Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΠΟΛΥΠΑΘΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Σε ένα συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως το ελληνικό, το κόμμα το οποίο θα επικρατήσει κάθε φορά στις εθνικές εκλογές «μεταποιεί» την κομματική πολιτική σε επίσημη-κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Τα προγράμματα σπουδών σε κάθε ιστορική συγκυρία μετατρέπουν τις κυρίαρχες ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές σε εκπαιδευτικά ζητούμενα. Κάθε απόπειρα τροποποίησης των αναλυτικών προγραμμάτων και συνακόλουθα των σχολικών εγχειριδίων εμπεριέχει τη δυνατότητα τροποποίησης ή αλλαγής των βασικών συνιστωσών της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, κατά περιόδους, οι κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις επιδιώκουν να θεσπίσουν νέο πρόγραμμα σπουδών όχι ως «ολότητα πολιτικής και παιδαγωγικής σύνθεσης, αλλά ως δύναμη έκφρασης των κοινωνικοπολιτικών μηχανισμών» που εκφράζονται από τον Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (σήμερα Κ.Ε.Ε), που αλλάζει κάθε φορά που αναλαμβάνει την εξουσία νέο κυβερνητικό σχήμα. Επιβεβαιώνεται, έτσι, η παραδοχή ότι το ελληνικό κράτος ασκεί απόλυτο ιδεολογικό έλεγχο της γνώσης και αντιστοίχως της κοινωνικοποίησης των νέων πολιτών.
Η πολιτική διάσταση του σχολικού βιβλίου είναι εμφανής και έχει μελετηθεί περισσότερο στο περιεχόμενο των βιβλίων των αποκαλούμενων «φρονηματιστικών» μαθημάτων, και κυρίως του μαθήματος της Ιστορίας, το οποίο από τη θεσμοθέτηση του εκπαιδευτικού συστήματος στο ελληνικό κράτος έχει προαγάγει την πολιτική νομιμοφροσύνη και έχει «δικαιώσει» τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας, πραγματώνοντας τον εθνοποιητικό ρόλο που του έχει ανατεθεί. Το μάθημα της Ιστορίας «τροφοδοτεί» την εθνική συλλογική μνήμη, επιδρώντας καθοριστικά στη διαδικασία «κατασκευής» της εθνικής ταυτότητας, καθώς η ενιαία και συνεκτική «εθνική αφήγηση» που προωθείται πρωτίστως μέσω των σχολικών βιβλίων του επικεντρώνεται στην έννοια της συνέχειας και της ομοιογένειας, ενισχύει το ιδεολόγημα της μοναδικότητας του έθνους και καθιστά διακριτά πεδία μελέτης τα «σημαντικά γεγονότα», τις «εξέχουσες προσωπικότητες», τους «εθνικούς εχθρούς και φίλους», συγκροτώντας ένα συλλογικό κοσμοείδωλο. Η συγκρότηση αυτού του κοσμοειδώλου συνιστά απόρροια της κυριαρχίας του διδακτικού τρίπτυχου: «γεγονοτολογική αφήγηση-ιδεολογική εγχάραξη-αποστήθιση». Σε κανένα σχολικό βιβλίο Ιστορίας -με εξαίρεση αυτό του Β. Κρεμμυδά- δε γίνεται στη σχετική αφήγηση διάκριση μεταξύ ιστορικού γεγονότος και ιστορικής ερμηνείας. Έτσι, τα σχόλια και οι αξιολογικές κρίσεις ενσωματώνονται στην αφήγηση με τρόπο, ώστε αυτή να παρουσιάζεται ως αυταπόδεικτη πηγή πληροφόρησης.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πεδίο πολιτικής διαμάχης κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου αποτέλεσε το εγχειρίδιο των Χ. Θεοδωρίδου και Α. Λαζάρου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» (1923) και έφερε αντιμέτωπες δύο κοσμοθεωρίες, καθώς το περιεχόμενο του περιελάμβανε πολλά στοιχεία κοινωνικής ιστορίας, εκφράζοντας σοσιαλιστικές τάσεις στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Η καθεστωτική μεταβολή της 4ης Αυγούστου 1936 και η συνακόλουθη ίδρυση του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ) το 1937 οδήγησαν στην «παραμόρφωση» του περιεχομένου του εν λόγω βιβλίου με σκοπό την ενίσχυση των ιδεολογικών παραδοχών της δικτατορίας. Οι συνταγματάρχες ανέθεσαν στον ΟΕΣΒ «να καθαρίσει τα βιβλία από όσα στοιχεία δεν συμφωνούσαν με το νόημα και την αγωγή του Γ’ Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».
Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί το σχολικό εγχειρίδιο των Κ. Καλοκαιρινού και Α. Καλογεροπούλου «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική» της Β’ Γυμνασίου, που αποσύρθηκε με υπουργική απόφαση στις 1/12/1965 λόγω του ότι «εξέφραζε απόψεις ιστορικού υλισμού στην ανάλυση της βυζαντινής φεουδαρχίας και περιελάμβανε χάρτη της εποχής του Βουλγαροκτόνου που παραχωρούσε μεγάλη έκταση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία».
Στα βιβλία Ιστορίας της επταετούς δικτατορίας -στο πλαίσιο του ιδεολογικού προσανατολισμού της τελευταίας: «ο από βορράν κίνδυνος»)- αναφέρονται ποικίλες δοκιμασίες, εκτελέσεις, αιχμαλωσίες, πυρπολήσεις εδαφών κ.λπ. στις οποίες υποβάλλεται ο ελληνικός πληθυσμός, μάχιμος και άμαχος, από τους Βούλγαρους στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, κατά τη «δεύτερη βουλγαρική κατοχή» (1916-1918) και κατά τη διάρκεια του Β ́ Παγκοσμίου πολέμου. Ιδιαίτερη δε αναφορά γίνεται στις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων στην περιοχή της Δράμας και στο Δοξάτο τον Ιούνιο του 1913 και τον Σεπτέμβριο του 1941, ενώ η πυρπόληση των Καλαβρύτων και του Διστόμου και η σφαγή στο Κομμένο διατυπώνονται με παθητική σύνταξη («βρήκαν τον θάνατο», «εφαρμόστηκαν αντίποινα») και αποσιωπάται το υποκείμενο της δράσης (οι Γερμανοί). Στα ίδια βιβλία ο εθνικιστικός λόγος σε συνάρτηση με τον αντικομμουνισμό καθιστούν τις γειτονικές (πρώην) σοσιαλιστικές χώρες ηθικούς αυτουργούς του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και υποστηρικτές των Ελλήνων κομμουνιστών, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό για τον εθνικό «εαυτό» (διαπροσωπική βία με στοχευμένες ανθρώπινες απώλειες, εδαφικές και υλικές καταστροφές).
Από την περίοδο της επταετούς δικτατορίας έως και τη δεκαετία του 1980 στην εθνοκεντρική σχολική αφήγηση κυρίαρχη είναι η παραδοχή πως ο πολιτισμός των ανεπτυγμένων κρατών του δυτικού κόσμου είναι ανώτερος των άλλων και ερείδεται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Επομένως, οι μαθητές και οι μαθήτριες πληροφορούνται ότι δικαιωματικά είναι κληρονόμοι εκείνου και ότι μετέχουν σε πολιτισμικά μοντέλα με καθολικά αναγνωρισμένη αξία. Η έννοια «πολιτισμός» χρησιμοποιείται ως ρατσιστικό επιχείρημα για την ιεράρχηση των πολιτισμών και των λαών. Ο εθνικός «εαυτός» διακρίνεται για την εγγενή φιλομάθειά του, η οποία προβάλλεται ως βασικό απελευθερωτικό μέσο από την καταπίεση που υφίσταται από τον «πνευματικά υποδεέστερο» εθνικό «άλλο», κυρίως τον (Οθωμανό) Τούρκο. Η αφήγηση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949) στα βιβλία της δικτατορίας συνιστά στο σύνολό της αντικομμουνιστική προπαγάνδα και αφορμή για δημιουργία εικόνας «εχθρού» όχι μόνο για τον εσωτερικό «εχθρό», τους Έλληνες κομμουνιστές, αλλά και για όλα τα σοσιαλιστικά βαλκανικά κράτη, καθώς αυτά παρουσιάζονται ως βασικοί ηθικοί αυτουργοί, υποκινητές και παρασκηνιακοί δράστες του πολέμου.
Ο ελληνοκεντρισμός συνυπάρχει με τις χριστιανικές αξίες και ιδεώδη στη σχολική αφήγηση και των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης. διάχυτες είναι οι αναφορές, διηγήσεις και περιγραφές που ταυτίζουν τον εθνικό εαυτό με την ορθόδοξη θρησκευτική πίστη, την προσευχή και τη λατρεία και τον διαφοροποιούν από τον αλλόθρησκο εθνικό «άλλο». Έτσι, η ορθόδοξη θρησκευτική πίστη προβάλλεται ως ένα βασικό στοιχείο προσδιορισμού της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και εξισώνεται με την εθνική νομιμοφροσύνη. Η θεία βούληση τάσσεται υπέρ του αγωνιζόμενου έθνους και δρα παρεμβατικά προς όφελός του. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και εξής η αφήγηση με θέμα τα παθήματα του εθνικού «εαυτού» διατηρείται στο κυρίως κείμενο των βιβλίων του Δημοτικού, ενώ σε αυτά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μετακινείται στο περικείμενο (γραπτές και οπτικές πηγές). Ωστόσο, η λεπτομερής περιγραφή περιστατικών άμεσης και έμμεσης/συστημικής βίας, είτε αυτή περιέχεται στην κυρίως αφήγηση είτε στο περικείμενο, με λανθάνοντα τρόπο «περνά» στους μαθητές και στις μαθήτριες το μήνυμα ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές πλην της χρήσης βίας οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην πραγμάτωση των εθνικών στόχων.
Κατά το σχολικό έτος 1983/84 εισάγεται το εγχειρίδιο Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη για τη Γ τάξη του Λυκείου της συγγραφικής ομάδας Β. Σκουλάτου, Ν. Δημακόπουλου και Σ. Κόνδη, σε τρία τεύχη: α) Το πρώτο τεύχος, συνίσταται από 223 σελίδες, αποτελεί έκδοση του 1983 και αναφέρεται σε γεγονότα που εκτείνονται χρονικά έως τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους χρόνους. β) Το δεύτερο τεύχος συνίσταται από πέντε κεφάλαια συνολικής έκτασης 265 σελίδων, που ξεκινούν από την οργάνωση του υπόδουλου Ελληνισμού και φτάνουν να ερευνούν την Ευρώπη και τον κόσμο στον 19ο αιώνα. γ) Το τρίτο τεύχος καλύπτει την Ελλάδα από το 1909 ως το 1914: την πορεία προς τον αστικό μετασχηματισμό και την εδαφική επέκταση, τους δύο Παγκοσμίους πολέμους, τη Ρωσική επανάσταση- Ίδρυση και εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης ως το 1941, ενώ φτάνει να περιγράφει τον κόσμο μετά το 1945. Το εγχειρίδιο αποσύρθηκε, για ευνοήτους λόγους.
Το βιβλίο «Ιστορία Νεότερη, Σύγχρονη, Ελληνική, Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια» για τη Γ Γυμνασίου, το οποίο γράφτηκε το 1982 από τον Β. Κρεμμυδά αντιμετώπισε περιπέτειες ήδη κατά την πορεία του από τον συγγραφέα στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στη συνέχεια στον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ), καθώς όπως υποστήριξε ο ίδιος ο συγγραφέας υπέστη παραχάραξη λόγω της συμπλήρωσης από άγνωστο «δράστη» μιας παραγράφου, που κάνει λόγο για έναρξη της Επανάστασης του 1821 στην Αγία Λαύρα, για λάβαρα της επανάστασης κ.λπ. Επιπλέον, στο πλαίσιο της ιδεολογικής «κάθαρσής» του και στην προσπάθεια εξάλειψης του όρου «καπιταλισμός», αφαιρέθηκε ολόκληρο το έκτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η Ευρώπη το 19ο αιώνα: Η οργάνωση του καπιταλισμού». Τελικά, «κατέληξε να κρίνεται ως αντι-ιστορικό, αντιεπιστημονικό, αντιπαιδαγωγικό λόγω μεθοδολογίας και γλώσσας, προϊόν του μηχανιστικού μαρξισμού. Ακόμη, κατηγορήθηκε για λάθη, γλωσσικές ατέλειες, δυσκολίες στην κατανόηση, αλλά και για την ελάχιστη έκταση που αφιέρωνε στην ελληνική ιστορία». Παράλληλα, δέχτηκε πυρά και από την αριστερή σκοπιά, που του απέδιδε κατηγορίες όπως «η επισήμανση ρεφορμιστικών θεωριών για το κράτος πρόνοιας, η αποσύνδεση του ιμπεριαλισμού από τον καταναλωτισμό, ο φιλοδυτικισμός, ψευδολογίες για την ΕΟΚ, εχθρότητα προς την εργατική τάξη, αγνόηση της σημασίας της ταξικής πάλης». Το βιβλίο αποσύρθηκε το 1991 από τον τότε Υπουργό Παιδείας Γ.Σουφλιά, κατόπιν πρότασης του Σ. Καργάκου, ενός εκ των εισηγητών της επιτροπής αξιολόγησης του βιβλίου, ο οποίος πρότεινε τη συγγραφή νέου «με μεγαλύτερη έμφαση στην Ελληνική Ιστορία». Το εγχειρίδιο που επιμελήθηκε ο Γ. Κόκκινος «Νεότερος και Σύγχρονος κόσμος» για τη Γ’ Λυκείου αποσύρθηκε και στάλθηκε για πολτοποίηση χωρίς καν να χρησιμοποιηθεί στη διδασκαλία. Η πολιτική και εκπαιδευτική αρθρογραφία κάνει λόγο για αντίδραση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, Ο. Ιωαννίδη, - καθώς τα βιβλία ιστορίας του ελληνικού κράτους διδάσκονται και στα σχολεία της Κύπρου - αναφορικά με ένα απόσπασμα σχετικά με την ΕΟΚΑ. Αντιδράσεις προκλήθηκαν και από την ελλαδική πλευρά. Ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Ι. Βαρβιτσιώτης, «κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή όπου, μεταξύ άλλων, το βιβλίο χαρακτηριζόταν «μέσο κομματικής προπαγάνδας» της κυβέρνησης, κατηγορούνταν για «παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας» και ότι έπληττε το «κλίμα εθνικής ομοψυχίας». Ανάμεσα στα ελαττώματα του βιβλίου αναφέρονταν, εξάλλου, «ύπουλες παραλείψεις» για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και η υποβάθμιση του ρόλου του κλήρου κατά την Ελληνική Επανάσταση».
Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση που προκλήθηκε από παραθρησκευτικές οργανώσεις λόγω του εγχειριδίου της Α Λυκείου «Ιστορία του ανθρωπίνου γένους» του Λ. Σταυριανού (1984). Πρόκειται για ένα βιβλίο 170 σελίδων, του οποίου το περιεχόμενο συνιστά μια συνοπτικότατη επισκόπηση της ανθρώπινης εξέλιξης, ιδωμένης υπό το πρίσμα μιας παγκόσμιας προοπτικής. Το εν λόγω εγχειρίδιο κατηγορήθηκε για «νεοδαρβινισμό και αθεΐα», θέσεις που ασπάστηκαν τόσο βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι τάσσονταν ενάντια στην «επιχείρηση εθνικής και θρησκευτικής επιβουλής» όσο και εκπρόσωποι της Αριστεράς, που διέβλεπαν στο περιεχόμενό του φυλοδυτικές τάσεις, ιδεολογικές μονομέρειες, αποσιωπήσεις και έλλειψη επιστημονικότητας. Συνέπεια των παραπάνω ήταν η απόσυρσή του. το 1986. Αντίστοιχα, πεδίο ιδεολογικοπολιτικών αγκυλώσεων αποτέλεσε το σχολικό βιβλίο Ιστορίας των Μ. Ρεπούση, Χ. Ανδρεάδου, Α. Πουταχίδη και Α. Τσιβά με τίτλο «Ιστορία Στ Δημοτικού, Στα νεότερα και Σύγχρονα χρόνια», το οποίο διδάχτηκε κατά το σχολικό έτος 2006-2007. Το εν λόγω σχολικό βιβλίο, του οποίου η ολοκλήρωση της συγγραφής συνέπεσε με κυβερνητική αλλαγή, έγινε αντικείμενο δριμείας δημόσιας κριτικής με σημείο εστίασης την άποψη πως η έκδοση του αποσκοπεί «στη διαμόρφωση μιας αποεθνικοποιημένης συλλογικής συνείδησης στην Ελληνική νεολαία» με συνέπεια την απόσυρσή του το 2007 με απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας Ε. Στυλιανίδη.
Τέλος, τα εν χρήσει σχολικά εγχειρίδια Νεότερης και Σύγχρονης ιστορίας της Γ Γυμνασίου και της Γ Λυκείου αναφέρονται στις σχετικά πρόσφατες πρωτοβουλίες για προώθηση της πολυμερούς διαβαλκανικής συνεργασίας που ανέλαβε όμως αποκλειστικά ο εθνικός «εαυτός» (οι ελληνικές κυβερνήσεις..., χάρη σε ελληνική πρωτοβουλία..., η Ελλάδα ανέπτυξε..., ανέλαβε πρωτοβουλία.. κλπ.). Ο βασικός κορμός της αφήγησης αναφορικά με την ελληνική εξωτερική πολιτική παραμένει ίδιος: είναι εθνοκεντρικός και το ελλαδικό κράτος καταβάλλει, συνήθως, διαρκώς διπλωματικές προσπάθειες, προκειμένου περισώσει τον εθνικό «εαυτό» και ό,τι δικαιωματικά του ανήκει. Οι διπλωματικές αυτές προσπάθειες έχουν πολλές φορές θετικό αντίκτυπο σε όλα τα βαλκανικά κράτη. Οι επιμέρους δε διαφοροποιήσεις στη σχετική αφήγηση των βιβλίων διαχρονικά αντανακλούν τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της εκάστοτε κυβέρνησης (βλ. τις αναφορές στη Μεγάλη Ιδέα, π.χ.). (συμπίλημα από τη διατριβή: https://ikee.lib.auth.gr/record/135134/files/Kontova.pdf)

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΗΜΙΣΥ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

Η Καστοριά των αρχών του 20ού αιώνα
Στην περίοδο 1910-1922, κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα, εμφανίστηκε μια νέα πολιτική αντίληψη, που εκφράστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ονομάστηκε συνοπτικά «βενιζελισμός». Είναι δύσκολο να ορίσουμε με λίγα λόγια τι ακριβώς ήταν αυτή η πολιτική, στον οικονομικό όμως τομέα φαίνεται ότι ο βενιζελισμός θεωρούσε το ελληνικό κράτος ως μοχλό έκφρασης και ανάπτυξης του ελληνισμού. Το ελληνικό κράτος δηλαδή έπρεπε να επιδιώξει την ενσωμάτωση του εκτός συνόρων ελληνισμού και, με ενιαία εθνική και κρατική υπόσταση, να διεκδικήσει τη θέση του στον τότε σύγχρονο κόσμο.
Αυτό προϋπέθετε όχι μόνο θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θα καθιστούσε το κράτος αποτελεσματικό και αξιόπιστο, αλλά και γενικότερη προσήλωση στην ιδέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του έθνους.Ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνος στη διαδικασία διαμόρφωσης και υλοποίησης των νέων επιλογών. Συσπείρωσε γύρω του μια δραστήρια αστική τάξη που εξακολουθούσε ακόμα να πλουτίζει σε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει και πολιτικά στο χώρο όπου άπλωνε τις οικονομικές της δραστηριότητες.
Κατά την περίοδο αυτή, υπήρχε ακόμα ισχυρή ελληνική οικονομική παρουσία στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στη λεκάνη του Δούναβη και το εσωτερικό της Ρουμανίας, στον Πόντο και τα μικρασιατικά παράλια, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Αλεξάνδρεια.
Όλος αυτός ο πλούτος μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κέντρου, μιας περιφερειακής δύναμης ικανής να παρεμβαίνει και να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών της. Επρόκειτο για ένα αίτημα αρκετά κρίσιμο, σε μια εποχή κατά την οποία πολλά εθνικιστικά κινήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Για τους λόγους αυτούς η Μεγάλη Ιδέα και οι προϋποθέσεις της –ο εκσυγχρονισμός του κράτους– αποτέλεσαν ισχυρά ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά ερείσματα για τη διεκδίκηση της Μεγάλης Ελλάδας με πιθανότητες επιτυχίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στα χρόνια αυτά της μεγάλης προσπάθειας οι προϋπολογισμοί του κράτους ήταν συνήθως πλεονασματικοί. Το 1911 τα έσοδα του προϋπολογισμού ήταν 240.000.000 και τα έξοδα μόνο 181.000.000 δραχμές, παρά τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες.Το 1910 οι πρόοδοι της εθνικής οικονομίας ήταν εμφανείς.
Η αγροτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την υπερπόντια μετανάστευση, η οποία, κατά την εποχή αυτή, πήρε μεγάλες διαστάσεις. Η μετανάστευση στις ΗΠΑ όχι μόνο εκτόνωσε τις κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησε η σταφιδική κρίση αλλά πολύ γρήγορα ενίσχυσε την οικονομία της υπαίθρου μέσω των πολύ σημαντικών εμβασμάτων των μεταναστών.
Το κόστος των Βαλκανικών πολέμων ήταν σημαντικό, δεν κλόνισε όμως την εθνική οικονομία, όπως συνέβαινε με τις στρατιωτικές κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα βγήκε ιδιαίτερα κερδισμένη από τον πόλεμο. Ενσωμάτωσε πλούσιες περιοχές (Ήπειρο, Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, Νησιά του Αιγαίου, Κρήτη) και εκατομμύρια νέους κατοίκους.
Τα εδάφη της χώρας αυξήθηκαν κατά 70% περίπου (από 65.000 σε 108.800 τετρ. χλμ.) και ο πληθυσμός της κατά 80% (από 2.700.000 σε 4.800.000 κατοίκους). Το κυριότερο όμως ήταν οι νέες οικονομικές προοπτικές. Τα νεοαποκτηθέντα εδάφη ήταν ως επί το πλείστον πεδινά και αρδευόμενα, πράγμα που δημιουργούσε άριστες προοπτικές για τη γεωργική παραγωγή.
Το κύριο πρόβλημα ήταν η παρουσία ισχυρών μειονοτικών ομάδων στις περιοχές αυτές.
Στη σχετικά ομοιογενή Ήπειρο, για παράδειγμα, δίπλα στους 166.000 Έλληνες υπήρχαν, το 1914, 38.000 μουσουλμάνοι (αλβανικής κυρίως καταγωγής) και μερικές χιλιάδες Εβραίοι. Οπωσδήποτε όμως η Ελλάδα έγινε υπολογίσιμη πλέον δύναμη και η εμπιστοσύνη που ενέπνεε στις αγορές χρήματος και πιστώσεων αυξήθηκε σημαντικά. Η χώρα ήταν έτοιμη να αφιερωθεί στο δύσκολο έργο της ενσωμάτωσης των νέων περιοχών, όταν ξέσπασε, το καλοκαίρι του 1914, ο Α ́ Παγκόσμιος πόλεμος.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α ́ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε κάτω από δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες. Η σύγκρουση του παλατιού με τον Βενιζέλο, ο Διχασμός, όπως ονομάστηκε, η άσκοπη και δαπανηρή επιστράτευση του 1915, η δημιουργία της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη και η διάσπαση της χώρας σε δύο ουσιαστικά κράτη, ο συμμαχικός αποκλεισμός και οι συγκρούσεις, είχαν οπωσδήποτε μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και υπονόμευσαν πολλά από τα κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου. Όταν, με την επέμβαση των Συμμάχων, ενοποιήθηκε το 1917 η χώρα υπό τον Βενιζέλο, στάθηκε αδύνατο να αναλάβει, χωρίς εξωτερική αρωγή, το κόστος της συμμετοχής στον πόλεμο. Οι Σύμμαχοι προχώρησαν τότε σ’ έναν ιδιόμορφο δανεισμό της χώρας, που θα είχε οδυνηρές συνέπειες στο μέλλον.Η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ ενέκριναν κατ’ αρχήν μεγάλα δάνεια προς την Ελλάδα: 12.000.000 λίρες Αγγλίας, 300.000.000 γαλλικά φράγκα και 50.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Ο δανεισμός ήταν όμως θεωρητικός. Το ποσά αυτά δεν εκταμιεύτηκαν ούτε δόθηκαν στην Ελλάδα. Θεωρήθηκαν κάλυμμα για την έκδοση πρόσθετου χαρτονομίσματος, με το οποίο η κυβέρνηση Βενιζέλου θα χρηματοδοτούσε την πολεμική της προσπάθεια. Ένα είδος αποθέματος, δηλαδή, σε χρυσό και σε συνάλλαγμα, που δεν βρισκόταν όμως υπό τον έλεγχο της χώρας. Η Ελλάδα, πάντως, χρηματοδότησε με τον τρόπο αυτό την πολεμική συμμετοχή της στο μακεδονικό μέτωπο, την εκστρατεία στην Ουκρανία και την Κριμαία, και την πρώτη φάση της στρατιωτικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία.
Οι συνέπειες αυτής της ιδιόμορφης νομισματικής ισορροπίας δεν άργησαν να φανούν: το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους Συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο.
Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρυσμα. Επιπλέον, από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβη σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.
Η καταστροφή του 1922 μετέβαλε τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Η κεντρική παράμετρος, στο τέλος των πολύχρονων πολεμικών αναμετρήσεων, ήταν η άφιξη και η αποκατάσταση του πολύ σημαντικού ρεύματος προσφύγων. Υπολογίζεται ότι, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, έφτασαν στο ελληνικό κράτος 1.230.000 Έλληνες χριστιανοί και 45.000 Αρμένιοι πρόσφυγες. Στη θέση τους, 610.000 μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην Ελλάδα έφυγαν για την Τουρκία. Είναι αυτονόητο ότι το ανθρώπινο αυτό κύμα ανέτρεψε όλες τις ισορροπίες και τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Εκατό χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε σε μία νέα αρχή.Η άφιξη των προσφύγων, πέρα από το γεγονός ότι αποτέλεσε μία πρωτοφανή ανθρώπινη τραγωδία, λειτούργησε ως καταλύτης στη δυναμική της ελληνικής κοινωνίας. Οι χρόνιες ανεπάρκειες της ελληνικής διοίκησης έπρεπε, για παράδειγμα, να ξεπεραστούν ταχύτατα, για να αποφευχθεί μια ολική καταστροφή. Ήδη, το 1923 και το 1924, οι θάνατοι από τις αρρώστιες-μάστιγες της εποχής, τη φυματίωση και την ελονοσία, πολλαπλασιάστηκαν, κάνοντας αναγκαίες και επείγουσες τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Η πολιτική αστάθεια, τα μίση του διχασμού, η ανακήρυξη της δημοκρατίας, οι επεμβάσεις του στρατού και οι απόπειρες πραξικοπημάτων συσκοτίζουν το ζήτημα της αποτελεσματικότητας του κράτους και της διοίκησης. Στην πραγματικότητα, η αντίδραση του κρατικού μηχανισμού ήταν μάλλον επαρκής σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος. Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το μόνο κεφάλαιο που ουσιαστικά διέθετε: τις μουσουλμανικές περιουσίες που υπολογίζονταν σε πέντε ως δέκα δισεκατομμύρια δραχμές. Ταυτόχρονα, η εξωτερική βοήθεια λειτούργησε συμπληρωματικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Η Ελλάδα του μεσοπολέμου (1919-1939), παρά το κόστος της μικρασιατικής συμφοράς, είχε αποκτήσει μια σειρά από πλεονεκτήματα, που επέτρεπαν τη θετική οικονομική της πορεία. Σε αντίθεση με πολλά γειτονικά της κράτη είχε ομογενοποιηθεί εθνικά, καθώς οι μειονότητες αντιπροσώπευαν πλέον λιγότερο του 7% του συνολικού πληθυσμού. Είχε ολοκληρώσει την αγροτική της μεταρρύθμιση και είχε προωθήσει την αστικοποίησή της: το 1/3 του πληθυσμού ζούσε πλέον σε μεγάλα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα, κάτω από το βάρος των πιέσεων είχε βελτιώσει τις υποδομές της και είχε υιοθετήσει αναπτυξιακές πολιτικές. Με λίγα λόγια είχε λύσει πολλά από τα προβλήματα που εξακολούθησαν για πολύ καιρό να ταλανίζουν τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη. Τέλος, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα θετικά τη συγκέντρωση των Ελλήνων στο πλαίσιο του εθνικού τους κράτους και την εξάλειψη του ελληνικού κοσμοπολιτισμού που συχνά υπήρξε αιτία για να αντιμετωπίζεται η Ελλάδα ως δευτερεύον πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ανάπτυξη της Ελλάδας ενδιέφερε πλέον όλους τους Έλληνες. Επιπλέον, οι πρόσφυγες είχαν φέρει μαζί τους τις γνώσεις, τον πολιτισμό τους και μια ισχυρή διάθεση για εργασία. Πέρα από τις επιτυχείς ή ανεπιτυχείς προσπάθειες των αρχών για αποκατάσταση των ξεριζωμένων, θεμέλιο της όλης προσπάθειας ήταν η διάθεση των ανθρώπων να εργαστούν σκληρά για να ξαναδημιουργήσουν αυτά που έχασαν μέσα στην καταστροφή.
Οι ραγδαίες αλλαγές, τις οποίες προκάλεσαν στη χώρα οι συνέπειες του Μικρασιατικού πολέμου, ανέδειξαν την ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές της χώρας. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, για παράδειγμα, ξεπέρασε, με την έλευση των προσφύγων, το 1.000.000 κατοίκους και, φυσικά, δεν μπορούσε πλέον να υδρεύεται με το χρονολογούμενο από τους ρωμαϊκούς χρόνους Αδριάνειο Υδραγωγείο. Τη λύση του ζητήματος ανέλαβε το 1925 η αμερικανική εταιρεία ΟΥΛΕΝ, με την κατασκευή του φράγματος και της τεχνητής λίμνης στο Μαραθώνα. Την ίδια περίπου εποχή η βρετανική εταιρεία ΠΑΟΥΕΡ ανέλαβε την εγκατάσταση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην πρωτεύουσα αλλά και τη δημιουργία σύγχρονου δικτύου αστικών συγκοινωνιών, βασισμένου σε ηλεκτροκίνητα τραμ και λεωφορεία. Επενδύσεις έγιναν στο τηλεφωνικό δίκτυο από γερμανικές εταιρείες, στους δρόμους και στη διευθέτηση των χειμάρρων, οι οποίοι μέχρι τότε συχνά προκαλούσαν πλημμύρες και καταστροφές στο λεκανοπέδιο της Αττικής.Ανάλογες προσπάθειες έγιναν και στις υποδομές της υπόλοιπης χώρας, με εγγειοβελτιωτικά έργα, τα οποία είχαν ως συνέπεια την αύξηση των καλλιεργούμενων εδαφών.
Η Ελλάδα, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, θα διανύσει περίοδο δυσχερειών στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Η κρίση που είχε ως αφετηρία τον Εθνικό Διχασμό επιβάρυνε εξακολουθητικά τη δημόσια ζωή. Το φιλοβενιζελικό στρατιωτικό καθεστώς που είχε επιβληθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επανέφερε, περί τα τέλη του 1923, το κοινοβουλευτικό καθεστώς, όχι όμως και την πολιτική ομαλότητα σε βάση σταθερή.
Στις 25 Μαρτίου 1924 ανακηρύχθηκε από τη Βουλή, με πρωτοβουλία κυρίως του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, και επικυρώθηκε με δημοψήφισμα, στις 13 Απριλίου, η αβασίλευτη δημοκρατία. Ο τρόπος, όμως, της θεσμοθέτησής της αμφισβητήθηκε από τη φιλοβασιλική μερίδα. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1867-1936) ήταν πολιτικός και κοινωνιολόγος. Το 1922 φυλακίστηκε από τη βασιλική κυβέρνηση για το κείμενο του «Δημοκρατικό μανιφέστο», όπου κατηγορούσε την κυβέρνηση για τις δυσμενείς εξελίξεις στο μικρασιατικό ζήτημα. Ο Παπαναστασίου είναι γνωστός ως «πατέρας της Δημοκρατίας», διότι υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της Α' Ελληνικής Δημοκρατίας (1924-1935).
Η συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη με τη συμμετοχή των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, αποτέλεσε σοβαρό βήμα. Τότε, το 1927, ψηφίστηκε και το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας.
Η κυβερνητική αστάθεια, η απειλή επέμβασης του στρατού στην πολιτική ζωή, η κατάλυση, ακόμη, του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και η επιβολή μιας βραχύβιας δικτατορίας από τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο σφραγίζουν κατά την περίοδο αυτήν την πολιτική ζωή της χώρας.
Ύστερα και από τη θριαμβευτική εκλογική επικράτηση του Κόμματος των Φιλελευθέρων, τον Αύγουστο του 1928, και την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία για μία τετραετία, φάνηκε να σταθεροποιείται οριστικά το κοινοβουλευτικό καθεστώς και, κατ' επέκτασιν, το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Το 1927, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, τον Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της ένα χρόνο αργότερα.
Πολύ γρήγορα πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την έκδοση χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας τη μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος σε χρυσό. Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μία ισχυρή δυναμική που επέτρεψε τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 1932, οπότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έφτασε στην Ελλάδα σε μία εποχή «ευημερίας». Η «ευημερία» σήμαινε ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε ένα οικονομικά καλύτερο μέλλον είχε αποκατασταθεί, οι σκοτεινές εποχές της δεκαετίας του 1920 έδειχναν να απομακρύνονται, οι πληγές έκλειναν, η φτώχεια περιοριζόταν και το ελληνικό κράτος έδειχνε να σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και συνάλλαγμα. Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποφύγει την αναστολή τής μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Έτσι εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές, και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας.
Η Ελλάδα μπήκε με τη σειρά της στον χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι συναλλαγές καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ελεύθερες οικονομικές συμφωνίες. Στο εξωτερικό εμπόριο κυριάρχησε προοδευτικά η μέθοδος του διακανονισμού «κλήρινγκ». Οι διεθνείς συναλλαγές δεν γίνονταν, δηλαδή, με βάση το μετατρέψιμο συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες που κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα και φρόντιζαν να ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με την αντίστοιχη των εξαγωγών, στο πλαίσιο ειδικών λογαριασμών.
Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν έντονα ελλειμματικές, η διαδικασία αυτή, πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά στοιχεία.Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις, όμως, αυτών των εξελίξεων βρίσκονταν στο πολιτικό πεδίο. Τα ισχυρά συγκεντρωτικά κράτη που αναδείχθηκαν μέσα απ’ αυτές τις διαδικασίες, προκαλούσαν την ανάδειξη και την κυριαρχία ολοκληρωτικών κινημάτων και καθεστώτων σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Καθώς προχωρούσε η δεκαετία της κρίσης, η δεκαετία του 1930, ολοένα και περισσότερα κράτη αποκτούσαν δικτατορικά ή φασιστικά καθεστώτα. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από το γενικό κανόνα. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, με την ανοχή του παλατιού, προχώρησε στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και στην επιβολή δικτατορίας. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε βελτιωθεί αισθητά η παραγωγική διαδικασία και, ειδικότερα, είχε εγκαινιαστεί η κατασκευή σημαντικών έργων υποδομής, είχε σταθεροποιηθεί το εθνικό νόμισμα, είχε αναπτυχθεί η εμπορική κίνηση και είχε δρομολογηθεί η ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας. Η αγροτική παραγωγή είχε βελτιωθεί χάρη στην αύξηση των καλλιεργήσιμων γαιών και στην εκτέλεση σημαντικών αποξηραντικών έργων στην εύφορη ύπαιθρο της βόρειας Ελλάδας. Παράλληλα προβλέφτηκαν, με την αρωγή και της ΚΤΕ, τα πρώτα μέτρα για την αντιμετώπιση των οξέων κοινωνικών προβλημάτων που ήταν εύλογο να έχει προκαλέσει η συρροή των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη - της περίθαλψης και της αποκατάστασής τους. Επίσης, γενικεύτηκε η εφαρμογή των μέτρων για την αγροτική μεταρρύθμιση. Η επιβάρυνση ωστόσο του εξωτερικού δανεισμού* και η προσφυγή στο ξένο χρηματοδοτικό κεφάλαιο προκαλούσαν εμπόδια στη θετική, κατά τα άλλα, πορεία της χώρας. Το γεγονός αυτό υπογράμμιζε ακόμη περισσότερο την αναπόφευκτη εξάρτηση της Ελλάδας από την εκάστοτε διεθνή συγκυρία, πολιτική και οικονομική. Η διεθνής θέση της Ελλάδας. Στο διπλωματικό πεδίο η Ελλάδα κατόρθωσε να αμβλύνει, με την πάροδο του χρόνου, τις δυσβάστακτες πιέσεις που είχε αρχικά αντιμετωπίσει. Η πολιτική, πράγματι, των εδαφικών διεκδικήσεων είχε, μετά τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάννης και την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Βουλγαρία και την Τουρκία, οριστικά εγκαταλειφθεί. Ακόμη και η διεκδίκηση των περιοχών όπου υπερείχε αισθητό το ελληνικό στοιχείο -όπως τα Δωδεκάνησα, η Βόρεια Ήπειρος και η Κύπρος- δεν προβαλλόταν δυναμικά από την επίσημη Ελλάδα, προκειμένου να μη διαταραχτούν οι σχέσεις με την Ιταλία και τη Μ. Βρετανία. Το γεγονός της διπλωματικής αδυναμίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η συνακόλουθη υποτίμηση της ως παράγοντα της διεθνούς ζωής δε θα καταστήσει εντούτοις δυνατή την εξομάλυνση των σχέσεων με τα γειτονικά κράτη και τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις παρά μόνο μετά την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, το 1928.
Πράγματι, μεταξύ των ετών 1928-1932 θα συνομολογηθούν οι σημαντικές διμερείς συμφωνίες με την Ιταλία (23 Σεπτεμβρίου 1928), τη Γιουγκοσλαβία (27 Μαρτίου 1929) και την Τουρκία (10 Ιουνίου και 30 Οκτωβρίου 1930) και ακόμη -έστω και χωρίς να υπογραφεί διμερής συμφωνία- θα αποκατασταθούν οι φιλικές σχέσεις με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες, από κοινού με την Ιταλία, δέσποζαν τότε στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση θα είναι από τις ελάχιστες που θα υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα το πρόδρομο σχέδιο Μπριάν για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σε εποχή διεθνούς, ακόμη, αισιοδοξίας η Ελλάδα είχε κατορθώσει να ενισχύσει το διπλωματικό κύρος της.
Η κρίση που έπληξε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει τις εξελίξεις και στην Ελλάδα. Η προσπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου να κάνει τη χώρα «αγνώριστον» -όπως είχε την πρόθεση- προσέκρουσε στους σοβαρούς κραδασμούς που προκάλεσε σε παγκόσμια κλίμακα η διεθνής οικονομική κρίση. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 επικράτησε το Λαϊκό Κόμμα, αντίπαλο του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Παναγή Τσαλδάρη, με υπουργό Εξωτερικών τον Δημήτριο Μάξιμο, η οποία θα παραμείνει στην εξουσία για μία διετία.
Η λειτουργία όμως του δικομματικού συστήματος δεν αρκούσε για να αποτελέσει τεκμήριο της ομαλής εφαρμογής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα αποτυχημένα φιλοβενιζελικά στρατιωτικά κινήματα της 6ης Μαρτίου 1933 και της 1ης Μαρτίου 1935, αλλά και η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, στις 6 Ιουνίου 1933, μαρτυρούσαν την πολιτική πόλωση και την υιοθέτηση από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις μεθόδων εκβιαστικών στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την εξουσία.
Σε αυτό το ταραχώδες κλίμα εντάσσεται και το πραξικόπημα των αντιβενιζελικών τον Οκτώβριο του 1935, το οποίο οδήγησε στην αντικατάσταση του Συντάγματος του 1927 από εκείνο του 1911 και στην επαναφορά του καθεστώτος της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Τον Νοέμβριο του 1935 ο έκπτωτος βασιλιάς Γεώργιος, μετά από ενδεκαετή παραμονή στο εξωτερικό, επανήλθε στον θρόνο ως Γεώργιος Β'.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, εξόριστος στη Γαλλία, θα ταχθεί πριν από τον θάνατο του (στις 18 Μαρτίου 1936) υπέρ της βασιλείας, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να αποκατασταθεί η ομαλότητα της πολιτικής ζωής. Η ισοψήφιση όμως των δύο μεγάλων κομμάτων, Λαϊκού και Φιλελευθέρων, στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 και η αδυναμία τους στη συνέχεια να συνεργαστούν οδήγησαν, σε εποχή γενικότερης κρίσης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, στην εγκαθίδρυση -με συνέργεια του βασιλιά- του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου 1936.
Ο Ιωάννης Μεταξάς θα καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και θα κυβερνήσει έκτοτε, ως δικτάτορας, μέχρι τον, θάνατο του. Η ελληνική κοινή γνώμη, εμποτισμένη στην πλειονότητά της από αρχές φιλελεύθερες, υπήρξε οπωσδήποτε αντίθετη στην ιδεολογία του αυταρχικού καθεστώτος. Η επικράτηση εντούτοις παρόμοιας υφής αυταρχικών καθεστώτων στο μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και η ισχνότητα των μέσων στήριξης -εσωτερικών και εξωτερικών- μιας ενδεχόμενης αντίδρασης, σε συνδυασμό και με τον θάνατο των σημαντικότερων πολιτικών ηγετών της περιόδου μεταξύ των δύο πολέμων (Βενιζέλου, Τσαλδάρη, Παπαναστασίου και Μιχαλακόπουλου), συντέλεσαν ώστε η αντίθεση αυτή να μην οδηγήσει στην πτώση της δικτατορίας.
Προτού οι επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης γίνουν αισθητές στο πολιτικό πεδίο, εκδηλώθηκαν στο πεδίο της οικονομίας, ως αποτέλεσμα και της υπερχρέωσης της Ελλάδας στο εξωτερικό. Η αυξημένη φορολόγηση και τα έκτακτα κυβερνητικά μέτρα δε θα αποτρέψουν τη χρεοκοπία, το 1932. Η κίνηση του εμπορίου, παρά τη νέα ανάκαμψή του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, παρουσίασε αισθητή κάμψη έναντι της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας και της ναυτιλίας δέχτηκε επίσης τον αντίκτυπο της υποτίμησης του νομίσματος και της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Η αναντιστοιχία, πράγματι, μεταξύ των δεικτών αφενός της βιομηχανίας και της ναυτιλίας και αφετέρου του εισοδήματος των εργαζομένων προκάλεσε ζωηρές εντάσεις. Η λήψη, για πρώτη φορά, σοβαρών μέτρων στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης -όπως ιδιαίτερα η σύσταση του ΙΚΑ, το 1937- προσφερόταν για να αμβλύνει την κοινωνική αντίδραση, χωρίς όμως να μπορέσει να την εξαλείψει.
Κατά την ίδια περίοδο η εξωτερική πολιτική της χώρας προσδιοριζόταν, και αυτή, από τις επιπτώσεις της γενικότερης κρίσης στις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Η ισορροπία που είχε αποκαταστήσει ο Βενιζέλος στο επίπεδο των διμερών επαφών με τους βαλκανικούς γείτονες και με τις μεγάλες δυνάμεις κατέρρεε οριστικά. Η Ελλάδα συνυπέγραψε, στις 9 Φεβρουαρίου 1934, το τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο με τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και την Τουρκία, προκείμενου οι χώρες αυτές να προασπίσουν από κοινού την εδαφική ακεραιότητά τους απέναντι στην «αναθεωρητική» πολιτική που είχε υιοθετήσει η Βουλγαρία. Με τον τρόπο όμως αυτόν η Ελλάδα τασσόταν και συμβατικά υπέρ του ευρύτερου μετώπου που είχε συγκροτηθεί, υπό την ηγεσία της Γαλλίας, από τους οπαδούς της διατήρησης του καθεστώτος των Συνθηκών της Ειρήνης. Μολονότι η αποφυγή της εμπλοκής σε έναν νέο ευρωπαϊκό πόλεμο φαινόταν να αποτελεί κοινή επιδίωξη όλων των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, οι μεταβενιζελικές κυβερνήσεις υιοθετούσαν στην πράξη μια τακτική που θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει στο ανεπιθύμητο αυτό αποτέλεσμα.
Όταν, το 1936, ανέλαβε ο Μεταξάς τη διακυβέρνηση της χώρας, η πιθανότητα μιας πανευρωπαϊκής σύρραξης είχε ενισχυθεί και τα διλήμματα σχετικά με τον διπλωματικό προσανατολισμό της Ελλάδας ήταν μεγαλύτερα. Η εμμονή της ελληνικής κυβέρνησης στην πολιτική της μη ανάμειξης στην εντεινόμενη διαμάχη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων δε θα αποτρέψει την επιλογή μιας έκδηλα φιλικής στάσης προς το Λονδίνο. Προς την κατεύθυνση αυτή την ωθούσε η αίσθηση ότι τα πάγια εθνικά συμφέροντα θα ήταν δυνατόν να εξυπηρετηθούν καλύτερα μέσω της επιλογής αυτής, αλλά και η ισχυρή επιρροή του αγγλόφιλου Γεωργίου Β' στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές η Ελλάδα θα αποφύγει ενσυνείδητα -μόνη κατά την περίοδο αυτή μεταξύ των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης- τον ασφυκτικό οικονομικό και, κατ' επέκταση, πολιτικό εναγκαλισμό της χιτλερικής Γερμανίας.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΚΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟ Α'ΗΜΙΣΥ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Η Μικρασιατική Καταστροφή επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης, το 1923. Η Ελλάδα αποσύρθηκε από την Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και την περιοχή της Σμύρνης, ενώ τα Δωδεκάνησα παρέμειναν στην Ιταλία. Ταυτόχρονα αποφασίστηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με βάση το θρήσκευμα. Δε μετακινήθηκαν μόνο οι Χριστιανοί Έλληνες που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Την άνοιξη του 1924 ανακηρύχθηκε από τη Βουλή και στη συνέχεια επικυρώθηκε με δημοψήφισμα η αβασίλευτη Δημοκρατία. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Η Ελλάδα, κλονισμένη από τη στρατιωτική ήττα, διχασμένη πολιτικά και έχοντας οικονομικές δυσκολίες, δέχτηκε περισσότερο από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Αυτοί ήρθαν να προστεθούν στους 100.000 περίπου, που είχαν εγκαταλείψει τη Βουλγαρία και τη Σοβιετική Ένωση, όπου είχαν κυριαρχήσει οι Μπολσεβίκοι. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους (Μεσοπόλεμος), το ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει πολλά και μεγάλα προβλήματα, τα οποία αυξήθηκαν μετά τη διεθνή οικονομική κρίση του 1929. Κύριο μέλημα ήταν να βρεθεί στέγη και απασχόληση για τους Έλληνες πρόσφυγες. Η πλειονότητα των προσφύγων εγκαταστάθηκε κυρίως στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, ενισχύοντας το ελληνικό στοιχείο των περιοχών αυτών. Οι πρόσφυγες έμεναν προσωρινά σε καταυλισμούς, ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν οικισμοί για τη στέγασή τους. Η παρουσία των προσφύγων στο ελληνικό κράτος τόνωσε τόσο τον πληθυσμό των πόλεων όσο και τον αγροτικό πληθυσμό, συμβάλλοντας σημαντικά στην οικονομική και την πνευματική ανάπτυξη της χώρας.
Ο Μεσοπόλεμος αποτελεί μια περίοδο έντονων πολεμικών και πολιτικών αναταραχών ανά τον κόσμο, με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση του κανόνα. Εκδηλώθηκαν αρκετά πραξικοπήματα από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, με ένα από τα πρώτα εξ’ αυτών να είναι το κίνημα του αξιωματικού Θεόδωρου Πάγκαλου. Γόνος ισχυρής πολιτικής οικογένειας, ο Πάγκαλος φοίτησε στην Σχολή Ευελπίδων. Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου και υποστήριξε τον ερχομό του Ελευθέριου Βενιζέλου. Τάχθηκε με την βενιζελική παράταξη κατά την διάρκεια του Εθνικού Διχασμού και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Μικρασιατική εκστρατεία, επέδειξε στρατηγική οξυδέρκεια και προήχθη σε υποστράτηγο. Μετά την εκλογική νίκη των αντιβενιζελικών τον Νοέμβριο του 1920, αποστρατεύτηκε και αποσύρθηκε στην Ελευσίνα. Το 1922, μετά την επιβολή της Επαναστάσεως, ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών, αλλά στις 12 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε για να αναλάβει την διοίκηση του στρατού της Θράκης. Συγκρότησε ένα αξιόμαχο στράτευμα, και η επιτυχημένη αμυντική προσπάθεια τον έκανε να θεωρεί ότι θα μπορούσε να φτάσει την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, απογοητεύτηκε ιδιαίτερα από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (24/7/1923), η οποία επισημοποίησε την Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η απογοήτευση αυτή αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην εξωτερική πολιτική του ως δικτάτορα. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι την ανατροπή του Μιχαλακόπουλου, έπαιξε ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Έννομης Τάξεως στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου, από όπου κατέστειλε σκληρά απεργίες και διαδηλώσεις. Στις 25 Μαρτίου 1924 ο πρωθυπουργός Παπαναστασίου κηρύσσει το καθεστώς της αβασίλευτης δημοκρατίας, υποστηριζόμενος από τους ριζοσπάστες Φιλελεύθερους και από τους δημοκρατικούς, αντιβασιλικούς αξιωματικούς (όπως ο Πάγκαλος και ο Κονδύλης), οι οποίοι ήταν ανάμεσα στους πρωτοστάτες και της Επαναστάσεως του 1922. Ωστόσο, η πολιτική κατάσταση ήταν ρευστή, ως αποτέλεσμα της διάσπασης των Φιλελευθέρων σε Προοδευτικούς (Καφαντάρης), Συντηρητικούς (Μιχαλακόπουλος) και στην Δημοκρατική Ένωση (Παπαναστασίου). Η κυβέρνηση Παπαναστασίου κατέρρευσε σύντομα (Ιούλιος 1924), καθώς παραιτήθηκε ο ισχυρός δημοκρατικός στρατιωτικός Γεώργιος Κονδύλης από το υπουργείο Εσωτερικών και απώλεσε την στήριξη του Μιχαλακόπουλου, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Όμως, ούτε ο Μιχαλακόπουλος κατάφερε να διατηρήσει το αξίωμά του για μεγάλο διάστημα, μιας και έχασε την στήριξη του Κονδύλη τον Ιούνιο του 1925. Αν και έλαβε ξανά ψήφο εμπιστοσύνης στις 15 Ιουνίου, η κυβέρνησή του ανετράπη από το κίνημα του Θεόδωρου Πάγκαλου στις 25 Ιουνίου.
Η αντίδραση του πολιτικού κόσμου στο πραξικόπημα ήταν χλιαρή, κάτι που οδήγησε στην εδραίωσή του. Για να αποτραπεί η αιματοχυσία, ο Παπαναστασίου συνέβαλε στη συνταγματική νομιμοποίηση του κινήματος, καθώς συμμετείχε στην υπερψήφιση της κυβέρνησης Πάγκαλου από την Βουλή, στις 30 Ιουνίου. Έπειτα, οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης διεκόπησαν για το καλοκαίρι. Ο Παπαναστασίου θεώρησε ότι ο Πάγκαλος θα τηρούσε τα κοινοβουλευτικά προσχήματα και θα προχωρούσε επιτέλους στην ψήφιση του νέου Συντάγματος. Ωστόσο, ο Πάγκαλος ανέλαβε αρκετές πολιτικές πρωτοβουλίες και στις 10 Σεπτεμβρίου 1925, δημοσιεύτηκε το νέο Σύνταγμα, το οποίο όμως αποσύρθηκε και δημοσιεύτηκε ουσιωδώς τροποποιημένο από τον Πάγκαλο στις 29 του μήνα. Την ίδια μέρα, ο Πάγκαλος διέλυσε την (αμιγώς βενιζελική) Εθνοσυνέλευση, συγκεντρώνοντας ουσιαστικά την πολιτική εξουσία στα χέρια του, αν και η δικτατορία κηρύχθηκε μόλις στις 4 Ιανουαρίου του 1926. Από την αρχή της θητείας του ως δικτάτορα, ο Πάγκαλος δικαίωσε τις φήμες, οι οποίες τον παρουσίαζαν ως έναν αυταρχικό ηγεμόνα. Κατέστειλε σκληρά την δράση του ΚΚΕ, κλείνοντας την εφημερίδα «Ριζοσπάστης» για ένα εξάμηνο και φυλακίζοντας ηγετικά του στελέχη. Ωστόσο, δεν περιορίστηκε στο ΚΚΕ, μιας και φυλάκισε αρκετούς πολιτικούς του αντιπάλους, μερικοί εκ των οποίων από την βενιζελική παράταξη (όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου), ενώ επέβαλε λογοκρισία στον Τύπο. Από την άλλη, έδωσε σημαντικά υπουργεία (όπως αυτό των Εξωτερικών) σε φιλοβασιλικούς, κηρύττοντας ότι η διάσταση βενιζελικών και βασιλικών ήταν ξεπερασμένη. Μερικές από τις πρακτικές του θα μπορούσαν να αναχθούν στον ιταλικό φασισμό, τον οποίο ο Πάγκαλος υποστήριζε ως σύστημα οργάνωσης του κράτους. Ο συντηρητισμός, επίσης, είχε εξέχουσα θέση στο νέο καθεστώς, με χαρακτηριστικό μέτρο να είναι η απαγόρευση των κοντών φουστών για τις γυναίκες, το μήκος των οποίων ελεγχόταν από αστυνομικούς. Αυτό το μέτρο είναι και η γνωστότερη κληρονομιά του καθεστώτος Πάγκαλου. Έπειτα, όσον αφορά την κακή οικονομική κατάσταση, το κράτος επέβαλε εσωτερικό αναγκαστικό δανεισμό, μέσω της διχοτόμησης του νομίσματος, τον Ιανουάριο του 1926. Εξασφαλίστηκε, έτσι, η ενίσχυση της νομισματικής ρευστότητας, αν και δεν βελτιώθηκε αποφασιστικά η κατάσταση. Τέλος, η σημαντικότερη κληρονομιά του καθεστώτος Πάγκαλου στο ελληνικό κράτος ήταν η ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών, το 1926.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην εξωτερική πολιτική του καθεστώτος, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί επιεικώς απαράδεκτη. Ο Πάγκαλος ήταν ο τελευταίος Έλληνας πρωθυπουργός που επιθυμούσε κατάκτηση εδαφών στην Τουρκία (όπως στην Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη), αμφισβητώντας την Συνθήκη της Λωζάνης. Έτσι, βασίστηκε σε μερικές αόριστες υποσχέσεις των Δυνάμεων (Αγγλία και Ιταλία), οι οποίες ωστόσο δεν ευνοούσαν οποιαδήποτε ελληνική επέκταση. Όμως, η διαμάχη με την Βουλγαρία και η σύντομη ελληνική εισβολή ήταν πολύ σημαντικότερη. Το «Επεισόδιο του Πετριτσίου» (19-22 Οκτωβρίου 1925), όπως αποκλήθηκε, οφειλόταν σε ένα συνοριακό επεισόδιο και στον θάνατο ενός Έλληνα αξιωματικού στην επικείμενη συμπλοκή. Παρά τις συμβουλές της ελληνικής και ξένης διπλωματίας, ο ελληνικός στρατός εισέβαλε στη Βουλγαρία, απαιτώντας μεγάλη χρηματική αποζημίωση. Η Βουλγαρία κατέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία όρισε στην Ελλάδα να αποσύρει τα στρατεύματά της και να πληρώσει τεράστια χρηματική αποζημίωση στην Βουλγαρία. Αυτή η διπλωματική ταπείνωση οδήγησε την χώρα σε απομόνωση, την οποία ο Πάγκαλος επιχείρησε να «σπάσει» με μια συμφωνία με την Σερβία (17 Αυγούστου 1926). Αυτή όριζε συνεκμετάλλευση του λιμένα της Θεσσαλονίκης και της σιδηροδρομικής γραμμής από την Σερβία μέχρι την πόλη (με γιουγκοσλαβικό πλεονέκτημα) και αναγνώριση σλαβικής μειονότητας στην Μακεδονία, κάτι που προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις.
Κατά τον Μεσοπόλεμο η Ελλάδα ταλανίστηκε από εσωτερική πολιτική αστάθεια. Τα πολιτικά κόμματα εναλλάσσονταν συχνά στην εξουσία, ενώ δεν έλειψαν και τα πραξικοπήματα που οργάνωναν αξιωματικοί του στρατού. Με την άνοδο του φασιστικού κόμματος στην Ιταλία και του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία φάνηκαν και πάλι τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη. Καθώς τα πολιτικά κόμματα έριζαν μεταξύ τους και στη χώρα επικρατούσε κοινωνική αναταραχή που εκφραζόταν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες, την εξουσία ανέλαβε πραξικοπηματικά ο υπουργός των Στρατιωτικών Ιωάννης Μεταξάς.
Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Μεταξάς, στον οποίο είχε αναθέσει την πρωθυπουργία ο βασιλιάς Γεώργιος Β', διέλυσε τη Βουλή και επέβαλε δικτατορία. Ο Μεταξάς άσκησε διώξεις εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων και προσπάθησε, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, να προσεγγίσει τους αγρότες και τους εργάτες με διάφορα κοινωνικά μέτρα. Ως έμπειρος στρατιωτικός, φρόντισε να προετοιμάσει τη χώρα για τον πόλεμο που ερχόταν. Παράλληλα, ενώ επικαλούνταν την ουδετερότητα, ακολούθησε σταθερή πολιτική φιλίας με τη Βρετανία, τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...