Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022
ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Η ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ;
EIMAΣΤΕ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Η ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ; (4 απόψεις: μαθήτρια Ασπασία Τσαπάρα, βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυθηνός)
Μαθήτρια Τσαπάρα Ασπασία:
Στην επιστημονική κοινότητα μείζον θέμα αποτελεί η γενεολογία των Ελλήνων, με πολλαπλές έρευνες να πραγματοποιούνται και ποικίλα πορίσματα να εξάγονται. Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν κάθετα την αδιάκοπη πορεία του ελληνικού πολιτισμού απο τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης αυτού μέχρι και τον 21ο αιώνα.
Στον αντίποδα συναντώνται όσοι αποτάσσονται την ιδέα αυτή και υπεραμύνονται της άποψης ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ουδεμία σχέση φέρουν με τους αρχαίους. Ως εκ τούτου αμφισβητείται και η όποια σχέση ενδέχεται να υπάρχει μεταξύ αυτών και των Βυζαντινών.
Μια παρατήρηση φαίνεται να είναι πως μόνο στην γενεολογία των Ελλήνων εντοπίζονται αποκλίνουσες απόψεις, καθώς ποτέ κανείς δεν αμφισβήτησε ότι οι σύγχρονοι Ιταλοί είναι για παράδειγμα απόγονοι του Μουσολίνι. Οι μαρτυρίες του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και του Όμηρου για το γένος των Ελλήνων φαίνεται πως δεν αποτελούν αδιάσειστα στοιχεία για τους ερευνητές. Προς εξαγωγή ενός γόνιμου συμπεράσματος και χωρίς κριτική διάθεση ακολουθούν οι απόψεις των ειδικών, με τους αρνητές να προηγούνται και τους υποστηρικτές να έπονται.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι απόψεις θα διαχωριστούν σε όσες υπεραμύνονται της συσχέτισης των Νεοελλήνων με τους Βυζαντινούς και σε εκείνες που απορρίπτουν κάθε ενδεχόμενη σύνδεση. Η πρώτη άποψη που απαντάται στις πηγές αφορά τη «λογική»εξήγηση που δίνεται για την προέλευση των Ελλήνων και σχετίζεταιμε την αδιάκοπη ιστορίκή συνέχειά μας από την Ελληνική Πελασγική Φυλή. Στοιχεία αυτής της πανάρχαιας ανάπτυξης έχουν βρεθεί σε αναρίθμητες περιοχές του πλανήτη και ταυτοποιούνται λόγω των επιγραφών σε ελληνικό αλφάβητο. Βάζα, αγγεία και κεραικά θραύσματα με χαραγμένα σύμβολα έχουν βρεθεί σε βάθος αιώνων απο το 6.200 π.Χ μέχρι και τον 5οαι. μ.Χ. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός προ-αποικισμού στις περιοχές εκείνες, που μετεξελίχθηκε, αλλά διατηρήθηκε ενιαίος με το πέρασμα των χρόνων.
Μια δεύτερη άποψη αφορά την αδιάσπαστη πορεία του ελληνικού πολιτισμού απο τα προϊστορικά χρόνια έως και την σύγχρονη εποχή και διατυπώνεται απο τη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και Κλασικών Μελετών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο ελληνικός πολιτισμός επιβιώνει ιστορικά, με βασικό του χαρακτηριστικό τη διαχρονικότητα. Είναι ενιαίος και μοναδικός, καθώς παρουσιάζεται σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής του πορείας να έχει αφομοιωτικές δυνατότητες των εξωγενών στοιχείων, διατηρώντας τον πυρήνα της ταυτότητάς του.
Το τελευταίο μας επιτρέπει να θεωρήσουμε πως οι Βυζαντινοί με τους Νεοέλληνες φέρουν άμεση σύνδεση, τουλάχιστον στα βασικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους. Με τη θεωρία αυτήν αποκαθίσταται η ιστορική συνέχεια του έθνους μας ανά τους αιώνες και συνεπώς αντικρούεται και η θεωρία του Φαλμεράυερ.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Φαλμεράϋερ οι Έλληνες του 19ου αιώνα, άρα και οι σημερινοί ήταν Σλάβοι και Αλβανοί και ότι δεν είχαν καμία φυλετική σχέση με τους αρχαίους Έλληνες. Θα αναλυθεί σε επόμενη ενότητα.
Έπειτα απο τη δημοσίευση των προαναφερθέντων δεδομένων, πραγματοποιήθηκαν γενετικές μελέτες πάνω στον ελληνικό πολιτισμό,από ξένους γενετιστές,όπως ο Ιταλός Λουίτζι Λούκα Καβάλι-Σφόρτσα, οι οποίοι υποστήριξαν αλλά και επιβεβαίωσαν τη γενετική σύνδεση αρχαίων και σύγχρονων Ελλήνων, χωρίς τομές στην ιστορική γραμμή. «Η επιστήμη της γενετικής αποδεικνύει ότι είμαστε απο πάντα Έλληνες»
Την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα (1919) είκοσι οκτώ πανεπιστήμια στην Ευρώπη εκπόνησαν έρευνες και μελέτες, υπο την αιγίδα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, προκειμένου να αποδείξουν την ιστορική συνέχεια της ελληνικής φυλής. Στο εγχείρημα αυτό συμμετείχαν οι εξής χώρες: Αγγλία, Ιταλία, Ρωσία, Γερμανία, Δανία, Ιρλανδία, Ρουμανία, Τσεχία, Ισραήλ, Εσθονία, Ιράκ, Συρία. Εκαναν έρευνες DNA για τους κατοίκους της Ευρώπης. Η Ελλάδα έδωσε το παρών με τη συμμετοχή του Τμήματος Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπο τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τριανταφυλλίδη. Η έρευνα αυτή απέβη άκρως αποτελεσματική, καθώς επιβεβαίωσε πωςοι σημερινοί κάτοικοι της Ελλάδος είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Συγκεκριμένα απέδειξε ότι σε ποσοστό 70% οι σημερινοί Έλληνες έχουν το ίδιο DNA με τους αυτόχθονες κατοίκους της Ελλάδας της προϊστορικής εποχής.
Αναλογιζόμενοι λοιπόν τα πορίσματα αυτά δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε και για τη γενετική σχέση μας με τους Βυζαντινούς.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ακόμα μία έρευνα απο το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Παβίας στην Ιταλία. Τα πορίσματα της μάλιστα δημοσιοποιήθηκαν μέσω της εφημερίδας,«Απογευματινή της Κυριακής» στις 6 Νοεμβρίου του 2005. Το δημοσίευμα τιτλοφορείται ως «Καθαρο το DNA των Ελλήνων» και απαντά ευθέως στον Φαλμεράϋερ. Και σε αυτήν την έρευνα συμμετείχε ο κ. Τριανταφυλλίδης με την ερευνητική του ομάδα, απο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η έρευνα απέδειξε ότι η θεωρία του Φαλμεράϋερ δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς παρά τα 400 χρόνια σκλαβιάς την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το γενετικό υλικό των Ελλήνων διατηρήθηκε αναλλοίωτο.
Ακόμη μια έρευνα εκπονείται με σκοπό την κατάρριψη της δογματικής θέσης του Φαλμεράυιερ,η οποία όταν διατυπώθηκε συγκλόνισε την επιστημονική κοινότητα. Το 1960 και καθ ́ όλη τη δεκαετία ο Α.Ν. Πουλιανός διεξάγει μια επιστημονική έρευνα. Ο ερευνητής, αφού μελέτησε ανθρωπομετρικά μεγάλο αριθμό ατόμων από πολλές περιοχές της Ελλάδας, καταλήγει με επιστημονική μεθοδολογία ότι υπάρχει ανθρωπολογική συνέχεια των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, περιλαμβανομένης και της Βυζαντικής περιόδου.
Η τελευταία και πλέον σύγχρονη έρευνα πραγματοποιείται τη δεκαετία του 1990και έχει τον χαρακτήρα της έγκυρης πολυκεντρικής επιστημονικής έρευνας. Για ακόμα μια φορά απέδειξε ότι σε συντριπτικό ποσοστό οι σημερινοί Ελληνες έχουν το ίδιο DNA με τους αυτόχθονες κατοίκους της Ελλάδας της προϊστορικής εποχής. Δηλαδή η έρευνα επιβεβαιώνει ότι οι σημερινοί Ελληνες έχουν το DNA των Αρχαίων Ελλήνων.Μεταξύ άλλων συμμετείχε και ο Ελληνας καθηγητής της Γενετικής Κ. Τριανταφυλλίδης
Στον αντίποδα, σε πρώτο επίπεδο, συναντάμε την απόλυτα δογματική θέση του Φαλμεράγιερ. Για τον Φαλμεράγιερ, πρόγονοι των σύγχρονων Ελλήνων είναι κατά κύριο λόγο οι Σλάβοι και οι Αλβανοί που μετανάστευσαν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι Ελληνες να αποτελούν στην ουσία μια σλαβική φυλή αναμεμειγμένη με Αλβανούς και ελληνόφωνους Βυζαντινούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Βόσπορο, τη Θράκη κ.λπ.
Στην πραγματικότητα υπεραμύνεται της άποψης ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν γενετική σχέση με τους Βυζαντινούς, μόνο που στην ουσία αυτή δεν φέρουν γενετικά χαρακτηριστικά των Αρχαίων Ελλήνων, αλλά αποτελούν ξεχωριστή «φυλή».
Καταγγέλλει πως "ουτε σταγονα αρχαιου ελληνικου αιματος δεν κυλαει στις φλεβες των σημερινων κατοικων της Ελλαδος",υποστηρίζοντας οτι ειμαστε απογονοι Σλαβων.
Αργότερα βέβαια, άλλαξε καπως το αφηγημά του και περιελαβε και τους Αλβανους, προσθέτοντας πως οι Έλληνες διασκορπίστηκαν ήδη από το 1000 περίπου επί Βυζαντίου και ο πληθυσμός του σημερινού ελλαδικού χώρου αποτελούνταν κυρίως από σλαβικά φύλα που παρέμειναν στην περιοχή μετά από ληστρικές επιδρομές που έκαναν.Σύμφωνα με τις απόψεις του η φυλή των αρχαίων Ελλήνων εξαφανίστηκε παντελώς εξαιτίας της καθόδου σλάβικων φύλων στην Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα κατά τον 6ο αιώνα. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Η Ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευθεί από την Ευρώπη. Η φυσική ομορφιά, το μεγαλείο του πνεύματος, η απλότητα των συνηθειών, η καλλιτεχνική δημιουργία, οι αθλητικοί αγώνες, οι πόλεις, τα χωριά, το μεγαλείο των μνημείων και των αρχαίων ναών, ακόμα και το όνομα του λαού, έχουν εξαφανισθή από την Ελλάδα».
Για τον Φαλμεράυερ, λοιπόν, πρόγονοι των συγχρόνων Ελλήνων είναι οι Σλάβοι, κατά κύριο λόγο, και οι Αλβανοί που μετανάστευσαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, εξαφανίζοντας την ελληνική φυλή, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι Έλληνες να αποτελούν στην ουσία μια σλαβική φυλή. Οι Σκύθες-Σλάβοι, οι Ιλλυριοί-Αρβανίτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί, είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Ελληνες. Ο εκσλαβισμός και ο εξαλβανισμός περιοχών της ελλαδικής επικράτειας, νόθευσε και εξαφάνισε μέσω της φυλετικής επιμειξίας την
αρχαιοελληνική φυλή και τον πολιτισμό της.
Σύμφωνα με το επιχείρημα της φυλετικά ανόθευτης ιστορικής κοινότητας -χαρακτηριστικό της ρομαντικής ιστοριογραφίας-οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων και συνεπώς δεν είναι ορθό να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι. Ακολουθώντας το σκεπτικό του προαναφερθεντος, τα τελευταία χρόνια,αμφισβητείται απο πολλούς «διανοούμενους» και πολιτικούς, Έλληνες και μη, η καταγωγή των σημερινών Ελλήνων από τους αρχαίους Ελληνες.Υπάρχουν θεωρίες, ατεκμηρίωτες πάντοτε, που υποστηρίζουν οτι οι σημερινοί Έλληνες κατάγονται από Ινδοευρωπαίους, απο την Αφρική από Σημιτοφοίνικες συναφείς πληθυσμούς. Ταυτόχρονα πολλοί Έλληνες εκπαιδευτικοί,θιασώτες ξένων θεωριών, όπως αυτή του Ιακώβ Φαλμεράϋερ, υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε καμιά σχέση με τους αρχαίους Έλληνες αλλά είμαστε Σλάβοι, Αλβανοί, Αφρικανοί, Τούρκοι και οτιδήποτε άλλο εκτός απο Έλληνες.
O Παπαρρηγόπουλος υποστηρίζει ότι υπάρχει ιδιαίτερη σύγχυση αναφορικά μετον όρο «Βυζαντινός» καθώς ενώ στην ιστορία αναφέρεται συχνότερα ό όρος « Έλληνας», το 300 μΧ εμφανίζονται οι Βυζαντινοί, το 1204 επανεμφανίζονται οι Έλληνες, οι οποίοι και συνυπάρχουν αρμονικά με τους «Βυζαντινούς» έως το 1453. Καταθέτει λοιπόν την άποψηπως οι σύγχρονοι Έλληνες δεν μπορούν να ταυτιστούν με τους Βυζαντινούς, αφού οι τελευταίοι είναι Ρωμαίοι και επ ́ουδενί Έλληνες. Τελευταία άποψη φαίνεται να είναι αυτή του Γάλλου ιστορικού Ζ.Ντυροζέλ, σύμφωνα με την οποία,οι Έλληνες κατάγονται από τους Τούρκους. Βέβαια η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται από γενετικά δεδομένα ή έρευνες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Έπειτα απο την παρούσα έρευνα προσωπικά οριστικοποιώ την άποψή μου, ότι δηλαδή πράγματι οι Νεοέλληνες είναι απόγονοι των Βυζαντινών, οι οποίοι με την σειρά τους έχουνε άμεση γενετική σχέση με τους Αρχαίους. Μάλιστα αυτή ενισχύεται, καθώς οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αυτοαποκαλούνται «απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων» και οι σύγχρονοι Έλληνες «απόγονοι Βυζαντινών».
«Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνήκαι η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», Πλήθων Γεμιστός, 1360-1452, Έλληνας Βυζαντινός φιλόσοφος
«Τα έθνη μάχεται καθ’ ημών [...]Μόνον δε το Ελληνικόν αυτό βοηθεί εαυτώ», Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, 1221-1258, Βυζαντινός αυτοκράτορας
«Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος», Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, 1221-1258, Βυζαντινός αυτοκράτορας
Ασπασία Τσαπάρα
ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ: To ιδεολόγημα της «ελληνικότητας» του Βυζαντίου
Η κ. Αρβελέρ ταυτίζει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη «Ρωμαίικη», μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Τα σημεία στα οποία η κυρία Αρβελέρ προσκομίζει επιχειρήματα είναι συγκεκριμένα: γράφει, λόγου χάριν, ότι μετά το 1204 υπάρχει αντίθεση Λατίνων και Ελλήνων. Η αντίθεση όμως που δημιουργείται μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους είναι κυρίως θρησκευτική, «εκφράζεται ως συναίσθημα θρησκευτικού αντιλατινικού μένους των ορθοδόξων πληθυσμών». Η θρησκευτική εχθρότητα προς τη Δύση εκφράζεται κατά τον χαρακτηριστικώτερο τρόπο λίγο πριν την τελική ήττα από τα λόγια του πλουσίου αξιωματούχου Λουκά Νοταρά που προτιμούσε να δει στην Κωνσταντινούπολη: «καλύτερα τούρκικο φακιόλι παρά τιάρα λατινική».
Έως το τέλος της αυτοκρατορίας οι Βυζαντινοί δεν αποποιούνται το όνομά τους, αποκαλούνται Ρωμαίοι και όχι Έλληνες. Το Βυζάντιο παρέμεινε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Νέα Ρώμη, η Νέα Σιών, η Νέα Ιερουσαλήμ - ποτέ Νέα Αθήνα, Νέα Σπάρτη ή έστω Νέα Πέλλα. Όπως ήδη αναφέρθηκε το Βυζάντιο είναι πολυεθνική αυτοκρατορία, δεν είναι μονοεθνική ελληνική. Η ύπαρξη κάποιων αναφορών στο όνομα Έλλην από ορισμένους βυζαντινούς λογίους σημαίνει ότι την ελληνικότητα την προέβαλλαν περισσότερο ως στοιχείο πολιτικής καί λιγότερο ως στοιχείο πολιτισμικής συλλογικότητας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Γεώργιος Πλήθων είναι ο μόνος που λίγο πριν το τέλος της Κωνσταντινούπολης έχει δώσει έναν σαφή πολιτισμικό προσανατολισμό, προβάλλοντας στοιχεία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, λατρείας και παιδείας, των οποίων αμυδρή έκφραση περιέχει το: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Αλλά ο Πλήθων εκφράζει μία επιθυμία, ένα αίτημα αλλαγής στο ήδη παρηκμασμένο Βυζάντιο, και είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω, διότι είναι πολύ αργά να αλλάξουν απόψεις οι Βυζαντινοί και ιδίως οι παρασιτικοί χριστιανοί οφφικιάλιοι του Πατριαρχείου και των πολυάριθμων μονών. Γι’ αυτό συναντά την εχθρότητα των Χριστιανών και των ανθενωτικών, ιδίως του Γεωργίου Γενναδίου Σχολαρίου, ο οποίος του απαντά πως «δεν είμαι Έλλην, αλλά χριστιανός». Μετά δε το 1453 μ.Χ. ο Γεννάδιος, όταν έγινε ο πρώτος πατριάρχης, παρέδωσε στην πυρά το έργο του Πλήθωνα!
Από το 1204 έως το 1261 μ.Χ.η αυτοκρατορία της Νικαίας επωμίσθηκε τις τύχες της εξουσίας και της εκκλησίας και όχι κάποιου ανύπαρκτου ελληνισμού. Το ότι αυτό που ενδιαφέρει τους βυζαντινούς είναι η εξουσία με οποιοδήποτε τίμημα, φαίνεται και στο γεγονός της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης. Αυτή έγινε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο κατά τον εξής τρόπο: κατ’ αρχάς οργάνωσε τη δολοφονία των Μουζαλώνων, από τους οποίους ο Γεώργιος είχε οριστεί επίσημα από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρι επίτροπος του ανήλικου επτάχρονου γυιου του Ιωάννη Δ΄ (Αύγουστος 1258 μ.Χ.). Εν συνεχεία ο Μιχαήλ αναδείχθηκε συναυτοκράτορας το 1259 μ.Χ. και, λίγους μήνες μετά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη (15 Αυγούστου 1261), τα Χριστούγεννα του 1261 τυφλώνει το δύστυχο δεκάχρονο αγόρι. Η απανθρωπιά και η βαρβαρότητα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, σφετεριστή της νόμιμης εξουσίας, δεν σταμάτησε εκεί, συνεχίσθηκε στον αθώο παιδικό σύντροφο του Ιωάννη Δ΄. Διέταξε να κόψουν τη μύτη και τα χείλη του Μανουήλ Ολοβώλου! Δηλαδή και η εποχή αυτή δεν σηματοδοτείται από κάποια αλλαγή στους τρόπους βάρβαρης πολιτικής συμπεριφοράς και σκέψης, οι οποίοι παραμένουν γνήσια βυζαντινοί – δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με ελληνικούς τρόπους, ήθη, ιδέες και αξίες.
