Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΥΠΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Μετά την Άλωση ο Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε στον πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ μια σειρά προνομίων με τα οποία αναγνωριζόταν όχι μόνο ως πνευματικός αλλά και ως πολιτικός ηγέτης, ως εθνάρχης (millet basi). Με τη διπλή αυτή ιδιότητα ο πατριάρχης αποκτούσε το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην Υψηλή Πύλη για θέματα που αφορούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς.
Ειδικότερα, ο σουλτάνος χορηγούσε στον πατριάρχη, εκτός από το ανώτατο θρησκευτικό αξίωμα, κοσμικές εξουσίες, όπως το δικαίωμα να ιδρύει εκκλησιαστικά δικαστήρια για την εκδίκαση υποθέσεων αστικού δικαίου (διαζυγίων, κληρονομιών κ.ά.) και να επιβάλλει φορολογία στους πιστούς για τις ανάγκες της Εκκλησίας ή για λογαριασμό της οθωμανικής διοίκησης.
Η οθωμανική διοίκηση δεν καθόριζε (με εξαίρεση τον κεφαλικό φόρο και τη δεκάτη επί της παραγωγής) το ποσό που θα καταβάλει ως φόρο ο κάθε υπόχρεος, αλλά τη συνολική φορολογική επιβάρυνση κάθε περιοχής. Στη συνέχεια το ποσό του φόρου μοιραζόταν μεταξύ των κοινοτήτων με τη συνεργασία των κοινοτικών αρχόντων, οι οποίοι το επιμέριζαν στα μέλη της κοινότητάς τους. Η παραχώρηση προνομίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπαγορευόταν μόνο από το ισλαμικό δίκαιο. Έδινε στους Οθωμανούς τη δυνατότητα να διοικούν μέσω της Εκκλησίας εκατομμύρια χριστιανούς σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπλέον, η Εκκλησία,καθώς διέθετε οργανωμένο διοικητικό δίκτυο (μητροπόλεις, επισκοπές, ενορίες, μοναστήρια) αποτελούσε ιδανικό μηχανισμό για τη διοίκηση των υποδούλων. Έτσι, η Εκκλησία ανέλαβε, εκτός από εκκλησιαστικές αρμοδιότητες, και κοσμικές δικαιοδοσίες και καθήκοντα.
Γύρω από το Πατριαρχείο, τη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, διαμορφώθηκε μια ομάδα λαϊκών αξιωματούχων, που είναι γνωστή με την προσωνυμία Φαναριώτες. Με τη μόρφωση και της γλωσσομάθειά τους έγιναν απαραίτητοι στην οθωμανική διοίκηση και κατέλαβαν υψηλά αξιώματα, όπως του Δραγομάνου (διερμηνέα) της Υψηλής Πύλης, του Δραγομάνου του Στόλου και του Ηγεμόνα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Έτσι, απόκτησαν κύρος και εξελίχθηκαν σε κοινωνική ομάδα με μεγάλη οικονομική δύναμη και επιρροή.
Ο γνωστός από την Αρχαιότητα θεσμός της κοινότητας αποτελούσε ένα είδος τοπικής αυτοδιοίκησης (οι Έλληνες κάθε χωριού ή πόλης αποτελούσαν μια κοινότητα) που προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της οθωμανικής πολιτικής. Ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του οθωμανικού κράτους έδωσε στην κοινότητα κύρος και δικαιοδοσίες, φορολογικές, εκπαιδευτικές και άλλες.
Η δυνατότητα εκλογής των κοινοτικών αρχόντων ή προκρίτων και ο συλλογικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων έκαναν τον θεσμό αυτόν πόλο εθνικής συσπείρωσης και εστία καλλιέργειας του δημοκρατικού πνεύματος.
"Τα Αμπελάκια με τη δραστηριότητά τους μοιάζουν μάλλον με κωμόπολη της Ολλανδίας παρά με χωριό της Τουρκίας. Το χωριό αυτό σκορπίζει, με τη βιοτεχνία του, την κίνηση και τη ζωή σε όλη τη γύρω χώρα και δημιουργεί ένα απέραντο εμπόριο, που συνδέει τη Γερμανία με την Ελλάδα με χίλια νήματα [...] Όσο για μένα, ποτέ δε θα ξεχάσω αυτά που είδα στα Αμπελάκια [...] Όλες οι μεγάλες ιδέες να φυτρώνουν σε ένα χώμα βουτηγμένο επί είκοσι αιώνες στη σκλαβιά. Ο αρχαίος ελληνικός χαρακτήρας να ξαναγεννιέται, με την πρώτη ενεργητικότητα, ανάμεσα στους καταρράκτες και τα σπήλαια του Πηλίου. Και, για να τελειώνουμε, όλα, όλα τα ταλέντα και όλες οι αρετές της αρχαίας Ελλάδας, να ξαναγεννιούνται στη γωνιά αυτή της σύγχρονης Ελλάδας". (Φελίξ Μπωζούρ, Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδας στην Τουρκοκρατία, Παρίσι VIII, 1800, εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1974, 142, 146-147)
Οι Έλληνες αξιοποίησαν την ευκαιρία και ανέπτυξαν δραστηριότητα στον τομέα των θαλάσσιων και χερσαίων μεταφορών. Οι τελευταίες διευκολύνονταν από μια σειρά ελληνικών παροικιών που αναπτύχθηκαν κατά μήκος του οδικού άξονα προς την κεντρική Ευρώπη. Παράλληλα, η ανάπτυξη του εμπορίου έφερε αλλαγές στην αγροτική οικονομία και στο μεταποιητικό τομέα. Καλλιεργούνται προϊόντα (βαμβάκι, μετάξι και άλλα) που έχουν μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό, ενισχύεται η κτηνοτροφία για τον ίδιο λόγο (εξαγωγές μαλλιού) και η οικοτεχνία μετατρέπεται βαθμιαία σε βιοτεχνία.
Η ελληνική βιοτεχνική παραγωγή επεκτείνεται κατά το 18ο αιώνα και στον ευρωπαϊκό χώρο. Για να αντιμετωπιστεί ο διεθνής ανταγωνισμός, δημιουργήθηκαν μεγάλες εταιρείες ή συνεταιρισμοί. Χαρακτηριστική περίπτωση βιοτεχνικού και εμπορικού συνεταιρισμού ήταν τα Αμπελάκια με δραστηριότητες στην κατασκευή, βαφή και εμπορία βαμβακερών νημάτων. Η ανάπτυξη των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας εύπορης τάξης της αστικής, που αποτελούνταν από εμπόρους, βιοτέχνες και πλοιοκτήτες. Ο ελληνικός πληθυσμός, όμως, στην πλειονότητά του ήταν αγροτικός.
Στα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των υπόδουλων Ελλήνων δεν άφηναν ασφαλώς περιθώρια πολιτιστικής ανάπτυξης. Σχεδόν αμέσως μετά την άλωση διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις της συγκρότησης των ελληνικών σχολείων στα πλαίσια του οθωμανικού δικαίου. Συγκεκριμένα ο Μωάμεθ ο Β παραχώρησε στον ορθόδοξο Πατριάρχη, τον Γεώργιο Γεννάδιο τα βεράτια, δηλαδή τα προνόμια, που τον αναδείκνυαν σε ρουμ-μπασί, δηλαδή σε αρχηγό του μιλλέτ των Ρωμαίων ή Ρωμιών, των πάλαι ποτέ ορθόδοξων υπηκόων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι αναγνώριζαν τη θρησκευτική του δικαιοδοσία. Οι περισσότεροι ιστορικοί σήμερα θεωρούν ότι μέρος των βερατίων ήταν και η παιδεία του ρουμ μιλλέτ.
Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι θεσμικό-νομικό κώλυμα για τη λειτουργία σχολείων δεν πρέπει να υφίστατο. Υπάρχουν όμως μαρτυρίες για κωλύματα που οφείλονταν στη διαφθορά τοπικών αξιωματούχων. Είναι χαρακτηριστική μια αναφορά-παράπονο του 1675 στα Κατάστιχα παραπόνων που τηρούσε η οθωμανική κεντρική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη εκ μέρους των Χριστιανών της Κασταμονής (βόρεια Μικρά Ασία) για τη διαφθορά κρατικών αξιωματούχων των οποίων "η καταπίεση και η αυθαιρεσία δεν έχουν τελειωμό", και οι οποίοι αποσπούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά επειδή οι χριστιανοί δίδασκαν κατ' οίκον στα αγόρια τους το Ευαγγέλιο. Εξ άλλου διαπιστώνεται ότι κατά την εποχή της παρακμής της αυτοκρατορίας, η πραγματική εξουσία του σουλτάνου περιορίζεται γύρω από την Κωνσταντινούπολη ενώ ταυτόχρονα αποσυντίθεται η επαρχιακή διοίκηση. Στην περιφέρεια ισχυροποιούνται διάφοροι τοπικοί παράγοντες, πρωτίστως μουσουλμάνοι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης (αγιάνηδες) οι οποίοι γίνονται ισχυρότεροι από τους περιφερειακούς διοικητές των εγιαλετίων και σαντζακίων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας Τούρκος ποιητής το 1692, "ένα φιρμάνι, μια μαρτυρία, ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο δεν έχουν δύναμη χωρίς τη θέληση [των προυχόντων των επαρχιών]".
Κατά την τουρκοκρατία ίσχυε η αρχή του Κορανίου ότι οι «λαοί της Βίβλου» (Χριστιανοί και Εβραίοι) και οι θεσμοί τους γίνονται ανεκτά. Ωστόσο διαπιστώνεται ότι υπήρχε διχοτομία μεταξύ της νομοθεσίας και της πράξης και οι νόμοι συχνά αγνοούνταν. Αρμόδιος μέχρι τη σύνοδο του 1593 ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης, μετά από αυτήν ήταν οι κατά τόπους μητροπολίτες. Από τον 17ο αιώνα και μετά αυξάνουν οι γραπτές πηγές που δείχνουν την εποπτικό ρόλο της Εκκλησίας. Αν στα πλαίσια της οσμανικής παιδείας, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν βακούφια, δηλαδή συστήνονταν από κάποιον δωρητή ο οποίος συνέτασσε βάσει του ιερού νόμου ιδρυτικό καταστατικό-τυπική έγγραφη νομική πράξη, για τα σχολεία της ελληνικής εθνικής κοινότητας, αρμόδια αρχή ήταν η εποπτεύουσα εκκλησιαστική κοινοτική. Η ομαδοποίηση των κυριότερων μορφών εποπτείας του Πατριαρχείου στη λειτουργία των σχολείων αυτήν την περίοδο μας παρέχει την εξής εικόνα: Το Πατριαρχείο περιοριζόταν α) στην έκδοση σιγιλίων ίδρυσης και λειτουργίας των σχολείων: β) στη χορήγηση επαινετικών γραμμάτων του ζήλου των ιδρυτών των σχολών γ) στην απονομή οφικίων της Πατριαρχικής Σχολής σε διακεκριμένους δασκάλους, ε) στην εξεύρεση μόνιμων πόρων για τη λειτουργία των σχολείων στην εξέλεγξη της διαχείρισης των πόρων τους και ζ) στην έκδοση Κανονισμών λειτουργίας για τις σχολές, από τον 17ο αιώνα και μετέπειτα
Στις πρώτες δεκαετίες μετά την Άλωση συναντάμε δυο -τρία σχολεία ενώ μερικοί από τους τελευταίους λόγιους που απέμειναν στην Τουρκοκρατούμενη ανατολή είχαν κάποια διδακτική δράση. Οι λύσεις αναζητήθηκαν στην επιστράτευση των ελάχιστων μορφωμένων εκείνης της περιόδου, που προέρχονταν από τις τάξεις των κληρικών και των μοναχών. Ο Γεώργιος Σχολάριος ιδρύει την Πατριαρχική Σχολή τον ίδιο χρόνο της ανόδου του στον Πατριαρχικό θρόνο (1454). Επρόκειτο για μια σχολή με υποτυπώδη οργάνωση, ισχνούς οικονομικούς πόρους και περιορισμένη ακτινοβολία. Παράλληλα λειτουργούν και τα λεγόμενα «κοινά σχολεία» (scholae triviales)-τα στοιχειώδη εκπαιδευτήρια της πρωτοβάθμιας παιδείας στους νάρθηκες των εκκλησιών ή σε ένα κελί των μονών. Η κατάσταση της εκπαίδευσης στις επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο β μισό του 15ου αιώνα κινείτο σε μηδαμινά επίπεδα. Στα Ιωάννινα η Σχολή των Δεσπότων μετατρέπεται σε κατοικία των χριστιανών μετά την παράδοση της πόλης στους Τούρκους. Γενικά η πρώιμη περίοδος της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίζεται από την παντελή έλλειψη κοσμικών, επίσημων διδακτηρίων
Η Εκκλησία με επίκεντρο την Πατριαρχική Ακαδημία στην Κωνσταντινούπολη και με τη βοήθεια πνευματικών ανθρώπων που σπούδασαν στη Δύση, αναθερμαίνει την παιδεία του υπόδουλου γένους. Ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης (1572-1638), που φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ανέθεσε στο Θεόφιλο Κορυδαλλέα (1570-1646), έναν από τους σπουδαιότερους αριστοτελικούς φιλοσόφους της Τουρκοκρατίας, τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Πράγματι, από τις αρχές του 17ου αιώνα αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς οι πρώτες αυτές προσπάθειες για αναγέννηση της παιδείας. Η παιδευτική αυτή δραστηριότητα της Εκκλησίας ονομάστηκε θρησκευτικός ουμανισμός (ανθρωπισμός).
Η βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών καθώς και η στενότερη επαφή με την Ευρώπη οδήγησαν σε μια προοδευτική αναγέννηση της ελληνικής παιδείας από τα τέλη του 17ου αιώνα. Αντιπρόσωποι της ανερχόμενης αστικής τάξης αμιλλώνται σε θέματα παιδείας. Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται και εκδίδονται περισσότερα βιβλία. Η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774 δίνει νέα ώθηση στην οικονομική και εκπαιδευτική ανάπτυξη αρκετών περιοχών στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο: οι Μηλιώτες Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης έγραφαν υπερήφανοι για τους συμπατριώτες τους, ότι όλα σχεδόν τα χωριά έχουν σχολεία της ελληνικής... Υπολογίζεται ότι κατά τη δεκαετία του 1780 λειτουργούσαν στον ελληνικό χώρο τριάντα πέντε περίπου οργανωμένα σχολεία. Παράλληλα σημειώνεται διαφοροποίηση στο περιεχόμενο και τη μεθοδολογία της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Εκκλησιαστικοί άνδρες αγωνίζονται για τη διάδοση της παιδείας και τη στήριξη της Ορθοδοξίας. Μεταξύ αυτών εξέχουσα θέση κατέχει ο εθνομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). O Κοσμάς ο Αιτωλός συνέβαλε καίρια με τις περιοδείες του στην ίδρυση σχολείων ιδιαίτερα στην Ήπειρο και την δυτική Στερεά Ελλάδα κατά το β' μισό του 18ου αιώνα. Κάνοντας έναν απολογισμό της δράσης του σε επιστολή του προς τον ιερομόναχο Χρύσανθο, σχολάρχη της Νάξου τον Μάρτιο του 1779 γράφει: Έως τριάκοντα επαρχίες περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα.
Ο ρόλος των κοινοτήτων στα εκπαιδευτικά πράγματα αναπτύσσεται κυρίως στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου όταν αρχίζει ένας λανθάνων ανταγωνισμός με την Εκκλησία. Οι παροικιακές κοινότητες του εξωτερικού με τη σειρά τους επέβαλαν ειδικούς φόρους και δασμούς για τη συντήρηση των σχολείων τους επειδή τα σχολεία ιδρύονταν από το συλλογικό όργανο που διοικούσε τις κοινότητες, τα έσοδα των ορθοδόξων ναών στις παροικίες δεν επαρκούσαν για τη συντήρησή τους, ενώ οι επίσημες αρχές της χώρας υποδοχής τους δεν ενδιαφέρονταν να ενισχύσουν οικονομικά τα ελληνικά σχολεία.
Η τέταρτη πηγή εσόδων ήταν οι διάφορες επαγγελματικές συντεχνίες των βιοτεχνών ή των εμπόρων της πόλης όπου έδρευε το σχολείο. Κυρίως περιστασιακά ενίσχυαν τα σχολεία κι όχι επίσημα ή τακτικά. Μια πέμπτη πηγή εσόδων ήταν ο δανεισμός κεφαλαίων που διέθετε το σχολείο στην ελεύθερη αγορά με τόκο με σκοπό την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών τους.
Στην κυρίως Ελλάδα, τα κοινά σχολεία στεγάζονταν όχι σε κάποιο ιδιαίτερο οίκημα αλλά σε ένα απλό δωμάτιο, στο γυναικωνίτη ή το νάρθηκα μιας εκκλησίας, σε ένα κελί μοναστηριού αλλά και στο εργαστήριο ενός επαγγελματία, ο οποίος εκτός από τη διδασκαλία του ασκούσε και την τέχνη του. Το κτιριακό πρόβλημα των σχολείων οφειλόταν στην ακηδία των Οθωμανικών αρχών και στην αδυναμία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επίσης στη συνήθεια των πιο πολλών ευεργετών να δίνουν δωρεές που κάλυπταν τις ανάγκες για μισθοδοσία και υποτροφίες, όχι όμως για τη στέγαση και στα πενιχρά έσοδα των σχολείων. Οι ανάγκες που έπρεπε να καλυφθούν ως προς τη στέγαση αφορούσαν αίθουσες διδασκαλίας και χώρους στέγασης των δασκάλων ή των μαθητών που προέρχονταν από περιοχές μακριά από την έδρα του σχολείου. Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα τα πιο πολλά σχολεία στεγάζονταν σε μισθωμένες οικίες κατάλληλα διαρρυθμισμένες. Αυτές περιλάμβαναν αίθουσα διδασκαλίας, διαμέρισμα του δασκάλου και μικρό αριθμό θαλάμων για τους οικότροφους μαθητές,που αν δεν επαρκούσαν μισθώνονταν κάποια γειτονική οικία ή ανεγείρονταν ιδιαίτερα κελλιά κοντά στο σχολείο.
Σε πολλές τουρκοκρατούμενες περιοχές η πλειοψηφία των γυναικών παραμένουν αναλφάβητες:όπως στην Κρήτη (μεταξύ 1822-1866) Εξαιτίας της μακρόχρονης απουσίας των ανδρών (εποχιακές εργασίες κλπ) συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη ίδρυσης παρθεναγωγείων, αφού οι γυναίκες επωμίζονταν αποκλειστικά την διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Το 1836 πρωτοφοιτούν κορίτσια στο αλληλοδιδακτικό σχολείο αγοριών Ρεθύμνης και το 1845 ιδρύεται η πρώτη αλληλοδιδακτική σχολή κοριτσιών Ρεθύμνης, αλλά με καταβολή διδάκτρων κάτι που δείχνει ότι η εκπαίδευση αφορούσε τα κορίτσια των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων. Πάντως μέχρι το 1900 μόνο το 3,5% των Κρησσών γνώριζε γραφή και ανάγνωση. Για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των κοριτσιών έρχονται αρωγοί οι ξένες αποστολές, οι Αμερικανοί στη Σμύρνη ιδρύουν το πρώτο σχολείο θηλέων(1829). Μέχρι το 1833 είχε 700 μαθήτριες,δηλαδή 80-90 μαθήτριες το χρόνο. Στην Κωνσταντινούπολη λειτουργεί το Ζάππειον Παρθεναγωγείον από το 1875 και το οποίο έχει στενή σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το τελευταίο φιλοδοξεί να το καταστήσει τη μεγάλη του γένους σχολή όσον αφορά την προσφορά των δασκάλων του έθνους.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα γίνεται συστηματική προσπάθεια για τη στέγασή τους κυρίως σε ιδιόκτητα κτήρια με τη συμβολή των κοινοτήτων και των εύπορων Ελλήνων του εξωτερικού. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε στη Νέα Ακαδημία της Μοσχόπολης Αλβανίας,
της Αθωνιάδας σχολής του Αγίου Όρους,
της Πατριαρχικής (Μεγάλης του Γένους)Σχολής,
της Ακαδημίας των Κυδωνιών
του Γυμνασίου της Χίου,
αλλά και της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, που αργότερα έγινε Ηγεμονικό Μέγαρο.
Τα σχολικά κτίρια ήταν πλήρη συγκροτήματα που περιελάμβαναν αίθουσες διδασκαλίες, διαμερίσματα για τη στέγαση του σχολάρχη και όλων ή μέρους του διδακτικού προσωπικού, θαλάμους για τη στέγαση οικοτρόφων, αίθουσα βιβλιοθήκης, εργαστήρια, κοινόχρηστους χώρους (μαγειρεία, αποθήκες, χώρους υγιεινής). Σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχαν αίθουσα προσευχής με παρεκκλήσι (Γυμνάσιο Χίου), βοτανικός κήπος (Ακαδημία Κυδωνιών και Επιστημονικό Γυμνάσιο της Αθήνας), και τυπογραφείο (Γυμνάσιο Χίου, Ακαδημία Κυδωνιών).
Η πνευματική δραστηριότητα έφτασε στην ακμή της με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό (1750-1821). Οι έλληνες λόγιοι επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού επιδιώκουν γενίκευση της παιδείας, διαδίδουν, εκτός από την κλασική παιδεία, τις θετικές επιστήμες και προωθούν τη λαϊκή γλώσσα. Ταυτόχρονα, προβάλλουν την ορθολογική σκέψη και το αίτημα για πολιτική ελευθερία και ισότητα. Ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού του κινήματος είναι ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος (1757-1798) και ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833).
Κυρίαρχη μορφή στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα αποτελεί ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος, ο οποίος με την δημιουργία χαρτών της Βαλκανικής, και κυρίως με τη δημιουργία της Χάρτας της Ελλάδος και τον πλούτο πληροφοριών της σχετικά με τα ελληνικά τοπωνύμια και ιστορία, συνέβαλε ουσιαστικά στην ιστορική και γεωγραφική παιδεία.
Ο Ρήγας ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806), μέγα διερμηνέα του Σουλτάνου και παππού του μετέπειτα αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828). Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδερφό του παππού της Μαντώς Μαυρογένους, και ταξίδεψε στο Βουκουρέστι, έδρα της ηγεμονίας, όντας πλέον 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του.
Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς.Εκεί, στην καρδιά της Αυστρίας, συνεργάτες του ήταν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λιθογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων, το Σχολείον των ντελικάτων Εραστών, το Φυσικής απάνθισμα, το Ηθικός Τρίπους, Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, Τα Δίκαια του ανθρώπου, καθώς και τον 1ο τόμο του Νέου Αναχάρσιδος. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα.
Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη, σε ξενοδοχείο που είχε καταλύσει μαζί με τον Περραιβό από έναν Αυστριακό αξιωματικό στις 19 Δεκεμβρίου του 1797. Σκόπευε την ίδια εκείνη ημέρα να επισκεφθεί τον Γάλλο πρόξενο της πόλης Μπρεσέ, από τον οποίο θα ζητούσε προστασία, αλλά δεν πρόλαβε. Ακολούθως, υποβλήθηκε σε ανάκριση που διήρκεσε περίπου ένα 10ήμερο, με την ολοκλήρωση δε της οποίας θα οδηγούνταν σιδηροδέσμιος στη Βιέννη, κατόπιν εντολής του αστυνομικού διοικητή της. Μετά από απόπειρα αυτοκτονίας του, οι εχθροί του έπεισαν το Σουλτάνο πως έπρεπε να θανατωθεί χωρίς διαδικασία, πριν οι επαναστατικές ενέργειές του οδηγήσουν σε εξέγερση στα Βαλκάνια.
Σύμφωνα με τον Κορδάτο, οι εχθροί αυτοί του Ρήγα, οι οποίοι με αυτό τον τρόπο τον εκδικήθηκαν για την επαπειλούμενη ανατροπή της κρατούσας κατάστασης, που πιθανότατα θα προέκυπτε εάν υλοποιούνταν οι επαναστατικές του προετοιμασίες, ήταν τόσο ο τότε οικουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ όσο και οι Φαναριώτες της Πόλης, με πρώτο το διερμηνέα της Πύλης Κ. Υψηλάντη. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Το κτήριο της αστυνομίας όπου κρατήθηκε ήταν ένα παλιό γυναικείο μοναστήρι του τάγματος των Καρμελιτών. Είχε ιδρυθεί από την αυτοκράτειρα Ελεωνόρα το 1624. Το 1782 καταργήθηκε η μονή από τον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄ για να στεγασθεί η κεντρική αστυνομία της Βιέννης το έτος 1783 μέχρι τον Οκτώβριο του 1882. Μετά το πέρας των ανακρίσεων απελάθηκαν στην Αυστροουγγαρία όσοι από τους συλληφθέντες ήταν Αυστριακοί υπήκοοι ή υπήκοοι άλλων χωρών εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές. Αντίθετα όσοι ήταν Οθωμανοί υπήκοοι απελάθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου. Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον Πύργο Νεμπόισα (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη, σύμφωνα με τα επίσημα Αυστριακά έγγραφα
Ο Ρήγας Βελεστινλής παρέμεινε στη Βιέννη από τον Αύγουστο του 1796 έως τον Δεκέμβριο του 1797 προετοιμάζοντας το επαναστατικό σχέδιο και τυπώνοντας τα βιβλία του και τους χάρτες του. Αφού πήρε διαβατήριο από τις Αυστριακές αρχές πήγε στην Τεργέστη με σκοπό να κατέβει στην Ελλάδα. Ομως μετά από προδοσία από τον ΄Ελληνα έμπορο Δημήτριο Οικονόμου ο Ρήγας συνελήφθη από την Αυστριακή Αστυνομία. Ορισμένοι ιστορικοί συγγραφείς, χωρίς να εξετάσουν την όλη επαναστατική δράση του Ρήγα στη Βιέννη, απομόνωσαν το γεγονός της σύλληψης και υποστήριξαν ότι συνελήφθη διότι δεν δρούσε συνωμοτικά και μάλιστα τον θεώρησαν «επιπόλαιο εξεταστή των πραγμάτων», όπως χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Φιλήμων. Αντίθετα η έρευνα δείχνει ότι πράγματι ο Ρήγας είχε μία πετυχημένη συνωμοτική δράση, να τυπώσει τα τόσα του έργα, να έχει διάφορες συναντήσεις και να προετοιμάσει το επαναστατικό του σχέδιο. Ο Ρήγας κατά την αναχώρησή του από το Βουκουρέστι τον Αύγουστο του 1796 βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Συγκεκριμένα ο αυστριακός πρόξενος στο Βουκουρέστι Μ. Merkelius ενημερώνει την υπηρεσία του, και η σχετική ενημέρωση φθάνει στον υπουργό Αστυνομίας Pergen, για τη διαδρομή του Ρήγα προς την Βιέννη, ότι ασχολείται με την έκδοση ελληνικού χάρτη και ότι είχε επαφές με το Γάλλο απεσταλμένο. Συγκεκριμένα σχετικό έγγραφο αναφέρει ότι «Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες ένας γραμματέας, ονόματι Ρήγας, αναχώρησε από εδώ στις αρχές αυτής της εβδομάδας για να μεταβεί μέσω του Κόκκινου Πύργου στη Βιέννη, με σκοπό να τυπώσει εκεί έναν ελληνικό χάρτη. Αυτός ο Ρήγας είχε στενή γνωριμία με τον εδώ ευρισκόμενο γάλλο απεσταλμένο Gaudin, πράγμα που θα ήθελα να αναφέρω στην εξοχότητά σας». Σημειώνουμε ότι η Αυστριακή Μυστική Αστυνομία ιδρύθηκε το 1793 με σκοπό την παρακολούθηση των φιλελεύθερων και επαναστατικών ιδεών και στις επιτυχίες της είναι η ανακάλυψη μίας λέσχης Ιακωβίνων στη Βιέννη και της συνωμοσίας των μελών της καθώς και η συνωμοσία του Μαρτίνοβιτς στην Ουγγαρία. Από την ημέρα που ο Ρήγας ήρθε στη Βιέννη, τον Αύγουστο του 1796, είχε συνεχείς επαφές με τους συμπατριώτες του με τους οποίους στις συναντήσεις τους επί πλέον τραγουδούσαν το επαναστατικό του τραγούδι "Θούριος". Χαρακτηριστικά αναγράφεται στα ανακριτικά έγγραφα ότι «κατά Σεπτέμβριον του έτους τούτου (του 1797) ο Ρήγας Βελεστινλής έψαλλεν εν τη οικία του Αργέντη, παρισταμένου τούτου και του ΄Ελληνος Θεοχάρη, ύμνον ελεθερίας, όστις λέγεται περιεχόμενος εν τη επαναστατική προκηρύξει, και δή χορεύων περί την τράπεζαν». Επίσης, ο σύντροφος του Ρήγα από τη Σιάτιστα Θεοχάρης Τουρούντζιας στην κατάθεσή του «ομολογεί ότι έλαβε προς αντιγραφήν παρά του (Γεωργίου) Σακελλαρίου το στασιαστικόν άσμα Ως πότε παλληκάρια, ότι έψαλε τούτο μετ' αυτού και των ενταύθα ευρισκομένων φοιτητών της ιατρικής Καρακάσση και Παναγιώτο». Ο Ρήγας θα είχε επίσης επαφές με τους ΄Ελληνες της Βιέννης και θα σύχναζε στην Ελληνική Ταβέρνα, όπου μάλιστα υπάρχει και η υπογραφή του. Ακόμη ο Ρήγας είχε επικοινωνία και με άλλους αξιόλογους ανθρώπους, οι οποίοι θα βοηθούσαν τα επαναστατικά του σχέδια, όπως για παράδειγμα είχε επαφές με τον γιατρό της αυτοκράτηρας, τον καθηγητή της ιατρικής Σχολής Πέτρο Φράνκ, με τον είχε γνωρισθεί και είχε γίνει φίλος του. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή, την οποία κάνει ο Χριστόφορος Περαιβός ο οποίος υπέφερε από μια πάθηση των ματιών του και ο Ρήγας του συνέστησε τον Φράνκ για να τον εξετάσει. Μάλιστα ο Περραιβός επισημαίνει ότι ο Ρήγας έδωσε εμπιστοσύνη στον καθηγητή Φράνγκ, ο οποίος βοήθησε τον Ρήγα και τους συντρόφους του.Κατά την παραμονή του στη Βιέννη τυπώνει σε διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών τη μεγαλειώδη Χάρτα του και τα βιβλία Νέος Ανάχαρσις, Ηθικός Τρίπους, την εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους χάρτες της Βλαχίας και Μολδαβίας. Και όλα αυτά τα πραγματοποίησε παίρνοντας άδεια εκτυπώσεως και κυκλοφορίας, όπως άλλωστε γινότανε για κάθε έντυπο, από τον λογοκρίτη και την Αυστριακή Αστυνομία, η οποία δεν είχε καθόλου υποψιαστεί την επαναστατική του δράση. Στη Χάρτα της Ελλάδος καταχώρισε πολλά ιστορικά στοιχεία, τις εννέα επιπεδογραφίες ιστορικών τόπων, τα νομίσματα της αρχαιότητος, σημειώνοντας ωστόσο στον τίτλο της Χάρτας ότι τάχα η έκδοση αυτή ήταν σα μία επεξήγηση για το ταξείδι του Αναχάρσιδος, που περιλαμβάνει το βιβλίο «Νέος Ανάχαρσις». Η προσεκτική όμως μελέτη της Χάρτας δείχνει ότι η έκδοσή της δεν έχει καμμία σχέση με το ταξείδι του «Νέου Αναχάρσιδος» . Τα έγραψε όλα αυτά για να παραπλανήσει την λογοκρισία της Αυστριακής Αστυνομίας. Πραγματικός του σκοπός ήταν να τυπώσει έναν πολιτικό χάρτη του κράτους του. Και επειδή δεν ήταν δυνατόν ελεύθερα να τυπώσει ένα χάρτη για τους επαναστατικούς του σκοπούς, συγκάλυψε τους πραγματικούς του λόγους με τα αρχαιολογικά, ιστορικά στοιχεία που προσέθεσε, κατορθώνοντας έτσι να παραπλανήσει την Αυστριακή Αστυνομία και τη λογοκρισία και να πάρει άδεια εκτυπώσεως της. Αλλωστε, καταχώρισε και ιδιαίτερη σημειολογία, στοιχείο που πρόσφατα έχει επισημανθεί, για τα σύνορα του κράτους του, που ήθελε να δημιουργήσει. Κατόρθωνε και συγκάλυπτε τους πραγματικούς του σκοπούς, τους οποίους δεν αντιλήφθηκε η τόσο καλά οργανωμένη και δικτυωμένη Αυστριακή Μυστική Αστυνομία.
Ο Ρήγας κλεισμένος δύο μερόνυχτα στο τυπογραφείο των Σιατιστινών αδελφών Πουλίου, τύπωνε παράνομα την Επαναστατική Προκήρυξη, Τα Δίκαια του Ανθρώπου, το Σύνταγμα και τον Θούριο. Γνώριζε πλέον ο Ρήγας πως με κανέναν τρόπο δεν θα ήταν δυνατόν να παραπλανήσει τη λογοκρισία και την Αστυνομία. Τώρα το επαναστατικό του έντυπο ανέγραφε ξεκάθαρα την Επαναστατική Προκήρυξη και ότι ξεκίναγε έτσι τον ένοπλο αγώνα κατά της οθωμανικής απολυταρχίας. Γι' αυτό και τα έντυπα του αυτά τα τύπωσε παράνομα, δείγμα της συνωμοτικής του δράσης. Στα έγγραφα αναγράφεται «Ο Huggele ωμολόγησεν ότι εις το τυπογραφείον του αφεντικού του, του Πουλίου, ετυπώθη μία προκήρυξις εις σχήμα φύλλου με ξυλογραφίαν σφηνός επίκεφαλής, ότι εχρειάσθη δια την εργασίαν αυτήν δύο νύκτας πιεζόμενος μεγάλως να σπεύδη υπό του πάντοτε σχεδόν παρόντος Ρήγα Βελεστινλή και ότι έπειτα τα μέχρι 3000 ετοιμασθέντα αντίτυπα εστάλησαν εις τον Ρήγαν εις την κατοικίαν του». Ο Ρήγας έχοντας παράνομα τυπώσει τα επαναστατικά του έργα, χωρίς να δώσει καμμία λαβή ώστε να κινήσει τις υποψίες της Αυστριακής Αστυνομίας, παρ' όλο που ήταν υπό παρακολούθηση, κατόρθωσε να πάρει διαβατήριο, να φορτώσει τα πράγματά του και να ξεκινήσει για το μεγάλο του σκοπό, έχοντας λάβει τις σημαντικές επαναστατικές του αποφάσεις. Χαρακτηριστικά είναι αυτά που αναφέρει ο Αυστριακός Διοικητής Τεργέστης στον υπουργό Αστυνομίας της Βιέννης: «Μου κατηγγέλθη μυστικά ότι κάποιος Ρήγας Βελεστινλής, ο οποίος χθές έφθασε με διαβατήριον της αρμοδίας αυτοκρατορικής αρχής έφερε μαζί του ύποπτα βιβλία, αποβλέποντα εις την παρασκευήν επαναστάσεως εις την Ανατολήν». Ο Ρήγας έφυγε από τη Βιέννη, διέσχισε την Αυστρία και κατευθύνθηκε στα σύνορά της, χωρίς μέχρι εκείνη τη στιγμή η Αυστριακή Αστυνομία να είχε υποψιασθεί κάτι από τη δράση του. Στοιχείο που δείχνει την μεγάλη επαναστατική συνωμοτική ικανότητα του Ρήγα. Γι' αυτό εξ άλλου σε όλα σχεδόν τα ανακριτικά έγγραφα σύλληψης και ανάκρισης των Αιμ Λεγράνδ και Κων. Αμάντου ο Ρήγας αποκαλείται συνωμότης και η δράση του συνωμοτική.
Η σύλληψη του Ρήγα από την Αυστριακή Αστυνομία πραγματοποιήθηκε μόνο μετά από προδοσία, όταν ο μικρόψυχος, χωρίς πατριωτική συνείδηση, Ελληνας έμπορος Δημήτριος Οικονόμου άνοιξε την επιστολή, που απευθυνόταν στον συνέταιρό του και όχι στον ίδιο, κατέδωσε στην Αυστριακή Αστυνομία την επιστολή του Ρήγα και τα κιβώτια με τα επαναστατικά του έγγραφα. Γι' αυτό και μόλις ο Ρήγας καταφθάνει στο ξενοδοχείο της Τεργέστης να καταλύσει συλλαμβάνεται ανακρίνεται και ξεσκεπάζεται η επαναστατική του κίνηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η τόσο καλά οργανωμένη Αυστριακή Μυστική Αστυνομία δεν γνώριζε την επαναστατική κίνηση του Ρήγα και περισσότερο κατατρόμαξε γιατί δεν είχε ανακαλύψει τη συνωμοσία, που μέσα στη Βιέννη εξυφαίνονταν, δίδοντας την εντύπωση πως είχε εκμηδενισθεί η αποτελεσματική μηχανή της αστυνόμευσής της. Αποτέλεσμα της συνωμοτικής δράσης του Ρήγα ήταν να παρακολουθεί πλέον από κοντά την πορεία των ανακρίσεων ο ίδιος ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος . Ο Ρήγας κατόρθωσε, επί τόσους μήνες, να παραπλανήσει την Αστυνομία δείχνοντας έτσι και σ' αυτό το σημείο την συνωμοτική του ιδιοφυϊα του και την επαναστατική του δεινότητα. Δύο γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στη φυλακή δείχνουν την συνωμοτική δράση του Ρήγα. Το βράδυ πριν από τη μεταφορά του από την Τεργέστη στη Βιέννη ενώ φρουρούνταν από δύο στρατιώτες, που εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες, ο Ρήγας κατόρθωσε να αυτοτραυματισθεί με ένα μαχαιρίδιο, που είχε αποκρύψει, με αποτέλεσμα να παραμείνει επί πλέον δύο μήνες στη Τεργέστη, μέχρις ότου επουλωθούν οι σοβαρές πληγές που είχε προκαλέσει στο σώμα του. Επίσης κατά τη διάρκεια της φρούρησης αυτής ο Ρήγας, αν και σιδηροδέσμιος στα χέρια και στα πόδια, κατόρθωσε κρυφά να γράψει ένα σημείωμα και να το αποστείλει στον Γάλλο πρόξενο της Τεργέστη, γεγονός, το οποίο εξαγρίωσε τον υπουργό της Αυστριακής Αστυνομίας και τον Αυτοκράτορα. Πιθανολογείται ότι ο ιερέας-πνευματικός, στον οποίο και μόνο επιτρέπονταν η επίσκεψη στον φρουρούμενο Ρήγα για την επιτέλεση των πνευματικών καθηκόντων, θα μετέφερε το σημείωμα στον Γάλλο πρόξενο. Υπό την επίδραση του Ρήγα συστάθηκε επίσης στη Σερβία παρεμφερής εταιρία. Το 1812 ιδρύεται από τον τέκτονα Αλ. Μαυροκορδάτο στη Μόσχα η μυστική εταιρία του «Φοίνικα» και στο Παρίσι η εταιρία της «Αθηνάς» και της «Φιλαθηναϊκής Ακαδημίας».
Το 1813 αυτές τις εταιρίες διαδέχονται η «Ελληνογαλλική Εταιρία» και η «Εταιρία των Φιλομούσων», υπό την αιγίδα του Ιωάννη Καποδίστρια.
Το 1813 ο Διονύσιος Ρώμας ιδρύει στην Κέρκυρα την πρώτη «Εθνική Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος», στη δε Ζάκυνθο και Λευκάδα δύο ανεξάρτητες στοές, οι οποίες είχαν κύριο σκοπό την προετοιμασία των Ελλήνων για τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Μετά από λίγο, περνώντας από τη Λευκάδα, ο έμπορος από την Οδησσό Εμμανουήλ Ξάνθος, μυείται στην εκεί Στοά. Λίγο αργότερα μυείται στη Στοά της Ζακύνθου ο μετέπειτα αρχιστράτηγος της ελληνικής επανάστασης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Το 1811 πραγματοποιείται στο Παρίσι, μετά από υπόδειξη του Ναπολέοντα Γ’, η ίδρυση αμιγώς τεκτονικής μυστικής εταιρίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας, υπό τον κόμη Σουαζέλ Γκουφφιέ και τους Χατζή Μόσχο και Ζαλίκη.
Ο Ζαλίκης συμβολικώς ονομάσθηκε «Ξενοδόχος», το δε κατάστημά του «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο». Στην εταιρεία αυτή μυήθηκαν εκτός των Ελλήνων και άπειροι φιλέλληνες τέκτονες. Κυριότερος από τους πρεσβευτές της εταιρίας αυτής ήταν ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο οποίος κατά την επιστροφή του στη Μόσχα μύησε και τον Νικόλαο Σκουφά. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα η εταιρία αυτή μεταφέρθηκε στη Μόσχα, τα δε μέλη της στο Παρίσι ίδρυσαν το «Φιλελληνικό των Παρισίων Κομιτάτον». Ήδη στις παραδουνάβειες χώρες και στην ίδια τη Ρωσία ο τεκτονισμός είχε εξαπλωθεί, πολλοί δε εξέχοντες Έλληνες πολιτικοί και έμποροι, ανάμεσά τους και ο Καποδίστριας, η οικογένεια Υψηλάντη κ.α. ήταν μέλη διαφόρων στοών. Το 1814 ο Εμμανουήλ Ξάνθος, που επέστρεψε από τη Λευκάδα στην Οδησσό, συνδέθηκε με τους Τσακάλωφ και Σκουφά και υπέδειξε την ίδρυση της «Φιλικής Εταιρίας» που οργανώθηκε με βάση τις αρχές του τεκτονισμού.
Άλλοι σπουδαίοι εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), ο Ιώσηπος Μοισιόδακας (1725-1800) και ο Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807).
Η μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό, που άρχισε πριν από την Άλωση, συνεχίστηκε και έγινε πυκνότερη σε όλη την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Στο τέλος του 18ου αιώνα υπήρχαν πολυάριθμες ελληνικές παροικίες στη δυτική, κεντρική και ανατολική Ευρώπη, στη Βαλκανική και στη νότια Ρωσία. Οι ελληνικές παροικίες στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Τεργέστη και αλλού υπήρξαν εστίες οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης ολόκληρου του Ελληνισμού. Στα σχολεία τους φοιτούσαν νέοι από τον ελλαδικό χώρο και από τα τυπογραφεία τους διοχετεύονταν χιλιάδες βιβλία στην υπόδουλη Ελλάδα. Στη Βιέννη εκδόθηκαν τα πρώτα φιλολογικά περιοδικά, η πρώτη ελληνική εφημερίδα και τα έργα του Ρήγα Φεραίου. Παράλληλα, Έλληνες της διασποράς χρηματοδοτούσαν την ίδρυση και λειτουργία σχολείων στα Γιάννενα, στη Σιάτιστα, στη Σμύρνη και αλλού.
Λάμπρος Κατσώνης 1752 – 1804
Ο θρυλικός έλληνας θαλασσομάχος Λάμπρος Κατσώνης γεννήθηκε στη Λιβαδιά το 1752 και στα 16 του χρόνια αναγκάστηκε να ξενιτευτεί στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, όταν κατηγορήθηκε για φόνο τούρκου μπέη της περιοχής. Κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών (1770-1774) κατατάχτηκε στο ρωσικό στόλο και πήρε μέρος σε ναυτικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), ο νεαρός Λάμπρος εγκαταστάθηκε στην Κριμαία. Υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Περσία και προάχθηκε για τη δράση του σε λοχαγό.
Με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-1792), ο Κατσώνης ζήτησε άδεια από τον διοικητή του Ποτέμκιν για να οργανώσει απελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα. Μετέβη πρώτα στην Τεργέστη, όπου με εισφορές ομογενών αγόρασε μια φρεγάτα, την οποία ονόμασε «Αθηνά της Άρκτου» προς τιμήν της Μεγάλης Αικατερίνης.
Τον Φεβρουάριο του 1788 κατέπλευσε στη Ζάκυνθο, αφού καθ' οδόν ενίσχυσε τον στόλο του με άλλα 14 τουρκικά πλοία, τα οποία αιχμαλώτισε. Σύμφωνα με την περιγραφή του γάλλου προξένου στα Ιόνια Νησιά Σεν Σοβέ, που τον γνώριζε καλά, ο Κατσώνης «…δεν εγνώριζε ούτε να διαβάζη, ούτε να γράφη… αλλ' αυτές οι ελλείψεις γνώσεων αντισταθμίζονταν από μια σταθερότητα, μια δραστηριότητα, μια επαγρύπνηση για κάθε τι που τον περιέβαλλε…» Το καλοκαίρι του 1788 ο Κατσώνης αρχίζει την πολεμική του δράση στο Αιγαίο. Η πρώτη του σημαντική νίκη κατά των Τούρκων σημειώνεται στις 31 Αυγούστου κοντά στην Κάρπαθο. Τον επόμενο μήνα επιστρέφει στη Ζάκυνθο για να ξεχειμωνιάσει και μαθαίνει ότι η αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη του απένειμε τον βαθμό του ταγματάρχη. Την άνοιξη του 1789 επανέλαβε τις επιχειρήσεις του στις ελληνικές θάλασσες. Στις 15 Απριλίου συγκρούεται με πλοία Τουρκαλβανών στο Δυρράχιο και στη συνέχεια μεταβαίνει στην Ιθάκη για να βαφτίσει τον γιο τού κοντοχωριανού του αρματολού Ανδρούτσου, τον γνωστό από το '21, Οδυσσέα. Τον Ιούνιο του 1789 ο Κατσώνης ελέγχει όλες τις Κυκλάδες. Με επιστολή του, μάλιστα, προς τους προύχοντες των νησιών (27 Ιουλίου) τους καλεί να μην καταβάλουν φόρους στην Πύλη και να ενεργούν με απόλυτη ελευθερία. Στις 4 Ιουλίου ο Κατσώνης συναντήθηκε με σημαντική τουρκική δύναμη μεταξύ Σύρου και Μυκόνου και τη διασκόρπισε. Ο επικεφαλής της, Σερεμέτ Μπέης, τραυματίστηκε και οι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες. Σ' ένα διάλειμμα των επιχειρήσεών του βρίσκει την ευκαιρία να νυμφευθεί στην Κέα την εκλεκτή της καρδιάς του, που ήταν κόρη του προκρίτου του νησιού Πέτρου Σοφιανού. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Αιγαίο δεν άρεσε καθόλου στον Σουλτάνο, που αποφάσισε να λάβει μέτρα κατά του Κατσώνη. Πρώτα ανάγκασε τον πατριάρχη Νεόφυτο να απευθύνει γράμμα προς τους νησιώτες με την οδηγία να καταδικάσουν τις ενέργειες του Κατσώνη και στη συνέχεια προσπάθησε να τον προσεταιρισθεί, προτείνοντάς του δια του δραγουμάνου του στόλου Στέφανου Μαυρογένη την παραχώρηση ενός νησιού, εάν σταματούσε τη δράση του. Στο μεταξύ, ξεκίνησε η Γαλλική Επανάσταση.
Αλλά ο Κατσώνης συνέχισε την καταδίωξη των τουρκικών πλοίων. Στις 3 Αυγούστου συνάντησε τουρκοαλγερινό στολίσκο στο στενό της Μακρονήσου. Τον καταδίωξε και τον ανάγκασε να καταφύγει στο Ναύπλιο. Όμως, λίγες μέρες αργότερα παραλίγο να συλληφθεί στην Κέα, όταν επέδραμε ο τουρκικός στόλος με 26 πλοία. Διέφυγε καταδιωκόμενος στη Μήλο και οι Τούρκοι ξέσπασαν στο λιμάνι της Κέας, το οποίο πυρπόλησαν. Το χειμώνα του 1789 ο Κατσώνης ασχολήθηκε με την επισκευή του στόλου του και την προπαρασκευή της δράσης του για το 1790. Το Φεβρουάριο του 1790, αφού παρέλαβε από την Ιθάκη τον Ανδρούτσο με 500 παλληκάρια, μετέβη στην Κέα και οχύρωσε τον νησί, καθώς είχε πληροφορίες ότι οι Τούρκοι εκστράτευαν εναντίον του και είχαν ήδη αγκυροβολήσει στη Σκύρο. Ο Κατσώνης έσπευσε να τους συναντήσει στα ανοιχτά, ελπίζοντας να τους αιφνιδιάσει με τα πυρπολικά του. Στις 17 Μαΐου 1790, στη θαλάσσια περιοχή του Καβοντόρο, μεταξύ Ευβοίας και Άνδρου, δέχθηκε επίθεση από 16 τουρκικά πλοία υπό τον Μουσταφά Πασά. Ο Κατσώνης αγωνίσθηκε ηρωικά και απέκρουσε την επίθεση χωρίς σημαντικές απώλειες. Κι ενώ ήταν έτοιμος να περάσει στην αντεπίθεση την επομένη μέρα το πρωί εμφανίσθηκαν 13 αλγερινά πλοία, που ενώθηκαν με τα τουρκικά, συγκροτώντας ένα πανίσχυρο στόλο 29 πλοίων.
Οι Τούρκοι κυρίευσαν τα περισσότερα πλοία του και στο τέλος της ναυμαχίας ο Κατσώνης έμεινε να αγωνίζεται σχεδόν μόνος με τη ναυαρχίδα του «Η Αθηνά της Άρκτου». Όταν είδε το μάταιο του αγώνα την πυρπόλησε κι έφυγε με δύο μικρά πλοία για τα Κύθηρα. Από τους άνδρες του, 565 έχασαν τη ζωή τους και 53 αιχμαλωτίστηκαν. Οι απώλειες των Τούρκων έφθασαν τους 3.000 άνδρες. Από τον επόμενο μήνα κιόλας άρχισε την ανασυγκρότηση του στόλου του και περιορίσθηκε σε μικροεπιδρομές στο Αιγαίο. Το Μάρτιο του 1791, ο Κατσώνης ήλθε σε συνεννόηση με τους Μανιάτες για γενικότερη εξέγερση, αλλά χρειάζονταν πολλά χρήματα για ένα τέτοιο εγχείρημα. Έγραψε, λοιπόν, στον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας βοήθεια, όμως οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Η λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου και η υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου ανάγκασε τα ρωσικά πλοία να αφήσουν το Αιγαίο και τον Κατσώνη να χάσει την υποστήριξη των Ρώσων. Ο Κατσώνης συνέχισε τον αγώνα μόνος του («Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησεν ειρήνη, ο Κατσώνης δεν συνομώλογησεν ακόμη την ιδική του » διαμήνυσε στον ρώσο στρατηγό Ταμάρα) και το Μάιο του 1792 έγραψε την περίφημη επιστολή διαμαρτυρίας για την εγκατάλειψη της ελληνικής υπόθεσης από τη Ρωσία, με τον τίτλο «Φανέρωσις του Εξοχωτάτου Χιλιάρχου και Ιππέως Λάμπρου Κατσώνη», η οποία καταλήγει: «Όθεν οι Ρωμαίοι, οπού με το ίδιόν τους το αίμα κατεχρωμάτισαν τα ρωσσικά σήματα, τότε θέλουν παύσει να εχθρεύονται τους εχθρούς με τους οποίους συνεφιλιώθη η Ρωσία, όταν λάβουν τα δίκαια όπου τους ανήκουν.»
Ο Κατσώνης αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Μάνη κι έκανε ορμητήριό του το Πόρτο Κάγιο. Ο στολίσκος του δέχθηκε επίθεση στις 28 Ιουνίου από τουρκικό στόλο που αριθμούσε 30 πλοία. Μαζί του κι ένα γαλλικό πλοίο με μεγάλη δύναμη πυρός. Η ναυμαχία γρήγορα μετατράπηκε σε μάχη στην ξηρά, όπου ο Κατσώνης προξένησε σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους. Όμως, ο στόλος του είχε καταστραφεί. Οι Τούρκοι διαμήνυσαν στον μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη να έλθει προς βοήθειά τους. Ο Γρηγοράκης, κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να μην συμμορφωθεί, κινητοποίησε μεγάλο αριθμό Μανιατών, αλλά παράλληλα ειδοποίησε τον Κατσώνη, ο οποίος αναχώρησε κρυφά από τη Μάνη και μετέβη στην Ιθάκη. Οι ενετικές αρχές του νησιού τον υποδέχθηκαν θερμά, αλλά στη συνέχεια αναγκάστηκαν να τον απελάσουν, κατόπιν διαμαρτυρίας του Σουλτάνου.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου 1794 έφθασε με την οικογένειά του στην Πετρούπολη και παρουσιάστηκε στην τσαρική αυλή. Η Αικατερίνη υποδέχθηκε με ψυχρότητα τον Κατσώνη, τον οποίον χρησιμοποίησε για τα σχέδιά της και αδιαφόρησε για την τύχη του. Ο διάδοχός της Παύλος Α' αναγνώρισε τις υπηρεσίες του προς τη Ρωσία και του δώρισε 470.000 ρούβλια. Ο Κατσώνης υπέβαλε την παραίτησή του από αξιωματικός και μαζί με αρκετούς έλληνες συναγωνιστές του εγκαταστάθηκε στο χωριό Καράσοϊ της Κριμαίας, το οποίο μετονόμασε σε Λεβάδεια (σημερινό Livadia Palace), σε ανάμνηση της γενέτειράς του. Πέθανε το 1804, σε ηλικία 52 ετών. Ο Λάμπρος Κατσώνης με τη δράση του στις ελληνικές θάλασσες την τετραετία 1788-1792 προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του πολέμου της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εξανάγκασε του Τούρκους να διασπάσουν το στόλο τους, διατηρώντας ισχυρή μοίρα στο Αιγαίο, που θα αποστελλόταν διαφορετικά στον Εύξεινο Πόντο, κύριο θέατρο των ναυτικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ο Κατσώνης πρόσφερε μοναδικές υπηρεσίες στο Γένος. εξυψώνοντας στα μάτια των Ευρωπαίων το όνομα των Ελλήνων και αναπτερώνοντας το εθνικό τους φρόνημα. Τα κατορθώματά του ενέπνευσαν την επόμενη γενιά, που πραγματοποίησε την Επανάσταση του '21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...