Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

GOTTFRIED LEIBNIZ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Ο Λάιμπνιτς γεννήθηκε το 1646 στη Λειψία και πέθανε στο Αννόβερο το 1716. Ήταν όχι μόνο γερμανός φιλόσοφος αλλά και επιστήμονας, μαθηματικός, διπλωμάτης, φυσικός, ιστορικός, βιβλιοθηκονόμος και διδάκτορας των λαϊκών και εκκλησιαστικών Νομικών. Ο Λάιμπνιτς ήταν ένας από τους βασικούς φιλοσόφους του 17ου και του 18ου αιώνα και θεωρείται ως καθολικό πνεύμα της εποχής του (homo universalis): έχει αποκληθεί «ο πολυμαθέστερος ανήρ μετά τον Αριστοτέλην»). Ο πατέρας του ήταν νομικός και καθηγητής της ηθικής φιλοσοφίας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη νομικού. Ο Λάιμπνιτς ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος διαβάζοντας στη περιεκτική βιβλιοθήκη του πατέρα του και μελετώντας τα Ελληνικά και τα Λατινικά από μόλις οχτώ χρονών. Στα δώδεκα του ανέπτυξε ήδη τις αρχές μιας μαθηματικής νοηματικής γλώσσας εξετάζοντας λογικά προβλήματα. Άρχισε να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Λειψίας φιλοσοφία, αλλά αργότερα πήρε μεταγραφή στο πανεπιστήμιο της Jena γιατί ήθελε να ασχοληθεί με πυθαγόρεια προβλήματα κοντά στο μαθηματικό, φυσικό και αστρονόμο Erhard Weigel. Έφυγε όμως ξανά για το πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης για να σπουδάσει Νομικά. Σε ένα από τα ταξίδια του γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο Σπινόζα. Στη διάρκεια παραμονής του στο Παρίσι και στο Λονδίνο στα έτη 1672-1676 ως διπλωματικός εκπρόσωπος, μελέτησε τα Μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες της εποχής του.
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι (1672-1676), εισάγεται στον κόσμο της νέας επιστήμης και γνωρίζει τους σημαντικότερους εκπροσώπους της, φτάνει στην ανακάλυψη του απειροστικού λογισμού και θέτει τα θεμέλια του συστήματός του. Ο απειροστικός λογισμός του χρησιμεύει για την εφαρμογή των μαθηματικών στη φυσική και με την ανακάλυψη αυτή ξεπερνά τον Ντεκάρτ στα μαθηματικά. Για τον Λάιμπνιτς, και σε αυτό συμφωνεί με τον Σπινόζα, το σώμα δεν αποτελεί παθητική ύλη (δηλ. το σώμα δεν κινείται επειδή του δίνει εντολή ο νους). Η τάξη του πνεύματος και η τάξη του σώματος και της πράξης, ενώ λαμβάνουν χώρα αυτόνομα, συμφωνούν χωρίς η μία να επιβάλλεται ή να ανάγεται στην άλλη. Ο Λάιμπνιτς διατύπωσε φιλοσοφικές θεωρίες με στόχο να συμφιλιώσει τη θρησκεία με τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και γενικότερα να διευθετήσει φιλοσοφικές αντιφάσεις. Π.χ. ένα αίτιο δεν μπορεί να έχει την ίδια φύση με τη δράση που προκαλεί, οπότε ο θεός βρίσκεται έξω από την αιτιοκρατική εξάρτηση αίτιο-δράση και όχι ως πρώτο αίτιο αυτής της αλυσίδας. Διατύπωσε, επίσης, σημαντικά στοιχεία της Θεωρίας της Αιτιολογίας, εγκαινιάζοντας την στορία της Μαθηματικής Λογικής που διατυπώθηκε αργότερα σε αυστηρή μορφή από τον Ράσελ. Σε όλη του την πορεία αγωνιζόταν για την επανένωση της προτεσταντικής και της καθολικής εκκλησίας και για τη διάδοση των θετικών επιστημών με την ίδρυση κατάλληλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το 1684 δημοσίευσε τις «Αρχές του Διαφορικού Λογισμού», ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με τον Νεύτωνα, ο οποίος διεκδικούσε την πατρότητα αυτών των ιδεών. Το 1693 ακολούθησε η εισαγωγή από τον Λάιμπνιτς της έννοιας της ορίζουσας στα Μαθηματικά και η ανάπτυξη τού δυαδικού συστήματος με τα ψηφία 0 και 1. Εκτός από φιλόσοφος και μαθηματικός, ο Λάιμπνιτς ήταν επίσης φυσιοδίφης και τεχνικός. Το 1673 κατασκεύασε μία αριθμομηχανή, η οποία βρίσκεται σήμερα σε τεχνικό μουσείο της Γερμανίας. Ο Λάιμπνιτς διέθετε το σπάνιο προνόμιο μιας παιδείας που περιλάμβανε τη γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας, της λατινικής γραμματείας και του αριστοτελικού σχολαστικισμού· ήταν προσεκτικός μελετητής των σύγχρονών του θεωριών και φιλοσοφικών συστημάτων και επιπλέον διέθετε μια πλούσια εμπειρία των πολιτικών πραγμάτων. Αντιλήφθηκε όμως ότι καμία επιστημονική θεωρία, κανένα φιλοσοφικό σύστημα και καμία αρχή, είτε πολιτική είτε θρησκευτική, δεν εκπληρώνει από μόνη της τις προϋποθέσεις για την πολύπλευρη σύλληψη και αντιμετώπιση των νέων σύνθετων προβλημάτων. Στο ύστερο και πιο ώριμο έργο του, τη «Μοναδολογία» (1714), συνθέτει σε ένα σύστημα την αποδεικτική επιστήμη, τη φιλοσοφία και την ηθική· τη μηχανιστική φυσική με το ύψιστο αγαθό, τις μονάδες στον βέλτιστο δυνατό κόσμο. Ο Λάιμπνιτς εκφράζει τη σύλληψη ενός κόσμου που διέπεται από την «αρχή του βελτίστου»· σύμφωνα με αυτή την αρχή, ο κόσμος διέπεται από γενικές αρχές και κανόνες και προβάλλεται το καθεστώς συμφωνίας μέσα στην πολλαπλότητα των αυτόνομων μονάδων. Αυτή η αισιοδοξία, την οποία διακωμώδησε ο Βολταίρος διακρίνοντάς την και στον Ρουσσώ, καλύπτει σαν μάσκα την ανησυχία απέναντι στον πόλεμο ανάμεσα στα θρησκευτικά δόγματα και τα διαφορετικά φιλοσοφικά και επιστημονικά κριτήρια. Είχε προσέξει τη μονομέρεια των προηγούμενων φιλοσοφικών θεωριών, κατάλαβε πως έπρεπε να υπερβεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στις βασικές έννοιές τους, αναγνώρισε την προοπτική για τη γνώση που προσφέρει η παρατήρηση των φαινομένων και προσέγγισε σε μία πανθεϊστική θεώρηση. Στην εποχή του ήδη είχαν διατυπωθεί οι εντυπωσιακοί νόμοι για την περιγραφή της κίνησης των σωμάτων επάνω στη γη αλλά και για τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων (Κοπέρνικος, Κέπλερ, Γαλιλαίος, Νεύτων) και είχαν πληθύνει οι φωνές και τα βιβλία που εξέφραζαν τις προοπτικές του ανθρώπινου πνεύματος όταν αυτό ερευνά τη φύση και βασίζεται σε παρατηρήσεις της εμπειρίας και την αμφισβήτηση των παραδοσιακών θεολογικών απόψεων (όπως ο Φρ. Μπέϊκον και ο Λοκ). Η ύλη από μόνη της, όπως τη νοούσαν ο Ντεκάρτ και από τους πρώτους ο Δημόκριτος, δεν ήταν κάτι αυτενεργό και η δομή της τότε ήταν τελείως άγνωστη. Ο ρόλος της ύλης περιοριζόταν στην εξωτερική μετατόπιση και η ύπαρξη της νόησης δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοια (μηχανική) δραστηριότητα, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, όπου επικρατούσε η πιο αρχαία άποψη για το πνεύμα, σαν κάποια άυλη ουσία ή σαν μια υπερφυσική δύναμη. Ανάμεσα σε αυτήν την αντίθεση, στην έννοια της ύλης και της νόησης, ο Λάιμπνιτς διαμόρφωσε μία έννοια της ουσίας, η οποία συνδύαζε την υλικότητα, δηλ. τη δυνατότητα ή την πρωταρχικότητα της σύνθεσης και απ’ την άλλη την ποιοτική ενεργητικότητα, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει με την αφηρημένη υλική δράση (με εξωτερική ενέργεια από μετατόπιση). Η εσωτερικότητα δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί, αν δεν προϋπήρχε στην αρχική απλή ουσία και, έτσι, καθόρισε την ουσία σαν κάτι ανάμεσα στην ύλη και στην ψυχή. Σαν κάτι απλό, προϋπόθεση της σύνθεσης και συγχρόνως σαν κάτι το οποίο είναι εσωτερικά πολύπλοκο και δραστήριο, χωρίς ν’ αποτελείται από μέρη, για να είναι δυνατή η εξωτερική σχέση και η εξέλιξη. Αυτήν την απλή ουσία ονόμασε "μονάδα". Διαπι­στώνοντας με την ενδοσκόπηση στον εαυτό του τη συνθετότητα της αντίληψης και της σκέψης, ο Λάιμπνιτς απέδωσε στη μονάδα την εσωτερική ιδιότητα ν’ αντιλαμβάνεται και σαν ατελής να ρέπει προς μία τελειότερη αντίληψη. Διότι έτσι απλή και αδιαίρετη που ήταν η μονάδα, χωρίς μέρη, χωρίς σύνδεση με εξωτερικά μέρη (χωρίς τρόπους εξωτερικής αλληλεπίδρασης), δεν μπορούσε να επηρεαστεί ή να δράσει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με «άυλη» αλλαγή, δηλαδή με αλλαγή εσωτερική και όπως ειδικότερα επέλεξε, με αλλαγή αντιληπτική. Βλέπουμε πως ο Λάιμπνιτς σοφά προϋπέθεσε την ύπαρξη της ποιότητας, της συνθετότητας και της εσωτερικότητας για κάθε αρχή εξέλιξης και σύνθεσης, αλλά την προϋπόθεση αυτή τη δημιούργησε ο ίδιος στη θεωρία του, περιορίζοντας και διαστρε­βλώνοντας την έννοια της ουσίας (η "ουσία" κατ'αυτόν ήταν ατελής, δημιουργημένη, πολλαπλή). Σε αντίθεση με τον Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς δεν μπορούσε να διανοηθεί μία ουσία κοινή, αυτοτελής και με τέλεια αντίληψη, αφού έτσι δε θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρικά διαπιστωμένη εξέλιξη και τη συνθετότητα στα πράγματα. Το βέβαιο ήταν ότι η απλή ύλη δεν αρκούσε για να εξηγηθούν τα πιο σύνθετα φαινόμενα και τότε ο Θεός, η πίστη στον οποίον ήταν γερά ριζωμένη στην εποχή του Λάιμπνιτς, θα υπήρχε αφ'εαυτού, χωρίς σκοπό και χωρίς δραστηριότητα. Έτσι, για μιαν ακόμα φορά, το πρόβλημα της ύπαρξης ή μη ύπαρξης του Θεού μετατέθηκε στον ρυθμιστικό ή μη ρόλο του στα φαινόμενα της φύσης. Κάθε μονάδα είναι διαφορετική και αναπαριστά από τη δική της, ελλιπή άποψη όλο το σύμπαν. Η αντίληψή της μπορεί ν’ αλλάζει με μια δόση τυχαιότητας, χωρίς ποτέ να χάνεται τελείως και από μία θεϊκή προ­ταξινόμησή τους. Το μόνο μέσο της αλληλεπίδρασής των μονάδων είναι η αντίληψη. Κάθε δράση ή επηρεασμός προέρχεται άμεσα από την ύπαρξη της κάθε μονάδας και συμφωνεί τέλεια με τη δράση όλων των υπολοίπων. Γιατί αυτή η αρμονική σχέση (ή σύμπτωση) των μονάδων προετοιμάζεται διαρκώς από τον Θεό, βάσει της σοφίας του και μίας ηθικής αναγκαιότητας, από την Αρχή που Εκείνος δημιουργεί. Όταν οι μονάδες συγκεντρώνονται με τρόπο που θα επιφέρει μία καθαρότερη αντίληψη, τότε αποτελούν μιαν ευρύτερη σύνθεση (το σώμα) και έτσι γίνεται το πέρασμα από τη φυτική ζωή σε αυτήν των ζώων και των ανθρώπων. Στη θεωρία του Λάιμπνιτς ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη υπάρχουν μόνο φαινομενικά, ως μορφές που δημιουργούνται από τις νοητές σχέσεις των μονάδων. Έτσι, η θεωρία του Λάιμπνιτς περιόρισε τον χρόνο, τον χώρο και την ύλη μόνο μέσα στην αντίληψη, σαν να ήταν ιδεατά - παρόμοια όπως έκανε ο Μπέρκλεϋ γενικότερα για όλη την εξωτερική πραγματικότητα - και δεν εκτιμώνται ως μορφές προ­ϋπάρχουσες (a priori) ή ως πρωταρχικές ουσίες.
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΪΜ\ΠΝΙΤΣ: " Η κίνηση, αν δεν θεωρήσουμε σ' αυτήν παρά μόνο ό,τι περιέχει ακριβώς και τυπικά, δηλαδή μια μεταβολή θέσης, δεν είναι κάτι τελείως πραγματικό. Κι' όταν πολλά σώματα αλλάζουν θέση μεταξύ τους, δεν είναι γι' αυτά δυνατό να καθορίσουμε μόνο με τη θεώρηση αυτών των μεταβολών, σε ποιο απ' όλα πρέπει να αποδοθεί η κίνηση ή η στάση. Αυτό θα μπορούσα να το αποδείξω γεωμετρικά αν δεν ήθελα τώρα να σταματήσω εδώ. Αλλά η δύναμη ή άμεση αιτία αυτών των μεταβολών είναι κάτι πιο πραγματικό (...) Όμως αυτή η δύναμη είναι κάτι διαφορετικό από το μέγεθος, το σχήμα και την κίνηση, κι' από αυτό μπορούμε να κρίνουμε ότι η έννοια των σωμάτων δεν συνίσταται αποκλειστικά στην έκταση και τις μεταβολές της, όπως το φαντάζονται οι σύγχρονοί μας. Έτσι είμαστε ακόμη υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε ορισμένα όντα ή μορφές που αυτοί έχουν αποκηρύξει. Και μολονότι όλα τα επί μέρους φαινόμενα της φύσης θα μπορούσαν να εξηγηθούν μαθηματικά ή μηχανικά από αυτούς που τα καταλαβαίνουν, παρόλ' αυτά φαίνεται όλο και περισσότερο ότι οι γενικές αρχές της σωματικής φύσης και της ίδιας της μηχανικής είναι περισσότερο μεταφυσικές παρά γεωμετρικές (...) "
Ο φιλομαθής και αφελής "Καντίντ" (Candide) του Βολταίρου (18ος αιώνας) διαθέτει τον περίφημο «κοινό νου», διδάσκεται από τις περιπέτειές του και σταδιακά από επώνυμος ήρωας μεταμορφώνεται σε φιλόσοφο, όπως ο Τηλέμαχος του Φενελόν. Οι διάλογοι του κειμένου εντάσσονται στη φιλοσοφική αναζήτηση του 18ου αιώνα πάνω στον φαταλισμό και την ύπαρξη του Κακού και διακομωδούν τη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, έναν αιώνα μετά. Όταν γράφει το «Καντίντ» ο Βολταίρος (François-Marie Arouet) είναι επηρεασμένος από δυο ιστορικά γεγονότα: πρώτο, από τον καταστροφικό σεισμό της Λισαβόνας, την 1η Νοεμβρίου του 1755, και δεύτερο, από την αρχή του Επταετούς Πολέμου (1756). Το 1755 ένας ισχυρός σεισμός πλήττει τις ακτές της Πορτογαλίας και ισοπεδώνει τη Λισαβόνα. Μαζί με τις επιδημίες και το τσουνάμι της ίδιας χρονιάς, πάνω από 100.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό του πληθυσμού της πόλης και στο ένα τρίτο του πληθυσμού της Πορτογαλίας. Ο σεισμός έχει τεράστιο αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη και οι θεολόγοι της εποχής, σε προφανή αμηχανία, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς η οργή του Θεού ξέσπασε σε μια πόλη πιστών καθολικών με αναρίθμητες εκκλησίες που κατέρρευσαν στη στιγμή, τη μέρα της θρησκευτικής εορτής των Αγίων Πάντων. Ο Βολταίρος στέλνει ένα ποίημά του στη Λισαβόνα που χάθηκε: «Poème sur la désastre de Lisbonne» στον Ρουσσώ κι εκείνος του απαντά με μιαν επιστολή περί της Θείας Πρόνοιας. Ο Βολταίρος εξομολογείται, στο ένατο βιβλίο των Confessions του, ότι το φιλοσοφικό μυθιστόρημα «Καντίντ» θα ήταν η απάντησή του στην επιστολή αυτήν του Ρουσσώ. Το έργο δημοσιεύθηκε στη Γενεύη το 1759, δήθεν μεταφρασμένο εκ της Γερμανικής από κάποιον υποτιθέμενο Δόκτορα Ραλφ. Ένα χρόνο μόλις πριν είχε δημοσιευθεί η «Encyclopédie» των Ντιντερό και Ντ’ Αλαμπέρ, στην οποία συμμετείχε και ο Βολταίρος. Ο Καντίντ διατρέχει την υδρόγειο κατασκευάζοντας νοητούς άξονες: Βεστφαλία στον Βορρά, Περού στη Δύση, Βενετία στον Νότο, Κωνσταντινούπολη στην Ανατολή: αυτοί είναι οι κυριώτεροι τόποι όπου εκτυλίσσεται η αφήγηση και όπου θα λάβει χώρα το μυητικό ταξίδι του ήρωα. Η αφήγησή του μετατρέπεται σε γλωσσική imago και, στη συγκεκριμένη θεατρική διασκευή, μεταστρέφεται σε θεατρική ενέργεια επί σκηνής. Αλλά θα επανέλθουμε στον Βολταίρο όταν μιλήσουμε για τον Διαφωτισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...