Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Στον αυστροσερβικό πόλεμο η ελληνική κυβέρνηση έκρινε ότι η Ελλάδα θα έσπευδε να βοηθήσει τη Σερβία μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τη χώρα αυτή προσέβαλλε στρατιωτικά η Βουλγαρία. Η γενίκευση όμως του ευρωπαϊκού πολέμου αχρήστευσε τον γνώμονα αυτόν της ελληνικής πολιτικής. Ο Βενιζέλος έκρινε πως η νέα κατάσταση επέβαλλε στην Ελλάδα να διατελεί σε επιφυλακή, εν αναμονή προτάσεων από την Τριπλή Συνεννόηση για την έξοδό της από την ουδετερότητα, στο πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας, δηλαδή των δυνάμεων τις οποίες θεωρούσε ότι θα υπερίσχυαν στον πόλεμο. Εξάλλου, με τις χώρες αυτές την Ελλάδα συνέδεε και η πίστη στις φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές. Αντιθέτως, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και το Γενικό Επιτελείο έκριναν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να τηρήσει «διαρκή ουδετερότητα», κατά τον Στρέιτ, επειδή θεωρούσαν ότι η ουδετερότητα ήταν απαραίτητη στη χώρα, ύστερα από την πρόσφατη πολεμική περιπέτεια και την εδαφική επέκτασή της.
Εξαιτίας της διαφωνίας στους κόλπους της πολιτικής ηγεσίας της χώρας ξέσπασε πολιτική κρίση, η οποία εκδηλώθηκε την 25η Αυγούστου 1914 με την υποβολή παραίτησης της κυβέρνησης του Βενιζέλου, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από τον Κωνσταντίνο.
Η ουδετερότητα της Ελλάδας έγινε ακόμη πιο επικίνδυνη για τη χώρα, όταν τον Φεβρουάριο του 1915 η αγγλική κυβέρνηση, εν όψει της επιχείρησης κατά των Στενών που προετοίμαζε, πρότεινε στην Ελλάδα να συμμετάσχει στην επιχείρηση με αντάλλαγμα «σπουδαίες» εδαφικές παραχωρήσεις στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η προσφορά ήταν άκρως δελεαστική για την ελληνική κυβέρνηση. Αποτελούσε συνάμα η αγγλική πρόταση προειδοποίηση ότι η Αγγλία δε θα ανεχόταν την Ελλάδα ουδέτερη από τη στιγμή που θα έθετε σε εφαρμογή την επιχείρηση για την εκπόρθηση των Στενών. Ο Βενιζέλος εγκατέλειψε τότε και τους τελευταίους δισταγμούς του για την έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητα και πρότεινε τη συμμετοχή της στην επιχείρηση των δυνάμεων της Συνεννόησης (Entente) στην Καλλίπολη. Ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχτηκε την πρόταση του πρωθυπουργού και ο Βενιζέλος ήταν αναγκασμένος να παραιτηθεί.
Η παραίτηση της κυβέρνησης, τον Φεβρουάριο του 1915, εγκαινίασε μια μακρά περίοδο πολιτικής και συνταγματικής ανωμαλίας και περιπετειών της χώρας, εξέθεσε δε την Ελλάδα σε σοβαρούς εξωτερικούς κινδύνους. Η μετά το 1915 περίοδος της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας έμεινε γνωστή ως εποχή του «Εθνικού Διχασμού», για τον λόγο ότι η διαφωνία και η ρήξη στην κορυφή της εξουσίας δίχασαν το έθνος επί είκοσι και πλέον χρόνια και προκάλεσαν σοβαρές πολιτικές και συνταγματικές στρεβλώσεις. Οι εκλογές του Μαΐου του 1915 έδωσαν και πάλι τη νίκη στον Βενιζέλο και ανανέωσαν τη λαϊκή εντολή να χειριστεί αυτός τις τύχες της χώρας. Η άρνηση πλέον του Κωνσταντίνου να επιτρέψει στον εκλεγμένο πρωθυπουργό να εφαρμόσει την πολιτική που ενέκρινε ο λαός και ο εξαναγκασμός του σε νέα παραίτηση αποτελούσαν συνταγματική εκτροπή.
Οι εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915, από τις οποίες απέσχε το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου, επιβεβαίωσαν το ρήγμα στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, το οποίο σύντομα έγινε χάσμα αγεφύρωτο. Ο Βενιζέλος κατήγγειλε τον Κωνσταντίνο για ωμή παραβίαση του Συντάγματος, ενώ την εθνική αντιπροσωπεία που προήλθε από τις εκλογές τη θεώρησε αντισυνταγματική. Στο εξής και έως την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, το 1917, την Ελλάδα ουσιαστικά κυβερνούσαν ο βασιλιάς και οι σύμβουλοι του, με τη συναίνεση μιας εθνικής αντιπροσωπείας που εκπροσωπούσε μέρος μόνο του λαού. Ο Βενιζέλος, αντιμέτωπος με την κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, οδηγήθηκε στην επανάσταση. Τη στάση του Βενιζέλου ενίσχυσαν αφενός οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι οποίες με τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης είχαν ήδη αποστείλει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, και αφετέρου συνεργάτες και υποστηρικτές του στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι εύλογα ανησυχούσαν για την τύχη των Ελλήνων της Μακεδονίας, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην περιοχή βουλγαρικά στρατεύματα, και οι οποίοι συνέστησαν την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας.
