Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

ΣΕΡΒΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ

Μετά τις Σλαβικές μεταναστεύσεις προς τα Βαλκάνια από τον 6ο αιώνα και μετά οι Σέρβοι ίδρυσαν αρκετά κράτη κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα. Το Βασίλειο της Σερβίας αναγνωρίστηκε από τη Ρώμη και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1217. Έφτασε στο αποκορύφωμά του το 1346 ως σχετικά βραχύβια Σερβική Αυτοκρατορία.
Η δύναμη του Σερβικού κράτους αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, όταν έγινε κράλης (βασιλιάς) ο Στέφανος Β' Μιλούτιν (1282-1321).
Με την κατάκτηση των Σκοπίων (1282) η Σερβία άρχισε να επεκτείνεται σε βάρος των βυζαντινών κτήσεων. Για να αντιμετωπίσει τη σερβική προέλαση, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος έδωσε ως σύζυγο την κόρη του στον σέρβο ηγεμόνα. Ο γάμος αυτός συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση της βυζαντινής επιρροής στη Σερβία. Από τότε άρχισε ο έντονος εξελληνισμός της σερβικής αυλικής ζωής και διοίκησης.
Σταθμό στην εξέλιξη της σερβικής δύναμης αποτέλεσε η νίκη κατά των Βουλγάρων (1330). Με τη νίκη αυτή τέθηκαν στη Χερσόνησο του Αίμου τα θεμέλια της σερβικής ηγεμονίας, η οποία οικοδομήθηκε από το μεγάλο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν (1331-1355). Επωφελούμενος από το βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο ο Δουσάν, ο οποίος εξέφραζε τις επεκτατικές τάσεις της σερβικής αριστοκρατίας, δημιούργησε, με αστραπιαίες εκστρατείες και ελάχιστη δαπάνη δυνάμεων, ένα ισχυρά κράτος, που εκτεινόταν από το Δούναβη μέχρι τον Κορινθιακό, από την Αδριατική και το Δυρράχιο μέχρι το Αιγαίο και τις Σέρρες. Μόνο τα οχυρά τείχη της Θεσσαλονίκης αντιστάθηκαν στη νικηφόρα προέλαση του.
Το 1346 ο Στέφανος Δουσάν στέφθηκε στα Σκόπια βασιλεύς Σέρβων και Ελλήνων. Πρόθεση του Δουσάν ήταν να δημιουργήσει μια σερβοελληνική αυτοκρατορία στη θέση της παραπαίουσας βυζαντινής. Η έλλειψη στόλου όμως απέβη ολέθρια για τα σχέδιά του να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Στην οργάνωση της αυλής, στη διοίκηση και στο νομικό σύστημα της αυτοκρατορίας του ο Δουσάν ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό βυζαντινά πρότυπα. Όταν το 1355 ο Στέφανος Δουσάν πέθανε, η αυτοκρατορία του διασπάστηκε. Δεν υπήρχε πλέον στα Βαλκάνια δύναμη ικανή να αναχαιτίσει την προέλαση των Τούρκων.
Οι νομάδες Τούρκοι, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Οθωμανοί, προέρχονταν από την Κεντρική Ασία. Αυτοί οι πρώτοι νομάδες ("γιουρούκοι" ονομάζονταν)κατοικούσαν την περιοχή Χορασάν (την αρχαία Παρθία) και,ωθούμενοι από τους Μογγόλους, είχαν μετακινηθεί προς τα δυτικά και είχαν εγκατασταθεί στο Σογκιούντ, κοντά στην Προύσα (1281). Η μικροσκοπική αυτή ηγεμονία, που επικεφαλής τους ήταν κάποιος Ερτογρούλ, είχε προσελκύσει πλήθος από μισθοφόρους που αναζητούσαν λάφυρα και από καλλιεργητές που αναζητούσαν κτήματα. Υπήκοοι του Ερτογρούλ τοποθετήθηκαν ως "ακρίτες" στη συνοριακή βυζαντινή περιοχή Ντόμανιτς, όπου διατηρούσαν τα χειμαδιά τους, και οργανώθηκαν σύμφωνα με τον παλιό θεσμό των "Γαζήδων" (αγωνιστών της μουσουλμανικής πίστης). Ζούσαν σε ιδιόρρυθμες κοινωνίες και είχαν ένα "ιερό" πολεμικό μένος και αυστηρό ηθικό κώδικα διαβίωσης.
