Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΝΟΤΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Οι πόλεις της Μεσογείου είχαν σημαντική εσωτερική αγορά και εδώ διαμετακομίζονταν προϊόντα του Βορρά που προορίζονταν για το Βυζάντιο και τον ισλαμικό εμπορικό κόσμο. Η Βενετία πουλούσε τις πρώτες ύλες της κοιλάδας του Πάδου και προϊόντα από τη βόρεια Ευρώπη στους Βυζαντινούς, οι οποίοι αγόραζαν μεταξωτά υφάσματα και μπαχαρικά. Η θέση του Αμάλφι και του Μπάρι, στη νότια Ιταλία, ήταν ευνοϊκότερη για το εμπόριο με την Ανατολή από ό,τι τα λιμάνια του Βορρά, και οι δύο αυτές πόλεις διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και τη μουσουλμανική Σικελία.
Για τις πόλεις της ιταλικής ενδοχώρας διαθέτουμε λιγότερες πληροφορίες, αλλά η αγορά της Παβίας προσείλκυε τους Βορειοευρωπαίους, ενώ σε ένα χάρτη του 952 αναφέρεται μια «τάξη» εμπόρων στο Μιλάνο.
Τα μεταξωτά υφάσματα, που αργότερα θα συγκεντρώνονταν στη Λούκκα, παράγονταν τον 10ο αιώνα στην Μπρέσια.
Η Ρώμη, η μεγαλύτερη πόλη της χριστιανικής Δύσης, ήταν πόλος έλξης για τους προσκυνητές που ξόδευαν τα κεφάλαιά τους εκεί και συχνά επέστρεφαν στην πατρίδα τους φορτωμένοι πολύτιμα κειμήλια για τους ναούς τους.
Η οικονομική και πολιτική ισχύς των πόλεων της Τοσκάνης και της Λομβαρδίας παρουσίαζε εκθετική αύξηση στα τέλη του 11ου αιώνα και στη διάρκεια του 12ου. Η κύρια οικονομική τους δραστηριότητα ήταν το εσωτερικό εμπόριο και το εμπόριο με την Ανατολή, ενώ παράλληλα οι πόλεις αυτές διατηρούσαν δεσμούς με τη βόρεια Ευρώπη.
Ήδη τον 12ο αιώνα ο Βορράς διέθετε εμπορεύματα τα οποία χρειάζονταν οι Ιταλοί, κυρίως μαλλί και υφάσματα, ενώ η αύξηση της βόρειας εσωτερικής αγοράς και η ζήτηση από τις νεοσύστατες υφαντουργίες για χρωστικές ουσίες, ορυκτές ύλες και βρώσιμα μπαχαρικά από την Ανατολή —προϊόντα που στην αγορά τους κυριαρχούσαν οι Ιταλοί— σήμαινε ότι απαιτούνταν πιο συστηματικές μέθοδοι ανταλλαγής.
Οι περισσότερες πόλεις της βόρειας και της κεντρικής Ιταλίας διοικούνταν από συμβούλια πριν από το 1125. Πόλεις σημαντικές όπως η Σιένα έκοβαν το δικό τους νόμισμα, όριζαν κανόνες για τις αγορές τους, επέβαλλαν διόδια και διοικούσαν την περιβάλλουσα αγροτική περιφέρεια (contado).
Πολλοί «μεγιστάνες», δηλαδή η άρχουσα ελίτ των πόλεων, προέρχονταν από αγροτικές περιοχές, και στις αρχές του 11ου αιώνα ορισμένες διοικήσεις των πόλεων υποχρέωναν τους ανυπότακτους μεγιστάνες να κατοικούν τουλάχιστον επί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στην πόλη, ώστε να τους ελέγχουν καλύτερα.
Στα τέλη του 13ου αιώνα, ο όρος «μεγιστάνας» (magnate) στη Φλωρεντία είχε γίνει το συνώνυμο του «εκτός νόμου», εφόσον αναφερόταν στα άτομα που είχαν πέσει στη δυσμένεια των προυχόντων της πόλης, ανεξάρτητα από το αν ανήκαν ή όχι στην τάξη των ευγενών.
Σκηνές από την καθημερινή ζωή στον Μεσαίωνα: το Λονδίνο θεμελιώνεται βάσει μιας πρώτης γέφυρας που χτίστηκε πάνω από τον Τάμεση:
Οι αδελφοί Λίμπουρχ φιλοτέχνησαν το γνωστότερο χειρογράφο του ύστερου Μεσαίωνα, το λεγόμενο Les Très Riches Heures du Duc de Berry (Οι πολύ πλούσιες Ώρες του Δούκα του Μπερρύ). Στις μικρογραφίες των "Πολύ πλουσίων Ωρών του Δούκα του Μπερρύ" βλέπει κανείς σκηνές της Μεσαιωνικής ζωής στη Δύση.
Η εικόνα χρονολογείται γύρω στο 1150 και απεικονίζει αξιωματούχους που δέχονται και ζυγίζουν τα νομίσματα των φορολογούμενων στο Ουέστμίνστερ της Αγγλίας.
Απεικόνιση από το βιβλίο ασμάτων Cantigas de Santa Maria, χρονολογείται γύρω στο 1280 και βρέθηκε στο μοναστήρι του El Escorial. Οι τρουβέροι παίζουν μουσική και αφηγούνται.
Εικόνα από το Tacuinum Sanitatis, ένα μεσαιωνικό εγχειρίδιο Ιατρικής που χρονολογείται πριν από το 1400 και απεικονίζει χωρικό να μαζεύει τη σοδειά μαζί με την κόρη του.
Γαλλοφλαμανδική εικόνα του 1275 που απεικονίζει ζευγάρι να παίρνει το μπάνιο του. Η υγιεινή είναι ένδειξη πολιτισμού στον Μεσαίωνα.
Στην απεικόνιση αυτή του 1491 ένας χειρουργός βγάζει την πέτρα από τη χολή ενός ασθενούς.
Ξυλογλυπτική του 1491 από το βιβλίο του Jacob Meydenbach "Hortus Sanitatis" ("Κήπος της Υγείας") που απεικονίζει καθαρμό με Τυριακό ενώ τα φίδια τρώνε πουλιά και τα αυγά τους. Το δηλητήριο που χρησιμοποιούσαν οι μεσαιωνικοί γιατροί ονομαζόταν Τυριακόν και θεράπευε από δάγκωμα φιδιού.
Εικόνα του 1250: ένας Ιππότης αιφνιδιάζει μια Λαίδη στο μπάνιο της.
Απεικόνιση που χρονολογείται γύρω στο 1340 από το "Ρομάντζο του Αλεξάνδρου": ρούχα που έχουν μολυνθεί από την πανούκλα.
Απεικόνιση της περιόδου 1390-1400 από το Tacuinum Sanitatis - μια γυναίκα κουνάει απειλητικά ένα ξύλο για να διώξει το σκυλί που πίνει το γάλα λίγο μετά την παρασκευή τυριού. Κρέας, τυρί και δημητριακά συνθέτουν τη μεσαιωνική δίαιτα των εύπορων τάξεων.
Απεικόνιση λεχώνας του πρώιμου δέκατου τέταρτου αιώνα: στον Μεσαίωνα ήταν τεράστιο το ποσοστό της θνησιμότητας των γυναικών κατά τη γέννα.