Πράγματι, η κατάληψη του οχυρού Ρούπελ από βουλγαρικές δυνάμεις τον Μάιο του 1916 έδωσε το δικαίωμα, από τη μία πλευρά, στον Βενιζέλο να καταγγείλει τον Κωνσταντίνο και την κυβέρνησή του ότι δεν ήταν σε θέση να προστατεύσουν τη χώρα και, από την άλλη, στις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Αγγλίας να παραμερίσουν και τους τελευταίους δισταγμούς τους ως προς τον πειθαναγκασμό της ελληνικής κυβέρνησης να εγκαταλείψει την ουδετερότητα. Έτσι, οι στόλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας επέβαλαν μερικό αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων, ενώ οι εκπρόσωποι των δύο δυνάμεων απαίτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την αποστράτευση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, την άμεση αντικατάσταση της φιλοβασιλικής κυβέρνησης, τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών.
Η ωμή επέμβαση της Γαλλίας και της Αγγλίας στα εσωτερικά της χώρας χρησιμοποιήθηκε από τους εκπροσώπους της Γερμανίας για την περαιτέρω υπονόμευση του κύρους του Βενιζέλου, ενώ η αποστράτευση οδήγησε στη συγκρότηση συνδέσμων επιστράτων με αντιβενιζελικό προσανατολισμό. Οι δύο παρατάξεις διέθεταν πλέον και τις δυνάμεις κρούσης τους, οι βασιλικοί (οι αντιβενιζελικοί, όπως καθιερώθηκε έκτοτε να ονομάζονται) τους «Επίστρατους» και οι βενιζελικοί τους «Αμυνίτες» της Θεσσαλονίκης, σύντομα μάλιστα θα αποκτούσαν και την αποκλειστική επικράτειά τους, οι βασιλικοί την «Παλαιά Ελλάδα» και οι βενιζελικοί τις «Νέες Χώρες», με πρωτεύουσα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αντιστοίχως. Οι εξελίξεις, καθώς τελείωνε το θέρος του 1916, ήταν ραγδαίες. Ισχυρές βουλγαρικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία και κατέλαβαν σημαντικό τμήμα της περιοχής. Οι βουλγαρικές στρατιωτικές αρχές έσπευσαν να εξαπολύσουν διωγμό εναντίον των Ελλήνων, με σκοπό την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού.
Στις 16/29 Αυγούστου 1916 εκδηλώθηκε το αναμενόμενο κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, με την υποστήριξη του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ, αλλά όχι και του Βενιζέλου στην αρχή. Ο Βενιζέλος δίσταζε να ηγηθεί του κινήματος, επειδή απέβλεπε στην εθνική ενότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει η χώρα τη βουλγαρική απειλή, αλλά υποχρεώθηκε από τα πράγματα να αναλάβει την ηγεσία του, για να επισπεύσει την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Συνεννόησης.
Η απουσία ωστόσο ομοφωνίας μεταξύ των συμμάχων της Συνεννόησης έδινε τη δυνατότητα στον Κωνσταντίνο και την κυβέρνηση του να αποδέχονται τα διάφορα αιτήματά τους και στη συνέχεια να κωλυσιεργούν ή και να αθετούν τα υπεσχημένα. Συνέπεια αυτής της τακτικής ήταν τα «Νοεμβριανά» του 1916, αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ μονάδων πιστών στην κυβέρνηση της Αθήνας και αγημάτων που είχαν αποβιβάσει οι Γάλλοι, για να παραλάβουν πολεμικό υλικό που είχε συμφωνήσει να παραδώσει η κυβέρνηση. Οι συγκρούσεις αυτές, αλλά και τα σοβαρότατα έκτροπα και οι διώξεις που ακολούθησαν εναντίον βενιζελικών στην ελληνική πρωτεύουσα, με πρωταγωνιστές τους αντιβενιζελικούς «Επίστρατους», είχαν ως συνέπεια τη σκλήρυνση της θέσης της Γαλλίας έναντι του Κωνσταντίνου και την εκθρόνισή του.
Η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο. Την πρωτοβουλία της εκθρόνισης ανέλαβε εν τέλει η Γαλλία, με τη συναίνεση της Αγγλίας και της Ιταλίας. Στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1917 ειδικός εκπρόσωπος της Γαλλίας επέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση τελεσίγραφο με το οποίο απαιτούσε την παραίτηση του Κωνσταντίνου, που απομακρύνθηκε από τον θρόνο της Ελλάδας αυθημερόν, χωρίς να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του. Την επομένη, 30 Μαΐου/12 Ιουνίου, αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ελλάδας ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρος.
Οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας έσπευσαν τότε να άρουν τον αποκλεισμό της χώρας και να διευκολύνουν την προώθηση σιτηρών στην ελληνική πρωτεύουσα. Ακολούθησε ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης από τον Βενιζέλο, η οποία έσπευσε να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και των συμμάχων της. Η Ελλάδα παρέμενε βαθύτατα διχασμένη και οι ένοπλες δυνάμεις της ήταν βαρύτατα τραυματισμένες από την παρατεταμένη κρίση, τις αποστρατείες και τις διώξεις. Κατόρθωσε όμως η κυβέρνηση του Βενιζέλου να σχηματίσει -από τα συντρίμμια του νικηφόρου στρατού των Βαλκανικών Πολέμων- αξιόμαχες μονάδες, οι οποίες διακρίθηκαν στο μακεδονικό μέτωπο, συνέβαλαν αποφασιστικά στη νίκη των συμμάχων της Συνεννόησης στο μέτωπο αυτό και αποκατέστησαν το τραυματισμένο κύρος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Χωρίς τη συμβολή αυτή στα πεδία των μαχών δε θα ήταν δυνατή η συμμετοχή της Ελλάδας στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των νικητών για τη ρύθμιση των διάφορων ζητημάτων μεταξύ των δύο εμπόλεμων συνασπισμών.
Αλλά ας δούμε την πορεία της προσωπικότητας του Ελευθέριου Βενιζέλου, ήδη από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα:
Το έργο του Τρικούπη συνέχισε, μετά την έλευσή του στην κεντρική ελληνική πολιτική σκηνή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος προσκλήθηκε από την ηγεσία του Στρατιωτικού Συνδέσμου -που είχε ηγηθεί το 1909 του Κινήματος στο Γουδή- από την Κρήτη στην Αθήνα ως εκπρόσωπος του Συνδέσμου στις διαπραγματεύσεις του με την πολιτειακή και την πολιτική ηγεσία του τόπου, με τη σαφή εντολή να προωθήσει ευρύτατες συνταγματικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Πιστός στην εντολή αυτή και κινούμενος από την πεποίθησή του ότι ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας αποτελούσε εθνική ανάγκη ύψιστης προτεραιότητας, ο Κρητικός ηγέτης προέβη στην ευρεία μεταρρύθμιση του Συντάγματος του 1864, σε βαθμό που το Σύνταγμα του 1911 να θεωρείται ουσιαστικά νέο Σύνταγμα. Μείωσε την πλειοψηφία από το ήμισυ των βουλευτών στο ένα τρίτο, ώστε να επισπεύσει το νομοθετικό έργο της Βουλής, απέκλεισε την εκλογή εν ενεργεία αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων στο αξίωμα του βουλευτή, όρισε τη δυνατότητα του κράτους να απαλλοτριώνει περιουσιακά στοιχεία πολιτών, όταν το απαιτούσε το «συμφέρον» του δημοσίου (όχι μόνο για λόγους «ανάγκης»), προκειμένου να διευκολυνθεί η απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτησιών, καθιέρωσε συνταγματικά τη μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων, προσκάλεσε στρατιωτικές αποστολές από τη Γαλλία και την Αγγλία για τον εκσυγχρονισμό του στρατού και του στόλου αντιστοίχως. Οι νομοθετικές και διοικητικές αλλαγές και ρυθμίσεις της περιόδου 1911-1912 έδωσαν στη χώρα ισχυρή ώθηση για το αναγκαίο πέρασμά της σε μια εποχή γεμάτη προκλήσεις.
Ο Βενιζέλος γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου (11 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο) του 1864 στις Μουρνιές Χανίων και ήταν το πέμπτο παιδί του εμπόρου Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής Πλουμιδάκη. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κρήτη το 1866, επειδή είχε αναμιχθεί στην επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Έτσι, ο μικρός Ελευθέριος αναγκάστηκε να μάθει τα πρώτα του γράμματα στη Σύρο, όπου κατέφυγε η οικογένειά του. Τις γυμνασιακές του σπουδές τελείωσε στην Αθήνα και στα Χανιά, όπου επέστρεψε μετά την επανάσταση. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει έμπορο, αλλά το νεαρό παιδί ήθελε να διευρύνει τους ορίζοντές του και προτίμησε να σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1886 αναγορεύτηκε σε διδάκτορα Νομικής με βαθμό άριστα και αμέσως επέστρεψε στα Χανιά, όπου άρχισε να δικηγορεί και να αναμιγνύεται στην τοπική πολιτική. Στη Βουλή της Κρήτης, όπου τον έστελνε τακτικά από το 1887 ως αντιπρόσωπό του ο λαός των Χανίων, διακρίθηκε για τη ρητορική του ευγλωττία και τις πολιτικές του ιδέες. Ανήκε στην παράταξη των Φιλελευθέρων, το «κόμμα των Ξυπόλητων», όπως ήταν γνωστό στην Κρήτη, επειδή το υποστήριζαν οι λαϊκές τάξεις του νησιού. Από τότε ο Βενιζέλος δεν έλειψε από καμία επαναστατική ενέργεια κατά των Τούρκων. Όταν το 1898, οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία) κήρυξαν την αυτονομία της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας, ο Βενιζέλος διορίστηκε Σύμβουλος (Υπουργός) Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας. Αργότερα, όμως, ήλθε σε σύγκρουση με τον Γεώργιο. Το 1901 αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να κηρύξει την επανάσταση του Θερίσου (10 Μαρτίου 1905), με σκοπό την απομάκρυνση του πρίγκηπα από την Κρήτη και την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Τον Ιανουάριο του 1891 νυμφεύθηκε στα Χανιά τη Μαρία Κατελούζου (1870 - 1894). Η παρουσία στο γάμο του των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων φανέρωνε το κύρος και τις σχέσεις που είχε αναπτύξει ο εικοσιεπτάχρονος δικηγόρος. Μετά το γάμο, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο επιβλητικό σπίτι της Χαλέπας και απόκτησε δύο παιδιά, τον εφοπλιστή Κυριάκο Βενιζέλο (1892-1942) και τον στρατιωτικό και πολιτικό Σοφοκλή Βενιζέλο (1894-1964), που έφτασε μέχρι την πρωθυπουργία της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η γέννηση, όμως, του Σοφοκλή το 1894 έμελλε να είναι μοιραία για την εικοσιτετράχρονη Μαρία, η οποία πέθανε αναπάντεχα από επιλόχεια μόλυνση. Ο πρόωρος θάνατός της συγκλόνισε τον Βενιζέλο, που βρέθηκε ξαφνικά με δύο βρέφη, χωρίς την αγαπημένη του γυναίκα. Απαρηγόρητος από το τραγικό γεγονός, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ξεπεράσει την απώλεια της συντρόφου του. Έκτοτε και για όλη του τη ζωή, διατήρησε τη χαρακτηριστική γενειάδα, σε ένδειξη πένθους. Η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα, συνεπεία του στρατιωτικού κινήματος στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909), τον φέρνει στην Αθήνα με πρόσκληση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Ο κρητικός πολιτικός έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τον αθηναϊκό λαό και στις βουλευτικές εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, ως αρχηγός του νεοϊδρυθέντος Κόμματος των Φιλελευθέρων, επικράτησε με ευκολία, αφού η παλαιά πολιτική τάξη δήλωσε αποχή από την εκλογική διαδικασία. Αμέσως, ο Βενιζέλος έθεσε σε εφαρμογή ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, που όμοιό του δεν είχε δει η χώρα στα ογδόντα χρόνια του ελεύθερου βίου της. Η εκσυγχρονιστική πολιτική βούληση του αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1911. Με την αναδιοργάνωση του στρατού που έκανε με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τη σύναψη της Βαλκανικής Συμμαχίας κέρδισε τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913 κατά των Τούρκων (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος) και των Βουλγάρων (Β’ Βαλκανικός Πόλεμος). Νωρίτερα, ο λαός επικροτώντας τις επιλογές του, του έχει χαρίσει μία ακόμα εκλογική νίκη στις 11 Μαρτίου 1912. Το αναδημιουργικό του έργο ήλθε να διακόψει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Βενιζέλος διαφώνησε με το βασιλιά Κωνσταντίνο για το εάν έπρεπε να αναμιχθεί η χώρα μας αμέσως στον πόλεμο ή να παραμείνει ουδέτερη. Ο αγγλόφιλος Βενιζέλος υποστήριζε την άμεσα εμπλοκή της χώρας μας στον πόλεμο, ενώ ο γερμανόφιλος βασιλιάς προτιμούσε την ουδετερότητα. Είναι η εποχή του βαθύτατου «Εθνικού Διχασμού», που θα επισωρεύσει στην Ελλάδα τραύματα και πληγές, που θα αργήσουν πολύ να επουλωθούν. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία δύο φορές μέσα στο 1915 και αφού είχε κερδίσει πανηγυρικά της εκλογές της 31ης Μαΐου. Η διαμάχη των δύο ανδρών κορυφώθηκε τον Νοέμβριο του 1916 με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την ανάληψη εκ νέου της πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που οδήγησε στην έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Ο Νοέμβριος του 1916 βρίσκει την Ελλάδα με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, μία στη Θεσσαλονίκη υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μία στην Αθήνα υπό την επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο εθνικός διχασμός είναι προ των πυλών... Στις 3 Νοεμβρίου, οι αγγλογάλλοι, που είναι στο πλευρό του Βενιζέλου, αξιώνουν την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών. Το αίτημά τους θα απορριφθεί τέσσερις ημέρες αργότερα. Η αντίδραση του γάλλου ναυάρχου Φουρνιέ θα έρθει στις 18 Νοεμβρίου. Συμμαχικά αγήματα αποβιβάζονται στο Φάληρο και συγκρούονται με τον ελληνικό στρατό. Λίγο αργότερα, η πόλη πλήττεται από τα μαζικά πυρά του συμμαχικού στόλου. Ο βομβαρδισμός θα σταματήσει αργά το βράδυ, έπειτα από συμφωνία του Κωνσταντίνου με τους πρεσβευτές της Αντάντ. Οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες είναι μεγάλες και για τις δύο πλευρές. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρονται, δίνοντας τη θέση τους στην αναρχία. Οι υποστηρικτές του βασιλιά εξαπολύουν άγριες επιθέσεις κατά «βενιζελικών» στόχων. Λεηλατούν σπίτια και καταστήματα, κακοποιούν πολίτες και επώνυμους υποστηρικτές του Βενιζέλου, καταστρέφουν εγκαταστάσεις εφημερίδων. «Τακτοποιούμε τα του οίκου μας» φέρεται να δήλωσε ο πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος. Ως απάντηση, η «Τριανδρία» και η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης θα κηρύξουν, με ειδικό διάγγελμα στις 25 Νοεμβρίου, έκπτωτο το Βασιλιά Κωνσταντίνο. Παράλληλα, οι δυνάμεις της Αντάντ θα επιβάλουν γενικό αποκλεισμό για τις «αθλιότητες του καθεστώτος των Αθηνών», επιτείνοντας την ήδη κακή κατάσταση της αγοράς και φανατίζοντας ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό, που αδυνατεί να εξασφαλίσει πλέον τα τρόφιμα της ημέρας.
Μετά το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου», ο Βενιζέλος επιτυγχάνει ένα ακόμη διπλωματικό θρίαμβο με την υπογραφή, στο Παρίσι, της Συνθήκης των Σεβρών (27 Ιουλίου 1920), με την οποία δημιουργείται η μεγάλη Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Την ώρα, όμως, που ετοιμαζόταν να επιστρέψει θριαμβευτής στην Ελλάδα, έγινε απόπειρα δολοφονίας του στο Παρίσι από φανατικούς του αντιπάλους, η οποία απέτυχε (30 Ιουλίου). Μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας και δύο μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών ο Βενιζέλος είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής, κομιστής του μεγάλου αγγέλματος. Κι ενώ βρισκόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό Λυών των Παρισίων για να επιβιβασθεί στο Οριάν Εξπρές, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς. Ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης από το Αιτωλικό και ο υπολοχαγός Γεώργιος Κυριάκης από την Κόρινθο τον πυροβόλησαν με τα περίστροφά τους δέκα φορές. Τον τραυμάτισαν, ευτυχώς, επιπόλαια στο δεξί χέρι, παρότι ήταν δεινοί σκοπευτές. Η ανάγκη νοσηλείας επέβαλε στον Βενιζέλο να αναβάλει την επιστροφή του για λίγες μέρες στην Αθήνα. Η είδηση της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου έφθασε αρχικά παραποιημένη ως δολοφονία στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μαζική βία εκ μέρους των βενιζελικών (31 Ιουλίου). Παρακρατικές ομάδες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν γραφεία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων («Καθημερινή», «Ριζοσπάστης»), τυπογραφεία, καταστήματα και θέατρα («Κοτοπούλη»), ενώ επιτέθηκαν και λεηλάτησαν σπίτια πολιτικών της αντιπολίτευσης, όπως του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη.
Το γεγονός που σημάδεψε την ημέρα ήταν αναμφισβήτητα η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, επιφανή εκπροσώπου της αντιβενιζελικής παράταξης και μελλοντικού πρωθυπουργού, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς. Ο Δραγούμης, παρά την προτροπή της ερωμένης του ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη, έφυγε από το σπίτι του στην Κηφισιά με το μικρό του «Φορντ», έχοντας κατεύθυνση το κέντρο της Αθήνας. Βιαζόταν να κλείσει την ύλη του περιοδικού του «Πολιτική Επιθεώρησις», το οποίο θα κυκλοφορούσε την επομένη. Μόλις το αυτοκίνητό του έφθασε στο ύψος της βίλας «Θων» (Κόμβος Αμπελοκήπων), στρατιωτικές δυνάμεις της προσωπικής φρουράς του Βενιζέλου («Τάγμα Ασφαλείας») το σταμάτησαν και κατέβασαν τον οδηγό του. Ήταν 3 το μεσημέρι. Ύστερα από διαβουλεύσεις με το στενό συνεργάτη του Βενιζέλου, Εμμανουήλ Μπενάκη και τον επικεφαλής του Τάγματος Ασφαλείας Παύλο Γύπαρη, ο Δραγούμης οδηγήθηκε πεζή σε άγνωστο μέρος, συνοδεία στρατιωτικού αποσπάσματος. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Παπαδιαμαντοπούλου, ο Δραγούμης έπεσε νεκρός από πυροβολισμούς των στρατιωτών περί την 4η απογευματινή. Η κηδεία του Δραγούμη έγινε την επομένη και οι φιλοβενιζελικές εφημερίδες («Ελεύθερος Τύπος» του Καβαφάκη, «Καιροί», «Πατρίς» του Δημητρίου Λαμπράκη), είχαν ακόμη ως κύριο θέμα την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου και στα ψιλά την είδηση της δολοφονίας του Δραγούμη, εντελώς διαστρεβλωμένη. Τα πνεύματα ηρέμησαν τις επόμενες μέρες, ιδιαίτερα μετά την άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 17 Αυγούστου με το θωρηκτό «Αβέρωφ» στον Πειραιά, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Στις 25 Αυγούστου η Βουλή («Βουλή των Λαζάρων») τον ανακήρυξε με ψήφισμά της σε «Ευεργέτη και Σωτήρα της Πατρίδος», ενώ την επομένη συζητήθηκε η δολοφονία Δραγούμη, με «συγγνώμες» και «ψελλίσματα» από πλευράς της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων. Στις 14 Σεπτεμβρίου εορτάσθηκε με μεγάλη λαμπρότητα στο Παναθηναϊκό Στάδιο η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ο Βενιζέλος επωφελούμενος της μεγάλης του δημοτικότητας προκήρυξε εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, τις οποίες, προς γενική κατάπληξη, έχασε πανηγυρικά. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Βενιζέλος ηττήθηκε και απογοητευμένος αναχώρησε από την Ελλάδα, ανακοινώνοντας ότι εγκαταλείπει την πολιτική. Κλήθηκε, όμως, να συνεισφέρει με τη διπλωματική του εμπειρία και το αναμφισβήτητο διεθνές κύρος που διέθετε, στη διαμόρφωση της Συνθήκης της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), στην οποία σύρθηκε η ηττημένη Ελλάδα στα πεδία των μαχών της Μικράς Ασίας. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1921 νυμφεύθηκε στο Λονδίνο, για δεύτερη φορά, την Έλενα Σκυλίτση (1874-1959), κόρη πλούσιας οικογένειας της Αγγλίας με καταγωγή από τη Χίο.
