Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Ο ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ '22

Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί πολίτες αισθάνθηκαν ότι η χώρα τους είχε ταπεινωθεί λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που περιελάμβανε μια ρήτρα ενοχής πολέμου και ανάγκασε τη Γερμανία να καταβάλει τεράστιες πληρωμές αποζημιώσεων και να χάσει εδάφη που ελέγχονταν προηγουμένως από τη Γερμανική Αυτοκρατορία και όλα τις αποικίες της. Το βάρος των αποζημιώσεων στη γερμανική οικονομία οδήγησε σε υπερπληθωρισμό κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το 1923 οι Γάλλοι κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ, όταν η Γερμανία αθέτησε τις πληρωμές αποζημιώσεων. Αν και η Γερμανία άρχισε να βελτιώνεται οικονομικά στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η Μεγάλη Ύφεση δημιούργησε περισσότερες οικονομικές δυσκολίες και άνοδο των πολιτικών δυνάμεων που υποστήριζαν ριζικές λύσεις για τα δεινά της Γερμανίας.
Οι Ναζί, υπό τον Χίτλερ, προωθούσαν τον εθνικιστικό μύθο της πισώπλατης μαχαιριάς ότι η Γερμανία είχε προδοθεί από Εβραίους και Κομμουνιστές. Το κόμμα υποσχόταν να ανοικοδομήσει τη Γερμανία ως μεγάλη δύναμη και να δημιουργήσει μια Μεγάλη Γερμανία που θα περιλάμβανε την Αλσατία-Λωρραίνη, την Αυστρία, τη Σουδητία και άλλες περιοχές στην Ευρώπη κατοικούμενες από Γερμανούς. Οι Ναζί επιδίωξαν επίσης να καταλάβουν και να αποικίσουν μη γερμανικά εδάφη στην Πολωνία, τις Βαλτικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο της ναζιστικής πολιτικής αναζήτησης Lebensraum («ζωτικού χώρου») στην Ανατολική Ευρώπη. Η Γερμανία κατήγγειλε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και επαναστρατικοποίησε τη Ρηνανία τον Μάρτιο του 1936. Η Γερμανία είχε ήδη ξαναρχίσει τη στρατολόγηση και ανακοίνωσε την ύπαρξη γερμανικής αεροπορίας, της Luftwaffe και πολεμικού ναυτικού, του Kriegsmarine το 1935. Η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία το 1938, τη Σουδητία από την Τσεχοσλοβακία και την περιοχή Μέμελ από τη Λιθουανία το 1939. Στη συνέχεια η Γερμανία εισέβαλε στην υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία το 1939, δημιουργώντας το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας και το κράτος της Σλοβακίας. Το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας δημιουργήθηκε από τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Αμέσως μετά την εισβολή η Γερμανία προσάρτησε την περιοχή της Σουδητίας της Τσεχοσλοβακίας και η Σλοβακία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Το νέο Σλοβακικό Κράτος συμμάχησε με τη Γερμανία. Το υπόλοιπο της χώρας καταλήφθηκε από τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις και οργανώθηκε στο Προτεκτοράτο. Τα Τσέχικα πολιτιστικά ιδρύματα διατηρήθηκαν, αλλά το Προτεκτοράτο θεωρείτο τμήμα της επικράτειας της Γερμανίας.
Στις 23 Αυγούστου 1939 η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ, που περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο που διαιρούσε την Ανατολική Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής. Η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία στο πλαίσιο του Συμφώνου οκτώ ημέρες αργότερα προκάλεσε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τέλος του 1941 η Γερμανία κατείχε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και οι στρατιωτικές δυνάμεις της πολεμούσαν τη Σοβιετική Ένωση, έτοιμες να καταλάβουν τη Μόσχα. Εντούτοις οι συντριπτικές ήττες της στη Μάχη του Στάλινγκραντ και στη Μάχη του Κουρσκ κατέστρεψαν τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τις αποβάσεις των Δυτικών Συμμάχων στη Γαλλία και στην Ιταλία, οδήγησε σε τριμέτωπο πόλεμο, που εξάντλησε τις ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας και κατέληξε στην ήττα της το 1945. Μέσα στον γερμανικό στρατό υπήρξε ουσιαστική εσωτερική αντίδραση στην επιθετική στρατηγική του επανεξοπλισμού και την εξωτερική πολιτική του Ναζιστικού καθεστώτος τη δεκαετία του 1930. Από το 1936 έως το 1938 οι τέσσερις κορυφαίοι στρατιωτικοί ηγέτες της Γερμανίας, Λούντβιχ Μπεκ, Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, Βέρνερ φον Φριτς και Βάλτερ φον Ράιχεναου, ήταν όλοι αντίθετοι στη στρατηγική του επανεξοπλισμού και την εξωτερική πολιτική. Επέκριναν τη βεβιασμένη φύση του επανεξοπλισμού, την έλλειψη σχεδιασμού, τους ανεπαρκείς πόρους της Γερμανίας για τη διεξαγωγή ενός πολέμου, τις επικίνδυνες συνέπειες της εξωτερικής πολιτικής του Χίτλερ και την αυξανόμενη υποταγή του στρατού στο Ναζιστικό Κόμμα. Αυτοί οι τέσσερις στρατιωτικοί ηγέτες εξέφραζαν με ευθύτητα και δημόσια την αντίθεσή τους αυτές τις τάσεις. Το Ναζιστικό καθεστώς αντέδρασε με περιφρόνηση στην αντίδραση των τεσσάρων στρατιωτικών ηγετών και τα μέλη των Ναζί δημιούργησαν ένα ψεύτικο ηχηρό σκάνδαλο ότι υποτίθεται οι δύο κορυφαίοι ηγέτες του στρατού φον Μπλόμπεργκ και φον Φριτς ήταν ομοφυλόφιλοι εραστές, για να τους πιέσουν να παραιτηθούν. Αν και ξεκίνησε από χαμηλόβαθμα μέλη των Ναζί, ο Χίτλερ επωφελήθηκε από το σκάνδαλο αναγκάζοντάς τους να παραιτηθούν και τους αντικατέστησε με οπορτουνιστές, υποτακτικούς στον ίδιο. Λίγο αργότερα ο Χίτλερ ανακοίνωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1938 ότι αναλαμβάνει προσωπικά τη διοίκηση του γερμανικού στρατού ως Φύρερ.
Η αντίδραση στην επιθετική εξωτερική πολιτική του Ναζιστικού καθεστώτος στον στρατό έγινε τόσο ισχυρή από το 1936 έως το 1938, ώστε προβληματισμοί περί ανατροπής του Ναζιστικού καθεστώτος συζητιόνταν από τα ανώτερα κλιμάκια των στρατιωτικών και τα υπόλοιπα μη Ναζιστικά μέλη της γερμανικής κυβέρνησης. Ο υπουργός οικονομικών Χιάλμαρ Σαχτ συναντήθηκε με το Μπεκ το 1936 και του δήλωσε ότι σκέπτεται την ανατροπή του Ναζιστικού καθεστώτος και τον ρώτησε ποια στάση θα τηρούσε σχετικά ο γερμανικός στρατός. Ο Μπεκ δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα και απάντησε ότι αν ένα πραξικόπημα εναντίον του Ναζιστικού καθεστώτος άρχιζε με υποστήριξη σε πολιτικό επίπεδο, ο στρατός δεν θα αντιτασσόταν σε αυτό. Ο Σαχτ θεώρησε ότι η υπόσχεση του Μπεκ ήταν ανεπαρκής, γιατί γνώριζε ότι χωρίς την υποστήριξη του στρατού οποιαδήποτε απόπειρα πραξικοπήματος θα συντριβόταν από την Γκεστάπο και τα SS. Ωστόσο το 1938, ο Μπεκ έγινε σκληρός αντίπαλος του Ναζιστικού καθεστώτος λόγω της αντίθεσής του στα στρατιωτικά σχέδια του Χίτλερ το 1937-38, που καλούσαν τον στρατό να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ενός παγκόσμιου πολέμου, ως αποτέλεσμα των γερμανικών σχεδίων προσάρτησης της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας.