Μεταφορά βρεφών σε καλάθια, όπως απεικονίζεται γύρω στα 1338-44.
Επίσκοπος παντρεύει ζευγάρι στον πρώιμο δέκατο τέταρτο αιώνα (Αρχείο της Ταραθόνα, Ισπανία).
Απεικόνιση μεταξύ 1338 και 1344 από τη "Σύντομη Ιστορία της Βρετανίας" του John Richard Green: παιδιά σχολείου διαβάζουν τα βιβλία τους.
Απεικόνιση γύρω στα 1450 χωρικών που δειπνούν στο χωριό Moegeldorf της Γερμανίας.
Εικόνα του δέκατου τέταρτου αιώνα από το Tacuinum Sanitatis που απεικονίζει οικιακές εργασίες.
Εικόνα του 1450 που απεικονίζει τη γιορτή του "Μεσοκαλόκαιρου" (Midsummer Night).
Αρχές δεκάτου τετάρτου αιώνα: τέσσερεις άνδρες παίζουν το παιχνίδι 'bob-apple", που σύντομα εντάσσεται στους εορτασμούς της παραμονής των Αγίων Πάντων (Halloween).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΑΛΤΕΡ ΖΕΡΑΡ,Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ,ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ,ΑΘΗΝΑ 1999 RICE TALBOT TAMARA,O ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ,ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ,ΑΘΗΝΑ 1980 Norwich, J.J. "Byzantium", Vol. II-The Apogee Vasiliev, A. "History of the Byzantine Empire, 324–1453" Ostrogorsky, G. "History of the Byzantine State"
Τη Θερμή Κλιματολογική Περίοδο της ρωμαϊκής εποχής της Ευρώπης (περίπου 100-300 μ.Χ.) τώρα τη διαδέχεται μια Ψυχρή Πρώιμη Μεσαιωνική Εποχή (περίπου από το 400 έως το 800 μ. Χ.).
Το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα σηματοδοτεί για τη Δυτική Eυρώπη τη χρονική περίοδο όπου μεγάλο πλήθος Φράγκων κινήθηκαν νότια προς την κεντρική περιοχή του Pήνου και τις ακτές του Aτλαντικού.
O Χλωδοβίκος (Clovis) ο A', ιδρυτής της Mεροβίγγειας δυναστείας, ήδη από τον 5ο μ. Χ. αιώνα, είχε συνδέσει το όνομά του με την ένωση της Γαλατίας υπό τη φραγκική εξουσία. Tο 486 νίκησε τις δυνάμεις του τελευταίου Pωμαίου κυβερνήτη στη Γαλατία και σταδιακά επεξέκτεινε την επικράτειά του από την πόλη Tουρνέ (νοτιοδυτικό Bέλγιο), στο βασίλειο της Bουργουνδίας, στην περιοχή ανατολικά του Pήνου και στη νότια Γαλατία, από όπου και απώθησε τους Bησιγότθους. Tα χρόνια της Mεροβίγγειας δυναστείας (Merovingiens) τα διαδέχτηκε η περίοδος των Kαρολίδων (Carolingiens, 476- 887) και μαζί αποτελούν την περίοδο του πρώιμου Mεσαίωνα.
H βασιλική εξουσία των Mεροβίγγειων στην προσπάθειά της να αντικαταστήσει την παλαιά κληρονομική αριστοκρατική τάξη, ανέθεσε υψηλά αξιώματα πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής φύσης σε πολεμιστές της βασιλικής ακολουθίας, οι οποίοι δεν προέρχονταν από την τάξη των γηγενών ευγενών. Tο νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα αποσκοπούσε κατά βάθος στην υπαγωγή της νέας τάξης υπό την κεντρική εξουσία και στηρίχθηκε στην παροχή υπηρεσίας στο πρόσωπο του μονάρχη. Tο σύστημα αυτό ονομάστηκε φεουδαρχία και στηριζόταν στις τιμαριωτικές σχέσεις.
H υπηρεσία των ευγενών ως κρατικών οργάνων θεωρούνταν υπηρεσία στο πρόσωπο του μονάρχη, ενώ οι παροχές του τελευταίου θεωρούνταν απόρροια της θέλησης και μεγαλοδωρίας (largitas) του. Aντιστοίχως, οι παροχές τιμαρίων των ευγενών προς τους υποτελείς τους γίνονταν στα ίδια πλαίσια. O υποτελής (vassallus) έδινε όρκο αιώνιας πίστης και σε αντάλλαγμα του εκχωρείτο το beneficium, δηλαδή ωφέλημα σε γαίες, ενώ σε καιρό πολέμου υποχρεούνταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα για τον εξοπλισμό, τα ρούχα και τη διατροφή του.
Κάθε κόμης (Compte) στο όνομα του βασιλιά ασκούσε τις δικαστικές, αλλά και διοικητικές αρμοδιότητές σε κάθε περιφέρεια της δικαιοδοσίας του. H περιφέρεια δικαιοδοσίας κάθε κόμητα ήταν η κομητεία, που συνέπιπτε στο δυτικά του Pήνου χώρο του φραγκικού κράτους με την παλαιά ρωμαϊκή πόλη και τη γύρω περιοχή της, και στον ανατολικό χώρο με μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες. Tον θεσμό της κομητείας στις γερμανικές περιοχές εισήγαγαν οι Kαρολίδες τον 8ο αιώνα με σκοπό να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη εξουσία των δουκών.
Tους πρώτες δούκες (Duces) τούς διόρισαν οι Mεροβίγγειοι βασιλείς και η περιφέρεια δικαιοδοσίας τους περιέκλειε περισσότερες κομητείες.
Οι Βαρόνοι ενοικίαζαν τη γη τους από τον βασιλιά. Ως κύριοι του αρχοντικού τους, κανόνιζαν όλες τις οικονομικές τους δραστηριότητες και επέβαλλαν τη δική τους φορολογία.
Σε αντάλλαγμα, οι Βαρόνοι ώφειλαν να συμμετέχουν στο κοινοτικό συμβούλιο, να πληρώνουν ενοίκιο για τη βαρωνεία τους και να προμηθεύουν τον βασιλιά με ιππότες κατάλληλους για στρατιωτική υπηρεσία. Επίσης, παρείχαν φιλοξενία, τροφή και στέγη στον βασιλιά και την ακολουθία του, όταν αυτός βρισκόταν σε περιοδεία. Είχαν το δικαίωμα να απονέμουν τίτλους και γη στους ιππότες τους.
Οι Ιππότες αμείβονταν για τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους με τη γη που τους παρείχαν οι Βαρόνοι. Ώφειλαν, σε αντάλλαγμα, να προστατεύουν τον Βαρόνο και την οικογένειά του, καθώς και τα κτήματα από τους επιδρομείς. Διένεμαν κατά βούλησιν τη γη που τους αντιστοιχούσε σε όλους τους εξαρτημένους καλλιεργητές/δουλοπαροίκους τους (serfs).