Επανήλθε στην κεντρική πολιτική σκηνή το 1928, μετά από μία μεγάλη περίοδο πολιτικής αστάθειας και κέρδισε τις εκλογές της 19ης Αυγούστου. Κυβέρνησε έως το 1932 σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την παγκόσμια οικονομία («Κραχ» του 1929).
Με τον νομικό όρο "Ιδιώνυμο" έμεινε στην ιστορία ο νόμος 4229 του 1929, που έπληττε ευθέως τα δημοκρατικά δικαιώματα των ελλήνων πολιτών, αν και τιτλοφορείτο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Στο στόχαστρο της καθεστηκυίας τάξεως εκείνης της εποχής, το μικρό σε πολιτική δύναμη ΚΚΕ. Ήταν ένα έγκλημα γνώμης, απαράδεκτο για μία δημοκρατική πολιτεία, με εισηγητή ένα φιλελεύθερο πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ιδιώνυμο στη Νομική Επιστήμη ονομάζουμε το έγκλημα εκείνο για το οποίο προβλέπονται ιδιαίτερες ποινές σε σχέση με τα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας, όπου αυτό υπάγεται. Ο όρος από το 1929 απέκτησε πολιτική σημασία και σήμανε κάθε κατασταλτικό μέτρο που εφαρμόστηκε έως το 1974 και ποινικοποιούσε την υποστήριξη και διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών. Η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία και οι διεκδικητικοί αγώνες του εργατικού κινήματος είχαν θορυβήσει τις κυρίαρχες τάξεις της χώρας. Κάθε απεργός ήταν γι' αυτούς κι ένας εν δυνάμει κομμουνιστής. Παράβλεπαν το γεγονός ότι το ΚΚΕ είχε μικρή επιρροή στο λαό, όντας εκτός Βουλής, όταν δεν σπαρασσόταν από εσωκομματικές έριδες. Είχε φροντίσει και το ίδιο το Κόμμα να ρίξει λάδι στη φωτιά με τη θέση του στο «Μακεδονικό» και την υπονόμευση της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέσα στους στρατώνες. Πάντως, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας ένα πολιτικό κόμμα αμφισβητούσε τα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη στις 7 Ιουλίου 1928, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ξεκάθαρος: «Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του Κράτους. Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά τας αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος».
Στις 22 Δεκεμβρίου 1928, τέσσερις μήνες μετά τον εκλογικό του θρίαμβο, ο Βενιζέλος συνεπής στην προεκλογική του υπόσχεση, έφερε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο με τον τίτλο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Εμπνευστής του ήταν ο επί των Εσωτερικών υπουργός του Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ένας συντηρητικός πολιτικός, με λαμπρή καριέρα αργότερα στη δικτατορία Μεταξά. Το νομοσχέδιο εισήχθη προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο στις 3 Απριλίου 1929. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Βενιζέλος φανέρωσε τις προθέσεις του: «Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξη τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά τη Γ' Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού. Το νομοσχέδιον επιδιώκει τη δίωξιν των οπαδών της Γ' Διεθνούς. Δε δυνάμεθα να διώξωμεν τον κομμουνισμόν, διότι και ο Χριστός υπήρξε κήρυξ της ιδέας αυτής. Ο Χριστός διεκήρυξε πρώτος τον κομμουνισμόν, αλλά από την υψηλήν ιδεολογίαν του κομμουνισμού μέχρι των ανατρεπτικών ενεργειών των ανθρώπων της Μόσχας, υπάρχει διαφορά».
Ελλείψει κομμουνιστικής εκπροσώπησης της Βουλής, το βάρος της αντίθεσης στο νομοσχέδιο σήκωσε η αριστερή πτέρυγα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τους Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Γεώργιο Παπανδρέου και Γεώργιο Καφαντάρη. Το ΚΚΕ αρκέσθηκε να διοργανώσει κάποιες διαδηλώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το αντιπολιτευόμενο «Λαϊκό Κόμμα» θύμισε στον διαφωνούντα Παπαναστασίου ότι ως πρωθυπουργός το 1924 είχε περάσει νόμο στη Βουλή που ποινικοποιούσε την έκφραση γνώμης υπέρ του έκπτωτου βασιλιά. Ο Παπαναστασίου ως έσχατο όριο υποχώρησης πρότεινε να διώκονται και οι φασίστες με το «ιδιώνυμο», αλλά ο Βενιζέλος απέρριψε την πρότασή του. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τελικά στις 18 Ιουλίου από τη συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής και από τις 25 Ιουλίου 1929 άρχισε η εφαρμογή του. Στην τελική του διατύπωση το «Ιδιώνυμο» προέβλεπε στο Άρθρο 1 «Όστις επιδιώκει την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν τη διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον εξι μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται διά της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον Μετά τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ - άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις». Αν το αδίκημα ετελείτο δια του Τύπου, προβλεπόταν η δυνατότητα απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος στο δημοσιογράφο, το διευθυντή, τον τυπογράφο ή τον εκδότη του εντύπου για 6 μήνες και σε περίπτωση υποτροπής για τρία, το πολύ, έτη. Ιδιαίτερα βαριές ποινές προβλέπονταν για τους παραβάτες που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί ή στρατιωτικοί. Η απόλυση ήταν ο κανόνας. Το τελικό κείμενο του νόμου καθιέρωνε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων για την εκδίκαση των θεσπιζομένων αδικημάτων. Επρόκειτο για σαφή παρέκκλιση από το Σύνταγμα του 1927 (άρθρο 100 παρ. 1), που όριζε ότι μόνα αρμόδια για την εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων ήταν τα ορκωτά δικαστήρια.
Η ψήφιση του «Ιδιώνυμου» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο νομικός κόσμος της χώρας με αρθρογραφία στα περιοδικά «Θέμις» και «Δικαιοσύνη». Φωνή διαμαρτυρίας ύψωσαν διανοούμενοι, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεώργιος Νιρβάνας, ο Κωνσταντίνος Άμαντος, ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν και ο Ανρί Μπαρμπίς. Στα επτά χρόνια της εφαρμογής του έως το 1936, οπότε αντικαταστάθηκε με σκληρότερο νόμο από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, γύρω στα 16.500 πολίτες συνελήφθησαν. Από αυτούς 3031 καταδικάσθηκαν και εξορίστηκαν στα νησιά Φολέγανδρο, Ανάφη, Αμοργό και Σκύρο. Με δικαστικές αποφάσεις διαλύθηκαν πολλές οργανώσεις και σωματεία, που επηρεάζονταν από το ΚΚΕ. Στο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου στηρίχθηκαν πλήθος νομοθετημάτων για το ζήτημα της προστασίας του κοινωνικού συστήματος, από τη Μεταξική δικτατορία (α.ν. 117/1936) ως και τη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο (ν. 509/1947). Αυτού του είδους οι νόμοι έπαυσαν να υφίστανται από τη μεταπολίτευση, με την εφαρμογή του Συντάγματος του 1975. Ο Βενιζέλος επιτέλεσε σημαντικό έργο σε πολλούς τομείς (Ίδρυση Αγροτικής Τράπεζας, Συμβουλίου της Επικρατείας και Εθνικού Θεάτρου, ανέγερση 3.000 σχολικών αιθουσών), αλλά θα χρεωθεί τη χρεωκοπία της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1932. Στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας συνήψε σύμφωνα φιλίας με την Ιταλία και τη Σερβία κι έθεσε τις βάσεις της ελληνοτουρκικής φιλίας με τον Κεμάλ Ατατούρκ (30 Οκτωβρίου 1930). Τον Ιανουάριο του 1933 σχηματίζει την τελευταία του κυβέρνηση. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου οι Φιλελεύθεροι ηττώνται και την επομένη ακολουθεί το αποτυχημένο φιλοβενιζελικό κίνημα Πλαστήρα. Στις 6 Ιουνίου έγινε νέα απόπειρα δολοφονίας του από πολιτικούς του αντιπάλους, η οποία και πάλι απέτυχε. Μετά το νέο αποτυχημένο κίνημα των οπαδών του κατά της κυβερνήσεως του Λαϊκού Κόμματος την 1η Μαρτίου 1935, ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να μην επιστρέψει ποτέ.
Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με τη σύζυγό του Έλενα γευμάτιζαν στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Παρέμειναν εκεί ως τις 11 το βράδυ, οπότε πήραν το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα. Το ζεύγος Βενιζέλου επέβαινε σε ένα αυτοκίνητο τύπου «Πακάρ», ενώ ακολουθούσε ένα «Φορντ» με τους άνδρες ασφαλείας. Τα δύο οχήματα κινούνταν με μέση ταχύτητα 50 χιλιομέτρων στη Λεωφόρο Κηφισίας. Όταν έφθασαν στο ύψος του κέντρου «Παράδεισος» στο νότιο Μαρούσι ένα αυτοκίνητο με σβησμένα τα φώτα έκλεισε το δρόμο του αυτοκινήτου ασφαλείας του Βενιζέλου. Ταυτόχρονα, ακούσθηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί και ο σωματοφύλακας Μαρκάκης, που επέβαινε στο συνοδευτικό αυτοκίνητο, κτυπήθηκε στο κεφάλι και πέθανε λίγο αργότερα. Οι επιδρομείς στράφηκαν αμέσως κατά του αυτοκίνητου του Ελευθερίου Βενιζέλου, που εκείνη την περίοδο ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, έχοντας μόλις χάσει τις εκλογές. Άρχισαν πυρ ομαδόν. Ο Βενιζέλος διατήρησε την ψυχραιμία του και συμπαρέσυρε τη γυναίκα του στο δάπεδο της «Πακάρ», δίνοντας παράλληλα εντολή στον οδηγό του Ιωάννη Νικολάου να αναπτύξει ταχύτητα για να ξεφύγουν από τους διώκτες τους. Μετ' ολίγο και παρά την αντίδραση του Βενιζέλου, ο συνοδηγός μοίραρχος Κουφογιαννάκης αποβιβάστηλε, προκειμένου να καθυστερήσει το αυτοκίνητο των δολοφόνων. Το συνοδευτικό αυτοκίνητο, λόγω της παλαιότητάς του, τέθηκε εκτός μάχης και δεν μπόρεσε να παράσχει προστασία στον Εθνάρχη και τη σύζυγό του. Η κούρσα θανάτου με καταιγισμό πυροβολισμών διήρκεσε περίπου μισή ώρα, ώσπου το «Πακάρ» του Βενιζέλου κατόρθωσε να ξεφύγει από τους διώκτες του στο ύψος του Γηροκομείου. Κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» για να προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες στην Έλενα Βενιζέλου, που είχε τραυματισθεί ελαφρά. Σε λίγο, όλη η Αθήνα μιλούσε για την απόπειρα και πλήθος φίλων και συνεργατών του Βενιζέλου τον επισκέφθηκε στο «Ευαγγελισμό». Η χώρα καθ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου ταλανιζόταν από τη διαμάχη βενιζελικών και αντιβενιζελικών, δημοκρατικών και βασιλικών, που οδήγησε τελικά στην κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και στην επιβολή της δικτατορίας Μεταξά το 1936. Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης αποδοκίμασε την πράξη και δήλωσε ότι «θα συλληφθούν οι δράστες οπωσδήποτε, διότι οι υπεύθυνοι υπουργοί και αστυνομικοί δεν θα διατηρηθούν εις τας θέσεις τους, εάν δεν εκπληρώσουν μέχρι κεραίας το καθήκον τους». Ο κορίνθιος πολιτικός, ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, φιλοβασιλικός, σώφρων και έντιμος πολιτικός, με τη δήλωση αυτή παραδεχόταν εμμέσως την ανάμιξη κρατικών λειτουργών στην απόπειρα κατά του πολιτικού του αντιπάλου. Ο Εθνάρχης, από την πλευρά του, χαρακτήρισε πολιτικά υπεύθυνο τον πρωθυπουργό, τον Κονδύλη, ενώ άφησε υπόνοιες κατά του Ιωάννη Μεταξά. Τα πνεύματα μεταξύ των δύο πλευρών οξύνθηκαν και έφθασαν σε σημείο παράνοιας. Κυβερνητικοί βουλευτές θύμιζαν στους συναδέλφους τους της αντιπολίτευσης τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από τους βενιζελικούς το 1920 («Ιουλιανά»), θέλοντας να δικαιολογήσουν την απόπειρα κατά του Βενιζέλου. Στις 8 Ιουνίου η εφημερίδα «Ελληνική», όργανο του Ιωάννη Μεταξά, έγραφε σε κύριο άρθρο της: «Τους ήρωας της οδού Κηφισιάς, αυτών των οποίων τα ονόματα θα τιμήση η εθνική ιστορία με χρυσά γράμματα, ας τους μιμηθώμεν όλοι, αφού τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδας αυτό απαιτούν. Εις τας απειλάς του βενιζελισμού πρέπει ο αντιβενιζελισμός να απαντήση με έργα της αγριωτέρας σκληρότητος, εάν δεν θέλη να ατιμασθή και να εξευτελισθή… Γίγαντες του αντιβενιζελικού λαού, εγερθήτε και ορμήσατε! Εις την ορμήν σας δε ας μη υπάρξη ούτε οίκτος ούτε έλεος διά την συντριβήν και τον αφανισμόν των αντιπάλων σας…» Στις 10 Ιουνίου 1933 ο ανακριτής Τζωρτζάκης, παρά τις πιέσεις, διατάσσει τη σύλληψη του διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλου, του αδελφού του Νικολάου, που ήταν έμπορος, των αστυνόμων Μαρκάκου και Τζαμαλούκα και του λήσταρχου Καραθανάση, που είχε αμνηστευτεί. Η σύλληψη ενός τόσου υψηλόβαθμού στελέχους της Αστυνομίας προκαλεί μεγάλη εντύπωση, καθώς ήταν προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού. Αποχρώσες ενδείξεις ηθικής αυτουργίας προέκυψαν και για δύο στελέχη του Λαϊκού Κόμματος, τον υπουργό Εσωτερικών Ιωάννη Ράλλη και τον βουλευτή Οιτύλου Πέτρο Μαυρομιχάλη. Όμως, η κυβερνητική πλειοψηφία δεν συναίνεσε στην άρση της βουλευτικής τους ασυλίας. Η δίκη των κατηγορουμένων για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου θα ξεκινήσει στις 22 Φεβρουάριου 1935. Στο εδώλιο θα καθίσουν συνολικά 18 άτομα, μεταξύ αυτών δύο υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, ο Ιωάννης Πολυχρονόπουλος και Αθανάσιος Δικαίος, που κατηγορούνται ως ηθικοί αυτουργοί και οι τέσσερις φυσικοί αυτουργοί, με επικεφαλής τον λήσταρχο Καραθανάση, που είχε συλληφθεί από απόστρατους βενιζελικούς αξιωματικούς, καθώς η αστυνομία ολιγωρούσε. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας θα αποκαλυφθεί ότι για την απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου είχαν διατεθεί 2.000.000 δραχμές με άγνωστο χρηματοδότη. Η δίκη δεν τελείωσε ποτέ. Αναβλήθηκε «επ' αόριστον», επειδή μεσολάβησε το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, που κατέληξε σε αποτυχία και συνετέλεσε στην κυριαρχία των φιλοβασιλικών δυνάμεων, που επανέφεραν από την εξορία τον Γεώργιο Β'.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου 1936 από εγκεφαλική συμφόρηση. Η σορός του μεταφέρθηκε κατ’ ευθείαν στην Κρήτη, υπό τον φόβο επεισοδίων στην Αθήνα, και ενταφιάστηκε στη γνώριμη γη του Ακρωτηρίου Χανίων, που συνδέθηκε άρρηκτα με την αγωνιστική του παρουσία για την πραγματοποίηση των οραμάτων του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...