Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Η "ΕΥΦΟΡΗ ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΣ", μέρος πρώτο: ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑ

Μεσοποταμία ονομάστηκε για πρώτη φορά από τους αρχαίους Έλληνες η χώρα την οποία διαρρέουν δύο μεγάλοι ποταμοί ο Τίγρης - ανατολικά - και ο Ευφράτης - δυτικά. Με το όνομα αυτό οριοθετείται μια μεγάλη περιοχή που περιλαμβάνει τις κοιλάδες των δύο ποταμών και των παραποτάμων τους. Το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο σε ό,τι αφορά την ιστορία τμήμα της χώρας αυτής βρίσκεται στο σημερινό κράτος του Ιράκ. Ο Τίγρης και ο Ευφράτης στην πορεία τους διακλαδίζονται σε παραποτάμους, ενώνονται όμως πριν από την έξοδό τους στον Περσικό κόλπο και σχηματίζουν μια ελώδη περιοχή μεγάλης έκτασης.
Η βόρεια περιοχή της Μεσοποταμίας είναι ορεινή. Στη μέση και νότια Μεσοποταμία, το έδαφος, από το οποίο λείπει παντελώς η πέτρα, είναι αργιλώδες και άγονο. Η αυτοφυής βλάστηση περιοριζόταν, όπως και σήμερα, σε φοινικόδεντρα και καλαμοειδή που φύονται στις ελώδεις περιοχές. Ωστόσο, η άρδευση τη γης από τα νερά των ποταμών μετέβαλε τις άγονες εκτάσεις σε εύφορες για την παραγωγή σιτηρών.Το βόρειο τμήμα της Μεσοποταμίας οι Έλληνες το ονόμαζαν Ασσυρία, το κεντρικό και νότιο Βαβυλωνία. Χρησιμοποιούσαν επίσης το όνομα Χαλδαία για να διακρίνουν το νότιο μέρος της χώρας.
Διάφορες πόλεις/κράτη διαμόρφωσαν, στην πορεία του χρόνου, την ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκονται το Ιράκ και το Ιράν. Πατρίδα των Σουμερίων, των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων, η περιοχή της Μεσοποταμίας ήταν μια αχανής, γόνιμη πεδιάδα που ευνοούσε τη γεωργία και την εξημέρωση ζώων, ώστε να διαμορφωθούν οικονομικά αυτόνομες κοινωνίες.
Το αρχαιότερο όνομα της περιοχής αυτής στην αρχαία ασσυριακή γλώσσα λέγεται Αssur. Στις αρχές του 19ου αιώνα από τους λαούς που κατοίκησαν τη Μεσοποταμία δεν ήταν γνωστοί παρά μόνο οι Βαβυλώνιοι, οι Ασσύριοι και οι Χαλδαίοι, από τις λίγες και συγκεχυμένες πληροφορίες των ελληνικών, των εβραϊκών και αιγυπτιακών κειμένων, ενώ οι Σουμέριοι, οι Ακκάδιοι, οι Ελαμίτες, οι Κασσίτες και άλλοι λαοί της περιοχής ήταν άγνωστοι.
Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές και η αποκρυπτογράφηση της σφηνοειδούς γραφής άνοιξαν νέους ορίζοντες για την έρευνα και την ιστορία, διαμορφώνοντας έναν ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο, την Ασσυριολογία.
Η προϊστορία στην περιοχή της Μεσοποταμίας: γενικά οι λαοί σ'αυτήν τη φάση της εξέλιξής τους περνούν σε εγκατάσταση και αναπτύσσει τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κατά την 7η χιλιετία π.Χ. (δηλαδή μεταξύ 7000 και 6000 π.Χ.) στις βόρειες περιοχές της Μεσοποταμίας φαίνεται ότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μετασχηματισμού στον τρόπο ζωής του ανθρώπου, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα της Μεσοποταμίας, με το πέρασμα στο παραγωγικό στάδιο: από το κυνήγι και τη συλλογή των καρπών - θηρευτικό ή συλλεκτικό στάδιο οικονομίας - ο άνθρωπος περνά τη συλλογική ζωή, τη μόνιμη κατοίκηση και την καλλιέργεια της γης - παραγωγικό στάδιο.
Την 5η χιλιετία π.Χ. στις νότιες περιοχές η γεωργική παραγωγή ήταν ευκολότερη, αφού η συλλογική ζωή και η φύση της χώρας δημιουργούσαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Έτσι στη Μεσοποταμία συντελέστηκε για πρώτη φορά το μεγάλο επίτευγμα της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης του ανθρώπου. Στον χώρο αυτό ο άνθρωπος πέρασε στο παραγωγικό στάδιο και στην οργάνωση της παραγωγής του. H αρχαία πόλη Γκίρσου ανασκάφηκε στο Ιράκ πριν από 140 χρόνια, αποκαλύπτοντας την ύπαρξη του σουμεριακού πολιτισμού. Στη φωτογραφία, πιθανόν τα ευρήματα να είναι η βάση μιας γέφυρας.
Γύρω στην τέταρτη π.Χ. χιλιετία, οι Σουμέριοι έχτισαν τις πρώτες οργανωμένες πόλεις που είδε ποτέ ο άνθρωπος και τις οργάνωσαν σε πόλεις-κράτη, κάτι ακόμα αδιανόητο για την περίοδο εκείνη. Μια από τις αρχαιότερες και πιο ισχυρές υπήρξε η Ουρούκ, η οποία κατά την 3η χιλιετία περιελάμβανε 76 χωριά.
Στις περιοχές αυτές, ανάμεσα στους δυο μεγάλους ποταμούς, τον Τίγρη και τον Ευφράτη, δημιουργήθηκε ο πολιτισμός, γεννήθηκε η γραφή και εφευρέθηκε ο τροχός. Οι πόλεις-κράτη αναπτύχθηκαν ταχύτατα, καλλιέργησαν τα εύφορα εδάφη τους και έγιναν γρήγορα πλούσιες και λαμπερές. Οι Σουμέριοι ήταν ένας ιδιαίτερα ευφυής λαός: για παράδειγμα, βρήκαν τρόπο για να υπολογίσουν την ακριβή έκταση των καλλιεργειών τους, πέτυχαν την αποβουτύρωση του γάλακτος (δηλαδή εφηύραν το βούτυρο) και χρησιμοποίησαν τη λάσπη για να κατασκευάσουν οικοδομικούς πλίνθους που αποξηραίνονταν στον ήλιο.
Η πόλη Ουρ, "η πόλη του θεού της Σελήνης", υπήρξε από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες. Την 4η χιλιετία π.Χ. στην περιοχή της Χαλδαίας η ζωή οργανώνεται συστηματικά με την άφιξη αυτού του δημιουργικού λαού. Σχετικά με την προέλευσή τους η επιστημονική έρευνα δεν έχει δώσει ακόμα πειστική απάντηση. Στα μέσα περίπου της χιλιετίας οι Σουμέριοι οργανώνονται σε πόλεις οι οποίες διακοσμούνται με μεγάλα ανάκτορα, με πρωτότυπους ναούς, τα ζιγκουράτ, και οχυρώνονται με ισχυρά τείχη. Η καθεμιά λειτουργεί ως κέντρο της γύρω περιοχής, η οποία περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό οικισμών. Η πολιτική τους οργάνωση σε ανεξάρτητες πόλεις παρουσιάζει αναλογίες με την πολιτική συγκρότηση που δημιουργήθηκε αργότερα στην αρχαία Ελλάδα.
Οι Σουμέριοι, παρά τις αντίξοες συνθήκες, κατόρθωσαν να βελτιώσουν τους όρους ζωής τους και να συμβάλουν στην εξέλιξη του πολιτισμού. Ανακάλυψαν τον τροχό και τον χρησιμοποίησαν για την άρδευση της γης, την κατασκευή του άρματος και σε άλλες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
Προχώρησαν στον υπολογισμό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Βελτίωσαν τον τρόπο καλλιέργειας με τη χρήση μεταλλικών εργαλείων και την τελειοποίηση του αρότρου. Παράλληλα, επιδόθηκαν και στον τομέα της κτηνοτροφίας πρώτοι αυτοί κατόρθωσαν να επιτύχουν την αποβουτύρωση του γάλακτος. Στην κατασκευή των κτηρίων, εξαιτίας της έλλειψης ξυλείας και πέτρας, χρησιμοποίησαν τον άργιλο που διέθετε σε αφθονία η χώρα. Έτσι επινόησαν τη χρήση της ψημένης στον ήλιο πλίνθου ως οικοδομικού υλικού. Από το ίδιο αυτό υλικό κατασκεύασαν πήλινες πινακίδες που τις χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη. Οι ανασκαφές στις σουμερικές πόλεις έχουν φέρει στο φως χιλιάδες πινακίδες, γραμμένες με σφηνοειδείς χαρακτήρες.
Η έλλειψη πρώτων υλών και ιδιαίτερα μετάλλων οδήγησε τους Σουμέριους έξω από τα όρια της χώρας τους. Ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με άλλους λαούς – στον Καύκασο, τη Μ. Ασία, τις Ινδίες - και για να διευκολύνουν τις συναλλαγές τους επινόησαν ορισμένα μέτρα και τα πρώτα νομίσματα, ράβδους χρυσού και ασημιού ή δαχτυλίδια. Οι μεταλλικές ράβδοι και τα δαχτυλίδια σφραγίζονταν, πράγμα που αποτελούσε εγγύηση για την ποιότητα και την ποσότητα του μετάλλου τους. Ο πολιτισμός των Σουμερίων εμφανίστηκε γύρω στο 5000 π.Χ., στη πρώτη πόλη του κόσμου, την Ουρ, ή αλλιώς Εριντού.
Οι πρώτοι οικισμοί γύρω από τον Ευφράτη (καλαμένιες καλύβες) σιγά-σιγά με την εξέλιξη της γεωργίας και την διαχείριση των υδάτων του Ευφράτη οδήγησαν στην εμφάνιση πόλεων-κρατών και τη δημιουργία αποθέματος τροφίμων. Οι πρώτες πόλεις όπως η Εριντού και η Ουρούκ είχαν επίσης μεγάλους ναούς χτισμένους στην αρχή από λασπότουβλα.
Το 1927 ο Βρετανός αρχαιολόγος Λέοναρντ Γούλεϋ έφερε στο φως αμύθητους θησαυρούς από το βασιλικό νεκροταφείο με τους δυο χιλιάδες τάφους. Τα ευρήματα ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία, περιλαμβάνοντας χρυσά αντικείμενα, εκπληκτικά αντικείμενα τέχνης, αντικείμενα πολεμιστών. Η πόλη προστατευόταν από τείχη τα οποία είχαν στο κέντρο τους ένα βαθμιδωτό πύργο με το ναό της θεότητας που τους προστάτευε. Τριγύρω υπήρχαν ναοί, δωμάτια ιερέων, αποθήκες, όπως και μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες που βρέθηκαν ποτέ. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Σουμερίων κάθε πόλη ανήκε σ' ένα θεό. Ο θεός προστάτης της πόλης κατοικούσε στο μικρό ναό στην κορυφή ενός μεγάλου οικοδομήματος που έμοιαζε με βαθμιδωτή πυραμίδα, το ζιγκουράτ. Το ιερό αυτό δεν ήταν μόνο τόπος λατρείας και κατοικίας του θεού αλλά παράλληλα κέντρο πολλών άλλων δραστηριοτήτων, όπως διοικητήριο, θησαυροφυλάκιο, αποθήκη εμπορευμάτων κ.ά.
Εκεί βρέθηκαν και οι αρχαιότεροι γραπτοί νόμοι, οι νόμοι του Χαμμουραμπί, που είχαν δεχθεί την επίδραση σουμερικών νόμων, αφορούσαν τις οικογενειακές σχέσεις, τις γεωργικές εργασίες, τη στρατιωτική οργάνωση και το εμπόριο. Αποτελούν την πρώτη προσπάθεια κωδικοποίησης άγραφου δικαίου και σταθμό στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Σώθηκαν μέχρι τις ημέρες μας χαραγμένοι σε μια στήλη που σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου.
Οι Σουμέριοι της Ουρ ήταν σκληροί και αδίστακτοι πολεμιστές χωρίς κανένα έλεος. Η πόλη καταστράφηκε στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, δίνοντας τη θέση της ανάμεσα στα δυο ποτάμια στους Ελαμίτες, οι οποίοι κρατώντας από τους Σουμέριους μόνο τη γλώσσα αλλά αφομοιώνοντας και επεκτείνοντας τον πολιτισμό τους έφτιαξαν κάτω από τη βασιλεία του Χαμουραμπί την ισχυρή και φημισμένη χώρα της Βαβυλώνας, 90 χιλιόμετρα νότια της Βαγδάτης. Οι Σουμέριοι την 4η χιλιετία π.Χ. πρώτοι χρησιμοποίησαν γραφή με χαρακτήρες που μοιάζουν με σφήνες.
Η σφηνοειδής γραφή είναι ένα επίτευγμα τους, το οποίο υιοθέτησαν στη συνέχεια και άλλοι λαοί της Εγγύς Ανατολής, όπως οι Ακκάδιοι, οι Ελαμίτες, οι Χετταίοι, οι Ασσύριοι, οι Πέρσες κ.ά. Η γραφή αυτή αποκρυπτογραφήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από το Γερμανό Grotefend και τον Αγγλο Rawlinson.
O μύθος για ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, τους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας, καθώς και ο μύθος για τον Πύργο της Συγχίσεως (Βαβέλ) της Παλαιάς Διαθήκης είναι εμπνευσμένα από την αρχιτεκτονική των λαών της Μεσοποταμίας, και πιο συγκεκριμένα από τα πυραμιδοειδή "ζιγκουράτ" κτίσματά τους.
2234-2279: ΟΙ ΑΚΚΑΔΙΟΙ ΚΑΙ Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΣΑΡΓΚΟΝ
Κατά την 3η χιλιετία π.Χ. τα πρώτα φύλα σημιτικής καταγωγής (που ονομάστηκαν Ακκάδιοι, από το όνομα της πρώτης πόλης τους που ανασκάφηκε, της Άκκαντ) ήρθαν στη Μεσοποταμία πιθανότατα από τις ερήμους της Αραβίας και εγκαταστάθηκαν στις βόρειες περιοχές της Χαλδαίας, όπου ίδρυσαν δικές τους πόλεις.