Tον 7ο και 8ο αιώνα εμφανίστηκε ο τίτλος του αυλάρχη του βασιλιά, του μαγιορδόμου (maior domus). Ο Μαγιορδόμος είναι ο κύριος του παλατιού (γερμ. Hausmeister, Majordomus -αγγλ. Mayor of the Palace) ή και majordomo.Υπό τη Δυναστεία των Μεροβίγγειων ο Μαγιορδόμος ήταν ο διαχειριστής του παλατιού του Βασιλιά των Φράγκων. Το αξίωμα υπήρχε από τον 6ο αι., και κατά τη διάρκεια του 7ου εξελίχθηκε σε "εξουσία πίσω από το θρόνο" . Το 751 ο Μαγιορδόμος Πεπίνος ο Βραχύς (Pepin le Bref) οργάνωσε την εκθρόνιση του Χιλδέριχου Γ' και στέφτηκε βασιλιάς στη θέση του. Οι Μαγιορδόμοι έτσι κατάκτησαν τη πραγματική εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις που επηρέαζαν το βασίλειο, ενώ οι βασιλιάδες είχανε περιοριστεί σε εθιμοτυπικό ρόλο, κάτι που τους καθιστούσε σχεδόν διακοσμητικά στοιχεία (rois fainéants, άχρηστους δηλαδή βασιλιάδες =). Το αξίωμα του Μαγιορδόμου μπορεί να συγκριθεί = με αυτό του Πέσβα (ή Πεσβά), του Σόγκουν ή του Πρωθυπουργού, αξιώματα τα οποία συγκεντρώνουν την πραγματική δύναμη πίσω από έναν εθιμοτυπικό μονάρχη.
Η φεουδαρχία, ως σύστημα, έχει αγροτική βάση. Βασίζεται, δηλαδή, στην κατοχή και εκμετάλλευση της γης (το φέουδο είναι κατά κανόνα ένα κομμάτι γης).
Βασική αιτία της αύξησης του πληθυσμού ήταν η σημαντική κλιματολογική μεταβολή που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη από τον 10ον αιώνα, η οποία είχε θετικά αποτελέσματα στην Δυτική Ευρώπη, όπως την άνοδο της στάθμης των υδάτων, βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και τακτική ηλιοφάνεια. Οι καλύτερες σοδειές που συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι πρόσκαιρες κλιματολογικές εκδηλώσεις (ξηρασία, πλημμύρες) συνεχίζουν να προκαλούν λιμούς.
Παρατηρώντας το γεγονός ότι αυτή η δημογραφική αύξηση δεν εντοπίζεται σε μια μικρή χρονική περίοδο, αλλά συνεχίζεται και τους επόμενους δύο αιώνες, είναι φανερό ότι οι όποιες αλλαγές συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού από τον 10ο αιώνα, δεν είναι και οι αποκλειστικές αιτίες αυτής της αύξησης. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής αποδόθηκε από ιστορικούς και στην τεχνολογική εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας (πετάλωμα και λαιμαριά για τα άλογα, ζυγοτράχηλος για τα βόδια, υδρόμυλος, εξέλιξη της μεταλλουργίας).
Πολλές όμως από αυτές τις τεχνολογικές γνώσεις είχαν κατακτηθεί και πριν από τον 10ο αιώνα, ή ακόμα και από την αρχαιότητα, αλλά η χρήση τους δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη. Η αυξανόμενη ζήτηση ήταν αυτή που ώθησε στη διάδοση και την εξέλιξη των τεχνικών αυτών και όχι η τεχνολογική εξέλιξη την αύξηση της παραγωγής.
Αυτή όμως η αύξηση ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού και χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για δημογραφική έκρηξη. Συνεπώς, η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμα, αν όχι άμεσο, έμμεσο αίτιο της αύξησης του πληθυσμού. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε τη διαδικασία ανάδρασης που δημιουργείται υπό ευνοϊκές συνθήκες όπως η σχετική ειρήνη και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες: η αύξηση του πληθυσμού ωθεί σε αύξηση της παραγωγής με διάφορα μέσα (όπως οι εκχερσώσεις). Οι αλλαγές αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε νέα αύξηση του πληθυσμού, καθώς μεγαλύτερος πληθυσμός μπορεί να τραφεί ικανοποιητικά αλλά έχει και στη διάθεσή του περισσότερα μέσα (αλλά και ανάγκη) για αύξηση της παραγωγής.
Στη Θερμή Περίοδο του Μεσαίωνα, περίπου από το 800 έως το 1200 μ.Χ., οι εκτάσεις της γης έγιναν πιο εύφορες.
Ήταν η εποχή κατά την οποία οι Βίκινγκς κατέλαβαν, προσωρινά, τη Γροιλανδία.
Αργότερα θα δούμε πως ακολούθησε μια Μικρή Εποχή Παγετώνων, από το 1300 έως το 1850 μ.Χ., κατά την οποία οι Βίκινγκς εγκατέλειψαν τη Γροιλανδία, παγετώνες εμφανίστηκαν στην Καλιφόρνια της Αμερικής και στις ευρωπαϊκές Άλπεις, το λιμάνι της Νέας Υόρκης πάγωσε και οι κάτοικοι της πολιτείας μπορούσαν να μεταβούν πεζοί από το Μανχάταν στο Νιου Τζέρσεϊ.
Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η Μεσόγειος ταλαιπωρείται από τις επιδρομές των Σαρακηνών, ενώ οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα παράλια για να καταφύγουν στα υψώματα». Η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο δεν είναι ασφαλής καθώς οι Άραβες κατακτούν τις Βαλεαρίδες, την Κορσική και την Σικελία, το 932 κατακτούν την Γένοβα και φτάνουν μέχρι τους αυχένες των Άλπεων.
Στη Βόρεια Θάλασσα και τον Ατλαντικό, οι σκανδιναβικές επιδρομές δημιουργούν κι εκεί ανασφάλεια. Οι Σκανδιναβοί λεηλατούν τα παράλια, εγκαθιστούν στρατόπεδα στις εκβολές των ποταμών και ανεβαίνοντας τους ποταμούς φτάνουν μέχρι και σε πολιορκίες πόλεων.
Στα ανατολικά, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, οι Μαγυάροι, πιεζόμενοι από τους Πετσενέγκους Τούρκους, μετακινούνται δυτικά και εξαπολύουν φονικές και ληστρικές επιδρομές σε πολλές περιοχές της Ευρώπης.
Είναι φανερό ότι οι συνθήκες στην Ευρώπη του 9ου και 10ου αιώνα δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρ' όλα αυτά, ήδη από αυτήν την περίοδο παρατηρούνται ενδείξεις αναβίωσης του εμπορίου. Η οικονομική αφύπνιση της Δυτικής Ευρώπης οφείλεται, εν μέρει, στον αντίκτυπο που είχε η διαμόρφωση του μουσουλμανικού κόσμου. Ένας κόσμος με αστικές καταναλωτικές μητροπόλεις, η ζήτηση των οποίων για πρώτες ύλες και εμπορεύματα ενισχύει τις εμπορικές συναλλαγές, αντίθετα με την προφανή άποψη που θεωρεί την αραβική κυριαρχία στη Μεσόγειο ως μια από τις αιτίες στάσης του εμπορίου. Οπωσδήποτε η γενικότερη ανασφάλεια στη Μεσόγειο (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη) δεν ευνόησε το εμπόριο.
Το σχετικά περιορισμένο εμπόριο με τις μουσουλμανικές μητροπόλεις φαίνεται να επέδρασε ως μεταφορά (ή διατήρηση) «τεχνογνωσίας»: Όταν οι συνθήκες γίνανε πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξη του εμπορίου, οι έμποροι της Δύσης ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις δυνατότητες που τους έδινε η επιστροφή της ασφάλειας στους εμπορικούς δρόμους και να δώσουν μια πιο άμεση ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου δηλαδή το εμπόριο θα ήταν πολύ πιο περιορισμένο, θα χρειαζόταν λογικά περισσότερος χρόνος για μια αισθητή ανάκαμψη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού καθώς και η ανάκαμψη του εμπορίου αποτέλεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης των πόλεων από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα. Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάπτυξη, πολλές φορές μάλιστα διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού συνοδεύεται από ένα κύμα εκχερσώσεων, καθώς παρ' όλη τη βελτίωση των σοδειών υφίσταται η ανάγκη μεγαλύτερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οι εκχερσώσεις αποτελούν αρχικά μικρής έκτασης πρωτοβουλίες αγροτών, αργότερα όμως (τέλη 11ου αιώνα) ιδρύονται πολλές «νέες πόλεις» με προσχεδιασμένο τρόπο. Οι γαιοκτήμονες βλέπουν θετικά τις εκχερσώσεις, μια και τους αποφέρουν εισόδημα από εδάφη που μέχρι τότε δεν ήταν παραγωγικά. Έτσι, αρχικά ενθαρρύνουν τις εκχερσώσεις προσφέροντας ευνοϊκούς όρους χρήσης της γης (όπως σταθερό ενοίκιο) σε αυτούς που θα αναλάμβαναν να εκχερσώσουν ή να αποξηράνουν γη και μετά να την καλλιεργήσουν.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία.
Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται και το μέγεθος των πόλεων, οι πόλεις αλληλεπιδρούν με το αγροτικό τους περιβάλλον. Οι εκχερσώσεις και η απόδοση γύρω από τις πόλεις αυξάνονται για να καλύψουν τις ανάγκες των πόλεων και οι πόλεις μεγαλώνουν μέσα στο ευνοϊκό για αυτές αγροτικό περιβάλλον, προσελκύοντας ταυτόχρονα και ανθρώπους από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι δηλαδή πλέον μόνο αίτιο ανάπτυξης των πόλεων, αλλά και αποτέλεσμα αυτής. Παρ' όλο λοιπόν που «...το τείχος μιας πόλης είναι σύνορο, και μάλιστα το πιο ισχυρό που γνώριζε εκείνη η εποχή», η πόλη και η ύπαιθρος γύρω της αναπτύσσονται παράλληλα, τόσο πληθυσμιακά όσο και οικονομικά, ανταλλάσσοντας προϊόντα, χρήμα και ανθρώπους.
Η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων απαιτεί την τόνωση του τοπικού εμπορίου με τις γύρω αγροτικές περιοχές. Από την άλλη, η φύση των δραστηριοτήτων που συγκεντρώνουν προϋποθέτει την ανάπτυξη του εμπορίου, τόσο του τοπικού όσο και του πιο μακρινού. Ενώ οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα οφείλουν την σημασία τους σε μια διοικητική λειτουργία (που σιγά σιγά ατροφεί) ή στην παρουσία ενός επισκόπου, οι πόλεις του μέσου Μεσαίωνα βασίζονται στις υπηρεσίες προς την ανταλλακτική οικονομία (για παράδειγμα τραπεζίτες) και αργότερα στην παραγωγική τους δραστηριότητα, καθώς αρχίζει να αναπτύσσεται η βιοτεχνία.
Το γεγονός ότι οι πιο έντονα αστικοποιημένες περιοχές βρίσκονται εκεί όπου καταλήγουν εμπορικοί (χερσαίοι και θαλάσσιοι) δρόμοι, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τον ρόλο του εμπορίου στην ανάπτυξη των πόλεων.
Πέρα από τις οικονομικές αλλαγές, υπήρξαν και επιμέρους παράγοντες που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων: όπως η εγκατάσταση ενός μοναστηριού, η ανάγκη για ειρήνη και ασφάλεια, ή στρατηγικοί λόγοι, όπως ο γερμανικός εποικισμός που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων στα ανατολικά, κοκ. Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της τάξης που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαγούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία.
Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των δραστηριοτήτων των σχετικών με το χρήμα. Οι έμποροι και οι τραπεζίτες αποκτούν οικονομική δύναμη και οι νέες δραστηριότητες απαιτούν ένα είδος διοίκησης που το μέχρι τότε φεουδαρχικό σύστημα, βασισμένο πάνω στην ιδιοκτησία της γης και σε μια αγροτική οικονομία με ελάχιστες συναλλαγές, αδυνατεί να προσφέρει.
Ο 11ος αιώνας στην περιοχή της ελληνικής χερσονήσου ήταν εξαιρετικά ευνοϊκός για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Καταγράφεται ενίσχυση της γεωργίας και γενικότερη ενδυνάμωση των κοινοτήτων. Είναι μία από τις πιο καλές περιόδους για τον πληθυσμό στην ελληνική χερσόνησο. Την ίδια περίοδο όμως, στα ανατολικά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας, παρότι οι κλιματικές συνθήκες είναι παρόμοιες, καταγράφονται πολύ μεγάλες διαφορές. Σημειώθηκε μείωση της παραγωγής, ειδικά των σιτηρών που ήταν η βασική τροφή – ήταν από τους χειρότερους αιώνες. Η αιτία βρίσκεται στην αναταραχή που προκαλούσαν η παρουσία των Τουρκομάνων, οι επιδρομές νομάδων και Σελτζούκων, η αποδυνάμωση της βυζαντινής εξουσίας. Ετσι, μια σχετικά μικρή κλιματική μεταβολή, μια περίοδος ξηρασίας, είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Δύο διαφορετικές καταστάσεις, ελληνική χερσόνησος – ανατολικές περιοχές, με τις ίδιες κλιματικές συνθήκες, αλλά διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες.
Μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα η εξουσία της νέας αστικής τάξης επεκτείνει την κυριαρχία της στις γύρω περιοχές. Μακροπρόθεσμα, η αστική τάξη θα υπονομεύσει τη φεουδαρχία. Αλλά, στους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα, η νέα άρχουσα τάξη των αστών ενσωματώνεται στο υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα, επιβάλλοντας την κυριαρχία της στη γύρω περιοχή και στους μικρούς χωροδεσπότες και υποκαθιστώντας στην πόλη την παραδοσιακή εξουσία του ηγεμόνα με μια ολιγαρχική εξουσία. Οι παλιοί φορείς της εξουσίας - επίσκοποι, εφημέριοι, κληρικοί των καθεδρικών ναών, μοναχοί, χωροδεσπότες, ιππότες, πρωτότοκοι γιοί ευγενών οικογενειών που μετανάστευσαν στην πόλη –όλοι αυτοί συνυπάρχουν με τη νέα άρχουσα τάξη.
Παράλληλα, δίπλα στην αστική αριστοκρατία και στους πλούσιους μεγαλέμπορους αστούς, δημιουργείται μια «μεσοαστική» τάξη που αποτελείται από βιοτέχνες, μικρεμπόρους, γραφιάδες κ.α. Τεχνίτες και υπάλληλοι αποτελούν τον «κοσμάκη» (popolo minuto) και ακόμα πιο κάτω βρίσκονται οι απόκληροι της αστικής κοινωνίας - ξεριζωμένοι αγρότες, δραπέτες, θύματα του λοιμού ή της ανασφάλειας κλπ. Στις περισσότερες πόλεις κυριαρχεί μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, η οποία δεν συγκρούεται με την παλιά αριστοκρατία για ν’ αποκτήσει προνόμια και ελευθερίες, αλλά συνεργάζεται με αυτήν για τη διατήρηση της ισχύος στα χέρια των πλουσιότερων.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη.
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στις πόλεις ανακόπτονταν από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο κρατικός έλεγχος επιτυγχανόταν με τη συντεχνιακή οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Οι πληροφορίες μας για την οργάνωση αυτή προέρχονται από το "Επαρχικό Βιβλίο" του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, που περιλάμβανε διατάξεις σχετικές με την οργάνωση και τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία του επάρχου της πόλεως. Όλοι οι επαγγελματίες έπρεπε να είναι γραμμένοι μόνο σε ένα σωματείο, το οποίο και εξέλεγε τον πρόεδρό του. Oι ώρες εργασίας και οι μισθοί των εργατών ήταν καθορισμένα, ενώ η είσοδος νέων μελών στο σωματείο γινόταν με καταβολή ορισμένου ποσού. Επιπλέον, κάθε σωματείο είχε συγκεκριμένη θέση στο χώρο της αγοράς. Σκοπός της συντεχνιακής οργάνωσης ήταν η προστασία τόσο του κράτους όσο και των καταναλωτών, με τον έλεγχο των τιμών των τροφίμων και αγαθών της αγοράς της Πρωτεύουσας. Δε γνωρίζουμε, ωστόσο, αν η οργάνωση αυτή εφαρμοζόταν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Προς το τέλος της περιόδου, η συντεχνιακή οργάνωση άρχισε να παρακμάζει, ενώ από τον 11ο ήδη αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά "αδελφότητες" που συνδέονταν όμως με ενοριακές εκκλησίες ή με μοναστήρια πόλεων, μια οργάνωση που συναντιέται εκτός από την Κωνσταντινούπολη και σε επαρχιακές πόλεις.
Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΥΡΑΜΙΔΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
ΠΡΩΙΜΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Ο Ρομπέρ Φοσιέ υποστηρίζει πως βασική αιτία της αύξησης του πληθυσμού ήταν η σημαντική κλιματολογική μεταβολή που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη από τον 10ον αιώνα, η οποία είχε θετικά αποτελέσματα στην Δυτική Ευρώπη, όπως την άνοδο της στάθμης των υδάτων, βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και τακτική ηλιοφάνεια. Οι καλύτερες σοδειές που συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι πρόσκαιρες κλιματολογικές εκδηλώσεις (ξηρασία, πλημμύρες) συνεχίζουν να προκαλούν λιμούς. Παρατηρώντας το γεγονός ότι αυτή η δημογραφική αύξηση δεν εντοπίζεται σε μια μικρή χρονική περίοδο, αλλά συνεχίζεται και τους επόμενους δύο αιώνες, είναι φανερό ότι οι όποιες αλλαγές συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού από τον 10ο αιώνα, δεν είναι και οι αποκλειστικές αιτίες αυτής της αύξησης. Όπως αναφέρουν και οι Bernstein και Milz, η αύξηση της αγροτικής παραγωγής αποδόθηκε από ιστορικούς και στην τεχνολογική εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας (πετάλωμα και λαιμαριά για τα άλογα, ζυγοτράχηλος για τα βόδια, υδρόμυλος, εξέλιξη της μεταλλουργίας). Πολλές όμως από αυτές τις τεχνολογικές γνώσεις είχαν κατακτηθεί και πριν από τον 10ο αιώνα, ή ακόμα και από την αρχαιότητα, αλλά η χρήση τους δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη. Η αυξανόμενη ζήτηση ήταν αυτή που ώθησε στη διάδοση και την εξέλιξη των τεχνικών αυτών και όχι η τεχνολογική εξέλιξη την αύξηση της παραγωγής. Αυτή όμως η αύξηση ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού και χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για δημογραφική έκρηξη. Συνεπώς, η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμα, αν όχι άμεσο, έμμεσο αίτιο της αύξησης του πληθυσμού. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε τη διαδικασία ανάδρασης που δημιουργείται υπό ευνοϊκές συνθήκες όπως η σχετική ειρήνη και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες: η αύξηση του πληθυσμού ωθεί σε αύξηση της παραγωγής με διάφορα μέσα (όπως οι εκχερσώσεις). Οι αλλαγές αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε νέα αύξηση του πληθυσμού, καθώς μεγαλύτερος πληθυσμός μπορεί να τραφεί ικανοποιητικά αλλά έχει και στη διάθεσή του περισσότερα μέσα (αλλά και ανάγκη) για αύξηση της παραγωγής.
Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η Μεσόγειος ταλαιπωρείται από τις επιδρομές των Σαρακηνών, ενώ οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα παράλια για να καταφύγουν στα υψώματα». Η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο δεν είναι ασφαλής καθώς οι Άραβες κατακτούν τις Βαλεαρίδες, την Κορσική και την Σικελία, το 932 κατακτούν την Γένοβα και φτάνουν μέχρι τους αυχένες των Άλπεων. Στη Βόρεια Θάλασσα και τον Ατλαντικό, οι σκανδιναβικές επιδρομές δημιουργούν κι εκεί ανασφάλεια. Οι Σκανδιναβοί λεηλατούν τα παράλια, εγκαθιστούν στρατόπεδα στις εκβολές των ποταμών και ανεβαίνοντας τους ποταμούς φτάνουν μέχρι και σε πολιορκίες πόλεων.
Στα ανατολικά, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, οι Μαγυάροι, πιεζόμενοι από τους Πετσενέγκους Τούρκους, μετακινούνται δυτικά και εξαπολύουν φονικές και ληστρικές επιδρομές σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Είναι φανερό ότι οι συνθήκες στην Ευρώπη του 9 ου και 10ου αιώνα δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρ' όλα αυτά, ήδη από αυτήν την περίοδο παρατηρούνται ενδείξεις αναβίωσης του εμπορίου. Ο Maurice Lombard αποδίδει την οικονομική αφύπνιση της Δυτικής Ευρώπης στον αντίκτυπο που είχε η διαμόρφωση του μουσουλμανικού κόσμου. Ένας κόσμος με αστικές καταναλωτικές μητροπόλεις, η ζήτηση των οποίων για πρώτες ύλες και εμπορεύματα ενισχύει τις εμπορικές συναλλαγές, αντίθετα με την προφανή άποψη που θεωρεί την αραβική κυριαρχία στη Μεσόγειο ως μια από τις αιτίες στάσης του εμπορίου. Οπωσδήποτε η γενικότερη ανασφάλεια στη Μεσόγειο (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη) δεν ευνόησε το εμπόριο. Το σχετικά περιορισμένο όμως εμπόριο με τις μουσουλμανικές μητροπόλεις (όπως περιγράφεται από τον Le Goff) φαίνεται να επέδρασε ως μεταφορά (ή διατήρηση) «τεχνογνωσίας»: Όταν οι συνθήκες γίνανε πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξη του εμπορίου, οι έμποροι της Δύσης ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις δυνατότητες που τους έδινε η επιστροφή της ασφάλειας στους εμπορικούς δρόμους και να δώσουν μια πιο άμεση ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου δηλαδή το εμπόριο θα ήταν πολύ πιο περιορισμένο, θα χρειαζόταν λογικά περισσότερος χρόνος για μια αισθητή ανάκαμψη. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού καθώς και η ανάκαμψη του εμπορίου αποτέλεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης των πόλεων από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα. Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάπτυξη, πολλές φορές μάλιστα διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Οι δύο αυτές αλλαγές όμως φαίνεται πως υπήρξαν απαραίτητες προϋποθέσεις για αυτήν την ανάπτυξη. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού συνοδεύεται από ένα κύμα εκχερσώσεων, καθώς παρ' όλη τη βελτίωση των σοδειών υφίσταται η ανάγκη μεγαλύτερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οι εκχερσώσεις αποτελούν αρχικά μικρής έκτασης πρωτοβουλίες αγροτών, αργότερα όμως (τέλη 11ου αιώνα) ιδρύονται πολλές «νέες πόλεις» με προσχεδιασμένο τρόπο. Οι γαιοκτήμονες βλέπουν θετικά τις εκχερσώσεις, μια και τους αποφέρουν εισόδημα από εδάφη που μέχρι τότε δεν ήταν παραγωγικά. Έτσι, αρχικά ενθαρρύνουν τις εκχερσώσεις προσφέροντας ευνοϊκούς όρους χρήσης της γης (όπως σταθερό ενοίκιο) σε αυτούς που θα αναλάμβαναν να εκχερσώσουν ή να αποξηράνουν γη και μετά να την καλλιεργήσουν.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται και το μέγεθος των πόλεων, οι πόλεις αλληλεπιδρούν με το αγροτικό τους περιβάλλον. Οι εκχερσώσεις και η απόδοση γύρω από τις πόλεις αυξάνονται για να καλύψουν τις ανάγκες των πόλεων και οι πόλεις μεγαλώνουν μέσα στο ευνοϊκό για αυτές αγροτικό περιβάλλον, προσελκύοντας ταυτόχρονα και ανθρώπους από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι δηλαδή πλέον μόνο αίτιο ανάπτυξης των πόλεων, αλλά και αποτέλεσμα αυτής. Παρ' όλο λοιπόν που «...το τείχος μιας πόλης είναι σύνορο, και μάλιστα το πιο ισχυρό που γνώριζε εκείνη η εποχή», η πόλη και η ύπαιθρος γύρω της αναπτύσσονται παράλληλα, τόσο πληθυσμιακά όσο και οικονομικά, ανταλλάσσοντας προϊόντα, χρήμα και ανθρώπους. Δεν είναι λοιπόν απόλυτα βέβαιο το ότι η κυριαρχία των Αράβων στη Μεσόγειο αποτέλεσε το κύριο αίτιο της επιβράδυνσης του εμπορίου της Δύσης, όσο και στην άποψη ότι υπήρξε μια ρήξη στην πληθυσμιακή συνέχεια των πόλεων, με την εμπορική δραστηριότητα να ανακάμπτει με πρωταγωνιστές ξένους εμπόρους που εγκαθίστανται κοντά στις παλιές πόλεις. Το σημαντικό είναι ότι η ανάπτυξη των πόλεων δεν θα μπορούσε να γίνει όσο το εμπόριο συναντούσε δυσκολίες. Οι πόλεις, με την μορφή που πήραν την συγκεκριμένη περίοδο, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αυτόνομα, όπως οι χωροδεσποτείες ή οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα. Η αύξηση του πληθυσμού τους απαιτεί την τόνωση του τοπικού εμπορίου με τις γύρω αγροτικές περιοχές. Από την άλλη, η φύση των δραστηριοτήτων που συγκεντρώνουν προϋποθέτει την ανάπτυξη του εμπορίου, τόσο του τοπικού όσο και του πιο μακρινού. Ενώ οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα οφείλουν την σημασία τους σε μια διοικητική λειτουργία (που σιγά σιγά ατροφεί) ή στην παρουσία ενός επισκόπου, οι πόλεις του μέσου Μεσαίωνα βασίζονται στις υπηρεσίες προς την ανταλλακτική οικονομία (για παράδειγμα τραπεζίτες) και αργότερα στην παραγωγική τους δραστηριότητα, καθώς αρχίζει να αναπτύσσεται η βιοτεχνία. Το γεγονός ότι οι πιο έντονα αστικοποιημένες περιοχές βρίσκονται εκεί όπου καταλήγουν εμπορικοί (χερσαίοι και θαλάσσιοι) δρόμοι, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τον ρόλο του εμπορίου στην ανάπτυξη των πόλεων.
Πέρα από τις αλλαγές που αποτέλεσαν την βάση και έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων, υπήρξαν και άλλοι, επιμέρους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη συγκεκριμένων πόλεων. Λόγοι όπως η εγκατάσταση ενός μοναστηριού, η ανάγκη για ειρήνη και ασφάλεια, ή στρατηγικοί λόγοι, όπως ο γερμανικός εποικισμός που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων στα ανατολικά. Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της τάξης που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των δραστηριοτήτων των σχετικών με το χρήμα. Είναι αναγκαία μια μετατόπιση εξουσιών που θα εξυπηρετεί καλύτερα τις νέες λειτουργίες της πόλης. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο πολλές πόλεις να διεκδικούν και να αποσπούν λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Οι διεκδικήσεις αυτές σε πολλές πόλεις προέρχονται από μια ένωση κατοίκων δεμένων με όρκο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι πόλεις με τις πιο διευρυμένες ελευθερίες να αποκαλούνται «κοινότητες» ή «κομμούνες». Το γεγονός ότι σε πολλές πόλεις συμμετείχε στην κοινότητα ολόκληρος ο αστικός πληθυσμός μπορεί εκ πρώτης όψεως να δώσει την εντύπωση ότι την συγκεκριμένη περίοδο εκδηλώθηκε μια «επανάσταση των αστών». Οι παλιοί φορείς της εξουσίας - επίσκοποι, εφημέριοι, κληρικοί των καθεδρικών ναών, μοναχοί, χωροδεσπότες, ιππότες, πρωτότοκοι γιοί ευγενών οικογενειών που μετανάστευσαν στην πόλη – συνυπάρχουν με τη νέα άρχουσα τάξη. Παράλληλα, υπάρχει μια ταξική διαστρωμάτωση που οφείλεται στις μεγάλες διαφορές περιουσίας. Δίπλα στην αστική αριστοκρατία και στους πλούσιους μεγαλέμπορους αστούς, δημιουργείται μια «μεσοαστική» τάξη που αποτελείται από βιοτέχνες, μικρεμπόρους, γραφιάδες κ.α. Τεχνίτες και υπάλληλοι αποτελούν τον «κοσμάκη» (popolo minuto) και ακόμα πιο κάτω οι απόκληροι της αστικής κοινωνίας - ξεριζωμένοι αγρότες, δραπέτες, θύματα του λοιμού ή της ανασφάλειας κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι στις περισσότερες πόλεις κυριαρχούσε μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, η οποία δεν συγκρούεται με την παλιά αριστοκρατία για ν’ αποκτήσει προνόμια και ελευθερίες, αλλά συνεργάζεται με αυτή για τη διατήρηση της ισχύος στα χέρια των πλουσιότερων. Η εξουσία, ακόμη και μετά την εμφάνιση του κοινοτικού κινήματος, παραμένει στα χέρια μιας ολιγαρχίας που προέρχεται από τη συνεργασία της αριστοκρατίας της γης και της νέας «αριστοκρατίας του χρήματος» και η οποία αποτελεί μέρος του φεουδαρχικού συστήματος χωρίς να έρχεται σε αντίθεση μαζί του.
Η φεουδαρχία, ως σύστημα, είχε αγροτική βάση. Ήταν ένα σύστημα κατοχής και εκμετάλλευσης γης. Η ανάπτυξη των πόλεων μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα λειτούργησε φεουδαρχικά, όμως μακροπρόθεσμα, η αστική τάξη υπονόμευσε σταδιακά την φεουδαρχία ενσωματούμενη στο υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα, επιβάλλοντας την κυριαρχία της στη γύρω περιοχή και στους μικρούς χωροδεσπότες και υποκαθιστώντας στην πόλη την παραδοσιακή εξουσία του ηγεμόνα με μια ολιγαρχική εξουσία. Αντίθετα, η πολιτική του Βυζαντίου, ήδη από την εποχή του Βασίλειου του Β' των Μακεδόνων, προσανατολιζόταν συστηματικά στην καταπολέμηση της μεγάλης γαιοκτησίας και στον τακτικό αναδασμό της γης στους μικρούς καλλιεργητές. Αυτό δεν σημαίνει πως στο Βυζάντιο δεν υπήρξαν οι Δυνατοί, δηλαδή οι μεγαλοτσιφλικάδες: απλώς η όλη κρατική δομή δεν ευνοούσε την ανάπτυξη της ιδιοκτησίας τεράστιων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης. Και ο λόγος, προφανώς, ήταν η συνεχής απειλή που οι "Δυνατοί" συνιστούσαν για τη συνοχή της αυτοκρατορικής ισχύος. Το Βυζάντιο ήταν αυτοκρατορία, και ως αυτοκρατορία θα έληγε τις μέρες του στον ιστορικό χάρτη.
ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Μέχρι τον 9ο αι. (αρχές 10ου) το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες, από τον Κωνσταντίνο. Η άσκηση των επαγγελμάτων ήταν ελεγχόμενη από το κράτος και οργανωμένη σε συντεχνίες. Οι συντεχνίες ήταν ενώσεις, ή σωματεία, εργαζομένων στις πόλεις, που τελούσαν υπό την εποπτεία του κράτους και απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων των μελών τους, στη μετάδοση τεχνογνωσίας (διά της μαθητείας), αλλά κυρίως στον καλύτερο έλεγχο των οικονομικών του Κράτους ενώ ασκούσαν και πολιτική επιρροή. Οι συντεχνίες της πρωτεύουσας τελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο του επάρχου της Πόλης. Καθώς στην πράξη η εξάρτησή τους από το κράτος ήταν περιορισμένη, αποτελούσαν έναν από τους πόλους εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Από τις αρχές του 13ου αιώνα, το σύστημα των συντεχνιών φαίνεται να παρακμάζει. Το Επαρχικόν Βιβλίον, ένα είδος κώδικα των συντεχνιών, αναφέρει τις συντεχνίες που ταξινομήθηκαν σ' αυτήν την ειδική κατηγορία και αφορά τους εμπόρους και τους τεχνίτες που ασκούσαν τα παρακάτω επαγγέλματα: χρυσοχόοι, αργυραμοιβοί (τραπεζίτες ή χρυσοκαταλλάκτες ή κολλυβισταί), ράφτες, έμποροι ακατέργαστης μετάξης, κατεργαστές μετάξης, κατασκευαστές μεταξωτών υφασμάτων, έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, έμποροι υφασμάτων και εισαγομένων ενδυμάτων, αρωματοπώλεις, κηροποιοί, σαπωνοποιοί, παντοπώλεις, σαγματοποιοί, κρεοπώλες (κρεοπούλοι ή μακελλάριοι), κρεοπώλες (αλλαντεύων ή χορδεύων) ,ιχθυέμποροι, αρτοποιοί, πανδοχείς, έμποροι αλόγων, εργολάβοι οικοδομών.
Ο ΕΠΑΡΧΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΗΤΑΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ Σε κάθε είδος βιοτεχνίας η αντίστοιχη συντεχνία κανόνιζε τους όρους εργασίας, τα όρια των μισθών, τις τιμές πωλήσεως και τα νόμιμα κέρδη. Κανένας άνδρας δεν μπορούσε να είναι μέλος σε περισσότερες από μία συντεχνίες και μάλιστα δεν ήταν υποχρεωμένος να ανήκει και σ' αυτή τη μία. Για να γίνει κανείς μέλος μια συντεχνίας έπρεπε να πληρούνται μερικοί όροι. Οι δύο πρώτοι απ' αυτούς ήταν : να ήταν ειδικευμένος τεχνίτης στο είδος του και να πληρώνει κάποιο ποσό σαν δικαίωμα εγγραφής. Δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο ο γιός να ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα, πάντως στην περίπτωση που διαδέχονταν τον πατέρα του στην ίδια δουλειά η εισδοχή του στη συντεχνία δεν ήταν αυτονόητη. Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρόεδρος που εκλεγόταν από τα μέλη της και που έπρεπε να εγκριθεί από τον έπαρχο, ο οποίος ασκούσε έλεγχο στο εσωτερικό της συντεχνίας. Ο τελευταίος διορίζει επίσης κι έναν βοηθό του που ανήκει στην υπαλληλία της επαρχιακής διοικήσεως. Για να γίνει κανείς δεκτός σε μια συντεχνία έπρεπε πρώτα να υποβάλλει στον έπαρχο μια αίτηση, η οποία έπρεπε να υποστηρίζεται από τουλάχιστον πέντε τιτλούχα μέλη της συντεχνίας, τα οποία εγγυώνται από ηθική και υλική πλευρά, για την τιμιότητα και της επαγγελματικές ικανότητες του υποψηφίου. Αν τελικά η αίτηση του γίνει δεκτή, θα πάρει άδεια να ασκεί το εκλεγμένο από τον ίδιο επάγγελμα και θα κληθεί να καταθέσει στο Δημόσιο Ταμείο ένα δικαίωμα εγγραφής, που ποικίλλει ανάλογα με τη συντεχνία. Ύστερα από αυτό θα μπορέσει να ανοίξει το κατάστημά του. Αλλά δεν θα εκλέξει ο ίδιος τη θέση του. Αυτή θα καθορισθεί από τον έπαρχο, στην περιοχή που βρίσκονται και οι άλλοι έμποροι και τεχνίτες που ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Επίσης τις πρώτες ύλες που θα χρειαζόταν, τα εμπορεύματα που είχε δικαίωμα να πουλάει, τη μάξιμουμ ποσότητα που θα μπορούσε να προμηθευτεί και τα όρια του κέρδους του, τον προμηθευτή στον οποίο πρέπει να απευθυνθεί, όλα αυτά τα καθόριζε ο έπαρχος. Επιπλέον, τα εμπορεύματα, όπως και τα προϊόντα της εργασίας του, πριν περάσουν στην αγορά, έπρεπε να σφραγιστούν από τους υπαλλήλους της «νομαρχιακής διοικήσεως». Αυτό ήταν μια υποχρεωτική διαδικασία, που δεν επέτρεπε καμία εξαίρεση. Ειδικοί ελεγκτές επισκέπτονταν τακτικά τα καταστήματα και έλεγχαν αν ο επαγγελματίας τηρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Οι χώροι, όπου διεξαγόταν το εμπόριο ήταν συνήθως αρκετά μικροί και δεν μπορούσαν να χωρέσουν περισσότερα από πέντε ή έξη άτομα. Ένα χαμηλό τραπέζι, πάνω στο οποίο είναι αραδιασμένα τα εμπορεύματα, χωρίζει τους πελάτες από το εσωτερικό του καταστήματος, όπου στέκεται ο καταστηματάρχης και ενδεχομένως οι υπάλληλοι του ή οι εργάτες του. Όταν πρόκειται για προϊόντα τρεχούσης καταναλώσεως, ο έμπορος μπορεί να τα εκθέσει έξω, μπροστά στην είσοδο του καταστήματος του. ΠΩΛΗΤΕΣ ΨΩΜΙΟΥ Στο Βυζάντιο η παραγωγή και η πώληση ήταν αυστηρά διαχωρισμένες και τα περιθώρια του κέρδους καθορισμένα από το κράτος, έτσι γινόταν πρακτικά αδύνατη η ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να γίνεται αδύνατη η συσσώρευση μεγάλων περιουσιών, οι οποίες παρέμειναν για αιώνες αποκλειστικότητα των ευγενών και του κλήρου. Οι παραγωγοί και οι επιχειρηματίες , εφ' όσον δεν έκαναν εμπορικές πράξεις παράνομες -πράγμα καθόλου σπάνιο- όφειλαν να περιοριστούν σ' ένα μέτριο κέρδος. Για παράδειγμα ένα χρυσοχόος, στον οποίο απαγορεύεται να αγοράσει για τις ανάγκες τις δουλειάς του, περισσότερες από μία λίβρα χρυσού την κάθε φορά, είτε πρόκειται το μέταλλο να υποβληθεί σε επεξεργασία, είτε όχι, δεν μπορεί να αγοράσει δεύτερη, πριν αποδείξει ότι χρησιμοποίησε ολοκληρωτικά την πρώτη. Απ' αυτό προερχόταν μια σημαντική καθυστέρηση του ρυθμού της παραγωγής και μια αισθητή ελάττωση της εμπορικής αποδόσεως της επιχειρήσεως. Ανάλογους περιορισμούς είχαν και άλλοι επαγγελματίες. Οι ιχθυέμποροι πωλούσαν τα ψάρια τους στην τιμή που όριζε το κράτος, οι παντοπώλες είχαν καθορισμένα ποσοστά κέρδους (16 με 17%), ενώ οι έμποροι μεταξιού αγόραζαν το ακατέργαστο μετάξι από τους παραγωγούς χωρίς να έχουν δικαίωμα να το κατεργαστούν οι ίδιοι. Ήταν υποχρεωμένοι να το μεταπωλούν στους κατεργαστές μεταξιού (καταρτάριους). Αλλά και οι καταρτάριοι είχαν τους δικούς τους περιορισμούς. Έπρεπε πρώτα να δηλώσουν την ποσότητα του μεταξιού που ήθελαν να κατεργαστούν και να βεβαιώσουν ότι διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια. Στη συνέχεια αναλάμβαναν τα κρατικά εργαστήρια βαφής του μεταξιού, ενώ υπεύθυνοι για τη λιανική πώληση ήταν ειδικοί έμποροι μεταξωτών υφασμάτων που είχαν το δικαίωμα να πωλούν μόνο μεταξωτά υφάσματα.
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ΤΩΝ ΑΛΙΕΩΝ Κάθε συντεχνία αγόραζε τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν όλα τα μέλη της και ύστερα τις διένεμε σ' αυτά. Τα έτοιμα προϊόντα κάθε βιοτεχνίας προωθούνταν για πώληση σε ορισμένα σημεία της πόλεως που είχαν με ακρίβεια προκαθορισθεί. Μόνο οι παντοπώλες ήταν ελεύθεροι να ανοίξουν το κατάστημά τους σ' οποιονδήποτε δρόμο, γιατί αυτοί πουλούσαν είδη πρώτης ανάγκης: τυρί, λάδι, βούτυρο, αλεύρι, μέλι, κρέας, ψάρια, παστά, λαχανικά. Οι αγρότες επίσης είχαν άδεια να πουλούν απ' ευθείας τα προϊόντα τους στους καταναλωτές. Πλανόδιοι τέλος μικροπωλητές έκαναν ζωηρό εμπόριο μεταχειρισμένων, δευτέρας ποιότητας υφασμάτων. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΛΙΝΘΩΝ Οι μισθοί κανονίζονταν μέσω των συντεχνιών. Διατηρούνταν εξαιρετικά χαμηλοί. Εν πάση περιπτώσει μέχρι τα τέλη του 6ου αι. τα μέλη των συντεχνιών έπαιρναν μόνο ένα μέρος του μισθού τους σε χρήμα κι ένα σημαντικό μέρος σε είδος. Πολλά μέλη των συντεχνιών εργάζονταν στα σπίτια τους, όπου βοηθούνταν από τις γυναίκες τους, από υπαλλήλους ή μαθητευομένους. Παραβίαση του θεσμού της συντεχνίας τιμωρούνταν με πρόστιμο ή ακρωτηριασμό ή απομάκρυνση από το επάγγελμα. Η απομάκρυνση πάντως από τη συντεχνία δεν συνεπαγόταν μόνιμη ανεργία καθώς υπήρχε η δυνατότητα προσφοράς χειρωνακτικής εργασίας σε οποιονδήποτε τη χρειαζόταν, ενώ πολλοί ( μεταλλουργοί, λινουφαντουργοί, υποδηματοποιοί) κατέφευγαν σε μοναστήρια. Κατά την πρώτη φάση της Βυζαντινής ιστορίας τα πιο σπουδαία εργαστήρια που κατασκεύαζαν πανάκριβα αντικείμενα (διαμαντικά, μεταξωτά) είχαν ιδρυθεί μέσα στον περίβολο των Ανακτόρων της Κωνσταντινουπόλεως. Οι συντεχνίες που τα είχαν αναλάβει για να εργάζονται σ' αυτά χαρακτηρίζονταν αυτοκρατορικές και είχαν το προβάδισμα έναντι των άλλων συντεχνιών. Δική τους προνομιακή αρμοδιότητα ήταν να στολίζουν με παραπετάσματα πορφυρομέταξα και με στολίδια από χρυσάφι κι ασήμι την εξέδρα που χρησιμοποιούσε ο αυτοκράτορας, όταν επισκεπτόταν μια συντεχνία. Μάλιστα, κατά την πρώτη περίοδο της Βυζαντινής μεταξοβιοτεχνίας, η βιοτεχνία του μεταξιού ελέγχονταν από πέντε τουλάχιστο συντεχνίες. Μία περιελάμβανε τους εμπόρους-εισαγωγείς της πρώτης ύλης, άλλη εκείνους που έφεραν έτοιμα μεταξωτά υφάσματα ή έτοιμα φορέματα, μια τρίτη αποτελούσαν οι νηματουργοί και υφαντουργοί, σε τέταρτη ανήκαν οι βαφείς και την πέμπτη σχετική συντεχνία αποτελούσαν εκείνοι που πουλούσαν τα μεταξωτά υφάσματα. Πάντως οι εργάτες κεραμεικής και βυρσοδεψίας αποτελούσαν τις μεγαλύτερες συντεχνίες στη χώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...