος Β, που δεν είχε σύζυγο, έκανε πρόταση γάμου στην Ελισάβετ, εκείνη όμως αρνήθηκε. Αυτό, μαζί με τις οικονομικές διαμάχες των δύο χωρών και την πειρατεία των Άγγλων ενάντια στις Ισπανικές αποικίες (που οδήγησε σε συμμαχία των Άγγλων με το ισλαμικό Μαρόκο), οδήγησε στο ξέσπασμα του Άγγλο – Ισπανικού πολέμου το 1585. Τον επόμενο χρόνο, το 1586, ο Ισπανός πρέσβης εκδιώχθηκε από την Αγγλία εξαιτίας της συμμετοχής του σε συνωμοσίες κατά της Ελισάβετ. Φοβούμενη αυτές τις συνωμοσίες, η Βουλή πέρασε την Πράξη της Συνενοχής το 1584, σύμφωνα με την οποία όποιος είχε κάποια συμμετοχή σε σχέδια δολοφονίας του μονάρχη θα αποκλειόταν από τη γραμμή διαδοχής. Εντούτοις, ένα νέο σχέδιο κατά της Ελισάβετ, η Συνωμοσία Μπάμπινγκτον, αποκαλύφθηκε από τον αρχηγό των κατασκόπων της Βασίλισσας, το Σερ Φράνσις Ουόλσινγκχαμ. Η Μαρία, Βασίλισσα των Σκοτσέζων παραπέμφθηκε σε δίκη για τη Συνωμοσία Μπάμπινγκτον, μπροστά σε 40 ευγενείς, περιλαμβανομένων καθολικών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο αρχιδικαστής της Αγγλίας, Σερ Τζον Πόπχαμ. Η Μαρία αρνήθηκε τις κατηγορίες και διαμαρτυρήθηκε πως της αρνήθηκαν την ευκαιρία να ξαναδεί τις αποδείξεις ή τα χαρτιά που αφαιρέθηκαν από αυτήν, πως της αρνήθηκαν την πρόσβαση σε νομικούς συμβούλους και πως δεν είχε ποτέ υπάρξει Αγγλίδα υπήκοος και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να δικαστεί για προδοσία. Η Μαρία κρίθηκε ένοχη και αποκεφαλίστηκε στο Κάστρο Φόδερινγκεϋ, Νορθάμπτοντσαϊρ στις 8 Φεβρουαρίου 1587. Στη διαθήκη της, η Μαρία άφησε στο Φίλιππο τις αξιώσεις της στον αγγλικό θρόνο. Κάτω από την πίεση της απειλής της πολιτικής της Ελισάβετ στην Ολλανδία και τον Ανατολικό Ατλαντικό, ο Φίλιππος έθεσε σε εφαρμογή τα σχέδιά του για εισβολή στην Αγγλία. Τον Απρίλιο του 1587, ο Σερ Φράνσις Ντρέικ έκαψε μέρος του ισπανικού στόλου στο Κάδιθ, καθυστερώντας τα σχέδια του Ισπανού βασιλιά. Τον Ιούλιο του 1588, η Ισπανική Αρμάδα, ένας μεγαλόπρεπος στόλος 130 πλοίων που ήταν επανδρωμένα με πάνω από 30.000 ανθρώπους απέπλευσε με αποστολή να μεταφέρει μια ισπανική δύναμη εισβολής υπό την ηγεσία του Δούκα της Πάρμα κατά μήκος της Μάγχης από την Ολλανδία. Η Ελισάβετ ξεκίνησε να συναντήσει τους άνδρες της φορώντας ελαφρά πανοπλία πάνω από το φόρεμά της και χωρίς καθόλου φρουρούς, μόνο κάποιους ακόλουθους. Οι προσπάθειες των Ισπανών εξουδετερώθηκαν από τον αγγλικό στόλο υπό το Λόρδο Αρχιναύαρχο Τσαρλς Χάουαρντ, Β΄ Βαρόνο Χάουαρντ του Έφιγχαμ, βοηθούμενο από τον άθλιο καιρό. Η Αρμάδα αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ισπανία, με τρομερές απώλειες στις Βόρειες και Δυτικές ακτές της Ιρλανδίας. Η νίκη αύξησε τη δημοτικότητα της Ελισάβετ, μολονότι μια φιλόδοξη αντεπίθεση της Αγγλικής Αρμάδας ενάντια στην Ισπανία τον επόμενο χρόνο κατέληξε σε αποτυχία. Ο πόλεμος συνεχίστηκε στην Ολλανδία, όπου οι ολλανδικές κτήσεις ζητούσαν την ανεξαρτησία τους από την Ισπανία. Η Αγγλική κυβέρνηση επίσης ανακατεύτηκε στις διαμάχες στην Γαλλία, όπου το θρόνο διεκδικούσε ένας προτεστάντης διάδοχος, ο Ερρίκος της Ναβάρρας (κατοπινός Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας). Η Ελισάβετ έστειλε 20.000 στρατιώτες και πάνω από 300.000 λίρες στον Ερρίκο, καθώς επίσης και 8.000 στρατιώτες και πάνω από 1.000.000 λίρες στους Ολλανδούς. Το 1596, η Αγγλία αποσύρθηκε από τη Γαλλία, καθώς ο Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας κρατούσε σταθερά την εξουσία. Ταυτόχρονα οι Ισπανοί αποβίβασαν μια σημαντική δύναμη ανδρών στη Βρετάνη, που έδιωξε τις αγγλικές δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί και άνοιξαν νέο μέτωπο στον πόλεμο, με μια επιπρόσθετη απειλή να διαπλεύσουν το κανάλι. Η Ελισάβετ έστειλε επιπλέον 2.000 στρατιώτες στη Γαλλία μετά την κατάκτηση του Καλαί από τους Ισπανούς. Έπειτα έδωσε τη συγκατάθεσή της για επίθεση στις Αζόρες το 1597, αλλά η προσπάθεια ήταν επίσης αποτυχημένη. Μάχες συνεχίστηκαν μέχρι και το 1598, όταν η Γαλλία και η Ισπανία έκαναν επιτέλους ειρήνη. Ο Άγγλο-ισπανικός πόλεμος κρίθηκε χωρίς αποτέλεσμα, όταν ο Φίλιππος Β΄ της Ισπανίας πέθανε στα τέλη της ίδιας χρονιάς. Εν μέρει κυρίως λόγω του πολέμου, οι υπερατλαντικές προσπάθειες δημιουργίας αποικιών δεν απέδωσαν καρπούς, και ο αποικισμός των Άγγλων αναβλήθηκε, μέχρι που ο Ιάκωβος Α΄ διαπραγματεύτηκε ειρήνη με τη Συνθήκη του Λονδίνου.
Την ίδια εποχή που η Αγγλία μαχόταν ενάντια στην Ισπανία, αντιμετώπιζε επίσης επανάσταση στην Ιρλανδία, τον γνωστό Εννεαετή Πόλεμο. Ο ανώτατος εκτελεστής της εξουσίας του Στέμματος στη Βόρεια Ιρλανδία, ο Χιου Ο' Νηλ, Β΄ Κόμης του Τυρόν, ανακηρύχθηκε προδότης το 1595. Ζητώντας να αποφευχθεί νέος πόλεμος, η Ελισάβετ έκανε ανακωχή με τον Κόμη, μα αυτή την περίοδο η Ισπανία επιχείρησε δύο νέες εκστρατείες της αρμάδας στη Βόρεια Ευρώπη. Αυτές τελικά απέτυχαν, κυρίως λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Το 1598, ο Ο'Νηλ πρότεινε ανακωχή, ενώ λάμβανε βοήθεια από την Ισπανία υπό τη μορφή όπλων και εκπαίδευσης. Όταν η ανακωχή έλαβε τέλος, οι Άγγλοι έζησαν τη μεγαλύτερη ήττα τους στην Ιρλανδία στη Μάχη του Γέλοου Φορντ. To 1559, ένας από τους επικεφαλής του ναυτικού, ο Ρόμπερτ Ντέβερω, Β΄ κόμης του Έσσεξ, πήγε στην Ιρλανδία με τον μεγαλύτερο στρατό που είχε σταλεί ποτέ στο νησί, σε μια προσπάθεια να ηττηθούν οι επαναστάτες. Το εκστρατευτικό σώμα του Έσσεξ σύντομα διαλύθηκε, και, μετά από μια ιδιωτική συζήτηση με τον Ο'Νηλ, έγινε προφανές πως η νίκη ήταν ανέφικτη. Το 1600, ο Έσσεξ, χωρίς την άδεια της βασίλισσας, επέστρεψε στην Αγγλία, όπου το 1601, ηγήθηκε μιας επανάστασης ενάντια στην Ελισάβετ, αλλά δεν είχε υποστήριξη από τον λαό, και τελικά εκτελέστηκε. Ο Τσαρλς Μπλάουντ, 8ος βαρόνος του Μάουντζοϊ, στάλθηκε στην Ιρλανδία στη θέση του Έσσεξ. Με ανελέητη αφοσίωση στο σκοπό του, προσπάθησε να αποκλείσει τους στρατιώτες του Ο’Νηλ και να τους υποτάξει με όπλο την πείνα. Το 1601, οι Ισπανοί έστειλαν σε βοήθεια των Ιρλανδών 3.000 άνδρες, με την δικαιολογία πως έκαναν αντίποινα στους Άγγλους, επειδή εκείνοι έστειλαν στρατό στους Ολλανδούς όταν είχαν επαναστατήσει ενάντια στην Ισπανική κατοχή. Μετά από μια εξαντλητική εκστρατεία το χειμώνα, ο Μάουντζοϊ νίκησε τις Ισπανικές και Ιρλανδικές δυνάμεις στη Μάχη του Κίνσεϊλ. Ο Ο'Νηλ παραδόθηκε λίγες μέρες μετά το θάνατο της Ελισάβετ. Ο διάδοχος της Ελισάβετ έδωσε στον Μάουντζοϋ τον τίτλο του Ανώτατου Διοικητή της Ιρλανδίας (Lord Lieutenant of Ireland), ένα αξίωμα που υπηρέτησε με μεγάλη ικανότητα και μετριοπάθεια μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1605. Παρόλο που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ αμαυρώθηκαν από πολιτικές ατυχίες, φωτίστηκαν από την καλλιτεχνική λάμψη των Σίδνεϋ, Έντμουντ Σπένσερ, Κρίστοφερ Μάρλοου και Σαίξπηρ, από τις θαλάσσιες επιτυχίες των Ντρέικ και Χώκινς, και από την ίδρυση της πρώτης αγγλικής αποικίας στην Βιρτζίνια, που ονομάστηκε από αυτήν ( στην αγγλική γλώσσα virgin = παρθένος ). Η περίοδος αυτή ξεκίνησε από την απόκρουση της Ισπανικής Αρμάδας, που εξασφάλισε την υπεροχή της Αγγλίας έναντι της Ισπανίας στην αποικιοκρατική εξάπλωση. Η Ελισάβετ Α έζησε τα τελευταίας της χρόνια με τη μελαγχολία της προχωρημένης ηλικίας και τον αυξανόμενο κυνισμό της αυλής. Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκοτίας ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας με το όνομα Ιάκωβος Α΄ λίγες ώρες μετά το θάνατο της Ελισάβετ στις 24 Μαρτίου 1603, σηματοδοτώντας τη λήξη της Δυναστείας των Τυδώρ και την έναρξη της Δυναστείας των Στιούαρτ στο Βασίλειο της Αγγλίας. Η Ελισάβετ Α παραμένει σήμερα δημοφιλής. Κατέλαβε την έβδομη θέση στην ψηφοφορία για τους 100 σημαντικότερους Βρετανούς, που διεξήχθη από το British Broadcasting Corporation (BBC) το 2002, υψηλότερη από κάθε άλλο μονάρχη. Συνέβαλε στη σταθεροποίηση της χώρας παρόλο που κληρονόμησε τεράστιο εθνικό χρέος από την αδερφή της Μαρία. Υπό την εξουσία της η Αγγλία απέκρουσε την Ισπανική εισβολή και παράλληλα απέτρεψε το ξέσπασμα ενός θρησκευτικού ή εμφυλίου πολέμου σε αγγλικό έδαφος. Βασίλεψε σε μια περίοδο 45 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων η παγκόσμια ισχύς και η πολιτιστική επιρροή της Αγγλίας ενισχύθηκαν σημαντικά.
Ο Ιάκωβος Α΄ (πρώην Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκοτίας 19 Ιουνίου 1566 – 6 Απριλίου 1625) ήταν βασιλιάς της Σκοτίας (1567-1625) και της Αγγλίας και Ιρλανδίας (1603-1625) μετά το θάνατο της άτεκνης βασίλισσας Ελισάβετ Α΄, της οποίας ήταν μικρανεψιός. Ήταν μοναδικό παιδί της βασίλισσας της Σκοτίας Μαρίας Α΄ και του δευτέρου συζύγου της Ερρίκου Στιούαρτ, δούκα του Άλμπανι, του αποκαλούμενου και λόρδου Ντάρνλεϊ. Ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ζ΄ μέσω της προγιαγιάς του Μαργαρίτας Τυδώρ, μεγαλύτερης αδελφής του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η΄. Ο γάμος των γονιών του εξασφάλισε στη μητέρα του τον θρόνο της Σκοτίας και οι δύο Καθολικοί αντιμετώπισαν επιθετικές αντιδράσεις από τους προτεστάντες. Όταν η Μαρία ήταν έγκυος στον Ιάκωβο, ο πατέρας του συμμάχησε με τους επαναστάτες, σκοτώνοντας τον γραμματέα της βασίλισσας Ντέιβιντ Ρίτζιο. Με τη γέννησή του στο κάστρο του Εδιμβούργου έγινε δούκας του Ροδεσέι και η νονά του, βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α΄, απουσιάζοντας, του έστειλε ως δώρο μια χρυσή κολυμπήθρα. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1567 από ανθρώπους που ήθελαν να εκδικηθούν τη δολοφονία του Ρίτζιο και η μητέρα του παντρεύτηκε στη συνέχεια σε τρίτο της γάμο τον Ιάκωβο Χέπμπορν, 4ο κόμη του Μπόθγουελ, ύποπτο για τη δολοφονία του πατέρα του. Αυτό αύξησε την αντιδημοτικότητά της. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, προτεστάντες κινήθηκαν εναντίον της, τη συνέλαβαν και την αιχμαλώτισαν στο κάστρο του Λοχ Λέβεν, χωρίς να ξαναδεί ποτέ τον γιο της. Πιέστηκε να παραιτηθεί υπέρ του νεογέννητου γιου της Ιακώβου, υπό την αντιβασιλεία του ετεροθαλούς αδελφού της Ιάκωβου Στιούαρτ, κόμη του Μάρεϊ. Η φροντίδα του ανατέθηκε στον κόμη του Μάρεϊ, που ανέλαβε την εκπαίδευσή του στο κάστρο του Στέρλινγκ. Στέφθηκε βασιλιάς σε ηλικία 13 μηνών στις 19 Ιουλίου 1567 και ανατράφηκε σε αντίθεση με τους γονείς του από προτεστάντες, ακολουθώντας και ο ίδιος το συγκεκριμένο ρεύμα. Κύρια φροντίδα είχε ο Καλβινιστής Τζον Νοξ, ενώ την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο ιστορικός ποιητής Τζορτζ Μπουχάναν, ο οποίος τον υπέβαλε σε συχνούς ξυλοδαρμούς, αλλά του δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον για τη μάθηση και τη λογοτεχνία. Η μητέρα του δραπέτευσε από την αιχμαλωσία (1568), κινήθηκε με τον στρατό της κατά του κόμη του Μάρεϊ, ο οποίος τη νίκησε στη Μάχη του Λάνγκσαϊντ. Τότε η Μαρία δραπέτευσε για την Αγγλία, όπου αιχμαλωτίστηκε για όλη την υπόλοιπη ζωή της από τη μεγάλη της εχθρό βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας. Ο Μάρεϊ δολοφονήθηκε από τον Ιάκωβο Χάμιλτον του Μπόθγουελ, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην αντιβασιλεία, διοριζόμενος από τον πατρικό παππού του Ιακώβου, Ματθαίο Στιούαρτ, 4ο κόμη του Λένοξ. Ο κόμης του Λένοξ την επόμενη χρονιά τραυματίστηκε θανάσιμα στο κάστρο του Στέρλινγκ από επίθεση υποστηρικτών της Μαρίας. Ακολούθησαν ως την ενηλικίωσή του πολλοί αντιβασιλείς, με τελευταίο τον Ιάκωβο Ντάγκλας, 4ο κόμη του Μόρτον την περίοδο 1572 - 1581. Ο Μόρτον εκτελέστηκε (1581) ως ύποπτος για τη δολοφονία του Ντάρνλεϊ. Τον Αύγουστο του 1582 οι προτεστάντες κόμητες του Γκόουρι και Άνγκους τον αιχμαλώτισαν, αλλά ελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1583 και άρχισε να αποκτά σταδιακά έλεγχο πάνω στην εξουσία του, ενώ υπέταξε και συμφιλίωσε τους αντιμαχόμενους λόρδους. Μία τελευταία απόπειρα (1600) εναντίον του από τον Αλεξάντερ Ράθβεν, αδελφό του κόμητος του Γκόουρι, απέτυχε, αφού σκοτώθηκε σε συμπλοκή. Μετά την εκτέλεση της μητέρας του από την Ελισάβετ Α΄ το 1587, προσπάθησε να προσεγγίσει την άτεκνη Αγγλίδα βασίλισσα για να τη διαδεχθεί στον αγγλικό θρόνο. Όταν κρίθηκε αναγκαίος ο γάμος του, του προτάθηκε η 14χρονη Άννα της Δανίας, την οποία νυμφεύτηκε στο Όσλο στις 12 Νοεμβρίου 1589 και ύστερα από στάσεις στην Κοπεγχάγη και το Έλσινορ επέστρεψαν στη Σκοτία. Ο Ιάκωβος έγραψε δύο έργα σχετικά με τη μοναρχική εξουσία: τον "Αληθινό Νόμο των Ελεύθερων Μοναρχιών" και το '"Βασιλικόν Δώρον". Στο πρώτο του έργο τάχθηκε υπέρ του απολυταρχισμού, υποστήριξε τη θεία καταγωγή των βασιλέων, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Βίβλου, και την αξίωση να μπορεί ο βασιλιάς να κυβερνά αδιαφορώντας για τη γνώμη του λαού. Στο δεύτερο έργο αντίστοιχα που γράφτηκε το 1598 προς τιμήν του τετράχρονου γιου του Ερρίκου, αντίθετα τάχθηκε υπέρ του κοινοβουλευτισμού, με τον βασιλιά απλώς επικεφαλής του κοινοβουλίου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η βασίλισσα Ελισάβετ έστειλε τον πρωθυπουργό της Ροβέρτο Σεσίλ σε μυστική συνάντηση με τον Ιάκωβο, για να κατοχυρώσει με τον θάνατό της την ομαλή διαδοχή στον θρόνο της Αγγλίας. Ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας στις 24 Μαρτίου 1603, την ίδια μέρα που πέθανε η Ελισάβετ. Παρά την ομαλότητα της διαδοχής, η συνέχεια δεν ήταν και τόσο καλή, αφού ο Ιάκωβος αντιμετώπισε αρχικά πολλές συνωμοσίες, η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν του λόρδου Κόμπχαμ και του σερ Γουόλτερ Ρέιλι. Σταδιακά άρχισε να συγκεντρώνει γύρω του Σκοτσέζους ευγενείς, με απώτερη φιλοδοξία να ενώσει τα στέμματα της Σκοτίας και της Αγγλίας. Οι βλέψεις του αυτές δυσαρέστησαν έντονα τους λαούς των δύο χωρών που είχαν μεγάλη εμπάθεια μεταξύ τους, αντιπαθώντας την ένωση κάτω από ένα στέμμα. Πρώτη απόδειξη υπήρξε όταν οικειοποιήθηκε τον τίτλο του βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας (1604), κάτι που έκανε τον Φράνσις Μπέικον να αντιδράσει, λέγοντας του ότι δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί νομικά τον τίτλο. Στην εξωτερική πολιτική του είχε σημαντικές επιτυχίες. Χωρίς να κάνει πόλεμο με την Ισπανία ήθελε να φέρει ένα τέλος στον αγγλοϊσπανικό πόλεμο. Κατάφερε με διπλωματικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τον Ροβέρτο Σεσίλ, να πετύχει ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών, που συνοδεύτηκε από ένα μεγαλοπρεπές συμπόσιο. Παράλληλα οι Ισπανοί τού ζήτησαν να δεχθεί τη ρωμαιοκαθολική πίστη, κάτι που του δημιούργησε μεγάλο δίλημμα, αφού αυτό θα έφερνε αντιδράσεις στους προτεστάντες της χώρας του. Στις 5 Νοεμβρίου 1605, ένας στρατιώτης ονομαζόμενος Γκάι Φωκς ήταν κεντρική φυσιογνωμία στη λεγόμενη Συνωμοσία της Πυρίτιδας, καθώς μαζί με άλλους επαναστάτες και 20 βαρέλια πυρίτιδας είχαν σκοπό την επόμενη μέρα να ανατινάξουν ολόκληρο το κοινοβούλιο. Ο τρόμος που κατέλαβε, τόσο τη βασιλική οικογένεια όσο και το κοινοβούλιο, οδήγησε σε συμφιλίωση τις δύο πλευρές, και διευκόλυνε τα σχέδια του Ιακώβου για ένωση των στεμμάτων της Αγγλίας και της Σκοτίας. Η βασιλεία του Ιακώβου συνοδεύτηκε από μεγάλα βασιλικά έξοδα, που τον υποχρέωσαν να αυξήσει τις βασιλικές πιέσεις. Τον Φεβρουάριο του 1610 ο Σάλσμπουρι, ένας έμπιστός του κοινοβουλευτικός, κατάφερε να πραγματοποιήσει συμφωνία για την παραχώρηση από το κοινοβούλιο στον βασιλιά 600.000 λιρών σε τρεις ετήσιες δόσεις σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση βασιλικών προνομίων. Η καθυστέρηση πληρωμής του ποσού εξόργισε τον Ιάκωβο, που διέλυσε το κοινοβούλιο το 1614. Ο Σάλσμπουρι του είπε ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος του. Ως το 1621 κυβέρνησε χωρίς κοινοβούλιο και προσπαθούσε να πουλήσει τις κομητείες για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα. Άλλη σημαντική πηγή για τα έσοδά του ήταν η σημαντική προίκα που θα έπαιρνε με τον γάμο μεταξύ του γιου του Καρόλου, πρίγκηπα της Ουαλίας, και της Ισπανίδας ινφάντας Μαρίας. Η πολιτική του ήταν να κρατάει πάντα ειρηνικές σχέσεις με την Ισπανία, αποφεύγοντας τα έξοδα ενός δαπανηρού πολέμου, υποστηριζόμενος από μερίδα καθολικών υπουργών και διπλωματών και δυσαρεστώντας την προτεσταντική Αγγλία. Η ειρηνική του πολιτική διακόπηκε με το ξέσπασμα του 30ετούς πολέμου, όταν ο γαμπρός του Φρειδερίκος Ε΄, εκλέκτωρ του Παλατινάτου, εξορίστηκε από τη Βοημία. Τότε ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους σε συμμαχία με τους Ισπανούς (1620) λεηλάτησε τις περιοχές του Φρειδερίκου στον Ρήνο. Τα γεγονότα ανάγκασαν τον Ιάκωβο να συγκαλέσει κοινοβούλιο (1621), που αποφάσισε να αναλάβει στρατιωτική εκστρατεία για την υποστήριξη του γαμπρού του. Οι οικονομικοί πόροι ήταν ανύπαρκτοι, το κοινοβούλιο θυμήθηκε τα κέρδη που είχε από τις εκστρατείες τη χρυσή εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄ και αποφάσισε να του υποβάλει σκληρά αιτήματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Του ζήτησε να παντρέψει τον γιο του, πρίγκηπα Κάρολο, με διαμαρτυρόμενη και να αποκηρύξει με νόμο τους καθολικούς από την Αγγλία, οπότε ο Ιάκωβος αντέδρασε έντονα και διέλυσε ξανά το κοινοβούλιο. Ο πρίγκηπας Κάρολος (1623) σε ηλικία 23 ετών και ο δούκας του Μπάκιγχαμ αποφάσισαν να ταξιδέψουν ανώνυμα στην Ισπανία, ώστε ο πρίγκιπας να κερδίσει την ινφάντα απευθείας χωρίς συνοικέσια. Η αποστολή κατέληξε σε αποτυχία, οι Ισπανοί τούς αναγνώρισαν, τους συνέλαβαν και τους επέβαλαν όρους να ασπαστούν τον Καθολικισμό, να μείνουν έναν χρόνο όμηροι στην Ισπανία, φεύγοντας μετά χωρίς την ινφάντα. Αυτήν τη φορά ο ίδιος ο Κάρολος πίεσε τον πατέρα του για πόλεμο κατά της Ισπανίας, αλλά ο Ιάκωβος ήταν αδύνατο να αντεπεξέλθει στα έξοδα, επαναφέροντας το Κοινοβούλιο (1624) για τον συγκεκριμένο σκοπό. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του χτυπήθηκε από αρθρίτιδα και διάφορες άλλες σοβαρές ασθένειες που τον εμπόδιζαν στην άσκηση των καθηκόντων του. Πέθανε από απότομο πλήγμα δυσεντερίας. Μολονότι στη Σκοτία δεν συνάντησε προβλήματα, o Ιάκωβος είχε δυσκολίες στον αγγλικό θρόνο συμπεριλαμβανομένης της Συνωμοσίας της Πυρίτιδας (1605) και συγκρούσεών του με το αγγλικό κοινοβούλιο. Πολλοί θεωρούν τον απολυταρχισμό του, την οικονομική του ανευθυνότητα και τις λαομίσητες τακτικές του αιτίες που προκάλεσαν τον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο μετά τον θάνατό του, ενώ άλλοι τον θεωρούν προσγειωμένο βασιλιά. Στον τομέα των τεχνών, συνέχισε την χρυσή εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄. Επί της εποχής του έζησαν μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο Μπεν Τζόνσον και ο Φράνσις Μπέικον. Ο ίδιος ο Ιάκωβος Α΄ ήταν συγγραφέας πολλών βιβλίων δαιμονολογίας, για τα οποία χαρακτηρίστηκε «ο σοφότερος τρελός του χριστιανισμού».
Ο Κάρολος Α (Charles I of England, 19 Νοεμβρίου 1600 – 30 Ιανουαρίου 1649) ήταν μονάρχης των τριών βασιλείων της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας από τις 27 Μαρτίου 1625 μέχρι την εκτέλεσή του το 1649. Ήταν δευτερότοκος γιος του Ιακώβου ΣΤ' της Σκοτίας και της Άννας της Δανίας, αλλά, αφότου ο πατέρας του κληρονόμησε τον αγγλικό θρόνο, μετακόμισε στην Αγγλία, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Στην Αγγλία ο Κάρολος τέθηκε υπό την ευθύνη της Ελίζαμπεθ, Λαίδης Κάρεϊ, συζύγου του αυλικού σερ Ρόμπερτ Κάρεϊ, ο οποίος του φόρεσε μπότες από Ισπανικό δέρμα και ορείχαλκο για να τον βοηθήσει να ενισχύσει τα αδύναμα γόνατά του. Η ανάπτυξη του λόγου του ήταν επίσης αργή και διατήρησε ένα τραύλισμα και μια διστακτική ομιλία για το υπόλοιπο της ζωής του. Έγινε εμφανής διάδοχος στον Αγγλικό, τον Ιρλανδικό και τον Σκωτικό θρόνο με τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του Ερρίκου Φρειδερίκου το 1612. Ο Κάρολος και ο Δούκας του Μπάκιγχαμ, ευνοούμενος του Ιακώβου και άνθρωπος με μεγάλη επιρροή στον πρίγκιπα, ταξίδεψαν μυστικά στην Ισπανία τον Φεβρουάριο του 1623 για να ολοκληρώσουν το εκκρεμές Ισπανικό συνοικέσιο με την ανιψιά του αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β, Αψβούργα πριγκίπισσα Ινφάντα Μαρία της Ισπανίας. Στο τέλος, όμως, το ταξίδι αποδείχτηκε αποτυχία. Όταν ο Κάρολος επέστρεψε στο Λονδίνο τον Οκτώβριο, χωρίς νύφη και μέσα σε ένα εκστατικό και ανακουφισμένο δημόσιο καλωσόρισμα, εκείνος και ο Μπάκινγκχαμ πίεσαν τον διστακτικό Βασιλιά Ιάκωβο να κηρύξει πόλεμο στην Ισπανία. Με τη ενθάρρυνση των Προτεσταντών συμβούλων του, ο Ιάκωβος συγκάλεσε το Κοινοβούλιο για να ζητήσει κεφάλαια για έναν πόλεμο. Ένας υποχρηματοδοτούμενος πρόχειρος στρατός υπό τον Ερνστ φον Μάνσφιλντ ξεκίνησε για να ανακτήσει το Παλατινάτο, αλλά ήταν τόσο ελλιπώς τροφοδοτούμενος που ποτέ δεν προχώρησε πέραν της Ολλανδικής ακτής. Περί το 1624, ο Ιάκωβος Α ήταν όλο και πιο άρρωστος, και ως εκ τούτου το έβρισκε δύσκολο να ελέγξει το Κοινοβούλιο. Κατά την εποχή του θανάτου του τον Μάρτιο του 1625, ο Κάρολος και ο Δούκας του Μπάκινγκχαμ είχαν ήδη αποκτήσει τον έλεγχο του βασιλείου. Με την αποτυχία του Ισπανικού συνοικεσίου, ο Κάρολος και ο Μπάκιγχαμ έστρεψαν την προσοχή τους στη Γαλλία. Το 1625 ο Κάρολος παντρεύτηκε την δεκαπεντάχρονη Γαλλίδα πριγκίπισσα Ενριέττα Μαρία μπροστά στην είσοδο της Παναγίας των Παρισίων. Πολλά μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων ήταν αντίθετα στο γάμο του βασιλιά με μια Ρωμαιοκαθολική, φοβούμενοι ότι ο Κάρολος θα αναιρούσε τους περιορισμούς στους Καθολικούς αρνητές και θα υπέσκαπτε την επίσημη εγκαθίδρυση της μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Αγγλίας. Παρότι δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι δεν θα χαλάρωνε τους θρησκευτικούς περιορισμούς, υποσχέθηκε ότι θα έκανε ακριβώς αυτό σε ένα μυστικό γαμήλιο σύμφωνο με τον Λουδοβίκο ΙΓ' της Γαλλίας. Η δυσπιστία προς τις θρησκευτικές πολιτικές του Καρόλου αυξήθηκε με την υποστήριξη εκ μέρους του ενός αμφιλεγόμενου αντικαλβινιστή ιερωμένου, του Ρίτσαρντ Μόνταγκιου, ο οποίος ήταν σε ανυποληψία μεταξύ των Πουριτανών και τον οποίο ο Κάρολος διόρισε βασιλικό εφημέριο, αυξάνοντας τις υποψίες πολλών Πουριτανών ότι ο Κάρολος ευνοούσε την αναζωπύρωση του Καθολικισμού. Στις 23 Αυγούστου 1628 ο Μπάκινγκχαμ δολοφονήθηκε. Αν και ο θάνατός του ουσιαστικά τερμάτισε τον πόλεμο με την Ισπανία και εξαφάνισε την εξουσία του ως ζήτημα, δεν τερμάτισε τις συγκρούσεις ανάμεσα στον Κάρολο και το Κοινοβούλιο, με το οποίο ο Κάρολος ήταν σε διαμάχη, προσπαθώντας να ελαττώσει τα προνόμιά του. Χωρίς οικονομικά μέσα για έναν Ευρωπαϊκό πόλεμο και χωρίς την επιρροή του Μπάκιγχαμ, ο Κάρολος έκανε ειρήνη με τη Γαλλία και την Ισπανία. Τα επόμενα έντεκα χρόνια, κατά τα οποία ο Κάρλος κυβέρνησε την Αγγλία χωρίς Κοινοβούλιο, αναφέρονται ως προσωπική εξουσία ή "τυραννία των έντεκα χρόνων". Ο Κάρολος πίστευε στο θείο δικαίωμα των βασιλέων και νόμιζε ότι μπορούσε να κυβερνά σύμφωνα με την δική του συνείδηση. Πολλοί υπήκοοί του αντιτέθηκαν στις ενέργειές του, ειδικά στην εφαρμογή φόρων χωρίς κοινοβουλευτική συναίνεση. Η θρησκευτική του πολιτική, σε συνδυασμό με τον γάμο του με μια Ρωμαιοκαθολική, γέννησε την αντιπάθεια και την δυσπιστία μεταρρυθμιστικών ομάδων όπως οι Πουριτανοί και οι Καλβινιστές, οι οποίοι θεωρούσαν τις απόψεις του πιστές στον Καθολικισμό. Υποστήριξε τους καθολικούς ιερωμένους, όπως ο Ρίτσαρντ Μόνταγκιου και ο Ουίλιαμ Λοντ, και απέτυχε να βοηθήσει επιτυχώς τις Προτεσταντικές δυνάμεις κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο, έναν ευρύτερο Ευρωπαϊκό πόλεμο, τον οποίον το Αγγλικό Κοινοβούλιο και η κοινή γνώμη έφτασαν να θεωρούν ως μια πολωτική ηπειρωτική διαμάχη μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Οι υπήκοοι του Καρόλου πληροφορούνταν τα νέα του Ευρωπαϊκού πολέμου τακτικά και ήταν δυσαρεστημένοι από την διπλωματική τακτική του Καρόλου με την Ισπανία και την αποτυχία του να υποστηρίξει το Προτεσταντικό ζήτημα στο εξωτερικό αποτελεσματικά. Όταν ο Κάρολος προσπάθησε να επιβάλει τις θρησκευτικές του πολιτικές στη Σκοτία αντιμετώπισε πολυάριθμες δυσκολίες. Στις 23 Ιουλίου 1637 ξέσπασαν ταραχές στο Εδιμβούργο την πρώτη Κυριακή της χρήσης ενός νέου βιβλίου προσευχής. Όταν η Γενική Συνέλευση της Εκκλησίας της Σκοτίας συνήλθε τον Νοέμβριο 1638, καταδίκασε το νέο βιβλίο προσευχής, κατάργησε την επισκοπική διακυβέρνηση της εκκλησίας, και υιοθέτησε Πρεσβυτεριανή κυβέρνηση από πρεσβύτερους και διακόνους. Ο Κάρολος εξέλαβε την αναταραχή στη Σκοτία ως εξέγερση εναντίον της εξουσίας του, προκαλώντας τον Πρώτο Πόλεμο των Επισκόπων το 1639, μετά τον οποίο αναγκάστηκε να αποδεχθεί την σημαντική υποχώρηση ότι το Σκωτικό Κοινοβούλιο και η Γενική Συνέλευση της Σκωτικής Εκκλησίας θα λειτουργούσαν κανονικά. Ο Κάρολος συνέχισε τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Σκότους σε μια απόπειρα να κερδίσει χρόνο, προτού ξεκινήσει μια νέα στρατιωτική επιχείρηση. Λόγω της οικονομικής του αδυναμίας, το 1640 αναγκάστηκε να συγκαλέσει σε συνεδρίαση το Βραχύ Κοινοβούλιο, όπως έμεινε γνωστό, διότι διαλύθηκε τον Μάιο του 1640, λιγότερο από ένα μήνα αφότου συνήλθε. Αναθαρρημένο από την αποτυχία του Αγγλικού Βραχέως Κοινοβουλίου, το Σκωτικό Κοινοβούλιο αυτοκηρύχθηκε ικανό να κυβερνά χωρίς την συναίνεση του βασιλιά και, τον Αύγουστο 1640, ο Σκοτικός στρατός, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν βετεράνοι του Τριακονταετούς Πολέμου, με υψηλότερο ηθικό και εκπαίδευση συγκριτικά με τον αντίστοιχο Αγγλικό, δεν συνάντησε ουσιαστική αντίσταση μέχρι το Νιούκασλ, όπου, στη Μάχη του Νιούμπερν, κατά τον Δεύτερο Πόλεμο των Επισκόπων νίκησε τις Αγγλικές δυνάμεις και κατέλαβε την πόλη, καθώς και την γειτονική κομητεία του Ντέρχαμ. Τον Νοέμβριο 1640 ο Κάρολος συγκάλεσε το αργότερα γνωστό ως Μακρύ Κοινοβούλιο, που αποδείχτηκε δύσκολο για τον Κάρολο όσο και το Βραχύ Κοινοβούλιο. Συνήλθε στις 3 Νοεμβρίου 1640 και σύντομα άρχισε διαδικασίες για να παραπέμψει τους ηγετικούς συμβούλους του βασιλιά για εσχάτη προδοσία. Για να αποτρέψει τον βασιλιά από το να το διαλύει κατά βούληση, το Κοινοβούλιο, πέρασε την Πράξη Τριετίας, η οποία απαιτούσε το Κοινοβούλιο να συγκαλείται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια. Στην Ιρλανδία ο πληθυσμός ήταν διασπασμένος σε τρεις κύριες κοινωνικοοικονομικές ομάδες: τους Γαελικούς Ιρλανδούς, οι οποίοι ήταν Καθολικοί· τους Παλαιούς Άγγλους, οι οποίοι κατάγονταν από τους μεσαιωνικούς Νορμανδούς και επίσης ήταν ως επί το πλείστον Καθολικοί· και τους Νέους Άγγλους, οι οποίοι ήταν Προτεστάντες έποικοι από την Αγγλία και τη Σκοτία ευθυγραμμισμένοι με το Αγγλικό Κοινοβούλιο. Η αγγλική διοίκηση είχε βελτιώσει την Ιρλανδική οικονομία και αύξησε θεαματικά τα φορολογικά έσοδα, με την επιβολή της τάξης με σιδηρά πυγμή. Είχε εκπαιδεύσει έναν μεγάλο Καθολικό στρατό προς υποστήριξη του βασιλιά και είχε εξασθενήσει την εξουσία του Ιρλανδικού Κοινοβουλίου, ενώ συνέχισε να κατάσχει γη από τους Καθολικούς για τον Προτεσταντικό εποικισμό. Όταν ξέσπασε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Κελτών Ιρλανδών και των Νέων Άγγλων, στα τέλη Οκτωβρίου 1641, οι Παλαιοί Άγγλοι τάχθηκαν με τους Γαελικούς Ιρλανδούς ενώ ταυτόχρονα δήλωσαν την πίστη τους στο βασιλιά. Φήμες για ωμότητες στην Ιρλανδία, που περιλάμβαναν σφαγές των Νέων Άγγλων εποίκων από τους ιθαγενείς Ιρλανδούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να τεθούν υπό έλεγχο από τους Παλαιούς Άγγλους λόρδους, καθώς και για "παπικές" συνωμοσίες στην Αγγλία, ενίσχυσαν τις αντικαθολικές πεποιθήσεις, πλήττοντας την φήμη και την εξουσία του Καρόλου. Όταν έφτασαν στον Κάρολο φήμες ότι το Κοινοβούλιο σκόπευε να παραπέμψει τη σύζυγό του επειδή υποτιθέμενα συνωμοτούσε με τους Ιρλανδούς εξεγερθέντες, ο βασιλιάς αποφάσισε να κάνει δραστικές ενέργειες. Ο Κάρολος υποπτευόταν, πιθανώς σωστά, ότι μερικά μέλη του Αγγλικού Κοινοβουλίου είχαν συνωμοτήσει με τους εισβολείς Σκότους. Πιθανώς η Ενριέττα Μαρία έπεισε τον Κάρολο να συλλάβει πέντε μέλη του Κοινοβουλίου δια της βίας, πράγμα που ο Κάρολος σκόπευε να κάνει ο ίδιος προσωπικά. Όμως, τα νέα του εντάλματος έφτασαν στο Κοινοβούλιο πριν από εκείνον, και οι καταζητούμενοι άνδρες διέφυγαν με πλωτό μέσο λίγο προτού ο Κάρολος εισέλθει στη Βουλή των Κοινοτήτων με μια ένοπλη φρουρά στις 4 Ιανουαρίου 1642. Η κακοστημένη προσπάθεια ήταν πολιτικά καταστροφική για τον Κάρολο. Το Κοινοβούλιο γρήγορα κατέλαβε το Λονδίνο και ο Κάρολος διέφυγε από την πρωτεύουσα για το Παλάτι Χάμπτον Κορτ στις 10 Ιανουαρίου 1642. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, ο Κάρολος ύψωσε το βασιλικό λάβαρο στο Νότινγκαμ στις 22 Αυγούστου 1642. Στην αρχή του Πρώτου Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου, οι δυνάμεις του Καρόλου έλεγχαν περίπου τα Μίντλαντς, την Ουαλία, την Δυτική Χώρα και τη βόρεια Αγγλία. Έστησε την αυλή του στην Οξφόρδη. Το Κοινοβούλιο έλεγχε το Λονδίνο, τα νοτιοανατολικά και την Ανατολική Άνγκλια, καθώς και το Αγγλικό ναυτικό. Μετά από μερικές αψιμαχίες, οι αντίπαλες δυνάμεις συναντήθηκαν κανονικά στο Έτζχιλ, στις 23 Οκτωβρίου 1642, που τελείωσε χωρίς έκβαση καθώς έδυε ο ήλιος. Ο πόλεμος συνεχίστηκε διστακτικά κατά το 1643 και το 1644, και η Ενριέττα Μαρία επέστρεψε στη Βρετανία για 17 μήνες από τον Φεβρουάριο 1643. Οι δύο στρατοί πάλι συναντήθηκαν στο Νιούμπερι, Μπέρκσαϊρ, στις 20 Σεπτεμβρίου, χωρίς αποτέλεσμα. Επιστρέφοντας βόρεια στην Οξφόρδη, πολέμησε στο Νιούμπερι για δεύτερη φορά πριν έλθει ο χειμώνας, αλλά η μάχη τελείωσε χωρίς αποφασιστική έκβαση. Στη μάχη του Νάζμπι στις 14 Ιουνίου 1645, η στρατιωτική ζυγαριά έγειρε αποφασιστικά υπέρ του Κοινοβουλίου. Ακολούθησε μια σειρά ηττών για τους βασιλόφρονες, και μετά η Πολιορκία της Οξφόρδης, από την οποία ο Κάρολος διέφυγε (μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη) τον Απρίλιο του 1646. Το Κοινοβούλιο έθεσε τον Κάρολο σε κατ' οίκον περιορισμό στο Χόλντενμπι Χάουζ στο Νορθάμπτονσαϊρ. Τελικά διέφυγε και ήλθε σε επαφή με τον Συνταγματάρχη Ρόμπερτ Χάμοντ, Κοινοβουλευτικό Κυβερνήτη της Νήσου Γουάιτ, τον οποίο φαινομενικά θεωρούσε φιλικά διακείμενο. Ο Χάμοντ, όμως, περιόρισε τον Κάρολο στο Κάστρο Κάρισμπρουκ και πληροφόρησε το Κοινοβούλιο ότι ο Κάρολος ήταν υπό κράτηση από τον ίδιο. Οι βασιλόφρονες εξεγέρθηκαν τον Μάιο του 1648, πυροδοτώντας τον Δεύτερο Εμφύλιο Πόλεμο, και όπως συμφωνήθηκε με τον Κάρολο, οι Σκότοι εισέβαλαν στην Αγγλία. Εξεγέρσεις στο Κεντ, το Έσσεξ και το Κάμπερλαντ, και μια εξέγερση στη Νότια Ουαλία, καταπνίγηκαν από τον New Model Army, και με την ήττα των Σκότων στη Μάχη του Πρέστον τον Αύγουστο 1648, οι βασιλόφρονες έχασαν κάθε δυνατότητα να κερδίσουν τον πόλεμο. Η μόνη δυνατότητα για τον Κάρολο ήταν να επιστρέψει σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες έγιναν στο Νιούπορτ στη Νήσο Γουάιτ. Στις 5 Δεκεμβρίου 1648, το Κοινοβούλιο ψήφισε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά, αλλά ο Όλιβερ Κρόμγουελ και ο στρατός αντιτάχθηκαν σε οποιεσδήποτε περαιτέρω συνομιλίες με κάποιον που θεωρούσαν αιμοσταγή τύραννο και ήδη δρούσαν για να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους. Τα μέλη του Κοινοβουλίου που δεν είχαν την εύνοια του στρατού συνελήφθησαν ή αποκλείστηκαν από τον Συνταγματάρχη Τόμας Πράιντ, ενώ άλλοι έμειναν μακριά εθελοντικά. Τα υπόλοιπα μέλη αποτέλεσαν το Κολοβό Κοινοβούλιο. Ήταν ουσιαστικά ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Κάρολος μετακινήθηκε στο Κάστρο Χερστ στο τέλος του 1648, και μετά στο Κάστρο Ουίνδσορ. Τον Ιανουάριο 1649, η Κολοβή Βουλή των Κοινοτήτων του απάγγειλε την κατηγορία της προδοσίας, η οποία απορρίφθηκε από τη Βουλή των Λόρδων. Η ιδέα της δίκης ενός βασιλιά ήταν μια καινοτομία. Οι Αρχιδικαστές των τριών δικαστηρίων κοινού δικαίου της Αγγλίας – Χένρι Ρολ, Όλιβερ Σαιντ Τζον και Τζον Ουάιλντ – ήταν όλοι αντίθετοι με την απαγγελία κατηγοριών θεωρώντας την παράνομη. Το Κολοβό Κοινοβούλιο αυτοανακηρύχτηκε ικανό να νομοθετεί από μόνο του, πέρασε ένα νομοσχέδιο που δημιουργούσε ένα ξεχωριστό δικαστήριο για την δίκη του Καρόλου και κήρυξε το νομοσχέδιο πράξη χωρίς την ανάγκη βασιλικής έγκρισης. Το Ανώτερο Δικαστήριο (High Court of Justice), που ιδρύθηκε από την Πράξη, προσήλθε στη δίκη του Καρόλου για κατηγορία εσχάτης προδοσίας και "άλλα σκαιότερα εγκλήματα" η οποία άρχισε στις 20 Ιανουαρίου του 1649 στα Ανάκτορα του Ουεστμίνστερ. Ο Κάρολος κατηγορήθηκε για προδοσία εναντίον της Αγγλίας, λόγω χρήσης της δύναμης του για την επιδίωξη του προσωπικού του συμφέροντος, αντί του καλού της χώρας. Περίπου 300.000 άνθρωποι, ή 6% του πληθυσμού, πέθαναν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κατά τις πρώτες τρεις ημέρες της δίκης, ο Κάρολος ισχυρίστηκε ότι ουδέν δικαστήριο είχε δικαιοδοσία επί ενός μονάρχη, ότι η εξουσία του να κυβερνά του είχε δοθεί από το Θεό και από τους παραδοσιακούς νόμους της Αγγλίας, και ότι η εξουσία που ασκούσαν εκείνοι που τον δικάζουν ήταν αυτή της δύναμης των όπλων, επιμένοντας ότι η δίκη ήταν παράνομη. Το δικαστήριο άκουσε περισσότερους από 30 μάρτυρες κατηγορίας του βασιλιά εν απουσία του κατά τις επόμενες δύο ημέρες, και στις 26 Ιανουαρίου τον καταδίκασε σε θάνατο. Αποκεφαλίστηκε με ένα καθαρό χτύπημα. Ένας θρήνος σηκώθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος. Με την πτώση της μοναρχίας η Αγγλία έγινε «δημοκρατία» με τίτλο «Αγγλική Κοινοπολιτεία». Όλη η σημαντική στρατιωτική αντίθεση στη Βρετανία και την Ιρλανδία έσβησε από τις δυνάμεις του Όλιβερ Κρόμγουελ στον Τρίτο Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο και την Κρομγουελιανή κατάκτηση της Ιρλανδίας. Ο Κρόμγουελ βίαια διέλυσε το Κολοβό Κοινοβούλιο το 1653, έκτοτε εγκαθιδρύοντας το Προτεκτοράτο με τον ίδιο ως Λόρδο Προστάτη. Με τον θάνατό του το 1658, τον διαδέχτηκε προσωρινά ο ανεπαρκής γιος του, Ρίτσαρντ Κρόμγουελ. Το Κοινοβούλιο λειτούργησε και πάλι και η μοναρχία αποκαταστάθηκε με τον πρωτότοκο γιο του Καρόλου Α', Κάρολο Β', το 1660. Ο Κάρολος ήταν άνθρωπος με αντιφάσεις και αμφιβολίες, πιο εγκρατής και εκλεπτυσμένος από τον πατέρα του, αλλά αδιάλλακτος καθώς εσκεμμένα ακολουθούσε αντιδημοφιλείς πολιτικές οι οποίες τελικά τον κατέστρεψαν. Τόσο ο Κάρολος Α όσο και Ιάκωβος Α ήταν οπαδοί του θείου δικαιώματος των βασιλέων, αλλά ενώ οι φιλοδοξίες του Ιακώβου σχετικά με το απολυταρχικό προνόμιο μετριάζονταν από τον συμβιβασμό και την συναίνεση με τους υπηκόους του, ο Κάρολος πίστευε ότι δεν ήταν αναγκαίο να συμβιβαστεί ή ακόμα και να εξηγήσει τις πράξεις του, διότι νόμιζε ότι ήταν υπόλογος μόνο στο Θεό. Μερικώς εμπνευσμένος από την επίσκεψή του στην Ισπανική αυλή το 1623, ο Κάρολος έγινε παθιασμένος και έμπειρος συλλέκτης έργων τέχνης, συγκεντρώνοντας μία από τις πιο εκλεπτυσμένες συλλογές τέχνης που έγιναν ποτέ. Το 1627 και το 1628, αγόρασε ολόκληρη τη συλλογή του Δούκα της Μάντοβα, η οποία περιελάμβανε έργα του Τιτσιάνο, του Κορρέτζιο, του Ραφαήλ, του Καραβάτζιο, του ντελ Σάρτο, του Τιντορέττο, του Ραφαήλ, του Βερονέζε και του Μαντένια (συνολικά 1760 πίνακες). Η Καρολίνα στη Βόρεια Αμερική πήρε το όνομά της από αυτόν.
Οι Αγγλικοί Εμφύλιοι Πόλεμοι (1642-1649), που έλαβαν χώρα κατά τη βασιλεία του Καρόλου Α΄, δεύτερου μονάρχη των Στιούαρτ, κατέληξαν σε νίκη για τους Κοινοβουλευτικούς και ο Κάρολος εκτελέστηκε το 1649. Μετά από αυτή τη σύγκρουση η γραμμή των μοναρχών Στιούαρτ διακόπηκε προσωρινά από την Κοινοπολιτεία της Αγγλίας (1649-1660), που κυβερνήθηκε από τον Όλιβερ Κρόμγουελ κατά την περίοδο 1653 - 1659. Μετά το θάνατο του Κρόμγουελ η Κοινοπολιτεία κατέρρευσε και το Κοινοβούλιο Συνέλευσης προσκάλεσε τον Κάρολο Β΄, γιο του Κάρολου Α΄ να επιστρέψει από την εξορία και να γίνει βασιλιάς, κατά την λεγόμενη Αγγλική Βασιλική Παλινόρθωση.
Ο Όλιβερ Κρόμγουελ, (Oliver Cromwell, 25 Απριλίου 1599 - 3 Σεπτεμβρίου 1658) ήταν Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης που ανέλαβε τα ηνία της Μεγάλης Βρετανίας κατά την περίοδο 1653-1658, μετά την εκτέλεση του βασιλιά Καρόλου Α΄ της Αγγλίας και ύστερα από τον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο. Έγινε ευρύτερα γνωστός για τη συντηρητική Πουριτανική πολιτική που ακολούθησε, για την προσάρτηση της Σκοτίας και της Ιρλανδίας στη Βρετανική Κοινοπολιτεία, καθώς και ως πολέμιος του Καθολικισμού. Γεννήθηκε στο Χάντινγκτον της Ανατολικής Αγγλίας, από οικογένειά που ανήκε στους μικρομεσαίους ευγενείς, ενώ ο πατέρας του Ρόμπερτ υπήρξε μέλος του Κοινοβουλίου επί βασιλείας της Ελισάβετ A'. Ο Ολιβερ μεγάλωσε σε προτεσταντικό περιβάλλον, το οποίο τον επηρέασε σημαντικά. Οι γονείς του και οι δάσκαλοί του, τόσο στη γενέτειρά του όσο και αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ήταν φανατικοί αντικαθολικοί. Φαίνεται ότι ο Κρόμγουελ δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιμελής μαθητής. Προτιμούσε να πηγαίνει για κυνήγι. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο γιος του ήταν 18 ετών, γεγονός που ανάγκασε τον Ολιβερ να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Κέιμπριτζ για να αναλάβει την επίβλεψη των κτημάτων της οικογενείας του. Στα 21 του χρόνια ο Κρόμγουελ νυμφεύθηκε την Ελισάβετ Μπούρτσιερ, κόρη εμπόρου του Σίτι του Λονδίνου, η οποία του χάρισε πέντε γιους και τέσσερις θυγατέρες, μεταξύ των οποίων και τον Ρίτσαρντ, διάδοχό του στη διοίκηση της Αγγλίας. H πρώτη επαφή του Κρόμγουελ με την πολιτική έγινε το 1628, όταν εκλέχθηκε μέλος του Κοινοβουλίου εκπροσωπώντας το Χάντινγκτον. Ο βασιλιάς Κάρολος A´, μερικούς μήνες αργότερα, διέλυσε το Κοινοβούλιο και επί 11 ολόκληρα χρόνια η Αγγλία έμεινε παραδομένη στην ανεξέλεγκτη εξουσία του βασιλιά. Όπως και οι άλλοι ευγενείς του δικού του επιπέδου, ο Κρόμγουελ αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα εξαιτίας κυρίως της βαριάς φορολογίας, που επέβαλε ο Κάρολος A´ για να ικανοποιήσει τη σπάταλη Αυλή του. H δυσαρέσκεια μεγάλης μερίδας του λαού εναντίον του βασιλιά αυξανόταν με τα χρόνια. Το 1640 ο Κάρολος, σε μια προσπάθεια συμβιβασμού με τους υπηκόους του, αποφάσισε να συγκαλέσει νέο Κοινοβούλιο, στο οποίο ο Κρόμγουελ εκλέχθηκε πάλι, εκπροσωπώντας το Κέιμπριτζ αυτή τη φορά. Αλλά και αυτό το Κοινοβούλιο, το λεγόμενο «Κολοβό ή Βραχυχρόνιο», έζησε μόνο τρεις εβδομάδες, για να αντικατασταθεί λίγο αργότερα από το «Μακρόβιο ή Μακροχρόνιο Κοινοβούλιο», το οποίο παρέμεινε σε ισχύ ως το 1653, και στο οποίο ο Κρόμγουελ ουσιαστικά διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Ο Κρόμγουελ πολύ γρήγορα απέκτησε τη φήμη του ασυμβίβαστου πουριτανού, ο οποίος δεν έχανε την ευκαιρία για να επιτεθεί εναντίον των διεφθαρμένων επισκόπων του Καρόλου. Όταν μάλιστα ο βασιλιάς, τον Νοέμβριο του 1641, απέρριψε τη «Μεγάλη Διαμαρτυρία» της Βουλής των Κοινοτήτων εναντίον της διαφθοράς και της τυραννίας των κληρικών, το χάσμα ανάμεσα στον βασιλιά και στη Βουλή των Κοινοτήτων μεγάλωσε. Ο Κάρολος συνέλαβε πέντε βουλευτές, αλλά όχι τον Κρόμγουελ ο οποίος δεν ήταν ακόμη ιδιαίτερα προβεβλημένος. Οι ηγετικές αρετές του Κρόμγουελ αποδείχθηκαν όταν ξέσπασε ο A' Εμφύλιος Πόλεμος. Ο Κάρολος A', για να μπορέσει να επιβληθεί στο όλο και διογκούμενο εναντίον του ρεύμα, άρχισε να αυξάνει τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Τότε ο Κρόμγουελ απέδειξε ότι, εκτός από θεοσεβούμενος πουριτανός, ήταν και άνθρωπος ρεαλιστής και οργανωτικός. Τον Ιούλιο του 1642 ζήτησε την άδεια από τη Βουλή των Κοινοτήτων να στρατολογήσει άνδρες για την προστασία του Κοινοβουλίου. Οταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, το Κοινοβούλιο είχε ήδη έναν συγκροτημένο στρατό και ο Κρόμγουελ είχε οργανώσει ένα δικό του σώμα ιππέων, τους «Σιδερόπλευρους», το οποίο διακρίθηκε στην πρώτη μάχη εναντίον του στρατού του βασιλιά, στο Ετζχιλ της Ανατολικής Αγγλίας, στις 23 Οκτωβρίου του 1642. Στην αρχή του πολέμου ο Κρόμγουελ υπηρέτησε υπό τις διαταγές άλλων στρατηγών που είχε ορίσει το Κοινοβούλιο. Γρήγορα όμως επιβλήθηκε ως στρατιωτικός ηγέτης, απαιτώντας από τους στρατιώτες του να τηρούν αυστηρή πειθαρχία. Ο A´ Εμφύλιος Πόλεμος κράτησε δύο ακόμη χρόνια. Ο στρατός του Κοινοβουλίου, χάρη στις στρατηγικές ικανότητες του Κρόμγουελ (αν και ο ίδιος απέδιδε τις νίκες του στη δύναμη του Θεού), βγήκε νικητής. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, και χωρίς ο Κάρολος A' να δεσμευτεί για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, η Βουλή των Κοινοτήτων αποφάσισε να διαλύσει τον στρατό και, προς μεγάλη απογοήτευση του Κρόμγουελ, να προσλάβει σκοτσέζους μισθοφόρους για την προστασία του Κοινοβουλίου. Ο Κρόμγουελ, οργισμένος με αυτή την εξέλιξη, πήρε το ιππικό του και έφυγε από το Λονδίνο τον Ιούνιο του 1647 με την πεποίθηση ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ούτε τον βασιλιά ούτε το Κοινοβούλιο. Την ίδια γνώμη είχε και ο στρατηγός Φέρφαξ, ο οποίος ωστόσο, περισσότερο θερμόαιμος, βάδισε με τον στρατό του εναντίον των κτιρίων του Κοινοβουλίου. Τότε ο Κρόμγουελ ανέλαβε τον ρόλο του διαιτητή ανάμεσα στον στρατό, στο Κοινοβούλιο και στον βασιλιά, και, φοβούμενος ότι η κατάργηση της μοναρχίας που επιθυμούσαν οι «Ισοπεδωτικοί» (Levellers), οι οποίοι επιθυμούσαν επίσης την πλήρη κοινωνική εξίσωση αριστοκρατίας και λαού, θα οδηγούσε τη χώρα σε αναρχία, προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Κάρολο A'. H προσπάθειά του δεν απέδωσε και οι φιλοβασιλικοί, συμμαχώντας με τους Σκοτσέζους, ξαναπήραν τα όπλα και έτσι άρχισε ο B' Εμφύλιος Πόλεμος, ο οποίος τελείωσε με τη νίκη του Κοινοβουλίου και την καρατόμηση του Καρόλου A' στις 30 Ιανουαρίου 1649. Με την κατάργηση της βασιλείας και την εκκαθάριση του Κοινοβουλίου από τους φιλοβασιλικούς εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία της Κοινοπολιτείας Αγγλίας, Σκοτίας και Ιρλανδίας, με μία μόνο Βουλή και κεντρικό διοικητικό όργανο το Συμβούλιο του Κράτους με πρόεδρο τον Ολιβερ Κρόμγουελ. Τα τρία πρώτα χρόνια της θητείας του ως αρχηγού της νεοσύστατης δημοκρατίας ο Κρόμγουελ ασχολήθηκε κυρίως με την καταστολή εξεγέρσεων στη ρωμαιοκαθολική Ιρλανδία και στη φιλοβασιλική Σκοτία, τις οποίες έπνιξε στο αίμα, κυρίως στην Ιρλανδία. Έχοντας πλέον εξασφαλίσει την ειρήνη στην Κοινοπολιτεία, ο Κρόμγουελ έβαλε στόχο του την εξισορρόπηση των πολιτικών δυνάμεων και προώθησε για ψήφιση στο Κοινοβούλιο τον «Νόμο της Λήθης», δηλαδή την αμνηστία. Ωστόσο ο στρατός, ο οποίος στην πλειονότητά του περιλάμβανε φανατικούς πουριτανούς, απαίτησε τη διάλυση του διεφθαρμένου Κοινοβουλίου. Ο Κρόμγουελ ενέδωσε στις πιέσεις και στις 20 Απριλίου του 1653 κατάργησε το Κοινοβούλιο και στη θέση του συγκρότησε επιτροπή η οποία «θα κυβερνούσε με τον φόβο του Θεού». H επιτροπή αυτή, που έμεινε στην ιστορία ως «Συνάθροιση των Αγίων», δεν κατόρθωσε να λειτουργήσει ικανοποιητικά ως διοικητικό και νομοθετικό όργανο, και τον Δεκέμβριο του 1653 πρότεινε να αναλάβει ο Κρόμγουελ την αρχηγία του κράτους. Έτσι ο Κρόμγουελ εξελέγη από τη «Συνάθροιση των Αγίων» με τον τίτλο του Λόρδου Προστάτη και συμβουλευτικό όργανο ένα νέο Κοινοβούλιο. Προτού ακόμη συγκροτηθεί και συνέλθει το νέο Κοινοβούλιο, ο Κρόμγουελ εξέδωσε περισσότερα από 80 διατάγματα, με τα οποία προσπάθησε να ρυθμίσει τα θέματα της θρησκείας, της δικαιοσύνης και της παιδείας. Πρόσφερε αρκετά περιθώρια ανεξιθρησκίας, μερίμνησε για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και προχώρησε στην αναμόρφωση του ποινικού κώδικα. Στην εξωτερική πολιτική ο Κρόμγουελ έθεσε πάνω απ' όλα το συμφέρον της Βρετανίας, όπως απέδειξε η εκστρατεία (1654) εναντίον της πουριτανικής, άρα προσφιλούς, Ολλανδίας, η οποία ωστόσο με τη ναυτική της ισχύ απειλούσε τη βρετανική θαλασσοκρατορία, καθώς και η συμμαχία με τη ρωμαιοκαθολική Γαλλία εναντίον της Ισπανίας από την οποία η Βρετανία απέσπασε την Τζαμάικα (1655). Μετά από απέλπιδες προσπάθειες να συντονιστεί με το απείθαρχο Νέο Κοινοβούλιο, ο Κρόμγουελ το διέλυσε (Ιανουάριος 1655) και μετά από μερικούς μήνες συγκάλεσε άλλο. Αλλά και σε τούτο οι ακραιφνείς δημοκρατικοί δημιούργησαν πολλές δυσκολίες στον Λόρδο Προστάτη, ο οποίος διακήρυσσε ότι κυβερνούσε τη χώρα επειδή ήταν θέλημα Θεού. Έτσι το διέλυσε και αυτό, τον Φεβρουάριο του 1658, και τους υπόλοιπους μήνες της ζωής του κυβέρνησε ως απόλυτος άρχων. Ο Κρόμγουελ πέθανε από ελονοσία στις 3 Σεπτεμβρίου 1658 και ενταφιάστηκε με τιμές στο Αβαείο του Ουεστμίνστερ. Μετά την παλινόρθωση της βασιλείας και την ενθρόνιση του Καρόλου B' έγινε εκταφή του ταριχευμένου σώματος του Κρόμγουελ, και το κεφάλι, καρφωμένο σε ένα κοντάρι, στήθηκε στο Κοινοβούλιο, όπου παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Καρόλου B'.Ο Κρόμγουελ είναι από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της βρετανικής ιστορίας. Κάποιοι τον θεωρούν ήρωα της ελευθερίας και άλλοι τύραννο, δικτάτορα και βασιλοκτόνο. Τα μέτρα που έλαβε εναντίον των καθολικών έφτασαν στα όρια της γενοκτονίας και τον κατέστησαν αντιπαθή ιδιαίτερα στην Ιρλανδία.
Ο Ρίτσαρντ Κρόμγουελ (Richard Cromwell, Χάντινγκντον, 4 Οκτωβρίου 1626 – Τσέζαντ, 12 Ιουλίου 1712), γιος του Όλιβερ Κρόμγουελ, ήταν ο δεύτερος Λόρδος Προστάτης της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας, που υπηρέτησε σχεδόν για εννέα μήνες, από τις 3 Σεπτεμβρίου 1658 μέχρι τις 25 Μαΐου 1659. Μετά την πτώση του από την εξουσία, του δόθηκε από τους βασιλικούς το παρατσούκλι Πεσμένο Πουλί (Tumbledown Dick). Ο ίδιος και τα τρία αδέλφια του είχαν εκπαιδευτεί στη σχολή Felsted στο Έσσεξ κοντά στο σπίτι της οικογένειας της μητέρας τους. Όταν ο πατέρας του Όλιβερ Κρόμγουελ πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1658, ο Ρίτσαρντ ενημερώθηκε την ίδια ημέρα ότι επρόκειτο να τον διαδεχθεί, αλλά υπήρξε κάποια διαμάχη για τη διαδοχή. Μια επιστολή από τον John Thurloe δείχνει ότι στις 30 Αυγούστου ο Όλιβερ Κρόμγουελ όρισε προφορικά τον γιο του ως διάδοχό του, αλλά κάποιες άλλες εκδοχές ισχυρίζονται είτε ότι δεν όρισε κανένα διάδοχο, είτε ότι έδωσε την προτεραιότητα στον γαμπρό του, Τσαρλς Φλήτγουντ. Όμως, ο νέος Λόρδος Προστάτης, χωρίς βάση εξουσίας ούτε στο Κοινοβούλιο ούτε στον Στρατό (New Model Army), αναγκάσθηκε να παραιτηθεί το 1659 και το Προτεκτοράτο καταργήθηκε. Κατά την πολιτική και στρατιωτική αναταραχή που ακολούθησε, ο Τζορτζ Μονκ, Κυβερνήτης της Σκοτίας, ανησυχούσε ότι η χώρα θα έπεφτε σε αναρχία. Ο Μονκ και ο στρατός του προέλασαν στο Σίτι του Λονδίνου και ανάγκασε τα μέλη του Κολοβού Κοινοβουλίου να επαναδεχθούν μέλη του Μακρόβιου Κοινοβουλίου που είχαν αποκλεισθεί τον Δεκέμβριο 1648 κατά την Εκκαθάριση του Πράιντ. Το Μακρόβιο Κοινοβούλιο αυτοδιαλύθηκε και για πρώτη φορά μέσα σε 20 έτη διεξάχθηκαν γενικές εκλογές. Το απερχόμενο Κοινοβούλιο καθόρισε τις εκλογικές προϋποθέσεις, έτσι ώστε να εξασφαλίσει, όπως νόμιζαν, την επιστροφή μιας Πρεσβυτεριανικής πλειοψηφίας. Οι περιορισμοί εναντίον των βασιλοφρόνων υποψηφίων αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, και οι εκλογές κατέληξαν σε μια Βουλή των Κοινοτήτων η οποία ήταν σχεδόν ισομερώς διαιρεμένη πολιτικά ανάμεσα στους Βασιλόφρονες και τους Κοινοβουλευτικούς και θρησκευτικά ανάμεσα στους Αγγλικανούς και τους Πρεσβυτεριανούς. Το νέο αποκαλούμενο Κοινοβούλιο Συνέλευσης (Convention Parliament) συνήλθε στις 25 Απριλίου 1660, και λίγο μετά πληροφορήθηκε τη Διακήρυξη της Μπρέντα, στην οποία ο Κάρολος συμφωνούσε, μεταξύ άλλων, να απονείμει χάρη σε πολλούς εχθρούς του πατέρα του. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο ψήφισε την ανακήρυξη του Καρόλου ως βασιλιά και την πρόσκλησή του να επιστρέψει, ένα μήνυμα που έλαβε ο Κάρολος στην Μπρέντα στις 8 Μαΐου 1660. Στην Ιρλανδία, μια συνέλευση που είχε συγκληθεί νωρίτερα μέσα στο έτος, στις 14 Μαΐου κήρυξε τον Κάρολο Βασιλιά. Κατά τη διάρκεια των πολιτικών δυσκολιών του χειμώνα του 1659, υπήρχαν φήμες ότι ο Κρόμγουελ έπρεπε να επανακληθεί ως Λόρδος Προστάτης, αλλά αυτές δεν κατέληξαν πουθενά. Τον Ιούλιο του 1660, ο Κρόμγουελ έφυγε για τη Γαλλία, και έφτασε εκεί, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα. Το 1680 επέστρεψε στην Αγγλία όπου έζησε μαζί με τον έμπορο Thomas Pengelly στο Τσέζαντ του Χέρτφορντσαϊρ, και εκεί ζούσαν από το εισόδημα που είχε από το κτήμα του στο Hursley. Πέθανε στις 12 Ιουλίου 1712 σε ηλικία 85 ετών.
Ο Kάρολος B΄ (29 Μαΐου 1630 – 6 Φεβρουαρίου 1685) ήταν Βασιλιάς της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Ο πατέρας του βασιλιάς Κάρολος Α΄ εκτελέσθηκε στο Παλάτι του Ουάϊτχολ στις 30 Ιανουαρίου 1649, ως αποκορύφωμα του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου. Αν και το Κοινοβούλιο της Σκοτίας ανακήρυξε τον Κάρολο Β΄ Βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας στο Εδιμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 1649, το Αγγλικό Κοινοβούλιο αντίθετα πέρασε ένα ψήφισμα, που έκρινε τη διακήρυξη αυτή στην Αγγλία και την Ιρλανδία παράνομη. Η Αγγλία εισήλθε στην περίοδο γνωστή ως Αγγλική Κοινοπολιτεία και η χώρα ήταν εκ των πραγμάτων μια δημοκρατία, με ηγέτη τον Όλιβερ Κρόμγουελ. Ο Κρόμγουελ νίκησε τον Κάρολο Β στη Μάχη του Ουόρσεστερ στις 3 Σεπτεμβρίου 1651, και ο Κάρολος έφυγε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Κρόμγουελ έγινε ουσιαστικός δικτάτορας της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Ο Κάρολος Β δαπάνησε τα επόμενα εννέα έτη σε εξορία στην Γαλλία, τις Ηνωμένες Επαρχίες και τις Ισπανικές Κάτω Χώρες. Μια πολιτική κρίση που ακολούθησε το θάνατο του Κρόμγουελ το 1658 κατέληξε στην παλινόρθωση της μοναρχίας και ο Κάρολος προσκλήθηκε να επιστρέψει στη Βρετανία. Στις 29 Μαΐου 1660, στα 30α του γενέθλια, έγινε δεκτός στο Λονδίνο με δημόσια επευφημία. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο του Καρόλου ενεργοποίησε νόμους, όπως ο Κώδικας Κλάρεντον, σχεδιασμένους για να καλύψουν την θέση της επανιδρυμένης Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Κάρολος συναίνεσε στον Κώδικα Κλάρεντον αν και ο ίδιος ευνοούσε μια πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας. Το μεγάλο θέμα εξωτερικής πολιτικής της πρώιμης βασιλείας του Καρόλου ήταν ο Δεύτερος Αγγλολλανδικός Πόλεμος. Το 1670, ο Κάρολος εισήλθε στο μυστικό σύμφωνο του Ντόβερ, μια συμμαχία με τον πρώτο του εξάδελφο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ της Γαλλίας. Ο Λουδοβίκος συμφώνησε να βοηθήσει τον Κάρολο στον Τρίτο Αγγλοολλανδικό Πόλεμο και να πληρώσει μια σύνταξη στον Κάρολο, και ο Κάρολος υποσχέθηκε μυστικά να μεταστραφεί στον Ρωμαιοκαθολικισμό σε μη προσδιορισμένη μελλοντική ημερομηνία. Ο Κάρολος προσπάθησε να εισαγάγει την θρησκευτική ελευθερία για τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες αντιφρονούντες με την Βασιλική Διακήρυξη Επιείκειας του 1672 (Royal Declaration of Indulgence), αλλά το Αγγλικό Κοινοβούλιο τον ανάγκασε να την αποσύρει. Το 1679, οι αποκαλύψεις του Τίτου Όουτς για την υποτιθέμενη "Παπική Συνωμοσία" έγιναν η θρυαλλίδα για την Κρίση του Αποκλεισμού, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο αδελφός του Καρόλου και διάδοχος (Ιάκωβος, Δούκας της Υόρκης) ήταν Καθολικός. Η κρίση έφερε τη γέννηση των κομμάτων των Ουίγων και των Τόρυς. Ο Κάρολος διέλυσε το Αγγλικό Κοινοβούλιο το 1681, και κυβέρνησε μόνος μέχρι τον θάνατό του στις 6 Φεβρουαρίου 1685. Ασπάσθηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην νεκρική του κλίνη. Ο Κάρολος ήταν κοινώς γνωστός ως ο «Εύθυμος Μονάρχης», εξαιτίας της ζωτικότητας και του ηδονισμού της αυλής του μετά την γενική ανακούφιση από την επιστροφή στην ομαλότητα ύστερα από μια δεκαετία διακυβέρνησης από τον Όλιβερ Κρόμγουελ και τους Πουριτανούς. Η σύζυγος του Καρόλου, Αικατερίνη της Μπραγκάνζα, δεν γέννησε παιδιά, αλλά ο Κάρολος αναγνώρισε τουλάχιστον δώδεκα νόμιμα παιδιά από διάφορες ερωμένες. Καθώς τα νόθα τέκνα αποκλείονταν από την διαδοχή, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιάκωβος.
Ο Ιάκωβος Β΄ (24 Οκτωβρίου 1633 – 16 Σεπτεμβρίου 1701), δεύτερος γιος του Καρόλου Α' και αδελφός του προηγούμενου βασιλιά Καρόλου Β, ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και ως Ιάκωβος Ζ΄ βασιλιάς της Σκοτίας, από τις 6 Φεβρουαρίου 1685 μέχρι τα τέλη του 1688. Ήταν ο τελευταίος Ρωμαιοκαθολικός μονάρχης που βασίλευσε στα Βασίλεια της Αγγλίας και της Σκοτίας. Ανέβηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Καρόλου Β' και αντιμετώπισε συνεχώς αυξανόμενη αντίθεση από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες της Βρετανίας επειδή ήταν γαλλόφιλος και υπέρ του Καθολικισμού, και επειδή απέβλεπε στην απόλυτη εξουσία. Λίγο μετά την ανάρρησή του, ο Ιάκωβος αντιμετώπισε μια εξέγερση στη νότια Αγγλία υπό τον ανιψιό του, Τζέημς Σκοτ πρώτο δούκα του Μόνμαουθ, και μια άλλη εξέγερση στη Σκοτία υπό τον Άρτσιμπαλντ Κάμπελλ, κόμη του Άργκαϊλ. Οι Άργκαϊλ και Μόνμαουθ άρχισαν τις εκστρατείες τους από την Ολλανδία, όπου ο ανιψιός και γαμπρός του Ιακώβου, Γουλιέλμος της Οράγγης, έδειξε να αδιαφορεί για τις προσπάθειές τους. Οι εξεγέρσεις καταπνίγηκαν αρκετά εύκολα, αλλά σκλήρυναν την αποφασιστικότητα του Ιακώβου ενάντια στους εχθρούς του και αύξησαν την καχυποψία του προς τους Ολλανδούς. Όταν απέκτησε άρρενα διάδοχο, εξερράγη κρίση και οι ηγέτες κάλεσαν στον θρόνο τον γαμπρό και ανιψιό του Γουλιέλμο Γ΄ της Οράγγης, κυβερνήτη των Ηνωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών. Ήταν η λεγόμενη Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Τον Απρίλιο 1688, ο Ιάκωβος επανεξέδωσε την Διακήρυξη της Επιείκειας, διατάσσοντας τους Αγγλικανούς κληρικούς να την διαβάσουν στις εκκλησίες τους. Όταν ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, Ουίλιαμ Σάνκροφτ, και έξι άλλοι επίσκοποι (γνωστοί ως οι Επτά Επίσκοποι) υπέβαλαν αίτηση, ζητώντας την αναθεώρηση της θρησκευτικής πολιτικής του Βασιλιά, συνελήφθησαν και δικάστηκαν για επαναστατικό λίβελο. Η επαγρύπνηση της κοινής γνώμης αυξήθηκε όταν η Βασίλισσα Μαρία γέννησε έναν Καθολικό γιο και διάδοχο, τον Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο, στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους. Όταν οι μόνοι πιθανοί διάδοχοι του Ιακώβου ήταν οι δύο Προτεστάντισσες κόρες του, οι Αγγλικανοί μπορούσαν να δουν τη φιλοκαθολική πολιτική του σαν ένα προσωρινό φαινόμενο· η γέννηση όμως του Πρίγκιπα και η προοπτική μιας μόνιμα Καθολικής δυναστείας, τους ανάγκασε να αλλάξουν στάση. Απειλούμενοι από μια Καθολική δυναστεία, πολλοί Προτεστάντες, με επιρροή, ισχυρίσθηκαν ότι το παιδί ήταν επείσακτο και μπήκε λαθραία στην κρεβατοκάμαρα της Βασίλισσας σε ένα δοχείο θέρμανσης. Είχαν ήδη έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Γουλιέλμο, Πρίγκιπα της Οράγγης, όταν έγινε γνωστό ότι η Βασίλισσα ήταν έγκυος, και η γέννηση του γιου του Ιακώβου ενίσχυσε την πεποίθηση τους. Στις 30 Ιουνίου 1688, μια ομάδα επτά Προτεσταντών ευγενών, αργότερα γνωστή ως οι Αθάνατοι Επτά, προσκάλεσε τον Πρίγκιπα της Οράγγης να έλθει στην Αγγλία με στρατό. Κατά τον Σεπτέμβριο, είχε γίνει ξεκάθαρο ότι ο Γουλιέλμος σκόπευε να εισβάλει. Πιστεύοντας πως ο στρατός του θα ήταν επαρκής, ο Ιάκωβος αρνήθηκε τη βοήθεια του Λουδοβίκου ΙΔ΄, φοβούμενος ότι οι Άγγλοι θα αντετίθεντο στη Γαλλική επέμβαση. Όταν ο Γουλιέλμος έφθασε στις 5 Noεμβρίου 1688, πολλοί Προτεστάντες αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του Τζον Τσόρτσιλ, αυτομόλησαν στον Γουλιέλμο, όπως έκανε και η κόρη του Ιακώβου, Πριγκίπισσα Άννα. Ο Ιάκωβος έχασε την ψυχραιμία του και απέφυγε να επιτεθεί στον στρατό εισβολής, παρά την αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο Ιάκωβος προσπάθησε να διαφύγει στη Γαλλία, πετώντας τη Μεγάλη Σφραγίδα του Βασιλείου στον Τάμεση. Αιχμαλωτίσθηκε στο Κεντ και αργότερα ελευθερώθηκε υπό Ολλανδική προστατευτική φρουρά. Μη θέλοντας να κάνει τον Ιάκωβο μάρτυρα, ο Πρίγκιπας της Οράγγης, τον άφησε να αποδράσει στις 23 Δεκεμβρίου. Ο Ιάκωβος έγινε δεκτός από τον εξάδελφο και σύμμαχο του, Λουδοβίκο ΙΔ΄, ο οποίος του προσέφερε ένα παλάτι και μια σύνταξη. Αντικαταστάθηκε από τον Γουλιέλμο της Οράγγης που έγινε βασιλιάς ως Γουλιέλμος Γ΄, κυβερνώντας από κοινού με τη σύζυγο του (κόρη του Ιακώβου) Μαρία Β΄. Έτσι οι Γουλιέλμος και Μαρία , αμφότεροι Προτεστάντες, έγιναν από κοινού μονάρχες το 1689. Ο Ιάκωβος έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να ανακτήσει τα στέμματα του, όταν αποβιβάσθηκε στην Ιρλανδία το 1689, αλλά, μετά την ήττα του από τις δυνάμεις του Γουλιέλμου στη Μάχη του Μπόυν το καλοκαίρι του 1690, επέστρεψε στη Γαλλία. Έζησε έξω από τη Βρετανία το υπόλοιπο της ζωής του ως διεκδικητής του θρόνου, έχοντας σχηματίσει μιαν αυλή χρηματοδοτούμενη από τον εξάδελφο και σύμμαχο του, βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ο Ιάκωβος είναι γνωστός για τις πεποιθήσεις του περί της θείας καταγωγής των δικαιωμάτων των βασιλέων και για τις προσπάθειές του να επιτύχει θρησκευτική ελευθερία υπέρ των Ρωμαιοκαθολικών αφενός και των ακραίων Διαμαρτυρομένων (Πουριτανών και Πρεσβυτεριανών) αφετέρου, αντίθετα με τη θέληση του Αγγλικού Κοινοβουλίου. Παράλληλα όμως καταδίωξε τους Πρεσβυτεριανούς της Σκοτίας. Το Κοινοβούλιο, αντιτέθηκε στην άνοδο του απολυταρχισμού που σημειώθηκε σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στην απώλεια της νομικής κυριαρχίας του επί της Εκκλησίας της Αγγλίας και είδε την αντίθεση αυτή ως ένα τρόπο να διατηρήσει αυτά που θεωρούνταν παραδοσιακές Αγγλικές ελευθερίες. Αυτή η τάση έκανε την τετραετή βασιλεία του Ιακώβου έναν αγώνα για υπεροχή μεταξύ του Αγγλικού Κοινοβουλίου και του Στέμματος, που κατέληξε στην εκθρόνιση του, την ψήφιση της Αγγλικής Χάρτας των Δικαιωμάτων (English Bill of Rights) του 1689, και την Αννοβεριανή διαδοχή.
H Μαρία B΄ (Mary II, 30 Απριλίου 1662 – 28 Δεκεμβρίου 1694), μεγαλύτερη κόρη του προηγούμενου βασιλιά Ιακώβου Β, ήταν από κοινού ηγεμόνας της Αγγλίας, της Σκοτίας, και της Ιρλανδίας με τον σύζυγό της (ο οποίος ήταν επίσης πρώτος της εξάδελφος), Γουλιέλμο Γ΄ της Αγγλίας και Β΄ της Σκοτίας, από το 1689 μέχρι τον θάνατό της. Ο Γουλιέλμος και η Μαρία, Προτεστάντες και οι δύο, έγιναν βασιλιάς και κυβερνώσα βασίλισσα, αντίστοιχα, μετά την Ένδοξη Επανάσταση, η οποία κατέληξε στην εκθρόνιση του Ρωμαιοκαθολικού πατέρα της, Ιακώβου Β΄ και Ζ΄.
Ο Γουλιέλμος της Οράγγης έγινε μόνος ηγεμόνας με τον θάνατό της Μαρίας το 1694. Οι λαϊκές ιστορίες συνήθως αναφέρουν τη συμβασιλεία τους ως "Γουλιέλμος και Μαρία". Η Μαρία ασκούσε λιγότερη εξουσία από τον Γουλιέλμο, όταν εκείνος ήταν στην Αγγλία, παραχωρώντας την περισσότερη εξουσία της σε αυτόν, αν και εκείνος βασιζόταν πολύ σ' εκείνη. Ωστόσο ενεργούσε μόνη όταν ο Γουλιέλμος συμμετείχε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, αναδεικνυόμενη σε μια ισχυρή, σταθερή και αποτελεσματική κυβερνήτρια. Παρότι η μητέρα της γέννησε οκτώ παιδιά, όλα, εκτός από τη Μαρία και την νεότερη αδελφή της Άννα, πέθαναν πολύ νέα, και ο βασιλιάς δεν είχε άλλα νόμιμα τέκνα. Συνεπώς, για μεγάλο μέρος της παιδικής της ηλικίας, η Μαρία ήταν δεύτερη στη γραμμή για τον θρόνο μετά τον πατέρα της. Η εκπαίδευση της Μαρίας, από ιδιωτικούς δασκάλους, ήταν αρκετά περιορισμένη στη μουσική, τον χορό, το σχέδιο, τα Γαλλικά και την θρησκευτική κατήχηση. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, η Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Προτεστάντη εξάδελφό της, Γουλιέλμο της Οράγγης και επικεφαλής δικαστή της Ολλανδίας. Ο Γουλιέλμος ήταν γιος της αποθανούσας αδελφής του βασιλιά, της βασιλικής πριγκίπισσας Μαρίας, και έτσι ήταν τέταρτος στη γραμμή διαδοχής μετά τον Ιάκωβο, τη Μαρία και την Άννα. Η ζωηρή και ευπαρουσίαστη φύση της Μαρίας την έκανε δημοφιλή στους Ολλανδούς, και ο γάμος της με έναν Προτεστάντη πρίγκιπα ήταν δημοφιλής στη Βρετανία. Η αδυναμία της για τεκνοποιία μετά από αρκετές αποβολές, ήταν η μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας στη ζωή της. Στις 30 Ιουνίου 1688, κατά την λεγόμενη Ένδοξη Επανάσταση, οι Αθάνατοι Επτά, προτεστάντες ευγενείς, παρακάλεσαν μυστικά τον Γουλιέλμο, ο οποίος τότε βρισκόταν στις Κάτω Χώρες με τη Μαρία, να έρθουν στην Αγγλία με στρατό. Ο Γουλιέλμος συμφώνησε στην εισβολή και διακήρυξε ότι μοναδικός σκοπός της εκστρατείας του ήταν "η σύσταση ενός ελεύθερου και νόμιμου Κοινοβουλίου". Ο στρατός των Κάτω Χωρών έφτασε στις 5 Νοεμβρίου. Ο αγγλικός λαός εμπιστευόταν ελάχιστα πλέον τον Ιάκωβο, οπότε δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σώσουν το βασιλιά τους. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο ηττηθείς βασιλιάς προσπάθησε να δραπετεύσει ανεπιτυχώς, ωστόσο στη δεύτερή του απόπειρα στις 23 Δεκεμβρίου κατέφυγε στη Γαλλία, όπου και έζησε εξόριστος μέχρι το θάνατό του. Η Μαρία ήταν αναστατωμένη για τις συνθήκες εκθρόνισης του πατέρα της, αλλά ο Γουλιέλμος τη διέταξε να φανεί πρόσχαρη κατά τη θριαμβευτική τους άφιξη στο Λονδίνο. Το αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθεί η ίδια ότι εμφανίστηκε ψυχρή μπροστά στη δοκιμασία του πατέρα της. Ακόμα και ο ίδιος ο Ιάκωβος Β την κατηγόρησε για την έλλειψη αφοσίωσής της, κάτι που επηρέασε βαθιά την ευσεβή Μαρία. Ο Γουλιέλμος της Οράγγης ένιωθε ανασφαλής σχετικά με τη θέση του, καθώς επιθυμούσε να βρίσκεται στο θρόνο ως βασιλιάς και όχι ως βασιλικός σύζυγος της Μαρίας. Συμβασιλεία είχε σημειωθεί μόνο μια φορά στον παρελθόν το 16ο αιώνα, όταν η Μαρία Α΄ της Αγγλίας παντρεύτηκε τον Ισπανό πρίγκιπα Φίλιππο Β΄, ο οποίος πήρε τον τίτλο του βασιλιά, τον οποίο κράτησε μέχρι το θάνατο της συζύγου του και του τέθηκαν περιορισμοί στην έκταση της εξουσίας του. Ο Γουλιέλμος ωστόσο ζήτησε να παραμείνει βασιλιάς ακόμα και μετά το θάνατο της Μαρίας. Παρόλο που κάποιοι επιφανείς συμμετέχοντες της πρότειναν να έχει μόνο αυτή την εξουσία, η Μαρία αρνήθηκε, παραμένοντας πιστή στο σύζυγό της. Στις 13 Φεβρουαρίου 1689, το Κοινοβούλιο σε διακήρυξή του αναγνώριζε πως ο Ιάκωβος, επιχειρώντας να δραπετεύσει στις 11 Δεκεμβρίου 1688, είχε εγκαταλείψει τη διακυβέρνηση του βασιλείου και ο θρόνος έμεινε κενός. Το Κοινοβούλιο δεν πρόσφερε το Στέμμα στο μεγαλύτερο γιο του Ιάκωβου, Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο, ο οποίος θα ήταν ο πρώτος διάδοχος υπό κανονικές συνθήκες, αλλά στο Γουλιέλμο και τη Μαρία. Η διακήρυξη επεκτάθηκε αργότερα, ώστε να εξαιρεί όχι μόνο τον Ιάκωβο και τους διαδόχους του από το θρόνο, αλλά και όλους τους Καθολικούς. Προσφέρθηκε στον Γουλιέλμο και τη Μαρία ξεχωριστά το Σκωτικό Στέμμα και δέχτηκαν στις 11 Μαΐου, δεδομένου ότι τα δυο βασίλεια δεν ήταν ενωμένα ακόμα μέχρι την Πράξη Ένωσης του 1707. Υπήρχε υποστήριξη για τον Ιάκωβο στη Σκοτία. Ο Τζον Γκράχαμ του Κλέιβερχαουζ, υποκόμης του Ντάντι, μάζεψε στρατό και κέρδισε στη Μάχη του Κίλικρανκι στις 27 Ιουλίου. Ωστόσο, οι απώλειες για το στρατό του ήταν μεγάλες και αυτό, μαζί με το θανάσιμο τραυματισμό του στην αρχή της μάχης, συνετέλεσαν ώστε να αποδυναμωθεί η μοναδική αποτελεσματική αντίσταση στον Γουλιέλμο και η εξέγερση γρήγορα καταπνίγηκε, καθώς ηττήθηκαν στη Μάχη του Ντάνκελντ τον επόμενο μήνα. Το Δεκέμβριο του 1689 τo Κοινοβούλιο της Αγγλίας επικύρωσε τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων, η οποία επαναδιατύπωσε και επικύρωσε πολλές διατάξεις της αμέσως προηγούμενης και καθιέρωσε περιορισμούς στα βασιλικά προνόμια. Διακήρυττε, μεταξύ άλλων, ότι ο Ανώτατος Άρχοντας δε θα μπορούσε να ακυρώνει νόμους που εξέδιδε το Κοινοβούλιο, να επιβάλλει φόρους χωρίς κοινοβουλευτική αποδοχή, να εμποδίζει την αίτηση ακρόασης, να συγκεντρώνει στρατό εν καιρώ ειρήνης χωρίς κοινοβουλευτική αποδοχή, να αρνείται το δικαίωμα ένοπλης άμυνας για προτεσταντικά θέματα και να επιβάλλει σκληρές ή ασυνήθιστες τιμωρίες. Από το 1690 και μετά, ο Γουλιέλμος συχνά απουσίαζε από την Αγγλία, αρχικά πολεμώντας τους Ιακωβίτες στην Ιρλανδία. Κατά την περίοδο αυτή, η Μαρία είχε τη διακυβέρνηση του βασιλείου. Αποδείχτηκε σκληρή μονάρχης. Διέταξε τη σύλληψη του θείου της, Χένρι Χάιντ, 2ου κόμη του Κλάρεντον, για συνωμοσία για την επαναφορά του Ιακώβου Β΄ στο θρόνο. Το 1692, καθαίρεσε και φυλάκισε τον Τζον Τσόρτσιλ, 1ο κόμη του Μάρλμπορο για παρόμοια κατηγορία. Η καθαίρεση μείωσε κάπως τη δημοτικότητά της και έβλαψε τη σχέση της με την αδερφή της, Άννα, η οποία επηρεαζόταν πολύ από τη σύζυγο του Τσόρτσιλ, Σάρα. Οι αδερφές δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Ο Γουλιέλμος νίκησε τους Ιρλανδούς Ιακωβίτες το 1692, αλλά συνέχισε τις εκστρατείες στο εξωτερικό. Κατά την απουσία του, η Μαρία ενεργούσε στο όνομά της, αλλά υπό τις συμβουλές του. Όσο εκείνος βρισκόταν στην Αγγλία, η Μαρία απέφευγε εντελώς να αναμειχθεί σε πολιτικά ζητήματα, όπως είχε συμφωνηθεί στη Διακήρυξη Δικαιωμάτων. Ωστόσο, συμμετείχε στα ζητήματα της Εκκλησίας της Αγγλίας, καθώς όλα τα θέματα εκκλησιαστικής προστασίας και καθοδήγησης περνούσαν από εκείνη. Η Μαρία πέθανε από ευλογιά στο Παλάτι του Κένσιγκτον στις 28 Δεκεμβρίου 1694 και, μετά το θάνατό της, ο Γουλιέλμος Γ΄ συνέχισε να είναι βασιλιάς. Η βασιλεία του σηματοδότησε την αρχή της μετάβασης από την απολυταρχική βασιλεία των Στιούαρτ προς την ηγεμονία του Οίκου του Αννόβερου, που απέδωσε στο Κοινοβούλιο μεγαλύτερη βαρύτητα. Το τελευταίο παιδί της Πριγκίπισσας Άννας, ο Γουλιέλμος, δούκας του Γκλόστερ, πέθανε τον Ιούλιο του 1700 και, εφόσον ήταν προφανές ότι ο Γουλιέλμος Γ΄ δε θα είχε άλλους απογόνους, σύμφωνα με απόφαση του Κοινοβουλίου, το Στέμμα μετά την Άννα θα πήγαινε στον κοντινότερο Προτεστάντη συγγενή, τη Σοφία του Αννόβερου, και τους διαδόχους της. Όταν ο Γουλιέλμος Γ΄ πέθανε το 1702, τον διαδέχτηκε η Άννα, την οποία διαδέχτηκε ο γιος της ήδη αποθανούσας Σοφίας, Γεώργιος Α΄ της δυναστείας του Αννόβερου. ]
Η Άννα (6 Φεβρουαρίου 1665 – 1 Αυγούστου 1714), δεύτερη κόρη του Ιακώβου, Δούκα της Υόρκης (μετέπειτα Ιακώβου Β΄), και της πρώτης συζύγου του, Λαίδης Άννας Χάιντ, έγινε Βασίλισσα της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας στις 8 Μαρτίου 1702, διαδεχόμενη τον σύζυγο της αδελφής της, Γουλιέλμο Γ΄ της Αγγλίας και Β΄ της Σκοτίας. Ως παιδί, η Άννα υπέφερε από μια μόλυνση του ματιού·και για ιατρική θεραπεία στάλθηκε στη Γαλλία, όπου έζησε με την γιαγιά της, Ενριέττα Μαρία της Γαλλίας. Επέστρεψε στην Αγγλία μετά το θάνατο της θείας της Ενριέττας Άννας. Περί το 1673, η Άννα γνώρισε την Σάρα Τζέννινγκς, η οποία έγινε στενή της φίλη και μία από τους συμβούλους της με μεγάλη επιρροή. Η Τζέννινγκς αργότερα παντρεύτηκε τον Τζον Τσόρτσιλ (μελλοντικό δούκα του Μάρλμπορο), που έγινε ο σημαντικότερος στρατηγός της Άννας. Το 1673, έγινε γνωστή η μεταστροφή του πατέρα της Άννας στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Με τις οδηγίες του Καρόλου Β΄, όμως, η Άννα και η αδελφή της Μαίρη ανατράφηκαν ως προτεστάντισσες. Στις 28 Ιουλίου 1683, η Άννα παντρεύτηκε τον προτεστάντη πρίγκιπα Γεώργιο της Δανίας, αδελφό του βασιλιά Χριστιανού της Δανίας. Όταν ο Κάρολος Β΄ πέθανε το 1685 ο πατέρας της Άννας έγινε βασιλιάς ως Ιάκωβος Β΄. Αλλά ο Ιάκωβος δεν έγινε φιλικά αποδεκτός από τον Αγγλικό λαό, ο οποίος ανησυχούσε με τον Ρωμαιοκαθολικισμό του. Ο γαμπρός και η αδελφή της Άννας, Γουλιέλμος και Μαίρη, επιτέθηκαν στην Αγγλία για να εκθρονίσουν τον αντιπαθή Ιάκωβο Β΄ κατά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Το 1689, το Κοινοβούλιο Συνέλευσης συνεδρίασε και διακήρυξε ότι ο Ιάκωβος είχε παραιτηθεί από το βασίλειο, όταν προσπάθησε να διαφύγει, και το Στέμμα προσφέρθηκε από κοινού στον Γουλιέλμο και τη Μαίρη Β΄, οι οποίοι κυβέρνησαν συνολικά μέχρι το 1702. Όταν η Μαίρη Β΄ πέθανε από ευλογιά το 1694, ο Γουλιέλμος Γ΄ συνέχισε να κυβερνά μόνος. Η Άννα τότε έγινε ο επίδοξος διάδοχος του, καθώς παιδιά που θα μπορούσε να έχει από άλλη γυναίκα τοποθετούνταν σε κατώτερη θέση στη γραμμή διαδοχής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Πρίγκιπας Γεώργιος και η Πριγκίπισσα Άννα υπέφεραν μεγάλη προσωπική κακοτυχία. Ο μόνος γιος τους που επέζησε από την παιδική ηλικία, ο Γουλιέλμος, Δούκας του Γκλόστερ, πέθανε στην ηλικία των έντεκα στις 29 Ιουλίου 1700, επισπεύδοντας μια κρίση διαδοχής. Για να αποκλεισθεί ένας Καθολικός από την ανάληψη του Στέμματος, το Κοινοβούλιο έθεσε σε ισχύ τον Νόμο της Διευθέτησης 1701, ο οποίος όριζε ότι, ελλείψει απογόνων της πριγκίπισσας Άννας και του Γουλιέλμου Γ΄ από κάποιον μελλοντικό γάμο, το Στέμμα θα πήγαινε στη Σοφία, Εκλέκτορα του Αννόβερου, και τους απογόνους τους, η οποία καταγόταν από τον Ιάκωβο Α΄ της Αγγλίας μέσω της Ελισάβετ Στιούαρτ. Σχεδόν αμέσως μετά την άνοδο της στο θρόνο, το 1702, η Άννα ενεπλάκη στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, στον οποίο η Αγγλία υποστήριξε την διεκδίκηση του αρχιδούκα Κάρολου να ανεβεί στον Ισπανικό Θρόνο, και ο οποίος συνεχίστηκε μέχρι τα τελευταία έτη της βασιλείας της Άννας, και κυριάρχησε στην εξωτερική και την εσωτερική πολιτική. Σύντομα μετά την άνοδο της, η Άννα διόρισε τον σύζυγο της Λόρδο Αρχιναύαρχο, δίδοντας του τον έλεγχο του Βασιλικού Ναυτικού. Η Άννα έδωσε τον έλεγχο του στρατού στον Λόρδο Μάρλμπορο, τον οποίο διόρισε Στρατηγό Καπετάνιο. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο, φοβούμενο ότι μια ανεξάρτητη Σκοτία θα αποκαθιστούσε την Γηραιά Συμμαχία με τη Γαλλία επέλεξε τη λύση της ένωσης των δύο χωρών. Τα Άρθρα της Ένωσης εγκρίθηκαν με Νόμο του Σκωτικού Κοινοβουλίου που πέρασε στις 16 Ιανουαρίου 1707 και νόμο του Αγγλικού Κοινοβουλίου που πέρασε στις 6 Μαρτίου 1707. Η Αγγλία και η Σκοτία έγιναν ένα «ηνωμένο βασίλειο» με τίτλο Μεγάλη Βρετανία. Η βασιλεία της Άννας σημαδεύθηκε επίσης από την ανάπτυξη ενός δικομματικού συστήματος (Τόρυς και Ουίγοι) καθώς η νέα εποχή της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης αναπτύχθηκε και ωρίμασε. Η πρώτη διοίκηση ήταν κυρίως Τόρυ με επικεφαλής τον Σίντνεϊ Γκόντολφιν, και τον ευνοούμενο της Άννας Τζον Τσόρτσιλ. Οι Ουίγοι υποστήριξαν έντονα τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής και απέκτησαν ακόμη περισσότερη επιρροή, αφότου ο Δούκας του Μάρλμπορο πέτυχε μια μεγάλη νίκη στην Μάχη του Μπλένχαϊμ το 1704. Ο σύζυγος της Άννας, πρίγκιπας Γεώργιος της Δανίας, πέθανε τον Οκτώβριο 1708. Η Άννα καταβλήθηκε από την απώλεια του συζύγου της και επέλεξε ως Ναύαρχο τον μετριοπαθή Τόρυ Τόμας Χέρμπερτ, 8ο Κόμητα του Πέμπροκ στις 29 Νοεμβρίου 1708. Καθώς ο δαπανηρός πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής ήταν αντιδημοφιλής, η διάδοχη κυβέρνηση των Ουίγων ακολούθησε τον ίδιο δρόμο της "μη ειρήνης χωρίς την Ισπανία". Η διαμάχη λύθηκε από εξωτερικά γεγονότα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του αρχιδούκα Καρόλου (τον οποίο υποστήριζαν οι Ουίγοι) πέθανε το 1711 και ο Κάρολος τότε κληρονόμησε την Αυστρία, την Ουγγαρία και τον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (ως Κάρολος ΣΤ 1711-1740). Έτσι τελείωσε η ανάμειξη της Μεγάλης Βρετανίας στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής. Η Άννα πέθανε από αρθρίτιδα, καταλήγοντας σε ερυσίπελας, στις 1 Αυγούστου 1714, ενώ λίγο πριν (8 Ιουνίου, το ίδιο έτος) είχε πεθάνει και η διάδοχος Σοφία, της οποίας ο γιος Γεώργιος Α΄, Εκλέκτορας του Αννόβερου, κληρονόμησε το Βρετανικό Στέμμα. Η βασιλεία της Άννας σημαδεύτηκε από αύξηση της επιρροής των υπουργών και μείωση της επιρροής του Στέμματος. Η σταθερότητα της βασιλείας της, η οποία ήταν απαλλαγμένη από συνταγματικές συγκρούσεις μεταξύ μονάρχη και κοινοβουλίου, δείχνουν ότι επέλεξε υπουργούς και άσκησε τα προνόμιά της συνετά.
Ο Γεώργιος Α΄ (George I, 7 Ιουνίου 1660 – 22 Ιουνίου 1727), μεγαλύτερος γιος του Ερνέστου Αύγουστου, Δούκα του Μπρούνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ, και της συζύγου του, Σοφίας του Παλατινάτου του Ρήνου (εγγονής του βασιλιά Ιακώβου Α' της Αγγλίας μέσω της μητέρας του Ελισάβετ της Βοημίας), ήταν βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας από τις 1 Αυγούστου 1714 έως τον θάνατο του, και κυβερνήτης του Αννόβερου στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους από το 1698. Γεννήθηκε στην Κάτω Σαξονία (που σήμερα ανήκει στη Γερμανία), και κληρονόμησε τον τίτλο και γαίες του Δούκα του Μπρούνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ. Η αυλή του στο Αννόβερο ευνοήθηκε από πολλά πολιτιστικά είδωλα, όπως ο μαθηματικός και φιλόσοφος Γκότφριντ Λάιμπνιτς και ο συνθέτης Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Μια διαδοχή Ευρωπαϊκών πολέμων επέκτειναν τις Γερμανικές του κτήσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του, και το 1708 επικυρώθηκε ως πρίγκιπας-εκλέκτορας του Αννόβερου. Στην ηλικία των 54, μετά τον θάνατο της Βασίλισσας Άννας της Μεγάλης Βρετανίας, και αφού είχε πεθάνει και η μητέρα του Σοφία (σε ηλικία 83 ετών), ο Γεώργιος κατέλαβε τον Βρετανικό θρόνο ως ο πρώτος μονάρχης του Οίκου του Αννόβερου. Ο Γεώργιος έζησε κυρίως στην Μεγάλη Βρετανία μετά το 1714 αν και επισκέφθηκε το σπίτι του στο Ανόβερο το 1716, το 1719, το 1720, το 1723 και το 1725.·Συνολικά ο Γεώργιος πέρασε το ένα πέμπτο της περιόδου του ως βασιλιάς στη Γερμανία. Μια πρόταση στην Πράξη της Διευθέτησης, η οποία απαγόρευε στον Βρετανό μονάρχη να φύγει από τη χώρα χωρίς την άδεια του Κοινοβουλίου, ανακλήθηκε ομόφωνα το 1716. Κατά την διάρκεια όλων τωμ απουσιών του, πλην της πρώτης, η εξουσία δόθηκε σε ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας αντί για τον γιο του Γεώργιο Αύγουστο, Πρίγκιπα της Ουαλίας. Μέσα σε ένα έτος από την άνοδο του Γεωργίου οι Ουίγοι επέτυχαν συντριπτική νίκη στην γενική εκλογή του 1715. Αρκετά μέλη του ηττημένου Κόμματος των Τόρυς ήταν ευνοϊκοί προς τους Ιακωβίτες, και μερικοί δυσαρεστημένοι Τόρις συντάχθηκαν με μια Ιακωβιτική εξέγερση η οποία έγινε γνωστή ως "Οι Δεκαπέντε". Οι Ιακωβίτες προσπάθησαν να ανεβάσουν στον θρόνο τον Καθολικό ετεροθαλή αδελφό της Άννας, Τζέιμς Στιούαρτ (αποκαλούμενο "Ιάκωβο Γ΄" από τους υποστηρικτές του και "Διεκδικητή" από τους αντιπάλους του). Οι υποστηρικτές του Διεκδικητή, με ηγέτη τον Λόρδο Μαρ, έναν πικραμένο Σκότο ευγενή ο οποίος είχε προηγουμένως υποστηρίξει την "Ένδοξη Επανάσταση", υποκίνησε εξέγερση στη Σκοτία, όπου η υποστήριξη για τον Ιακωβιτισμό ήταν ισχυρότερη από ότι στην Αγγλία. "Οι Δεκαπέντε", όμως, κατέληξαν σε τρομερή αποτυχία· Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α οι δυνάμεις της μοναρχίας υποχώρησαν και στη Βρετανία σημειώθηκε μια μεταστροφή προς το σύγχρονο σύστημα της κυβέρνησης μέσω υπουργών ("cabinet government") με ηγέτη τον πρωθυπουργό. Κατά το τέλος της βασιλείας του, η πραγματική εξουσία φερόταν από τον Σερ Ρόμπερτ Ουόλπολ (Robert Walpole 1676-1745, πρωθυπουργός 1721-1742), που ουσιαστικά ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γεώργιος πέθανε σε ένα ταξίδι προς τον τόπο του, το Ανόβερο, όπου θάφτηκε.
Ο Γεώργιος Β (George II 1683. – 1760), γιος του προηγούμενου βασιλιά Γεώργιου Α, ήταν βασιλιάς της Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας και δούκας του Αννόβερου από το 1727 μέχρι τον θάνατό του σε ηλικία 77 ετών. Ο μουσουργός Χαίντελ (George Frideric Handel) συνέθεσε ύμνους για τη στέψη του. Ως βασιλιάς είχε αδύνατο έλεγχο στην εσωτερική πολιτική της χώρας, που εφαρμοζόταν από το Κοινοβούλιο. Ο Ρόμπερτ Ουόλπολ εξακολουθούσε να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι το 1742, όταν τον διαδέχτηκε ο ουίγος Χένρυ Πέλχαμ (Henry Pelham 1694-1754, πρωθυπουργός 1743-1754). Κατά την δεκαετία του 1730 ο Γεώργιος Β αντιμετώπισε δυσκολίες στις σχέσεις του με τον μεγαλύτερο γιο του Φρειδερίκο, ο οποίος υποστήριζε την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής (Αυστρία, Αγγλία, Ρωσία εναντίον Γαλλίας, Πρωσίας, Ισπανίας για την άνοδο της Μαρίας Θηρεσίας στον αυστριακό θρόνο) συμμετείχε προσωπικά στη Μάχη του Ντέτιγκεν το 1743 και ήταν ο τελευταίος Βρετανός μονάρχης που ήταν επικεφαλής στρατού σε μάχη. Το 1745 υποστηρικτές του ανταγωνιστή του Ιάκωβου Στιούαρτ, οδηγούμενοι από τον γιο του Ιάκωβου Κάρολο Έντουαρντ Στιούαρτ, αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς να εκθρονίσουν τον Γεώργιο Β στην τελευταία επανάσταση των Ιακωβιτών. Ο Φρειδερίκος πέθανε απροσδόκητα το 1751, εννέα χρόνια πριν από τον πατέρα του και έτσι διάδοχός του έγινε τελικά ο εγγονός του Γεώργιος Γ. Προς το τέλος της βασιλείας του, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Δούκας του Νιούκαστλ (Duke of Newcastle, πρωθυπουργός 1754-1762) διεξάχθηκε ο Επταετής Αγγλογαλλικός πόλεμος για τον Καναδά (1756 – 63, Αυστρία, Γαλλία, Ρωσία, Σουηδία, Ισπανία εναντίον Αγγλίας, Πρωσίας), που σημάδεψε τον πρώτο κύκλο της αποικιακής εξάπλωσης της Αγγλίας. Η αρχική αξιολόγηση των ιστορικών για το πρόσωπό του ήταν δυσμενής, εξαιτίας των πολλών ερωμένων του και του εύθραυστου χαρακτήρα του, αλλά στα νεότερα χρόνια αναγνωρίστηκε η επιβολή του στην εξωτερική πολιτική και οι στρατιωτικές ικανότητές του.
Ο Γεώργιος Γ (George III 1738 –1820), εγγονός του βασιλιά Γεώργιου Β και γιος του πρίγκιπα διαδόχου Φρειδερίκου, ήταν βασιλιάς της Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας από το 1760 μέχρι το 1801 και στη συνέχεια βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας, που ιδρύθηκε τότε, μέχρι τον θάνατό του. Ήταν ο 3ος μονάρχης της δυναστείας του Αννόβερου, αλλά ο πρώτος που γεννήθηκε στη Βρετανία και μιλούσε τα αγγλικά ως μητρική γλώσσα, ενώ δεν επισκέφτηκε ποτέ το Αννόβερο του οποίου ήταν δούκας. Ήταν ο πρώτος Βρετανός μονάρχης που σπούδασε συστηματικά επιστήμες, όπως χημεία, φυσική, αστρονομία, μαθηματικά, ιστορία, νομική, μουσική, γεωγραφία, εμπόριο, καθώς και γερμανικά, γαλλικά και λατινικά, χορό, ξιφομαχία και ιππασία. Με την σύζυγό του πριγκίπισσα Καρλότα του Μέκλενμπουργκ-Στρέλιτζ, στην οποία ήταν πιστός, απέκτησαν 15 παιδιά (9 γιους και 6 κόρες). Η 60χρονη βασιλεία του, η μακροβιότερη στην μέχρι τότε ιστορία της Βρετανίας, σημαδεύτηκε από μια σειρά συγκρούσεων του κράτους του με άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και στην Αφρική, την Αμερική και την Ασία και είναι συνδεδεμένη με την έναρξη του Βρετανικού Ιμπεριαλισμού. Πρωθυπουργοί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν οι Δούκας του Νιούκαστλ (Thomas Pelham-Holles Duke of Newcastle 1754-1762), Λόρδος Μπιουτ (Lord Bute 1762), Γεώργιος Γκρένβιλ (George Grenville 1762-1765), Ουίλιαμ Πιτ ο πρεσβύτερος (William Pitt Earl of Chatham 1766-1768), Δούκας του Γκράφτον (Duke of Grafton 1768-1770), Φρειδερίκος Νορθ (Frederick North 1770-1782), Ουίλιαμ Πέττυ (William Petty Earl of Shelburne 1782-1783), Ουίλιαμ Πιτ ο νεότερος (William Pitt the Younger 1783-1800, 1804-06), Ουίλιαμ Κάβεντις (William Cavendish 1807-1809), Σπένσερ Πέρσεβαλ (Spencer Perceval 1809-12) και Ρόμπερτ Τζένκινσον (Robert Jenkinson Earl of Liverpool 1812-27). Στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του η Μ.Βρετανία νίκησε την Γαλλία στον Επταετή Αγγλογαλλικό πόλεμο για τον Καναδά (1756 – 63, Αυστρία, Γαλλία, Ρωσία, Σουηδία, Ισπανία εναντίον Αγγλίας, Πρωσίας) και έγινε κυρίαρχη δύναμη στην Βόρεια Αμερική και την Ινδία. Στη συνέχεια πολλές βρετανικές αποικίες της Αμερικής χάθηκαν κατά την διάρκεια του Πολέμου της Αμερικανικής Επανάστασης (1775-1783). Ακολούθησαν πόλεμοι εναντίον της επαναστατικής και Ναπολεόντειας Γαλλίας από το 1793, που κατέληξαν στην ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γεώργιος υπέφερε από μόνιμη ψυχιατρική ασθένεια, οφειλόμενη πιθανώς σε αιματολογική πάθηση (πορφυρία). Από το 1810 ο γιος του Γεώργιος κυβέρνησε το Ηνωμένο Βασίλειο ως αντιβασιλιάς και, μετά τον θάνατό του το 1820, διαδέχτηκε τον πατέρα του ως βασιλιάς Γεώργιος Δ. Η ιστορική ανάλυση για το πρόσωπό του Γεώργιου Γ επηρεάστηκε από ορισμένες προκαταλήψεις εναντίον του, αφού στην Αμερική είχε τη φήμη τυράννου, ενώ στην Βρετανία επικρίθηκε ως υπεύθυνος για την αρχική αποτυχία του ιμπεριαλισμού. Για τα άκρως σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα της μακρόχρονης βασιλείας του μπορούν ειδικότερα να αναφερθούν τα εξής:
Αμερικανική Επανάσταση (ή Πόλεμος της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ 1775-1783) ονομάστηκε ο πόλεμος ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και 13 αποικίες της στην αμερικανική ήπειρο, που ιδρύθηκαν κατά την περίοδο 1607-1732 στα ανατολικά παράλια της Βορείου Αμερικής, επί πρωθυπουργίας Φρειδερίκου Νορθ (1770-1782). Οι άποικοι ήταν κυρίως Άγγλοι, αλλά και Γάλλοι, Γερμανοί και Σουηδοί. Τεχνίτες και κατεστραμμένοι μικροεπιχειρηματίες, θύματα θρησκευτικών διώξεων αλλά και κατάδικοι, όλοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Οι αποικίες του βορρά είχαν, το 1763, 1.000.000 περίπου κατοίκους, από τους οποίους 40.000 περίπου ήσαν μαύροι σκλάβοι. Σε οικονομικές συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της δυτικής Ευρώπης, είχε αναπτυχθεί μια δυναμική αγροτική οικονομία, ενώ άκμαζε το εμπόριο με κέντρα τις μεγάλες πόλεις Βοστώνη, Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια. Τα πρώτα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον) ήταν χώροι διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού. Οι αποικίες του νότου είχαν, το 1763, 750.000 περίπου κάτοικους· 300.000 περίπου από τους οποίους ήταν μαύροι σκλάβοι. Η οικονομία βασιζόταν στις μεγάλες φυτείες καπνού, ρυζιού και βαμβακιού. Οι ιδιοκτήτες των φυτειών ήταν αποκλειστικά Ευρωπαίοι άποικοι, οι οποίοι δέσποζαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η γη καλλιεργούνταν από μαύρους σκλάβους που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Οι μεγάλες πόλεις ήταν λίγες. Κάθε πολιτεία διοικούταν από έναν κυβερνήτη, που διοριζόταν από την Αγγλία. Παράλληλα, υπήρχε μια συνέλευση αποίκων που είχε λόγο στην ψήφιση νόμων και στην έγκριση φόρων. Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην συνέλευση αυτή είχαν μόνο ορισμένοι από τους πλούσιους αποίκους. Οι άποικοι δεν εκπροσωπούνταν στο αγγλικό κοινοβούλιο. Επίσης, το εξωτερικό εμπόριο των αποικιών ελεγχόταν πλήρως από την Αγγλία. Μετά τον Επταετή Πόλεμο των ετών 1756-1763, η Αγγλία όχι μόνο απαγόρευσε στους Αμερικανούς να εκμεταλλευτούν τον Καναδά και τη Φλόριντα, που μόλις είχε καταλάβει, αλλά και απαίτησε από αυτούς νέους φόρους για να καλύψει ένα μέρος των πολεμικών δαπανών. Αυτό προκάλεσε τη δυσφορία των κατοίκων, ιδιαίτερα των πλουσιότερων, οι οποίοι ήθελαν να ξεφύγουν από την οικονομική κηδεμονία της Μεγάλης Βρετανίας. Η δυσφορία για τα φορολογικά μέτρα αρχικά, αλλά κυρίως για τον φόρο του τσαγιού, που διατηρήθηκε για λόγους γοήτρου μετά τις πρώτες αντιδράσεις των αποίκων, οδήγησε τους Αμερικανούς όχι μόνο να σταματήσουν να αγοράζουν τσάι, αλλά να καταστρέψουν και μεγάλα φορτία τσαγιού, πετώντας τα στην θάλασσα, στο λιμάνι της Βοστώνης στις 16 Δεκεμβρίου 1773. Οι Αμερικανοί συγκάλεσαν το Κογκρέσο (συνέλευση) της Φιλαδέλφειας το Σεπτέμβριο του 1774, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των αποικιών. Ενώ, όμως, η πλειοψηφία του Κογκρέσου έδειχνε διάθεση συμβιβασμού, ο Άγγλος βασιλιάς Γεώργιος Γ' διάλεξε την ένοπλη σύγκρουση. Οι Άγγλοι αντέδρασαν στέλνοντας 4.000 στρατιώτες να καταλάβουν την Βοστώνη. Όταν αγγλικές δυνάμεις στάλθηκαν για να πάρουν στρατιωτικό υλικό από την πόλη Κόνκορντ της Μασαχουσέτης στις 19 Απριλίου 1775, συνάντησαν αντίσταση από την πολιτοφυλακή της Μασαχουσέτης στο Λέξινγκτον και έπειτα στο Κόνκορντ. Οι Αμερικανοί κατάφεραν να σταματήσουν τους Άγγλους και να τους αναγκάσουν να γυρίσουν στη Βοστώνη έχοντας βαριές απώλειες. Στη συνέχεια όλες οι αποικίες συγκέντρωσαν τις πολιτοφυλακές τους και τις έστειλαν στη Βοστώνη, την οποία πολιόρκησαν από βορρά, νότο και δύση, όμως άφησαν το λιμάνι υπό αγγλικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να έρθουν ενισχύσεις και πολεμοφόδια. Ακολούθησαν πολλές μάχες μεταξύ του Ηπειρωτικού στρατού των επαναστατημένων αποικιών, του οποίου αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, και των Αγγλικών δυνάμεων. Η πολιορκία της Βοστώνης έληξε στις 17 Μαρτίου 1776 με νίκη των αποικιακών δυνάμεων και εκκένωση της πόλης από τους Άγγλους.
Στις 4 Ιουλίου 1776 συγκλήθηκε συνέλευση των Αμερικανών στη Φιλαδέλφεια, όπου ψηφίστηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία στηρίχτηκε στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Τόμας Τζέφερσον και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος.
Στα επόμενα χρόνια ο πόλεμος γενικεύθηκε. Οι Άγγλοι έστελναν συνεχώς ενισχύσεις και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν την επανάσταση ζωντανή. Η Γαλλία έστειλε οικονομική ενίσχυση στους επαναστατημένους Αμερικανούς καθώς και στρατεύματα. Ο αγγλικός στρατός, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κορνουάλις, τελικά παραδόθηκε μετά την ήττα κατά τη Μάχη του Γιόρκταουν της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1781. Ο πόλεμος έληξε επίσημα με την Συνθήκη του Παρισιού στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία η Αγγλία παραχωρούσε τα εδάφη της στις ΗΠΑ. Τα τελευταία αγγλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την ήπειρο στις 25 Νοεμβρίου 1783. Το Σύνταγμα των ΗΠΑ, το οποίο συντάχθηκε το 1787, που ισχύει κατά βάση μέχρι σήμερα, ανακήρυξε τη χώρα ένωση (ομοσπονδία) πολιτειών και βασίστηκε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η κεντρική κυβέρνηση αποφασίζει για την οικονομία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Οι πολιτείες ρυθμίζουν μόνες τους ζητήματα τοπικής αυτοδιοίκησης, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και αστυνόμευσης. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κογκρέσο μέσω της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Κάθε πολιτεία εκπροσωπείται στη Γερουσία από δύο γερουσιαστές, ανεξαρτήτως του πληθυσμού της. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ωστόσο, οι πολιτείες εκπροσωπούνται από αριθμό βουλευτών ανάλογο με τον πληθυσμό τους. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο, που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια από ένα σώμα εκλεκτόρων και μπορεί να επανεκλεγεί μόνο μία φορά. Πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέχτηκε, το 1789, ο Τζορτζ Ουάσινγκτον.
Ο Ουίλιαμ Πιτ ο Νεότερος (William Pitt The Younger, 1759 - 1806), γιος του Ουίλιαμ Πιτ του πρεσβύτερου, που ήταν και αυτός πρωθυπουργός της Μ.Βρετανίας, ήταν Βρετανός πολιτικός, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Σπούδασε Πολιτική Φιλοσοφία, Μαθηματικά, Γεωμετρία, Χημεία, Νομική και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και μιλούσε Λατινικά και Ελληνικά. Σε ηλικία 24 ετών το 1783 έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός (αν και την εποχή εκείνη δεν ήταν ακόμη σε χρήση ο όρος πρωθυπουργός). Εγκατέλειψε την εξουσία το 1801, αλλά έγινε πάλι πρωθυπουργός από το 1804 έως το θάνατό του το 1806. Ήταν επίσης Υπουργός Οικονομικών σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του. Κατά την πρωθυπουργική του θητεία, στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Γ', συνέβησαν σημαντικά γεγονότα όπως η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Αν και αναφερόταν ως Τόρι, αποκαλούσε τον εαυτό του Ανεξάρτητο Ουίγο. Ήταν αντίθετος, όπως και ο Γεώργιος Ουάσινγκτον, με τη δημιουργία ενός αυστηρού κομματικού πολιτικού συστήματος.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...