Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑΣ
Η κοινωνία του Φραγκικού Κράτους ήταν μια κοινωνία κυρίως αγροτική. Τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού αποτελούσαν οι αγρότες. Οι συνθήκες ανασφάλειας που κυριαρχούσαν την εποχή των Μεροβιγγείων στην Ευρώπη οδήγησαν τους αδύναμους να αναζητήσουν την προστασία των ισχυρών, δηλαδή των αρχόντων.
Έτσι οι διάφορες κοινωνικές ομάδες συνδέθηκαν μεταξύ τους με δεσμούς εξάρτησης. Οι ιεραρχικά ανώτεροι άρχοντες παραχωρούσαν σε άλλους ευνοούμενους υποτελείς τους (βασάλους) εκτάσεις γης, για τις οποίες απαιτούσαν ως αντάλλαγμα πίστη, υποτέλεια και διάφορες υπηρεσίες, ενώ ανέλαβαν την υποχρέωση να τους παρέχουν προστασία και κάθε είδους βοήθεια. Η γη που παραχωρούνταν ονομαζόταν φέουδο και από τη λέξη αυτή ολόκληρη η ευρωπαϊκή μεσαιωνική κοινωνία αποκλήθηκε φεουδαρχική και οι άρχοντές της φεουδάρχες. Η επίσημη αναγνώριση ενός άρχοντα ως υποτελούς ενός άλλου ισχυρότερου άρχοντα γινόταν με τη λεγόμενη τελετή της περιβολής. Η παραμέληση των υποχρεώσεων εκ μέρους των υποτελών συνεπαγόταν την αφαίρεση του φέουδου.
Ο όρκος πίστης και υποταγής (Homagium). Ο υποτελής βάζει τα όνο χέρια του στα χέρια του φεουδάρχη. Από μια τελετή περιβολής. Μικρογραφία τον 13ου αι. Αρχεία Διαμερίσματος Ανατολικών Πυρηναίων. Perpignan.
ΠΗΓΗ
"Στα μέσα του Απριλίου, μια Πέμπτη (του έτους 1127) δόθηκε όρκος υποταγής στον κόμη της Φλάνδρας, ως έκφραση σεβασμού και πίστης, με την τάξη που θα ιστορήσουμε στη συνέχεια. Πρώτα έκαναν όρκο έτσι: ο κόμης ρωτούσε τον μέλλοντα υποτελή αν θέλει ανεπιφύλακτα να γίνει ακόλουθος του και εκείνος απαντούσε "θέλω". Ύστερα αδελφώνονταν μ' έναν ασπασμό ενώ ο υποτελής είχε βάλει τα χέρια του στα χέρια του κόμη. Σ' ένα δεύτερο στάδιο ο υποτελής έταζε αφοσίωση στον τελετάρχη του κόμη μ' αυτά τα λόγια: "Ορκίζομαι στην πίστη μου ότι από αυτή τη στιγμή θα είμαι πιστός στον κόμη Γουλιέλμο και θα κρατήσω τον όρκο μου σε κάθε περίσταση, με καλή πίστη και χωρίς δόλο". Σ' ένα τρίτο στάδιο ο υποτελής ορκιζόταν το ίδιο στα ιερά λείψανα των αγίων. Μετά το μέρος αυτό της τελετής ο κόμης με τη ράβδο, που κρατούσε στα χέρια του, έκανε τη βεβαίωση της περιβολής του αξιώματος σε όλους εκείνους που έταξαν σ' αυτόν πίστη και σεβασμό και πήραν όρκο, με τον τρόπο που ιστορήσαμε".
(Απόσπασμα από το έργο του χρονογράφου Galbert de Bruges, Ιστορία του φόνου του Καρόλου του Καλού, κόμη της Φλάνδρας).
Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας βρισκόταν ο βασιλιάς. Οι άμεσοι υποτελείς του (κομήτες, βαρώνοι, μαρκήσιοι κ.ά), που ήταν συγχρόνως και φεουδάρχες, αποτελούσαν την αριστοκρατία. Από αυτούς εξαρτιόνταν οι κατώτεροι υποτελείς, οι οποίοι έπαιρναν επίσης γαίες ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Κάτοχοι φέουδων μπορούσαν να είναι και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες. Το υπόλοιπο τμήμα της κοινωνικής πυραμίδας συγκροτούσαν οι ελεύθεροι γεωργοί, που ήταν μικροϊδιοκτήτες, οι πάροικοι που αποτελούσαν την πλειονότητα των αγροτών και απολάμβαναν μια περιορισμένη ελευθερία, η οποία κατά τόπους παρουσίαζε διαβαθμίσεις (ήταν δεμένοι με τη γη, κατέβαλλαν τέλη στο φεουδάρχη της περιοχής και δεν μπορούσαν χωρίς την άδειά του να νυμφευθούν) και, τέλος, οι δούλοι που χαρακτηρίζονταν από νομική άποψη ως κινητά αντικείμενα.
Το σύστημα της φεουδαρχίας αναπτύχθηκε στη διάρκεια του 8ου αιώνα, μετά την κατάρρευση της δυναστείας των Μεροβιγγείων. Σταθμό στη διαμόρφωση του συστήματος αποτέλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του Καρλομάγνου. Ο στρατός, τον οποίο παλαιότερα αποτελούσαν ελεύθεροι αγρότες υπό την ηγεσία του αυτοκράτορα, αλλάζει χαρακτήρα, γίνεται φεουδαρχικός, Τίθεται, δηλαδή, υπό την ηγεσία των φεουδαρχών, καθένας από τους οποίους συμμετέχει με τους υποτελείς του και τον οπλισμό τους. Τη δυνατότητα αυτή αποκτούν οι φεουδάρχες χάρη στην οικονομική και πολιτική δύναμη που σε τοπικό επίπεδο τους εξασφαλίζει το φέουδο. Ανάλογα αποτελέσματα είχε η διοικητική μεταρρύθμιση του Καρόλου, διότι στους βασιλικούς αξιωματούχους παραχωρούνταν γαίες. Οι τρεις αυτές λειτουργίες της φεουδαρχίας (στρατιωτική, οικονομικοκοινωνική και πολιτική) αναπτύχθηκαν πλήρως στο κράτος του Καρόλου και στα κράτη που το διαδέχθηκαν. Ετσι, κατά τους δύο επόμενους αιώνες (10ο και 11ο), οπότε η διάλυση των κρατών των Καρολιδών και οι εχθρικές επιδρομές δημιούργησαν κλίμα ανασφάλειας και ενίσχυσαν την ανάγκη προστασίας των κατοίκων, το φεουδαρχικό σύστημα γενικεύθηκε.
Η γένεση των φεουδαρχικών σχέσεων στην Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα
Στη διάρκεια της φραγκικής περιόδου γεννήθηκαν οι φεουδαρχικές σχέσεις. Ο όρος «φεουδαρχία» έχει προκαλέσει αρκετές διχογνωμίες στο χώρο των μελετητών.
Χρησιμοποιείται από μαρξιστές ιστορικούς, καθώς και από ορισμένους υπέρμαχους του
καπιταλισμού όταν θέλουν να περιγράψουν οποιοδήποτε οικονομικό ή πολιτικό καθεστώς θεωρούν
αριστοκρατικό ή καταπιεστικό.
Ο όρος «φεουδαρχικές σχέσεις» φαίνεται προτιμότερος. Οι φεουδαρχικές σχέσεις αναπτύχθηκαν βαθμιαία. Γνωρίζουμε πολλά για τις
φεουδαρχικές σχέσεις της ύστερης μεροβίγγειας και της καρολίγγειας περιόδου, αλλά αργότερα
—μέχρι τον 11ο αιώνα και ιδίως μέχρι τον 12ο— οι πηγές είναι ελάχιστα διαφωτιστικές. Όταν
αρχίζει ξανά η τήρηση αρχείων, βλέπουμε ότι στην ενδιάμεση περίοδο οι φεουδαρχικοί δεσμοί
εξελίσσονταν διαρκώς σε πολλές αλλά όχι σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης.
Η υποτέλεια, ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα,
απέκτησε χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν από άλλους παρόμοιους δεσμούς. Ο υποτελής, το
εξαρτημένο μέρος, επιβαρυνόταν με τιμητικές υποχρεώσεις, κυρίως την παροχή στρατιωτικής
υπηρεσίας, που δεν υποβίβαζαν τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Στη γλώσσα των κειμένων
της εποχής, ήταν ένας «ελεύθερος άνθρωπος σε σχέση εξάρτησης». Δεν ήταν όλοι οι υποτελείς
κάτοχοι φέουδων.
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι άρχοντες συνέχισαν να συντηρούν στον
οίκο τους «οικόσιτους» ή «στεγασμένους» πολεμιστές. Θα ήταν ανακριβές να υποστηρίξουμε ότι
εκείνοι οι άνθρωποι συνδέονταν μέσω φεουδαρχικού δεσμού με τους κυρίους τους: ζούσαν κάτω
από την ίδια στέγη με αυτούς και δεν κατείχαν φέουδα. Το φέουδο ήταν ο «ιδιοκτησιακός» κρίκος
που συνένωνε τον υποτελή και τον άρχοντα.
Καθώς τα αξιώματα των κομήτων και των δουκών έγιναν κληρονομικά, οι δικαιοδοσίες που
συνόδευαν τον τίτλο τους κατέληξαν να συνδέονται με τα δικαιώματα ασυλίας που απολάμβαναν
στα φέουδά τους και τις ιδιόκτητες εκτάσεις τους. Στα τέλη του 9ου αιώνα πολλοί κόμητες είχαν
γίνει υποτελείς του βασιλιά και γι' αντάλλαγμα λάβαιναν και έγγεια φέουδα και βασιλικά αξιώματα.
Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο είχε ήδη αμβλυνθεί πριν από έναν τουλάχιστον αιώνα, καθώς
είχε επικρατήσει το έθιμο να κληροδοτούνται η γη και το αξίωμα στην ίδια οικογένεια. Όταν συνέβη
αυτό, η φεουδαρχική σχέση είχε πια προσλάβει νέα διάσταση, αφού τα εδαφικά αξιώματα στην
τοπική ηγεμονία αποτελούσαν μέρος του φέουδου.
Μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα η Γερμανία γνώριζε τους εδαφικούς άρχοντες,
αλλά ο όρος «υποτέλεια» ήταν σπάνιος και συνεπαγόταν κάποια υπηρετική εξάρτηση. Οι
περισσότερες γαίες ήταν ελεύθερες (allodia), δηλαδή δεν επιβαρύνονταν με φεουδαρχικές
υποχρεώσεις, ενώ τα αξιώματα που παραχωρούσαν οι βασιλιάδες δεν ταυτίζονταν με τα φέουδα.
Στην Ιταλία οι Καρολίγγειοι εισήγαγαν τους φεουδαρχικούς δεσμούς στη Λομβαρδία, που αργότερα
έγινε το νοτίως των Άλπεων ορμητήριο των αυτοκρατόρων.
Αφού οι Νορμανδοί κατέκτησαν τη νότια Ιταλία και τη Σικελία στα τέλη του 11ου αιώνα, εισήγαγαν μια επιφανειακή φεουδαρχία.
Επίσης συναντούμε φεουδαρχικούς δεσμούς στην Ισπανία και τη νοτιοδυτική Γαλλία, αλλά η
ομοιότητα με το φεουδαρχισμό του Λίγηρα-Ρήνου βρίσκεται περισσότερο στην ορολογία παρά
στους θεσμούς.
Ιδίως στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Λίγηρα και Ρήνου, όπου η
δύναμη τόσο των βασιλιάδων όσο και των αρχόντων ήταν μεγαλύτερη, ο δεσμός μεταξύ του
μονάρχη και των ισχυρότερων υπηκόων του πήρε τη μορφή φεουδαρχικής σχέσης, η οποία μέχρι
τον 9ο αιώνα συνέδεε τη διακυβέρνηση, τη στρατιωτική υπηρεσία και τη γαιοκατοχή.
Εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που προκάλεσαν οι εισβολές του 9ου αιώνα, οι τοπικοί άρχοντες στη
Γαλλία και τις Κάτω Χώρες ενίσχυσαν τη δύναμή τους αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την άμυνα των
περιοχών τους. Από τα τέλη του 9ου αιώνα ως τις αρχές του 11ου, οι τοπικοί άρχοντες διαφέντευαν
αυτές τις περιοχές, ενώ η άμεση παρέμβαση του βασιλιά ήταν περιορισμένη. Η εξουσία του βασιλιά
ήταν πιο ισχυρή στην Αγγλία και στη Γερμανία και, τουλάχιστον στην περίπτωση της Αγγλίας,
παρέμεινε ισχυρή σε όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου.
Οι πολιτικές δομές της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης στηρίζονται σε μια οικονομία που βασίζεται
ολοένα και περισσότερο στη γαιοκατοχή, παράλληλα όμως αναπτύσσεται και ένα εμπορικό
στοιχείο, του οποίου δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη σημασία. Αφού ανιχνεύσαμε την καθιέρωση
των σχέσεων κυριαρχίας και ελέγχου, μπορούμε τώρα να στραφούμε στις οικονομικές μεταβολές,
που η επιτάχυνσή τους υπονόμευσε τελικά αυτές τις σχέσεις.
Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η Μεσόγειος ταλαιπωρείται από τις επιδρομές των Σαρακηνών. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα παράλια για να καταφύγουν στα υψώματα». Η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο δεν είναι ασφαλής καθώς οι Άραβες κατακτούν τις Βαλεαρίδες, την Κορσική και την Σικελία, το 932 κατακτούν τη Γένοβα και φτάνουν μέχρι τους αυχένες των Άλπεων. Στη Βόρεια Θάλασσα και τον Ατλαντικό, οι σκανδιναβικές επιδρομές δημιουργούν κι εκεί ανασφάλεια. Οι Σκανδιναβοί λεηλατούν τα παράλια, εγκαθιστούν στρατόπεδα στις εκβολές των ποταμών και ανεβαίνοντας τους ποταμούς φτάνουν μέχρι και σε πολιορκίες πόλεων. Στα ανατολικά, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, οι Μαγυάροι, πιεζόμενοι από τους Πετσενέγκους Τούρκους, μετακινούνται δυτικά και εξαπολύουν φονικές και ληστρικές επιδρομές σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Είναι φανερό ότι οι συνθήκες στην Ευρώπη του 9 ου και 10ου αιώνα δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρ' όλα αυτά, ήδη από αυτήν την περίοδο παρατηρούνται ενδείξεις αναβίωσης του εμπορίου.
Οπωσδήποτε η γενικότερη ανασφάλεια στη Μεσόγειο (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη) δεν ευνόησε το εμπόριο. Το σχετικά περιορισμένο όμως εμπόριο με τις μουσουλμανικές μητροπόλεις
φαίνεται να επέδρασε ως μεταφορά (ή διατήρηση) «τεχνογνωσίας»: Όταν οι συνθήκες γίνανε πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξη του εμπορίου, οι έμποροι της Δύσης ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις δυνατότητες που τους έδινε η επιστροφή της ασφάλειας στους εμπορικούς δρόμους και να δώσουν μια πιο άμεση ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου δηλαδή το εμπόριο θα ήταν πολύ πιο περιορισμένο, θα χρειαζόταν λογικά περισσότερος χρόνος για μια αισθητή ανάκαμψη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού καθώς και η ανάκαμψη του εμπορίου αποτέλεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης των πόλεων από τον 11ο εώς τον 13ο αιώνα. Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάπτυξη, πολλές φορές μάλιστα διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Οι δύο αυτές αλλαγές όμως φαίνεται πως υπήρξαν απαραίτητες προϋποθέσεις για αυτήν την ανάπτυξη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού συνοδεύεται από ένα κύμα εκχερσώσεων, καθώς παρ' όλη τη βελτίωση των σοδειών υφίσταται η ανάγκη μεγαλύτερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οι εκχερσώσεις αποτελούν αρχικά μικρής έκτασης πρωτοβουλίες αγροτών, αργότερα όμως (τέλη 11ου αιώνα) ιδρύονται πολλές «νέες πόλεις» με προσχεδιασμένο τρόπο. Οι γαιοκτήμονες βλέπουν θετικά τις εκχερσώσεις, μια και τους αποφέρουν εισόδημα από εδάφη που μέχρι τότε δεν ήταν παραγωγικά. Έτσι, αρχικά ενθαρρύνουν τις εκχερσώσεις προσφέροντας ευνοϊκούς όρους χρήσης της γης (όπως σταθερό ενοίκιο) σε αυτούς που θα αναλάμβαναν να εκχερσώσουν ή να αποξηράνουν γη και μετά να την καλλιεργήσουν.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται και το μέγεθος των πόλεων, οι πόλεις αλληλεπιδρούν με το αγροτικό τους περιβάλλον. Οι εκχερσώσεις και η απόδοση γύρω από τις πόλεις αυξάνονται για να καλύψουν τις ανάγκες των πόλεων και οι πόλεις μεγαλώνουν μέσα στο ευνοϊκό για αυτές αγροτικό περιβάλλον, προσελκύοντας ταυτόχρονα και ανθρώπους από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι δηλαδή πλέον μόνο αίτιο ανάπτυξης των πόλεων, αλλά και αποτέλεσμα αυτής. Παρ' όλο λοιπόν που «...το τείχος μιας πόλης είναι σύνορο, και μάλιστα το πιο ισχυρό που γνώριζε εκείνη η εποχή», η πόλη και η ύπαιθρος γύρω της αναπτύσσονται παράλληλα, τόσο πληθυσμιακά όσο και οικονομικά, ανταλλάσσοντας προϊόντα, χρήμα και ανθρώπους.
Πέρα από τις αλλαγές που αποτέλεσαν την βάση και έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων, υπήρξαν και άλλοι επιμέρους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη συγκεκριμένων πόλεων. Λόγοι όπως η εγκατάσταση ενός μοναστηριού, η ανάγκη για ειρήνη και ασφάλεια, ή στρατηγικοί λόγοι, όπως ο γερμανικός εποικισμός που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων στα ανατολικά.
Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της τάξης που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των δραστηριοτήτων των σχετικών με το χρήμα. Οι έμποροι και οι τραπεζίτες αποκτούν οικονομική δύναμη και οι νέες δραστηριότητες απαιτούν ένα είδος διοίκησης που το μέχρι τότε φεουδαρχικό σύστημα, βασισμένο πάνω στην ιδιοκτησία της γης και σε μια αγροτική οικονομία με ελάχιστες συναλλαγές, αδυνατεί να προσφέρει.
Η νέα αυτή «αστική» τάξη δεν έρχεται σε άμεση αντίθεση με την φεουδαρχική χωροδεσποτεία και την αριστοκρατία, τους μέχρι τότε δηλαδή φορείς της εξουσίας. Είναι όμως αναγκαία μια μετατόπιση εξουσιών που θα εξυπηρετεί καλύτερα τις νέες λειτουργίες της πόλης. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο πολλές πόλεις να διεκδικούν και να αποσπούν λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Οι διεκδικήσεις αυτές σε πολλές πόλεις προέρχονται από μια ένωση κατοίκων δεμένων με όρκο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι πόλεις με τις πιο διευρυμένες ελευθερίες να αποκαλούνται «κοινότητες» ή «κομμούνες». Το γεγονός ότι σε πολλές πόλεις συμμετείχε στην κοινότητα ολόκληρος ο αστικός πληθυσμός, καθώς και κάποια μεμονωμένα βίαια επεισόδια όπως η περίπτωση του επισκόπου της Λαν, μπορούν εκ πρώτης όψεως να δώσουν την εντύπωση ότι την συγκεκριμένη περίοδο εκδηλώθηκε μια «επανάσταση των αστών».
Μια πιο προσεκτική ματιά όμως επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τελικά η αστική τάξη δεν έρχεται σε ρήξη με τις φεουδαρχικές δομές εξουσίας της υπαίθρου. Oι παλιοί φορείς της εξουσίας - επίσκοποι, εφημέριοι, κληρικοί των καθεδρικών ναών, μοναχοί, χωροδεσπότες, ιππότες, πρωτότοκοι γιοί ευγενών οικογενειών που μετανάστευσαν στην πόλη – συνυπάρχουν με τη νέα άρχουσα τάξη. Παράλληλα, υπάρχει μια ταξική διαστρωμάτωση που οφείλεται στις μεγάλες διαφορές της περιουσίας. Δίπλα στην αστική αριστοκρατία και στους πλούσιους μεγαλέμπορους αστούς, δημιουργείται μια «μεσοαστική» τάξη που αποτελείται από βιοτέχνες, μικρεμπόρους, γραφιάδες κ.α. Τεχνίτες και υπάλληλοι αποτελούν τον «κοσμάκη» (popolo minuto) και ακόμα πιο κάτω οι απόκληροι της αστικής κοινωνίας - ξεριζωμένοι αγρότες, δραπέτες, θύματα του λοιμού ή της ανασφάλειας κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι στις περισσότερες πόλεις κυριαρχούσε μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, η οποία δεν συγκρούεται με την παλιά αριστοκρατία για ν’ αποκτήσει προνόμια και ελευθερίες, αλλά συνεργάζεται με αυτή για τη διατήρησητης ισχύος στα χέρια των πλουσιότερων.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν η εξουσία, ακόμη και μετά την εμφάνιση του κοινοτικού κινήματος, παραμένει στα χέρια μιας ολιγαρχίας που προέρχεται από τη συνεργασία της αριστοκρατίας της γης και της νέας «αριστοκρατίας του χρήματος» και η οποία αποτελεί μέρος του φεουδαρχικού συστήματος χωρίς να έρχεται σε αντίθεση μαζί του. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει ένα σημείο που τραβάει την προσοχή και που προαναγγέλει τον ρόλο που θα παίξουν οι πόλεις αργότερα.
Η φεουδαρχία, ως σύστημα, έχει αγροτική βάση. Είναι ένα σύστημα κατοχής και εκμετάλλευσης γης. Το φέουδο είναι σχεδόν πάντα γη. Όπως είδαμε, η ανάπτυξη των πόλεων μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα λειτουργεί φεουδαρχικά, καθώς η ολιγαρχική εξουσία της νέας αστικής τάξης επεκτείνει την κυριαρχία της στις γύρω περιοχές. Ο Le Goff αναφέρει ότι το φεουδαρχικό σύστημα αποκλείει λίγο πολύ τον όρο της ιδιοκτησίας ως δικαίωμα χρήσης και κατάχρησης και με αυτήν την έννοια έρχεται σε αντίθεση με την εκχρηματισμένη οικονομία και το σύστημα της αστικής κατοχής, κυρίως όσον αφορά την κινητή περιουσία. Μπορεί λοιπόν οι πόλεις και η νέα αστική τάξη να μην έρχονται σε άμεση αντίθεση με το φεουδαρχικό σύστημα, η ύπαρξή του όμως θέτει νέα ζητήματα τα οποία θα παίξουν ρόλο στις αλλαγές που θα ακολουθήσουν αργότερα, προς το τέλος του Μεσαίωνα. Μακροπρόθεσμα, η αστική τάξη θα υπονομεύσει την φεουδαρχία. Αλλά κατά την περίοδο που εξετάζουμε, αυτό απέχει ακόμα πολύ. Η νέα άρχουσα τάξη των αστών ενσωματώνεται στο υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα, επιβάλλοντας την κυριαρχία της στη γύρω περιοχή και στους μικρούς χωροδεσπότες και υποκαθιστώντας στην πόλη την παραδοσιακή εξουσία του ηγεμόνα με μια ολιγαρχική εξουσία.
Η Ευρώπη στις αρχές του 11ου αιώνα εισέρχεται σε μια περίοδο σχετικής ειρήνης και ευημερίας. Η αναταραχή που προκάλεσαν οι εισβολείς του 9ου και 10ου αιώνα (Μαγυάροι, Άραβες, Νορμανδοί) έχει αρχίσει να καταλαγιάζει, καθώς οι εισβολείς είτε έχουν εγκατασταθεί είτε έχουν απωθηθεί.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του αριθμού των κατοίκων, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δημογραφική «έκρηξη». Η αύξηση αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ελλείψει των κατάλληλων πηγών, γίνεται όμως έμμεσα αισθητή μέσα από δεδομένα όπως από την πυκνότητα των νεκροπόλεων και από παρατηρήσεις που έγιναν σε κοιμητήρια όπου διαπιστώνεται η αύξηση του μέσου όρου ζωής. Yπάρχει αύξηση πληθυσμού από 23 εκατομμύρια το 950 σε 50 εκατομμύρια το 1300 (κάποια μεταγενέστερη μείωση κατά 19 εκατομμύρια που διαπιστούται οφείλεται στον λοιμό της πανώλης, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Ευρώπης).
Για τα αίτια της γενικά παρατηρούμενης δημογραφικής αύξησης υπάρχουν πολλές απόψεις:
1) H σχετική ηρεμία που ακολούθησε την ταραγμένη περίοδο των εισβολών περιόρισε τον αριθμό των θανάτων.
2) H σημαντική κλιματολογική μεταβολή που παρατηρήθηκε από τον 10ο αιώνα, η οποία είχε θετικά αποτελέσματα στην Δυτική Ευρώπη, όπως την άνοδο της στάθμης των υδάτων, βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και τακτική ηλιοφάνεια. Οι καλύτερες σοδειές που συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι πρόσκαιρες κλιματολογικές εκδηλώσεις (ξηρασία, πλημμύρες) συνεχίζουν να προκαλούν λιμούς.
3) H αύξηση της αγροτικής παραγωγής αποδόθηκε από ιστορικούς και στην τεχνολογική εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας (πετάλωμα και λαιμαριά για τα άλογα, ζυγοτράχηλος για τα βόδια, υδρόμυλος, εξέλιξη της μεταλλουργίας). Πολλές όμως από αυτές τις τεχνολογικές γνώσεις είχαν κατακτηθεί και πριν από τον 10ο αιώνα, ή ακόμα και από την αρχαιότητα, αλλά η χρήση τους δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη.
4) Η αυξανόμενη ζήτηση ήταν αυτή που ώθησε στη διάδοση και την εξέλιξη νέων τεχνικών. Συνεπώς, η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμα, αν όχι άμεσο, έμμεσο αίτιο της αύξησης του πληθυσμού. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε τη διαδικασία ανάδρασης που δημιουργείται υπό ευνοϊκές συνθήκες όπως η σχετική ειρήνη και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες: η αύξηση του πληθυσμού ωθεί σε αύξηση της παραγωγής με διάφορα μέσα (όπως οι εκχερσώσεις). Οι αλλαγές αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε νέα αύξηση του πληθυσμού, καθώς μεγαλύτερος πληθυσμός μπορεί να τραφεί ικανοποιητικά αλλά έχει και στη διάθεσή του περισσότερα μέσα (αλλά και ανάγκη) για αύξηση της παραγωγής.
Οι πόλεις γίνονται κέντρα εντατικής οικοδόμησης και συναλλαγών, κινητήριες δυνάμεις της παραγωγής. Παράγουν και θέτουν σε κυκλοφορία εμπορεύματα, διαδίδουν τεχνικές και νέες ιδέες. Αναλαμβάνουν τον κοινωνικοοικονομικό και πνευματικό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι μονές στον Πρώιμο Μεσαίωνα.
Αυτή την εποχή σημειώνεται πρόοδος του εμπορίου, αφού το αγροτικό πλεόνασμα διατίθεται στις πόλεις. Οι εμπορικές δραστηριότητες εμφανίζονται στα μέσα του 11ου αιώνα και αναπτύσσονται ιδιαίτερα στη διάρκεια του 12ου αιώνα. Πρόκειται για ένα εμπόριο με ευρεία ακτίνα δράσης. Αναπτύσσεται κατά μήκος των οδικών αξόνων που συνδέουν τα έσχατα σημεία της Χριστιανοσύνης, ενώ άλλοι δρόμοι κατευθύνονται προς τα μεγάλα μουσουλμανικά και βυζαντινά κέντρα της Μεσογείου.
Από τα τέλη του 12ου αιώνα αρχίζει να διαδίδεται ο θεσμός των εμποροπανηγύρεων, ιδιαίτερα στη Φλάνδρα και στη γαλλική Καμπανία. Προικισμένες με προνόμια, οι εμποροπανηγύρεις αποτελούν στην ουσία μια διαρκή αγορά, όπου δεν προσφέρονται μόνο εμπορεύματα, αλλά γίνονται και ανταλλαγές νομισμάτων από ειδικευμένους αργυραμοιβούς-τραπεζίτες και χορηγούνται πιστώσεις κυρίως από εβραίους επιχειρηματίες και από τις πλούσιες μονές. Είναι οι πρώτες εκδηλώσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μεγάλα εμπορικά κέντρα είναι οι ιταλικές ναυτικές πόλεις, ενώ στο Βορρά ακμάζουν η Μπρυζ και η Βρέμη. Πρωταγωνιστούν εβραίοι και χριστιανοί έμποροι από τη Βενετία και την Πράγα, οι οποίοι διακινούν κυρίως δούλους, προϊόντα πολυτελείας και καταναλωτικά αγαθά (γούνες, μπαχαρικά, χρωματιστά υφάσματα της Φλάνδρας, αλάτι, ξύλο, σίδηρος, σιτάρι κ.ά.). Για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στην ξηρά χρησιμοποιούνται μεγάλες τετράτροχες άμαξες ή καραβάνια ημιόνων.
Στη θάλασσα το εμπόριο διεξάγεται με γαλέρες και κόγκες (τύπος πλοίων του Βορρά)· ας σημειωθεί ότι περί το 1200 καθιερώνεται η χρήση της πυξίδας και του πρυμναίου πηδαλίου.
Στον μεσογειακό κόσμο, και ιδιαίτερα στη Βενετία και στη Γένουα, γενικεύεται από το 12ο αιώνα η πρακτική της συγκρότησης ναυτικών εταιρειών, που επενδύουν στο θαλάσσιο εμπόριο, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Όπως προαναφέρθηκε, η ανώτερη αριστοκρατία προέρχεται από άμεσους υποτελείς του βασιλιά, τους ευγενείς της καρολίδειας εποχής. Από τον 11ο αιώνα επεκτείνεται το σύστημα της υποτέλειας και, εκτός από τους παλαιούς κληρονομικούς φεουδάρχες, δημιουργείται μια νέα κατηγορία κατώτερων υποτελών, την πλειονότητα των οποίων αποτελούσαν οι ιππότες. Οι ιππότες έφεραν βαριά και ακριβή πανοπλία.
Η πολεμική τέχνη του ιππότη προϋπέθετε σκληρή εκπαίδευση από την παιδική του ηλικία. Στα 12 ή 14 χρόνια του ο ιππότης έπαιρνε το χρίσμα στο πλαίσιο ειδικής τελετής, με την οποία συνειδητοποιούσε ότι ως ιππότης δεν είχε μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις, όπως το να υπερασπίζεται την πίστη και τη δικαιοσύνη, να βοηθά τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους.
Οι ιππότες αποτελούσαν εξαρχής μία τάξη σχετικά ανοιχτή σε τολμηρούς τυχοδιώκτες, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι και συγκέντρωναν ορισμένες οικονομικές προϋποθέσεις. Έτσι οι πρωτότοκοι, που κληρονομούσαν την πατρική περιουσία, πύκνωναν τις τάξεις των ιπποτών, οι οποίοι περιφέρονταν αναζητώντας την τύχη τους ή συμμετείχαν στις χριστιανικές εκστρατείες, ενώ οι αποκλειόμενοι από την πατρική περιουσία γίνονταν δεκτοί στην Εκκλησία ή στις μονές.
Έντονη κινητικότητα παρατηρείται και στην αγροτική τάξη. Η θέση των αγροτών βελτιώνεται σημαντικά και πολλοί από αυτούς μεταπηδούν στην τάξη των ιπποτών. Μερικές φορές απελευθερώνονται ολόκληρες αγροτικές κοινότητες. Συνήθως όμως οι αγρότες αποκτούν την ελευθερία τους δραπετεύοντας στις πόλεις ή σε άλλες αγροτικές περιοχές, τις οποίες εποίκιζαν και εκχέρσωναν.
