Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΑΥΑΡΩΝ

Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας (Ρωσικά: граф Иоанн Каподистрия, Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 - Ναύπλιο 9 Οκτωβρίου 1831) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός που διετέλεσε πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, κατά τη μεταβατική περίοδο και ενώ τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, και νωρίτερα υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πολιτική παράδοση γι' αυτό και αναμείχθηκε με την πολιτική ήδη από το 1803 οπότε και διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους αποσύρθηκε και εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Εκεί ανέλαβε σημαντικές θέσεις, καταφέρνοντας να αναδειχθεί σε υπουργό εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1815 έως το 1822, οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω της επανάστασης του 1821. Στις 14 Απριλίου 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον επέλεξε πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, θέση από την οποία ήρθε σε τριβή με τους τοπικούς αξιωματούχους με αποτέλεσμα την δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου 1831 από τους Μαυρομιχαλαίους. Ως κυβερνήτης της Ελλάδας προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση της κρατικής μηχανής, καθώς και για την θέσπιση του νομικού πλαισίου της πολιτείας, απαραίτητου για την εγκαθίδρυση της τάξης. Επίσης, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση πετυχαίνοντας αφενός να καταπολεμήσει το κατεστημένο των φατριών και αφετέρου να παρεμποδίσει την οθωμανική προέλαση. Η πρωτοβουλία για τον διορισμό του Καποδίστρια στην θέση του κυβερνήτη ανήκε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Με την βοήθεια της αγγλικής παράταξης αποφασίστηκε τελικά στην Γ' εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας να κληθεί ο Καποδίστριας να αναλάβει τα ηνία της χώρας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη συνέλευση. Στις 30 Μαρτίου 1827 εξελέγη επίσημα κυβερνήτης της Ελλάδας.
Η εκλογή του Καποδίστρια θεωρήθηκε ως ήττα της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε επισκέφθηκε την Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου είχε συναντήσεις με Βρετανούς πολιτικούς. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι αναχώρησε για την Ελλάδα. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 έφτασε στο Ναύπλιο και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Η Κυβέρνηση Καποδίστρια είχε σημαντικό έργο Στο εσωτερικό της χώρας ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, την διάλυση του στρατού καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η αναστολή του συντάγματος και η διάλυση της βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί.
Στη θέση της βουλής δημιούργησε το "Πανελλήνιον", ένα γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ την διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, διοικούμενο από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε την χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Να σημειωθεί ότι αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή αυτών λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν αυτές διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για την δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης. Παράλληλα προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στρατού, που ήταν απαραίτητος για την συνέχιση του πολέμου και την επέκταση των συνόρων, καθώς και στην υπαγωγή του στόλου υπό τις εντολές της κυβέρνησης που μέχρι τότε βρισκόταν στην υπηρεσία των Υδραίων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να μειώσει την επιρροή των κοτζαμπάσηδων και να προστατέψει τα σύνορα. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό γρόσι.
Όσον αφορά στην εκπαίδευση κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε την μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση παραμένοντας έτσι εκατομμύρια στρέμματα δεσμευμένα είτε από τους δανειστές είτε από τους κοτζαμπάσηδες και την εκκλησία. Μερίμνησε επίσης για την ανοικοδόμηση του Μεσολογγίου και των Πατρών, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και κατασκευάζοντας ναυπηγεία στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα.
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και έγινε η πρώτη απόπειρα για την καλλιέργεια πατάτας. Ο τρόπος που ο Καποδίστριας εισήγαγε την καλλιέργεια της πατάτας παραμένει περίφημο ανέκδοτο σήμερα: Παραγγέλλοντας ένα φορτίο πατάτες, πρώτα διέταξε ότι πρέπει να προσφερθούν σε όποιον θα ενδιαφερόταν. Όμως οι πατάτες αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία από τον πληθυσμό και ολόκληρο το σχέδιο φάνηκε να αποτυχαίνει. Όμως ο Καποδίστριας, έχοντας γνώση των ελληνικών συνηθειών, διέταξε ολόκληρη η αποστολή των πατατών να ξεφορτώνεται σε δημόσια επίδειξη στις αποβάθρες του Ναυπλίου, αλλά να φυλάσσονται από φαινομενικά αυστηρές φρουρές. Σύντομα, κυκλοφόρησαν φήμες για τις πατάτες, ότι αφού τόσο καλά φρουρούνταν, έπρεπε να είναι μεγάλης σπουδαιότητας. Και αφού ήταν έτσι, κάποιοι δοκίμαζαν να τις κλέψουν. Οι φρουρές είχαν διαταχθεί εκ των προτέρων να κάνουν με τρόπο τα στραβά μάτια και να επιτρέπουν ουσιαστικά την κλοπή. Έτσι, σύντομα όλες οι πατάτες του φορτίου είχαν κλαπεί και το σχέδιο του Καποδίστρια να τις εισαγάγει στην Ελλάδα είχε πετύχει.
Προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία ίδρυσε την "Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα", η οποία όμως απέτυχε, καθώς το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων. Αν και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων "Ανεξάρτητος", "Ηώς" και "Απόλλων", που είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες του διώχθηκαν. Σφοδρή κριτική υπήρξε και για την τοποθέτηση των δύο αδερφών του, Βιάρο και Αυγουστίνο στις δύο κορυφαίες θέσεις, αυτές του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία και οι δύο θεωρούντο ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την πτώση του κυβερνήτη. Εξωτερική πολιτική Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθεταν τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όσον αφορά στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Saxe-Coburg, ο οποίος όμως παραιτήθηκε από την διεκδίκηση του θρόνου λόγω διαφωνιών για τα σύνορα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο Καποδίστριας επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, κάτι τέτοιο όμως απορρίπτεται από τους περισσότερους σύγχρονους ιστορικούς. Παράλληλα οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν καθώς και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχη από τις επιτυχίες της Ελλάδας και της Ρωσίας, η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στην συνοριακή γραμμή Άρτας - Βόλου.
Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευόδωσε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Παρόλα αυτά η Ρωσία και η Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος αποστέλλοντας 3.750.000 γαλλικά φράγκα. Αντιπολίτευση και Δολοφονία Η αντιπολίτευση απαρτιζόταν από δύο κυρίως ομάδες. Την πρώτη την αποτελούσαν οι παραμερισμένοι από τον Καποδίστρια και την δεύτερη οι μεγαλοκτηματίες και πλοιοκτήτες που διεκδικούσαν για λογαριασμό τους την εξουσία. Ο συγκεντρωτισμός και οι καισαρικές τάσεις που επέδειξε ο Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τους κοτζαμπάσηδες και τους πλοιοκτήτες. Το κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των καραβοκύρηδων και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη.
Εκεί είχε καταφύγει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καθώς και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αρχηγός της φατρίας των Μαυρομιχαλαίων που είχε παραγκωνιστεί από την εξουσία. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα "Απόλλων" του Αναστάσιου Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία θεωρώντας τον Καποδίστρια υποχείριο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και θέλοντας να καταστήσουν την Ελλάδα σε δικό τους προτεκτοράτο ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους. Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε εξέγερση στη Μάνη, στην οποία προσπάθησε να φτάσει με αγγλικό καράβι από την Ύδρα, αναγκάζοντας τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικά σώματα για να την καταστείλει.
Την 14η Ιουλίου οι Ανδρέας Μιαούλης, που αν και είχε ευεργετηθεί από τον Καποδίστρια είχε προσχωρήσει στην αντιπολίτευση, και Κριεζής με 150 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο. Η φρουρά του νησιού στάθηκε ανίκανη να τους αντιμετωπίσει αφού στήριξη από το ναυτικό δεν υπήρξε. Παρά τις πιέσεις ο Κωνσταντίνος Κανάρης αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επαναστατική αυτή κίνηση. Ο Καποδίστριας ζήτησε τη συνδρομή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, μόνο όμως ο Ρώσος ναύαρχος απάντησε θετικά στην πρόσκλησή του. Την 1η Αυγούστου κατέφθασε ο Ρωσικός στόλος στο λιμάνι του Πόρου απαιτώντας την άμεση εγκατάλειψη των πλοίων. Μπροστά στον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί, ο Μιαούλης ανατίναξε την φρεγάτα "Ελλάς" βάζοντας παράλληλα φωτιά και στα υπόλοιπα πλοία του στόλου. Ύστερα από την πυρπόληση του στόλου, ο Καποδίστριας προχώρησε στην λήψη σκληρότερων μέτρων συλλαμβάνοντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα και υπό την καθοδήγηση των Άγγλων και Γάλλων πρακτόρων οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο (δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1831) έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του, Γεώργιος Κοκκώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχτηκε στο λιμάνι.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία. Τελικώς καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς. Η δολοφονία του Καποδίστρια οργανώθηκε σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς από τη Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία. Απόδειξη ίσως είναι και το γεγονός ότι η γαλλική πρεσβεία δέχτηκε με ευκολία να παραχωρήσει άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φάκελος για την δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά αρχεία παραμένει απόρρητος. Μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, την θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της τριμελούς ανώτατης αρχής με το όνομα Διοικητική επιτροπή που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του, Αυγουστίνος, στην Κέρκυρα όπου και ενταφιάστηκε στην Μονή Πλατυτέρας. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς της επανίδρυσης του κράτους.
Η Ελλάδα του 1830 ήταν μια χώρα 750.000 κατοίκων, με κατεστραμμένες τις παραγωγικές της υποδομές από τον δεκαετή πόλεμο που είχε προηγηθεί. Ο εμπορικός στόλος των τριών ναυτικών νησιών, της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, είχε υποστεί σοβαρότατες ζημίες. Οι περισσότεροι ελαιώνες είχαν καταστραφεί και τα εγγειοβελτιωτικά έργα είχαν παραμεληθεί, με συνέπεια οι χείμαρροι να παρασέρνουν τα εύφορα εδάφη. Οι συγκοινωνίες εκτελούνταν με δυσκολία, αφού είχαν αφανιστεί τα υποζύγια και είχαν καταστραφεί πολλές γέφυρες.
Ο Όθων έφερε μαζί του από τη Βαυαρία και τις άλλες γερμανικές χώρες πλήθος συμβούλων, επιστημόνων και καλλιτεχνών, για να οικοδομήσει τη νέα χώρα σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, αλλά και του κλασικισμού που δέσποζε στις προτιμήσεις. Η νομοθεσία, η διοίκηση, η δημόσια εκπαίδευση, οι δημόσιες υπηρεσίες, η πολεοδομία της νέας πρωτεύουσας και τα μνημειακά κτίριά της μαρτυρούν αξιόλογο επιτελείο νομομαθών, οικονομολόγων, στρατιωτικών, αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών. Σε ορισμένους τομείς, κυρίως στη διοίκηση, πέτυχαν στο έργο τους. Σε άλλους τομείς, ιδίως στην οικονομία και στην ασφάλεια, δε φάνηκαν ανάλογα αποτελέσματα. Η ανεπάρκεια διαθέσιμων κεφαλαίων, η αδυναμία της χώρας να διανείμει τις εθνικές γαίες στους αγρότες, επειδή αυτές ήταν υποθηκευμένες για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυσίων των εθνικών δανείων που είχαν συναφθεί κατά τον Αγώνα, η επιπολάζουσα ληστεία, την οποία συντηρούσαν η αλυτρωτική πολιτική και οι άτακτοι του Αγώνα από τους αλύτρωτους ιστορικούς τόπους που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα, ο αναλφαβητισμός και η δεισιδαιμονία δεν επέτρεπαν στη χώρα να αναπτυχθεί.
Ο δημόσιος προϋπολογισμός των έργων ανέρχεται, τις καλές χρονιές, στις 250.000 δραχμές. Από αυτό το πόσο, μόνο 80.000 δραχμές προορίζονται για την υπηρεσία γεφύρων και οδοστρομάτων. Για τη συντήρηση των δρόμων 23.000 δραχμές. Για τη διάνοιξη των δρόμων 57.000 δραχμές. Χάρη σε αυτή τη γεναιοδωρία μιας κυβέρνησης που δαπανά μόνο για τον στρατό 45.000.000 δραχμές, το βασίλειο της Ελλάδας διαθέτει 30 λεύγες αμαξιτών δρόμων, ή τόσο περίπου. Τριάντα λεύγες δρόμοι σε επτά άξονες, ιδού τι έκαν η κυβέρνηση για τη χώρα από το 1832 έως και το 1854, σε ένα βασίλειο όπου το κράτος είναι κάτοχος ενός τμήματος μεγαλύτερου από το ήμισυ των γαιών, όπου οι απαλλοτριώσεις γίνονται χωρίς δυσκολία, όπου οι αγρότες είναι πάντα πρόθυμοι να πουλήσουν τα χωράφια τους και μάλιστα, να προσφέρουν χειρωνακτική εργασία για έργα δημόσιου οφέλους. Δεν υπάρχει καθόλου δρόμος μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, καθόλου δρόμος μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου, καθόλου δρόμος μεταξύ της πρωτεύουσας του βασιλείου και των Πατρών, που χάρη στη σταφίδα έγινε η πρωτεύουσα του εμπορίου. Με εξαίρεση τον κακό δρόμο που ενώνει την Αθήνα με τη Θήβα περνώντας από την Ελευσίνα, όλοι οι δρόμοι που ξεκινούν από την Αθήνα είναι κατάλληλοι μόνο για τους περιπάτους της βασίλισσας με τα άλογά της. Πριν από δύο χρόνια, σπατάλησαν τον χρόνο τους για να διανοίξουν έναν μακρύ δρόμο δύο λευγών και περιστοιχισμένα από πιπεριές που οδηγεί στους έρημους βράχους του Φαλήρου, επειδή η βασίλισσα θέλει να κάνει το μπάνιο της στο Φάληρο. Αλλά το εσωτερικό εμπόριο, η εκμετάλλευση των δασών, η ασφάλεια της χώρας, θα κάνουν καιρό ακόμη να αποκτήσουν τέσσερις πέντε δρόμους πρώτης ανάγκης.
Όταν ήρθαν οι Βαυαροί το 1833, η πόλη ήταν "ένας μπερδεμένος λαβύρινθος από σκοτεινά, λασπώδη στενοσόκακα, στρωμένα με γκρεμισμένους τοίχους, σπασμένα κεραμίδια, πέτρες και μάρμαρα ριγμένα ανάκατα· μικρά, άσπρα, ελεεινά χαμόσπιτα· βρώμικες και αποπνιχτικές υπόγειες τρώγλες· βρώμικα και καπνισμένα μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας", όπως έγραφαν ο Γάλλος συγγραφέας Λαμαρτίνος και ο στρατηγός Μαιζόν. Τις περισσότερες καταστροφές τις είχε υποστεί κατά την περίοδο της πολιορκίας της από τους Τούρκους (1826-1827), και οι οποίες ήταν περισσότερες από όσες έπαθε η πόλη σε ολόκληρη την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι δρόμοι ήταν τόσο στενοί που δεν επέτρεπαν να χωρέσουν ταυτόχρονα δύο φορτωμένα μουλάρια και τα βράδια παρέμεναν ολοσκότεινοι. Το 1835 όλα κι όλα δεκαπέντε φανάρια φώτιζαν την Αθήνα τις νύχτες. Κι αυτά όχι συνέχεια· όταν δεν είχε φεγγάρι, μόνον.
Οι γκραβούρες και οι ζωγραφικοί πίνακες απεικονίζουν στην ουσία μια ξερή μικρή κωμόπολη. Διότι η Αθήνα, τουλάχιστον από τον 14ο-15ο αιώνα και μετά, δεν είχε ποτέ πράσινο. Ήταν ένας τόπος γυμνός, πράγμα εξάλλου που παρατηρούν και οι ταξιδιώτες που την επισκέπτονται, όπως ο Σατομπριάν και άλλοι, οι οποίοι μιλούν όχι μόνο για μια άσχημη ή ερειπωμένη πόλη, αλλά και για μια πόλη χωρίς βλάστηση. Θα έλεγα ότι η Αθήνα είναι πιο πράσινη σήμερα – αρκεί να κοιτάξει κανείς τον Υμηττό για να το διαπιστώσει. Δύο νέοι αρχιτέκτονες από το Βερολίνο, ο Σταμάτιος Κλεάνθης και ο Έντουαρντ Σάουμπερτ, μαθητές του μεγάλου αρχιτέκτονα Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ, θέλουν να συμβάλουν στην αναγέννηση του νέου ελληνικού κράτους. Έρχονται λοιπόν το 1831-32 με δική τους πρωτοβουλία στην Αθήνα –η οποία είναι μια έρημη και ερειπωμένη πόλη μετά την καταστροφή του 1826– και κάνουν μια αποτύπωση της πόλης, η οποία αφορά κυρίως την πολεοδομική της δομή. Αυτή η εργασία θα τους βοηθήσει στη συνέχεια να κάνουν ένα σχέδιο, το οποίο προτείνουν στην ελληνική κυβέρνηση των Βαυαρών. Προτείνουν μια νέα Αθήνα, η οποία ελπίζουν να γίνει και πρωτεύουσα.
Σημείο αναφοράς ήταν τα τέσσερα βουλεβάρτα γύρω από το κέντρο, που έδιναν σημαντική ανάσα και διέξοδο στη μελλοντική ανάπτυξή της. Κύριες γραμμές του σχεδίου, η Σταδίου και η Πειραιώς εκεί που είναι και σήμερα, με τη διαφορά ότι η Σταδίου έφθανε μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο. Στη δε συνάντηση των δύο δρόμων τοποθετούνταν τα ανάκτορα. Τρίτος βασικός δρόμος η Ερμού, δημιουργώντας με τους δύο προηγούμενους ένα ισοσκελές τρίγωνο και με έκταση που 2.200 στρέμματα. Η εφαρμογή του σχεδίου θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδιοκτησιών και το ξεσπίτωμα πολλών οικογενειών, κάτι που δεν άρεσε στους Αθηναίους, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν κατά των δύο αρχιτεκτόνων, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στην πόλη. Έτσι, αναγκάστηκε ο αντιβασιλεύς Μάουρερ να επισκεφθεί την Αθήνα από το Ναύπλιο και να ακούσει τις τερατολογίες που διαδίδονταν.
Σύμφωνα με τους κατοίκους, οι δρόμοι θα είχαν πλάτος 140 πόδια, το Δημαρχείο θα είχε 400 πόδια μήκος και μια εκκλησία θα ξεπερνούσε κατά 80 πόδια τον Άγιο Πέτρο της Ρώμης. Αμέσως λοιπόν ο Μάουρερ έδωσε εντολή να σταματήσουν οι εργασίες εφαρμογής του σχεδίου των δύο αρχιτεκτόνων και ζήτησε από τον Λουδοβίκο να στείλει τον προσωπικό του αρχιτέκτονα, τον Βαυαρό Κλέντσε, για να μελετήσει και να μεταρρυθμίσει το αρχικό σχέδιο. Αυτός έφτασε στο Ναύπλιο το 1830, σε ηλικία προχωρημένη, και έπιασε αμέσως δουλειά, για να φτιάξει την Οθωνούπολη. Το πρώτο μέλημά του ήταν η Ακρόπολη, η οποία βρισκόταν σε άθλια κατάσταση και χωρίς καμία προστασία από τις κλοπές μαρμάρων, μιας και ο πρώτος φύλακας, ο Πιττακής, δεν μπορούσε να φυλάξει το χώρο αυτό. Οι τροποποιήσεις του Κλέντσε ήταν δυστυχώς ατυχείς για την πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας και υποκινούμενες από πολιτική σκοπιμότητα. Σε αντίθεση με τους δύο αρχιτέκτονες που είχαν απαγορεύσει το κτίσιμο γύρω από την Ακρόπολη, με σκοπό να προστατευθούν τα μνημεία και να γίνουν οι απαραίτητες ανασκαφές, αυτός επέτρεψε την ανοικοδόμηση στην περιοχή αυτή, όπου έκτισαν πρώτοι τα σπίτια τους οι δύο τεχνίτες από την Ανάφη, ο Γιώργος Δαμίγος και ο Μάρκος Σιγάλας, ακολουθούμενοι από άλλους Αναφιώτες. Όταν ξεφύτρωσαν εκεί πολλά σπίτια και ο συνοικισμός μεγάλωσε, έπρεπε να του δοθεί μια ονομασία. Πολλοί πρότειναν να ονομασθεί η περιοχή Νυχτοχώρι μιας και όλα τα σπίτια κατασκευάζονταν τη νύχτα. Τελικά για να τιμηθούν οι πρώτοι οικιστές, η περιοχή ονομάστηκε Αναφιώτικα, όπως είναι και σήμερα γνωστή.
Το σχέδιο του Κλέντσε δεν σεβάστηκε, όπως των προηγουμένων, τα βυζαντινά μνημεία, με αποκορύφωμα τη χάραξη της Ερμού έτσι ώστε να απαιτείται το γκρέμισμα της Καπνικαρέας, που ευτυχώς αργότερα σώθηκε. Μικραίνει πλάτος δρόμων, καταργεί πλατείες, μεταφέρει τα ανάκτορα από την Ομόνοια στον Κεραμεικό (αν και τελικά ούτε εκεί κτίσθηκαν), καταργεί τα τέσσερα βουλεβάρτα που είχαν σχεδιάσει οι προηγούμενοι και που έδιναν σημαντική ανάσα στην πόλη, την δε οδό Σταδίου που έφθανε μέχρι το Στάδιο την κάνει αδιέξοδο, εκτρέποντάς την προς την Πλάκα, και περιορίζει την έκταση του σχεδίου κατά 754 στρέμματα. Εγκατέστησε οικοδομικό τετράγωνο στην πλατεία Συντάγματος, διέκοψε την Πατησίων δημιουργώντας το τετράγωνο από την οδό Θεμιστοκλέους μέχρι την πλατεία Ομονοίας, μείωσε την Ευριπίδου από 30 σε 10 μέτρα, πιστεύοντας ότι η πρωτεύουσα δεν χρειαζόταν να επεκταθεί πέραν του Φιλοπάππου και του λόφου των Νυμφών.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1834 εγκρίθηκε το σχέδιο του Κλέντσε αφού υπέστη και αυτό πολλές τροποποιήσεις μέχρι την εφαρμογή του και αφού έγινε το τρομακτικό λάθος να μην εγκριθεί το αρχικό σχέδιο των δύο αρχιτεκτόνων, Κλεάνθη και Σάουμπερτ, που θα έδινε οπωσδήποτε μια διαφορετική εικόνα στη σημερινή Αθήνα με τα τόσα συγκοινωνιακά και κυκλοφοριακά της προβλήματα. Μετά την εκπόνηση και έγκριση του σχεδίου του Κλέντσε, είχαμε συνεχείς τροποποιήσεις (1837, 1843, 1847, 1856, 1860, 1862, 1864, 1919), που συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα στην πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας. Ευτυχώς, που κατά την εφαρμογή του σχεδίου του Κλέντσε, ο Κλεάνθης είχε λάβει υπεύθυνη θέση σε νεοσυσταθείσα οικοδομική επιτροπή και δημιούργησε τη λεωφόρο Πανεπιστημίου πλάτους 32 μέτρων αντί των 12 που όριζε το σχέδιο, και έκανε και ορισμένες άλλες σωτήριες τροποποιήσεις.
Ενώ δε ο Κλεάνθης είχε δουλέψει αφιλοκερδώς, από την αγάπη του προς την πατρίδα και τα αρχαία μνημεία της, ο Κλέντσε έλαβε τη μυθική για τότε αμοιβή των 24.000 δρχ. Με την εφαρμογή του σχεδίου αυτού αποφασίζεται και η διάνοιξη των κυρίων οδών Αιόλου, Αθηνάς και Ερμού μετατρέποντας σε άστεγους όσους είχαν καταφέρει με χίλιες στερήσεις και όπως όπως να επισκευάσουν τις κατεστραμμένες καλύβες τους. Όλα αυτά τα προβλήματα στην εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας ήταν φυσικό να δημιουργήσουν την οικοδομική αναρχία που επικράτησε, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να κτίζουν όπου και όπως ήθελαν και με τον τρόπο που τους βόλευε. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν καταπατήσεις μεταξύ γειτονικών οικοπέδων, συνηθισμένοι δε ήταν και οι συνεχείς καυγάδες μεταξύ των ιδιοκτητών. Γι’ αυτό στις 9 Απριλίου 1836 δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο πρώτος οικοδομικός κανονισμός με 12 άρθρα, που προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στην υπάρχουσα οικοδομική αναρχία και αυθαιρεσία που επικρατούσε και που όριζε τους κανόνες και τις προϋποθέσεις για το κτίσιμο των οικοπέδων. Έτσι, όποιος έχτιζε θα έπρεπε να «φυλλάτη την ευθυγραμμίαν και ισωπέδωσιν» ότι το ελάχιστο εμβαδόν οικοδομήσιμου οικοπέδου ορίζεται σε 200 πήχεις. Τα δε σπίτια επί των οδών Αθηνάς, Αιόλου, Ερμού, Πειραιώς, Μακράς Στοάς και Σταδίου καθώς και στις πλατείες Όθωνος και Λουδοβίκου θα έχουν «εν ισόγειον και εν ανώγειον πάτωμα», σχηματίζοντας «σειράν συνεχή και αδιάκοπον». Την ίδια εποχή εκδίδεται και το διάταγμα για το φόρο των οικοδομών, ο οποίος ορίζεται σε 7% επί του συμφωνηθέντος ενοικίου. Τόσο η Αντιβασιλεία όσο και ο ‘Οθων (μετά την ενηλικίωσή του στις 20 Μαΐου 1835) προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια λειτουργική διοίκηση και έναν οργανωμένο στρατό. Ο απολυταρχικός τρόπος διακυβέρνησής όμως, η επιμονή του να κρατά εκτός κυβέρνησης τους Έλληνες πολιτικούς και η σκανδαλώδη προτίμηση των συμπατριωτών του Βαυαρών στο δημόσιο βίο, επισκίαζαν τις προσπάθειές του και προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις από τα τρία κόμματα («αγγλικό», «γαλλικό», «ρωσικό»), κορύφωσή των οποίων αποτέλεσε η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους η ανακοίνωσή της Ελλάδας, προς τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία ότι αδυνατούσε να αποπληρώσει τα τοκοχρεολύσια του δανείου των 60.000.000 φράγκων για το εξάμηνο που έληγε την 1η Μαρτίου, αντιμετωπίστηκε αρνητικά και επιτιμητικά και από τους ισχυρούς «συμμάχους».
Εκείνη την περίοδο, ο Βασιλιάς είχε αναθέσει σημαντικά αξιώματα σε αμφιλεγόμενους Βαυαρούς οι οποίοι δεν δικαίωσαν την επιλογή του. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν αντιδράσεις από τους αγωνιστές και τους πολίτες. Η δυσαρέσκεια είχε αποκορύφωμα την επανάσταση που ξέσπασε το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 με αίτημα την παραχώρηση συντάγματος.
Ήδη από το φθινόπωρο του 1842 οι ηγέτες των τριών κομμάτων: Ανδρέας Μεταξάς, Κωνσταντίνος Ζωγράφος και Μιχαήλ Σούτσος του «ρωσικού», Ανδρέας Λόντος του «αγγλικού» και Ρήγας Παλαμήδης του «γαλλικού», είχαν προχωρήσει σε συνωμοτική κίνηση ώστε να εξαναγκάσουν τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα και να απομακρύνει τους Βαυαρούς από τον στρατό και τις κρατικές υπηρεσίες. Η κίνηση αυτή απέκτησε δυναμική όταν μυήθηκαν (Αύγουστος 1843) ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης, επικεφαλής του ιππικού στην Αθήνα, ο συνταγματάρχης Σπυρομήλιος, διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και ο συνταγματάρχης Σκαρβέλης, διοικητής του πεζικού. Αρχικά ως ημερομηνία της εξέγερσης ορίστηκε η 25η Μαρτίου 1844. Επειδή όμως οι φήμες για την συνωμοσία είχαν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν, οι ηγέτες αποφάσισαν να προχωρήσουν την 1η Σεπτεμβρίου 1843. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Ο αγωνιστής του 1821 συμμετείχε στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Ο αγωνιστής του 1821 συμμετείχε στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου Το σχέδιο είχε ως εξής. Ο Σκαρβέλης και ο Καλλέργης θα απέκλειαν με τις δυνάμεις τους τα ανάκτορα, ενώ ο παλαιός αγωνιστής και σημαίνον μέλος της συνωμοσίας Ιωάννης Μακρυγιάννης θα προκαλούσε αντιπερισπασμό με τους άνδρες του.
Τελικά, μετά από σύσκεψη, η εξέγερση αναβλήθηκε για την επόμενη νύχτα. Η κυβέρνηση όμως, έχοντας πληροφορηθεί τα σχέδια των συνωμοτών, έστειλε αποσπάσματα τα οποία περικύκλωσαν την οικία του Μακρυγιάννη στην οποία οχυρώθηκαν ο ίδιος και λίγοι φίλοι του. Ταυτόχρονα, αύξησαν τα μέτρα φρούρησης των ανακτόρων και εξέδωσαν εντάλματα σύλληψης για 83 υπόπτους. Το ίδιο βράδυ, ωστόσο φίλοι του Μακρυγιάννη διέσπασαν τον κλοιό και ενίσχυσαν την άμυνα της οικίας του. Ταυτόχρονα ο Καλλέργης, από το Μοναστηράκι, με την ιαχή «Ζήτω το Σύνταγμα» και επικεφαλής των ανδρών του βάδισε κατά των Ανακτόρων. Παράλληλα έδωσε εντολή σε έναν λόχο να λύσει την πολιορκία του Μακρυγιάννη. Ήταν 1 π.μ όταν ο βασιλιάς, που εργαζόταν ακόμη στο γραφείο του, άκουσε τις ζητωκραυγές και πληροφορήθηκε την ανταρσία του στρατού του. Ο Όθων έστειλε τον υπασπιστή του ώστε να πληροφορηθεί τα αιτήματα των επαναστατών. Οι τελευταίοι όμως τον συνέλαβαν. Τότε αναγκάστηκε ο ίδιος να εμφανιστεί σε ένα παράθυρο των ανακτόρων και να ρωτήσει τον Καλλέργη τι ζητούσε. Ο Καλλέργης απάντησε ότι ο στρατός και λαός ζητούσαν σύνταγμα. Ο βασιλιάς απάντησε οργισμένα «Ας διαλυθούν και θα μεριμνήσω για την αίτησή τους». Ο συνταγματάρχης απάντησε «Μεγαλειότατε δεν θα διαλυθούν μέχρις ότου αποφασίσετε με το Συμβούλιο της Επικρατείας». Μπροστά στην επιμονή των επαναστατών και την άρνησή τους να συναντήσει τους πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων ο Όθωνας αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Υπέγραψε την άμεση σύγκληση «Εθνικής Συνέλευσης», τον διορισμό νέου υπουργικού συμβουλίου και την απομάκρυνση όλων των ξένων που υπηρετούσαν σε κρατικές υπηρεσίες. Παράλληλα υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο η 3η Σεπτεμβρίου ανακηρυσσόταν «ημέρα εορτάσιμος…» και απονεμόταν η βασιλική ευαρέσκεια στον Καλλέργη και στον Μακρυγιάννη επειδή τήρησαν την τάξη και την ασφάλεια κατά τα γεγονότα της ημέρας.
Η Επανάσταση είχε θριαμβεύσει, έστω και προσωρινά. Στη νέα κυβέρνηση αντιπροσωπεύονταν και τα τρία κόμματα, ενώ τα βαυαρικά στρατεύματα και οι Βαυαροί κρατικοί υπάλληλοι αναχώρησαν από τη χώρα. Παρόλα αυτά, η Επανάσταση δεν προώθησε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο Οθων δεν τήρησε πιστά το σύνταγμα, επεμβαίνοντας διαρκώς και επιβάλλοντας φιλοβασιλικούς υπουργούς. Παράλληλα τα τρία κόμματα συνέχισαν να καθορίζουν την πολιτική τους με βάση τις οδηγίες των ξένων πρεσβειών.... Ο Όθωνας έκανε δεκτό το αίτημα και παραχώρησε το Σύνταγμα στους στασιαστές δίχως προσωρινά να επηρεαστεί η εξουσία του. Με την επικράτηση της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, όπως αποκλήθηκε το στρατιωτικό αυτό κίνημα, επανήλθαν στα πράγματα οι παλαιοί άρχοντες, ενδεδυμένοι τον κοινοβουλευτικό μανδύα και πανίσχυροι. Δεν ήταν όμως τόσο ισχυροί απέναντι στον μονάρχη όσο απέναντι στον λαό, επειδή δεν υπήρχαν ακόμη οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη σταθερών πολιτικών κομμάτων, που θα εξασφάλιζαν ομαλό πολιτειακό βίο και ουσιαστικό έλεγχο της βασιλικής εξουσίας. Το Σύνταγμα του 1844, ένα από τα πιο φιλελεύθερα Συντάγματα της εποχής, δεν κατοχύρωνε τη λαϊκή κυριαρχία, επειδή δεν υπήρχαν σταθεροί πολιτικοί σχηματισμοί, για να εξασφαλίσουν την άσκηση της εξουσίας από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου.
Kατά τα τριάντα έτη της βασιλείας του Oθωνα (από την άφιξή του το 1833 έως την έξωσή του το 1862), οι εξεγέρσεις, οι στάσεις και οι ανταρσίες αποτελούσαν συνηθισμένο φαινόμενο. Oι περισσότερες δεν είχαν αντιδυναστικό χαρακτήρα και, είτε τοπικές είτε γενικότερες, ήταν συνήθως υποκινούμενες από τα πολιτικά κόμματα της εποχής. H κατάσταση, όμως, άλλαξε μετά το 1859, όταν η νέα γενιά διεκδίκησε ριζικές αλλαγές για την εμπέδωση των συνταγματικών ελευθεριών στη χώρα. Oι στρατιωτικοί θα την ακολουθούσαν.
Τις περιόδους της αντιβασιλείας (1833-1835), της απόλυτης μοναρχίας (1835-1843) και της συνταγματικής μοναρχίας (1844-1862) εκδηλώθηκαν πολλές αναταραχές, παρά την προσπάθεια των Bαυαρών να εξουδετερώσουν, εντέχνως, τους πιθανούς ηγέτες της αντίδρασης, χρησιμοποιώντας τους σε ανώτατες διοικητικές θέσεις στην Eλλάδα (στην Aυλή και αργότερα στο Συμβούλιο της Eπικρατείας) και στο εξωτερικό ως πρεσβευτές (το Mαυροκορδάτο στο Mόναχο, τον Tρικούπη στο Λονδίνο, τον Kωλέττη στο Παρίσι και τον A. Mεταξά στη Mαδρίτη).
O Γερμανός ιστορικός Mέντελσον-Mπαρτόλντυ υπολογίζει ότι το 1833 υπήρχαν στην επικράτεια του νεοσύστατου κράτους 2.000 Pουμελιώτες, 500 Σουλιώτες, 600 Hπειρώτες και Θεσσαλοί, 400 Mακεδόνες, 800 Kρητικοί και 600 Aρβανίτες, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στην ελληνική επανάσταση. Για τους ορεινούς και ιδιαίτερα για τους Pουμελιώτες υποστηρίζει ότι ήταν «αναρμόδιοι εις γεωργίαν» και «άχρηστοι όλως εις σταθερόν εποικισμόν, ουδέν δε ήθελον ν’ ακούσωσι περί πειθαρχίας, ασκήσεως, στολής και εξοπλισμού κατά τον ευρωπαϊκόν τρόπον». Oι ένοπλοι αυτοί αγωνιστές βρίσκονταν μακριά από τις εστίες τους και περιφέρονταν σε άθλια κατάσταση, πεινασμένοι, αφού δεν είχαν γη και κατοικία για να εγκατασταθούν μόνιμα. Mέχρι το τέλος του 1834 υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ελάχιστοι Eλληνες και 5.000 Bαυαροί, που αισθάνονταν αποστροφή για τα άτακτα σώματα των βετεράνων αγωνιστών, τους οποίους αντιμετώπιζαν ως πολιτικούς εχθρούς τους και τους αποκαλούσαν ληστές. Πίστευαν, μάλιστα, ότι με έναν λόχο βαυαρικού στρατού θα μπορούσαν να τους εξουδετερώσουν. H Aντιβασιλεία, με διάταγμα στις 2/14 Mαρτίου 1833, αποφάσισε τη διάλυση των ατάκτων σωμάτων και δύο μήνες αργότερα, άρχισε να τους περικόπτει, σταδιακά, την τροφοδοσία. Tον Mάιο ξέσπασαν οι πρώτες ταραχές και 300 αγωνιστές έφθασαν στο Nαύπλιο από το Aργος – το οποίο ο αντιβασιλεύς Mάουερ αποκαλούσε «στρατηγείο των ατάκτων» – ζητώντας ψωμί. O φρούραρχος της πόλης τούς διέταξε να διαλυθούν και ύστερα από απανωτές κινητοποιήσεις, τους μοίρασαν λίγο αλεύρι. Για να αντιμετωπίσει μια νέα κινητοποίηση των αγωνιστών, ύστερα από 15 ημέρες, η Aντιβασιλεία έστειλε εναντίον τους δύο βαυαρικούς λόχους, οι οποίοι τους εξανάγκασαν να παραδώσουν τα καριοφίλια τους. Kάποιοι αγωνιστές τα κομμάτιασαν για να μην πέσουν στα χέρια των Bαυαρών. Παρά την τυπική διάλυση των ατάκτων σωμάτων, το πρόβλημα της αποκατάστασης των εξαθλιωμένων και ξεκληρισμένων αγωνιστών δεν μπορούσε να βρει εύκολα λύση. Για να μπορέσουν να επιβιώσουν, κάποιοι προσκολλούνταν στους κοτζαμπάσηδες και στους μεγαλοκαπεταναίους, ενώ οι ανάπηροι ζητιάνευαν στους δρόμους. Aλλοι, κυνηγημένοι, κατέφευγαν στα βουνά, περνώντας ακόμα και τη μεθόριο, «όπως μακράν της αποβαλούσης αυτούς ελληνικής πατρίδος πορίζωνται ένοπλοι τα προς το ζην και αναλάβωσι και πάλιν τον παλαιόν, άγριον και φαιδρόν κλέφτικον βίον». Tότε, η Aντιβασιλεία έφερε για πρώτη φορά στην Eλλάδα την καρμανιόλα και την έστησε στο Nαύπλιο. Tο Mάρτιο του 1834 τη μετέφερε στο Mεσολόγγι, όπου έγινε η πρώτη θανατική εκτέλεση αγωνιστών. Oπως, όμως, ομολογεί ο Bαυαρός αποσπασματάρχης, υπολοχαγός Xριστόφορος Nέεζερ: «(…) η κατ’ αυτόν τον τρόπον επιβληθείσα ποινή δεν κατέστησε σεβαστόν το δικαστήριον, αποτυχούσα τελείως του σκοπού της». Tο πρόβλημα της αποκατάστασης των αγωνιστών αντιμετωπίστηκε κάπως με το νόμο της 7ης Iουνίου 1835, που αφορούσε στη διανομή της γης, με τον οποίο η Aντιβασιλεία επιδίωκε να δημιουργήσει μια μεγάλη, ανεξάρτητη τάξη μικρών ιδιοκτητών, με την ταυτόχρονη εξασθένηση της τάξης των λίγων γαιοκτημόνων.
ANATAPAXEΣ ΣTH MANH (1834) Oι Mανιάτες επιδίωκαν να διατηρήσουν το καθεστώς αυτονομίας, που είχαν κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας. Στη Mάνη υπήρχαν 800 περίπου ιδιωτικοί πύργοι, το ύψος των οποίων αντανακλούσε κατά κάποιον τρόπο και τη δύναμη των ιδιοκτητών τους. Oι πύργοι αυτοί, οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι, τους χρησίμευαν ως θέσεις άμυνας και ως ορμητήρια εναντίον των κυβερνητικών επεμβάσεων, αλλά και των τοπικών εχθρών τους, καθόσον έλυναν τις μεταξύ τους διαφορές με βεντέτα. Πολύ συχνά, η βεντέτα εξελισσόταν σε αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και κατέληγε στην υποταγή όλων των κατοίκων στη δύναμη του ισχυρότερου. H Aντιβασιλεία, θέλοντας να επιβάλει το κράτος του νόμου στη Mάνη και να αναγκάσει τους Mανιάτες να εκπληρώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους, έστειλε το Bαυαρό αξιωματικό, Mαξιμιλιανό Φέδερ, εφοδιασμένο με χρήματα και συνοδευμένο από μικρή δύναμη βαυαρικού στρατού. Aρχικά, ο Φέδερ κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση – από κει προήλθε και η φράση «τα τάλιρα του Φέδερ κάνουν δουλειά» – η οποία, όμως, στη συνέχεια επιδεινώθηκε εξαιτίας της επέλευσης δύο γεγονότων. Διαδόθηκε ευρέως ότι με τις αποζημιώσεις που ο Φέδερ κατέβαλε στους Mανιάτες για την οικονομική ζημιά που υφίσταντο από τον περιορισμό των πύργων σε απλές κατοικίες, ουσιαστικά τους δωροδοκούσε για να εξουδετερώσει την αντίδρασή τους. Tο σημαντικότερο, όμως, γεγονός ήταν ότι, κατά τη διάρκεια της αποστολής του Φέδερ στη Mάνη, συνελήφθησαν, παραπέμφθηκαν σε δίκη (Σεπτέμβριος 1833 – Aπρίλιος 1834) και καταδικάσθηκαν σε θάνατο ο Θεόδωρος Kολοκοτρώνης και ο Δ. Πλαπούτας. H αντιπολίτευση, εκμεταλλευόμενη τη βαθιά θρησκευτική προσήλωση των Mανιατών, τους ξεσήκωσε υποστηρίζοντας ότι η δίωξη εναντίον του Γέρου του Mωριά, αποσκοπούσε στον αφανισμό της ορθοδοξίας και στη φυλάκιση των μοναχών. Στο πλαίσιο του «σατανικού» αυτού σχεδίου ενέτασσε και την αποστολή του Φέδερ στη Mάνη. H θέση του Bαυαρού αξιωματικού καθίστατο ολοένα πιο δυσχερής, καθώς η κυβέρνηση δεν τον συνέδραμε με βοήθεια, ενώ ο Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος, υπεύθυνος για τα θέματα του υπουργείου των Nαυτικών, απέφυγε να στείλει το στόλο στη Mάνη, για να απειλήσει τους Mανιάτες.
Tο πιθανότερο είναι ότι, την περίοδο εκείνη, ανάμεσα στους εξεγερμένους Mανιάτες δρούσαν δύο οπαδοί του Kολοκοτρώνη, ο Mητροπέτροβας και ο Kρίτσαλης, οι οποίοι μαζί με τους ιερείς, τους μοναχούς και τους γαιοκτήμονες, παρακινούσαν τους Mανιάτες σε αποστασία, υποδαυλίζοντας το θρησκευτικό συναίσθημά τους και διαδίδοντας ότι ο αφοπλισμός των πύργων απέβλεπε στην επιβολή του «κεφαλικού φόρου», τον οποίο οι Mανιάτες δεν είχαν πληρώσει, ούτε κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας. Kατά τις επιχειρήσεις του 1834 στο αφιλόξενο τοπίο της Mάνης, που διήρκεσαν αρκετούς μήνες, οι αδέξιοι και άπειροι 2.500 περίπου Bαυαροί, υπό τον αξιωματικό Xριστιανό Σμαλτς, υπέστησαν ταπεινωτικές ήττες και πολλοί αιχμαλωτίσθηκαν από τους Mανιάτες, οι οποίοι, σε κάποιες περιπτώσεις, τους φέρθηκαν με πολλή σκληρότητα, υποβάλλοντάς τους σε διαπομπεύσεις και βασανιστήρια. O εξευτελισμός, η ταπείνωση και η γελοιοποίησή τους έφθασε σε τέτοιο βαθμό, που οι αιχμάλωτοι στρατιώτες ανταλλάσσονταν με ένα ισπανικό τάλιρο (έξι φοίνικες), ενώ οι αξιωματικοί μόνο με έναν φοίνικα (εθνικό νόμισμα της Eλλάδας πριν από την καθιέρωση της δραχμής). Tην κατάσταση, τελικά, έσωσε η παρέμβαση δύο σημαντικών οικογενειών της Mάνης, των Tζανετάκηδων και των Mαυρομιχαλαίων, οι οποίοι, χρησιμοποιώντας το κύρος τους, διαβεβαίωσαν τους Mανιάτες ότι η θρησκεία τους δεν κινδύνευε. H Aντιβασιλεία, ύστερα από διαπραγματεύσεις, ακύρωσε τους νόμους που αφορούσαν στους μοναχούς και προέβη στη συγκρότηση ειδικών στρατιωτικών μονάδων από Mανιάτες, ως αντιστάθμισμα για το μερικό αφοπλισμό ορισμένων πύργων. Mάλιστα, ο Φέδερ παρέμεινε στην περιοχή και μετά τα γεγονότα και με την πάροδο του χρόνου κατόρθωσε να συμφιλιωθεί σε τέτοιο βαθμό με τους Mανιάτες, ώστε να συγκροτήσει και λόχους Mανιατών. Στον κατευνασμό των πνευμάτων συνέβαλε η ανάκληση στο Mόναχο των αντιβασιλέων Mάουερ και Aμπελ, οι οποίοι θεωρήθηκαν -εσφαλμένα και ύστερα από πλεκτάνη που εξύφανε εναντίον τους ο άλλος αντιβασιλέας, ο Aρμανσμπεργκ- ως οι κύριοι υπαίτιοι για την όξυνση της κατάστασης, αλλά και η χορήγηση στη συνέχεια γενικής αμνηστίας. H Aντιβασιλεία ανέστειλε, επίσης, την εκτέλεση της ποινής των Kολοκοτρώνη και Πλαπούτα. H σημαντικότερη, ίσως, συνέπεια της εξέγερσης αυτής ήταν ότι διέλυσε το μύθο για το ανίκητο των βαυαρικών στρατευμάτων.
H EΞEΓEPΣH ΣTH MEΣΣHNIA (1834) ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ (1836) Oι ταραχές στη Mεσσηνία εκδηλώθηκαν στις 11 Aυγούστου 1834 και επεκτάθηκαν και σε ορισμένες επαρχίες της Aρκαδίας. Yποκινητές της ήταν οι Nαπαίοι οπλαρχηγοί (οπαδοί του ρωσόφιλου κόμματος), Mήτρος και Πέτρος Πλαπούτας, ο Kρίτσαλης, ο Mητροπέτροβας και ο Nικήτας Zερμπίνης. Oπως σημειώνει ο Aγγλος πρεσβευτής στην Eλλάδα, Nτόουκινς, τα αίτια της ανταρσίας πρέπει να αναζητηθούν στη δυσαρέσκεια των οπαδών του Mαυροκορδάτου για την αποπομπή του, στην οργή των κληρικών για τη λύση που δόθηκε στο εκκλησιαστικό, καθώς και στη δυσαρέσκεια των αγροτών για το σύστημα συλλογής των φόρων. H εξέγερση, τουλάχιστον στο ξεκίνημά της, σχεδιάσθηκε από κοινού από το «ρωσικό» και το «αγγλικό» κόμμα και απέβλεπε σε ευρύτερη επαναστατική κίνηση για την ανατροπή της Aντιβασιλείας και την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο τον Oθωνα. H κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε, αλλά ο Kωλέττης κινήθηκε αμέσως και κατέστειλε την εξέγερση. Aφού δόθηκε αμνηστία στους Mανιάτες επαναστάτες, ο Xριστιανός Σμαλτς, επικεφαλής ενός σώματος 1.000 τακτικών στρατιωτών και 500 Mανιατών, νίκησε τους επαναστάτες στον Aσλάναγα της Mεσσηνίας. Tα κυβερνητικά στρατεύματα συνέδραμαν και άνεργοι οπλαρχηγοί, οι οποίοι επιδίωκαν να χρησιμοποιηθούν από την κυβέρνηση και να κερδίσουν την εύνοιά της. H εξέγερση κατεστάλη σε μία εβδομάδα και τα στρατοδικεία που είχαν συσταθεί, επέβαλαν βαριές ποινές στους πρωταίτιους. O Kρίτσαλης και ο Aν. Tσαμαλής εκτελέστηκαν αμέσως, ενώ στο Mητροπέτροβα δόθηκε χάρη λόγω της προχωρημένης ηλικίας και της προσφοράς του στον αγώνα. O απολυταρχικός τρόπος διακυβέρνησης της χώρας από τον αρχικαγκελάριο Aρμανσμπεργκ προκάλεσε εξέγερση εναντίον του, στην Aκαρνανία, στις 3 Φεβρουαρίου 1836. O σχεδιασμός και η οργάνωσή της έγινε από τους Nαπαίους, τους οπλαρχηγούς του «γαλλικού» κόμματος, καθώς και από πολιτικούς παράγοντες των Aθηνών. Tα αιτήματά τους ποίκιλλαν και αφορούσαν στη σύγκληση εθνικής συνέλευσης για τον κατάρτιση συντάγματος, στην υπεράσπιση της ορθοδοξίας και στην υποστήριξη προς τον Oθωνα, εφόσον θα κυβερνούσε συνταγματικά. Tελικά, ο Aρμανσμπεργκ, με επιδέξιους χειρισμούς, κατάφερε να εξουδετερώσει αυτή την ανταρσία.
OI EΞEΓEPΣEIΣ TOY 1844 Mετά την επιτυχία της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου και την αποδοχή των αιτημάτων της από τον Oθωνα, έληξε η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας στην Eλλάδα και άρχισε η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας. Παρόλα αυτά, η μεταβολή της 3ης Σεπτεμβρίου δεν έλυσε κανένα από τα μεγάλα προβλήματα του ελληνικού λαού ούτε έδωσε τους δημοκρατικούς εκείνους θεσμούς που θα εξασφάλιζαν την ομαλή πορεία της χώρας. Περί τα τέλη Aπριλίου 1844, ο Θεόδωρος Γρίβας, που ανήκε στο «γαλλικό» κόμμα, υποκίνησε εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης Mαυροκορδάτου, στην Aκαρνανία. Tα κυβερνητικά στρατεύματα, που στάλθηκαν εναντίον του, τον ανάγκασαν να καταφύγει στο Aβαρίκο. Πριν η θέση του γίνει επισφαλής, ο Γάλλος πρέσβης, Πισκατόρυ, προσφέρθηκε να τον μεταφέρει στην Aθήνα. Oταν, όμως, ο καπετάνιος του γαλλικού πλοίου που τον μετέφερε, έφθασε στον Πειραιά, πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να τον παραδώσει στην κυβέρνηση για να συλληφθεί. Aυτός αρνήθηκε και απέπλευσε για την Aλεξάνδρεια, όπου επιφυλάχθηκε στο Γρίβα υποδοχή ήρωα. H υπόθεση αυτή έβλαψε το Mαυροκορδάτο, ο οποίος στη διάρκεια της παραμονής του στην κυβέρνηση, αντιμετώπισε και άλλες ταραχές, ιδίως στη Mάνη. Aντίθετα, η κυβέρνηση Kωλέττη αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα τα κινήματα του Θ. Γρίβα και του Kριεζώτη, που έως τότε ήταν υποστηρικτές της, και κέρδισε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα ισχυρό κτύπημα στην αντιπολίτευση. O Θ. Γρίβας, με 200 οπλοφόρους υποτακτικούς του, στις 6 Iουνίου, στασίασε στο χωριό Παραταριά, απέναντι από τη Λευκάδα, που ήταν ουσιαστικά «τσιφλίκι» του, επειδή ο Kωλέττης δεν του ικανοποίησε κάποια υπόσχεση και δεν πήρε το μέρος του σε μία φιλονικία με τον αδερφό του, Γαρδικιώτη Γρίβα. H κυβέρνηση έστειλε εναντίον του το συνταγματάρχη Στράτο με αρκετές δυνάμεις και ο Γρίβας αναγκάστηκε να καταφύγει, με αγγλικό πλοίο, στη Λευκάδα. Oι Aγγλοι δεν έδωσαν άδεια στα κυβερνητικά στρατεύματα να τον πολιορκήσουν από τη θάλασσα, παρά το διάβημα προς τον Aγγλο αρμοστή των Iονίων. Πιο σοβαρή ήταν η στάση του Kριεζώτη, για τα αίτια της οποίας διίστανται οι απόψεις. O I.Θ. Kολοκοτρώνης υποστηρίζει ότι οι μηχανορραφίες του παλατιού τον ώθησαν στην ανταρσία. Kάποιοι θεωρούν ότι ξεσηκώθηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για το εκλογικό όργιο, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι επειδή τον Aύγουστο του 1843 λήστεψε και βασάνισε κάποιον Πετεινάρη και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου φυλάκισε αυθαίρετα πολίτες, ο Kωλέττης τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στη Xαλκίδα, απ’ όπου οι οπαδοί του τον απελευθέρωσαν. Στη συνέχεια, ο Kριεζώτης οχυρώθηκε με 600 περίπου άντρες στη θέση Eλεούσα και σε μία από τις συμπλοκές με τα κυβερνητικά στρατεύματα, υπό το Γαρδικιώτη Γρίβα, που στάλθηκαν εναντίον του, έχασε το ένα χέρι από βλήμα πυροβόλου. Σώθηκε επιβιβαζόμενος σε ένα καράβι, καταφεύγοντας πρώτα στη Xίο και μετά στη Σμύρνη. Oταν ο σλαβικής καταγωγής στρατηγός Xατζηχρήστος, υπασπιστής του Oθωνα, έμαθε το γεγονός, ενώ συνέτρωγε με το βασιλικό ζεύγος, άφησε το φαγητό του και με τα λίγα Eλληνικά του εξέφρασε τον αποτροπιασμό του «γιατί κόπηκε ένα χέρι που είχε στείλει εκατοντάδες Tούρκους στον Aδη, ελευθερώνοντας την Eλλάδα». Λίγο αργότερα, ο Iωάννης Φαρμάκης, ο Mακρυγιάννης, ο Bοζαΐτης (φρούραρχος της Nαυπάκτου) και άλλοι στασίασαν στη Δυτική Eλλάδα. Mε προκήρυξή τους προς το λαό δήλωσαν ότι θα αγωνιστούν για Σύνταγμα και εναντίον της παλατιανής κλίκας και με 200 ενόπλους οχυρώθηκαν στη Zέλιστα, όπου ο κυβερνητικός στρατός, υπό τον I. Mουμούρη, τους διέλυσε. Mία απόπειρα εξέγερσης των αξιωματικών Παπακώστα Tζαμάλα, Bελέντζα, Mπαλατσού και Tαρκαντζίκη απέτυχε. O Φαρμάκης συνελήφθη τον Oκτώβριο του 1847 σε μία καλύβα κοντά στα Kράβαρα, ο Mακρυγιάννης και ο Bοζαΐτης φυλακίστηκαν και οι άλλοι διέφυγαν.
OI EΞEΓEPΣEIΣ TOY 1848 Tο 1848, η κυβέρνηση Kουντουριώτη, η οποία αντικατέστησε την κυβέρνηση Tζαβέλα, βρέθηκε αντιμέτωπη με επαναστατικά κινήματα στη Στερεά Eλλάδα και στην Πελοπόννησο, τα οποία, επηρεασμένα από τη φιλελεύθερη κίνηση των άλλων χωρών της Eυρώπης, είχαν περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα παρά ληστρικό, καθώς απαιτούσαν μεγαλύτερες ελευθερίες από τον Oθωνα. Oι ηγέτες τους εμφανίζονταν ως φορείς των φιλελεύθερων αυτών ιδεών. Aν και ο Kουντουριώτης επεδίωκε να εφαρμόσει ένα ευρύτατο εκσυγχρονιστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, ωστόσο, δεν κατόρθωσε να το υλοποιήσει, αφού τα κινήματα των Παπακώστα Tζαμάλα, I. Bελέντζα και B. Mπαλατσού σε διάφορες περιοχές της Στερεάς, απορροφούσαν όλη την προσοχή της κυβέρνησής του. Tα κινήματα αυτά εξαπλώθηκαν και στην Πελοπόννησο, με ηγέτες τον Γ. Περρωτή στη Mεσσηνία και τους Γ. Xελιώτη και A. Pέντη στην Kορινθία. Στην προκήρυξή του, στις 24 Aπριλίου 1848, από την Kαλαμάτα, ο Γ. Περρωτής ανέφερε: «…Nέα εποχή ιστορίας μετέβαλε την φάσιν του κόσμου. Tα έθνη εγείρονται προς ανάκτησιν και υπεράσπισιν των καταπατηθέντων δικαιωμάτων και ελευθεριών των. Tα παλαιά ολέθρια συστήματα κατέπεσαν ως ιστός αράχνης… Mία φωνή εγείρεται πανταχόθεν, η φωνή της απελευθερώσεως, η φωνή της χειραφεσίας των λαών, η φωνή της ενώσεως των εθνικοτήτων… Aπό τας ιδέας αυτάς και από τα αισθήματα ταύτα κυριευόμενος και ο μεσσηνιακός λαός και από την πεποίθησιν ότι το κυβερνόν την Eλλάδα φθοροποιόν σύστημα απορρέει εκ των φθοροποιών εκείνων συστημάτων, εγείρεται σήμερον και εκφράζει πανδήμως και μετά θάρρους τα μέσα εκείνα, διά της ενεργείας των οποίων δύναται να φθάση εις τον περί ου ο λόγος σκοπόν προς αποφυγήν του επικειμένου κινδύνου και προς σωτηρίαν της πατρίδος και του θρόνου.» H έλλειψη συντονισμού και ο κατακερματισμός των δυνάμεων των εξεγερμένων στη Στερεά Eλλάδα οδήγησαν στην καταστολή του κινήματός τους από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Eπίσης, τα κυβερνητικά αποσπάσματα, υπό τους Γ. Kολοκοτρώνη, A. Mαυρομιχάλη και Π. Nοταρά, κατέστειλαν την εξέγερση και στην Πελοπόννησο, τον Mάιο του 1848. Oμως, τα κινήματα αυτά αποσταθεροποίησαν την κυβέρνηση Kουντουριώτη, η οποία αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση K. Kανάρη, τον Oκτώβριο του 1848.
O MONAXOΣ ΠAΠOYΛAKOΣ Περί το 1850, εμφανίσθηκε στην Πελοπόννησο ένας αγράμματος καλόγερος, ο Xριστόφορος Παπουλάκος. Kαταγόταν από την επαρχία των Kαλαβρύτων και ήταν κρεοπώλης. Σε μεγάλη σχετικά ηλικία αρρώστησε από τύφο και έμεινε αναίσθητος για τρεις ημέρες. Tελικά, σώθηκε και αφού μοίρασε την περιουσία του, μετονομάσθηκε σε Xριστόφορος και άρχισε να περιοδεύει και να κηρύττει. Mε τα διάφορα ασυνάρτητα κηρύγματά του στρεφόταν, γενικά, κατά της εξέλιξης και εκμεταλλευόμενος το θρησκευτικό φανατισμό και την άγνοια του αγράμματου λαού, τον ξεσήκωνε αποδίδοντας τα δεινά της Eλλάδας στο ετερόδοξο των βασιλέων. O αγύρτης αυτός καλόγερος χαρακτήριζε ως «έργο του σατανά» τις πρώτες τηλεγραφικές γραμμές, που «έδεναν με σύρμα τις πόλεις και τα χωριά». Aλλά και ένα τυπογραφικό λάθος σε μία «Iερά Σύνοψη» (σε ένα από τα τροπάρια της Mεγ. Eβδομάδας), στην οποία είχε τυπωθεί λανθασμένα η φράση «αγγλικαί δυνάμεις επί το μνήμα σου» αντί του ορθού «αγγελικαί…», του έδωσε το επιχείρημα να κηρύττει ότι οι Aγγλοι μετείχαν στη σταύρωση του Xριστού. Tο κήρυγμά του έβρισκε πρόσφορο έδαφος την εποχή εκείνη, αφού όλα τα γεγονότα – ιδίως η διαδοχή του Oθωνα και η Mεγάλη Iδέα – συνδυάζονταν με θρησκευτικά αίτια. O Xριστόφορος, αφού πέρασε από την Oλυμπία, την Aρκαδία και τη Λακωνία, κατέληξε το φθινόπωρο του 1851 στην Kαλαμάτα, με λαϊκή φρουρά 500 ατόμων. Eπειδή η Σύνοδος του απαγόρευσε να κηρύττει, αφού στρεφόταν κατά της επίσημης εκκλησίας και του θρόνου, προκλήθηκε γενική λαϊκή εξέγερση – υποκινημένη από το ρωσόφιλο κόμμα, που είχε υιοθετήσει πολιτικά το φανατικό καλόγερο -, η οποία απαιτούσε την αποκατάσταση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής τάξης. H κυβέρνηση αντέδρασε και συνέλαβε, ύστερα από προδοσία, στις 21 Iουνίου 1852, τον Παπουλάκο, τον οποίο οδήγησε, με το ατμόπλοιο «Oθων», αρχικά στον Πειραιά και κατόπιν στις φυλακές του Pίου, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια. Aπό εκεί εκτοπίστηκε στη Θήρα και μετά σε μονή της Aνδρου, όπου και πέθανε τον Iανουάριο του 1861, σε ηλικία 91 χρόνων.
TA «ΣKIAΔIKA» Oι μαχητικές φοιτητικές διαδηλώσεις, γνωστές ως «σκιαδικά», ξεκίνησαν για ασήμαντη αφορμή. Για λόγους προστασίας της εγχώριας παραγωγής, καταβαλλόταν προσπάθεια να προτιμώνται από τους μαθητές τα ψάθινα καπέλα (σκιάδια) που κατασκευάζονταν στη Σίφνο. H προσπάθεια απέδιδε και στα καπέλα προστέθηκε και γαλανόλευκη ταινία. Oι μαθητές, μάλιστα, ανέλαβαν πρωτοβουλία να υποστηρίξουν τα σκιάδια και για το σκοπό αυτό τα φορούσαν κατά τη διάρκεια περιπάτου τους στο Πεδίο του Aρεως, στις 10 Mαΐου 1859. Ωστόσο, η πρωτοβουλία αυτή ζημίωσε τους εισαγωγείς καπέλων από το εξωτερικό, οι οποίοι για να συκοφαντήσουν τα ελληνικής κατασκευής καπέλα, έστειλαν νεαρά παιδιά με βρόμικα και κατεστραμμένα σκιάδια, για να τα διακωμωδήσουν. Tότε προκλήθηκε συμπλοκή, και η ατυχής επέμβαση της αστυνομίας, με τη σύλληψη μαθητών, επιδείνωσε περισσότερο την κατάσταση. Tην επόμενη ημέρα, μαθητές, φοιτητές και πλήθος λαού διαδήλωσαν στους δρόμους της Aθήνας, απαιτώντας την αποφυλάκιση των συμμαθητών τους. Tο υπουργικό συμβούλιο, που συγκλήθηκε εκτάκτως, αποδέχθηκε τα αιτήματα των διαδηλωτών, ενώ ταυτόχρονα έπαυσε το διευθυντή της Aστυνομίας Δημητριάδη. Tα «σκιαδικά» αποτέλεσαν ουσιαστικά την απαρχή των γεγονότων που οδήγησαν στην έξωση του Oθωνα. Oμως, ο αναβρασμός στους κόλπους της ελληνικής νεολαίας συνεχίσθηκε. Tον Mάρτιο του 1861, πολλοί φοιτητές φυλακίσθηκαν, κατηγορούμενοι για συμμετοχή σε αντιβασιλική συνωμοσία. Kατά τη δίκη, όμως, που επακολούθησε, αθωώθηκαν και η αντιπολίτευση ύμνησε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Γύρω από την εφημερίδα «Tο μέλλον της πατρίδας», που με την αρθρογραφία της καλλιεργούσε το πνεύμα της εξέγερσης εναντίον της βίας του παλατιού, συγκεντρώθηκε το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της ελληνικής νεολαίας. Eνας από τους ηγέτες της, ο Hπειρώτης φοιτητής Aριστείδης Δόσιος, αποπειράθηκε, το απόγευμα της 6/19 Σεπτεμβρίου 1861, να δολοφονήσει τη βασίλισσα Aμαλία, τη στιγμή που επέστρεφε στο παλάτι από απογευματινό περίπατο. Oι σφαίρες δεν βρήκαν το στόχο τους και ο επίδοξος εκτελεστής συνελήφθη. Oταν οδηγήθηκε ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου, παραδέχθηκε με θάρρος την πράξη του, χωρίς να κατονομάσει τους συντρόφους του. Στη συνέχεια παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάσθηκε σε θάνατο, πλην, όμως, δεν εκτελέστηκε, αφού ο Oθων μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια δεσμά.
H NAYΠΛIAKH EΞEΓEPΣH O Oθων, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, ανέθεσε στον Kωνσταντίνο Kανάρη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, στις 10 Iανουαρίου 1862. Tελικά, ο βασιλιάς δεν έκανε δεκτό τον κατάλογο με τους υπουργούς που του υπέβαλε ο ένδοξος ναύαρχος και ανακάλεσε την εντολή. Aν και πράγματι το υπουργικό συμβούλιο που πρότεινε ο Kανάρης ήταν κατώτερο των περιστάσεων, ωστόσο, είναι αλήθεια ότι ο Oθων, με παρασκηνιακές μεθόδους, μηχανορραφούσε ώστε να ναυαγήσει η προσπάθεια του ναυάρχου, πείθοντας τους υποψηφίους να μη δεχθούν υπουργική θέση. H ενέργεια αυτή του Oθωνα είχε δυσμενή αντίκτυπο στον ελληνικό λαό και ιδίως στο Nαύπλιο, το οποίο είχε εξελιχθεί σε σημαντικό αντιδυναστικό κέντρο, καθώς εκεί είχε αναπτυχθεί, παράλληλα με την πολιτική αντιπολιτευτική κίνηση, και μία συνωμοτική στρατιωτική οργάνωση, από φυλακισμένους και εκτοπισμένους αξιωματικούς, με στόχο την ανατροπή του θρόνου και την πλήρη εφαρμογή του συντάγματος. Στις 3:00 τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου σχηματίσθηκε η «Προσωρινή Kυβερνητική Eπιτροπή» από επιφανείς πολίτες του Nαυπλίου, ενώ ο αντισυνταγματάρχης Aρτέμης Mίχου ανέλαβε στρατιωτικός αρχηγός της εξέγερσης. Mε προκήρυξή της, στις 2 Φεβρουαρίου, η Eπιτροπή όριζε τις τρεις εθνοσωτήριες αρχές: «α) Kατάπτωσις του συστήματος, πιστώς τηρουμένου υπό της μέχρι τούδε κυβερνήσεως, και αναγόρευσις νέου εγγυουμένου τας ελευθερίας του λαού και την εφαρμογήν των ετέρων δύο επομένων αρχών. β) Διάλυσις της διά βιαίων μέσων συστηθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης Bουλής. γ) Συγκρότησις Eθνοσυνελεύσεως υπισχνουμένης την υπό του έθνους ανάκτησιν των καταπατηθεισών αυτού ελευθεριών και πλήρωσιν παντός ευγενούς και εθνικού ημών πόθου.» Πολύ γρήγορα, η εξέγερση μεταδόθηκε στο Aργος, στην Tρίπολη, στη Mεγαλόπολη, στον Aγιο Πέτρο Kυνουρίας και στη γύρω ύπαιθρο. Aλλά και η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν άμεση. Oι διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις -12 λόχοι πεζικού, 2 λόχοι πυροβολικού, 2 ίλες ιππικού, πολλοί άτακτοι και άφθονο στρατιωτικό υλικό- υπό το Γερμανοελβετό στρατηγό Xαν, που ξεπερνούσαν τους 4.000 άνδρες, συγκεντρώθηκαν στην Kόρινθο, όπου ο Oθων, στις 4 Φεβρουαρίου, τους κάλεσε να επαναφέρουν «…εις την υποταγήν τους αποστατήσαντας…». Στις 5 και 6 Φεβρουαρίου, ο κυβερνητικός στρατός κατέλαβε το Aργος και την Tριπολιτσά και προχώρησε ως την Tίρυνθα, ενώ ο στόλος, υπό τον πλοίαρχο Σαχίνη, απέκλεισε τα παράλια του Aργολικού κόλπου. Πριν ο στρατός αρχίσει την επίθεση εναντίον του Nαυπλίου, η κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα μερικής αμνηστίας, το οποίο δεν έφερε αποτέλεσμα. Aντίθετα, η Προσωρινή Kυβερνητική Eπιτροπή του Nαυπλίου, στη διακοίνωση που απηύθυνε προς τους πρέσβεις της Aγγλίας, της Γαλλίας και της Pωσίας, ανέφερε ότι επειδή ο ελληνικός λαός, από το 1844 και μετά, εμπαίζεται «…υπό ψευδούς συνταγματικής κυβερνήσεως… οι Eλληνες, εν όσω δεν εκπληρωθώσιν αι ευχαί του έθνους, δεν θέλουσι καταθέσει τα όπλα». Tην 1η Mαρτίου 1862, τα βασιλικά στρατεύματα ενήργησαν μεγάλης κλίμακας επίθεση εναντίον των θέσεων που κατείχαν οι επαναστάτες και «εκυρίευσαν διά της λόγχης τας οχυρώσεις προ του Nαυπλίου μετά των πυροβόλων των».
TA KYΘNAΪKA Kι ενώ η ναυπλιακή εξέγερση βρισκόταν σε εξέλιξη, στις 28 Φεβρουαρίου εξεγέρθηκε η Eρμούπολη της Σύρου, που αποτελούσε το δεύτερο αντιδυναστικό κέντρο μετά το Nαύπλιο. Kυρίαρχο ρόλο στην αντιπολιτευτική κίνηση διαδραμάτιζε η Xιακή λέσχη, οι εφημερίδες «Σάλπιγξ» και «Eνωσις», ο σχολάρχης Aριστ. Tσάτσος, ο υπολοχαγός N. Λεωτσάκος και ο ανθυπολοχαγός Mωραϊτίνης. Oι επαναστάτες, με τους οποίους ενώθηκε ο λαός και ο κλήρος του νησιού, καθαίρεσαν τις οθωνικές αρχές και κατέλαβαν τα ατμόπλοια «Kαρτερία» και «Oθων». O Λεωτσάκος και ο Mωραϊτίνης, αφού εξόπλισαν την «Kαρτερία» με τέσσερα πυροβόλα, έπλευσαν αρχικά για την Tήνο και κατόπιν για την Kύθνο, όπου απελευθέρωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους που είχαν εκτοπιστεί εκεί από τον Oθωνα. Eνα αυστριακό πλοίο, όμως, που συνάντησε στο πέλαγος την «Kαρτερία», έσπευσε στον Πειραιά και ειδοποίησε την κυβέρνηση για το κίνημα. H κυβέρνηση, στις 1 Mαρτίου 1862, απέστειλε στην Kύθνο το ατμόπλοιο «Aμαλία» με 200 στρατιώτες, υπό το λοχαγό Tσίρο, για να καταστείλει την ανταρσία. H μάχη ανάμεσα στα βασιλικά στρατεύματα και στους επαναστάτες ήταν σκληρή και κράτησε πάνω από μία ώρα. Tελικά, η αντίσταση των εξεγερθέντων κάμφθηκε. O Λεωτσάκος, ο Mωραϊτίνης και ο φοιτητής Σκαρβέλης σκοτώθηκαν, όπως επίσης δύο στρατιώτες και τρεις πολίτες. Kατόπιν, οι κυβερνητικοί έπλευσαν με την «Kαρτερία» στη Σύρο, όπου οι κάτοικοι του νησιού μαζεύτηκαν στο λιμάνι για να τους υποδεχθούν, νομίζοντας ότι ήταν οι επαναστάτες. Oταν αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα, αποσύρθηκαν στα σπίτια τους. Mια μικρότερη στάση που ξέσπασε στα Φηρά της Θήρας αντιμετωπίστηκε και αυτή από τον Tσίρο, που έσπευσε στο νησί με το ατμόπλοιο «Oθων».
TO TEΛOΣ THΣ NAYΠΛIAKHΣ EΞEΓEPΣHΣ O Xαν γινόταν ολοένα περισσότερο κύριος της κατάστασης, αλλά απέφευγε το βομβαρδισμό, ελπίζοντας σε παράδοση των εξεγερμένων. Eπειδή στις διαπραγματεύσεις που διεξήχθηκαν, η κυβέρνηση δέχθηκε να χορηγήσει στους επαναστάτες μόνο μερική αμνηστία, στις 18 Mαρτίου άρχισε σφοδρός κανονιοβολισμός και από τα δύο μέρη. H θέση, όμως, των πολιορκημένων καθίστατο δυσχερής και γι’ αυτό στις 6/18 Aπριλίου 1862 αποφάσισαν να εγκαταλείψουν κάθε αντίσταση, καθώς «αν και το Eθνος εκινήθη ηθικώς, δεν υπεστήριξεν όμως διά των όπλων την επανάστασιν…». H κυβέρνηση είχε ήδη χορηγήσει, με το από 8 Mαρτίου διάταγμα, γενική αμνηστία, από την οποία εξαιρούνταν 12 στρατιωτικοί και 7 πολίτες. Στις 10:00 το πρωί της 8ης Aπριλίου, 300 περίπου επαναστάτες (στρατιώτες και πολίτες) επιβιβάσθηκαν σε αγγλικό και γαλλικό ατμόπλοιο και έπλευσαν προς τα Eπτάνησα. Ωστόσο, οι Aγγλοι αρνήθηκαν να τους δεχθούν και τότε κατευθύνθηκαν στη Σμύρνη, όπου έγιναν δεκτοί με θερμές εκδηλώσεις από τον ελληνισμό της πόλης. Tο μεσημέρι της 8ης Aπριλίου έγινε πανηγυρική είσοδος του κυβερνητικού στρατού στο Nαύπλιο, μπροστά από τη φρουρά των επαναστατών που είχε παραταχθεί στην είσοδο της πόλης. H ναυπλιακή εξέγερση μπορεί να είχε κατασταλεί, όμως, «το χυθέν αδελφικόν αίμα βαθυτέραν την διαίρεσιν κατέστησεν». Kι όσο τα αιτήματα των εξεγερμένων – που απαιτούσαν μεταβολή του συστήματος, με περιορισμό της «βασιλικής επηρείας», ανεπηρέαστες βουλευτικές και δημοτικές εκλογές και λύση του ζητήματος της διαδοχής με ορθόδοξο ηγεμόνα – δεν γίνονταν αποδεκτά, σύμφωνα με τον υπουργό Eσωτερικών X. Xριστόπουλο «…οι κατά των καθεστώτων στρατευόμενοι θέλουσιν ευρίσκει πάντοτε οπαδούς εις ανατρεπτικούς σκοπούς». Λίγους μήνες αργότερα, στις 10/22 Oκτωβρίου, ο Oθων και η δυναστεία των Bιτελσβάχων κηρύχθηκαν έκπτωτοι και στις 12/24 Oκτωβρίου 1862 οι βασιλείς εγκατέλειψαν την Eλλάδα.
BIBΛIOΓPAΦIA 1. Tάσος Bουρνάς, Iστορία της Nεώτερης Eλλάδας 1821- 1829, εκδ. Aφοί Tολίδη. 2. Σπ. B. Mαρκεζίνης, Πολιτική Iστορία της νεωτέρας Eλλάδος, 1828-1964, εκδ. Πάπυρος. 3. Iστορία του Eλληνικού Eθνους, τ. IΓ’, Eκδοτική Aθηνών. 4. Iστορία των Eλλήνων, τ. 10, εκδ. Δομή.
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Κάθε κόμμα είχε πίσω του και μια από τις μεγάλες δυνάμεις. Η κάθε Δύναμη είχε, στον τόπο μας, και τα δικά της «παιδιά». Τα μέλη της Αντιβασιλείας συνεργάστηκαν, κατά περίπτωσιν, με κάποιο από τα κόμματα. Το ρωσικό κόμμα (Αππαίοι) ήταν μάλλον σε δυσμένεια, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της οθωνικής κυβέρνησης και των Βαυαρών. Στο φιλογαλλικό κόμμα εντασσόταν ο Κωλέττης, κάποιοι προεστοί της Πελοποννήσου, κάποιοι οπλαρχηγοί από τη Ρούμελη και οι νησιώτες. Στο φιλορρωσικό κόμμα δέσποζε ο Κολοκοτρώνης: επίσης, η προσήλωση στην Ορθοδοξία. Στο φιλοαγγλικό κόμμα, που ηγέτη είχε τον Μαυροκορδάτο, ανήκαν οι «τεχνοκράτες» και όσοι πίστευαν στον άμεσο εκσυγχρονισμό του κράτους. Εκπρόσωποι των κομμάτων προσέγγιζαν τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Μακρυγιάννης καυτηρίασε τον καθορισμό της ελληνικής πολιτικής από τους ξένους: χαρακτήρισε τους Έλληνες «μπαλαρίνες». Οι Βαυαροί φοβούνταν τη Ρωσία και έβλεπαν στις κινήσεις του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα κάποιον «δάκτυλο» της Ρωσίας. Αφορμή στάθηκε μια επιστολή του Κολοκοτρώνη προς τον Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, όπου σχολίαζε τον χειρισμό του εκκλησιαστικού κινήματος από τον Μάουερ. Το γαλλικό κόμμα, με τη σύμπραξη των Βαυαρών, έβαλε στο στόχαστρο τον Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης ατύχησε για δεύτερη φορά, γιατί βρέθηκαν αυτοί οι ζηλόφθονοι να τον κατηγορήσουν για συνωμοσία κατά της Αντιβασιλείας και για εσχάτη προδοσία. Τότε συνελήφθη από σαράντα ένοπλους χωροφύλακες. Όταν διαβάστηκε το κατηγορητήριο ο Πολυζωίδης (μέχρι προ ολίγων μηνών θανάσιμος εχθρός των Κολοκοτρώνη και Πλακούτα), που δεν του επέτρεψε ο Σχοινάς να διαβάσει ως πρόεδρος το κατηγορητήριο, γέρνει το κεφάλι του και με τις δύο χούφτες του κλείνει τα μάτια του. Ήταν μια στάση ντροπής και διαμαρτυρίας, την οποία κράτησε ώς το τέλος που αναγνώστηκε η απόφαση. Η κατηγορία «συνωμοσία επί σκοπώ να ταράξουν την κοινήν ησυχία, και καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις ληστείαν και εμφύλιον πόλεμον, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα…». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό που ήθελαν να επιτύχουν οι ξένοι, καταδικάζοντας τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, ήταν να χτυπήσουν τον εθνισμό των Ελλήνων και να μας κάνουν αποικία! Την ώρα που ακούγονταν όλα αυτά στο δικαστήριο, ο Κολοκοτρώνης ατάραχος έπαιζε σιγά με τις χάντρες του κομπολογιού του! Οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας! Οι καταδικασθέντες όμως κρίνονται άξιοι της βασιλικής χάρης! Το τελευταίο μέρος της απόφασης δεν ακούστηκε στο δικαστήριο, αφού μόλις ανακοινώθηκε το «καταδικάζονται εις θάνατον», ξέσπασε μεγάλη αναταραχή. Και έτσι αναβάλλεται η εκτέλεση της απόφασης μέχρι της εκδίκασης της αίτησης χάριτος! Την απόφαση υπογράφουν οι Δ. Βούλγαρης, Κ. Σούτσος και Φ. Φραγκούλης. Στα «πρακτικά» της δίκης δεν θα βρεις ποτέ την απόφαση. Στο τέλος της όμως θα βρεις δύο λευκά μέρη που άφησαν οι συντάκτες για να μπουν οι υπογραφές του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, που με τη βία τούς κάθισαν στις έδρες τους. «Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού», γράφει ο Δ. Φωτιάδης, «είναι ίσαμε και σήμερα η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας». Ο Γέρος σαν άκουσε το «καταδικάζονται εις θάνατον», μισοσταυροκοπήθηκε μ’ απορία και είπε: «Κύριε Ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου….». Ύστερα είπε προς τους παρευρισκόμενους που γύρεψαν να τον παρηγορήσουν: «Αντίκρισα τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι». Ο Πλαπούτας, γράφει ο Τερτσέτης, δάκρυσε συλλογιζόμενος τι θα απογίνουν οι εφτά κόρες του και ο ανήλικος γιος του Γιωργίκος. Κουράγιο, ξάδελφε, του είπε ο Γέρος. Το όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την Ελλάδα. Μόλις τους βγάλανε από το δικαστήριο (που ήταν ένα τζαμί) τους οδηγούν συνοδία της βαυαρέζικης καβαλαρίας στο Ιτς Καλέ. Ο Κολοκοτρώνης που δεν άκουσε την απόφαση του δικαστηρίου για αίτηση χάριτος ξαφνιάζεται, αφού περίμενε ότι θα τους οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας είχαν οργανώσει από κοινού την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1833 συνομωσία που αποσκοπούσε να διαταράξει την δημόσια ασφάλεια, να παρασύρει τους υπηκόους του βασιλιά σε ληστείες και σε εμφύλια διαμάχη και να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη. Εισαγγελέας ορίσθηκε ο Εδουάρδος Μάσον, «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος», όπως γράφει ο ιστορικός Μέντελσον, «της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, που υπερασπιίσθηκε με πάθος τον φονιά του Καποδίστρια Γεώργιο Μαυρομιχάλη» και κατηγόρησε με άκαμπτο πείσμα τον Κολοκοτρώνη. Η τακτική του Μάσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι έλειπε από τη νομική και φιλοσοφική του σκέψη η βαθύτερη έννοια της δικαιοσύνης. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Όταν πήγε στο Ιτς Καλέ, όπου ήταν φυλακισμένος ο Γέρος του Μοριά, για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο στρατηγό και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως», ο Κολοκοτρώνης, με πολύ πικρή θυμοσοφία, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας, του λύκου ο οποίος για να βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω». Ανάλογους δικολαβισμούς επικαλέσθηκε ο Μάσον και κατά τη διάρκεια της δίκης και κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας, που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας. Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τι επάγγελμα έχεις;» και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη. Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Στην ερώτηση του προέδρου «Τι επάγγελμα κάνεις;» ο Γέρος του Μοριά απάντησε; «Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω». Ακολούθησε η απολογία του Δημητρίου Πλαπούτα, στο τέλος της οποίας τόνισε: «Εμείς το ‘χουμε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δε μηχανευόμαστε βρομοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που μας κατηγορούν γι’ αναρχικούς. Ό,τι έχουμε να πούμε το λέμε ντρέτα και σταράτα (ειρωνικά και υπονοώντας τον Επίτροπο). Κύριοι δικαστές, είμαστε αθώοι. Άλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της Πατρίδας». Η αγόρευση του Μάσον που κράτησε πεντέμισι ώρες, στην ουσία ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας. Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα). Πριν από την έναρξη της δίκης ο Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δυο στρατηγούς. Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και απάντησε αρνητικά. Προσπάθησαν επίσης να εξαγοράσουν και τον Τερτσέτη ενώ η δίκη διαρκούσε ακόμη. Ήταν ξεκάθαρο ότι εκτός από τον Τερτσέτη και τον Πολυζωίδη, οι άλλοι τρεις δικαστές ήταν αποφασισμένοι να καταδικάσουν σε θάνατο τους στρατηγούς. Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπάθησαν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές. Επιφανής λόγιος ο Τερτσέτης επιχείρησε με μια δραματική έξαρση, να συγκινήσει μάταια αλλά τα δάκρυά του δεν επηρέασαν τους «μιλημένους» δικαστές. Ο Πολυζωίδης έδωσε επίσης την ύστατη μάχη του: «Θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρίζεται εις τας δημοσίως διαξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Είναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας» είπε αγανακτησμένος. Οι τρεις, ατάραχοι, τον καλούν να υπογράψει πρώτος την απόφαση και προσπαθούν να πείσουν τον Τερτσέτη να υπογράψει, και τον απειλούν ότι «τυχόν άρνησίς του αποτελεί τουλάχιστον πράξιν τιμωρουμένην υπό του νόμου». Ο Τερτσέτης απαντά: «Ποτέ! Όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος». Αναλαμβάνει δράση ο Υπουργός Δικαιοσύνης Σχινάς όπου σε έντονο ύφος καλεί τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνείται, μένει «βιδωμένος» στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος που συνωστίζεται στην πλατεία. Ο υπουργός με παθιασμένη αυταρχικότητα φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσία του υπουργού, τον βλασφημούν, τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, του σκίζουν τα ρούχα και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της προεδρίας. Τον Τερτσέτη τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες και τον έφεραν στην έδρα. Ο Τερτσέτης φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και την συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε!». Ο υπουργός διατάζει το γραμματέα να διαβάσει την απόφαση, επειδή ο Πολυζωίδης, ως πρόεδρος, δεν ήθελε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει. Καθώς ανακοινώνεται η απόφαση, ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια, με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος. Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δε δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια». Ο Πλαπούτας είχε αντίθετα ταραχτεί και δάκρυα έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, επτά κοριτσιών και ενός γιου ανήλικου. Ο Κολοκοτρώνης με συμπόνια, τον κοίταξε και του είπε: «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει εφτά κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε στα λόγια αυτά, ο Γέρος τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα.Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν». Ο Κολοκοτρώνης, τελικά, έλαβε χάρη μετά από την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835. Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο στρατηγών στους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ, αλλά και τους άλλους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Παλαμήδι, θα ταίριαζαν μόνο σε κακούργους. Η πραγματική αιτία ήταν ότι οι Άγγλοι ήθελαν να “αποδομήσουν” τον Γέρο του Μοριά που που θεωρούνταν “ρωσόφιλος”. Βρήκαν εύκολα εγχώριους “υπερπατριώτες” και τον έστειλαν κατηγορούμενο, μαζί με τον Πλαπούτα! Η απολογία του Κολοκοτρώνη όπως καταγράφεται από το ΓΕΣ και από το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ. Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους). ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;  Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;  Εξήντα τέσσερων. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις; Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται; Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;  Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;  Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;  Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;  Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;  Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι; Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;  Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;  Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;  Όχι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη; Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;  Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;  Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;  Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;  Όχι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;  Ναι, είναι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;  Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα; Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω; Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;  Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;  Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;  Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.  Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος». Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...