Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος! Δ. Σολωμός
Καλός υπάλληλος
Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων ὑπηρεσία, έχει νά διατρέξει όλους τούς βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο. Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωὶ ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τούς αριθμούς και αντέγραφε τὶς περιλήψεις.
Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μιά γραμμή πού έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σάν απόπειρα φυγής. Αυτή ἡ ουρά δεν είχε θέση εκειμέσα, όμως την τραβούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας νά εκφράσει τον εαυτό του. Ἂν έσκυβε κανεὶς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θά διάβαζε την ιστορία του καλού ὑπαλλήλου.Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην ὑπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο τούς συναδέλφους του.
Έτυχε νά καθίσει σ ̓ αυτήν την καρέκλα. Κ’ έμεινε εκεί. Ήρθαν ἄλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μία φοβερή, μοιραία ειδικότητα.Ελάχιστα πρακτικός ἄνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου.
Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του του μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ ̓ ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κ’ έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή, γράφει κύκλους μέσα στο ἄπειρο. Και μέσα στούς κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τά τελευταία σπίτια, θ’ αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σάν απόπει-ρα λυτρωμού.Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μία ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στά μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ ̓ την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ’ όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης, Μισισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμάσιους, ἄγνωστους κόσμους. Από τά πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.
Niκος Ξένιος: ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΣΗΜΕΡΑ (bookpress, 2 Noεμβρίου 2017)
Η διαλεκτική σχέση του Καρυωτάκη με το κλίμα του ύστερου μπωντλαιρισμού και η ιδιότυπη θέση του ως ποιητή, μεταφραστή και πεζογράφου στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή του Μεσοπολέμου καθόρισαν αφενός το υψηλό ποσοστό σχηματοποίησης που υπέστη το έργο του κι αφετέρου την καθιέρωσή του ως παρουσίας-τομής στα ποιητικά μας πράγματα. Ο αρνητισμός του Μπωντλαίρ (κατά την εκτίμηση του Δημάκη) είναι σύστοιχος με την αντίδραση στα καθιερωμένα και το αίσθημα ανικανοποίητου του Καρυωτάκη, ενώ ως έναν βαθμό μπορεί να ερμηνεύσει μέρος των κινήτρων της αυτοχειρίας του. Δεν είναι εύκολη δουλειά το να ανασταίνεις τους νεκρούς, ιδιαίτερα όταν η κοινή αντίληψη τους έχει καταγράψει ως εραστές του θανάτου. Ο μελετητής πρέπει να αποστασιοποιηθεί από ένα σωρό τετριμμένες παραδοχές και χύδην αντιλήψεις, να εμβαπτίσει την πέννα του στη μελάνη της υψηλής αισθητικής, να αντικρίσει τον ποιητή που μελετά ψυχρά και αντικειμενικά, επιστημονικά και απροκατάληπτα. Εννοείται πως αυτό ακριβώς το υψηλής στάθμης στόχαστρο βασίζεται σε μιαν εκτεταμένη μελέτη της βιογραφίας του ποιητή και τεκμηριώνεται, κατά περίπτωσιν, από τα πεζά, τις επιστολές και τις κρίσεις επί του έργου του: στο ωραίο βιβλίο του κύριου Δημηρούλη η συγκέντρωση όλου του πολύτιμου υλικού υποστηρίζει την αναθεμελίωση/αποκατάσταση της εικόνας του Καρυωτάκη, με την προϋπόθεση κανείς να μπει στη διαδικασία να ξαναδεί τον ποιητή υπό αυτό το ανανεωμένο πρίσμα. Επί παραδείγματι, ο μελετητής θα διαπιστώσει πως η «υπεροπτική γκριμάτσα» του Μαλακάση την οποία σαρκάζει ο Καρυωτάκης ουσιαστικά συνοψίζει το πλέγμα των κατεστημένων πεποιθήσεων, το τείχος των κοινωνικών συμβάσεων, το ισχυρά ανθιστάμενο οικοδόμημα της ποιητικής νόρμας της εποχής του:
"Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση, ποιός θά βρεθεῖ νά μᾶς δικάσει, μικρόν ἐμέ κι ἐσᾶς μεγάλο, ἴδια τόν ἕνα καί τόν ἄλλο; Τούς τρόπους, τὀ παράστημά σας, τό θελκτικό μειδίαμά σας τό monocle πού σᾶς βοηθάει νά βλέπετε μόνο στό πλάι καί μόνο αὐτούς νά χαιρετᾶτε ὅσοι μοιάζουν ἀριστοκράται, τήν περιποιημένη φάτσα, τήν ὑπεροπτική γκριμάτσα..."
Αυτά σε ό,τι αφορά την οξύτατη κριτική και σάτιρα. Περνώντας, τώρα, στον προσωπικό χώρο του Καρυωτάκη ως ιστορικού προσώπου, θα διαπιστώσει πως το βίωμα του θανάτου ως ψυχικό βίωμα επέφερε αναπόφευκτα και«μεταβολές στη φράση του ποιήματος, δηλαδή στη γλώσσα, στον ρυθμό, στο μέτρο, στη θεματική, αλλά και στο συγκινησιακό φορτίο» των ποιημάτων του. Η θανατολαγνία είναι επίσης επιδεκτική πολλών προσεγγίσεων και δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την ιδιόρρυθμη αντίληψή του περί συντροφικότητας και έρωτα: βαθύς πεσιμισμός, πεισιθάνατο κλίμα και ένας υπαινικτικός λόγος που παραπέμπει στην περίπτωση του Πεσσόα, αλλά και το ανανταπόδοτο του έρωτα της Πολυδούρη, είναι θέματα που απασχόλησαν εκτεταμένα τη λογοτεχνική κριτική. Η συνύπαρξη της φρίκης για τη ζωή και της έκστασης που προκύπτει από τη ζωή είναι ο ακατανόητος συνδυασμός που οδηγεί στην καινοτόμο γλώσσα του. Μια γλώσσα που εσκεμμένα εντάσσει, στο σώμα του έργου του, τις επίπονες μεταφραστικές του επιδόσεις, αποδεικνύοντας έτσι πως ο ποιητής βάδισε την ατραπό της αγωνιώδους αναζήτησης της φόρμας ενσωματώνοντας στην ποιητική του παραγωγή τα αναγνωστικά του διδάγματα και τις ποιητικές εκστάσεις του ως αναγνώστη. Ο κύριος Δημηρούλης υπενθυμίζει στον αναγνώστη τη σημαντική συμβολή του Ζήσιμου Λορεντζάτου στην αποκατάσταση του δυσφημισμένου ως προς την ποιητική τέχνη Καρυωτάκη.
Το πλήρες έργο που παραθέτει η εξαιρετική αυτή έκδοση έρχεται προς επίρρωσιν των εκτεταμένων διαπιστώσεων της Εισαγωγής του βιβλίου. Συγκεκριμένα, ο τόμος περιλαμβάνει τις συλλογές: «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921), «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927), «Τα τελευταία ποιήματα» (1928), τα «Αδέσποτα ποιήματα» (1919-1924), «Λογοτεχνικά πεζά» (1920-1928), «Μη λογοτεχνικά πεζά» (1924-1928), το σύνολο των μεταφράσεων του Καρυωτάκη και ένα Παράρτημα με επιστολές και κρίσεις που αφορούν το έργο του.
Η ανάγκη για υστεροφημία που αποδόθηκε στον Καρυωτάκη προέκυψε, φυσικά, από μια ρηχή και, ως έναν βαθμό, κακεντρεχή ερμηνεία του ποιητικού του έργου. Το πρόχειρο συμπέρασμα που συνάγουν κάποιοι, ότι τάχατες οι ποιητές που δοξάστηκαν βίωσαν παράλληλα και μιαν «αποτυχημένη» προσωπική ζωή, αντιστάθμισμα της οποίας υπήρξε ο ποιητικός οίστρος, δεν είναι παρά μια στένωψ, μικρονοϊκή ερμηνεία clichet. Εννοείται πως ο πραγματικός ποιητής δεν αντιλαμβάνεται τις επιλογές της ζωής του, τη μόνωσή του, την αιθεροβάμονα προσέγγισή του της πραγματικότητας, τις όποιες ιδιοτυπίες του, ως εσφαλμένες επιλογές: κάτι τέτοιο θα ήταν κωμικό ακόμη και να το σκεφτεί κανείς. Τουναντίον, ο αληθινός ποιητής είναι δυστυχής λόγω της ίδιας της ποιητικής του ιδιότητας. Αυτού του «αγγίγματος» της Μούσας που τον ξυπνά τα βράδια, που τον μεταφέρει ερήμην της βουλήσεώς του στο βραχώδες, αυχμηρό τοπίο της αισθητικής θέασης των πραγμάτων, ενώ παράλληλα η καθημερινότητα τον καλεί να γίνει πραγματιστής. Η Πρέβεζα του Καρυωτάκη δεν είναι παρά ο παράγων που αφυπνίζει μια διάθεση ειρωνικά αλληγορική. Δηλαδή το είδος σαρκασμού που εδράζει σε ασύνειδες περιοχές, και που ενεργοποιείται προσλαμβάνοντας την αισθητική μορφή της σάτιρας και εδραιώνοντας τον χαρακτηρισμό του δημιουργού ως «άδοξου» ή «δονκιχωτικού». Συμβαίνει, όμως, το εξής: ο αντισυμβατικός ποιητής, ανακαλώντας όλους τους «καταραμένους» από το ευρωπαϊκό ποιητικό παρελθόν και λειτουργώντας ως επίγονός τους, να εξαναγκασθεί από ξεκάθαρη «ποιητική εγρήγορση» να καινοτομήσει μορφικά στο ποίημα «Μπαλάντα στους Άδοξους ποιητές των αιώνων»: «Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι, και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί, η Αθανασία τους είναι χαρισμένη» δηλώνει ο ποιητής, διεκδικώντας δικαίως το δικό του μέρισμα στην Αθανασία
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί, μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε*. Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι, και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί, η Αθανασία τους είναι χαρισμένη. Κανένας όμως δεν ανιστορεί και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε. Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί, στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί, παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή. Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε, νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί: «Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε «την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...