Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, στην οικονομική και πολιτική ζωή των κυριότερων καπιταλιστικών χωρών έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένα καινούρια χαρακτηριστικά, για τον νοηματικό προσδιορισμό των οποίων χρησιμοποιήθηκε ο όρος ιμπεριαλισμός. Στον όρο αυτό δινόταν κάθε λογής περιεχόμενο αλλά συνήθως χρησιμοποιούνταν, για να προσδιοριστεί με μια λέξη ο επεκτατισμός και η αποικιακή πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων. Αν θα χρειαζόταν να δοθεί ένας όσο το δυνατό πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα 'πρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, με τα παρακάτω κύρια γνωρίσματα:
1. Συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.
2. Συγχώνευση του τραπεζιτικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του "χρηματιστικού κεφαλαίου".
3. Εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση προς την εξαγωγή εμπορευμάτων.
4. Συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, που μοιράζουν τον κόσμο
και 5. τελείωσε το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις.
Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποχτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες κεφαλαιοκρατικές χώρες.
Η διαδικασία μετασχηματισμού του παλιού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού σε μονοπωλιακό καπιταλισμό- ιμπεριαλισμό ολοκληρώθηκε προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερη ώθηση σ' αυτήν την εξέλιξη έδωσαν η ανάπτυξη της τεχνικής και των επιστημών και, σε συνδυασμό με αυτήν, η παγκόσμια οικονομική κρίση στα 1900-1903, που επιτάχυνε τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, κατέστρεψε μια σειρά καπιταλιστικές επιχειρήσεις ενδυναμώνοντας άλλες και ενίσχυσε τον κυρίαρχο ρόλο των μονοπωλίων, με αποτέλεσμα να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομία μιας σειράς καπιταλιστικών χωρών αλλά και διεθνώς.
Στη Γερμανία π.χ. το 1905 υπήρχαν το λιγότερο 285 καρτέλ που συνενώνανε στους κόλπους τους 12 χιλιάδες επιχειρήσεις, παρήγαγαν τα 3/5 σχεδόν από το συνολικό όγκο των προϊόντων και κυριαρχούσαν στους σπουδαιότερους κλάδους της βιομηχανίας. Το 1911 τα καρτέλ έφτασαν τα 550 με 600. Γιγάντια μονοπωλιακά συγκροτήματα συνδεδεμένα στενά με τις μεγαλύτερες τράπεζες συγκέντρωναν στα χέρια τους ολόκληρους κλάδους της βιομηχανίας και η οικονομική δύναμη- με όλες τις συνέπειες που είχε αυτό- είχε συγκεντρωθεί στα χέρια μιας μικρής ομάδας μονοπωλητών, του Κρουπ, του Τίσεν, του Κίρντορφ, του Μπάλιν, των αδελφών Μάνεσμαν, του Ζήμενς, του Χάνζεμαν και άλλων.
Στις ΗΠΑ το 1901 είχαν ιδρυθεί 75 τραστ που συνενώνανε περισσότερες από 1.600 επιχειρήσεις με συνολικό μετοχικό κεφάλαιο περίπου 3 δισ. δολάρια. Οι μονοπωλιακές αυτές επιχειρήσεις στο διάστημα 1903- 1905 έδιναν το 75% της παραγωγής γαιάνθρακα, το 84% της παραγωγής πετρελαίου κ.ο.κ. Οι πιο ισχυροί μονοπωλητές στις ΗΠΑ ήταν ο Ροκφέλερ και ο Μόργκαν αλλά μεγάλη οικονομική δύναμη είχαν και οι Ντυπόν, Μέλλον, Σιφ, Χάριμαν, Βάντερμπιλιτ κ.α. Τα κεφάλαια του Ροκφέλερ ήταν τοποθετημένα στις βιομηχανίες πετρελαίου, καπνού, χαλκού, γαιάνθρακα και στους σιδηροδρόμους ενώ του Μόργκαν στα τραστ του ατσαλιού και του ηλεκτρισμού, στις σιδηροδρομικές, ναυπηγικές και ασφαλιστικές εταιρίες. Ακόμη ο Μόργκαν και ο Ροκφέλερ διηύθυναν τα δύο μεγαλύτερα τραπεζιτικά συγκροτήματα της χώρας.
Με διαφορετικούς ρυθμούς και ιδιαιτερότητες αναπτύχθηκαν τα μονοπώλια και στις υπόλοιπες ισχυρές χώρες εκείνης της εποχής, στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, τη Ρωσία κ.λ.π. Τα αγγλικά, για παράδειγμα, μονοπώλια οργανώνονταν προπαντός στους βιομηχανικούς κλάδους που συνδέονταν άμεσα με την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες, γεγονός που ερμηνεύεται εύκολα αν ληφθεί υπόψη η αποικιοκρατική μορφή του αγγλικού καπιταλισμού.
Εντυπωσιακή ήταν επίσης και η ανάπτυξη του τραπεζιτικού κεφαλαίου, το οποίο ραγδαία συμφύονταν με το βιομηχανικό, δημιουργώντας έτσι το χρηματιστικό κεφάλαιο. Στις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία κυριαρχούσαν εννέα μεγάλες τράπεζες του Βερολίνου (με πιο ισχυρές την «Γερμανική Τράπεζα» και την «Εταιρία Προεξοφλήσεων») που είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους τις μισές από τις καταθέσεις όλων των γερμανικών τραπεζών. Στη Γαλλία κυριαρχούσαν τρεις τράπεζες και στις ΗΠΑ δύο που, όπως προαναφέραμε, συνδέονταν άμεσα με τα χρηματιστικά συγκροτήματα Ροκφέλερ και Μόργκαν. Στην Αγγλία οι τράπεζες στην ανάπτυξή τους ακολουθούν τον αποικιακό χαρακτήρα του βρετανικού κεφαλαίου γενικότερα. Στα 1904 υπήρχαν 50 αποικιακές τράπεζες με 2.279 αποικιακά παραρτήματα, όταν οι γαλλικές τράπεζες, για την ίδια χρονική περίοδο είχαν 136 αποικιακά παραρτήματα και οι γερμανικές 70. Στα 1910 τα αποικιακά παραρτήματα των αγγλικών τραπεζών έφτασαν τα 5.449.
Πλέον, τα όρια των εθνικών αγορών δεν ήταν ικανά να συγκρατήσουν τη δράση των μονοπωλίων. Ετσι με το ξημέρωμα του 20ού αιώνα εμφανίζεται σε γιγαντιαίες διαστάσεις η εξαγωγή κεφαλαίου και ο ανταγωνισμός των πολυεθνικών μονοπωλίων, που δημιουργούνται, για το μοίρασμα των αγορών και σφαιρών επιρροής ανάμεσά τους. Στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής και συμφερόντων, των αποικιών κ. ά., εκτός από τη βάση που υπολογίζει τη δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρχει ισόμετρη ανάπτυξη των χωριστών επιχειρήσεων, τραστ, κλάδων βιομηχανίας και χωρών.
Ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων για το «δικαίωμά τους» να υποδουλώνουν και να καταληστεύουν ξένους λαούς προκαλούσε συνεχείς συγκρούσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, οι οποίες τελικά οδήγησαν σε περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους (όπως ο ισπανοαμερικανικός στα 1898, ο πόλεμος των Αγλλων εναντίον των Μπόερς στα 1899-1902, ο Ρώσο-ιαπωνικός πόλεμος στα 1903- 1904 και ο Ιταλοτουρκικός στα 1911-1912), σε μεγάλες κρίσεις (όπως η μαροκινή κρίση 1905-1906 και 1911 και η βοσνιακή κρίση στα 1908-1909), στους βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Ιμπεριαλισμός και αποικιοκρατία
Ορισμένα από τα ευρωπαϊκά κράτη που πέτυχαν υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης άρχισαν να αναζητούν, από ένα σημείο κι έπειτα, περιοχές και εκτός Ευρώπης για να τις εκμεταλλευτούν. Το φαινόμενο, σύμφυτο με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη συγκεκριμένη ιστορική φάση, ονομάστηκε ιμπεριαλισμός (από τη λατινική λέξη imperium: ισχύς, εξουσία), εκφράστηκε με την προσπάθεια απόκτησης αποικιών, την αποικιοκρατία, και εκδηλώθηκε με ένταση την περίοδο 1870-1914.
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αναντίρρητα τα υλικά συμφέροντα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο. Οι βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου αι. ενέτειναν τις ανάγκες της Ευρώπης σε πολύτιμα μέταλλα και σε πρώτες ύλες […]. Το ίδιο ισχύει για τα κεφάλαια των οποίων τα έσοδα είναι υψηλότερα στα υπερπόντια εδάφη απ’ ό,τι στη γηραιά ήπειρο […]. Σε μια εποχή που το εθνικό συμφέρον μετριέται με την ισχύ και το κύρος, η θέληση των κυβερνήσεων να οικοδομήσουν απέραντες αποικιακές αυτοκρατορίες είναι ένας τρόπος να αυξήσουν τις ζωτικές δυνάμεις του έθνους, παρέχοντάς του στρατιώτες, βάσεις για το στόλο και πρώτες ύλες για τη βιομηχανία του.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 175-176.
Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας
Σε όλες τις αποικιοκρατικές χώρες, οι πολιτικοί άνδρες και οι ομάδες πίεσης ιμπεριαλιστικού προσανατολισμού βρήκαν στήριξη σε ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, που απέρρεαν από το μεγάλο εθνικιστικό κύμα του τέλους του 19ου αιώνα. Πράγματι, για πολλούς Ευρωπαίους η αποικιοκρατία επιβεβαιώνει τη δύναμη και το πνεύμα του λαού τους και δίνει διέξοδο στην επιθυμία τους για ισχύ.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 176.
Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι […] έπαιξαν [...] κεφαλαιώδη ρόλο. Yποστηριζόμενα από ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, τα εγχειρήματά τους έχουν στην αρχή καθαρά θρησκευτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ζητούν να κηρύξουν το ευαγγέλιο στους ιθαγενείς πληθυσμούς καθώς και να τους προστατεύσουν από την εκμετάλλευση [...]. Όμως, η εγκατάσταση των ιεραποστολών συνοδεύεται γρήγορα από εκείνη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και η ανάγκη προστασίας τους οδηγεί συχνά τα αποικιακά κράτη να επέμβουν στρατιωτικά σε ορισμένες περιοχές και να εγκαταστήσουν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο από τη μητρόπολη.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 177-178.
Τα κύρια αίτια του φαινομένου εντοπίζονται στην ανάγκη των εκβιομηχανισμένων κρατών της Ευρώπης να βρουν νέες αγορές για τα βιομηχανικά προϊόντα τους, νέες πηγές πρώτων υλών (μεταλλεύματα, μαλλί, βαμβάκι) και καυσίμων (πετρέλαιο), νέες περιοχές επένδυσης των κεφαλαίων τους. Ακόμη, η απόκτηση αποικιών, εμπορικών σταθμών και βάσεων εξασφάλιζε στα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη τον έλεγχο των θαλασσών και τον απρόσκοπτο εφοδιασμό των πολεμικών τους πλοίων, ενώ, επιπλέον, αποτελούσε και παράγοντα ενίσχυσης του εθνικού γοήτρου.
Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας περιλάμβανε τόσο την αστική τάξη όσο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η αποικιακή πολιτική υπαγορευόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τους αστούς, που ωφελούνταν περισσότερο από αυτήν. Yποστηριζόταν, όμως, και από άλλες κοινωνικές ομάδες, καθώς πολλοί έβλεπαν την οικονομική και κοινωνική τους θέση να ενισχύεται ως αποτέλεσμα της αποικιακής επέκτασης. Παράλληλα, η κατάκτηση αποικιών επιβεβαίωνε την «ανωτερότητα» των κατακτητών ενισχύοντας την εθνική τους αυταρέσκεια.
Πρωτοπόροι της αποικιοκρατίας υπήρξαν οι εξερευνητές, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι και οι έμποροι. Οι εξερευνητές, αναζητώντας νέες γνώσεις, ανακάλυπταν, συχνά, νέες περιοχές τις οποίες καταλάμβαναν στο όνομα της χώρας τους, επεκτείνοντας έτσι την κυριαρχία της. Οι ιεραπόστολοι, διαδίδοντας τον χριστιανισμό, προετοίμαζαν το έδαφος για μια μονιμότερη ευρωπαϊκή παρουσία. Επιπλέον, οι έμποροι, αναζητώντας νέες αγορές, λειτουργούσαν ως η εμπροσθοφυλακή των αποικιοκρατών.
Οι μέθοδοι αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν δύο: η κατάκτηση εδαφών και η καθυπόταξη των κατοίκων τους, πρακτική που εφαρμόστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και η οικονομική διείσδυση σε ανεξάρτητα κράτη και η μετατροπή τους σε ημιαποικίες, τακτική που εφαρμόστηκε όπου ήταν αδύνατη, για λόγους διεθνών ισορροπιών, η κατάκτηση (π.χ. η γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα).
Η αποικιακή εξάπλωση Τα ευρωπαϊκά κράτη κατέλαβαν εδάφη στην Ασία και στην Αφρική. Η τελευταία μετατράπηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, σε μια μεγάλη αποικία.
Η Μ. Βρετανία ήταν, αναμφισβήτητα, η ισχυρότερη αποικιακή δύναμη, μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία. Κατείχε αποικίες με πληθυσμούς κυρίως λευκών (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), αποικίες με πληθυσμούς κυρίως ντόπιων (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νότια Αφρική κ.ά.), ενώ έλεγχε και διάφορα στρατηγικά σημεία (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος κ.ά.). Η στάση των Άγγλων
Η Γαλλία διέθετε αποικίες στην Αφρική (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Σενεγάλη, Μαυριτανία κ.ά.) και στην Άπω Ανατολή (Ινδοκίνα: Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη).
Άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία, διέθεταν μικρό αριθμό αποικιών.
Την ίδια εποχή, η Ρωσία, καταλαμβάνοντας και εποικίζοντας ολόκληρη τη βόρεια Ασία, επέκτεινε την κυριαρχία της μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού.
Επίσης, αυτή την περίοδο, η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να διεισδύουν στην Κίνα.
Έτσι, στα 1900, το 90% των εδαφών της Αφρικής και μεγάλο μέρος των εδαφών της Ασίας βρίσκονταν υπό αποικιακό έλεγχο.
Η αποικιακή εξάπλωση επηρέασε καταλυτικά τόσο τις περιοχές που εντάχθηκαν στο αποικιακό σύστημα όσο και την Ευρώπη.
Οι αποικίες σφραγίστηκαν από την αποικιοκρατία. Ο πλούτος τους λεηλατήθηκε. Οι λαοί τους αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν κατώτεροι και μετατράπηκαν, σχεδόν, σε δούλους. Οι πολιτισμοί τους υποτιμήθηκαν. Παράλληλα, οι αποικιοκράτες έφεραν στις αποικίες όλα τα στοιχεία των πολιτισμών τους: γλώσσες, τεχνολογικά επιτεύγματα (σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο), θρησκείες, θεσμούς, ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός), τρόπο ζωής. Απέναντι σ’ αυτή την επέλαση, οι λαοί των αποικιών εκδήλωσαν όλες τις αντιδράσεις, από την απόλυτη υποταγή έως την επανάσταση.
Τα αποικιοκρατικά κράτη και οι λαοί τους είδαν τη θέση τους να ενισχύεται με την κατάκτηση αποικιών. Οι Ευρωπαίοι απομύζησαν τις αποικίες και πολλοί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες καρπώθηκαν μέρος αυτού του πλούτου. Παράλληλα, η Ευρώπη έγινε το κέντρο του κόσμου. Οι κατακτήσεις αποικιών θεωρήθηκαν, από τους Ευρωπαίους, επαρκείς αποδείξεις της πνευματικής τους ανωτερότητας, της οικονομικής και τεχνολογικής τους παντοδυναμίας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε ανώτερος. Οι Ευρωπαίοι έφτασαν στην πολιτισμική αλαζονεία. Τέλος, σημειώθηκε όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ίδιους τους αποικιοκράτες: η Γερμανία, έχοντας σημειώσει εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί και αμφισβητούσε την αποικιακή διανομή στρεφόμενη εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Στις ΗΠΑ, η συνύπαρξη πλούσιων φυσικών πόρων, άφθονων εργατικών χεριών, σχετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου, σταθερότητας και ριψοκίνδυνης επιχειρηματικής νοοτροπίας έφερε ραγδαία ανάπτυξη, ιδίως στις βόρειες πολιτείες. Έκφραση της οικονομικής ανάπτυξης υπήρξε και η επέκταση στα δυτικά. Άλλοτε με εξαγορά εδαφών κι άλλοτε με προσάρτησή τους ύστερα από συγκρούσεις με τους ντόπιους, οι ΗΠΑ κατάφεραν, στα μέσα του 19ου αιώνα, να εκτείνονται από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό ωκεανό. Οι τεράστιες αυτές εκτάσεις ήταν σχεδόν έρημες, προσφέρονταν, ωστόσο, για εκμετάλλευση.
Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ βόρειων και νότιων πολιτειών οξύνθηκαν. Στο νότο, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες διατηρούσαν φυτείες στις οποίες εργάζονταν μαύροι δούλοι. Στο βορρά, οι αστοί θεωρούσαν ότι η δουλεία εμπόδιζε τη βιομηχανική ανάπτυξη (οι δούλοι δεν είχαν, στην πραγματικότητα, εισόδημα και έτσι δεν μπορούσαν να αγοράζουν βιομηχανικά προϊόντα), ήταν ηθικά απαράδεκτη και έπρεπε να καταργηθεί.
Μετά την εκλογή του δεδηλωμένου πολέμιου της δουλείας Αβραάμ Λίνκολν ως προέδρου των ΗΠΑ (1860), οι νότιες πολιτείες αποσχίστηκαν και συγκρότησαν νέο κράτος. Η κρίση οδηγήθηκε σε σκληρό εμφύλιο πόλεμο (πόλεμος Βορείων-Νοτίων) που έληξε με νίκη των Βορείων (1865), αφήνοντας πίσω του πάνω από 600.000 νεκρούς. Η ενότητα των ΗΠΑ αποκαταστάθηκε και θεσμοθετήθηκε η κατάργηση της δουλείας, αν και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να γίνουν ουσιαστικά βήματα για την εφαρμογή αυτής της απόφασης.
Μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο άρχισε και η συστηματική διείσδυση των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική με τη μορφή, αρχικά, επένδυσης κεφαλαίων. Παράλληλα, οι ΗΠΑ φρόντιζαν να ελέγχουν και τα πολιτικά καθεστώτα της περιοχής διασφαλίζοντας τις επενδύσεις τους. Έτσι, στις παραμονές του Α’ Παγκόσμιου πολέμου (1914) οι ΗΠΑ είχαν τον οικονομικό έλεγχο ολόκληρης της αμερικανικής ηπείρου.
Στα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι ΗΠΑ σημείωσαν τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο. Κορμός της αμερικανικής οικονομίας υπήρξε η βιομηχανία, που επεκτάθηκε αυτή την εποχή και στον αγροτικό, έως τότε, νότο. Η άφιξη νέων μεταναστών και η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου υπήρξαν, επίσης, γεγονότα καταλυτικά.
Παράλληλα, την ίδια εποχή άρχισε και ο εποικισμός της αμερικανικής ενδοχώρας, η γνωστή «κατάκτηση της Δύσης», που συνοδεύτηκε από τον αφανισμό των ντόπιων Ινδιάνων.
Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν να συντελούνται στην Ιαπωνία σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Το παλαιό φεουδαλικού τύπου καθεστώς που στηριζόταν στους ισχυρούς ευγενείς κυβερνήτες γαιοκτήμονες ανατράπηκε, δόθηκε έμφαση στη βιομηχανία και υιοθετήθηκαν δυτικοί θεσμοί (σύνταγμα, κοινοβουλευτισμός, εκπαίδευση). Η Ιαπωνία άρχισε να ενσωματώνεται, βαθμιαία, στον δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα, η εκβιομηχάνιση γέννησε και τον ιμπεριαλισμό. Εκτός από τον πόλεμο εναντίον της Κίνας (1895), που προαναφέρθηκε, η Ιαπωνία εκτόπισε τη Ρωσία από τη Μαντζουρία (βόρεια Κίνα) και κατέλαβε την Κορέα.
Η Κίνα ήταν μια αχανής χώρα με πλούσιο πολιτισμό που δεν είχε καταφέρει, ωστόσο, να εξελιχθεί. Κατά τον 19ο αιώνα δέχτηκε τις επιθέσεις ισχυρών αποικιακών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιαπωνία), δίχως να μπορέσει να αντιδράσει. Μια σειρά από στρατιωτικές ήττες (1839-1842: πόλεμος του οπίου) την υποχρέωσαν να ανοίξει τις αγορές της στους δυτικούς εμπόρους. Παράλληλα, οι Κινέζοι έχασαν, από τους Γάλλους, τον έλεγχο της Ινδοκίνας (1885) και, από τους Ιάπωνες, τον έλεγχο της Ταϊβάν (1895).
Βαθμιαία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία χώρισαν την Κίνα σε ζώνες επιρροής. Μορφές αντίδρασης σ’ αυτή την κατάσταση υπήρξαν το κίνημα των Τάιπινγκ (αγροτικό, εξισωτικό και αντιδυναστικό κίνημα που συγκλόνισε τη ΝΑ Κίνα κατά τη δεκαετία του 1850) και η επανάσταση του 1911, με την οποία καταργήθηκε η μοναρχία και καθιερώθηκε η προεδρική δημοκρατία. Η κατάσταση, ωστόσο, δεν άλλαξε ουσιαστικά. Η Κίνα, δείχνοντας μεγάλη δυσκολία στην αποδοχή και αφομοίωση του εκσυγχρονισμού, παρέμεινε εύκολο θήραμα των αποικιοκρατών.
Στην αρχή του 20ού αιώνα πολύ λίγες χώρες είχαν μπορέσει να δημιουργήσουν οικονομίες βασισμένες στη βιομηχανία και να επιλύσουν, σε κάποιο βαθμό, το πλήθος των προβλημάτων που καλείται να λύσει ηοικονομική ανάπτυξη. Οι χώρες αυτές ήταν οι χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Το σύνολο των υπόλοιπων χωρών διατηρούσε μια οικονομία στην οποία δέσποζε ο αγροτικός τομέας, οι παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής και ο περιορισμένος εκχρηματισμός. Πολλές χώρες ήταν απλώς αποικίες των ισχυρών δυνάμεων της εποχής, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τους φυσικούς πόρους και το φτηνό εργατικό δυναμικό των αποικιών τους.
Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας περιλάμβανε τόσο την αστική τάξη όσο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η αποικιακή πολιτική υπαγορευόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τους αστούς, που ωφελούνταν περισσότερο από αυτήν. Yποστηριζόταν, όμως, και από άλλες κοινωνικές ομάδες, καθώς πολλοί έβλεπαν την οικονομική και κοινωνική τους θέση να ενισχύεται ως αποτέλεσμα της αποικιακής επέκτασης. Παράλληλα, η κατάκτηση αποικιών επιβεβαίωνε την «ανωτερότητα» των κατακτητών ενισχύοντας την εθνική τους αυταρέσκεια.
Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι […] έπαιξαν [...] κεφαλαιώδη ρόλο. Yποστηριζόμενα από ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, τα εγχειρήματά τους έχουν στην αρχή καθαρά θρησκευτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ζητούν να κηρύξουν το ευαγγέλιο στους ιθαγενείς πληθυσμούς καθώς και να τους προστατεύσουν από την εκμετάλλευση [...]. Όμως, η εγκατάσταση των ιεραποστολών συνοδεύεται γρήγορα από εκείνη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και η ανάγκη προστασίας τους οδηγεί συχνά τα αποικιακά κράτη να επέμβουν στρατιωτικά σε ορισμένες περιοχές και να εγκαταστήσουν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο από τη μητρόπολη.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 177-178.
Πρωτοπόροι της αποικιοκρατίας υπήρξαν οι εξερευνητές, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι και οι έμποροι. Οι εξερευνητές, αναζητώντας νέες γνώσεις, ανακάλυπταν, συχνά, νέες περιοχές τις οποίες καταλάμβαναν στο όνομα της χώρας τους, επεκτείνοντας έτσι την κυριαρχία της. Οι ιεραπόστολοι, διαδίδοντας τον χριστιανισμό, προετοίμαζαν το έδαφος για μια μονιμότερη ευρωπαϊκή παρουσία. Επιπλέον, οι έμποροι, αναζητώντας νέες αγορές, λειτουργούσαν ως η εμπροσθοφυλακή των αποικιοκρατών.
Οι μέθοδοι αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν δύο: η κατάκτηση εδαφών και η καθυπόταξη των κατοίκων τους, πρακτική που εφαρμόστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και η οικονομική διείσδυση σε ανεξάρτητα κράτη και η μετατροπή τους σε ημιαποικίες, τακτική που εφαρμόστηκε όπου ήταν αδύνατη, για λόγους διεθνών ισορροπιών, η κατάκτηση (π.χ. η γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα).
Τα ευρωπαϊκά κράτη κατέλαβαν εδάφη στην Ασία και στην Αφρική. Η τελευταία μετατράπηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, σε μια μεγάλη αποικία.
Η Μ. Βρετανία ήταν, αναμφισβήτητα, η ισχυρότερη αποικιακή δύναμη, μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία. Κατείχε αποικίες με πληθυσμούς κυρίως λευκών (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), αποικίες με πληθυσμούς κυρίως ντόπιων (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νότια Αφρική κ.ά.), ενώ έλεγχε και διάφορα στρατηγικά σημεία (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος κ.ά.).
Η Γαλλία διέθετε αποικίες στην Αφρική (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Σενεγάλη, Μαυριτανία κ.ά.) και στην Άπω Ανατολή (Ινδοκίνα: Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη).
Άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία, διέθεταν μικρό αριθμό αποικιών.
Την ίδια εποχή, η Ρωσία, καταλαμβάνοντας και εποικίζοντας ολόκληρη τη βόρεια Ασία, επέκτεινε την κυριαρχία της μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού.
Επίσης, αυτή την περίοδο, η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να διεισδύουν στην Κίνα.
Έτσι, στα 1900, το 90% των εδαφών της Αφρικής και μεγάλο μέρος των εδαφών της Ασίας βρίσκονταν υπό αποικιακό έλεγχο.
Η αποικιακή εξάπλωση επηρέασε καταλυτικά τόσο τις περιοχές που εντάχθηκαν στο αποικιακό σύστημα όσο και την Ευρώπη.
Οι αποικίες σφραγίστηκαν από την αποικιοκρατία. Ο πλούτος τους λεηλατήθηκε. Οι λαοί τους αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν κατώτεροι και μετατράπηκαν, σχεδόν, σε δούλους. Οι πολιτισμοί τους υποτιμήθηκαν. Παράλληλα, οι αποικιοκράτες έφεραν στις αποικίες όλα τα στοιχεία των πολιτισμών τους: γλώσσες, τεχνολογικά επιτεύγματα (σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο), θρησκείες, θεσμούς, ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός), τρόπο ζωής. Απέναντι σ’ αυτή την επέλαση, οι λαοί των αποικιών εκδήλωσαν όλες τις αντιδράσεις, από την απόλυτη υποταγή έως την επανάσταση.
Τα αποικιοκρατικά κράτη και οι λαοί τους είδαν τη θέση τους να ενισχύεται με την κατάκτηση αποικιών. Οι Ευρωπαίοι απομύζησαν τις αποικίες και πολλοί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες καρπώθηκαν μέρος αυτού του πλούτου. Παράλληλα, η Ευρώπη έγινε το κέντρο του κόσμου. Οι κατακτήσεις αποικιών θεωρήθηκαν, από τους Ευρωπαίους, επαρκείς αποδείξεις της πνευματικής τους ανωτερότητας, της οικονομικής και τεχνολογικής τους παντοδυναμίας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε ανώτερος. Οι Ευρωπαίοι έφτασαν στην πολιτισμική αλαζονεία. Τέλος, σημειώθηκε όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ίδιους τους αποικιοκράτες: η Γερμανία, έχοντας σημειώσει εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί και αμφισβητούσε την αποικιακή διανομή στρεφόμενη εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Θα δούμε πως, μετά από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, η κατάσταση αυτή θα αλλάξει, καθώς οι παλαιές αποικίες θα διεκδικήσουν την πολιτική ανεξαρτησία τους και θα προσπαθήσουν να αναπτυχθούν οικονομικά. Η οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών δε στόχευε μόνο στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού τους, στην αντιμετώπιση των ασθενειών, της πείνας και της απόλυτης φτώχειας, αλλά και στην εξασφάλιση της σχετικής οικονομικής ανεξαρτησίας τους από τις ισχυρές οικονομίες. Θα δούμε την προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την κατάσταση της υπανάπτυξης, δηλαδή του εγκλωβισμού τους σε μια κατάσταση χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και αυξημένης οικονομικής εξάρτησης από τις βιομηχανικές χώρες, και ενίσχυσης των παραγωγικών τους δυνατοτήτων.
Ορισμένες χώρες θα προσπαθήσουν να πετύχουν τον στόχο αυτόν με την ενίσχυση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων που ήδη είχαν με τις ισχυρές βιομηχανικές χώρες. Άλλες προσπάθησαν να μετατρέπουν την οικονομία τους σε βιομηχανική, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Έτσι διαμορφώθηκαν διαφορετικές στρατηγικές ανάπτυξης για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Πολλοί οικονομολόγοι, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1960 και 1970, υποστήριξαν την άποψη ότι οι φτωχές χώρες είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουν από μια μόνιμη κατάσταση σχετικής υπανάπτυξης. Αυτή την άποψη τη θεμελίωσαν υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξη (των ήδη ανεπτυγμένων χωρών) προκαλεί την υπανάπτυξη (των λοιπών χωρών). Με άλλα λόγια, ότι η ανάπτυξη και η υπανάπτυξη είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ότι οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης των ήδη αναπτυγμένων χωρών δημιουργούν τις προϋποθέσεις υπανάπτυξης των λιγότερο ανεπτυγμένων.
Επειδή η ανάπτυξη δεν είναι μια ενιαία και συμμετρική διαδικασία, δεν εξελίσσεται, δηλαδή, με ομοιόμορφο τρόπο ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά, συχνά δημιουργεί φαινόμενα καθυστέρησης και οπισθοδρόμησης. Για παράδειγμα, η συγκέντρωση του πληθυσμού και η βιομηχανική ανάπτυξη της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων αστικών κέντρων στην Ελλάδα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, συνδυάστηκε με την ερήμωση χωριών ή μικρών πόλεων που άκμαζαν σε προηγούμενες εποχές.
Τα τελευταία χρόνια δίνεται έμφαση στην περιφερειακή ανάπτυξη, που αφορά τη βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής κατάστασης των περιφερειών μιας χώρας με στόχο την αναβάθμιση του τοπικού επιπέδου και τη μείωση των διαπεριφερειακών ανισοτήτων με την εφαρμογή ενός περιφερειακού - τοπικού προγράμματος ανάπτυξης.
Το ζήτημα της περιφερειακής ανάπτυξης βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής του σύγχρονου αναπτυσσόμενου κόσμου, ακριβώς επειδή συνδέεται με την επίλυση σημαντικών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, όπως: η πληθυσμιακή αστική συγκέντρωση, η αποσυμφόρηση των μεγαλουπόλεων, το υποβαθμισμένο επίπεδο ζωής στα αστικά κέντρα και στο ύπαιθρο κ.ά. Ουσιαστικά επίσης συμβάλλει στη λύση παγκόσμιων ζητημάτων, όπως τη μόλυνση του περιβάλλοντος καιτην κοινωνικοοικονομική ανισότητα μεταξύ ανεπτυγμένων και φτωχών χωρών.
ΜΙΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Οι απαρχές της παγκόσμιας ανισότητας, που είδαν αρχικά τη Δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια τη Βόρεια Αμερική να ξεφεύγουν μπροστά σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, μπορούν να εντοπιστούν στην άνοδο των πόλεων-κρατών της Βόρειας Ιταλίας τον 14ο αιώνα και στην Αναγέννηση τον 15ο αιώνα. Μέχρι το 1500, ο μέσος Ευρωπαίους ήταν δύο φορές πλουσιότερος από τον μέσο Αφρικανό. Το πραγματικό όμως χάσμα στις συνθήκες διαβίωσης διευρύνθηκε κυρίως μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση που ξεκίνησε στην Αγγλία στο τέλος του 18ου αιώνα και διαδόθηκε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική κατά τον 19ο αιώνα. Το 1870, όταν οι Ευρωπαίοι ήλεγχαν μόλις το 10% της αφρικανικής ηπείρου (κυρίως τη Βόρεια και τη Νότια Αφρική), τα εισοδήματα των δυτικοευρωπαίων ήταν ήδη τέσσερις φορές μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα αφρικανικά. Η Ευρώπη με άλλα λόγια δεν χρειαζόταν την Αφρική για να ευημερήσει. Αποίκισε την Αφρική ακριβώς επειδή η ίδια ήταν πλουσιότερη και, κατά συνέπειαν, πιο ισχυρή.
Το δικαίωμα στη μετανάστευση διατυπώθηκε θεωρητικά από τη δυτική πολιτική φιλοσοφία στις απαρχές της νεότερης εποχής. Πολύ πριν από το δικαίωμα στη ζωή, που διατύπωσε στον 17ο αιώνα ο Τόμας Χομπς, το δικαίωμα στη μετανάστευση παρουσιάστηκε από τον Ισπανό θεολόγο Φρανσίσκο ντε Βιτόρια το 1539, με τις παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα (Relectiones de Indis), ως ένα οικουμενικό φυσικό δικαίωμα.
Στο θεωρητικό πεδίο αυτή η θέση εντασσόταν σε μια εποικοδομητική κοσμοπολιτική αντίληψη των σχέσεων μεταξύ των λαών, εμπνεόμενη από ένα είδος οικουμενικής αδελφοσύνης.
Στο πρακτικό πεδίο, αυτή απέβλεπε σαφώς στη νομιμοποίηση της ισπανικής κατάκτησης του Νέου Κόσμου ακόμη και με τον πόλεμο, εκεί όπου στην άσκηση του δικαιώματος στη μετανάστευση θα αντιτασσόταν αθέμιτη αντίσταση. Εξάλλου, όλη η κλασική φιλελεύθερη παράδοση θεωρούσε πάντα το jus migrandi θεμελιώδες δικαίωμα.
Ο Τζον Λοκ βάσισε πάνω σε αυτό την εγγύηση του δικαιώματος στην επιβίωση και την ίδια τη νομιμοποίηση του καπιταλισμού: γιατί το δικαίωμα στη ζωή, έγραψε, είναι εγγυημένο από την εργασία και όλοι μπορούν να εργαστούν αν το θελήσουν, επιστρέφοντας στις γεωργικές καλλιέργειες ή μεταναστεύοντας στα «ακαλλιέργητα εδάφη της Αμερικής», επειδή «υπάρχει αρκετή γη στον κόσμο ώστε να επαρκεί για τους διπλάσιους από τους κατοίκους του».
Ο Καντ με τη σειρά του διατύπωσε το δικαίωμα στη μετανάστευση ως τρίτο άρθρο για την «αιώνια ειρήνη», ταυτίζοντάς το με την αρχή μιας «οικουμενικής φιλοξενίας».
Και το άρθρο 4 της συνταγματικής πράξης, της συνημμένης στο γαλλικό Σύνταγμα του 1793, ορίζει ότι «Κάθε ξένος μεγαλύτερος των 21 ετών, που κατοικεί στη Γαλλία εδώ και έναν χρόνο, ζει από την εργασία του ή κατέχει μια ιδιοκτησία ή παντρεύεται μια Γαλλίδα πολίτη ή υιοθετεί ένα παιδί ή συντηρεί έναν γέρο μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα του πολίτη».
Το jus migrandi (δίκαιο του μετανάστη) παρέμεινε από τότε μια βασική αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου, μέχρι την καθιέρωσή του με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948. Παρέμεινε όσο η ασυμμετρία δεν ανατρεπόταν.
Σήμερα είναι οι πληθυσμοί που μέχρι χθες ήταν αποικιοκρατούμενοι αυτοί που διαφεύγουν από τη δυστυχία που προκάλεσαν οι πολιτικές μας. Και επομένως η άσκηση του δικαιώματος στη μετανάστευση μετατράπηκε σε έγκλημα. Γι’ αυτό βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια σοβαρότατη αντίφαση, που μόνον η εγγύηση του δικαιώματος στη μετανάστευση θα μπορούσε να άρει.
Η αναγνώριση αυτής της αντίφασης δεν θα έπρεπε να μας κάνει να λησμονούμε εκείνη την κλασική διατύπωση, την κυνικά εργαλειακή, του δικαιώματος στη μετανάστευση· επειδή η ανάμνησή της μπορεί τουλάχιστον να γεννήσει -στη δημόσια συζήτηση, στην πολιτική αντιπαράθεση, στη διδασκαλία στα σχολεία- μια συνειδητοποίηση του ότι οι πολιτικές μας είναι όχι μόνο νομικά, αλλά και ηθικά και πολιτικά απαράδεκτες, και να λειτουργήσει σαν φρένο στις τωρινές ξενοφοβικές και ρατσιστικές τάσεις.
Αυτές οι σκληρές πολιτικές δηλητηριάζουν και εξαχρειώνουν την κοινωνία στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Σπέρνουν τον φόβο και το μίσος για τους διαφορετικούς. Δυσφημώντας όσους σώζουν ανθρώπινες ζωές, διασύρουν τη στοιχειώδη πρακτική της παροχής βοήθειας σε εκείνους που κινδυνεύει η ζωή τους. Φασιστικοποιούν το κοινό αίσθημα.
Με δυο λόγια, ανασυγκροτούν τις ιδεολογικές βάσεις του ρατσισμού· ο οποίος, όπως ορθά υποστήριζε ο Μισέλ Φουκό, δεν είναι η αιτία αλλά το αποτέλεσμα των καταπιέσεων και των θεσμικών παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η «προϋπόθεση» -έγραφε- που επιτρέπει να «γίνεται αποδεκτή η θανάτωση» ενός μέρους της ανθρωπότητας.
Πρόκειται για το ίδιο ανακυκλούμενο ανακλαστικό που στο παρελθόν γέννησε τη σεξιστική εικόνα της γυναίκας και την ταξική εικόνα του προλετάριου ως κατώτερων όντων, επειδή μόνον έτσι μπορούσε να δικαιολογηθεί η καταπίεση, η εκμετάλλευση και η στέρηση δικαιωμάτων. Πλούτος, κυριαρχία και προνόμιο δεν αρκούνται στο να καταχρώνται την ισχύ τους. Θέλουν και μια κάποια ουσιαστική νομιμοποίηση.
Μια δεύτερη επίπτωση δεν είναι λιγότερο σοβαρή και καταστροφική. Αυτή έγκειται σε μια μεταβολή των συλλογικών κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων. Δεν έχουμε πλέον τα παλιά ταξικά υποκείμενα, που βασίζονταν στην ισότητα και στους κοινούς αγώνες για κοινά δικαιώματα, αλλά νέα πολιτικά υποκείμενα ταυτοτικού τύπου, βασιζόμενα στον προσδιορισμό των διαφορετικών ταυτοτήτων ως εχθρικών και στην αντιστροφή των κοινωνικών αγώνων: όχι πλέον όποιος βρίσκεται από κάτω εναντίον εκείνου που βρίσκεται από πάνω, αλλά όποιος βρίσκεται από κάτω εναντίον εκείνου που βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα.
Είναι μια μεταβολή που απειλεί τις κοινωνικές βάσεις της δημοκρατίας. Μια ορθολογική πολιτική, εκτός του ότι θα εγγυάται τα δικαιώματα, θα πρέπει να υποκινείται ρεαλιστικά από την επίγνωση του ότι οι μεταναστευτικές ροές είναι δομικά και ανεπίστρεπτα φαινόμενα, καρπός της άγριας παγκοσμιοποίησης που προωθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός.
Θα έπρεπε μάλιστα να διαθέτει το θάρρος να αποδέχεται το μεταναστευτικό φαινόμενο ως το αυθεντικό γεγονός που διαμορφώνει τη μελλοντική τάξη, που προορίζεται -ως διεκδίκηση και ως φορέας της ισότητας- να αλλάξει επαναστατικά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και, μακροπρόθεσμα, να αναθεμελιώσει τη διεθνή διάταξη.
Luigi Fegiafolli
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Οι τύχες της Αφρικής την περίοδο της αποικιοκρατίας ήταν πολλές και διαφορετικές. Σημαντική πρόοδος για παράδειγμα σημειώθηκε στην υγεία και την παιδεία. Ο Maddison εκτιμά ότι το 1870 υπήρχαν 91 εκατομμύρια Αφρικανοί. Μέχρι το 1960, τη χρονιά της ανεξαρτησίας, ο αφρικανικός πληθυσμός αυξήθηκε παραπάνω από τρεις φορές για να φτάσει τα 285 εκατομμύρια. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανθρώπων στην Αφρική που παρακολούθησαν σχολείο αυξήθηκε από λιγότερο από 5% στο περισσότερο από 20%. Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν τους Αφρικανούς με περιφρόνηση και τους υπέβαλλαν σε αρνητικές διακρίσεις και συχνά σε βία.
Η βία εντάθηκε κατά την περίοδο του αγώνα για την ανεξαρτησία της Αφρικής, καθώς οι αποικιακές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστείλουν τους Αφρικανούς εθνικιστές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Αφρικανοί ηγέτες να αναλάβουν την τύχη χωρών όπου η πρακτική της καταστολής της πολιτικής διαφωνίας ήταν ήδη σταθερά εδραιωμένη. Αντί οι ηγέτες αυτοί να καταργήσουν τους νόμους που επέτρεπαν τη λογοκρισία και τη φυλάκιση για τη διαφορετική άποψη, τους διατήρησαν και τους επεξέτειναν.
Ακριβώς επειδή η αποικιοκρατία ήταν τόσο ψυχολογικά εξευτελιστική για τους Αφρικανούς γενικότερα και για τους εθνικιστές ηγέτες πιο συγκεκριμένα, οι μεταποικιακές αφρικανικές κυβερνήσεις επέδειξαν ιδιαίτερη αποφασιστικότητα στην κατάργηση των αποικιακών θεσμών. Καθώς η νομοκρατία, η λογοδοσία της διοίκησης, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και το ελεύθερο εμπόριο είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη, έπρεπε να καταργηθούν. Στη θέση τους, πολλοί Αφρικανοί ηγέτες επέλεξαν να αντιγράψουν τους πολιτικούς θεσμούς και τις οικονομικές πολιτικές μιας ανερχόμενης δύναμης που αντιπροσώπευε το ακριβώς αντίθετο από την ελεύθερη αγορά και τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης - της Σοβιετικής Ένωσης.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Η αντιγραφή της ΕΣΣΔ την δεκαετία του 1960 δεν ήταν τελείως παράλογη. Κατά τη δεκαετία του 1930 η ΕΣΣΔ αυτή είχε υποστεί μια ραγδαία εκβιομηχάνιση που την μεταμόρφωσε από αγροτική χώρα σε μια μεγάλη δύναμη. Η εκβιομηχάνιση κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ζωές, αλλά της επέτρεψε να θριαμβεύσει έναντι της Γερμανίας του Χίτλερ (θυσιάζοντας στον πόλεμο άλλες 27 εκατομμύρια ζωές). Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η ΕΣΣΔ όχι μόνο παρήγε τεράστιες ποσότητες ατσαλιού και εξοπλισμών, αλλά και φάνηκε πως θα κέρδιζε τον επιστημονικό ανταγωνισμό με τη Δύση όταν ο Γιούρι Γκαγκάριν έγινε ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα στις 12 Απριλίου του 1961.
Η τεράστια αναποτελεσματικότητα και οπισθοδρομικότητα της σοβιετικής οικονομίας δεν έγιναν εμφανείς παρά μόνο στη δεκαετία του 1970. Μέχρι τότε, δυστυχώς, το σοσιαλιστικό μικρόβιο είχε προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, με πολλές χώρες να υιοθετούν μονοκομματικά συστήματα που κατέστρεψαν τη λογοδοσία και τη νομοκρατία, υπονόμευσαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη. Επιβλήθηκαν έλεγχοι στις τιμές και τις αμοιβές και το ελεύθερο εμπόριο έδωσε τη θέση του στην αντικατάσταση των εισαγωγών και την αυτάρκεια.
Το ειδύλλιο της Αφρικής με τον σοσιαλισμό άντεξε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν επιτέλους η Αφρική άρχισε να εντάσσεται εκ νέου στην παγκόσμια οικονομία. Οι εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο φιλελευθεροποιήθηκαν σε κάποιον βαθμό, και τα αφρικανικά κράτη άρχισαν να απελευθερώνουν τις οικονομίες τους, ανεβαίνοντας έτσι θέσεις στον κατάλογο της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ευκολία στην Επιχειρηματικότητα (Ease of Doing Business - World Bank).
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1898, ο βρετανικός στρατός με 25000 στρατιώτες, αντιμετώπισε τον διπλάσιο σουδανικό στρατό στο Ομντουρμάν, δίπλα στο Χαρτούμ, στη καρδιά μιας από τις λίγες εναπομείνασες ανεξάρτητες χώρες στην Αφρική. Το Σουδάν ήταν μια χώρα «καταραμένη». Τα εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια του εναλλάσσονταν από την καυτή έρημο στο τροπικό δάσος, που μαστιζόταν από αρρώστιες. Αυτή ήταν και η εικόνα των ίδιων των Σουδανέζων: «Όταν ο Αλλάχ δημιούργησε το Σουδάν», έλεγαν, «γέλασε». Η ζωή ήταν δύσκολη σε μια τέτοια χώρα. Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι είχαν έρθει για να την πάρουν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Εκτεινόμενο σε χιλιάδες μίλια της Αφρικής, αποτελούμενο από περίπου 600 φυλές, που μιλούσαν εκατό γλώσσες και ίσως μια ντουζίνα διαφορετικών τρόπων ζωής, το Σουδάν είχε προσφάτως συμπτυχθεί σε μία ενιαία πολιτεία. Αυτό που, στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη –και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο- ήταν ο αντίκτυπος του ιμπεριαλισμού.
Η τουρκοαιγυπτιακή κατάκτηση του Σουδάν είχε αρχίσει το 1820 και ήταν ακόμα σε εξέλιξη 60 χρόνια αργότερα. Ήταν εκμεταλλευτική και καταπιεστική. Η είσπραξη φόρων στα σουδανικά χωριά ήταν μια παραστρατιωτική επιχείρηση, η οποία πραγματοποιούταν με τη βοήθεια του kourbash (μαστίγιο φτιαγμένο από τη ράχη ρινόκερου). Οι υπάλληλοι ήταν συνήθως διεφθαρμένοι και έτσι οι δωροδοκίες και τα ανταλλάγματα συσσωρεύονταν στον όγκο των φόρων. Στη σκληρότητα και τη φτώχεια του τοπίου, ως εκ τούτου, προστέθηκε η πικρή εμπειρία του εκφοβισμού από τα ξένα αφεντικά. Αυτό όμως, μεταξύ του 1881 και του 1884, είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό κύμα αντίδρασης που έδιωξε τους ξένους από το Σουδάν και σφυρηλάτησε ένα ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος. Η αντίσταση βασίστηκε στην ισλαμική θρησκεία επειδή αυτή προσέφερε ένα πλαίσιο ηγεσίας, στελεχών, οργάνωσης και ιδεολογίας ικανό να εξουδετερώσει την ποικιλία και την αποσπασματικότητα του Σουδάν. Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος ήταν ταγμένο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δεν ήταν μόνο ισλαμικό, αλλά και αρκετά αυταρχικό και στρατιωτικοποιημένο.Η εντατικοποίηση της μάχης για την Αφρική μεταξύ 1885 και 1895 έφερε τους Βρετανούς πίσω στο Σουδάν. Το παράδειγμα ενός ανεξάρτητου αφρικανικού κράτους ήταν από μόνο του αρκετά λυπηρό. Όμως, αυτό που έκανε την κατάσταση τόσο επείγουσα ήταν η πιθανότητα μιας γαλλικής επέμβασης στα εδάφη της Βρετανίας. Ο γενικός διοικητής Herbert Kitchener προωθούσε επί δύο χρόνια τονστρατό του στον Νείλο, φτιάχνοντας μια σιδηροδρομική γραμμή για να εξοπλίζονται οι στρατιώτες. Οι άνδρες του χρησιμοποιούσαν σύγχρονα τουφέκια, πολυβόλα και πυροβολικά. Το μεγαλύτερο μέρος των Σουδανέζων είχε δόρατα και σπαθιά.
Η Μάχη του Ομντουρμάν ήταν μια σφαγή. Ο Kitchener έχασε 429 άντρες, ενώ από το σουδανικό στρατό 10.000 σκοτώθηκαν, 13.000 τραυματίστηκαν και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί εγκατέλειψαν τους Σουδανέζους τραυματίες στο πεδίο της μάχης, αφήνοντάς τους στην τύχη τους. Εντωμεταξύ, μια μικρή γαλλική στρατιωτική αποστολή έφτασε στη Fashoda, στην άνω πλευρά του Νείλου, στο Νότιο Σουδάν. Ο Kitchener μεταφέρθηκε στο ποτάμι για να την αντιμετωπίσει και η Βρετανία απείλησε τον πόλεμο, αν η αποστολή δεν αποσυρθεί. Οι Γάλλοι υποχώρησαν. Το «περιστατικό της Fashoda» ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων - όχι μόνο στην Αφρική, αλλά και στην Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Θάλασσα.
Ο καπιταλισμός δεν είχε γεννήσει μόνο μια ληστρική αποικιοκρατία από ορυχεία, φυτείες, και πολυβόλα. Η ανθρωπότητα είχε ήδη περάσει στην περίοδο του πρώτου σύγχρονου βιομηχανοποιημένου παγκόσμιου πολέμου.
Συμπτωματικά το 1882, οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει τη δική τους επανάσταση εναντίον ενός καθεστώτος-μαριονέτας των Βρετανών στο Κάιρο. Αλλά αυτό το κίνημα είχε συνθλιβεί, και οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει αποτελεσματικά τους Τούρκους στην ηγεμονία της Αιγύπτου. Οι άμεσες, ωστόσο, προσπάθειες της Βρετανίας να επανακτήσει το Σουδάν είχαν αποτύχει, αφήνοντας στο ισλαμικό κράτος τον πλήρη έλεγχο του εδάφους μετά το 1885. Αυτές οι πρώτες προσπάθειες ήταν, στην πραγματικότητα, δεν συνοδευόντουσαν από κάποια ιδιαίτερη επιθυμία για την κατάκτησή του. Το Σουδάν ήταν μια φτωχή ερημιά, δύσκολο να ελεγχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αξία και για την βρετανική κυβέρνηση δεν αποτελούσε σημαντικό στόχο.
Πολλά άλλαξαν κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Μέχρι το 1879, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αφρικής ήταν η άγνωστη «μαύρη ήπειρος» για τους Ευρωπαίους. Η επιρροή τους περιοριζόταν κυρίως σε εμπορικούς σταθμούς, δίπλα ή πάνω στην ακτή, πολλοί από τους οποίους χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, αντανακλώντας κυρίως τον εμπορικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού της εποχής. Το υπόλοιπο της Αφρικής παρέμεινε ένα συνονθύλευμα πολιτευμάτων σε πολλά διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Η Αίγυπτος το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα κυβερνούταν από εκσυγχρονιστικά, εθνικιστικά καθεστώτα. Η υπόλοιπη Βόρεια Αφρική βρισκόταν κάτω από την ηγεσία παραδοσιακών Ισλαμιστών ηγεμόνων, εξαιτίας μιας μορφής υποταγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Αβησσυνία (Αιθιοπία) ήταν ένα βασίλειο στην ορεινή ενδοχώρα, με έναν αρχαίο χριστιανικό πολιτισμό. Οι Ασάντι της Δυτικής Αφρικής και οι Ζουλού της Νότιας ήταν φυλές με μιλιταριστική ηγεσία. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης υποσαχάριας Αφρικής ήταν παρόμοιο με το Σουδάν: ένα μωσαϊκό από μικρότερες φυλές.
Μια σημαντική εξαίρεση ήταν η Νότια Αφρική, όπου οι Βρετανοί ήλεγχαν το Natal και το Ακρωτήρι Colony, ενώ οι Boers (αλλιώς Αφρικανοί) –που ήταν λευκοί έποικοι αγρότες, ολλανδικής καταγωγής- είχαν υπό την επίβλεψή τους το Transvaal και το Orange Free State στο εσωτερικό.
Η αφρικανική πολιτική γεωγραφία μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά μετά το 1879 από τον βρετανικό, τον γαλλικό, τον πορτογαλικό, τον ισπανικό, το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, η εξάπλωση του βιομηχανικού καπιταλισμού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει δημιουργήσει μια ταχύτατα αυξανόμενη ζήτηση για τα πρωτογενή προϊόντα, καθώς και νέες αγορές και καταστήματα για την επένδυση του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Η οικονομική κατάρρευση του 1873 και η εν συνεχεία παγκόσμια ύφεση είχε εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών Κατά συνέπεια, μεταξύ 1879 και 1913, σχεδόν το σύνολο της Αφρικής ήταν σκαλισμένο σε αποικίες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η αρπαγή της γης έγινε γνωστή ως «η μάχη για την Αφρική». Η Αφρική παρείχε χρυσό, διαμάντια, χαλκό, κασσίτερο, καουτσούκ, βαμβάκι, φοινικέλαιο, κακάο, τσάι, και πάρα πολλά άλλα στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες και πόλεις της Ευρώπης. Οι κάτοικοι της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου αριθμού των λευκών εποίκων, παρείχαν αγορές για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Τα αποικιακά έργα υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηρόδρομων, έκαναν πλούσιους τους Ευρωπαίους βιομηχάνους και τους ομολογιούχους. Εξαιτίας αυτού και επειδή οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αυξάνονταν, η κατάτμηση (ο κατακερματισμός) της Αφρικής ήταν μια διαδικασία ανταγωνιστική . Αυτό της έδωσε μια δυναμική ανεξάρτητη από την οικονομική αξία των ίδιων των εδαφών.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρπαζαν αποικίες για να προλάβουν η μία την άλλη. Τις χρησιμοποιούσαν ως τροχοπέδη για να εμποδίσουν η μία την επέκταση της άλλης και ως πλατφόρμες για την προβολή της στρατιωτικής τους ισχύος στις «σφαίρες επιρροής» των άλλων. Τις ήθελαν επίσης και ως διαπραγματευτικό ατού στο αυτοκρατορικό παζάρεμα.
Οι Γάλλοι, που είχαν τον έλεγχο σχεδόν όλου του Maghreb και της Δυτικής Αφρικής, ονειρεύονταν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν σε ολόκληρη την ήπειρο, από τον Ατλαντικό έως τον Ινδικό ωκεανό. Οι Βρετανοί, αντιθέτως, μιλούσαν για μία αυτοκρατορία απ’ το βορρά ως το νότο, «από το Κάιρο ως το Ακρωτήρι», που θα συνέδεε τις υπάρχουσες κτήσεις στην Αίγυπτο, την Ανατολική Αφρική και τη Νότια Αφρική. Αλλά οι Γερμανοί άρπαξαν την Τανζανία και έκοψαν το δρόμο και στους δύο.
Το κόστος για τους κατοίκους της Αφρικής ήταν τεράστιο. Η αντίσταση συντρίφθηκε από πυροβολικά, πυροβόλα όπλα και σφαγές. Υπό την απειλή των όπλων, η γη κατελήφθη για να δημιουργηθούν κτηματικές εκτάσεις, που θα παραδίδονταν σε λευκούς. Ως αποτέλεσμα στερήσεων, φορολογίας, ομάδων πίεσης και ληστειών, οι γηγενείς αγρότες και κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να γίνουν μισθωτοί εργάτες. Όταν το 1906 αγρότες εξεγέρθηκαν, ο σερ Frederick Lugard, Βρετανός Ύπατος Αρμοστής για την Προστασία της Βόρειας Νιγηρίας, επέλεξε να τους αφανίσει. Οι στρατιώτες του με τουφέκια σκότωσαν περίπου 2000 αφρικανούς χωρικούς, οπλισμένους με τσεκούρια και τσάπες. Οι φυλακισμένοι εκτελέστηκαν, τα κεφάλια τους κόπηκαν και τοποθετήθηκαν σε πασσάλους. Το χωριό των ανταρτών καταστράφηκε ολοσχερώς. Δέκα χιλιάδες μέλη των φυλών Νάμα και Χένερο πέθαναν από πείνα και από δίψα, όταν οι Γερμανοί τους οδήγησαν στην έρημο της Ναμίμπια μεταξύ 1904 και 1907. Ο γενικός διοικητής Lothar von Trotha, όπως και ο Lugard, ήταν οπαδός της λογικής του αφανισμού. Μεταξύ του 1885 και του 1908, στο βελγοκρατούμενο Κονγκό, εκατομμύρια, ίσως και το ήμισυ του πληθυσμού, έχασαν την ζωή τους εξαιτίας του πολέμου, της πείνας και των ασθενειών, τη στιγμή που ολόκληρη η επικράτεια είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Οι ντόπιοι εργάτες που δεν συμπλήρωναν τα νούμερα στην συλλογή καουτσούκ βρέθηκαν με κομμένα χέρια.
Η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 συνοδεύτηκε από καταλυτικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη και στην ισορροπία δυνάμεων. Το κυρίαρχο αποικιακό σύστημα διαλύθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και οι μεγάλοι αποικιακοί σχηματισμοί έδωσαν τη θέση τους σε μια πλειάδα νέων ανεξάρτητων κρατών. Τα ιδρυτικά 51 κράτη-μέλη του νεοσύστατου ΟΗΕ το 1945 σχεδόν διπλασιάστηκαν (99) το 1960. Η διαδικασία της αποαποικιοποίησης ακολούθησε διάφορους δρόμους, ειρηνικούς και συντεταγμένους σε κάποιες περιπτώσεις, βίαιους και επαναστατικούς σε άλλες. Η ταυτόχρονη επικράτηση του Ψυχρού Πολέμου στις σχέσεις των νέων υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, πρόσθεσε ακόμα ένα πεδίο ανταγωνισμού και παρεμβάσεων στις διεθνείς σχέσεις του μεταπολεμικού κόσμου. Η μεγάλη οικονομική ύφεση μετά το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο 1929 είχε προ πολλού εκμηδενίσει τη σημασία των αποικιακών κτήσεων ως προμηθευτών πρώτων υλών, προκαλώντας την κατάρρευση των τιμών των τελευταίων στην παγκόσμια αγορά. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μετέβαλε περαιτέρω τις σχέσεις μητρόπολης – αποικιών λόγω της ουσιαστικής αδυναμίας των μητροπόλεων να ασκήσουν την αυτοκρατορική εξουσία τους όσο διαρκούσε ο πόλεμος αλλά και εξαιτίας της αθρόας συμμετοχής στα πεδία των μαχών στρατιωτών από τις αποικίες. Η βρετανική ινδική στρατιά αριθμούσε δύο εκατομμύρια άνδρες, ενώ περίπου πεντακόσιες χιλιάδες Αφρικανοί είχαν επιστρατευθεί από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργούσε ένα αναμφισβήτητο ηθικό χρέος προς τις αποικίες αλλά και μια ρεαλιστική απειλή για τις μητροπόλεις, καθώς αντιμετώπιζαν τώρα εκπαιδευμένους στρατιώτες με αμφίβολη νομιμοφροσύνη προς τις αποικιακές αρχές.
Το κύμα αναταραχής και εξεγέρσεων που συγκλόνισε τον αποικιακό κόσμο ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου και αμέσως μετά (σε Ινδία, Αλγερία, Βρετανική Γουιάνα, Μπαχάμες, Βιρμανία, Κένυα, Μαλαισία, Νιγηρία, Νησιά του Σολομώντα και Κονγκό-πρώην Ζαΐρ) έφερε στο προσκήνιο την προσδοκία αυτοδιάθεσης των αποικιακών λαών, που δεν ήταν δυνατόν πλέον να αγνοηθεί. Αμφότερες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, αντιμετώπιζαν ιδιαίτερες δυσχέρειες στη διατήρηση των αποικιακών αυτοκρατοριών τους και γνώρισαν μια σειρά από ταπεινωτικές ήττες: στον πόλεμο της Ινδοκίνας μετά τη μάχη στο Ντιεν Μπιεν Φου το 1954, στη σύγκρουση με την Αίγυπτο για τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ το 1956, ενώ ο πόλεμος της Αλγερίας, που είχε ξεσπάσει το 1954, εξελισσόταν ανησυχητικά για το Παρίσι. Το δυσβάστακτο βάρος της αποικιακής διοίκησης είχε πλέον γίνει ασυμβίβαστο με τις επιτακτικές προτεραιότητες της οικονομικής ανασυγκρότησης στο κέντρο των μητροπόλεων.
Εξάλλου, το διπολικό σύστημα του Ψυχρού Πολέμου είχε αλλάξει άρδην τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ενωση, για τους δικούς τους λόγους η καθεμία, δεν επιθυμούσαν την παράταση της εδαφικής αποικιοκρατίας και ασκούσαν πίεση για τον τερματισμό της.
Αν τα χρόνια 1945-1955 χαρακτηρίζονται η «ασιατική δεκαετία» στην ιστορία της αποαποικιοποίησης, η επόμενη, 1955-1965, ανήκει αναμφίβολα στην Αφρική. Το έτος 1960 ξεχωρίζει, καθώς τότε ανεξαρτητοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα δεκατέσσερα κράτη της υποσαχάριας Αφρικής. Μετά την ανεξαρτησία της Γκάνας το 1957, της πρώτης χώρας της Μαύρης Ηπείρου που απαλλάχθηκε από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία, το επόμενο βήμα έγινε από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ τον Αύγουστο 1958, όταν, μεσούντος του πολέμου της Αλγερίας και μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, έθεσε σε δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Ντε Γκωλ έδωσε στις αποικίες το δικαίωμα επιλογής μεταξύ της αποδοχής του νέου Συντάγματος και της συνεπαγόμενης παραμονής τους στη Γαλλική Κοινότητα (που αντικατέστησε τη βραχύβια Γαλλική Ενωση του 1946-1958 επιχειρώντας έναν άτολμο εκσυγχρονισμό της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, με περιορισμένες παραχωρήσεις εσωτερικής αυτονομίας αλλά όχι και εξίσωσης των αποικιακών υπηκόων με τους Γάλλους πολίτες) ή της απόρριψής του και της πλήρους διάρρηξης των δεσμών με τη Γαλλία. Στο πλαίσιο της νέας Γαλλικής Κοινότητας τα κράτη θα ήταν αυτόνομα, αυτοδιοικούμενα και θα διαχειρίζονταν ελεύθερα και δημοκρατικά τις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Κατ’ αρχήν μόνο η Γουινέα του Σέκου Τουρέ επέλεξε την ανεξαρτησία, το 1958, όμως στα τέλη του 1959 ο Ντε Γκωλ αναγκάστηκε σε στρατηγική αναδίπλωση διαπιστώνοντας ότι οι αποικιοκρατούμενοι λαοί θα καταψήφιζαν τελικά την προτεινόμενη διέξοδο. Εδωσε έτσι τη διαβεβαίωση ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν στην Κοινότητα ακόμη και χώρες που θα είχαν επιλέξει την ανεξαρτησία, διατηρώντας ανοιχτή την οδό της οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας με την πρώην μητρόπολη. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη για τη Γαλλία καθώς η διατήρηση της αυτοκρατορίας ταυτιζόταν για την κοινή γνώμη με την αναγνώρισή της ως παγκόσμιας δύναμης. Το 1960 οι Ομοσπονδίες της Δυτικής και Ισημερινής Αφρικής διασπάστηκαν σε ένα πλήθος κρατών, κυρίαρχων μεν αλλά που διατήρησαν ειδικούς δεσμούς και διάφορες μορφές συνεργασίας με τη Γαλλία (στρατιωτικής, οικονομικής, νομισματικής και πολιτισμικής), που θα χαρακτηριστούν «νεο-αποικιακές» στη συνέχεια: πρώτο το γαλλικό Καμερούν, την 1η Ιανουαρίου, και ακολουθούν η βραχύβια Ομοσπονδία του Μάλι με τη Σενεγάλη και το γαλλικό Σουδάν (διήρκεσε μόλις τρεις μήνες), η Δαχομέη (Μπενίν μετά το 1975), η Ακτή Ελεφαντοστού, το Τσαντ, η Ανω Βόλτα (Μπουρκίνα Φάσο από το 1984), η Μαυριτανία, ο Νίγηρας, η Γκαμπόν και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Την ίδια χρονιά ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Μεγάλη Βρετανία το Τόγκο, το βρετανικό Καμερούν, η Μαδαγασκάρη και η Νιγηρία, ενώ η βρετανική και η ιταλική Σομαλία ενώθηκαν στη Σομαλική Δημοκρατία. Το έναυσμα έδωσε μια από τις εμβληματικότερες ομιλίες στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, από τον πρωθυπουργό Χάρολντ Μακ Μίλαν. Σε μια μεγάλη περιοδεία στην Αφρική που διήρκεσε έξι εβδομάδες, ο Mακ Μίλαν απευθύνθηκε με σχεδόν τα ίδια λόγια στις αφρικανικές πρωτεύουσες, πρώτα στην Ακρα της Γκάνας και στη συνέχεια στο Λάγος, στη Ροδεσία, τη Νιάσαλαντ και τέλος στην πανηγυρική κοινή συνεδρίαση των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων της Νότιας Αφρικής στο Κέιπ Τάουν, στις 3 Φεβρουαρίου 1960. Πολιτικός του Συντηρητικού Κόμματος που είχε διαδεχθεί τον Αντονι Ιντεν στην πρωθυπουργία το 1957, όταν ο τελευταίος υποχρεώθηκε σε παραίτηση μετά την κρίση του Σουέζ, ο Mακ Μίλαν αναφέρθηκε στον «άνεμο της αλλαγής» στην αφρικανική ήπειρο ως ένα αδιαμφισβήτητο πολιτικό γεγονός: «Κατά τον 20ό αιώνα και ιδίως μετά το τέλος του πολέμου, οι διαδικασίες που γέννησαν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη επαναλαμβάνονται σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Είδαμε την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης σε λαούς που έζησαν εξαρτημένοι από κάποια άλλη δύναμη επί αιώνες. Δεκαπέντε χρόνια πριν, αυτό το κίνημα διαδόθηκε στην Ασία. Εκεί, πολλές χώρες από διαφορετικές φυλές και πολιτισμούς διεκδίκησαν το δικαίωμα στην ανεξαρτησία. Τώρα το ίδιο συμβαίνει στην Αφρική, και το εντυπωσιακότερο από την εντύπωση που σχημάτισα αφότου έφυγα από το Λονδίνο, εδώ και έναν μήνα, είναι η δύναμη αυτής της αφρικανικής εθνικής συνείδησης. Σε κάθε περιοχή εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές, αλλά συμβαίνει παντού. Ο “άνεμος της αλλαγής” πνέει σε αυτή την ήπειρο απ’ άκρη σ’ άκρη και, είτε μας αρέσει είτε όχι, η άνοδος της εθνικής συνείδησης είναι ένα πολιτικό γεγονός. Οφείλουμε να το αποδεχθούμε ως γεγονός και να το λάβουμε υπ’ όψιν μας στις εθνικές πολιτικές μας».
Η ομιλία του Μακ Μίλαν καταδεικνύει την οξεία αντίληψη της ιστορικής συγκυρίας από τον Βρετανό πρωθυπουργό και την αποφασιστικότητά του να αναθεωρήσει δραστικά τις διεθνείς δεσμεύσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Συνάντησε όμως περιορισμένη απήχηση στα αφρικανικά Κοινοβούλια και στο λευκό ακροατήριό τους. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 21 Μαρτίου 1960, η σφαγή στη Σάρπβιλ της Νότιας Αφρικής άφησε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες, όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των μαύρων διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για το καθεστώς των εσωτερικών διαβατηρίων που οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ήταν υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν σε όποιον λευκό το ζητούσε. Η ένταση του ρατσιστικού μίσους στις αποικίες εγκατάστασης όπως η Κένυα και η Ροδεσία, με σχετικά υψηλή συγκέντρωση λευκών αποίκων που απέρριπταν κάθε ιδέα για μεταβίβαση της εξουσίας στη μαύρη πλειοψηφία των χωρών τους, είχε ως συνέπεια την καθυστέρηση της ανεξαρτητοποίησής τους που επήλθε με καθυστέρηση και ύστερα από βίαιες συγκρούσεις (1963 και 1980 αντίστοιχα). Στις λοιπές χώρες όπου αυτή η μεταβίβαση εξουσίας έλαβε χώρα και κοινοβουλευτικά καθεστώτα αναδείχθηκαν έπειτα από δημοκρατικές εκλογές ως το πρώτο βήμα της ανεξαρτησίας, γρήγορα κατέστη σαφές ότι η τυπική πολιτική ανεξαρτητοποίηση δεν αποτελούσε εγγύηση για την ουσιαστική απελευθέρωση των νέων κρατών από τη δυτική κηδεμονία. Σε πολύ σύντομο διάστημα ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτικά πραξικοπήματα για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, συχνά υποκινούμενα από τις ξένες δυνάμεις στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποαποικιοποίησης, που συμπυκνώνει δραματικά τις παθογένειες της αποικιοκρατίας και τις συνέπειες της νεο-ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, είναι ίσως του βελγικού Κονγκό. Η εσπευσμένη απελευθέρωση της μοναδικής αποικίας του Βελγίου στις 30 Ιουνίου 1960 σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του Κονγκό, και την καταβύθιση της χώρας σε μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο και μεγάλης έκτασης ανθρωπιστική καταστροφή.
Αποικία : έδαφος υπό τον πλήρη έλεγχο της μητρόπολης
Προτεκτοράτο: Κράτος υπό τον έλεγχο μιας «προστάτιδας» δύναμης έπειτα από μια συνθήκη ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις> Αυτό το σύστημα επέτρεψε τον έλεγχο περιοχών χωρίς να αλλάξουν οι δομές των προηγούμενων καθεστώτων (π.χ. Τυνησία, Καμπότζη)
Εντολή: Αυτό το εδαφικό status εμφανίστηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο< Αφορούσε τις πρώην γερμανικές αποικίες και εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που πέρασαν υπό τον προσωρινό έλεγχο άλλων δυνάμεων με σκοπό αργότερα την ανεξαρτητοποίησή τους (Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη, Καμερούν)
Κοινοπολιτεία: Οργανισμός που αφορούσε όλες τις πρώην βρετανικές αποικίες που διατήρησαν δεσμούς με το στέμμα αλλά είχαν πλέον ανεξαρτησία (Καναδάς, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία)
Κατά τους νεότερους χρόνους αποικίες είχαν ιδρύσει η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία, κυρίως στην Αμερική και στην Ασία. Βασικά στοιχεία όλων αυτών των αποικιών ήταν η εγκατάσταση εποίκων από τις μητροπόλεις και η λειτουργία των κοινοτήτων των εποίκων ως πυρήνων της εν γένει οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής των αποικιών. Η νέα αποικιοκρατία, ως ιστορικό φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως ιμπεριαλισμός (από τον λατινικό όρο «imperium»: αυτοκρατορία), διέφερε από τις προγενέστερες φάσεις του φαινομένου από την εξής άποψη: οι νέες αποικίες δε δημιουργήθηκαν από το δημογραφικό πλεόνασμα ή από ανεπιθύμητες θρησκευτικές ή άλλες ομάδες του πληθυσμού της Ευρώπης, ούτε ανέπτυξαν τους θεσμούς των μητροπόλεων της γηραιάς ηπείρου. Οι νέες αποικίες εγκαθιδρύθηκαν από χώρες της Ευρώπης και από τις ΗΠΑ σε υπανάπτυκτες οικονομικά και ανίσχυρες στρατιωτικά περιοχές του κόσμου, ιδίως στην Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, με τον εξαναγκασμό ήτη χρήση βίας, για να εξυπηρετήσουν κυρίως οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των μητροπολιτικών χωρών. Η εξυπηρέτηση οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων δεν ήταν ωστόσο το μοναδικό κίνητρο, όπως προαναφέρθηκε. Η απόκτηση αποικιών σε υπανάπτυκτες και εν πολλοίς άγνωστες περιοχές του κόσμου υπήρξε εθνική επιδίωξη, που απέκτησε λαϊκή υποστήριξη. Οι αποικίες στον υπανάπτυκτο και αναξιοπαθούντα κόσμο της Αφρικής και της Ασίας έφτασαν να θεωρούνται επιβράβευση των δυνατοτήτων και της ισχύος μιας χώρας της Ευρώπης και στόχος εθνικός.
Η αποικιοκρατία ήταν άρρηκτα και οργανικά συνδεδεμένη με τον εθνικισμό, ενώ στον πυρήνα της υπήρχε το στοιχείο του μεσσιανισμού* και της εθνικής αποστολής. Οι Βρετανοί αναφέρονταν στο «χρέος του λευκού ανθρώπου» (the white man's burden), οι Γάλλοι στην «εκπολιτιστική τους αποστολή»(mission civilisatrice). Ακολούθησαν οι Γερμανοί και οι Βέλγοι με ανάλογες αναφορές. Στοιχεία της ίδιας εθνικής έξαρσης διακρίνονται και στο όραμα των Ελλήνων αυτής της εποχής, το όραμα της Ελλάδας από την οποία ανέμεναν να «φωτίσει» ως φωτοβόλος «φάρος» και να απελευθερώσει την «καθ' ημάς Ανατολή».
Η Βρετανία έσπευσε να προσθέσει στις παλαιές της αποικίες νέες, ιδίως στην Αφρική: την Αίγυπτο και το Σουδάν, καθώς και τη Νότια Αφρική. Κατείχε ήδη την Ινδία και το Πακιστάν, καθώς και άλλα στρατηγικά σημεία στην ίδια περιοχή. Ο Καναδάς και η Αυστραλία απέκτησαν την ίδια εποχή καθεστώς αυτοδιοίκησης, αλλά παρέμειναν τμήματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και κατόπιν της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η Γαλλία, παλαιά αποικιοκρατική δύναμη και αυτή, κατέλαβε τη βορειοδυτική Αφρική, για να ακολουθήσουν η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ιταλία στην κεντρική Αφρική. Το παράδειγμα των ευρωπαϊκών χωρών ακολούθησαν και δύο εξωευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, οι οποίες ενεπλάκησαν στην ανατολική Ασία. Η Ρωσία εξαπλώθηκε στον Καύκασο, στην κεντρική Ασία και στη Σιβηρία.
Σε πολλές περιοχές του κόσμου οι δυτικοί αποικιοκράτες δημιούργησαν θεσμούς διακυβέρνησης και εθνικές ενότητες στη θέση των κατακερματισμένων γλωσσικά και θρησκευτικά ανθρώπινων συνόλων, όπως οι Βρετανοί στη βορειοανατολική και τη νότια Αφρική, καθώς και στην Ινδία. Λιγότερο ανθεκτικοί υπήρξαν οι θεσμοί που δημιούργησαν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Βέλγοι και οι Ιταλοί στις δικές τους αποικίες. Σε πολλές περιοχές της Αφρικής σχηματίστηκαν αποικίες χωρίς άλλον συνεκτικό δεσμό εκτός από τις αρχές των αποικιοκρατών. Οι αποικίες αυτές αποτέλεσαν κατά τον 20ό αιώνα, όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, προβληματικά εθνικά κράτη χωρίς συνοχή, στα οποία εκδηλώθηκαν σκληροί εμφύλιοι πόλεμοι.
Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία του 19ου αιώνα ολοκλήρωσε τη διείσδυση του δυτικού ανθρώπου στον εξωευρωπαϊκό κόσμο, η οποία είχε αρχίσει τον 16ο αιώνα, και τον προσέδεσε στον δυτικό κόσμο. Ο δυτικός άνθρωπος προσπάθησε να ενσωματώσει στον δυτικό πολιτισμό λαούς με κοινωνική οργάνωση και πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δυτικό, να τους «προικοδοτήσει» με θεσμούς ανάλογους προς τους δικούς του. Ταυτοχρόνως οι πρώτες ύλες και οι παραγωγικές δυνατότητες των αποικιών προσαρμόστηκαν έτσι, ώστε να εξυπηρετούν όχι αποκλειστικά τις ανάγκες των γηγενών κατοίκων, αλλά και τις παραγωγικές ανάγκες των μητροπολιτικών χωρών. Σε πολλές αποικίες ο δυτικός άνθρωπος εξάρθρωσε παραδοσιακές κοινωνικές δομές χωρίς να δημιουργήσει στη θέση τους βιώσιμους δυτικούς θεσμούς, αλλά, παρ' όλα αυτά, κατόρθωσε να εξαλείψει θανατηφόρες επιδημίες, τη δουλεία και άλλες ενδημικές μάστιγες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου