Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, του αποφοίτου μας Δημοσθένη Καρρά

Ο καπιταλισμός είναι ένα οικονομικό σύστημα όπου η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, παραγωγή, κατανομή, το εμπόριο και υπηρεσίες, κατέχονται από ιδιώτες, με κυρίαρχο κίνητρο/στόχο τη συσσώρευση κέρδους.
Το κράτος στον καπιταλισμό μπορεί επίσης να αποτελεί τον ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής (συλλογικός καπιταλιστής) ή διακίνησης των προϊόντων (και των υπηρεσιών που στον καπιταλισμό νοούνται ως προϊόντα).Υπάρχουν διαφορετικές μορφες καπιταλισμου. Αυτές περιλαμβάνουν τον καπιταλισμό ελεύθερης αγοράς, τον καπιταλισμό κράτους πρόνοιας ή τον κρατικό καπιταλισμό. Διαφορετικές μορφές καπιταλισμού παρουσιάζουν διαφορετικούς βαθμούς ελεύθερης αγοράς, δημόσιας ιδιοκτησίας, εμποδίων στον ελεύθερο ανταγωνισμό και κοινωνικές πολιτικές που επιβάλλονται από το κράτος.
Η ανάδυση του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος έλαβε χώρα ήδη από τα τέλη του 11ου αιώνα (αυτόνομες πόλεις στην Ιταλία, Χανσεατική Ένωση στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη). Η αστική τάξη των πόλεων (έμποροι, βιοτέχνες κλπ) ασφυκτιούσε κάτω από την άμεση εποπτεία/έλεγχο των φεουδαρχών και συνέβαλε στο ξέσπασμα πολλών επαναστάσεων στην Ευρώπη εκείνη την ιστορική περίοδο.
Τον 17ο αιώνα κατάφερε να εκτοπίσει τους ευγενείς/αριστοκράτες από την εξουσία στην Αγγλία με την επανάσταση του 1688, ενώ έναν αιώνα αργότερα με το ξέσπασμα της Αμερικανικής (1776) και της Γαλλικής Επανάστασης (1789), εγκαινιάζεται η σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού ως ηγεμονικού τρόπου παραγωγής και κοινωνικοοικονομικού συστήματος.
Ο καπιταλισμός μέσα στην άνω των 300 χρόνων ιστορία του έχει σημαδέψει την ανθρώπινη ιστορία με μεγάλες τεχνολογικές προόδους πρωτοφανέρωτες στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και με φρικώδεις πολέμους, με εξάντληση του πλανήτη από την εκμετάλλευση της φύσης για την παραγωγή κέρδους, με μεγάλη εκμετάλλευση του ανθρώπου ως παραγωγικής δύναμης.
Η φύση αυτή του καπιταλισμού οδήγησε την εργατική τάξη σε επαναστάσεις εναντίον του συστήματος αυτού, ήδη από το 1848, με κορυφαία απόπειρα υπέρβασής του προς τον σοσιαλισμό την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία.
Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο Alain Badiou, ο καπιταλισμός προτείνει τη συρρίκνωση της επιθυμίας στη διάσταση του συμφέροντος. Η επιθυμία πλέον θεωρείται «νόθα», καθώς το κέρδος είναι το μοναδικό ποθούμενο αντικείμενο, και το νόημα της ζωής του καθενός συρρικνώνεται στα ζωτικά συμφέροντά του. Η «φτώχεια» αυτή στην επιθυμία αφορά τη συρρίκνωσή της στην επιθυμία των αντικειμένων και όσων επιτρέπουν την απόκτησή τους. Το υποκείμενο που έχει προσαρμοστεί στο καπιταλιστικό σύμπαν φαίνεται σαν ένα αιώνιο παιδί, απερίσκεπτο και σκλαβωμένο στο να ζητά από τους «ανώνυμους γονείς του κεφαλαίου» τα μέσα για να αποκτά διαρκώς καινούρια παιχνίδια. Ο καπιταλισμός φαίνεται να θέλει να διαιωνίζει το παρόν με άλλα μέσα, να σταματά δηλαδή την ουσιαστική εξέλιξη της ζωής, και ο χρόνος σε αυτόν φαίνεται να λιμνάζει σε ένα είδος επιτόπιας κινητικότητας. Η επιθυμία περιορίζεται στην άμεση κατανάλωση, ως αποτέλεσμα μιμητικής ανταγωνιστικής διαδικασίας απόκτησης αγαθών, υποβιβάζοντας τον οραματισμό σε ουτοπική αναζήτηση. Το κύμα αυτής της μίμησης είναι σαρωτικό και έτσι εξαντλούνται οι πόροι του συστήματος. με αποτέλεσμα την κατάρρευσή του.
Adam Smith – Ο ιδρυτής του καπιταλισμού
Ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith), Σκοτσέζος οικονομολόγος που έζησε τον 18ο αιώνα και ήταν ο πρώτος οικονομολόγος που κατέγραψε τη θεωρία του καπιταλισμού και της παγκόσμιας αγοράς. Οι ιδέες του δημοσιεύτηκαν το 1776 στο βιβλίο Πλούτος των Εθνών (Wealth of Nations) το οποίο διαβάζεται σήμερα από όλους τους φοιτητές οικονομικών επιστημών στο κόσμο. Στο βιβλίο του Πλούτος των Εθνών ο Σμιθ περιγράφει την παραγωγική χρήση κεφαλαίου, τα διάφορα είδη κεφαλαίου, και τα κέρδη από το παγκόσμιο εμπόριο. Μια βασική θεωρία του Σμιθ είναι η ιδέα του "αόρατου χεριού" που καθορίζει τις αγορές. Ο Σμιθ περιγράφει πως μια ελεύθερη αγορά, με το καιρό, βρίσκει από μόνη της μία δίκαιη και σωστή τιμή για κάθε είδος προϊόν σαν να καθορίζεται από ένα αόρατο χέρι. Οι θεωρίες του Άνταμ Σμιθ/ αν και γράφτηκαν πριν παραπάνω από 200 χρόνια /είναι ακόμη βασικές στη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου.
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
Ο Καρλ Χάινριχ Μαρξ (Karl Heinrich Marx, 5 Μαΐου 1818 - 14 Μαρτίου 1883) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, δημοσιογράφος, ιστορικός, πολιτικός οικονομολόγος και επαναστάτης σοσιαλιστής ενώ θεωρείται ως θεμελιωτής του κομμουνισμού. Σπούδασε δίκαιο και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε με πολλά ζητήματα ως φιλόσοφος και δημοσιογράφος. Είναι κατ' εξοχήν γνωστός για την ανάλυση της ιστορίας με όρους ταξικής πάλης, η οποία συνοψίζεται στη θεωρία ότι τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών και των εργαζομένων είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους. Ο Καρλ Μαρξ έχει χαρακτηριστεί από τους κοινωνιολόγους ως ένας από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ανθρώπινη ιστορία. Το έργο του έχει τόσο ισχυρούς υποστηρικτές όσο και φανατικούς κατακριτές. Η δουλειά του στον κλάδο της οικονομίας έθεσε τα θεμέλια για την καλύτερη κατανόηση της εργασίας και της σχέσης της με το κεφάλαιο.
7 θέσεις για τον καπιταλισμό
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κυριαρχεί στη σύγχρονη κοινωνία, η οποία βασίζεται στην ιδιωτική κατοχή των μέσω παραγωγής, και, στο επίπεδο της ανταλλαγής, στην άνιση ανταλλαγή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Τα προϊόντα παράγονται πρωταρχικά για την πραγμάτωση υπεραξίας του κέρδους και όχι επειδή μπορούν να καλύπτουν μακροπρόθεσμα τις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες. Ο καπιταλισμός δεν είναι μια αρμονική κοινωνική τάξη. Στηρίζεται σε αντιφάσεις τόσο στον τομέα παραγωγής όσο και στον τομέα της ιδεολογίας (το σύστημα πεποιθήσεων, αξιών και πρακτικών που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων στρωμάτων και τάξεων). Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και επιφέρουν μια σειρά συγκρούσεις και κρίσεις.
Βαθμιαία τα θεμέλια του καπιταλισμού υπονομεύονται “από τα μέσα”, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του ίδιου του καπιταλισμού. Η οικονομική δραστηριότητα υπόκειται σε οικονομικούς κύκλους με περιόδους άνθησης που ακολουθούνται από απότομη ύφεση. Η οικονομική άνθηση δημιουργείται από μια αύξηση της ζήτησης που οδηγεί τους βιομηχάνους να αυξήσουν την παραγωγή. Καθώς η παραγωγή διευρύνεται, αυξάνεται ο αριθμός των απασχολούμενων και μειώνεται η ανεργία.
Καθώς μειώνεται η ανεργία, η ταξική πάλη για τη διανομή του εισοδήματος οξύνεται, καθώς οι εργάτες γίνονται πιο “πολύτιμα” στοιχεία και μπορούν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τις συνθήκες της αγοράς εργασίας. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό και να παραμείνει χαμηλό το κόστος παραγωγής (το κόστος αυξάνεται με την αύξηση του μισθού και τη μεγαλύτερη ζήτηση σε πρώτες ύλες), οι εργοδότες αντικαθιστούν την εργασία με κεφάλαιο (με τη μορφή νέων τεχνολογιών). Το παραγωγικό δυναμικό αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Εφόσον όλες οι παραγωγικές μονάδες λειτουργούν ανταγωνιστικά και απομονωμένες η μία από την άλλη, το αποτέλεσμα είναι η υπερπαραγωγή και το πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό. Τότε επέρχεται κρίση (μια πρτώση στην οικονομική δραστηριότητα ή ύφεση): η παραγωγή περιορίζεται, εργάτες απολύονται, αυξάνεται η ανεργία, οι μισθοί μειώνονται μέχρις ότου η “προσφορά” και η “ζήτηση” εξισορροπηθούν ξανά και ο κύκλος αρχίζει και πάλι.
Επιπλέον, σε περιόδους ύφεσης, οι μικρές και/ή αδύνατες επιχειρήσεις τείνουν να εκτοπιστούν από τις μεγαλύτερες, που είναι πιο ικανές να “αντέξουν” στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. Με τον τρόπο αυτόν, η “ελεύθερη” αγορά των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων βαθμιαία αντικαθίσταται από την ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή μαζική παραγωγή των αγαθών: με άλλα λόγια, εμφανίζεται μια αναπόφευκτη τάση προς αυξανόμενη “συγκέντρωση” ιδιοκτησίας στην οικονομική ζωή. Επίσης, αυτή η συγκέντρωση γενικά συμβαδίζει με αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε “συγκεντροποίηση” της οικονομίας∙ η τελευταία αναφέρεται κυρίως στην επέκταση των δραστηριοτήτων των τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών οργανισμών, που εν μέρει λειτουργούν, συντονίζοντας την οικονομία συνολικά.
Αυτές οι διαδικασίες της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης βαθμιαία αποκαλύπτουν τον κατ’ ανάγκη κοινωνικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ο οποίος υπονομεύει τους μηχανισμούς του ατομικιστικού επιχειρηματικού ανταγωνισμού. Επίσης, η ολοένα και βαθύτερη αλληλεξάρτηση μεταξύ των εμπορικών και χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων διασφαλίζει, στην καλύτερη περίπτωση, μια λεπτή οικονομική ισορροπία, επειδή οποιαδήποτε σοβαρή διαταραχή ή ρήξη μπορεί, ενδεχομένως, να επηρεάσει το όλο σύστημα. Για παράδειγμα, η χρεοκοπία μιας γιγαντιαίας επιχείρησης ή τράπεζας έχει επιπτώσεις σε πολυάριθμες υγιείς επιχειρήσεις, σε ολόκληρες κοινότητες και, επομένως, στην πολιτική σταθερότητα (Διάγραμμα: η θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις). Ως μέρος των πιο πάνω εξελίξεων, η ταξική πάλη εντείνεται τόσο σποραδικά, ως χαρακτηριστικό των κυκλικών τάσεων της οικονομίας, όσο και γενικότερα μακροπρόθεσμα. Η θέση του μεμονωμένου εργάτη ή εργάτριας είναι ασύγκριτα πιο αδύναμη με εκείνη του εργοδότη του, ο οποίος όχι μόνο μπορεί να τον απολύσει, αλλά και μπορεί να διατηρεί μαζικά αποθέματα πόρων ενόψει κάποιας παρατεταμένης σύγκρουσης. Οι εργάτες ανακαλύπτουν ότι η ατομική προώθηση των συμφερόντων τους είναι αναποτελεσματική, ακόμα και ότι οδηγεί στην ήττα. Επομένως, μια στρατηγική συλλογικής δράσης είναι η μοναδική βάση για την διεκδίκηση ορισμένων βασικών αναγκών (π.χ. περισσότερες υλικές παροχές, έλεγχος στην καθημερινή ζωή, ικανοποιητική εργασία). Μόνο μέσω της συλλογικής δράσης μπορούν τα άτομα να εξασφαλίσουν τους όρους για μια δημιουργική ζωή.
Τελικά οι εργάτες συνειδητοποιούν ότι μπορούν να απελευθερωθούν μόνο μέσω της κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο συλλογικός αγώνας για την κατάκτηση της ελευθερίας και της ευτυχίας είναι μέρος της καθημερινής ζωής των εργατών. Από τη συνέχιση και την ανάπτυξή του θα εξαρτηθεί η προαγωγή των “γενικών συμφερόντων τους”, δηλαδή θα επιτευχθούν η ελεύθερη ανάπτυξη των ατόμων, μια δίκαιη διανομή των πλουτοπαραγωγικών πηγών και ισότητα στην κοινωνία. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος είναι το μέσο για την πραγματοποίηση της επανάστασης. Το μάθημα που μαθαίνουν οι εργάτες στον εργασιακό τους χώρο και μέσω των εργατικών συνδικάτων γίνεται η βάση για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους στη σφαίρα του κράτους. Το τυπικό δικαίωμα της συγκρότησης πολιτικών κομμάτων, στα πλαίσια της “αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας”, επιτρέπει την ίδρυση σοσιαλιστικών οργανώσεων που μπορούν να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη. Μέσω τέτοιων προκλήσεων, μπορεί να πραγματοποιηθεί η επανάσταση, μια διαδικασία για την οποία ο Μαρξ φαίνεται ότι πίστευε ότι θα ήταν μια ειρηνική μετάβαση σε ορισμένες χώρες με ισχυρές δημοκρατικές παραδόσεις (όπως η Βρετανία), αλλά πιθανόν αλλού να οδηγούσε σε βίαιες συγκρούσεις.
Ο κομμουνισμός, ως πολιτική διδασκαλία, εκτός από την παράδοση των κειμένων των “ουτοπικών σοσιαλιστών”, όπως ήταν ο Saint-Simon (1760-1825), ο Fourier (1772-1837) και ο Owen (1771-1858), έχει και άλλες σχετικές πηγές. Αναδύεται, λόγου χάρη, μέσα από τον καθημερινό αγώνα των εργατών για αξιοπρέπεια και έλεγχο στη ζωή τους. Αναδύεται μέσα από τις αντιθέσεις ανάμεσα στην επαγγελία του καπιταλισμού για δημιουργία σταθερής οικονομικής ανόδου και την πραγματική ασταθή του πραγματικότητα. Αναδύεται μέσα από την αποτυχία της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης να δημιουργήσει τις συνθήκες για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη. Και, τέλος, αναδύεται από την αντίφαση ότι, παρόλο που θεμελιώνεται πάνω στην “ιδιωτική ιδιοποίηση” – την ιδιοποίηση του κέρδους από τους καπιταλιστές – ο καπιταλισμός είναι το πιο “κοινωνικοποιημένο” σύστημα που έχουν δημιουργήσει οι άνθρωποι. Και τούτο επειδή η καπιταλιστική οικονομία προϋποθέτει τη συνεργασία και την αμοιβαία εξάρτηση του καθενός σε μια κλίμακα που ήταν άγνωστη στις προηγούμενες μορφές κοινωνίας. Ο κομμουνισμός είναι η λογική επέκταση αυτής της αρχής σε έναν νέο τύπο κοινωνίας.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1204

Στη θέση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που καταλύθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204, δημιουργήθηκε μια σειρά ελληνικών και λατινικών κρατών. Από τη διανομή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τη μερίδα του λέοντος αποκόμισαν οι Βενετοί που ιδιοποιήθηκαν τα πιο σημαντικά νησιά και λιμάνια του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας.
Στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης που ιδρύθηκε από τους Σταυροφόρους, ο Βενετός δόγης Ερρίκος Δάνδολος επέβαλε ως αυτοκράτορα τον κόμη Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Η εξουσία, πάντως, των Φράγκων Σταυροφόρων ήταν συγκριτικά πολύ αδύναμη, καθώς η επικράτειά τους κατακερματίστηκε σε ένα περίπλοκο σύστημα πολλών κρατιδίων. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, άμεσος υποτελής του Βαλδουίνου, ίδρυσε το βραχύβιο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (περιλάμβανε τα εδάφη μεταξύ Μοσυνόπολης, δηλ. της σημερινής Κομοτηνής, και Αξιού).
Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το 1204 δύο υποτελή κρατίδια στη Νότια Ελλάδα: το Δουκάτο της Αθήνας και το Πριγκηπάτο της Αχαΐας. Το πρώτο περιλάμβανε την Αττική, τη Βοιωτία και τη Μεγαρίδα και αργότερα την Αργολίδα. Κατά τον 14ο αιώνα κυριάρχησαν εδώ για εβδομήντα χρόνια οι Καταλανοί που είχαν ορίσει ως πρωτεύουσα τη Θήβα. Τέλος στην καταλανική κυριαρχία έθεσε η φλωρεντινή οικογένεια των Ατζαγιόλι, η οποία κυβέρνησε το Δουκάτο μέχρι την κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1456.
Το Πριγκηπάτο της Αχαΐας υπό τη διοίκηση των Βιλλεαρδουίνων είχε ισχυρή φεουδαρχική οργάνωση και εντελώς δυτικό τρόπο ζωής. Ήταν ένα κομμάτι της Γαλλίας, μεταμοσχευμένο σε ελληνικό έδαφος. Από την επικράτεια του Πριγκηπάτου πολύ σύντομα η Μεθώνη και η Κορώνη παραχωρήθηκαν στη Βενετία.
Ο αυτοκράτορας της Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγος κατόρθωσε, χάρη στη νίκη του επί των Φράγκων στη μάχη της Πελαγονίας (1259) να αποσπάσει από το Πριγκηπάτο της Αχαΐας τα κάστρα Μυστράς, Μάνη, Γεράκι και Μονεμβασία, τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα του ελληνικού κρατιδίου που είναι γνωστό με το όνομα Δεσποτάτο του Μορέως.
Ο δεσπότης του Μορέως Θεόδωρος Α' Παλαιολόγος (1382- 1406) πέτυχε να ενισχύσει σε σημαντικό βαθμό τη βυζαντινή εξουσία, μαχόμενος κατά της τοπικής αριστοκρατίας και των λατινικών κρατιδίων. Μέχρι το 1432 οι περισσότερες λατινικές κτήσεις της Πελοποννήσου είχαν επανακτηθεί από τους Έλληνες.
Η σχετική ομοιότητα του θεσμού της βυζαντινής πρόνοιας με το δυτικό φέουδο διευκόλυνε την επιβολή της λατινικής κυριαρχίας. Οι προνοιάριοι διέθεταν υπολογίσιμη δύναμη και μπορούσαν να αντιτάξουν αντίσταση στους κατακτητές, παραιτούνταν όμως οι περισσότεροι από αυτή και υποτάσσονταν, όταν εξασφάλιζαν την κατοχή των κτημάτων τους. Πάντως, ο πληθυσμός αντιστάθηκε στους Λατίνους κυρίους του σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως εξαιτίας των δογματικών διαφορών. Επίσης, πολλοί ευγενείς κατέφυγαν σε ελεύθερες περιοχές, όπου, με τη συνδρομή των εντοπίων, οργάνωσαν νέα κράτη. Αυτά αποτέλεσαν πόλους συσπείρωσης των δυνάμεων που αγωνίστηκαν για την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας.
Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204) ιδρύθηκε στις νοτιανατολικές ακτές του Ευξείνου Πόντου, από τους Μεγάλους Κομνηνούς, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στην αυτοκρατορία ενσωματώθηκαν μετά την κατάκτηση τους η Σινώπη, η Παφλαγονία και η Ηράκλεια του Πόντου. Αργότερα, η κατάληψη της Σινώπης από τους Σελτζούκους απέκοψε την αυτοκρατορία από τη δυτική Μ. Ασία. Έτσι, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας έζησε σε απομόνωση επί 250 χρόνια και δεν άσκησε μεγάλη επίδραση στις τύχες του Βυζαντίου.
Το κράτος της Ηπείρου ιδρύθηκε και οργανώθηκε από τον Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα.
Διάδοχος του υπήρξε ο αδελφός του Θεόδωρος (1215), ο οποίος εγκαινίασε μία περίοδο νικηφόρας επέκτασης. Επί της διακυβέρνησής του το κράτος της Ηπείρου κατέστη σοβαρός ανταγωνιστής της Νίκαιας στην προσπάθεια αποκατάστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κορυφαία επιτυχία του Θεοδώρου ήταν η άλωση της Θεσσαλονίκης και η κατάλυση του Λατινικού Βασιλείου της (1224). Ακολούθως ο Θεόδωρος στέφθηκε στη Θεσσαλονίκη αυτοκράτωρ Ρωμαίων.
Όταν όμως ο Θεόδωρος στράφηκε το 1230 κατά του τσάρου των Βουλγάρων Ιωάννη Ασάν Β', υπέστη συντριπτική ήττα σε μάχη κοντά στον ποταμό Έβρο και ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος. Τότε ο Ασάν ίδρυσε βραχύβια αυτοκρατορία, εκτεινάμενη μέχρι το Δυρράχιο.
Το κυριότερο από τα ελληνικά κράτη ιδρύθηκε στη δυτική Μικρά Ασία με κέντρο τη Νίκαια. Εκεί, γύρω από τον Θεόδωρο Λάσκαρη, συγκεντρώθηκαν όλες οι πιστές στο κράτος δυνάμεις των Βυζαντινών. Οι απειλές που αντιμετώπιζε το κράτος αυτό ήταν πολλές. Όμως όταν το 1205 οι Λατίνοι ηττήθηκαν από τους Βουλγάρους, άνοιξε ο δρόμος για την εδραίωση του κράτους της Νίκαιας. Το 1208 ο Θεόδωρος στέφθηκε αυτοκράτορας και βασιλιάς των Ρωμαίων. Ο διάδοχος του Ιωάννης Βατάτζης κατόρθωσε να επεκτείνει σημαντικά την επικράτειά του και να αναγορεύσει τη μικρή αυτοκρατορία σε σημαντική δύναμη.
Εξίσου σημαντικά υπήρξαν τα επιτεύγματα του Ιωάννη Βατάτζη στον χώρο της εσωτερικής πολιτικής. Ο Βατάτζης προσπάθησε να πατάξει τις καταχρήσεις στη διοίκηση και ίδρυσε πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα, για να απαλύνει την ένδεια και τα βάρη των φτωχών. Εξάλλου, με τη δημιουργία στρατιωτικών κτημάτων εξασφάλισε ένα αποτελεσματικό σύστημα άμυνας των ανατολικών συνόρων του. Στο πλαίσιο του οικονομικού προγράμματος του ο Ιωάννης Βατάτζης απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας. Στόχος της οικονομικής πολιτικής του ήταν η αυτάρκεια και γι αυτό απαγόρευσε την εισαγωγή ειδών πολυτελείας από τις ιταλικές πόλεις. Έτσι, κατέστησε το κράτος του μία διεθνώς υπολογίσιμη δύναμη. Όταν πέθανε, οι κτήσεις στη Μ. Ασία ήταν απόλυτα ασφαλείς, ενώ μεγάλο τμήμα των Βαλκανίων ήταν υπό την εξουσία του. Η Ήπειρος και η εξαθλιωμένη Βουλγαρία δεν αποτελούσαν πια σοβαρό κίνδυνο, ενώ η Λατινική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Χρειαζόταν ακόμη μία τελευταία προσπάθεια, για να ανακτηθεί η Κωνσταντινούπολη.
Αυτό το έργο πραγματοποιήθηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Το 1261 ο Μιχαήλ συνήψε με τους Γενουάτες συνθήκη, με την οποία οι τελευταίοι ανέλαβαν να προσφέρουν στον Μιχαήλ πολεμική βοήθεια κατά της Βενετίας με αντάλλαγμα τελωνειακές και φορολογικές απαλλαγές, λιμάνια και εμπορικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Με τα προνόμια αυτά θεμελιώθηκε η δύναμη της Γένουας στην Ανατολή, ενώ στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, η Κωνσταντινούπολη έπεσε σαν ώριμος καρπός στα χέρια του στρατηγού της Νίκαιας Αλέξιου Στρατηγόπουλου.
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος στέφθηκε τότε (Σεπτέμβριος 1261) για δεύτερη φορά αυτοκράτορας ως Μιχαήλ Η'. Η στέψη αυτή έγινε στο ναό της Αγίας Σοφίας και συμβόλιζε την αναγέννηση της Αυτοκρατορίας στις ακτές του Βοσπόρου.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ: Η ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στις 13 Aπριλίου του 1204 η Kωνσταντινούπολη παραδόθηκε στους Λατίνους. Στη θέση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε μια σειρά ελληνικών και λατινικών κρατών (βλ. και χάρτη, σελ. 68). Από τη διανομή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τη μερίδα του λέοντος αποκόμισαν οι Βενετοί που ιδιοποιήθηκαν τα πιο σημαντικά νησιά και λιμάνια του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας.
Στις 9 Mαΐου ο Bαλδουίνος Α' της Φλάνδρας εξελέγη αυτοκράτορας, επιβεβλημένος από τον βενετό δόγη Ερρίκο Δάνδολο. Λίγο αργότερα (16 Mαΐου του 1204) στέφθηκε στο ναό της Aγίας Σοφίας στην Kωνσταντινούπολη.
Σύμφωνα με τη συνθήκη διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio terrarum imperii Romaniae), στον λατίνο αυτοκράτορα επιδικάστηκαν το 1/4 της αυτοκρατορίας της Pωμανίας και τα 5/8 της Kωνσταντινούπολης, ενώ τα υπόλοιπα 3/4 της αυτοκρατορίας διανεμήθηκαν μεταξύ των σταυροφόρων και των Βενετών και τα 3/8 της Kωνσταντινούπολης δόθηκαν στους Βενετούς. Βαλδουίνος Α' της Φλάνδρας (1204-1206) Ερρίκος Α' της Φλάνδρας (1206-1216) Πέτρος Courtenay (1216-1218) Αντιβασιλεία Γιολάντας, συζύγου Πέτρου Courtenay (1219-1221) Ροβέρτος Courtenay (1221-1228) Αντιβασιλεία Ιωάννη de Brienne (1229-1237) Βαλδουίνος Β' της Φλάνδρας (1237-1261)
Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, άμεσος υποτελής του Βαλδουίνου, ίδρυσε το βραχύβιο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (περιλάμβανε τα εδάφη μεταξύ Μοσυνόπολης, δηλ. της σημερινής Κομοτηνής, και Αξιού). Βονιφάτιος Μομφερρατικός (1204-1207) Δημήτριος Μομφερρατικός (1207-1224)
Οι πρώτες εκστρατείες των Λατίνων στη Μικρά Ασία, με σκοπό την κατάκτηση των εδαφών που επιδικάζονταν στον λατίνο αυτοκράτορα, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάκτηση μεγάλου μέρους της Βιθυνίας (φθινόπωρο-χειμώνας του 1204/1205). Οι πολεμικές επιχειρήσεις των Λατίνων στη Μικρά Ασία συνεχίσθηκαν με επιτυχία ως την άνοιξη του 1207, όταν υπέγραψαν με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Α' Λάσκαρη συνθήκη διετούς ανακωχής. Στις 15 Οκτωβρίου του 1211, οι Λατίνοι πέτυχαν σημαντική νίκη επί των στρατευμάτων της Νίκαιας, στο Ρυνδακό ποταμό, στη Βιθυνία. Το 1214 υπογράφηκε η συνθήκη του Νυμφαίου, με την οποία οι Λατίνοι εξασφάλιζαν τον έλεγχο του βορειοανατολικού τμήματος της Μικράς Ασίας.
Οι φιλικές σχέσεις της Λατινικής Αυτοκρατορίας με την αυτοκρατορία της Νίκαιας διατηρήθηκαν σε γενικές γραμμές ως το 1222, οπότε επαναλήφθηκε ο πόλεμος. Το 1224, οι Λατίνοι υπέστησαν βαριά ήττα, κοντά στο Ποιμανηνό, χάνοντας σταδιακά τις κτήσεις τους στη Μικρά Ασία και το 1225 υπέγραψαν με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας συνθήκη ανακωχής, με την οποία οι κτήσεις τους στη Μικρά Ασία περιορίζονταν στην περιοχή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, μαζί με τα περίχωρα της Νικομήδειας. Την ίδια εποχή, ο στόλος της Νίκαιας κατέλαβε στο Αιγαίο πέλαγος νησιά που είχαν επιδικασθεί στο λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης (Ικαρία, Λέσβος, Κως και Χίος), ενώ το 1235 έπεσαν και τα τελευταία λατινικά φρούρια της Μικράς Ασίας.
Οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες των Φράγκων στη Μικρά Ασία (φθινόπωρο-χειμώνας του 1204/1205) επισκιάστηκαν από σοβαρά προβλήματα που ξέσπασαν στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης, όπου οι τοπικοί βυζαντινοί άρχοντες συμμάχησαν με το βούλγαρο τσάρο Ιωαννίτζη (1197-1207). Τα στρατεύματα του τσάρου εισέβαλαν στη Θράκη και συγκρούσθηκαν με τις δυνάμεις του λατίνου αυτοκράτορα στα περίχωρα της Αδριανούπολης, στις 14 Απριλίου του 1205. Οι Φράγκοι αποδεκατίστηκαν και ο ίδιος ο λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνος Α' αιχμαλωτίστηκε. Ο νέος αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας (1206-1216) πέτυχε να ανακαταλάβει πολλά εδάφη στην περιοχή της Θράκης. Τον Οκτώβριο του 1207, ο Ιωαννίτζης σκοτώθηκε, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης. Ο βουλγαρικός κίνδυνος αποσοβήθηκε, οριστικά για την Κωνσταντινούπολη την 1η Αυγούστου του 1208, όταν ο Ερρίκος της Φλάνδρας νίκησε με στρατιωτική δύναμη 2000 ανδρών τους Βουλγάρους.
Την άνοιξη του 1209, ο Ερρίκος, προσπαθώντας να καταστείλει το επαναστατικό κίνημα των λομβαρδικής καταγωγής ευγενών της Θεσσαλονίκης, ανέλαβε εκστρατεία στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Για να εξασφαλίσει τα νώτα του από ενδεχόμενη επίθεση του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α' Κομνηνού Δούκα (1204-1215), ο Ερρίκος συνήψε, το καλοκαίρι του 1209, συνθήκη συμμαχίας μαζί του. Η επίθεση του Μιχαήλ Α' στο λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το 1210, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Ερρίκου, που έσπευσε να ενισχύσει στρατιωτικά την περιοχή. Ο Ερρίκος επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την αμυντική θωράκιση της Θεσσαλονίκης, αλλά στις 11 Ιουνίου του 1216 απεβίωσε, ενώ επέβλεπε από κοντά τις εργασίες για την επισκευή των τειχών της πόλης.
Μετά την κατάλυση του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης (1224), η Κωνσταντινούπολη απειλήθηκε άμεσα από το δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Α' Κομνηνό Δούκα (1215-1230), διάδοχο του Μιχαήλ Α' της Ηπείρου, όταν αυτός, μετά από σαρωτική εκστρατεία στη Θράκη, έφθασε ως τα τείχη της Βασιλεύουσας. Ο κίνδυνος απομακρύνθηκε για τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το 1228, με τη σύναψη συνθήκης ανακωχής με το Θεόδωρο.
Τον Ερρίκο της Φλάνδρας διαδέχθηκε ο Πέτρος Courtenay (1216-1217), που αιχμαλωτίσθηκε σε ενέδρα του δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου. Την αντιβασιλεία άσκησε στην Κωνσταντινούπολη η σύζυγος του Πέτρου Γιολάντα ως το 1221, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο γιος της Ροβέρτος Courtenay (1221-1228).
Μετά το θάνατο του Ροβέρτου (1228), την αντιβασιλεία άσκησε ο Ιωάννης de Brienne (1229-1237) ως την ενηλικίωση του διαδόχου στο θρόνο Βαλδουίνου Β' (1237-1261). Η εσωτερική κατάσταση στην αυτοκρατορία, σε συνδυασμό με τη μόνιμη πλέον απειλή από τη γειτονική αυτοκρατορία της Νίκαιας, ανάγκασε το Βαλδουίνο Β' να ξεκινήσει σειρά ταξιδιών προς τη Δύση, για να αφυπνίσει το ενδιαφέρον για τη δεινή οικονομική και στρατιωτική κατάσταση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως επιτυχία.
Τον Ιούλιο του 1261, η Κωνσταντινούπολη απογυμνώθηκε ουσιαστικά από τον αμυντικό μηχανισμό της, αφού ο βενετικός στόλος, επανδρωμένος με το σύνολο των στρατιωτών της αυτοκρατορίας, ανέλαβε εκστρατεία στον Εύξεινο πόντο. Επωφελούμενος από την παντελή απουσία στρατιωτικής δύναμης στην Κωνσταντινούπολη, ο αξιωματούχος της Νίκαιας καίσαρ Αλέξιος Στρατηγόπουλος, επικεφαλής μικρής στρατιωτικής δύναμης, εισήλθε στην Πόλη, χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς της Νίκαιας έθεσε τέλος στη Λατινική Αυτοκρατορία.
Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το 1204 δύο υποτελή κρατίδια στη Νότια Ελλάδα: το Δουκάτο της Αθήνας και το Πριγκηπάτο της Αχαΐας.
Το Δουκάτο της Αθήνας περιλάμβανε την Αττική, τη Βοιωτία και τη Μεγαρίδα και αργότερα την Αργολίδα. Κατά το 14ο αιώνα κυριάρχησαν εδώ για εβδομήντα χρόνια οι Καταλανοί που είχαν ορίσει ως πρωτεύουσα τη Θήβα. Τέλος στην καταλανική κυριαρχία έθεσε η φλωρεντινή οικογένεια των Ατζαγιόλι, η οποία κυβέρνησε το Δουκάτο μέχρι την κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1456.
Βουργουνδοί δούκες της Αθήνας Όθων de la Roche (1204-1225) Guy I de la Roche (1225-1263) Ιωάννης Α' de la Roche (1263-1280) Γουλιέλμος de la Roche (1280-1287) Guy II de la Roche (1287-1308) Gautier de Brienne (1309-1311)
Καταλανοί δούκες της Αθήνας Ρογήρος Ντελώρ (Roger de Flor) (1311) Μαμφρέδος της Σικελίας (1312-1316) Γουλιέλμος της Σικελίας (1317-1338) Ιωάννης Β' του Randazzo (1338-1348) Φρειδερίκος Α' του Randazzo (1348-1355) Φρειδερίκος Β' της Σικελίας (1355-1377) Pedro IV της Αραγονίας (1377-1381) Ιωάννης Α' της Αραγονίας (1381-1387)
Επίτροποι Βερεγγάριος Εστανιόλ (Berenguer Estagniol) Δον Αλφόνσο Φαδρίγ (Alfonso Fadrique) Ραμόν Βεράρδη (Ramon Bernardi) Ιάκωβος Φαδρίγ (James Fadrique) Γουζάβος Ξιμενές Ματθαίος Μονκάδα (Matteo Moncada) Ρογήρος δε Λούρια (Roger de Lluria) Φλωρεντινοί δούκες Nerio I Acciaiuoli (1388-1394) Βενετική κυριαρχία (1394-1402) Αντώνιος Α' Acciaiuoli (1402-1435) Nerio II Acciaiuoli (1435-1439) Αντώνιος Β' Acciaiuoli (1439-1441) Nerio II Acciaiuoli (παλινόρθωση) (1441-1451) Φραγκίσκος Acciaiuoli (1451-1455) Franco Acciaiuoli (1455-1456), αφέντης Θηβών (1456-1460)
Το Πριγκηπάτο της Αχαΐας υπό τη διοίκηση των Βιλλεαρδουίνων είχε ισχυρή φεουδαρχική οργάνωση και εντελώς δυτικό τρόπο ζωής. Ήταν ένα κομμάτι της Γαλλίας, μεταμοσχευμένο σε ελληνικό έδαφος. Από την επικράτεια του Πριγκηπάτου πολύ σύντομα η Μεθώνη και η Κορώνη παραχωρήθηκαν στη Βενετία. Γουλιέλμος Α' Champlitte (1205-1209) Γοδοφρείδος Α' Βιλλεαρδουίνος (1209-1228) Γοδοφρείδος Β' Βιλλεαρδουίνος (1228-1246) Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος (1246-1278) Κάρολος Α' Ανδεγαυός (μέσω βάιλων) (1278-1285) Κάρολος Β' Ανδεγαυός (μέσω βάιλων) (1285-1289) Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου και Φλωρέντιος d' Hainaut (1289-1297) Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου (1297-1301) Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου και Φίλιππος Σαβοΐας (1301-1305) Φίλιππος Α' του Τάραντα (1307-1313) Ματίλδη (Mahaut) d' Hainaut και Λουδοβίκος Βουργουνδίας (1313-1316) Ματίλδη (Mahaut) d' Hainaut (1316-1318) Ιωάννης Gravina (1318-1332) Ροβέρτος του Τάραντα και η μητέρα του Αικατερίνη Valois (1333-1346) Ροβέρτος του Τάραντα (1346-1364) Φίλιππος Β' του Τάραντα (1364-1373) και Μαρία Βουρβόνων 1364-1370) Ιωάννα Α', βασίλισσα της Νεάπολης (1373-1376) Ιωαννίτες ιππότες (παραχώρηση του πριγκιπάτου αντί ενοικίου από την Ιωάννα Α', 1376-1381) Ιάκωβος de Baux των Ναβαρραίων (1381-1383) Κάρολος Γ' βασιλιάς της Νεάπολης (1381-1386) Λαδίσλαος βασιλιάς της Νεάπολης (1386-1396) Πέτρος de Saint Superan (1396-1402) Μαρία Zaccaria (1402-1404) Centurione II Zaccaria (1404-1432) Βυζαντινοί του δεσποτάτου του Μορέως (1432-1460)
Ο αυτοκράτορας της Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγος κατόρθωσε, χάρη στη νίκη του επί των Φράγκων στη μάχη της Πελαγονίας (1259) να αποσπάσει από το Πριγκηπάτο της Αχαΐας τα κάστρα Μυστράς, Μάνη, Γεράκι και Μονεμβασία, τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα του ελληνικού κρατιδίου που είναι γνωστό με το όνομα Δεσποτάτο του Μορέως. Ο δεσπότης του Μορέως Θεόδωρος Α' Παλαιολόγος (1382- 1406) πέτυχε να ενισχύσει σε σημαντικό βαθμό τη βυζαντινή εξουσία, μαχόμενος κατά της τοπικής αριστοκρατίας και των λατινικών κρατιδίων. Μέχρι το 1432 οι περισσότερες λατινικές κτήσεις της Πελοποννήσου είχαν επανακτηθεί από τους Έλληνες.
Η σχετική ομοιότητα του θεσμού της βυζαντινής πρόνοιας με το δυτικό φέουδο διευκόλυνε την επιβολή της λατινικής κυριαρχίας. Οι προνοιάριοι διέθεταν υπολογίσιμη δύναμη και μπορούσαν να αντιτάξουν αντίσταση στους κατακτητές, παραιτούνταν όμως οι περισσότεροι από αυτή και υποτάσσονταν, όταν εξασφάλιζαν την κατοχή των κτημάτων τους. Πάντως, ο πληθυσμός αντιστάθηκε στους Λατίνους κυρίους του σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως εξαιτίας των δογματικών διαφορών. Επίσης, πολλοί ευγενείς κατέφυγαν σε ελεύθερες περιοχές, όπου, με τη συνδρομή των εντοπίων, οργάνωσαν νέα κράτη. Αυτά αποτέλεσαν πόλους συσπείρωσης των δυνάμεων που αγωνίστηκαν για την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας.
ΔΟΥΚΑΤΟ ΑΙΓΑΙΟΥ (ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΝΑΞΟΣ)
Sanudi Μάρκος Α' Sanudo (1207-1227) Άγγελος Sanudo (1227-1262) Μάρκος Β' Sanudo (1262-1303) Γουλιέλμος Α' Sanudo (1303-1323) Νικόλαος Α' Sanudo (1323-1341) Ιωάννης Α' Sanudo (1341-1361) Φιορέντζα Sanudo (1361-1364) Φιορέντζα και Νικόλαος Β' Sanudo, ο επονομαζόμενος Spezzabanda (1364-1371) Φιορέντζα και Νικόλαος Γ' della Carceri (1371-1383) Crispi Φραγκίσκος Α' Crispo (1383-1397) Giacomo I Crispo (1397-1418) Iωάννης Β' Crispo (1418-1433) Giacomo II Crispo (1433-1447) Gian Giacomo Crispo (1447-1453) Γουλιέλμος Β' Crispo (1453-1463) Φραγκίσκος Β' Crispo (1463) Giacomo III Crispo (1463-1480) Ιωάννης Γ' (1480-1494) Βενετική κυριαρχία (1494-1500) Φραγκίσκος Γ' (1500-1511) Βενετική Κυριαρχία (1511-1517) Ιωάννης Δ' Crispo (1517-1564) Giacomo IV Crispo (1564-1566) Ιωσήφ Naci 1566-1571 Giacomo ΙV Crispo (1571-1572) Ιωσήφ Naci (1572-1579) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1579)
ΑΝΔΡΟΣ Μαρίνος Dandolo (1207-1233) Iελίζα Dandolo και Ιερεμίας Ghisi (1233-1251) Τμήμα δουκάτου Αιγαίου (1251-1384) Πέτρος Zeno (1384-1427) Ανδρέας Zeno (1427-1437) Βενετική κυριαρχία (1437-1440) Crucino I Sommaripa (1440-1462) Dominico Sommaripa (1462-1466) Ιωάννης Sommaripa (1466-1468) Crucino II Sommaripa (1468-1500) Νικόλαος Sommaripa (1500-1506) Φραγκίσκος Sommaripa (1506-1507) Βενετική κυριαρχία (1507-1514) Αλβέρτος Sommaripa (1514-1523) Crucino III Sommaripa (1523-1537) Τουρκική κυριαρχία (1537-1566) Ιωσήφ Naci (1566-1579) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1579)
ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ Giacomo Ι Varozzi (1207-1265) Bυζαντινή κυριαρχία (1265-1296) Giacomo ΙΙ Varozzi (1296-1335) Τμήμα του δουκάτου Αιγαίου (1335-1480) Dominico Pisani (1480) Ιωάννης Γ' Crispo (1480-1494) Φραγκίσκος Γ' Crispo (1494-1500) Ιωάννης Δ' Crispo (1500-1517) Giacomo IV Crispo (1517-1537) Τουρκική κυριαρχία (1537-1566) Ιωσήφ Naci (1566-1579) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1579)
ΜΥΚΟΝΟΣ - ΤΗΝΟΣ Ιερεμίας Ghisi (1205-1251) Ανδρέας Ghisi (1207-1259) Βαρθολομαίος Α' Ghisi (1259-1303) Γεώργιος Α' Ghisi (1303-1315) Βαρθολομαίος Β' Ghisi (1315-1341) Γεώργιος Β' Ghisi (1341-1352) Βαρθολομαίος Γ' Ghisi (1358-1384) Γεώργιος Γ' Ghisi (1384-1390) Bενετοκρατία (1390-1537) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1537)
ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ Ιωάννης Quirini (1207-1231) Ιάκωβος Quirini (1240-1264) Νικόλαος Quirini (1264-1278) Tμήμα του δουκάτου του Αιγαίου (1278-1310) Ιωάννης B' Quirini (1310-1333) Τμήμα του δουκάτου του Αιγαίου (1333-1412) Ιωάννης Γ' Quirini (1412-1451) Διάφορα μέλη της οικογένειας Quirini (1451-1540) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1540)
ΚΙΜΩΛΟΣ - ΣΥΡΟΣ (κτήση του δούκα της Νάξου) Οικογένεια Sanudo (1207-1383) Οικογένεια Crispi (1383-1537) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1537)
ΠΑΡΟΣ Κτήση του δούκα της Νάξου (1207-1520) Οικογένεια Venieri (1520-1531) Βενετοκρατία (1531-1535) Cecilia και Bernardo Sagredo (1535-1537) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1537)
ΛΗΜΝΟΣ Οικογένεια Navigajosi (1207-1269) Βυζαντινή κυριαρχία (1269) Οικογένεια Navigajosi (1269-1276) Οικογένεια Gattilusii (1276-1462) Τουρκοκρατία - Βενετοκρατία (1462-1656) Τουρκοκρατία (1656 κ.ε.)
ΛΕΣΒΟΣ Φραγκίσκος Α' Gattilusio (1355-1376) Giacomo Gattilusio (1376-1397) Φραγκίσκος Β' Gattilusio (1397-1401) Dorino Gattilusio (1401-1449) Dominico Gattilusio (1449-1459) Νικόλαος Gattilusio (1459-1462) Έναρξη Τουρκοκρατίας (1462)
ΡΟΔΟΣ Περίοδος Ιωαννιτών Ιπποτών Μάγιστροι της Ρόδου Foulques de Villaret (1309-1319) Helion de Villeneuve (1319-1346) Dieudone de Gozon (1346-1353) Pierre de Corneillan (1353-1355) Roger de Pins (1355-1365) Reymond Berenger (1365-1373) Robert de Juillac (1373-1377) Ferdinard d'Heredia (1377-1396) Philibert de Naillac (1396-1421) Antoine Fluvian (1421-1437) Jean Bonpart de Lastic (1437-1454) Jacques de Milly (1454-1461) Pier Reymond Zacosta (1461-1467) Giovanni Battista Degli Orsini (1467-1476) Pierre d'Aubusson (1476-1503) Emmery d'Amboise (1503-1512) Guy de Blachefort (1512-1513) Fabrizio del Carretto (1513-1522) Villiers de l'Isle Adam (1521-1522)
ΚΕΡΚΥΡΑ Βενετική Κυριαρχία (1207-1214) Κυριαρχία δεσποτάτου Ηπείρου (1214-1259) Μαμφρέδος της Σικελίας (1259-1267) Κάρολος Α' Ανδεγαυός (1267-1285) Κάρολος Β' Ανδεγαυός (1285-1294) Φίλιππος Α' του Τάραντα (1294-1331) Αικατερίνη Valois και Ροβέρτος του Τάραντα (1331-1346) Ροβέρτος του Τάραντα (1346-1364) Μαρία των Βουρβόνων (1364) Φίλιππος Β' του Τάραντα (1364-1373) Ιωάννα Α', βασίλισσα της Νεάπολης (1373-1380) Ιάκωβος de Baux (1380-1382) Κάρολος Α' της Νεάπολης (1382-1386) Βενετοκρατία (1386-1797)
Κόμητες Κεφαλλονιάς, Ζακύνθου και Λευκάδας Orsini Ματθαίος Orsini (1195-1264) Ριχάρδος Orsini (1264-1304) Ιωάννης Α' Orsini (1304-1317) Νικόλαος Orsini (1317-1323) Ιωάννης Β' Orsini (και δεσπότης της Ηπείρου) (1323-1335) Ανδεγαυική επικυριαρχία (1324-1335) Ανδεγαυική κυριαρχία (1335-1357) Tocchi Λεονάρδος Α' Tocco (1357-1377) Κάρολος Α' Tocco (1377-1429) Κάρολος Β' Tocco (1429-1448) Λεονάρδος Γ' Tocco (1448-1479) Τουρκική κυριαρχία (1479-1481) Αντώνιος Tocco (1481-1483) Βενετοκρατία (1484-1797)
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ, ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ (Νίκος Ξένιος, περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ)
http://www.archaiologia.gr/blog/2014/03/10/m%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%80%cf%8c%cf%84%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%82/
Οδηγώντας προς την Κάτω Χώρα των Κυθήρων, περνά κανείς τα Αρωνιάδικα και στα Δόκανα στρίβει αριστερά με κατεύθυνση τη δυτική ακτή του νησιού. Εδώ υπάρχει αρκετή βλάστηση, αν σκεφτεί κανείς την ερημιά που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Το πρώτο χωριό στα τρία χιλιόμετρα είναι οι Αραίοι και ακολουθεί ο Μυλοπόταμος, μια ολόκληρη αγροτική κοινότητα κτισμένη δίπλα στα ερείπια μιας βενετσιάνικης καστροπολιτείας. Τα σπίτια του σημερινού Μυλοπόταμου έχουν μορφολογική ομοιογένεια, που δίνει χρώμα στον σύγχρονο οικισμό: κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να ίσχυε και για τη μεσαιωνική πόλη. Μέσα στο κάστρο τα σπίτια είναι κτισμένα σε συγκροτήματα διώροφων κατοικιών, λόγω της στενότητας του χώρου. Οι δύο όροφοι δεν επικοινωνούν εσωτερικά, αλλά ανέβαινες στον πάνω όροφο μέσω μιας σκάλας εξωτερικής, που κατέληγε σε πλατύσκαλο ή εξώστη. Οι ισόγειοι χώροι ήταν βοηθητικοί, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα σύγχρονα χωριατόσπιτα, στεγάζονταν με κυλινδρικούς θόλους και θερμαίνονταν με γωνιακό τζάκι. Βασικά οικοδομικά τους χαρακτηριστικά ήταν τα φουρούσια, οι αφανείς γωνιακοί λίθοι και η αργολιθοδομή, ο «ηλιακός» εξώστης και η καμινάδα. Ένας σχετικά σύντομος περίπατος στις επάλξεις προσφέρει τη μοναδική θέα ενός πελάγους που το διεκδίκησαν όλες οι ηγέτιδες δυνάμεις της νότιας Ευρώπης στους πενήντα αιώνες της ιστορίας του νησιού. Μόλις μετά βίας ιχνηλατείς τους τελευταίους επτά αιώνες στα ερείπια του μπούργκου του Μυλοπόταμου. Δεν μαρτυρείται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κάποιος νεολιθικός οικισμός ανάλογος με εκείνον της Γραμμικής Α που εντόπισε ο Γ. Σακελλαράκης στον Άη Γιώργη στο Βουνό, ή παρεμφερής με τα μινωϊκά ευρήματα (3000-1200 π.Χ.). Το Τσιρίγο πρέπει να είχε εποικισθεί από Φοίνικες και Κρήτες εμπόρους κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου π.Χ. αιώνα, ενώ λείψανα της Εποχής του Χαλκού στο Καστρί (Παλαιόπολη) χρονολογήθηκαν ανάμεσα στο 2500 και το 1500 π.Χ. Ακολούθησαν οι Μυκηναίοι, ενώ οι Αργίτες χρησιμοποίησαν το νέο αυτό ορμητήριό τους κατά των Σπαρτιατών, που τελικά το κατέκτησαν, το 546 π.Χ. Κατόπιν, το νησί της Κυθερείας Αφροδίτης (σημ. 1) πέρασε, διαδοχικά, από τα χέρια των Λακεδαιμονίων στα χέρια των Αθηναίων και τανάπαλιν, μέχρι που, το 21 π.Χ., ο Οκταβιανός Αύγουστος το «προίκισε» στον ευγενή Γάιο Ιούλιο Ευρυκλή. Σε ποιον ανήκε ο Μυλοπόταμος Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε για την περιοχή Μυλοποτάμου είναι πως θα πρέπει να είχε κάποιο ανεξερεύνητο ιερό, είτε ίσως χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο (βίγλα) για ναυτικές εξορμήσεις. Οι πρώτοι τέσσερις χριστιανικοί αιώνες του νησιού παραμένουν σκοτεινοί, ενώ από το 395 μ.Χ. τα Κύθηρα υπάγονται στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος ως μια αραιοκατοικημένη, άγονη περιοχή. Στα 530 μ.Χ. υποτάχθηκαν, μαζί με τα υπόλοιπα Ιόνια νησιά, στη διοίκηση της Επαρχίας της Ελλάδος, με βυζαντινό ανθύπατο (proconsul) (σημ. 2).
Η νεότερη ιστορία του νησιού αρχίζει με το συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου και με μαρτυρίες για μετάβαση, εδώ, του Αγίου Θεοδώρου και για μαρτύριο (άθλησιν) της Αγίας Ελέσσας. Επί αυτοκράτορα Κώνσταντος (641-668) η Επισκοπή Κυθήρων υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πάπα. Επί Λέοντος Γ΄ Ισαύρου και μετά την Εικονομαχία (717-741), η εν λόγω Επισκοπή επιστρέφει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Από ένα ανώνυμο χρονικό του 16ου αιώνα μαθαίνουμε ότι, ήδη στο ξεκίνημα του 12ου αιώνα, είχε ιδρυθεί ο συνοικισμός Παλαιοχώρας (Αγίου Δημητρίου), τα ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα ως μοναδικό ίχνος της βυζαντινής ιστορίας του νησιού. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι επέλεγαν κάποιον για να τους διοικεί, κι αυτός με τη σειρά του λογοδοτούσε στο δεσπότη Σπάρτης ή στον ομόλογό του Μονεμβασίας (σημ. 3). Ο εγχώριος πληθυσμός ευγενών θα πρέπει να προερχόταν από κάστρα της Λακωνικής μέχρι το 1390-93, όταν η Ενετική Σύγκλητος υπήγαγε τα Κύθηρα στο regimen της Κρήτης. Ιδρυτές της Παλαιοχώρας πρέπει να ήταν Κωνσταντινουπολίτες που μετοίκησαν δυσαρεστημένοι από τη βαριά φορολογία του Μιχαήλ Παλαιολόγου. Σταυροφορίες Για την περίοδο των Σταυροφοριών, οι γνώμες διχάζονται σχετικά με την ενετική παρουσία στο νησί. Σύμφωνα με το παραπάνω ανώνυμο χρονικό, που το ακολούθησε ο ιστορικός Χοπφ, ο πρώτος Ενετός Kαστροφύλακας (Castellano) ήταν ο Άντζελο Σεμιτέκολο, το 1237. Κατά την ιστορικό Χρύσα Μαλτέζου, τα Κύθηρα παρέμειναν στη βυζαντινή κυριαρχία έως το 1238. Όπως κι αν έχει, τη χρονιά εκείνη ο Νικολός Ευδαιμογιάννης τα παραχώρησε ως προίκα στην κόρη του, για το γάμο της με το γιο του Ενετού ευπατρίδη Μάρκου Βενιέρη. Τα Αντικύθηρα (Cerigotto) τα εποίκισε η οικογένεια Βιάρου στην πρώτη τριακονταετία του 13ου μ.Χ. αιώνα. Όταν δε, μετά το 1261, οι Λατίνοι εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη, ο Σεβαστός Παύλος Νοταράς ανέλαβε την ανακατάληψη των νησιών στα 1275 για λογαριασμό του Μιχαήλ Β΄ Παλαιολόγου. Ο εγχώριος πληθυσμός φαίνεται πως επιθυμούσε τη βυζαντινή εξουσία, αλλά οι Ενετοί ανακατέλαβαν τον τόπο καμιά τριανταριά χρόνια μετά (σημ. 4). Κι έτσι, το γαλάζιο αίμα της οικογένειας Βενιέρη ανέλαβε οριστικά την εκμετάλλευση του τόπου, θεωρώντας τον τμήμα της εξουσίας που τους χορηγούσε η Γαληνοτάτη. Βενιέρηδες και άλλοι γαλαζοαίματοι, αλβανικοί και άλλοι εποικισμοί Οι Βενιέρηδες κατένειμαν τα Κύθηρα σε είκοσι τέσσερα «καράτια» (τιμάρια) και επέλεξαν την Κρήτη για διαμονή τους, ακολουθώντας απροσχημάτιστα φιλελληνική πολιτική. Υπάρχουν πηγές που μαρτυρούν συμμετοχή των Κυθήρων στην κρητική επανάσταση κατά της Βενετίας (1363-1365), καθώς και νοταριακές πράξεις (σημ. 5) που μαρτυρούν την απελευθέρωση από τους Ενετούς κάποιων παροίκων στην Κρήτη και στα Κύθηρα (σημ. 6). Αρχίζει, έτσι, μια περίοδος αλλεπάλληλων εποικισμών που αφορούν άμεσα και το κάστρο του Μυλοπόταμου. Το 1316 Έλληνες, Σέρβοι και Αλβανοί καταφθάνουν στο νησί. Όταν, το 1363, οι Κρήτες επαναστατούν κατά των Ενετών, κάποια μέλη της οικογενείας Βενιέρη εκτελούνται και στο προσκήνιο εμφανίζονται οικογένειες όπως των Νοταράδων, των Καλλίγερων, του Μεγαλοκονόμου, των Πατρικίων, των Στάηδων, των Κονόμων, των Μοντσενίγων και των Ορσίνι (ή, αλλιώς, Δουκατάρηδων). Στη μεταβατική περίοδο 1374-1395 οι Βενιέρηδες καταφέρνουν να διατηρήσουν δεκατρία μόνον από τα είκοσι τέσσερα τσιφλίκια του νησιού. Είναι μια εποχή έντονης στρατιωτικοποίησης, με στόχο την ενίσχυση της άμυνας κατά των πειρατών. Με την άλωση της Πόλης οι πειρατές άρχισαν να λυμαίνονται τις νοτιοανατολικές ακτές της Λακωνικής, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, την Ελαφόνησο, τη Βόρεια Κρήτη και τις Κυκλάδες. Είχαν προηγηθεί οι Γενουάτες (1405). Οι συνεχείς αντιδράσεις των Καστελλάνων στα Κύθηρα κατά της εξουσίας του Δούκα της Κρήτης οδηγούν στη θέσπιση της διοίκησης με «προβλεπτάς» (Provveditori), που με τη σειρά τους θα αναφέρονται στον Γενικό Προβλεπτή κι εκείνος στον Δόγη της Βενετίας. Η πιο αιματηρή επιδρομή είναι αυτή του Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα, Λέσβιου στην καταγωγή αρχιπειρατή και ηγεμόνα της Δυτικής Αφρικής, που κατέστρεψε τα έξω μπούργκα όλης της νότιας Ελλάδας. Τότε καταστράφηκαν τα κυθηραϊκά οχυρά Καψαλίου (πλησίον Χώρας Κυθήρων) και Αγίου Δημητρίου. Με την απώλεια, δε, της Μονεμβασιάς (1450) το φρούριο του Μυλοποτάμου στην περιοχή Κάτω Χώρας ενισχύεται με βενετικά έξοδα. Μετά το 1545/47 συγκεντρώνει, πλέον, άνω των πενήντα πολυμελείς στρατιωτικές οικογένειες, κρητικής και κυπριακής καταγωγής. Επιστρέφοντας από τα κάτεργα Τις λεηλασίες του Μπαρμπαρόσσα ακολούθησαν ενετικές ενισχύσεις, γύρω στα 1453 (Άλωση), μετά από επανειλημμένες έγγραφες αιτήσεις (suppliche) των Κυθηρίων προς την «εξοχοτάτην Κυρίαν». Στα έγγραφα αυτά οι λεηλασίες και οι διώξεις περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα: όσοι κάτοικοι, γυμνοί, εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι, επανήλθαν από τη σκλαβιά, ζήτησαν φοροαπαλλαγή και εκ νέου οχύρωση της πόλης τους. Ο προβλεπτής Μπάφο ζητά, μετά το 1547, από τον Θεόδωρο Λαγό (που τότε υπηρετούσε στη στρατιά της Μάνης) να επιλέξει σαράντα με σαρανταπέντε άντρες πρόσφυγες από την Κρήτη, ώστε να εποικίσει επί μισθώ το φρούριο του Μυλοποτάμου, αφού «με τους παλληκαράδες αυτούς δεν θα τολμούν οι επιδρομείς», όπως έγραφε χαρακτηριστικά (σημ. 7). Μάλιστα, προτείνει και δωρεά γαιοκτησίας στην Έξω του Μπούργκου περιοχή, «ώστε να μπορούν αυτοί να πληρώνουν το φόρο της τρίτης». Ήδη ο Προβλεπτής Αλέξανδρος Κονταρίνι, σε έκθεσή του της 7ης Αυγούστου 1540, αναγνωρίζοντας κι αυτός την «grandissima importanza» (σημ. 8) των Κυθήρων, είχε ζητήσει οχύρωση και επάνδρωση του κάστρου, «ώστε να μην έχουν τα Κύθηρα την ίδια τύχη με τη Μονεμβασιά και το Ναύπλιο» (σημ. 9).
Έτσι άρχισε να επεκτείνεται το Μπούργκο του Μυλοπόταμου στους πρόποδες του κάστρου και να δημιουργείται ένα προάστιο εκτός τειχών. Συχνά γίνεται διάκριση, στα νομικά κείμενα, ανάμεσα στο «Μέσα» και το «Έξω Βούργο» (Ξώμπουργκο), ενώ σε περιπτώσεις όπως του Καψαλίου μπορούμε και να μιλούμε για «οικισμούς του γιαλού» (Burgo della marina) (σημ. 10). Αυτή η πολεοδομική και κοινωνική οργάνωση σε πολλές περιπτώσεις καστροπολιτειών χωρίζεται σε συνοικίες (σκοντράδες) με δικό τους αρχηγό καθεμιά, δεν αποκλείεται δε να ίσχυε το ίδιο για τον Μυλοπόταμο. Ο συνωστισμός όλων αυτών των τρομαγμένων, θρησκόληπτων χωρικών στο Εξώμπουργκο δικαιολογείται, αν αναλογισθεί κανείς τον κατεπείγοντα τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι έπρεπε να σπεύσουν μέσα στα τείχη σε ενδεχόμενο θαλάσσιας επιδρομής. Πράγματι, οικογένειες όπως οι Φοσκαρίνι, οι Τζουστινιάνι, οι Ρικάρντι και άλλες, διοικούσαν commessaria («επιτροπικά μερίδια») από τα χαμένα τσιφλίκια των Βενιέρηδων σε όλη την επικράτεια των Κυθήρων. Έτσι και στον Μυλοπόταμο, το 1540, πρόσφυγες από τη Μονεμβασιά μαζεύονται, και μάλιστα παρά τις αποτρεπτικές συμβουλές του Επισκόπου Μητροφάνη «να αποφύγουν τον ανιαρό, λιμώδη, πετρώδη και τα μάλιστα διψώδη» αυτόν τόπο, έρχονται και αποζητούν μερίδια γαιών για να καλλιεργήσουν. Τρία χρόνια πριν είχαν περάσει από το νησί και Κορωναίοι πρόσφυγες, που όμως έφυγαν, όπως και οι διωγμένοι από την Τένεδο που κατέφυγαν στον Χάνδακα Κρήτης, δύο αιώνες πριν. Ξενηλασία, ήδη από την Αναγέννηση Τα Κύθηρα έδιωχναν τους νοικοκυραίους. Ήταν ανέκαθεν ένας τόπος εξορίας, ένας τόπος στρατιωτικός, ένα φυσικό οχυρό, μεταξύ άλλων. Στο αρχείο του νησιού που φυλάσσεται στο οχυρό του Καψαλίου η χρονολόγηση των τίτλων αρχίζει από το 1563, τη χρονιά που το –ήδη βομβαρδισμένο– φρούριο του Μυλοποτάμου ανακατασκευάστηκε, ή απλώς επισκευάστηκε. Όταν χάθηκε η Κύπρος, το 1570, και μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto, 1571), ξεκίνησε στα Κύθηρα ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς condominium (συγκυριαρχίας) αφενός των Ενετών Δόγηδων και αφετέρου της οικογενείας των Βενιέρηδων (κάποια, μάλιστα, μέλη της οποίας είχαν διατελέσει και Δόγηδες). Το πρώτο «Συμβούλιο των Ευγενών» αναφέρεται το 1583, όταν, σύμφωνα με την απογραφή του Καστροφύλακα, οι κατοικημένες πόλεις των Κυθήρων ήταν τα Μητάτα, το Κυπέρι, οι Καλαμουτάδες, οι Βιαράδες, τα Κονιάνα, το Κουσουνάρι, ο Πλάτανος (το σημερινό Χωριό της Κυράς), τα Πρώτικα, η Αλικαρίγνη, το Αρκάριον και ο Μυλοπόταμος (σημ. 11). Στην ευρύτερη περιοχή Κάτω Χώρας το 1583 κατοικούσαν «126 άνδρες, 113 παιδιά, 8 γέροντες και 212 γυναίκες» (σημ. 12), που αποτελούσαν το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Η κοινωνική διαστρωμάτωση επί Ενετοκρατίας ήταν πολύ αυστηρή και υπηρετούσε αυστηρά τη δημοσιονομική πολιτική της Βενετίας. Σε μια αντιπροσωπευτική πόλη της περιόδου αυτής, έξω από το φρούριο με την ακρόπολη που είχε θέα στο πέλαγος, έβρισκε κανείς μια loggia (μποτέγα) όπου συγκεντρώνονταν οι ευγενείς για να κάνουν τις συνεδριάσεις τους, μια σιταποθήκη (Fontego), ένα τελωνείο (Duana), ένα υγιειονομείο (Sanita) και πιθανόν ένα λοιμοκαθαρτήριο (Lazaretto). Ακολουθούσαν οι ιδιωτικές κατοικίες, που συνδέονταν με στενά δρομάκια, υπερώα ή στοές, περίπου όπως συμβαίνει στις Κυκλάδες, για λόγους συνωστισμού και ασφάλειας. Ναοί στα ερείπια του 16ου αιώνα Περιδιαβάζοντας τα ερείπια της citadella του Μυλοποτάμου (του φρουρίου με την ακρόπολη) του 16ου και του 17ου μ.Χ. αι., συναντά κανείς τα χαλάσματα ενός μεταγενέστερου Σχολείου της εποχής της Αγγλοκρατίας. Ακολουθεί, σε περίβλεπτη θέση, ο Ενετικός Λέων του Αγίου Μάρκου, στο υπέρθυρο του πύργου της εισόδου για το φρούριο, εντοιχισμένη δηλαδή παράσταση του γνωστού λιονταριού που κρατά το Ευαγγέλιο με την επιγραφή «Pax tibi Marce Evangelista meus» και το έτος κατασκευής του κάστρου: MDLXV (1565). Αφού περάσει κανείς από τις ιδιωτικές κατοικίες των στρατιωτικών, καθώς και διάφορα έρημα, χορταριασμένα δρομάκια, θα αντιληφθεί την πληθώρα ναών και ναΐσκων. Στον Μυλοπόταμο υπάρχουν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άη Γιάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Αθανάσιος, η Παναγιά η Μεσοσπορίτισσα, οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, ο ναός του Σωτήρος, που οι τοιχογραφίες του ανήκουν στην πρώιμη κρητική σχολή. Το μιλιταριστικό ύφος της τειχοδομίας και της πολεοδομίας είναι χαρακτηριστικό. Εκείνη την εποχή, όλη η ασφάλεια, από έμπειρους στην οχυρωματική τέχνη μηχανικούς και αρχιτέκτονες, επαφιόταν στα κάστρα, δεδομένου ότι τα λιμάνια των Κυθήρων δεν ήταν κατάλληλα ώστε να διατηρήσουν προσορμισμένο στόλο. Οι νότιοι και οι νοτιοδυτικοί άνεμοι ανέκαθεν μάστιζαν το νησί. Ξέρουμε, όμως, ότι το καλοκαίρι, κατεξοχήν εποχή πειρατικών επιδρομών, στη διαύγεια της εσπερινής ατμόσφαιρας που επιτρέπει την ορατότητα, τοποθετούνταν βιγλάτορες στο ακρωτήριο του Αγίου Γεωργίου, που άναβαν πυρσούς για να ειδοποιήσουν τις ενετικές αρχές στο Καστέλλι της Κρήτης, για άμεση ενίσχυση με στόλο. Αναβιώνοντας εκείνη την εποχή Η ανάπλαση μιας εποχής δεν είναι δύσκολη υπόθεση, αν κανείς είναι επαρκώς πληροφορημένος και διαθέτει φαντασία. Η γύρω ύπαιθρος, με τον Ποταμό στην Κάτω Χώρα, είναι ευδιάκριτη από τους προμαχώνες του κάστρου της ενετικής αυτής πολιτείας. Πέρα από τη χαράδρα υπήρχαν, το 1583, δεκατέσσερις «καζάδες» (casali), δηλαδή χωριουδάκια με κατοίκους γεωργούς, που αριθμούσαν τους 1443. Κάθε «καζάς» είχε κι έναν Πρωτόγερο (δημογέροντα) ως επικεφαλής, με πολύ συγκεριμένη πολιτικοκοινωνική θέση, υπεύθυνο και για τη συλλογή των φόρων. Όλο το νησί χωριζόταν σε τέσσερα διοικητικά διαμερίσματα, ένα εκ των οποίων ήταν κι αυτό του Μυλοποτάμου. Στα 1577 ο αριθμός των Κυθηρίων ανερχόταν στους 2.405, με μάχιμους τους 792, και με 60 μόνιμους Ιταλούς στρατιώτες των οποίων ο λοχαγός ήταν απεσταλμένος της Γαληνοτάτης και είχε πλήρη έλεγχο της περιοχής. Μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) από τον παλαιό κόσμο της ενετικής Ανατολής, στο Αιγαίο είχαν επιβιώσει μόνο η Τήνος, τα Κύθηρα και τα φρούρια Σούδα, Γραμβούσα και Σπιναλόγκα στην Κρήτη. Στα 1645, μετά την κατάληψη των Χανίων, Κρήτες μέτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Καψάλι και στον Άγιο Νικόλαο Κυθήρων. Το νησί αγωνίστηκε στο πλευρό του Μοροζίνι κατά των Τούρκων. Στις αρχές του 18ου αιώνα (1715) ο Καπετάν Πασάς πολιόρκησε τη Μεθώνη και ήρθε να απειλήσει το Καψάλι και τον Μυλοπόταμο. Ο τότε Προβλεπτής Σεβαστιανός Μαρτσέλος, στην έκθεσή του «Περί της Αλώσεως των Κυθήρων» (σημ. 13) δίνει εναργέστατη περιγραφή του ολέθρου και των σκλαβοπάζαρων. Στην εκκλησία της Παναγιάς της Ορφανής βρέθηκαν λείψανα θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας. Όμως, μετά από σύντομη τουρκική κατοχή, η συνθήκη του Πασάροβιτς (21 Ιουλίου 1718) επαναποδίδει τα Κύθηρα στην ενετική κυριαρχία.
Στα 1770 η απογραφή αναφέρει 1.059 Ορθοδόξους στον Μυλοπόταμο, μια σταθερή αναλογία του ενός έκτου του συνολικού πληθυσμού ελληνοφώνων στο νησί. Η ανηλεής οικονομική πολιτική και οι άθλιοι χειρισμοί της Δημοκρατίας της Βενετίας οδηγούν το πόπολο των Κυθηρίων σε πλήρη εξαθλίωση στις αρχές του 18ου αιώνα. Η ιστορικός Χρύσα Μαλτέζου, μελετώντας τα αρχεία της περιόδου 1724-1814 για την ενετική παρουσία στο νησί, συγκλίνει με την άποψη πως οι ρίζες του έντονου τοπικισμού που επικρατεί εκεί μέχρι σήμερα ανάγονται στη μεροληψία, στο ρουσφέτι, στην εξαγορά διοικητών και κληρικών που καθιερώθηκαν ως φαινόμενα επί Ενετοκρατίας και εδραιώθηκαν αργότερα, επί Γαλλοκρατίας. Παράλληλα, όμως, με τη διαφθορά και την εκμετάλλευση, στα Κύθηρα σημειώνεται άνθηση της γραμματείας και των εικαστικών τεχνών. Όπως συμβαίνει στα νησιά του Ιονίου, αγιογράφοι μετακαλούνται και οι συντεχνίες τους αναλαβάνουν την εικονογράφηση των περίφημων «καμαροσκεπών αιθουσών με τα τυφλά αψιδωτά στις μακρές πλευρές», όπως γράφει η Καίτη Τσίχλη Αρώνη (σημ. 14). Τα εικονογραφικά στοιχεία οι τεχνίτες αυτοί τα δανείζονται από τη Δύση, κι έτσι έχουμε το φαινόμενο Κυθήριοι και Κρήτες να αγιογραφούν ναΐδρια ιδιωτικής λατρείας με περίτεχνο τρόπο. Στον Μυλοπόταμο κάθε ευγενής ή λοχαγός ή καπετάνιος συνήθιζε να έχει το οικογενειακό του ιερό. Η άμυνα ήταν το κεφαλαιώδες μέλημα αυτών των επείσακτων στρατιωτικών, ιδιαίτερα την περίοδο κατά την οποία η ενετική δημοκρατία περνούσε στην παρακμή, για να καταλυθεί οριστικά από τον Ναπολέοντα το 1797. Ήταν μια ταραχώδης εποχή γενικά για κάθε γωνιά της Μεσογείου. Στην προσπάθεια κάλυψης των ολοένα αυξανόμενων αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση των καραβιών, για τις πολιορκητικές εργασίες, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξανδραποδίστηκε, σφάχτηκε, ξεσπιτώθηκε, ο δε αναγκαστικός εκπατρισμός έδωσε ώθηση σε στροφή στις γεωργικές εργασίες σε όσους απέμεναν. Δέκα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το 1799, ιδρύονται στα Κύθηρα τα «Μεγαλοπρεπή Κονσέγια», ένα είδος προσωρινής Γερουσίας που εξέλεγε πρέσβη για τις αυλές της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Πετρούπολης. Τα Κύθηρα πέρασαν από τα χέρια των Γάλλων στα χέρια των Ρώσων και των Τούρκων. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1795, όπως αναφέρει ο Κυθήριος ιερέας Γρηγόριος Λογοθέτης στα «Χρονικά» του, «…ήλθεν ο Λεονάρδος Κορύφης, κριτής Βενετζιάνος, εις τον Μυλοπόταμο με παράταξιν και τιμήν μεγάλη…» (σημ. 15). Libro d’Oro και αυτονομιστικές τάσεις Η Bενετία δεν δέχτηκε τον όλεθρο που η θαλασσοκρατορία της υπέστη από τις στρατιές του Ναπολέοντα, κι έτσι η «Πολιτεία των Ηνωμένων Επτά Νήσων» διατήρησε την προνομιακή γαιοκτησία των προηγούμενων εποχών. Επίσης, διατήρησε τον έλεγχο των τίτλων ευγενείας στα τέσσερα «ντιστρίτα» (διαμερίσματα) του νησιού, κάτι σαν «Χρυσό Βιβλίο», δηλαδή. Οι ντόπιοι αντιδρούν έντονα στην επαναφορά αυτού του τόσο μισητού συστήματος κοινωνικής διαστρωμάτωσης και διευθέτησης των οικονομικών και δικαστικών υποθέσεων. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των ευγενών, οι χωρικοί της περιοχής Κάτω Χώρας /Μυλοποτάμου συστήνουν δικό τους «κριτήριο» κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα, ένα συμβούλιο πρωτόγερων. Όπως γράφει στο «Χρονικό» του 1798 ο Γ. Λογοθέτης: «Με γνώμην των τεσσάρων διστρίτων έγινεν εδώ εις τον Μυλοπόταμον το κριτήριον εις τα σπίτια του Γεώργη Μαλάνου, αντέκρυ του Αγίου Σώζοντος, το οποίον ταράζει τους άρχοντας, πως δεν τους υποτασσόμεθα…» (σημ. 16). Και, σαν να μην έφτανε η κοινωνική αναταραχή, έντονοι σεισμοί φαίνεται πως έπληξαν το νησί στο γύρισμα του αιώνα, ενώ εμφύλιος σπαραγμός ακολούθησε, όχι βέβαια άσχετος με το σεισμό. Τον Ιούλιο του 1800 ορίζεται διοικητής (διλιγάτος) ο Κεφαλονίτης κόμης Ευστάθιος Μεταξάς. Από το «φόβο της αρμάδας» των Γάλλων, η εικόνα της Μυρτιδιώτισσας μεταφέρεται στον Άγιο Χαράλαμπο Μυλοποτάμου. Ακολουθεί δεύτερη γαλλική κυριαρχία, στα 1808, ενώ τον Σεπτέμβριο της επόμενης χρονιάς δύο αγγλικές φρεγάτες υποτάσσουν το νησί, μετά από ναυτική ήττα των Άγγλων στον Αβλέμονα. Σύμφωνα με τους χρονικογράφους (Λογοθέτη, Λασπιώτη, Βαρυπάτη) τα Κύθηρα περέμειναν στην αγγλική κυριαρχία χωρίς διακοπή έως και την οριστική τους ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα, το 1870. Ένας ανώνυμος που έγραψε στη Βενετία «Σκέψεις περί της Δημόσιας Οικονομίας των πρώην ενετικών νήσων του Ιονίου» έδωσε στοιχεία για πληθυσμό 9.000 κατοίκων στα 1808, ενώ ο Μικέλης έδωσε 8.500 στα 1814, από τους οποίους οι 150 ήταν ιερείς, οι 204 ευγενείς, οι 422 γέροντες, κι επίσης –με κριτήριο τις παραγωγικές τους δραστηριότητες– οι 1.741 ήταν αστοί. Με κριτήριο το βαθμό γήρανσης του πληθυσμού, η δημογραφική αυτή αναφορά μιλά για 1.545 παιδιά και –τελευταίες πάντα στις φαλλοκρατικές αυτές λίστες– 4.439 γυναίκες.
Μπορεί κανείς να φανταστεί το σκοταδισμό και τη δεισιδαιμονία που μάστιζαν αυτούς τους πληθυσμούς αν διαβάσει τα χρονικά του 19ου αιώνα. Στα 1829 η απογραφή έδωσε 1.900 κατοίκους στον Μυλοπόταμο, επί συνόλου 11.200 κατοίκων των Κυθήρων. Από τότε ο πληθυσμός του νησιού δεν ξεπέρασε ποτέ τους 14.500 κατοίκους. Στην δε αυγή του 20ού αιώνα άρχισε και η μαζική μετανάστευση στην Αυστραλία. Όμως, ο θεσμός της δημογεροντίας δεν άρκεσε για να αποβάλει ο τόπος την ιδιοτυπία του. Ένας προβλεπτής ονόματι Carlo Pasqualigo μάς άφησε γραπτές τις αποφάσεις για τα καθήκοντα του Πρωτόγερου, αλλά στα στρατιωτικά αυτά διαμερίσματα οι μνήμες της ενετοκρατίας παρέμεναν ζωντανές. Οι εγχώριοι πληθυσμοί είχαν εθιστεί στο χειρισμό των αγροτών σαν να ήταν πληβείοι. Το πρώτο κτηματολόγιο που επιχειρήθηκε στα Κύθηρα αντανακλά την κοινωνική ανισότητα, από την οποία άλλωστε απορρέει και το μίσος ανάμεσα στα «κεφαλοχώρια» και την περιφέρεια. Η γεωργοκτηνοτροφική και μελισσοκομική ύπαιθρος ελάχιστο κέρδος απέδιδε υπό το καθεστώς της «τρίτης», φορολογίας που είχε επιβληθεί αρχικά από τη Βενετία. Παρ’ όλ’ αυτά, η «τρίτη» ήταν ιδιαίτερα επαχθής φόρος για τους εγχώριους αγρότες μέχρι και την εποχή της Γαλλοκρατίας. Σήμερα, μετά τη σημαντική υποστήριξη των Τσιριγωτών από τον αποδημήσαντα Ελληνισμό της Αυστραλίας, ο Μυλοπόταμος παραμένει ένας σωρός ερειπίων – ιδεώδης τόπος για φωτογράφιση και για υδατογραφίες. Ο ήχος από τους βομβαρδισμούς και τους σεισμούς έχει βουλιάξει, μαζί με το ταραχώδες του παρελθόν. Ο προσωπικός μας χάρτης καταγραφής των εντυπώσεων σχεδιάζεται πάνω σε αυτά τα ερείπια. Παραμένει, όμως, πανίσχυρη η αίσθηση μιας πόλης σχεδιασμένης αποκλειστικά για άμυνα, χωρίς την πραότητα και ευκολία πρόσβασης που διακρίνει τις πεδινές πόλεις. Μάρτυράς μας η ερημιά και η σιωπή…
Ε Ν Ε Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Σ Τ Η Ν Κ Ρ Η Τ Η
Η βενετική κυριαρχία στην Κρήτη ξεκίνησε το 1211 και τελείωσε, με την οθωμανική κατάκτηση, το 1669. Αναφερόμαστε δηλαδή σε μια μακραίωνη περίοδο της ιστορίας του νησιού, όταν Έλληνες και Βενετοί ζούσαν μαζί, στον ίδιο τόπο. Μερικά από τα θετικά αποτελέσματα της βενετικής περιόδου στην Κρήτη είναι ευρέως γνωστά, όπως τα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας (Ερωτόκριτος, Θυσία του Αβραάμ κλπ.) ή η εμφάνιση σπουδαίων καλλιτεχνών όπως ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco) και αγιογράφων (Μιχαήλ Δαμασκηνός, Θεοφάνης ο Κρης, Εμμανουήλ Λαμπάρδος, Εμμ. Τζάνε Μπουνιαλής κ.ά).
Το κείμενο που θα διαβάσετε είναι νοταριακό, δηλαδή συμβολαιογραφικό. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για εξόφληση αγοράς ενός σπιτιού που αγόρασε ο αφέντης (δηλ. ο κύριος, ο άρχοντας) Λίμας από μια γυναίκα, τη Μαρούσα Ρουσοπούλα, χήρα του άρχοντα Francesco Zane. Βρισκόμαστε στην Κρήτη στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν ακόμα το νησί βρίσκεται υπό την κυριαρχία των Βενετών. Είναι εύγλωττη μαρτυρία του χαρακτήρα μιας ολόκληρης και μακραίωνης εποχής, όταν ο ελληνικός και ο ευρωπαϊκός, ο βυζαντινός-μεταβυζαντινός και ο αναγεννησιακός πολιτισμός και τρόπος ζωής συναντήθηκαν και συμβίωσαν, άλλοτε ομαλά, άλλοτε λιγότερο ομαλά και επιτυχημένα. Η γλώσσα του κειμένου είναι η ελληνική της εποχής, γραμμένη όμως με λατινικούς χαρακτήρες, διότι οι τελευταίοι ήταν πιο οικείοι στον γραφέα. Του ήταν δηλαδή πιο εύκολο να γράψει με λατινικά στοιχεία, για το λόγο ότι η εκπαίδευση τότε στην Κρήτη ήταν κατεξοχήν λατινική, ιταλική. Πρόκειται για τα ελληνικά που περίπου ομιλούνταν στη βενετική Κρήτη, με πλήθος ιταλικών λέξεων που είχαν περάσει στα ελληνικά. Το κείμενό μας διαθέτει επίσης πολλούς νομικούς και συμβολαιογραφικούς όρους στα ιταλικά (κάποιους και στα λατινικά). Όπως βλέπουμε, οι όροι αυτοί είναι αποκλειστικά ξενόγλωσσοι, καθώς η κρατική διοίκηση στην Κρήτη ήταν ιταλική και, δεδομένης της έλλειψης ελληνικής κρατικής μηχανής, δεν μπορούσαν να υπάρχουν οι ανάλογοι νομικοί ή διοικητικοί όροι στα ελληνικά.
Eparalave i Madonna Marussa Russopula, relitta quondam evienestatu Afendi Francesco Zane, apu to evienestato Afendi Bernardin Lima ti simeron imera perpira ghiglia octacossia dheca apano issechina apuci erestarise isti pulissia tu spitiu apu agorasse apochini me instrumento camomeno ci 8 tu dhichiebriu 1636. Ta opia etuta ta torrnessia ighie obligo o legomenos Afendis Limas na ci metrissi etuton ollon to mina ̇ chié emetrisseda al presente ogia ghria apuighie i legomeni arghodissa, igiopia me ti parussa graffi tone cani cauto et sicuro in perpetuum giata legomena tornessa tanothi perpira 1810. Chié ogligarete metagharas passa hora opu theli Afendis o Limas o anothe na tone cautelari per via instrumentu publica ogiati apopleromi tu legomeu spitiu. Chié giati dhenecateghie echini nagrafi eparacalesse emena to Giovanni Andrea Troilo chié egrapsa gialoguci embrostas to catogiegrameno martiro.................................................... Io Giovanni Andrea Troilo pregato scrissi presenteMarin Arcoleo sartor di AntonioIo Zuanne Lurede fui presente.
Eparalave: επαράλαβε, παρέλαβε
Madonna: κυρία relitta: χήρα
quondam: μακαρίτης................................ evienestatu: ευγενεστάτου = του ευγενέστατου........................... apu: από........................... perpira: χρήματα................................ ghiglia: χίλια.................................... dheca: δέκα
issechina: εις εκείνα................................................ apuci: που της (ενν. της οποίας).......................................... erestarise: παρέδωσε................... isti pulissia: στην πώληση
apochini: από εκείνη............................. instrumento: συμβολαιογραφική πράξη................................ camomeno ci 8 tu dhichiebriu 1636: καμωμένο (δηλ. συνταγμένο) στις 8 Δεκεμβρίου 1636................................. torrnessia: χρήματα
ighie obligo: είχε υποχρέωση............................. legomenos: λεγόμενος, ο παραπάνω ονομαζόμενος.............................. al presente: στο παρόν, τώρα
chié emetrisseda: και εμέτρησέ τα (δηλ. και τα μέτρησε τα χρήματα, πλήρωσε)............................. ogia ghria apuighie: για χρεία που είχε (δηλ. εξαιτίας ανάγκης που είχε).............................. arghodissa: αρχόντισσα........................... igiopia: η οποία..................................... tone cani cauto et sicuro in perpetuum: τον διαβεβαιώνει, του παρέχει έγγραφη βεβαίωση, τον εξασφαλίζει........................ giata legomena tornessa tanothi: για τα λεγόμενα τορνέσια τα άνωθεν (δηλ. για τα παραπάνω χρήματα)
obligharete: υποχρεούται............................. metagharas: μετά χαράς, με ευχαρίστηση, οικειοθελώς........................... passa hora: πάσα ώρα (δηλ. κάθε φορά)........................................... opu theli Afendis o Limas o anothe: όπου θέλει ο Αφέντης ο Λίμας που αναφέρεται παραπάνω (δηλ. κάθε φορά που επιθυμεί ο αφέντης) na tone cautelari per via instrumentu publica: να του παρέχει έγγραφη βεβαίωση......................................... ogiati apopleromi tu legomeu spitiu: για την αποπληρωμή του λεγόμενου σπιτιού (δηλ. για την εξόφληση του σπιτιού)
dhenecateghie: δεν εκάτεχε, δεν γνώριζε.......................... echini nagrafi: εκείνη να γράφει............................ gialoguci: για λόγου της, για λογαριασμό της......................... embrostas: ενώπιον, παρουσία των........................... to catogiegrameno martiro: των κατωγεγραμμένων μαρτύρων (δηλ. των κάτωθι υπογεγραμμένων μαρτύρων)
Io Giovanni Andrea Troilo pregato scrissi presente: εγώ ο Giovanni Andrea Troilo αφού μου ζητήθηκε ήμουν παρών και υπέγραψα......................... Marin Arcoleo sartor di Antonio: εγώ ο Marin Arcoleo, ράφτης, γιος του Antonio............................... Io Zuanne Lurede fui presente: εγώ ο Zuanne Lurede ήμουν παρών.
Οψεις της ιστορίας του ενετοκρατούμενου ελληνισμού : αρχειακά τεκμήρια
(sυνέντευξη της ενετολόγου/ακαδημαϊκού κας Χρύσας Μαλτέζου)
Με τα αρχεία της ενετικής περιόδου που υπάρχουν στη χώρα μας εμείς οι βενετολόγοι είμαστε πολύ τυχεροί, γιατί πολλά σώθηκαν. Για παράδειγμα, έχουν σωθεί στα Επτάνησα αρχεία της περιόδου της βενετοκρατίας. Η Κέρκυρα διαθέτει ένα θαυμάσιο αρχείο, αλλά στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά τα αρχεία καταστράφηκαν στη σεισμοπυρκαγιά του ’53. Στη Λευκάδα διασώζονται μεταγενέστερα αρχεία, του 18ου αιώνα, ενώ στα Κύθηρα υπάρχει μια καλή δεξαμενή αρχειακής πληροφόρησης. Δεν έχουμε λοιπόν άλλα μεγάλα αρχεία από την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, στην Ελλάδα. Το αρχείο της Βενετίας είναι πολύτιμο για μας τους βενετολόγους. Οι Βενετοί φεύγοντας από την Κρήτη κι από τις άλλες περιοχές όπου κυριάρχησαν, κυρίως όμως από την Κρήτη, πήραν μαζί τους όλα τα αρχεία τους. Οι Βενετοί ήταν γραφειοκράτες, νομίζω οι πιο φανατικοί γραφειοκράτες της Ευρώπης. Δεν έκαναν τίποτα αν δεν το σημείωναν, αν δεν το κατέγραφαν. Από την άποψη αυτή είμαστε τυχεροί, διότι αυτή τους η δραστηριότητα έχει αποτυπωθεί στα έγγραφα. Την πρακτική άλλωστε αυτή ακολουθούν σήμερα οι ξένες δυνάμεις, όταν φεύγουν από μια εμπόλεμη χώρα. Το βλέπουμε και στις τηλεοράσεις αυτό το φαινόμενο. Ξεκαθαρίζουν τα αρχεία τους κι αρχίζουν και τα καίνε. Οι Βενετοί δεν τα καίγανε, τα παίρνανε μαζί τους. Είναι ακριβώς αυτό που κάνουν σήμερα στις πρεσβείες. Αμέσως οι πρεσβείες καίνε το υλικό τους ή παίρνουν φεύγοντας τα έγγραφα που κρίνουν ότι πρέπει να διασωθούν. Οι Βενετοί τα φόρτωναν στις γαλέρες τους και τα πήγαιναν στη Βενετία. Έτσι σώθηκαν τα αρχεία της Κρήτης. Σώθηκαν δύο μεγάλες σειρές. Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι σώθηκε ένα μόνο τμήμα των κρητικών αρχείων, γιατί τα Χανιά έπεσαν στους Τούρκους νωρίτερα από τον Χάνδακα, δηλαδή το Ηράκλειο, και δυστυχώς το αρχειακό υλικό του διαμερίσματος των Χανιών, όταν κατέλαβαν οι Τούρκοι την πόλη, καταστράφηκε. Άρα μιλάμε για ένα τμήμα του αρχειακού υλικού, αυτό που αφορά το διαμέρισμα του Χάνδακα, του σημερινού Ηρακλείου. Λοιπόν, σώθηκαν δύο μεγάλες σειρές από το αρχείο αυτό, το νοταριακό αρχείο, δηλαδή το αρχείο των συμβολαιογράφων, και το λεγόμενο αρχείο του δούκα της Κρήτης. Θυμίζω ότι όλες οι συναλλαγές, οι αγορές αμπελιών, οι πωλήσεις χωραφιών, τα προικοσύμφωνα, κάθε συναλλαγή καταχωριζόταν στα πρωτόκολλα των συμβολαιογράφων, στα λεγόμενα νοταριακά κατάστιχα. Και αυτοί οι νοτάριοι ήταν είτε οι Έλληνες είτε Βενετοί. Κι έτσι έχουμε πολύτιμα νοταριακά κατάστιχα Ελλήνων συμβολαιογράφων που είναι πολύ σημαντικά και για το περιεχόμενό τους, αλλά, κυρίως, για τη γλώσσα στην οποία γράφονταν οι συναλλαγές την εποχή εκείνη. Γιατί έχει αποτυπωθεί εκεί η γλώσσα της εποχής.
Το νοταριακό αρχείο είναι πλουσιότατο σε πληροφορίες, ενώ συγχρόνως εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια χρόνου: αρχίζουν τον 14ο αιώνα και φτάνουν μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, καλύπτουν με άλλα λόγια όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας στην Κρήτη. Τα νοταριακά έγγραφα συνιστούν μια εξαιρετική αρχειακή σειρά. Μπορούμε να εντοπίσουμε σ’ αυτά μια ποικιλία μαρτυριών, την τιμή, για παράδειγμα, που είχε το κρασί, ένα προικοσύμφωνο, ένα γαμήλιο έγγραφο ή μια σύμβαση μαθητείας. Γιατί, ξέρετε, οι Κρητικοί προσλάμβαναν τότε δασκάλους για να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα. Συντασσόταν συμβόλαιο μεταξύ δασκάλου και γονιού με λεπτομέρειες ως προς τις υποχρεώσεις του καθενός. Ο δάσκαλος αναλάμβανε λόγου χάριν να μάθει στον μαθητή ανάγνωση, γραφή κ.λπ., ή πολλές φορές «γράμματα μερκαντίλικα», δηλαδή εμπορικά. Πληρώνονταν συχνά οι δάσκαλοι σε είδος και η αμοιβή τους ήταν ανάλογη με τη φήμη τους. Μεταξύ των συμβάσεων μαθητείας, έχουμε και κάποιες στις οποίες εμφανίζονται ως δάσκαλοι λόγιοι Βυζαντινοί πολύ σημαντικοί. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και πηγαίνει να ασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου στην Κρήτη, προφανώς γιατί η Κρήτη είχε εύπορους Κρητικούς που έδιναν λεφτά, για να προσλάβουν δασκάλους για τα παιδιά τους έναντι καλής αμοιβής. Ο Αργυρόπουλος λοιπόν, που τον ξέρουμε ως λόγιο περιωπής, πήγε στην Κρήτη για να ασκήσει εκεί το επάγγελμα του δασκάλου και να βγάλει χρήματα για να ζήσει. Έχουμε φυσικά και άλλα συμβόλαια μαθητείας, όπως κάποιου μαθητή που επιθυμεί να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη, του πετροκόπου, του παπουτσή κ.ά. Οι συμβάσεις μαθητείας φωτίζουν πολλές πτυχές της κοινωνίας. Μια χήρα μάνα, όταν έχει οικονομικά προβλήματα, τι κάνει το παιδί της; «Το βάνει» λένε τα συμβόλαια, μαθητή σε κάποιον επαγγελματία, τσαγκάρη, βαρελοποιό, ζωγράφο κ.λπ. Η χήρα μάνα, βάζοντας το παιδί της μαθητή κοντά σε κάποιον μάστορα επαγγελματία, δεν έχει πλέον την οικονομική επιβάρυνσή του. Το παιδί μαθαίνει έτσι την τέχνη, πολλές φορές ο μάστορας αναλαμβάνει την υποχρέωση να του δώσει με το πέρας της μαθητείας και τα εργαλεία της τέχνης του ή να κρατήσει τον μαθητευόμενο στο εργαστήρι του ορισμένο καιρό μετά που τελειώνει η περίοδος μαθητείας. Έτσι, αντλούμε π.χ. από τις συμβάσεις μαθητείας σημαντικά στοιχεία για τους Κρητικούς ζωγράφους. Και γενικότερα για την παραγωγή και διακίνηση των βενετοκρητικών εικόνων. Τα νοταριακά πρωτόκολλα είναι η μία από τις κατηγορίες του αρχειακού υλικού που μεταφέρθηκε από τον Χάνδακα στη Βενετία, μετά την κατάκτηση της Mεγαλονήσου από τους Τούρκους.
Η άλλη μεγάλη κατηγορία είναι το αρχείο του λεγόμενου δούκα της Κρήτης. Ο δούκας της Κρήτης ήταν ο εκπρόσωπος της Βενετίας, ο ανώτατος βενετός διοικητής στη Mεγαλόνησο. Το αρχείο της ανωτάτης αυτής αρχής έχει σωθεί, είναι το γνωστό Archivio del duca di Candia. Το περιεχόμενο του αρχείου είναι ποικίλο: Περιέχει δικογραφίες, επιστολές, αιτήσεις των Κρητικών προς τις βενετικές αρχές για διάφορα θέματα, πλειστηριασμούς, εκθέσεις αξιωματούχων, δημογραφικά στοιχεία και πάμπολλες άλλες ειδήσεις. Όλη η δραστηριότητα του δούκα και των συμβούλων του σώζεται σ’ αυτό το αρχείο. Άρα έχουμε δύο μεγάλες αρχειακές σειρές, όπου μπορούμε να ψάξουμε για να εντοπίσουμε στοιχεία για την περίοδο της βενετοκρατίας. Αλλά έχουμε κι άλλες σειρές στο αρχείο της Βενετίας, δεν είναι μόνον αυτές που αναφέρονται στην ιστορία της βενετοκρατίας. Οι δύο σειρές που ανέφερα είναι οι βασικές αρχειακές σειρές που αφορούν τη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Αλλά και σε αυτά τα αρχεία οι μαρτυρίες δεν περιορίζονται μόνο στην Κρήτη. Πάρτε για παράδειγμα ένα νοταριακό έγγραφο, όπως είναι μία διαθήκη, που συνέταξε στο λιμάνι του Χάνδακα τον 16ο αιώνα ένας έμπορος από την Πελοπόννησο, ή ακόμα από τη Βενετία ή την Βαρκελώνη. Στο έγγραφο αυτό γίνεται λόγος για τα λιμάνια αναχώρησης και προορισμού του εμπόρου, για το πλοίο με το οποίο θα ταξίδευε, για το είδος εμπορεύματος που μετέφερε, για τη διάρκεια του ταξιδιού, για τις τιμές αγοράς και πώλησης του εμπορεύματος. Άρα αυτομάτως έχεις στη διάθεσή σου μια ομάδα τεκμηρίων τόσο για το εμπόριο της εποχής όσο και για την κινητικότητα των ανθρώπων. Ένα καλό παράδειγμα είναι τα προικοσύμφωνα. Από πλευράς υλικού πολιτισμού, που είναι ένας τομέας έρευνας πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια, τα προικοσύμφωνα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά. Καταγράφεται εκεί αναλυτικά η κινητή περιουσία που δίνουν οι γονείς στο κορίτσι τους που πρόκειται να παντρευτεί. Αναλυτικά: φουστάνια, κουτάλια, στρώματα, έπιπλα, εικόνες, όλη η σκευή, τέλος πάντων, που είχε ένα σπίτι της εποχής. Και ακόμη είναι ενδιαφέρον να δεις σε ποια είδη κινητής περιουσίας έδιναν οι άνθρωποι της κοινωνίας εκείνης σημασία. Τα στρώματα, για παράδειγμα, έχουν ξεχωριστή αξία, θεωρούνται αγαθά αξιόλογα. Άμα οι γονείς έδιναν στη θυγατέρα τους ανάμεσα στα άλλα προικώα και ένα στρώμα, σήμαινε ότι η νύφη ήταν εύπορη. Τα ευρετήρια των κινητών που αποτελούν την προίκα προσφέρουν μια καλή όψη της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτά για τα αρχεία της περιόδου της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο που σώζονται σήμερα στη Βενετία. Αλλά υπάρχουν κι άλλα είδη αρχειακών τεκμηρίων, αυτά που ανέφερα είναι μονάχα λίγα παραδείγματα.
Χ.Μ.: Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν διδάσκεται συστηματικά η παλαιογραφία στα πανεπιστήμια. Στην Κέρκυρα, ας πούμε, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, διδάσκεται, γιατί εκεί λειτουργεί Τμήμα Ιστορίας και Αρχειονομίας. Μαθήματα παλαιογραφίας προσφέρονται επίσης από το Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ. Έρχονται βέβαια οι μεταπτυχιακοί μας στη Βενετία με πενιχρές παλαιογραφικές γνώσεις. Αλλά η καθημερινή επαφή με τα έγγραφα αναγκαστικά σε κάνει να μαθαίνεις. Στη Βενετία όμως λειτουργεί Σχολή κανονική Παλαιογραφίας, στην οποία άλλοι φοιτούν (εγώ είμαι μεταξύ των λίγων Ελλήνων υποτρόφων που την παρακολούθησαν) και άλλοι όχι, είναι επιλογή του κάθε υποτρόφου. Απαιτείται η γνώση παλαιογραφίας και αρχειονομίας και διπλωματικής. Πρέπει να είσαι ιστορικός εξειδικευμένος στον χώρο της αρχειακής έρευνας. Τα έγγραφα είναι πάρα πολλές φορές τόσο δύσκολα που με πολύ κόπο τα διαβάζεις. Προϋποθέτουν συγκεκριμένου τύπου γνώσεις. Όσο πιο παλιά χρονολογικά είναι τα έγγραφα, τόσο περισσότερη παλαιογραφία χρειάζεται. Τα νεότερα είναι πολλές φορές μόνο κακογραμμένα και σιγά σιγά διαβάζοντάς τα συνηθίζεις τη γραφή. Πρέπει να ξέρεις επίσης ιταλικά και λατινικά, γιατί πάρα πολλά έγγραφα είναι λατινικά γραμμένα -βέβαια λατινικά όχι του Κικέρωνα αλλά φθαρμένα λατινικά που χρησιμοποιούσαν στη διοίκηση την εποχή εκείνη- και βενετσιάνικη διάλεκτο, γιατί πάρα πολλά έγγραφα είναι γραμμένα στη βενετσιάνικη διάλεκτο. Άρα, χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις. Αλλά, βέβαια, χάρη στο Ινστιτούτο της Βενετίας και στην έρευνα που έχουν κάνει οι ερευνητές, ανοίχτηκε αυτός ο κόσμος της βενετοκρατίας ο οποίος πριν από λίγες δεκαετίες ήταν άγνωστος και κλειστός. Κυρίως άνοιξε ένα παράθυρο καινούργιο, γιατί ώς πριν από μερικά χρόνια τι ξέραμε για τη βενετοκρατία; Μιλούσαμε τότε για τους κακούς Βενετούς κατακτητές και για τους Έλληνες κατακτημένους που υπέφεραν. Δεν ήταν τα πράγματα ακριβώς έτσι, βέβαια. Σε κάθε κυριαρχία, σε κάθε ξένη κατοχή, υπάρχουν οι οδυνηρές πλευρές της κατάκτησης. Αλλά επειδή η βενετοκρατία κράτησε πολλούς αιώνες, με την πάροδο του χρόνου οι διαφορές και οι αντιθέσεις εξομαλύνθηκαν, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή, κυρίως στον 16ο αιώνα, οι δύο πολιτιστικές παραδόσεις, βυζαντινή και δυτική, να συναντηθούν. Αναπτύχθηκε έτσι ανάμεσα στα δύο εθνικά στοιχεία ένας πολιτισμικός διάλογος, από τον οποίο γεννήθηκαν αυτά τα σπουδαία επιτεύγματα που ξέρουμε, όπως είναι στην κρητική λογοτεχνία ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη, όλα τα κρητικά έργα, και στη ζωγραφική τα έργα των βενετοκρητικών ζωγράφων, για να μη μιλήσουμε για τον «Γκρέκο», τον Δομήνικο – τον «Γκρέκο».
ΣΤΗΝ COMMEDIA DELL'ARTE Στην commedia dell’arte εισέρχεται ο τύπος του στρατιώτη, ο οποίος ανάλογα με τις υπηρεσίες που πρόσφερε αμειβόταν από τους Βενετούς. Έπαιρνε γαίες, τίτλους και άλλα προνόμια. Πολλοί από τους δικούς μας, τους έλληνες στρατιώτες, είχαν τύχει αυτής της προνομιακής μεταχείρισης εκ μέρους των Βενετών. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, σημαντική προσωπικότητα της ελληνοβενετικής κοινωνίας της εποχής του. Χάρη στο χρονικό ενός βενετού χρονογράφου έχουμε μάλιστα την περιγραφή της κηδείας του, την οποία παρακολούθησε πλήθος κόσμου, δείγμα της εκτίμησης που έτρεφαν Έλληνες και Βενετοί για το πρόσωπό του. Ο στρατιώτης, λοιπόν, ο οποίος ήταν περίεργα ντυμένος, ο οποίος ήταν γενναίος, πέρασε, στα θεατρικά αυτά δρώμενα, ως φιγούρα, όπως έχουμε στην commedia τον τύπο του δασκάλου ή του πλούσιου γέρου που ερωτοτροπεί με νέες κοπέλες. Στα στιχουργήματα τώρα που έχουν σωθεί και αναφέρονται, για παράδειγμα, στην άλωση της Αμμοχώστου από τους Τούρκους χρησιμοποιείται μια γλώσσα με πολλές λέξεις ελληνικές, τις οποίες αναγνώριζαν οι Βενετοί που τις άκουγαν. Είναι το λεγόμενο βενετογραικικό ιδίωμα, το greghesco που δείχνει ακριβώς τη σημαίνουσα θέση που κατείχαν στην κοινωνία οι στρατιώτες και την εκτίμηση που είχαν οι Βενετοί γι’ αυτούς.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...