Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ


Η επιστημονική μελέτη της ανθρώπινης εξέλιξης περιλαμβάνει τόσο την πορεία εξέλιξης του γένους Homo, όσο και τη μελέτη άλλων Ανθρωπίδων, όπως του Αυστραλοπίθηκου. Ως "σύγχρονος άνθρωπος" ορίζεται το είδος Homo sapiens, του οποίου το μόνο επιζών υποείδος είναι γνωστό ως Homo sapiens sapiens. Ο Homo neanderthalensis (Νεάντερταλ), ο οποίος αφανίστηκε 30.000 χρόνια πριν, θεωρείται από μερικούς ως το τρίτο υποείδος Homo Sapiens. Σύμφωνα με γενετικές μελέτες ο Νεάντερταλ διαχωριστικέ από την εξελικτική πορεία του Homo sapiens περίπου 500.000 χρόνια πριν. Ομοίως, ο Homo rhodesiensis αναφέρεται περιστασιακά ως υποείδος του Homo Sapiens, αν και αυτός ο ισχυρισμός δεν βρίσκει σύμφωνη την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας. Οι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι εμφανίστηκαν στην Αφρική περίπου 195.000 χρόνια πριν, και διάφορες έρευνες υποστηρίζουν πως ο τελευταίος κοινός πρόγονος όλων των σύγχρονων ανθρώπων έζησε περίπου 200.000 χρόνια πριν.


Η Παλαιοανθρωπολογία συνεργάζεται με την Κοινωνική Ανθρωπολογία, μελετώντας φυλές που εξακολουθούν, σήμερα, να ζουν στην Εποχή του Λίθου.


Η εξελικτική ιστορία των πρωτευόντων αρχίζει 65 εκατομμύρια χρόνια πριν, και αποτελεί μία από τις παλαιότερες εξελικτικές πορείες πλακουντοφόρων θηλαστικών. Το αρχαιότερο πρωτεύον θηλαστικό που έχει εντοπιστεί, ο Πλησιαδάπης, καταγόταν από τη Βόρεια Αμερική, αλλά μετανάστευσε στην Ευρασία και την Αφρική κατά τη διάρκεια της Παλαιοκαίνου και Ηωκαίνου εποχής.




Η γη έχει 4.600 εκατομμύρια χρόνια ύπαρξης. Η ύπαρξή της μελετάται σε Γεωλογικούς Αιώνες (Καταρχαιοζωϊκός, Αρχαιοζωϊός, Παλαιοπρωτεροζωϊκός, Παλαιοζωϊκός, Μεσοζωϊκός, Καινοζωϊκός). Στον Καινοζωϊκό αιώνα πραγματοποιήθηκε (λόγω κάποιου έντονου σεισμού, κάποιου συγκλονιστικού γεωλογικού φαινομένου ή, κατά πάσαν πιθανότητα, λόγω της εκρηκτικής πτώσης ενός κομήτη στην επιφάνεια της γης) η τελευταία εξαφάνιση των ειδών. Πριν 65 εκατ. χρόνια είχε λάβει χώρα η αμέσως προηγούμενη (Κρητιδική) Εξαφάνιση ειδών όπως οι Δεινόσαυροι. Στην Πέρμια περίοδο του Παλαιοζωϊκού αιώνα, δηλαδή πριν από 245 περίπου εκατομμύρια χρόνια, έγινε η πρώτη μεγάλη εξαφάνιση των ειδών.

Η καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία υπάρχει τα 10.000 τελευταία χρόνια. Ο πρώτος Homo Sapiens εμφανίστηκε πριν από 2.000.000 χρόνια.


Ο Καινοζωικός Αιώνας άρχισε πριν από 64,5 εκατομμύρια χρόνια.




Η Κρητιδική Περίοδος - που στο τέλος της έγινε η Μεγάλη Εξαφάνιση - άρχισε πριν από 146 και τελείωσε πριν από 64,5 εκατομμύρια χρόνια. Η μεγαλύτερη μαζική εξαφάνιση ειδών, που αφάνισε το 90% της θαλάσσιας και το 70% της της επίγειας ζωής, πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια, ήταν ο λόγος που υπάρχουμε σήμερα εμείς οι άνθρωποι.
Οι αρχαίοι στενότεροι συγγενείς μας, τα κυνοδόντια, επιβίωσαν και άκμασαν στον απόηχο των γεγονότων, οδηγώντας στην εξέλιξη των θηλαστικών. Τα πρώτα κυνοδόντια ήταν μικρά ζώα, σαν μυγαλές. Είχαν κοφτερά, διαφοροποιημένα δόντια, συμπεριλαμβανομένων κοπτήρων, κυνοδόντων και τραπεζιτών και ήταν, πιθανότατα, θερμόαιμα και καλυμμένα από γούνα, γεγονός που τα βοήθησε να κυριαρχήσουν στον πλανήτη. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξής τους, πολλά από τα τυπικά χαρακτηριστικά των θηλαστικών έκαναν την εμφάνισή τους. Αυτή η σειρά από μοναδικά χαρακτηριστικά εξελίχθηκε σταδιακά, στη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος. Η ανάπτυξή τους μπορεί να πυροδοτήθηκε από την τεραστίων διαστάσεων καταστροφή, στο τέλος της εποχής που είναι γνωστή γεωλογικά ως Πέρμια περίοδος.
Αν και η αιτία για την εξαφάνιση σχεδόν του συνόλου της τότε ζωής στον πλανήτη παραμένει μυστήριο, έχει πιθανολογηθεί ότι ευθύνονται εκρήξεις ηφαιστείων της Σιβηρίας. Οι ερευνητές συνέκριναν 150 χαρακτηριστικά των σκελετών κυνοδόντιων, που πέρασαν το DNA τους σε δισεκατομμύρια απογόνους, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ποικιλομορφία των κυνοδόντιων αυξήθηκε σταθερά, κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης της ζωής, μετά τη μαζική εξαφάνιση, με το εύρος των μορφών τους να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, στα πρώτα στάδια της περιόδου που ακολούθησε.

Η Ιουρασσική (Jurassic) Περίοδος - όπου κυριαρχούσαν οι δεινόσαυροι - άρχισε πριν 208 έως πριν 146 εκατομμύρια χρόνια. Ο Τορβόσαυρος είναι ένα δείγμα τεράστιου δεινοσαύρου:


Κανένα από αυτά τα ζώα δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί μέχρι η Γη να γίνει ένας ευνοϊκός βιότοπος για τη ζωή.


Η Χουρονιανή παγετωνική περίοδος (2.400-2.100 εκατομμύρια έτη) αντιστοιχεί στη Σιδέρια και στη Ρυάκια γεωλογική περίοδο, καθώς και στον Παλαιοπροτεροζωϊκό γεωλογικό αιώνα.
Η Κρυογενής παγετωνική περίοδος (800 – 635 εκατομμύρια έτη) αντιστοιχεί στην Κρυογενή γεωλογική περίοδο και στον Νεοπρωτοζωϊκό αιώνα.
Η Παγετωνική περίοδος Άνδεων/Σαχάρας (450-420 εκατομμύρια έτη) αντιστοιχεί στην Ορδοβίκια και στη Σιλούρια γεωλογική περίοδο, καθώς και στον πρώιμο Παλαιοζωϊκό γεωλογικό αιώνα.
Η Παγετωνική περίοδος Καρού (360.000.000 – 260.000.000 έτη) αντιστοιχεί στη Λιθανθρακοφόρο και στην Πέρμια Γεωλογική περίοδο, καθώς και στον όψιμο Παλαιοζωϊκό γεωλογικό αιώνα.
Τέλος, η Τεταρτογενής παγετωνική περίοδος (2,58 εκατομμύρια έτη– σήμερα) αντιστοιχεί στη Νεογενή Γεωλογική περίοδο και στον Καινοζωϊκό Γεωλογικό Αιώνα.
Η Διεθνής Επιτροπή Στρωματογραφίας, που αποτελεί τμήμα της Διεθνούς Ένωσης Γεωλογικών Επιστημών, δίνει τις ονομασίες των διαφόρων Γεωλογικών Περιόδων και Αιώνων: π.χ. Κρυογενής Περίοδος:


Πρόσφατα, οι παλαιοντολόγοι ονόμασαν την περίοδο που ξεκίνησε πριν 600 εκατομμύρια χρόνια και τελείωσε πριν 542 εκατομμύρια χρόνια, Ediacaran. Το νέο όνομα προέρχεται από τα όρη Ediacara στην οροσειρά Flinders της Νότιας Αυστραλίας, όπου βρέθηκαν άριστα διατηρημένα θαλάσσια μαλάκια, από μια εποχή πριν 550 εκατομμύρια χρόνια.


Η περίοδος αυτή βρίσκεται μεταξύ της Κρυογενούς (όταν η Γη ήταν λίγο πολύ μια χιονομπάλα) και της Κάμβριας, όταν απογειώθηκαν πραγματικά οι σύνθετες μορφές της ζωής.



Οι επιστήμονες έδωσαν τα ονόματα τους στα στρώματα που μελέτησαν. Για παράδειγμα, η Περίοδος Δεβόνιο δόθηκε προς τιμήν του Devon. Η Κάμβριος από τη λατινική ονομασία της Ουαλίας (Cambria), η Πέρμιαν και η Ιουρασσική από τη Ρωσία και τις Άλπεις, αντίστοιχα.


Μοριακές μελέτες υποστηρίζουν πως ο τελευταίος κοινός πρόγονος μεταξύ ανθρώπων και μεγάλων πιθήκων έζησε περίπου 8 με 4 εκατομμύρια χρόνια πριν. Πρώτα οι γορίλες και έπειτα οι χιμπαντζήδες διαχωρίσθηκαν από την εξελικτική πορεία των ανθρώπων. Το ανθρώπινο DNA είναι 98,4% όμοιο με αυτό των πυγμαίων χιμπαντζήδων.


Ο στενότερος επιζών συγγενής των ανθρώπων είναι οι γορίλες και οι χιμπαντζήδες. Οι άνθρωποι δεν εξελίχτηκαν από αυτά τα είδη, αλλά μοιράζονται έναν κοινό πρόγονο μαζί τους. Έχουν, δε, στενότερη εξελικτική συγγένεια με τα δύο είδη των χιμπαντζήδων: τον Κοινό Χιμπαντζή και τους Μπονόμπο (ή Πυγμαίους Χιμπαντζήδες). Διεξοδική έρευνα του γονιδιώματος έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι "έπειτα από 6.5 εκατομμύρια χρόνια ξεχωριστής εξέλιξης, οι διαφορές μεταξύ χιμπαντζήδων και ανθρώπων είναι δέκα φορές μεγαλύτερες από αυτές μεταξύ δύο τυχαίων ανθρώπων, και δέκα φορές λιγότερες από τις διαφορές μεταξύ αρουραίων και ποντικιών". Οι ομοιότητες του DNA ανθρώπων και χιμπαντζήδων κυμαίνονται μεταξύ 95% και 99%. Η ανθρώπινη εξέλιξη χαρακτηρίζεται από έναν μεγάλο αριθμό σημαντικών μορφολογικών, εξελικτικών, φυσιολογικών και συμπεριφορικών αλλαγών, οι οποίες συνέβησαν από τότε που διαχωρίστηκε η εξελικτική πορεία του ανθρώπου από τους χιμπαντζήδες. Η πρώτη σημαντική διαφορά είναι η ανάπτυξη της δίποδης όρθιας στάσης, η οποία επιφέρει και άλλες ανατομικές αλλαγές. Έπειτα, οι αρχαϊκοί άνθρωποι ανέπτυξαν έναν πολύ μεγαλύτερο εγκέφαλο, με μέγεθος περίπου 1.400 cm³- διπλάσιο από αυτόν των χιμπαντζήδων και των γορίλων. Άλλες σημαντικές μορφολογικές αλλαγές αποτελούν η εξέλιξη της δύναμης και τις ακρίβειας στις κινήσεις των άκρων, ένα μικρότερο μασητικό σύστημα, η μείωση των κυνοδόντων, και η κάθοδος του λάρυγγα που έκανε δυνατή την ομιλία. Οι δυνάμεις της φυσικής επιλογής εξακολουθούν να επηρεάζουν τους ανθρώπινους πληθυσμούς, όπως αποδεικνύεται από γενετικές συγκρίσεις των τελευταίων 15.000 χρόνων.


Πρωτεύοντα


Η βιολογική τάξη Πρωτεύοντα (Primates) περιλαμβάνει τους προσιμιίδες (στους οποίους συγκαταλέγονται οι λεμούριοι, οι λόρις, οι γαλάγοι και οι τάρσιοι) και τους σιμιίδες (μαϊμούδες και πίθηκοι). Με εξαίρεση τους ανθρώπους, οι οποίοι κατοικούν σε όλες τις ηπείρους της Γης, τα περισσότερα πρωτεύοντα ζουν σε τροπικές ή υποτροπικές περιοχές της Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας. Σύμφωνα με απολιθώματα που έχουν εντοπιστεί, πρόγονοι των πρωτευόντων πιθανότατα έζησαν 65 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την ύστερη Κρητιδική περίοδο. Οι άνθρωποι ανήκουν στην υποομάδα των Καταρρίνων, κι εξαπλώθηκαν επιτυχώς έξω από την Αφρική, τη Νότια και Ανατολική Ασία, αν και παλαιοντολογικά στοιχεία (απολιθώματα) δείχνουν πως πολλά άλλα είδη καταρρίνων έζησαν κάποια στιγμή και στην Ευρώπη.


Όντας ευπροσάρμοστα θηλαστικά, τα πρωτεύοντα παρουσιάζουν ένα μεγάλο εύρος χαρακτηριστικών. Ορισμένα πρωτεύοντα (όπως οι μεγάλοι πίθηκοι και οι μπαμπουίνοι) δεν είναι δενδρόβια, αλλά όλα τα είδη έχουν ανατομικά χαρακτηριστικά που τα διευκολύνουν στην αναρρίχηση δέντρων. Μεταξύ των διαφόρων τρόπων κίνησης των πρωτευόντων, περιλαμβάνεται το πήδημα από δέντρο σε δέντρο, το περπάτημα στα δύο ή στα τέσσερα άκρα, το περπάτημα στηριζόμενο στις αρθρώσεις των δακτύλων, ή οι ταλαντεύσεις στα κλαδιά των δέντρων. Τα πρωτεύοντα χαρακτηρίζονται από το μεγάλο μέγεθος των εγκεφάλων τους, συγκριτικά με τα άλλα θηλαστικά, καθώς επίσης και από την ιδιαίτερη χρήση της στερεοσκοπικής όρασης, που έχει ως τίμημα την επιδείνωση της όσφρησης, που αποτελεί την κυρίαρχη αίσθηση στα περισσότερα θηλαστικά. Τα πρωτεύοντα έχουν μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης από άλλα θηλαστικά ίδιου μεγέθους, και αργούν να ωριμάσουν, αλλά έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Μερικά ζουν μοναχικά, άλλα σε ζευγάρια των δύο φύλων, ενώ άλλα σε ομάδες μέχρι εκατό ατόμων.

Τρία, λοιπόν, χαρακτηριστικά βοήθησαν τα πρωτεύοντα (primaries) να πετύχουν στο δενδρόβιο, εντομοφάγο περιβάλλον όπου ζούσαν:
• Αρπακτικά δάχτυλα χεριών και ποδιών
• Διοπτρική όραση
• Ενώ τα πρώιμα πρωτεύοντα ήταν εντομοφάγα, στη συνέχεια, με προσαρμογή των δοντιών, εξελίχθηκαν και σε φυτοφάγα.


Ανθρωπίδες


Τα πρωτεύοντα άρχισαν να εξελίσσονται πριν 65.000.000 χρόνια, δίνοντας γένεση πρώτα στους προσίμιους (prosimians) και στη συνέχεια στις μαϊμούδες. Η ικανότητα της όρθιας βάδισης σημάδεψε την αρχή της εξέλιξης των ανθρωποειδών. Τα πρώτα ανθρωποειδή ήταν αυστραλοπιθηκοειδή, πρόγονοι πολλών επιμέρους ειδών. Θα πρέπει να υπήρξαν πολλά είδη Homo με εγκεφάλους σημαντικά μεγαλύτερους από αυτούς των αυστραλοπηθικοειδών. Πριν από 40.000.000 χρόνια, τα αρχικά πρωτεύοντα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: τους προσίμιους (πριν τις μαϊμούδες) και τα Ανθρωποειδή. Τα ανθρωποειδή ή ανώτερα πρωτεύοντα περιλαμβάνουν τις μαϊμούδες, τους πιθήκους και τους ανθρώπους:

• Ημερόβια
• Τρέφονται με φύλλα και φρούτα
• Η εξέλιξη ευνόησε διάφορες αλλαγές στο σχήμα του ματιού και την έγχρωμη όραση
• Εκτεταμένος εγκεφαλικός φλοιός συντονίζει εξελιγμένες αισθήσεις
• Ζουν σε κοινότητες με πολύπλοκες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις
• Φροντίζουν τα νεαρά άτομα για μεγάλο χρονικό διάστημα, επιτρέποντας τη μάθηση


Με τον όρο Ανθρωπίδες (ή: Ανθρωποειδή, ή: Μεγάλους Πιθήκους) εννοούμε κάθε μέλος της βιολογικής οικογένειας Hominidae, η οποία περιλαμβάνει ανώτερα θηλαστικά, όπως είναι ο άνθρωπος, οι χιμπατζίδες, οι γορίλες και οι ουρακοτάγκοι. To φυλογενετικό δέντρο των σωζόμενων Ανθρωπιδών:

Ο τελευταίος κοινός πρόγονος των Ανθρωπιδών έζησε περίπου 13 εκατομμύρια χρόνια πριν, όταν οι πρόγονοι των ουρακοτάγκων "αποκόπηκαν" από την εξελικτική πορεία των προγόνων των άλλων τριών γενών, ενώ ολόκληρη η οικογένεια των Ανθρωπιδών αποσπάστηκε από την οικογένεια των Υλοβατιδών πριν 15-20 εκατομμύρια χρόνια. Η οικογένεια των Ανθρωπιδών περιλαμβάνει δύο υποοικογένειες, τους Ανθρωπίνες και τους Ponginae.


Το πρώτο ανθρωποειδές αποκαλείται Eosimias, είναι ηλικίας 45.000.000 χρόνων και βρέθηκε στην Κίνα ως απολίθωμα που είχε δύο σιαγόνες.




Οι σύγχρονοι άνθρωποι εξελίχθηκαν μέσα στα τελευταία 600.000 χρόνια και το δικό μας είδος (Homo sapiens sapiens) τα τελευταία 200.000 xρόνια. Αν και αμφισβητείται έντονα, φαίνεται αρκετά πιθανό ότι ο Homo sapiens εξελίχθηκε στην Αφρική και στη συνέχεια μετανάστευσε εκτός Αφρικής, αντικαθιστώντας τον H. Erectus στην Ευρώπη, και στη συνέχεια στην Ασία.


Είδη κοντά στον τελευταίο κοινό πρόγονο γορίλων, χιμπαντζήδων και ανθρώπων θα μπορούσαν να ήταν ο Nakalipithecus, απολιθώματα του οποίου έχουν βρεθεί στην Κένυα, και ο Ouranopithecus, που έχει βρεθεί στην Ελλάδα.


Μοριακές έρευνες υποστηρίζουν πως 8 με 4 εκατομμύρια χρόνια πριν, πρώτα οι γορίλες, και στη συνέχεια οι χιμπαντζήδες (γένος Pan) διαχωρίστηκαν από την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου γένους. Το ανθρώπινο DNA είναι κατά 98.4% όμοιο με αυτό των χιμπαντζήδων. Τα απολιθώματα των άμεσων προγόνων γορίλων και χιμπαντζήδων είναι περιορισμένα σε αριθμό, κυρίως λόγω των κακών συνθηκών συντήρησης των απολιθωμάτων στα τροπικά δάση.


Άλλοι ανθρωπίδες προσαρμόστηκαν πιθανότατα σε πιο ξηρά περιβάλλοντα, έξω από την ζώνη του Ισημερινού, όπως ακριβώς έκαναν και άλλα ζώα (οι αντιλόπες, οι ύαινες, τα γουρούνια, οι ελέφαντες και τα άλογα κ.α). Η ζώνη του ισημερινού συνεστάλη 8 εκατομμύρια χρόνια πριν. Αρκετά είδη που εξελίχτηκαν μετά το διαχωρισμό της εξελικτικής πορείας από τους χιμπαντζήδες είναι πλέον γνωστά. Τα κυριότερα είναι:


Homo Erectus Trigliensis (11 εκ χρόνια πριν), εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων.


Sahelanthropus tchadensis (7 εκ. χρόνια πριν) και Orrorin tugenensis (6 εκ. χρόνια πριν).


Αρδιπίθηκος (5,5-4,4 εκ. χρόνια πριν), με είδη τον Ar. kadabba και τον Ar. ramidus.

Australopithecus (4–1.8 εκ. χρόνια πριν), με είδη τον Au. anamensis, τον Au. afarensis, τον Au. africanus, τον Au. bahrelghazali, τον Au. garhi, και τον Au. sediba.Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης άρχισε πριν από 4.000.000 χρόνια στην ανατολική Αφρική, από μια ομάδα ζώων που ονομάζονται Αυστραλοπίθηκοι και έφτασε στον Homo sapiens, δηλαδή τον σημερινό άνθρωπο.


Αυστραλοπίθηκος


Αυστραλοπίθηκος (Australopithecus) (εκ του "australis", νότιος στα Λατινικά, και του πίθηκος) είναι ένα γένος ανθρωποειδών που έχει αφανιστεί. Σύμφωνα με παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά στοιχεία, το γένος Αυστραλοπίθηκος εξελίχτηκε στην ανατολική Αφρική περίπου 4 εκατομμύρια χρόνια πριν και στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ήπειρο μέχρι να αφανιστεί 2 εκατομμύρια χρόνια πριν. Αυτό το διάστημα έζησαν πολλά είδη αυστραλοπίθηκων όπως ο Australopithecus anamensis, ο A. afarensis, ο A. sediba, και ο A. africanus. Μέχρι πρότινος είδη σαν τον A. robustus και τον A. boisei, πιστεύεται πως αποτελούσαν μέλη του ίδιου γένους των Αυστραλοπιθήκων. Παρόλα αυτά πρόσφατα δεδομένα υποδεικνύουν πως αποτέλεσαν ένα ξεχωριστό γένος, γεγονός που διαίρεσε τις αυστραλοπιθηκίνες σε δύο γένη: τον Αυστραλοπίθηκο (λεπτοφυείς αυστραλοπιθηκίνες), και τον Παράνθρωπο (Paranthropus) (εύρωστες αυστραλοπιθηκίνες). Είναι κοινά αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα πως οι αυστραλοπίθηκοι διαδραμάτισαν έναν καθοριστικό ρόλο στην ανθρώπινη εξέλιξη, και αποτέλεσαν πρόγονο του Homo habilis, Homo ergaster και, κατ’ ακολουθίαν, του σύγχρονου ανθρώπου.



Kenyanthropus (3–2.7 εκ. χρόνια πριν), με είδος τον Kenyanthropus platyops.


Paranthropus (3–1.2 εκ. χρόνια πριν), με είδη τον P. aethiopicus, τον P. boisei, και τον P. robustus.


Homo (2 εκ. χρόνια πριν - σήμερα), με είδη τον Homo habilis, τον Homo rudolfensis, τον Homo ergaster, τον Homo georgicus, τον Homo antecessor, τον Homo cepranensis, τον Homo erectus, τον Homo heidelbergensis, τον Homo rhodesiensis, τον Homo neanderthalensis, τον Homo sapiens idaltu, τους Αρχαϊκούς Homo sapiens, και τον Homo floresiensis.


Ο Homo sapiens είναι το μόνο σωζόμενο είδος του γένους Homo. Αν και πολλά αφανισμένα είδη Homo πιθανότατα υπήρξαν πρόγονοι του Homo sapiens, αρκετά είδη απλά συγγένευαν με το είδος, έχοντας εξελιχθεί προς διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν του Homo sapiens. Δεν υπάρχει ακόμα ομοφωνία σχετικά με το ποιες από αυτές τις ομάδες πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστό είδος και ποιες υποείδος. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό οφείλεται στην έλλειψη απολιθωμάτων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις λόγω των μικρών διαφορών που ξεχωρίζουν ένα είδος στο γένος Homo.

O Homo Erectus Trigliensis (Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων) εντοπίστηκε απο τον Δρα Άρη.Ν.Πουλιανό και την επιστημονική του ομάδα (18/09/1960) στο σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική, στην Ελλάδα. Εκτιμάται οτι έζησε 1 εκ χρόνια πριν.


Homo Habilis (Ο Ικανός Άνθρωπος)


Ο Homo habilis έζησε περίπου 2,4 με 1,5 εκατομμύρια χρόνια πριν. Υπήρξε ένα από τα πρώτα μέλη του γένους Homo που έζησε στη Νότια και Ανατολική Αφρική στα τέλη της Πλειόκαινου ή στις αρχές της Πλειστόκαινου εποχής, 2,5–2 εκατομμύρια χρόνια πριν, όταν και εξελίχτηκε από τις Αυστραλοπιθηκίνες. Ο H. habilis είχε μικρότερους γομφίους και μεγαλύτερο εγκέφαλο από τις Αυστραλοπιθηκίνες, και κατασκεύαζε λίθινα εργαλεία και πιθανότατα και εργαλεία από οστά ζώων. Όντας μία από τις πρώτες ανθρωπίδες που εντοπίστηκαν, ο Homo habilis ονομάστηκε "επιδέξιος άνθρωπος" από τον Λούις Λεκεϋ, τον ερευνητή που τον ανακάλυψε, κυρίως λόγω της σχέσης του με τα λίθινα εργαλεία. Ορισμένοι επιστήμονες προτείνουν να επαναταξινομηθεί το συγκεκριμένο είδος έξω από το γένος Homo, και να προσδιοριστεί ως είδος του γένους Αυστραλοπίθηκος, λόγω της μορφολογίας του σκελετού του που καθιστούσε το είδος δενδρόβιο, σε αντίθεση με τον διποδισμό των άλλων ειδών Homo.
Παρόλο που μέχρι πρότινος θεωρούνταν το παλαιότερο γνωστό είδος του γένους Homo, τον Μάιο του 2010 ανακοινώθηκε η περιγραφή ενός νέου είδους, του Homo gautengensis, απολιθώματα του οποίου βρέθηκαν στην Νότια Αφρική. Ο Homo gautengensis έζησε πιθανότατα πριν τον Homo habilis, γεγονός που τον καθιστά το παλαιότερο γνωστό μέλος του γένους Homo.


Υπάρχουν προτεινόμενες περιγραφές και ονομασίες απολιθωμάτων της περιόδου 1,9–1,6 εκατομμύρια χρόνια πριν, η σχέση των οποίων με τον Homo habilis δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη. Ο Homo rudolfensis αναφέρεται σε ένα κομμάτι κρανίου που εντοπίστηκε στην Κένυα. Παραμένει αμφιλεγόμενο κατά πόσο το συγκεκριμένο απολίθωμα αποτελεί ξεχωριστό είδος, ή απλά έναν ακόμα Homo habilis, γεγονός που έχει διχάσει την επιστημονική κοινότητα.


Ο Homo georgicus, από τη Γεωργία, ίσως να υπήρξε το εξελικτικά ενδιάμεσο είδος μεταξύ Homo habilis και Homo erectus,ή ένα υποείδος του Homo erectus.


Τα πρώτα απολιθώματα του Homo erectus εντοπίστηκαν από τον Ολλανδό φυσικό Γιουτζίν Ντουμπουά το 1891 στην νήσο Ιάβα της Ινδονησίας.


Aυτά τα απολιθώματα πήραν την επωνυμία Pithecanthropus erectus βάσει των μορφολογικών τους χαρακτηριστικών, ενδιάμεσων μεταξύ ανθρώπων και άλλων πιθήκων. Ο Homo erectus (H. erectus) έζησε 1,8 εκατομμύρια μέχρι 70.000 χρόνια πριν (πιθανότατα αφανίστηκε από την έκρηξη Τόμπα, παρόλο που ο Homo erectus soloensis και ο Homo floresiensis επιβίωσαν). Στην πρώιμη φάση, 1,8 με 1,25 εκατομμύρια χρόνια πριν, έζησε ο Homo ergaster, ο οποίος θεωρείται είτε ξεχωριστό είδος, είτε υποείδος του Homo erectus, δηλαδή αποκαλείται Homo erectus ergaster.


Κατά την πρώιμη Πλειστόκαινο, 1,5-1 εκατομμύριο χρόνια πριν, στην Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη, πληθυσμοί του Homo habilis πιστεύεται πως ανέπτυξαν μεγαλύτερους εγκεφάλους, και έφτιαξαν πιο περίπλοκα εργαλεία. Αυτές όπως και άλλες παρόμοιες διαφορές, υπήρξαν αρκετές για τους ανθρωπολόγους για να τα κατανείμουν ως το ξεχωριστό είδος Homo erectus. Επιπλέον ο Homo erectus υπήρξε ο πρώτος ανθρώπινος πρόγονος που προχωρούσε τελείως όρθιος.Αυτό έγινε δυνατό όταν η εξέλιξη "σταθεροποίησε" τα γόνατα και μετακίνησε τη θέση του foramen magnum (της οπής του κρανίου όπου αρχίζει η σπονδυλική στύλη). Ίσως να υπήρξε και το πρώτο είδος που χρησιμοποίησε τη φωτιά για να ψήσει κρέας.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα Homo erectus αποτελεί ο Άνθρωπος του Πεκίνου (Homo erectus pekinensis). Άλλα απολιθώματα εντοπίστηκαν στην Ασία (κυρίως στην Ινδονησία), την Αφρική και την Ευρώπη. Πολλοί παλαιοανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο Homo ergaster για τους μη-Ασιατικούς τύπους του πληθυσμού, και αποκαλούν Homo erectus μόνο τα απολιθώματα που έχουν εντοπιστεί στην Ασία και τηρούν ορισμένες σκελετικές και οδοντικές συνθήκες που τους ξεχωρίζουν ελαφρώς από τον H. ergaster.


Είδη που πιθανότατα εμφανίστηκαν μεταξύ του H. erectus και του H. heidelbergensis:


Ο Homo antecessor, γνωστός από τα απολιθώματα που βρέθηκαν σε Ισπανία και Αγγλία, χρονολογείται στα 1,2 εκατομμύρια με 500.000 χρόνια πριν.


Ο Homo cepranensis αναφέρεται σε ένα κρανίο που εντοπίστηκε στην Ιταλία και εκτιμάται να έχει ηλικία 800.000 ετών.


Ο Homo heidelbergensis (Χαϊδελβέργιος Άνθρωπος) έζησε μεταξύ 800.000 και 300.000 χρόνια πριν. Χαρακτηρίζεται από μερικούς επιστήμονες ως Homo sapiens heidelbergensis ή Homo sapiens paleohungaricus (Παλαιοουγγρικός).


Ο Homo rhodesiensis, εκτιμάται πως έζησε πριν 300.000–125.000 χρόνια. Αρκετοί ερευνητές πιστεύουν πως ο H. rhodesiensis ανήκει στην ίδια ομάδα με τον Homo heidelbergensis, ενώ άλλοι τον επαναταξινομούν στην κατηγορία Αρχαϊκοί Homo sapiens (Homo sapiens rhodesiensis).Ο Homo neanderthalensis εμφανίστηκε 400.000 χρόνια πριν. Χαρακτηρίζεται και ως Homo sapiens neanderthalensis, καθώς υπάρχει αντιπαράθεση σχετικά με την περιγραφή του Νεάντερταλ ως ξεχωριστό είδος, ή υποείδος του H. sapiens. Παρόλο που η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει ακόμα σε κάποιο συμπέρασμα, έρευνες πάνω στο μιτοχονδριακό DNA υποδεικνύουν πως δεν έγινε κάποια σημαντική μεταφορά γονιδίων μεταξύ H. neanderthalensis και H. sapiens, και κατά συνέπεια, τα δύο είδη μοιράστηκαν τον τελευταίο κοινό πρόγονο τους 660.000 πριν. Το 1997, ο ερευνητής Μαρκ Στόουνκινγκ είπε: "Τα αποτελέσματα έρευνας στο μιτοχονδριακό DNA οστών των Νεάντερταλ υποδεικνύουν πως οι Νεάντερταλ δεν συνέβαλαν στο DNA των σύχρονων ανθρώπων, άρα δεν είναι πρόγονοι μας. Μεταγενέστερες έρευνες υποστήριξαν αυτή την υπόθεση.
Όμως, το 2010 η αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος των Νεάντερταλ έδειξε πως υπήρξε διασταύρωση με τον H. sapiens περίπου 75.000 χρόνια πριν (αφότου ο H. sapiens μετακινήθηκε έξω από την Αφρική, αλλά πριν χωριστεί ο πληθυσμός σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Ασία. Σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν 1% με 4% DNA που προέρχεται από το DNA των Νεάντερταλ. Αυτό το ποσοστό του 1-4% DNA είναι υπαρκτό μόνο στους μη-Αφρικανικούς ανθρώπους.Ο ανταγωνισμός με τον Homo sapiens οδήγησε στον αφανισμό των Νεάντερταλ. Πιθανότατα συνυπήρξαν στην Ευρώπη για τουλάχιστον 10.000 χρόνια.


Ο Homo sapiens (Άνθρωπος ο Σοφός) ζει τα τελευταία 250.000 χρόνια. Μεταξύ 400.000 και 250.000 χρόνια πριν, εμφανίστηκε η τάση κρανιακής επέκτασης και χρήσης πιο περίπλοκων εργαλείων, γεγονός που αποτελεί απόδειξη μετάβασης από τον H. erectus στον H. sapiens. Άλλα αποδεικτικά στοιχεία υποδεικνύουν πως υπήρξε μετακίνηση των πληθυσμών του H. erectus έξω από την Αφρική, και ακολούθησε η περαιτέρω εξέλιξη και ειδογένεση του H. sapiens από τον H. erectus στην Αφρική. Μία μεταγενέστερη μετακίνηση μέσα και έξω από την Αφρική αντικατέστησε εντέλει τους διάσπαρτους πληθυσμούς του H. erectus. Η θεωρία αυτή είναι γνωστή και ως Θεωρία "Πέρα από την Αφρική". Τα υπάρχοντα ευρήματα δεν αποκλείουν την εξέλιξη σε διαφορετικές περιοχές, ή την πρόσμιξη των H. sapiens με άλλος υπάρχοντες πληθυσμούς Homo.
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως οι άνθρωποι είναι γενετικά αρκετά ομογενείς. Αυτό σημαίνει πως το DNA δύο ατόμων είναι πολύ πιο όμοιο συγκριτικά με τα άλλα ζώα, γεγονός που ίσως οφείλεται στην σχετικά πρόσφατη εξέλιξη του είδους.


Το είδος H. sapiens, αποτελείται από δύο υποείδη, τον H. sapiens sapiens (σύγχρονος άνθρωπος), και τον H. sapiens idaltu που έζησε πριν 160.000 στην Αιθιοπία και έχει αφανιστεί.


O Homo floresiensis (Άνθρωπος Φλόρες) έζησε περίπου 100.000 με 12.000 χιλιάδες χρόνια πριν, και συχνά αποκαλείται χόμπιτ λόγω του μικρού μεγέθους του, που πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα κάποιου είδους νανισμού. Ο H. floresiensis αποτελεί αξιοπρόσεκτο παράδειγμα όχι μόνο λόγω του μεγέθους του, αλλά και λόγω της ηλικίας του, όντας ένα αρκετά πρόσφατο μέλος του γένους Homo, που παρουσιάζει παρ'όλα αυτά αρκετά μη-κοινά χαρακτηριστικά με τους σύγχρονους ανθρώπους. Με άλλα λόγια ο H. floresiensis μοιράζεται έναν κοινό πρόγονο με τους σύγχρονους ανθρώπους, η εξελικτική πορεία των απογόνων του διαιρέθηκε στα δύο, και συνεχίστηκε ανεξάρτητα. Το κυριότερο εύρημα είναι ένας σκελετός που ανήκε σε γυναίκα ηλικίας περίπου 30 ετών. Εντοπίστηκε το 2003 και χρονολογείται στα 18.000 χρόνια πριν. Η γυναίκα εκτιμάται να είχε ύψος ενός μέτρου και εγκέφαλο μόνο 380 cm3 (μέγεθος μικρότερο ακόμα και από αυτόν του χιμπαντζή και κατά ένα τρίτο μικρότερο του μέσου μεγέθους του εγκεφάλου του H. sapiens, 1400 cm3). Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει ομοφωνία στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με το κατά πόσο ο H. floresiensis αποτελεί ανεξάρτητο είδος ή όχι. Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν πως ο H. floresiensis ήταν ένας μοντέρνος H. sapiens που υπέφερε από μία ακραία μορφή παθολογικού νανισμού. Αυτή η υπόθεση υποστηρίζεται εν μέρει, καθώς οι σύγχρονοι άνθρωποι που ζουν στο Φλόρες, το νησί όπου βρέθηκαν τα απολιθώματα, είναι μικρόσωμοι. Αυτό σε συνδυασμό με τον παθολογικό νανισμό, πιστεύεται από μερικούς πως είναι επαρκές για να δικαιολογήσει την εμφάνιση ανθρώπων με αυτά τα χαρακτηριστικά. Επίσης δεύτερο σημαντικό επιχείρημα, αποτελεί το γεγονός πως χαρακτηριστικά εργαλεία του H. sapiens εντοπίστηκαν μαζί με τον H. floresiensis. Παρ’όλα αυτά η υπόθεση του παθολογικού νανισμού αδυνατεί να εξηγήσει τα επιπλέον ανατομικά χαρακτηριστικά που δεν εντοπίζονται στους σύγχρονους ανθρώπους (νάνους και μη), αλλά εμφανίζονται κυρίως σε αρχαιότερα μέλη του γένους. Πέρα από τα κρανιακά χαρακτηριστικά, οι διαφορές αφορούν μεταξύ άλλων τη μορφή των οστών στον καρπό, τον ώμο, τον πήχη, τα γόνατα και τα πόδια.


Φυλετικός διμορφισμός είναι η ανάπτυξη ευδιάκριτων μορφολογικών (φαινοτυπικών) διαφορών μεταξύ θηλυκών και αρσενικών ατόμων σε ένα είδος ή πληθυσμό. Πιο απλά, φυλετικό διμορφισμό έχουμε όταν τα αρσενικά και τα θηλυκά ενός είδους παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά (π.χ. στο μέγεθος, στο χρώμα κτλ.).



Το πρώτο ανθρωποειδές που εγκατέλειψε την Αφρική ήταν ο Homo erectus. Διαθέτοντας σχετικά μεγάλο εγκέφαλο, υπήρξε το μακροβιότερο είδος Homo.


Γιατί ο H. erectus ήταν τόσο πετυχημένος;

• Λιγότερος φυλετικός διμορφισμός- όρθια στάση
• Πιθανοί δεσμοί ζευγών, γάμοι
• Λιγότερες τρίχες στο σώμα= ένδυση με γούνες, άλλα ρούχα
• Ικανότητα να επεκταθεί βόρεια
• Γρήγορη προσαρμογή στο περιβάλλον χωρίς φυσικές αλλαγές
• Ο πολιτισμός ήταν η βασική αιτία για την επιτυχία του H. Erectus
• Οργανωμένο κυνήγι
• Ικανότητα προστασίας από θηρευτές
• Έλεγχος φωτιάς
• Πιθανές κατασκηνώσεις
• Χρήση εργαλείων


Νεάντερταλ


Η κοιλάδα Νεάντερταλ (Γερμανικά: Neanderthal) βρίσκεται στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στη Γερμανία, 12 χιλιόμετρα ανατολικά του Ντίσελντορφ.
Η κοιλάδα αυτή του ποταμού Ντίσελ, που αποτελεί παραπόταμο του Ρήνου, ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του θεολόγου Γιοάχιμ Νεάντερ (Joachim Neander) που έζησε τον 17ο αιώνα στην περιοχή. Στο επώνυμο Neander προστέθηκε η κατάληξη thal που σημαίνει 'κοιλάδα' στα γερμανικά και η οποία μεταβλήθηκε σε tal το 1901. Το 1856 μερικοί εργάτες οι οποίοι ανέσκαπταν την περιοχή για την εξόρυξη άνθρακα, βρήκαν μέσα στη σπηλιά Φελιτχόφερ ένα απολιθωμένο κρανίο και μερικά οστά ανθρώπινου σκελετού, των οποίων τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δεν έμοιαζαν με τα χαρακτηριστικά καμιάς σύγχρονης ανθρώπινης φυλής. Τα ευρήματα παραδόθηκαν στον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν Κάρλ Φούλροτ, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι επρόκειτο για απολιθωμένο σκελετό προϊστορικού ανθρώπου. Άλλοι μελετητές της εποχής δεν συμφώνησαν και έδωσαν διάφορες εξηγήσεις για την ιδιοτυπία των μορφολογικών χαρακτηριστικών των οστών.

Αργότερα, παρόμοιοι σκελετοί βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, και αποδείχτηκε πως οι σκελετοί αυτοί ανήκαν σε μία ιδιαίτερη ομάδα ανθρώπων που διέφερε από την ομάδα του Χόμο Σάπιενς στην οποία ανήκουν οι σύγχρονοι άνθρωποι. Η επιστημονική ονομασία που δόθηκε σε αυτό το ανθρώπινο είδος είναι Homo neanderthalensis, δηλαδή "Νεάντερταλ άνθρωπος". Επειδή τα οστά του σκελετού που βρέθηκαν ήταν χοντρά προτάθηκε η ονομασία Homo primigenus (πρωτογενής άνθρωπος). Σήμερα η ονομασία Νεάντερταλ είναι γενικευμένη και αναφέρεται σε όλους τους πρωτόγονους ανθρώπους που εμφανίστηκαν στη Γη πριν από εκατό με διακόσιες χιλιάδες χρόνια.


Συνώνυμα του ανθρώπινου species:

aethiopicus Bory de St. Vincent, 1825, americanus Bory de St. Vincent, 1825, arabicus Bory de St. Vincent, 1825, aurignacensis Klaatsch and Hauser, 1910, australasicus Bory de St. Vincent, 1825, cafer Bory de St. Vincent, 1825, capensis Broom, 1917, columbicus Bory de St. Vincent, 1825, cro-magnonensis Gregory, 1921, drennani Kleinschmidt, 1931, eurafricanus (Sergi, 1911), grimaldiensis Gregory, 1921, grimaldii Lapouge, 1906, hottentotus Bory de St. Vincent, 1825, hyperboreus Bory de St. Vincent, 1825, indicus Bory de St. Vincent, 1825, japeticus Bory de St. Vincent, 1825, melaninus Bory de St. Vincent, 1825, monstrosus Linnaeus, 1758, neptunianus Bory de St. Vincent, 1825, palestinus McCown and Keith, 1932, patagonus Bory de St. Vincent, 1825, priscus Lapouge, 1899, proto-aethiopicus Giuffrida-Ruggeri, 1915, scythicus Bory de St. Vincent, 1825, sinicus Bory de St. Vincent, 1825, spelaeus Lapouge, 1899, troglodytes Linnaeus, 1758, wadjakensis Dubois, 1921


Οι Νεάντερταλ έζησαν κατά το ανώτερο Πλειστόκαινο, και συγκεκριμένα στη Μέση Παλαιολιθική εποχή. Εξαφανίσθηκαν στις αρχές της τελευταίας παγετώδους περιόδου, η οποία τοποθετείται πριν από σαράντα μέχρι εβδομήντα χιλιάδες χρόνια, οπότε άρχισε να εξαπλώνεται ο Χόμο Σάπιενς, ο οποίος, σύμφωνα με τη γνώμη των περισσότερων παλαιοντολόγων, δεν κατάγεται από τον Νεάντερταλ, παρόλο που συνδέεται συγγενικά με αυτόν. Σύμφωνα με μία άποψη, οι Νεάντερταλ εξαφανίστηκαν γιατί δεν μπόρεσαν να συναγωνιστούν με επιτυχία τους συγγενείς τους. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι υπήρξε εκτεταμένη διασταύρωση μεταξύ των δύο ειδών. Οπωσδήποτε, όμως, δεν είναι φανερό ότι αντικαταστάθηκαν μόνο από τον Χόμο Σάπιενς και η απότομη εξαφάνισή τους, χωρίς να αφήσουν απογόνους, αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτήματα.


Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ είχε σχετικά μικρό ανάστημα, που κυμαινόταν μεταξύ 1,5 και 1,6 μέτρων, με τους άνδρες να είναι πιο ψηλοί από τις γυναίκες. Είχε ισχυρές αρθρώσεις και πιο κοντά οστά σε σχέση με τον σύγχρονο άνθρωπο. Όπως φαίνεται από τα αποτυπώματα των μυών πάνω στα οστά τους, οι Νεάντερταλ είχαν ογκώδες και ρωμαλέο σώμα, με έντονη τριχοφυΐα και ήταν πιο δυνατοί από τους Χόμο Σάπιενς.Επίσης ο Νεάντερταλ διέφερε από τον σύγχρονο άνθρωπο και ως προς την ιδιαίτερη κατασκευή του κεφαλιού του που ήταν μεγάλο και δυσανάλογο με το υπόλοιπο σώμα του, αφού είχε μεγαλύτερη εγκεφαλική χωρητικότητα της τάξης των 1.600 κυβικών εκατοστών. Υστερούσε όμως σε όγκο στους μετωπιαίους λοβούς όπου βρίσκονται τα προκινητικά κέντρα που ελέγχουν τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες, άρα ήταν μειωμένης πνευματικής ικανότητας σε σχέση με τον σημερινό άνθρωπο. Είχε μεγάλες οφθαλμικές κόγχες, μεγάλα ζυγωματικά, μεγάλα ρουθούνια και έντονες γωνίες στο πρόσωπο, ενώ οι γνάθοι του ήταν δυνατές και προεξείχαν. Η πάνω γνάθος ήταν χονδροειδής και εμπόδιζε τη μεταβίβαση χαμηλής θερμοκρασίας μέσα στους γναθικούς κόλπους, πράγμα που αύξανε την αντοχή τους στο ψύχος, αφού το κλίμα των περιοχών όπου ζούσε ήταν πολύ πιο υγρό και ψυχρό σε σχέση με σήμερα. Η παρεγκεφαλίδα και η ινιακή περιοχή ήταν αναπτυγμένες. Το ινιακό τμήμα, σύμφωνα με ορισμένους ανθρωπολόγους, βρισκόταν στη θέση που υπάρχει και στον σημερινό άνθρωπο.


Το μέτωπο του Νεάντερταλ ήταν γερμένο προς τα πίσω και τα υπερόφρυα τόξα έντονα, παχιά και προεξέχοντα. Το πίσω μέρος του κρανίου του παρουσιάζει ένα εξόγκωμα, που ονομάζεται κόρυμβος. Σύμφωνα με τη γνώμη άλλων, ήταν μετατοπισμένο προς τα πίσω. Η όρθια στάση και το βάδισμά του πιστεύεται ότι ήταν ατελή, ενώ τα πόδια του παρουσίαζαν μια ελαφριά κάμψη στα γόνατα και το κεφάλι του έγερνε προς τα εμπρός. Τα οστά της κνήμης παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική κύρτωση, τα κάτω άκρα ήταν σχετικά κοντά και οι βραχίονές του προεξείχαν προς τα εμπρός. Ο εγκέφαλός του παρουσιάζει αρχαϊκούς χαρακτήρες και είναι φανερό πως ο ψυχισμός του παλαιάνθρωπου αυτού πρέπει να ήταν κατώτερος από οποιαδήποτε σημερινή φυλή. Εικάζεται ότι οι γυναίκες κυοφορούσαν 11 μήνες.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα ευρήματα που αφορούν στις συχνότητες στις οποίες ήταν συντονισμένο το αυτί του, μετά από μελέτες ως προς το μέγεθος και το σχήμα των οσταρίων του αυτιού τα οποία οποία μετατρέπουν τους ήχους σε ηχητικά σήματα προς τον εγκέφαλο. Οι συχνότητες της φυσιολογικής ομιλίας σήμερα είναι 2-4 KHz, παρόμοιες με αυτές του Homo heidelbergensis, πρόγονου του Νεάντερταλ με τον οποίο είχαν την ίδια περίπου λειτουργία αυτιών. Αυτό ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι ο Homo heidelbergensis, που ίσως έζησε 500.000 πριν, αναπαρήγαγε νοήμονες φωνητικούς ήχους που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μια πρωτογλώσσα, μια πρώτη μορφή ομιλίας.


Ο Νεάντερταλ κατασκεύαζε λίθινα εργαλεία, στη λεγόμενη μουστέρια λιθοτεχνία με την οποία αξιοποιούνταν καλύτερα η πρώτη ύλη για την κατασκευή πιο εκλεπτυσμένων λίθινων εργαλείων. Η λιθοτεχνία του ήταν πολύ ανώτερη και με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα εργαλειακών συνόλων σε σχέση με την ολδοβιανή λιθοτεχνία του Χόμο Χάμπιλις (Homo habilis) και την αχελαία του Χόμο Ερέκτους (Homo erectus). Επίσης σχημάτιζε αφηρημένες σκέψεις για την επεξεργασία του πυριτόλιθου και χάραζε ορισμένα σημάδια σε βότσαλα χωρίς να έχει εξακριβωθεί ακόμα η σημασία τους. Παρήγαγε μια υποτυπώδη τέχνη, αφού έχουν ανακαλυφθεί ζωγραφιές στις σπηλιές όπου ζούσε, ενώ ίσως χρησιμοποιούσε οστέινα μουσικά όργανα και είχε ανεπτυγμένο προφορικό λόγο. Ακόμα έκανε χρήση της φωτιάς και των ρούχων.


Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άνθρωπος του Νεάντερταλ συμμετείχε σε διάφορες τελετουργίες, πράγμα που σημαίνει ότι είχε θρησκευτική συνείδηση, ενώ φαίνεται ότι πίστευε στην ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής. Έθαβε του νεκρούς του και μάλιστα σε πλάγια στάση με λυγισμένα τα γόνατα, ενώ ο ενταφιασμός των νεκρών γινόταν τελετουργικά, αφού βρέθηκε σε τάφο απολιθωμένη γύρη αγριολούλουδων και ένας κύκλος από κέρατα αγριοκάτσικου. Υπάρχουν επίσης αποδείξεις ότι φρόντιζε τα άρρωστα ή τραυματισμένα άτομα της ομάδας του, αφού ζούσε με την οικογένειά του που ήταν συμπαγής και οργανωμένη. Γενικότερα είναι αξιοσημείωτη η πρόοδος που παρουσίασε στην συμπεριφορά, στην σκέψη και την καλλιέργεια, που σημαίνει ότι στο συγγενές με το σύγχρονο άνθρωπο γονιδιακό του απόθεμα είχε αρχίσει η έκφραση όλο και πιο προχωρημένων ανθρώπινων χαρακτηριστικών που τελειοποιήθηκαν στο είδος μας.


Οι Νεάντερταλ πρέπει να ζούσαν παράλληλα με τους Χόμο Σάπιενς (Κρο Μανιόν) για κάποιο διάστημα, αλλά ανταγωνιστικά. Οι πρώτοι δεν είχαν εξαπλωθεί σε πολλά μέρη, καταδεικνύοντας τη μη προσαρμοστικότητά τους και τη μικρής διάρκειας ύπαρξή τους. Δείγματά τους βρέθηκαν στη νότια και κεντρική Ευρώπη, στην κεντρική Ασία στην περιοχή του σημερινού Ουζμπεκιστάν, καθώς και στη νοτιοδυτική Ασία. Απολιθώματά τους δεν βρέθηκαν στην Αφρική, την Αμερική και την ανατολική Ασία.Η απότομη εξαφάνιση των Νεάντερταλ έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών. Αν και δεν έχουν εξακριβωθεί τα αίτια, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες που μπορεί να οδήγησαν αυτό το είδος σε αφανισμό. Μία από αυτές υποστηρίζει ότι οι Νεάντερταλ έπεσαν θύματα της γενοκτονίας που εξαπέλυσαν οι Χόμο Σάπιενς, εξαιτίας των μαζικών τάφων που ανακαλύφθηκαν και που φέρουν ενδείξεις βίαιων θανάτων. Ο Κάρολος Δαρβίνος πίστευε ότι ο αγώνας ανάμεσα στα συγγενικά είδη ήταν πολύ σκληρός. Οι Χόμο Σάπιενς όμως δεν ήταν τόσο μυώδεις όσο οι Νεάντερταλ, οπότε ήταν δύσκολο να τους εξοντώσουν, είχαν όμως υψηλότερη ευφυΐα και κατάφεραν να επικρατήσουν. Άλλη θεωρία που έχει διατυπωθεί είναι ότι οι Νεάντερταλ εξαφανίστηκαν λόγω της μεγάλης ρινικής κοιλότητας που είχαν οι οποία τους έκανε ευάλωτους σε ασθένειες που σχετίζονταν με το κρύο στη μεσοπαγετώδη περίοδο όπου ζούσαν, ενώ μία άλλη υποστηρίζει ότι έπεσαν θύματα μεγάλης επιδημίας που μείωσε τον πληθυσμό τους σε χαμηλά επίπεδα και τελικά εξαφανίστηκαν. Η τελευταία όμως θεωρία αδυνατεί στο να εξηγήσει πως οι Χόμο Σάπιενς δεν επηρεάστηκαν από μια τυχόν επιδημία. Τέλος υπάρχει η υπόθεση ότι οι Χόμο Σάπιενς υπερτερούσαν αριθμητικά και κατάφεραν να αφομοιώσουν με επιμειξίες τους Νεάντερταλ, πράγμα που σημαίνει ότι γονίδια των Νεάντερταλ υπάρχουν στον σύγχρονο άνθρωπο.


Μέχρι περίπου 10.000 χρόνια πριν, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν ως τροφοσυλλέκτες. Σχημάτιζαν μικρές νομαδικές ομάδες, που αποτελούσαν τις απλούστερες μορφές κοινωνίας. Η ανάπτυξη της γεωργίας οδήγησε στην Νεολιθική επανάσταση, όπου οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά σε μόνιμους οικισμούς, εξημέρωσαν τα ζώα και αξιοποίησαν τη χρήση μεταλλικών εργαλείων. Η γεωργία βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της συνεργασίας, και συνέβαλε στη δημιουργία πολύπλοκων κοινωνιών.


Οι πρώτοι θαλασσοπόροι.


Πριν από λίγα χρόνια μια ομάδα Eλληνοαμερικανών αρχαιολόγων έκανε μία εντυπωσιακή ανακάλυψη. Βρήκαν τα αρχαιότερα στον κόσμο στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς Ρεθύμνου. Είναι μία σπουδαία ανακάλυψη στην οποία δεν δόθηκε η αρμόζουσα προσοχή, παρά το γεγονός ότι αυτό το εύρημα κατατάχθηκε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες ανακαλύψεις για το 2010. Η έρευνα της ομάδας με επικεφαλής τον Thomas F. Strasser, την κ. Ελένη Παναγοπούλου και με τη συμβολή του καθηγητή του πανεπιστημίου της Βοστώνης κ. Curtis Runnels, αναγκάζει τους μελετητές να θέσουν σε νέα βάση τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά στις ικανότητες ναυσιπλοΐας των προϊστορικών ανθρώπων. Οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές σε ένα φαράγγι στην Κρήτη και ανακάλυψαν ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Πρέβελη. Εκεί εντόπισαν 30 τσεκούρια και εκατοντάδες άλλα πέτρινα μικροεργαλεία τα οποία βρέθηκαν σκόρπια σε περίπου 20 διαφορετικά σημεία.


Πριν από την ανακάλυψη, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν την Κρήτη, την Κύπρο, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά νησιά και τη Σαρδηνία, έφτασαν σε αυτά τα μέρη πριν από 12.000 χρόνια. Όμως τα εργαλεία που ανακάλυψε η ομάδα των Ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων χρονολογούνται πριν από 130.000 χρόνια. Τα εργαλεία, καθώς και το έδαφος που βρέθηκαν, χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βράχοι και τα σπήλαια της περιοχής ανυψώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου λόγω γεωλογικής δραστηριότητας. Τα τμήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τη σειρά των γεωλογικών περιόδων τα οποία αποτέλεσαν και το αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Κατά την ανάλυση του γεωλογικού στρώματος που βρέθηκαν τα εργαλεία, η ομάδα έφτασε στο συμπέρασμα ότι το έδαφος αυτό ήταν στην επιφάνεια πριν από 130.000 ως 190.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπ’όψιν το γεγονός ότι η Κρήτη είναι νησί και δεν έχει πρόσβαση απο στεριά εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι τα εργαλεία πρέπει να έφτασαν εκεί ακτοπλοϊκώς από προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η ναυσιπλοΐα υπήρχε στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή που πίστευαν οι αρχαιολόγοι και ότι οι πρώτοι Χόμο Σάπιενς ή κάποιοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν σκάφη αξιόπλοα και πραγματοποιούσαν μακρινά ταξίδια.
Πριν από αυτή την ανακάλυψη , το παλαιότερο αποδεδειγμένα θαλάσσιο ταξίδι ήταν ο διάπλους κάποιων Χόμο Σάπιενς προς την Αυστραλία, όπου χρειάστηκε να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις εώς και 71 χιλιόμετρα , γεγονός που συνέβη 60.000 χρόνια πριν, αν και οι χρονολογήσεις αμφισβητήθηκαν. Αυτό που προκαλεί όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως η τεχνοτροπία των ευρεθέντων εργαλείων μοιάζει με κάποια χειροτεχνήματα που ανήκαν σε προϊστορικούς πληθυσμούς της Αφρικής. Για δεκαετίες οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί της Αφρικής έφτασαν στην Ευρώπη και την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια περνώντας μέσα από την σημερινή Τουρκία στα Βαλκάνια. Τα ευρήματα στην Κρήτη αποτελούν απόδειξη ότι η μετανάστευση των πληθυσμών δεν γινόταν μόνο μέσω ξηράς και ίσως οι διαδρομές να ήταν από τη Βόρεια Αφρική προς την Ισπανία μέσω των Στενών του Γιβραλτάρ ή από την Λιβύη προς την Κρήτη, μία απόσταση περίπου 320 χιλιόμετρα. Αρχικά, υπήρχε η εντύπωση ότι τα πρώτα πλοιάρια δεν ήταν παρά μόνο απλές ξύλινες σχεδίες με ιστία φτιαγμένα από δέρμα ζώων συρραμμένα και στηριγμένα σε κούτσουρα δέντρων για να πιάνουν τον άνεμο. Ωστόσο, ειδικοί στην αρχαία ναυτιλία υποστηρίζουν ότι οι προϊστορικοί ναυτικοί θα χρειάζονταν μια πιο γερή κατασκευή για να διανύσουν την απόσταση από τη βόρεια Αφρική ως την Κρήτη.


2,6 εκατομμύρια χρόνια πριν: τα πρώτα εργαλεία και η έναρξη της Παλαιολιθικής Εποχής.


Οι αρχαιολόγοι δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την εικασία τους ότι τα εργαλεία φτιάχτηκαν από Χόμο Σάπιενς ή από κάποιους άλλους προγόνους τους. Πριν από 130.000 χρόνια οι Χόμο Σάπιενς συνυπήρχαν και με άλλα ανθρωποειδή όπως οι Νεάντερταλ ή οι Homo Heidelbergensis ( Χαϊδελβέργειος άνθρωπος). Δηλαδή οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι πρώτοι άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν πλοιάρια ούτε ασφαλώς να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Όμως η νέα ανακάλυψη αναιρεί τα παλαιά δεδομένα και μάλιστα αποδεικνύει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι γνώριζαν πολύ περισσότερα από όσα πιστεύαμε και κατασκεύαζαν κάτι παραπάνω από απλά πέτρινα εργαλεία. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι τα ευρήματα της έρευνας ανατρέπουν τα έως τώρα δεδομένα και τις γνώσεις μας για τις ικανότητες των προϊστορικών ανθρώπων και αποδεικνύουν ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι ταξίδευαν στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από ότι πιστεύαμε. Αν αυτή η έρευνα επιβεβαιωθεί και από περαιτέρω μελέτη, τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις μετακινήσεις των πληθυσμών και τα μεταναστευτικά ρεύματα δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.


Οι πρώτοι γεωργικοί πολιτισμοί.


Περίπου 6.000 χρόνια πριν, τα πρώτα κράτη δημιουργήθηκαν στη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και στην περιοχή του Ινδού ποταμού. Για προστασία δημιουργήθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς και διοικητικά όργανα για να συντονίσουν την κοινωνία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών για την εξασφάλιση σημαντικών πόρων οδηγούσε πολλές φορές στον πόλεμο. Περίπου 2.000-3.000 χρόνια πριν, μερικά κράτη, όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ρώμη και η Ελλάδα, κατόρθωσαν να επεκτείνουν τα εδάφη τους μέσω εκστρατειών. Διάφορες θρησκείες όπως ο Ιουδαϊσμός και ο Ινδουισμός που εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή επηρέασαν σημαντικά τις κοινωνίες των ανθρώπινων πληθυσμών.
Αναγέννηση και αστική τάξη. Στα τέλη της Μεσαιωνικής περιόδου εμφανίστηκαν επαναστατικές ιδέες και καινοτομίες. Στην Κίνα οι ανεπτυγμένες και αστικοποιημένες κοινωνίες προωθούσαν την ανάπτυξη της επιστήμης και καινοτομίες όπως οι πρώτες μορφές τυπογραφίας και εξελιγμένες γεωργικές μηχανές δημιουργήθηκαν. Στην Ινδία, σημαντική πρόοδο παρουσίασαν οι μαθηματικές και φιλοσοφικές επιστήμες. Η Χρυσή Εποχή του Ισλάμ συνέβαλε σημαντικά στην επιστημονική ανάπτυξη τών Μουσουλμανικών κοινωνιών. Στην Ευρώπη, η επανασχόληση με τις κλασσικές επιστήμες οδήγησε στην Αναγέννηση τον 14ο και 15ο αιώνα. Τα επόμενα 500 χρόνια, οι ανακαλύψεις και η αποικιοκρατία βοήθησαν στην επέκταση μερικών Ευρωπαϊκών κρατών εις βάρος των τοπικών πληθυσμών. Η Επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα και η Βιομηχανική Επανάσταση τον 18ο και 19ο αιώνα συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της ανθρώπινης τεχνολογίας. Ο Διαφωτισμός και στη συνέχεια η Γαλλική Επανάσταση εξύψωσαν το ανθρώπινο πνεύμα, θεμελίωσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ενέπνευσαν διάφορες επαναστάσεις για ανεξαρτησία τους τελευταίους τρεις αιώνες.




Ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, γαζέλες, ιππάρια και αντιλόπες ζούσαν στην πεδιάδα της Δράμας πριν από εννέα εκατ. χρόνια, όπως αποκαλύπτουν τα απολιθώματα που εντοπίστηκαν στην Πλατανιά του Δήμου Παρανεστίου της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας...

Το ανασκαφικό έργο που πραγματοποιείται στην περιοχή έφερε στο φως πολύ σημαντικά παλαιοντολογικά ευρήματα, από τα οποία προκύπτουν νέα στοιχεία για την ιστορία και τη γεωλογία της περιοχής. Η ανασκαφική ομάδα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη με επικεφαλής την καθηγήτρια Γεωλογίας - Βιολογίας και Δρ Παλαιοντολογίας Ευαγγελία Τσουκαλά διενεργεί ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή τους τελευταίους επτά μήνες.

Ωστόσο η αυτοψία της περιοχής ξεκίνησε πριν από ένα περίπου χρόνο μετά από παρότρυνση και υπόδειξη του δημάρχου Παρανεστίου Νίκου Καγιάογλου και κατοίκων της περιοχής που γνώριζαν την ύπαρξη των απολιθωμάτων. «Θεωρούμε ότι είναι τα αρχαιότερα που έχουν βρεθεί, όχι μόνο στην περιοχή της Δράμας, αλλά σε όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη» δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο η κ. Τσουκαλά, σημειώνοντας:

«Τα ευρήματα μας βοηθούν να γνωρίσουμε την ιστορία της Πλατανιάς, ότι ήταν δηλαδή μια σαβάνα πριν από εννέα εκατομμύρια χρόνια και μέσα σε αυτή ζούσαν ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, γαζέλες, ιππάρια, μαστόδοντες, που είναι οι πρόγονοι των ελεφάντων, ακόμη και αντιλόπες. Βρήκαμε μια πλούσια πανίδα εκείνης της εποχής στην περιοχή.


Ο "μπάρμπα" Φίλιππος, όπως τον αποκαλούσαν, είχε παρατηρήσει ότι ανάμεσα στους ασβεστολιθικούς βράχους υπάρχει στις πλαγιές του Κάλαυρου μία μικρή σχισμή, γεμάτη με πέτρες και χώμα, που παρουσιάζει τις εξής ιδιαιτερότητες..

Τους χειμερινούς μήνες γύρω από το άνοιγμά της το χιόνι λιώνει νωρίτερα από τα άλλα σημεία του βουνού, και ότι ο αέρας από πάνω είναι πιο ζεστός.

Τους καλοκαιρινούς αντίθετα μήνες στο ίδιο σημείο ο αέρας είναι δροσερός. Επιπλέον, από την ίδια σχισμή ακουγόταν να προέρχεται κατά διαστήματα ένας απαλός θόρυβος, σαν ανάσα. Ο Φίλιππος υπέθετε ότι από κάτω περνούσαν υπόγεια νερά, τα οποία διατηρούσαν σταθερή τη θερμοκρασία του αέρα πάνω από τη σχισμή, δημιουργώντας επίσης το σαν φύσημα θόρυβο.

Για αρκετά χρόνια οι κάτοικοι του χωριού δεν έδιναν σημασία, παρόλο που, λόγω της έλλειψης υδάτινων πόρων στην περιοχή, ο εντοπισμός μιας πηγής θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος. Έτσι, ύστερα από πολλές παροτρύνσεις του Φ. Χατζαρίδη, την άνοιξη του 1959 έφθασε πάνω από τη σχισμή μία ομάδα Πετραλωνιτών, οι οποίοι έσκαψαν στο εσωτερικό της, αδειάζοντας το χώμα που περιείχε και είδαν ότι οδηγούσε σε ένα κατακόρυφο υπόγειο στενό πέρασμα. Δύο ντόπιοι, ο Βασίλης Γιαννακόπουλος (1930-2008) και ο Χρήστος Σαρηγιαννίδης (1931-2001), με τη βοήθεια σχοινιών και τεχνητού φωτισμού κατέβηκαν σε ένα βάθος 7 - 10 μέτρων. Εκεί, προς μεγάλη τους έκπληξη, αντί για υπόγεια νερά, αντίκρισαν το εσωτερικό ενός άγνωστου Σπηλαίου.

Τον ίδιο χρόνο, οι κάτοικοι του χωριού παρατήρησαν ότι το νοτιότερο τοίχωμα δεν ήταν σχηματισμένο από ασβεστόλιθο, αλλά από τσιμενταρισμένο χώμα (λατυποπαγές). Στη συνέχεια έσκαψαν ένα κατακόρυφο άνοιγμα πλάτους ενός περίπου μέτρου, δημιουργώντας έτσι την πρώτη τεχνητή είσοδο. Αν και η είσοδος αυτή διευκόλυνε τις εξερευνήσεις που επακολούθησαν, τράβηξε όμως επίσης την προσοχή των κυνηγών θησαυρών και των συλλεκτών σταλαγμιτών, σταλακτιτών και απολιθωμάτων, προκαλώντας έτσι καταστροφές σ’ ένα περιβάλλον που η Φύση είχε διαφυλάξει για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Πάντως, οι ζημιές επεκτάθηκαν περισσότερο κοντά σε αυτή την είσοδο και λιγότερο, λόγω δυσκολίας στην προσπέλαση, στα ενδότερα και ομορφότερα διαμερίσματα.

Παρά τη μεγάλη παλαιοανθρωπολογική σημασία του Σπηλαίου, μονάχα το 1968, και μετά από προσωπικές ενέργειες του Δρα Άρη Πουλιανού, αυτή η είσοδος προστατεύθηκε με μία πόρτα ασφαλείας.


Η ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΩΝ ΠΕΤΡΑΛΩΝΩΝ.....................

Το σχεδόν ολόκληρο ανθρώπινο κρανίο του Σπηλαίου Πετραλώνων βρέθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1960 από ομάδα έξι ατόμων, με οδηγό τον Χρήστο Σαρηγιαννίδη (1931-2001), κάτοικο της παρακείμενης (ομώνυμης) Κοινότητας.

Από την στιγμή που το 1959 εντοπίστηκε το Σπήλαιο, ο Χρήστος Σαρηγιαννίδης είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την εξερεύνησή του και συχνά προσφερόταν ως οδηγός σε διάφορους μελετητές. Μετά το θάνατο (Ιαν. 1960) του Ι. Πετρόχειλου - του πρώτου σπηλαιολόγου και γεωλόγου που εξερεύνησε το Σπήλαιο, ο ενθουσιασμός συνέχισε να «σπρώχνει» τον Χρήστο να επισκέπτεται το Σπήλαιο, με σκοπό να βρει νέα απολιθώματα, που θα «ξαναξυπνούσαν» το ενδιαφέρον των ερευνητών.


Με φόντο απολιθώματα 300 εκατομμυρίων ετών που εκτίθενται στις προθήκες της κεντρικής αίθουσας του Μουσείου Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της εντυπωσιακής έκθεσης «Elephas tiliensis – Νάνος και τρισδιάστατος», στην οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε όλη την Ευρώπη ο συναρμολογημένος σκελετός του ελέφαντα της Τήλου.


Απολίθωμα ενός προβοσκιδωτού ζώου συγγενούς του σημερινού ελέφαντα βρέθηκε στις Σέρρες, που έζησε πριν 3 με 4 εκατ. χρόνια στην περιοχή.

Σύντομα βρέθηκε και δεύτερος χαυλιόδοντας, μέρος κρανίου και απολιθωμένα κοχύλια.



Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου ή εποχή των Παγετώνων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 εκατομμύρια μέχρι 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου σημειώθηκαν στην περιοχή του σημερινού ελλαδικού-αιγαιακού χώρου σημαντικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές αλλαγές, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την πανίδα, τη χλωρίδα και για την επιβίωση του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή.

Η πρωιμότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα είναι το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής και ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Τα μέχρι στιγμής γνωστά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν τη διαίρεση της Παλαιολιθικής Περιόδου του Αιγαίου σε Κατώτερη (350.000-100.000), Μέση (100.000-35.000) και Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).

Η κατοίκηση εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής, ενώ περισσότερα είναι τα στοιχεία για τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει στην έντονη τεκτονική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο και στις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης του Αιγαίου, που εξαφάνισαν κάθε ίχνος κατοίκησης από κάποιες γεωγραφικές περιοχές.

Παλαιολιθικά ευρήματα από τον ελλαδικό χώρο αναφέρονται για πρώτη φορά το 1867, ενώ οι πρώτες οργανωμένες έρευνες σε παλαιολιθικές θέσεις έγιναν στο διάστημα 1927-31 από τον Αυστριακό Markovits. Η πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής θέσης πραγματοποιήθηκε το 1942, στο σπήλαιο Σεϊντί Βοιωτίας από το Γερμανό Stampfuss. Η συστηματική όμως έρευνα της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία 1960-1970 από αγγλικές, αμερικανικές και γερμανικές αποστολές στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Οι αποστολές αυτές συνέταξαν το χάρτη με τις παλαιολιθικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Ο χάρτης αυτός εμπλουτίζεται από τη δεκαετία του 1980 και εξής διαρκώς με νέες θέσεις, που εντοπίζονται σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιούνται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού.



H ανασύνθεση της παλαιολιθικής οικονομίας στην Eλλάδα βασίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη της γεωμορφολογίας του χώρου κατά το Πλειστόκαινο, καθώς και στα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία, οστά ζώων και κατάλοιπα φυτών και καρπών.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές δραστηριότητες του παλαιολιθικού ανθρώπου (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα) αποσκοπούσαν στην εξεύρεση τροφής και περιορίζονταν στο κυνήγι ζώων, πτηνών και στη συλλογή γαστερόποδων (σαλιγκαριών), χόρτων και καρπών. Oι δραστηριότητες αυτές γίνονταν ατομικά ή ομαδικά. Tο κυνήγι είχε στόχο ένα ή περισσότερα ζώα (αγέλες) και διεξαγόταν στα πυκνά δάση (Ήπειρος, Λακωνία), στις στενές κοιλάδες (κοιλάδα Bοϊδομάτη), σε περάσματα που οδηγούσαν από τα βουνά στις πεδιάδες (Πηγές του Aγγίτη), αλλά και σε παράκτιες πεδιάδες (Ήπειρος, Aργολίδα). Tα υπολείμματα οστών ζώων από τις βραχοσκεπές Kλειδί και Μποΐλα της Hπείρου δείχνουν ότι οι κυνηγοί γνώριζαν τις εποχιακές μεταναστευτικές συνήθειες των ζώων (π.χ. ελαφιών), και ότι η εμβέλειά τους επεκτεινόταν και στις παράκτιες περιοχές πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Παράλληλα, τα υπολείμματα ψαριών και θαλάσσιων γαστερόποδων τεκμηριώνουν τις μεταναστευτικές κινήσεις των κυνηγών-ενοίκων των βραχοσκεπών αυτών κατά το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής (15.000-11.000 πριν από σήμερα).

Άρκτοι(αρκούδες), λιοντάρια των σπηλαίων, ρινόκεροι, μαμούθ, άλογα, λύκοι, κυρίως ελαφοειδή και αιγαγροειδή (κάτι σαν τα σημερινά κρι-κρι της ορεινής Κρήτης), αλλά και άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι(γαϊδούρια), μικρά θηλαστικά (νυφίτσα, ασβός, κάστορας), τρωκτικά, πτηνά, ψάρια, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα αναγνωρίστηκαν από τους παλαιοζωολόγους ανάμεσα στα υπολείμματα ζώων, που βρέθηκαν σε σπήλαια και βραχοσκεπές του ελλαδικού χώρου.

Εκτός από τα πυκνόφυτα, κωνοφόρα δάση, η χλωρίδα της εποχής περιλάμβανε, σύμφωνα με τις μελέτες παλαιοβοτανολόγων σε φυτικά κατάλοιπα από τη Θεόπετρα Θεσσαλίας και το Φράγχθι Eρμιονίδας, βελανιδιά, κολλιτσίδα, λιθόσπερμο, βοϊδόγλωσσα, κουφοξυλιά, αγριοαμυγδαλιά, αγριομπίζελο, αγριοτρίφυλλο, φακή, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι κλπ.
Για το κυνήγι και την επεξεργασία της τροφής (εκδορά και τεμαχισμός) χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα λίθινα, αλλά και οστέινα ή κεράτινα εργαλεία. Yλικά κατάλληλα για την κατασκευή των λίθινων εργαλείων ήταν ο πυριτόλιθος και ο χαλαζίας, που προέρχονταν συνήθως από τη ζώνη δράσης των παλαιολιθικών κυνηγών (π.χ. κροκεάτης λίθος στη Λακωνία). Eνδείξεις για διακίνηση πρώτων υλών σε μεγάλες αποστάσεις έχουμε από την κοιλάδα του Bοϊδομάτη. Η πηγή του σκληρού πυριτόλιθου, που προτιμήθηκε από τον εύθραυστο πυριτόλιθο της περιοχής, εντοπίστηκε πέρα από την κοιλάδα. H λατόμηση αυτής της πρώτης ύλης, θα πρέπει να συνδυαζόταν με τις μεγάλης εμβέλειας κυνηγετικές δραστηριότητες των παλαιολιθικών κυνηγών, που σημειώνονται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική.

Tέλος, κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, τεκμηριώνονται για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο οι παρακάτω παραγωγικές δραστηριότητες: η κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα) και η εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη (Θάσος), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές!


Tα στοιχεία που αφορούν στην κοινωνική οργάνωση κατά την Παλαιολιθική εποχή είναι περιορισμένα, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα), αλλά σε όλο τον κόσμο. Θεωρείται ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας και ζούσαν σε ολιγομελείς ομάδες 10 έως 30 ατόμων περίπου. H διαδικασία κατασκευής λίθινων εργαλείων (εξεύρεση πρώτης ύλης και περαιτέρω επεξεργασία), το ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων και η μετέπειτα διαδικασία τεμαχισμού και διατήρησής τους αποτελούν τις πρωιμότερες εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης.
Aπό τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, περίπου από το 120.000 πριν από σήμερα, αυξάνουν οι ενδείξεις συγγένειας και κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως διαφαίνεται από ταφές παιδιών, νεαρών γυναικών και ανδρών, που βρέθηκαν σε σπήλαια της Eυρώπης (Γαλλία) και της Aσίας (Παλαιστίνη). Πρόκειται για τις πρώτες ενδείξεις σεβασμού προς τον άνθρωπο και πίστης στη μεταθανάτια ζωή, και αποτελούν πνευματικές εκφράσεις του ανθρώπου του τύπου Νεάντερταλ. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο ενταφιασμός γίνεται στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές, τα βασικά καταφύγια του παλαιολιθικού ανθρώπου, σε λάκκους που ανοίγονται για να δεχθούν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι ταφές συνοδεύονται από ταφικές προσφορές (κτερίσματα) της κοινωνικής ομάδας, όπως εργαλεία, κέρατα ζώων ή άνθη. Σε πολλές περιπτώσεις, το πρόσωπο ή το σώμα του νεκρού στολίζεται με ώχρα, το λεγόμενο "χρυσό" της Παλαιολιθικής. Aντίστοιχα έθιμα διαπιστώνονται και στις πολυάριθμες ταφές ανθρώπων του Homo sapiens sapiens (σύγχρονου ανθρώπου), που χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).
Tαφές της περιόδου αυτής προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας Θεσσαλίας (14.500 π.Χ.) και πιθανόν και από το Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς στον ελλαδικό χώρο.


Mοναδική για την Eλλάδα είναι η ύπαρξη ορυχείου αιματίτη στη Θάσο, όπου, από την Ανώτερη Παλαιολιθική, πραγματοποιούνταν εξόρυξη κόκκινης ώχρας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές! Tο έργο αυτό απαιτούσε ασφαλώς κοινό προγραμματισμό και συνεργασία της ανθρώπινης ομάδας.

Aπό την προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ΄ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού: διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, όστρεα με οπή ανάρτησης.

Τέλος, από την Τελική Παλαιολιθική, διαπιστώνεται, με βάση τη διασπορά των ευρημάτων, μια αυστηρότερη κατανομή δραστηριοτήτων σε σπήλαια και βραχοσκεπές (Κλειδί Hπείρου). Η διάκριση χώρου συγκέντρωσης της ομάδας και παρασκευής τροφής γύρω από την εστία, ζώνης ανάπαυλας και ύπνου και ζώνης κατασκευής εργαλείων φανερώνει μικρά και ευέλικτα κοινωνικά σχήματα, ικανά να οργανώσουν τη σκληρή τους καθημερινότητα.



Οι πνευματικές κατακτήσεις του παλαιολιθικού ανθρώπου ανιχνεύονται αποκλειστικά στα αρχαιολογικά ευρήματα, ακίνητα και κινητά, δηλαδή στους χώρους που κατοίκησε και τάφηκε, και στα αντικείμενα που χρησιμοποίησε (π.χ. εργαλεία). Στα υλικά αυτά κατάλοιπα καταγράφεται συγχρόνως η μελέτη της φύσης, του κλίματος και της συμπεριφοράς των ζώων, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους ο παλαιολιθικός άνθρωπος κατόρθωσε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της εποχής των Παγετώνων.

Η επιλογή προσωρινού καταφύγιου (π.χ. σπήλαιο, κατάλυμα από οστά μαμούθ), η ανακάλυψη της φωτιάς (περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα), η επιλογή κατάλληλων πετρωμάτων για την κατασκευή ανθεκτικών όπλων και εργαλείων, η συνεχής βελτίωση των τεχνικών κατασκευής εργαλείων και των κυνηγετικών μεθόδων, ο ενταφιασμός των νεκρών και η τέχνη αποτελούν τα πρωιμότερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Το έναυσμα για τη δημιουργία της παλαιολιθικής τέχνης έδωσε η ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση. Έτσι, την πρωιμότερη μορφή τέχνης στον πλανήτη μας, αποτελούν τα εργαλεία και όπλα. Από τον ελλαδικό χώρο προέρχονται πολυάριθμα εργαλεία από λίθο, οστό και κέρατο (χειροπελέκεις, αιχμές βελών, ξέστρα, λεπίδες, βελόνες, σπάτουλες κλπ.).

Από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) πληθαίνουν οι ενδείξεις σεβασμού προς το άτομο και ενταφιασμού του (Θεόπετρα), ενώ η εξόρυξη κόκκινης ώχρας στο λατομείο της Θάσου υποδηλώνει τη χρήση της για την κόσμηση του νεκρού. Πολύ πιθανή είναι και η κόσμηση του σώματος εν ζωή, μια και αυτή η πολύτιμη χρωστική ύλη -ο "χρυσός" της Παλαιολιθικής- φυλασσόταν αμέσως μετά την εξόρυξη σε θήκες από ελαφοκέρατα.

Από την ίδια περίοδο χρονολογούνται και τα πρώτα κοσμήματα από δόντια αρκούδας, ελαφιού καθώς και σαλιγκάρια με οπή ανάρτησης, τα οποία αποτελούν στοιχεία κοινωνικού συμβολισμού. Στα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης από την Ελλάδα συγκαταλέγεται και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές, το οποίο προέρχεται από το σπήλαιο της Θεόπετρας. Από το σπήλαιο Σαρακινό του Πηλίου, προέρχονται δύο πλακίδια από σχιστόλιθο με εγχάρακτες παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, καλυβών, ζώων (αιγαγροειδούς και ερπετού) και καμακιού. Από την περιοχή του Πηλίου προέρχεται επίσης και στιλπνό αντικείμενο με εγχάρακτη παράσταση άγριου αλόγου. Μνημεία παλαιολιθικής τέχνης, όπως βραχογραφίες και μικροπλαστική, όμοια με εκείνα της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης δεν έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.




ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ


Οι τούμπες αποτελούν εξ ορισμού πολυκατοικημένα μνημεία, με μακρά ιστορία, και με διαχωρισμό του «μέσα» από το «έξω». Στην επιφάνειά τους δεν υπάρχουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ούτε βοσκοτόπια, ενώ οι ειδικοί χώροι (εργαστήρια, ιερά, κοινοί τόποι συνάντησης ή τελετουργικοί χώροι, απορρίμματα) βρίσκονται (πιθανόν) εκτός οικισμού, λόγω έλλειψης ελεύθερων χώρων στο εσωτερικό του. Τα όριά τους σε κάποιες περιπτώσεις σηματοδοτούνται με κατασκευές όπως οι τάφροι και οι λίθινοι τοίχοι. Στις τούμπες αποδίδεται μια σημαντική ιδεολογική διάσταση, καθώς πρόκειται για οικισμούς που είναι ορατοί από μακριά και κατά την κατοίκησή τους και μετά την εγκατάλειψή τους. Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό των οικισμών, όπου το κτίσιμο των σπιτιών στην ίδια θέση αποτελεί τη συμβολική συνέχεια όχι μόνο του σπιτιού αλλά και του νοικοκυριού, υποδηλώνοντας παράλληλα και ένα κληρονομικό σύστημα κατοχής της γης. Αδιαμφισβήτητη είναι η φυσική κυριαρχία τους στο χώρο, ενώ μέσα από το ύψος εκφράζεται όχι μόνο η μακροβιότητα αλλά και κάποιες πιθανές κοσμολογικές αντιλήψεις. Επιπλέον, θεωρείται ότι μπορούσαν και παρείχαν το μέσο για πολιτική δύναμη, αποτελώντας συνάμα και το σύμβολό της.


Σε αντίθεση με τις τούμπες, οι επίπεδοι οικισμοί έχουν μικρό πάχος επιχώσεων, κάτι που τους καθιστά δυσδιάκριτους στο τοπίο και δυσχεραίνει τον εντοπισμό τους. Στους οικισμούς αυτούς κατοικίες και καλλιεργήσιμοι χώροι συνυπάρχουν, σχηματίζοντας μικρές ενότητες στο χώρο, τρόπος οργάνωσης που τους προσδίδει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, σε συνδυασμό και με την οριζόντια διαδοχή των οικιστικών φάσεων. Στους επίπεδους οικισμούς, εργαστηριακοί, απορριμματικοί, αποθηκευτικοί και τελετουργικοί χώροι αναπτύσσονται εντός του οικιστικού ιστού, στις αυλές των σπιτιών και στους ελεύθερους χώρους ανάμεσά τους. Οι οικισμοί αυτού του τύπου, εκτός ίσως από την αρχική φάση της ζωής τους, δεν οργανώνουν τον οικιστικό τους χώρο σε επίπεδο κέντρο – περιφέρεια – όρια, με σταθερή τη θέση των διαφόρων τμημάτων και των λειτουργιών τους, όπως συμβαίνει στους πυρηνικούς οικισμούς, αλλά χαρακτηρίζονται από πιο ελεύθερο και συνεχώς μεταβαλλόμενο τρόπο χωροοργάνωσης. Η οριζόντια επέκταση της κατοίκησης τροποποιεί συνεχώς τα όρια του οικιστικού χώρου. Τα χαρακτηριστικά αυτά ωστόσο, στον βορειοελλαδικό χώρο δεν αποκλείουν την οριοθέτηση των οικισμών με κατασκευές όπως οι τάφροι, στοιχείο που διαφοροποιεί τους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς της περιοχής από τους αντίστοιχους του πολιτισμού Vinca


Οικιστικοί τύποι: Γενικά χαρακτηριστικά και μεγέθη των νεολιθικών οικισμών στον βορειοελλαδικό χώρο (Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία)


Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας, στον βορειοελλαδικό χώρο φαίνεται να κυριαρχούν οι οικισμοί με μορφή τούμπας (χαμηλοί ή ψηλότεροι γήλοφοι, με περιορισμένη έκταση). Ωστόσο, η συνεχής αύξηση του αριθμού των επίπεδων εκτεταμένων οικισμών φαίνεται να διαφοροποιεί σταδιακά την εικόνα.

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι τύποι των οικισμών και οι εκτάσεις τους εμφανίζουν σε γενικές γραμμές την παρακάτω εικόνα:

Στη Θεσσαλία, κυρίαρχος τύπος οικισμού είναι η τούμπα (μαγούλα), ενώ νεότερα ευρήματα από την περιοχή μαρτυρούν την ύπαρξη και επίπεδων θέσεων. Το ύψος τους ποικίλλει από 0,50-15 μ., ενώ απαντά συχνότερα αυτό των 2μ. (χαμηλές μαγούλες). Το 70% των οικισμών έχουν έκταση μικρότερη των 50 στρεμμάτων, ένα μικρό ποσοστό ανήκει σε θέσεις πολύ μεγάλες, άνω των 150 στρεμμάτων, ενώ πολύ λίγες θέσεις είναι πολύ μικρές. Στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, παρατηρείται συνύπαρξη μικρών, μεσαίων και εκτεταμένων οικισμών, με εκτάσεις έως 2 στρέμματα, έως 20, και πάνω από 100, αντίστοιχα. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις, 100-300 στρεμμάτων, συναντώνται στους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς


Στη Δυτική Μακεδονία, οι εκτάσεις των νεολιθικών οικισμών εμφανίζουν σημαντική διαφοροποίηση κατά περιοχή. Στις περισσότερες περιοχές συνυπάρχουν οικισμοί με μικρές ή μεγάλες διαστάσεις αλλά και με χαμηλό ή μεγάλο ύψος επιχώσεων, εμφανίζοντας μορφή ψηλής ή χαμηλής τούμπας αλλά και επίπεδων οικισμών. Η έκταση των οικισμών στην περιοχή της Φλώρινας είναι 4-100 στρέμματα, στην Αυγή Καστοριάς ο νεολιθικός οικισμός απλώνεται σε έκταση 30 στρεμμάτων, ενώ στα Γρεβενά οι θέσεις είναι πολύ μικρές, μικρότερες των 10 στρεμμάτων και με μικρό πάχος επιχώσεων, εμφανίζοντας εικόνα επίπεδων οικισμών.

Ιδιαίτερα για την περιοχή της Κοζάνης, τα πρώτα στοιχεία από το σύνολο των οικισμών δείχνουν ότι στις περισσότερες περιοχές (έξω από την Κίτρινη Λίμνη), οι νεολιθικοί οικισμοί δεν υπερβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους τα 30 στρέμματα, ενώ συναντώνται και πολύ μικρότεροι, με σύντομη διάρκεια ζωής. Οι περισσότεροι έχουν μορφή χαμηλού γηλόφου, με ποικίλο ύψος, ενώ από την κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα είναι γνωστοί και οικισμοί με μορφή ψηλής τούμπας (με ύψος μεγαλύτερο των 5μ.). Αντιπροσωπευτικό δείγμα, για την περιοχή έξω από την κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, αποτελούν οι οικισμοί της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, όπου ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τύπος της οριζόντιας μετακίνησης που παρατηρείται, με την κατοίκηση να μεταφέρεται από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη σε γειτονικά πλατώματα ή από τις υπώρειες προς τις κορυφές των λόφων και αντίστροφα.


Διαφοροποίηση φαίνεται να εμφανίζει η κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, όπου ανήκει και ο οικισμός της Κρεμαστής, στην οποία συγκεντρώνονται οι μεγαλύτεροι σε έκταση νεολιθικοί οικισμοί της περιοχής. Παρατηρείται διαβάθμιση (η οποία ίσως δεν είναι άσχετη με τις αλλουβιακές αποθέσεις), με μικρούς, μεσαίους και μεγάλους οικισμούς, που κυμαίνονται από 30 έως 90 στρέμματα, με μεγαλύτερο (με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα) το Μεγάλο Νησί Γαλάνης. Η έκταση αυτή, σε συνάρτηση με το μεγάλο αριθμό και την πυκνή διάταξη των οικισμών (η μεταξύ τους απόσταση είναι περίπου 1χλμ.) αλλά και τη μορφή χαμηλής τούμπας που εμφανίζουν, συνδέθηκε αρχικά με πυκνοκατοίκηση και αυξημένο πληθυσμό. Ωστόσο, παρά την πρόοδο της έρευνας, ο προβληματισμός σχετικά με τη μορφή των οικισμών παραμένει, δεδομένης της σχετικά μεγάλης έκτασής τους αλλά και των νεότερων ανασκαφικών δεδομένων (με σημαντικότερο παράδειγμα τον οικισμό του Κλείτου, όπου διαπιστώνονται μεγάλα σπίτια, με κενούς χώρους ανάμεσά τους, χωρίς η έκταση του πρώιμου νεολιθικού οικισμού, Κλείτος 1, να υπερβαίνει τα 20 στρέμματα), τα οποία υποδηλώνουν σημαντική πολυμορφία στην ενδοκοινοτική χωροοργάνωση των οικισμών, όχι μόνο από περίοδο σε περίοδο αλλά και μεταξύ σύγχρονων θέσεων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΠΑΦΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ---Η "ΑΝΑΤΟΛΙΖΟΥΣΑ" ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Μέχρι περίπου 10.000 χρόνια πριν, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν ως τροφοσυλλέκτες. Σχημάτιζαν μικρές νομαδικές ομάδες, που αποτελούσαν ...