Οι ομάδες που ασχολούνται με το εμπόριο και τη βιοτεχνία αποκτούν στη διάρκεια του 11ου αι. ελευθερίες και προνόμια και συνήθως συμμαχούν με τα κατώτερα στρώματα της αριστοκρατίας εναντίον των ισχυρών φεουδαρχών. Έτσι στα τέλη του 12ου αιώνα εμφανίζεται μία νέα κοινωνία, των αστών με διαφορετική δομή, που αντιπαρατίθεται, με τη δραστηριότητά της και την κοινωνική και πολιτική οργάνωσή της, στην κοινωνική διάρθρωση της φεουδαρχικής υπαίθρου.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού καθώς και η ανάκαμψη του εμπορίου αποτέλεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης των πόλεων από τον 11ο εώς τον 13ο αιώνα. Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάπτυξη, πολλές φορές μάλιστα διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Οι δύο αυτές αλλαγές όμως φαίνεται πως υπήρξαν απαραίτητες προϋποθέσεις για αυτήν την ανάπτυξη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού συνοδεύεται από ένα κύμα εκχερσώσεων, καθώς παρ' όλη τη βελτίωση των σοδειών υφίσταται η ανάγκη μεγαλύτερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οι εκχερσώσεις αποτελούν αρχικά μικρής έκτασης πρωτοβουλίες αγροτών, αργότερα όμως (τέλη 11ου αιώνα) ιδρύονται πολλές «νέες πόλεις» με προσχεδιασμένο τρόπο. Οι γαιοκτήμονες βλέπουν θετικά τις εκχερσώσεις, μια και τους αποφέρουν εισόδημα από εδάφη που μέχρι τότε δεν ήταν παραγωγικά. Έτσι, αρχικά ενθαρρύνουν τις εκχερσώσεις προσφέροντας ευνοϊκούς όρους χρήσης της γης (όπως σταθερό ενοίκιο) σε αυτούς που θα αναλάμβαναν να εκχερσώσουν ή να αποξηράνουν γη και μετά να την καλλιεργήσουν.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται και το μέγεθος των πόλεων, οι πόλεις αλληλεπιδρούν με το αγροτικό τους περιβάλλον. Οι εκχερσώσεις και η απόδοση γύρω από τις πόλεις αυξάνονται για να καλύψουν τις ανάγκες των πόλεων και οι πόλεις μεγαλώνουν μέσα στο ευνοϊκό για αυτές αγροτικό περιβάλλον, προσελκύοντας ταυτόχρονα και ανθρώπους από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι δηλαδή πλέον μόνο αίτιο ανάπτυξης των πόλεων, αλλά και αποτέλεσμα αυτής. Παρ' όλο λοιπόν που «...το τείχος μιας πόλης είναι σύνορο, και μάλιστα το πιο ισχυρό που γνώριζε εκείνη η εποχή», η πόλη και η ύπαιθρος γύρω της αναπτύσσονται παράλληλα, τόσο πληθυσμιακά όσο και οικονομικά, ανταλλάσσοντας προϊόντα, χρήμα και ανθρώπους.
Πέρα από τις αλλαγές που αποτέλεσαν την βάση και έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων, υπήρξαν και άλλοι επιμέρους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη συγκεκριμένων πόλεων. Λόγοι όπως η εγκατάσταση ενός μοναστηριού, η ανάγκη για ειρήνη και ασφάλεια, ή στρατηγικοί λόγοι, όπως ο γερμανικός εποικισμός που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων στα ανατολικά.
Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της τάξης που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των δραστηριοτήτων των σχετικών με το χρήμα. Οι έμποροι και οι τραπεζίτες αποκτούν οικονομική δύναμη και οι νέες δραστηριότητες απαιτούν ένα είδος διοίκησης που το μέχρι τότε φεουδαρχικό σύστημα, βασισμένο πάνω στην ιδιοκτησία της γης και σε μια αγροτική οικονομία με ελάχιστες συναλλαγές, αδυνατεί να προσφέρει.
Η νέα αυτή «αστική» τάξη δεν έρχεται σε άμεση αντίθεση με την φεουδαρχική χωροδεσποτεία και την αριστοκρατία, τους μέχρι τότε δηλαδή φορείς της εξουσίας. Είναι όμως αναγκαία μια μετατόπιση εξουσιών που θα εξυπηρετεί καλύτερα τις νέες λειτουργίες της πόλης. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο πολλές πόλεις να διεκδικούν και να αποσπούν λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Οι διεκδικήσεις αυτές σε πολλές πόλεις προέρχονται από μια ένωση κατοίκων δεμένων με όρκο.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πόλεις με τις πιο διευρυμένες ελευθερίες να αποκαλούνται «κοινότητες» ή «κομμούνες». Το γεγονός ότι σε πολλές πόλεις συμμετείχε στην κοινότητα ολόκληρος ο αστικός πληθυσμός, καθώς και κάποια μεμονωμένα βίαια επεισόδια όπως η περίπτωση του επισκόπου της Λαν, μπορούν εκ πρώτης όψεως να δώσουν την εντύπωση ότι την συγκεκριμένη περίοδο εκδηλώθηκε μια «επανάσταση των αστών».
Μια πιο προσεκτική ματιά όμως επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τελικά η αστική τάξη δεν έρχεται σε ρήξη με τις φεουδαρχικές δομές εξουσίας της υπαίθρου. Oι παλιοί φορείς της εξουσίας - επίσκοποι, εφημέριοι, κληρικοί των καθεδρικών ναών, μοναχοί, χωροδεσπότες, ιππότες, πρωτότοκοι γιοί ευγενών οικογενειών που μετανάστευσαν στην πόλη – συνυπάρχουν με τη νέα άρχουσα τάξη. Παράλληλα, υπάρχει μια ταξική διαστρωμάτωση που οφείλεται στις μεγάλες διαφορές της περιουσίας. Δίπλα στην αστική αριστοκρατία και στους πλούσιους μεγαλέμπορους αστούς, δημιουργείται μια «μεσοαστική» τάξη που αποτελείται από βιοτέχνες, μικρεμπόρους, γραφιάδες κ.α.
Τεχνίτες και υπάλληλοι αποτελούν τον «κοσμάκη» (popolo minuto) και ακόμα πιο κάτω οι απόκληροι της αστικής κοινωνίας - ξεριζωμένοι αγρότες, δραπέτες, θύματα του λοιμού ή της ανασφάλειας κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι στις περισσότερες πόλεις κυριαρχούσε μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, η οποία δεν συγκρούεται με την παλιά αριστοκρατία για ν’ αποκτήσει προνόμια και ελευθερίες, αλλά συνεργάζεται με αυτή για τη διατήρησητης ισχύος στα χέρια των πλουσιότερων.
Η πάλη μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους για την κυριαρχία του κόσμου συνδέεται στενά με τη μεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας, που ανέλαβε ο πάπας Γρηγόριος Ζ' (1073-1085). Η μεταρρύθμιση αυτή απέβλεπε στην κατάργηση της σιμωνείας (εξαγοράς αξιωμάτων), στην επιβολή της αγαμίας του κλήρου και, κυρίως, στην απαγόρευση της περιβολής, δηλαδή του διορισμού των επισκόπων από τον αυτοκράτορα. Η πρώτη φάση αυτού του αγώνα ονομάστηκε για το λόγο αυτό διαμάχη για την περιβολή. Η διαμάχη άρχισε το 1075 με μία παπική γνωμοδότηση (Dictatus Ραpae), που καθόριζε τις βασικές αρχές της παπικής κυριαρχίας.
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ' απάντησε με τη σύνοδο της Βορμς (1076), η οποία χαρακτήρισε τον πάπα ως ψευδομοναχό και αρπακτικό λύκο. Ο πάπας με τη σειρά του αναθεμάτισε τον αυτοκράτορα, του αφαίρεσε κάθε εξουσία στη Γερμανία και την Ιταλία και απαγόρευε στους πιστούς να υπακούουν στις εντολές του. Οι περισσότεροι Γερμανοί ηγεμόνες εκμεταλλεύθηκαν τον αναθεματισμό, για να ενισχύσουν τη δύναμή τους εξέλεξαν δικό τους βασιλιά και προσκάλεσαν τον πάπα στη Γερμανία. Λέγεται ότι ο Ερρίκος αναγκάστηκε τότε να υποκύψει και να ταπεινωθεί μπροστά στον πάπα, στο φρούριο Κανόσσα (1077).
Η σύγκρουση συνεχίστηκε από τον ίδιο τον Ερρίκο και τους διαδόχους του με αναθέματα, στρατιωτικά και άλλα μέτρα. Η φάση αυτή τερματίστηκε με τη συμφωνία της Βόρμς (1122), που αποτελούσε πρακτικά νίκη της Εκκλησίας, αφού διαχώριζε τις σφαίρες της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Η δύναμη της Εκκλησίας πάντως εκδηλώθηκε κυρίως με τις Σταυροφορίες.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΓΙΑ ΤΗ "ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ"):
Tο βυζαντινό κράτος παρουσιάζει ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές με το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα. Tα βασικά φεουδαλιστικά στοιχεία του Bυζαντίου είναι η κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας στη γη με τη συνακόλουθη δύναμή της σε όλους τους τομείς, καθώς και η υποχρέωση παροχής υπηρεσίας για την κατοχή πρόνοιας. Διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι στο ύστερο βυζαντινό κράτος συνέχισαν να επιβιώνουν, έστω και σε μικρό βαθμό, οι μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές της γης. Στο βυζαντινό σύστημα υπήρχαν οι αγγαρείες σε πολύ περιορισμένο βαθμό σε σχέση με τη δυτική φεουδαρχία, όπου ένα μεγάλο μέρος της καλλιέργειας στηριζόταν σε αυτές.
Σε πολύ γενικές γραμμές θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα δυτικά φέουδα ήταν μικρά κρατίδια, σχεδόν ανεξάρτητα, με τη δική τους διοίκηση, νόμους, δικαστική εξουσία, οικονομική ζωή και πολλές φορές και νόμισμα. O δυτικός ηγεμόνας ζούσε στο κάστρο από όπου διοικούσε. Aντίθετα, στο Bυζάντιο συνέχισε να υπάρχει συγκροτημένη κεντρική διοίκηση μέχρι το τέλος παρ' όλες τις προσπάθειες αυτοδιοίκησης και κατακερματισμού της εξουσίας στην τελευταία περίοδο, ενώ ο μεγαλογαιοκτήμονας πολύ συχνά κατοικούσε στην πόλη. Oι βυζαντινοί υπήκοοι μάλιστα δεν έδιναν όρκο υποτέλειας όπως στη Δύση. H ύπαρξη εξάλλου αστικής τάξης και εμπορικής δραστηριότητας στο Βυζάντιο αποτελούν μια άλλη βασική διαφορά με τη δυτική φεουδαρχία.
Συμπερασματικά, παρόλο λοιπόν που ορισμένα στοιχεία στο Bυζάντιο συνέπιπταν με αντίστοιχα της δυτικής φεουδαρχίας στο σύνολο τους οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί του Bυζαντίου ποτέ δεν αποτέλεσαν φεουδαρχικό σύστημα δυτικού τύπου. Eίναι έτσι καλύτερα να γίνεται λόγος μόνο για φεουδαρχικά χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν στο βυζαντινό κράτος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου