Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

9ος ΑΙΩΝΑΣ: ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΑΠΟΚΡΟΥΟΥΝ ΤΟΥΣ ΒΙΚΙΝΓΚΣ

Στις 3 Αυγούστου 881, στη μάχη του Saucourt en Vimeu, οι Φράγκοι κατανικούν τους Βίκινγκς Οι Βίκινγκς επιδρομείς συντρίβονται από τους άρχοντες της Δυτικής Φραγκίας, το βασιλιά Λουδοβίκο τον 3ο και τον αδερφό του (και μελλοντικό βασιλιά) Καρλομάγνο τον 2ο. Η μάχη αποτέλεσε ισχυρό ράπισμα στους Δανούς Βίκινγκς που επέδραμαν στα εδάφη της Φραγκίας από τρείς γενεές πριν, επί Καρόλου του «Φαλακρού» και είχαν υποστεί άλλη μια ήττα το προηγούμενο έτος στο Θιμεόν της Ανατολικής Φραγκίας (κοντά στο σημερινό Σαρλρουά). H Βόρεια Ευρώπη υπέφερε τα πάνδεινα από τις επιδρομές των Σκανδιναβών που ονομάζονταν “Βίκινγκ” ή “άνθρωποι του Βορρά”. Οργανωμένοι σε ομάδες και με πολεμικό πνεύμα σάλπαραν τα πλεούμενά τους, επιδράμοντας εναντίον χωριών και υποστατικών στη Βόρεια Ευρώπη από τα κράτη της Βαλτικής ως τη Γαλλία και την Αγγλία. Η παρουσία των Βίκινγκς εντοπίζεται πιο οργανωμένα μεταξύ του 790 και του 1100 περίπου, αλλά δεν αποτελούσαν ένα έθνος όπως το παρουσίαζαν οι πηγές της εποχής.
50 xρόνια μετά τις επιδρομές τους και τον τρόμο που έσπειραν στις ακτές της βορειοδυτικής Ευρώπης, οι Βίκινγκς στράφηκαν προς αναζήτηση αποικιών πιο ανοικτά στις θάλασσες. Χρησιμοποιώντας τα νησιά Faroe ως ορμητήριο, θα μπορούσαν να μειώσουν τους κινδύνους ενός συνεχούς ταξιδιού σε ανοικτό ωκεανό και να ανεφοδιάζονται καθώς διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Γύρω στα 830 ο ηγεμόνας τους Flóki Vilgerðarson φέρεται να πέρασε ένα παγωμένο χειμώνα στην Ισλανδία. Όμως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ επιχείρησαν πια το 874, με αρχηγό τον νορβητό Ingólf Arnarson.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες τα νησιά της Βρετανίας είδαν συχνές επιδρομές των ισλανδικής εγκατάστασης Βίκινγκς που στόχο είχαν αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν "landnám" (κατάκτηση της γης)... Η ισλανδική γη τούς ήταν γνώριμη: είχε ανάλογα φιορδ με αυτά της πατρίδας τους και ανάμεσα σε αυτά ήταν σε θέση να ιδρύσουν και να διατηρήσουν φάρμες με ζώα και αγροτικά προϊόντα για την επιβίωσή τους. Το εσωτερικό του νησιού έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο να κατοικηθεί,αφενός γιατί για μεγάλο μέρος του έτους ήταν παγωμένο, κι αφετέρου γιατί μαστιζόταν από ηφαιστειακές εκρήξεις.
Κατοίκησαν λοιπόν αραιά την Ισλανδία: το 1106 έφτασαν να διατηρούν 4,560 φάρμες, που εκπροσωπούσαν το ένα δέκατο του πληθυσμού της.
Αυτός ο τρόπος ζωής τούς έκανε ιδιαίτερα ανεξάρτητους και δυνατούς. Οι ισλανδικοί θρύλοι μιλούν για τους πρώτους εποικιστές του νησιού, που ήρθαν για να αποφύγουν τη σκληρότητα και αδικία του νορβηγού βασιλιά Harald Finehair.
Εδώ υπήρχαν μόνο τοπικοί ηγεμονίσκοι και γύρω στους 39 από αυτούς απλώθηκαν στα τέσσερα μέρη της Ισλανδίας και επέβαλαν τη νομοθεσία τους στο πρότυπο της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας και συγκαλώντας μικρές λαϊκές συνελεύσεις. Το σκηνικό αυτό περιγράφεται στο χρονικό "Landnámabók" του 13ου αιώνα.
Γύρω στον 12ο αιώνα η ισλανδική κοινωνία άρχισε να αλλάζει υπό την επιρροή του Χριστιανισμού, που έφτανε εκεί με ιεραποστόλους. Ο νορβηγός βασιλιάς Olaf Tryggvason και του ρήτορα/ιεροκήρυκά του Thorgeir Thorkelsson.
Οι κληρικοί και μερικές ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων σιγά σιγά συγκέντρωσαν εξουσία στα χέρια τους, με αποτέλεσμα η Ισλανδία να λειτουργεί ως μικρό βασίλειο. Οι δυο ισχυρότερες οικογένειες ήσαν οι Oddi και οι Sturlungar, εκ των οποίων οι δεύτεροι διατηρούσαν καλές σχέσεις με τον βασιλικό οίκο της Νορβηγίας.Κατά τη βασιλεία του Hákon Hákonarson (1217–63) η επιρροή της Νορβηγίας μεγάλωσε ανησυχητικά στο νησί, όπως φαίνεται και από το έργο του λογοτέχνη Snorri Sturluson.
OI θΡΥΛΟΙ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ
Ο ισλανδικός Orkneyinga Saga μιλά για την οικογένεια Orkney, που επιχείρησε να φτάσει ως την Αμερική.
Οι περίφημοι "οικογενειακοί θρύλοι" της Ισλανδίας (Íslendingasögur) μιλούν για τους πρώτους Βίκιγνκς που εποίκισαν το νησί. Ο θρύλος των Greenlanders αφηγείται την ιστορία της Freydís, της κόρης του Έρικ του Κόκκινου (που ανακάλυψε τη Γροιλανδία), που έφτασε, υποτίθεται, ως τη βόρεια Αμερική.
Η νότια Γαλατία παρέμενε μεθοριακή περιοχή και ταλανιζόταν από τις μουσουλμανικές επιδρομές. Ο Λουδοβίκος o Eυσεβής ήταν σαράντα ετών όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο των Φράγκων. Το 816 δέχτηκε το αυτοκρατορικό στέμμα από τον πάπα, ανατρέποντας την πολιτική που είχε εφαρμόσει ο πατέρας του το 802, όταν στέφθηκε μόνος του αυτοκράτορας.
Το 817 εξέδωσε το Ordinatio Imperii («Διευθέτηση της αυτοκρατορίας») με το οποίο διαίρεσε την επικράτειά του σε τρία βασίλεια για τους ισάριθμους γιους του, που η ηλικία τους κυμαινόταν από τα έντεκα ως τα είκοσι δύο, αλλά κράτησε τον αυτοκρατορικό τίτλο αποκλειστικά για τον πρωτότοκο. Το 823 όμως, η Ιουδήθ, δεύτερη σύζυγος του Λουδοβίκου, γέννησε έναν γιο, τον Κάρολο τον Φαλακρό, και προσπάθησε να συμπεριληφθεί κι αυτός στη διανομή. Το 829 οι μεγαλύτεροι γιοι τέθηκαν επικεφαλής ενός συνασπισμού δυσαρεστημένων αρχόντων, και το 833 εκθρόνισαν με συνοπτικές διαδικασίες τον Λουδοβίκο και εξόρισαν τη μητριά τους.
Το 840, όταν πέθανε ο γηραιός βασιλιάς, το βασίλειό του διαιρέθηκε στα τρία (στο μεταξύ, ο ένας από τους μεγαλύτερους γιους είχε πεθάνει), αλλά το 842 ο Κάρολος και ο μικρότερος από τους ετεροθαλείς αδελφούς του Λουδοβίκος συμμάχησαν κατά του Λοθαρίου, του πρωτότοκου. Το 843, με τη συνθήκη του Βερντέν, ανάγκασαν τον Λοθάριο να αποδεχτεί τις γενικές αρχές ενός μόνιμου διακανονισμού.
Ο Λουδοβίκος πήρε το μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας, ενώ ο Κάρολος το μεγαλύτερο μέρος της Γαλλίας και ο Λοθάριος το Μέσο Βασίλειο. Σ' αυτό συμπεριλαμβάνονταν οι Κάτω Χώρες, η Βουργουνδία, η Ιταλία προς τα νότια ως τη Ρώμη, καθώς και ο αυτοκρατορικός τίτλος. Το 855 το βασίλειο του Λοθαρίου διαιρέθηκε και αυτό στα τρία. Το βόρειο τμήμα, που συμπίπτει με τη βορειοδυτική Γερμανία και τις νότιες Κάτω Χώρες ανατολικά του ποταμού Σκάλδη (Εσκώ), δόθηκε στον Λοθάριο Β'. Μετά το θάνατό του, το 870, ονομάστηκε Λοθαριγγία και το μοιράστηκαν οι θείοι του.
Η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου επανενώθηκε προσωρινά (875-877) από τον Κάρολο τον Φαλακρό, και αργότερα από τον γιο του Λουδοβίκου του Γερμανικού, τον Κάρολο Γ' τον Παχύ, που μέχρι το 882 είχε ήδη διαδεχτεί τους αδελφούς του στη Γερμανία και τη Λοθαριγγία και μέχρι το 884 τους εξαδέλφους του στη Γαλλία. Η αδυναμία του Καρόλου του Παχέος να προστατεύσει το βασίλειό του από τους Σκανδιναβούς ανάγκασε τους Φράγκους άρχοντες να τον εκθρονίσουν το 888.
Στη διάρκεια του 9ου αιώνα και στις αρχές του 10ου ιδρύθηκαν τα μεγαλύτερα φραγκικά πριγκιπάτα. Τα δουκάτα της Βουργουνδίας και της Ακουιτανίας προέκυψαν από πολιτικά μορφώματα της μεροβίγγειας περιόδου, ενώ η Φλάνδρα, και αργότερα η Νορμανδία και η Βρετάνη, ήταν κομητείες που αρχικά είχαν ιδρυθεί σε καρολίγγειες μεθοριακές χωροδεσποτείες.
Στο ανατολικό φραγκικό βασίλειο, διάδοχος του Καρόλου του Παχέος ήταν ο ανιψιός του Αρνούλφος, που παρέμεινε στο θρόνο μέχρι το θάνατό του, το 889. Ο Αρνούλφος ήταν ο τελευταίος Καρολίγγειος ηγεμόνας που στέφθηκε αυτοκράτορας. Ήταν ικανός στρατιωτικός ηγέτης και είχε στο ενεργητικό του περισσότερες επιτυχημένες αποκρούσεις εισβολέων απ' ό,τι άλλοι σύγχρονοί του βασιλιάδες. Το 891 νίκησε τους Σκανδιναβούς στη μάχη του ποταμού Ντίλε στο κεντρικό Βέλγιο. Ο γιος και διάδοχός του Λουδοβίκος ο Παις, ο τελευταίος Καρολίγγειος βασιλιάς της Γερμανίας, πέθανε άκληρος το 911.
H γερμανική μοναρχία παρέμεινε ισχυρή παρά τον τερματισμό της καρολίγγειας γραμμής. Το «Μέσο Βασίλειο» ήταν ένα τεχνητό μόρφωμα. Οι βασιλιάδες παγιδεύτηκαν στις πολιτικές έριδες του πάπα στη Ρώμη. Ο ποντίφηκας αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα στην Ιταλία· ο πάπας Ιωάννης Η' σκοτώθηκε το 882, σε μια μάχη με μουσουλμάνους εισβολείς. Οι αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις που ασκούνταν από παντού στη δυτική Ευρώπη επιτάχυναν τη διάλυση της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας, αλλά οι συνέπειες των νέων εισβολών ήταν πιο οδυνηρές στη Δύση.
Όπως αναφέραμε, η μουσουλμανική παρουσία γινόταν όλο και πιο έντονη στη Μεσόγειο. Η Σικελία και τμήματα της νότιας Ιταλίας είχαν καταληφθεί, ενώ ιδιαίτερα ολέθριες ήταν οι επιδρομές στα μεσογειακά παράλια της Γαλλίας. Το ορμητήριο των μουσουλμάνων πειρατών στο Φραξινέτουμ καταστράφηκε τελικά μόλις το 972. Ακόμα και ύστερα από μια δεκαετία, το 982, ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Β' υπέστη συντριπτική ήττα από τους μουσουλμάνους.
Οι Μαγυάροι ήταν Ασιάτες νομάδες που τον 5ο αιώνα είχαν διεισδύσει στη νότια Ρωσία, αλλά τον 9ο αιώνα οι Πετσενέγκοι τους ανάγκασαν να μετακινηθούν προς τα δυτικά. Στη συνέχεια οι Βούλγαροι τους απώθησαν προς τα βορειοδυτικά στην Ουγγαρία. Από εκεί οι Μαγυάροι άρχισαν το 899 να εξαπολύουν επιδρομές στη βόρεια Ιταλία, φτάνοντας μάλιστα προς τα δυτικά μέχρι τη Βουργουνδία. Μετά την ήττα τους στον ποταμό Λεχ από τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Α' το 955, αποσύρθηκαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ουγγαρία. Ήταν αμείλικτοι εισβολείς, αλλά άφησαν ελάχιστα ίχνη ή εποίκους στη Δύση.
Δεν ισχύει το ίδιο και για τους Σκανδιναβούς, το τελευταίο κύμα των γερμανών μεταναστών. Οι Σκανδιναβοί είχαν αναπτύξει τη γεωργία και είχαν εγκατασταθεί σε μόνιμους οικισμούς, αλλά οι ηγεμόνες τους ανήκαν σε μια πολεμική ελίτ. Όπως ακριβώς και οι Γερμανοί που διείσδυσαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 3ο ως τον 5ο αιώνα, έτσι και οι Βίκινγκς διακρίνονταν για την κινητικότητά τους, ενώ το γεγονός ότι ενεργούσαν τις επιθέσεις τους δια θαλάσσης καθιστούσε πολύ δύσκολη την άμυνα εναντίον τους. Από το 793, όταν πρωτοεμφανίστηκαν ανοιχτά των αγγλικών ακτών, μέχρι τον 10ο αιώνα αντιπροσώπευαν μια συνεχή απειλή.
Διακρίνουμε διάφορες σκανδιναβικές εθνικές ομάδες. Οι Σουηδοί είχαν ιδρύσει το πριγκιπάτο του Κιέβου στη Ρωσία, ενώ οι Δανοί ενεργούσαν επιθέσεις στην Αγγλία και την ανατολική Σκοτία. Οι Νορβηγοί έπληξαν την Ισλανδία, την Ιρλανδία, την Ουαλία και τη δυτική Σκοτία. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι Νορβηγοί επέδραμαν στη Βρετάνη και κατά μήκος του Λίγηρα, ενώ οι Δανοί συγκέντρωσαν την προσοχή τους στις Κάτω Χώρες και κατά μήκος των ποταμών Σηκουάνα και Σομ.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, ένα δεύτερο κύμα Σκανδιναβών κινήθηκε προς τα δυτικά. Η ομάδα αυτή δεν έπληξε την ευρωπαϊκή ενδοχώρα, αλλά επιτέθηκε στην Αγγλία, με τη βοήθεια του διόλου ευκαταφρόνητου σκανδιναβικού πληθυσμού που βρισκόταν εγκατεστημένος εκεί, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Γροιλανδία και, γύρω στο 1000, έφτασαν στην ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής.
Η πιο μόνιμη υπερπόντια σκανδιναβική εγκατάσταση στην οποία οι μετανάστες δεν αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό πραγματοποιήθηκε στην Ισλανδία. Από τα τέλη του 9ου αιώνα, νορβηγοί έποικοι εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Ισλανδίας. Μέχρι το 930 είχαν καθιερώσει μια γενική συνέλευση (Althing). Η Ισλανδία ήταν ένας ιδιαίτερα βίαιος τόπος, όπου εξακολουθούσε να ισχύει ο νόμος της αντεκδίκησης. Η ελευθερία που απολάμβανε ο πληθυσμός δεν δηλώνει παρά τη γενική απροθυμία αποδοχής της υποταγής στην κοινότητα.
Η ατμόσφαιρα στην Ισλανδία αναπαριστάται με ώμο ρεαλισμό στα αρχαία σκανδιναβικά έπη, τα περισσότερα από τα οποία είχαν γραφτεί εκεί. Η Παλαιά Έδδα, γραμμένη σε στίχους, που ίσως ανάγεται στον 8ο αιώνα, περιέχει είκοσι επτά άσματα για θεούς και ήρωες, και οι ηρωικές εξιστορήσεις συνδυάζονται με στοιχεία θρησκευτικής μυθολογίας.
Άλλα έπη, όπως η Σάγκα του Βόλσουνγκ, η πληρέστερη πηγή μας για τους γερμανικούς θεούς της πρώιμης εποχής, δεν είναι παρά καθαρή μυθολογία. Στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα, οι πιο σύντομες εξιστορήσεις για βασιλιάδες συνδυάζονται σε μακροσκελή έπη και χρονικά, όπου μερικές φορές είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα ιστορικά γεγονότα από τον ποιητικό εξωραϊσμό.
Ορισμένα έπη έχουν καθαρά ιστορικό χαρακτήρα. Η Σάγκα του Έγκιλ εξιστορεί τις περιπέτειες του Έγκιλ Σκαλλαγκρίμσον, ενός ποιητή του 10ου αιώνα που πέρασε τη ζωή του πολεμώντας τη Νορβηγία μετά τη δολοφονία του θείου του από τον βασιλιά Χαράλδο.
Ο σημαντικότερος Ισλανδός λόγιος ήταν ο Σνόρι Στέρλεσον, που γεννήθηκε το 1179 και δολοφονήθηκε το 1241 σε μια από τις αιματηρές οικογενειακές βεντέτες που σπάρασσαν την ισλανδική αριστοκρατία. Το έργο του είναι δεξιοτεχνικό και ο στόχος του δεν ήταν απλώς φιλολογικός: ο Στέρλεσον φιλοδοξούσε να διδάξει και άλλους ποιητές, ιδίως στην Πεζή Έδδα του, ένα απάνθισμα μύθων που συνδυάζεται με μια διδακτική πραγματεία για την τέχνη της σκαλδικής ποίησης.
Στο Ουράνιο στερέωμα του κόσμου (Heimskringla) περιγράφονται, σε πεζό λόγο, τα κατορθώματα των Νορβηγών βασιλιάδων· το ένα τρίτο του κειμένου αφιερώνεται στα επιτεύγματα του Όλαφ Β' του Παχέος (1015-1028), του πολεμιστή βασιλιά που επέβαλε τον χριστιανισμό στους απρόθυμους ευγενείς του. Ο Όλαφ, που το 1028 εξορίστηκε και δύο χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε μια μάταιη προσπάθεια να επανακτήσει το βασίλειό του, ανακηρύχθηκε άγιος.
Η εντυπωσιακή επιτυχία που σημείωσαν οι επιδρομές των Βίκινγκς στην Ευρώπη αποδίδεται μερικές φορές στις εμφύλιες συρράξεις των απογόνων του Καρλομάγνου, αλλά η εξήγηση αυτή δεν είναι πλήρης. Κανένας ηγεμόνας μιας μεγάλης επικράτειας δεν μπορούσε να είναι παρών σε πολλά μέρη ταυτόχρονα.
Η τοπογραφία της βορειοδυτικής Ευρώπης, διάστικτης από ποταμούς τους οποίους εύκολα μπορούσαν να αναπλεύσουν τα πλοιάρια των Βίκινγκς, καθώς και η στάθμη του νερού, που τον 9ο αιώνα ήταν πολύ υψηλότερη απ' ό,τι τον 11ο, σήμαιναν ότι η περιοχή ήταν εύκολος στόχος για ναυτικές επιθέσεις.
Οι συνέπειες των πρώτων επιδρομών δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές και μόνιμες, επειδή οι Βίκινγκς χτυπούσαν, άρπαζαν και έφευγαν. Αυτή όμως η πρακτική τροποποιήθηκε από τη δεκαετία του 840, όταν οι Δανοί λεηλάτησαν τη Ρουένη και το Παρίσι και, λίγο αργότερα, άρχισαν να παραχειμάζουν εκεί.
Ύστερα ξεκίνησαν τις σχεδιασμένες επιθέσεις τους σε μεγάλα αστικά κέντρα, αφήνοντας μικρές δυνάμεις να φυλάνε τις κατακτημένες περιοχές ενώ ο κύριος όγκος του στρατού μετακινούνταν προς την ενδοχώρα.
Ιδιαίτερα μεγάλες ήταν οι καταστροφές κατά τη δεκαετία του 880 στις περιοχές που βρέχονταν από τη Βόρεια Θάλασσα, όπου πολλοί οικισμοί ερειπώθηκαν και μετά έμειναν εγκαταλελειμμένοι επί μία γενιά.
Μετά τη δεκαετία του 880, οι Σκανδιναβοί παρέμειναν πιο νότια, όπου βαθμιαία κατέλαβαν την περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας που από τις αρχές του 11ου αιώνα θα αποκαλούνταν Νορμανδία (χώρα των ανθρώπων του Βορρά).
Ο βασιλιάς Όφφας της Μερκίας (757-796) στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο «βασιλιάς των Άγγλων». Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για την εσωτερική του διοίκηση, αυτός και ο Καρλομάγνος είχαν συνάψει μια εμπορική συμφωνία και επίσης είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο να γίνουν σύμμαχοι διαμέσου ενός γάμου.
Η Τάφρος του Όφφα, που έγινε το σύνορο της Μερκίας με τους Κέλτες στην Ουαλία, αποτελούνταν από ένα όρυγμα και ένα ανάχωμα ύψους 8 περίπου μέτρων, ενισχυμένο με ξύλινους πασσάλους, και προφανώς η συντήρησή της απαιτούσε πολλούς άνδρες και υψηλές δαπάνες. Ο Όφφας εξέδωσε έναν νομικό κώδικα που δεν σώζεται. Αν και οι διάδοχοί του κατέπνιξαν τις εξεγέρσεις στο Κεντ και την Ανατολική Αγγλία, που τότε ήταν μικρά μερκιανά βασίλεια, η Μερκιανή αυτοκρατορία σύντομα κατέρρευσε.
* Σκαλδική ποίηση: οι ηρωικές συνθέσεις των αρχαίων Σκανδιναβών ραψωδών.
Ο Εγβέρτος του Ουέσσεξ (802-839), που στα νιάτα του εξορίστηκε από την πατρίδα του, κατέφυγε πρώτα στον Όφφα και μετά στη φραγκική αυλή. Το 802 αναγορεύτηκε βασιλιάς και στράφηκε κατά των Μερκιανών. Το 825 τους νίκησε στο Έλλενταν, ενώ το 829 είχε ήδη υποτάξει το Κεντ και την Ανατολική Αγγλία, αναγκάζοντας τους βασιλιάδες της Μερκίας και της Νορθουμβρίας να αποδεχτούν την επικυριαρχία του.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Εγβέρτου, οι Δανοί αποτελούσαν πια σοβαρή απειλή. Το 855 ξεχειμώνιαζαν στο νησί Σέππυ, ενώ το 865 η «Μεγάλη Στρατιά» αποβιβάστηκε στη στεριά. Η Νορθουμβρία υπέκυψε στους Δανούς το 866 και η Μερκία το 874. Μέχρι τότε το Ουέσσεξ, όπου βασίλευε ο Αλφρέδος ο Μέγας (871-899), ήταν το μοναδικό ανεξάρτητο αγγλικό βασίλειο.
Αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Αλφρέδος άρχισε να καταβάλλει φόρο υποτελείας στους Δανούς ώστε να κερδίσει χρόνο. Στις αρχές του 878 ο στρατός του ηττήθηκε από τους Δανούς, αλλά ο Αλφρέδος ανέκαμψε γρήγορα και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς νίκησε τους Δανούς στο Έντινγκτον.
Όταν έγινε η συνθήκη ειρήνης του Βέντμορ, ο Δανός ηγέτης Γκούντραμ συμφώνησε να ασπαστεί τον χριστιανισμό, και οι δύο βασιλιάδες χώρισαν τη Μερκία: ο Γκούντραμ πήρε την ανατολική, που μαζί με τη Νορθουμβρία (όπου το 874 είχε μεταβεί για εποικισμό ένα τμήμα της Μεγάλης Στρατιάς) δεν άργησε να ονομαστεί Ντέινλω (Danelaw, «Δανικό καθεστώς»), ενώ ο Αλφρέδος πήρε τη δυτική Μερκία και την περιοχή νότια του Τάμεση. Σύμφωνα με τις συνθήκες εκείνης της εποχής, ίσως ο Αλφρέδος να σκέφτηκε ότι ο Γκούντραμ δεν ήταν πιο ξένος απ' ό,τι οι Μερκιανοί. Μετά την ίδρυση του Ντέινλω, ακολούθησε η ταχύτατη εγκατάσταση Σκανδιναβών στην Ανατολική Αγγλία.
Ο Αλφρέδος προχώρησε σε πολλές μεταρρυθμίσεις. Δημιούργησε στόλο και οργάνωσε τον στρατό με αναλογία ενός στρατιώτη για κάθε μονάδα οικογενειακής γης. Φρόντισε να διασφαλίσει τα κέρδη του στη Μερκία παντρεύοντας την κόρη του Εθελφλέδα με τον Εθελρέδο της Μερκίας και, γενικά, είχε τη βοήθεια των Μερκιανών όταν οι Δανοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στο διάστημα 892-896.
Αυτός και ο γιος του Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος ίδρυσαν οχυρωμένους αστικούς οικισμούς (boroughs) σε στρατηγικές θέσεις, συνήθως σε απόσταση 25 χιλιομέτρων μεταξύ τους, στην ενδοχώρα του Ουέσσεξ και στα σύνορα. Τα οχυρά συντηρούνταν με υποχρεωτική παροχή εργασίας από την περιβάλλουσα περιφέρεια και πολλά απ' αυτά εξελίχθηκαν σε μεγάλες πόλεις. Ο Αλφρέδος ήταν προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Φρόντισε να μεταφραστούν από τα λατινικά στα αγγλικά η Ποιμενική φροντίδα του Γρηγορίου του Μεγάλου, οι Μονόλογοι του ιερού Αυγουστίνου, τα Επτά βιβλία ιστοριών κατά των εθνικών του μιμητή του Οροσίου και η Φιλοσοφίας Παραμυθία του Βοηθίου.
Φαίνεται ότι αυτός παρήγγειλε τη σύνταξη του Αγγλοσαξονικού χρονικού, που στηρίχτηκε σε πρωτότυπα έγγραφα, τα οποία δεν σώζονται, και αποσκοπούσε στην εξύμνηση της άρχουσας δυναστείας. Το χρονικό αρχίζει με την περιγραφή της αποβίβασης των Γερμανών στη Βρετανία γύρω στο 450 και μετά πηγαίνει πίσω στη γέννηση του Χριστού, παραθέτοντας φύρδην μίγδην ουράνιους οιωνούς και βασιλικά έργα. Μια εκδοχή του συνεχίστηκε να συντάσσεται μέχρι το 1154. Πολύ λιγότερο λεπτομερές από τα Φραγκικά βασιλικά χρονικά, το κείμενο αυτό γίνεται μερικές φορές εκνευριστικά κρυπτογραφικό, ιδίως όσον αφορά ορισμένες πλευρές των σκανδιναβικών εισβολών.
