Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ ΤΟΥ 10ου ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

Ήδη από την εποχή του Χλωδοβίκου (Clovis), η "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου φαντάζει απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα.
Στα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα οι διάδοχοι του Καρλομάγνου έθεταν τις βάσεις για την 'εν σπέρματι' διαμόρφωση εθνικών κρατών. Ένα πείραμα που, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, δεν ολοκληρώθηκε.
Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων.
Αποτέλεσμα της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη.
"Η Βιβλιοθήκη του Φωτίου, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέπτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου" (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, στ. 27)
Κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιεπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον αιρετικό. Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Αμφιλεγόμενο είναι το ζήτημα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας στο Βυζάντιο. Υποστηρίχθηκε ότι το βυζαντινό Κράτος, επωφελούμενο από την εικονομαχία, υπέταξε τη βυζαντινή Εκκλησία και ότι οι πατριάρχες μεταβλήθηκαν σε όργανα των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Επισημαίνεται λ.χ. ότι αρκετοί πατριάρχες καθαιρέθηκαν (Φώτιος, Ιγνάτιος), ενώ δυο φορές το πατριαρχικά αξίωμα δόθηκε σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Μόνο στο δεύτερο μισό του 10ου αι. ο πατριάρχης Πολύευκτος κατέστησε την εξουσία του αρκετά ισχυρή και ανεξάρτητη, ώστε να επηρεάζει και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Εχει όμως διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία περιορίστηκε αισθητά η αυτοκρατορική εξουσία στον θρησκευτικό τομέα, ενώ το κύρος του πατριάρχη και της Εκκλησίας ενισχυόταν διαρκώς. Αν και η πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου αποφασιζόταν από τον αυτοκράτορα, για το διορισμό και την καθαίρεση των εκκλησιαστικών λειτουργών ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση του κλήρου. Τέλος, η εκκλησιαστική σύνοδος είχε τον πρώτο λόγο σε εκκλησιαστικά και δογματικά θέματα.
Αλλά ας έρθουμε για λίγο στο νεοσύστατο κράτος των Βουλγάρων. Ο Συμεών, διάδοχος του εκχριστιανισμένου Βόρη, μετέφερε την πρωτεύουσα από την Πλίσκα, λίκνο της αρχαίας αριστοκρατίας, στην Πρεσλάβα. Η νέα πρωτεύουσα διακοσμήθηκε με μεγαλοπρεπή κτίρια, ενώ παράλληλα ενθαρρύνθηκε η μετάφραση έργων της βυζαντινής λογοτεχνίας. Επί Συμεών η παλαιοσλαβική εκκλησιαστική λογοτεχνία γνώρισε την πρώτη ακμή της.
Με τον Συμεών, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως "ημιαργείος" (=ημιέλληνας) επειδή είχε σπουδάσει στη σχολή της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, εγκαινιάζεται μια περίοδος έντασης στις βυζαντινοβουλγαρικές σχέσεις, κατά την οποία και οι δύο δυνάμεις αγωνίζονται για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Ο Συμεών απέβλεπε στη δημιουργία μιας βουλγαροβυζαντινής αυτοκρατορίας με αυτοκράτορα τον ίδιο, γι αυτό και αντικατέστησε τον αρχαίο τίτλο των βουλγάρων ηγεμόνων χάνος με τον βυζαντινό τίτλο βασιλεύς.
Με τον Συμεών στο θρόνο, η μακροχρόνια ειρήνη η οποία υπογράφτηκε από τον πατέρα του με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Η σύγκρουση άρχισε όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ', υπό την πίεση της ερωμένης του Ζωής, και του πατέρα της Στυλιανού, μετέφερε τους Βούλγαρους εμπόρους από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Βούλγαροι πλήρωναν βαρύ φόρο. Οι Βούλγαροι ζήτησαν προστασία από τον Συμεών, ο οποίος με τη σειρά του παραπονήθηκε στον Λέοντα. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αγνόησε την πρεσβεία του Συμεών.
Το 913 ο στρατός του Συμεών έφθασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά οι ελπίδες του για κατάληψη διαψεύστηκαν. Ετσι προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, που ασκούσε τότε καθήκοντα αντιβασιλέως. Ο πατριάρχης ενίσχυσε με την ευχή του το ηθικό κύρος του βούλγαρου ηγεμόνα. Αυτό το ηθικό κύρος, σε συνδυασμό με τις επιτυχίες του κατά των Βυζαντινών, εκμεταλλεύθηκε ο Συμεών, για να αυτοαναγορευθεί αργότερα Βασιλεύς των Βουλγάρων και Ρωμαίων. Οι Βυζαντινοί όμως δεν του αναγνώρισαν ποτέ τον τίτλο του βασιλέως. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν τον Συμεών πάντοτε ως άρχοντα της Βουλγαρίας. Μη μπορώντας να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στη βουλγαρική επίθεση, λόγω του ότι πολεμούσαν τους Άραβες, οι Βυζαντινοί ζήτησαν από τους Μαγυάρους (Ούγγρους) να επιτεθούν στη Βουλγαρία, υποσχόμενοι να τους βοηθήσουν να διασχίσουν τον Δούναβη με τη βοήθεια του βυζαντινού στόλου.
Το 924 ο Συμεών εμφανίστηκε ξανά απειλητικός μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο ο βούλγαρος ηγεμόνας δεν ήταν σε θέση, από στρατιωτική άποψη, να καταλάβει τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Δεν διέθετε στόλο, ενώ οι διαρκείς αγώνες του ενάντια στους Σέρβους και τους Κροάτες είχαν εξασθενίσει τις δυνάμεις του.Ο πόλεμος έληξε με συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βουλγάρων και Βυζαντινών, η οποία τηρήθηκε μέχρι το θάνατο του Λέοντα Στ΄, το 912, και βάσει της οποίας οι Βυζαντινοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν ετήσιο φόρο.Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή οι Βυζαντινοί παραχώρησαν εδάφη από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την οροσειρά της Στράντζας στη βουλγαρική ηγεμονία.
Ο διάδοχός του Συμεών, ο Πέτρος, συνήψε ειρήνη με το Βυζάντιο, νυμφεύθηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού και έλαβε τον τίτλο που με τόσο πάθος είχε επιζητήσει ο πατέρας του: βασιλεύς της Βουλγαρίας. Μετά τις παραπάνω επιτυχίες του Πέτρου, λίγα χρόνια αργότερα, το 976, ο νέος ηγεμόνας των Βουλγάρων Σαμουήλ γίνεται ο αρχιτέκτονας ενός νέου βουλγαρικού κράτους, με κέντρο τη βορειοδυτική Μακεδονία (Πρέσπα-Αχρίδα). Ο Σαμουήλ, στη συνέχεια, επεκτείνει τις βουλγαρικές κτήσεις μέχρι το Δούναβη και την κεντρική Ελλάδα.
