Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ- ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ" ΚΑΙ ΠΡΩΤΟ ΣΧΙΣΜΑ

Το 717 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741).
ο Λέων Γ', αφού αντιμετώπισε την επίθεση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη (717-718) θέλησε να απλώσει το αυτοκρατορικό του χέρι στην εκκλησιαστική περιουσία. Ως συνεργούς του είχε την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τις μεγάλες γαιοκτητικές στρατιωτικές οικογένειες της Μ. Ασίας, όσους δηλ. τον είχαν βοηθήσει στην άνοδό του στην εξουσία και θα ωφελούνταν από την οικειοποίηση των θησαυρών και των κτημάτων των εκκλησιών. Η σθεναρή αντίσταση της Εκκλησίας, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Επισκόπων, μοναχών, αλλά και του απλού πιστού λαού, δεν επέτρεψαν την άμεση εφαρμογή των μέτρων. Γι' αυτό ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του συνέλαβαν ένα έμμεσο σχέδιο για τον διχασμό της Εκκλησίας και την ευκολότερη καθυπόταξή της. Το 726 μ.Χ. ο Λέοντας εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαγόρευσε την προσκύνηση των ιερών εικόνων, διέταξε την άμεση αποκαθήλωσή τους από τους ναούς, την καταστροφή τους και επέβαλε ποινές σε όσους δεν υπάκουαν. Έτσι έριξε την αυτοκρατορία σε μια περιπέτεια για ενάμισι περίπου αιώνα, με συνέπειες σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου και ιδιωτικού, πολιτικού και εκκλησιαστικού βίου. Οι συνεργοί του σ' αυτό το πολιτικό και εκκλησιαστικό εγχείρημα αποκαλούνται από τους ιστορικούς εικονομάχοι, και οι συνέπειες της πολιτικής τους δεν άφησαν ανεπηρέαστη την Ιταλία, καθώς οι εκεί επαρχίες αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της αυτοκρατορίας.
Την εποχή αυτή η Β. Ιταλία βρισκόταν στα χέρια των Λομβαρδών. Βασιλιάς τους ήταν ο Λιουτπράνδος (712-744), ο οποίος είχε το (ανέφικτο) όραμα να συνενώσει την Ιταλία υπό το σκήπτρο του. Για να το πετύχει, όμως χρειαζόταν ηρεμία στα βόρεια σύνορά του με τους Βαυαρούς και τους Φράγκους. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής συνεργάστηκε με τον Κάρολο Μαρτέλο το 725 μ.Χ. σε μια κοινή εκστρατεία κατά των Βαυαρών, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα του στα τεκταινόμενα στην Ιταλία και όχι εδαφικά οφέλη.
Οι Λομβαρδοί ήταν αρχαίος γερμανικός λαός επίσης γνωστός ως Λογγοβάρδοι. Τον 1ο αι. μ.Χ. ζούσαν κοντά στον ποταμό Έλβα. Μετά από μακροχρόνια μετανάστευση βρέθηκαν στην Παννονία(Ουγγαρια) και στο Νορικό(Αυστρια), όπου ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός A' τους είχε επιτρέψει να εγκατασταθούν το 548. Το 568, υπό την ηγεσία του Αλβοΐνου, είχαν εισβάλει στη βόρεια Ιταλία, όπου ίδρυσαν βασίλειο με πρωτεύουσα την Παβία. Κατόπιν, είχαν προωθηθεί στην κεντρική και νότια Ιταλία, εκτός από την Πεντάπολη, τις Παπικές Κτήσεις και τα νότια παράλια, που είχαν παραμείνει βυζαντινά.
Μετά τον θάνατο του Αλβοΐνου (περ. 570) και την βραχύβια βασιλεία του Κλέφου, η χώρα χωρίστηκε σε 36 δουκάτα. Τα δουκάτα του Σπολέτο και του Μπενεβέντο στη νότια Ιταλία ανεξαρτητοποιήθηκαν. Το 584 οι Λομβαρδοί ευγενείς εξέλεξαν βασιλιά τον Αυθάριο, γιο του Κλέφου. Ο βασιλιάς Λιουτπράνδος (712-744) ενίσχυσε το βασίλειο με νόμους ενώ κατέκτησε και πάλι το Σπολέτο και το Μπενεβέντο. Ο Πάπας Στέφανος Β΄ ζήτησε βοήθεια από τον Φράγκο βασιλιά Πιπίνο τον Βραχύ. Οι Φράγκοι νίκησαν τους Λομβαρδούς.
Ο Λιουτπράνδος παντρεύτηκε την Βαυαρή πριγκίπισσα Γκουντρούδη, ενώ ο Κάρολος την αδελφή της Σουαναχίλδη, κι έτσι οι δυο τους έγιναν συγγενείς εξ αγχιστείας. Μεταξύ των εδαφών του και των εδαφών του εξαρχάτου της Ραβέννας παρεμβάλλονταν δυο ημιαυτόνομα δουκάτα, του Σπολέτο και του Βενεβέντο, τα οποία αναγνώριζαν τον Λιουτπράνδο ως επικυρίαρχο.
Το εξαρχάτο της Ραβέννας ήταν αυτοκρατορικό έδαφος, στο οποίο, όμως ο Ιουστινιανός είχε επιτρέψει έναν βαθμό αυτοτέλειας, αυτοδιοίκησης, όπως και στο εξαρχάτο της Καρχηδόνας. Η επαρχία αυτή μπορούσε να αξιοποιεί τους δικούς της πόρους για την αντιμετώπιση των κινδύνων που την απειλούσαν. Η μόνη πραγματική επέμβαση της Κωνσταντινούπολης ήταν η αποστολή του Έξαρχου, ώστε η πολιτική του εξαρχάτου να βρίσκεται σε συμφωνία με την αυτοκρατορική πολιτική. Στη διοίκηση της Ραβέννας υπαγόταν ονομαστικά και η Εκκλησία της Ρώμης.
Το εξαρχάτο της Ραβέννα ιδρύθηκε για πρώτη φορά από τον διορατικό Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582 - 602), με σκοπό να οργανώσει την άμυνα των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας που απειλούνταν από τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές. Πρωτεύουσά του ήταν η ομώνυμη πόλη. Ο έξαρχος έμενε στο παλιό αυτοκρατορικό παλάτι και, όταν πήγαινε στη Ρώμη, διέμενε στο Παλατίνο των Καισάρων. Είχε την ανώτατη εξουσία στην οικονομία, στη δικαιοσύνη, στον στρατό και στην πολιτική διοίκηση. Περιστοιχιζόταν από στρατιωτική και πολιτική αυλή και ρύθμιζε τα παρουσιαζόμενα ζητήματα με μεγάλη ανεξαρτησία από τον αυτοκράτορα. Οποιαδήποτε όμως απειθαρχία των εξάρχων προς τον αυτοκράτορα είχε ως συνέπεια την καθαίρεσή τους. Το 751 η Ραβένα καταλήφθηκε από τους Λομβαρδούς και το εξαρχάτο της διαλύθηκε.
Ο Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) στέφηκε βασιλιάς των Λομβαρδών στην Παβία, το 774.
Είχαν προηγηθεί το διάταγμα του Λέοντα το 726 μ.Χ. και η επιστολή του πάπα κατά της αιρετικής στάσης του αυτοκράτορα. Την ίδια εποχή ο έξαρχος Παύλος δολοφονήθηκε από δυνάμεις που υποστήριζαν την πολιτική του πάπα, με τον οποίο είχαν συμμαχήσει και τα δουκάτα του Σπολέτο και του Βενεβέντο. Ο νέος, απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη, έξαρχος Ευτύχιος, αμα τη αφίξει του στη Ραβέννα διέταξε την σύλληψη ή κατ' άλλους την δολοφονία του πάπα, αλλά η διαταγή του έπεσε στο κενό. Στη συνέχεια στράφηκε για βοήθεια στον Λιουτπράνδο. Αυτός βάδισε προς την Ρώμη, υπέταξε καθ' οδόν το δουκάτο του Σπολέτο και στρατοπέδευσε έξω από την «αιώνια πόλη» (Ρώμη). Ο Ρωμαίος ποντίφικας εξήλθε προς συνάντησή του και λέγεται ότι ο Λιουτπράνδος γονάτισε ενώπιον του αλταρίου του Αποστόλου Πέτρου και κατέθεσε τα εμβλήματα και τα όπλα του. Σκοπός του ήταν να επέμβει διαμεσολαβητικά για την αποκατάσταση της εξαρχίας και της ειρήνης στην Ρώμη, όπερ και έπραξε. Με την μεσολάβησή του η πλευρά του πάπα δέχθηκε τον Ευτύχιο ως έξαρχο, και αυτός απέσυρε τις εντολές του για καταστροφή των ιερών εικόνων. Τώρα, ίσως φαίνεται παράξενο, ότι ο Λογγοβάρδος βασιλιάς μεσολαβεί για υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι ο Λιουτπράνδος και ο λαός του την εποχή αυτή είναι ορθόδοξοι και τρέφουν μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Επισκόπου Ρώμης. Βλέπουμε κάποιες φορές τον Λιουτπράνδο να αποδίδει ολόκληρες πόλεις στον πάπα, τις οποίες είχε πρόσφατα καταλάβει. Έπειτα η πολιτική του ήταν να εμφανίζεται ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην Ιταλία, όχι κάνοντας πάντα πόλεμο, αλλά και διαπραγματεύσεις. Και φυσικά το να επαναφέρει τα επαναστατημένα δουκάτα στην επικυριαρχία του ήταν θέμα γοήτρου. Στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να διαλύσει την συμμαχία αυτή, οποιαδήποτε στιγμή ήθελε.
Ο Γρηγόριος ο Β' πέθανε το 731 και ποτέ κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του δεν έδρασε ενάντια στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αντίθετα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει εν ζωή το εξαρχάτο. Διαβάζουμε από μια επιστολή του στον Δόγη (δούκα) Ούρσο της Βενετίας, ότι όταν οι Λογγοβάρδοι πάτησαν το πόδι τους στην Ραβέννα, και ο έξαρχος κατέφυγε εκεί (η Βενετία ήταν αυτοκρατορική πόλη), ο Γρηγόριος τον παρότρυνε να παραμείνει πιστός σ' αυτόν (τον έξαρχο) και να συνεργαστεί μαζί του, ώστε να επαναφέρουν την Ραβέννα στην κυριαρχία του αυτοκράτορα, κάτι που έγινε. Επίσης εξαγόρασε την ελευθερία πόλεων, όπως το κάστρο Sutri στα περίχωρα της Ρώμης. Ο διάδοχός του Γρηγόριος Γ' (Σύριος στην καταγωγή) ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης από την πλειοψηφία του λαού της πόλης. Αυτός συγκάλεσε σύνοδο την 1η Νοεμβρίου του 731 μ.Χ. στην οποία μετείχαν 93 επίσκοποι του Πατριαρχείου στην Ρώμη, μεταξύ τους και οι Αρχιεπίσκοποι Αντώνιος του Γκράντο και Ιωάννης της Ραβέννα. Στην σύνοδο αυτή αναθεμάτισαν τους εικονομάχους. Σε απάντηση ο Λέοντας Γ' αφαίρεσε τις επαρχίες Σικελίας, Καλαβρίας και Βροτίου από το Πατριαρχείο Ρώμης, τις υπήγαγε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου τον Πατριάρχη Γερμανό είχε αντικαταστήσει με τον δικό του Αναστάσιο, και στην συνέχεια καταλήστευσε τους θησαυρούς των εκκλησιών αυτών των επαρχιών. Ο πάπας Γρηγόριος Γ' πέθανε τον Δεκέμβριο του 741 μ.Χ. Την ίδια χρονιά πέθαναν οι Λέοντας Γ' (18 Ιουνίου) και Κάρολος Μαρτέλος (22 Οκτωβρίου).
Στα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα οι διάδοχοι του Καρλομάγνου έθεταν τις βάσεις για την 'εν σπέρματι' διαμόρφωση εθνικών κρατών. Το πείραμα αυτό απέτυχε, για να επανεμφανιστεί ως τάση στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την πρώιμη Αναγέννηση. Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορεί κανείς να ισχυριστεί με αρκετή δόση βεβαιότητας πως το δεύτερο ήμισυ του 9ου μ.Χ. αιώνα, και πιο συγκεκριμένα η περίοδος 867-1081, ήταν για το βυζαντινό κράτος εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Η αναπροσάρτηση μερικών από τις χαμένες περιοχές των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Κρήτης, και η δημογραφική αύξηση, που πραγματοποιήθηκαν από τον 9ο αιώνα ως τα χρόνια του Βασίλειου Β' (976-1025), ήταν παράγοντες που επέδρασαν πολύ ευνοϊκά στην οικονομία.
Σ' έναν χάρτη του 12ου αιώνα μπορεί κανείς να δει την κατάσταση των συνόρων στην Ευρώπη μέχρι τις Σταυροφορίες. Συγκεκριμένα η "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου φαντάζει απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα. Μια πρώτη εκδήλωση αυτής της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη.
"Η Βιβλιοθήκη του Φωτίου, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέφτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου" (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, στ. 27)
Ο ΣΤΑΔΙΑΚΟΣ ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Μετά το 630, όπως θα δούμε παρακάτω, το Βυζαντινό κράτος έχασε μεγάλο μέρος των ανατολικών του επαρχιών, απέκτησε όμως με αυτόν τον τρόπο εθνολογική ομοιογένεια, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι του ήταν πλέον Έλληνες ή ελληνόφωνοι. Ετσι, τα Eλληνικά πήραν τη θέση που κατείχαν ως τότε τα Λατινικά, ως επίσημη κρατική γλώσσα. Η εξέλιξη αυτή αντανακλάται στους επίσημους αυτοκρατορικούς τίτλους. Ο Ηράκλειος υιοθέτησε τον ελληνικό τίτλο "βασιλεύς" με την προσθήκη "πιστός εν Χριστώ", εγκαταλείποντας τους παλαιούς ρωμαϊκούς τίτλους imperator Romanorum (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων), caesar (Καίσαρ) και augustus (Αύγουστος).
Επειδή η επικράτεια του Ρωμαϊκού Κράτους περιορίστηκε και ακρωτηριάστηκε τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση από τον καιρό του Ηρακλείου (610-641), οι αυτοκράτορες που τον διαδέχτηκαν, επειδή δεν ήξεραν πού και πώς να ασκήσουν την εξουσία τους, υποδιαίρεσαν σε μικρά τμήματα τη διοίκησή τους και τα μεγάλα στρατιωτικά σώματα (τάγματα), εγκαταλείποντας τα προγονικά τους Λατινικά και υιοθετώντας τα Ελληνικά. (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί θεμάτων, εκδ. Α. Perfusl, Πόλη του Βανκανού 1952, σελ. 60)
Από τα μέσα του 7ου ως τα μέσα του 9ου αι. το Βυζάντιο πέρασε μια περίοδο κρίσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την έντονη κοινωνική παρουσία του στρατού. Η στρατιωτικοποίηση της μεσοβυζαντινής κοινωνίας εκφράζεται με την εμφάνιση των οικογενειακών επωνύμων και την οικοδόμηση πολλών κάστρων. Τα επώνυμα προσδιορίζουν, σχεδόν αποκλειστικά, στρατιωτικές αριστοκρατικές οικογένειες, ενώ τα κτισμένα σε δυσπρόσιτες περιοχές οχυρά κάστρα αντικαθιστούν τις πόλεις που παρακμάζουν. Στοιχείο στρατιωτικοποίησης, αλλά και ένδειξη εδραίωσης της βυζαντινής κυριαρχίας αποτελεί και η βαθμιαία επέκταση του δικτύου των θεμάτων με τη διχοτόμηση παλαιότερων μεγάλων θεμάτων (Μ. Ασία) ή τη δημιουργία νέων (Βαλκανική). Με τη δημιουργία ναυτικών θεμάτων η αυτοκρατορία κατόρθωσε να θωρακίσει τις παράλιες περιοχές, αλλού σε μικρότερο και αλλού σε μεγαλύτερο βάθος.Ιδιαίτερες δυσχέρειες αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία στις ευρωπαϊκές επαρχίες της, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί σλαβικοί πληθυσμοί. Το Βυζαντινό κράτος, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, εφάρμοσε μια συγκροτημένη εποικιστική πολιτική: πολλοί Σλάβοι μεταφέρθηκαν από τις σκλαβηνίες των Βαλκανίων σε περιοχές της Μ. Ασίας και, αντίστροφα, πολλοί μικρασιατικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν κατά την περίοδο αυτή στις σκλαβηνίες της Θράκης, της Μακεδονίας και της Νότιας Ελλάδας. Από τα τέλη του 8ου αι. οι Σλάβοι άρχισαν να ενσωματώνονται στη βυζαντινή κοινωνία και σταδιακά να αφομοιώνονται.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ
Τον 8ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Ε' προσπάθησε με αλλεπάλληλες εκστρατείες να καταλύσει το Βουλγαρικό Κράτος. Η διεξαγωγή του πολέμου υπήρξε δυσχερής για τους Βουλγάρους, καθώς αντιμετώπιζαν μια μεγάλη εσωτερική πολιτική κρίση που προκλήθηκε από τη σύγκρουση της αντιβυζαντινής με τη φιλοβυζαντινή παράταξη, Η παλαιά βουλγαρική αριστοκρατία ακολουθούσε αντιβυζαντινή πολιτική, ενώ το φιλοβυζαντινό κόμμα είχε τις ρίζες του στην εθνότητα που διαμορφωνόταν από την ανάμειξη των σλαβικών πληθυσμών με τις λαϊκές βουλγαρικές τάξεις. Η εξασθένηση των Βουλγάρων, αποτέλεσμα της εσωτερικής αυτής σύγκρουσης, συνέβαλε στην αποκατάσταση της βυζαντινής υπεροχής στη Χερσόνησο του Αίμου, αλλά ο αυτοκράτορας δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του. Η Βουλγαρία ισχυροποιήθηκε σημαντικά στις αρχές του 9ου αι., όταν προσάρτησε πρώην αβαρικά εδάφη.
Τις εχθροπραξίες ανάμεσα στους Βουλγάρους και τους Βυζαντινούς εγκαινίασε ο χάνος Κρούμος με την κατάκτηση της Σαρδικής (Σόφιας) και την εξόντωση των υπερασπιστών της (809). Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' εξεστράτευσε τότε κατά των Βουλγάρων και προχώρησε βαθιά στη βουλγαρική επικράτεια. Αλλά η επιχείρηση είχε τραγική γι αυτόν έκβαση. Στις διαβάσεις του Αίμου ο στρατός του εκμηδενίστηκε ολοκληρωτικά, Ο ίδιος ο αυτοκράτορας έπεσε στο πεδίο της μάχης. Σύντομα ο Κρούμος επανέλαβε τις επιχειρήσεις του, κατακτώντας λιμάνια του Ευξείνου Πόντου. Η εμφάνισή του μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε το αποκορύφωμα των επιθετικών ενεργειών του. Όμως ο βούλγαρος ηγεμόνας πέθανε ξαφνικά (814) και έτσι το Βυζάντιο απαλλάχθηκε από έναν ισχυρό αντίπαλο. Ο διάδοχος του Κρούμου Ομουρτάγ συνήψε 30ετή συνθήκη ειρήνης. Μετά τη σύναψη της ειρήνης αυτής, στα βυζαντινοβουλγαρικά σύνορα επικράτησε, σχεδόν ως τα τέλη του αιώνα, αδιατάρακτη ειρήνη.
Επί Μακεδονικής Δυναστείας η Βυζαντινή Αυτοκρατορία φθάνει στη μέγιστη ακμή της. Ο συγκεντρωτισμός που επιτεύχθηκε με την οικονομική ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης, η κυριαρχία της αστικής αριστοκρατίας και η βαθμιαία αναδιοργάνωση του στρατού επέτρεψαν στο Βυζάντιο να ανακόψει τις αραβικές εισβολές και να περάσει στην αντεπίθεση. Χάρη στους επικούς αγώνες των μεγάλων στρατηγών-αυτοκρατόρων, Νικηφόρου Β' Φωκά, Ιωάννη Α' Τζιμισκή και Βασιλείου Β', το Βυζαντινό Κράτος κατόρθωσε να ανακτήσει τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου και να κατακτήσει τη Συρία και τη Βουλγαρία. Το κύρος και η πολιτιστική ακτινοβολία του σε διεθνές επίπεδο φθάνουν τότε στο απόγειό τους. Η σταθερότητα, εξάλλου, επέτρεψε τη βελτίωση της εσωτερικής οργάνωσης, την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης και την οικονομική ανάπτυξη. Τα αριστοκρατικά γένη των μεγάλων γαιοκτημόνων (Φωκάδες, Σκληροί, Δούκες) παραμένουν υπό τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας, η οποία προστατεύει την αγροτική κοινότητα από τις αρπακτικές διαθέσεις τους. Η πρακτική αυτή θα ανατραπεί επί των τελευταίων Μακεδόνων. Από τα μέσα του 11ου αι., εκδηλώνεται μεγάλη κρίση, λόγω και της μεταβολής του συσχετισμού δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο. Όσον αφορά τη Δύση, εκεί, εξαιτίας των φοβερών επιδρομών των Βίκιγκς και των Ούγγρων, αλλά και της εξασθένησης της κεντρικής εξουσίας, αποκρυσταλλώνεται και προσλαμβάνει την κλασική του μορφή το σύστημα της φεουδαρχίας. Στο πλαίσιο της φεουδαρχίας οι κοινωνικές τάξεις συνδέονται μεταξύ τους με εξαρτήσεις που βασίζονται στο θεσμό της υποτέλειας-προστασίας.
Οι Βυζαντινοί, κατά την περίοδο αυτή, στράφηκαν προς τον σλαβικό κόσμο και επιδίωξαν τον εκχριστιανισμό του. Έτσι, ύστερα από μια ανεπιτυχή επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνσταντινούπολης (860), βυζαντινοί ιεραπόστολοι εναπόθεσαν τα πρώτα σπέρματα του Χριστιανισμού στο νεοσύστατο Ρωσικό Κράτος.
Ακολούθησε, το 863, η αποστολή ιεραποστόλων στη Μοραβία, ύστερα από πρόσκληση του ηγεμόνα της χώρας Ραστισλάβου. Επικεφαλής της πρεσβείας τοποθετήθηκαν ο λόγιος και γνώστης της σλαβονικής, δηλαδή της αρχαίας σλαβικής γλώσσας, Κωνσταντίνος-Κύριλλος και ο αδελφός του Μεθόδιος από τη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος επινόησε το λεγόμενο γλαγολιτικό αλφάβητο* και μετέφρασε την Αγία Γραφή στα σλαβονικά. Έτσι η Λειτουργία και το κήρυγμα στη Μοραβία άρχισαν να γίνονται στη σλαβονική γλώσσα, Στη Μοραβία οι δύο Θεσσαλονικείς εργάστηκαν με ακάματο ζήλο. Αργότερα οι μαθητές τους εκδιώχθηκαν από τη χώρα και ο φραγκικός κλήρος κυριάρχησε, αλλά ο βυζαντινός πολιτισμός, χάρη στο έργο των δύο αδελφών, πέτυχε να ριζώσει βαθιά. Οι Σλάβοι οφείλουν τις απαρχές της εθνικής φιλολογίας τους στους δύο αυτούς ιεραποστόλους. Στο ζήτημα του εκχριστιανισμού των Βουλγάρων το πατριαρχείο, σε συνεργασία με την αυτοκρατορική εξουσία, έδρασε δυναμικά. Συγκεκριμένα, όταν οι Βούλγαροι ζήτησαν από τον πάπα ιεραποστόλους, το Βυζάντιο επενέβη αστραπιαία, για να αποτρέψει την ένταξη της γειτονικής χώρας στη σφαίρα επιρροής της Δύσης. Στρατός και στόλος απέκλεισαν τα σύνορα και τα παράλια της Βουλγαρίας και έτσι ο βούλγαρος ηγεμόνας Βάρης αναγκάστηκε να ενδώσει. Το 864 μάλιστα βαπτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με ανάδοχο τον αυτοκράτορα και έλαβε το όνομα Μιχαήλ.
Η φυλή των Ρως, όπως διαμορφώθηκε ύστερα από προσμείξεις, κατατάσσεται σήμερα στη σλαβική ομοεθνία και οι ανήκοντες σε αυτήν είναι επίσης γνωστοί ως ανατολικοί Σλάβοι. Η πλειονότητα των ερευνητών, αρχαιολόγων, φιλολόγων και ιστορικών, θεωρούν ως αρχική εστία των Σλάβων, οι οποίοι ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, την περιοχή μεταξύ του ποταμού Βιστούλα και της Βαλτικής θάλασσας.
Οι πρώτοι Σλάβοι κατοικούσαν σε δασώδεις περιοχές χωρίς ενιαία πολιτική διοίκηση, διασπασμένοι σε πολλές ανεξάρτητες κοινότητες ή ηγεμονίες με κέντρο ζωής την οικογένεια. Το πολύ χαλαρό κυβερνητικό τους σύστημα και οι έντονες δημοκρατικές τους τάσεις δεν επέτρεπαν τον σχηματισμό κεντρικής οργάνωσης, βασικό βήμα της μετατροπής των μικρών φυλών σε έθνη· η μετατροπή αυτή έγινε με εξωτερική παρακίνηση αργότερα. Τον 5ο μ.Χ. εξαπλώθηκαν νότια, προς τον Δούναβη και ανατολικά, ανάμεσα στα Καρπάθια και το λεκανοπέδιο του Ντονέτς. Στην πρώτη περίπτωση είναι γνωστοί ως Σκλαβηνοί. Υπάρχουν περί αυτών μαρτυρίες γραπτές αναγόμενες στον 6ο μ. Χ. αι., οι οποίες επίσης πληροφορούν και για τα ανατολικά φύλα, τους Άντες. Μετά την επί αιώνες διαμόρφωσή τους οι Σλάβοι διακρίθηκαν από την επιστήμη σε τρεις μεγάλες ομάδες: στους Νοτίους Σλάβους (Σλοβένους, Σέρβους, Κροάτες, εκσλαβισθέντες Βουλγάρους), στους Δυτικούς Σλάβους (Μοραβούς, Πομεριανούς, Τσέχους και Σλοβάκους Πολωνούς) και στους Ανατολικούς Σλάβους (Ρώσους).
Ένα από τα Σλαβικά φύλα κινήθηκε προς τα ανατολικά και εγκαταστάθηκε στις στέππες βόρεια από τον Εύξεινο πόντο. Από τη περιοχή αυτή είχαν περάσει στο παρελθόν πολλοί εισβολείς (Σκύθες, Σαρμάτες, Γότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Βούλγαροι). Οι Άντες ήρθαν σε σύγκρουση με τους Γότθους και τους Ούννους και νικήθηκαν από τους ισχυρότατους Αβάρους. Όμως τα σλαβικά φύλα πέτυχαν να διεισδύσουν στην περιοχή αυτή είτε διά μέσου των δασών αφομοιώνοντας τις φιννικές και βαλτικές φυλές, είτε κατά μήκος των ποταμών Δνείπερου, Ντβίνα, Λόβατ, Βολχώβ κ.ά. ιδρύοντας αξιόλογα εμπορικά κέντρα, μεταξύ των οποίων το Κίεβο (στ’ αι.) και το Νοβγκορόντ (ζ’ αι.).
Εκτός των ελληνικών αποικιών των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, το πρώτο αξιόλογο κράτος της περιοχής υπήρξε αυτό των Χαζάρων, λαού τουρκικού , ο οποίος εγκαταστάθηκε στην περιοχή τον ζ’ αι. με κέντρο την πρωτεύουσα του χαγανάτου Ιτήλ, στον Κάτω Βόλγα. Λαός με υψηλότερο πολιτισμό και σε θέση ευνοϊκότατη για την ανάπτυξη του εμπορίου, επιβλήθηκαν στα σλαβικά φύλα μέχρι και τον Ι’ αι., οπότε δύο νέα νομαδικά τουρκικά φύλα, οι Ούγγροι και οι Πετσενέγοι, διετάραξαν τις σχέσεις Χαζάρων και ανατολικών Σλάβων. Η παρουσία των Χαζάρων, εκτός του ότι προωθούσε τον ισλαμικό πολιτισμό, είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση διχονοιών και αταξίας ανάμεσα στα σλαβικά φύλα.
Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, τα οποία γράφτηκαν τον 7ο αιώνα με σκοπό να αποδώσουν την επιτυχή απόκρουση των πολυάριθμων πολιορκιών της πόλης από Άβαρους και Σλάβους στην θαυματουργή επέμβαση του Αγίου, προσφέρουν μια ξεκάθαρη εικόνα της Θεσσαλονίκης ως απομονωμένης ρωμαϊκής νησίδας με μία ενδοχώρα, όπου κυριαρχούσαν διάφορες σλαβικές φυλές με διακριτές ταυτότητες.
Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Μετά την αποδοχή του βαπτίσματος από τον Βούλγαρο ηγεμόνα, ο ελληνικός κλήρος προχώρησε στην οργάνωση της Βουλγαρικής Εκκλησίας σύμφωνα με τις υποδείξεις του πατριάρχη Φωτίου. Ο Βόρης συνέτριψε την αντίσταση των βουλγάρων ευγενών (βογιάρων), που έμεναν πιστοί στην εθνική θρησκεία, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε από το γεγονός ότι η διοίκηση της Εκκλησίας ανατέθηκε σο έλληνα επίσκοπο και στράφηκε εκ νέου προς τη Ρώμη.
Με τη συμπαράσταση του αυτοκράτορα, ο πατριάρχης Φώτιος απέκρουσε και τη νέα επέμβαση της Ρώμης και κατηγόρησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για θέματα λατρείας και εκκλησιαστικής τάξης, κυρίως όμως για το δόγμα ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό (filioque). Το δόγμα αυτό τελικά απορρίφθηκε από τη Σύνοδο του 867 και ο πάπας Νικόλαος αναθεματίστηκε (Πρώτο Σχίσμα). Το πρώτο αγκάθι, το επίμαχο σημείο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνόδους Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως και ισχύει έως σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελεί το παρακάτω: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον…». Η Δυτική Εκκλησία προσέθεσε τη φράση «Και εκ του Υιού» (Filioque στα Λατινικά), έτσι ώστε να διαβάζεται στο συγκεκριμένο σημείο ως: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον …». Το δεύτερο αγκάθι μεταξύ των σχέσεων των δύο εκκλησιών αποτελούσαν οι Παπικές αξιώσεις. Πιο συγκεκριμένα, η δυτική Εκκλησία απαιτούσε το Πρωτείο του Ποντίφικα, έναντι των τεσσάρων Πατριαρχών. Η μοναδική επισκοπική έδρα στη Δύση προέβαλε το προνόμιο της ίδρυσης της από τον Απόστολο Πέτρο.
Το βουλγαρικό ζήτημα διευθετήθηκε με απόφαση της Συνόδου που συγκλήθηκε το 870 στην Κωνσταντινούπολη: η Βουλγαρία θα υπαγόταν πλέον στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ' (842-867) επιτεύχθηκε αισθητή πρόοδος στον τομέα της παιδείας και της οικονομίας, ενώ σημειώθηκαν σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες κατά των Αράβων στη Μ. Ασία. Οι Βυζαντινοί, κατά την περίοδο αυτή, στράφηκαν προς τον σλαβικό κόσμο και επιδίωξαν τον εκχριστιανισμό του. Έτσι, ύστερα από μια ανεπιτυχή επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνσταντινούπολης (860), βυζαντινοί ιεραπόστολοι εναπόθεσαν τα πρώτα σπέρματα του Χριστιανισμού στο νεοσύστατο Ρωσικό Κράτος.
Ακολούθησε, το 863, η αποστολή του Κύριλλου και του Μεθόδιου στη Μοραβία, ύστερα από πρόσκληση του ηγεμόνα της χώρας Ραστισλάβου. Ο Κύριλλος μιλούσε τη σλαβονική γλώσσα.
Ο Κύριλλος επινόησε το λεγόμενο γλαγολιτικό (ή "κυριλλικό") αλφάβητο και μετέφρασε την Αγία Γραφή στα σλαβονικά.
Έτσι η Λειτουργία και το κήρυγμα στη Μοραβία άρχισαν να γίνονται στη σλαβονική γλώσσα, Στη Μοραβία οι δύο Θεσσαλονικείς εργάστηκαν με ακάματο ζήλο. Αργότερα οι μαθητές τους εκδιώχθηκαν από τη χώρα και ο φραγκικός κλήρος κυριάρχησε, αλλά ο βυζαντινός πολιτισμός, χάρη στο έργο των δύο αδελφών, πέτυχε να ριζώσει βαθιά. Οι Σλάβοι οφείλουν τις απαρχές της εθνικής φιλολογίας τους στους δύο αυτούς ιεραποστόλους. Στο ζήτημα του εκχριστιανισμού των Βουλγάρων το πατριαρχείο, σε συνεργασία με την αυτοκρατορική εξουσία, έδρασε δυναμικά. Συγκεκριμένα, όταν οι Βούλγαροι ζήτησαν από τον πάπα ιεραποστόλους, το Βυζάντιο επενέβη αστραπιαία, για να αποτρέψει την ένταξη της γειτονικής χώρας στη σφαίρα επιρροής της Δύσης. Στρατός και στόλος απέκλεισαν τα σύνορα και τα παράλια της Βουλγαρίας και έτσι ο βούλγαρος ηγεμόνας Βόρης αναγκάστηκε να ενδώσει. Το 864 μάλιστα βαπτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με ανάδοχο τον αυτοκράτορα και έλαβε το όνομα Μιχαήλ.
Εκείνες τις ημέρες ο σλάβος ηγεμόνας Ραστισλάβος έστειλε απεσταλμένους στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ με το εξής μήνυμα: "Εμείς οι Σλάβοι είμαστε ένας απλοϊκός λαός και δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να μας διδάξει την αλήθεια και να μας εξηγήσει το αληθινό νόημα της Αγίας Γραφής. Γι' αυτό, αυτοκράτορα, στείλε μας έναν άνδρα ικανό να ανορθώσει όλη την αλήθεια". Τότε ο αυτοκράτορας είπε στον Φιλόσοφο: "Ακούς τι λένε, φιλόσοφε; Κανείς άλλος εκτός από σένα δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτό το έργο. Κοίτα εδώ υπάρχουν πολλά δώρα, πάρε τον αδελφό σου, τον ηγούμενο Μεθόδιο, και πήγαινε, γιατί και οι δύο είστε από τη Θεσσαλονίκη και οι Θεσσαλονικείς μιλούν σλαβικά". Τότε ο Θεός αποκάλυψε στο φιλόσοφο τη σλαβική γραφή κι αυτός επινόησε αμέσως χαρακτήρες (γράμματα) και συνέθεσε ένα λόγο (αλφάβητο). Ύστερα ξεκίνησε για το ταξίδι στη Μοραβία, παίρνοντας μαζί του και τον αδελφό του. Αυτός άρχισε να υποτάσσεται πειθήνια, να υπηρετεί το φιλόσοφο και να διδάσκει μαζί του. Όταν πέρασαν τρία χρόνια, επέστρεψαν και οι δύο από τη Μοραβία, αφού είχαν διδάξει πολλούς μαθητές. (Από τον σλαβικό Βίο του Μεθοδίου, κεφ. 5, γερμ. μετ. J.Bujnoch, Zwischen Rom und Byzanz. Slavische Geschichtsschreiber, 1, Γκρατς- Βιέννη-Κολονία 1958, 88-89).
"Άνδρες ασεβείς και απαίσιοι, άνδρες που αναδύθηκαν από το σκοτάδι, μιας και γεννήθηκαν στην Εσπερία (Δυτική Ευρώπη), επέπεσαν κατά του νεο προσήλυτου στη χριστιανική ευσέβεια έθνους (δηλαδή των Βουλγάρων) σαν κεραυνός ή σεισμός ή σφοδρό χαλάζι ή, ακριβέστερα, σαν άγριο θηρίο στον αμπελώνα του Κυρίου (δηλαδή την Εκκλησία της Βουλγαρίας), και με δόντια και πόδια, δηλαδή με την αισχρή συμπεριφορά τους και τις κακοδοξίες τους, με θρασύτητα και τόλμη, τον άρπαξαν και τον λεηλάτησαν". Δ.Α Ζακυθηνός,Βυζαντινή Ιστορία (324-1071), Αθήνα 1977, 238.
Αν και η κρίση αντιμετωπίστηκε με την αποδοχή, εν τέλει, του Πατριάρχη Φωτίου, έθεσε τα θεμέλια της ρήξης που επρόκειτο να χωρίσει οριστικά τις δύο εκκλησίες. Οι δογματικές διαφορές δεν είχαν επιλυθεί και έλειπε μόνο η αφορμή που θα οδηγούσε στο οριστικό Σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (1054).
Ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων επηρέασε την πολιτική και πολιτισμική τους εξέλιξη. Ο Συμεών, διάδοχος του Βόρη, μετέφερε την πρωτεύουσα από την Πλίσκα, λίκνο της αρχαίας αριστοκρατίας, στην Πρεσλάβα. Η νέα πρωτεύουσα διακοσμήθηκε με μεγαλοπρεπή κτίρια, ενώ παράλληλα ενθαρρύνθηκε η μετάφραση έργων της βυζαντινής λογοτεχνίας. Επί Συμεών η παλαιοσλαβική εκκλησιαστική λογοτεχνία γνώρισε την πρώτη ακμή της.
Με τον Συμεών, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως "Ημιαργείος" (=κατά το ήμισυ Έλληνας) επειδή είχε σπουδάσει στη σχολή της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, εγκαινιάζεται μια περίοδος έντασης στις βυζαντινοβουλγαρικές σχέσεις, κατά την οποία και οι δύο δυνάμεις αγωνίζονται για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Ο Συμεών απέβλεπε στη δημιουργία μιας βουλγαροβυζαντινής αυτοκρατορίας με αυτοκράτορα τον ίδιο, γι αυτό και αντικατέστησε τον αρχαίο τίτλο των βουλγάρων ηγεμόνων χάνος με τον βυζαντινό τίτλο βασιλεύς.
Το 913, μάλιστα, έφθασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά οι ελπίδες του για κατάληψη διαψεύστηκαν. Ετσι προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, που ασκούσε τότε καθήκοντα αντιβασιλέως. Ο πατριάρχης ενίσχυσε με την ευχή του το ηθικό κύρος του βούλγαρου ηγεμόνα. Αυτό το ηθικό κύρος, σε συνδυασμό με τις επιτυχίες του κατά των Βυζαντινών, εκμεταλλεύθηκε ο Συμεών, για να αυτοαναγορευθεί αργότερα Βασιλεύς των Βουλγάρων και Ρωμαίων. Οι Βυζαντινοί όμως δεν του αναγνώρισαν ποτέ τον τίτλο του βασιλέως. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν τον Συμεών πάντοτε ως άρχοντα της Βουλγαρίας.Το 924 ο Συμεών εμφανίσθηκε ξανά μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο ο βούλγαρος ηγεμόνας δεν ήταν σε θέση, από στρατιωτική άποψη, να καταλάβει τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Δεν διέθετε στόλο, ενώ οι διαρκείς αγώνες με τους Σέρβους και τους Κροάτες είχαν εξασθενίσει τις δυνάμεις του.
Ο διάδοχός του Συμεών, ο Πέτρος, συνήψε ειρήνη με το Βυζάντιο, νυμφεύθηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού και έλαβε τον τίτλο που με τόσο πάθος είχε επιζητήσει ο πατέρας του: βασιλεύς της Βουλγαρίας.
Μετά τις παραπάνω επιτυχίες του Πέτρου, λίγα χρόνια αργότερα, το 976, ο νέος ηγεμόνας των Βουλγάρων Σαμουήλ γίνεται ο αρχιτέκτονας ενός νέου βουλγαρικού κράτους με κέντρο τη βορειοδυτική Μακεδονία (Πρέσπα-Αχρίδα). Ο Σαμουήλ, στη συνέχεια, επεκτείνει τις βουλγαρικές κτήσεις μέχρι το Δούναβη και την κεντρική Ελλάδα.
Η προέλαση του Σαμουήλ ανησύχησε το Βυζάντιο. Αρχικά ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β', επειδή αντιμετώπιζε τότε εσωτερικά προβλήματα, περιορίστηκε σε διπλωματικά μέτρα. Αργότερα όμως, οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν έντονη στρατιωτική δράση κατά των Βουλγάρων με πρώτη επιτυχία στην περιοχή του Σπερχειού από τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό (997).
Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, το 1014, στη μάχη του Κλειδιού, κοντά στο Στρυμόνα, η νίκη του Βασιλείου του Β' (δυναστείας των Μακεδόνων) θα αποδειχθεί καθοριστική για την τύχη του βουλγαρικού κράτους: η Βουλγαρία, το 1018, θα υποταγεί και θα προσαρτηθεί στο Βυζάντιο, που με τη σειρά του θα εφαρμόσει πολιτική εντατικού εξελληνισμού της Παλαιοβουλγαρικής Εκκλησίας.
Στον πολιτικό ανταγωνισμό ανατολικού ρωμαϊκού και δυτικού ρωμαϊκού κράτους εντάσσεται και ο εκχριστιανισμός των νέων λαών.
Η δομή του Βουλγαρικού κράτους ως τον 9ο αι. χαρακτηρίζεται από τη διαφορετική συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας των δύο φυλετικών στοιχείων που συνέθεταν τον πληθυσμό του, δηλαδή των Πρωτοβουλγάρων και των σλαβικών φυλών, που είχαν εγκατασταθεί στην επικράτειά του και είχαν οργανωθεί σε σκλαβηνίες. Ο χάνος και η πρωτοβουλγαρική αριστοκρατία καθόριζαν την κρατική πολιτική, ενώ οι αρχηγοί των σκλαβηνιών διατηρούσαν στις περιοχές τους μια ορισμένη αυτονομία και συμμετείχαν ως ένα βαθμό μόνο στη διοίκηση.
Στη διάρκεια του 9ου αι. ενισχύθηκε η κεντρική εξουσία, ενώ σταδιακά υποχώρησε η δύναμη των αρχηγών των σλαβικών φυλών. Από την άλλη πλευρά η αριθμητική υπεροχή των Σλάβων είχε ως αποτέλεσμα τον εκσλαβισμό των Βουλγάρων. Έτσι, οι Σλάβοι υποτάχθηκαν πολιτικά στην πρωτοβουλγαρική αριστοκρατία, αλλά αφομοίωσαν εθνολογικά τους ουννικής καταγωγής Βουλγάρους.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ' (842-867) επιτεύχθηκε αισθητή πρόοδος στον τομέα της παιδείας και της οικονομίας, ενώ σημειώθηκαν σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες κατά των Αράβων στη Μ. Ασία. Οι Βυζαντινοί, κατά την περίοδο αυτή, στράφηκαν προς τον σλαβικό κόσμο και επιδίωξαν τον εκχριστιανισμό του. Έτσι, ύστερα από μια ανεπιτυχή επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνσταντινούπολης (860), βυζαντινοί ιεραπόστολοι εναπόθεσαν τα πρώτα σπέρματα του Χριστιανισμού στο νεοσύστατο Ρωσικό Κράτος.
Στον χάρτη αυτόν του 12ου αιώνα μπορεί κανείς να δει τη "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου να φαίνεται απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα. Μια πρώτη εκδήλωση αυτής της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη. "Ην δε ούτος ο Φώτιος ου των αγενών τε και ανωνύμων, αλλά και των ευγενών κατά σάρκα και περιφανών σοφία τε κοσμική, συνέσει των εν τη Πολιτεία στρεφομένων ευδοκιμώτατος πάντων ενομίζετο. Γραμματικής γε μεν γαρ και ποιήσεως, ρητορικής τε και φιλοσοφίας και δη ιατρικής και πάσης ολίγου δειν επιστήμης των θύραθεν τοιούτον εαυτώ το περιόν [= η υπεροχή], ως μη μόνον σχεδόν φάναι των κατά την αυτού γενεάν διενεγκείν, ήδη δε και προς τους παλαιούς αυτόν διαμιλλάσθαι. Πάντα γαρ συνέτρεχεν επ αυτώ, η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι' ον και βίβλος επ' αυτόν έρρει πάσα" (PG 105,509ΑΒ).
"Η δε Βιβλιοθήκη του, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέπτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου" (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, στ. 27) Κατά την δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιεπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως, "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον ως αιρετικό. Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Λίγο μετά τον Φώτιο, και με την έναρξη της επόμενης δυναστείας, η αναπροσάρτηση κάποιων εδαφών από τη Μακεδονική δυναστεία σήμανε για το κράτος αύξηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών: είχε πάλι στη διάθεσή του περιφέρειες σημαντικές οικονομικά, που παραδοσιακά εκμεταλλευόταν (κυρίως αγροτικά). Η ειρήνευση και η δημογραφική ανάπτυξη σήμαναν αύξηση και του παραγωγικού πληθυσμού. Τέλος, η κρατική παρέμβαση, η οργάνωση και ο έλεγχος έδωσαν ώθηση και έθεσαν στέρεες βάσεις για τη μεγάλη ανάπτυξη της αστικής οικονομίας. Κατά την περίοδο των διαδόχων του Βασιλείου Β', η κατάσταση άρχισε να μεταστρέφεται εις βάρος της αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπερβεί τις δυνάμεις της. Ως το 1081, το Βυζάντιο έχασε αρκετό έδαφος (μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και όλες τις αρχαίες κτήσεις του στη νότια Ιταλία), με τις ανάλογες οικονομικές απώλειες, κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Στον τομέα των δημόσιων οικονομικών επίσης άρχισαν σιγά σιγά να διαφαίνονται προβλήματα που θα εμφανιστούν καθαρά στους επόμενους αιώνες και θα επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον της αυτοκρατορίας.
Ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέασε την αγροτική παραγωγή και οικονομία του βυζαντινού κράτους ήταν η δημογραφική ανάπτυξη: η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε και στην αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αγροτικά γαιών. Έτσι, το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ου και πρώτου μισού του 11ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Επιπλέον, από τα μέσα του 9ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν και πάλι σε θέση να εξασφαλίσει τα σύνορά της και να προστατεύσει τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα η αγορά και εκμετάλλευση γης να γίνει μια σίγουρη και κερδοφόρα οικονομική επένδυση για τους υπηκόους του κράτους. Οι διαθέσεις των πιο πλούσιων απ' αυτούς, οι οποίοι έτειναν να συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις γης στα χέρια τους, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές. Έτσι, άρχισε την περίοδο αυτή (867-1081) μια φάση ανταγωνισμού ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους δυνατούς, όπως ονομάζονταν, και τους ελεύθερους μικρούς καλλιεργητές της γης, τους πένητες, που κυριαρχούσαν στο διάστημα 610-867.Από τα μέσα του 11ου αιώνα, ωστόσο, άρχισε μια περίοδος τελμάτωσης. Οι μικροϊδιοκτήτες, από τη μια, δεν μπορούσαν και οι μεγαλογαιοκτήμονες, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάσει ύφεση. Αυτή, βέβαια, η αλλαγή δεν παύει να εντάσσεται σ' ένα γενικά θετικό πλαίσιο καθώς έχει αυξηθεί η ποσότητα της γης υπό αγροτική εκμετάλλευση. Η αξιοποίηση της βυζαντινής γης (ιδιόκτητης ή μη) συνίστατο σε δραστηριότητα κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά επίσης δασοπονική, υλοτομική και αλιευτική.
Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες. Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Λίγο μετά από τον Φώτιο, και με την έναρξη της επόμενης δυναστείας, η αναπροσάρτηση κάποιων εδαφών από τη Μακεδονική δυναστεία σήμανε για το κράτος αύξηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών: είχε πάλι στη διάθεσή του περιφέρειες σημαντικές οικονομικά, που παραδοσιακά εκμεταλλευόταν (κυρίως αγροτικά). Η ειρήνευση και η δημογραφική ανάπτυξη σήμαναν αύξηση και του παραγωγικού πληθυσμού. Τέλος, η κρατική παρέμβαση, η οργάνωση και ο έλεγχος έδωσαν ώθηση και έθεσαν στέρεες βάσεις για τη μεγάλη ανάπτυξη της αστικής οικονομίας.
Από τα μέσα του 9ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν και πάλι σε θέση να εξασφαλίσει τα σύνορά της και να προστατεύσει τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα η αγορά και εκμετάλλευση γης να γίνει μια σίγουρη και κερδοφόρα οικονομική επένδυση για τους υπηκόους του κράτους. Οι διαθέσεις των πιο πλούσιων απ' αυτούς, οι οποίοι έτειναν να συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις γης στα χέρια τους, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές. Έτσι, άρχισε την περίοδο αυτή (867-1081) μια φάση ανταγωνισμού ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους δυνατούς, όπως ονομάζονταν, και τους ελεύθερους μικρούς καλλιεργητές της γης, τους πένητες, που κυριαρχούσαν στο διάστημα 610-867.Από τα μέσα του 11ου αιώνα, ωστόσο, άρχισε μια περίοδος τελμάτωσης. Οι μικροϊδιοκτήτες, από τη μια, δεν μπορούσαν και οι μεγαλογαιοκτήμονες, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάσει ύφεση. Αυτή, βέβαια, η αλλαγή δεν παύει να εντάσσεται σ' ένα γενικά θετικό πλαίσιο καθώς έχει αυξηθεί η ποσότητα της γης υπό αγροτική εκμετάλλευση. Η αξιοποίηση της βυζαντινής γης (ιδιόκτητης ή μη) συνίστατο σε δραστηριότητα κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά επίσης δασοπονική, υλοτομική και αλιευτική.
Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες. Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μεσοβυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη. Και, φυσικά, προς την ευδοκίμηση αυτού του τύπου πολιτισμού που συνήθως ονομάζουμε ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ.
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στις πόλεις ανακόπτονταν από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο κρατικός έλεγχος επιτυγχανόταν με τη συντεχνιακή οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Οι πληροφορίες μας για την οργάνωση αυτή προέρχονται από το "Επαρχικό Βιβλίο" του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, που περιλάμβανε διατάξεις σχετικές με την οργάνωση και τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία του επάρχου της πόλεως. Όλοι οι επαγγελματίες έπρεπε να είναι γραμμένοι μόνο σε ένα σωματείο, το οποίο και εξέλεγε τον πρόεδρό του. Oι ώρες εργασίας και οι μισθοί των εργατών ήταν καθορισμένα, ενώ η είσοδος νέων μελών στο σωματείο γινόταν με καταβολή ορισμένου ποσού. Επιπλέον, κάθε σωματείο είχε συγκεκριμένη θέση στο χώρο της αγοράς. Σκοπός της συντεχνιακής οργάνωσης ήταν η προστασία τόσο του κράτους όσο και των καταναλωτών, με τον έλεγχο των τιμών των τροφίμων και αγαθών της αγοράς της Πρωτεύουσας. Δε γνωρίζουμε, ωστόσο, αν η οργάνωση αυτή εφαρμοζόταν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Προς το τέλος της περιόδου, η συντεχνιακή οργάνωση άρχισε να παρακμάζει, ενώ από τον 11ο ήδη αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά "αδελφότητες" που συνδέονταν όμως με ενοριακές εκκλησίες ή με μοναστήρια πόλεων, μια οργάνωση που συναντιέται εκτός από την Κωνσταντινούπολη και σε επαρχιακές πόλεις.
•7 Μαρτίου 961 μ.Χ. :Ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθερώνει την Κρήτη από τους Άραβες
•Οι Ούγγροι εισβάλλουν στη Βουλγαρία και φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά εδάφη. Ηττώνται από τον Μαριανό Αργυρό.
962 μ.Χ: Η Ιταλία βρίσκεται πάλι σε πολιτικές αναταραχές όταν ο Βερεγγάριος ενοχλεί τα βόρεια παπικά εδάφη ο πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ καλεί τον Όθωνα για βοήθεια και τον στέφει Ρωμαίο αυτοκράτορα και φύλακα της περιουσίας των εκκλησιαστικών εδαφών: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΡΑΪΧ! Όταν ο Όθων ανακατέλαβε τα παπικά εδάφη από τον Βερεγγάριο και εγκατέλειψε την Ρώμη ο πάπας φοβήθηκε την ισχύ του αυτοκράτορα και συνωμότησε εναντίον του με το Βυζάντιο και τους Ούγγρους. Ο Όθων επέστρεψε στην Ρώμη τον Νοέμβριο του 963 συγκάλεσε Σύνοδο με την οποία κήρυξε έκπτωτο τον πάπα Ιωάννη ΙΒ΄ τοποθετώντας στη θέση του τον Λέοντα Θ΄, όταν ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την Ρώμη ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του και σε αυτούς του Ιωάννη. Ο Ιωάννης άρχισε να αφορίζει όσους τον εκθρόνισαν αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να επανέλθει για τρίτη φορά. Τον Ιούλιο του 964 εκθρόνισε τον πάπα Βενέδικτο Ε΄, που τον είχε τοποθετήσει ο Ιωάννης, ο οποίος είχε πεθάνει δύο μήνες νωρίτερα, πήρε υπόσχεση από τους κατοίκους της Ρώμης να μην εκλέξουν ποτέ νέο πάπα χωρίς την αυτοκρατορική έγκριση. Συνέχισε να κάνει εκστρατείες στην Ιταλία (966 - 972) και το 972 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής του αναγνώρισε τον αυτοκρατορικό τίτλο, ενώ συμφώνησε να δώσει την ανιψιά του, Θεοφανώ, ως σύζυγο στον γιο και διάδοχό του, Όθωνα Β΄.
963.16 Μαρτίου:Ο πεντάχρονος Βασίλειος Β’αναγορεύεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου, με συναυτοκράτορα τον αδελφό του Κωνσταντίνο.
•4 Ιουνίου-2 Οκτωβρίου:Ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α΄ (962-973) απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, ώστε να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του, Όθωνα Β΄, με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ. Η κακή ωστόσο συμπεριφορά που φαίνεται ότι επέδειξαν οι βυζαντινές αρχές απέναντι στον Λιουτπράνδο, λόγω του ότι πήγε εκεί ως εκπρόσωπος του Γερμανού ηγεμόνα, ενός σφετεριστή της ρωμαϊκής νομιμότητας, τον εξόργισε και έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά για το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη με τον λατινικό τίτλο: “De Legatione Constantinopolitana”Αναπτύσσονται τα δυτικά στερεότυπα κατά του Βυζαντίου: κατά τον Λιουτπράνδο: "...Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα Σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαv τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς,χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, «περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη». Συνεχίζοντας, ο Λιουτπράνδος αποφαίνεται: "Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον. Απεναντίας, ο βασιλιάς των Φράγκων είναι καλοκουρεμένος, δεν φοράει γυναικεία ρούχα, σκεπάζει το κεφάλι του, είναι ειλικρινής, δεν εξαπατά κανέναν, είναι πολυεύσπλαχνος όταν πρέπει, αυστηρός όταν χρειάζεται, πάντα πραγματικά ταπεινόφρων, ποτέ του φιλάργυρος, δεν τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα για να κάνει οικονομία"(Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, Αθήνα 1997, σ. 26 και Μαρτιάλης, 14).
971.Εκστρατεία του Τζιμισκή εναντίον των Ρώσων-κυριεύει την Πρεσλάβα και αιχμαλωτίζει τον Σβιατοσλάβο στο Δορύστολο.
•972.14 Απριλίου:Στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης ο γιος του γερμανού αυτοκράτορα, Όθων Β’,παντρεύεται τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ.
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ
Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγειας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια Βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες Νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την Ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά. Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως Σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα Σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113: «Οι Λίακ (Πολωνοί), οι Πρώσοι και οι Τσουντ (πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών) ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα (Βαλτική). Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ (εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία). Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ (του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη): Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι». Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν. Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι. Ύστερα είπαν στους Ρως: ''Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε''. Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος, ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων). Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.
Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη Σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.
Η Εμπορική οδός Βαράγγων - Ελλήνων (ή του Δνείπερου) είναι όρος που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να περιγράψει την εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών κατά το Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις δύο βασικές εμπορικές γραμμές των Βαράγγων - η άλλη ήταν η Οδός του Βόλγα. Η πρώτη φορά που υπάρχει γραπτή αναφορά στην Εμπορική Οδό Βαράγγων - Ελλήνων είναι στο Ρωσικό Πρώτο Χρονικό. Οι συνέπειές της όμως είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα, όταν οι Βυζαντινοί κατέγραψαν την ύπαρξη ενός νέου λαού στα βόρειά τους, των Βαράγγων. Αν και σήμερα για κάποιους λαούς η ονομασία Βάραγγος είναι συνώνυμο του Βίκινγκ, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο μόνο για τους Σκανδιναβούς που εγκαταστάθηκαν και βασίλευσαν στη Ρωσία. Πιθανώς η Οδός πρωτοξεκίνησε στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν Βάραγγοι εξερευνητές κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά και τα νότια, αναζητώντας σκλάβους αλλά και εμπορικά αγαθά. Η σημασία της για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία είναι τεράστια. Η εγκατάσταση των Βαράγγων ανάμεσα στους ανατολικούς Σλάβους, η ίδρυση του κράτους των Ρως (πρώτο Ρωσικό βασίλειο) και η ανάπτυξή του, ίσως να μην είχαν συμβεί ποτέ εάν δεν υπήρχε η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων. Η Οδός άρχισε να ατονεί στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το κράτος των Ρως απέκτησε ισχυρότερους δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και έστρεψε προς εκεί τα εμπορικά ενδιαφέροντά του, ενώ το Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Σταμάτησε οριστικά με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204. Το εμπόριο διεξαγόταν από τους Βαράγγους, με τρόπο που θυμίζει τα καραβάνια της Ανατολής, και κάλυπτε μία τεράστια περιοχή περνώντας μέσα από δεκάδες διαφορετικές φυλές και πόλεις. Σε κάθε σημείο αγοράζονταν και πωλούνταν νέα αγαθά. Η διαδρομή ξεκινούσε με πλοία από Σκανδιναβικά εμπορικά κέντρα, όπως η Μπίρκα και το Γκότλαντ, και εκμεταλλευόταν στο έπακρο το υδάτινο ανάγλυφο της βορειοδυτικής και κεντρικής Ρωσίας.
Οι βυζαντινές πόλεις είχαν κατεξοχήν αγροτικό χαρακτήρα. Ένα μεγάλο μέρος δηλαδή του πληθυσμού τους ασχολείτο με τη γεωργία. Μόνο κάποια μεγάλα αστικά κέντρα της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, όπως η Θεσσαλονίκη, το Δυρράχιο, η Αδριανούπολη, η Ηράκλεια, το Αμόριο, η Σμύρνη και η Τραπεζούντα, παρέμειναν σημαντικοί συγκοινωνιακοί και εμπορικοί κόμβοι στο διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα των θεμάτων.Η διοίκηση των πόλεων εξαρτιόταν και σ' αυτή την περίοδο (867-1081) από την Κωνσταντινούπολη. Από το 10ο αιώνα τοποθετούνταν επικεφαλής της φρουράς πολλών πόλεων στρατηγοί, που αναμφίβολα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή. Επιπλέον, ενεργό ρόλο στις αστικές λειτουργίες διαδραμάτιζαν οι εκκλησιαστικές αρχές, οι επίσκοποι δηλαδή και μητροπολίτες, μαζί με κάποιους από τους επιφανείς και πλούσιους κατοίκους κάθε πόλης, που αναφέρονται στις πηγές ως πρωτεύοντες, κτήτορες, οικήτορες και άρχοντες.
Εκτός από τους κοσμικούς, τους εκκλησιαστικούς άρχοντες και τους πλούσιους αστούς που ασχολούνταν με τις τέχνες και το εμπόριο, η ανώτερη τάξη των πόλεων περιλάμβανε επίσης τους μεγαλογαιοκτήμονες, που προτιμούσαν να περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μακριά από τα κτήματά τους, στις αστικές κατοικίες τους. Ο αστικός πληθυσμός συμπληρωνόταν από τους υπαλλήλους της διοίκησης, τους υπόλοιπους αστούς κτηματίες και τον απλό λαό. Ο τελευταίος είχε πολιτική ισχύ που αναγνωριζόταν από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις απευθύνονταν στο λαό της Κωνσταντινούπολης και στη σύγκλητο. Επιπλέον, συχνές συγκλήσεις λαϊκών συνελεύσεων και συμβουλίων συνέχισαν να μαρτυρούνται στις πόλεις τον 11ο, αλλά και το 12ο αιώνα, παρά την απαγόρευσή τους από το Λέοντα Στ' Σοφό (886-912).
Τα κυριότερα προϊόντα (σε παρένθεση η περιοχή προέλευσης) ήταν τα ακόλουθα: Όπλα, χειροποίητα αγαθά (Σκανδιναβία). Κεχριμπάρι (Βαλτική). Ξυλεία, γούνες, μέλι, κερί (Λάντογκα, Νόβγκοροντ). Ψωμί, χειροποίητα αγαθά, ασημένια νομίσματα (Κίεβο). Κρασί, μπαχαρικά, πολυτελή υφάσματα, εικόνες, βιβλία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Η πολεοδομική οργάνωση των βυζαντινών πόλεων στην περίοδο που μελετάμε (9ος-11ος αιώνας) δεν πρέπει να έδινε πολλές δυνατότητες για συγκεντρώσεις αστικού χαρακτήρα. Σε αυτό συνηγορεί και η αρχιτεκτονική των σπιτιών, που ήταν κλειστά με εσωτερική αυλή, γεγονός που υποδηλώνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους ζωής οι Βυζαντινοί το περνούσαν μέσα στα σπίτια τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείσουμε τη συναναστροφή τους στις αγορές και τη συμμετοχή τους σε διάφορες δημόσιες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, που τους ξεκούραζαν από τον καθημερινό κάματο. Αυτές ποίκιλλαν ανάλογα με την κοινωνική θέση των Βυζαντινών και εκτείνονταν από τις μεγαλοπρεπείς τελετές της αυτοκρατορικής και πατριαρχικής αυλής ως την παρακολούθηση των θεαμάτων του ιπποδρόμου και τη συναναστροφή στα λουτρά και τις ταβέρνες ή τη συμμετοχή στις εποχιακές πανηγύρεις.
Οι "Νεαρές" των Μακεδόνων αυτοκρατόρων αποτελούν τη βασική πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες για την κοινωνική διαστρωμάτωση στις πόλεις και την ύπαιθρο στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081).
Η νίκη της Ορθοδοξίας, μετά την αναστήλωση των εικόνων το 843, οδήγησε στην ενίσχυση του γοήτρου της Εκκλησίας και του μοναχισμού. Η θρησκευτικότητα που χαρακτήριζε τη βυζαντινή κοινωνία εκδηλώθηκε πιο έντονα μετά τους διωγμούς, με δωρεές προς την Εκκλησία. Παρατηρήθηκε έτσι αύξηση της εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας, ενώ ιδιαίτερη ακμή γνώρισαν τα μοναστήρια, που με τόση θέρμη είχαν υπερασπιστεί την Ορθοδοξία. Ο 10ος αιώνας ήταν η εποχή ίδρυσης των μεγάλων μοναστηριών στη βυζαντινή επαρχία. Ιδρύονταν όλο και περισσότερες μονές, ενώ έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους ή σταθεροποίησαν την οργάνωσή τους και οι λεγόμενες "μοναχικές δημοκρατίες" του Αγίου Όρους στον 'Aθω, του Λάτρου στη δυτική Μικρασία, της Καππαδοκίας δυτικά της Καισάρειας, του Σινά και των Μετεώρων. Τα οργανωμένα μοναστήρια είτε βρίσκονταν στην πόλη είτε στην ερημιά, είχαν και κάποια κοινωνική ή φιλανθρωπική αποστολή. Πολλά από τα βυζαντινά έργα τέχνης εξαρτώνταν και συντηρούνταν από μοναστήρια. Ειδικά επιφορτισμένοι μοναχοί, ο ξενοδόχος και ο νοσοκόμος, πρόσφεραν υπηρεσίες σε συναδέλφους τους ή επισκέπτες.
Βασικό χαρακτηριστικό της βυζαντινής κοινωνίας σε όλη την περίοδο της ιστορίας της, εκτός από την ανισότητα, υπήρξε η κινητικότητα, καθώς κύριο κριτήριο για τη διάκριση σε τάξεις ήταν πάντα ο πλούτος με συνέπεια το πέρασμα από τη μια τάξη στην άλλη να είναι εφικτό. Η "Νεαρά" του Βασιλείου Β' (976-1025), το 996, δίνει ένα παράδειγμα αδύνατου που έγινε δυνατός. Ο Φιλοκάλης λοιπόν ήταν ένας φτωχός και ειρηνικός χωρικός που εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς το κράτος, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας στην οποία ανήκε. Με τον καιρό όμως απέκτησε αξιώματα και, όταν έγινε πρωτοσπαθάριος, πήρε σταδιακά την κυριότητα όλης της κοινότητας. Ο αυτοκράτορας, επιθυμώντας να απομακρύνει από την αγροτική κοινότητα τον κίνδυνο που προερχόταν από τους αδύνατους που έγιναν δυνατοί, κατέστρεψε από τα θεμέλια όλα τα πολυτελή κτήρια του Φιλοκάλη και τον επανέφερε στην κατάσταση του απλού χωρικού, αφήνοντάς του μόνον όση γη κατείχε αρχικά και επιστρέφοντας στους αδύνατους ό,τι τους ανήκε. Παρά το γεγονός ότι ένας αδύνατος μπορούσε να γίνει δυνατός ή το αντίθετο, ο κανόνας ήθελε τους Bυζαντινούς να γεννιούνται δυνατοί ή αδύνατοι οικονομικά και να πεθαίνουν στην ίδια κατάσταση, οι τελευταίοι μάλιστα μετά από μια ζωή σκληρών μόχθων.
Κύριο χαρακτηριστικό μιας μεσαιωνικής κοινωνίας όπως η βυζαντινή ήταν η οργάνωση των ανθρώπων που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα σε σωματεία, τις λεγόμενες "συντεχνίες" ή συστήματα. Η εκλογή κάποιου επαγγέλματος ήταν ελεύθερη για τους πολίτες, ενώ η είσοδος στην αντίστοιχη συντεχνία γινόταν ύστερα από έλεγχο των ικανοτήτων του υποψηφίου. Αυτό το σύστημα υποχρέωνε τους επαγγελματίες να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα και τα κέρδη τους και επέτρεπε στο κράτος να ελέγχει τις εμπορικές, βιοτεχνικές και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες των πολιτών και να παρεμβαίνει σ' αυτές. Οι συντεχνίες βρίσκονταν υπό το συνεχή και αυστηρό έλεγχο του κράτους ως προς τη λειτουργία, τη δραστηριότητα και τα προϊόντα που παρήγαν ή διακινούσαν, μέσω κρατικών αξιωματούχων: των εξάρχων και των προστατών στην επαρχία και του επάρχου της πόλεως στην Κωνσταντινούπολη. Οι παραβάσεις των κρατικών διατάξεων επέφεραν μια μεγάλη ποικιλία ποινών, τις οποίες επέβαλλε ο έπαρχος και το προσωπικό της υπηρεσίας του. Από το όνομα του επάρχου της Κωνσταντινούπολης πήρε το όνομά του το "Επαρχιακό Βιβλίο" του αυτοκράτορα Λέοντα Στ' Σοφού. Πρόκειται για μια συλλογή νομοθετικών κειμένων που κυκλοφόρησε πιθανόν την άνοιξη του 912 και αναφέρεται σε 21 συντεχνίες, από αυτές που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στην πρωτεύουσα. Οι συντεχνίες αυτές περιλάμβαναν επαγγελματίες που ασχολούνταν με την κατασκευή ή/και το εμπόριο υφασμάτων (λινών και μεταξωτών), τροφίμων και άλλων προϊόντων (αρωμάτων, χρωμάτων, κεριών, σαπουνιών), με οικοδομικά έργα, με συμβολαιογραφικές πράξεις και με τραπεζικές συναλλαγές. Από τις διατάξεις του προκύπτει ότι η συντεχνιακή οργάνωση στόχο είχε να εξασφαλίσει δύο βασικές αναγκαιότητες: τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών και γενικότερα της αστικής οικονομίας, και την ευταξία στους διάφορους επαγγελματικούς κλάδους και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Στο Βυζάντιο το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες από τα χρόνια του Κωνσταντίνου. Σε συντεχνίες ήταν οργανωμένοι οι χρυσοχόοι, οι ράφτες, οι έμποροι μεταξιού, οι κατασκευαστές και οι έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, οι αρωματοπώλες, οι σαπωνοποιοί, οι κηροποιοί, οι παντοπώλες, οι κρεοπώλες, οι ιχθυέμποροι, οι αρτοποιοί, οι εργολάβοι οικοδομών και πολλοί άλλοι επαγγελματίες. Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρόεδρος που εκλεγόταν από τα μέλη της αλλά το κράτος διόριζε δίπλα στον πρόεδρο και έναν διοικητικό υπάλληλο που ασκούσε έλεγχο στο εσωτερικό της συντεχνίας. Για να γίνει κανείς δεκτός σε μια συντεχνία έπρεπε πρώτα να προταθεί από πέντε μέλη της κι ύστερα να πάρει έγκριση από τον έπαρχο. Επίσης τις πρώτες ύλες που θα χρειαζόταν, τα εμπορεύματα που είχε δικαίωμα να πουλάει, τη μεγαλύτερη ποσότητα πρώτων υλών που θα μπορούσε να προμηθευτεί και τα όρια του κέρδους του, όλα αυτά τα καθόριζε ο έπαρχος. Ειδικοί ελεγκτές επισκέπτονταν τακτικά τα καταστήματα και ελέγχαν αν ο επαγγελματίας τηρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Από τον 10ο αιώνα, η αγροτική κοινότητα παρουσιάζεται αλλοιωμένη σε σχέση με την προηγούμενή της σύνθεση και σε πολλές περιπτώσεις υπό την απόλυτη κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας. Οι "εξαρτημένοι καλλιεργητές" της γης ή πάροικοι, όπως ονομάζονταν τότε, καλλιεργούσαν γη την οποία μίσθωναν με διάφορα συμβόλαια. Κάποιοι από αυτούς ονομάζονταν, με βάση τους όρους των συμβολαίων αυτών, ημισειαστές και μορτίτες. Οι ημισειαστές καλλιεργούσαν τη γη με μέσα του γαιοκτήμονα, παραχωρούσαν σ' αυτόν το ήμισυ της παραγωγής και κρατούσαν για τον εαυτό τους το υπόλοιπο. Οι μορτίτες καλλιεργούσαν τη γη με δικά τους μέσα, έδιναν στον γαιοκτήμονα το 1/10 της παραγωγής (το οποίο οι Βυζαντινοί ονόμαζαν μορτή) και κρατούσαν για τον εαυτό τους τα 9/10. Επίσης, την περίοδο αυτή κάποιοι πάροικοι ήταν γνωστοί με ονόματα ανάλογα με τα κτήματα στα οποία δούλευαν ως μισθωτές-εργάτες. Οι εκκλησιαστικοί πάροικοι δούλευαν σε κτήματα της Εκκλησίας και οι δημοσιακοί σε κρατικά κτήματα. Υπήρχαν επίσης οι υποστατικοί πάροικοι, που καλλιεργούσαν ξένα κτήματα αλλά είχαν παράλληλα και δική τους ιδιοκτησία, ήταν δηλαδή πάροικοι ως προς το ένα μέρος των κτημάτων που καλλιεργούσαν και ελεύθεροι καλλιεργητές ως προς το άλλο. Αν και οι τελευταίοι συγκαταλέγονταν στους εύπορους γεωργούς, πολλοί από τους παροίκους γενικά ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η έλλειψη εργατικών χεριών, που ήταν μια μόνιμη κατάσταση στο Μεσαίωνα, ανάγκαζε τους παροίκους όχι μόνο να καλλιεργούν το κομμάτι της γης το οποίο είχαν μισθώσει, αλλά ταυτόχρονα να προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες στον ιδιοκτήτη της γης και στο κράτος, τις γνωστές αγγαρείες. Έτσι, μεγάλο μέρος της συνολικής δουλειάς έπεφτε στους ώμους τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...