Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΙΠΠΟΤΙΚΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ

Το έπος είναι μια μακροσκελής έμμετρη αφήγηση, σε υψηλό ύφος, ηρωικών γεγονότων στα οποία κυρίαρχη θέση κατέχει το μυθικό και θρυλικό στοιχείο. Πρότυπα της μεσαιωνικής επικής παράδοσης αποτελούν η Οδύσσεια του Ομήρου και, κυρίως, η Αινειάδα του Βιργίλιου.
Το έπος αποτελεί ιστορική αφήγηση ενός λαού ή έθνους, έχει έντονο στρατιωτικοπολιτικό χαρακτήρα και περιστρέφεται γύρω από έναν ήρωα, ο οποίος αναπτύσσει δεσμούς αλληλεγγύης με τους συντρόφους του. Διαμορφώνονται «κύκλοι» μεσαιωνικών κειμένων, πχ. του Αλέξανδρου ή του Τρωικού πολέμου. Tο ιπποτικό ιδεώδες, παντρεμένο με τον Χριστιανισμό, ενσαρκώνεται στη δολοφονία του δράκου από τον Άγιο Γεώργιο.
Τον 12ο αιώνα εμφανίζονται έμμετρες αφηγήσεις και σε δημώδεις γλώσσες οι οποίες βασίζονται σε τοπικές προφορικές παραδόσεις και απαγγέλλονται ή τραγουδιώνται με συνοδεία μουσικής. Η θεματική τους αντλεί από τη σύγχρονη ιστορία και εμπεριέχει παγανιστικούς θρύλους της μυθολογίας.
Παράλληλα, τον 12ο αιώνα, ένα νέο λογοτεχνικό είδος εμφανίζεται στην Ευρώπη, οι έμμετρες μυθιστορίες, οι οποίες, απομακρυνόμενες από το δύσκαμπτο πλαίσιο του μεσαιωνικού έπους, αποτέλεσαν τους πρόδρομους της νεότερης πεζογραφίας.
Οι μυθιστορίες είναι έμμετρα, μακροσκελή αφηγηματικά κείμενα σε δημώδεις γλώσσες και διακρίνονται από την επική ποίηση ως προς τη θεματική και το ύφος τους. Αναφέρονται συχνά σε πλευρές της καθημερινής ζωής και εμπεριέχουν λυρικά ή σατυρικά στοιχεία. Διακρίνονται σε διδακτικές ή σατυρικές και σε ιπποτικές μυθιστορίες (στη φωτό ο βασιλιάς Αρθούρος με τους Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας).
Οι ιπποτικές μυθιστορίες προσαρμόζουν τη θεματική τους στο πλαίσιο της ακμής της μεσαιωνικής φεουδαρχικής Ευρώπης όπου η εκκλησία και οι στρατιωτικές δραστηριότητες εξακολουθούν να κυριαρχούν, ενώ παράλληλα, αναπτύσσονται η κοινωνική ζωή, οι πολιτιστικές δραστηριότητες, ισχυροποιείται ο θεσμός της φεουδαρχικής αυλής και ο ρόλος της γυναίκας σε αυτόν. Η δυτικοευρωπαϊκή ιπποτική μυθιστορία έφτασε στο απόγειό της τον 12ο αιώνα με τον περίφημο Κρετιέν ντε Τρουά. Είχε ως θέμα την τελειότητα της αριστοκρατικής αυλής: ο ιππότης ήταν άριστος σε όλα, άριστος χριστιανός, πολεμιστής, εραστής. Αυτό το λογοτεχνικό είδος απευθυνόταν κυρίως στους αναγνώστες της αυλής, εκλεπτυσμένους ευγενείς, και αποτύπωνε το ήθος τους. Η εποχή της Πρώιμης Νεωτερικότητας, δηλαδή αμέσως μετά τον Μεσαίωνα, είναι μια περίοδος έντονων ανταλλαγών και πολιτισμικής κινητικότητας στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.
Όπως και η επική ποίηση, έτσι και οι μυθιστορίες αντλούν τη θεματογραφία τους από προφορικές παραδόσεις, από μιμήσεις και παραλλαγές ελληνικής και λατινικής επικής ποίησης στις οποίες όμως υποχωρεί το ηρωικό-επικό στοιχείο και υπερτερεί το ερωτικό-ιπποτικό στοιχείο.
Οι ήρωες είναι ιππότες των φεουδαρχικών αυλών που περιπλανώνται αναζητώντας περιπέτειες όχι καθαρά πολεμικές αλλά όσες θεωρούνται αντάξιες της ιπποτικής ευγένειας. Κεντρικό τους θέμα είναι ο εξιδανικευμένος, ιδεόπλαστος έρωτας σε αντίθεση με τη θεματική της επικής και θρησκευτικής παράδοσης.
Με κινητήρια δύναμη τον πλατωνικό, εξιδανικευμένο έρωτα, τα ιπποτικά μυθιστορήματα δίνουν έμφαση στους ευγενείς τρόπους και στα ιπποτικά ιδεώδη της γενναιότητας, της τόλμης, της αφοσίωσης, της τιμής, της μεγαλοψυχίας απέναντι στον αντίπαλο, σε αντίθεση με τους ηρωικούς φυλετικούς πολέμους του έπους. Τα υπερφυσικά γεγονότα, που στο έπος αποδίδονται στους θεούς, μετατοπίζονται στον επίγειο κόσμο αξιοποιώντας τη μυστηριώδη επενέργεια που ασκούν τα ξόρκια και οι μαγείες.
Ένας πρίγκιπας αγνοεί και περιφρονεί τον έρωτα και φεύγει από την πατρίδα του, είτε σε αναζήτηση ηρωικών κατορθωμάτων είτε σε αναζήτηση μιας ωραίας κόρης, την οποία όμως δεν έχει γνωρίσει από κοντά. Σε κάποιο θαυμαστό κάστρο συναντά την αγαπημένη των ονείρων του. Οι δύο νέοι εκδηλώνουν την αγάπη τους. Μεσολαβεί όμως κάποιο εμπόδιο που αναβάλλει ή ματαιώνει την ένωση των δύο εραστών. Σε ορισμένες περιπτώσεις το εμπόδιο αποδεικνύεται μοιραίο και το ευτυχές τέλος ματαιώνεται. Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο οι ήρωες χωρίζονται, ο ένας από τους δύο ή και οι δύο θεωρούνται κάποια στιγμή νεκροί. Μετά από περιπέτειες και περιπλανήσεις το ζευγάρι επανενώνεται χάρη στη βοήθεια τρίτου προσώπου (για παράδειγμα: μιας μάγισσας).
Η δυτικοευρωπαϊκή ιπποτική μυθιστορία έφτασε στο απόγειό της τον 12ο αιώνα με τον περίφημο Κρετιέν ντε Τρουά. Είχε ως θέμα την τελειότητα της αριστοκρατικής αυλής: ο ιππότης ήταν άριστος σε όλα, άριστος χριστιανός, πολεμιστής, εραστής. Αυτό το λογοτεχνικό είδος απευθυνόταν κυρίως στους αναγνώστες της αυλής, εκλεπτυσμένους ευγενείς, και αποτύπωνε το ήθος τους. Οι ιπποτικές μυθιστορίες, όμως, ήταν τόσο δημοφιλείς ώστε δημώδεις εκδοχές τους διαβάζονταν από λαϊκούς αναγνώστες. Ο όρος μυθιστορία χρησιμοποιείται στην ελληνική φιλολογική ορολογία ως απόδοση του αγγλικού romance, που αναφέρεται σε ένα λογοτεχνικό αφηγηματικό είδος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα αρχικά στη Γαλλία, με τα έργα του Κρετιέν ντε Τρουά, και αργότερα εξαπλώθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το περιεχόμενό της είναι κατά κύριο λόγο ερωτικό και η πλοκή περιπετειώδης: αφηγείται τα κατορθώματα ενός ήρωα προκειμένου να κερδίσει την αγαπημένη του και να ζήσει μαζί της. Διαδραματίζεται συνήθως σε ιπποτικό περιβάλλον και συχνά είναι έντονο το υπερφυσικό ή και μαγικό στοιχείο. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μυθιστορίας είναι ο ιδεαλιστικός χαρακτήρας και η απόσταση από την πραγματικότητα που την διαφοροποιεί από τον ρεαλισμό του μυθιστορήματος.
Οι πρώτες ιπποτικές μυθιστορίες ήταν έμμετρες, αλλά αργότερα εμφανίστηκαν και έργα σε πεζό λόγο. Οι τρεις μεγάλοι κύκλοι θεμάτων από τους οποίους αντλούσαν κυρίως οι μεσαιωνικές μυθιστορίες ήταν ο βρετανικός (ο κύκλος του Βασιλιά Αρθούρου), ο ρωμαϊκός, που περιλάμβανε έργα με θέμα από την αρχαιότητα, και ο γαλλικός (θέμα της Γαλλίας, γύρω από τον Καρλομάγνο). Δυο λογοτεχνικά κείμενα της εποχής είναι: «Το χτένι της Γκουίνοβερ» του Ντε Τρουά και Canzo του Αρνώ. Η πρώτη καταγραφή προφορικών ιστορημάτων και θρύλων είναι το τραγούδι του Ρολάνδου (Chancon de Roland) ή το έπος του «Σιντ» (10ος – 12ος αι.).
Το θέμα του ιδεόπλαστου ή ευγενή ή αυλικού έρωτα αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ της μεσαιωνικής και της νεότερης λογοτεχνίας. Συνδέεται με την ιδέα της ιπποτικής ευγένειας, η οποία, απομακρυνόμενη από το στρατιωτικό πρότυπο της επικής παράδοσης, εκφράζει ένα νέο πρότυπο αναζήτησης, στο πλαίσιο της φεουδαρχικής αυλής, του ήθους της «απόλυτης ευγένειας, συμπεριφοράς και προθέσεων». Μιας ευγένειας η οποία δεν είναι δεδομένη, αλλά κατακτιέται μέσα από συνεχείς αγώνες, από σωματικές και ηθικές δοκιμασίες. Ο ευγενής έρωτας αποτελεί το κίνητρο για τον ήρωα προκειμένου να αναδείξει το ήθος του, να ολοκληρωθεί ως ιππότης και να τύχει κοινωνικής αναγνώρισης.
Στο έργο του Κρετιέν ντε Τρουά εκφράζεται, για πρώτη φορά, το περιεχόμενο της ιπποτικής ευγένειας: «εκλέπτυνση των αγωνιστικών κανόνων, αυλικά ήθη συναναστροφής, λατρεία της γυναίκας - αλλαγμένα και εξυψωμένα σε σχέση με το ηρωικό έπος, κατατείνουν όλα προς ένα προσωπικό και απόλυτο ιδανικό - απόλυτο τόσο ως προς την ιδανική πραγμάτωσή του όσο και ως προς την απουσία πρακτικών σκοπών». Το έργο του "Λάνσελοτ" συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα ιπποτικής μυθιστορίας που εμπνέεται από τη θεματική του ιδεόπλαστου έρωτα. Ο ιππότης είναι απόλυτα αφοσιωμένος στη ρήγισσά του, έτοιμος να ανταποκριθεί στις επιθυμίες της. Ορμώμενος από τον έρωτά του, οδηγείται σε ενέργειες και ανδραγαθήματα χαρακτηριστικά της ιπποτικής συμπεριφοράς. Η γυναίκα εκπροσωπεί το ιδανικό για τον ιππότη. Η Γκουίνιβερ είναι δύσκολο να κατακτηθεί γιατί ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη – είναι η «ρήγισσά» του την οποία πιστά και με αυταπάρνηση υπηρετεί «θα έβρισκε τρόπο να μπει μέσα στην κάμαρα, γιατί κανένα σίδηρο δεν μπορούσε να τον εμποδίσει». Η εξιδανικευμένη μορφή της αποτελεί πηγή έμπνευσης προκειμένου να ξεδιπλώσει τα ευγενικά του αισθήματα και να καταστεί άξιος ώστε να ανταποκριθεί στον έρωτά του. «Πριν φύγει κλίνει το γόνυ σαν να προσκυνά σε εκκλησιά».
Ο Λάνσελοτ είναι αποφασισμένος για όλα: «Το αίμα κύλισε, μα αυτός είχε το νου του αλλού και τις πληγές του δεν τις ένιωσε». Η Γκουίνιβερ υποκύπτει στον έρωτα γιατί είναι υπεράνω του εαυτού της, «ο Έρωτας ήταν αυτός που καθοδηγούσε τη βασίλισσα». Ο έρωτας τους οδηγεί σε ολοκληρωμένη ερωτική σχέση η οποία παραμένει μυστική και παράνομη. Από άποψη ύφους το έργο διακρίνεται από ένταση, γιατί ενώ δίνονται ρεαλιστικότατες περιγραφές των συναισθημάτων και σκέψεων των ηρώων, των ερωτικών περιπτύξεών τους, του περιβάλλοντος χώρου, της εμφάνισής τους, της καθημερινής ροής των πραγμάτων, με μια ποικιλία αφηγηματικών και εκφραστικών τεχνικών, συνάμα απομακρύνεται από την πραγματικότητα δίνοντας μια λυρική εξιδανίκευση των ερωτικών σχέσεων.
Ο «Ιππότης του Λιονταριού» Ιβέιν είναι κεντρικός ήρωας ομώνυμου ειδυλλίου του Γάλλου ποιητή Κρετιέν ντε Τρουά, που περιλαμβάνει 6.808 οκτασύλλαβα, ομοιοκατάληκτα κουπλέ, των οποίων η ανάγνωση είναι εξαντλητική. Το «Ιβέιν» γράφτηκε γύρω στα 1180 ταυτόχρονα με τον Λανσελότο και είναι μια ιστορία ιπποτών, που θυμίζει πολλά άλλα μεσαιωνικά έργα, συμπεριλαμβανομένων του «Ιβέιν και Γκαουέιν», ή της «Κυρίας των Πηγών». Ο Ιβέιν επιδιώκει να εκδικηθεί τον ξάδερφό του, τον Καλογκρενάν, ο οποίος είχε νικηθεί από τον ιππότη Εσκλάδος: νικά λοιπόν τον Εσκλάδος και ερωτεύεται τη χήρα του Λοντίν. Με τη βοήθεια της υπηρέτριας της Λοντίν, της Λουνέτ, ο Ιβέιν κερδίζει την κυρία του και την παντρεύεται, αλλά ο Γκαουέιν τον πείθει να αφήσει πίσω τη Λοντίν για να ξεκινήσει μια ιπποτική περιπέτεια. Η Λοντίν συμφωνεί αλλά του θέτει τον όρο να επιστρέψει μετά από ένα χρόνο. Ο Ιβέιν μαγεύεται τόσο πολύ με τα ιπποτικά του κατορθώματα που ξεχνάει να επιστρέψει στη γυναίκα του εντός του καθορισμένου χρόνου, οπότε εκείνη τον απορρίπτει. Εκείνος αρχικά τρελαίνεται από τη θλίψη, όμως θεραπεύεται από μια αρχόντισσα κι αποφασίζει να βρει έναν τρόπο για να ξανακερδίσει τη Λοντίν. Ένα λιοντάρι που σώζει από έναν δράκο αποδεικνύεται πιστός σύντροφος και σύμβολο ιπποτικής αρετής και τον βοηθά να νικήσει έναν πανίσχυρο γίγαντα, τρεις σκληρούς ιππότες και δύο δαίμονες. Αφού ο Ιβέιν σώζει τη Ουνέτ από το κάψιμο στην πυρά, αυτή τον βοηθά να κερδίσει ξανά τη γυναίκα του, κι εκείνη του επιτρέπει να επιστρέψει, μαζί με το λιοντάρι του.
Στα τέλη του 12ου μ.Χ. αιώνα εμφανίζεται στη βυζαντινή επικράτεια μια εντυπωσιακή παραγωγή έμμετρων μυθιστοριών, με περιεχόμενο περιπετειώδεις ιστορίες με περιγραφές ερωτικών σκηνών, αποχωρισμών και αναγνωρίσεων εραστών. Υπάρχουν τέσσερις μυθιστορίες αυτού του τύπου κατά την περίοδο αυτή, που αποτελούν έξοχα δείγματα βυζαντινής μυθιστορίας. Πρόκειται για τα έργα: «Τα κατ' Αρίστανδρον και Καλλιθέαν» του Κωνσταντίνου Μανασσή, «Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα» του Θεόδωρου Προδρόμου (Πτωχοπροδρόμου), «Τα κατά Δροσίλλαν και Χαρικλέα» του Νικήτα Ευγενιανού και «Το καθ' Υσμίνην και Υσμηνίαν» του Ευσταθίου Μακρεμβολίτη, τα οποία γράφτηκαν στο πλαίσιο της ουμανιστικής κίνησης που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο του Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143 - 1180). Είναι συγκλονιστικό ότι οι ποιητές της εποχής κατόρθωναν να επιτυγχάνουν μια πολιτιστική και εκφραστική πληθυντικότητα που παραμένει φρέσκια και ζωντανή. Με άλλα λόγια, ανατρέπεται η παλιά αντίληψη ότι η δημώδης λογοτεχνία είτε ήταν μια ενδογαμική υπόθεση με επιρροές αποκλειστικά ελληνικές, είτε ότι οι συγγραφείς μετέφραζαν με θρησκευτική ακρίβεια ξένη λογοτεχνία. Οι ποιητές αυτοί ενέτασσαν στα κείμενά τους εικόνες και φράσεις που είχαν ακούσει σε προφορικές διηγήσεις από εμπόρους που ταξίδευαν σε καραβάνια, από φίλους, σε δημόσιες αναγνώσεις και, φυσικά, εικόνες και φράσεις που είχαν αποστηθίσει από δικά τους διαβάσματα, άλλοτε ελληνικά, άλλοτε όχι. Η δημώδης μυθιστορία στηρίζεται σε μία γραφή πολύ ανοιχτή και ενέχει την ελευθερία του δημιουργού να μεταβάλλει το πρότυπό του, κάτι που θεωρείται προκλητικό σήμερα.
Την τυπική μυθιστορηματική δομή, δηλ. κεραυνοβόλος έρωτας-χωρισμός-περιπέτειες-τελική επανένωση, ακολουθούν οι μυθιστορίες Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη, καθώς και οι διασκευές δημοφιλών γαλλικών μυθιστοριών Φλώριος και Πλατζιαφλώρα (Fleur et Blanchefleur) και Ιμπέριος και Μαργαρώνα (Πιερ της Προβηγκίας και η ωραία Μαγκελόνα). Χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας είναι το μαγικό-υπερφυσικό στοιχείο και ο λυρισμός (ερωτική αλληλογραφία, τραγούδια, μονόλογοι) και σε κάποιες περιπτώσεις η τολμηρή ερωτική ατμόσφαιρα. Οι επιδράσεις της ρητορικής είναι εμφανείς, ειδικά στις «εκφράσεις», δηλαδή τις εκτενείς και λεπτομερείς περιγραφές ατόμων, κτηρίων ή έργων τέχνης. Ένα ιδιαίτερο υφολογικό χαρακτηριστικό τους είναι η χρήση σύνθετων λέξεων. Αυτά τα έργα συνήθως αποκαλούνται «βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα», όμως στην πραγματικότητα δεν απηχούν την δυτική ιπποτική ιδεολογία ούτε την έννοια του αυλικού έρωτα.[5] Δύο άλλες μυθιστορίες, η Διήγησις του Αχιλλέως (ή Αχιλληίδα) και η Διήγησις γεναμένη εν Τροία (γνωστή και ως Βυζαντινή Ιλιάδα), εμπνέονται από την ομηρική παράδοση, διασκευάζοντάς την όμως ελεύθερα: ο Αχιλλέας της Αχιλληίδας είναι γενναίος βασιλιάς που προσπαθεί να κατακτήσει την κόρη ενός εχθρού και η Βυζαντινή Ιλιάδα παρουσιάζει την απαγωγή της Ελένης από την Πάρη σαν ερωτικό μυθιστόρημα. Η Αχιλληίδα συγγενεύει πολύ με την τριάδα Καλλίμαχος, Βέλθανδρος και Λίβιστρος σε ζητήματα μοτίβων και ύφους (εκφράσεις, ερωτική αλληλογραφία), αλλά διαφέρει ως προς τη δομή που είναι βιογραφική και εστιασμένη στον Αχιλλέα και ως προς την τραγική κατάληξη, σε αντίθεση με το τυπικό happy end των άλλων μυθιστορημάτων. Κάποιες άλλες μυθιστορίες που είναι διασκευές δυτικών προτύπων έχουν διαφορετική δομή: ο Πόλεμος της Τρωάδος είναι προσαρμογή της δημοφιλέστατης Μυθιστορίας της Τροίας του Μπενουά ντε Σαιντ-Μωρ και εξιστορεί πολλές ερωτικές ιστορίες με φόντο τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Απολλώνιος βασίζεται σε κάποια ιταλική διασκευή δημοφιλούς λατινικού μυθιστορήματος και η Θησηίδα είναι μετάφραση από αφήγηση του Βοκκάκιου με ήρωα τον Θησέα. Οι μυθιστορίες που προήλθαν από δυτικά πρότυπα δεν είναι πιστές μεταφράσεις, αλλά ελεύθερες διασκευές που υφολογικά ακολουθούν την παράδοση των πρωτότυπων μυθιστοριών: για παράδειγμα, ο συγγραφέας του Φλώριος και Πλατζιαφλώρα ενέταξε σε ένα σημείο του κειμένου απόσπασμα από το δημώδες ηθικοδιδακτικό ποίημα Σπανέας του 12ου αι. Η μυθιστορία «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη» αποτελεί έξοχο δείγμα ελεγειακού-ερωτικού ύφους, το οποίο, όπως υποστηρίζει και πάι ο Μάριο Βίττι, θεωρείται ότι γράφτηκε από τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο της αυτοκρατορικής οικογένειας, στα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα. Το ίδιο αφηγηματικό και λυρικό ύφος βρίσκεται και στη μυθιστορία «Λίβιστρος και Ροδάμνη», που τοποθετείται στον 14ο μ.Χ. αιώνα, με άμεση όμως σχέση με τα δυτικά πρότυπα και τη δυτική θεματολογία, όπως και στα ιπποτικά-ερωτικά μυθιστορήματα «Φλώριος και Πλατζιαφλώρα» και «Ιμπέριος και Μαργαρώνα».
Η πιο γνωστή, κατά την Αναγέννηση, ελληνική μυθιστορία ήταν «Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα», έργο γραμμένο από τον Αχιλλέα Τάτιο, Έλληνα μυθιστοριογράφο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου που έζησε τον 5ο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος περιγράφει τις περιπέτειες δύο εραστών με ευγενική καταγωγή. Στον 13ο αιώνα τοποθετείται το μοναδικό χειρόγραφο που σώζει τους Στίχους του Μιχαήλ Γλυκά, καθώς και το παλαιότερο από τα 19 που περιέχουν τις διάφορες εκδοχές του Σπανέα. Επίσης, στο γύρισμα του αιώνα, περίπου το 1300, εικάζεται ότι τοποθετείται το χειρόγραφο της Grottaferrata του Διγενή, και έτσι είναι πολύ πιθανό ότι στη διάρκειά του δημιουργήθηκε και η αντίστοιχη διασκευή. Επιπλέον, ίσως τώρα δίνει τα πρώτα του δείγματα στη δημώδη το γραμματολογικό είδος της μυθιστορίας, με έργα που περιγράφονται συνοπτικά ως «έμμετρες ερωτικές μυθιστορίες της υστεροβυζαντινής περιόδου», ενώ παλιότερα αναφέρονταν ως «ιπποτικές μυθιστορίες», χαρακτηρισμός που δεν ανταποκρίνεται σε όλα τα κείμενα του είδους, γι’ αυτό και έχει πια εγκαταλειφθεί. Στο είδος αυτό ανήκουν τόσο έργα πρωτότυπα, δηλαδή γραμμένα απευθείας στα ελληνικά, όσο και κάποια τα οποία αποτελούν μεταφράσεις-διασκευές από δυτικά έργα.
Υποστηρίζεται ότι δύο από τα πρωτότυπα γράφτηκαν μέσα στον 13ο αιώνα: το «Λίβιστρος και Ροδάμνη» στο διάστημα 1240-1260, δηλαδή στη διάρκεια της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, και το «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα» στο δεύτερο μισό του αιώνα (1270-1290), μετά την παλινόρθωση του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ωστόσο, και για τα δύο αυτά έχει προταθεί και οψιμότερη χρονολόγηση, στον 14ο αιώνα, γεγονός που μειώνει ακόμη περισσότερο τη σωζόμενη παραγωγή του 13ου αιώνα. Η ερωτική μυθιστορία του 14ου αιώνα είναι η «Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμανού», ανώνυμου συγγραφέα, που αποτελείται από 1348 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παραδίδεται μόνο σε ένα μεταγενέστερο χειρόγραφο (του 16ου αιώνα).
Παρόλο που παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τη μυθιστορηματική παράδοση της ύστερης αρχαιότητας αλλά και με τα λόγια ομοειδή κείμενα της εποχής των Κομνηνών (12ος αι. μ.Χ.), διακρίνεται για την απουσία παραμυθικών στοιχείων, το ηρωικό/επικό ύφος και τον έντονα βυζαντινό/ελληνικό («ρωμαίικο») χαρακτήρα του. Η λογοτεχνία που αναπτύχθηκε στα εδάφη της ύστερης βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν περιορίστηκε σε αυτές τις περιοχές, αλλά οι τρόποι έκφρασης και κάποια μοτίβα διαδόθηκαν στις φραγκοκρατούμενες περιοχές και επηρέασαν τη συγγραφή άλλων έργων. Κάποια μυθιστορήματα πρέπει να ήταν γνωστά στον Εμμανουήλ Γεωργιλλά (ή Λιμενίτη), συγγραφέα από τη Ρόδο (1500 περίπου), που έγραψε το Θανατικόν της Ρόδου και μια διασκευή της Βελισσαριάδας. Επιδράσεις από τα ερωτικά μυθιστορήματα διακρίνονται και σε μια συλλογή αυτόνομων ερωτικών ποιημάτων που πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη Ρόδο, γνωστή ως «Καταλόγια». Και ο Μαρίνος Φαλιέρος είναι πιθανό να γνώριζε κάποια ερωτικά μυθιστορήματα (ενδεχομένως το Λίβιστρος και Ροδάμνη), απ' όπου χρησιμοποίησε με χιουμοριστικό τρόπο μοτίβα στα ερωτικά ποιήματά του. Κάποια από τα έργα της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας τους αιώνες μετά την πτώση της αυτοκρατορίας συνέχισαν όχι μόνο να αντιγράφονται, αλλά και να διασκευάζονται ώστε να προσαρμοστούν σε διαφορετικές αισθητικές απαιτήσεις. Οι παραλλαγές Κ και Ε του Διγενή Ακρίτη διασκευάστηκαν τον 15ο αιώνα εμπλουτιζόμενες με μυθιστορηματικά στοιχεία, στα πρότυπα των ερωτικών μυθιστορημάτων. Αυτή η διασκευή Ζ τον 16ο αιώνα διασκευάστηκε σε πεζή και σε ομοιοκατάληκτη μορφή. Σε ομοιοκατάληκτες εκδοχές διασκευάστηκαν επίσης το μυθιστόρημα Ιμπέριος και Μαργαρώνα, η Βελισαριάδα και το Συναξάριο του τιμημένου γαϊδάρου. Άλλα έργα γνώρισαν ευρύτερη διάδοση μέσω της τυπογραφίας, όπως η Ακολουθία του Σπανού, οι ομοιοκατάληκτες εκδοχές του Ιμπέριος και Μαργαρώνα και του Απολλώνιου, η Φυλλάδα του γαϊδάρου, η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου και η Ριμάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Τέλος, και ο Βιτσέντζος Κορνάρος ενδέχεται να γνώριζε κάποια βυζαντινά μυθιστορήματα (πιθανότατα τον ομοιοκατάληκτο Ιμπέριο και τη Θησηίδα, που είχαν τυπωθεί) που να τον επηρέασαν στη συγγραφή του Ερωτόκριτου. Ο Κορνάρος, καταγόμενος από εξελληνισμένη βενετοκρητική οικογένεια ευγενών, συνέθεσε το έργο του "ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ" γύρω στο 1600, αναμειγνύοντας στοιχεία από τα ιπποτικά μυθιστορήματα του παρελθόντος και μπολιάζοντάς τα με επικά χαρακτηριστικά. Επέλεξε την έμμετρη αφήγηση και πρόσθεσε διαλογικά μέρη που προσδίδουν θεατρικότητα. Οι δημιουργοί (βλ. προηγούμενες σελίδες αλλά και ένα πρωτότυπο «making off» στο Youtube) επεδίωξαν και πέτυχαν να διατηρήσουν αυτή τη θεατρικότητα χρησιμοποιώντας πολλούς διαλόγους στη νεοελληνική γλώσσα ενώ παράλληλα διατήρησαν την πρωτότυπη γλώσσα στα αφηγηματικά μέρη. Μεγάλο πρόβλημα προς επίλυση ήταν, ασφαλώς, η τεκμηρίωση ενός κόσμου που ούτως ή άλλως ήταν φανταστικός. Ο Κορνάρος, αν και Κρητικός, τοποθετεί μεγάλο μέρος της δράσης σε μια υποθετική Αθήνα ενός απροσδιόριστου χρονικού παρελθόντος. Πολιτικές ενδυμασίες, στρατιωτικές περιβολές, ξίφη, πανοπλίες, θρόνοι, επιπλώσεις, κτίρια, τοπία, πολεοδομικά στοιχεία, αρχιτεκτονική, διακόσμηση έπρεπε να αποδοθούν με τρόπο που να συνθέτουν έναν ολοκληρωμένο κόσμο, κράμα φαντασίας και ιστορικής εμπειρίας όπως αυτός του Ερωτόκριτου.
Πρωτότυπες συνθέσεις ελληνικών ιπποτικών μυθιστοριών είναι οι εξής: Λίβιστρος και Ροδάμνη, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Αχιλληίδα. Μεταφράσεις δυτικών έργων αποτελούν τα έργα: Φλώριος και Πλατζιαφλόρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Πόλεμος της Τρωάδος, Πρέσβυς ιππότης.
Oι πλοκές είναι εξαίρετες. Έχουν σπουδαίες πριγκίπισσες και γενναίους πρίγκιπες, μάγια, περιπέτειες, φοβερούς βασιλιάδες, πλούσια πλοκή. Κυρίως όμως η αξία τους έγκειται στο ότι είναι δυναμικά, πολυεπίπεδα κείμενα. Στον "Ιμπέριο και Μαργαρώνα" ο ανώνυμος συγγραφέας κατόρθωσε να μετασχηματίσει το πρότυπό του, μία γνωστότατη γαλλική ιπποτική μυθιστορία και τις αντιφάσεις του είδους της (εννοώ την ένταση ανάμεσα στη χριστιανική πραότητα και τον φιλοπόλεμο χαρακτήρα) σε μία λαϊκή αφήγηση: ο πρίγκιπας της Προβηγκίας (Province) Ιμπέριος παντρεύεται την πριγκίπισσα της Νάπολης Μαργαρώνα, χωρίζονται όμως αναγκαστικά και στη διάρκεια του χωρισμού τους πετυχαίνουν και οι δύο κοινωνικά και επαγγελματικά με τις δικές τους δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια των οικογενειών τους. Ενώνονται και πάλι με τρόπο θαυμαστό αλλά πιστευτό, αναγνωρίζονται και ανέρχονται στον θρόνο της Προβηγκίας όπου βασιλεύουν για πολλά χρόνια ευτυχισμένοι.
Οπωσδήποτε στις υστεροβυζαντινές μυθιστορίες και μέχρι τον 16ο αι. συναντούμε σημαντικά στοιχεία της οψιμότερης νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Σε αυτές οι συγγραφείς μαθαίνουν να αναπτύσσουν χαρακτήρες, να ξεδιπλώνουν πλοκές, να κατακτούν τη λογοτεχνική γλώσσα η οποία αργότερα, μετά τον "Ερωτόκριτο", θα συμβάλει στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Άρχισαν να τυπώνονται στη Βενετία τον 16ο αιώνα και συνέχισαν να ανατυπώνονται εκεί μέχρι τις αρχές του 19ου αι. Ο "Ιμπέριος" υπήρξε μακράν ο δημοφιλέστερος όλων. Ήταν το απόλυτο εκδοτικό μπεστ σέλερ για περίπου δυόμισι αιώνες. Έχω βρει 15 ξεχωριστές εκδόσεις του σε μεγάλες ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες κι έχουν δηλωθεί κατά καιρούς στη διεθνή βιβλιογραφία άλλες 11. Το τιράζ της κάθε έκδοσης θα μπορούσε να ήταν πάνω από 3.500 αντίτυπα. Ο "Ιμπέριος" πρέπει να διαβαζόταν σε δημόσιες αναγνώσεις, σίγουρα πουλιόταν σε πανηγύρια στον ελλαδικό χώρο της τουρκοκρατίας, τυπωνόταν και ξανατυπωνόταν, οι εκδότες έριζαν ποιος θα τον κυκλοφορήσει, έγινε λαϊκό παραμύθι, το οποίο καταγράφηκε από τον Νικόλαο Πολίτη, έγινε και λαϊκή δοξασία καθώς πίστευαν ότι στο Μοναστήρι του Δαφνίου μόνασε η Μαργαρώνα.
Καθώς ο Ιμπέριος, σπουδαίος ηγεμόνας στην Ανατολή, συναντά τη Μαργαρώνα ισάξιά του στη Δύση, και μετά από πολλές περιπέτειες εν τέλει βασιλεύουν ευτυχισμένοι, στη μυθιστορία τους συγκεντρώνει στοιχεία που θα αποδειχτούν κομβικά για τις απαρχές της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Το "Ιμπέριος και Μαργαρώνα" είναι μια ερωτική και περιπετειώδης διήγηση που συγκινεί ακόμα. Ο πρίγκιπας της Προβηγκίας Ιμπέριος παντρεύεται την πριγκίπισσα της Νάπολης Μαργαρώνα, χωρίζονται όμως αναγκαστικά και στη διάρκεια του χωρισμού τους πετυχαίνουν και οι δύο κοινωνικά και επαγγελματικά με τις δικές τους δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια των οικογενειών τους. Ενώνονται και πάλι με τρόπο θαυμαστό αλλά πιστευτό, αναγνωρίζονται και ανέρχονται στον θρόνο της Προβηγκίας όπου βασιλεύουν για πολλά χρόνια ευτυχισμένοι. Η Μαργαρώνα δεν λειτουργεί ως πριγκίπισσα, αλλά μοιάζει περισσότερο με μία απλή κοπέλα της εποχής της που δεν μπορεί να υποστηρίξει την ιδιόλεκτο της αριστοκρατίας. Οι ήρωες, δηλαδή, μολονότι είναι ενδεδυμένοι τον λόγο και τις εικόνες της ιπποτικής μυθιστορίας, στην πραγματικότητα έχουν μετασχηματιστεί σε δημώδεις χαρακτήρες που διατυπώνουν τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων των πόλεων. Μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε συλλήβδην όλες τις ελληνικές μυθιστορίες από τον ύστερο Μεσαίωνα και πέρα «ιπποτικές», ενώ τώρα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε αυτές που είναι γραμμένες για απαιτητικότερο κοινό (όπως ο "Λίβιστρος", ο "Βέλθανδρος" και ο "Καλλίμαχος") από τις δημωδέστερες (όπως ο "Ιμπέριος" και ο "Φλώριος").
Οι ιπποτικές μυθιστορίες, όμως, ήταν τόσο δημοφιλείς ώστε δημώδεις εκδοχές τους (και στα Ελληνικά, στο Βυζάντιο) διαβάζονταν από λαϊκούς αναγνώστες. Ο "Ιμπέριος" είναι μια τέτοια περίπτωση: το αρχέτυπο είναι η γαλλική ιπποτική μυθιστορία, αλλά ο Έλληνας ποιητής τη μετέτρεψε σε ένα πολιτισμικά δημώδες αφήγημα στο οποίο ο ήρωας δεν είναι πια ο τέλειος αριστοκράτης ιππότης του ποτέ αυλικού μυθιστορήματος, αλλά έγινε άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ένα σύμβολο επιτυχίας και κοινωνικής ανόδου στο οποίο όλοι προσέβλεπαν και με το οποίο όλοι μπορούσαν να ταυτιστούν. Η Μαργαρώνα είναι το ίδιο καταξιωμένη και ικανή με τον άντρα της. Αντιμετωπίζει τον βασιλιά με τολμηρή αυτοπεποίθηση, δεν είναι απλώς όμορφη.
Ο Βέλθανδρος και Χρυσάντζα ή Τα κατά Βέλθανδρον καὶ Χρυσάντζαν ή Διήγησις ἐξαίρετος Βελθάνδρου τοῦ Ῥωμαίου είναι λογοτεχνικό έργο της βυζαντινής εποχής γραμμένο στη δημώδη ελληνική γλώσσα, που περιγράφει την ιστορία αγάπης ενός νεαρού ζευγαριού. Η πρωτότυπη έκδοση του έργου πιθανόν χρονολογείται κατά τον 13ο ή 14ο αιώνα, ενώ ενσωματώνει και μεταγενέστερες τροποποιήσεις που τοποθετούνται στον 15ο αιώνα. Ο περιβάλλων κόσμος που περιγράφει, λαμβάνει υπόψη την ιστορική πραγματικότητα που επικρατούσε κατά τον 13ο αιώνα στη Μικρά Ασία, όπου εκτυλίσσεται.
Η "Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης" είναι η εκτενέστερη, δομικά πολυπλοκότερη και τεχνικά αρτιότερη από τις πέντε βυζαντινές ερωτικές μυθιστορίες της παλαιολόγειας περιόδου (13ος-15ος αι.), ίσως και την παλαιότερη χρονολογικά. Η πλούσια χειρόγραφη παράδοσή της (σε πέντε κώδικες) περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές διασκευές, αποτελώντας αδιάψευστο μάρτυρα της δημοφιλίας ενός κειμένου που σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει και παράλληλα ανανεώνει, με πρωτοποριακές αφηγηματικές τεχνικές, καθώς και με άλλα στοιχεία, τη μακραίωνη μυθιστορ(ηματ)ική παραγωγή σε ελληνική γλώσσα (Τίνα Λεντάρη, διδακτορική διατριβή).
Ο Λίβιστρος ερωτεύεται και παντρεύεται τη βασιλοπούλα Ροδάμνη, την οποία όμως αργότερα κλέβει, με τη βοήθεια μιας μάγισσας, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Βερδερίχος. Από τότε ο Λίβιστρος γυρίζει τον κόσμο αναζητώντας τη γυναίκα του. Κάποτε θα γνωριστεί με τον Κλιτοβό, ο οποίος θα γίνει φίλος του και θα τον συνοδεύσει στην αναζήτησή του. Τελικά, οι δύο νέοι θα βρουν τη Ροδάμνη και οι τρεις μαζί θα επιστρέψουν στο βασίλειο της Ροδάμνης. Από εκεί ο Κλιτοβός θα επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου θα βρει την αγαπημένη του Μυρτάνη, στην οποία θα εξιστορήσει τις περιπέτειες που πέρασε με τον φίλο του Λίβιστρο.
Επαίρνω τον τον Λίβιστρον και ηρξάμεθα την στράταν, και τοιούτους λόγους ήρξατο να λέγει μοιρολόγιν: Αναστενάζουν τα βουνά, πάσχουν δι' εμέν οι κάμποι, θρηνούσι τα παράπλαγα, βροντούσι τα λιβάδια, και δένδρα τα επαρέδραμα, τα ράχια και οι κλεισούρες έχουν τους πόνους μου ακομή και αντίς μου αναστενάζουν. Λέγουν: Εδιέβην απ' εδώ στρατιώτης πονεμένος, άγουρος ποθοφλόγιστος δια πόθον ωραιωμένης. Τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του, καπνόν επάνω εις τα βουνά τον πονοανασασμόν του·
τον ήλιον είχεν μάρτυραν και εις τόπους μετ' εκείνον τα σύννεφα εσκεπάζαν τον, τους πόνους του ελυπούντο. Και πόνους, φίλε Κλιτοβών, έδε καρδίας οδύνη, τον συμπονούσιν τα βουνά και τα άψυχα συμπάσχουν! Και ως ήκουσα τον Λίβιστρον ότι μοιρολογάται
και μετά πόνου εστρίγγιζεν κατάστρατα εις τους κάμπους, και έμεναν ήλθε λογισμός πάλιν δια τη Μυρτάνην και ενθύμησις και ανάμνησις να είπω μοιρολόγιν Άγουρος μυριόθλιβος, ξένος εκ τα δικά του τον εκαταβασάνισε κόρης ωραίας αγάπη,
κι έφυγεν εκ την χώραν του και από τα γονικά του, και εις ξένον κόσμον περπατεί και αιχμάλωτος διαβαίνει, πόνους του ηγείται τα δεντρά, θλίψεις τας λιβαδίας, και ποταμούς τα δάκρυα του, βουνά τους στεναγμούς του. Αηδόνιν εις την στράταν του να κιλαδεί αν ακούσει
οι κτύποι της καρδίας του και οι βροντοστεναγμοί του σιγίζουν το να μη λαλεί, καρδιοφωνοκρατούσιν: Έδε στρατιώτου συφορά την πάσχει δια φουδούλαν, ούτως ένι αιχμάλωτος, ξένος εις άλλον τόπον!
Η "Ερωφίλη" είναι έμμετρη τραγωδία του Γεώργιου Χορτάτση, γραμμένη στα τέλη του 16ου αιώνα, η οποία διαδραματίζεται στην Αίγυπτο της προχριστιανικής εποχής. Ο κρυφός γάμος της βασιλοπούλας Ερωφίλης με έναν στρατηγό του πατέρα της πυροδοτεί την οργή του τελευταίου και το έργο τελειώνει με τον θάνατο των τριών κύριων προσώπων. Το έργο αποτελείται από πρόλογο, 5 πράξεις, 4 ιντερμέδια και 4 χορικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...