Η προέλαση του Σαμουήλ ανησύχησε το Βυζάντιο. Αρχικά ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β', επειδή αντιμετώπιζε τότε εσωτερικά προβλήματα, περιορίστηκε σε διπλωματικά μέτρα. Αργότερα όμως, οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν έντονη στρατιωτική δράση κατά των Βουλγάρων με πρώτη επιτυχία στην περιοχή του Σπερχειού από τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό (997).
Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, το 1014, στη μάχη του Κλειδιού, κοντά στο Στρυμόνα, η νίκη του Βασιλείου Β' των Βυζαντινών υπήρξε καθοριστική για την τύχη του βουλγαρικού κράτους: η Βουλγαρία, το 1018, υποτάσσεται και προσαρτάται στο Βυζάντιο, που με τη σειρά του εφαρμόζει πολιτική εντατικού εξελληνισμού της Παλαιοβουλγαρικής Εκκλησίας.
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν αμείλικτος μετά τη νίκη στο Κλειδί και η τύχη των συλληφθέντων Βουλγάρων ήταν φρικτή. Έδωσε εντολή όλοι οι αιχμάλωτοι να τυφλωθούν με πυρωμένο σίδερο. Στις 4 Οκτωβρίου ο Σαμουήλ αντίκρισε μια εικόνα βγαλμένη από την κόλαση. Μια ατελείωτη πορεία 15.000 τυφλών στρατιωτών οι οποίοι καθοδηγούνταν από έναν τυχερό μονόφθαλμο για κάθε 100 άνδρες. Ο τσάρος αρχικά λιποθύμησε στη θέα των ανδρών του και έπεσε αναίσθητος στο έδαφος. Οι γύρω του προσπάθησαν να τον συνεφέρουν. Όταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας συνήλθε, ζήτησε να πιει κρύο νερό. Αυτό του προκάλεσε καρδιακή προσβολή και δύο ημέρες αργότερα ξεψύχησε.
Το ίδιο αποφασιστική ήταν και η στάση του αυτοκράτορα απέναντι στα μοναστήρια. Οι μοναχοί είχαν τρομάξει εξαιτίας της έντονης προσωπικότητας του μεγάλου πολεμιστή. Ο αυτοκράτορας άλλωστε είχε αποφασίσει να μειώσει την επιρροή τους και είχε όλα τα μέσα και την επιμονή για να το πετύχει. Κατά τον 10ο αιώνα σημειώθηκε ανάπτυξη των μεγάλων ιδιοκτησιών, οι οποίες, παράνομα, απορροφούσαν πολλά ελεύθερα χωριά. Οι χωρικοί έπρεπε να πληρώνουν και βαρείς φόρους. Ο τοπικός άρχοντας, με την προσφορά να επωμισθεί το βαρύ φορτίο της φορολογίας, μπορούσε να κερδίσει τον έλεγχο του χωριού και τότε οι άνδρες προσχωρούσαν στον ιδιωτικό του στρατό. Η γη αυτών των χωριών όμως ανήκε στην αυτοκρατορία, που την έδινε στους χωρικούς ως ανταμοιβή για τη θητεία τους στον αυτοκρατορικό στρατό. Με όμοιο τρόπο δημιουργήθηκε πρόβλημα και στα χωριά, καθώς τα κτήματά τους ανήκαν στα μοναστήρια, συνήθως από κληροδοσία. Οι μοναχοί είτε καλλιεργούσαν τη γη μόνοι τους, είτε την εκμίσθωναν στους μεγαλογαιοκτήμονες. Και το πρόβλημα ήταν πως η μοναστηριακή γη ήταν αναπαλλοτρίωτη. Τότε ο Βασίλειος Β΄ εισήγαγε νόμο που επέβαλλε στον τοπικό άρχοντα το καθήκον να καταβάλλει όλους τους φόρους της κοινότητας στην οποία κατείχε μεγάλη περιουσία. Τον νόμο τον εφάρμοσε τόσο στα μοναστήρια όσο και στους μεγάλους γαιοκτήμονες. Αυτό το μέτρο αποδείχθηκε πολύ βαρύ για τη μοναστηριακή περιουσία και τους μοναχούς, που το εισόδημά τους εξαρτάτο κυρίως απ’ τα κτήματά τους. Πολλά μοναστήρια υποχρεώθηκαν να πουλήσουν στο κράτος μεγάλα τμήματα των κτημάτων τους για να μειώσουν τη φορολογία τους.Ο αυτοκράτορας περιόρισε την εκκλησία στον θεολογικό της ρόλο.
Το Βυζάντιο απειλήθηκε πολλές φορές και από τους Ρώσους, παράλληλα όμως ανέπτυξε με το κράτος του Κιέβου εμπορικές σχέσεις που ρυθμίστηκαν με ειδικές συνθήκες. Ρώσοι έμποροι και πρεσβευτές, ταξιδεύοντας με τα μονόξυλά τους στον ποταμό Δνείπερο και τον Εύξεινο, επισκέπτονταν το Βυζάντιο, για να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους (γούνες, σκλάβους κ.λπ.) με τα περιζήτητα βυζαντινά μεταξωτά.
Το 957 η ηγεμονίδα του Κιέβου Όλγα επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη.
Με την επίσκεψη αυτή φαίνεται ότι τέθηκαν οι βάσεις του δεύτερου και οριστικού εκχριστιανισμού των Ρώσων. Η Όλγα βασίλευσε στο Κίεβο έως την ενηλικίωση του γιου της, Σβιάτοσλαβ και ήταν η πρώτη ηγεμόνας που βαφτίστηκε Χριστιανή. Προσπάθησε να εξαπλώσει το χριστιανισμό σε όλο το βασίλειο, αλλά την εμπόδισε ο γιος της που παρέμενε παγανιστής. Φρόντισε να μεγαλώσει τον εγγονό της, Βλαντιμίρ, ως χριστιανό και όταν έγινε βασιλιάς, εγκαθίδρυσε επίσημα τη θρησκεία. Η Όλγα τιμήθηκε ως Αγία από την ορθόδοξη και καθολική εκκλησία, η οποία παρέβλεψε το αιματοβαμμένο παρελθόν της.
Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων ολοκληρώθηκε στα τέλη του 10ου αι. Ο Βασίλειος Β' ο Μακεδών υποσχέθηκε να δώσει στον ρώσο ηγεμόνα Βλαντιμίρ ως σύζυγο την αδελφή του Άννα, αν ο ίδιος και το έθνος του ασπάζονταν τον χριστιανισμό. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις υποσχέσεις και τις προθέσεις του Βασιλείου Β' και η βάπτιση του Βλαδίμηρου έλαβε χώρα πιθανότατα στη Χερσώνα.
Ο γάμος του ρώσου ηγεμόνα με την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα ήταν το μέσο, για να αποκτήσει η Ρωσία διεθνές κύρος και όλα τα αγαθά που συνεπαγόταν η διάδοση της Ορθοδοξίας και του βυζαντινού πολιτισμού στη χώρα αυτή. Με τις βυζαντινές ιεραποστολές στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, θεσμοί, η βυζαντινή τέχνη και ο βυζαντινός πολιτισμός εισήχθησαν στη Ρωσία και αποτέλεσαν τη βάση του ρωσικού πολιτισμού και της ρωσικής πνευματικής παράδοσης.
Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς το 960 ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έδρα του θρόνου του, και κατέληξε στην Κρήτη, την οποία ανακατέλαβε από τους Άραβες έπειτα από πολύμηνες επιχειρήσεις το 961. Ο βυζαντινός στόλος όπως αναφέρεται από χρονικογράφους της εποχής, ήταν 50.000 περίπου στρατιώτες και 3.500 πλοία.Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονταν 2000 χελάνδια (πολεμικά πλοία με σίφωνες υγρού πυρός), 1000 δρόμωνες και 500 μεταγωγικά που μετέφεραν πολεμικό εξοπλισμό και πολιορκητικές μηχανές. Συμμετείχαν στρατιώτες από όλα τα βυζαντινά Θέματα, λαοί όπως Αρμένιοι, Σλάβοι και Ρώσοι με τα ευέλικτα πλοιάριά τους. Γεγονός επίσης είναι, ότι ο Φωκάς διέθετε ιππικό και υγρό πυρ.
Όπως γίνεται αντιληπτό, επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ναυτική δύναμη που αποτύπωνε την ισχυρή απόφαση των βυζαντινών να επιβάλλουν την κυριαρχία τους ξανά στη θάλασσα.
Το 961 το Ηράκλειο (Χάνδαξ) της Κρήτης εκκενώθηκε από τους Άραβες. Οι Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ότι ο στρατός του Νικηφόρου Φωκά έσφαξε ή πούλησε ως δούλους 200.000 άραβες άνδρες και γυναικόπαιδα. Ο ίδιος ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, βλέποντας τη σφαγή «μπήκε ανάμεσά τους και προσπαθούσε να κατευνάσει την ορμή των στρατιωτών, επιχειρώντας να τους μεταπείσει να μην σκοτώνουν όσους παρέδιδαν τα όπλα. Με τέτοια λόγια ο στρατηγός μόλις που κατόρθωσε να ανακόψει την ανελέητη ορμή των στρατιωτών» (σύμφωνα με τον Λέοντα Διάκονο).
Ο Νικηφόρος Φωκάς ακολούθησε με ευλάβεια την πολιτική των προκατόχων του στην Ιταλία για να προστατεύσει τις εκεί βυζαντινές επαρχίες από τους Άραβες και να ενισχύσει τη βυζαντινή επιρροή στη Ρώμη και στα ημιαυτόνομα κρατίδια της κεντρικής Ιταλίας.
Μετά τη στέψη του Όθωνος Α' ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων (962) και την ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους, τα κρατίδια αυτά έγιναν το μήλο της έριδος μεταξύ του Βυζαντίου και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος Φωκάς αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον αυτοκρατορικό τίτλο του Όθωνος και απαίτησε την αποχώρησή του από τα βυζαντινά εδάφη που είχαν κατακτήσει πρόσφατα οι Γερμανοί. Από τις πρεσβείες που ανταλλάχθηκαν σπουδαιότερη ήταν αυτή του επισκόπου Κρεμόνας Λιουτπράνδου (968). «Ήρθε λοιπόν ο απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη, είδε τον Αυτοκράτορα και του είπε: «Ο Αυτοκράτωρ της Γερμανίας Όθων, θέλει την πριγκίπισσα Θεοφανώ για σύζυγο του γιού του…». Ο Νικηφόρος Φωκάς τον διέκοψε στα λατινικά: «incredible audito», δηλαδή απίστευτο που το ακούω! Και μετά συνέχισε στα ελληνικά. «Αυτοκράτωρ είμαι μόνο εγώ. Ο Όθων είναι αρχηγός βαρβάρων…»
Οι σχέσεις, πάντως, των δύο αυτοκρατοριών βελτιώθηκαν επί Ιωάννη Τζιμισκή, ιδίως από τότε που ο διάδοχος του Οθωνα Α', ο Όθων Β', έλαβε ως σύζυγο την ανεψιά του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοφανώ Σκλήραινα.
Η Θεοφανώ έφερε στην αυλή των Οθωνιδών τις συνήθειες και τις παραδόσεις του βυζαντινού πολιτισμού. Τη Θεοφανώ Σκλήραινα συνόδευσαν στη Γερμανία πλήθος Ελλήνων επιστημόνων, τεχνικών πχ. υποδηματοποιοί, ράπτες, χρυσοχόοι, οικοδόμοι, ζωγράφοι, νομικοί, γιατροί κ.τ.λ., δηλαδή η τεχνολογία και ο πολιτισμός της εποχής, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα ανάκτορα που έκτισε στη Θεοφανώ. Μεταξύ άλλων, η Θεοφανώ για πρώτη φορά εισήγαγε στην βάρβαρη τότε Δύση τη χρήση του πηρουνιού (φούρκα) για τη βρώση του κρέατος και των άλλων εδεσμάτων μιας βασιλικής τράπεζας, αφού μέχρι τότε ακόμα και οι Γερμανοί "βασιλείς" και "ευγενείς" έτρωγαν με τα χέρια.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ (εργασία του Τάσου Πιταράκη)

Οι Άραβες, με αφετηρία ένα μέρος της τωρινής Σαουδικής Αραβίας, ίδρυσαν μια τεράστια αυτοκρατορία που φυσικά ολοκληρώθηκε με την πάροδο των χρόνων.
Η Αραβική εξάπλωση άρχισε με την κατάληψη της Δαμασκού και στη συνέχεια της Ιερουσαλήμ. Ακολούθησε η κατάληψη της Αιγύπτου.
Τα αραβικά φύλα επεκτάθηκαν ταυτοχρόνως δυτικά, στη βορειοανατολική Αφρική, φτάνοντας μέχρι και την Τρίπολη.
Στα βόρεια κατέλαβαν την Περσία και την Μεσοποταμία κι έφτασαν για αρχή μέχρι τα νοτιοδυτικά παράλια της Κασπίας Θάλασσας.
Στην Ανατολή έφτασαν πέρα από τον Περσικό Κόλπο (σημερινό Αραβικό Κόλπο).
Αργότερα, άρχισαν να εισβάλλουν στα δυτικά και διαμέσου της ήδη κατεκτημένης Τρίπολης κατάφεραν να εισβάλλουν στα εδάφη της τωρινής Αλγερίας και του Μαρόκου.
Η επικράτησή τους έφτασε μέχρι και την Ιβηρική Χερσόνησο, την οποία και κατέκτησαν.
Παράλληλα, έκαναν επιδρομές στην Κιλικία την οποία και κυρίευσαν. Η περιοχή όπου κινήθηκαν βρίσκεται λίγο δυτικότερα της Αντιόχειας. Στη συνέχεια κατέκτησαν και την Κρήτη.
Το 732 όμως ανακόπτεται η πορεία των Αράβων στην Ευρώπη με την ήττα τους στο Πουαντιέ της Γαλλίας η οποία ονομάστηκε Μάχη των Εθνών.
Έπειτα από αυτά οι Άραβες δεν επεκτάθηκαν ιδιαίτερα. Κατέλαβαν την Μάλτα και ύστερα τις Συρακούσες της Σικελίας, ενώ οι τελικές κατακτήσεις τους έγιναν σε εδάφη της Ελλάδας όπως είναι η Θεσσαλία.

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ο ΜΥΘΟΣ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΧΘΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

«...ἐπεὶ δὲ τυγχάνομεν σκοποῦντες περὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας, αὕτη δ’ ἐστί καθ’ ἧν ἡ πόλις ἃν εἴη μάλιστ’ εὐδαίμων, τὴν δ’ εὐδαιμονίαν ὅτι χωρὶς αρετὴς ἀδύνατον ὑπάρχειν εἴρηται πρότερον, φανερόν ἐκ τούτων ὡς ἐν τῇ κάλλιστα πολιτευομένῃ πόλει καὶ τῇ κεκτημένη δικαίους ἄνδρας ἁπλῶς, αλλὰ μὴ πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, οὔτε βάναυσον βίον οὔτ’ αγοραίον δεῖ ζῆν τοὺς πολίτας (αγενὴς γὰρ ὁ τοιοῦτος βίος καὶ πρὸς ἀρετὴν ὑπεναντίος), οὐδέ δὴ γεωργοὺς εἶναι τοὺς μέλλοντας ἔσεσθαι (δεῖ γὰρ σχολῆς καὶ πρὸς τὴν γένεσιν τῆς ἀρετῆς καὶ πρὸς τὰς πράξεις τὰς πολιτικάς)» (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 7, 1328 b, 35-1329 a, 1). Αυτά τα λόγια του Αριστοτέλη υποδηλώνουν την ευδαιμονιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ζωή των χειρωνακτών, των εμπόρων της αγοράς ή των γεωργών εμφανίζεται ως ΚΑΤΩΤΕΡΗ, εφόσον δεν επιτρέπει την απόκτηση της αρετής ή την ενασχόληση με τα πολιτικά στο άριστο πολίτευμά του. Κατά τον Αριστοτέλη, οι γεωργοί, οι δούλοι και οι "βάρβαροι" περίοικοι είναι οι καταλληλότεροι για να διαδραματίσουν τον ρόλο της παραγωγικής "μηχανής", δηλαδή των δούλων. Ποτέ οι "αυτόχθονες" πολίτες.
Μέσα από τα λόγια του Αριστοτέλη διακρίνουμε πώς κατασκευάστηκε ο βολικός μύθος της "αυτοχθονίας".
Ας πάρουμε το μυθολογικό πρότυπο της αυτοχθονίας:οι ΑΘηναίοι έφτιαξαν ένα μύθο σύμφωνα με τον οποίον ο μακρινός πρόγονός τους, ο Εριχθόνιος, "φύτρωσε" μέσα από το έδαφος, την ίδια τη γη της Αττικής. Αλλά και ο μύθος της Πύρρας και του Δευκαλίωνα παρουσίαζε ένα ολόκληρο έθνος να ξαναγεννιέται από τις πέτρες που πετούσαν πίσω τους οι μόνοι επιζήσαντες του μυθικού Κατακλυσμού.
Ο "Κατακλυσμός' μπορεί να διασώζει μνήμες κάποιας τεράστιας γεωλογικής ανακατάταξης με πλημμύρες που πιθανόν να συνέβη όντως στην προϊστορική περίοδο. Όμως ήταν ένας μύθος κατάλληλος ώστε όλοι οι λαοί να μιλήσουν για ένα "ξεκαθάρισμα" των αγαθών από τους φαύλους που διενήργησαν οι θεοί. Το ίδιο ισχύει και με τον εβραϊκό Κατακλυσμό και την επιβίωση της κιβωτού του Νώε.
Ο επιζήσας θα ήταν εκ των πραγμάτων και ο ΑΥΤΟΧΘΩΝ. Άρα, και ο ενάρετος. Πολύ βολικός μύθος!
Τον τίτλο του αυτόχθονα στην αρχαιότητα τον κατείχαν οι Αιγινήτες, οι Αθηναίοι, που θεωρούνταν παιδαγωγοί της Ελλάδας, καθώς και οι Αρκάδες, που θεωρούνταν πρωτόγονοι, γι’ αυτό και ονομάζονταν βαλανιδοφάγοι, κάτι που παραπέμπει σε ένα άλλο σύστημα διατροφής και βέβαια σε ένα άλλο, παλαιότερο σύστημα οργάνωσης. Σε επίπεδο μυθολογικό το να είναι κανείς παιδί της γης (αυτό-χθων, όπως ο Εριχθόνιος της εικόνας ) δεν είναι καλό προηγούμενο: οι γηγενείς (γη-γενής < γη + γίγνομαι) είναι οι υβριστές που υφίστανται θεϊκές τιμωρίες ή εκμηδενίζονται από ήρωες που προστατεύει ο Όλυμπος. Αντίθετα, ευγενές είναι να κατάγεται κανείς από τον Δία. Σε επίπεδο ιστορικό, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αρκαδία, η αυτοχθονία συνδέεται με την παράδοση της πελασγικής καταγωγής –οι Αρκάδες, που θεωρούνται «πιο παλιοί κι από το φεγγάρι» είναι απόγονοι του Πελασγού που γεννήθηκε από το έδαφος· αλλά και ο τρισέγγονός του, ο Παν, γεννήθηκε και αυτός από τη Γη (Παυσ., 8, 38, 1· Αριστ. απ. 549, Απολλ. Ρόδιος 4, 264, Σχόλια στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, στ. 398). Επομένως, η αυτοχθονία κρατιέται ως τιμητικός τίτλος από το παρελθόν –συνιστά τίτλο τιμής η συνέχεια από τους προ- ή παλαιοέλληνες– και εξυπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Η κυριότερη σκοπιμότητα των γενεαλογικών μύθων είναι η απόδειξη της αυτοχθονίας. Συγχρόνως όμως στα γενεαλογικά συστήματα των πόλεων αναγνωρίζει κανείς και μια δεύτερη απαρχή, καθώς κάποιος σημαντικός ήρωας του απώτερου παρελθόντος κατάγεται από τον Δία. Η προσθήκη αυτή συνιστά προπαγάνδα με στόχο να αποδεχθούν οι πολίτες το σύστημα οργάνωσης και σκέψης της πόλεως, όπου κυρίαρχο εμφανίζεται το δωδεκάθεο. Και στα ελληνιστικά βασίλεια διατηρήθηκε η προσπάθεια απόδειξης μιας, προφανώς πλαστής, αυτοχθονίας ή ευγενούς καταγωγής (πρβ. την καταγωγή των Πτολεμαίων από τους Ηρακλείδες) με τη μεταφορά στοιχείων της παλιάς ελληνικής πραγματικότητας, ακόμη και με μεταφορά γεωγραφικών ονομάτων του ελληνικού χώρου στις κατακτημένες περιοχές.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΟΥΤΟΠΙΕΣ ΠΕΡΙ "ΑΥΤΟΧΘΟΝΙΑΣ" Η λέξη ΟΥΤΟΠΙΑ προέρχεται ετυμολογικά από την "απουσία τόπου", δηλαδή από την ΑΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ να υπάρχει ένας τόπος όπου θα συμβαίνει ό,τι περιγράφει η ουτοπία: ου τόπος Οι πόλεις στην αρχαία Ελλάδα ήταν χτισμένες σε εύφορες πεδιάδες και κοντά σε υψίπεδο (Ακρόπολη) για προστασία και όλες περικλείονταν με τείχη (εκτός της Σπάρτης). Στη μεγάλη και εύφορη Βοιωτική πεδιάδα υπήρχαν πολλές και ανάμεσα τους ο Ορχομενός και η Θήβα, πανάρχαιες πόλεις οι οποίες απέκτησαν μεγάλη δύναμη. Εδώ ζούσαν άνθρωποι από τους Νεολιθικούς χρόνους. Ήταν η χώρα των αυτοχθόνων Εκτήνων, οι οποίοι και θεωρούνται οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Βοιωτίας που γνωρίζουμε, και του ξακουστού βασιλιά τους Ώγυγη.
Γύρω στα 2000 π.Χ., η περιοχή, ειδικά τα βόρεια της Βοιωτίας, κατοικούνταν από τους ονομαζόμενους Μινύες, η καταγωγή των οποίων ήταν η Κολχίδα. Οι Μινύες έχτισαν την πόλη του Ορχομενού, η οποία έγινε αργότερα ξακουστή για τον πλούτο και τoν πολιτισμό της. Ο Ορχομενός, στην αρχαϊκή εποχή, είχε υπό την κυριαρχία του μία μεγάλη περιοχή και ήταν μία από τις πρώτες πόλεις που έκοψε νομίσματα στην Ελλάδα.
Οι Μινύες επίσης ανέλαβαν την κατασκευή ενός κολοσσιαίου έργου, να αποξηράνουν και να αρδεύσουν την πεδιάδα της Κωπαϊδος, η οποία πλημμύριζε από τους ποταμούς Κηφισό και Μέλανα. Για το έργο αυτό έκτισαν ένα κανάλι 40 μέτρα πλάτος και 5 μέτρα βάθος και μήκος γύρω στα 42 χιλιόμετρα. Με το πέρασμα του χρόνου όμως έχασαν την δύναμή τους και η πολιτική κυριαρχία πέρασε στη Θήβα.
Γύρω στα 1500 π.Χ., ο φημισμένος ήρωας Κάδμος, με άγνωστο αριθμό Φοινίκων, ήρθε και ίδρυσε την Θήβα. Σε ένα υψίπεδο, το επονομαζόμενο αργότερα Καδμεία, έχτισε παλάτι και εισήγαγε πιθανώς την Φοινικική αλφαβητική γραφή, αν και αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε αμέσως, αλλά αιώνες αργότερα. Στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς και αυτό επιβεβαιώνει τον μύθο "οι Επτά εναντίον των Θηβών", στον οποίο ο Άδραστος με τους Επιγόνους κατέλαβαν και κατέστρεψαν τη Θήβα. Γύρω στα 1200 π.Χ., διάφορες φυλές κατεβαίνοντας από την Άρνη της Θεσσαλίας και από περιοχές γύρω από το βουνό Βόειον της Ηπείρου, κατέλαβαν την περιοχή. Αυτό το σύμπλεγμα των φυλών και πολιτισμών ήλθε σε διασταύρωση με τον τοπικό πληθυσμό, δημιουργώντας τους μελλοντικούς κατοίκους της Βοιωτίας. Σε αυτήν την αρχαϊκή εποχή ανήκουν οι μύθοι και από αυτήν την περίοδο άντλησαν τα θέματα τους οι τραγικοί αττικοί ποιητές.
Από την Οδύσσεια του Ομήρου μαθαίνουμε ότι τα δύο αδέλφια Αμφίων και Ζήθος, ήταν οι ιδρυτές της Θήβας και αυτοί έκτισαν τα μεγάλα τείχη στην πόλη, αλλά σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και άλλους, ήταν ο Κάδμος, του οποίου την αδερφή Ευρώπη απήγαγε ο Δίας, μεταμφιεσμένος ως ταύρος, από την Αίγυπτο στην Κρήτη, όπου και γέννησε τα τρία παιδιά της, Μίνωα, Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα.
Στον κρατήρα του Ευφρονίου απεικονίζεται ο θάνατος του Σαρπηδόνος.
Όπως ο μύθος λέει, ο Κάδμος αναζητώντας την αδελφή του έφτασε στους Δελφούς, και εκεί το μαντείο του είπε να ακολουθήσει μιαν αγελάδα και να χτίσει μία πόλη, όταν το ζώο θα σταματήσει να ξεκουραστεί. Σύμφωνα με την παράδοση, η αγελάδα σταμάτησε στο σημείο όπου κτίσθηκε αργότερα η Ακρόπολη Καδμεία. Υπάρχουν αρκετοί μύθοι γύρω από τα κατορθώματα του Κάδμου. Σκότωσε τον Δράκο (απόγονο του Άρη), ο οποίος φύλαγε την πηγή Αρεία. Η θεά Αθηνά του είπε να σπείρει τα δόντια του δράκου στη γη και από εκεί ξεφύτρωσαν αρματωμένοι άνδρες, οι Σπαρτοί, οι οποίοι σκότωσαν ο ένας τον άλλο και επέζησαν μόνο πέντε (Χθόνιος, Εχίων, Υπερήνωρ, Πυλωρός, Ουδαίος). Από αυτούς τους πέντε προήλθαν οι αριστοκρατικές οικογένειες των Θηβών, οι οποίες ονομάζονταν Σπαρτοί.
Υπάρχουν επίσης μύθοι που αναφέρονται στις τέσσερεις κόρες του Κάδμου. Μία από αυτές, η Αγαύη, παντρεύτηκε τον Εχίονα και κατά την διάρκεια της βασιλείας του ο Θεός Διόνυσος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και καθιερώθηκαν οι λατρείες προς τιμήν του. Ο Κάδμος και ο φημισμένος μάντης Τειρεσίας τον αποδέχτηκαν, αλλά όχι ο Πενθέας, Ο Διόνυσος πήρε εκδίκηση γι' αυτό με την βοήθεια της μητέρας του Αγκάβης, που μέσα σε ένα Βακχικό παροξυσμό, τον έκοψε κομμάτια και έφερε το κεφάλι του στις Θήβες.
Ακολούθησε η διαδοχή των βασιλέων Πολύδωρου, Λάβδακου και Λάϊου, τον οποίον εκθρόνισε ο Λύκος. Ο Νυκτέας, αδελφός του Λύκου, είχε μία κόρη, την Αντιόπη, της οποίας η ομορφιά ήταν ξακουστή ανάμεσα στους Έλληνες. Ο Επωπεύς, βασιλιάς της Σικυώνος, απήγαγε την Αντιόπη και ο πατέρας της Νυκτέας συγκέντρωσε στρατό και επιτέθηκε στην Σικυώνα. Κατά την διάρκεια της μάχης, την οποίαν κέρδισαν οι Σικυώνιοι, ο Επωπεύς και Νυκτέας τραυματίσθηκαν σοβαρά, ο τελευταίος μεταφέρθηκε στις Θήβες, όπου πέθανε. Πριν τον θάνατό του ανέθεσε την αρχιστρατηγία των Θηβών στον αδελφό του Λύκο, και τον έκανε να υποσχεθεί ότι θα συγκεντρώσει ακόμη μεγαλύτερο στρατό για να πάρει εκδίκηση και να τιμωρήσει την κόρη του, σε περίπτωση που θα την συλλάμβαναν. Ο Λύκος επιτέθηκε στη Σικυώνα, νίκησε και σκότωσε τον Επωπέα και πήρε πίσω την Αντιόπη, αλλά στον γυρισμό τους προς την Θήβα, σε ένα σπήλαιο κοντά στην πόλη Ελευθέρα, γέννησε δύο δίδυμα αγόρια, τον Αμφίονα και Ζήθο, τα οποία εγκατέλειψε εκεί. Ένας βοσκός τα βρήκε και τα μεγάλωσε σαν τσοπάνους, χωρίς να ξέρει τίποτα για την αριστοκρατική καταγωγή τους.
Όταν η Αντιόπη επέστρεψε στη Θήβα, δεν μπόρεσε να υποφέρει τις κατηγορίες του Λύκου και την κακομεταχείριση από τη σκληρή γυναίκα του, Δίρκη. Έτσι διέφυγε και βρήκε καταφύγιο στο μέρος όπου οι γιοι της ζούσαν και οι οποίοι τώρα είχαν μεγαλώσει. Η Δίρκη προσπάθησε να την φέρει πίσω, αλλά ο Αμφίων και ο Ζήθος, αναγνώρισαν ότι η Αντιόπη ήταν η μητέρα τους, και πήραν εκδίκηση για όλα αυτά που είχε υποφέρει. Σκότωσαν τον Λύκο και έδεσαν την Δίρκη στα κέρατα ενός ταύρου, που την έσερνε έως ότου πέθανε. Τα δύο αδέλφια επέστρεψαν στη Θήβα, εξόρισαν τον Λάιο και πήραν τον θρόνο. Χρησιμοποιώντας την λύρα τους, την οποία είχαν διδαχθεί από τον θεό Ερμή, άρχισαν να χτίζουν τα τείχη της Θήβας, οι δε πέτρες κινούνταν από μόνες τους, υπακούοντας στον ρυθμό του σκοπού.
Όταν ο Λάιος, βασιλιάς της Θήβας, παντρεύτηκε την Ιοκάστη, το μαντείο των Δελφών με ένα χρησμό έκανε γνωστό, ότι αν η Ιοκάστη γεννούσε παιδί αυτό θα σκότωνε τον πατέρα του. Γι' αυτό τον λόγο, όταν ο Οιδίπους γεννήθηκε, εγκαταλείφθηκε στο βουνό Κιθαιρών, όπου και βρέθηκε από βοσκούς του βασιλιά Πόλυβου της Σικυώνος, ο οποίος τον μεγάλωσε σαν δικό του παιδί. O Οιδίπους πηγαίνοντας στους Δελφούς για να μάθη το όνομα του πραγματικού πατέρα του, έλαβε τον χρησμό, ότι ήταν πεπρωμένο να σκοτώσει τον πατέρα του και θα ήταν καλύτερο να μην επιστρέψει στην πατρίδα του. Φεύγοντας από τους Δελφούς, ακολούθησε τον δρόμο προς την Βοιωτία και Φωκίδα, και στο σημείο όπου διασταυρώνονταν οι δύο δρόμοι, συνάντησε τον πραγματικό του πατέρα Λάιο και μετά από φιλονικία, τον σκότωσε.
Ο Οιδίπους αργότερα έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, η οποία ήταν ένα τέρας με πρόσωπο γυναίκας, πόδια και ουρά λιονταριού και φτερά, που τρομοκρατούσε την χώρα και καταβρόχθιζε όποιον δεν μπορούσε να απαντήσει σωστά. Μετά την σωστή απάντηση του Οιδίποδα, η Σφίγγα αυτοκτόνησε. Για ανταμοιβή, ο Οιδίπους έγινε βασιλιάς της Θήβας και χωρίς να το ξέρει, παντρεύτηκε την μητέρα του, βασίλισσα Ιοκάστη, η οποία αργότερα κρεμάστηκε, όταν οι θεοί της έκαναν γνωστό, ότι παντρεύτηκε τον γιο της. Ο Οιδίπους παντρεύτηκε πάλι, με την Ευρυγανεία και απέκτησε τέσσαρα παιδιά μαζί της, τον Ετεοκλή, Πολυνείκη, την Αντιγόνη και Ισμήνη. Αργότερα τυφλώθηκε και πήγε εξορία, συνοδευόμενος από την Αντιγόνη και Ισμήνη. Πέθανε στην Αθήνα, στον Κολωνό. Μετά τον θάνατο του Οιδίποδα, οι δύο αδελφοί συμφώνησαν να κυβερνήσουν τη Θήβα για ένα χρόνο ο καθένας, εναλλάξ. Στο τέλος του πρώτου χρόνου και ενώ ήρθε η σειρά του Πολυνείκη να πάρει τον θρόνο, ο Ετεοκλής αρνήθηκε να τον παραδώσει. Ο Πολυνείκης υποχρεώθηκε να φύγει εξόριστος και πήγε στον βασιλιά Άδραστο του Άργους. Κατά την άφιξη του εκεί, διαφιλονίκησε με τον Τυδέα της Αιτωλίας, έναν άλλο εξόριστο. Ο Άδραστος αφού τους συμφιλίωσε, τους πάντρεψε με τις κόρες του, εκπληρώνοντας έτσι τον χρησμό που του είχε δοθεί, ότι θα παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και ένα αγριογούρουνο. Και πραγματικά οι ασπίδες των δύο εξόριστων έφεραν το έμβλημα του λιονταριού και αγριογούρουνου. Για να αποκαταστήσει τον Πολυνείκη στον θρόνο του, ο Άδραστος άνοιξε πόλεμο εναντίον της Θήβας. Οι επτά ηγεμόνες που έλαβαν μέρος ήταν, ο Άδραστος, Αμφιάραος, Καπανεύς, Ιππομέδων, Παρθενοπαίος, Τυδεύς και Πολυνείκης.
Όταν ο Παρθενοπαίος σκοτώθηκε από τον Περικλύμενο με μία πέτρα, ο Άδραστος διέταξε τα στρατεύματα να οπισθοχωρήσουν. Ήταν η σειρά των Θηβαίων τώρα να επιτεθούν, όταν ο Ετεοκλής κάλεσε τον αδελφό του Πολυνείκη, σε μονομαχία, από το αποτέλεσμα της οποίας θα αποφασίζονταν η έκβαση του πολέμου. Δυστυχώς για τις δύο στρατιές, ο ένας σκότωσε τον άλλο και ο πόλεμος άρχισε ξανά. Ο Μελάνιππος σκότωσε τον Τυδέα, ο άλλος γιος του Λήδας σκότωσε τον Ετέοκλο και ο Αμφίδικος τον Ιππόδημο. Ο Αμφιάραος με την σειρά του, για να εκδικηθεί τον θάνατο του Τυδέα, σκότωσε τον Μελάνιππο. Ήταν πολύ κοντά να χτυπηθεί από το δόρυ του Περικλυμένου, όταν το έδαφος άνοιξε κάτω από τα πόδια του και τον πήρε μαζί με το άρμα του και τα άλογα. Το σημείο, όπου συνέβη το γεγονός, το έδειχναν μέχρι τις ημέρες του Παυσανία. Ο Αμφιάραος λατρευόταν σαν θεός στην Θήβα, τον Ωρωπό και Άργος και για πολλούς αιώνες έδινε προφητικές απαντήσεις σε ερωτήματα των ανθρώπων. Όταν ο Άδραστος έχασε τον Αμφιάραο, "τα μάτια του στρατού του", και όλοι οι άλλοι στρατηγοί είχαν ήδη σκοτωθεί, υποχρεώθηκε να φύγει και σώθηκε χάρις στην ταχύτητα του αλόγου Αρίωνα.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Άδραστος επέστρεψε στη Θήβα με τους γιους των σκοτωμένων στρατηγών του. Αυτοί ήταν, ο Αιγιαλεύς, γιος του Άδραστου, ο Θέρσανδρος, γιος του Πολυνείκη, Αλκμαίων και Αμφίλοχος, γιοι του Αμφιάραου, Διομήδης γιος του Τυδέα, Σθένελος γιος του Καπανέα, Πρόμαχος γιος του Παρθενοπαίου και Ευρύαλος γιος του Μεκιστέου. Η Αρκαδία, Μεσσηνία, Κόρινθος και Μέγαρα, βοήθησαν όλοι τους Επιγόνους. Συνάντησαν τους Θηβαίους στον ποταμό Γλίτσα και εκεί έγινε μάχη, όπου ο Θηβαϊκός στρατός έπαθε πανωλεθρία, αν και ο γιος του Ετεοκλή, Λαοδάμας, σκότωσε τον γιο του Άδραστου, Αιγιάλεω. Οι ηττημένοι Θηβαίοι οδηγήθηκαν μέσα στα τείχη, από τον Αλκμαίωνα. Οι Θηβαίοι τότε συμβουλεύτηκαν τον μάντη Τειρεσία, ο οποίος τους είπε ότι όλα είχαν χαθεί και οι Θεοί είχαν αποφασίσει. Τα λόγια του Τειρεσία εισακούσθηκαν και οι Θηβαίοι δέχθηκαν να παραδώσουν την πόλη. Έφυγαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, υπό την αρχηγία του Λαοδάμαντα, για την Ιλλυρία. Οι Επίγονοι μπήκαν στην πόλη και ανέβασαν στον θρόνο τον Θέρσανδρο, γιο του Πολυνείκη. Ο Άδραστος, ο οποίος επαινείτο για την απαλή φωνή του και για την πειστική του ευφράδεια, χάνοντας τον γιο του, πέθανε από θλίψη, στον δρόμο της επιστροφής. Τον λάτρευαν σαν ήρωα στην Σικυώνα και στο Άργος. Οι Σικυώνιοι έκτισαν ένα Ηρώον προς τιμή του στην Δημόσια Αγορά και εξυμνούσαν τους ηρωισμούς και τα παθήματα του σε λυρικές τραγωδίες.
ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Να συζητήσετε την έννοια της ΑΥΤΟΧΘΟΝΙΑΣ. Είναι, αυτή, μια αληθινή ή είναι μια πλαστή, κατασκευασμένη έννοια; Να υποστηρίξετε την άποψή σας με επιχειρήματα. Ο μύθος της "αυτοχθονίας", που καθορίζει την ταυτότητα των πολιτών, αποτελεί σημαντική πτυχή της ιδεολογίας του πολιτικού συστήματος, καθώς εξ ορισμού παρακάμπτει τον γυναικείο παράγοντα στην ανθρώπινη δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο πως "γενάρχες" των αρχαίων φυλών (Ελλήνων, Εβραίων, π.χ.) είναι πάντα άντρες. Επομένως, στον μύθο της αυτοχθονίας απηχείται η κυρίαρχη ιδεολογία σχετικά με την ιεράρχηση των δύο φύλων. Να συζητήσετε τη θέση του γυναικείου φύλου σε έναν αρχαιοελληνικό μύθο που σχετίζεται με την "αυτοχθονία".
ΠΩΣ ΑΝΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΨΕΥΔΗ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΧΘΟΝΙΑΣ
Κατά τη δεκαετία του 1990 μια ομάδα Eλληνοαμερικανών αρχαιολόγων έκανε μία εντυπωσιακή ανακάλυψη. Βρήκαν τα αρχαιότερα στον κόσμο στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς Ρεθύμνου. Σε αυτήν τη σπουδαία ανακάλυψη δεν δόθηκε η αρμόζουσα προσοχή, παρά το γεγονός ότι αυτό το εύρημα κατατάχθηκε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες ανακαλύψεις για το 2010. Η έρευνα της ομάδας, με επικεφαλής τον Thomas F. Strasser, την κ. Ελένη Παναγοπούλου και με τη συμβολή του καθηγητή του πανεπιστημίου της Βοστώνης κ. Curtis Runnels, αναγκάζει τους μελετητές να θέσουν σε νέα βάση τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά στις ικανότητες ναυσιπλοΐας των προϊστορικών ανθρώπων. Οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές σε ένα φαράγγι στην Κρήτη και ανακάλυψαν ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Πρέβελη. Εκεί εντόπισαν 30 τσεκούρια και εκατοντάδες άλλα πέτρινα μικροεργαλεία τα οποία βρέθηκαν σκόρπια σε περίπου 20 διαφορετικά σημεία.
Πριν από την ανακάλυψη, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν την Κρήτη, την Κύπρο, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά νησιά και τη Σαρδηνία, είχαν φτάσει σε αυτά τα μέρη πριν από 12.000 χρόνια. Όμως τα εργαλεία που ανακάλυψε η ομάδα των Ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων χρονολογούνται πριν από 130.000 χρόνια. Τα εργαλεία, καθώς και το έδαφος που βρέθηκαν, χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βράχοι και τα σπήλαια της περιοχής ανυψώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου λόγω γεωλογικής δραστηριότητας. Τα τμήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τη σειρά των γεωλογικών περιόδων τα οποία αποτέλεσαν και το αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Κατά την ανάλυση του γεωλογικού στρώματος όπου βρέθηκαν τα εργαλεία, η ομάδα έφτασε στο συμπέρασμα ότι το έδαφος αυτό είχε έρθει στην επιφάνεια πριν από 130.000 ως 190.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπ’όψιν το γεγονός ότι η Κρήτη είναι νησί και δεν έχει πρόσβαση απο στεριά εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι τα εργαλεία πρέπει να έφτασαν εκεί ακτοπλοϊκώς από προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η ναυσιπλοΐα υπήρχε στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή όπου την τοποθετούσαν οι αρχαιολόγοι και ότι οι πρώτοι homo sapiens sapiens ή κάποιοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν σκάφη αξιόπλοα και πραγματοποιούσαν μακρινά ταξίδια. Πριν από αυτήν την ανακάλυψη , το παλαιότερο αποδεδειγμένο θαλάσσιο ταξίδι ήταν ο διάπλους κάποιων εκπροσώπων του homo sapiens sapiens προς την Αυστραλία, όπου χρειάστηκε να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις, έως και 71 χιλιόμετρα , γεγονός που συνέβη 60.000 χρόνια πριν, αν και οι χρονολογήσεις αμφισβητήθηκαν. Αυτό που προκαλεί όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως η τεχνοτροπία των ευρεθέντων εργαλείων μοιάζει με κάποια χειροτεχνήματα που ανήκαν σε προϊστορικούς πληθυσμούς της Αφρικής. Για δεκαετίες οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί της Αφρικής έφτασαν στην Ευρώπη και την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια έφτασαν στα Βαλκάνια περνώντας μέσα από την σημερινή Τουρκία . Τα ευρήματα στην Κρήτη αποτελούν απόδειξη ότι η μετανάστευση των πληθυσμών δεν γινόταν μόνο μέσω ξηράς και ίσως οι διαδρομές να γίνονταν από τη Βόρεια Αφρική προς την Ισπανία μέσω των Στενών του Γιβραλτάρ ή από την Λιβύη προς την Κρήτη, μία απόσταση περίπου 320 χιλιομέτρων.
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ως ένα βαθμό την πεποίθηση πως κανείς από τους ιστορικούς λαούς του (καθεαυτόν) μεσογειακού χώρου δεν υπήρξε γηγενής, ούτε αυτόχθων. Κανείς δεν "φύτρωσε" σε κανέναν τόπο! Όλοι από κάπου αλλού ήρθαν!
Η θεωρία περί υπάρξεως "ισχυρών" ή "ανώτερων" φυλών και "ασθενών" ή "κατώτερων" φυλών στην ανθρωπότητα, βασίζεται σε μια παρερμηνεία της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης. Η ιδεολογία των φυλετιστών (των ρατσιστών, δηλαδή) πρεσβεύει πως τάχατες υπηρετεί κάποιον "Φυσικό Νόμο", που όμως δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά. Το γεγονός πως οι άνθρωποι, φερ'ειπείν, ανήκουν σε διαφορετικές φυλές είναι μια απλή παρατήρηση βάσει του χρώματος του δέρματός τους, και κάθε άλλο παρά τους κατατάσσει αξιολογικά σε "ανώτερους" και "κατώτερους". Η ιδεολογία των ρατσιστών υποδύεται πως "μάχεται", δήθεν, " ώστε η κάθε Φυλή ή Εθνότητα να κατοικεί και να αναπτύσσεται στον φυσικό, ζωτικό της χώρο, στην περιοχή δηλαδή όπου και εμφανίστηκε και κυριαρχεί". Βλέπουμε πως στη φράση αυτήν υπάρχουν τρία εσκεμμένα λάθη λογικής: το πρώτο λάθος είναι πως η έννοια της Φυλής ή της Εθνότητας είναι αυθαίρετη, επιστημονικά δηλαδή δεν στέκει. Το δεύτερο λάθος είναι η σιωπηρή και αβασάνιστη παραδοχή πως υπάρχει, δήθεν, ένας "φυσικός χώρος" για κάθε εθνότητα, πράγμα που αναιρείται από την ίδια την Ιστορία του ανθρώπινου γένους: οι φυλές των ανθρώπων διαρκώς μετακινούνταν, μετανάστευαν, σκότωναν άλλους λαούς και έπαιρναν δια της βίας την εξουσία του γεωγραφικού τους χώρου. Καμιά φυλή δεν "φύτρωσε" από μόνη της σε κανένα μέρος της γης, εκτός ίσως από τους πρώτους ανθρώπους που, μετά από αμέτρητα χρόνια βιολογικής εξέλιξης, βρέθηκαν να κατοικούν συμπτωματικά σε κάποιο γεωγραφικό μήκος και πλάτος, π.χ. στην Αφρική.
Οι σωματικές διαφορές ανάμεσα στα ανθρώπινα άτομα είναι δεδομένες και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη φυσική ποικιλία του φαινότυπου σε όλα τα είδη ζωής. Και μπορεί κανείς να παρατηρεί τις σωματικές διαφορές,τις διαφορές ύψους, χρώματος ματιών, τριχοφυίας, χρώματος δέρματος, φύλου, κλπ., χωρίς να φαντάζεται πως υπάρχουν και αντίστοιχες πνευματικές και πολιτισμικές διαφορές που εξαρτώνται από τις σωματικές. Ο μύθος της "αυτοχθονίας" είναι ο μεγαλύτερος φιλοσοφικός-ιστορικός μύθος της ανθρωπότητας, και επινοήθηκε για να δικαιολογήσει την περιχαράκωση των εθνικιστών στον γεωγραφικό χώρο που θέλουν να θεωρούν "ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ"!

Για ένα μάθημα συγκριτικής λογοτεχνίας και πρόσφατης ιστορικής μνήμης, του Νίκου Ξένιου

Ευριπίδης Γαραντούδης, Ομιλία στο Επιμορφωτικό Συνέδριο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης «Η Νέα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στ...