Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΘΕΜΑΤΑ, ΣΚΛΑΒΗΝΙΕΣ, ΒΑΘΜΙΑΙΟΣ ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ (των αποφοίτων μας Ευγενίας Τσώρη, Άλκηστης Μισούλη, Δανάης Τερζίδη, Νόρας Παπαδάτου, Ράνιας Καλλιμάνη)

ΔΕΚΑ ΑΙΩΝΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
H βυζαντινή αυτοκρατορία, (Βυζάντιο ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου του 1453. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου. Από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της ανατολής», επί της δυναστείας του Ηράκλειου μεταμορφώθηκε στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής» και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία». Το 293 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε ένας νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την Τετραρχία, με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν υπαρχία. Στο κάθε τμήμα κυβερνούσε ένας Καίσαρ και ένας Αύγουστος.
Συγκεκριμένα, στο ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο Διοκλητιανός Αύγουστος μαζί με τον Καίσαρα Γαλέριο, ενώ αντίθετα στο δυτικό κυβερνούσαν ο Κωνστάντιος Χλωρός Καίσαρ και ο Μαξιμιανός Αύγουστος. Διαμάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους διαδόχους του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.Ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τον Μαξέντιο έξω από τη Ρώμη το 312, κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας μαζί με τον Λικίνιο στο ανατολικό. Μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), το οποίο θέσπιζε την ανεξιθρησκία. Με αυτό σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών και αναγνωρίστηκε ο χριστιανισμός ως θρησκεία. Τέλος ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο το 324 και γίνεται μονοκράτορας. Ο, μονοκράτορας πλέον, Κωνσταντίνος ιδρύει ένα νέο διοικητικό κέντρο στην ανατολή μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη.
Τα εγκαίνια της νέας πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Επίσης διακρίνει την πολιτική από την στρατιωτική εξουσία στη διοίκηση των επαρχιών. Κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση και ενισχύει τον Χριστιανισμό. Το 325 συγκαλεί ο ίδιος την Α' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας, για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας ήταν τρεις. Πρώτον, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διέθετε ακμαίο πληθυσμό και οικονομία. Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν ιδανική, αφού είχε φυσική οχύρωση και ήταν κοντά στα σημεία των συγκρούσεων με τους Πέρσες στην ανατολή και με τα γερμανικά φύλα-Γότθους στον Βορρά, στο σύνορο του Δούναβη.
Το 395 ο Θεοδόσιος Α' διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία: το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας στον 11χρονο γιο του Ονώριο. Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού. Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
O Ioυστινιανός και η ακολουθία του (λεπτομέρεια ψηφιδωτού από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννα)
Στη λεγόμενη «Μεσοβυζαντινή περίοδο», κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Οι επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β’ ανέκτησαν την Κρήτη, την Κύπρο, τις πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς βέβαια, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας «ανακτήσεως» (reconquista).
Στα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα οι διάδοχοι του Καρλομάγνου έθεταν τις βάσεις για την 'εν σπέρματι' διαμόρφωση εθνικών κρατών. Το πείραμα αυτό απέτυχε, για να επανεμφανιστεί ως τάση στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την πρώιμη Αναγέννηση. Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορεί κανείς να ισχυριστεί με αρκετή δόση βεβαιότητας πως το δεύτερο ήμισυ του 9ου μ.Χ. αιώνα, και πιο συγκεκριμένα η περίοδος 867-1081, ήταν για το βυζαντινό κράτος εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Η αναπροσάρτηση μερικών από τις χαμένες περιοχές των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Κρήτης, και η δημογραφική αύξηση, που πραγματοποιήθηκαν από τον 9ο αιώνα ως τα χρόνια του Βασίλειου Β' (976-1025), ήταν παράγοντες που επέδρασαν πολύ ευνοϊκά στην οικονομία.
Σε ένα χάρτη του 12ου αιώνα μπορεί κανείς να δει την κατάσταση των συνόρων στην Ευρώπη μέχρι τις Σταυροφορίες. Συγκεκριμένα η "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου φαντάζει απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα. Μια πρώτη εκδήλωση αυτής της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη.
"Η Βιβλιοθήκη του Φωτίου, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέπτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου" (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, στ. 27)
Κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιρπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως, "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον αιρετικό. Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Λίγο μετά από τον Φώτιο, και με την έναρξη της επόμενης δυναστείας, η αναπροσάρτηση κάποιων εδαφών από τη Μακεδονική δυναστεία σήμανε για το κράτος αύξηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών: είχε πάλι στη διάθεσή του περιφέρειες σημαντικές οικονομικά, που παραδοσιακά εκμεταλλευόταν (κυρίως αγροτικά). Η ειρήνευση και η δημογραφική ανάπτυξη σήμαναν αύξηση και του παραγωγικού πληθυσμού. Τέλος, η κρατική παρέμβαση, η οργάνωση και ο έλεγχος έδωσαν ώθηση και έθεσαν στέρεες βάσεις για τη μεγάλη ανάπτυξη της αστικής οικονομίας.
Κατά την περίοδο των διαδόχων του Βασιλείου Β', η κατάσταση άρχισε να μεταστρέφεται εις βάρος της αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπερβεί τις δυνάμεις της. Ως το 1081, το Βυζάντιο έχασε αρκετό έδαφος (μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και όλες τις αρχαίες κτήσεις του στη νότια Ιταλία), με τις ανάλογες οικονομικές απώλειες, κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Στον τομέα των δημόσιων οικονομικών επίσης άρχισαν σιγά σιγά να διαφαίνονται προβλήματα που θα εμφανιστούν καθαρά στους επόμενους αιώνες και θα επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον της αυτοκρατορίας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέασε την αγροτική παραγωγή και οικονομία του βυζαντινού κράτους ήταν η δημογραφική ανάπτυξη: η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε και στην αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αγροτικά γαιών. Έτσι, το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ου και πρώτου μισού του 11ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας.
Από τα μέσα του 9ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν και πάλι σε θέση να εξασφαλίσει τα σύνορά της και να προστατεύσει τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα η αγορά και εκμετάλλευση γης να γίνει μια σίγουρη και κερδοφόρα οικονομική επένδυση για τους υπηκόους του κράτους. Οι διαθέσεις των πιο πλούσιων απ' αυτούς, οι οποίοι έτειναν να συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις γης στα χέρια τους, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές. Έτσι, άρχισε την περίοδο αυτή (867-1081) μια φάση ανταγωνισμού ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους δυνατούς, όπως ονομάζονταν, και τους ελεύθερους μικρούς καλλιεργητές της γης, τους πένητες, που κυριαρχούσαν στο διάστημα 610-867.Από τα μέσα του 11ου αιώνα, ωστόσο, άρχισε μια περίοδος τελμάτωσης. Οι μικροϊδιοκτήτες, από τη μια, δεν μπορούσαν και οι μεγαλογαιοκτήμονες, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάσει ύφεση. Αυτή, βέβαια, η αλλαγή δεν παύει να εντάσσεται σ' ένα γενικά θετικό πλαίσιο καθώς έχει αυξηθεί η ποσότητα της γης υπό αγροτική εκμετάλλευση. Η αξιοποίηση της βυζαντινής γης (ιδιόκτητης ή μη) συνίστατο σε δραστηριότητα κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά επίσης δασοπονική, υλοτομική και αλιευτική.
Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες. Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη. Και, φυσικά, προς την ευδοκίμηση αυτού του τύπου πολιτισμού που συνήθως ονομάζουμε ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ.
Οι επιδημίες και οι φυσικές καταστροφές που συγκλόνισαν την αυτοκρατορία στο δεύτερο μισό του 6ου αι., σε συνδυασμό με τις απώλειες από τους πολέμους και τις εχθρικές εισβολές, προκάλεσαν μεγάλη μείωση του πληθυσμού της. Ωστόσο, παρά την οικονομική και δημογραφική κρίση που προκάλεσαν οι παραπάνω αιτίες, δεκάδες πόλεις επιβίωσαν κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο. Πολλές μάλιστα από τις πόλεις αυτές, όπως η Έφεσος και η Νίκαια, συνέχισαν να ακμάζουν ως κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας.
Όμως οι αστικές δραστηριότητες περιορίζονται και το εξωτερικό εμπόριο φθίνει συνεχώς. Οι χερσαίοι δρόμοι του εμπορίου με την Ανατολή, τα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα της Συρίας και της Αιγύπτου ελέγχονται πια από τους Άραβες. Στις περιόδους ανακωχής, βέβαια, το αραβοβυζαντινό εμπόριο αναβιώνει. Οι Βυζαντινοί ωστόσο είναι υποχρεωμένοι να μοιράζονται τα κέρδη τους με τους Αραβες, στους οποίους καταβάλλουν τελωνειακούς δασμούς.
Το εμπόριο με τη Δύση, στις αρχές του 8ου αι., μειώνεται στο ελάχιστο, χωρίς η επικοινωνία να διακοπεί εντελώς. Πάντως οι θαλάσσιες επικοινωνίες παραμένουν εξαιρετικά επικίνδυνες εξαιτίας της δράσης των πειρατών.
Κατά τα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου αι. ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξάνεται και φθάνει περίπου τα 11 εκατομμύρια, ενώ παράλληλα η οικονομία και το εμπόριο αρχίζουν να ανακάμπτουν. Ο Νικηφόρος Α' πήρε τολμηρά δημοσιονομικά μέτρα για την ανόρθωση της οικονομίας, τα οποία από τους αντιπάλους του και τον χρονογράφο Θεοφάνη χαρακτηρίστηκαν ως "κακώσεις". Τα μέτρα αυτά ήταν τα ακόλουθα: 1. Η ακύρωση των φοροαπαλλαγών και η εγγραφή των πολιτών στους φορολογικούς καταλόγους 2. Η επιβολή του καπνικού φόρου (για κάθε εστία που καπνίζει, δηλαδή για κάθε νοικοκυριό) στους πάροικους (εξαρτημένους γεωργούς) των μονών και των ναών, καθώς και στα πολυάριθμα φιλανθρωπικά ιδρύματα 3. Η καθιέρωση της συλλογικής ευθύνης της κοινότητας του χωριού για την καταβολή των φόρων 4. Η απαγόρευση της τοκογλυφίας 5. Η δημιουργία κλήρων για τους ναύτες στρατιώτες της Μ. Ασίας και 6. Η υποχρέωση των πλούσιων ναυκλήρων (πλοιοκτητών) της Κωνσταντινούπολης να δανειστούν από το κράτος με υψηλό επιτόκιο:το τελευταίο αυτό μέτρο απέβλεπε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας.
Από τα μέσα του 7ου ως τα μέσα του 9ου αι. το Βυζάντιο διέρχεται μια περίοδο κρίσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την έντονη κοινωνική παρουσία του στρατού. Η στρατιωτικοποίηση της μεσοβυζαντινής κοινωνίας εκφράζεται με την εμφάνιση των οικογενειακών επωνύμων και την οικοδόμηση πολλών κάστρων. Τα επώνυμα προσδιορίζουν, σχεδόν αποκλειστικά, στρατιωτικές αριστοκρατικές οικογένειες, ενώ τα κτισμένα σε δυσπρόσιτες περιοχές οχυρά κάστρα αντικαθιστούν τις πόλεις που παρακμάζουν. Στοιχείο στρατιωτικοποίησης, αλλά και ένδειξη εδραίωσης της βυζαντινής κυριαρχίας αποτελεί και η βαθμιαία επέκταση του δικτύου των θεμάτων με τη διχοτόμηση παλαιότερων μεγάλων θεμάτων (Μ. Ασία) ή τη δημιουργία νέων (Βαλκανική). Με τη δημιουργία ναυτικών θεμάτων η αυτοκρατορία κατόρθωσε να θωρακίσει τις παράλιες περιοχές, αλλού σε μικρότερο και αλλού σε μεγαλύτερο βάθος.
Ιδιαίτερες δυσχέρειες αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία στις ευρωπαϊκές επαρχίες της, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί σλαβικοί πληθυσμοί. Το Βυζαντινό κράτος, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, εφάρμοσε μια συγκροτημένη εποικιστική πολιτική: πολλοί Σλάβοι μεταφέρθηκαν από τις σκλαβηνίες των Βαλκανίων σε περιοχές της Μ. Ασίας και, αντίστροφα, πολλοί μικρασιατικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν κατά την περίοδο αυτή στις σκλαβηνίες της Θράκης, της Μακεδονίας και της Νότιας Ελλάδας.
Από τα τέλη του 8ου αι. οι Σλάβοι άρχισαν να ενσωματώνονται στη βυζαντινή κοινωνία και σταδιακά να αφομοιώνονται.
Η δημιουργία των θεμάτων εξυπηρέτησε την αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση του βυζαντινού κράτους. Τα θέματα αρχικά ήταν στρατιωτικές μονάδες, μετακινούμενες ανά την επικράτεια. Όταν οι μονάδες αυτές απέκτησαν μόνιμη εγκατάσταση, θέματα ονομάστηκαν οι περιοχές εγκατάστασής τους, οι οποίες εξελίχθηκαν σε διοικητικές περιφέρειες. Την ανώτατη στρατιωτική και πολιτική εξουσία του θέματος ασκούσε ο στρατηγός. Οι στρατιώτες διέθεταν στρατιωτόπια, δηλαδή κτήματα μέσα στα θέματα, από τα έσοδα των οποίων εξασφάλιζαν και συντηρούσαν το άλογο και τον οπλισμό τους. Το κτήμα και η υποχρέωση για στρατιωτική υπηρεσία μεταβιβαζόταν από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο, Τα πρώτα θέματα οργανώθηκαν στη Μ. Ασία περί τα μέσα του 7ου αιώνα. Αργότερα ο θεσμός αυτός, που επρόκειτο να αποτελέσει τη βάση της οργάνωσης του Μεσοβυζαντινού Κράτους, επεκτάθηκε και στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Πάνω: Θέματα του βυζαντινού κράτους κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ. και κάτω: Θέματα κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ.
Τα νέα διοικητικά μέτρα είχαν σημαντικές συνέπειες για το αμυντικό σύστημα και την κοινωνική οργάνωση του Βυζαντίου: Οι μισθοφόροι εξέλιπαν, ενώ οι νέοι στρατιώτες-αγρότες αγωνίζονταν με αυταπάρνηση, επειδή παράλληλα υπερασπίζονταν την ιδιοκτησία τους. Η μικρή και η μεσαία ιδιοκτησία ενισχύθηκαν και για άλλο λόγο: οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποδεκατίστηκαν στη διάρκεια των αβαροσλαβικών επιδρομών και τα χέρσα χωράφια τους καταλήφθηκαν από ελεύθερους αγρότες ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες. Έτσι, η μεσοβυζαντινή κοινωνία αναδιαρθρώθηκε ριζικά. Οι ελεύθεροι αγρότες συγκροτούσαν τώρα τη δυναμικότερη τάξη της, οργανωμένοι σε εύρωστες και ομοιογενείς κοινότητες χωρίων.
Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν από ορισμένες ακόμη μεταβολές στη δομή της κρατικής μηχανής. Από τα μέσα του 7ου αιώνα οι κρατικές υπηρεσίες εξαρτιόνταν άμεσα από τον αυτοκράτορα. Εξάλλου, εκτός από το λογοθέτη του Γενικού, που είχε την ευθύνη των οικονομικών, εμφανίστηκε το αξίωμα του λογοθέτη του Δρόμου, ο οποίος έγινε βαθμιαία ο πρώτος αξιωματούχος της αυτοκρατορίας, ένα είδος πρωθυπουργού. Το λογοθέσιον του Δρόμου υποδεχόταν τους ξένους αποκρισιαρίους (πρέσβεις) που έρχονταν στην πρωτεύουσα.
Μετά το 630, όπως θα δούμε παρακάτω, το Βυζαντινό κράτος έχασε μεγάλο μέρος των ανατολικών του επαρχιών, απέκτησε όμως με αυτό τον τρόπο εθνολογική ομοιογένεια, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι του ήταν πλέον Έλληνες ή ελληνόφωνοι. Ετσι, τα Eλληνικά πήραν τη θέση που κατείχαν ως τότε τα Λατινικά, ως επίσημη κρατική γλώσσα. Η εξέλιξη αυτή αντανακλάται στους επίσημους αυτοκρατορικούς τίτλους. Ο Ηράκλειος υιοθέτησε τον ελληνικό τίτλο βασιλεύς με την προσθήκη πιστός εν Χριστώ, εγκαταλείποντας τους παλαιούς ρωμαϊκούς τίτλους imperator Romanorum (αυτοκράτωρ Ρωμαίων)*, caesar (καίσαρ)* και augustus (αύγουστος).
EIMAΣΤΕ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Η ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ; (4 απόψεις: μαθήτρια Ασπασία Τσαπάρα, βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυθηνός)
Μαθήτρια Τσαπάρα Ασπασία:
Στην επιστημονική κοινότητα μείζον θέμα αποτελεί η γενεολογία των Ελλήνων, με πολλαπλές έρευνες να πραγματοποιούνται και ποικίλα πορίσματα να εξάγονται. Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν κάθετα την αδιάκοπη πορεία του ελληνικού πολιτισμού απο τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης αυτού μέχρι και τον 21ο αιώνα.
Στον αντίποδα συναντώνται όσοι αποτάσσονται την ιδέα αυτή και υπεραμύνονται της άποψης ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ουδεμία σχέση φέρουν με τους αρχαίους. Ως εκ τούτου αμφισβητείται και η όποια σχέση ενδέχεται να υπάρχει μεταξύ αυτών και των Βυζαντινών.
Μια παρατήρηση φαίνεται να είναι πως μόνο στην γενεολογία των Ελλήνων εντοπίζονται αποκλίνουσες απόψεις, καθώς ποτέ κανείς δεν αμφισβήτησε ότι οι σύγχρονοι Ιταλοί είναι για παράδειγμα απόγονοι του Μουσολίνι. Οι μαρτυρίες του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και του Όμηρου για το γένος των Ελλήνων φαίνεται πως δεν αποτελούν αδιάσειστα στοιχεία για τους ερευνητές. Προς εξαγωγή ενός γόνιμου συμπεράσματος και χωρίς κριτική διάθεση ακολουθούν οι απόψεις των ειδικών, με τους αρνητές να προηγούνται και τους υποστηρικτές να έπονται.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι απόψεις θα διαχωριστούν σε όσες υπεραμύνονται της συσχέτισης των Νεοελλήνων με τους Βυζαντινούς και σε εκείνες που απορρίπτουν κάθε ενδεχόμενη σύνδεση. Η πρώτη άποψη που απαντάται στις πηγές αφορά τη «λογική»εξήγηση που δίνεται για την προέλευση των Ελλήνων και σχετίζεταιμε την αδιάκοπη ιστορίκή συνέχειά μας από την Ελληνική Πελασγική Φυλή. Στοιχεία αυτής της πανάρχαιας ανάπτυξης έχουν βρεθεί σε αναρίθμητες περιοχές του πλανήτη και ταυτοποιούνται λόγω των επιγραφών σε ελληνικό αλφάβητο. Βάζα, αγγεία και κεραικά θραύσματα με χαραγμένα σύμβολα έχουν βρεθεί σε βάθος αιώνων απο το 6.200 π.Χ μέχρι και τον 5οαι. μ.Χ. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός προ-αποικισμού στις περιοχές εκείνες, που μετεξελίχθηκε, αλλά διατηρήθηκε ενιαίος με το πέρασμα των χρόνων.
Μια δεύτερη άποψη αφορά την αδιάσπαστη πορεία του ελληνικού πολιτισμού απο τα προϊστορικά χρόνια έως και την σύγχρονη εποχή και διατυπώνεται απο τη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και Κλασικών Μελετών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο ελληνικός πολιτισμός επιβιώνει ιστορικά, με βασικό του χαρακτηριστικό τη διαχρονικότητα. Είναι ενιαίος και μοναδικός, καθώς παρουσιάζεται σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής του πορείας να έχει αφομοιωτικές δυνατότητες των εξωγενών στοιχείων, διατηρώντας τον πυρήνα της ταυτότητάς του.
Το τελευταίο μας επιτρέπει να θεωρήσουμε πως οι Βυζαντινοί με τους Νεοέλληνες φέρουν άμεση σύνδεση, τουλάχιστον στα βασικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους. Με τη θεωρία αυτήν αποκαθίσταται η ιστορική συνέχεια του έθνους μας ανά τους αιώνες και συνεπώς αντικρούεται και η θεωρία του Φαλμεράυερ.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Φαλμεράϋερ οι Έλληνες του 19ου αιώνα, άρα και οι σημερινοί ήταν Σλάβοι και Αλβανοί και ότι δεν είχαν καμία φυλετική σχέση με τους αρχαίους Έλληνες. Θα αναλυθεί σε επόμενη ενότητα.
Έπειτα απο τη δημοσίευση των προαναφερθέντων δεδομένων, πραγματοποιήθηκαν γενετικές μελέτες πάνω στον ελληνικό πολιτισμό,από ξένους γενετιστές,όπως ο Ιταλός Λουίτζι Λούκα Καβάλι-Σφόρτσα, οι οποίοι υποστήριξαν αλλά και επιβεβαίωσαν τη γενετική σύνδεση αρχαίων και σύγχρονων Ελλήνων, χωρίς τομές στην ιστορική γραμμή. «Η επιστήμη της γενετικής αποδεικνύει ότι είμαστε απο πάντα Έλληνες»
Την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα (1919) είκοσι οκτώ πανεπιστήμια στην Ευρώπη εκπόνησαν έρευνες και μελέτες, υπο την αιγίδα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, προκειμένου να αποδείξουν την ιστορική συνέχεια της ελληνικής φυλής. Στο εγχείρημα αυτό συμμετείχαν οι εξής χώρες: Αγγλία, Ιταλία, Ρωσία, Γερμανία, Δανία, Ιρλανδία, Ρουμανία, Τσεχία, Ισραήλ, Εσθονία, Ιράκ, Συρία. Εκαναν έρευνες DNA για τους κατοίκους της Ευρώπης. Η Ελλάδα έδωσε το παρών με τη συμμετοχή του Τμήματος Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπο τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τριανταφυλλίδη. Η έρευνα αυτή απέβη άκρως αποτελεσματική, καθώς επιβεβαίωσε πωςοι σημερινοί κάτοικοι της Ελλάδος είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Συγκεκριμένα απέδειξε ότι σε ποσοστό 70% οι σημερινοί Έλληνες έχουν το ίδιο DNA με τους αυτόχθονες κατοίκους της Ελλάδας της προϊστορικής εποχής.
Αναλογιζόμενοι λοιπόν τα πορίσματα αυτά δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε και για τη γενετική σχέση μας με τους Βυζαντινούς.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ακόμα μία έρευνα απο το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Παβίας στην Ιταλία. Τα πορίσματα της μάλιστα δημοσιοποιήθηκαν μέσω της εφημερίδας,«Απογευματινή της Κυριακής» στις 6 Νοεμβρίου του 2005. Το δημοσίευμα τιτλοφορείται ως «Καθαρο το DNA των Ελλήνων» και απαντά ευθέως στον Φαλμεράϋερ. Και σε αυτήν την έρευνα συμμετείχε ο κ. Τριανταφυλλίδης με την ερευνητική του ομάδα, απο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η έρευνα απέδειξε ότι η θεωρία του Φαλμεράϋερ δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς παρά τα 400 χρόνια σκλαβιάς την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το γενετικό υλικό των Ελλήνων διατηρήθηκε αναλλοίωτο.
Ακόμη μια έρευνα εκπονείται με σκοπό την κατάρριψη της δογματικής θέσης του Φαλμεράυιερ,η οποία όταν διατυπώθηκε συγκλόνισε την επιστημονική κοινότητα. Το 1960 και καθ ́ όλη τη δεκαετία ο Α.Ν. Πουλιανός διεξάγει μια επιστημονική έρευνα. Ο ερευνητής, αφού μελέτησε ανθρωπομετρικά μεγάλο αριθμό ατόμων από πολλές περιοχές της Ελλάδας, καταλήγει με επιστημονική μεθοδολογία ότι υπάρχει ανθρωπολογική συνέχεια των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, περιλαμβανομένης και της Βυζαντικής περιόδου.
Η τελευταία και πλέον σύγχρονη έρευνα πραγματοποιείται τη δεκαετία του 1990και έχει τον χαρακτήρα της έγκυρης πολυκεντρικής επιστημονικής έρευνας. Για ακόμα μια φορά απέδειξε ότι σε συντριπτικό ποσοστό οι σημερινοί Ελληνες έχουν το ίδιο DNA με τους αυτόχθονες κατοίκους της Ελλάδας της προϊστορικής εποχής. Δηλαδή η έρευνα επιβεβαιώνει ότι οι σημερινοί Ελληνες έχουν το DNA των Αρχαίων Ελλήνων.Μεταξύ άλλων συμμετείχε και ο Ελληνας καθηγητής της Γενετικής Κ. Τριανταφυλλίδης
Στον αντίποδα, σε πρώτο επίπεδο, συναντάμε την απόλυτα δογματική θέση του Φαλμεράγιερ. Για τον Φαλμεράγιερ, πρόγονοι των σύγχρονων Ελλήνων είναι κατά κύριο λόγο οι Σλάβοι και οι Αλβανοί που μετανάστευσαν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι Ελληνες να αποτελούν στην ουσία μια σλαβική φυλή αναμεμειγμένη με Αλβανούς και ελληνόφωνους Βυζαντινούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Βόσπορο, τη Θράκη κ.λπ. Στην πραγματικότητα υπεραμύνεται της άποψης ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν γενετική σχέση με τους Βυζαντινούς, μόνο που στην ουσία αυτή δεν φέρουν γενετικά χαρακτηριστικά των Αρχαίων Ελλήνων, αλλά αποτελούν ξεχωριστή «φυλή». Καταγγέλλει πως "ουτε σταγονα αρχαιου ελληνικου αιματος δεν κυλαει στις φλεβες των σημερινων κατοικων της Ελλαδος",υποστηρίζοντας οτι ειμαστε απογονοι Σλαβων.
Αργότερα βέβαια, άλλαξε καπως το αφηγημά του και περιελαβε και τους Αλβανους, προσθέτοντας πως οι Έλληνες διασκορπίστηκαν ήδη από το 1000 περίπου επί Βυζαντίου και ο πληθυσμός του σημερινού ελλαδικού χώρου αποτελούνταν κυρίως από σλαβικά φύλα που παρέμειναν στην περιοχή μετά από ληστρικές επιδρομές που έκαναν.Σύμφωνα με τις απόψεις του η φυλή των αρχαίων Ελλήνων εξαφανίστηκε παντελώς εξαιτίας της καθόδου σλάβικων φύλων στην Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα κατά τον 6ο αιώνα. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Η Ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευθεί από την Ευρώπη. Η φυσική ομορφιά, το μεγαλείο του πνεύματος, η απλότητα των συνηθειών, η καλλιτεχνική δημιουργία, οι αθλητικοί αγώνες, οι πόλεις, τα χωριά, το μεγαλείο των μνημείων και των αρχαίων ναών, ακόμα και το όνομα του λαού, έχουν εξαφανισθή από την Ελλάδα».
Για τον Φαλμεράυερ, λοιπόν, πρόγονοι των συγχρόνων Ελλήνων είναι οι Σλάβοι, κατά κύριο λόγο, και οι Αλβανοί που μετανάστευσαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, εξαφανίζοντας την ελληνική φυλή, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι Έλληνες να αποτελούν στην ουσία μια σλαβική φυλή. Οι Σκύθες-Σλάβοι, οι Ιλλυριοί-Αρβανίτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί, είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Ελληνες. Ο εκσλαβισμός και ο εξαλβανισμός περιοχών της ελλαδικής επικράτειας, νόθευσε και εξαφάνισε μέσω της φυλετικής επιμειξίας την αρχαιοελληνική φυλή και τον πολιτισμό της.
Σύμφωνα με το επιχείρημα της φυλετικά ανόθευτης ιστορικής κοινότητας -χαρακτηριστικό της ρομαντικής ιστοριογραφίας-οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων και συνεπώς δεν είναι ορθό να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι. Ακολουθώντας το σκεπτικό του προαναφερθεντος, τα τελευταία χρόνια,αμφισβητείται απο πολλούς «διανοούμενους» και πολιτικούς, Έλληνες και μη, η καταγωγή των σημερινών Ελλήνων από τους αρχαίους Ελληνες.Υπάρχουν θεωρίες, ατεκμηρίωτες πάντοτε, που υποστηρίζουν οτι οι σημερινοί Έλληνες κατάγονται από Ινδοευρωπαίους, απο την Αφρική από Σημιτοφοίνικες συναφείς πληθυσμούς. Ταυτόχρονα πολλοί Έλληνες εκπαιδευτικοί,θιασώτες ξένων θεωριών, όπως αυτή του Ιακώβ Φαλμεράϋερ, υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε καμιά σχέση με τους αρχαίους Έλληνες αλλά είμαστε Σλάβοι, Αλβανοί, Αφρικανοί, Τούρκοι και οτιδήποτε άλλο εκτός απο Έλληνες.
O Παπαρρηγόπουλος υποστηρίζει ότι υπάρχει ιδιαίτερη σύγχυση αναφορικά μετον όρο «Βυζαντινός» καθώς ενώ στην ιστορία αναφέρεται συχνότερα ό όρος « Έλληνας», το 300 μΧ εμφανίζονται οι Βυζαντινοί, το 1204 επανεμφανίζονται οι Έλληνες, οι οποίοι και συνυπάρχουν αρμονικά με τους «Βυζαντινούς» έως το 1453. Καταθέτει λοιπόν την άποψηπως οι σύγχρονοι Έλληνες δεν μπορούν να ταυτιστούν με τους Βυζαντινούς, αφού οι τελευταίοι είναι Ρωμαίοι και επ ́ουδενί Έλληνες. Τελευταία άποψη φαίνεται να είναι αυτή του Γάλλου ιστορικού Ζ.Ντυροζέλ, σύμφωνα με την οποία,οι Έλληνες κατάγονται από τους Τούρκους. Βέβαια η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται από γενετικά δεδομένα ή έρευνες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Έπειτα απο την παρούσα έρευνα προσωπικά οριστικοποιώ την άποψή μου, ότι δηλαδή πράγματι οι Νεοέλληνες είναι απόγονοι των Βυζαντινών, οι οποίοι με την σειρά τους έχουνε άμεση γενετική σχέση με τους Αρχαίους. Μάλιστα αυτή ενισχύεται, καθώς οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αυτοαποκαλούνται «απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων» και οι σύγχρονοι Έλληνες «απόγονοι Βυζαντινών».
«Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνήκαι η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», Πλήθων Γεμιστός, 1360-1452, Έλληνας Βυζαντινός φιλόσοφος
«Τα έθνη μάχεται καθ’ ημών [...]Μόνον δε το Ελληνικόν αυτό βοηθεί εαυτώ», Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, 1221-1258, Βυζαντινός αυτοκράτορας
«Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος», Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, 1221-1258, Βυζαντινός αυτοκράτορας
Ασπασία Τσαπάρα
ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ: To ιδεολόγημα της «ελληνικότητας» του Βυζαντίου
Η κ. Αρβελέρ ταυτίζει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη «Ρωμαίικη», μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Τα σημεία στα οποία η κυρία Αρβελέρ προσκομίζει επιχειρήματα είναι συγκεκριμένα: γράφει, λόγου χάριν, ότι μετά το 1204 υπάρχει αντίθεση Λατίνων και Ελλήνων. Η αντίθεση όμως που δημιουργείται μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους είναι κυρίως θρησκευτική, «εκφράζεται ως συναίσθημα θρησκευτικού αντιλατινικού μένους των ορθοδόξων πληθυσμών». Η θρησκευτική εχθρότητα προς τη Δύση εκφράζεται κατά τον χαρακτηριστικώτερο τρόπο λίγο πριν την τελική ήττα από τα λόγια του πλουσίου αξιωματούχου Λουκά Νοταρά που προτιμούσε να δει στην Κωνσταντινούπολη: «καλύτερα τούρκικο φακιόλι παρά τιάρα λατινική».
Έως το τέλος της αυτοκρατορίας οι Βυζαντινοί δεν αποποιούνται το όνομά τους, αποκαλούνται Ρωμαίοι και όχι Έλληνες. Το Βυζάντιο παρέμεινε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Νέα Ρώμη, η Νέα Σιών, η Νέα Ιερουσαλήμ - ποτέ Νέα Αθήνα, Νέα Σπάρτη ή έστω Νέα Πέλλα. Όπως ήδη αναφέρθηκε το Βυζάντιο είναι πολυεθνική αυτοκρατορία, δεν είναι μονοεθνική ελληνική. Η ύπαρξη κάποιων αναφορών στο όνομα Έλλην από ορισμένους βυζαντινούς λογίους σημαίνει ότι την ελληνικότητα την προέβαλλαν περισσότερο ως στοιχείο πολιτικής καί λιγότερο ως στοιχείο πολιτισμικής συλλογικότητας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Γεώργιος Πλήθων είναι ο μόνος που λίγο πριν το τέλος της Κωνσταντινούπολης έχει δώσει έναν σαφή πολιτισμικό προσανατολισμό, προβάλλοντας στοιχεία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, λατρείας και παιδείας, των οποίων αμυδρή έκφραση περιέχει το: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Αλλά ο Πλήθων εκφράζει μία επιθυμία, ένα αίτημα αλλαγής στο ήδη παρηκμασμένο Βυζάντιο, και είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω, διότι είναι πολύ αργά να αλλάξουν απόψεις οι Βυζαντινοί και ιδίως οι παρασιτικοί χριστιανοί οφφικιάλιοι του Πατριαρχείου και των πολυάριθμων μονών. Γι’ αυτό συναντά την εχθρότητα των Χριστιανών και των ανθενωτικών, ιδίως του Γεωργίου Γενναδίου Σχολαρίου, ο οποίος του απαντά πως «δεν είμαι Έλλην, αλλά χριστιανός». Μετά δε το 1453 μ.Χ. ο Γεννάδιος, όταν έγινε ο πρώτος πατριάρχης, παρέδωσε στην πυρά το έργο του Πλήθωνα!
Από το 1204 έως το 1261 μ.Χ.η αυτοκρατορία της Νικαίας επωμίσθηκε τις τύχες της εξουσίας και της εκκλησίας και όχι κάποιου ανύπαρκτου ελληνισμού. Το ότι αυτό που ενδιαφέρει τους βυζαντινούς είναι η εξουσία με οποιοδήποτε τίμημα, φαίνεται και στο γεγονός της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης. Αυτή έγινε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο κατά τον εξής τρόπο: κατ’ αρχάς οργάνωσε τη δολοφονία των Μουζαλώνων, από τους οποίους ο Γεώργιος είχε οριστεί επίσημα από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρι επίτροπος του ανήλικου επτάχρονου γυιου του Ιωάννη Δ΄ (Αύγουστος 1258 μ.Χ.). Εν συνεχεία ο Μιχαήλ αναδείχθηκε συναυτοκράτορας το 1259 μ.Χ. και, λίγους μήνες μετά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη (15 Αυγούστου 1261), τα Χριστούγεννα του 1261 τυφλώνει το δύστυχο δεκάχρονο αγόρι. Η απανθρωπιά και η βαρβαρότητα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, σφετεριστή της νόμιμης εξουσίας, δεν σταμάτησε εκεί, συνεχίσθηκε στον αθώο παιδικό σύντροφο του Ιωάννη Δ΄. Διέταξε να κόψουν τη μύτη και τα χείλη του Μανουήλ Ολοβώλου! Δηλαδή και η εποχή αυτή δεν σηματοδοτείται από κάποια αλλαγή στους τρόπους βάρβαρης πολιτικής συμπεριφοράς και σκέψης, οι οποίοι παραμένουν γνήσια βυζαντινοί – δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με ελληνικούς τρόπους, ήθη, ιδέες και αξίες.
Μέρος των Νεοελλήνων ιστορικών (όπως, π.χ. ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βακαλόπουλος, ο Σβορώνος αλλά και ο Irmsher) δεν διστάζουν να τοποθετήσουν στο 1204 την απαρχή του Νεοελληνικού Έθνους. Όμως τα στοιχεία που προσκομίζουν οι ιστορικοί αυτοί δεν είναι πειστικά. Είναι εντελώς παράδοξο να αφυπνίσθηκε η εθνική συνείδηση μετά το 1204, η οποία μέχρι τότε κοιμόταν βαθιά. Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν έστω και κάποια από τις αξίες ή σημασίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού - ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία, εγκόσμια συλλογική δικαιοσύνη, ελεύθερη φιλοσοφική έρευνα, ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία, επιστήμη, δωδεκάθεο ή πολυθεϊσμό. Γιατί, υποστηρίζει η κυρία Αρβελέρ, το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν είναι κάποιες παθητικές οντότητες που υπάρχουν ανέκαθεν κάπου στο περιθώριο της ιστορίας και της κοινωνίας ή στα βάθη του ασυνειδήτου και του μυαλού, και όταν αποφασίσουν κάποιοι μπορούν να τα συμμαζέψουν να τα φέρουν στην επιφάνεια και να κατασκευάσουν ένα επιθυμητό προϊόν. Το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν κληρονομούνται βιολογικώς ή γλωσσικώς, είναι αποτελέσματα δυναμικών πεποιθήσεων, αγωνιστικών διεκδικήσεων και δράσεων. Δημιουργούνται και συγκροτούνται δυναμικά, προβάλλοντας νέα αιτήματα, οράματα και άλλες, διαφορετικές αξίες, όπως έγινε στον 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ένας άλλος βασικός αρνητικός παράγοντας στη συγκρότηση εθνικής συνείδησης ήταν η εκκλησία, η οποία είχε μεγάλη εξουσία και επιρροή σε δυνατούς και πληβείους, υπηκόους μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Όπως σημειώνει ο Π. Κονδύλης «η εκκλησία ήταν θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός, στα μάτια του οποίου η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή ακόμα και τη γλώσσα: ο ορθόδοξος Ρώσσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι»». Ο λόγος ήταν πως η εκκλησία φοβόταν τη δημιουργία εθνικής συνείδησης και έθνους, διότι η δημιουργία εθνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμά της, που αποτελούνταν από περισσότερα έθνη, και έτσι θα μειωνόταν η επιρροή της. Έτσι εξηγείται και η εχθρότητα ανέκαθεν των χριστιανών προς τους Εθνικούς και τους Έλληνες μέχρι το τέλος του Βυζαντίου και όλως ιδιαιτέρως το μίσος του Γεωργίου Γενναδίου προς τον Πλήθωνα που υπερασπίσθηκε το ελληνικό στοιχείο.
Το ότι κάποιοι βυζαντινοί λόγιοι ή αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής αυλής ανακαλύπτουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, διαφορετικό από αυτό που επί αιώνες αντιλαμβάνονταν ως μοναδικότητα (δηλαδή Ρώμη και Χριστιανισμός), δεν σημαίνει οπωσδήποτε την απαρχή του νεοελληνικού έθνους. Οι αναφορές στον όρο "Έλλην" υποδεικνύουν μάλλον ότι ορισμένοι Βυζαντινοί, προς το τέλος της αυτοκρατορίας και εν μέσω μεγάλης, γενικευμένης κρίσεως που διέρχονταν ως άτομα, ως κοινωνία και ως αντίληψη, αναζητούσαν μία καινούρια ταυτότητα ή, πάντως, «ότι η ρωμαϊκότητα και η ιδιότητά τους ως ορθοδόξων δεν ήταν πλέον για όλους επαρκή διακριτικά γνωρίσματα». Επί πλέον αποτελεί τεράστια αντίφαση το γεγονός από τη μια, το ελληνίζειν να απαγορεύεται νομοθετικώς καθόλη τη διάρκεια του Βυζαντίου και να διώκονται άνθρωποι και ιδέες με την κατηγορία του ελληνίζειν και από την άλλη, το να θεωρούνται οι Βυζαντινοί Έλληνες.
Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει διαμάχη περί του ζητήματος αυτού (disputatio). δηλαδή έχει αναπτυχθεί και η αντίθετη άποψη, εξ ίσου τεκμηριωμένη. Η συζήτηση πάντως για τις απαρχές, που έγινε με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του Ν. Σβορώνου το 2004, παραμένει ακόμη και σήμερα ανοικτή.
Πράγμα που σημαίνει ότι οι ιστορικοί δυσκολεύονται να επιλύσουν το πρόβλημα, και ίσως είναι αδύνατο να το επιλύσουν. Όπως σημειώνει η Τ. Κιουσοπούλου, το ερώτημα εάν οι απαρχές του νεοελληνικού έθνους βρίσκονται στον 13ο αιώνα είναι λανθασμένο, διότι τέτοια ερωτήματα «προβάλλουν στο παρελθόν ερμηνευτικές κατηγορίες και αιτήματα του παρόντος και, ως εκ τούτου, επιδέχονται εξ ορισμού λανθασμένες απαντήσεις».
Στα πλαίσια της αντιλήψεώς της για τη «συνέχεια του γένους» η κυρία Αρβελέρ χαρακτηρίζει τον Ρήγα Φεραίο ως τον «τελευταίο Βυζαντινό», παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο Ρήγας υπήρξε ένας εκπρόσωπος της νεωτερικότητας, επηρεασμένος από τη διδασκαλία του Διαφωτισμού και τα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης περί απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε θρησκευτική εξάρτηση και κοσμική δουλεία, δηλαδή πως υπήρξε αντίθετος με τις αυταρχικές ιδέες και ιεραρχικές πρακτικές των Βυζαντινών Χριστιανών.
Πιθανόν η άποψη της Αρβελέρ να εκπηγάζει από τις ιδέες του Φεραίου περί βαλκανικής ομοσπονδίας, που όμως ουδεμία σχέση έχουν με το γένος και τη χριστιανική οικουμένη υπό την εξουσία του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, με την ελέω θεού μοναρχία, την αυθαιρεσία, την ιεραρχία και την παγκόσμια κυριαρχία επί των υπόδουλων εθνών (dominium mundi), όπως εφαρμόστηκε στο σκοτεινό Βυζάντιο και όπως ευκρινώς διατυπώθηκε από την Άννα Κομνηνή: «Φύσει γαρ δεσπότις των άλλων εθνών η βασιλεία των Ρωμαίων, εχθρωδώς διακείμενον έχει το δούλον».
Προσπαθώντας να ορίσει την Ευρώπη από πολιτιστική άποψη η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ αναφέρεται στην άποψη του Paul Valery το 1922: «Η Ευρώπη πολιτιστικά στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό επίτευγμα από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική διευθέτηση και από την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα». H πνευματικότητα απαιτεί ελεύθερο πνευματικό βίο, ελεύθερες πνευματικές συνθέσεις και δημιουργίες, δυνατότητα να τεθούν γενικά και ειδικά ζητήματα που αφορούν την κοινωνία από οποιονδήποτε το επιθυμεί, ανταλλαγή απόψεων και ελλόγων επιχειρημάτων με συγκλίνουσες και αποκλίνουσες απαντήσεις, ανεξάρτητους πνευματικούς ανθρώπους απεγκλωβισμένους από εξουσίες, ιδεολογίες και εκκλησίες, και κυρίως χωρίς τον φόβο του αποκλεισμού, του αφορισμού και του στιγματισμού. Η πνευματικότητα αναφέρεται στην δημιουργική ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας, σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις της, και τρέφεται από την ελευθερία, την κριτική και την αμφισβήτηση. Αναφέρεται στον άνθρωπο ως άνθρωπο, και όχι στον πιστό ενός θρησκευτικού δόγματος και μίας θρησκείας, όχι στον οπαδό μίας εξουσίας ή μίας ιδεολογίας.
Η αλήθεια είναι πως το Βυζάντιο και γενικώς ο ιουδαϊκοχριστιανικός κόσμος δεν έχει προσφέρει πνευματικότητα και πνευματικό πολιτισμό στην Ιστορία, παρά θρησκευτικές δημιουργίες, συνοδευόμενες από θρησκευτικά δόγματα, ηθικολογικά κηρύγματα, θεολογικές έριδες, μισαλλοδοξίες, καταστροφές μνημείων και κειμένων, αυταρχικές αντιλήψεις για το συνυπάρχειν και το κοινωνείν, εξωιστορικές και εξωκοινωνικές αντιλήψεις για τον κόσμο, διδαχές υποταγής στην κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία, διδάγματα υποδούλωσης σε υπερφυσικές και εγκόσμιες εξουσίες.
Ο ιουδαιοχριστιανισμός ως στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας έπαιξε αρνητικό ρόλο κομίζοντας πλείστα όσα αρνητικά: την ιεροποίηση της μοναδικής αλήθειας, την απαγόρευση της ελεύθερης σκέψεως, το διαχωρισμό των ανθρώπων σε πιστούς και απίστους, τον διαχωρισμό σε αντιπάλους (Καθολικούς, Διαμαρτυρομένους και Ορθοδόξους), τους θρησκευτικούς πολέμους, τα σχίσματα και τα εγκλήματα, την έλευση του Μεσαίωνα, τη θεοκρατία, τη νομιμοποίηση και τον εκθειασμό της ελέω θεού απόλυτης μοναρχίας, την ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης, τον φανατισμό, τις προκαταλήψεις, τον μυστικισμό, την άλογη πίστη, τη φυγή εκείθεν της πραγματικότητας, τον αναχωρητισμό, τον ασκητισμό, την περιφρόνηση του σώματος, του έρωτα και της ζωής, την καταστροφή του διαφορετικού (θρησκείας, βιβλίου, ιδέας, συμπεριφοράς). Αυτές οι αρνητικές πτυχές συναντώνται και στο Βυζάντιο, κυρίως η απαξίωση και η καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού σε όλες τις εκφράσεις του (την ελευθερία, την ισότητα, τη συμμετοχή, τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, την τραγωδία). Η κληρονομιά του Βυζαντίου δεν έχει σχέση με «ανθρωπισμό» και «μετουσίωση του αρχαίου μαθήματος», όπως γράφει η κυρία Αρβελέρ.
Ο πνευματικός πολιτισμός και η πνευματικότητα είναι αποτέλεσμα τόσο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, πολύ πριν τον χριστιανισμό, όσο και των Νέων Χρόνων της Δυτικής Ευρώπης, στην οποία τα στοιχεία αυτά αναδύονται με ισχυρή αντίθεση προς τον θεσμισμένο ιουδαιοχριστιανισμό. Κατ’ αρχάς, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός συνεισέφερε με τη δημιουργία της φιλοσοφίας, , της ιστοριογραφίας, της τραγωδίας, της κωμωδίας, της ρητορικής, της ελευθερίας, της ισότητας, της εγκόσμιας συλλογικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, του πολίτη, της συλλογικής πράξεως, της πραγματικής συμμετοχής των ανθρώπων στο πολιτικό γίγνεσθαι, της κοινωνικής συνεργασίας και αλληλεγγύης, της προστασίας των ατόμων από την αυθαιρεσία της εξουσίας. με τη δημιουργία του λόγου, του ελεύθερου διαλόγου και της ελεύθερης αναζήτησης, του επιχειρήματος και της αιτιολογίας, των μαθηματικών και της παραγωγικής απόδειξης, της επιστήμης και της απεριόριστης επιστημονικής έρευνας, της εγκόσμιας παιδείας, της έννομης τάξεως, του γραπτού συλλογικού νόμου, του ουσιαστικού και ενδελεχούς κοινωνικού ελέγχου κάθε εξουσίας, της ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης, της θρησκευτικής ανεκτικότητας. Εν συνεχεία, οι Νέοι Χρόνοι από την πλευρά τους προσέφεραν αφ’ενός την Αναγέννηση και τον Ουμανισμό, την επιστροφή στα αρχαιοελληνικά νάματα, και αφ’ ετέρου ξανά για δεύτερη φορά τη δημιουργία της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της συμμετοχής στον πολιτικό βίο, τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις κατά της απόλυτης μοναρχίας και της Εκκλησίας, κατά του θρησκευτικού χριστιανικού δογματισμού και της θεολογικής αυθεντίας, τη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό, την κατάργηση της δουλείας. Ως τρίτο στοιχείο λοιπόν στον ορισμό της πολιτιστικής Ευρώπης, εκτός της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, πρέπει να τεθεί αυτοδικαίως, όχι ο ιουδαιοχριστιανισμός, αλλά η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, οι αστικές επαναστάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, του φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού. Εάν πάλι κάποιος προσπαθούσε να ορίσει τα αρνητικά στοιχεία που σημάδεψαν την Ευρώπη, τότε οπωσδήποτε το Βυζάντιο, γενικώς ο Μεσαίωνας και ο χριστιανισμός, θα ήταν ένα από αυτά.
Γιατί, διερωτάται η κυρία Αρβελέρ, κατά καιρούς προβάλλεται το Βυζάντιο, από βυζαντινολάτρες παντός είδους, ως ελληνικό και μεγαλειώδες; Η απάντηση που μπορεί να δοθεί έχει σχέση με την έλλειψη γενικής παιδείας και ιστορικής γνώσης που μαστίζουν την νεοελληνική κοινωνία. Η καθυστέρηση και ο συντηρητισμός της δίνουν ερείσματα στον εθνικισμό και στην ισχυρή εξουσία της ορθόδοξης εκκλησίας, που επιδιώκουν και το κατορθώνουν να επιβάλλουν την ιδεολογία τους εις βάρος της πραγματικής γνώσης και των δημοκρατικών ελληνικών αξιών. Τι μάθημα, τι αξίες και διδάγματα έχουν να αντλήσουν οι νέοι από το μεσαιωνικό Βυζάντιο; Την υποταγή στον κοσμικό και τον θρησκευτικό ηγεμόνα; τη συμμόρφωση με τα δόγματα του ιερατείου; τον εγκλεισμό στη μοναδική αλήθεια; την ορθοδοξία, τον εφησυχασμό, την άλογη πίστη σε σημεία και τέρατα; τις ραδιουργίες, τις συνομωσίες, τα εγκλήματα, τις δολοπλοκίες και ίντριγκες της παλατινής αυλής; τα βασανιστήρια, την αποχώρηση από τα εγκόσμια, τον εκμηδενισμό της αυτόνομης και αυθόρμητης συμπεριφοράς, την εκμηδένιση της σάρκας και του έρωτα; την ασυδοσία των δυνατών, την αντιπάθεια στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στη φιλοσοφία και την εγκόσμια συλλογική δικαιοσύνη; Πώς αυτά τα αρνητικά στοιχεία θα συμφιλιωθούν με τίς διαχρονικές αξίες και δημιουργίες της αρχαίας Ελλάδας που βρίσκονται στον αντίποδα ακριβώς των βυζαντινών προτύπων;
Η ιστορικός της Αρχαίας Ελλάδας Jaqueline de Romilly στο βιβλίο της Γιατί η Ελλάδα; αρκετά χρόνια πριν από το βιβλίο της κυρίας Αρβελέρ, παραθέτει πολλά στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν κίνητρο και έμπνευση για τον σύγχρονο άνθρωπο. Θα αρκεσθώ εδώ σε ένα, το κυριώτερο, τη δημοκρατία: «Δεν μπορούμε πια να σκεφθούμε τη δημοκρατία, που κατέχει μια τόσο θεμελιώδη θέση στην ευρωπαϊκή διανόηση, χωρίς να ακολουθήσουμε, είτε το ξέρουμε είτε όχι, τον δρόμο που χάραξε η Αθήνα». Αντιθέτως, στο Βυζάντιο δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο από το οποίο να εμπνευσθεί ο σύγχρονος άνθρωπος για να αποτελέσει αξία για τη ζωή του – όλα ανεξαιρέτως είναι προς αποφυγήν.
Είναι αλήθεια σχιζοφρενική η αντίληψη που θέλει να συνδυάσει την αρχαία Ελλάδα με το Βυζάντιο, δύο κόσμους διαμετρικά αντίθετους και ξένους, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Καστοριάδης: «Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας. Στο πολιτικό πεδίο εκφράζεται με την πολιτεία ελεύθερων πολιτών που αυτοκυβερνώνται συλλογικά. Στο πνευματικό πεδίο, από την άλλη, εκφράζεται με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα. Στο Βυζάντιο δεν καλλιεργείται ο στοχασμός, αλλά μόνον ο σχολιασμός ιερών κειμένων». Επίσης: «η ταυτόχρονη αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο – με τον γνωστό αποστεωμένο τρόπο – είναι η ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό».
Η πεποίθηση πως η «Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι άλλο», δηλαδή τα αρνητικά στοιχεία του παρελθόντος, η βαρειά κληρονομιά του Βυζαντίου (και της Τουρκοκρατίας), επιβίωσαν και μετά την ανεξαρτησία, και συνέβαλαν στον εγκλεισμό του νεοελληνικού κράτους, της νεοελληνικής ιδεολογίας και μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε ένα κατασκευασμένο, μυθικό ένδοξο παρελθόν, στον εγκλωβισμό σε άχρηστα ιδεολογήματα. Το αποτέλεσμα ήταν να στερήσουν από την κοινωνία τη δυνατότητα έλλογης σκέψεως για την κατανόηση τής πραγματικότητας, για τον προσδιορισμό σύγχρονης ταυτότητας, και, κατά συνέπεια, να αποκλείσουν την ικανότητα σώφρονος δράσεως για την επιβίωση της νεοελληνικής κοινωνίας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Την κατάληξη όλων αυτών τη βιώνουμε σήμερα (το 2011) στη γενικευμένη παρακμή και χρεοκοπία.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία ο μεσαίωνας, το θεοκρατικό και αυτοκρατορικό Βυζάντιο, προβάλλεται ως αξία από διανοουμένους και ΜΜΕ - αυτό είναι ένδειξη πολιτισμικής, ηθικής και πολιτικής καθυστέρησης.
Πολλοί θεωρούν ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχε τίποτα ελληνικό και «πατώντας» πάνω σ’ αυτό το επιχείρημα ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει συνέχεια του ελληνισμού και ότι οι αγωνιστές του 1821 ήταν ένα συνονθύλευμα από Αλβανούς, Σλάβους και διάφορους άλλους που δημιούργησαν ένα κράτος χάρη στη μεγαλοψυχία των Ευρωπαίων που με τη νίκη τους στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, χάρισαν την ελευθερία υπόδουλους Έλληνες. Ας δούμε τι γράφει, επικαλούμενος πάμπολλες πηγές, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες βυζαντινολόγους, ο Διονύσιος Α. Ζακυθηνός (1905-1993). Σύμφωνα με τον Α. Heisenberg στο έργο του «Staat und Gesellschaft des byz. Reiches: Die Kutur der Gegenwart» Β’, 4,1,1923, σελ. 364, Βυζάντιο είναι το «εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος του Ελληνικού Έθνους». Ήταν δε ο χώρος της πολιτικής και πνευματικής σταδιοδρομίας του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πρέσβευε ως μοναδική θρησκεία τον Χριστιανισμό τον οποίο δέχεται ως υπέρτατη πνευματική αρχή. Χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα και δεχόταν ως μοναδική παιδεία την ελληνική. Από τα μέσα του 7ου αιώνα σαφώς ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους και τείνει να αποβεί ο χώρος της πολιτικής και πολιτιστικής του δραστηριότητας.
Σήμερα έχει επικρατήσει η συνήθεια το εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος να το ονομάζουμε Βυζάντιο και Βυζαντινό κλπ. Τα ονόματα Βυζάντιο(ν), Βυζαντίνος και Βυζαντιακός ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες του Μεσαίωνα. Σύμφωνα με αυτούς, Βυζάντιον, Βυζαντίς και Βυζαντίων πόλις ήταν η Κωνσταντινούπολη, ο δε κάτοικος αυτής ονομαζόταν Βυζάντιος. Εξαίρεση ίσως αποτελούν τα έργα των ιστορικών Πρίσκου «Ιστορία Βυζαντινή» και Μάλχου «Βυζαντιακά». Στα Λατινικά, ο όρος Byzantinus χρησιμοποιείται κυρίως σε χωρία συγγραφέων του 4ου και του 5ου αιώνα όπως του Κλαυδιανού («…Byzantinos procures Graios due Quirites») υπάρχουν σχετικές αναφορές. Ο όρος «Βυζαντινός» κατά τους νεότερους χρόνους, εμφανίζεται σε έργα Τούρκων συγγραφέων γραμμένων στα Λατινικά μετά την άλωση της Πόλης και δηλώνει κυρίως τους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στη Δύση. Πάντως η γενίκευση του όρου «Βυζαντινός» άρχισε το 1562 από τον Hieronumus Wolf που χρησιμοποίησε τον τίτλο «Corpus Byzantinae Historiae». Μετά το 1562, τα ονόματα Βυζάντιο(ν) και Βυζαντινός άρχισαν να διαδίδονται και να παγιώνονται με τη «Βυζαντίδα» του Λούβρου (1648) ενώ λίγο αργότερα ο Ιησουίτης Philippe Labbe (1607-1667) εξαίρει την «Βυζαντινήν Ιστορίαν». Οι όροι Βυζάντιο(ν) και Βυζαντινός επικράτησαν οριστικά με το έργο του θεμελιωτή των Βυζαντινών σπουδών Charles Du Change «Ηistoria Byzantina» (1680). Όμως στη νεότερη ιστοριογραφία χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ονόματα για τη δήλωση της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Έτσι ο Anselm Banduri χρησιμοποίησε στο έργο του «Imperium orientale sive Antiquitates Constantinopolitanae» (1711) τον όρο Ανατολική Αυτοκρατορία σε αντιδιαστολή με το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Επίσης για μεγάλο χρονικό διάστημα επικράτησε στην επιστημονική ορολογία το όνομα “Bas Empire” δηλαδή «Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό Κράτος» το οποί επιβλήθηκε κυρίως με το έργο του Charles Le Bean «Ηistoire du Bas-Empire». Ιδιαίτερα συχνή ήταν και η χρήση του όρου «Ελληνική αυτοκρατορία». Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου στα μεσαιωνικά χρόνια όφειλαν να φέρουν τον τίτλο Imperatoris Romani. Έτσι το Βυζαντινό κράτος ονομαζόταν Imperium Graecum και Empire Grec ή Empire Grec d’ Orient («Ελληνική Αυτοκρατορία» και «Ελληνική Αυτοκρατορία της Ανατολής»). Τον όρο Empire Grec χρησιμοποίησε από τους πρώτους ο Montaigne (1533-1592) και παρόλο ότι το όνομα αυτό έπεσε σε αφάνεια, Γάλλοι ιστορικοί και ερευνητές του 19ου αιώνα όπως ο Alfred Rambaud στο βιβλίο του «L’ Empire Grec an dixieme siècle Constantine VII Porphyrogenete» (Παρίσι, 1870) («Η Ελληνική Αυτοκρατορία τον 10ο αιώνα. Κωνσταντίνος VII ο Πορφυρογέννητος»).
Από ελληνικής πλευράς, οι όροι Βυζάντιο, Βυζαντινός και Βυζαντιακός γενικεύονται από τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο Αδαμάντιος Κοραής χρησιμοποιεί τους όρους «Βυζαντινή Ιστορία» (1805) και Βυζαντινός Ελληνισμός» (1811). Σε μετάφραση του Δημήτριου Αλεξανδρίδη που καταγόταν από τον Τύρναβο ο τίτλος είναι: «Ιστορία των του Βυζαντίου αυτοκρατόρων» (Βιέννη, 1807). Αργότερα (1857), ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος τιτλοφορεί το έργο του «Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών Νεοελληνικής εθνότητας από Η’ άχρι Ι’ εκατονταετηρίδος» (Αθήνα, 1857). Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δεν δεχόταν τους όρους Βυζάντιο και Βυζαντινός και έκανε λόγο για μεσαιωνικό ελληνισμό. Το ίδιο έκανε και ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Λάμπρος στην «Ιστορία της Ελλάδος». Πολύ σωστά βέβαια και οι δύο συμπεριέλαβαν στα έργα τους την Βυζαντινή περίοδο. Μια τελευταία προσπάθεια από ιστορικούς όπως οι B. Bury, Ernst Stein κ.ά. να επαναφέρουν τους όρους Μεταγενέστερο και Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος έπεσε στο κενό. Έτσι το επίθετο Βυζαντινός χωρίς μειωτικούς και χλευαστικούς χαρακτηρισμούς, επικράτησε οριστικά στην επιστημονική ορολογία (L. Brehier, “Byzance et Empire Byzantine”, 1929-1930).
Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους άμεσους διαδόχους του Ρωμαϊκού κράτους και συνεχιστές της Ρωμαϊκής παράδοσης. Έτσι το επίθετο Ρωμαϊκός επικράτησε στους Έλληνες των μέσων χρόνων, για δήλωση όλων των εκδηλώσεων του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Η επικράτειά τους ήταν Ρωμαϊκή, Ρωμαίοι, Ρωμείς και μερικές φορές Αύσονες και Αυσονίτες (από το όνομα των κατοίκων της ιταλικής Αυσονίας), ήταν οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας. Ρωμαΐς γη, Ρωμανία ή και Αυσονία ήταν η χώρα τους. Οι αυτοκράτορες, ως και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έφεραν τον τίτλο "πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων". Με το Διάταγμα του Καρακάλα το 212, δινόταν η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους μη ρωμαϊκής καταγωγής πολίτες της αυτοκρατορίας και η λέξη Ρωμαίος σήμαινε γενικότερα τον πολίτη της Ρωμαϊκής επικράτειας. Μέχρι σήμερα, το όνομα Ρωμαίος- Ρωμιός, δηλώνει τον επικρατέστερο εθνικά, γλωσσικά και πολιτιστικά λαό της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τους Έλληνες. Το όνομα Ρωμανία, άρχισε να χρησιμοποιείται από το πρώτο μισό του 4ου αι για δήλωση του δυτικού τμήματος του Ρωμαϊκού κράτους, στη συνέχεια όμως επεκτάθηκε και στο Ανατολικό. Με το όνομα Ρωμανία, Έλληνες και ξένοι δήλωναν αργότερα τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μερικές φορές δε και συγκεκριμένες περιοχές με τις οποίες οι ξένοι έρχονταν σε επικοινωνία, κυρίως τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Μολυβδόβουλα του 8ου αιώνα, αναφέρουν ότι οι θρακικές πόλεις Δεβελτό και Φιλιππούπολη ανήκουν στη Ρωμανία. Οι Λατίνοι που κατέλαβαν την Κων/πολη και άλλες περιοχές του Βυζαντίου το 1204, ονόμασαν την αυτοκρατορία τους «Romania» ή «Imperium Romaniae».Ο δόγης της Βενετίας πρόσθεσε στους τίτλους του αυτόν του δεσπότη του τέταρτου μέρους και του τέταρτου και μισού της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας: "Dominus duartae partis et dimidiae totius Imperii Romaniae". Η κυρίως Ελλάδα και η Πελοπόννησος, δηλώνονταν με το όνομα Romania. Ο Μαρίνος Σανούδος ο πρεσβύτερος έγραψε την "Istoria del Regno di Romania", ενώ η κωδικοποίηση των φεουδαρχικών εθίμων της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα έλαβε τον τίτλο "Assises de Romania". Οι Βενετικές πηγές διακρίνουν τη Romania Bassa, που περιλάμβανε την Πελοπόννησο, την Εύβοια, την Κρήτη και τα νησιά και τη Romania Alta, που περιλάμβανε τις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης, ως τα Στενά. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι τα νεότερα χρόνια το Ναύπλιο ονομαζόταν Napoli de Romania. Η δημοτική ποίηση του Πόντου, διατήρησε το όνομα Ρωμανία με το οποίο δηλωνόταν το Βυζαντινό κράτος, σε αντιδιαστολή ίσως με το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, «των αυτοκρατόρων και βασιλέων πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας», όπως αυτοί αποκαλούνταν.
Το όνομα Έλλην(ας), συνδέθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους με αυτόν που επιμένει στην παλιά θρησκεία των Ελλήνων και σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Το όνομα Ελλάς, διατηρήθηκε δηλώνοντας τις περιοχές νότια από τις Θερμοπύλες. Αργότερα, ενώθηκε με τη διοικητική περιφέρεια του θέματος Ελλάδας, που εμφανίζεται για πρώτη φορά το 695. Οι κάτοικοι της νοτιότερης Ελλάδας ονομάστηκαν Ελλαδικοί, όνομα γνωστό από την αρχαιότητα και Κατωτικοί, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Άμαντος. Το όνομα Γραικός, με το οποίο δηλώνονταν παλαιότερα οι Έλληνες, είχε περιορισμένη διάδοση στο Βυζάντιο μέχρι τον 14ο αιώνα. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ονομάζει Γραικούς τους κατοίκους της περιοχής των Πατρών. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το χωρίο που αναφέρεται στη Μάνη: «ιστέον, λέγεται εν αυτώ, ότι οι του κάστρου Μαΐνης (Μάνης) οικήτορες, ουκ εισίν από της γενεάς των προρρηθέντων Σκλάβων, αλλ’ εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι και μέχρι τον νυν παρά των εντοπίων Έλληνες, προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας… (Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, "Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν"). Εδώ, Ρωμαίοι εννοούνται οι παλαιοί Έλληνες κάτοικοι, Έλληνες δε, όσοι επιμένουν στην ειδωλολατρία. Κατά τον Κ. Άμαντο, πολύ πρώιμα, δημιουργήθηκαν οι λέξεις Γραικογαλάται και Γοτθογραίκοι.
Από τον 11ο και 12ο αιώνα το όνομα Έλλην, έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Αυτό οφείλεται στις αλλαγές που έγιναν στην αυτοκρατορία, αλλά και στην αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων και παιδείας Πρώτος ο Μιχαήλ Ψελλός χρησιμοποιεί τα ονόματα Ελλάς και Έλληνες (11ος αι). Από τον 13ο αιώνα, η χρήση γίνεται πιο συχνή. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ταυτίζει την Αυτοκρατορία της Νίκαιας με την επικράτεια των Ελλήνων: "ου γαρ υπό τα των Ελλήνων τω τότε σκήπτρα η Σκάμανδρος". Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις σε επιστολές του, χρησιμοποιεί τους όρους Ελλάς και Ελληνικόν για τη Μικρά Ασία σε αντιδιαστολή με την Ευρώπη. Ακολουθούν διακεκριμένοι Βυζαντινοί συγγραφείς: Θεόδωρος Μετοχίτης, Νικόλαος Καβάσιλας, Αθανάσιος Λεπενδρηνός και Δημήτριος Κυδώνης, χρησιμοποιούν κατά κόρον τους όρους Ελλάς, Ελληνικός κ.λπ. Ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, γράφει στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄: "Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί". Τέλος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος αποκαλεί τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ «της Ελλάδος Ήλιον», τον δε Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, «Βασιλέα των Ελλήνων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...