Το Βέλγιο παραδόθηκε γρήγορα στη Γερμανία και ο Βέλγος Βασιλιάς παρέμεινε στη χώρα κατά τη γερμανική στρατιωτική κατοχή από το 1940 έως το 1944. Ο Βέλγος Βασιλιάς συνεργάστηκε στενά με τη Γερμανία και επανειλημμένα ζήτησε διαβεβαιώσεις ότι τα Βελγικά δικαιώματα θα διατηρηθούν μόλις η Γερμανία πετύχει τη συνολική νίκη. Ωστόσο ο Χίτλερ σκόπευε να προσαρτήσει το Βέλγιο και τον γερμανικό του πληθυσμό στο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ, πράγμα που ξεκίνησε με τη δημιουργία του Reichskommissariat Belgien, αρχής που διοικείτο άμεσα από τη γερμανική κυβέρνηση, που επιδίωκε την ενσωμάτωση της χώρας στο σχεδιαζόμενο Γερμανικό Ράιχ. Ωστόσο το Βέλγιο καταλήφθηκε σύντομα από συμμαχικές δυνάμεις το 1944. Το Reichskommissariat Niederlande ήταν μια κατοχική αρχή και επικράτεια, που ιδρύθηκε στην Ολλανδία το 1940 και ορίστηκε ως αποικία που θα ενσωματωνόταν στο σχεδιαζόμενο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ.
Το Reichskommissariat Norwegen ιδρύθηκε στη Νορβηγία το 1940. Όπως και των Reichkommissariat του Βελγίου και της Ολλανδίας, οι Γερμανοί κάτοικοί του θα ενσωματώνονταν στο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ. Στη Νορβηγία το καθεστώς του Κουίσλιγκ εγκαταστάθηκε από τους Γερμανούς ως εξαρτημένο κράτος κατά τη διάρκεια της κατοχής, ενώ ο βασιλιάς Χάακον Ζ΄ και η νόμιμη κυβέρνηση ήταν στην εξορία. Ο Κουίσλιγκ ενθάρρυνε τους Νορβηγούς να υπηρετούν ως εθελοντές στα Waffen-SS, συνεργαζόμενοι στην εκτόπιση των Εβραίων και ήταν υπεύθυνος για τις εκτελέσεις μελών του Νορβηγικού αντιστασιακού κινήματος. Περίπου 45.000 Νορβηγοί δωσίλογοι προσχώρησαν στο φιλοναζιστικό κόμμα Nasjonal Samling (Εθνική Ένωση), ενώ αρκετές αστυνομικές μονάδες βοήθησαν στη σύλληψη πολλών Εβραίων. Ωστόσο η Νορβηγία ήταν μια από τις πρώτες χώρες, όπου η αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ευρέως διαδεδομένη πριν από την κρίσιμη καμπή του πολέμου το 1943. Μετά τον πόλεμο ο Κουίσλιγκ και άλλοι δωσίλογοι εκτελέστηκαν. Το όνομα του Κουίσλιγκ έχει γίνει διεθνώς συνώνυμο του προδότη. Το Reichskommissariat Ostland ιδρύθηκε στην περιοχή της Βαλτικής το 1941. Σε αντίθεση με τα Δυτικά Reichkommissariat, των οποίων επιδιώκετο η ενσωμάτωση της πλειοψηφίας των γερμανικών πληθυσμών, το Ostland σχεδιαζόταν να εποικιστεί από Γερμανούς, που θα εκτόπιζαν τη μη γερμανική πλειοψηφία που ζούσε εκεί, στο πλαίσιο του lebensraum. Το Reichskommissariat Ukraine ιδρύθηκε στην Ουκρανία το 1941. Όπως και το Όστλαντ σχεδιαζόταν να εποικιστεί από Γερμανούς.
Η Στρατιωτική Διοίκηση της Σερβίας ιδρύθηκε σε κατεχόμενα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1941, μετά την εισβολή στη χώρα. Στις 30 Απριλίου σχηματίσθηκε μια γερμανόφιλη Σερβική διοίκηση υπό τον Μίλαν Ατσίμοβιτς για να λειτουργήσει ως πολιτική διοίκηση στη ζώνη στρατιωτικής κατοχής. Μια κοινή εξέγερση Παρτιζάνων και Τσέτνικ στα τέλη του 1941 προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στους Γερμανούς, καθώς οι περισσότερες δυνάμεις τους είχαν αναπτυχθεί στη Ρωσία και μόνο τρεις μεραρχίες ήταν στη χώρα. Στις 13 Αυγούστου 546 Σέρβοι, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους εξέχοντες ηγέτες της χώρας, εξέδωσαν έκκληση προς το Σερβικό έθνος που καταδίκαζε την αντίσταση των Παρτιζάνων και και των βασιλικών ως μη πατριωτική. Δύο εβδομάδες μετά την έκκληση, με την εξέγερση των Παρτιζάνων και των βασιλικών να αρχίζει να κερδίζει δυναμική, 75 εξέχοντες Σέρβοι συγκάλεσαν μια συνάντηση στο Βελιγράδι και σχημάτισαν μια Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας υπό τον Σέρβο Στρατηγό Μίλαν Νέντιτς για να αντικαταστήσει την υπάρχουσα Σερβική διοίκηση. Οι Γερμανοί δεν διέθεταν αστυνομικές και τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Σερβία και βασίζονταν σε ανεπαρκώς εξοπλισμένους Σερβικούς σχηματισμούς, τη Σερβική Κρατική Φρουρά και τα Σερβικά Εθελοντικά Σώματα, για τη διατήρηση της τάξης. Αυτές οι δυνάμεις, ωστόσο, δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν την αντίσταση και κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου μεγάλα τμήματα της Σερβίας ήταν υπό τον έλεγχο των Παρτιζάνων ή των Τσέτνικ (τα δυο κινήματα αντίστασης που σύντομα έγιναν εχθρικά μεταξύ τους). Η κυβέρνηση της Εθνικής Σωτηρίας, διαθέτοντας λίγες δυνάμεις από τον σχηματισμό της, είδε τις δραστηριότητες της να μειώνονται περαιτέρω και να αναλαμβάνονται από τις αρχές κατοχής της Βέρμαχτ καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν. Μετά τις αρχικές μαζικές εξεγέρσεις οι γερμανικές αρχές θέσπισαν ένα ακραίο καθεστώς αντιποίνων, προκηρύσσοντας ότι θα εκτελούντο 100 πολίτες για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη και 50 για κάθε τραυματία. Αυτά τα μέτρα εφαρμόστηκαν πολλές φορές, με μεγάλης κλίμακας εκτελέσεις στις Σερβικές πόλεις Κράλιεβο και Κραγκούγιεβατς τον Οκτώβριο του 1941.
Η πολιτική της επέκτασης του ελληνικού κράτους στη Μικρά Ασία θεμελιωνόταν σε δύο παραδοχές που έδειχναν ισχυρές τον Μάιο του 1919. Η πρώτη ήταν ότι η Βρετανία μπορούσε και θα διαμόρφωνε κατά τις απόψεις της τον μεταπολεμικό χάρτη της Μέσης Ανατολής μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η δεύτερη ότι η στρατιωτική αδυναμία του τουρκικού παράγοντα θα ήταν μόνιμη. Και οι δύο αποδείχθηκαν περιορισμένης ισχύος. Η βρετανική υπεροχή υπονομεύθηκε από τη σταδιακή απόκλιση των συμφερόντων Βρετανίας και Γαλλίας, που έγινε σαφής από τον Ιανουάριο του 1920 και μετά, δηλαδή όταν εγκατέλειψε την πρωθυπουργία της Γαλλίας ο Ζορζ Κλεμανσό, ο οποίος δεσμευόταν από τη συμμαχία της περιόδου του πολέμου. Η στρατιωτική αδυναμία του τουρκικού παράγοντα αποδείχθηκε εξίσου προσωρινή. Η σταδιακή απόκτηση μαζικού ερείσματος από το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ, η βαθμιαία ενίσχυση της στρατιωτικής οργάνωσης του εθνικιστικού στρατού, η συμμαχία με τους μπολσεβίκους, η ανοχή ή και συνεργασία της Γαλλίας και της Ιταλίας με το εθνικιστικό καθεστώς μετέβαλαν τη στρατηγική εξίσωση.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ηττάται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ουσιαστικά, η ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο έγινε επίσημα τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1914 στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, μετά από υποσχέσεις των Γερμανών για παροχή δανείων με ευνοϊκότερους όρους. Η Μεγάλη Βρετανία είχε συμμαχήσει ήδη με τη Ρωσία προκειμένου να εξισορροπηθεί η γερμανική ισχύς. Το βασικό δόγμα είναι η αποτροπή της κυριαρχίας της Γερμανίας στην Ευρώπη. Η Ανακωχή του Μούδρου, η οποία υπογράφτηκε στις 30 Οκτωβρίου μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σηματοδότησε όχι μόνο τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και την άνευ όρων παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ταπεινωτικούς όρους που ουσιαστικά προέβλεπαν την κατάλυση της κυριαρχίας της πάνω στα εδάφη που ως τότε κατείχε. Ήταν μια συνθήκη που επιβεβαίωσε τη δεσπόζουσα θέση της Μ. Βρετανίας στην περιοχή κι αυτό δυσαρέστησε δυνάμεις όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Είναι καταλυτική η σημασία της, αφού τότε αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε τη στρατηγική αξία του πετρελαίου.
Η ελληνική στρατιωτική απόβαση στη Σμύρνη πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαΐου του 1919 με απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, των νικητών συμμάχων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως εφαρμογή της Συνθήκης του Μούδρου. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας, την οποία η Ελλάδα πρέπει να εκπληρώσει, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος πιστεύει ότι αυτή είναι η ιδανική ευκαιρία. Η χώρα μας βρίσκεται στο στρατόπεδο των νικητών και ελπίζει ότι θα αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της Ανατολικής Θράκης, εκτός της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η οπτική συνάδει και με τις στρατηγικές επιδιώξεις της Βρετανίας, βγάζοντας εκτός του πλάνου την Ιταλία, αφού ο Λόιντ Τζορτζ αποσκοπούσε σε άμεση κατάληψη ζωτικών τμημάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από συμμαχικά στρατεύματα. Η Ελλάδα, λοιπόν, με αφετηρία την πόλη της Σμύρνης θα ήταν ο βραχίονας αυτής της βρετανικής στρατηγικής στην Εγγύς Ανατολή. Μιλάμε για μια έκταση 16.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Μ’ αυτή την κίνηση η Ελλάδα γίνεται μια περιφερειακή δύναμη αλλά και η χώρα των δύο ηπείρων, σύμφωνα με το σλόγκαν του Βενιζέλου και των υποστηρικτών του. Έτσι, στο πρόσωπο του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ η Ελλάδα έβλεπε έναν σύμμαχο που έδειχνε να έχει πίστη στις προοπτικές της Ελλάδας ως ενός ανερχόμενου δυναμικού παράγοντα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, που προοριζόταν να είναι ο βασικός στρατηγικός σύμμαχος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή. Αργότερα, ακόμα και οι αντιβενιζελικοί, με την εξαίρεση του Ιωάννη Μεταξά, την άνοιξη του 1920 είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ήταν κάτι πραγματοποιήσιμο.
Ήδη έχουμε σκιαγραφήσει δύο παραδοχές. Αφενός ότι η Μεγάλη Βρετανία θα διαμορφώσει τον μεταπολεμικό χάρτη ανεμπόδιστα και αφετέρου ότι η οθωμανική ισχύς έχει καταστραφεί οριστικά. Τελικά, αυτές οι δύο υποθέσεις θα διαψευσθούν σταδιακά. Τον Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, έχουμε αποβίβαση και του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα του Πόντου. Είναι ο άνθρωπος που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η εξέλιξη θα αποδειχθεί οδυνηρή για τον ελληνικό στρατό αλλά και τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της διαλυμένης πλέον Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Κεμάλ, αν και αρχικά είχε διοριστεί επιθεωρητής της 9ης Τουρκικής Στρατιάς, θα εξελιχθεί σε ιδρυτή ενός απελευθερωτικού εθνικού κινήματος. Προφανώς, τις εξελίξεις επιτάχυνε η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Οι Τούρκοι εθνικιστές την είδαν ως μια απόβαση που θα είχε οριστικό χαρακτήρα. Έκτοτε, όλα εξελίχθηκαν αστραπιαία. Το τουρκικό εθνικό κίνημα βρήκε οπαδούς όχι μόνο στα βάθη της Ανατολίας αλλά και στις τοπικές ελίτ. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους έχουμε τη σύναψη ενός εθνικού συμφώνου στην εθνοσυνέλευση της Σεβάστειας κι εκεί ξεκινά η πολιτική ζωή του τουρκικού έθνους.
Μια σημαντική συνθήκη υπογράφηκε μεταξύ των νικητών του Α’ Παγκοσμίου και της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια αίθουσα του δημαρχείου των Σεβρών, κοντά στο Παρίσι. Με τη Συνθήκη των Σεβρών οριστικοποιούνται το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τον διαμοιρασμό των εδαφών της, η γέννηση του κράτους της Τουρκίας και η απόδοση στην Ελλάδα των διεκδικούμενων εδαφών. Ουσιαστικά, αποκρυσταλλώνεται και γίνεται πραγματικότητα η Μεγάλη Ιδέα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Η Μικρά Ασία θα αποτελούσε πλέον το ένα από τα δύο σκέλη μιας Μεγάλης Ελλάδας που θα εκτεινόταν σε δύο ηπείρους, με μια μεγάλη θαλάσσια έκταση στο μέσον. Ο συσχετισμός δυνάμεων που θα διαμόρφωνε η βέβαιη κατά τον Βενιζέλο νίκη της Αντάντ και η ειδική σχέση με τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής, τη Βρετανία, θα επέτρεπαν την υπέρβαση των όποιων ορίων της ελληνικής ισχύος. Ήταν μια μεγάλη διπλωματική νίκη, αλλά υποτιμήθηκε το γεγονός ότι καμία όμως από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν επρόκειτο να συνδράμει στρατιωτικά και οικονομικά σε αυτό το κρίσιμο στάδιο για την Ελλάδα.
Σε μία από τις κρισιμότερες εκλογικές αναμετρήσεις της νεοελληνικής ιστορίας το κόμμα του Βενιζέλου ηττάται, ο ίδιος αποχωρεί από την πρωθυπουργία και αναλαμβάνει την κυβέρνηση ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών δυνάμεων «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις». Πώς φτάσαμε όμως από τον διπλωματικό θρίαμβο στην εκλογική συντριβή; Στο μυαλό των εκλογέων κυριαρχούσε το αίτημα της αποστράτευσης. Οι πολίτες επιθυμούσαν την επιστροφή των στρατιωτών στα χωράφια και τις δουλειές τους. Μην ξεχνάτε ότι η Ελλάδα ήταν μια αγροτική χώρα. Ο πληθυσμός ήταν κουρασμένος. Επίσης, ο Βενιζέλος, οι οπαδοί του αλλά και οι σύμμαχοι είχαν κυβερνήσει με μέτρα καταστολής και καταπίεσης και κυριαρχούσε το αίτημα για απαλλαγή από την «τυραννία» του. Την ίδια στιγμή βλέπουμε ότι οι Τούρκοι εθνικιστές δεν αποδέχονταν τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών και ότι θα χρειαζόταν μεγάλη στρατιωτική προσπάθεια. Ωστόσο, είναι φανερό ότι η απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία ήταν αδύνατη τόσο για τον Βενιζέλο όσο και για τον Γούναρη. Αναμφίβολα, η εκλογική αναμέτρηση της 1ης Νοεμβρίου 1920 ανέδειξε μια ισχυρή επιθυμία της κοινωνίας να τερματιστεί ο πόλεμος.
Στις 22 Νοεμβρίου διενεργείται δημοψήφισμα για την επιστροφή του Κωνσταντίνου και τα αποτελέσματα καταγράφουν ποσοστό 99% υπέρ της επιστροφής του. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου επιστρέφει στην Ελλάδα. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι αυτό το γεγονός είναι τόσο καθοριστικό όσο θεωρείται. Πράγματι, ο Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά αντιπαθής λόγω του ρόλου που διαδραμάτισε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό που έκρινε στο σύνολό της τη δυσάρεστη εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα απομονώθηκε, αφού μετά το αποτέλεσμα Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία παρέδωσαν διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχαν δρομολογηθεί προς τη χώρα, αλλά νομίζω ότι ήταν μια κίνηση περισσότερο επικοινωνιακού περιεχομένου. Προσωπικά, νομίζω ότι η επικράτηση των αντιβενιζελικών δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τις εξελίξεις.