Ο Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος (899-924), με τη βοήθεια της αδελφής του και του Μερκιανού συζύγου της, κατέκτησε τη δανική Μερκία και επεξέτεινε και εκεί τη διοικητική οργάνωση σε οχυρωμένους οικισμούς.
Τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος και προφανώς νόθος γιος του Άθελσταν (924-939), τον οποίο προτιμούσαν οι Μερκιανοί από τους άλλους γιους του Εδουάρδου που είχαν την εύνοια των αρχόντων της δυτικής Σαξονίας. Ο Άθελσταν θέσπισε έναν νομικό κώδικα και επέβαλε στη Μερκία ένα σύστημα διοικητικής οργάνωσης βασισμένο στην κομητεία (shire), το οποίο είχε εισαχθεί τουλάχιστον πριν από έναν αιώνα στο Ουέσσεξ. Ο Άθελσταν εξεδίωξε τους Σκανδιναβούς από τη Νορθουμβρία, εξεστράτευσε στη Σκοτία και ανάγκασε τους Ουαλούς βασιλιάδες να τον δεχτούν ως επικυρίαρχο και να αρχίσουν την καταβολή ετήσιου φόρου υποτελείας.
Ήταν ο πρώτος αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας ολόκληρης της Βρετανίας μετά τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά το θάνατό του επανεμφανίστηκαν τάσεις αποσκίρτησης στον Βορρά. Ωστόσο, το 995 τερματίστηκε μια γραμμή Σκανδιναβών βασιλιάδων που ήταν εισβολείς από την Ιρλανδία και είχαν ηγεμονεύσει προσωρινά στην Υόρκη. Ο Έδγαρος ο Ειρηνικός (959-975) προώθησε τη μοναστική μεταρρύθμιση και ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που αυτοχαρακτηρίστηκε «βασιλιάς της Αγγλίας».
Μολονότι τα χρονικά της εποχής καθρεφτίζουν το φόβο των σκανδιναβικών εισβολών, ίσως δεν θα έπρεπε να υπερτονίζουμε το βαθμό στον οποίο οι Σκανδιναβοί θεωρούνταν «ξένοι» από τους περισσότερους Ευρωπαίους. Μάλιστα, έπαιζαν κάποιο ρόλο στις τοπικές διαμάχες για την εξουσία.
Ο κόμης Βαλδουίνος Β' της Φλάνδρας (879-918) πιθανόν να συνεργάστηκε μαζί τους για την εξόντωση ορισμένων αντιπάλων του, ενώ ο Αλφρέδος του Ουέσσεξ υπερασπίστηκε μεν την πατρίδα του κατά των Δανών, αλλά απέκτησε σημαντικά εδάφη διαμοιράζοντας τη Μερκία μαζί τους. Οι γλώσσες τους ήταν παρόμοιες με τις γερμανικές διαλέκτους που μιλιούνταν σε όλη την περιοχή της Βόρειας Θάλασσας, και έτσι οι περισσότεροι ντόπιοι μπορούσαν να τις καταλάβουν. Οι επιγαμίες μεταξύ πολεμιστών και τοπικών ομάδων δεν ήταν διόλου σπάνιες, ενώ αργότερα οι Σκανδιναβοί άρχισαν να φέρνουν μαζί τους και γυναικόπαιδα. Μάλιστα, στη Ρωσία της εποχής των πριγκίπων του Κιέβου, στη Νορμανδία και στις περιοχές της Αγγλίας που είχαν περάσει από δανική κατοχή (Ντέινλω) αναπτύχθηκαν σκανδιναβικές παροικίες που ήταν αρκετά πολυάριθμες ώστε να επηρεάσουν τα τοπωνύμια και τους διοικητικούς θεσμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...