Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ: "ΠΑΝΤΑ ΠΛΗΡΗ ΘΕΩΝ"

Τούτες τις μέρες, σε μια μουντή αίθουσα αναμονής, βρέθηκε τυχαία στα χέρια μου ένα αμερικάνικο εικονογραφημένο πλατιάς κυκλοφορίας. Σκόνταψα σε μια έγχρωμη ολοσέλιδη διαφήμισή του: παράσταινε τη δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα. Στη δεξιά γωνιά της ζωγραφιάς, παράμερα, σαν αφηρημένη οπτασία, δυο νεαροί τουρίστες ακουμπούσαν, μπροστά σε δυο γεμάτα ποτήρια, σ' ένα σπόνδυλο κολόνας που τους χρησίμευε για τραπεζάκι. Τούτη η ρεκλάμα διατυμπάνιζε: "Όσο περισσότερα ξέρετε για την αρχαία αρχιτεκτονική, τόσο περισσότερο σας αρέσει η Ακρόπολη" ("The more you know about ancient architecture the more you like the Acropolis"). Σκοπός αυτής της σκηνοθεσίας ήταν η διάδοση ενός αγγλοσαξονικού ποτού.
Δεν είμαι ζηλωτής της σύγχρονης "τουριστοκρατίας" που θαμπώνει τα χρόνια μας, αλλά τη στιγμή που συλλογίζομαι μια εργασία που, δίκαια νομίζω, φιλοδοξεί να αποτελέσει αξιόλογη συνεισφορά στην πλατύτερη γνώση των αρχαίων μνημείων μας, αυτούς τους "συνδετικούς κρίκους των παλαιών με τους σημερινούς", δεν εδυσκολεύτηκα να σημειώσω το παραπάνω περιστατικό. Δείχνει, αλήθεια, σε τι απόσταση βρίσκεται το σημερινό παρόν, αυτό που απορροφούμε με όλους τους πόρους του κορμιού μας, από εκείνα τα βαθιά περασμένα.
Δεν ξέρω καθόλου τι θα κέρδιζε η απόλαυση στην Ακρόπολη των δύο αυτών νεαρών, αν αδειάζαμε ξαφνικά στο κεφάλι τους λίγες κάπως πιο ειδικές, αλλ΄ αρκετά γνωστές, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Ότι λ.χ. δεν υπάρχει στον Παρθενώνα ούτε μια πραγματικά ευθεία γραμμή• ότι ο παραλληλεπίπεδος, όπως μας φαίνεται, τούτος ναός, αν τον προεκτείναμε από το έδαφος ένα ή δύο χιλιόμετρα, θα έπαιρνε την όψη πυραμίδας• ότι όλες αυτές και άλλες λεπτότητες, αδιόρατες για μας (χρειάστηκαν οι σημερινοί να κάμουν προσεκτικές καταμετρήσεις για να τις εξακριβώσουν), ήταν ωστόσο ορατές για τα μάτια των ανθρώπων των καιρών εκείνων. Έτσι, πολύ το φοβούμαι, η διαφήμιση που κέντρισε την προσοχή μου, πρέπει να μη σημαίνει πραγματικά τίποτε άλλο παρά κάποιας λογής δεισιδαιμονία της τεχνοκρατικής εποχής μας, που σπρώχνει τον άνθρωπο να συσσωρεύει πληροφορίες και λεπτομέρειες, λίγο-πολύ ασύνδετες, πάνω στο καθετί. Και αναρωτιέμαι μήπως δε με συγκινούν περισσότερο άνθρωποι άλλων χρόνων, που οι γνώσεις τους μπορεί να έφερναν σήμερα θυμηδία, αλλά που είχαν αισθήσεις πιθανότατα πιο κοντά στην ισορροπία που θα λαχταρούσα να έβλεπα κάπου - κάπου στις ψυχές των τριγυρινών μου.
Ο ένας που έτυχε να έχω στο νου, είναι ένας αγράμματος Έλληνας των αρχών του περασμένου αιώνα. Τα λιγοστά γράμματα που ήξερε, τα είχε μάθει στα τριανταπέντε του χρόνια για να γράψει Απομνημονεύματα, πασίγνωστα σήμερα. Μιλά, καθώς το σημειώνει, σε κάτι στρατιώτες, προς το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, που γύρευαν να πουλήσουν σε "Ευρωπαίους" δύο αρχαία αγάλματα• τους λέει: "Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε". Μνημόνευα τον Μακρυγιάννη (Β΄ 303). Τα λόγια του δεν είναι ρητορείες σοφολογιότατου. Λέγουνται από έναν άνθρωπο που ήξερε, καθώς το μαρτυρά η ζωή του και το βάρος της λαλιάς και το βάρος του πόνου.
Ο άλλος είναι ένας μωαμεθανός ταξιδιώτης σπουδαγμένος στη δική του παράδοση (γεννήθηκε στην Πόλη) και απηχεί, δεν ξέρω ως ποιο βαθμό, τα όσα άκουσε στις περιπλανήσεις του. Τ' όνομά του Εβλιά Τσελεμπή• ταξίδεψε και στην Ελλάδα κατά το 1667 [...]
Όσο και να φαίνεται παιδικά χαμηλή η επιστημονική στάθμη και του Έλληνα και του Τούρκου, βρίσκω πως μαρτυρούν και οι δυο τέτοιο σεβασμό και συγκίνηση γι' αυτά τα πράγματα, που δύσκολα τον συναντούμε στον υπερεπιστημονικό καιρό των μηχανικών αυτοματισμών που ζούμε.
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω πως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μια μονομερής γνώση της αρχαίας αρχιτεκτονικής μπορεί να μας φέρει - είδα τέτοια περίπτωση - στην ανασύσταση μιας ιδεατής, υποθετικής ίσως, αρχικής μορφής του μνημείου• σ' ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο, μια χρωματιστή μακέτα. Αλλά η σημερινή αλήθεια αυτών των παλαιών επιτευγμάτων είναι άλλη• είναι ζυμωμένη με το πέρασμα του καιρού: με του καιρού τ' αλλάματα π' αναπαημό δεν έχου μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου.
Αυτά έφεραν την ακατάπαυτη φθορά και, για να θυμηθώ τα πιο διαβόητα, αυτά θέλησαν να γίνει ο Παρθενώνας μπαρουταποθήκη κι έστησαν στον αντικρινό λόφο τα κανόνια του Μοροζίνη ή οδήγησαν την πουριτανική "φιλανθρωπία" του 'Ελγιν - όπως την ονομάζουν οι απολογητές του - να κατακρεουργήσει τον έκθετο ναό, για να "προστατέψει" στον ίσκιο ενός ανήλιαγου μουσείου όσα σπαράγματα μπόρεσε να σηκώσει.
Τέλος, αυτά "του καιρού τ' αλλάματα" μας προσφέρουν συχνά συμπεράσματα που θα ξάφνιαζαν αν έπαιρναν τη μορφή δογμάτων. Περιορίζομαι λ.χ. σε τούτο: "Το πνευματικό χάσμα ανάμεσα στον αρχαίο και τον σύγχρονο κόσμο είναι μεγαλύτερο από όσο είναι πραγματικά συνειδητό. . . Ύστερα από εντατική μελέτη, η διάσταση μοιάζει ακόμη πιο πλατιά και πιο βαθιά, σε τέτοιο σημείο, που μου έτυχε ν΄ακούσω μια από τις μεγαλύτερες ζώσες αυθεντίες πάνω στη λογοτεχνία (και στην αρχιτεκτονική) να ξαφνίζει ένα ακροατήριο κλασικών φιλολόγων, καθώς εβεβαίωνε ότι το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων είναι ολωσδιόλου αλλότριο για μας. . ." Είναι κι αυτή μια γνώμη.
Όμως συλλογίζομαι πως το θέμα θα' πρεπε να το ιδεί κανείς από τις δυο του όψεις• πρόκειται για δυο κατηγορίες είδους, όχι ποιού: η μια είναι του ξενόγλωσσου, και, καθώς τον συλλογίζομαι, θέλω να τονίσω αμέσως ότι δεν έχω διόλου στο νου τόσους επιστήμονες που με θαυμαστή γνώση και με λεπτότατες αισθήσεις αναλώθηκαν στην εξερεύνηση του αρχαίου κόσμου, αλλά εκείνους που βλέπουν ένα κόσμο τελειωτικά παρωχημένο, που ξεψύχησε, ένα περίτεχνο φέρετρο. Το φέρετρο εύκολα το μετακινάει κανείς, αλλά τους ζωντανούς είναι πολύ δύσκολο, γιατί πονούν, να τους αλλάξει ή να τους ξεριζώσει για να τους μεταφυτέψει. Τη γλώσσα μας λ.χ. είναι αδύνατο να την αντικρίσει κανείς αλλιώς παρά σαν ανάσα ζωντανών ανθρώπων• όχι σαν τον ναυαγοσωστικό ζήλο γραμματικών. Για τούτα, ως εδώ• δε μένει καιρός για περισσότερα.
Αυτή την αρχιτεκτονική την έχουν χαρακτηρίσει "σωματική" ή "γλυπτική αρχιτεκτονική". Κάποτε το μάτι μας διακρίνει γνωρίσματά της. Την "ένταση" λ.χ. πιο φανερή στην ονομαζόμενη "Βασιλική" της Ποσειδωνίας• έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι εκείνο το φούσκωμα των κιόνων, σαν να έχουν φουσκώσει από το βάρος που βαστάζουν. Τέτοιες λεπτομέρειες άλλοι θα τις πουν αρμοδιότερα. Θέλω μόνο να υπογραμμίσω ότι ο ναός των αρχαίων, ο "σηκός" πιο συγκεκριμένα, δεν είναι κατά βάθος άλλο παρά το κέλυφος μιας εικόνας, του αγάλματος ενός θεού, είναι η "καλύβα" ενός από αυτούς που αφομοίωσε ή χώνεψε, ό,τι και να λένε, ο Χριστιανισμός. Του Ποσειδώνα στο Σούνιο, της Αθηνάς στην Ακρόπολη, του Απόλλωνα στη Φιγάλεια. [...]
Μελετητές αυτών των μνημείων, προσηλωμένοι στην εντέλειά τους, τα πίστεψαν σαν απομονωμένα από το περιβάλλον τους και τα θεωρήσαν αδιάφορα για το τριγυρινό τους τοπίο• το τεχνικό κατόρθωμα αυτών των έργων, σκέφτηκαν, είναι τέτοιο που μπορούν ν' ανθέξουν σ' όποιο τόπο κι αν βρεθούν, και είναι ρομαντισμός να λέμε πως χρειάζονται να τα συμπληρώσουν οι γραφικότητες μιας ωραίας θέας.[...]
Το αίσθημά μου είναι ότι τούτοι οι αρχαίοι ναοί της Ελλάδας, της Μεγάλης Ελλάδας, της Ιωνίας, είναι με κάποιον τρόπο σπαρτοί, ριζωμένοι στα τοπία τους. Αφού χαλάστηκαν και ερειπώθηκαν οι "καλύβες" αυτές των αθανάτων, οι άστεγοι θεοί γύρισαν εκεί που άρχισαν, χύθηκαν ξανά έξω στο τοπίο και μας απειλούν με πανικούς φόβους ή και με θέλγητρα, παντού: "Πάντα πλήρη θεών" έλεγε ο Μιλήσιος Θαλής. Χρειάζουνται καμιά φορά τα παραμύθια.
Όσο και να μας το επιτρέπει η λογική θεώρηση τούτης της αρχιτεκτονικής, να φανταστούμε πώς θα ήταν δυνατό να μετακομίσουμε κομμάτι το κομμάτι τα απομεινάρια αυτών των κτισμάτων σε απόμακρες χώρες, πολύ φοβούμαι, δε θα έχουμε επιτύχει τίποτε άλλο παρά να μεταφέρουμε σωρούς σαρίδια. Θα χάναμε πολύ κόπο, αν προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε το γιατί. Σε τούτο το αστάθμητο ερώτημα, θα ήταν πιο απλό αν αποκρινόμασταν: "οι θεοί δεν το θέλουν" - ό,τι κι αν τούτο σημαίνει. Εκτός αν προτιμούμε να περιμένουμε ώσπου ν' απογυμνωθούμε ολωσδιόλου, και δε μας μένει πια τίποτε άλλο παρά να ξυλιάσουμε στη διαπλανητική παγωνιά.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται, νομίζω, μια πίστη σ' αυτά τα αρχαία σημάδια μέσα στο τοπίο τους• η πίστη πως έχουν δική τους ψυχή. Τότε, θα μπορέσει ο προσκυνητής - πρώτη φορά τον ονομάζω έτσι - να πιάσει ένα διάλογο μ'αυτά. Όχι μέσα σε τουριστικά πλήθη ποικιλότροπα αναστατωμένα, αλλ' αν μπορώ να πω: μόνος, καθρεφτίζοντας την ψυχή που διαθέτει, στην ψυχή αυτών των μαρμάρων μαζί με το χώμα τους. Μπορεί να γίνομαι συμβουλάτορας αιρέσεων, όμως δεν μπορώ να χωρίσω το ναό του Δελφικού Απόλλωνα από τις Φαιδριάδες ή την κορυφογραμμή της Κίρφης. Ευτυχώς η γη μας είναι σκληρή, οι πρασινάδες της δε σε πλαντάζουν, τα χαρακτηριστικά της είναι βράχια, βουνά και πελάγη. Κι έχει ένα τέτοιο φως.
«…Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ…». Σε αυτές τις 17 λέξεις συμπυκνώνεται όλο το πάθος της Μελίνας Μερκούρη για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην εστία τους, στο σημείο δηλαδή από το οποίο εκλάπησαν πολλά χρόνια πριν. Η αξέχαστη ηθοποιός, η υπουργός Πολιτισμού, η γοητευτική σταρ η οποία καθήλωνε τα πλήθη στις ομιλίες της, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αποδείκνυε τον ξεχωριστό της χαρακτήρα και τη δυναμικότητά της. Διεκδίκησε με πάθος την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και κατακεραύνωνε όλους όσους αναφερόντουσαν σε αυτά χαρακτηρίζοντας τα «Ελγίνεια».
«Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα. Όπως υπάρχει ο Δαβίδ του Michael Angelo, υπάρχει η Αφροδίτη του Da Vinci, υπάρχει ο Ερμής του Πραξιτέλη, υπάρχουν οι Ψαράδες στη θάλασσα του Turner, υπάρχει η Capella Sixtina. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα» είχε τονίσει στην ομιλία της το 1986 στην Οξφόρδη, παρουσία μάλιστα του νυν πρωθυπουργού της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον. Τότε η Μελίνα είχε κληθεί από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να μιλήσει σε ένα debate για το θέμα των Μαρμάρων του Παρθενώνα και την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα. Η Μελίνα αποφάσισε να κάνει σκοπό ζωής την επιστροφή των Γλυπτών το 1960, ένας σκοπός που μπορεί να έμεινε ανεκπλήρωτος ωστόσο διήρκησε μέχρι το τέλος της ζωής της. «Θέλω πίσω τα μάρμαρά μου!» έλεγε το 1983 η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, στον σερ Ντέιβιντ Ουίλσον, διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου για να πάρει την απάντηση: «Εσύ θέλεις τα δικά σου μάρμαρα, άλλοι θέλουν τα δικά τους». Η Μελίνα Μερκούρη δεν άφησε αναπάντητες τις αιτιάσεις του Ν. Ουίλσον λέγοντάς του: «Μα είναι μέλη εντός κτίσματος. Τα ξερίζωσαν. Υπάρχουν δηλαδή πολλοί Παρθενώνες στον κόσμο;».
Ύμνος σε μια αττική υδρία, του John Keats
Ω νύμφη, ακόμη ανέγγιχτη της ησυχίας! και θρέμμα του καιρού που αργοκυλά και της σιωπής, συ που μια λουλουδένιαν ιστορία απ’ τους δικούς μας στίχους πιο γλυκά την τραγουδείς! Ποιος με τη φουντωτή του φυλλωσιά σε ζώνει θρύλος; Θεοί είναι αυτοί, θνητοί, για και τα δυο; Στης Αρκαδίας μην είναι τα φαράγγια, ή μη στα Τέμπη; Ποιοι νάναι; ποιες παρθένες αντιστέκονται; και ποιο κυνήγημα τρελλό; Τί πάλαιμα για να ξεφύγουν; Τί τύμπανα κι’ αυλοί; Και τί έκσταση άγρια είναι τούτη;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούμε, όμως αυτές οπού δεν ακουστήκαν, πιο γλυκές. Αυλοί απαλοί, παίζετε, αλλά για τις αισθήσεις όχι. Με στροφές που αχούν στο νου μας μοναχά, πολύ πιο αγαπητές. Έφηβε ωραίε! Που το τραγούδι δε μπορείς ν’ αφήσεις κάτω απ’ τα δέντρα, ουδέ κι’ αυτά τα φύλλα τους να χάσουν, ποτέ φιλιά δε θα χαρείς, απότολμε εραστή! Αν και σιμά φτασμένος στο σκοπό σου, δε θ’ αγγίξεις την ευτυχία· μα μη λυπάσαι, δε θα μαραθεί ποτέ! και πάντα θα την αγαπάς και θάναι ωραία.
Ω σεις, που δε θα χάσετε, καλότυχοι θαλλοί, τα φύλλα, ούτε την άνοιξη θ’ αφήσετε ποτέ! Και που χωρίς αποσταμό, τραγουδιστή, θ’ αυλείς, και το τραγούδι σου αγέραστο θα μένει. Ακόμα εσύ πιο ευτυχισμένη αγάπη, ευτυχισμένη! Πάντα θερμή κι’ άξια χαρές ατέλειωτες να δίνεις, πάντα τρεμάμενη κι αιώνια, δυνατή και νια, απάνω από τ’ ανθρώπινο το πάθος θρονιασμένη που αφήνει ξέχειλη από θλίψη την καρδιά, κι αποσταμένη, μέτωπο καφτό, γλώσσα στεγνή!
Ποιοι νάναι πούρχονται για τη θυσία; σε ποιο βωμό χλωρό οδηγείς, μυστηριακέ ιερέα, το δαμάλι που μουγγανίζει ανήσυχα κατά τον ουρανό κι’ άνθια στολίζουνε τα μεταξένια του πλευρά; Ποια μικρή πόλη, σε γιαλό κοντά, είτε σε βουνό σκαρφαλωμένη, με το κάστρο της το ειρηνικό, άδεια απ’ ανθρώπους έμεινε τούτο το ευλαβικό πρωί; Πόλη μικρή, θα μείνουνε παντοτεινά οι δρόμοι σου βουβοί, κι’ ουδέ ψυχή ξανά θα στρέψει, το γιατί ερημώθηκες να πει.
Γραμμή αττική! Γύροι λαμπροί οπού νησί και κόρες σαν πλοκαμοί, στο μάρμαρο εργασμένοι τεχνικά, σας τριγυρνούν, με πατημένα χόρτα και κλαδιά, το στοχασμό μας ξεπερνά η σιωπηλή σου γλώσσα, καθώς η αιωνιότητα. Ψυχρή γραφή βουκολική! Τα χιόνια τούτη τη γενιά σα σβύσουν, εσύ θε να σταθείς του ανθρώπου φίλη αληθινή, μέσ’ στις μελλούμενες τις λύπες να του λες: «Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά.» Νά τί ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τί χρωστάς να ξέρεις!
μτφρ. Ελπίδα Γκίνη Παγκόσμιος ανθολογία ποιήσεως, επιμ. Ρίτα Μπούμη-Παπά & Νίκος Παπάς, τόμ. Β΄, Εκδ. οίκος Γεωργίου Παπαδημητρίου, Αθήναι 1953, σ. 282-284.
Τον τελευταίο καιρό συζητήθηκε πολύ το θέμα της επιστροφής των "Ελγινείων μαρμάρων" στη χώρα μας. Προσπαθήστε να συγκεντρώσετε ένα υλικό (άρθρα, επιστολές, συνεντεύξεις κ.τ.λ. που δημοσιεύτηκαν στον τύπο). Από το υλικό αυτό, καθώς και από το δοκίμιο του Σεφέρη, που μελετήσατε προηγουμένως, να αντλήσετε αποδεικτικά στοιχεία (επιχειρήματα, τεκμήρια), για να υποστηρίξετε την άποψη ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστραφούν στη χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώσατε να γράψετε ένα κείμενο (400-450 λέξεις) με τη μορφή εισήγησης. Υποθέστε ότι η εισήγησή σας πρόκειται να παρουσιαστεί σε εκδήλωση σχετική με το θέμα, την οποία οργανώνει το σχολείο σας.

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

"ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ" ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

O αειθαλής φιλέλληνας κορυφαίος Βρετανός νεοελληνιστής και μέλος της Επιτροπής "Ελλάδα 2021" Ρόντρικ Μπήτον αποκαλύπτει στο Sputnik ότι "στην Αγγλία αδιαφορούν για την επέτειο της επανάστασής σας" . «Σαν ξένος που είμαι, δεν μου πέφτει λόγος σ’ αυτή τη συζήτηση» σχολιάζει με τη σεμνότητα που τον διακρίνει. «Αντίθετα την παρακολουθώ, και περιμένω να δω ποιες αλλαγές προοπτικής ή, αν θέλετε, "μυθολογίας" ή μυθοπλασίας πράγματι θα προκύψουν. Η επέτειος είναι ευκαιρία. Το θέμα είναι πώς θα αξιοποιηθεί. Κι όσο για τους ξένους, μακάρι να αλλάξουν κι αυτοί τις καθιερωμένες ιδέες τους για την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος».
Το φαινόμενο του διεθνούς κινήματος του φιλελληνισμού έχει τεράστια σημασία για την έκβαση του Αγώνα, αλλά όχι με τον τρόπο που συνήθως μνημονεύεται. -Τι εννοείτε; Οι εθελοντές που κατέβηκαν στην Ελλάδα και πήραν τα όπλα δεν αριθμούνται πάνω από τους 1.200. Οι μισοί είτε πεθαίνουν (από αρρώστια πολλές φορές, όχι μόνο στο πεδίο της μάχης) είτε απογοητεύονται και επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Η αλήθεια είναι ότι, παρόλες τις γενναίες απόπειρες και θυσίες, καμία στρατιωτική νίκη καθ' όλη τη διάρκεια της Επανάστασης δεν οφείλεται οριστικά στην παρέμβαση των εθελοντών φιλελλήνων. Αλλά το γεγονός ότι άνθρωποι από όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης και ακόμα κι από την Αμερική ρισκάρουν και πολλές φορές χάνουν τη ζωή τους προς όφελος της επαναστατημένης Ελλάδας παρακινεί την κοινή γνώμη στις διάφορες πατρίδες τους– και ιδίως όταν φτάνουν ειδήσεις, όπως αυτή του χαμού του Λόρδου Βύρωνα, από πυρετό, στο Μεσολόγγι τον Απρίλη του 1824. Αυτοί οι λίγοι γίνονται σύμβολο, ενώ παντού σχεδόν στην Ευρώπη (και πάλι στις ΗΠΑ) οργανώνονται σύλλογοι, ομάδες πίεσης, εκστρατείες δημοσιότητας (publicity campaigns), ταμεία όπου καταθέτουν οι πολίτες χρήματα για την ενίσχυση του Αγώνα στην Ελλάδα.
Τα φαινόμενα αυτά, στο σύνολό τους, χαρακτηρίζονται από τον Γάλλο ιστορικό Denys Barau ως «κίνημα» (σε βιβλίο του κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2009). Οι φιλέλληνες αυτοί του «εσωτερικού μετώπου» είναι πολύ περισσότεροι από τους εθελοντές του πεδίου μάχης, αλλά εμπνέονται από τους δεύτερους. Χάρη σ’ αυτούς, η Προσωρινή Διοίκησις -δηλ. η κυβέρνηση- της Ελλάδος προμηθεύεται συστηματικά με πολεμοφόδια, πολεμικά πλοία (μαζί τους η «Καρτερία» το πρώτο πολεμικό ατμόπλοιο σε όλο τον κόσμο), φιλανθρωπικές δωρεές, όπως και το 1824 και 1825 με τα περιώνυμα δάνεια από το Λονδίνο. Και χάρη στις φιλελληνικές αυτές δραστηριότητες στο εξωτερικό, γίνεται αναπόφευκτη, τέλος, η διεθνοποίηση του ελληνικού Αγώνα με την εμπλοκή των μεγάλων ναυτικών Δυνάμεων της εποχής, της Μεγ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Γι’ αυτό το λόγο, πάνω κάτω, γίνεται η ναυμαχία του Ναυαρίνου τις 8 Οκτωβρίου 1827, με την οποία σφραγίζεται η τελική επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης.
Αν ζούσε ο Μπάυρον, αυτός θα ήταν υπεύθυνος για τη σωστή διανομή του δανείου που ήρθε από το Λονδίνο με δόσεις, από τα τέλη του Απριλίου του 1824. Γιατί σ’ αυτόν και μόνον είχαν εμπιστοσύνη οι πάντες, τόσο από αγγλικής όσο και από ελληνικής πλευράς. Μόλις πέθανε, οι τραπεζίτες στα Επτάνησα κατέσχεσαν τα χρήματα, και οι υπόλοιπες δόσεις αργοπορούσαν. Μόνο ένα μικρό ποσό έφτασε τελικά στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης, τέλη του καλοκαιριού του 1824. Μέχρι τότε είχαν ήδη τελεστεί οι καταστροφές της Κάσου και των Ψαρών. Και η αποτυχία της επανάστασης στην Κρήτη ουσιαστικά οφείλεται στην ίδια συγκυρία. Η Έξοδος του Μεσολογγίου είναι άλλη υπόθεση, όπως είναι και η παράδοση της Ακρόπολης της Αθήνας την επόμενη χρονιά, το 1827. -Οι ήττες αυτές πού οφείλονται; Στην παρέμβαση του Ιμπραήμ Πασά με το στόλο του από την Αίγυπτο, και τις εκστρατείες του Ρεσίτ Πασά στη Στερεά Ελλάδα, με στρατεύματα Τουρκαλβανών. Από την άνοιξη του 1825, όταν ξεμπαρκάρει ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, μέχρι το καλοκαίρι του 1827, διακυβεύεται ολόκληρη η υπόθεση της ελληνικής απελευθέρωσης. Αλλά μέχρι τότε ο Αγώνας των Ελλήνων έχει πλέον διεθνοποιηθεί. Και με την άφιξη της ναυτικής εκστρατείας των ρωσσαγγλογάλλων σε ελληνικά ύδατα, το καλοκαίρι του 1827, αλλάζει ριζικά το σκηνικό.
Όλοι, βέβαια, συνέβαλαν. Αλλά ο καθένας με δικό του τρόπο, και με πολλές και ριζικές διαφωνίες μεταξύ τους για τη σωστή κατεύθυνση του Αγώνα. Από τη μία είναι οι οπλαρχηγοί, που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τις αφηρημένες πολιτικές ιδέες και διεκδικούν την απόλυτη αυτάρκεια για τους ίδιους και τους συντοπίτες τους, πάνω στους οποίους υποτίθεται ότι θα εξουσιάσει ο χαρισματικός καπετάνιος. Από την άλλη, είναι οι πολιτικοί ηγέτες, οι οποίοι εμπνέονται από πολιτικές ιδεολογίες και αρχές που έχουν μάθει από το εξωτερικό. Όπως οι βασικές δημοκρατικές αρχές που αντλεί ο Μαυροκορδάτος από τα συντάγματα των ΗΠΑ και της Γαλλικής Επανάστασης ή το απολυταρχικό πρότυπο με το οποίο έχει εξοικειωθεί ο Καποδίστριας από τα χρόνια που υπηρέτησε τον τσάρο της Ρωσίας. Παίζει καθοριστικό ρόλο επίσης η διεθνοποίηση του Αγώνα και η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν ισχυρίζομαι ότι η τελική νίκη οφείλεται στην καίρια παρέμβαση των ξένων δυνάμεων, αλλά είμαι βέβαιος ότι χωρίς αυτήν, η έκβαση του πολέμου θα έπαιρνε πολύ διαφορετικό δρόμο. Από μόνοι τους πιθανόν να αποκτούσαν οι Έλληνες οπλαρχηγοί ένα είδος τοπικής «αυτονομίας» όπως προηγουμένως έχει γίνει στη Σερβία – αλλά χωρίς να έχει πέσει η οθωμανική κυριαρχία και χωρίς τη διεθνή αναγνώριση ως ανέξαρτητου (κάτι ουσιαστικά πρωτοφανές σε όλη την Ευρώπη) έθνους-κράτους. Μπορούμε να φανταστούμε μια Πελοπόννησο «ελεύθερη» όπου κάνει κουμάντο ο Κολοκοτρώνης, ένα ανατολικό Ρούμελι όπου δεσπόζει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, όπως ακριβώς είναι η Σερβία του Καραγεώργη ή του Milos Obrenovic. Το γεγονός ότι αντίθετα αναγνωρίζεται η Ελλάδα ως απόλυτα ανεξάρτητο κράτος, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830), είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής της διεθνοποίησης που ακολούθησαν οι πολιτικοί ηγέτες, και της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων που εκείνοι ζήτησαν.
Υπάρχουν ένα σωρό πολιτικοί αλλά και εμπορικοί ηγέτες (π.χ. ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο πλουσιότερος Υδραίος) οι οποίοι ελάχιστα μνημονεύονται, ή αν μνημονεύονται, μόνο ως δευτεραγωνιστές. Το ίδιο ισχύει για τον Ανδρέα Λουριώτη και τον Ιωάννη Ορλάνδη, τους απεσταλμένους από την ελληνική κυβέρνηση που διαπραγματεύονται το πρώτο δάνειο στο Λονδίνο το 1824, και 10 χρόνια αργότερα θα περάσουν από δικαστήριο ώστε να δικαιώσουν τις πράξεις τους, ενώ άλλοι έφεραν τις ευθύνες για τα διάφορα σκάνδαλα των δύο διαδοχικών δανείων από το Λονδίνο. Ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη είναι η αναγνώριση της συμβολής του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, του Ιωάννη Κολέτη, και του Ιωάννη Καποδίστρια, οι οποίοι δεν είναι καθόλου οπλαρχηγοί, και ελάχιστα έχουν κερδίσει το θαυμασμό του κοινού που υπηρέτησαν και οι τρεις – έστω με πράξεις και αποφάσεις που η σημασία τους είναι αμφισβητούμενη ακόμα και σήμερα.
-Τι γλώσσα μιλούσαν η Μπουμπουλίνα, ο Μιαούλης; Να καταρρίψουμε κι εδώ έναν από τος μύθους για τη γλώσσα που μιλούσαν οι οπλαρχηγοί της Επανάστασης;Αρβανίτικα, μεταξύ τους, οι περισσότεροι. Όμως στις εκκλησίες τους έψελναν στα ελληνικά, και αφού τα αρβανίτικα δεν είχαν τότε γραπτή μορφή, οι εφοπλιστές και οι καπετάνιοι των νησιών κρατούσαν τα τεφτέρια τους στην ίδια γλώσσα, που βέβαια τη μάθαιναν στα σχολεία, που οργανώνει η Ορθόδοξη Εκκλησία. -Υπάρχει η προσέγγιση που θέλει να δημιουργείται από την πρώτη στιγμή ένα κράτος προτεκτοράτο, οικονομικά καταχρεωμένο και πολιτικά ελεγχόμενο. Πόσο συνδέεται αυτό με τη δολοφονία του Καποδίστρια; Οι σημερινοί όροι «υποτέλειας» της Ελλάδας τέθηκαν εντέλει τότε; Για «υποτέλεια» και «αυτεξουσιότητα» ακούσαμε τόσα πολλά τελευταία στην Αγγλία πού να μπαφιάσουμε. Αλλά η σοβαρή αλήθεια είναι ότι απόλυτη «αυτεξουσιότητα» ή αυτάρκεια δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο – μόνο στη φλέγουσα φαντασία ενός κλεφταρματολού του 1821, ή ενός βυρωνικού ήρωα. Ακόμα και ο Ντόναλντ Τραμπ δεν κατάφερε να ξεκόψει την Αμερική από όλες τις διεθνείς δεσμεύσεις! Και ούτε μια υπερδύναμη, όπως ήταν μέχρι το 2016 οι ΗΠΑ, δεν είναι εφικτό, όπως αποδείχτηκε, να υφίσταται εντελώς αυτοδύναμη και ξεκομμένη- Με λίγα λόγια, οι περίφημοι αυτοί όροι είναι πάντοτε σχετικοί. Πριν ή μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η απελευθέρωση της Ελλάδας γινόταν μόνο υπό όρους: είτε «αυτονομία»/αυτοδιοίκηση κάτω από τον Σουλτάνο (τύπου Σερβίας/1817-1878, ή της Σάμου/1829-1912), είτε πλήρης αναγνώριση των δικαιωμάτων ενός ελεύθερου κράτους (κατά νόμου, όπως έγινε), αλλά με ένα σωρό δεσμεύσεις, που στην πράξη βέβαια περιορίζουν την ελευθερία αυτή. -Μόλις εκφράσατε την ευχή η 200η επέτειος να γίνει η αφορμή για την σωστή επανεκτίμηση παραγόντων και γεγονότων του ‘21.
Ξεκινάμε με μιαν ενδιαφέρουσα συνέντευξη της ιστορικού Μαρίας Ευθυμίου: η κυρία Ευθυμίου παραθέτει δέκα σημεία σχετικά με την επανάσταση του '21 που πρέπει να γνωρίζουμε:
1. Οι Έλληνες δεν ήταν οι πρώτοι που επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς. Η Ελληνική Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1821 και τελείωσε το 1830 με την αναγνώριση εθνικού ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Ελλάς, είναι η δεύτερη στα Βαλκάνια. Την πρώτη την έκαναν οι Σέρβοι το 1804. Είχαν αρχηγό τους τον Γεώργιο Πέτροβιτς Καραγκεόργεβιτς, τον Καραγιώργη της Σερβίας, τον οποίον τιμούμε με δρόμο στην πρωτεύουσά μας επειδή υπήρξε σημαντική προσωπικότητα που έπαιξε ρόλο και στα ελληνικά πράγματα. Η σερβική επανάσταση ήταν μακρόσυρτη, ολοκληρώθηκε το 1830, αλλά με αυτονομία. Δηλαδή προέκυψε ένα αυτόνομο κράτος και όχι ανεξάρτητο, όπως αργότερα το ελληνικό. Η επανάστασή τους δεν έμοιαζε πολύ με τη δική μας, διότι αυτών ξεκίνησε ως εξέγερση και εξελίχθηκε σε επανάσταση. Κατά την έκρηξη, δηλαδή, των γεγονότων, δεν είχαν εθνικό διακύβευμα στον νου τους, καθώς ξεκίνησαν διαμαρτυρόμενοι για την αθέτηση προνομίων που τους είχε παραχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τελικά η διαμαρτυρία έγινε επανάσταση. Αντίθετα, η ελληνική ξεκίνησε προετοιμασμένη ως τέτοια. Τέλος η σερβική συνέβη μέσα στους ναπολεόντειους πολέμους, ενώ η ελληνική μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Έχει σημασία αυτό, μια και το συνολικό σκηνικό ήταν διαφορετικό στις δύο περιπτώσεις.
2. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε αποκοπτόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό ήταν μεγάλη τομή, αν σκεφθεί κανείς ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επί αιώνες ήταν νικηφόρα, κι αν έχανε εδάφη ─που έχανε δύσκολα─ ήταν προς όφελος μιας άλλη χώρας, που έπαιρνε τις περιοχές. Και τώρα έρχεται ένα τμήμα της –όχι μεγάλο βέβαια, διότι ήταν μικρά τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους– και γίνεται ανεξάρτητο κράτος. Αυτό το γεγονός επηρέασε τις εξελίξεις διότι οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι θεώρησαν το ελληνικό παράδειγμα πρότυπο για την δική τους εθνική πορεία κατά το δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ο 19ος αιώνας ονομάζεται «ο αιώνας του εθνισμού», της τάσης των λαών να αποκοπούν από τις αυτοκρατορίες και να δημιουργήσουν δικά τους ανεξάρτητα κράτη. Σε αυτό οι Έλληνες είναι μπροστά παγκοσμίως, καθώς στην ίδια περίπου εποχή, με αρχηγούς άτομα σαν τον Σιμόν Μπολιβάρ, επαναστατικά γεγονότα γίνονται και στη Λατινική Αμερική, ενάντια στους Ισπανούς, και διαμορφώνονται τα σημερινά εθνικά κράτη στην εκεί περιοχή.
3. Κύρια αιτία της ελληνικής πρωτοπορίας: η παιδεία. Καίριος λόγος για το γεγονός ότι οι Έλληνες προηγήθηκαν ως προς την εθνική τους επανάσταση είναι ότι είχαν την πιο διαδεδομένη και σημαντική παιδεία στα Βαλκάνια, και μία γλώσσα με θαυμαστά χαρακτηριστικά πλούτου και διάρκειας. Η ελληνική γλώσσα, η κινεζική και η χίντι των Ινδών είναι οι μοναδικές ζώσες γλώσσες ανάμεσα στις περισσότερες από τις σημερινές περίπου 6.000 γλώσσες της γης, που την πορεία τους παρακολουθεί κανείς γραπτά επί σχεδόν 4.000 χρόνια. Υπήρξε δε, και ακόμα είναι, η γλώσσα της Ορθοδοξίας. Ξεκίνησε ως γλώσσα ολόκληρου του Χριστιανισμού και παρέμεινε για πολλούς αιώνες η κύρια γλώσσα της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό και οι Ορθόδοξοι, ανεξαρτήτως καταγωγής, λέγονται παγκοσμίως Greek Orthodox, μια και τα τέσσερα πατριαρχεία της Ανατολής μιλούσαν ελληνικά – και ακόμα μιλούν, εκτός από αυτό της Αντιοχείας που πρόσφατα υιοθέτησε τα αραβικά, Το λέω αυτό διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν θεοκρατική, σε χώριζε ανάλογα με το θρήσκευμά σου. Εξ αυτού, το γεγονός ότι τα εκατομμύρια των Χριστιανών Ορθοδόξων των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής διοικούνταν από ελληνόφωνα Πατριαρχεία προσέθετε μεγάλο ειδικό βάρος στη σπουδαία αυτή γλώσσα. Και στην παιδεία της. Κατά τον 17ο, 18ο και 19ον αιώνα, οι Έλληνες είχαν τα περισσότερα και καλύτερα σχολεία από κάθε άλλον Χριστιανικό Ορθόδοξο λαό στη Βαλκανική. Όχι κρυφά σχολεία, αντίθετα, ολοφάνερα, και δυναμικά. Εξ αυτού είχαν εγγράμματους, μορφωμένους και λογίους. Πίσω από το επίτευγμα αυτό, κατά τους ίδιους αιώνες, κρύβεται η επίδοσή τους στο χερσαίο και το θαλασσινό εμπόριο που τους έφερνε σε επαφή με Δύση και με Ανατολή, ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή τους, την ώρα που έφερνε γνώσεις και εμπειρίες, στον καιρό του εθνισμού.
4. Επαναστατήσαμε λόγω υπεροχής. Αυτό που συνήθως λέγεται είναι πως οι Έλληνες ξεκίνησαν το 1821 την επανάστασή τους απελπισμένοι από τα 400 χρόνια σκλαβιάς. Τούτο φυσικά ισχύει, αλλά παράλληλα ίσχυαν και άλλες πραγματικότητες. Αυτές υπογραμμίζει και ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο πατέρας του Χαριλάου Τρικούπη, ο οποίος ήταν στέλεχος της Επανάστασης του 1821, λόγιος από το Μεσολόγγι, που όταν τελείωσε η Επανάσταση συνέγραψε την Ιστορία της. Στο προοίμιο του πολύτιμου αυτού έργου του ο Τρικούπης, αναφερόμενος στα αίτια της Επανάστασης, τα τοποθετεί στο γεγονός ότι οι Έλληνες, παρότι «δεσποζόμενοι», υπερείχαν και προόδευαν, ενώ οι Τούρκοι, παρότι «δεσπόζοντες» παρέμεναν στάσιμοι. Στο γεγονός δηλαδή ότι οι Έλληνες είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση λόγω των επιδόσεών τους στα γράμματα, στο εμπόριο κ.λπ. και εξ αυτού αισθάνθηκαν ότι ήρθε ή ώρα να κάνουν την Επανάσταση. Ότι μπορούσαν να κάνουν την Επανάσταση. Και ότι είχαν πιθανότητες να τα βγάλουν επιτυχώς πέρα.
5. Ο Φιλελληνισμός και η σύνδεση της Επανάστασης με τη Δύση. Ο Φιλελληνισμός που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Κανένας λαός δεν θα μπορούσε, σε τέτοια κρίσιμη ώρα, να έχει το προνόμιο που είχαν οι Έλληνες, οι οποίοι ήσαν γνωστοί χάρη στους προγόνους τους, που οι λαοί της Ευρώπης από τον 14ο ήδη αιώνα θαύμαζαν και μελετούσαν. Ο αγώνας των Σέρβων για παράδειγμα, δεν προξένησε τέτοιο κίνημα, γιατί οι Σέρβοι ήταν σχεδόν άγνωστοι για τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, όταν πληροφορήθηκαν τον Αγώνα των Ελλήνων, συγκινήθηκαν βαθιά νιώθοντας ότι τους αφορούσε, μια και οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνταν από τον δυτικό κόσμο η βάση των ιδεών και του πολιτισμού του. Το γεγονός ότι όσο πιο μορφωμένος –άρα, κατά κανόνα, και κοινωνικά πιο ισχυρός και πιο ευκατάστατος– τόσο πιο ελληνομαθής, είχε σημασία στα πράγματα γιατί ισχυρά άτομα στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων σε πολλές κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής την εποχή αυτή. Αυτό έκανε τη διαφορά στην Ελληνική Επανάσταση μια και, από ένα σημείο και πέρα, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στάθηκαν υπέρ των Ελλήνων και αποφάσισαν πως θα δημιουργηθεί ένα ελληνικό κράτος που θα είναι ανεξάρτητο. Κάτι που δεν έζησαν οι Σέρβοι, με αποτέλεσμα να γίνουν ανεξάρτητοι πολύ αργότερα, προς το τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού. Ο Φιλελληνισμός είχε δύο σκέλη: αυτούς που ήρθαν να πολεμήσουν δίπλα στους Έλληνες και αυτούς που δρούσαν υπέρ των Ελλήνων από τις πατρίδες τους, οργανωμένοι σε φιλελληνικές επιτροπές (κομιτάτα). Μέχρι και 1.200 άτομα ήρθαν από τη Δύση για να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες – οι περισσότεροι Γερμανοί. Από αυτά τα 1.200 άτομα, περίπου 350 σκοτώθηκαν ή πέθαναν στην Ελλάδα – και πάλι οι περισσότεροι Γερμανοί(...)
6. Το λαϊκό αίσθημα ήταν φιλορωσικό, όχι φιλοδυτικό. Η σύνδεσή μας με την Αγγλία κατά την Επανάσταση του 1821 είναι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της νεότερης Ιστορίας μας, γιατί ερμηνεύει και μία εθνική σχιζοφρένεια που ακόμη μάς συνοδεύει, μετά από 200 χρόνια ζωής. Το γεγονός δηλαδή ότι από το ’21 συνδεθήκαμε με τη Δύση, ενώ ο μέσος Έλληνας ήταν –και σε έναν βαθμό εξακολουθεί να είναι– κατά βάση φιλορώσος και αντιδυτικός. Την ίδια στιγμή όμως ήθελε να θεωρείται δυτικός, αφενός για να προστατεύεται από την ισχυρή Δύση και αφετέρου για να συγκαταλέγεται στους ισχυρούς, πρωτοπόρους, και επιτυχημένους του σύγχρονου κόσμου.
7. Η εχθρότητα «πολιτικών»-«στρατιωτικών». Eπί 200 χρόνια υπηρετούμε ως κοινωνία ένα σχήμα που δημιουργήθηκε στην Επανάσταση: αυτό της εχθρότητας μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Την επεξεργασία αυτής της πόλωσης ανέλαβαν αργότερα, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, κατά κύριο λόγο αριστερής κατεύθυνσης συγγραφείς, σαν τον Γιάννη Κορδάτο, οι οποίοι εξήγησαν ότι οι «κακοί πολιτικοί» πήραν στα χέρια τους την επανάσταση και αδίκησαν τους «καλούς στρατιωτικούς». Και αυτό είναι το αφήγημα που έχει περάσει για την Επανάσταση του '21. Αν ρωτήσει κανείς τον μέσο Έλληνα ποιος ήταν ο καλός της επανάστασης, θα πει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ποιος ήταν ο κακός, θα πει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Η αντίληψη αυτή πρώτα πρώτα βασίζεται σε κάτι πραγματικό: ότι κατά την επανάσταση, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Έπειτα, στην επανάσταση την ίδια, ο μέσος απλός άνθρωπος καταλάβαινε περισσότερο τον Κολοκοτρώνη και τη στάση του, παρά τον Μαυροκορδάτο, μια και ο δεύτερος ήταν ένας Ευρωπαίος πολιτικός ενώ ο Κολοκοτρώνης ένας δικός του άνθρωπος, σαν τον ίδιο. Όμως στο γεγονός ότι γίναμε ανεξάρτητο κράτος μεγάλο ρόλο έπαιξαν τόσο οι στρατιωτικοί όσο και οι πολιτικοί. Ανάμεσα στα άλλα, οι «πολιτικοί» κράτησαν και το διπλωματικό σκέλος των πραγμάτων του Αγώνα. Αν δεν ήταν αυτοί, πιθανά θα είχαμε γίνει αυτόνομο κράτος, όχι ανεξάρτητο. Θα ανήκαμε, δηλαδή, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα της πληρώναμε φόρους, στα εσωτερικά μας θα είχαμε ευρείες ελευθερίες, δεν θα είχαμε δικό μας στρατό ούτε δική μας εξωτερική πολιτική. Γενικά, η Επανάσταση του 1821 ιδεολογικοποιήθηκε πολύ στα 200 χρόνια που κύλησαν από την έναρξή της. Όλες οι πολιτικές πλευρές τη διεκδίκησαν ως δική τους και, φυσικά, το ίδιο έκανε η Εκκλησία.
8. Οι εμφύλιοι πόλεμοι. Βασικό χαρακτηριστικό της Επανάστασης του '21 είναι και οι μεγάλης κλίμακας εσωτερικές συγκρούσεις, που πήραν τον χαρακτήρα εμφυλίου. Στην ουσία, όλο το 1824 ήταν χρονιά εμφυλίου πολέμου. Αυτό που οδήγησε την επανάσταση σε δύο κύκλους εμφυλίων ήταν η επιδίωξη του Θ. Κολοκοτρώνη να την ελέγξει πολιτικά. Τελικά, ο Κολοκοτρώνης και οι Πελοποννήσιοι ηττήθηκαν, γι’ αυτό και φυλακίστηκαν από τους αντιπάλους τους το 1825 στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, στην Ύδρα. Ο Κολοκοτρώνης μπήκε στη διαδικασία διεκδίκησης της εξουσίας εκ μέρους των «στρατιωτικών» στηριγμένος στο γεγονός ότι είχε νικήσει, το καλοκαίρι του 1822, τον Δράμαλη στα Δερβενάκια, κάτι που εκτίναξε το κύρος και τη δύναμη του ίδιου, αλλά και των «στρατιωτικών» απέναντι στους «πολιτικούς». Με τις κινήσεις του να ελέγξει την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, κατηγορήθηκε ότι επεδίωκε να εγκαθιδρύσει «γκοβέρνο μιλιτάρε», δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση. Θα μπορούσε να είχε επιτύχει, αλλά χειρίστηκε το πράγμα αφρόνως και τελικά απέτυχε, την ίδια ώρα που ο Ιμπραήμ και οι Αιγύπτιοι έμοιαζε πως συνέτριβαν την Επανάσταση, με μεγάλο κίνδυνο να ακολουθήσει γενική σφαγή. Εδώ έχουμε μία πραγματικότητα που αξίζει προβληματισμού: το γεγονός δηλαδή ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος πράγματι στα Δερβενάκια έσωσε την Επανάσταση, δρα μετά με τρόπο βλαπτικό για αυτήν, όπως αργότερα έπραξε και ο Μιαούλης, ο μέγιστος των Ελλήνων ναυτικών της Επανάστασης, ο οποίος, αντιπολιτευόμενος τον Καποδίστρια, έκαψε στον Πόρο τον ελληνικό στόλο το 1831. Στην πραγματικότητα ο Εμφύλιος δεν σταμάτησε το 1825, παρά υπέβοσκε και τα επόμενα χρόνια, αναζωπυρώθηκε μετά το 1830 ως αντιπολίτευση στον Καποδίστρια, κορυφώθηκε το 1831 μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, για να πάψει το 1833 με την έλευση της Αντιβασιλείας και του ενόπλου βαυαρικού σώματος που τη συνόδευε.
9. «Ετερόχθονες» και «αυτόχθονες». Άλλη μία πόλωση της Επανάστασης υπήρξε εκείνη μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Ετερόχθονες θεωρούνταν οι Έλληνες που ήρθαν από αλλού στα σημεία που κρατήθηκε η Επανάσταση – δηλαδή στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και σε κάποια νησιά. Αυτοί ήρθαν να πολεμήσουν, μαζί με τους αδελφούς τους, για την ελληνική υπόθεση, ωστόσο Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες τους θεωρούσαν «ετερόχθονες», δηλαδή από άλλη χθόνα, άλλη γη, και τους αντιμετώπιζαν εχθρικά κατηγορώντας τους ότι ήρθαν ακόπως για να τους πάρουν τις δουλειές και τα αξιώματα. Η διάσταση αυτή διατηρήθηκε επί μακρόν στην ελληνική πολιτική ζωή, μέχρι και τη δεκαετία του 1840. Πάντως, έχει ενδιαφέρον ότι στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, οι Έλληνες ψήφισαν ως πρώτο πρωθυπουργό τους έναν «ετερόχθονα», τον μεγάλης μόρφωσης και ικανοτήτων Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το δε 1827, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ως πρώτο Κυβερνήτη τους επέλεξαν τον επτανήσιο Ιωάννη Καποδίστρια, επίσης «ετερόχθονα», άνθρωπο εντυπωσιακών ικανοτήτων, παιδείας και ήθους.
10. Αποκοπή από το Πατριαρχείο. Μεγάλης σημασίας είναι τέλος η αποκοπή των Ελλήνων από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο, όπως και η σύνδεση των Ελλήνων με τη Δύση καθώς και τα εντυπωσιακά, δυτικού τύπου, Συντάγματα που ο Αγώνας υιοθέτησε, δικαιολογούν το γεγονός ότι ο Πόλεμος της Ελληνικής Εθνικής Ανεξαρτησίας θεωρείται Επανάσταση, μια και συνιστούν πολιτικές ανατροπές μεγάλης κλίμακας και εύρους. Η αποκοπή της Εκκλησίας των επαναστατημένων περιοχών συνέβη αμέσως με την έκρηξη του Αγώνα, σαν να ήταν αυτονόητη, και διατηρήθηκε όλα τα χρόνια μέχρι και το 1833, οπότε το πράγμα έγινε επίσημο με την αναγνώριση το 1850 της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος – με την οποία και πορευόμαστε μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια του Αγώνα, τα θέματα της Εκκλησίας λύνονταν από το κράτος μέσω του «Μινιστερίου της Λατρείας» και τον αντίστοιχο υπουργό, τον Μινίστρο της Λατρείας. Με τον τρόπον αυτό, η θρησκεία υπετάγη στο κράτος –στο εθνικό κράτος– κάτι που συνοδεύει τα πράγματα μέχρι σήμερα. Οι Έλληνες στην επανάστασή τους δημιούργησαν ένα εθνικό σχήμα ελέγχου της Εκκλησίας τους. Τούτο συνέβη, στη συνέχεια, με όλα τα Χριστιανικά Ορθόδοξα κράτη της Βαλκανικής όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, καθώς έσπευσαν –και αυτά– να αποκοπούν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με δικούς τους, μάλιστα, Πατριάρχες. Στη βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται το γεγονός ότι πολιτικός προϊστάμενος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν επί Βυζαντίου ο αυτοκράτορας, επί δε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο σουλτάνος. Έχοντας δημιουργήσει δικό σου ανεξάρτητο εθνικό κράτος, εάν ο κλήρος σου παρέμενε διοικητικά συνδεδεμένος με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τότε, εμμέσως, ο σουλτάνος θα είχε λόγο στα δικά σου πράγματα. Και τούτο δεν επιθυμούσε κανένα βαλκανικό κράτος την ώρα της εθνικής δημιουργίας του.
Τον Νοέμβριο του 2016,ο Θοδωρής Αντωνόπουλος πήρε συνέντευξη από τον Βασίλη Κρεμμυδά, καθηγητή Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, για τις ιστορίες που γράφονται σαν παραμύθια και αντιστρόφως, για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά αίτια της Επανάστασης υπό το φως σύγχρονων μαρτυριών, τον εγχώριο και διεθνή της αντίκτυπο, την παράλληλη με αυτήν διαπάλη συντήρησης και νεωτερικότητας, τις εμφύλιες συγκρούσεις, τον ρόλο των δανείων –εσωτερικών κι εξωτερικών–, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του για την επανάσταση του 1821:
— Τι παραπάνω προσθέτει το βιβλίο σας στην ιστοριογραφία για το '21;
Ως ιστορικός της Τουρκοκρατίας, συνεχίζω να αναζητώ εδώ τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν στην Επανάσταση και να εμβαθύνω στις αιτίες που την προκάλεσαν. Χάρη στους Ναπολεόντειους Πόλεμους και τις ανάγκες ανεφοδιασμού των εμπόλεμων ευρωπαϊκών χωρών από «ουδέτερα» πλοία, η ναυτιλία, το εμπόριο και τα συναφή επαγγέλματα γνώρισαν πρωτοφανή ανάπτυξη, δημιουργώντας νέα δεδομένα στην παραγωγή. Στα χέρια των υπόδουλων Ελλήνων βρέθηκε ξαφνικά πολύ χρήμα – είναι χαρακτηριστική π.χ. η περίπτωση του ζάπλουτου Πελοποννήσιου τραπεζίτη και τοκογλύφου Νικολή Ταμπακόπουλου από τη Βυτίνα που μέσα σε πέντε χρόνια, παραμονές του '21, ήταν σε θέση να δανείσει περί τα 2 εκατ. γρόσια, ποσό ασύλληπτο ακόμα και για τα τωρινά δεδομένα, αφού αρκούσε για να ναυλώσει δεκατρία καράβια! Μπορούσε, μάλιστα, να συντηρεί μέχρι εκατό πολεμιστές, έναν μικρό στρατό δηλαδή. Πολλά ήταν τα πλούτη που είχαν αποκομίσει οι εφοπλιστές αλλά και οι Έλληνες έμποροι των παροικιών. «Λεφτά υπήρχαν» που θα λέγαμε σήμερα, και μάλιστα άφθονα! Αυτή είναι η πρώτη «αποκάλυψη» του βιβλίου. Η άλλη είναι ότι στη διάρκεια της Επανάστασης διεξαγόταν μια συνεχής, αδυσώπητη πάλη ανάμεσα στην παράδοση και στη νεωτερικότητα, σύγκρουση που υπέβοσκε ήδη από πριν κι εκδηλώθηκε τόσο με τους πρώτους εμφυλίους του 1824-25 όσο και επί Καποδίστρια, οπότε η νεωτερικότητα κινδύνεψε περισσότερο. [O μεγαλύτερος μύθος της Επανάστασης ] θα έλεγα ότι είναι αυτός με τη δήθεν ύψωση του λάβαρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Μονή της Αγίας Λαύρας την 25η Μαρτίου του 1821, όπου τάχα ορκίστηκαν οι αγωνιστές. Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο δεν ξεκίνησε καν την ημερομηνία εκείνη, αλλά λίγο νωρίτερα. Ο ίδιος ο Γερμανός, άλλωστε, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι την ημέρα εκείνη βρισκόταν σε άλλο χωριό. Ο θρύλος της Λαύρας εντασσόταν στις μεταγενέστερες προσπάθειες να συνδεθεί η θρησκευτική με τη νεοαναδυόμενη εθνική ταυτότητα.
Δεν ήταν ο Καποδίστριας εκσυγχρονιστής;
Ήταν ένας συντηρητικός πολιτικός, οπαδός της «πεφωτισμένης δεσποτείας». Ήθελε να κυβερνά μόνος, δεν δεχόταν συμβουλές και υποδείξεις, ούτε καν από τους έμπιστούς του. Αποξενώθηκε έτσι τόσο από τον λαό όσο και από την ηγεσία της Επανάστασης. Το πολίτευμα που θα ταίριαζε σε ένα νέο και μοντέρνο, δηλαδή εθνικό, ανεξάρτητο κράτος, όπως η Ελλάδα, ήταν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με Σύνταγμα, Βουλή, εκλογές κ.λπ., πράγματα που απεχθανόταν ο Καποδίστριας. Πρέσβευε, μάλλον, απολυταρχικά ιδεώδη, σε αντίθεση με τα νεωτερικά που εκπροσωπούσε η αστική τάξη της εποχής (κυρίως οι νησιώτες) αλλά και η μετεπαναστατική ελληνική κοινωνία συνολικά, οπότε η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. — Ήταν τόσο απόλυτοι αυτοί οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε νεωτερικότητα και συντήρηση; Όχι, βέβαια. Π.χ. ο Μακρυγιάννης, πριν από το '21, ασχολούνταν για μια επταετία με το εμπόριο, δίχως αυτό να τον κάνει νεωτεριστή – απεναντίας. Ήταν λίγο θολά τα όρια, μπορούμε ωστόσο να πούμε γενικά ότι η νεωτερικότητα είχε «κατακτήσει» τη διανόηση, την αστική τάξη και τη ναυτιλία.
Η Τουρκοκρατία δεν ήταν πάντα τόσο δεσποτική και καταπιεστική, υπήρχαν ελευθερίες, προνόμια κ.λπ.
Υπήρχαν, πράγματι, κάποιες προνομιούχες κοινότητες, η μόρφωση ήταν ελεύθερη, οι εμπορικές δραστηριότητες, η πίστη επίσης. Οι Οθωμανοί κατακτητές απαιτούσαν πολύ συγκεκριμένα πράγματα: να γεμίζουν τα κρατικά ταμεία με χρήμα. Τα άλλα δεν τους ένοιαζαν. Αναμφίβολα, όμως, ήταν ένα πολύ σκληρό καθεστώς για τους υπόδουλους. Δικαιώματα δεν είχαν, η φορολογία ήταν βαριά, οι αυθαιρεσίες και οι βαρβαρότητες της εξουσίας ήταν συχνές. Η ελληνική ήταν ουσιαστικά μια ευρωπαϊκή επανάσταση, άλλαξε το status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, την ως τότε πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας και το δόγμα περί ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ιστορία, δυστυχώς, δεν διδάσκει, αγαπητέ. Μας βοηθά μεν να διευρύνουμε την αντίληψή μας, όμως τα λάθη του παρελθόντος είμαστε καταδικασμένοι να τα επαναλάβουμε γιατί και οι άνθρωποι είμαστε αδιόρθωτοι, που λένε, αλλά και οι καταστάσεις αλλάζουν διαρκώς.... Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO Δείτε το slideshow Η Ιστορία, δυστυχώς, δεν διδάσκει, αγαπητέ. Μας βοηθά μεν να διευρύνουμε την αντίληψή μας, όμως τα λάθη του παρελθόντος είμαστε καταδικασμένοι να τα επαναλάβουμε γιατί και οι άνθρωποι είμαστε αδιόρθωτοι, που λένε, αλλά και οι καταστάσεις αλλάζουν διαρκώς....
— «Κρυφά σχολειά» δεν υπήρξαν πάντως, αυτό έχει πια καταρριφθεί ιστορικά.
Εκείνο που υπήρξε σε κάποια μοναστήρια ήταν «σπουδαστήρια», όπου οι εγγράμματοι μοναχοί δίδασκαν γραφή κι ανάγνωση στους νεότερους, μαζί με τη Βίβλο. Δεν επρόκειτο, βέβαια, για κάποια κρυφή ή παράνομη δραστηριότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως κατά κόρον ο μύθος αυτός μέχρι και τις μέρες μας – φαντασθείτε ότι το θεωρούμενο «κρυφό σχολειό» στη Μονή Πεντέλης κατασκευάστηκε το '60 και αναπαλαιώθηκε καταλλήλως, μουτζούρωσαν τους τοίχους για να φαίνεται καπνισμένο από τα κεριά κ.λπ.! — Και δεν είναι, βέβαια, ο μόνος μύθος της Επανάστασης αυτός...
Εσείς ποιον θεωρείτε τον μεγαλύτερο;
Θα έλεγα αυτόν με τη δήθεν ύψωση του λάβαρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Μονή της Αγίας Λαύρας την 25η Μαρτίου του 1821, όπου τάχα ορκίστηκαν οι αγωνιστές. Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο δεν ξεκίνησε καν την ημερομηνία εκείνη, αλλά λίγο νωρίτερα. Ο ίδιος ο Γερμανός, άλλωστε, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι την ημέρα εκείνη βρισκόταν σε άλλο χωριό. Το λάβαρο το ύψωσε, πράγματι, αλλά αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα, στην Πάτρα. Ο θρύλος της Λαύρας εντασσόταν στις μεταγενέστερες προσπάθειες να συνδεθεί η θρησκευτική με τη νεοαναδυόμενη εθνική ταυτότητα.
— Μια άλλη «αιρετική» άποψη λέει πως αν οι Έλληνες δεν «βιάζονταν» να επαναστατήσουν, θα κατακτούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία οικονομικά, χάρη στον ιδιαίτερο δυναμισμό τους σε αυτό τον τομέα.
Υπερβολές. Υπήρξε, πράγματι, προεπαναστατικά μια μεγάλη οικονομική άνθηση, η οποία όμως ανακόπηκε με τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων. Τα ευρωπαϊκά πλοία επέστρεψαν στις θάλασσες, εκτοπίζοντας τα ελληνικά, εμπόριο και συναλλαγές έπεσαν κατακόρυφα, επήλθε ανεργία, ύφεση και κρίση όχι μόνο στον ναυτιλιακό/εμπορικό τομέα αλλά και σε όλα τα εξαρτώμενα από αυτόν επαγγέλματα, από τον ναυπηγό, τον ξυλουργό και τον βιοτέχνη μέχρι τον βυρσοδέψη, τον μπακάλη και τον χαμάλη του λιμανιού. Οι νέες κοινωνικές τάξεις που είχαν δημιουργήσει οι εξελίξεις έμεναν «ξεκρέμαστες», αφού δεν προστατεύονταν από το κράτος. Υπήρχαν, επιπλέον, μεγάλα χρηματικά κεφάλαια που παρέμεναν ανενεργά – κοντά στα άλλα, η Επανάσταση φάνταζε ιδεώδης λύση τόσο για τις επενδύσεις όσο και για την ανεργία! Εκείνο που υπήρξε σε κάποια μοναστήρια ήταν «σπουδαστήρια», όπου οι εγγράμματοι μοναχοί δίδασκαν γραφή κι ανάγνωση στους νεότερους, μαζί με τη Βίβλο. Δεν επρόκειτο, βέβαια, για κάποια κρυφή ή παράνομη δραστηριότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως κατά κόρον ο μύθος αυτός μέχρι και τις μέρες μας – φανταστείτε ότι το θεωρούμενο «κρυφό σχολειό» στη Μονή Πεντέλης κατασκευάστηκε το '60 και αναπαλαιώθηκε καταλλήλως, μουτζούρωσαν τους τοίχους για να φαίνεται καπνισμένο από τα κεριά κ.λπ.!....
Εκείνο που υπήρξε σε κάποια μοναστήρια ήταν «σπουδαστήρια», όπου οι εγγράμματοι μοναχοί δίδασκαν γραφή κι ανάγνωση στους νεότερους, μαζί με τη Βίβλο. Δεν επρόκειτο, βέβαια, για κάποια κρυφή ή παράνομη δραστηριότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως κατά κόρον ο μύθος αυτός μέχρι και τις μέρες μας – φαντασθείτε ότι το θεωρούμενο «κρυφό σχολειό» στη Μονή Πεντέλης κατασκευάστηκε το '60 και αναπαλαιώθηκε καταλλήλως, μουτζούρωσαν τους τοίχους για να φαίνεται καπνισμένο από τα κεριά κ.λπ.!....
— Οπότε, τα αίτια του ξεσηκωμού ήταν σε μεγάλο βαθμό οικονομικά;
Καταρχάς, όχι. Η οικονομική κρίση της εποχής ήταν απλώς ο καταλύτης που τον επέσπευσε. Ούτε η διαφορετική πίστη ήταν η κύρια αιτία του – άλλωστε το Πατριαρχείο τον είχε καταδικάσει. Η νεοσύστατη έννοια του έθνους ήταν που διαφοροποιούσε βασικά τον υπόδουλο από τον κατακτητή. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν, επίσης, η παιδεία και η οικονομική άνεση (ιδίως στις παροικίες) μια τάξης εύρωστης και ανοιχτής στα μηνύματα του Διαφωτισμού. Η Φιλική Εταιρεία εργαζόταν ήδη στην κατεύθυνση της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου αστικού ελληνικού κράτους.
— Είχε, τελικά, ταξικό χαρακτήρα το '21, όπως πρότειναν κάποιοι ιστορικοί;
Με την έννοια ενός προλεταριάτου που εξεγείρεται, σίγουρα όχι. Δεν προκύπτει από πουθενά αυτό, ήταν μυθεύματα του ΚΚΕ και συγγραφέων όπως ο Γιάννης Κορδάτος. Τον πιστέψαμε πολύ τον Κορδάτο στα νιάτα μας, τραφήκαμε με αυτόν, αλλά δεν ήταν καν ιστορικός ο άνθρωπος, δεν είχε κάνει καμία σοβαρή έρευνα. Μέχρι ανύπαρκτες κοινωνικές τάξεις εφηύρε για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του. Αφήστε, ειδικά από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά συνθλιβήκαμε οι ιστορικοί από τα δύο μεγάλα λιθάρια των μύθων, το ένα της Δεξιάς και της συντήρησης, το άλλο της Αριστεράς...
— Τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια της Αγγλίας τι ρόλο έπαιξαν;
Περισσότερο συμβολικό, παρά ουσιαστικό. Ουσιαστικά, τα «προκάλεσε» η εξωτερική πολιτική των επαναστατημένων που έσπευσαν να ζητήσουν δάνεια απ' όλες τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, ώστε να αποσπάσουν μια έμμεση, έστω, αναγνώριση και να διεθνοποιηθεί το ελληνικό ζήτημα. Ήδη, η Αγγλία το 1823 είχε αναγνωρίσει τα ελληνικά πλοία που έπλεαν στο Ιόνιο, το οποίο τότε διαφέντευε, ως πλοία εμπόλεμου έθνους, ενέργεια που, μαζί με τη σύναψη του πρώτου δανείου έναν χρόνο αργότερα, νομιμοποιούσε de facto την εξέγερση. Η Ρωσία, ως ανταγωνίστρια δύναμη, πρότεινε την ίδια εποχή τη δημιουργία τριών αυτόνομων, φόρου υποτελών ελληνικών κρατιδίων στον Σουλτάνο. Ενώ, λοιπόν, ήταν μικρό το οικονομικό όφελος εκείνων των δανείων, αφού κιόλας μεγάλο μέρος τους «φαγώθηκε» στην πορεία, το πολιτικό και διπλωματικό τους αντίκρισμα ήταν μεγάλο. Γαλλική εφημερίδα της εποχής προεξοφλούσε ότι εφόσον οι Άγγλοι δάνεισαν την Ελλάδα, αυτή επρόκειτο σίγουρα να απελευθερωθεί. Ναι, ήταν μιας μορφής εξάρτηση από την Αγγλία, αλλά ήταν οι ίδιοι οι ηγέτες των επαναστατών –ο Κολοκοτρώνης ανάμεσά τους– που το 1825, σε κρίσιμη φάση του αγώνα, με τον Ιμπραήμ να αλωνίζει στην Πελοπόννησο και να πολιορκεί ασφυκτικά το Μεσολόγγι, υπέγραψαν έκκληση να αναλάβει η Αγγλία την Ελλάδα υπό την προστασία της.
— Γράφετε κάπου ότι στη διάρκεια των δύο εμφυλίων της Επανάστασης οι αντίπαλοι δεν επεδίωκαν την εξολόθρευση αλλά τον προσεταιρισμό του αντιπάλου.
Ακριβώς. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για κατ' ευφημισμόν εμφυλίους, αφού αντικείμενο της φιλονικίας ήταν το μοίρασμα της εξουσίας και στόχος η ένταξη του ενός στρατοπέδου στο άλλο – αμφότερες οι πλευρές γνώριζαν ότι δεν τις συνέφερε η αλληλοεξόντωση, αφού άλλος ήταν ο κοινός εχθρός, οπότε προσπάθησαν να την αποφύγουν, δόθηκε γενική αμνηστία στους ηττημένους κ.λπ.
— Είχαν, πράγματι, υποτιμήσει τον ελληνικό ξεσηκωμό οι Οθωμανοί;
Ναι, κι αυτό ήταν το μεγάλο τους λάθος. Υποτίμησαν όχι μόνο τον ξεσηκωμό, που θεώρησαν αρχικά μια ακόμα επαρχιακή εξέγερση, αλλά και το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον γι' αυτόν. Δεν είχαν, επίσης, υπολογίσει τη δύναμη των Ελλήνων στη θάλασσα, μια πλευρά του Αγώνα που δεν έχει προβληθεί όσο της αξίζει. Έπειτα, μια μεγάλη, μακρινή εκστρατεία όπως εκείνη του Δράμαλη, σε εδάφη δύσβατα και με τον αντίπαλο να αποφεύγει να συγκρουστεί ευθέως αλλά να επιδίδεται σε ανταρτοπόλεμο, είχε πολύ υψηλό οικονομικό κόστος (το ίδιο και οι μετακινήσεις του οθωμανικού στόλου). Όταν η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε, ο Σουλτάνος δυσκολευόταν να οργανώσει μια άλλη, αντίστοιχου μεγέθους, και τότε προσέφυγε στον Ιμπραήμ.
— Ήταν όντως προχωρημένα για την εποχή τους τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα;
Μπορώ να σας πω ότι ήταν πιο φιλελεύθερα και δημοκρατικά και από τα γαλλικά, δίχως να τα αντιγράφουν. Χρειάστηκε, βέβαια, να φτάσουμε στα 1843 ώστε να ικανοποιηθεί το επαναστατικό αίτημα όσον αφορά την καθιέρωση Συντάγματος και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. — Ποιες προσωπικότητες του Αγώνα θα ξεχωρίζατε περισσότερο; Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη από τους στρατιωτικούς και τον, συχνά παρεξηγημένο, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο από τους πολιτικούς. Ο πρώτος διέθετε σπουδαίες στρατηγικές ικανότητες και ο δεύτερος ένα σοβαρό, εκσυγχρονιστικό πολιτικό όραμα.
—Πόσο σημαντική ήταν η συμμετοχή των Αρβανιτών στην Επανάσταση;
Πολύ σημαντική! Αρβανίτες ήταν πολλοί οπλαρχηγοί αλλά και καπεταναίοι των νησιών. Φυσικά, και των Σουλιωτών η συμμετοχή ήταν σημαντική. Όμως, παρά την αλβανική τους καταγωγή, ήταν ενσωματωμένοι από αιώνες, διέθεταν πίστη χριστιανική κι ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμα κι αν κάποιοι δεν μιλούσαν καν καλά ελληνικά.
Ας παραμείνουμε, όμως, στην αντικειμενική παραδοχή πως η Επανάσταση του 1821 υπήρξε το ιδρυτικό γεγονός του ελληνικού έθνους. Αν η αρχαιότητα εντάχθηκε στη συλλογική συνείδηση των Νεοελλήνων μέσω Ευρώπης και το Βυζάντιο καθυστέρησε μερικές δεκαετίες να ενσωματωθεί σ’ αυτό το αφήγημα, ως ιστορικό προαπαιτούμενο μιας Μεγάλης Ιδέας που προσέδιδε νόημα στη μιζέρια του μικροσκοπικού βασιλείου, το Εικοσιένα αποτελούσε εξαρχής ζωντανό βίωμα για τον πληθυσμό αυτού του τελευταίου – κι επιπλέον, την αποφασιστική τομή που μετέτρεψε τους χριστιανορθόδοξους υπηκόους του σουλτάνου και του Πατριάρχη σε μέλη μιας νοερής κοινότητας με συγκεκριμένη θέση στην Ιστορία: «δεν είναι παρά η επανάστασίς μας που εσχέτισε όλους τους Ελληνας», εξηγεί χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ο γέρος του Μοριά.
Πώς ακριβώς χαράχτηκε αυτή η τομή στη συλλογική συνείδηση των επόμενων γενιών μέσω του βασικού ιδεολογικού μηχανισμού του σύγχρονου εθνικού κράτους, του σχολείου; Πώς την ερμήνευαν τα σχολικά εγχειρίδια κάθε περιόδου;
Για πρώτη φορά, το 1821 εντάσσεται στη σχολική ύλη του 1853 με την επίτομη «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, καταλαμβάνοντας πάνω από το μισό των σελίδων της. Το 1860 εκδόθηκαν δύο νέα σχολικά βιβλία με αποκλειστικό θέμα την ελληνική επανάσταση· θα ακολουθήσει το 1864 ένα τρίτο από τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, γιο του Κωνσταντίνου. Κεντρική ιδέα ήταν η ανάδειξη της ιστορικής συνέχειας και η τόνωση του συλλογικού αυτοσυναισθήματος, διά της αναγόρευσης του 1821 σε άθλο ισότιμο προς τα διεθνώς αναγνωρισμένα κλέη της αρχαιότητας: «Εάν τις παραβάλη τους αγώνας των τε αρχαίων και νεωτέρων Ελλήνων», διαβάζουμε λ.χ. στο εγχειρίδιο του Γεωργίου Θεοφίλου, «ευρίσκει αυτούς ομοιοτάτους. Οι μεν αρχαίοι προς τους βαρβάρους κατοίκους της Ασίας εμάχοντο Πέρσας, οι δε νεώτεροι προς τους θηριώδεις και αγρίους κατοίκους της Ασίας Τούρκους. Ομοιότατοι δε όντες οι αγώνες ούτοι, μίαν μόνην έχουσι την διαφοράν, το πλήθος των τροπαίων και των ηρώων, κατά το οποίον οι των νεωτέρων υπερτερούσι τοις των αρχαίων» («Επίτομος Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», Αθήνησι 1860, σ. 179).
Το δεύτερο εγχειρίδιο της ίδιας χρονιάς αποφεύγει μεν παρόμοιες συγκρίσεις, θεωρεί όμως το πρόσφατο έπος ως απόδειξη ανωτερότητας του ελληνικού έθνους: «Ο Ελληνικός αγών είναι εκ των σπανίων φαινομένων του κόσμου. Ο Ελλην έπαθεν όσα δεινά δεν έπαθεν άλλο έθνος, και έπραξε τόσα μεγάλα και θαυμαστά όσα ουδέν άλλον έθνος έπραξεν, ευρισκόμενον εις τας περιστάσεις του. Ο Ελλην διά του αγώνος του απέδειξεν τα αδύνατα δυνατά» (Σ.Α[ντωνιάδης], «Ο ελληνικός αγών», Εν Αθήναις 1860, σ.γ').
Η τοποθέτηση της εκκλησίας στο κέντρο του αφηγήματος και η ζωντανή ακόμη πραγματικότητα της γειτονικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβάλλουν τη ρητή παραδοχή κάποιων αληθειών, παρά τις συνακόλουθες αντιφάσεις: «Πάντα δε ταύτα τα κακά δεν θα ηδύναντο να υπομείνωσιν οι έλληνες, εάν δεν είχον πίστιν και αφοσίωσιν εις την ιεράν θρησκείαν του Χριστού. [...] Ευτυχώς δε οι τούρκοι δεν εβίασαν τους έλληνας να δεχθώσι τον ισλαμισμόν, αλλά μάλιστα έδωκαν την άδειαν εις αυτούς να τελώσιν, όσον ήτο δυνατόν, ελευθέρως τα της λατρείας των» (Μ. Βρατσάνος, «Σύντομος Ιστορία του Ελληνικού έθνους», Εν Αθήναις 1892, σ. 7-11).
Υπενθυμίζω, εδώ, τα όρια της εμβέλειας του εκπαιδευτικού συστήματος στην τότε ελληνική κοινωνία: στο Δημοτικό φοιτά μόλις το 29% των παιδιών σχολικής ηλικίας το 1855, το 40% το 1878, το 53% το 1895 και το 74% το 1924· τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Μέση Εκπαίδευση είναι 4,3% το 1855, 5% το 1878, 7,2% το 1908 και 11,1% το 1924 (Κων/νος Τσουκαλάς, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922», Αθήνα 1977, σ. 392 & 397).
Το Εικοσιένα κυριαρχεί στα εξώφυλλα των σχολικών εγχειριδίων Νεότερης Ιστορίας κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Ακόμη και στο τουρκόγλωσσο βιβλίο του 1952 για τα μειονοτικά σχολεία της Θράκης, που είχε συντάξει ο επιθεωρητής Παπαευγενίου Το Εικοσιένα κυριαρχούσε στα εξώφυλλα των σχολικών εγχειριδίων Νεότερης Ιστορίας κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Ακόμη και στο τουρκόγλωσσο βιβλίο του 1952 για τα μειονοτικά σχολεία της Θράκης, που είχε συντάξει ο επιθεωρητής Παπαευγενίου |
Επισημαίνεται ρητά ο επικαθορισμός αυτής της εξέλιξης από τον αντίκτυπο του γαλλικού 1789, αναγνωρίζεται δε συχνά ως κοινωνικό υπόβαθρό της η ανάδυση μιας ελληνικής αστικής τάξης στα Βαλκάνια, την Εγγύς Ανατολή και -κυρίως- τη διασπορά.
Στην Ιστορία του για το '21 ο Γιάννης Κορδάτος, ακολουθώντας τη μαρξιστική ανάλυση με στενό πρίσμα, καταργεί τις εμμονές περί ελληνικής μοναδικότητας και προβαίνει σε μια ταξική ανάλυση της εθνογενετικής διαδικασίας που οδήγησε στον ξεσηκωμό. «Ολα αυτά που είδαμε, οι εργασίες των Ελλήνων [=τεχνίτες, έμποροι, ναύτες και γεωργοί], η παιδεία τους, τα παθήματά τους, η αυτοδιοίκησή τους, η συνένωσή τους κάτω από τη σκέπη του Πατριάρχη, τους έκαμαν να νιώσουν πολύ νωρίς πως αποτελούν ένα έθνος, πως έχουν τον ίδιο σκοπό και τον ίδιο εχθρό, τον Τούρκο. Ξύπνησαν δηλαδή στην ψυχή τους την εθνική συνείδηση», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο βιβλίο της Στ' Δημοτικού των Λαζάρου και Δούκα («Τα νέα χρόνια», Αθήναι 1933, σ. 13 & 35-40).
Κατά τα μετεμφυλιακά χρόνια παρατηρείται μια ξεκάθαρη ερμηνευτική οπισθοδρόμηση. Μπορεί μεν οι αναφορές στη γαλλική επανάσταση και τα κοινωνικά προαπαιτούμενα της εθνεγερσίας να μην εξαφανίζονται, οι συνολικές όμως αποτιμήσεις ανακυκλώνουν τις πιο παρωχημένες εθνοθρησκευτικές κορόνες: «Οι Ελληνες δεν έπαυσαν ποτέ να πιστεύουν ότι είναι απόγονοι των Ελλήνων της ενδόξου αρχαίας Ελλάδος και της βυζαντινής και ότι ο πολιτισμός της υπήρξεν η πηγή του μετέπειτα πολιτισμού της ανθρωπότητος. Αυτή η πίστις του[ς] είναι εκείνη που εδημιούργησε το θαύμα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» (Ι. Αγγελόπουλος, «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» [Στ' Δημοτικού], Αθήναι 1950, σ. 6).
«Το Ελληνικόν έθνος έχει ζωήν τριών χιλιάδων και πλέον ετών. [...] Αλλ’ εκεί όπου επετέλεσεν αληθές θαύμα και η ευγνωμοσύνη μας προς τας προγενεστέρας γενεάς πρέπει να είναι μεγάλη, είναι ότι, μολονότι η πατρίς μας έμεινε υπόδουλος επί 400 χρόνια εις τους Τούρκους, δεν ελησμόνησε την γλώσσαν και την θρησκείαν, αλλά, με πίστιν εις τον Θεόν, την Πατρίδα και την Ελευθερίαν, ήρχισε κατά το 1821 τον ιερόν αγώνα υπέρ της Ελευθερίας» (Ν. Αντιπάτη - Ε. Αλεξίου - Δ. Κατσαδήμα, «Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος» [Στ' Δημοτικού], Αθήναι 1956, σ. 142).
«Επί 400 χρόνια ο μαρτυρικός λαός μας υποφέρει αφάνταστα βασανιστήρια [για] ν’ αλλάξη την πίστι του αλλ’ αρνείται και διατηρεί ανίκητη την ελπίδα για την απελευθέρωσι της πατρίδας του. Εν τέλει την επιτυγχάνει με την επανάστασι του Εικοσιένα, που αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός της μακραίωνης ελλην. Ιστορίας» (Ιωάννης Καμπανάς, «Ιστορία της Νέας Ελλάδος» [Στ' Δημοτικού], Αθήναι 1956, σ. 145).
Στην ελληνική «μοναδικότητα», αλλά και τον «φυλετικό» χαρακτήρα του 1821 εστιάζει και το σύγγραμμα της Γ' Γυμνασίου που εισήγαγαν οι κυβερνήσεις των Αποστατών και διατήρησε μέχρι τέλους η χούντα: «Η Επανάστασις των Ελλήνων του 1821 αποτελεί μοναδικόν φαινόμενον και κοσμοϊστορικόν γεγονός. [...] Ο τιτανικός [sic] και ιερός αγών του 1821 έχει κύριον χαρακτηριστικόν ότι είναι έργον όλων των Ελλήνων, δηλ. αγών απολύτως ιδεολογικός και εθνικός. Απ’ αρχής μέχρι τέλους έμεινε πάλη δύο αντιθέτων φυλών και θρησκειών με βίαια πάθη και έντονον φανατισμόν» (Α. Ματαράσης - Σ. Παπασταματίου, «Ιστορία των νεωτέρων και των νεωτάτων Χρόνων», Αθήναι 1966-1974, σ. 100).
Αξιοσημείωτη είναι η επανέκδοση επί χούντας (1971) του προπολεμικού εγχειριδίου των προ πολλού εκλιπόντων Χαράλαμπου Θεοδωρίδη (1883-1957) και Αναστασίου Λαζάρου (1885-1947), με χειρουργικές «αναθεωρήσεις» ορισμένων σημείων «υπό επιτροπής συσταθείσης δυνάμει της υπ’ αριθ. 94953/13-7-1970 αποφάσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων».
Στην αποτίμηση του 1821, το αρχικό κείμενο έχει έτσι εμπλουτιστεί με την εξής προσθήκη: «Η ελληνική Επανάστασις δεν είναι ούτε κοινωνικόν κίνημα, ως η μεγάλη Γαλλική Επανάστασις, ούτε κίνημα ανεξαρτησίας, ως των αμερικανικών κρατών, αλλά κυρίως εθνικόν κίνημα. Σύνθημα των επαναστατών ήτο “Εξω ο Τούρκος από τον Μωριά κι από τον κόσμο όλον”. Εις την επαναστατημένην Ελλάδα δεν υπήρχε θέσις συμβιώσεως των δύο λαών» (σ. 341). Το πιο "χουντικό" όμως από όλα τα εγχειρίδια υπήρξε το βιβλίο του Σακκαδάκη:
KΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
Σήκωσε το λάβαρο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός; Υπήρξε ή δεν υπήρξε το κρυφό σχολειό; Σύνολο το Έθνος διερωτάται και αναμένει απάντηση για να δει τι θα κάνει. Οι ιστορικοί –με γλωσσοδέτη και συγκαταβατική γενικολογία–, οι παπάδες –πάντα στο κάτω παραθύρι και φωνή από τα βάθη του 19ου αι.–, οι παρατρεχάμενοι με άρες μάρες κουκουνάρες. Πέρα από την προφανή παρωδία, είναι βέβαιο ότι τα 9/10 του πληθυσμού γνωρίζουν για το ’21 ό,τι έμαθαν στο δημοτικό και στο λύκειο. Τότε παραδίδονται τα μεγάλα «ιστορικά» διδάγματα, οπότε, ό,τι εγκολπωθεί ο μαθητής ή ο έφηβος, το κρατάει ισοβίως. Ξεχνιέται μήπως το συγκινητικό ποιημάτιο: «Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά / πυκνής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι / και μέσα στη θολόκλειστη εκκλησιά / την εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ / την όψη του σχολειού[…]»;
Όποιος πλήρωνε, είχε σχολείο. Απλώς το σχολείο, φανερό πάντα, δεν ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Επειδή λοιπόν τα λίγα κολλυβογράμματα τα ήξεραν οι ιερείς, εύκολα ταυτίστηκε η εκκλησία και το μοναστήρι με το σχολειό. Μόνο στον Μοριά υπήρχαν 2.400 ιερείς. Να μην ξεχνάμε και την άποψη πού ήθελε τα μοναστήρια «κυψέλες άχρηστων κηφήνων».
Το καθεστώς του οθωμανού κατακτητή-σφαγέα ήταν απαραίτητο στην ιδεολογία του νεοπαγούς κρατιδίου -για όλα έφταιγε ο «τούρκος», κατά συνέπεια ο αλυτρωτισμός θα θεράπευε τις πληγές του Γένους που έγινε Έθνος εν μια νυκτί, και θα το οδηγούσε στα μεγάλα πεπρωμένα του. Σε περιόδους κρίσης η ιστορική αλήθεια δεν κάνει καλό. Πώς να διδάξουν στα παιδιά οι διδάσκαλοι του ελεύθερου Έθνους ότι η Επανάσταση δεν έγινε αυθόρμητα άλλα επεβλήθη έξωθεν; Στη μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας, για παράδειγμα, όταν ο Φλέσσας κατέφθασε αρειμάνιος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός απάντησε: «Πού όπλα; Πού χρήματα; Πού στόλος εφωδιασμένος; Οποίον αρχηγόν έχωμεν δια να αντιπαλαίση το τρομερώτατον θηρίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Το περισσότερον πλήθος των λαών δεν γνωρίζει πώς γεμίζονται τα όπλα!» Αντί τούτου προτιμήθηκε η ανύψωση του λαβάρου κ.λπ. Το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή / παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» προεβλήθη ως μυστικός κωδικός των πληθυσμών.
Δεν είχαν όμως έτσι τα πράγματα. Οι εγγλέζοι ιστορικοί παρατηρούν ότι το ρωμαίικο εκείνη την εποχή ήταν οικονομική αυτοκρατορία. Απλούστατα διότι είχε στα χέρια του το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου. Όσο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν είχε μόνο τον δικό μας απελευθερωτικό πόλεμο να αντιμετωπίσει. Πολεμούσε με τη Ρωσία, είχε την απειλή της Περσίας, και βέβαια κατά τόπους εξεγέρσεις από Σερβία, ηγεμονίες, Ουγγαρία, Ήπειρο, Κρήτη, Συρία, Αίγυπτο κ.λπ. Οι τούρκοι ιστορικοί σχεδόν αγνοούν τα «μεγάλα συμβάντα» της δικής μας Επανάστασης. Σημειώνουν πάντως την άγρια σφαγή στην Τριπολιτσά, την οποία αποσιωπούμε εμείς – πάντα για ευνόητους λόγους.
Η συγγραφή νέων ιστορικών αναγνωσμάτων δεν είναι βέβαια αθώα. Υπακούει σε έξωθεν πάλι ντιρεκτίβες οι οποίες συνοψίζονται στο απλό συμπέρασμα: ας τελειώνουμε με την κενή ηρωολογία και την εθνικιστική λογοκοπία. Τι θα γίνει όμως με το κοινό φρόνημα που διαπλάστηκε δυο αιώνες τώρα και δεν ξεριζώνεται με καμιά παναγία; Η εκπαίδευση, με άλλα λόγια, καλείται να παραδεχθεί ότι επί 170 χρόνια ψευδολογούσε με άλλοθι την εθνική συνοχή.
Και δεν είναι βέβαια το «κρυφό σχολειό» το διαφιλονικούμενο ζήτημα. Εκείνο που προέχει είναι η «αφανής Ιστορία» του τόπου που πρέπει να γίνει γνωστή. Το παράδειγμα της Ύδρας είναι καίριο. Με αμιγώς αρβανίτικο πληθυσμό, αυτό το λιμάνι που πλούτισε από το ναυτεμπόριο χωρίς να έχει ούτε έναν Οθωμανό στο έδαφός του, καθικέτευσε τον Καπουδάν Πασά να αποσταλεί ένας διοικητής διότι «ο τόπος δεν τιμονιάζεται». Όσο για το σχολείο –που κανείς δεν το απαγόρευε– ο δάσκαλος που θα αναλάμβανε να διδάξει τα υδραιόπουλα όφειλε πρώτα να μάθει την αρβανίτικη διάλεκτο, για να διδάξει κατόπιν την ελληνική γλώσσα. Οι Υδραίοι ήταν αναλφάβητοι. Ο Μιαούλης όχι μόνο δεν ήξερε να βάλει την υπογραφή του αλλά μπέρδευε τα άρθρα και έλεγε «ο γυναίκας μου»… Όποιος πλήρωνε, είχε σχολείο. Απλώς το σχολείο, φανερό πάντα, δεν ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Επειδή λοιπόν τα λίγα κολλυβογράμματα τα ήξεραν οι ιερείς, εύκολα ταυτίστηκε η εκκλησία και το μοναστήρι με το σχολειό. Μόνο στον Μοριά υπήρχαν 2.400 ιερείς. Να μην ξεχνάμε και την άποψη πού ήθελε τα μοναστήρια «κυψέλες άχρηστων κηφήνων».
Ο νεοέλλην πολίτης, όποιος κι αν είναι, θα πρέπει να καταλάβει ότι αν δεν κινήσει λιγάκι το χεράκι του προκοπή δεν βλέπει. Τα φανερά σχολεία ήταν πάρα πολλά, τόσα πολλά που αν τα μάθει –υπάρχουν πολλά βιβλία περί τούτου– θα μείνει κεχηνώς. Κεχηνώς επίσης θα μείνει αν επιτέλους διαπιστώσει ότι η υπόδουλη χώρα δεν τελούσε υπό καθεστώς «τόνα χτύπαε τ’ άλλο από την απελπισιά», αλλά ότι πλησιάζοντας στην Επανάσταση είχε δικαιώματα, λαϊκό πολιτισμό, άρχοντες, πλούτο, διανοούμενους, μεγάλους αξιωματούχους στην Πύλη, και βέβαια ότι η Εκκλησία αποτελούσε έναν πανίσχυρο «παρακρατικό οργανισμό», όπως γράφουν οι ιστορικοί.
Αυτό που κατέστησε τη χώρα άλυτο γρίφο είναι το πού επιτέλους ανήκει. Είναι χώρα της Ανατολής; Χαμένο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας; Βαλκανικό κρατίδιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα; Κληρονόμος του μεγαλύτερου πολιτισμού; Ιστορικό λάθος;
Οι Έλληνες έχουν διανύσει μια μακραίωνη πορεία, αποδεικνύοντας τον δυναμισμό και την ανθεκτικότητά τους. Με μια εντυπωσιακή πολιτιστική κληρονομιά που μελετάται και θαυμάζεται από όλα τα κράτη του σύγχρονου κόσμου, υπήρξαν πρωτοστάτες σε τομείς όπως είναι η Φιλοσοφία, η Επιστήμη, η Ηθική και η Πολιτική. Κατόρθωσαν να διατηρήσουν αλώβητη την εθνολογική τους ταυτότητα παρά το γεγονός ότι τέθηκαν υπό ξένη κυριαρχία για εκτενέστατα χρονικά διαστήματα (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – Οθωμανική Αυτοκρατορία) και παρά το γεγονός ότι στον ελληνικό χώρο έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς ποικίλα αλλοεθνή στοιχεία, τα οποία και ενσωματώθηκαν επιτυχώς στο κυρίαρχο ελληνικό στοιχείο.
Η διαδικασία δημιουργίας του ελληνικού κράτους, αν και ανέδειξε την αδάμαστη επιθυμία των Ελλήνων να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, έφερε τους Έλληνες αντιμέτωπους με μια διαφορετική μορφή εξάρτησης, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο πλέον. Τα ευρωπαϊκά κράτη δέχτηκαν να υποκαταστήσουν την υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία μ’ ένα ελληνικό κράτος, αλλά διατήρησαν για μεγάλο διάστημα τον έλεγχο του νέου αυτού κράτους μέσα από συνεχιζόμενους δανεισμούς. Το νέο ελληνικό κράτος λόγω και των επαναλαμβανόμενων πολεμικών αναμετρήσεων που απαιτήθηκαν για να λάβει τα σημερινά του όρια, καθυστέρησε σημαντικά να θέσει τις αναγκαίες βάσεις οργάνωσης και ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να έχει διαρκώς την ανάγκη εξωτερικής βοήθειας. Κατάσταση που ατυχώς διαιωνίστηκε και αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, ακόμη και όταν πια είχαν παύσει οι έκτακτες ανάγκες λόγω πολεμικών συγκρούσεων και το ελληνικό κράτος μπορούσε να ακολουθήσει απρόσκοπτα την πορεία ανάπτυξης των άλλων ευρωπαϊκών κρατών -με πιο σαφή δήλωση αυτής της πραγματικότητας την ένταξη της Ελλάδας αρχικά στην ΕΟΚ και κατόπιν στην Ευρωπαϊκή Ένωση- οι εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την κακοδιαχείριση και την ανεξέλεγκτη διασπάθιση χρήματος, προκάλεσαν μια δεινή κατάσταση για το ελληνικό κράτος, η οποία συνεχίζεται και κορυφώνεται στις μέρες μας.
Η συνεχιζόμενη οικονομική εξάρτηση του ελληνικού κράτους και η αδυναμία διασφάλισης εκείνων των συνθηκών που θα οδηγούσαν στη διαμόρφωση μιας ισχυρής και σταθερά αναπτυσσόμενης οικονομίας∙ η πολιτική ασυδοσία και η λογική των πολιτικών εξυπηρετήσεων που αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας κομματικής βάσης πιστών ψηφοφόρων∙ η ασυνέπεια στην τήρηση των νόμων και η εύκολη ανατροπή κάθε νομοθεσίας που έθιγε εδραιωμένα συμφέροντα∙ ο λαϊκισμός και η αδιαφορία για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των παροχών και της προχειρότητας, προκάλεσαν μια βαθιά ρήξη ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος. Οι πολίτες υιοθέτησαν τον οπορτουνισμό των πολιτικών και έθεσαν ως βασική τους προτεραιότητα την προσωπική τους ευημερία, αδιαφορώντας για το τι είναι ωφέλιμο ή αναγκαίο για την ορθή ανάπτυξη του κράτους.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα δεν αντιλαμβάνονται πάντοτε τη διασύνδεση ανάμεσα στην υγιή ανάπτυξη του κράτους και τη δική τους ευημερία. Καταφεύγουν, έτσι, σε εξαιρετικά βλαπτικές τακτικές, όπως είναι τα ρουσφέτια, η φοροδιαφυγή αλλά και οι απάτες επιδιώκοντας αυστηρά το προσωπικό τους όφελος και αδιαφορούν για τη ζημιά που προκαλείται στο κράτος. Έπειτα, όταν πια τα οικονομικά του κράτους επιδεινώνονται και απαιτείται η λήψη αντιλαϊκών μέτρων εξεγείρονται, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το πόσο βλαπτική υπήρξε η δική τους στάση. Αξιώσεις, όπως είναι ο διορισμός στο δημόσιο, και εγκληματικές πράξεις, όπως είναι η φοροδιαφυγή, αυξάνουν κατακόρυφα τα έξοδα του κράτους, μειώνοντας αντίστοιχα τα έσοδά του.
- Οι Νεοέλληνες παραμένουν επίμονα απείθαρχοι, καθώς γνωρίζουν πως οι πολιτικοί θα υποχωρήσουν μπροστά στο ενδεχόμενο της λαϊκής δυσαρέσκειας και θα αλλάξουν όποιον νόμο δεν ευχαριστεί τους πολίτες. Το Κράτος αδυνατεί να διασφαλίσει την πλήρη και συνεπή εφαρμογή των νόμων, αφού οι πολίτες δεν έχουν την πολιτική εκείνη αγωγή που θα τους ωθούσε να σεβαστούν απόλυτα τις όποιες διατάξεις. Σημαντικά κρατικά και κοινωνικά ζητήματα παραμένουν σε διαρκή εκκρεμότητα και γνωρίζουν συνεχείς ματαιώσεις στην οριστική ρύθμισή τους, αφού οι εκάστοτε πολιτικοί αδυνατούν να διαχειριστούν τη ρευστή κατάσταση.
- Οι Νεοέλληνες έχουν υιοθετήσει τη λογική της ήσσονος προσπάθειας και του φυγόπονου τρόπου αντίληψης, αναζητώντας μια θέση εργασίας -κατά προτίμηση στο δημόσιο τομέα- που θα τους παρέχει υψηλή αμοιβή, χωρίς να απαιτείται από αυτούς ιδιαίτερος κόπος και πολύωρη απασχόληση. Λογική που έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός παντελώς αναποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού με πλήθος δημοσίων υπαλλήλων που αναζητούν τρόπους να εργαστούν όσο γίνεται λιγότερο.
- Οι Νεοέλληνες θεωρούν πως η «καλοπέραση» και ο πολυτελής, ράθυμος βίος αποτελούν υπέρτατες αξίες, τις οποίες και επιδιώκουν είτε έχουν τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους είτε όχι. Με χαρακτηριστική αδιαφορία για τις συνέπειες που έχει το αλόγιστο ξόδεμα χρημάτων αρνούνται να στερηθούν τις συνεχείς νυχτερινές εξόδους και τις πολυήμερες διακοπές τους, έστω κι αν αυτή η τακτική τους δημιουργεί χρέη και τους αναγκάζει να δανείζονται χρήματα. Με παρόμοιο τρόπο επιχειρούν να ικανοποιήσουν και τη ματαιοδοξία τους σε σχέση με την απόκτηση υλικών αγαθών προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση στους άλλους πως έχουν οικονομική άνεση. Ακριβά αυτοκίνητα, επώνυμα ρούχα και τα πλέον σύγχρονα προϊόντα τεχνολογίας αποτελούν τον διακαή πόθο των Νεοελλήνων, οι οποίοι δεν διστάζουν να χρεωθούν μόνο και μόνο για να κάνουν επίδειξη πλούτου στους γύρω τους. Μια επιζήμια νοοτροπία που φανερώνει την κενότητα των σύγχρονων Ελλήνων και την αδυναμία τους να προσαρμόσουν τον τρόπο ζωής τους στις πραγματικές τους οικονομικές δυνατότητες.
- Πολλοί Νεοέλληνες τείνουν να αποθεώνουν καθετί ξένο και να καταφεύγουν σ’ έναν άγονο μιμητισμό, απορρίπτοντας παράλληλα κάθε στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας και παράδοσης. Υποκύπτουν στα θέλγητρα της εμπορικά επεξεργασμένης εικόνας που παρουσιάζουν προς τα έξω κράτη με υψηλή βιομηχανική παραγωγή που επιδιώκουν να κυριαρχήσουν στη διεθνή αγορά και δεν αντιλαμβάνονται πως ό,τι τους συγκινεί στην ξενική κουλτούρα δεν είναι παρά ένα καλοσχεδιασμένο εξαγώγιμο προϊόν. Καταλήγουν, έτσι, να στηρίζουν με τα χρήματά τους τις ξένες εταιρείες, να υιοθετούν στοιχεία μιας διαφορετικής κουλτούρας και να υποτιμούν ακόμη και τη γλώσσα τους, θεωρώντας πως μ’ αυτό τον τρόπο ξεχωρίζουν από τους άλλους.
- Κύριο χαρακτηριστικό των Νεοελλήνων που γίνεται ολοένα και πιο αισθητό είναι η τάση τους να ενδίδουν στον λαϊκισμό των πολιτικών και να στηρίζουν με την ψήφο τους εκείνο το κόμμα που τους υπόσχεται τα περισσότερα, έστω κι αν εκ των υστέρων συνειδητοποιούν πως η επιλογή τους υπήρξε ολέθρια. Κουρασμένοι από τα συνεχή οικονομικά προβλήματα της χώρας είναι έτοιμοι να εμπιστευτούν οποιονδήποτε πολιτικό ισχυριστεί πως υπάρχει κάποια εύκολη λύση στο οικονομικό αδιέξοδο και αρνούνται να αντικρίσουν την πραγματικότητα ως έχει.
- Οι Νεοέλληνες έχουν αφεθεί σ’ έναν τρόπο ζωής στον οποίο κυριαρχεί η ευκολία κι έχουν απομακρυνθεί από τις επιλογές εκείνες που οδηγούν στην πνευματική και ψυχική τους καλλιέργεια. Έχουν απομακρυνθεί από τη μελέτη βιβλίων και τις πιο απαιτητικές μορφές ψυχαγωγίας, επιλέγοντας σταθερά ανούσιες μορφές διασκέδασης που έχουν ωστόσο επιζήμια αποτελέσματα σε ό,τι αφορά το πνευματικό τους επίπεδο. Αρνούμενοι να ενημερωθούν ουσιαστικά και να επιδιώξουν ενεργά τον εμπλουτισμό των γνώσεών τους, έχουν τραπεί σε μια εύκολα ελεγχόμενη μάζα.
- Οι Νεοέλληνες έχουν αποκτήσει μια ιδιαιτέρως κακή νοοτροπία φθόνου απέναντι στους συνανθρώπους τους. Καθηλωμένοι οι ίδιοι από την απραξία τους κι από την αναζήτηση της ευκολίας, δεν ανέχονται την επιτυχία των άλλων και προσπαθούν με κάθε τρόπο να μειώσουν την αξία της, αμφισβητώντας τον κόπο του άλλου και αποδίδοντας την ανάδειξή του σε πλάγια μέσα. Δυσκολεύονται να εκτιμήσουν και να επαινέσουν την προσπάθεια του άλλου, είναι όμως περισσότερο από πρόθυμοι να χαρούν για την αποτυχία του.
- Οι Νεοέλληνες εντυπωσιάζονται από το υψηλό βιοτικό επίπεδο άλλων λαών και επιθυμούν να έχουν ανάλογα προνόμια και ευκολίες, χωρίς να κατανοούν ωστόσο πως η επίτευξη ενός τέτοιου επιπέδου προϋποθέτει μια τελείως διαφορετική νοοτροπία τόσο σε σχέση με τη λειτουργία του κράτους όσο και σε σχέση με τη στάση των πολιτών. Ένας κράτος που αδυνατεί να στηρίξει την εγχώρια παραγωγή και να διασφαλίσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία, δεν μπορεί για κανένα λόγο να προσφέρει στους πολίτες του όσα προσφέρουν τα προηγμένα κράτη.
- Οι Έλληνες ταλανίζονται διαχρονικά από τη διχόνοια και τον εμφύλιο σπαραγμό, που τους αποτρέπει από το να συσπειρωθούν και να διεκδικήσουν όλοι μαζί από κοινού τις αναγκαίες λύσεις για τα σημαντικά προβλήματα του τόπου. Πρόκειται για ένα από τα πλέον αρνητικά τους χαρακτηριστικά που διατρέχει -ατυχώς- όλη τη μακραίωνη πορεία αυτού του λαού.
- Όμως υπάρχουν και κάποιες σταθερές στην ιδιοσυγκρασία του Νεοέλληνα οι οποίες πρέπει να σημειωθούν, και οι οποίες καθιστούν τη ζωή στον τόπο μας αξιοζήλευτη για τους δυτικούς ανθρώπους: Για παράδειγμα οι Νεοέλληνες, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις συνεχείς διακρίσεις όσων σταδιοδρομούν σε χώρες του εξωτερικού, έχουν και τη δυνατότητα και τη θέληση να εργαστούν σκληρά και να επιτύχουν σημαντικά πράγματα, αρκεί να τους δοθεί η ευκαιρία να δράσουν σ’ ένα οργανωμένο περιβάλλον, το οποίο δεν θα μαστίζεται από τη γραφειοκρατία, την ελλιπή χρηματοδότηση και την απουσία υποδομών. Η αρνητική άποψη σχετικά με την εργατικότητα των Ελλήνων, που προκύπτει ως ένα βαθμό από τη στάση όσων διακατέχονται από το σύνδρομο της δημοσιοϋπαλληλικής οκνηρίας, αποτελεί επί της ουσίας απόρροια του γεγονότος ότι απουσιάζουν από τη χώρα μας τα σωστά κίνητρα και οι κατάλληλες δομές. Ένας νέος άνθρωπος στην Ελλάδα που γνωρίζει πως ο κόπος του δεν θα αναγνωριστεί και πως, ακόμη κι αν έχει μια απασχόληση πλήρους ωραρίου, τα έσοδά του δεν θα επαρκούσαν για να συντηρήσει τον εαυτό του, επιχειρεί εύλογα να αποφύγει τον περιττό κόπο. Ο ίδιος άνθρωπος, όμως, αν γνώριζε πως η εργασία του θα του αποδώσει και τα αναγκαία χρήματα και την επιθυμητή κοινωνική αναγνώριση, θα ήταν σαφώς πρόθυμος να εργαστεί αποτελεσματικά και με αφοσίωση.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα διατηρούν ακόμη, και παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά, αυξημένο το αίσθημα του ανθρωπισμού και της φιλανθρωπίας. Παραμένουν ένας λαός που δεν έχει αλλοτριωθεί από τον υλισμό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αναγνωρίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, σε αντίθεση με τον κυνισμό που συναντά κανείς σε άλλα προηγμένα κράτη, οι Έλληνες έχουν ακόμη πίστη στις αξίες του ανθρωπισμού και είναι ακόμη πρόθυμοι να συμπαρασταθούν ενεργά στον συνάνθρωπό τους που έχει ανάγκη.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα, υπό την επίδραση πιθανώς του κλίματος, είναι άνθρωποι πρόσχαροι και κοινωνικοί∙ δίνουν ιδιαίτερη αξία στην έννοια της φιλίας και γνωρίζουν πώς να απολαμβάνουν την ομορφιά του ελληνικού χώρου. Είναι έτοιμοι να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία για να γλεντήσουν και δεν είναι επιφυλακτικοί ή καχύποπτοι απέναντι στους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Είναι φιλόξενοι και διατηρούν ακόμη εκείνη τη διαχρονική ελληνική ποιότητα που ονομάζουμε «φιλότιμο».
- Οι πολίτες στην Ελλάδα είναι δημιουργικοί κι εφευρετικοί∙ έχουν ανεπτυγμένη ευφυΐα και είναι ικανοί να προσαρμοστούν γρήγορα σε νέα δεδομένα.
- Οι πολίτες στην Ελλάδα αγαπούν βαθιά την ελευθερία τους, όπως και τη δημοκρατία. Κι είναι γι’ αυτό πρόθυμοι, όπως το έχουν αποδείξει αλλεπάλληλες φορές, ακόμη και να θυσιάσουν τη ζωή τους για να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία της χώρας τους. Η αγάπη τους αυτή για την ελευθερία, όπως και η αγάπη τους για την πατρίδα, αποτελούν τελικά τα βασικά γνωρίσματα που τους ωθούν να παραμερίζουν τις μεταξύ τους διαφορές και να ωθούνται σε κοινούς αγώνες, όταν εμφανίζεται κάποιος σημαντικός εξωτερικός κίνδυνος. Μόλις, ωστόσο, εξαλειφθεί ο όποιος εξωτερικός κίνδυνος, επιστρέφουν στη διχαστική λογική και αρνούνται επίμονα να συνεργαστούν πάνω σ’ ένα κοινό μακροπρόθεσμο σχέδιο συλλογικής δράσης και προσπάθειας.
Αξιολογήστε το παραπάνω κείμενο και γράψτε μια έκθεση με τις απόψεις σας για τα χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα, προσθέτοντας ή αφαιρώντας θετικά και αρνητικά γνωρίσματα που κατά τη γνώμη σας συγκεντρώνουν οι συμπολίτες μας.
Ε. Π. Παπανούτσος «Ψυχολογία των Νεοελλήνων»
Ο παρακάτω διάλογος είναι αληθινός· οι λέξεις ίσως διαφέρουν, τα νοήματα όμως, είναι τα ίδια. Ο λόγος για τους τρόπους συμπεριφοράς των Νεοελλήνων στις διάφορες παραστάσεις της ζωής. Ο ένας συνομιλητής δικαιολογεί και τους εγκωμιάζει. Αρχίζω με την άρνηση· η κατάφαση ακολουθεί. - Δεν ξέρω ποιες αρετές βρίσκετε στη συμπεριφορά των συμπατριωτών μας (λέει ο πρώτος) και κατά πόσο είστε ειλικρινής και αντικειμενικός στις κρίσεις σας. Εγώ είμαι βέβαιος ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν κοινωνική αγωγή και τούτο το συμπεραίνω από τους τρόπους τους. Κοιτάξτε πρώτα πώς οδηγούν το αυτοκίνητο τους στους πολυσύχναστους δρόμους. Δεν εξετάζω το «πόθεν έσχες» αυτής της πολυτέλειας· αυτή είναι άλλη υπόθεση. Έχει παρατηρηθεί (πολύ ορθά, νομίζω) ότι ο χαρακτήρας ενός λαού φαίνεται στον τρόπο του αυτοκινητικού οδηγήματος του. Ο Νεοέλληνας οδηγεί άτακτα, ασυνάρτητα, εγωιστικά, υπερφίαλα. Δεν ακολουθεί τις χαραγμένες γραμμές, δεν υπακούει στις εντολές της Τροχαίας, που δίνονται για την ασφάλειά του, δεν ανέχεται να προηγείται στη σειρά ένας άλλος και προσπαθεί να τον προσπεράσει με κίνδυνο πολλές φορές της ζωής του, δεν αναχαιτίζει το δρόμο για να κάνει τόπο να περάσει ο δυστυχής πεζός, ο ηλικιωμένος, ο ανάπηρος, η έγκυος γυναίκα. Αλλά προχωρεί ακάθεκτος, ακόμη και όταν δε βιάζεται, μόνο για να δείξει την υπεροχή της τέχνης ή της μηχανής του. Προσέξετε ιδίως πώς αγκυροβολεί στα πεζοδρόμια, για να αναπαυθεί ή επειδή δεν χρειάζεται πια το όχημά του. Σωστή ιλαροτραγωδία. Μάταια τα όργανα της τάξης τον απειλούν με πρόστιμο και χαράζουν σήματα, για να συμμορφωθεί, ή του αφαιρούν τις πινακίδες, για να τον σωφρονίσουν. Εκείνος αναδέχεται με χαμόγελο την ποινή ή φροντίζει να την αποφύγει με τις γνωριμίες και με τις ψεύτικες εξομολογήσεις του, για να συνεχίσει την άλλη μέρα τα ίδια παραπτώματα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, στοιχίζουν κάποτε τη ζωή των συνανθρώπων ή και τη δική του. Το δυστύχημα είναι ότι η μόρφωση, η κοινωνική προέλευση, ο τρόπος της βιοπάλης ή η ηλικία και το φύλο πολύ μικρή επιρροή έχουν σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Το κακό είναι, φαίνεται, βαθιά ριζωμένο μέσα του, έρχεται «από πολύ μακριά». Και δε διορθώνεται, τουλάχιστο μέσα στα χρονικά όρια που μπορούμε να το παρακολουθήσουμε.
- Φοβάμαι, απαντά ο δεύτερος, ότι αδικείτε τους συμπολίτες σας. Δεν αμφισβητώ την παρατηρητικότητα ούτε αποδοκιμάζω την παρρησία σας. Αλλά γενικεύετε ένα φαινόμενο, δυσάρεστο ασφαλώς, που χαρακτηρίζει μιαν ορισμένη τάξη ανθρώπων, εκείνους που κακώς απόκτησαν και κακώς μεταχειρίζονται σήμερα το αυτοκίνητο τους, δε βρίσκουν όμως καθόλου σύμφωνους στη συμπεριφορά τους όσους υποχρεώνονται να καταφύγουν σ’ αυτό το μέσον συγκοινωνίας για τις υποθέσεις τους. Η ευθύνη βαρύνει ιδίως τους νέους (περισσότερο τους άνδρες, λιγότερο τις γυναίκες, ίσως από «φόβο»), που έχουν δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία τους αποκοτιά και αναίδεια. Πιθανόν ακόμη και εκείνους που μιμούνται το κακό παράδειγμά τους από απερισκεψία ή από κακώς νοούμενη βιασύνη. Αλλά δεν είναι καθόλου γενικός κανόνας αυτή η αρρυθμία. Εγώ συναντώ συχνά ώριμους ανθρώπους, φρόνιμους, «νοικοκυραίους», που επιτιμούν τους αυθαίρετους οδηγούς και προσπαθούν να τους επαναφέρουν στην τάξη. Δεν παρατηρείται, λέγετε, αυτή η αταξία σε άλλες χώρες, πιο προχωρημένες, στον εξωτερικό πολιτισμό, από τη δική μας. Δε θα διαφωνήσω μαζί σας. Σκεφθείτε, όμως, ότι εκεί το αυτοκίνητο έχει σχετικά με μας πολύ μεγαλύτερη ηλικία (ο χρόνος κατευνάζει τα νεύρα). Και ότι η ταχύτητα είναι κακός σύμβουλος, παρασύρει ακούσια σχεδόν σε θλιβερές υπερβολές. Στο τέλος το λάθος είναι στις εταιρείες κατασκευής αυτοκινήτου, που για λόγους ανταγωνισμού ρίχνουν στην αγορά ολοένα πιο γρήγορα και φυσικά πιο επικίνδυνα αυτοκίνητα. Εδώ ίσως είναι ανάγκη να ψέξουμε ακόμα και το Κράτος, που έπρεπε να αφαιρεί αμέσως την άδεια από τους κακούς και υπότροπους οδηγούς για παραδειγματισμό. Οπωσδήποτε η πείρα μου στο κεφάλαιο τούτο είναι διαφορετική από τη δική σας. Έχω ζήσει σε ξένα μέρη· πουθενά δεν είδα την προθυμία των οδηγών να επιβιβάζουν στο όχημά τους καταπονημένους πεζούς ή να οδηγούν τα θύματα των τροχών στα νοσοκομεία, όπως στην Ελλάδα. Έως την ώρα τουλάχιστο που ο ξένος τουρισμός έδειξε στους πατριώτες μου οδηγούς τους κινδύνους τούτης της καλοπροαίρετης συμπεριφοράς. Ίσως πρέπει να είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί στις συγκρίσεις μας, γιατί τους άλλους τους βλέπουμε «απ’ έξω», ενώ τους δικούς μας τους γνωρίζουμε «από μέσα».
Ε. Π. Παπανούτσος, «Τα μέτρα της εποχής μας» εκδ. Φιλιππότης
Η θέση του πρώτου συνομιλητή είναι ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν κοινωνική αγωγή και ότι αυτό το συμπεραίνει από τους τρόπους τους. Στη συνέχεια βασίζεται στην παραδοχή ότι ο χαρακτήρας ενός λαού φαίνεται από τον τρόπο που οδηγεί το αυτοκίνητο. Αναφέρεται σε διάφορα παραδείγματα που δείχνουν ότι οι Έλληνες οδηγούν άτακτα, ασυνάρτητα, εγωιστικά και υπερφίαλα. Με τον τρόπο αυτό οδηγείται επαγωγικά, μέσα από τα παραδείγματα, στο γενικευτικό συμπέρασμα ότι όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως μόρφωσης, κοινωνικής προέλευσης, ηλικίας και φύλου, είναι κακοί οδηγοί.
- Με ποια αντεπιχειρήματα αντικρούει ο δεύτερος συνομιλητής την παραπάνω γενίκευση; Ο δεύτερος συνομιλητής επισημαίνει πως: α) η όλη τοποθέτηση του πρώτου ομιλητή αποτελεί μια άδικη γενίκευση, η οποία βασίζεται στη συμπεριφορά μιας ορισμένης τάξης ανθρώπων που κακώς έχουν αποκτήσει όχημα και το μεταχειρίζονται με λανθασμένο τρόπο, β) η ευθύνη βαρύνει κυρίως τους νέους σε ηλικία άνδρες -και λιγότερο τις γυναίκες- που διακρίνονται για την αναίδεια και την απερίσκεπτη τολμηρότητά τους και γ) υπάρχουν, επίσης, ορισμένοι που παρασύρονται από το κακό παράδειγμα αυτών, είτε διότι δεν σκέφτονται τις συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς είτε επειδή υποτίθεται πως βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους.
- Με ποια επιπλέον επιχειρήματα υποστηρίζει ο δεύτερος συνομιλητής τους Έλληνες; Τονίζει αφενός ότι υπάρχουν πολλοί συνετοί άνθρωποι που επιτιμούν εκείνους που οδηγούν τόσο επικίνδυνα και που προσπαθούν να τους επαναφέρουν στην τάξη, κι αφετέρου αναφέρεται στην ευθύνη που έχει η πολιτεία σε σχέση μ’ αυτό το φαινόμενο, αφού δεν αφαιρεί, για παραδειγματισμό, την άδεια όσων οδηγούν επικίνδυνα. Επιπλέον, καταγράφει το γεγονός ότι κάποιοι παρασύρονται από την ίδια τη δυνατότητα που τους παρέχει το αυτοκίνητο για την ανάπτυξη της ταχύτητας, και πως άρα, έχουν ευθύνη και οι ίδιες οι αυτοκινητοβιομηχανίες που, για λόγους ανταγωνισμού, κατασκευάζουν ολοένα και πιο γρήγορα αυτοκίνητα.
- Σε ποια συμπεράσματα καταλήγει από τη σύγκριση της συμπεριφοράς των Ελλήνων με τους άλλους λαούς; Ο δεύτερος ομιλητής, αφού πρώτα υπενθυμίζει πως στο εξωτερικό είχαν από πολύ παλαιότερα στη διάθεσή τους τα αυτοκίνητα, και άρα, περισσότερο χρόνο για να εκτονώσουν τις όποιες εντάσεις τους και να κατανοήσουν έτσι καλύτερα τους σχετικούς κινδύνους, παρουσιάζει τα εξής συμπεράσματα: α) σε καμία χώρα του εξωτερικού οι άνθρωποι δεν είναι τόσο πρόθυμοι όσο στην Ελλάδα να βοηθήσουν κουρασμένους πεζούς μεταφέροντας τους με το αυτοκίνητό τους, όπως και να μεταφέρουν στο νοσοκομείο θύματα τροχαίων -συμπεριφορά που παρέμεινε ανόθευτη, μέχρι να γνωρίσουν λόγω της προσέλευσης των τουριστών τους κινδύνους που κρύβει η προθυμία να επιβιβάσεις κάποιον άγνωστο στο αυτοκίνητό σου-, και β) πως θα ήταν πιο συνετό να αποφεύγονται τέτοιες συγκρίσεις αφού τους ανθρώπους των ξένων χωρών τους γνωρίζουμε ως παρατηρητές και μόνο, χωρίς να έχουμε πραγματική και βαθιά γνώση για τη συμπεριφορά τους, όπως έχουμε για τους ανθρώπους της δικής μας χώρας.
- Ποιος από τους δύο συνομιλητές είναι πιο πειστικός και γιατί; Ο δεύτερος συνομιλητής είναι πιο πειστικός διότι φροντίζει να προσεγγίσει το εξεταζόμενο θέμα πιο προσεκτικά και να επισημάνει διάφορες πτυχές και πιθανές αιτίες. Έτσι, ενώ ο πρώτος οδηγείται επαγωγικά σε μια γενίκευση που παίρνει ως βάση τις μεμονωμένες περιπτώσεις, δημιουργώντας μια εντελώς αρνητική εικόνα για το σύνολο των Ελλήνων οδηγών, ο δεύτερος επιχειρεί πιο ψύχραιμα να δείξει πως η αρνητική αυτή συμπεριφορά αφορά ένα μικρό μόνο μέρος των Ελλήνων πολιτών.
Α΄ άποψη: Μια θλιβερή διαπίστωση για τη συμπεριφορά του σύγχρονου Έλληνα είναι η προφανής έλλειψη εργατικότητας που τον διακρίνει. Όπου κι αν πάει κανείς, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, συναντά πλήθος ανθρώπων να πίνουν αμέριμνοι τον καφέ τους ή να στέκουν αργόσχολοι σαν να μην έχουν καμία απολύτως απασχόληση ή ενασχόληση. Κύρια έγνοια τους είναι το που θα συνεχίσουν τη διασκέδασή τους και, φυσικά, το πώς θα καταφέρουν να βρουν μια θέση εργασίας στο δημόσιο, ώστε να έχουν μια σίγουρη και ελάχιστα κοπιαστική εργασία. Σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία κι αν βρεθείς, άλλωστε, μπορείς εύκολα να διαπιστώσεις την αναποτελεσματικότητα και τη βραδυκινησία των δημοσίων υπαλλήλων, που, κατά πώς φαίνεται, αποτελούν το πρότυπο όλων των υπόλοιπων Ελλήνων. Δημόσιες υπηρεσίες χωρίς αντικείμενο με άφθονους υπαλλήλους, που δεν παρουσιάζονται καν στο χώρο της εργασίας τους, αγενείς δημόσιοι υπάλληλοι που αντιμετωπίζουν ως ενόχληση οποιαδήποτε συναλλαγή με τους πολίτες∙ και, φυσικά, με κύρια δική τους έγνοια το πότε είναι το επόμενο τριήμερο -χάρη σε κάποια από τις πολλές αργίες-, για να οργανώσουν την επόμενη εξόρμησή τους. Κι από την άλλη, νέοι άνθρωποι που δεν έχουν εργασία να δυσανασχετούν στη σκέψη και μόνο κάποιας χειρωνακτικής απασχόλησης, θεωρώντας πως οτιδήποτε δεν τους διασφαλίζει την ξεκούραση ενός γραφείου, δεν είναι ανάλογο των «υψηλών» ικανοτήτων τους.
Β΄ άποψη: Ακόμη κι αν γίνει δεκτό πως υπάρχουν ορισμένοι φυγόπονοι που εκμεταλλευόμενοι καταστάσεις είναι ελάχιστα αποδοτικοί, αυτοί αποτελούν ένα μικρό μόνο ποσοστό που αδίκως στιγματίζει και όλους τους υπόλοιπους. Επιπλέον, το αν υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θεωρούν το δημόσιο ως καλύτερη επιλογή αυτό δεν έχει να κάνει με την ελλιπή εργατικότητά τους, αλλά με τις δεινές συνθήκες που επικρατούν στον ιδιωτικό τομέα. Αδήλωτη εργασία, εξοντωτικά χαμηλές αμοιβές, συνεχείς απλήρωτες υπερωρίες, αδίστακτη εκμετάλλευση της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας είναι στοιχεία που συνθέτουν πολλές φορές την εικόνα του σύγχρονου ιδιωτικού τομέα. Οι νέοι άνθρωποι σαφώς και είναι εργατικοί και σαφώς έχουν κάθε πρόθεση να εργαστούν σκληρά για να επιτύχουν όσα επιθυμούν στη ζωή τους, ερχόμενοι όμως αντιμέτωποι μ’ ένα τέτοιο κλίμα αποθαρρύνονται. Η επιθυμία τους να βρουν εκείνο το χώρο εργασίας που θα τους διασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες και επαρκείς παροχές, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα εις βάρος τους, αφού είναι πλέον γνωστό σε όλους πως ακόμη και μια εργασία πλήρους ωραρίου δεν επαρκεί για να συντηρήσει ένας νέος άνθρωπος τον εαυτό του. Ο βασικός μισθός που παρέχεται τώρα πια, και με δεδομένο το γεγονός ότι οι τιμές όλων των αγαθών παραμένουν εξαιρετικά υψηλές, δεν αποτελεί επαρκές κίνητρο για τους νέους, αφού αισθάνονται πως ο κόπος τους δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα.
Σκοταδισμός: η τάση για αντίδραση σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και προόδου στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού, με σκόπιμη διατήρηση του λαού στην αμάθεια και την άγνοια.
Κοσμοπολιτισμός: θεωρία σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι κατ’ αρχήν πολίτης του κόσμου και δευτερευόντως μέλος ενός κράτους ή ενός έθνους / ο τρόπος ζωής του κοσμοπολίτη, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υπέρβαση των εθνικών παραδόσεων, ταξίδια σε διάφορες χώρες του κόσμου, απόκτηση εμπειριών και αφομοίωση επιρροών από πολλές και διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς.
Φαρισαϊσμός: η υποκριτική συμπεριφορά που ταιριάζει σε Φαρισαίο, σε άτομο, δηλαδή, που εμμένει στην τήρηση των τύπων αδιαφορώντας για την ουσία. [Φαρισαίος: μέλος ιουδαϊκής θεοκρατικής μερίδας, που επιδίωκε την πιστή τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου και στην Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται από υποκριτική θεοσέβεια.
Πλουραλισμός: η αρχή κατά την οποία άνθρωποι διαφορετικών φυλών, θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων κ.λπ. μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά σε μια κοινωνία, διατηρώντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους / η δυνατότητα να εκφράζονται όλες οι απόψεις ελεύθερα σχετικά με ένα ζήτημα.
Λαϊκισμός: η ιδέα σύμφωνα με την οποία οι επιθυμίες και οι πεποιθήσεις των λαϊκών μαζών αποτελούν βάσιμο οδηγό πολιτικής δράσης / (κακόσημο) ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που ευχαριστούν τον λαό (και γενικότερα τους πολλούς), χωρίς όμως και να τον ωφελούν, με σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του.
Κυνισμός: λόγος, πράξη ή συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από ωμή ειλικρίνεια, απουσία σεβασμού στους τύπους και στα κοινώς αποδεκτά, από περιφρόνηση των συμβατικών κοινωνικών κανόνων.
Νεποτισμός: η οικογενειοκρατία, η πρακτική, δηλαδή, να τοποθετούνται από αυτούς που έχουν εξουσία συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα σε ανώτερες θέσεις και σε ανώτερα αξιώματα.
Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός, ένα δίπολο (του Νίκου Μουζέλη)
Με την ένταση της οικονομικής κρίσης αναπτύσσεται ραγδαία ένας ακραίος, αμυντικός εθνικισμός και στον δημόσιο χώρο και σε αυτόν της πολιτικής πρακτικής. Λόγω αυτού αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες του εθνικισμού, του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού- έννοιες που παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαμάχες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας. Ο εθνικισμός, στην κλασική εκδοχή του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος-έθνος- όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Το κράτος-έθνος κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό που ήταν αδιανόητος σε προνεωτερικές εποχές, κατόρθωσε δηλαδή να κινητοποιήσει και να εντάξει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας στο εθνικό κέντρο. Αυτό σήμαινε τη σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και τη συγκέντρωση στα χέρια εθνικών ελίτ όχι μόνο των μέσων οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας. Σήμαινε με άλλα λόγια τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο. Σήμαινε τέλος ένα πέρασμα από την ταύτιση του ατόμου με την τοπική κοινότητα στην ταύτιση με τη «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους (Ρ. Αnderson). Ετσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η τοπική ταυτότητα ήταν συχνά ισχυρότερη της εθνικής. Σταδιακά όμως η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης. Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, πριν από την Επανάσταση του 1821 η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική (βασιζόταν στη θρησκεία και στη συνέχεια της γλώσσας) και τοπικιστική (το υποκείμενο ταυτιζόταν με την κοινότητά του και όχι με το οθωμανικό κράτος). Με το όραμα ενός ελληνικού κράτους, την ίδρυσή του και την εδραίωσή του περνάμε από το εθνοτικό στο εθνικό. Από το τοπικό στο υπερτοπικό.
Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Αξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων. Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Ετσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas). Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.
Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης. Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Ετσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων. Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Ετσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη. Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Εχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ. Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Οσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...