Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ 9ο ΩΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ, της αποφοίτου μας Κωνσταντίνας Σκήπου

ΚΡΗΤΗ
Μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της κρητικής ιστορίας αποτελεί η αραβοκρατία, μία περίοδος που κράτησε από το 824 έως το 961. Τον 9ο με 10ο αιώνα το Κρητικό έδαφος μεταμορφώθηκε σε ένα σκλαβοπάζαρο καθώς και στο φοβερό ορμητήριο των Αράβων πειρατών όλης της Μεσογείου.
Όλα άρχισαν όταν το 824 οι Άραβες Σαρακηνοί από την Βόρεια Αφρική και την Ισπανία, με αρχηγό τον Αμπού Χάψ Ομάρ (Απόχαψη), κατέλαβαν την περιοχή της Ιεράπετρας και την απόσπασαν από την ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι Άραβες όχι μόνο δεν σεβάστηκαν το νησί αλλά κατέστρεψαν και λεηλάτησαν εκατοντάδες ιερούς ναούς του νησιού, όπως τον περίφημο ναό του Αποστόλου Τίτου στη Γόρτυνα φονεύοντας και τον Μητροπολίτη Κρήτης Κύριλλο.
Ακόμα, πρωτεύουσα της Κρήτης γίνεται το Ηράκλειο και η Κρήτη πλέον γίνεται ένα τρομερό βαρβαρικό και πειρατικό κέντρο στη Μεσόγειο, το φόβητρο των νησιών και των παραλίων περιοχών. Τελικά, ύστερα από επανειλημμένες εκστρατείες, το Βυζάντιο ανακατέλαβε τη Κρήτη στις 7 Μαρτίου του 961 με τον αραβομάχο στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα, Νικηφόρο Φωκά.
Ωστόσο, οι πειρατικές επιδρομές στη Κρήτη συνέχισαν και κατά την ενετοκρατία.
Αν και οι Βενετοί προσπάθησαν με μέτρα να βάλουν ένα τέλος στις αιφνιδιαστικές και φρικαλέες επιδρομές των Μουσουλμάνων πειρατών των αφρικανικών παραλίων, τίποτα δεν άλλαξε και η πειρατεία συνέχισε να αποτελεί μάστιγα της εποχής. Οι επιδρομές έγιναν συχνότερες και αγριότερες και το δουλεμπόριο είχε πάρει τέτοια έκταση ώστε στα λιμάνια λάμβαναν χώρα αγοραπωλησίες ανθρώπων.
Μάλιστα, τον Ιούνιο του 1538 εμφανίστηκε στο Αιγαίο Πέλαγος ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ένας απ’ τους πιο άγριος πειρατές όλων των εποχών που και μόνο το όνομα του έσπειρε τον τρόμο. Όταν στράφηκε στη Κρήτη, επιτέθηκε στα Χανιά, στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο αλλά και κυρίευσε το φρούριο της Σητείας. Ο αδίστακτος Μπαρμπαρόσα έκαψε και λεηλάτησε χωριά και οδήγησε χιλιάδες Κρητικούς σε σκλαβοπάζαρα της Συρίας και της Αλγερίας. Μετά τον Μπαρμπαρόσα ακολούθησαν και άλλοι πειρατές όπως ο Dragut Reiss και ο Ulouts Ali, οι οποίοι ισοπέδωσαν το Ρέθυμνο, έκαψαν χωριά του Μυλοποτάμου και λεηλάτησαν τον Αποκόρωνα των Χανίων.
Στη καταπολέμηση της πειρατείας και της εξαγοράς των σκλάβων στη Κρήτη έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι συντεχνίες, όπως η Αδελφότητα των Ναυτικών και πολλοί πλούσιοι Κρητικοί. Χαρακτηριστικό αξιοθέατο της εποχής της πειρατείας στο νησί, αποτελεί το πειρατικό φιόρδ Κάραβος. Πρόκειται για έναν μακρόστενο κόλπο γύρω στα 100 μέτρα, νότια του Ρεθύμνου. Κατά τη διάρκεια της πειρατείας λειτουργούσε ως σταθμός για τους πειρατές διότι λόγω της μη ορατής θέσης του, έβρισκαν καταφύγιο εκεί.
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη βενετοτουρκική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον την Κρήτη, που βρισκόταν υπό βενετική κατοχή και αποτελούσε την τελευταία μεγάλη κτήση της Βενετίας. Η Κρήτη κατακτήθηκε γρήγορα από τους Οθωμανούς, αλλά η τελευταία ελεύθερη πόλη της, ο περίφημος Χάνδακας, πολιορκήθηκε για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι ο Μοροζίνι να συνθηκολογήσει και να τον παραδώσει στους Οθωμανούς. Η πολιορκία του Χάνδακα έγινε για την Ευρώπη σύμβολο της αντίστασης κατά του οθωμανικού επεκτατισμού, ενώ αποτελεί και τη μακροβιότερη πολιορκία στην ιστορία. Στο πλαίσιο των βενετοτουρκικών πολέμων πολλοί πειρατές και κουρσάροι, ανάμεσά τους και Έλληνες νησιώτες, επετίθεντο και στις δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, γεγονός που αποτέλεσε ένα νέο είδος ναυτικού πολέμου στο Αιγαίο.
Το 17ο αιώνα τρεις κυρίαρχες δυνάμεις λειτουργούσαν παράλληλα και ανταγωνιστικά, προσπαθώντας να κερδίσουν το έπαθλο που λεγόταν αρχιπέλαγος: οι Οθωμανοί, οι Βενετοί και οι πειρατές. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμόρφωσε ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου· αναπτύχθηκε ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυπήρχε με την πειρατεία. Με την οριστική λήξη των βενετοτουρκικών πολέμων το 1699 με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, άρχισε και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθούσε να υφίσταται, φαίνεται όμως ότι είχε ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.
ΜΑΝΗ
Για τους Μανιάτες η πειρατεία αποτελούσε επάγγελμα, τρόπο για να επιλύσουν τις δυσκολίες της καθημερινότητάς τους. Ακόμα, την έβλεπαν ως εργασία για την εξεύρεση πόρων αλλά και την θεωρούσαν πολεμική πράξη, διότι δημιουργούσε εμπόδια και δυσκολίες στους εχθρούς τους, κυρίως Τούρκους, και στους επίδοξους κατακτητές της Μάνης. Η Μάνη όντας σημαντικός σταθμός του εμπορικού δρόμου Ανατολής-Δύσης, πολιορκήθηκε πληθώρες φορές από πειρατές.
Από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα επιτέθηκαν στη Μάνη: Κίλικες, Σαρακηνοί, Αραγωνοί, Σικελιανοί, Τούρκοι, Μαλτέζοι, Κορσικανοί, Γάλλοι, Αλγερίνοι, Μπαρμπαρέζοι και άλλοι. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να παραμείνει ανέγγιχτη στον χρόνο χάρη στους ξακουστούς Μανιάτες πειρατές.
Τα πρώτα χρόνια της πειρατείας στη Μάνη, οι Μανιάτες λειτουργούσαν με ένα περίεργο, νέο είδος πειρατείας, την πειρατεία απ’ τη στεριά. Κατά αυτόν τον τρόπο, τις νύχτες εξαπατούσαν και παραπλανούσαν τα περαστικά πλοία σβήνοντας το φως του φάρου, ώστε αυτά να χάσουν την πορεία τους και να προσκρούσουν στα βράχια. Στη συνέχεια, εφορμούσαν στο πλοίο λεηλατώντας και καταστρέφοντάς το και μοιράζονταν ισάξια τους θησαυρούς. Στα τέλη του 16ου αιώνα χριστιανοί πειρατές ασκούσαν την πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους. Οι χριστιανοί κουρσάροι βρίσκονταν συνήθως στην υπηρεσία του πάπα, των Ισπανών αντιβασιλέων της Νάπολης και της Σικελίας, καθώς και των Μεδίκων της Φλωρεντίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μέδικοι της Φλωρεντίας χρηματοδότησαν πάρα πολλές κουρσάρικες επιδρομές ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κινητήρια δύναμη σε αυτές τις επιδρομές υπήρξε το Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, που ιδρύθηκε το 1561 στην Πίζα και το χρηματοδοτούσε με προσωπικά του κεφάλαια ο εκάστοτε Δούκας της Φλωρεντίας.
Το 1608 τα λάφυρα μόνο των οκτώ ιστιοφόρων της Φλωρεντίας ανέρχονταν στο αστρονομικό ποσό του ενός εκατομμυρίου δουκάτων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Μεγάλη Δούκισσα των Μεδίκων Χριστίνα της Λορένης, χρησιμοποίησε όλα τα χρήματα της προίκας της για την κατασκευή ιστιοφόρων, που θα ταξίδευαν και θα κούρσευαν με τα προσωπικά της εμβλήματα. Η πειρατεία αποτελούσε εκείνη την εποχή εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση.
Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι Ισπανοί αντιβασιλείς της Νάπολης και της Σικελίας. Κύριος εκφραστής αυτής της πολιτικής υπήρξε ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν, ο Δούκας της Οσούνας. Κατά τη δεκαετή θητεία του ως αντιβασιλέα της Νάπολης δημιούργησε ίσως τον μεγαλύτερο χριστιανικό κουρσάρικο στόλο της εποχής και τον χρηματοδοτούσε ο ίδιος. Στη Νάπολη είχε συγκεντρωθεί η αφρόκρεμα των χριστιανών κουρσάρων. Οι επιδρομές του στο αρχιπέλαγος δεν είχαν στόχο μόνο το κέρδος, αλλά και την πρόκληση όσο το δυνατόν περισσότερων ζημιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την παράλυση του εμπορίου της και την αύξηση του κύρους της Ισπανίας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη δύναμη, που προσπάθησε ακόμα και να καταλάβει την ίδια τη Βενετία· την τελευταία στιγμή όμως τα σχέδιά του αποκαλύφθηκαν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αιτία της πτώσης του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο Δούκας της Τοσκάνης όσο και ο αντιβασιλέας της Νάπολης είχαν στενές σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο. Οι εντολές που έδιναν στους καπετάνιους των πλοίων τους ήταν σαφείς: να μην επιτίθενται σε ελληνικά πλοία, ούτε να πλήττουν τα χωριά και τις περιουσίες των Ελλήνων. Αντίθετα μάλιστα, τους παρότρυναν να παρέχουν στους Έλληνες κάθε δυνατή βοήθεια και να καλλιεργούν το επαναστατικό πνεύμα τους ενάντια στους Τούρκους.
Δεν είναι λίγες οι καταγραφές που αναφέρουν ότι ισπανικές γαλέρες αλλά και γαλιόνια της Φλωρεντίας εφοδίασαν τους κατοίκους της Μάνης με μπαρούτι, αρκεβούζια και άλλα πολεμοφόδια. Η πολεμική ενίσχυση που πρόσφεραν όμως στη Μάνη έκρυβε ένα κρυφό σχέδιο: είχαν την ελπίδα ότι οι Μανιάτες τελικά θα απογοητεύονταν από τις συνεχείς συγκρούσεις και θα μετανάστευαν στην Τοσκάνη και στη Νάπολη. Στις εν λόγω περιοχές υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια, προκειμένου να καλλιεργηθούν τα χωράφια και να αρχίσουν να αποδίδουν. Το σχέδιό τους όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Εξάλλου, η πολιτική της Βενετίας ήταν αντίθετη, καθώς επιδίωκε την παραμονή των Μανιατών στην πατρίδα τους, επειδή οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια τους για ανεφοδιασμό και ως καταφύγιο. Επίσης, συχνά πυκνά κατέφευγαν στη Μάνη για να επανδρώσουν τις γαλέρες τους.
Έτσι, η Μάνη από τον 16ο έως τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν το πλέον ονομαστό πειρατικό κέντρο της Βορειοανατολικής Μεσογείου και αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο των θαλασσών. Οι ξένοι της έδωσαν την ονομασία << Μεγάλο Αλγέρι>>, παρομοιάζοντάς την με το Αλγέρι της Βόρειας Αφρικής, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου εκείνη την εποχή.
Από τους πιο διάσημους Μανιάτες πειρατές ήταν ο Σάσσαρης, ο Καλκαντζής, οι Μαυρομιχάληδες κ.α. Μάλιστα λέγεται ότι ένας απ’ τους βασικούς λόγους της δολοφονίας του Καποδίστρια από τους Μαυρομιχάληδες ήταν η προσπάθειά του να καταπολεμήσει την πειρατεία.
ΚΥΚΛΑΔΟΝΗΣΙΑ
Οι διαρκείς Βενετό- Οθωμανικοί πόλεμοι του 17ου αιώνα (1645-1699) είχαν μετατρέψει τις Κυκλάδες σε έρημη γη. J. Slot. Η εκεί δράση των Χριστιανών Καταδρομέων εναντίον εμπορικών πλοίων είχε αποκτήσει με τον καιρό μια κανονικότητα, η οποία ευνόησε την ανάπτυξη ενός ολόκληρου κύκλου οικονομικών δραστηριοτήτων που επέτρεπε με τη σειρά του την άμεση χρηματοδότηση και αυτοτροφοδοσία των καταδρομέων. Το εμπόριο σκλάβων αποτελούσε σημαντικό τομέα της επιχειρηματικής δραστηριότητας που είχε αναπτυχθεί τότε στις Κυκλάδες.
Τα νησιά του Αιγαίου όπως η Κύθνος, η Φολέγανδρος, η Αίγινα, η Μύκονος, η Σάμος και η Ικαρία είχαν ερημωθεί πλήρως από τις συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες. Επιπρόσθετα είχε δημιουργηθεί και το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα με την εξαγορά των σκλάβων. Στα νησιά του Αιγαίου οι Βενετοί είχαν επιβάλει ειδική φορολογία για την εξαγορά των σκλάβων, το περίφημο τέλος των Τούρκων, το τουρκοτέλι.
Παρά την έντονη πειρατική δράση στα επόμενα τριάντα χρόνια μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, ξεκίνησε πιο συστηματικά ο επανεποικισμός των νησιών από χριστιανικούς, ελληνικούς και αλβανικούς πληθυσμούς, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο. Εκείνη την περίοδο οι κάτοικοι των νησιών άρχισαν να παίρνουν κάποια μέτρα προστασίας για να μπορούν να προφυλάσσονται από τις πειρατικές επιδρομές. Απομακρύνθηκαν από τα παράλια και μετοίκησαν στα βουνά, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν καλύτερα την έλευση πειρατικών πλοίων. Επίσης, για την καλύτερη προστασία τους άρχισαν να χτίζουν κάστρα.
Τα κάστρα στα νησιά συνήθως ήταν μικρά και μπορούσαν να φιλοξενήσουν περιορισμένο αριθμό κατοίκων. Με την πάροδο του χρόνου όμως έγιναν μεγαλύτερα και μπορούσαν να συντηρήσουν σχεδόν όλους τους κατοίκους του εκάστοτε νησιού για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Λόγω του περιορισμένου χώρου των κάστρων, οι κάτοικοι έχτιζαν ψηλές κατοικίες και οι δρόμοι ήταν στενοί, για οικονομία χώρου. Μέσα στον οικισμό υπήρχαν πολλά στενά και δαιδαλώδη δρομάκια, τα οποία οι κάτοικοι γνώριζαν καλά, όχι όμως και οι επιδρομείς.
Ένα άλλο μέτρο που λάμβαναν οι νησιώτες ήταν ότι έχτιζαν τα χωριά τους με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, ώστε οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών να σχηματίζουν οχυρωμένα τείχη. Επίσης, οι κάτοικοι έσκαβαν κρύπτες στα σπίτια τους και έκρυβαν εκεί τα πολύτιμα αγαθά τους ή κρύβονταν και οι ίδιοι για να μη συλληφθούν από τους πειρατές.
Πολλά νησιά του Αιγαίου γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση, διότι αναδείχθηκαν σε σταθμούς μεταπρατικού εμπορίου, καθώς και ορμητήρια για τους πειρατές και τους κουρσάρους που δρούσαν στο αρχιπέλαγος. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούσαν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονταν με τους πειρατές προσφέροντας ασφαλές καταφύγιο, φτηνή διασκέδαση και αγορά για τα προϊόντα της πειρατείας. Η Μήλος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η Μήλος ήταν το σημαντικότερο λιμάνι στο Αιγαίο, ένα από τα κυριότερα κέντρα πειρατικού εμπορίου, και χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από χριστιανούς κουρσάρους και πειρατές. Η Μήλος αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα από τα βασικότερα πειρατικά ορμητήρια των Κυκλάδων. Η δύναμη που απέκτησε ήταν τέτοια, ώστε όταν το 1670 ο οθωμανικός στόλος προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη στο νησί, εκδιώχθηκε από τους ίδιους τους πειρατές. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μήλος κατάφερε να ανακηρυχθεί το μοναδικό πειρατικό κράτος στον κόσμο, υπό την εξουσία του διαβόητου Ιωάννη Καψή. Στις αρχές του 17ου αιώνα έμποροι, μικροτραπεζίτες αλλά και μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις της Ευρώπης έστελναν εκεί αντιπροσώπους για να διαπραγματευτούν την αγορά των προϊόντων της πειρατείας σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Κυριότερα λάφυρα της πειρατείας ήταν οι άνθρωποι, γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κωπηλάτες στις γαλέρες, να πουληθούν ως σκλάβοι ή να εξαγοραστούν από τους συγγενείς τους, ειδικά εάν ήταν εύπορα πρόσωπα. Πρέπει να τονιστεί ότι η εξαγορά των αιχμαλώτων ήταν μία από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις εκείνη την εποχή. Αυτή ήταν και η αιτία που συγκροτήθηκαν ειδικά ταμεία από τους Έλληνες, για να μπορούν να προσφέρουν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό («σκλαβιάτικα») για την εξαγορά των αιχμαλώτων. Στη δυτική Ευρώπη είχαν δημιουργηθεί εταιρείες για την εξαγορά αιχμαλώτων από τους πειρατές. Όταν ένας σκλάβος κατάφερνε να πληρώσει τα λύτρα που του ζητούσαν, τότε απελευθερωνόταν και του χορηγούσαν ένα πιστοποιητικό («τεσκερές»), με το οποίο ο ιδιοκτήτης του σκλάβου βεβαίωνε ότι είχε λάβει τα λύτρα.
Σημαντικά λάφυρα επίσης ήταν τα ζώα και οι σοδειές, γιατί μπορούσαν να εκποιηθούν άμεσα και ταυτόχρονα να θρέψουν το πλήρωμα του εκάστοτε πειρατικού πλοίου. Άλλη αξιόλογη λεία ήταν τα εμπορεύματα, ιδιαίτερα τα πολύτιμα, που μετέφεραν τα εμπορικά πλοία. Βέβαια, οι πειρατές που τα άρπαζαν δεν μπορούσαν να αποκομίσουν κέρδος ανάλογο με την αξία τους. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι επιθυμούσαν να βγάλουν το κέρδος της λείας τους γρήγορα, με αποτέλεσμα να εκποιούν τα εμπορεύματα σε πολύ μικρότερη τιμή από την πραγματική τους αξία.
Τον 17ο αιώνα η Μήλος αποτελούσε φημισμένο πειρατικό αγκυροβόλι και πειρατικό παζάρι, όπου οι πειρατές και οι κουρσάροι αγκυροβολούσαν τον χειμώνα και πουλούσαν τα λάφυρά τους. Οι ντόπιοι και οι πειρατές συνυπήρχαν για πολλά χρόνια, με το νησί να ρέει από αίγλη και πλούτη. Μία από τις πιο πρωτόγνωρες καταστάσεις που παρατηρήθηκε στη Μήλο ήταν η στέψη του αρχιπειρατή Ιωάννη Κάψη ως ηγεμόνα και διοικητή του νησιού, ο οποίος κάθε φορά που πήγαινε στη χώρα του νησιού συνοδευόταν από ένοπλη φρουρά 50 ανδρών. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά συνελήφθη απ’ τους Τούρκους και κρεμάστηκε στη Κωνσταντινούπολη.
Συνύπαρξη πειρατών και ντόπιων παρατηρήθηκε και στη Νάουσα της Πάρου, η οποία τον 17ο έως τον 18ο αιώνα ήταν το αραξοβόλι για τα πειρατικά πληρώματα που είχαν πλέον αναμειχθεί με τους νησιώτες. Όπως και στη Μήλο, Μανιάτες, Κρητικοί, Κεφαλλονίτες, Μαλτέζοι, Κορσικοί και Μαγιορκινοί ξεχειμώνιαζαν με τα πλοία τους και ζούσαν με τη ντόπια κοινότητα. Μάλιστα, πολλές φορές δημιουργούσαν οικογένειες με τους ντόπιους και εγκαθίσταντο μόνιμα στο νησί.
Η Διαφορά των Πειρατών από τους Κουρσάρους:
Οι πειρατές ήταν οι κοινοί ληστές της θάλασσας, οι οποίοι διέπρατταν τα εγκλήματά τους στην ανοιχτή θάλασσα παράνομα. Ενώ οι κουρσάροι ήταν ουσιαστικά νόμιμοι πειρατές, οι οποίοι έπαιρναν γραπτή άδεια από ένα κράτος ώστε να χτυπήσουν το αντίπαλο κράτος με το οποίο βρίσκονταν σε πόλεμο. Φοβεροί κουρσάροι υπήρξαν οι Μπαρμπαρέζοι και οι Μαλτέζοι απ’ τον 15ο έως τον 18ο αιώνα κατά τη διαρκή σύρραξη χριστιανών και μουσουλμάνων.
Τον 18ο αιώνα στόχος των χριστιανών κουρσάρων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν ήταν πλέον οι μουσουλμάνοι αλλά τα γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία συνεργάζονταν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυριαρχούσαν. Ταυτόχρονα, η Ρωσία προωθούσε τα επεκτατικά σχέδιά της προς τον Νότο, εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιούνταν και Έλληνες νησιώτες ως κουρσάροι.
Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σημαντικός εμπορικός εταίρος και επιθυμητός, ενδεχομένως, σύμμαχος τόσο για τους Βρετανούς όσο και για τους Γάλλους, οι κουρσάροι του Βρετανικού στέμματος παγιδεύτηκαν ανάμεσα στα συγκρουόμενα συμφέροντα της Levant Company, τη διφορούμενη στάση των διπλωματών και τις δικές του αντιλήψεις περί εθνικού πολέμου.
Η Γαλλία βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα, καθώς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη δημιουργούσαν συμμαχίες προσπαθώντας να διακόψουν τη συνεχώς εντεινόμενη επεκτατική πολιτική των Γάλλων. Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας άλλαξε· στόχος πλέον ήταν κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση.
Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, υπό αυτές τις νέες συνθήκες, αναπτύχθηκε μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη που λειτουργούσε στα όρια μεταξύ εμπορίου και πειρατείας στις αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες. Αυτή ανέλαβε και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Στα τέλη του 18ου αιώνα εκμεταλλεύτηκε τις ρωσοτουρκικές και αγγλογαλλικές συγκρούσεις, και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα σχεδόν μονοπωλούσε την εμπορική κίνηση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Οι Έλληνες μέσα από την πειρατεία κατόρθωσαν να αποκτήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να μπορέσουν να κατασκευάσουν μεγάλα ιστιοφόρα, κάτι που δεν τους επέτρεπε η Πύλη. Αυτά τα πλοία τα χρησιμοποίησαν κυρίως για εμπόριο, δημιουργώντας έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους της Μεσογείου. Ως έμποροι, ρίσκαραν συνεχώς αναλαμβάνοντας μεταφορές που οι ξένοι ανταγωνιστές τους δεν τολμούσαν να πραγματοποιήσουν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι έσπαγαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών και των ισπανικών ακτών συνεχώς και τους εφοδίαζαν με τρόφιμα, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Πρέπει να τονιστεί ότι η πειρατεία πρόσφερε στους Έλληνες την πολεμική πείρα και τα απαραίτητα κεφάλαια, ώστε να είναι άκρως ετοιμοπόλεμοι για την Επανάσταση του 1821. Μέσα από την πειρατεία προέκυψαν η ελληνική ναυτιλία και το ελληνικό εμπόριο. Οι Έλληνες πειρατές ασκούσαν πειρατεία με σκληρότητα αλλά ταυτόχρονα με φαντασία και μεράκι. Η σχεδόν μυθιστορηματική πολλές φορές δράση τους δεν παύει να ασκεί μια έντονη γοητεία. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Έλληνες έπρεπε να αντισταθούν στους Οθωμανούς κατακτητές για να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους, και μια μορφή αντίστασης που επέλεξαν ήταν η πειρατεία.
Mεταξύ 1770 και 1830, ναυτικοί επιδρομείς κατέστησαν το Αιγαίο περιοχή σταδιακά αυξανόμενης επικινδυνότητας. Ωστόσο, οι επιδρομείς αυτοί δεν ήταν πάντοτε πειρατές. Συχνά είχαν στην κατοχή τους έγγραφα από κυβερνήσεις που τους αδειοδοτούσαν να προβαίνουν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Ήταν νόμιμοι καταδρομείς εμπορικών πλοίων. Οποιοδήποτε και αν ήταν το νομικό τους καθεστώς και υπό οποιαδήποτε σημαία και αν έπλεαν, οι επιδρομείς αυτοί ήταν Μαλτέζοι, Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι, ή ακόμη και Βρετανοί. Συχνά αδειοδοτούνταν από τους Ρώσους, κατά τους πολέμους τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...