Οι Ακκάδιοι δεν άργησαν να συγκρουστούν με τους Σουμέριους. Οι εισβολείς, με αρχηγό τον Σαργκόν Α', κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν και να ιδρύσουν το πρώτο μεγάλο βασίλειο στη Μεσοποταμία με πρωτεύουσα την πόλη Άκκαντ (περίπου το 2350 π.Χ.). Έτσι οι Ακκάδιοι γίνονται οι άμεσοι διάδοχοι και συνεχιστές του πολιτισμού των Σουμερίων.
Από το 3000 π.Χ. η διοίκηση πέρασε στα χέρια ενός αρχιερέα-βασιλιά, τον Ενσί, που αντιπροσώπευε τους Θεούς εδώ κάτω στη γη, συνεργαζόταν με ένα συμβούλιο γερόντων και ζούσε μέσα στους ναούς. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε και το πρώτο σύστημα γραφής στο κόσμο. Το βιβλίο της Σουμεριακής Λίστας των Βασιλέων γράφει για το πέρασμα της εξουσίας από την Εριντού, προς βορράν στη Σουρουπάκ, μέχρι τη περίοδο του κατακλυσμού(=μεγάλες πλημμύρες των δύο ποταμών,Τίγρη και Ευφράτη, που βύθισαν τις πόλεις.) Την ηγεμονία παραδοσιακά την ασκούσαν-με εναλλαγές- οι πόλεις Κις, Oυρ, Ουρούκ, Άνταμπ και Ακσάκ.
Μετά τον κατακλυσμό, γύρω στο 2600 π.Χ, η βασιλεία πέρασε, από την κατεστραμμένη Ουρ, στην πόλη Κις (=1η δυναστεία της Κις) που είχε επίσης και ισχυρό ποσοστό ακκαδικής καταγωγής πληθυσμού. Ο πρώτος μονάρχης που είναι γραμμένος στη σουμερική Λίστα των Βασιλέων είναι ο Ενμενμπαραγκε-σι της Κις γύρω στο 2600 π.Χ., ο οποίος νίκησε τους Ελαμίτες και έχτισε το ναό του Ενλίλ στη Νιππούρ.
Μετά η ηγεμονία πέρασε στην Ουρούκ με την δική της 1η δυναστεία. Ο πιο διάσημος βασιλιάς της Ουρούκ είναι ο Γκιλγκαμές-ήρωας του γνωστού έπους. Ακολούθησε η περίοδος Ουρούκ Τζεμντέτ Νασρ (ακολούθησε την περίοδο της ηγεμονίας της Ουρούκ και διήρκεσε περίπου από το 3100 έως περίπου το 2900 π.Χ.).
Τελευταία ανατράπηκε η θεωρία που υποστήριζε πως το έπος Γκιλγκαμές είναι το αρχαιότερο σωζόμενο έπος. Κατά την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο (διήρκεσε περίπου 2900 – περ. 2350 π.Χ.)μερικοί από τους πρώτους συγγραφείς συνέθεσαν τα παλαιότερα σωζόμενα έργα γραπτής λογοτεχνίας στη σουμεριακή γλώσσα. Ένα από αυτά τα εξαιρετικά αρχαία έργα είναι το Instructions of Šuruppak (ETCSL 5.6.1), ένα έργο διδακτικής με τη φωνή του σοφού παλιού βασιλιά Šuruppak, γιου του Ubara-Tutu, που απευθύνεται στον γιο του Ziusudra, δίνοντάς του συμβουλές για το πώς πρέπει να ζήσει. Αυτό το έργο συντέθηκε κάπου στις αρχές έως τα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Ένα άλλο έργο της πρώιμης δυναστικής λογοτεχνίας των Σουμερίων είναι ο ύμνος του ναού Kesh (ETCSL 4.8.0.2), με τη φωνή της Νισάμπα, μιας σουμεριακής θεάς που σχετίζεται με τη γραφή και το σιτάρι και περιγράφει τον Ενλίλ, τον κύριο θεό του σουμεριακού πανθέου, εξυμνώντας και τον ναό του στην πόλη Kesh. Όπως και με τις Οδηγίες του Šuruppak, αυτό το έργο συντάχθηκε κάποια στιγμή στις αρχές έως τα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ. και τα παλαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα θραύσματά του προέρχονται από το Abu Salabikh και χρονολογούνται γύρω στον εικοστό έκτο αιώνα π.Χ. περίπου.
Η πρώτη δυναστεία της Ουρ, με βασιλιά τον Μεσκαλαντούγκ, είναι η πρώτη δυναστεία επιβεβαιωμένη και από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ο Λουγκάλ Άνε-μούντου της Αντάμπ διατήρησε για κάποιο διάστημα τη κυριαρχία στην Ουρούκ, την Ουρ και τη Λαγκάς, συμπεριλαμβανομένου και του Ελαμ. Μια σύντομη αυτοκρατορία που διαλύθηκε με τον θάνατο του βασιλιά. Στα 2300 π.Χ. η κυριαρχία πέρασε στον Λουγκάλ Ζάγκε-σι, αρχιερέα της Ούμμα που υπέταξε την Ουρούκ και την Ουρ. Η εμφάνιση του Σαργών της Ακκάδης έθεσε τέλος στη κυριαρχία του. Μετά την πτώση της Ακκαδικής αυτοκρατορίας και την εμφάνιση των Γκούτιων, έχουμε την 5η δυναστεία της Ουρούκ που έδιωξε τους Γκούτιους από τη Σουμερία-γύρω στο 2050 π.Χ.- υπό τη βασιλεία του Ούτου-χεγκάλ. Ο Ουρ-ναμμού υπέταξε τη δυναστεία της Ουρούκ και ανέδειξε τη κυριαρχία της 3ης δυναστείας της Ουρ μέχρι το 2004 π.Χ.
Μετά την εμφάνιση των Ακκάδιων, η σουμεριακή ταυτότητα άρχιζε να ενοποιείται με αυτή των Ακκάδιων. Οι θεοί τους έγιναν κοινοί, γλώσσα τους έγιναν τα ακκαδικά και γενικά η κοινωνία εκσημιτιζόταν όλο και πιο πολύ. Οι σημιτικής καταγωγής Ελαμίτες κατέστρεψαν τη 3η δυναστεία της Ουρ, το 2000 π.Χ., κυριάρχησαν σε όλη τη Μεσοποταμία και το όνομα και η γλώσσα της Σουμερίας πέρασαν στην Ιστορία.
Τον 18ο αι. π.Χ. (δηλαδή μεταξύ του 1800 και του 1700 π.Χ.) οι σημιτικοί λαοί της Μεσοποταμίας εισήλθαν σε περίοδο μεγάλης ακμής. Το γεγονός αυτό οφείλεται στον Χαμμουραμπί, έναν σπουδαίο ηγεμόνα που κατόρθωσε να ενώσει όλους τους λαούς της περιοχής σε ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα τη Βαβυλώνα, την πρώτη μεγαλούπολη της ιστορίας. Ο Χαμμουραμπί κυβέρνησε το μεγάλο κράτος του ως απόλυτος μονάρχης. Το οργάνωσε διοικητικά και παραχώρησε στους υπηκόους του νομοθεσία. Αυτή την εποχή γράφτηκε και το περίφημο «έπος του Γκιλγκαμές», με αφήγηση κυρίως μυθολογικού περιεχομένου. Την ακμή του αρχαίου Βαβυλωνιακού κράτους ακολούθησε περίοδος συνεχών ταραχών από το 16ο αι. π.Χ. μέχρι το 12ο αι. π.Χ., που οφείλονται στις εισβολές άλλων λαών, όπως των Χετταίων, των Κασσιτών κ.ά.
Η Βαβυλώνα περιβαλλόταν από διπλό τείχος 16 χιλιομέτρων που διακόπτονταν από επιβλητικούς πύργους.
Η κύρια Πύλη της πόλης καλυπτόταν από σμαλτωμένα γαλάζια τούβλα με αναπαραστάσεις δράκων, ταύρων και λεόντων. Ο ναός που ήταν αφιερωμένος στην προστάτιδα θεότητα βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, ήταν πολύχρωμος, είχε επτά ορόφους και περιβαλλόταν από αυλές και κατοικίες ιερέων. Πιο κάτω βρισκόταν το λαμπερό παλάτι του Ναβουχοδονόσορα, και ακόμα πιο πέρα μια επιβλητική πέτρινη γέφυρα ένωνε τις δυο όχθες του Ευφράτη ο οποίος διέσχιζε τη μυθική πόλη.
ΑΣΣΥΡΙΟΙ: κατά τον 9ο αιώνα π.Χ., η Ασσυριακή αυτοκρατορία, ξεκινώντας από το σημερινό βόρειο Ιράκ, άρχισε να επεκτείνεται συνεχώς στο μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, φθάνοντας στο απόγειό της στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., οπότε είχε γίνει πλέον η κυρίαρχη στρατιωτική και πολιτική υπερδύναμη στην περιοχή. Όμως, έως το τέλος του ίδιου αιώνα, οι Ασσύριοι γνώρισαν μια ραγδαία εξασθένηση, κάτι που μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγάλα μυστήρια της αρχαίας ιστορίας, το οποίο συνεχίζει να απασχολεί τους ερευνητές.
Η μεγαλύτερη ακμή τους σημειώθηκε στον 7ο αιώνα, υπό τον βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλο).
Οι Ασσύριοι βασιλείς έχτισαν μεγάλα και πολυέξοδα παλάτια, τα στόλιζσαν με πολλές ανάγλυφες παραστάσεις από κυνήγια και από πολεμικές νίκες. Μπροστά στις πύλες των ανακτόρων έστηναν πελώρια πέτρινα λιοντάρια και φτερωτούς ταύρους, που είχαν ανθρώπινο κεφάλι. Στην αρχιτεκτονική οι Ασσύριοι έκαναν μεγάλες προόδους, παρόλο που χρησιμοποιούσαν, όπως οι Βαβυλώνιοι, μονάχα πλίνθους και πηλό. Καλλιέργησαν και άλλες τέχνες (αγγειοπλαστική, ανάγλυφα, αγάλματα κλπ.).
Από τις επιστήμες πιο πολύ ασχολήθηκαν με τα μαθηματικά και τη γεωμετρία, γιατί μετρούσαν και χώριζαν τα κτήματα, έκαναν αρδευτικές εγκαταστάσεις για να τα ποτίζουν και επιβλητικές οικίες για να μένουν. Τέλος ασχολήθηκαν και με την αστρονομία και την αστρολογία, τα περισσότερα στοιχεία του πολιτισμού τους ειδικά στον τομέα της αστρολογίας οι Ασσύριοι τα πήραν από τους Βαβυλώνιους οι οποίοι ανέπτυξαν σε έντονο βαθμό την αστρολογία την εποχή της όγδοης δυναστείας με αποκορύφωμα την περίοδο βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα. Σε γενικές γραμμές οι Ασσύριοι, ως σκληρός πολεμικός λαός που ήσαν, υστερούσαν σημαντικά σε επιστήμες σε σχέση με άλλους, ασχολήθηκαν μονάχα με ό,τι τους βοηθούσε να λύσουν τις ανάγκες στην καθημερινή τους ζωή.
Όμως, το 612 π.Χ., η ασσυριακή πρωτεύουσα Νινευί –κοντά στη σημερινή πόλη Μοσούλη του βόρειου Ιράκ– καταστράφηκε από τη συμμαχία Βαβυλωνίων και Μήδων και έκτοτε οι Ασσύριοι εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Οι περισσότεροι επιστήμονες τείνουν να αποδίδουν τη γρήγορη ασσυριακή πτώση σε εσωτερικές πολιτικές και στρατιωτικές συγκρούσεις, όμως η νέα μελέτη δίνει εξίσου μεγάλη –αν όχι μεγαλύτερη– έμφαση στην απότομη αύξηση του πληθυσμού (λόγω της μετεγκατάστασης πληθυσμών από τις γειτονικές κατεκτημένες περιοχές) και στις ξηρασίες που –από κοινού– αποσταθεροποίησαν το ασσυριακό καθεστώς. Τα πιο πρόσφατα κλιματολογικά δεδομένα για εκείνη την εποχή δείχνουν ότι επικράτησε ολοένα μεγαλύτερη ξηρασία στην Εγγύς Ανατολή κατά το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα π.Χ. Η κατάσταση έφθασε στο χειρότερο σημείο το 657 π.Χ., όταν μια τρομερή ξηρασία έπληξε την Ασσυριακή αυτοκρατορία, υποσκάπτοντας την πολιτική και οικονομική σταθερότητά της μέσα σε μία μόλις πενταετία. Οι εμφύλιοι πόλεμοι που αναπόφευκτα ακολούθησαν έδωσαν τη χαριστική βολή.
Η Ασσυρία πήρε την ονομασία της από την αρχική πόλη-κράτος Ασσούρ, που έφερε το όνομα του ομώνυμου θεού. Το Ασσυριακό κράτος απετέλεσε επανειλημμένα αυτοκρατορία της οποίας η μεγαλύτερη ακμή προσδιορίζεται μεταξύ του 9ου και 7ου αιώνα π.Χ. Το Ασσυριακό κράτος καταλύθηκε οριστικά το 612 π.Χ.
Η έως τώρα κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι οι πολιτισμοί των Ασσυρίων αποδυναμώθηκαν αισθητά εξαιτίας εμφυλίων πολέμων και πολιτικών αναταραχών, όπως αυτές που σήμερα συμβαίνουν στη Συρία και στο βόρειο Ιράκ, την ίδια ακριβώς περιοχή που ήταν το επίκεντρο της ασσυριακής επικράτειας.
Άλλη εκδοχή είναι πως ο ασσυριακός πολιτισμός χάθηκε εξαιτίας περιβαλλοντικών και πληθυσμιακών πιέσεων: η –επί αιώνες ισχυρή αυτοκρατορία των Ασσυρίων– υπέκυψε στις παρατεταμένες ξηρασίες που την έπληξαν, μειώνοντας δραματικά τις πηγές τροφίμων της, σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτησή τους, λόγω του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού. – Σημειώστε πως αυτό είναι ένα μήνυμα που μπορεί να έχει αποδέκτη και τον δικό μας πολιτισμό, ο οποίος επίσης απειλείται από την κλιματική αλλαγή και τον υπερπληθυσμό.
O ανθρωπολόγος Άνταμ Σνάιντερ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια – Σαν Ντιέγκο και ο Σελίμ Ανταλί του Κέντρου Πολιτισμών της Ανατολίας του Πανεπιστημίου Κοτς της Κωνσταντινούπολης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Climate Change» (Κλιματική Αλλαγή), αφού μελέτησαν τα υπάρχοντα αρχαιολογικά, ιστορικά και παλαιοκλιματολογικά στοιχεία, πιστεύουν ότι οι περιβαλλοντικοί και δημογραφικοί-πληθυσμιακοί παράγοντες είναι αυτοί που έπαιξαν πιθανότατα τον καθοριστικό ρόλο. Oι ανασκαφές στην πόλη Ζιγιαρέτ- Τεπέ της Τουρκίας (που στην αρχαιότητα ενέπιπτε στα εδάφη του ασσυριακού πολιτισμού) αποδεικνύουν πως η ξηρασία σημείωσε την αρχή του τέλους του ασσυριακού πολιτισμού.
Οι Βαβυλώνιοι αστρονόμοι ανέπτυξαν προηγμένες μεθόδους για την παρατήρηση ουράνιων φαινομένων, θέτοντας τις βάσεις για τη σύγχρονη αστρονομία. Οι εκτεταμένες βιβλιοθήκες της πόλης στέγαζαν μια εντυπωσιακή συλλογή λογοτεχνίας, νομικών κειμένων και επιστημονικών πραγματειών, ενισχύοντας την πνευματική ανταλλαγή και διατηρώντας την πολιτιστική κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές.
Στις ανασκαφές έχει βρεθεί μεγάλος αριθμός εξαιρετικής ποιότητας σφραγιδοκυλίνδρων, οι οποίοι επιπλέον είναι σημαντικοί διότι αποτελούν πηγή πληροφοριών για τους λαούς της περιοχής. Σημαντική θέση στη ζωή των Σουμερίων πρέπει να είχε και η μουσική. Σε αρκετά έργα τέχνης έχουν σωθεί παραστάσεις μουσικών οργάνων - άρπας, σείστρων, τυμπάνων -, ενώ αυθεντικές άρπες βρέθηκαν σε βασιλικούς τάφους.

Tο παλάτι του βασιλιά των Ασσυρίων Ναβουχοδονόσορα ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Oι κρεμαστοί κήποι του θεωρήθηκαν ένα επίτευγμα που ξεφεύγει από τα όρια της λογικής, δεδομένου του ότι στη Νότια Μεσοποταμία δεν υπήρξε ποτέ σχεδόν καθόλου βλάστηση. Στη Μοσούλη υπήρξε κάποτε η Νιμρούντ, η πρωτεύουσα των Ασσυρίων, η οποία ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα π.Χ. Πολλοί θησαυροί της Μεσοποταμίας βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο.
Οι αρχαιότερες βιβλιοθήκες στην ιστορία του πλανήτη Γη βρέθηκαν στο Νιπούρ της Σουμερίας και στην Έμπλα της Συρίας, και χρονολογήθηκαν στο 2500 π.Χ.
Ο Κύρος, βασιλιάς των Μήδων και των Περσών, κατέκτησε τη Βαβυλώνα στη μάχη του Ώπις (539 π.Χ.) Είναι άγνωστη η τύχη του τελευταίου βασιλιά Ναβονίδη, όμως πιθανότατα του χαρίστηκε η ζωή, όπως φαίνεται από ιστορίες άλλων βασιλέων που κατέκτησε ο Κύρος. Μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Ασίας από τον Κύρο ο μεγάλος Πέρσης κατακτητής επέτρεψε σε όλους τους υποδουλωμένους λαούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να λατρέψουν ελεύθερα τον θεό τους, το ίδιο συνέβη και με τους Ιουδαίους που επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα όπως περιγράφεται και από την Βίβλο.
Οι Πέρσες βασιλείς μετά τον Κύρο με πρώτο τον Δαρείο τον Μέγα καθιέρωσαν την Βαβυλώνα σαν πρωτεύουσα της 9ης σατραπείας και στο μεγαλύτερο επιστημονικό κέντρο της αυτοκρατορίας λαμβάνοντας υπόψη τους την έντονη αρχαία παρουσία στην πόλη των επιστημών ειδικά των μαθηματικών και της αστρονομίας την εποχή της 5ης δυναστείας των Χαλδαίων (9ος - 8ος αιώνας π.Χ.). Οι αστρονομικές μελέτες του βασιλιά Ναβονάσσαρου (Ναβουχοδονόσορα) τελειοποιήθηκαν όπως επίσης η μελέτης της αστρολογίας και των ζωδιακών κύκλων, οι Αχαιμενίδες βασιλείς επέτρεψαν στους Βαβυλώνιους να λατρεύουν ελεύθερα τον Μαρδούκ η λατρεία του οποίου συνεχίστηκε ώς τον 7ο αιώνα μ.χ. που καταλήφθηκε η περιοχή από τους Άραβες. H υπερφορολόγηση από τον Πέρση βασιλιά Δαρείο Γ' τον Κοδομανό προκειμένου να καλύψει τα έξοδα για τους πολέμους του με τους Έλληνες δημιούργησαν έντονη δυσαρέσκεια στους Βαβυλώνιους, την εποχή του τα περισσότερα ιερά της πόλης εγκαταλείφθηκαν.
Στα μέσα του 12ου αι. π.Χ. κυριάρχησε τελικά ένας λαός που κατοικούσε τις ορεινές βόρειες περιοχές της Μεσοποταμίας, οι Ασσύριοι. Πρόκειται για λαό σκληροτράχηλο και πολεμικό. Επικράτησαν μέχρι τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. σ' ολόκληρη τη Μεσοποταμία, επεκτείνοντας τις κατακτήσεις τους ανατολικά στην περιοχή του Ελάμ και δυτικά στη Συρία μέχρι και την Αίγυπτο. Στο απόγειο της δύναμής τους έφθασαν τον 7ο αι. π.Χ., όταν βασιλιάς ήταν ο Ασσουρμπανιπάλ και πρωτεύουσα του κράτους η Νινευί.
Το 612 π.Χ. οι υποτελείς λαοί ξεσηκώθηκαν. Οι Βαβυλώνιοι με συμμάχους τους Μήδους - κατοίκους του Β. Ιράν - κατέλαβαν τη Νινευί και την κατέστρεψαν. Πρωτεύουσα του νέου Βαβυλωνιακού κράτους έγινε πάλι η Βαβυλώνα που διακοσμήθηκε με μεγάλα και εντυπωσιακά κτήρια, όπως «οι κρεμαστοί κήποι», ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου4. Σε μεγάλη ακμή έφτασε το Βαβυλωνιακό κράτος, όταν βασιλιάς του ήταν ο Ναβουχοδονόσορ. Αυτός επέκτεινε την εξουσία του μέχρι τις ακτές της Μεσογείου, κυρίευσε την Ιερουσαλήμ (587 π.Χ.) και έσυρε τους Εβραίους στη «βαβυλώνια αιχμαλωσία». Από την ιστορική "έξοδο" των Εβραίων από τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία είναι εμπνευσμένη η όπερα του Βέρντι "Ναμπούκο"(Ναβουχοδονόσωρ).
Το 538 π.Χ. το νέο Βαβυλωνιακό κράτος καταλύθηκε από τον Κύρο Β', το βασιλιά των Περσών. Έκτοτε ολόκληρη η Μεσοποταμία αποτέλεσε τμήμα της περσικής αυτοκρατορίας, μέχρι και την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρο (330 π.Χ.).
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας ιδρύθηκε το Ελληνιστικό βασίλειο των Σελευκίδων, το οποίο έφτασε στο απόγειό του τον καιρό του Αντίοχου του Μέγα. Οι Έλληνες άποικοι ίδρυσαν στο έδαφος της Μεσοποταμίας πολλές αποικίες, στις οποίες προσήλθαν πολλοί άποικοι από την Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη, Επτάνησα, Μικρά Ασία, νότια Ελλάδα). Οι νέοι άποικοι ίδρυσαν πόλεις σε ανάμνηση της ιδιαίτερης πατρίδας τους (π.χ. Μακεδονόπολις, Ιθάκη, Αμφίπολις, Έδεσσα, Ανθεμουσιάς, Ευρωπός κ.ο.κ.), ή κατά διαταγή των βασιλέων (π.Χ. Σελεύκεια, Κτησιφών, Αντιόχεια, Λαοδίκεια, Απάμεια, Ηράκλεια), ή σαν στρατιωτικοί μακεδονικοί συνοικισμοί (π.χ. Κωμόπολις κ.ά.), ενώ περιοχές ονομάστηκαν από την πατρίδα τους, όπως η Μυγδονία της βορειοδυτικής Μεσοποταμίας. Το ελληνικό στοιχείο επέζησε έως και την αραβική κατάκτηση.
Κατά τον Μεσαίωνα το μοιράστηκαν οι Πέρσες, οι Βυζαντινοί, οι Τουρκομάνοι και οι ορδές των Μογγόλων. Ο Ισλαμισμός διαδόθηκε στην περιοχή κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα και εκεί επίσης έγινε και το Ισλαμικό σχίσμα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, το οποίο αιματοκυλά την περιοχή μέχρι και τις μέρες μας.
Σήμερα η Μεσοποταμία έχει μοιραστεί ανάμεσα στο Ιράκ, το Ιράν την Τουρκία και τη Συρία, αλλά παραμένει μέχρι σήμερα ένα μωσαϊκό λαών και παραδόσεων, όπως τους Δρούζους, τους Ασσύριους και τους Κούρδους. Τελευταίες εξελίξεις αποτελούν η επανάσταση κατά του Σάχη του Ιράν (1979) και η κατάκτηση του Ιράκ από τον φιλοαμερικανικό συνασπισμό. Παρατηρείται επίσης μεγάλη αναταραχή στις ντόπιες εθνότητες, με κυριότερο τον Κουρδικό εθνικό αφυπνισμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει βιαιότερες εντάσεις στο μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΠΑΦΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ---Η "ΑΝΑΤΟΛΙΖΟΥΣΑ" ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Μέχρι περίπου 10.000 χρόνια πριν, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν ως τροφοσυλλέκτες. Σχημάτιζαν μικρές νομαδικές ομάδες, που αποτελούσαν ...