Ιδρυτής του Οθωμανικού κράτους θεωρείται ο γιος του Ερτογρούλ, ο Οσμάν ή Οθμάν (1289-1326: από το όνομά του προέκυψε η επωνυμία "οθωμανός" για τους τούρκους ισλαμιστές), ο οποίος έκανε τις πρώτες κατακτήσεις, αξιοποιώντας τον παλιό ισλαμικό θεσμό των γαζήδων (φανατικών πολεμιστών της πίστης). Οι κατακτήσεις του Οσμάν διευκολύνθηκαν από τη διάλυση των βυζαντινών ακριτικών σωμάτων μετά το 1261. Η πρώτη νικηφόρα σύγκρουση του Οσμάν με τα βυζαντινά στρατεύματα έγινε το 1301 κοντά στη Νικομήδεια της Βιθυνίας.
Το 1326 η Προύσα καταλήφθηκε από τον Ορχάν, διάδοχο του Οσμάν, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσά του. Ο Ορχάν ήταν ο πρώτος Οθωμανός εμίρης που περιβλήθηκε τον αυτοκρατορικό τίτλο του σουλτάνου και κατάργησε τις νομαδικές ορδές.Η ανάδειξη της Προύσας ως πρωτεύουσας των Οθωμανών, το 1326, η πτώση της Νίκαιας το 1331 και της Νικομήδειας το 1337, παγίωσε τη θέση τους, δημιούργησε μια ισχυρή βάση και εξεδίωξε οριστικά τους Βυζαντινούς από την περιοχή. Οι κάτοικοι της Νίκαιας και της Νικομήδειας ενσωματώθηκαν γρήγορα στο αναπτυσσόμενο οθωμανικό έθνος και πολλοί από αυτούς είχαν ήδη ασπαστεί το Ισλάμ το 1340.
Η οργάνωση του κράτους επιτεύχθηκε από τους σουλτάνους Ορχάν (1326-1362) και Μουράτ Α' (1362-1389). Στα χρόνια του Μουράτ Α΄ επιστρατεύθηκε ένα απόσπασμα του Κορανίου που επέτρεπε να χρησιμοποιείται, από το νεοσύστατο τουρκικό κράτος, το ένα πέμπτο των αιχμαλώτων των αιχμαλώτων νεαρής ηλικίας, αφού εξισλαμισθεί. Οι νέοι αυτοί αιχμάλωτοι, γνωστοί ως "δούλοι της Πύλης" (Kapi Kullari), επρόκειτο σταδιακά να μετατραπούν στο γνωστό σώμα των Γενιτσάρων της τουρκοκρατίας, όταν αντικαταστάθηκε η αναγκαστική επιστράτευση των αιχμαλώτων με την αναγκαστική στράτευση και προσηλυτισμό των χριστιανικών πληθυσμών (το γνωστό "παιδομάζωμα").
Η σχετική θρησκευτική ανεκτικότητα που επεδείκνυαν οι Τούρκοι έναντι των αγροτικών χριστιανικών πληθυσμών περιόρισε τις αντιδράσεις των τελευταίων και διευκόλυνε την ενσωμάτωσή τους στην οθωμανική κοινωνία. Σημαντικότερες ήταν οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις. Το αρχικό όργανο των κατακτήσεων, το σώμα των νομάδων εθελοντών ιππέων, αντικαταστάθηκε από ιππείς-τιμαριούχους.
Μετά την κατάκτηση νέων εδαφών από τους Οθωμανούς, ορίζονταν υπάλληλοι που αναλάμβαναν να τα χωρίσουν σε τιμάρια. Τα εδάφη αυτά ανήκαν στο σουλτάνο, αλλά εκείνος τα παραχωρούσε σε υπηκόους του· ως ανταμοιβή υπηρεσιών που προσέφεραν στο παρελθόν ή αναμενόταν να προσφέρουν στο μέλλον. Κάτοχοι τιμαρίων μπορούσαν να χριστούν στρατιωτικοί, αυλικοί, κρατικοί υπάλληλοι ή ακόμα και θρησκευτικά ιδρύματα. Οι κάτοχοι των τιμαρίων ονομάζονταν τιμαριώτες και, συνήθως, ανήκαν στη στρατιωτική τάξη των Σπαχήδων, χωρίς όμως να αποκλείονται και μη στρατιωτικοί κάτοχοι. Το σύστημα αυτό αποτελεί μετεξέλιξη του βυζαντινού συστήματος των προνοιών και μοιάζει αρκετά με το ευρωπαϊκό φεουδαρχικό σύστημα, αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μαζί του. Λειτούργησε από το 14ο αι. έως το 16ο αι., όταν, σταδιακά, άρχισαν να σχηματίζονται τα τσιφλίκια και η γαιοκτησία να περνά στον έλεγχο λίγων.
Η παραχώρηση τιμαρίων συνέδεε άρρηκτα τους ιππείς με τον σουλτάνο και συγχρόνως ενίσχυε την επιθυμία τους για κατακτήσεις. Το σώμα των ιππέων τιμαριούχων είχε ως αντίβαρο και συμπλήρωμα το σώμα των γενιτσάρων, αποτελούμενο από εθελοντές μισθοφόρους ή στρατιώτες στρατολογούμενους με τη βία από τους υποτελείς χριστιανικούς πληθυσμούς. Οι γενίτσαροι ανήκαν στην προσωπική υπηρεσία του σουλτάνου, και αποτέλεσαν ανεξάντλητη πηγή διοικητικών υπαλλήλων και στρατιωτών.
Ο νομαδικός τρόπος ζωής, η αεικίνητη ένοπλη προέλαση για την αποκόμιση λαφύρων, το επιθετικό πνεύμα και η περιοδική κτηνοτροφία αποτελούσαν γνωρίσματα των Οθωμανών, οι οποίοι είχαν στην ουσία μια «φορητή οικονομία». Η κινητικότητα ήταν το βασικό χαρακτηριστικό που συνέβαλε στη ραγδαία επέκταση των Οθωμανών, που πρωταγωνίστησαν στην αποδιάρθρωση της Βυζαντινής αγροτικής κοινωνίας. Αποτελούσαν στην κυριολεξία ένα «έθνος εν κινήσει» αφού μετέφεραν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, συνήθως τα ζώα τους, με αυτή τη νοοτροπία να εκφράζεται ακόμα και στο πεδίο της μάχης που δρούσαν ως εξαίρετοι ιππείς/τοξότες. Η εξοικείωση των νομάδων στη μόνιμη εγκατάσταση είτε οικειοθελώς ως ακτημόνων ή «πολεμιστών της πίστης» γαζήδων, είτε με κρατικές διαταγές και φορολογικές διευκολύνσεις εξυπηρετούσε το νεοσύστατο εμιράτο με πολλούς τρόπους. Αρχικά απομάκρυνε τους ατίθασους νομάδες. Επίσης, με την εγκατάσταση διατηρούσαν την σύνδεση της περιφέρειας με το Οθωμανικό κέντρο και δημιουργούσαν προμαχώνες και ορμητήρια για περαιτέρω επέκταση.
Ο Ορχάν υπήρξε ο πρώτος που οδήγησε τον τουρκικό λαό σε κατακτήσεις στην Ευρώπη. Οι Τούρκοι, το 1354, επωφελούμενοι από ένα μεγάλο σεισμό, κατέλαβαν το φρούριο της Καλλίπολης. Στην Κωνσταντινούπολη ο λαός καταλήφθηκε από πανικό, πιστεύοντας ότι κινδύνευε άμεσα. Επί Μουράτ Α' (1361-1389) οι πόλεις της ερημωμένης Θράκης υπέκυψαν η μία μετά την άλλη: το 1361 καταλήφθηκε το Διδυμότειχο και λίγο αργότερα η Αδριανούπολη, όπου ο σουλτάνος μετέφερε την πρωτεύουσά του (1365).
Λίγο αργότερα, οι σλάβοι ηγεμόνες και η Βουλγαρία αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του σουλτάνου, ενώ το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να προσφέρει φόρο υποτέλειας στους Οθωμανούς και να θέτει στρατιωτικές δυνάμεις στη διάθεση του σουλτάνου.
Η αποφασιστική μάχη όμως που έκρινε το μέλλον της Χερσονήσου του Αίμου έλαβε χώρα στο Κοσσυφοπέδιο (1389). Ο σέρβος ηγεμόνας Λάζαρος, επικεφαλής των βοσνιακών και σερβικών στρατευμάτων, συγκρούστηκε με τον Μουράτ. Στην αρχή φάνηκε ότι η τύχη ευνοούσε τους Σέρβους. Ο ίδιος ο σουλτάνος δολοφονήθηκε. Όμως οι υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις, καθοδηγούμενες από τον διάδοχο του Μουράτ Βαγιαζήτ, απέσπασαν τελικά τη νίκη. Οι Σέρβοι αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του σουλτάνου.
Η πίεση στην αδύναμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αυξήθηκε τώρα σημαντικά. Ο σουλτάνος ήταν σε θέση να ελέγχει τη διαδοχή στο θρόνο και να επιβάλλει απόλυτα τη θέλησή του. Το 1390 επέβαλε στον θρόνο τον Ιωάννη Ζ', ενώ ο διάδοχός του Μανουήλ διαβιούσε στην αυλή του σουλτάνου και μάλιστα αναγκάστηκε να συμμετάσχει στην επιτυχή οθωμανική εκστρατεία εναντίον της τελευταίας βυζαντινής πόλης της Μ. Ασίας, της Φιλαδέλφειας.
Ο Μανουήλ τελικά δραπέτευσε και ανέλαβε το 1391 τη διακυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, που είχε κυριολεκτικά ερημώσει και παρακμάσει: αριθμούσε τότε μόλις 50 χιλιάδες κατοίκους, σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας. Ακολούθησε ο πρώτος αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα του Βαγιαζήτ (1393-1394), ενώ τα σύνορα της οθωμανικής κυριαρχίας έφταναν ήδη στον Δούναβη.
Ο κίνδυνος από την προέλαση των Τούρκων ανάγκασε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (1391-1425) να ταξιδέψει στη Δύση για να ζητήσει βοήθεια. Αυτό ξεσήκωσε αντιδράσεις των Ανθενωτικών.
Παντού (Βενετία, Παρίσι, Λονδίνο) έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές και προκάλεσε στους Δυτικούς αισθήματα θαυμασμού και συμπάθειας, το ταξίδι του όμως στην πράξη δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ενώ ακόμη βρισκόταν στο Παρίσι, έλαβε μια πολύ σημαντική είδηση: Ο σουλτάνος των Τούρκων Βαγιαζήτ είχε υποστεί πανωλεθρία στη μάχη της Άγκυρας από το στρατό των Μογγόλων του Ταμερλάνου (1402). Η ήττα αυτή προκάλεσε μεγάλη εσωτερική κρίση στο κράτος των Οθωμανών και το Βυζάντιο έπαψε να πληρώνει φόρο υποτελείας και εξασφάλισε, παρά την αδυναμία του, παράταση ζωής μισού αιώνα.
Ο κίνδυνος άρχισε να αναβιώνει όμως από το 1421, όταν ανέβηκε στο θρόνο των σουλτάνων ο Μουράτ Β', ο οποίος επανέλαβε την επιθετική πολιτική του Βαγιαζήτ και ανέτρεψε σύντομα την προηγούμενη κατάσταση. Το 1422 άρχισε συστηματική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, η οποία σώθηκε για μια ακόμη φορά χάρη στην αντοχή των τειχών της. Το 1423 οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και την κατέστησαν φόρου υποτελή.
Το 1425 έγινε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος (1425-1448), ο οποίος έκανε μια τελευταία προσπάθεια να εξασφαλίσει βοήθεια από τη Δύση. Εννοείται πως ο Πατριάρχης Γεννάδιος (ή Σχολάριος) καταδίκασε δημοσίως αυτήν την ενέργεια του αυτοκράτορα.
Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) ο Ιωάννης Η' έδειξε την πρόθεση να δεχτεί την πλήρη υποταγή της Ορθόδοξης στην Καθολική Εκκλησία (1438-1439). Ο βυζαντινός λαός όμως δεν αποδέχθηκε τις συμφωνίες αυτές. Το εχθρικό λαϊκό αίσθημα κατά των Λατίνων συμπυκνώνεται στην περίφημη φράση του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά, όταν πληροφορήθηκε την Ένωση: Είναι προτιμότερο να δω να κυριαρχεί στην αγορά της Πόλης το φακιόλι (τουρμπάνι) των Τούρκων παρά η καλύπτρα (τιάρα) των Λατίνων!
Οι Έλληνες, έχοντας αποδεχθεί την σύνοδο της Φερράρας ως νόμιμη, είχαν αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη επιβιβαζόμενοι σε βενετικά πλοία στο τέλος Νοεμβρίου του 1437. Η αντιπροσωπεία είχε αρχηγούς τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η', τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄ και τον Μητροπολίτη Πασών των Ρωσιών Ισίδωρο (τότε ακόμα η Ρωσία δεν είχε δικό της αυτοκέφαλο πατριάρχη αλλά μητροπολίτη υπαγόμενο στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως).
Η αρχική αντιπροσωπεία περιλάμβανε και τον ανθενωτικό Μάρκο Ευγενικό, μητροπολίτη Εφέσου, ο οποίος ορίστηκε και εκπρόσωπος (τοποτηρητής) του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ενώ ήταν ακόμη ιερομόναχος. Ο Μάρκος Ευγενικός θεωρείται ο κύριος παράγοντας της αποτυχίας της ένωσης της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας. Είναι γνωστή η φράση του: "καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στους Τούρκους, παρά σκλαβωμένο πνεύμα στον αιρετικό πάπα!"
Τον Ιανουάριο του 1439 η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία λόγω της πανώλης που ξέσπασε στη Φερράρα αλλά και λόγω της προθυμίας του Δούκα της Τοσκάνης Κὀζιμο των Μεδίκων να χρηματοδοτήσει τις εργασίες της.
Στις 6 Ιουλίου του 1439 σε επίσημη λειτουργία στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε διαβάστηκαν από ελληνικής πλευράς από τον Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα οι «Όροι της Ένωσης». Το κείμενο έφερε τις υπογραφές όλων, εκτός του πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ που είχε στο μεταξύ πεθάνει, του Μάρκου Ευγενικού που αρνήθηκε να υπογράψει και του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού.
Ο Βησσαρίων έκτοτε εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, άσκησε μεγάλη επίδραση στον πλατωνισμό της Ιταλικής Αναγέννησης, καθώς παρουσίασε τα κύρια χαρακτηριστικά και ορισμένες βασικές θέσεις της πλατωνικής φιλοσοφίας, ως ωφέλιμης στον χριστιανισμό, και υποστήριξε την ανωτερότητά της σε σχέση με την αριστοτελική, μέσα από μια ερμηνευτική που συνδύαζε τη νεοπλατωνική με τη βυζαντινή παράδοση.
Σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος λογίων, ενώ το σπίτι του λειτούργησε ως κέντρο φιλολογικής και φιλοσοφικής δραστηριότητας (η αποκαλούμενη Accademia Bessarionea). Δίπλα του εργάστηκαν σημαντικοί Έλληνες της διασποράς (Θεόδωρος Γαζής, Γεώργιος Τραπεζούντιος, Μιχαήλ Αποστόλης, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Ανδρόνικος Κάλλιστος) και Ιταλοί λόγιοι (Lorenzo Valla, Poggio Bracciolini, Niccolò Perroto). Τεράστια ήταν η συνεισφορά του στην πολυδάπανη συγκέντρωση εκατοντάδων ελληνικών χειρογράφων από τουρκοκρατούμενες και ενετοκρατούμενες περιοχές.
Αυτή η μεγάλη συλλογή αποτέλεσε τον πυρήνα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430), ο λόγιος Θεόδωρος Γαζής εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, δίδαξε ελληνικά στη Σιένα και στο πανεπιστήμιο της Φεράρας και εργάστηκε στη Ρώμη και στη Νεάπολη ως μεταφραστής ελληνικών έργων στα λατινικά.
Εκτός από τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, ο Βησσαρίων μερίμνησε να μεταφραστούν στα λατινικά έργα της αρχαίας γραμματείας• μερικά και από τον ίδιο: Πλάτωνα Φαίδρος , Αριστοτέλη Μετά τα φυσικά, Θεόφραστου Μεταφυσική, Ξενοφώντα Απομνημονεύματα, Δημοσθένη Α΄ Ολυνθιακός, Μ. Βασιλείου Ομιλίες.
O μαικήνας Palla Strozzi είχε ήδη καλέσει τον Μανουήλ Χρυσολωρά γι’ αυτόν τον σκοπό. Αλλά και οι Μέδικοι, που αργότερα διαδέχτηκαν τον Strozzi στην εξουσία, συνέχισαν με τον ίδιο ζήλο, τόσο ώστε ο Kόζιμο Μέδικος (1434-1464) να ονομαστεί "Περικλής της Φλωρεντίας".
Είχε τόσο ενθουσιαστεί από τις ιδέες του Πλήθωνα στο σύντομο διάστημα της παραμονής του στην πόλη, ώστε αποφάσισε να ιδρύσει Πλατωνική Ακαδημία (το Studium) στη Φλωρεντία! Μάλιστα, ο ίδιος μαζί με τον γιο του μάθαιναν αρχαία ελληνικά έχοντας ως δάσκαλο τον Ιωάννη Αργυρόπουλο.
Με την ένθερμη υποστήριξη μιας ομάδας φλωρεντινών λογίων, ο Αργυρόπουλος τον Οκτώβριο του 1456 διορίστηκε καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης, διδάσκοντας εκεί για δεκατέσσερα συνεχόμενα χρόνια την ελληνική γλώσσα στους δυτικούς μαθητές του. Αν και ο ίδιος ήταν αριστοτελικός, εκτιμούσε και θαύμαζε επίσης τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Τον Αργυρόπουλο διαδέχθηκε στη Φλωρεντία (1471-1476) ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, που απέκτησε ένθερμους οπαδούς και συνεχιστές της διδασκαλίας του.
Η σημασία της ελληνικής παιδείας εκείνη την εποχή στη Φλωρεντία αναδεικνύεται και από τον Angelo Poliziano, τον φλωρεντινό ποιητή και κλασικό μελετητή, ο οποίος εγκαινιάζοντας τη διδασκαλία του ανέφερε: «Εσείς, ω Φλωρεντίνοι, εφροντίσατε να αναγεννηθή στην πόλι μας και να ακμάση η ελληνική παιδεία, που από καιρό έχει σβησθή και σ’ αυτήν την ίδια την Ελλάδα». Στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας δίδαξε, επίσης, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης.
Ο Χαλκοκονδύλης ασχολήθηκε με το εκδοτικό έργο, και στη Φλωρεντία, με τη συνεργασία του Δημητρίου Δαμιλά, τύπωσε το 1488 το πρώτο σημαντικό έργο της ελληνικής γραμματείας στο πρωτότυπο, «Ομήρου τα σωζόμενα». Ο Δαμιλάς ήταν επίσης ο εκδότης του πρώτου χρονολογημένου ελληνικού βιβλίου που τύπωσε Έλληνας (Μιλάνο,1476), του εγχειριδίου γραμματικής «Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών» του Κωνσταντίνου Λάσκαρη (1434-1501), ο οποίος δίδαξε κυρίως στη Μεσσήνη της Σικελίας.
Οι τιμές, τα προνόμια και γενικότερα ο πολιτισμένος τρόπος ζωής που απολάμβανε ο Αργυρόπουλος στη Φλωρεντία έγιναν εφιάλτης το 1471, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη εξαιτίας της πανώλης από την οποία έχασε δύο από τα τέσσερα παιδιά του.
Συντετριμμένος, δοκίμασε να εγκατασταθεί στην Ουγγαρία όταν τον κάλεσε ο βασιλιάς Ματθαίος Κορβίνος, που ήταν φίλος των γραμμάτων, ωστόσο τελικά προτίμησε τη Ρώμη, όπου βρισκόταν ο φίλος του Βησσαρίων. Στη Ρώμη εντάχθηκε στην παπική αυλή του νέου τότε Πάπα Σίξτου Δ’ και ασχολείτο με μεταφράσεις. Παρ’ όλα αυτά, νοσταλγούσε τη Φλωρεντία, στην οποία κατάφερε να διδάξει το 1477.
Τελικά, αποσύρθηκε στη Ρώμη εκ νέου, όπου και πέθανε, το 1487. Όπως και ο Χρυσολωράς, έτσι κι ο Αργυρόπουλος οφείλει τη φήμη του στο διδακτικό και συγγραφικό του έργο, το οποίο αποτελούσαν οι μεταφράσεις έργων του Αριστοτέλη, θεολογικά μελετήματα, εισαγωγές στα μαθήματά του και επιστολές.
Γεννημένος το 1423 στην Αθήνα, ο Χαλκοκονδύλης υπήρξε ένας από τους νεοπλατωνικούς Έλληνες λόγιους που συνέβαλε με το έργο και τη δράση του στην αναβίωση των ελληνικών γραμμάτων στη Δυτική Ευρώπη. Η δράση του εντοπίζεται λίγο μετά την Άλωση, αν και ο ίδιος βρέθηκε στη Ρώμη ήδη από το 1449. Είναι πιθανό ότι πριν βρεθεί στη Ρώμη, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης είχε προηγουμένως σπουδάσει φιλοσοφία, πιθανώς κοντά στον Γεώργιο Γεμιστό.
Στη Ρώμη συμπλήρωσε τις σπουδές του δίπλα στον Θεόδωρο Γαζή, από τον οποίο διδάχτηκε τα λατινικά. Με τον Γαζή συνδέθηκε με στενή φιλία, η οποία επισφραγίστηκε με τη διαθήκη του τελευταίου, που κληροδότησε στον Χαλκοκονδύλη την προσωπική του βιβλιοθήκη.
Η διδακτική δράση ξεκινά από το πανεπιστήμιο της Πάντοβα κι έπειτα της Φλωρεντίας, όπου και δίδαξε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Στη διάρκεια της εκεί παραμονής του, ο Χαλκοκονδύλης ασχολήθηκε με τα ομηρικά έπη, τα οποία και εξέδωσε τον Δεκέμβριο του 1488. Η εργασία του αυτή του εξασφάλισε μάλιστα και μεγάλη φήμη.
Την ίδια εποχή, ο λόγιος Angelo Poliziano δίδασκε ταυτόχρονα ανταγωνιστικά με τον Χαλκοκονδύλη, Ησίοδο, Όμηρο και Αριστοτέλη.
Τότε ήρθε η πρόσκληση από το Μιλάνο, από τον Λουδοβίκο Σφόρτσα, να διδάξει εκεί. Παλιότερα στο Μιλάνο είχαν διδάξει και εξέχοντες ελληνιστές δάσκαλοι, όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Δημήτριος Καστρινός, ο Ανδρόνικος Κάλλιστος και ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις. Ωστόσο, η παραμονή των παραπάνω Ελλήνων λόγιων στο Μιλάνο ήταν μικρή, γι'αυτό και το έργο τους είχε περιορισμένη απήχηση.
Την εποχή εκείνη στο Μιλάνο είχαν συγκεντρωθεί κορυφαίοι εκπρόσωποι των γραμμάτων και των τεχνών, μεταξύ των οποίων και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Ο Χαλκοκονδύλης, έχοντας την οικονομική άνεση, εξέδωσε τον Ισοκράτη το 1493 και το περίφημο λεξικό Σούδα το 1499. Η επίδραση του Χαλκοκονδύλη στις διάφορες πόλεις της Ιταλίας όπου δίδαξε υπήρξε σημαντική.
Σε όλα αυτά τα χρόνια διδασκαλίας απέκτησε εκατοντάδες μαθητές, μεταξύ των οποίων ήταν και άνθρωποι που συνέχισαν το έργο του, όπως ο Άγγελος Πολιτιανός (Angelo Poli-ziano), ο ο­ποίος έθρεψε μια μεγάλη ομάδα ελληνιστών, ο Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsillio Ficino), στενός συνεργάτης του στην πολύχρονη προετοιμασία της μετάφρασης του πλατωνικού έργου, και ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος παρακολούθησε μαθήματά του στο Μιλάνο. Η προσπάθειά του για τη διάδοση του ελληνικού πνεύματος κορυφώθηκε με την αδιάκοπη ενασχόλησή του με τη μετάφραση και έκδοση ελληνικών κειμένων.
Στο μεταξύ οι πολιτικές οξύτητες συνεχίζονταν στο Βυζάντιο. Οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν δυσχέρειες στη Βαλκανική από τον βοεβόδα της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνυάδη και τον αλβανό ηγέτη Γεώργιο Σκεντέρμπεη, οι οποίοι πέτυχαν λαμπρές νίκες εναντίον τους. Σταυροφορία όμως, που οργανώθηκε στη Δύση, για να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων, συντρίφθηκε τελικά στη Βάρνα το (1444).
Η εξέλιξη των γεγονότων οδήγησε ώστε οι Τούρκοι να μείνουν απερίσπαστοι από απειλές και να αφοσιωθούν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, που αποτέλεσε ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Προηγήθηκε η οικοδόμηση στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου ενός επιβλητικού φρουρίου. Το Ρούμελη-Χισάρ, όπως ονομάστηκε, απέκοψε την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου και της στέρησε τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από εκεί.
Τον Μουράτ Β διαδέχτηκε το 1451 ο Μωάμεθ ο Β΄, εικοσιενός χρονών τότε, που αργότερα ονομάστηκε "Πορθητής".
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου τότε ήταν ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ' ο Παλαιολόγος (1449-1453).
Ο Μωάμεθ Β' εισέβαλε στις ελληνικές κτήσεις της Πελοποννήσου, για να εμποδίσει τον Δεσπότη του Μορέως να σπεύσει σε βοήθεια της Πόλης. Μετά τις προκαταρκτικές αυτές ενέργειες άρχισε η τακτική πολιορκία της Πόλης, την οποία ανέλαβε να υπερασπισθεί με αυτοθυσία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος .
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η βοήθεια της Δύσης υπήρξε ισχνή και ανεπαρκής. Εκτός από μια μικρή δύναμη από το Βατικανό που έφτασε καθυστερημένα, έσπευσε σε βοήθεια και ο γενουάτης πολεμιστής Ιουστινιάνης. Ο ευγενής αυτός αντλούσε την καταγωγή του από μεγάλη εμπορική οικογένεια της Γένοβας, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της τη Χίο. Γεννήθηκε το 1400. Ο Κωνσταντίνος του έδωσε τον τίτλο του πρωτοστράτορα, του υπευθύνου για την άμυνα της πόλης. Αν κατάφερνε να κρατήσει τους Οθωμανούς έξω από την Κωνσταντινούπολη, θα λάμβανε ως αμοιβή το νησί της Λήμνου. Η παρουσία του δεν ενθουσίασε όλους τους παράγοντες της Πόλης. Ο μέγας λογοθέτης Λουκάς Νοταράς δεν έκρυβε τη δυσφορία του και οι δύο άνδρες έφτασαν πολύ κοντά στην ένοπλη σύγκρουση. Χρειάστηκε η παρέμβαση του αυτοκράτορα για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Ο Ιουστινιάνης ήταν υπέρμαχος των ρεαλιστικών λύσεων, αλλά και διόλου φειδωλός ως προς το θάρρος και τη μαχητικότητα που επέδειξε. Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας ήταν στην πρώτη γραμμή των τειχών, ακούραστος μαχητής και εμψυχωτής δυτικών και Βυζαντινών. Ταυτόχρονα προέτρεπε τον αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την πόλη για να αναζητήσει βοήθεια από τη Δύση. Κάποιοι χρονικογράφοι υποστηρίζουν πως ο Ιουστινιάνης χτυπήθηκε πισώπλατα, από βυζαντινό βόλι των ανθενωτικών που προτιμούσαν την κυριαρχία του σουλτάνου από την επιρροή της Δύσης. Αν συνέβη αυτό, η αποχώρηση αποτελεί φυσιολογική αντίδραση. Αλλωστε ο Ιουστινιάνης δεν έκρυβε την καχυποψία του για το ρόλο των ανθενωτικών στοιχείων. Το βέβαιο είναι πως πέθανε λίγο μετά την Άλωση, από γάγγραινα.
Η υπεροπλία των Τούρκων σε έμψυχο (αναλογία 10 προς 1) και άψυχο υλικό ήταν συντριπτική. Όπως παρατηρήθηκε εύστοχα, τα κανόνια έκριναν τα πάντα.
Ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία ζητώντας την παράδοση της Πόλης και προσφέροντας ηγεμονικά ανταλλάγματα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και στους ευγενείς του. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Με τη γενική επίθεση της 29ης Μαΐου η πύλη του Αγίου Ρωμανού σφυροκοπήθηκε από το πυροβολικό, επιτρέποντας σε 12000 γενιτσάρους να εισβάλουν.Υπάρχει και μια φήμη για μια μικρή καστροπυλίδα που άνοιξε προδοτικά, τη λεγόμενη "κερκόπορτα", αλλά η πληροφορία είναι ανεξακρίβωτη. Παρά την ηρωική αντίσταση των ολιγάριθμων υπερασπιστών της, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Ακολούθησαν φοβερές σφαγές και λεηλασίες. Το κεφάλι του Παλαιολόγου παρουσιάστηκε στον σουλτάνο ως στοιχείο που επιβεβαίωνε τη νίκη του. Αυτά τα αιματηρά γεγονότα επιτάχυναν την πτώση και των υπόλοιπων ελεύθερων περιοχών.
Τελευταία η Τραπεζούντα υπέκυψε στους Οθωμανούς το 1461. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν υπήρχε πια.
Οι θηριωδίες των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη ανάγκασαν τον Μωάμεθ να την ξαναχτίσει, μιας και την προόριζε για πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Μετέφερε μουσουλμανικές και χριστιανικές πληθυσμιακές ομάδες από την Ανατολία και τα Βαλκάνια για την ενίσχυση του τοπικού στοιχείου και παρήγγειλε μεγάλα έργα υποδομής, θέλοντας να φτιάξει μια μεγαλοπρεπή πόλη αντίστοιχη της παντοδύναμης αυτοκρατορίας του.
Ο Μωάμεθ σεβάστηκε το χριστιανικό στοιχείο της Πόλης πολύ περισσότερο από τους καθολικούς στην άλωση του 1204: τους εκχώρησε προνόμια και τους έδωσε πίσω τα σπίτια τους, ώστε να επιστρέψουν οι Έλληνες και οι Γενοβέζοι του Γαλατά. Θρησκευτικά ανεκτικότατος, ο σουλτάνος παραχώρησε σημαντικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (6 Ιανουαρίου 1454) και εγκαθίδρυσε ανώτατες αρχές τόσο για την εβραϊκή όσο και την αρμενική παροικία της Πόλης, ανεγείροντας ταυτοχρόνως προνοιακές και εμπορικές δομές που σύντομα θα έκαναν την Ιστανμπούλ την απόλυτη μητρόπολη της ευρύτερης περιοχής. Μέχρι τα μέσα του επόμενου αιώνα, η Κωνσταντινούπολη θα ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Ευρώπης.Ως «άρχοντας των δύο ηπείρων και των δύο θαλασσών», ο Μωάμεθ Β’ επέκτεινε την κυριαρχία του σε Βαλκάνια και Ανατολία όντας μόνιμα σε επεκτατικό πόλεμο στη βαλκανική χερσόνησο, την Ουγγαρία, τη Βλαχία, τη Μολδαβία, το Αιγαίο, ακόμα και στην Κριμαία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...