Οι Τούρκοι έχουν ενισχυθεί σημαντικά. Σ’ αυτό βοηθά και η άνοδος στην εξουσία των μπολσεβίκων στη Ρωσία ‒ επικρατεί το κοινό συμφέρον του αντιιμπεριλιασμού. Δεν θέλουν τη δυτική επιρροή στην περιοχή τους και η σύγκλιση εκδηλώνεται στην Αρμενία. Τα ελληνικά στρατεύματα κατάφεραν να καταλάβουν προσωρινά το Αφιόν Καραχισάρ, αλλά λόγω αποτυχίας του Γ’ Σώματος Στρατού στην προσπάθεια κατάληψης του Εσκί Σεχίρ, αναγκάστηκαν να το αφήσουν. Η Γαλλία μάλιστα θα κάνει πολιτική στροφή 180 μοιρών, στηρίζοντας ανοιχτά τις θέσεις του Κεμάλ, ενώ ακολούθησε σύντομα και η Ιταλία, η οποία στο εξής θα εφοδίαζε με όπλα και τεχνογνωσία τον κεμαλικό στρατό. Οι αντιβενιζελικοί, ενώ προεκλογικά είχαν υποσχεθεί απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, τελικά αποφασίζουν κλιμάκωση των επιχειρήσεων. Νομίζω, πάντως, ότι κανείς δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει όλα όσα είχαν ήδη κερδηθεί. Δηλαδή, ο επίσημος αντιβενιζελισμός δεν υποστήριζε πλέον την απαγκίστρωση από τη Μικρά Ασία, παρά τις παλαιότερες επιφυλάξεις της ηγεσίας του, αλλά δεν αποθάρρυνε κιόλας την προσδοκία της αποστράτευσης.
Στις 6 Ιουλίου 1921 καταλαμβάνεται το Εσκί Σεχίρ από το Γ’ Σώμα Στρατού, ενώ στις 8 Ιουλίου 1921 οι Τούρκοι επιχειρούν γενική αντεπίθεση με στόχο την ανακοπή της ελληνικής προέλασης και την καταστροφή των ελληνικών δυνάμεων. Οι ελληνικές δυνάμεις αντιστέκονται σθεναρά. Τελικά, στις 15 Ιουλίου 1921 έγινε στην Κιουτάχεια νέο πολεμικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου και σε αυτό συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός Γούναρης, ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο διοικητής της Στρατιάς Παπούλας, ο επιτελάρχης Πάλλης και ο αρχηγός Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού, αντιστράτηγος Βίκτωρας Δούσμανης. Εκεί αποφασίζεται ομόφωνα η συνέχιση της επιθετικής πορείας μέχρι τον Σαγγάριο. Οι ελληνικές δυνάμεις παραμένουν στο έδαφος αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα 1921-1922. Το κόστος ήταν δυσβάστακτο και οδήγησε την κυβέρνηση σε εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει η Ελλάδα για λίγους μήνες την παρουσία της στη Μικρά Ασία. Επομένως, η χώρα ανέλαβε ένα εγχείρημα που υπερέβαινε τις οικονομικές, στρατιωτικές και διπλωματικές της δυνατότητες.
Ήταν ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1922 όταν έγινε η επίθεση του τουρκικού πεζικού. Την επίθεση παρακολουθούσαν από παρατηρητήριο στην κορυφή του Καλετζίκ Νταγ ο Μουσταφά Κεμάλ και οι επιτελείς. Την επόμενη ημέρα, 14 Αυγούστου, τα τουρκικά στρατεύματα διασπούν τις ελληνικές δυνάμεις και συντρίβουν τμήματά τους. Εκείνη την ημέρα η εφημερίδα «Καθημερινή» κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο ανυπόγραφο άρθρο (που, όπως γνωρίζουμε, είχε γράψει ο εκδότης της Γεώργιος Βλάχος) με τίτλο «Οίκαδε…». Εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν έχει διεθνή στήριξη, ο Γ.Α. Βλάχος ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση την επιστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στην πατρίδα. Και το άρθρο αυτό δημοσιεύεται χωρίς ο Βλάχος να γνωρίζει τι ακριβώς έχει συμβεί στο μέτωπο. Οι ελληνικές και οι αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδίδονται στις φλόγες και ο ανυπεράσπιστος πληθυσμός αναζητά απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς τη θάλασσα. Σφαγές, αιχμαλωσίες και διωγμοί αμάχων. Στα χαλάσματα και τις στάχτες της Σμύρνης ενταφιάζεται το όραμα της Μεγάλης Ιδέας.
Ο εθνικισμός και οι αρπακτικές διαθέσεις των νικητών και των νεόκοπων χωρών είχαν και τούτη τη συνέπεια, που αποδείχτηκε μοιραία για την ειρήνη: δημιούργησαν πληθώρα μειονοτήτων σε πολλές χώρες. Μετά το 1919 πάνω από 25 εκατομμύρια κάτοικοι της Ευρώπης συνιστούσαν τις διάφορες μειονότητες της ηπείρου. Στις συνθήκες ειρήνης, καθώς και στον καταστατικό χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ), προβλέφτηκαν εγγυήσεις για τις μειονότητες, αντίθετες ωστόσο προς την αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σύντομα σε προστριβές και συγκρούσεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι ηττημένες δυνάμεις άρχισαν να συνέρχονται από τον πόλεμο και να ξεφεύγουν από τον έλεγχο της Γαλλίας και της Βρετανίας. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του αναθεωρητισμού, της μεταπολεμικής δηλαδή πολιτικής των δυσαρεστημένων χωρών, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας, οι οποίες προσπαθούσαν να αναθεωρήσουν το εδαφικό καθεστώς που είχε προέλθει από τις συνθήκες ειρήνης του Μεγάλου Πολέμου.
Η Γερμανία, ειδικά, είχε πρόσθετους λόγους να επιθυμεί την αναθεώρηση ή και την κατάργηση της συνθήκης ειρήνης που είχε υποχρεωθεί να υπογράψει, επειδή, εκτός από την απώλεια εδαφών, την πολεμική αποζημίωση και την αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας, υποχρεώθηκε να διαλύσει την πολεμική της μηχανή και να διατηρεί περιορισμένες μόνο στρατιωτικές δυνάμεις. Ο αφοπλισμός της Γερμανίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα καταδικάστηκε επίσημα ως υπεύθυνη για τον πόλεμο και για τις συνακόλουθες καταστροφές, προσέβαλε τους Γερμανούς και ευνόησε την ανάπτυξη ακραίων εθνικιστικών κινημάτων, με πρώτο και κύριο το ναζιστικό, που υπονόμευσαν τη Γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οδήγησαν τελικά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η φροντίδα για τη διατήρηση της ειρήνης, όπως είχε θεσπιστεί κατά τη Διάσκεψη στο Παρίσι μεταξύ των ετών 1919-1920, φάνηκε να εμπνέει τους ηγέτες των περισσότερων κρατών-μελών της διεθνούς κοινωνίας κατά τη δεκαετία 1920-1930. Οπωσδήποτε, είχε νωρίς καταδειχτεί ότι η σύσταση της Κοινωνίας των Εθνών δε θα αναιρούσε τη λειτουργία, παράπλευρα, του καθεστώτος που είχε έως τότε προσδιορίσει τις σχέσεις μεταξύ των επιμέρους κρατών, τα οποία προέτασσαν το εθνικό έναντι του γενικού συμφέροντος της διεθνούς κοινωνίας. Το σύστημα, ειδικότερα, της «συλλογικής ασφάλειας» διαφάνηκε, νωρίς μετά τη δημιουργία της ΚΤΕ, ότι δε θα ήταν σε θέση να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου την παραδοσιακή πρακτική του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών. Εντούτοις, αρχικά ήταν διάχυτη η προσδοκία ότι οι δύο αυτές αντιλήψεις θα μπορούσαν τουλάχιστον να συνυπάρξουν, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ειρήνης. Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις -υπό την επίδραση και της κοινής γνώμης η οποία, μετά τη λήξη του Ά Παγκόσμιου Πολέμου, αντιμετώπιζε με αποστροφή το ενδεχόμενο μιας νέας αιματοχυσίας- φαίνονταν αποφασισμένες να μην προσφύγουν και πάλι στην ένοπλη βία.
Η Συνθήκη του Νεϊγύ επιβεβαίωσε την ελληνική κυριαρχία επί των εδαφών μεταξύ του Έβρου και του Νέστου έως τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα, αλλά η περιοχή τέθηκε προσωρινά υπό συλλογική συμμαχική κυριαρχία, ώσπου να συναφθεί και ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Χωριστή σύμβαση με την ίδια ονομασία και ημερομηνία (14/27 Νοεμβρίου 1919) προέβλεπε την αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση των «Βουλγάρων την φυλήν» από την Ελλάδα και των «Ελλήνων την φυλήν» από τη Βουλγαρία- για να διευκολυνθεί μάλιστα η αναχώρησή τους, προβλεπόταν η δυνατότητα ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων τους. Κοινή επιδίωξη των κυβερνήσεων και των δύο χωρών ήταν να απαλλαγούν οι χώρες τους από τις αντίστοιχες μειονότητες, ώστε να εκλείψουν στο μέλλον εκατέρωθεν διεκδικήσεις εδαφών στην επικράτειά τους. Στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι έγινε εξαρχής φανερό ότι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας ήταν άκρως δυσχερής επιχείρηση. Οι δυσχέρειες της Ελλάδας προήλθαν από την Ιταλία κυρίως, αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, για τον λόγο ότι η μεν Ιταλία προωθούσε τις επιδιώξεις της στην περιοχή διά της Αλβανίας, οι δε ΗΠΑ διά της Τουρκίας. Στο Συμβούλιο των Συμμάχων (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ιταλία και Ιαπωνία) η Ελλάδα μπορούσε να βασίζεται μόνο στην υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας, ενόσω τα συμφέροντα αυτών των δύο δυνάμεων συνέπιπταν με τα δικά της.
Ευνοϊκές συγκυρίες, όπως η απουσία της Ρωσίας, την οποία οι Μπολσεβίκοι επαναστάτες είχαν προς στιγμήν απομακρύνει από τις εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, και η επιθυμία της Αγγλίας και της Γαλλίας να περιορίσουν τις βλέψεις της Ιταλίας μέσω των διεκδικήσεων της Ελλάδας, καθώς και οι χωρίς προηγούμενο επιτυχείς διπλωματικοί χειρισμοί του Βενιζέλου και των συνεργατών του, αποσόβησαν το ενδεχόμενο να απολέσει η Ελλάδα κεκτημένα ήδη εδάφη και εξασφάλισαν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητα νέα εδάφη. Οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, όπως υποβλήθηκαν επισήμως από τον Βενιζέλο τον Δεκέμβριο του 1918 στο Συνέδριο στο Παρίσι, περιλάμβαναν τη Βόρεια Ήπειρο, τη Θράκη, τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου πλην των Δωδεκανήσων, στηρίζονταν δε στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού τους. Για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας ο Βενιζέλος έθεσε στη διάθεση της Γαλλίας και της Αγγλίας το Α' Σώμα Στρατού (δύο από τις τρεις μεραρχίες του), για να λάβει μέρος στον πόλεμο κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία τους πρώτους μήνες του 1919.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου) είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα η Θράκη, η Δυτική και η Ανατολική, και αναγνωρίστηκε η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τα Δωδεκάνησα. Ανατέθηκε επίσης στην Ελλάδα η προσωρινή διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης. Με την ίδια συνθήκη η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά αποτέλεσαν ουδέτερη ζώνη υπό τον έλεγχο συμμαχικής επιτροπής. Η συνθήκη αυτή ωστόσο αποδείχτηκε βραχύβια και τάφηκε κάτω από τα ερείπια της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η ελληνική συμμετοχή στη συμμαχική εκστρατεία εναντίον των Μπολσεβίκων έστρεψε την οργή των τελευταίων εναντίον των ελληνικών κοινοτήτων της νότιας Ρωσίας, οι οποίες πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα: πολλοί Έλληνες έπεσαν θύματα των Μπολσεβίκων, ενώ πολλοί περισσότεροι κατέφυγαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και στον Πόντο.
Από το θέρος ακόμη του 1918 διάφορες οργανώσεις των Ελλήνων του Πόντου, τόσο στον Πόντο όσο και στο εξωτερικό, προωθούσαν το αίτημα για την ίδρυση ανεξάρτητου ποντιακού ή ποντοαρμενικού κράτους, το αίτημα δε αυτό υποβλήθηκε και στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι. Ο Βενιζέλος θεωρούσε την ίδρυση ενός τέτοιου κράτους ανέφικτη, ενώ έκρινε ότι η αποδοχή από την Ελλάδα αυτού του αιτήματος των Ελλήνων του Πόντου θα εξασθενούσε τα αιτήματα της χώρας σε περιοχές γειτονικές προς αυτήν. Αντιθέτως, ο Βενιζέλος ευνοούσε τη στήριξη από τους Έλληνες του Πόντου ενός αρμενικού κράτους, το οποίο φαινόταν λιγότερο ουτοπικό από ένα ποντιακό κράτος και είχε την υποστήριξη τόσο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως όσο και του Αρμενικού Πατριαρχείου. Οι Έλληνες του Πόντου, ενισχυμένοι αριθμητικά μετά την αθρόα έλευση προσφύγων Ποντίων από τη νότια Ρωσία τους πρώτους μήνες του 1919, επέμειναν στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους -παρόλο που ο μητροπολίτης Χρύσανθος δεχόταν τη συμβιβαστική λύση ενός ποντοαρμενικού κράτους- προσανατολίζονταν δε προς τη δημιουργία ποντιακού στρατού με στόχο την ανεξαρτησία του Πόντου. Εν τέλει προκρίθηκε η δημιουργία Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας τον Ιανουάριο του 1920, αλλά η ομοσπονδία, απροστάτευτη από τους Συμμάχους και χωρίς δικό της οργανωμένο στρατό, έπεσε θύμα του εθνικού κινήματος των Τούρκων, που οργάνωσε ο Μουσταφά Κεμάλ και άλλοι Τούρκοι αξιωματικοί.
Ο Βενιζέλος επιδίωξε και εξασφάλισε, σε μια άκρως ευνοϊκή για τη χώρα διεθνή συγκυρία, τη συμμαχική εντολή για την κατάληψη από την Ελλάδα της Σμύρνης και του βιλαετίου του Αϊδινίου, προκειμένου να διατηρήσει την τάξη, που είχε διασαλευτεί, σε μια περιοχή με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό και να προλάβει τυχόν κατάληψή της από την Ιταλία, η οποία ήταν φανερό πως επιδίωκε να θέσει τους συμμάχους της προ τετελεσμένων γεγονότων.
Η συμμαχική εντολή του Μαΐου του 1919 προς την Ελλάδα ήταν πάντως προσωρινής ισχύος, αφού την οριστική τύχη της Σμύρνης και της ενδοχώρας της θα έκρινε δημοψήφισμα των κατοίκων ύστερα από πέντε χρόνια ελληνικής διοίκησης.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, και την άτακτη υποχώρηση και αναδίπλωση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από το Αφιόν Καραχισάρ, (στα μέσα Αυγούστου του 1922), άρχισε και ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) προς τη μικρασιατική ακτή, που, κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου[2], έφτανε τις 250.000. Επίσης, στη Σμύρνη είχαν βρει καταφύγιο και 15.000 Αρμένιοι που συνωστίζονταν στα διάφορα ιδρύματα και σπίτια της Αρμενικής Κοινότητας. Η αδιάκοπη όμως άφιξη των τρένων που μετέφεραν στρατιωτικά υπολείμματα και πρόσφυγες (υπολογίστηκε ότι έφταναν με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα) στη Σμύρνη, καθώς και οι έντονες φήμες της γενικής κατάρρευσης του μετώπου μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του πληθυσμού, ενώ η προετοιμασία της ελληνικής διοίκησης για αναχώρηση δεν άφηναν πλέον τις παραμικρές αμφιβολίες για τη μετέπειτα εξέλιξη. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, δηλαδή δύο ημέρες πριν από την έναρξη της καταστροφής της πόλης, είχε εκδηλωθεί στρατιωτικό κίνημα στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Τούτο είχε ως συνέπεια όλος σχεδόν ο ελληνικός στόλος με το σύνολο των επίτακτων πλοίων να τεθεί υπό τους κινηματίες για τη μεταγωγή του ελληνικού στρατού προς το Λαύριο, προκειμένου να επικρατήσει η επανάσταση στην Αθήνα. Μάλιστα δε, το ελληνικό θωρηκτό Κιλκίς που ναυλοχούσε και είχε ως βάση τη Σμύρνη, με την έκρηξη του κινήματος και υπό τον κυβερνήτη πλοίαρχο Δεμέστιχα μετέβη στη Σάμο όπου και παρέμεινε προκειμένου να επιβάλει την επανάσταση,παρότι οι καπνοί της καταστροφής, κατά την ημέρα, και το φέγγος της πυρκαγιάς, κατά τη νύχτα, ήταν ορατά τόσο από τη Χίο όσο και από τη Σάμο. Η καταστροφή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη. Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Ισίδωρος Πανταζόπουλος. Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο). Η φωτιά διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.
Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που βρήκαν τραγικό θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις ταλαιπωρίες. Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ. Ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, Ελλήνων και Αρμενίων, προς τη μικρασιατική ακτή, που -κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου- έφτανε τις 250.000, άρχισε μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση του Μετώπου στα μέσα Αυγούστου του 1922. Την επομένη της αναχώρησης και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Σμύρνη, οι χιλιάδες των προσφύγων Έλληνες και Αρμένιοι που κατέκλυζαν όλο το μήκος της περίφημης Προκυμαίας “Κε” μάταια περίμεναν πλέον τα επιταγμένα ελληνικά πλοία για τη μεταφορά τους στα γειτονικά ελληνικά νησιά. Μετά από παρέμβαση του Αμερικανού Προξένου G. Horton, στάλθηκαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για την εξυπηρέτηση των προσφύγων.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922, κατά την τρίτη ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης, το θωρηκτό Κιλκίς απέπλευσε και ενώθηκε με το θωρηκτό Αβέρωφ, μεταξύ Χίου και Σάμου, που κατερχόταν ολοταχώς το Αιγαίο προς Πειραιά, προερχόμενο από την Κωνσταντινούπολη, αφού προηγουμένως είχε σημειωθεί ανταρσία και είχε αποχωρήσει από τη Διασυμμαχική Ανταντική Ναυτική Δύναμη, που ναυλοχούσε στο Βόσπορο, στην οποία είχε ενταχθεί μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, υπό τον κινηματία κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Γ. Χατζηκυριάκο.
Η ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και η ουσιαστική διάλυση της νικήτριας συμμαχίας του Παγκόσμιου Πολέμου οδήγησαν στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η οποία αντανακλούσε τον νέο συσχετισμό ισχύος στην περιοχή. Είχαν μεσολαβήσει η εκλογική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920 και η επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο της Ελλάδας, η επέκταση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία και η διάσπασή του από τα τουρκικά στρατεύματα τον Αύγουστο του 1922. Την ήττα και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού ακολούθησαν η πυρπόληση της Σμύρνης τον ίδιο μήνα από τους Τούρκους και ο απηνής διωγμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.
Η εθνική αυτή συμφορά προκάλεσε εσωτερική κρίση στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1922 εκδηλώθηκε κίνημα αξιωματικών του στρατού υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Οι κινηματίες υποχρέωσαν τον Κωνσταντίνο να αποχωρήσει οριστικά από την Ελλάδα (στον θρόνο ανήλθε ο γιος του Γεώργιος) και παρέπεμψαν σε δίκη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, έξι στελέχη της βασιλικής παράταξης, τα οποία και εκτελέστηκαν τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ
Αντίπαλος της Ελλάδας στη διάσκεψη της Λωζάννης δεν ήταν πλέον η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά η νέα Τουρκία, η οποία είχε προέλθει από τα ερείπια της αυτοκρατορίας. Με την πρώτη σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις 30 Ιανουαρίου/12 Φεβρουαρίου 1923, συμφωνήθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των Ελλήνων ορθόδοξων χριστιανών της Τουρκίας και των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ίμβρου και της Τενέδου. Με την ίδια σύμβαση επιβεβαιώθηκε η παραμονή στην Κωνσταντινούπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σε σύγκριση με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν σκληρή και ταπεινωτική για την Ελλάδα, αντανακλούσε όμως τον συσχετισμό ισχύος που προήλθε από την ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, καθώς και τη νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή από το 1920. Η Ελλάδα το 1923 ήταν μια χώρα ηττημένη στρατιωτικά, διχασμένη πολιτικά, διεθνώς απομονωμένη και απειλούμενη από τις γειτονικές χώρες, οικονομικά κλονισμένη και υποχρεωμένη να περιθάλψει περισσότερους από ένα εκατομμύριο ενδεείς και άστεγους πρόσφυγες.
Στην ελληνική πολιτική, οι βραχύβιες κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Μεταξύ 1924 και 1928 σχηματίστηκαν δέκα κυβερνήσεις, δύο εξ αυτών μετά από πραξικοπήματα (Πάγκαλου 1924 και Κονδύλη 1926). Το 1924 η κυβέρνηση Παπαναστασίου κατήργησε τη Βασιλεία με δημοψήφισμα, εγκαθιδρύοντας την Β΄ Ελληνική Δημοκρατία (1924-1935). Η χώρα βρισκόταν διπλωματικά απομονωμένη – γεγονός που οφειλόταν στην πολιτική ανωμαλία. Η ανάληψη του Υπουργείου Εξωτερικών από τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο το 1926, αλλά και η επιστροφή του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία το 1928, έθεσαν τις βάσεις της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και την διακοπή της διεθνούς απομόνωσης της Ελλάδας.
Η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και η ήττα του ελληνικού στρατού το καλοκαίρι του 1922 είχαν ως τραγική συνέπεια τον ξεριζωμό των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) και η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα επέδρασαν καταλυτικά σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, περιλαμβανομένου και του πολιτισμού. Η τραυματική ιστορική τομή του 1922 και τα επακόλουθά της αποτυπώθηκαν κυρίως στα λογοτεχνικά έργα της γενιάς του Μεσοπολέμου ή της Γενιάς του '30. Μικρασιάτες πρόσφυγες, Έλληνες στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και γηγενείς που δέχτηκαν τους εκπατρισμένους στη χώρα υποδοχής αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία προέκυψαν οι συγγραφείς και οι ήρωες των έργων. Οι εκπρόσωποι αυτού του λογοτεχνικού κινήματος, έχοντας μεγαλώσει με την ντροπή της ελληνικής στρατιωτικής ήττας και τις μνήμες του ξεριζωμού, προσπάθησαν να αξιολογήσουν το υπό διαμόρφωση πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της Ελλάδας του Μεσοπολέμου και να ανακατατάξουν τις βασικές ελληνικές αξίες και τα ιδανικά. Ο Κ.Θ. Δημαράς θα γράψει χαρακτηριστικά γι' αυτά τα «παιδιά», γηγενείς και πρόσφυγες: «Τα παιδιά των δεκαπέντε και των δεκαοχτώ χρονών θα μεγαλώσουν ανήσυχα, ταραγμένα, χωρίς ιδανικά, χωρίς πίστη. [...] Από τις αντικρινές ακτές του Αιγαίου ήρθαν άλλα παιδιά· μέσα στην ψυχή τους ζει το νοσταλγικό δράμα της χαμένης κοιτίδας. Και μεγαλώνουν κι αυτά μέσα στους καημούς και μέσα στην ταραχή». Αυτή η «σκιά στην ψυχή» κατά τον Δημαρά θα ωθήσει τους λογοτέχνες της Γενιάς του '30 να προσεγγίσουν τα λογοτεχνικά πράγματα με σοβαρότητα, συναίσθηση της ευθύνης και ανάγκη για πίστη.
Σύμφωνα με την οκτάτομη Μεσοπολεμική Πεζογραφία: Από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1939), 13 από τους 53 συγγραφείς που ανθολογούνται προέρχονται από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη: οι Αντώνης Βουσβούνης, Γιώργος Θεοτοκάς, Θράσος Καστανάκης, Μενέλαος Λουντέμης, Πέτρος Πικρός, Τατιάνα Σταύρου και Μαρία Ιορδανίδου από την Κωνσταντινούπολη, οι Κοσμάς Πολίτης και Παύλος Φλώρος από τη Σμύρνη, οι Ηλίας Βενέζης και Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλί (Κυδωνίες), ο Τάσος Αθανασιάδης από το Σαλιχλί (Σάρδεις) και ο Στρατής Δούκας από τα Μοσχονήσια. Από τους νεότερους πεζογράφους θα πρέπει ασφαλώς να προστεθεί και η γεννημένη στο Αϊδίνι Διδώ Σωτηρίου. Αναλογικά, οι Μικρασιάτες ποιητές είναι αρκετά λιγότεροι και η συγκομιδή έργων σαφώς φτωχότερη. Μόλις 9 από τους 88 μεσοπολεμικούς ποιητές ανήκαν στον προσφυγικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Βουλγαρίδης και Απόστολος Μαγγανάρης από τη Σμύρνη και οι Απόστολος Μελαχρινός, Κλέαρχος Στ. Μιμίκος, Αλέξανδρος Μπάρας, Κώστας Ουράνης, Ιωσήφ Ραυτόπουλος και Γιώργος Σαραντάρης, οι οποίοι είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Ανατολικής Θράκης.
Η Έρη Σταυροπούλου αποδίδει αυτήν τη δυσαναλογία στη φύση της εμπειρίας που οι πνευματικοί δημιουργοί κλήθηκαν να εκφράσουν, μιας εμπειρίας τραυματικής: «Είναι γεγονός ότι η ανάγκη να αποδοθούν οι τραγικές συνέπειες του Ελληνισμού σε μια ανεπτυγμένη αφήγηση μπορούσε να καλυφθεί μόνο με τον πεζό λόγο. Αντίθετα, ο συνοπτικός, υπαινικτικός και μεταφορικός ποιητικός λόγος, αν και συναισθηματικά ισχυρότερος, χάνει στη λεπτομερή απεικόνιση των γεγονότων και στην αφήγηση προσωπικών ιστοριών». Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν να παραμείνει ζωντανή η ανάμνηση, να διατηρηθεί με κάθε λεπτομέρεια η προσφυγική εμπειρία στη μνήμη, προσωπική αλλά και συλλογική. Στην ενότητα της νοσταλγίας για τις χαμένες πατρίδες εντάσσονται:
Η Αιολική Γη (1943) του Ηλία Βενέζη,
Στου Χατζηφράγκου (1962) του Κοσμά Πολίτη,
Το Αϊβαλί η πατρίδα μου (1962) του Φώτη Κόντογλου
και το Σπορά δίχως θερισμό (1975) του Παύλου Φλώρου.
Τα παραπάνω έργα αναφέρονται στη Μικρά Ασία, με τη Σμύρνη να πρωταγωνιστεί στα περισσότερα από αυτά. Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη αναπαρίσταται στα μυθιστορήματα:
Ο Λεωνής (1940) του Γιώργου Θεοτοκά,
Εκείνοι που έμειναν (1933) και Το καλοκαίρι πέρασε (1943) της Τατιάνας Σταύρου,
Η φυλή των ανθρώπων (1932), Ο Χατζή Μανουήλ (1956) και Η παγίδα (1962) του Θράσου Καστανάκη
και Λωξάντρα (1963) της Μαρίας Ιορδανίδου.
Το τραύμα του ξεριζωμού και η απώλεια της πατρίδας έχουν ως αποτέλεσμα την απόδοση μιας εξιδανικευμένης εικόνας του τόπου προέλευσης των προσφύγων συγγραφέων, όπου η πατρίδα, εκτός από «χαμένη», γίνεται και «αλησμόνητη». Η ζωή εκεί παρουσιάζεται ονειρική και εκ διαμέτρου αντίθετη με την καταθλιπτική και γκρίζα εικόνα της καταστροφής και της προσφυγιάς. Η τραυματική εμπειρία του πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτελεί το κύριο θέμα στα μυθιστορήματα:
Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Στρατή Δούκα,
Το νούμερο 31328 (1931) του Ηλία Βενέζη
και Ματωμένα Χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου.
Αν και τα τρία αυτά έργα βασίζονται σε βιωματικό υλικό και διαπνέονται από έντονο αντιπολεμικό και αντιηρωικό πνεύμα, η περιγραφή των δοκιμασιών, η αποτίμηση των γεγονότων και η απόδοση ευθυνών διαφοροποιείται από τον έναν συγγραφέα στον άλλο. Ο Βενέζης, έχοντας βιώσει ως έφηβος ακόμα την επώδυνη αιχμαλωσία στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας των Τούρκων, προσπαθεί να ανασυνθέσει από μνήμης τον εφιάλτη που έζησε, προσδίδοντας ουσιαστικά στο κείμενό του τη μορφή μαρτυρίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο έργο του Δούκα, το αφήγημα του οποίου στηρίζεται στην ιστορία του πρόσφυγα Νικόλα Καζάκογλου. Στην εμπειρία ενός άλλου πρόσφυγα, του Μανώλη Αξιώτη, βασίζεται και το πολυδιαβασμένο βιβλίο της Σωτηρίου, η οποία, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους συγγραφείς, λαμβάνει σαφή ιδεολογική θέση απέναντι στα γεγονότα τα οποία περιγράφει. Κοινός τόπος στη λογοτεχνία που αναφέρεται στην Καταστροφή και τις συνέπειές της είναι από τη μια μεριά η αναπαράσταση των προσφύγων ως ανθρώπων φοβισμένων και καταρρακωμένων από τις κακουχίες και από την άλλη η προβολή της ελληνικότητάς τους και της σύνδεσής τους με τους Ελλαδίτες «αδελφούς» τους. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο εικόνες είναι έκδηλη. Ενώ οι πρόσφυγες στερούνται στέγης, τροφής, περίθαλψης και κάποτε αξιοπρέπειας λόγω της μη αποδοχής ή ενσωμάτωσής τους στην ελλαδική κοινωνία και στο εθνικό σύνολο, εξακολουθούν να αισθάνονται και να δηλώνουν Έλληνες. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι βρισκόμαστε ακόμα στον απόηχο της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Συνεπώς, η απογοήτευση των προσφύγων ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, αν αναλογιστεί κανείς την ταύτιση των Ρωμιών της Μικράς Ασίας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη δημόσια και έμπρακτη υποστήριξή τους στο πρόγραμμα του ελληνικού αλυτρωτισμού κατά την περίοδο 1919-1922. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εικόνα των Τούρκων, όπου παρατηρείται μια σαφής διάκριση ανάμεσα στους καλούς ή σε κάποιες περιπτώσεις αφελείς Τούρκους, με τους οποίους οι ήρωες συμβίωναν αρμονικά, και στον σκληρό και απάνθρωπο «εθνικό εχθρό» που οργάνωσε και εκτέλεσε τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς του μικρασιατικού Ελληνισμού. Όπως πολύ σωστά συμπεραίνει ο Μιχάλης Βαρλάς, «η λογοτεχνία παγίωσε αντιλήψεις και καθιέρωσε χαρακτήρες και αναπαραστάσεις του πρόσφυγα και του Μικρασιάτη στην ελληνική κοινωνία. [...] Διαδεδομένες μέχρι σήμερα εικόνες του "Μικρασιάτη Έλληνα", του "πρόσφυγα" και του "Τούρκου" χρωστάνε πολλά στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου». Σε αυτές τις εικόνες θα προσθέταμε και εκείνη του «ντόπιου» ή «Παλαιοελλαδίτη».
Ανάλογο ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης διαδραμάτισαν και οι εικαστικές τέχνες, με κύριους εκπροσώπους τον Φώτη Κόντογλου, τον Σμυρνιό ζωγράφο Γιώργο Σικελιώτη και τον γλύπτη Βάσο Καπάνταη, ο οποίος γεννήθηκε το 1924 στη Μυτιλήνη από γονείς Μικρασιάτες της Περγάμου. Ο Κόντογλου επηρεάστηκε βαθύτατα από τα γεγονότα της εποχής του. Στη ζωγραφική του όμως δεν περιγράφει σκηνές από την Καταστροφή. Εκείνο που θέλει να εκφράσει τόσο με τα γραπτά του όσο και με τους πίνακές του είναι ο καημός της προσφυγιάς που και ο ίδιος βίωσε. Ο τυφλός πρόσφυγας που ζητιανεύει (1923), η πρώτη εγκατάσταση στις παράγκες και τα προσφυγικά (1923) και η προσωπογραφία του συμπατριώτη του Νικολάου Χρυσοχόου (1924), ένα από τα πιο σημαντικά πορτρέτα της ελληνικής μεσοπολεμικής ζωγραφικής, αποτελούν τις πρώτες απόπειρες του Κόντογλου να αποτυπώσει την εμπειρία της προσφυγιάς. Τόπος και των τριών είναι οι Ποδαράδες, η μετέπειτα προσφυγική συνοικία της Νέας Ιωνίας.
Στο θέατρο η απήχηση του τραύματος του 1922 ήταν περιορισμένη, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες που η εθνική θεματολογία είχε τροφοδοτήσει το πατριωτικό δράμα και την πολεμική επιθεώρηση, οι θεατρικοί συγγραφείς στέκονται αμήχανοι απέναντι στο πρόβλημα των προσφύγων. Κατά συνέπεια, «δημιουργείται μια απόσταση από τα πολιτικά πράγματα, η οποία επιτείνεται από τις συνεχείς πολιτειακές μεταβολές, τις εμβόλιμες απαγορεύσεις και την επιβολή λογοκρισίας». Αντιθέτως, η τραυματική εμπειρία της Καταστροφής και της Εξόδου των Μικρασιατών αποτυπώθηκε ευρύτατα από τον φωτογραφικό, κινηματογραφικό και εσχάτως τηλεοπτικό φακό υπό τη μορφή λευκωμάτων, ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ, ταινιών μυθοπλασίας και τηλεοπτικών σειρών. Οι εικόνες της φλεγόμενης προκυμαίας της Σμύρνης, των πανικόβλητων Ελλήνων, της αποχώρησης των προσφύγων και των πρόχειρων καταυλισμών τους στη χώρα υποδοχής φωτογραφήθηκαν και κινηματογραφήθηκαν αρχικά για τα Επίκαιρα της εποχής, αποκτώντας συμβολική αξία στη συλλογική μνήμη όχι μόνο των προσφύγων αλλά ολόκληρου του ελληνικού έθνους. Μάλιστα, το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό του Γιώργου Προκοπίου χρησιμοποιήθηκε από τον Βασίλη Μάρο για την ταινία του η Τραγωδία του Αιγαίου (1961), η οποία αποτελεί έργο-σταθμό για το ελληνικό ντοκιμαντέρ.
Της ταινίας του Μάρου είχε προηγηθεί η Μαγική Πόλη (1954) του Νίκου Κούνδουρου, στην οποία για πρώτη φορά μια εξαθλιωμένη προσφυγική συνοικία των Αθηνών κοντά στη Συγγρού, το Δουργούτι, έγινε σκηνικό ταινίας, επιτρέποντας στον καλλιτέχνη να προβάλει τα άλυτα προβλήματα των προσφύγων. Το έργο, βασισμένο σε σενάριο των Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά, θεωρήθηκε προϊόν κομμουνιστικής προπαγάνδας και λογοκρίθηκε σκληρά επειδή «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας». Τελικά, παίχτηκε στις αίθουσες –έστω και πετσοκομμένο– ύστερα από προσωπική παρέμβαση της εκδότριας Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η πρώτη προβολή συνοδεύτηκε από επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο. Κάτι ανάλογο συνέβη και στις επαρχιακές αίθουσες, ενώ στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» δεν προβλήθηκε ποτέ κατόπιν αυστηρής απαγορευτικής διαταγής. Παρά τις δυσκολίες και τις διώξεις, όμως, η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1961, ενώ ανεξίτηλο παρέμεινε στη μνήμη το τραγούδι της «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Τη δεκαετία του 1960, κατά την οποία κυριαρχεί το λαϊκό μελόδραμα, η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου (1969) του Απόστολου Τεγόπουλου αποτελεί μία από τις ελάχιστες ταινίες μυθοπλασίας που ασχολούνται με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις συνέπειές της. Ασφαλώς, στόχος της ταινίας δεν είναι να αποδώσει με ρεαλισμό και ιστορική ακρίβεια το ζήτημα των προσφύγων αλλά να συγκινήσει τον θεατή και να τον κάνει να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή, τον λαϊκό ήρωα. Στη συζήτηση για την τροφοδότηση της συλλογικής μνήμης δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι «οι λαϊκές αφηγήσεις περιέχουν κρυπτογραφημένη την αίσθηση Ιστορίας και Μοίρας». Έτσι, σε μια εποχή που στην Ελλάδα ο κινηματογράφος συνιστά το δημοφιλέστερο μέσο ψυχαγωγίας, καθώς η τηλεόραση βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, οι περίπου 400.000 θεατές που παρακολούθησαν την ταινία αποτέλεσαν τους δέκτες μιας μαζικής υπενθύμισης του δράματος των προσφύγων και των χαμένων πατρίδων.
To 1983 κυκλοφορεί στις αίθουσες το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη που αναφέρεται στη ζωή μιας ρεμπέτισσας, της Μαρίκας, ο χαρακτήρας της οποίας παραπέμπει στη Μαρίκα Νίνου. Μέσα από την ιστορία της Μαρίκας η ταινία παρουσιάζει τη ζωή των ρεμπετών, των τραγουδιστών του περιθωρίου και των λαϊκών τάξεων, εξετάζοντας όμως παράλληλα και το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής. Η καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία της ταινίας και της μουσικής που τη συνοδεύει την κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλή και συντέλεσε σημαντικά στην αύξηση του λαϊκού ενδιαφέροντος για το ρεμπέτικο τραγούδι και τη μικρασιατική κουλτούρα γενικότερα.
Ασφαλώς, στη συγκεκριμένη θεματολογία ανήκει και μια ξένη παραγωγή, η ταινία America, America (1963) του γεννημένου στην Κωνσταντινούπολη και με καταγωγή από την Καισάρεια, Ελία Καζάν, η οποία περιγράφει την προσπάθεια του νεαρού Μικρασιάτη Σταύρου Τοπούζογλου να μεταναστεύσει στην Αμερική. Το έργο αγγίζει την ιστορία εκείνων που εγκατέλειψαν τη γενέθλια γη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και πραγματοποίησαν το υπερατλαντικό ταξίδι για μια καλύτερη ζωή στην Αμερική.
Κλείνοντας, οφείλει να αναφερθεί κανείς συνοπτικά στις τηλεοπτικές σειρές που βασίστηκαν κυρίως στη μεταφορά λογοτεχνικών έργων στην τηλεόραση όπως το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1975), η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1979), η Λωξάντρα (1980), η Αστροφεγγιά (1980), το Μινόρε της αυγής (1983) και πιο πρόσφατα τα Παιδιά της Νιόβης (2004-5) και τα Ματωμένα Χώματα (2008). Οι σειρές αυτές ουσιαστικά έφεραν σε επαφή τις νεότερες γενιές με το ζήτημα της Καταστροφής και των προσφύγων, κυρίως λόγω της αμεσότητας και μαζικότητας του τηλεοπτικού μέσου.
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες, η μουσική, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση τροφοδότησαν με αναπαραστάσεις και εικόνες τη συλλογική μνήμη και διαμόρφωσαν τις προσλαμβάνουσες των επόμενων γενεών, ώστε να υποδεχθούν μια ιστορική εμπειρία και γνώση διαμεσολαβημένη σε μεγάλο βαθμό από αυτά τα εκφραστικά μέσα. Παράλληλα, όμως, το αφήγημα της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία δομήθηκε και έγινε τελικά αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία μια προσφυγική ταυτότητα ιδιαίτερη και διαφορετική από την «παλαιοελλαδίτικη». Κατά συνέπεια, η περιοδική ενθύμηση της Καταστροφής στην ελληνική κοινωνία και η εγγραφή του προσφυγικού αφηγήματος στο εθνικό ιστορικό αφήγημα –διαδικασίες στις οποίες οι τέχνες και τα γράμματα έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο– συνέβαλαν ουσιαστικά στη σταδιακή ενσωμάτωση των προσφύγων στο εθνικό σύνολο. Για τον Σεφέρη και τον Θεοτοκά θα μιλήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...