Μέρος των Νεοελλήνων ιστορικών (όπως, π.χ. ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βακαλόπουλος, ο Σβορώνος αλλά και ο Irmsher) δεν διστάζουν να τοποθετήσουν στο 1204 την απαρχή του Νεοελληνικού Έθνους. Όμως τα στοιχεία που προσκομίζουν οι ιστορικοί αυτοί δεν είναι πειστικά. Είναι εντελώς παράδοξο να αφυπνίσθηκε η εθνική συνείδηση μετά το 1204, η οποία μέχρι τότε κοιμόταν βαθιά. Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν έστω και κάποια από τις αξίες ή σημασίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού - ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία, εγκόσμια συλλογική δικαιοσύνη, ελεύθερη φιλοσοφική έρευνα, ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία, επιστήμη, δωδεκάθεο ή πολυθεϊσμό.
Γιατί, υποστηρίζει η κυρία Αρβελέρ, το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν είναι κάποιες παθητικές οντότητες που υπάρχουν ανέκαθεν κάπου στο περιθώριο της ιστορίας και της κοινωνίας ή στα βάθη του ασυνειδήτου και του μυαλού, και όταν αποφασίσουν κάποιοι μπορούν να τα συμμαζέψουν να τα φέρουν στην επιφάνεια και να κατασκευάσουν ένα επιθυμητό προϊόν. Το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν κληρονομούνται βιολογικώς ή γλωσσικώς, είναι αποτελέσματα δυναμικών πεποιθήσεων, αγωνιστικών διεκδικήσεων και δράσεων. Δημιουργούνται και συγκροτούνται δυναμικά, προβάλλοντας νέα αιτήματα, οράματα και άλλες, διαφορετικές αξίες, όπως έγινε στον 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ένας άλλος βασικός αρνητικός παράγοντας στη συγκρότηση εθνικής συνείδησης ήταν η εκκλησία, η οποία είχε μεγάλη εξουσία και επιρροή σε δυνατούς και πληβείους, υπηκόους μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Όπως σημειώνει ο Π. Κονδύλης «η εκκλησία ήταν θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός, στα μάτια του οποίου η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή ακόμα και τη γλώσσα: ο ορθόδοξος Ρώσσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι»». Ο λόγος ήταν πως η εκκλησία φοβόταν τη δημιουργία εθνικής συνείδησης και έθνους, διότι η δημιουργία εθνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμά της, που αποτελούνταν από περισσότερα έθνη, και έτσι θα μειωνόταν η επιρροή της. Έτσι εξηγείται και η εχθρότητα ανέκαθεν των χριστιανών προς τους Εθνικούς και τους Έλληνες μέχρι το τέλος του Βυζαντίου και όλως ιδιαιτέρως το μίσος του Γεωργίου Γενναδίου προς τον Πλήθωνα που υπερασπίσθηκε το ελληνικό στοιχείο.
Το ότι κάποιοι βυζαντινοί λόγιοι ή αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής αυλής ανακαλύπτουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, διαφορετικό από αυτό που επί αιώνες αντιλαμβάνονταν ως μοναδικότητα (δηλαδή Ρώμη και Χριστιανισμός), δεν σημαίνει οπωσδήποτε την απαρχή του νεοελληνικού έθνους. Οι αναφορές στον όρο "Έλλην" υποδεικνύουν μάλλον ότι ορισμένοι Βυζαντινοί, προς το τέλος της αυτοκρατορίας και εν μέσω μεγάλης, γενικευμένης κρίσεως που διέρχονταν ως άτομα, ως κοινωνία και ως αντίληψη, αναζητούσαν μία καινούρια ταυτότητα ή, πάντως, «ότι η ρωμαϊκότητα και η ιδιότητά τους ως ορθοδόξων δεν ήταν πλέον για όλους επαρκή διακριτικά γνωρίσματα».
Επί πλέον αποτελεί τεράστια αντίφαση το γεγονός από τη μια, το ελληνίζειν να απαγορεύεται νομοθετικώς καθόλη τη διάρκεια του Βυζαντίου και να διώκονται άνθρωποι και ιδέες με την κατηγορία του ελληνίζειν και από την άλλη, το να θεωρούνται οι Βυζαντινοί Έλληνες.
Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει διαμάχη περί του ζητήματος αυτού (disputatio). δηλαδή έχει αναπτυχθεί και η αντίθετη άποψη, εξ ίσου τεκμηριωμένη. Η συζήτηση πάντως για τις απαρχές, που έγινε με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του Ν. Σβορώνου το 2004, παραμένει ακόμη και σήμερα ανοικτή.
Πράγμα που σημαίνει ότι οι ιστορικοί δυσκολεύονται να επιλύσουν το πρόβλημα, και ίσως είναι αδύνατο να το επιλύσουν. Όπως σημειώνει η Τ. Κιουσοπούλου, το ερώτημα εάν οι απαρχές του νεοελληνικού έθνους βρίσκονται στον 13ο αιώνα είναι λανθασμένο, διότι τέτοια ερωτήματα «προβάλλουν στο παρελθόν ερμηνευτικές κατηγορίες και αιτήματα του παρόντος και, ως εκ τούτου, επιδέχονται εξ ορισμού λανθασμένες απαντήσεις».
Στα πλαίσια της αντιλήψεώς της για τη «συνέχεια του γένους» η κυρία Αρβελέρ χαρακτηρίζει τον Ρήγα Φεραίο ως τον «τελευταίο Βυζαντινό», παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο Ρήγας υπήρξε ένας εκπρόσωπος της νεωτερικότητας, επηρεασμένος από τη διδασκαλία του Διαφωτισμού και τα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης περί απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε θρησκευτική εξάρτηση και κοσμική δουλεία, δηλαδή πως υπήρξε αντίθετος με τις αυταρχικές ιδέες και ιεραρχικές πρακτικές των Βυζαντινών Χριστιανών.
Πιθανόν η άποψη της Αρβελέρ να εκπηγάζει από τις ιδέες του Φεραίου περί βαλκανικής ομοσπονδίας, που όμως ουδεμία σχέση έχουν με το γένος και τη χριστιανική οικουμένη υπό την εξουσία του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, με την ελέω θεού μοναρχία, την αυθαιρεσία, την ιεραρχία και την παγκόσμια κυριαρχία επί των υπόδουλων εθνών (dominium mundi), όπως εφαρμόστηκε στο σκοτεινό Βυζάντιο και όπως ευκρινώς διατυπώθηκε από την Άννα Κομνηνή: «Φύσει γαρ δεσπότις των άλλων εθνών η βασιλεία των Ρωμαίων, εχθρωδώς διακείμενον έχει το δούλον».
Προσπαθώντας να ορίσει την Ευρώπη από πολιτιστική άποψη η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ αναφέρεται στην άποψη του Paul Valery το 1922: «Η Ευρώπη πολιτιστικά στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό επίτευγμα από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική διευθέτηση και από την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα».
H πνευματικότητα απαιτεί ελεύθερο πνευματικό βίο, ελεύθερες πνευματικές συνθέσεις και δημιουργίες, δυνατότητα να τεθούν γενικά και ειδικά ζητήματα που αφορούν την κοινωνία από οποιονδήποτε το επιθυμεί, ανταλλαγή απόψεων και ελλόγων επιχειρημάτων με συγκλίνουσες και αποκλίνουσες απαντήσεις, ανεξάρτητους πνευματικούς ανθρώπους απεγκλωβισμένους από εξουσίες, ιδεολογίες και εκκλησίες, και κυρίως χωρίς τον φόβο του αποκλεισμού, του αφορισμού και του στιγματισμού. Η πνευματικότητα αναφέρεται στην δημιουργική ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας, σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις της, και τρέφεται από την ελευθερία, την κριτική και την αμφισβήτηση. Αναφέρεται στον άνθρωπο ως άνθρωπο, και όχι στον πιστό ενός θρησκευτικού δόγματος και μίας θρησκείας, όχι στον οπαδό μίας εξουσίας ή μίας ιδεολογίας.
Η αλήθεια είναι πως το Βυζάντιο και γενικώς ο ιουδαϊκοχριστιανικός κόσμος δεν έχει προσφέρει πνευματικότητα και πνευματικό πολιτισμό στην Ιστορία, παρά θρησκευτικές δημιουργίες, συνοδευόμενες από θρησκευτικά δόγματα, ηθικολογικά κηρύγματα, θεολογικές έριδες, μισαλλοδοξίες, καταστροφές μνημείων και κειμένων, αυταρχικές αντιλήψεις για το συνυπάρχειν και το κοινωνείν, εξωιστορικές και εξωκοινωνικές αντιλήψεις για τον κόσμο, διδαχές υποταγής στην κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία, διδάγματα υποδούλωσης σε υπερφυσικές και εγκόσμιες εξουσίες.
Ο ιουδαιοχριστιανισμός ως στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας έπαιξε αρνητικό ρόλο κομίζοντας πλείστα όσα αρνητικά: την ιεροποίηση της μοναδικής αλήθειας, την απαγόρευση της ελεύθερης σκέψεως, το διαχωρισμό των ανθρώπων σε πιστούς και απίστους, τον διαχωρισμό σε αντιπάλους (Καθολικούς, Διαμαρτυρομένους και Ορθοδόξους), τους θρησκευτικούς πολέμους, τα σχίσματα και τα εγκλήματα, την έλευση του Μεσαίωνα, τη θεοκρατία, τη νομιμοποίηση και τον εκθειασμό της ελέω θεού απόλυτης μοναρχίας, την ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης, τον φανατισμό, τις προκαταλήψεις, τον μυστικισμό, την άλογη πίστη, τη φυγή εκείθεν της πραγματικότητας, τον αναχωρητισμό, τον ασκητισμό, την περιφρόνηση του σώματος, του έρωτα και της ζωής, την καταστροφή του διαφορετικού (θρησκείας, βιβλίου, ιδέας, συμπεριφοράς). Αυτές οι αρνητικές πτυχές συναντώνται και στο Βυζάντιο, κυρίως η απαξίωση και η καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού σε όλες τις εκφράσεις του (την ελευθερία, την ισότητα, τη συμμετοχή, τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, την τραγωδία). Η κληρονομιά του Βυζαντίου δεν έχει σχέση με «ανθρωπισμό» και «μετουσίωση του αρχαίου μαθήματος», όπως γράφει η κυρία Αρβελέρ.
Ο πνευματικός πολιτισμός και η πνευματικότητα είναι αποτέλεσμα τόσο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, πολύ πριν τον χριστιανισμό, όσο και των Νέων Χρόνων της Δυτικής Ευρώπης, στην οποία τα στοιχεία αυτά αναδύονται με ισχυρή αντίθεση προς τον θεσμισμένο ιουδαιοχριστιανισμό. Κατ’ αρχάς, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός συνεισέφερε με τη δημιουργία της φιλοσοφίας, , της ιστοριογραφίας, της τραγωδίας, της κωμωδίας, της ρητορικής, της ελευθερίας, της ισότητας, της εγκόσμιας συλλογικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, του πολίτη, της συλλογικής πράξεως, της πραγματικής συμμετοχής των ανθρώπων στο πολιτικό γίγνεσθαι, της κοινωνικής συνεργασίας και αλληλεγγύης, της προστασίας των ατόμων από την αυθαιρεσία της εξουσίας. με τη δημιουργία του λόγου, του ελεύθερου διαλόγου και της ελεύθερης αναζήτησης, του επιχειρήματος και της αιτιολογίας, των μαθηματικών και της παραγωγικής απόδειξης, της επιστήμης και της απεριόριστης επιστημονικής έρευνας, της εγκόσμιας παιδείας, της έννομης τάξεως, του γραπτού συλλογικού νόμου, του ουσιαστικού και ενδελεχούς κοινωνικού ελέγχου κάθε εξουσίας, της ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης, της θρησκευτικής ανεκτικότητας.
Εν συνεχεία, οι Νέοι Χρόνοι από την πλευρά τους προσέφεραν αφ’ενός την Αναγέννηση και τον Ουμανισμό, την επιστροφή στα αρχαιοελληνικά νάματα, και αφ’ ετέρου ξανά για δεύτερη φορά τη δημιουργία της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της συμμετοχής στον πολιτικό βίο, τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις κατά της απόλυτης μοναρχίας και της Εκκλησίας, κατά του θρησκευτικού χριστιανικού δογματισμού και της θεολογικής αυθεντίας, τη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό, την κατάργηση της δουλείας. Ως τρίτο στοιχείο λοιπόν στον ορισμό της πολιτιστικής Ευρώπης, εκτός της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, πρέπει να τεθεί αυτοδικαίως, όχι ο ιουδαιοχριστιανισμός, αλλά η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, οι αστικές επαναστάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, του φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού.
Εάν πάλι κάποιος προσπαθούσε να ορίσει τα αρνητικά στοιχεία που σημάδεψαν την Ευρώπη, τότε οπωσδήποτε το Βυζάντιο, γενικώς ο Μεσαίωνας και ο χριστιανισμός, θα ήταν ένα από αυτά.
Γιατί, διερωτάται η κυρία Αρβελέρ, κατά καιρούς προβάλλεται το Βυζάντιο, από βυζαντινολάτρες παντός είδους, ως ελληνικό και μεγαλειώδες; Η απάντηση που μπορεί να δοθεί έχει σχέση με την έλλειψη γενικής παιδείας και ιστορικής γνώσης που μαστίζουν την νεοελληνική κοινωνία. Η καθυστέρηση και ο συντηρητισμός της δίνουν ερείσματα στον εθνικισμό και στην ισχυρή εξουσία της ορθόδοξης εκκλησίας, που επιδιώκουν και το κατορθώνουν να επιβάλλουν την ιδεολογία τους εις βάρος της πραγματικής γνώσης και των δημοκρατικών ελληνικών αξιών.
Τι μάθημα, τι αξίες και διδάγματα έχουν να αντλήσουν οι νέοι από το μεσαιωνικό Βυζάντιο; Την υποταγή στον κοσμικό και τον θρησκευτικό ηγεμόνα; τη συμμόρφωση με τα δόγματα του ιερατείου; τον εγκλεισμό στη μοναδική αλήθεια; την ορθοδοξία, τον εφησυχασμό, την άλογη πίστη σε σημεία και τέρατα; τις ραδιουργίες, τις συνομωσίες, τα εγκλήματα, τις δολοπλοκίες και ίντριγκες της παλατινής αυλής; τα βασανιστήρια, την αποχώρηση από τα εγκόσμια, τον εκμηδενισμό της αυτόνομης και αυθόρμητης συμπεριφοράς, την εκμηδένιση της σάρκας και του έρωτα; την ασυδοσία των δυνατών, την αντιπάθεια στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στη φιλοσοφία και την εγκόσμια συλλογική δικαιοσύνη; Πώς αυτά τα αρνητικά στοιχεία θα συμφιλιωθούν με τίς διαχρονικές αξίες και δημιουργίες της αρχαίας Ελλάδας που βρίσκονται στον αντίποδα ακριβώς των βυζαντινών προτύπων;
Η ιστορικός της Αρχαίας Ελλάδας Jaqueline de Romilly στο βιβλίο της Γιατί η Ελλάδα; αρκετά χρόνια πριν από το βιβλίο της κυρίας Αρβελέρ, παραθέτει πολλά στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν κίνητρο και έμπνευση για τον σύγχρονο άνθρωπο. Θα αρκεσθώ εδώ σε ένα, το κυριώτερο, τη δημοκρατία: «Δεν μπορούμε πια να σκεφθούμε τη δημοκρατία, που κατέχει μια τόσο θεμελιώδη θέση στην ευρωπαϊκή διανόηση, χωρίς να ακολουθήσουμε, είτε το ξέρουμε είτε όχι, τον δρόμο που χάραξε η Αθήνα».
Αντιθέτως, στο Βυζάντιο δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο από το οποίο να εμπνευσθεί ο σύγχρονος άνθρωπος για να αποτελέσει αξία για τη ζωή του – όλα ανεξαιρέτως είναι προς αποφυγήν.
Είναι αλήθεια σχιζοφρενική η αντίληψη που θέλει να συνδυάσει την αρχαία Ελλάδα με το Βυζάντιο, δύο κόσμους διαμετρικά αντίθετους και ξένους, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Καστοριάδης: «Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας. Στο πολιτικό πεδίο εκφράζεται με την πολιτεία ελεύθερων πολιτών που αυτοκυβερνώνται συλλογικά. Στο πνευματικό πεδίο, από την άλλη, εκφράζεται με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα. Στο Βυζάντιο δεν καλλιεργείται ο στοχασμός, αλλά μόνον ο σχολιασμός ιερών κειμένων». Επίσης: «η ταυτόχρονη αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο – με τον γνωστό αποστεωμένο τρόπο – είναι η ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό».
Η πεποίθηση πως η «Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι άλλο», δηλαδή τα αρνητικά στοιχεία του παρελθόντος, η βαρειά κληρονομιά του Βυζαντίου (και της Τουρκοκρατίας), επιβίωσαν και μετά την ανεξαρτησία, και συνέβαλαν στον εγκλεισμό του νεοελληνικού κράτους, της νεοελληνικής ιδεολογίας και μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε ένα κατασκευασμένο, μυθικό ένδοξο παρελθόν, στον εγκλωβισμό σε άχρηστα ιδεολογήματα. Το αποτέλεσμα ήταν να στερήσουν από την κοινωνία τη δυνατότητα έλλογης σκέψεως για την κατανόηση τής πραγματικότητας, για τον προσδιορισμό σύγχρονης ταυτότητας, και, κατά συνέπεια, να αποκλείσουν την ικανότητα σώφρονος δράσεως για την επιβίωση της νεοελληνικής κοινωνίας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Την κατάληξη όλων αυτών τη βιώνουμε σήμερα (το 2011) στη γενικευμένη παρακμή και χρεοκοπία.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία ο μεσαίωνας, το θεοκρατικό και αυτοκρατορικό Βυζάντιο, προβάλλεται ως αξία από διανοουμένους και ΜΜΕ - αυτό είναι ένδειξη πολιτισμικής, ηθικής και πολιτικής καθυστέρησης.
Πολλοί θεωρούν ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχε τίποτα ελληνικό και «πατώντας» πάνω σ’ αυτό το επιχείρημα ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει συνέχεια του ελληνισμού και ότι οι αγωνιστές του 1821 ήταν ένα συνονθύλευμα από Αλβανούς, Σλάβους και διάφορους άλλους που δημιούργησαν ένα κράτος χάρη στη μεγαλοψυχία των Ευρωπαίων που με τη νίκη τους στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, χάρισαν την ελευθερία υπόδουλους Έλληνες. Ας δούμε τι γράφει, επικαλούμενος πάμπολλες πηγές, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες βυζαντινολόγους, ο Διονύσιος Α. Ζακυθηνός (1905-1993).
Σύμφωνα με τον Α. Heisenberg στο έργο του «Staat und Gesellschaft des byz. Reiches: Die Kutur der Gegenwart» Β’, 4,1,1923, σελ. 364, Βυζάντιο είναι το «εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος του Ελληνικού Έθνους». Ήταν δε ο χώρος της πολιτικής και πνευματικής σταδιοδρομίας του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πρέσβευε ως μοναδική θρησκεία τον Χριστιανισμό τον οποίο δέχεται ως υπέρτατη πνευματική αρχή. Χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα και δεχόταν ως μοναδική παιδεία την ελληνική. Από τα μέσα του 7ου αιώνα σαφώς ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους και τείνει να αποβεί ο χώρος της πολιτικής και πολιτιστικής του δραστηριότητας.
Σήμερα έχει επικρατήσει η συνήθεια το εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος να το ονομάζουμε Βυζάντιο και Βυζαντινό κλπ. Τα ονόματα Βυζάντιο(ν), Βυζαντίνος και Βυζαντιακός ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες του Μεσαίωνα. Σύμφωνα με αυτούς, Βυζάντιον, Βυζαντίς και Βυζαντίων πόλις ήταν η Κωνσταντινούπολη, ο δε κάτοικος αυτής ονομαζόταν Βυζάντιος. Εξαίρεση ίσως αποτελούν τα έργα των ιστορικών Πρίσκου «Ιστορία Βυζαντινή» και Μάλχου «Βυζαντιακά». Στα Λατινικά, ο όρος Byzantinus χρησιμοποιείται κυρίως σε χωρία συγγραφέων του 4ου και του 5ου αιώνα όπως του Κλαυδιανού («…Byzantinos procures Graios due Quirites») υπάρχουν σχετικές αναφορές. Ο όρος «Βυζαντινός» κατά τους νεότερους χρόνους, εμφανίζεται σε έργα Τούρκων συγγραφέων γραμμένων στα Λατινικά μετά την άλωση της Πόλης και δηλώνει κυρίως τους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στη Δύση. Πάντως η γενίκευση του όρου «Βυζαντινός» άρχισε το 1562 από τον Hieronumus Wolf που χρησιμοποίησε τον τίτλο «Corpus Byzantinae Historiae». Μετά το 1562, τα ονόματα Βυζάντιο(ν) και Βυζαντινός άρχισαν να διαδίδονται και να παγιώνονται με τη «Βυζαντίδα» του Λούβρου (1648) ενώ λίγο αργότερα ο Ιησουίτης Philippe Labbe (1607-1667) εξαίρει την «Βυζαντινήν Ιστορίαν». Οι όροι Βυζάντιο(ν) και Βυζαντινός επικράτησαν οριστικά με το έργο του θεμελιωτή των Βυζαντινών σπουδών Charles Du Change «Ηistoria Byzantina» (1680).
Όμως στη νεότερη ιστοριογραφία χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ονόματα για τη δήλωση της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Έτσι ο Anselm Banduri χρησιμοποίησε στο έργο του «Imperium orientale sive Antiquitates Constantinopolitanae» (1711) τον όρο Ανατολική Αυτοκρατορία σε αντιδιαστολή με το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Επίσης για μεγάλο χρονικό διάστημα επικράτησε στην επιστημονική ορολογία το όνομα “Bas Empire” δηλαδή «Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό Κράτος» το οποί επιβλήθηκε κυρίως με το έργο του Charles Le Bean «Ηistoire du Bas-Empire». Ιδιαίτερα συχνή ήταν και η χρήση του όρου «Ελληνική αυτοκρατορία». Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου στα μεσαιωνικά χρόνια όφειλαν να φέρουν τον τίτλο Imperatoris Romani. Έτσι το Βυζαντινό κράτος ονομαζόταν Imperium Graecum και Empire Grec ή Empire Grec d’ Orient («Ελληνική Αυτοκρατορία» και «Ελληνική Αυτοκρατορία της Ανατολής»). Τον όρο Empire Grec χρησιμοποίησε από τους πρώτους ο Montaigne (1533-1592) και παρόλο ότι το όνομα αυτό έπεσε σε αφάνεια, Γάλλοι ιστορικοί και ερευνητές του 19ου αιώνα όπως ο Alfred Rambaud στο βιβλίο του «L’ Empire Grec an dixieme siècle Constantine VII Porphyrogenete» (Παρίσι, 1870) («Η Ελληνική Αυτοκρατορία τον 10ο αιώνα. Κωνσταντίνος VII ο Πορφυρογέννητος»).
Από ελληνικής πλευράς, οι όροι Βυζάντιο, Βυζαντινός και Βυζαντιακός γενικεύονται από τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο Αδαμάντιος Κοραής χρησιμοποιεί τους όρους «Βυζαντινή Ιστορία» (1805) και Βυζαντινός Ελληνισμός» (1811). Σε μετάφραση του Δημήτριου Αλεξανδρίδη που καταγόταν από τον Τύρναβο ο τίτλος είναι: «Ιστορία των του Βυζαντίου αυτοκρατόρων» (Βιέννη, 1807). Αργότερα (1857), ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος τιτλοφορεί το έργο του «Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών Νεοελληνικής εθνότητας από Η’ άχρι Ι’ εκατονταετηρίδος» (Αθήνα, 1857).
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δεν δεχόταν τους όρους Βυζάντιο και Βυζαντινός και έκανε λόγο για μεσαιωνικό ελληνισμό. Το ίδιο έκανε και ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Λάμπρος στην «Ιστορία της Ελλάδος». Πολύ σωστά βέβαια και οι δύο συμπεριέλαβαν στα έργα τους την Βυζαντινή περίοδο. Μια τελευταία προσπάθεια από ιστορικούς όπως οι B. Bury, Ernst Stein κ.ά. να επαναφέρουν τους όρους Μεταγενέστερο και Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος έπεσε στο κενό. Έτσι το επίθετο Βυζαντινός χωρίς μειωτικούς και χλευαστικούς χαρακτηρισμούς, επικράτησε οριστικά στην επιστημονική ορολογία (L. Brehier, “Byzance et Empire Byzantine”, 1929-1930).
Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους άμεσους διαδόχους του Ρωμαϊκού κράτους και συνεχιστές της Ρωμαϊκής παράδοσης. Έτσι το επίθετο Ρωμαϊκός επικράτησε στους Έλληνες των μέσων χρόνων, για δήλωση όλων των εκδηλώσεων του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Η επικράτειά τους ήταν Ρωμαϊκή, Ρωμαίοι, Ρωμείς και μερικές φορές Αύσονες και Αυσονίτες (από το όνομα των κατοίκων της ιταλικής Αυσονίας), ήταν οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας. Ρωμαΐς γη, Ρωμανία ή και Αυσονία ήταν η χώρα τους. Οι αυτοκράτορες, ως και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έφεραν τον τίτλο "πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων". Με το Διάταγμα του Καρακάλα το 212, δινόταν η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους μη ρωμαϊκής καταγωγής πολίτες της αυτοκρατορίας και η λέξη Ρωμαίος σήμαινε γενικότερα τον πολίτη της Ρωμαϊκής επικράτειας. Μέχρι σήμερα, το όνομα Ρωμαίος- Ρωμιός, δηλώνει τον επικρατέστερο εθνικά, γλωσσικά και πολιτιστικά λαό της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τους Έλληνες.
Το όνομα Ρωμανία, άρχισε να χρησιμοποιείται από το πρώτο μισό του 4ου αι για δήλωση του δυτικού τμήματος του Ρωμαϊκού κράτους, στη συνέχεια όμως επεκτάθηκε και στο Ανατολικό. Με το όνομα Ρωμανία, Έλληνες και ξένοι δήλωναν αργότερα τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μερικές φορές δε και συγκεκριμένες περιοχές με τις οποίες οι ξένοι έρχονταν σε επικοινωνία, κυρίως τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Μολυβδόβουλα του 8ου αιώνα, αναφέρουν ότι οι θρακικές πόλεις Δεβελτό και Φιλιππούπολη ανήκουν στη Ρωμανία.
Οι Λατίνοι που κατέλαβαν την Κων/πολη και άλλες περιοχές του Βυζαντίου το 1204, ονόμασαν την αυτοκρατορία τους «Romania» ή «Imperium Romaniae».Ο δόγης της Βενετίας πρόσθεσε στους τίτλους του αυτόν του δεσπότη του τέταρτου μέρους και του τέταρτου και μισού της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας: "Dominus duartae partis et dimidiae totius Imperii Romaniae". Η κυρίως Ελλάδα και η Πελοπόννησος, δηλώνονταν με το όνομα Romania. Ο Μαρίνος Σανούδος ο πρεσβύτερος έγραψε την "Istoria del Regno di Romania", ενώ η κωδικοποίηση των φεουδαρχικών εθίμων της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα έλαβε τον τίτλο "Assises de Romania". Οι Βενετικές πηγές διακρίνουν τη Romania Bassa, που περιλάμβανε την Πελοπόννησο, την Εύβοια, την Κρήτη και τα νησιά και τη Romania Alta, που περιλάμβανε τις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης, ως τα Στενά. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι τα νεότερα χρόνια το Ναύπλιο ονομαζόταν Napoli de Romania. Η δημοτική ποίηση του Πόντου, διατήρησε το όνομα Ρωμανία με το οποίο δηλωνόταν το Βυζαντινό κράτος, σε αντιδιαστολή ίσως με το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, «των αυτοκρατόρων και βασιλέων πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας», όπως αυτοί αποκαλούνταν.
Το όνομα Έλλην(ας), συνδέθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους με αυτόν που επιμένει στην παλιά θρησκεία των Ελλήνων και σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Το όνομα Ελλάς, διατηρήθηκε δηλώνοντας τις περιοχές νότια από τις Θερμοπύλες. Αργότερα, ενώθηκε με τη διοικητική περιφέρεια του θέματος Ελλάδας, που εμφανίζεται για πρώτη φορά το 695. Οι κάτοικοι της νοτιότερης Ελλάδας ονομάστηκαν Ελλαδικοί, όνομα γνωστό από την αρχαιότητα και Κατωτικοί, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Άμαντος.
Το όνομα Γραικός, με το οποίο δηλώνονταν παλαιότερα οι Έλληνες, είχε περιορισμένη διάδοση στο Βυζάντιο μέχρι τον 14ο αιώνα. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ονομάζει Γραικούς τους κατοίκους της περιοχής των Πατρών. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το χωρίο που αναφέρεται στη Μάνη: «ιστέον, λέγεται εν αυτώ, ότι οι του κάστρου Μαΐνης (Μάνης) οικήτορες, ουκ εισίν από της γενεάς των προρρηθέντων Σκλάβων, αλλ’ εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι και μέχρι τον νυν παρά των εντοπίων Έλληνες, προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας… (Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, "Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν"). Εδώ, Ρωμαίοι εννοούνται οι παλαιοί Έλληνες κάτοικοι, Έλληνες δε, όσοι επιμένουν στην ειδωλολατρία. Κατά τον Κ. Άμαντο, πολύ πρώιμα, δημιουργήθηκαν οι λέξεις Γραικογαλάται και Γοτθογραίκοι.
Από τον 11ο και 12ο αιώνα το όνομα Έλλην, έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Αυτό οφείλεται στις αλλαγές που έγιναν στην αυτοκρατορία, αλλά και στην αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων και παιδείας Πρώτος ο Μιχαήλ Ψελλός χρησιμοποιεί τα ονόματα Ελλάς και Έλληνες (11ος αι). Από τον 13ο αιώνα, η χρήση γίνεται πιο συχνή. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ταυτίζει την Αυτοκρατορία της Νίκαιας με την επικράτεια των Ελλήνων: "ου γαρ υπό τα των Ελλήνων τω τότε σκήπτρα η Σκάμανδρος". Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις σε επιστολές του, χρησιμοποιεί τους όρους Ελλάς και Ελληνικόν για τη Μικρά Ασία σε αντιδιαστολή με την Ευρώπη. Ακολουθούν διακεκριμένοι Βυζαντινοί συγγραφείς: Θεόδωρος Μετοχίτης, Νικόλαος Καβάσιλας, Αθανάσιος Λεπενδρηνός και Δημήτριος Κυδώνης, χρησιμοποιούν κατά κόρον τους όρους Ελλάς, Ελληνικός κ.λπ. Ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, γράφει στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄: "Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί".
Τέλος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος αποκαλεί τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ «της Ελλάδος Ήλιον», τον δε Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, «Βασιλέα των Ελλήνων».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου