Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες αντιλήψεις, ο πολιτισμός γίνεται καλύτερα κατανοητός με τους δικούς του όρους, “από μέσα”. Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει ένα απόλυτο πρότυπο για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του, αφού, αν υπήρχε, δε θα είχαμε παρά να το γνωρίσουμε και να το μιμηθούμε. Ο πολιτισμός είναι ένα πολύπλοκο και πολυποίκιλο σύστημα, που δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με έξω από αυτόν αξίες, νοοτροπίες και κανόνες.
Την εποχή της αποικιοκρατίας, για παράδειγμα, η έλλειψη κατανόησης των τοπικών κοινωνιών από τους Δυτικούς, στα διάφορα σημεία του πλανήτη όπου είχαν εξαπλωθεί οι αποικιοκράτες, τους οδήγησε πολλές φορές στο να θεωρήσουν τους λαούς που κατέκτησαν “πρωτόγονους”, “βάρβαρους” ή “απολίτιστους”. Και τούτο συνέβη, παρ’ όλο που κάποιοι από αυτούς τους πολιτισμούς (π.χ. ο ινδικός ή ο κινέζικος) είχαν μακρά ιστορία και τεράστια επιτεύγματα.
Σήμερα βέβαια αυτοί οι αποικιοκρατικοί μύθοι έχουν καταπέσει. Γεννιούνται όμως άλλα ερωτήματα. Μπορούμε να μιλάμε για πολιτισμό εν γένει ή πρέπει να μιλάμε μόνο για συγκεκριμένους πολιτισμούς; Αν η κατανόηση ενός πολιτισμού γίνεται μόνο “από μέσα”, μήπως είναι αδύνατον να κατανοήσουμε άλλους πολιτισμούς; Μήπως, ακόμα, οι πολιτισμοί είναι ασύμβατοι μεταξύ τους; Γιατί, αν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε εξίσου καλά διάφορους πολιτισμούς, τότε δεν είναι δυνατόν να κάνουμε και συγκρίσεις. Και αν δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις, τότε δεν μπορούμε βέβαια να αποφανθούμε για την ανωτερότητα ενός πολιτισμού σε σχέση με έναν άλλον. Πράγματι, σήμερα δε μιλάμε πια για ανώτερους ή κατώτερους πολιτισμούς ·- μιλάμε για διαφορές και ομοιότητες, αλλά δεν να κάνουμε αξιολογικές κρίσεις γι’ αυτούς.
O Claude Levi-Strauss θεωρείται ο θεμελιωτής της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας: της επιστήμης, δηλαδή, που μελετά τις κοινές δομές που έχουν όλοι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Αντικείμενο της κοινωνικής ανθρωπολογίας είναι η πολιτισμική ετερότητα, η διαφορετικότητα. Ιστορικά, αντλεί τον δυναμισμό της από τη συστηματική, την «από τα μέσα», επιτόπια γνώση και εμπειρία άλλων, διαφορετικών κοινωνιών που ανήκουν στις περιφέρειες του βιομηχανικού κόσμου, στην Αφρική, την Ασία, την Νότια Αμερική, την Αυστραλία ή τη Μελανησία. Από την απόσταση που εξασφαλίζει η γνώση του διαφορετικού, η ανθρωπολογία στρέφεται και στη μελέτη του «οικείου», και ειδικότερα, στη διερεύνηση των λεγόμενων «δυτικών», βιομηχανικών κοινωνιών.
“Όσο περισσότερο προσπαθούμε να επιβάλουμε διαχωριστικά όρια ανάμεσα στους πολιτισμούς και τα έθιμα, τόσο περισσότερο ταυτιζόμαστε με τα έθιμα που προσπαθούμε να αρνηθούμε. Όταν αποκλείουμε την ανθρωπότητα για όσους μας φαίνονται ότι είναι οι πιο “βάρβαροι”, οι πιο “άγριοι” μέσα σ’ αυτήν, το μόνο που κατορθώνουμε είναι να μιμούμαστε έναν χαρακτηριστικό τρόπο συμπεριφοράς αυτών των “αγρίων”. Βάρβαρος είναι πριν απ’ όλα αυτός που πιστεύει στη βαρβαρότητα”. (Κλoντ Λεβί-Στρoς, Φυλές και ιστορία, μτφρ. Β. Ψαριανός, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1987, σ. 21)
Ανθρωπολογικές έρευνες σε απομονωμένες φυλές έδειξαν ότι υπάρχουν σ’ αυτές αρκετά πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις, γλωσσικοί και μη γλωσσικοί τρόποι επικοινωνίας, καθώς και συστήματα αξιών. Έτσι, θεωρείται πλέον ότι δεν είναι σωστό να μιλάμε για “πρωτόγονους” λαούς ή πολιτισμούς και ότι η σωστή κατανόηση ενός πολιτισμού γίνεται με τους δικούς του τρόπους αντίληψης και το δικό του οικείο πλαίσιο αξιών. Ο πολιτισμός γίνεται καλύτερα κατανοητός με τους δικούς του όρους, “εκ των έσω" ("από μέσα”). Δεν υπάρχει ένα απόλυτο πρότυπο για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του, αφού, αν υπήρχε, δε θα είχαμε παρά να το γνωρίσουμε και να το μιμηθούμε.
Ο πολιτισμός είναι ένα πολύπλοκο και πολυποίκιλο σύστημα, που δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με έξω από αυτόν αξίες, νοοτροπίες και κανόνες. Μπορούμε να μιλάμε για "πολιτισμό" εν γένει ή πρέπει να μιλάμε μόνο για συγκεκριμένους πολιτισμούς; Αν η κατανόηση ενός πολιτισμού γίνεται μόνο “από μέσα”, μήπως είναι αδύνατον να κατανοήσουμε άλλους πολιτισμούς;
Μήπως, ακόμα, οι πολιτισμοί είναι ασύμβατοι μεταξύ τους; Γιατί, αν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε εξίσου καλά διάφορους πολιτισμούς, τότε δεν είναι δυνατόν να κάνουμε και συγκρίσεις. Και αν δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις, τότε δεν μπορούμε βέβαια να αποφανθούμε για την ανωτερότητα ενός πολιτισμού σε σχέση με έναν άλλον. Πράγματι, σήμερα δε μιλάμε πια για ανώτερους ή κατώτερους πολιτισμούς ·- μιλάμε μόνο για διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στους πολιτισμούς.
Ρενουάρ, Χορός στο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ, 1876, Παρίσι, Μουσείο Ορσέ. Τα έργα των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων απεικονίζουν στιγμιότυπα της ζωής στο Παρίσι εκείνης της εποχής. Αυτός ο πασίγνωστος πίνακας αναπαριστά μια ανέμελη στιγμή της ζωής της μικροαστικής παριζιάνικης τάξης στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αν δεν είναι δυνατόν να κάνουμε συγκρίσεις ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς (ή σε στοιχεία δύο πολιτισμών), τότε δεν υπάρχουν οικουμενικά κοινά κριτήρια (ηθικά, αισθητικά κτλ.). Έτσι όμως οδηγούμαστε σε έναν ακραίο πολιτισμικό σχετικισμό.
Δεν έχουμε δικαίωμα να πούμε ότι η “Αφροδίτη της Μήλου” είναι “καλύτερο” έργο τέχνης από ένα αφρικανικό ξόανο.
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Πολιτεία του Πλάτωνα είναι ανώτερο έργο από έναν αφρικανικό μύθο.
Έχουμε, ή δεν έχουμε δικαίωμα να αγανακτούμε, επειδή μια γυναίκα μουσουλμάνα φοράει μαντίλα ενώ είναι φοιτήτρια στο Παρίσι. Το θεωρούμε όμως σωστό αυτό ή όχι;
Υπάρχουν οικουμενικές αξίες ή κανόνες που διαπνέουν όλους τους πολιτισμούς;
Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τους διάφορους πολιτισμούς ως απομονωμένα, κλειστά συστήματα. Όλοι οι πολιτισμοί έρχονται σε επαφή με άλλους πολιτισμούς και, μέσα από τις αλληλεπιδράσεις που ασκούνται, διαφοροποιούνται, μεταμορφώνονται, εξελίσσονται· δανείζονται και δανείζουν στοιχεία τους. Έχουμε από την ιστορία πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα. Μέσα από αυτή την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση επιτυγχάνεται επίσης η αμοιβαία κατανόηση, αλλά διαμορφώνονται και κοινοί κώδικες και αξίες. Με αυτόν τον τρόπο οι λαοί προβαίνουν σε αμοιβαίες συγκρίσεις και εκτιμήσεις. Πολλές φορές ένα πολιτισμικό μοντέλο επικρατεί πάνω σε ένα άλλο όχι διά της βίας, αλλά εκούσια.
Ο Κικέρωνας είχε δηλώσει ότι οι ηττημένοι Έλληνες επικράτησαν στη νικήτρια Ρώμη με τον πολιτισμό τους. Συγγραφείς του Μεσαίωνα ανέτρεχαν στα αρχαία ελληνικά κείμενα με έναν απεριόριστο θαυμασμό. Τι γίνεται λοιπόν, όταν οι άνθρωποι που μετέχουν σε έναν πολιτισμό θεωρούν έναν άλλον πολιτισμό ανώτερο από τον δικό τους; Επιτρέπεται εδώ αυτή η σύγκριση ή όχι;
Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιοι χρησιμοποιούν τη βιολογία για να εξηγήσουν τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ επιστρατεύουν πολλά κοινωνικά στερεότυπα, φυλετικά ή διαφυλικά.
H πλέον γνωστή παρεννόηση σχετικά με την εξέλιξη των ειδών, είναι εκείνη που ορίζει την εξελικτική διαδικασία ως έναν βάναυσο –και μέχρις εσχάτων– ανταγωνισμό ανάμεσα στους έμβιους οργανισμούς, όπου τελικά λαμβάνει χώρα η «επιβίωση του ισχυρότερου». Στην πραγματικότητα αυτή η ιδέα περιορίζει την εξέλιξη σε μονάχα μια από τις πλευρές της, τη φυσική επιλογή, ενώ υπάρχουν επίσης η γονιδιακή ροή, η γενετική παρέκκλιση, η μετάλλαξη, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει προστεθεί και η «κατασκευή οικοθέσης». Επίσης, εσφαλμένη είναι η παραδοχή ότι τάχα ο ανταγωνισμός λαμβάνει χώρα μεταξύ των ατόμων της ίδιας γενιάς, ενώ στην πραγματικότητα η φυσική επιλογή που ευνοεί ένα είδος σε σχέση με άλλα συμβαίνει βαθμιαία, αργά, στη διάρκεια πολλών γενεών.
Η εξέλιξη δεν είναι ένα είδος «προόδου» ή πορείας προς έναν προδιαγεγραμμένο σκοπό. Υπάρχουν βιολογικά γνωρίσματα που διακρίνουν το ανθρώπινο είδος από άλλα, χωρίς όμως να διαδραματίζουν κάποιον θετικό εξελικτικό ρόλο. Για παράδειγμα, το πηγούνι μας, αν και «διαγνωστικό» γνώρισμα στον ορισμό του ανθρώπου γενικά, είναι ουδέτερο από άποψη φυσικής επιλογής. Στην πραγματικότητα, κάποιες από τις ιδιότητες που θεωρούμε ουσιαστικές και χαρακτηριστικές για το είδος μας, έχουν προκύψει χωρίς κάποια αναγκαιότητα. Η επιστήμη πλέον υιοθετεί την άποψη ότι οι άνθρωποι, μαζί με το ευρύτερο περιβάλλον μας, συμμετέχουμε στην εξελικτική διαδικασία μέσα από την αμοιβαία αλληλεπίδρασή μας.
Οι πληθυσμοί είναι ομάδες ανθρώπων που είναι εγκατεστημένοι λίγο-πολύ στον ίδιο τόπο (ή βρίσκονται σε διαφορετικούς τόπους αλλά έρχονται συνεχώς σε επαφή) και ζευγαρώνουν περισσότερο μεταξύ τους παρά με τους εκτός αυτών. Υπάρχουν χιλιάδες πληθυσμοί του είδους μας (Homo sapiens), διάσπαρτοι στον πλανήτη μας.
Τρεις «βιολογικoί» μύθοι έχουν επικρατήσει σχετικά με την κοινωνία. Ο πρώτος από αυτούς έγκειται στον ισχυρισμό ότι υπάρχουν διακριτές ανθρώπινες «φυλές» και, αναλόγως χρώματος επιδερμίδας, διαιρούνται σε τρεις: Ευρωπαίους, Αφρικανούς, Ασιάτες.
Το 2007, ο νομπελίστας γενετιστής Τζον Ουάτσον έκανε μιαν πολύκροτη δήλωση για τον δείκτη νοημοσύνης των αφρικανικών λαών. Αυτή η δήλωση όμως δεν υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, το χρώμα δέρματος οφείλεται στα μελανοκύτταρα και έχει συγκεκριμένη προέλευση και λειτουργία στο πλαίσιο της φυσικής επιλογής. Ο αριθμός των μελανοκυττάρων δεν διαφέρει σημαντικά από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, αυτό όμως που διαφέρει είναι η πυκνότητα της κατανομής τους. Το πόσο ανοιχτόχρωμο ή σκουρόχρωμο θα είναι το δέρμα κάποιου εξαρτάται από τα επίπεδα αντανάκλασης και απορρόφησης του φωτός στο δέρμα του, τα οποία με τη σειρά τους δημιουργούν την πυκνότητα και την κατανομή της μελανίνης στο δέρμα. Όσο λιγότερη η αντανάκλαση του φωτός στο δέρμα, τόσο μεγαλύτερη συγκέντρωση μελανίνης έχει κάποιος στην επιδερμίδα του, επομένως θα έχει και πιο σκούρο δέρμα. Και αντίστροφα: όσο περισσότερη η αντανάκλαση του φωτός στο δέρμα, τόσο μικρότερη θα είναι η συγκέντρωση μελανίνης, επομένως και πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα. Ακριβώς επειδή τα άτομα με λιγότερη αντανάκλαση έχουν περισσότερη μελανίνη στην επιδερμίδα τους, το δέρμα τους εμποδίζει την εισχώρηση περισσότερου υπεριώδους φωτός μέσα στο δέρμα. Η ένταση του υπεριώδους φωτός ήταν πάντοτε μεγαλύτερη στις περιοχές πλησιέστερα στον ισημερινό και μικρότερη όσο προχωράει κανείς προς τους πόλους. Εύλογα λοιπόν η φυσική επιλογή ευνόησε την αύξηση της κατανομής της μελανίνης στις περιοχές του πλανήτη με υψηλότερη υπεριώδη ακτινοβολία, δηλαδή σε αυτές που βρίσκονται πλησιέστερα στον ισημερινό, είναι αναμενόμενο οι πληθυσμοί εκεί να έχουν πιο σκουρόχρωμο δέρμα, σε σχέση με τους πληθυσμούς εγγύτερα στους πόλους. Το χρώμα του δέρματος και οι ποικιλίες του δεν οφείλονται σε τίποτε άλλο, λοιπόν, από το γεωγραφικό πλάτος. Δεν υπάρχει καμία καθοριστική βιολογική διαφορά ανάμεσα σε ανοιχτόχρωμους και σκουρόχρωμους πληθυσμούς.
Πραγματικά, εξετάζοντας το ανθρώπινο DNA, παρατηρεί κανείς ότι η μέγιστη γενετική ποικιλότητα εμφανίζεται όχι ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς αλλά στο εσωτερικό του κάθε πληθυσμού (δηλ. ανάμεσα σε διαφορετικά άτομα). Η γενετική διαφορά ανάμεσα σε δύο οποιουσδήποτε πληθυσμούς σπάνια είναι μεγαλύτερη από 0,24% και, ακόμη σπανιότερα, από 0,4%. Παρότι αυτό ίσως ξαφνιάζει πολλούς, μπορεί κανείς να το αντιληφθεί καλύτερα όταν θυμηθεί ότι το κοινό DNA ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους και τους χιμπατζήδες είναι περίπου 98%, ενώ επίσης μοιραζόμαστε περίπου 40% κοινό γενετικό υλικό με τους ασφόδελους.
Yπάρχει σχεδόν διπλάσια γενετική ποικιλομορφία μεταξύ αφρικανικών πληθυσμών παρά μεταξύ όλων των υπολοίπων (εκτός Αφρικής), κάτι που εξηγείται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει ζήσει στην αφρικανική ήπειρο για περισσότερο χρόνο από οπουδήποτε αλλού και, δεδομένου ότι η ποικιλότητα χρειάζεται χρόνο για να προκύψει, οι περιοχές με τη μεγαλύτερη ποικιλότητα είναι αυτές όπου οι άνθρωποι παρέμειναν εγκατεστημένοι για μεγαλύτερο διάστημα. Αντίστοιχα, μια εξέταση της γεωγραφικής κατανομής της συχνότητας των τύπων αίματος Α και Β, καθόλου δεν ακολουθεί την τριμερή διάκριση σε Ευρωπαίους, Αφρικανούς και Ασιάτες. Τα επιστημονικά δεδομένα είναι σαφή: αυτό που κοινώς αποκαλείται «φυλή», δεν αντιστοιχεί σε βιολογικές ενότητες. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που το έτος 1996 και μετά ξανά το 2019, η Αμερικανική Εταιρεία Φυσικών Ανθρωπολόγων (AAPA) απέρριψε επίσημα τους διάφορους ισχυρισμούς περί φυλών. Όλοι οι άνθρωποι ανήκουμε σε μια «φυλή» και αυτή είναι το είδος Homo sapiens.
Αντίστοιχη θέση εκφράζει και σχετικά με τα διαφυλικά στερεότυπα. Δεν υπάρχει κάποια βιολογική αναγκαιότητα για την επιθετικότητα, η οποία θεωρείται από πολλούς ως ίδιον της κυριαρχίας (ιδιαίτερα του αρσενικού) μέσα από τον πόλεμο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πόλεμος είναι μια μορφή θανάσιμης βίας, η οποία είναι ειδική συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους (ίσως και των χιμπατζήδων) και ασκείται από τα μέλη μιας ομάδας στα μέλη μιας άλλης ομάδας. Οι πιο πρώιμες τεκμηριωμένες περιπτώσεις από πράξεις πολέμου, προέρχονται από στοιχεία για θανάτους από βέλη και ακόντια: κόντρα στις συνήθεις παρανοήσεις μας, ο πόλεμος είναι μια σχετικά «πρόσφατη» ανθρώπινη συμπεριφορά στο εξελικτικό μας παρελθόν και αριθμεί μονάχα 10.000-12.000 χρόνια ύπαρξης.
Δεν υπάρχει κάποια βιολογική αναγκαιότητα για την επιθετικότητα, η οποία θεωρείται από πολλούς ως ίδιον της κυριαρχίας (ιδιαίτερα του αρσενικού) μέσα από τον πόλεμο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πόλεμος είναι μια μορφή θανάσιμης βίας, η οποία είναι ειδική συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους (ίσως και των χιμπατζήδων) και ασκείται από τα μέλη μιας ομάδας στα μέλη μιας άλλης ομάδας. Το ανθρώπινο είδος δεν είναι βιολογικά «προορισμένο» για πόλεμο. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της εξελικτικής ιστορίας του ανθρώπου, αυτό που μαρτυρείται συχνότερα είναι η συνεργασία και όχι οι εγωιστικές συμπεριφορές και η βία, τα οποία παρουσιάζονται μάλλον πολύ πιο σπάνια και μάλλον δυσχεραίνει τη μακροπρόθεσμη επιβίωση.
Τα πρωτεύοντα ζουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους αναζητώντας τροφή, τρώγοντας και αναπαυόμενα, χωρίς την επιθετικότητα, η οποία είναι αρκετά σπάνια, ιδίως στις ακραίες μορφές της. Στα ζώα, υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στην επιθετικότητα λόγω θυμού και την επιθετικότητα λόγω φόβου, με την τελευταία να είναι πολύ συχνότερα συνδεδεμένη με σωματική βία. Κοινώς, η μεγαλύτερη επιθετικότητα στο ζωικό βασίλειο φαίνεται πως λαμβάνει χώρα όταν κάποιο ζώο αισθάνεται πως απειλείται.
Εξίσου ψευδής είναι ο ισχυρισμός ότι η μονογαμία έχει κάποια εξελικτική αναγκαιότητα. Στην πραγματικότητα, σημειώνει, η μονογαμία είναι πολύ σπάνια στο ζωικό βασίλειο, όπως επίσης και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την οικογένεια. Σε μια πρώιμη φάση της εξελικτικής μας πορείας, η φροντίδα και η ανατροφή των παιδιών γίνονταν από πολλούς άνδρες και γυναίκες συγχρόνως. Η ιδέα ότι είναι φυσικό να ανατρέφονται τα παιδιά από μια μόνο γυναίκα (ή από μια γυναίκα μαζί με έναν άνδρα) είναι πρόσφατη και δεν έχει κάποιου είδους βιολογική αναγκαιότητα που να την καθιστά περισσότερο αναγκαία από άλλες. Με αυτό θεωρούμε την άποψη περί βιολογικής βάσης της μονογαμίας ως εσφαλμένη: στην πραγματικότητα, τα πρωτεύοντα (στα οποία ανήκει και ο άνθρωπος) δεν είναι περισσότερο «μονογαμικά» σε σχέση με τα υπόλοιπα θηλαστικά, ενώ μόνο το 3% όλων των θηλαστικών θα μπορούσαν όντως να χαρακτηριστούν μονογαμικά.
H σεξουαλική δραστηριότητα συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια της ζωής, στα ίδια περίπου ποσοστά και σχεδόν με τους ίδιους τρόπους, ανάμεσα στα δύο φύλα. H επιθετικότητα και η τάση κακοποίησης άλλων όντων του ίδιου είδους απαντά συχνότερα στο αρσενικό: οι άνδρες φαίνεται να ασκούν μεγαλύτερη σωματική και ελαφρώς περισσότερη λεκτική επιθετικότητα μεταξύ τους, σε σχέση με όση επιθετικότητα ασκούν οι γυναίκες μεταξύ τους. Ωστόσο, μέσα στα ζευγάρια, οι γυναίκες χρησιμοποιούν στατιστικά περισσότερη σωματική επιθετικότητα (αν και η διαφορά είναι μικρή), σε σχέση με τους άνδρες, ενώ οι σημαντικά περισσότερες περιπτώσεις σοβαρού τραυματισμού γυναικών από άνδρες οφείλεται στο γεγονός ότι οι τελευταίοι διαθέτουν μεγαλύτερη μυϊκή μάζα και δύναμη στο άνω μέρος του σώματος.
Η κλίμακα, όμως, "ενδυνάμωσης" του φύλου εξαρτάται από παράγοντες όπως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η επαγγελματική εξέλιξη, η δυνατότητα μόρφωσης και απόκτησης προσόντων, δηλαδή από κοινωνικο-οικονομικούς, και όχι από βιολογικούς παράγοντες.Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό «ενδυνάμωσης» των γυναικών σε μια κοινωνία (“gender empowerment index”), τόσο περισσότερο οι άντρες παρουσιάζουν σωματική επιθετικότητα στην ετεροφυλόφιλη σχέση ζευγαριού.
«Tο ζήτημα “φύση/αγωγή” ποτέ δεν τίθεται με όρους διαζευκτικούς, δηλαδή “ή το ένα ή το άλλο”. Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι σχεδόν πάντα “naturenurtural” (“φυσιοπολιτισμική”, “σύνθεση φύσης και πολιτισμικής αγωγής”): είναι μια πραγματική σύνθεση και συγχώνευση φύσης και αγωγής, και όχι απλώς αποτέλεσμα άθροισης των δύο. Ο άνθρωπος δεν απαρτίζεται από δύο ημίσεα. Όταν σκεφτόμαστε τους ανθρώπους, είναι λάθος να θεωρούμε ότι η βιολογία μας υπάρχει δίχως την πολιτισμική μας εμπειρία, ή ότι ο πολιτισμικός μας εαυτός δεν διαπλέκεται συνεχώς με τη βιολογία μας».
Οι μεγάλες αυτοκρατορίες του παρελθόντος, όπως η Ρώμη, το Βυζάντιο ή η κινεζική αυτοκρατορία, ήταν πολυπολιτισμικές, δηλαδή κάτω από ένα και το αυτό διοικητικό σχήμα ή πλαίσιο ζούσαν λαοί διαφορετικής εθνότητας, με διαφορετικές γλώσσες, ήθη, έθιμα, θρησκείες. Σήμερα, που η επικοινωνία των ανθρώπων είναι εύκολη και οι πρόσφυγες από φτωχές χώρες όλο και συρρέουν στις πλούσιες χώρες, γίνεται μεγάλη συζήτηση για πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Οι δύο χώρες της Βόρειας Αμερικής θεωρούνται ήδη τέτοιου είδους κοινωνίες, αλλά και η Δυτική Ευρώπη αντιμετωπίζει αυτή την πρόκληση. Εξάλλου, όλος ο πλανήτης τείνει σταδιακά να αποτελέσει μια μεγάλη πολυπολιτισμική κοινωνία. Σε μια εποχή κατά την οποία τα μέσα μαζικής καταστροφής είναι τρομακτικά η ειρηνική συνύπαρξη όλων των λαών με τις ιδιαιτερότητές τους είναι μονόδρομος. Για να επιβιώσουν εντούτοις ειρηνικά τόσοι λαοί και πολιτισμοί, απαιτείται σεβασμός στις ιδιαιτερότητες του άλλου και χρήση του διαλόγου ως μέσου επίλυσης των διαφορών. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζονται κάποιες βασικές οικουμενικές αξίες, πέρα από τις πολιτισμικές και άλλες ιδιομορφίες κάθε λαού και ομάδας, ένα κοινό πολιτισμικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα μπορέσει να θεμελιωθεί η μελλοντική πολυπολιτισμική κοινωνία. Αυτές οι αξίες δεν μπορεί να είναι παρά ο σεβασμός στον άνθρωπο, η ανεκτικότητα απέναντι στις πολιτισμικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες των άλλων, η ελευθερία, η ισονομία και η καταφυγή στο διάλογο · είναι αυτές οι αξίες που επιτρέπουν τη διαφορετικότητα και την ειρηνική συνύπαρξη. Ένα τέτοιο πλαίσιο αξιών μπορεί να στηρίξει τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, ενώ, αντίθετα, τα ιδεολογήματα που ευνοούν τον δογματισμό και τον φανατισμό κάθε είδους οδηγούν σε συγκρούσεις και μονολιθικότητα, χωρίς να δίνουν το περιθώριο να υπάρξει κάτι το διαφορετικό.
Οι πολιτισμοί δεν είναι στάσιμοι· στην πορεία του χρόνου τροποποιούνται, εξελίσσονται, αφανίζονται. Είναι φαινόμενα που έχουν ιστορικότητα, διότι ο άνθρωπος είναι ον με ιστορικότητα. Ένας άνθρωπος ή ένας λαός δεν είναι μόνο αυτό που ανακαλύπτουμε ή βλέπουμε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, είναι ταυτόχρονα και όλο το παρελθόν του, αλλά και οι προσδοκίες του για το μέλλον. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που σχεδιάζει το μέλλον του· σχεδιάζοντας όμως το μέλλον του, “κουβαλάει” μαζί του το παρελθόν του, τις εμπειρίες του, που αποτελούν το εφαλτήριο για τον σχεδιασμό του μέλλοντός του. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος εφαρμόζει στο παρόν τις εμπειρίες του παρελθόντος, τις οποίες προωθεί στο μέλλον, γράφοντας έτσι την ιστορία του. Είναι λοιπόν από τη φύση του “ιστορικό ον”. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο άνθρωπος όχι μόνο δημιουργεί την ιστορία του, αλλά είναι και ο ίδιος δημιούργημα της ιστορίας του, του παρελθόντος του. Γι’ αυτόν το λόγο η ανθρώπινη γνώση εμφανίζει επίσης την ίδια ιστορικότητα. Καμιά ανθρώπινη γνώση του παρελθόντος δεν μπορεί να θεωρηθεί τελείως άχρηστη ή περιττή. Όλες αποτελούν μέρος του εαυτού μας, της ταυτότητάς μας. Το να λέμε όμως ότι ο άνθρωπος είναι “από τη φύση του ιστορικό ον” δε σημαίνει και πολλά πράγματα, αν εννοούμε μόνο ότι υπόκειται στον χρόνο, ότι έχει μια πορεία και μια ιστορία.
Και εδώ προκύπτουν κάποια ερωτήματα, τα οποία έχουν τεθεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν και απαιτούν απαντήσεις. Μήπως η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι μια απλή συσσώρευση γεγονότων; Μήπως υπάρχει κάποια σκοπιμότητα στην ιστορική εξέλιξη του ανθρώπου;
Α Ο ΥΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: Ο ιστορικός της εποχής μας έχει στη διάθεσή του πλούσιο υλικό για έρευνα σε πολλούς τομείς. Είναι μεγάλη πρόκληση να προσπαθήσει κανείς να περιγράψει την κατάσταση των κοινωνικών μετασχηματισμών και της ρευστότητας που βιώνουμε σήμερα (στην εποχή της οικονομικής κρίσης) με υλικούς όρους. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς και να μαντέψει πόσα από αυτά θα είναι ορατά στον αρχαιολόγο του μέλλοντος, να διαπιστώσει τι έχει αλλάξει, για παράδειγμα, στη σχέση μας με τον υλικό πολιτισμό· στις ποσότητες των πραγμάτων που καταναλώνουμε· στις εισαγωγές ξένων προϊόντων και την κατανάλωση εγχώριων· στα σκουπίδια που παράγουμε και τα αντικείμενα που ανακυκλώνουμε· στις μετακινήσεις του πληθυσμού και την ερήμωση δημόσιων χώρων και οικισμών.
Β Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Παράλληλα με τη μελέτη του υλικού πολιτισμού, υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον στην αρχαιολογία, η έννοια του χρόνου. Οι δραματικές αλλαγές που συντελούνται με βίαιο τρόπο στις μέρες μας, και που δεν είναι αντιληπτές απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο, εξελίσσονται παράλληλα με τον κύκλο της καθημερινής μας ρουτίνας και την επηρεάζουν δραματικά. Έτσι, και ενώ σημαντικά ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν σε χρόνο «παρόντα», γινόμαστε μάρτυρες δύο βασικών στοιχείων της έννοιας του χρόνου, τα οποία σπάνια γίνονται αντιληπτά ταυτοχρόνως, και μάλιστα με την ένταση που μας παρουσιάζονται σήμερα: δηλαδή της αλληλουχίας των συμβάντων από τη μία, της διάρκειας και της ρευστότητας από την άλλη.
Η διάκριση του χρόνου σε παρόν και παρελθόν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, από την επιστήμη της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας με σκοπό να αποτελέσει ουσιαστικά ένα μέσο επιβολής της δυτικής σκέψης πάνω στην ιστορία, η οποία πέρα από τη χωρική διάσταση-απόσταση, θεώρησε αναγκαίο να δημιουργήσει και μια χωρική. Όπως παρατήρησε ο Fabian (1983, σ. 31) στη μελέτη του για την έννοια του χρόνου στην Ανθρωπολογία, οι ανθρωπολόγοι, στην προσπάθειά τους να απορρίψουν οποιαδήποτε σχέση με τους Aboriginals της Ωκεανίας, και να οριοθετήσουν την έννοια της διαφορετικότητας με «τον άλλο», δεν αρκέστηκαν στον εντοπισμό της φυσικής, χωρικής, διάκρισης, αλλά δημιούργησαν και μια χρονική μεταφορά, έναν «άλλο χρόνο», ο οποίος έκανε κατηγοριοποιήσεις που χώριζαν το χρόνο σε πρωτόγονο και σύγχρονο, άγριο και πολιτισμένο.
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γάλλος βιολόγος Γκομπινώ σκεπτόμενος ιδεολογικά πρότεινε το μύθο της «Άριας Φυλής – Ράτσας». Έτσι, με βάση το επίπεδο της φυλετικής ανωτερότητας εγκαινιάστηκε ένα ρεύμα ιδεών που είναι γνωστό ως «κοινωνικός δαρβινισμός»: η εξέλιξη μέσω του ανταγωνισμού ανάμεσα στα διάφορα είδη, που για τον Δαρβίνο είχε καθαρά βιολογικό χαρακτήρα, στο έργο του Γκομπινώ μετετράπη σε ανταγωνισμό εντός ενός είδους, του ανθρώπου. Υποτίθεται ότι η καλύτερη και καθαρότερη ανθρώπινη ράτσα θα επικρατήσει όλων των άλλων. Είναι σαφές ότι το πέρασμα από την επιστημονική – βιολογική σημασία στη μυθική σημασία της «ράτσας» γίνεται με την οικοδόμηση του ρατσισμού ως τρόπου σκέψης. Ο ρατσισμός δεν είναι ένας και ενιαίος. Υπάρχουν όμως ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά κοινά σε όλους τους ρατσισμούς. Έτσι, κάθε ρατσισμός στηρίζεται σε αρνητικά στερεότυπα, δηλαδή σε προκαταλήψεις απέναντι στις άλλες, στις ξένες φυλές. Ο ρατσιστής γνωρίζει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς και τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Τις διαφορές αυτός όμως τις απολυτοποιεί, τις θεωρεί αναλλοίωτες και αιώνιες. Τη δική του φυλή θεωρεί ανώτερη από όλες τις άλλες. Επιπλέον, θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά μιας ορισμένης ομάδας είναι ομοιογενή για όλα τα μέλη της. Δεν αναγνωρίζει, δηλαδή, ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα μέλη ακόμα και της δικής του ομάδας-φυλής. Πρόκειται βεβαίως για πίστη και όχι για γνώση. Είναι αλήθεια ότι στο πλαίσιο των ομάδων οι πάντες σχηματίζουν θετικά στερεότυπα για τους δικούς τους (έσω ομάδα) και προκαταλήψεις για τους τρίτους (την έξω ομάδα). Προκαταλήψεις διαμορφώνουμε όλοι από τα πρώτα στάδια της ανατροφής μας, εφόσον δεν μπορούμε να σχηματίσουμε ταυτότητα χωρίς τη διάκριση «εμείς – αυτοί». Αυτό συμβαίνει ανέκαθεν. Εκείνο όμως που δεν είναι αναπόφευκτο, είναι η διά παντός εμμονή και καθήλωση κάποιου στις κληρονομημένες από το κοινωνικό του περιβάλλον προκαταλήψεις. Ρατσιστής, ακριβώς, είναι εκείνος που δε δέχεται ποτέ να υποβάλει σε κριτική συζήτηση τις προκαταλήψεις του. Ο ρατσιστής δεν είναι απλώς δύσπιστος στο ένα ή το άλλο επιχείρημα. Απορρίπτει την ίδια τη χρήση του λόγου. Αυτό συμβαίνει γιατί δίπλα στις υπαρκτές διαφορές προσαρτά ο ίδιος ορισμένες φαντασιακές διαφορές, έτσι ώστε οι πρώτες να αποτελούν άλλοθι για τις δεύτερες. Ουσιαστικά, ο ρατσισμός δεν αποτελεί μια στάση που προέρχεται από μια πραγματική διαφορά με τους άλλους. Απεναντίας, ο ρατσισμός δημιουργεί μια αιτία προκειμένου να εκδηλωθεί. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει πραγματικά η αιτία, θα εφευρεθεί. Από ψυχολογική άποψη, όμως, εξηγείται γιατί προσφέρει άλλοθι για την εκδήλωση επιθετικότητας απέναντι στις ομάδες-θύματα. Η υπερβολική έξαψη, η «υπέρ-αντίδραση» με την οποία ένας ρατσιστής απορρίπτει τον άλλον, δεν έχει καμιά σχέση με την εκάστοτε πραγματική αφορμή, όποτε κι αν αυτή δοθεί ποτέ. Φυσικά, ο ρατσισμός συγγενεύει με την ξενοφοβία και τον εθνοκεντρισμό. Πολλές φορές συνυπάρχει μαζί τους, διαμορφώνοντας μια κατάσταση συγκοινωνούντων δοχείων. Ωστόσο, η ξενοφοβία μπορεί να μη στηρίζεται σε μια ανορθολογική πίστη στη βιολογική ανωτερότητα της φυλής, αλλά σε απλή άγνοια. Επίσης, ένας εθνικιστής μπορεί να υποτιμά τα άλλα έθνη, πλην όμως δεν είναι απαραίτητο να επιθυμεί την εξαφάνισή τους. Η ιδιαιτερότητα του ρατσιστή έγκειται στο ότι εκτός από την πίστη του στη διαφορά της δικής του ανώτερης, καλής και καθαρής φυλής επιθυμεί την εξαφάνιση των άλλων, επιθυμεί την εξαφάνιση των διαφορών. Επιπλέον, στις μέρες μας έχει αλλάξει και το περιεχόμενο του ρατσισμού. Σήμερα η έννοια της ράτσας έχει περιθωριοποιηθεί, μια και αποδείχθηκε το αντιεπιστημονικό του υπόβαθρο. Στο πλαίσιο των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών ο ρατσισμός εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο: αντί να διατυμπανίζει την ανωτερότητα της φυλής και την απόρριψη των άλλων, ο ρατσισμός εκφράζεται κυρίως με την απόλυτη αποδοχή των πολιτισμικών διαφορών. Η ανισότητα του ανώτερου και του κατώτερου αντικαθίσταται από την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε ανόμοιους και αναφομοίωτους, υποτίθεται, πολιτισμούς. Πυρήνας του ρατσισμού πλέον είναι η φοβία της διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Η επιδεικτική περιφρόνηση για τους κατώτερους παραχωρεί τη θέση της στην έμμονη αποφυγή της επαφής με τους άλλους. Εξαιτίας της μετατόπισης από τη «φυλή» στην «κουλτούρα» γίνεται λόγος πλέον για «νέο-ρατσισμό». Για την εκδήλωση ρατσιστικών συμπεριφορών απαιτείται κατάλληλο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, διεθνών ανακατατάξεων, αυξάνουν οι ρατσιστικές συμπεριφορές σε βάρος ευπαθών κοινωνικών ομάδων (μετανάστες, πρόσφυγες, εθνικές μειονότητες, ομοφυλόφιλοι, μαύροι κ.λπ.). Οι ομάδες αυτές καθίστανται αντικείμενο ηθικού πανικού, δυσμενών διακρίσεων, καθίστανται το «κακό» αντικείμενο επί του οποίου διοχετεύονται το άγχος, ο φθόνος, η μνησικακία και η καταπιεσμένη επιθετικότητα της πλειοψηφίας. Ο ρατσισμός έχει πολιτικές και ψυχολογικές λειτουργίες. Η πολιτική του λειτουργία συνίσταται στη «φυ- σικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων», δηλαδή αφήνει να εμφανίζεται η υπάρχουσα τάξη δικαιολογημένη ως εκ φύσεως και, συνεπώς, νομιμοποιεί προνόμια, εξουσιαστικές απαιτήσεις και πρακτικές αποκλεισμού. Οι υποκειμενικές λειτουργίες ή τα ψυχικά οφέλη συνίστανται συμπληρωματικά για τα άτομα, ως προς την επιβεβαίωση του καθεστώτος τους, την αυτοεπιβεβαίωση σε γενικές γραμμές, την αιτιολόγηση των πράξεων που δημιουργούν διακρίσεις, την έννοια και την ερμηνεία του κόσμου (είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις «ο παγκόσμιος εβραϊσμός...», «οι αλλοδαποί...»). Μόνο εάν και εφόσον οι ιδεολογικές προσφορές είναι υποκει- μενικά λειτουργικές, είναι ελκυστικές. Η κοινωνική και η υποκειμενική λειτουργικότητα εξηγεί την ποικιλο- μορφία των μορφών του φαινομένου, όσον αφορά το περιεχόμενο, ανάλογα με την ιστορική συσχέτιση, την κοινωνική ομάδα και το κοινωνικό στρώμα. Η πολλαπλότητα είναι, επίσης, εξαρτώμενη από τις εκάστοτε δια- θέσιμες παραδόσεις και εικόνες που μεταφέρονται και μετασχηματίζονται σε κοινωνικό διάλογο. Επειδή οι δι- άλογοι δεν είναι συστηματικοί και τα άτομα αναφέρονται σε διαλογικά στοιχεία σύμφωνα με τις ανάγκες τους, η συνειδητή θέση είναι αμφίσημη και αντιφατική αλλά και σημαντική για εκπαιδευτικές προσεγγίσεις. Μια κλειστή ρατσιστική κοσμοθεωρία μπορεί να βρεθεί ίσως εντονότερα στον σκληρό πυρήνα της άκρας δεξιάς. Οι σύγχρονες κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με φαινόμενα για τα οποία η βία, η άνιση εξουσία, η παρα- βίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο ρατσισμός είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως μέσα κοινωνικής δράσης. Επίσης, ανάλογο χαρακτηρισμό μπορούν να λάβουν και φαινόμενα καθημερινού ρατσισμού, αποδέ- κτες των οποίων είναι άτομα ή ομάδες διαφορετικού χρώματος του δέρματος, διαφορετικής γλώσσας, διαφο- ρετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, διαφορετικής σεξουαλικής προτίμησης (Wigerfelt & Wigerfelt, 2014). Επιπλέον, το Άουσβιτς μπορεί κάλλιστα να είναι το κεντρικό σημείο αναφοράς. Ωστόσο, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη ανάλυσής του, ώστε να καταφανεί το αναπόφευκτο και να πραγματωθεί αυτή η κριτική. Η συσχέτισή του Άουσβιτς με τον ρατσισμό οδηγεί σε μια παράδοξη κατάσταση. Από τη μία πλευρά υπάρχει η αποποίηση της ενασχόλησης με τη διαδικασία της ηθικής αξιολόγησης κάθε περιστατικού που χα- ρακτηρίζεται ως ρατσιστικό. Από την άλλη πλευρά η ρητή αναφορά στην αναγκαιότητα αυτής της ηθικής αξι- ολόγησης υπόσχεται περιορισμένη επιτυχία: «Δεν πιστεύω ότι θα βοηθούσε πολύ να απευθύνουμε έκκληση προς αιώνιες αξίες, και κυρίως σε αυτές που είναι ευάλωτες σε τέτοιου είδους εγκλήματα, [...] δεν γνωρίζω, 17 επίσης, ποιες θετικές ιδιότητες έχουν οι διωκόμενες μειονότητες, [...] ο διαφωτισμός θα μπορούσε να ωφελή- σει πολύ» (Adorno, 1971). Το παιδαγωγικό έργο στην πράξη δεν είναι τόσο βοηθητικό και μια αντιρατσιστική παιδαγωγική σίγουρα δεν είναι επαρκής, ώστε τέτοιες αξίες να προϋποτίθενται απλά ως ισχύουσες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...