Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ήδη από τον 12ο αιώνα είχαν αρχίσει να σημειώνονται οι κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές που επρόκειτο να οδηγήσουν στους Νέους Χρόνους: η πρώτη από τις μεταβολές αυτές είχε επίκεντρο τις πόλεις, όπου αναζωπυρώθηκε το εμπόριο κι επανεμφανίστηκε το χρήμα ως ανταλλακτικό μέσο. Έτσι, η γη έπαυσε να αποτελεί το μοναδικό μέτρο αξίας, γεγονός που αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο το φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο βρισκόταν ήδη σε βαθιά κρίση.
To παράδειγμα της Βουδαπέστης: τα φεουδαρχικά δικαιώματα στα αστικά κέντρα περιορίστηκαν, ενώ αντίθετα ενισχύθηκε ο πολιτικός ρόλος της νέας κοινωνικής ομάδας των εμπόρων, βιοτεχνών και τραπεζιτών, δηλαδή της πρώιμης αστικής τάξης.
Τις δραστηριότητες της νεόκοπης αστικής τάξης ευνόησαν και οι Σταυροφορίες, οι οποίες αποτέλεσαν διέξοδο των Ευρωπαίων από την απομόνωση τους και αποκατέστησαν την επικοινωνία της Δύσης με την Ανατολή. Από τις εξελίξεις αυτές δέχθηκαν ισχυρά πλήγματα η φεουδαρχία και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, καθώς η θέση τους άρχισε να κλονίζεται από την εδραίωση εθνικών μοναρχιών και από την ανάδειξη των νέων οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων.
η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία , για να κερδίσει τη μάχη με τις νέες πνευματικές δυνάμεις, επιδίωξε να θέσει υπό τον έλεγχο της τα Πανεπιστήμια, όπου επιχείρησε να συμφιλιώσει το θρησκευτικό δόγμα με τη φιλοσοφία και την κλασική επιστημονική παράδοση, καθώς και με τον αραβικό πολιτισμό, προκειμένου να ανανεώσει τον πνευματικό της οπλισμό. Οι πνευματικές ζυμώσεις ξεπέρασαν σε πολλά Πανεπιστήμια τα δογματικά όρια και προχώρησαν στην έρευνα του φυσικού κόσμου.
Το νέο πνεύμα της αναζήτησης δεν περιορίστηκε στους κύκλους των διανοουμένων. Οι Ευρωπαίοι του 13ου και του 14ου αιώνα, στην προσπάθειά τους ανοίξουν νέους εμπορικούς δρόμους στην Ανατολή, άρχισαν να εξερευνούν τον κόσμο της Ανατολής και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ταξίδι του βενετού Μάρκο Πόλο στην Ασία (1271-1295).
ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΡΙΣΕΩΣ: Το 1277, ο επίσκοπος των Παρισίων καταδικάζει "τις πλάνες" που διδάσκονται στο πανεπιστήμιο της πόλης. Να διαβάσετε το κείμενο του επισκόπου που ακολουθεί και να καταγράψετε τα συμπεράσματά σας:μέχρι ποιου σημείου μπορούσε να φθάσει η πνευματική ελευθερία σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία; "Μερικοί φοιτητές του Παρισιού έχουν την τόλμη να συζητούν στις σχολές ορισμένες πλάνες ή μάλλον παραληρήματα και ανόητες ύβρεις. Βέβαια, τονίζουν ότι αυτές οι απόψεις είναι αληθείς ως προς τη φιλοσοφία, αλλά αναληθείς ως προς την καθολική πίστη, σαν να είναι δυνατό να έχουμε δύο αλήθειες εντελώς αντίθετες μεταξύ τους και να υπάρχει μια αλήθεια για τους ειδωλολάτρες φιλοσόφους αντίθετη με την αλήθεια των Αγίων Γραφών. Επειδή μια ανόητη φλυαρία μπορεί να προκαλέσει πλάνη στους απλούς ανθρώπους, απαγορεύουμε απολύτως να γίνονται τέτοιες συζητήσεις, καταδικάζουμε σε απομόνωση αυτές τις πλάνες και αφορίζουμε αυτούς που τις δίδαξαν εν μέρει ή εν όλω". (Etienne Tempier, Επίσκοπος Παρισιού, Άριστοτελισμός και Σχολαστικισμός', 1277).
Η πορεία προς τη διαμόρφωση εθνικών κρατών και ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των μοναρχών οδήγησαν τις ευρωπαϊκές χώρες στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του εμπορίου τους και της οικονομικής τους δύναμης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό τα περισσότερα οργανωμένα εξερευνητικά ταξίδια χρηματοδοτήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από ηγεμόνες. Η Ισπανία και η Πορτογαλία, εκμεταλλευόμενες και την πλεονεκτική γεωγραφική θέση τους, πρωτοστάτησαν στον τομέα αυτό. Τα υπερπόντια ταξίδια διευκολύνθηκαν από την τελειοποίηση των τεχνικών μέσων πλεύσης και προσανατολισμού, της πυξίδας, του αστρολάβου και του πορτολάνου. Ταυτόχρονα στην ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας συνέβαλε και η ναυπήγηση ενός νέου τύπου πλοίου, της καραβέλας, που είχε μεγαλύτερη χωρητικότητα και ταχύτητα και ήταν περισσότερο ασφαλές.
Στις ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα οι δημοτικές αρχές κατά κανόνα στηρίζονταν στις οργανώσεις των τεχνιτών. Ομάδες συντεχνιών είχαν το δικαίωμα να κατέχουν ορισμένες έδρες του συμβουλίου. Στις συντεχνίες των τεχνιτών συναντάμε μια περίτεχνη ιεραρχία κοινωνικής θέσης, καθώς τα μέλη τους δεν ήταν όλοι χειρώνακτες.
Πώς, όμως, δομείται στον ανθρώπινο νου ο ΧΩΡΟΣ της Ιστορίας; Στην τύχη επιλέγω ως ιστορική περίοδο τον ύστερο Μεσαίωνα.
Ένας χάρτης της Φλωρεντίας είναι απαραίτητος, ώστε να έχουμε μια νοητική εικόνα του γεωγραφικού ΧΩΡΟΥ όπου συμβαίνουν τα όσα διδάσκονται στην Ιστορία . Κατόπιν, η Φλωρεντία πρέπει να τοποθετηθεί σε έναν ευρύτερο χάρτη (της Ιταλίας, αρχικά, και της γης, αμέσως μετά). Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο χάρτης με τα σύνορα των χωρών αλλάζει διαρκώς, κάθε χρόνο σχεδόν. Ιδιαίτερα στις ιστορικές περιόδους με μεγάλες επιδρομές, κατακτήσεις, αλλαγές συνόρων .
Η κοινωνική ιεραρχία πρέπει να αποδοθεί με κάποια σκάλα (κλίμακα), ή με τη συνήθη μορφή της "κοινωνικής πυραμίδας":
Tώρα προχωρούμε στην παράθεση των πληροφοριών σχετικά με τις συντεχνίες. Στη Φλωρεντία υπήρχαν επτά «μεγάλες» συντεχνίες, μια από τις οποίες ήταν των δικαστών και συμβολαιογράφων. Το 1293 είχαν αναγνωριστεί επίσημα άλλες πέντε «μεσαίες» συντεχνίες και εννέα «κατώτερες». Σε κάθε συντεχνία υπήρχαν διαβαθμίσεις μεταξύ των μελών: από τους πλούσιους χονδρεμπόρους που έλεγχαν την προσφορά μέχρι τους πιο φτωχούς τεχνίτες που ουσιαστικά παρήγαν τα αγαθά. Στις βόρειες πόλεις, αφότου οι συντεχνίες των τεχνιτών απέκτησαν πολιτική εξουσία τον 14ο αιώνα, οι συντεχνίες του τύπου τον οποίο συναντούμε και αλλού στην Ιταλία κυριάρχησαν στις περισσότερες διοικήσεις των πόλεων.
Παράλληλα με τις διαβαθμίσεις κύρους μεταξύ των διαφόρων συντεχνιών, οι περισσότερες είχαν και εσωτερική ιεραρχία με μάστορες, κάλφες και μαθητευόμενους. Οι μαθητευόμενοι ήταν νεαρά άτομα, συνήθως αγόρια, που μαθήτευαν πλάι σ' εναν μάστορα, συνήθως στην αρχή της εφηβείας τους, αφού είχαν μάθει μερικά γράμματα στο σχολείο. Αρχικά ο μαθητευόμενος εκτελούσε στο κατάστημα του μάστορα χειρωνακτικές εργασίες που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη ειδίκευση, αλλά με τον καιρό μάθαινε την τεχνική του επαγγέλματος. Η διάρκεια της μαθητείας παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση μεταξύ των διαφόρων συντεχνιών και των διαφόρων πόλεων, από ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα δύο ετών, που απαιτούσαν πολλοί ξυλουργοί, μέχρι οκτώ χρόνια ή και περισσότερα για έναν έμπειρο χρυσοχόο. Σε αυτό το σημείο σάς δίνω μιαν απεικόνιση του ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ όπου κινούνταν όλοι αυτοί οι επιτηδευματίες, δηλαδή οι τεχνίτες.
Aυτή είναι μια απεικόνιση που προέρχεται από μικρογραφία ιστορημένου χειρογράφου. Ακολουθεί μια "πλαστή" απεικόνιση, δηλαδή μια σύγχρονη αναπαράσταση του κοινωνικού χώρου μιας μεσαιωνικής αγοράς:
Μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ο μαθητευόμενος εργαζόταν συνήθως ως μισθωτός τεχνίτης ή μεροκαματιάρης. Όταν ένας μάστορας χρειαζόταν πρόσθετους εργάτες, προσλάμβανε τεχνίτες σε ημερήσια ή εβδομαδιαία βάση, αλλά η σταθερή απασχόληση ήταν σπάνια. Ένας μισθωτός τεχνίτης μπορούσε να κάνει οικονομίες και να προσπαθήσει να γίνει κάποια στιγμή μάστορας, αλλά στα τέλη του 13ου αιώνα αυτό ήταν πια μάλλον δύσκολο, και πολλοί τεχνίτες εργάζονταν όλη τους τη ζωή ως μεροκαματιάρηδες. Ωστόσο, ένας νέος με τις κατάλληλες διασυνδέσεις μπορούσε και να παρακάμψει το στάδιο της παροχής μισθωτής εργασίας και να γίνει μάστορας μετά τη μαθητεία του. Ο μάστορας ήταν μέλος της συντεχνίας με πλήρη δικαιώματα. Είχε το δικαίωμα να διατηρεί δικό του κατάστημα, να προσλαμβάνει μισθωτούς τεχνίτες και να εκπαιδεύει μαθητευόμενους. Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του, ο μάστορας έπρεπε να παρουσιάσει στους παλαιότερους μάστορες της συντεχνίας το «αριστοτέχνημά» του.
Το ποια εμπορεύματα θα εξάγονταν το αποφάσιζαν τα συμβούλια των πόλεων, ιδίως για τα επαγγέλματα που παρήγαν υφάσματα, που απαιτούσαν την εργασία πολυάριθμων ειδικών προτού εξαχθούν από την πόλη. Αφού τα υφάσματα και τα άλλα προϊόντα είχαν περάσει από την επιθεώρηση των αρμόδιων αρχών και μπορούσαν να εξαχθούν, σφραγίζονταν ώστε να πιστοποιηθεί η καλή τους ποιότητα. Καθώς οι πόλεις ήταν περιτειχισμένες και η πρόσβαση γινόταν μόνο από ελεγχόμενες πύλες, οι επιθεωρήσεις δεν ήταν διόλου τυπικές. Από αυτή την άποψη, οι πόλεις και οι συντεχνίες περιφρουρούσαν ως κόρην οφθαλμού τα προνόμιά τους, επειδή η υπόληψη και η πελατεία του καθενός μπορούσε να χαθεί από έναν και μοναδικό τεχνίτη που θα παρήγαγε ελαττωματικό εμπόρευμα το οποίο θα περνούσε απαρατήρητο από την επιθεώρηση. Ασφαλώς, το μέλημα για την ποιότητα ήταν συχνά ένα πρόσχημα ώστε τα μέλη μιας ελίτ να συγκεντρώνουν όλο το εισαγωγικό εμπόριο.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι συμπεραίνεις για την ταξική διαστρωμάτωση της μεσαιωνικής πόλης από τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής υφασμάτων;
Ας δούμε τώρα τον ΤΡΟΠΟ ΟΧΥΡΩΣΗΣ μιας μεσαιωνικής πόλης: η φωτογραφία είναι από τη Βιντσέντζα
Οι πόλεις της Μεσογείου είχαν σημαντική εσωτερική αγορά και εδώ διαμετακομίζονταν προϊόντα του Βορρά που προορίζονταν για το Βυζάντιο και τον ισλαμικό εμπορικό κόσμο. Η Βενετία πουλούσε τις πρώτες ύλες της κοιλάδας του Πάδου και προϊόντα από τη βόρεια Ευρώπη στους Βυζαντινούς, οι οποίοι αγόραζαν μεταξωτά υφάσματα και μπαχαρικά. Η θέση του Αμάλφι και του Μπάρι, στη νότια Ιταλία, ήταν ευνοϊκότερη για το εμπόριο με την Ανατολή από ό,τι τα λιμάνια του Βορρά, και οι δύο αυτές πόλεις διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και τη μουσουλμανική Σικελία. Ας δούμε ένα χάρτη της Ευρώπης.
ΘΕΜΑ : Τι παρατηρείς στον χάρτη σχετικά με τις εμπορικές δραστηριότητες της μεσαιωνικής πόλης;
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς κέρδιζε μια μεσαιωνική πόλη από την εμπορική κυριαρχία στις γύρω πόλεις;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : οι πόλεις έκοβαν το δικό τους νόμισμα, όριζαν κανόνες για τις αγορές τους, επέβαλλαν διόδια και διοικούσαν την περιβάλλουσα αγροτική περιφέρεια (contado). Πολλοί «μεγιστάνες», δηλαδή η άρχουσα ελίτ των πόλεων, προέρχονταν από αγροτικές περιοχές, και στις αρχές του 11ου αιώνα ορισμένες διοικήσεις των πόλεων υποχρέωναν τους ανυπότακτους μεγιστάνες να κατοικούν τουλάχιστον επί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στην πόλη, ώστε να τους ελέγχουν καλύτερα.
Η οπτική αντίληψη του ιστορικού χώρου σιγά σιγά διαμορφώνει και τη ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ αντίληψη που θα έχουμε για τον Μεσαίωνα, γενικά.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Ανατολής, το Βυζάντιο, υπήρξε το ισχυρότερο, το πλουσιότερο και το πιο πολιτισμένο στην εποχή του κράτος. Οι ανάγκες της αυτοκρατορίας σε επίπεδο διοίκησης, στρατού, δημοσίων έργων και διαχείρισης του χώρου δεν διαφέρουν καθόλου απο την Ρώμη. Γνωρίζουμε επίσης οτι η σχετική με την γεωγραφία και την αστρονομία, γραμματεία συνοδευόταν απο χάρτες. Παρ’ οτι το Βυζάντιο έχει την τεχνογνωσία (στην χαρτογραφία), της πρώτης Ρώμης και την απόλυτη γνώση της ελληνικής γραμματείας (σχετική και με την γεωγραφία), διαθέτουμε γι’ αυτό, ελάχιστα δείγματα σχετικά με την αναπαράσταση του χώρου.
Φαίνεται ότι η γεωγραφική αναπαράσταση κυριαρχείται από μία «χαλαρή» άποψη για τον γεωμετρικό χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Χριστιανική Τοπογραφία του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, που χρησιμοποιεί την λογική αυτού που σήμερα αποκαλούμε νοητικό χάρτη. Οι Άραβες, που επηρεάζονται πολύ πριν του Ευρωπαίους, από την παιδεία του Βυζαντίου, τυποποιούν ακόμα περισσότερο αυτή την λογική του νοητικού χάρτη που συναντάμε στον Ινδικοπλεύστη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής αποτέλεσε το Βιβλίο των Θαυμάτων του 11ου αι. (Ανώνυμος (2002). Είναι χαρακτηριστικός ο “χάρτης” της Μεσογείου, όπου η αυτή παρουσιάζεται σαν μία συμμετρική λίμνη, με ίση κατανομή των νησιών στην επιφάνεια, το σχεδόν κυκλικό σχήμα των οποίων διαφέρει μεταξύ τους μόνο κατά την αύξηση μεγέθους ανάλογα με την σπουδαιότητα του (Κρήτη, Κύπρος, Σικελία κλπ). Παρατηρούμε δηλαδή μία νοητική αναπαράσταση, όπου προέχει η τοπολογία (λογικομαθηματική προσέγγιση του γεωγραφικού χώρου), και όχι η γεωμετρία. Λαμβάνεται υπόψη κυρίως η πληροφορία, το μεγέθους του στοιχείου, η ονοματολογία αλλά όχι η πραγματική γεωμετρία του ίδιου του συνολικού φαινομένου (Μεσόγειος), η οποία εμφανίζεται με συμβολική διαμόρφωση.
Οι βυζαντινοί στην πράξη ενδιαφέρονται να διαχειριστούν μία εικόνα που ήδη έχουν διαμορφώσει νοητικά για τον κόσμο, μία εικόνα που αναφέρεται σε γνωστές προσλαμβάνουσες και αντιπροσωπεύει τα γνωστά ως τότε πρότυπα. Σ’ αυτήν τη λογική φαίνεται να μην έχει νόημα η ύπαρξη μιας καινούργιας (χαρτογραφικής) εικόνας, στηριγμένης σε μία «νέα» μαθηματικής μεθοδολογία. Συνεπώς εξακολουθούν να χρησιμοποιούν και να σκέφτονται πάνω στα ήδη υπάρχοντα δεδομένα στις παραλλαγές χαρτών για τον κόσμο, που προέρχονται απ’ ευθείας από τους στους Έλληνες και επιβιώνουν στην διάρκεια της πρώτης Ρώμης. Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, του οποίου η ύπαρξή του μαρτυρείται στις πηγές της εποχής, είναι αυτό του Orbis Terrarumm του Αγρίππα (20 μ.Χ.). Το εργο στηρίζεται στον Χάρτη του Διονυσίου του Περιηγητή (124 μ.Χ.).
Ο χάρτης του Πτολεμαίου, κατά την περίοδο της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, αποτελεί μια επιστημονική εξαίρεση, υπό την έννοια αποδοχής και προσέγγισης της επιστήμης με τον τρόπο των Ελλήνων. Αυτή η γνώση δεν χρησιμοποιείται πρακτικά (προβολή, συντεταγμένες, προσανατολισμός, εντοπισμός πληροφορίας ως προς το σύστημα συντεταγμένων). Η κατανόηση της γεωγραφίας δεν θα να γίνει πράξη παρά μόνο μετά την Αναγέννηση, στην Δύση, όπου η διαχείριση νέων εδαφών και κυρίως της θάλασσας, της οποίας η ιδιαιτερότητά απαιτεί μια συστηματική αποτύπωση και όχι μία εμπειρική που στηρίζεται στην συγκριτική καταγραφή ενός γεωγραφικού στοιχείου ως προς κάποιο άλλο ήδη γνωστό. Αυτό έκαναν οι πορτολάνοι χάρτες.
Ο «Πετινγκεριανός Πίνακας» ή «Χάρτης των Σταθμών του Castorius» είναι ένας χάρτης του 4ου αιώνα που απεικονίζει τους δρόμους και τις μεγάλες πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (cursus publicus: δημόσιοι δρόμοι). Η απεικονιζόμενη περιοχή ξεκινά από τα νησιά της Μεγάλης Βρετανίας και διαμέσου των μεσογειακών χωρών και της Μικράς Ασίας φτάνει μέχρι την Ινδία και την αυτοκρατορία της Κίνας. Το διάγραμμα είναι μια συμβολική αναπαράσταση που παραποιεί τη γεωμετρία του χώρου προς όφελος της χρηστικότητας. Προσφέρει μια πολύ ακριβή εικόνα των αποστάσεων, που καταγράφονται σε ρωμαϊκά μίλια, τις μονάδες κάθε διαφορετικής περιοχής, αλλά και τις αποστάσεις σε σχέση με τον χρόνο που θα μπορούσαν να διανυθούν.
Για την κατάρτιση και συμπλήρωση της γνώσης για τον κόσμο έξω, σε μικρή κλίμακα, από τον χώρο της βυζαντινής επικράτειας κυρίαρχο ρόλο παίζει το ισχυρό δίκτυο διπλωματών/πρεσβευτών της αυτοκρατορίας. Η επικαιροποίηση της πληροφορίας φαίνεται να γίνεται σε σταθερή βάση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σημαντικότερο ίσως διοικητικό χαρτοφυλάκιο (υπουργείο), είναι το Σεκρέτο των Δρόμων, επιφορτισμένο για την συλλογή και συγκέντρωση πληροφοριών.
Στα πλαίσια αυτής της χαλαρής γεωγραφικής αντίληψης της οικουμένης η Κεντρική Ασία και οι λαοί της δεν ήταν άγνωστα πράγματα στους Βυζαντινούς. Ήδη ήταν γνωστές από τον Αμμιανό Μαρκελίνο (4ος αι.) οι μεταξοπαραγωγικές περιοχές της Κεντρικής Ασίας με το όνομα Σήρες ή Σηρίνδα, από όπου, κατά την παράδοση που μεταφέρει ο Προκόπιος, ήλθαν οι μοναχοί που είχαν κρυμμένους μεταξοσκώληκες (Προκόπιος, βυζαντινός ιστορικός, VIII 17 7). Ο λόγος γίνεται για την κεντρική Ασία ή για μία από τις οάσεις του “δρόμου του μεταξιού”. Στον Προκόπιο εμφανίζονται δύο ονόματα: η Ινδία (εξ’ Ινδών) και η Σηρίνδα. Συνεπώς, δεν πρόκειται για την Κίνα αλλά για περιοχές της βόρειας Ινδίας και της κεντρικής Ασίας», άντε και λίγο παρακάτω, στο κεντρικό Αφγανιστάν.Πιθανώς να επεκτεινόταν και σε ένα μέρος του ορεινού κόσμου των Παμίρ και Ιμαλαΐων, από όπου περνούσαν τα δύσκολα περάσματα που ένωναν τον κινεζικό κόσμο με τη βόρειο-δυτική Ινδία και την Κεντρική Ασία. Πρόκειται για μια περιοχή έντονων εθνολογικών, γλωσσικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών ζυμώσεων καθώς βρισκόταν στα όρια του ιρανικού, ιρανο-ινδικού, κινεζικού και αλταϊκού κόσμου, ενώ η εγκατάσταση των Ελλήνων, από τα αρχαία χρόνια, είχε επηρεάσει έντονα την ιδιοσυγκρασία της, παράγοντας εξαιρετικές πολιτισμικές συνθέσεις.
Αναμφίβολα, οι πυκνές επαφές του Βυζαντίου με την Σηρίνδα προέκυψαν την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της νομαδικής αυτοκρατορίας των Τούρκων (ανάμεσα στα έτη 565-627) στις ευρασιατικές στέπες και σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας.
Η σταδιακή αποσύνθεση του τουρκικού χανάτου στα τέλη του 7ου αιώνα μ.Χ.τόσο στη Δύση, όπου οι Χάζαροι εμφανίστηκαν να αποκτούν την κυρίαρχη θέση, όσο και στις κεντρασιατικές περιοχές, όπου η παρουσία των Αράβων μετά το 658, κάνει την πολιτική κατάσταση στη Σηρίνδα ασταθή και εκρηκτική και αναγκάζει τους Βυζαντινούς να στραφούν προς τον άλλο μεγάλο παίκτη της περιοχής της Κεντρικής Ασίας, την Κίνα. Η Κίνα, έχοντας εγκαθιδρύσει το κινεζικό προτεκτοράτο της κατά τα έτη 659 έως το 751, στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής που οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Σηρίνδα, θα μπορούσε να χρησιμεύσει στο Βυζάντιο για τον περιορισμό της αναθεωρητικής, σε Δύση και Ανατολή, δύναμης του Ισλάμ. Αυτή η προοπτική οδήγησε στην αποστολή διπλωματικών πρεσβειών στην μεγάλη Κινεζική αυτοκρατορία της Άπω Ανατολής, προφανώς με ενδιάμεσους σταθμούς τα ανεξάρτητα ή ήμι-ανεξάρτητα κρατίδια της Κεντρικής Ασίας. Οι Βυζαντινές πρεσβείες στην Κίνα δεν καταγράφονται από τις βυζαντινές πηγές'μόνο από τις κινεζικές.
Mέχρι την εποχή των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων, το συντεταγμένο ρωμαϊκό κράτος συγχρόνως αντιπροσωπεύει και όλο τον κόσμο. Η οικουμένη των βυζαντινών, είναι εν τοις πράγμασι χωρικά απόλυτα διαχειρίσιμο μέγεθος. Άρα δεν συντρέχει λόγος αναζήτησης νέας μεθόδου, νέου τρόπου κατανόησης του του χώρου. Ο διπλασιασμός, όμως, του ηπειρωτικού χώρου στην διάρκεια των ανακαλύψεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη διαχείρισής των νέων γεωγραφικών μεγεθών και δεδομένων. Ο “νέος” κόσμος-χώρος που ανακαλύπτεται δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το μέχρι τότε γνωστό. Το μεγαλύτερο του κομμάτι είναι θάλασσα και η Αμερική δεν είναι μια εξανθρωπισμένη γεωγραφική επιφάνεια, άρα δεν είναι και ιστορημένη, ούτε έχει πληροφοριακά καταγεγραμμένο προηγούμενο.
Από τον 11ο αιώνα οι αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ήταν ραγδαίες. Τώρα η μάθηση είχε «πρακτικές» εφαρμογές. Αν και τα περισσότερα εμπορικά συμβόλαια συνάπτονταν προφορικά ενώπιον μαρτύρων, ορισμένα έπαιρναν και γραπτή μορφή. Ενώ πριν από τον 11ο αιώνα η δημιουργική δραστηριότητα ήταν ως επί το πλείστον επικεντρωμένη στη Γερμανία και καθοριζόταν από τα συντηρητικά συμφέροντα των μοναστηριών και της αυτοκρατορικής αυλής, τώρα το κέντρο της πνευματικής ζωής μετατοπίζεται δυτικά προς τη Γαλλία και από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις.
Μια άλλη εξαιρετικά σημαντική αλλαγή κατά τη μέση περίοδο του Μεσαίωνα συνδέεται με τη χωροθέτηση και τον τύπο των μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ενώ οι περισσότερες κορυφαίες σχολές —η σχολή του καθεδρικού ναού της Ρενς είναι χαρακτηριστική εξαίρεση— ήταν μοναστικές και ανακτορικές και βρίσκονταν κυρίως σε αγροτικές περιοχές, πυρήνας της εκπαίδευσης από τα τέλη του 11ου αιώνα και μετά έγιναν οι σχολές των καθεδρικών ναών των πόλεων στη βόρεια Ευρώπη και οι σχολές των δήμων στην Ιταλία. Οι περισσότεροι σπουδαστές τους ήταν γιοι εμπόρων που προετοιμάζονταν να ακολουθήσουν κοσμική καριέρα, και όχι να ενταχθούν σε θρησκευτικά τάγματα. Οι βασιλιάδες της Γαλλίας και της Αγγλίας επίσης δαπανούσαν περισσότερο χρόνο στις πρωτεύουσές τους, στο Παρίσι και το Ουεστμίνστερ.
Καθώς οι βασιλιάδες μετακινούνταν λιγότερο,οι μοναρχίες πλαισιώθηκαν από υπηρεσίες και πολυάριθμους κρατικούς υπαλλήλους. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, παρότρυνε τους ηγεμόνες να προωθήσουν την ανάπτυξη των εκκολαπτόμενων εκπαιδευτικών κέντρων. Οι εγγράμματοι μάθαιναν το επάγγελμά τους διαβάζοντας υποδείγματα σε πεζό λόγο, και όχι καταλόγους ενοικιαστών γης, ακόμα και αν περνούσαν την επαγγελματική τους ζωή μετά τη σχολή συντάσσοντας τέτοιους καταλόγους. Φυσική συνέπεια ήταν να επικρατήσουν υψηλότερα και πιο εκλεπτυσμένα αισθητικά πρότυπα. Επιπλέον, καθώς έμπαιναν στην κυκλοφορία όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, τόσο οι έμποροι όσο και οι ηγεμόνες έπρεπε να μάθουν να εκτελούν αριθμητικές πράξεις.
Στον Μεσαίωνα η επίσημη διδασκαλία διεξαγόταν εξ ολοκλήρου στα λατινικά. Οι εφαρμογές των λατινικών είχαν τυποποιηθεί στη διάρκεια της καρολίγγειας περιόδου, αλλά οι γερμανικές και οι ρομανικές γλώσσες συνέχισαν να εξελίσσονται. Οι διάφορες γερμανικές γλώσσες παρουσίαζαν σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά περιοχές, καθώς η Γερμανία δεν διέθετε την πολιτική ισχύ που κατέστησε το Λονδίνο, το Παρίσι και την Καστίλλη βάση των αγγλικών, των γαλλικών και των ισπανικών αντίστοιχα. Οι βόρειες γερμανικές διάλεκτοι παρέμειναν σχετικά αναλλοίωτες, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τις διαλέκτους της νότιας Γερμανίας. Το σαξονικό ιδίωμα του Μαρτίνου Λουθήρου, που λόγω της πλατιάς απήχησης της Βίβλου του αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης γερμανικής γλώσσας, είναι πιο ευέλικτο από τα βόρεια γερμανικά που εξελίχθηκαν σε ολλανδικά, αλλά πιο άκαμπτο από τις γλώσσες της κεντρικής Γερμανίας.
Στη Γαλλία οι αλλαγές ήταν ακόμα περισσότερες. Η γλώσσα της νότιας Γαλλίας τροποποιήθηκε μέσω της επαφής με τις κελτικές γλώσσες και τελικά με τα αραβικά, ενώ αμοιβαίες υπήρξαν οι επιδράσεις ανάμεσα στη γλώσσα της βόρειας Γαλλίας και τις γερμανικές γλώσσες. Το αποτέλεσμα ήταν η ύπαρξη δύο γαλλικών γλωσσών, της γλώσσας του ουάλ (oil) στον Βορρά και της γλώσσας του οκ (oc) στον Νότο, ανάλογα με τον διαφορετικό τρόπο προφοράς της λέξης ναι.
Η γλώσσα του Oκ έμοιαζε περισσότερο με τα καταλανικά και τα ιταλικά παρά με τη γλώσσα του ουάλ, αλλά οι μεταναστεύσεις των Νορμανδών στην Αγγλία και τη Μεσόγειο και οι σταυροφορίες κατά των Αλβιγηνών στη νότια Γαλλία συνέβαλαν στην επικράτηση των βόρειων γαλλικών ως εθνικής γλώσσας. Εντούτοις, ακόμα και στις αρχές του 14ου αιώνα, οι πάπες στην Αβινιόν, που όλοι τους προέρχονταν από το Λανγκεντόκ, δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τα έγγραφα που εκδίδονταν από τη βασιλική γραμματεία στο Παρίσι.
Η ευρύτερη απήχηση της γαλλικής λογοτεχνίας επιβράδυνε την ανάπτυξη των ιταλικών ως λογοτεχνικής γλώσσας μέχρι τον 13ο αιώνα, αργότερα όμως τα ιταλικά διαδόθηκαν ταχύτατα. Με εξαίρεση λιγοστές λομβαρδικές λέξεις, τα ιταλικά είχαν πιο «καθαρό» λατινικό λεξιλόγιο απ' ό,τι τα ισπανικά ή τα γαλλικά, που ήδη είχαν αλλοιωθεί από τα αραβικά και τα γερμανικά. Η δημοτικότητα της Θείας Κωμωδίας του Δάντη τον 14ο αιώνα συνέβαλε σημαντικά στην ανάδειξη της τοσκανικής διαλέκτου ως βάσης των σύγχρονων Iταλικών. Αντίστοιχα, τα αγγλικά αποτελούν σύνθεση κελτικών, σαξονικών, σκανδιναβικών και νορμανδογαλλικών στοιχείων. Η ιθαγενής σαξονική γλώσσα συνέχισε να χρησιμοποιείται από τον λαό μετά το 1066, αλλά οι ηγεμόνες του μιλούσαν νορμανδικά γαλλικά. Μόνο το 1349 εισήχθησαν τα αγγλικά στην εκπαίδευση, ενώ τα αγγλικά ήταν η γλώσσα στην οποία έγινε η έναρξη του κοινοβουλίου (parliament) το 1362. Το 1413 τα αγγλικά έγιναν η επίσημη γλώσσα της βασιλικής αυλής, αλλά τα γαλλικά εξακολούθησαν και μέχρι τον 18ο αιώνα να χρησιμοποιούνται στα δικαστήρια. Υπήρχαν αρκετές παραλλαγές αγγλικών, αλλά τελικά καθιερώθηκε η διάλεκτος του Λονδίνου.
Από τον 12ο αιώνα, ο όγκος της πνευματικής παραγωγής αυξάνει με πολύ ταχύτερο ρυθμό στις τοπικές γλώσσες απ' ό,τι στα λατινικά. Το 1300, και σε ορισμένες περιοχές ακόμα νωρίτερα, οι λαϊκές γλώσσες είχαν επισκιάσει τα λατινικά ως κύριο μέσο δημιουργικής έκφρασης. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποκτούσαν στοιχειώδη παιδεία στην κοινή γλώσσα της γενέτειράς τους, και μετά μελετούσαν λατινικά ως δεύτερη γλώσσα στο σχολείο. Πολλοί έμαθαν γραφή και ανάγνωση στην καθομιλουμένη, ενώ από λατινικά γνώριζαν μόνο τη θεία λειτουργία. Ήδη τον 14ο αιώνα ακόμα και ορισμένα θεολογικά κείμενα γράφονταν στην καθομιλουμένη. Ενώ οι κοσμικοί ηγέτες του πρώιμου Μεσαίωνα, που τους απασχολούσαν οι ευθύνες τους έναντι του Θεού, έθεταν υπό την προστασία τους κυρίως τους κληρικούς και τα θεολογικά κείμενα, τον 12ο αιώνα είχαν ήδη αρχίσει να προωθούν άλλες μορφές έκφρασης, συνήθως στη λαϊκή γλώσσα, που θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από περισσότερους ανθρώπους. Η αυξανόμενη πολιτική ισχύς της Εκκλησίας την κατέστησε αντίπαλο πολλών κοσμικών ηγεμόνων, που ενδιαφέρονταν λιγότερο απ' ό,τι οι πρόγονοί τους για την ευσέβεια και περισσότερο για τη διασκέδαση.
Μια σημαντική διάκριση, που υπερβαίνει τη γλώσσα της καλλιτεχνικής σύνθεσης, είναι κατά πόσον ένα λογοτεχνικό έργο αποτελεί προϊόν αυθόρμητης δημιουργίας ή γράφτηκε ή τραγουδήθηκε απευθυνόμενο σε κάποιον συγκεκριμένο προστάτη. Στον πρώιμο Μεσαίωνα, οι περιπλανώμενοι τραγουδιστές (μενεστρέλοι) τραγουδούσαν στις αυλές των ηγεμόνων παλιούς ηρωικούς μύθους με αντάλλαγμα την παροχή γεύματος, εμπλουτίζοντας τις ιστορίες τους με νέες, δικές τους παραλλαγές, συχνά με σκοπό να κολακεύσουν τον πάτρoνά τους. Είδαμε ότι οι γαιοκτήμονες ευγενείς διαμορφώθηκαν σε κοινωνική τάξη στη διάρκεια της μέσης περιόδου του Μεσαίωνα και προσπάθησαν να αναπτύξουν ένα δικό τους ευρύτερο ήθος, με άξονα τη δική τους αρετή και ανωτερότητα. Οι έμποροι που αγόραζαν τη γη τους και τους πίεζαν να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους δεν εισέπρατταν παρά την περιφρόνηση αυτών των αυτόκλητων αναζητητών του ιερού δισκοπότηρου.
Η λογοτεχνία της καθομιλουμένης που κυκλοφορούσε στις αυλές των ευγενών αποτελούνταν από έπη και μυθιστορίες (και τα δύο σχηματοποιημένα και υπό την προστασία των αρχόντων), καθώς και λυρική ποίηση. Τόσο τα έπη (τα γαλλικά chansons de geste, τραγούδια για ανδραγαθίες) όσο και οι μυθιστορίες εμπνέονταν από πραγματικά γεγονότα που είχαν συμβεί στο παρελθόν. Το ισπανικό έπος El Cid («Ο Άρχοντας») γράφτηκε γύρω στο 1140, μια γενιά μόνο μετά το θάνατο του κεντρικού του ήρωα, του Καστιλλιάνου ιππότη Ροντρίγκο Ντίας ντε Βιβάρ, που πολέμησε κατά των χριστιανών αλλά και των μουσουλμάνων για να καρπωθεί εδάφη και προσωπική δόξα και πέθανε το 1099 ως άρχοντας της Βαλένθιας.
Τα υπόλοιπα έπη και οι μυθιστορίες διαδίδονταν προφορικά επί πολλά χρόνια, συνήθως αρκετούς αιώνες, μέχρις ότου κάποια από αυτά διασωθούν σε γραπτή μορφή. Έτσι, υπάρχουν ποικίλες παραλλαγές και διαφορετικές λογοτεχνικές παραδόσεις. Σε αντίθεση με τις μυθιστορίες, το κλίμα στα έπη είναι ηρωικό και συχνά αιματηρό, σπάνια εκλεπτυσμένο, και οι ήρωες σκιαγραφούνται μες στον ιστορικό τους περίγυρο, έστω και ατελώς δοσμένο, ενώ στις μυθιστορίες μετασχηματίζονται σε υποδείγματα των αρετών της τάξης των ευγενών, όπως αυτές γίνονταν αντιληπτές στα χρόνια του συγγραφέα. Με εξαίρεση, ως ένα βαθμό, το Έπος των Νιμπελούνγκεν, οι ήρωες των επών απεικονίζονται μονοδιάστατοι, ενώ οι χαρακτήρες των μυθιστοριών είναι πολύ πιο σύνθετες προσωπικότητες. Επίσης, οι μυθιστορίες συλλαμβάνονταν ως ιστορίες και γίνονταν κατανοητές ως προϊόντα μυθοπλασίας.
Τα έπη μάς προσφέρουν μια συναρπαστική ματιά στην αντίληψη που είχαν οι ευγενείς για τον εαυτό τους. Για τον μέσο αγγλομαθή αναγνώστη η ωμότητά τους συχνά αμβλύνεται επειδή οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις τους χρησιμοποιούν τις αρχαϊκές μορφές του δεύτερου ενικού (thou και thine αντί you και your). Αυτό προσδίδει μια αίσθηση λεπταίσθητης ευπρέπειας που είναι εντελώς απούσα από το πρωτότυπο. Τα παλαιότερα ποιήματα απεικονίζουν τον ευγενή ως σκληροτράχηλο, αρπακτικό στρατιώτη. Το 943, στην ταραγμένη γη της βορειοδυτικής Γαλλίας που στην πραγματικότητα δεν ανήκε σε κανέναν κι όπου η ανάμνηση των Βίκινγκ ήταν ακόμα νωπή, κάποιος Ροδόλφος ή Ραούλ προσπάθησε να καταλάβει τα εδάφη του Ερβέρτου, του μακαρίτη κόμη του Βερμαντουά, και σκοτώθηκε από τους γιους του εκλιπόντος. Το επεισόδιο αυτό παρουσιάζεται εξωραϊσμένο στο έπος Ραούλ του Καμπραί.
Ο Ραούλ, που γεννήθηκε κοιλάρφανος (oρφανός από πατέρα), αποκληρώθηκε από τον άρχοντα του πατέρα του, τον Γάλλο βασιλιά. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Ραούλ, μαζί με τον υπηρέτη του Μπερνιέ, τέθηκε στην υπηρεσία του Γερμανού αυτοκράτορα, που του παραχώρησε τα εδάφη των θείων του Μπερνιέ, γιων του Ερβέρτου του Βερμαντουά. Στην προσπάθειά του να κατακτήσει αυτά τα εδάφη, ο Ραούλ επέδειξε μια άνευ προηγουμένου αγριότητα. Ο Μπερνιέ ανησυχούσε για τη συμπεριφορά του Ραούλ, αλλά πίστευε πως η πίστη στον αφέντη του βάραινε περισσότερο από τις προσωπικές υποχρεώσεις του έναντι των συγγενών του. Τελικά όμως, αψήφησε ανοιχτά τον Ραούλ, αρνούμενος την πίστη στο πρόσωπό του, και λίγο αργότερα τον σκότωσε σε μονομαχία. Το υπόλοιπο ποίημα αφηγείται την αμείλικτη καταδίωξη του Μπερνιέ από τους συγγενείς του Ραούλ. Κορυφώνεται με μια επίθεση κατά του Μπερνιέ, ο οποίος ανάρρωνε ύστερα από μια από τις πολλές αιματηρές μάχες που εξιστορεί ηδονικά και με κάθε λεπτομέρεια η «σιδηρά» μητέρα του Ραούλ, η αρχόντισα Αλίκη η Λευκόχρους.
Το Άσμα του Ρολάνδου είναι πιο γνωστό από τον Ραούλ του Καμπραί, αλλά κινείται στο ίδιο ψυχολογικό κλίμα, που εμπλουτίζεται με την αμοιβαία σχέση του ήρωα με τον υπηρέτη του. Το 778, καθώς ο στρατός του Καρλομάγνου επέστρεφε από την Ισπανία, η οπισθοφυλακή του δέχτηκε επίθεση και εξοντώθηκε. Με αφορμή αυτό το γεγονός, οι μενεστρέλοι έπλασαν έναν ηρωικό θρύλο που πρωτοπήρε γραπτή μορφή στα τέλη του 11ου αιώνα. Ο διοικητής της ομάδας, ο κόμης Ρολάνδος, έγινε ανιψιός του Καρλομάγνου και επινοήθηκε κάποιος προδότης. Μολονότι ο κύριος όγκος της στρατιάς βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε να ακουστεί ένα πολεμικό κέρας, ο Ρολάνδος δεν καταδέχτηκε να το φυσήξει, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με παραδοχή της αδυναμίας του. Αντίθετα, προτίμησε να πολεμήσει μέχρις εσχάτων. Ο ποιητής μάς διαβεβαιώνει ότι, αφού δέχτηκε ένα χτύπημα που θα σώριαζε κατάχαμα έναν λιγότερο δυνατό άντρα, ο ήρωας εκφώνησε εν μέσω του ορυμαγδού της μάχης ένα λογύδριο περί ανδρείας και έκοψε στα δύο είκοσι τέσσερις μουσουλμάνους με το σπαθί του.
Το ποίημα είναι ένας χείμαρρος όπου αίμα και μυαλά χύνονται σε άφθονες ποσότητες. Ο αρχιεπίσκοπος, που το κανονικό δίκαιο τον εμπόδιζε να χύσει αίμα, όρμησε στη μάχη κραδαίνοντας τη ράβδο του. Τελικά, αφού ήταν ολοφάνερο ότι οι άνδρες του θα σκοτώνονταν, ο Ρολάνδος ενέδωσε στα παρακάλια του πιστού του στρατιώτη Ολιβιέ και φύσηξε το πολεμικό του κέρας. Ο Καρλομάγνος έφτασε έγκαιρα για να εκφωνήσει κι αυτός ένα λόγο και να υποσχεθεί στους ψυχορραγούντες ήρωες χριστιανική ταφή. Τέτοιες ιστορίες ριψοκίνδυνης ανδρείας συγκινούσαν και κολάκευαν τους ευγενείς. Το γεγονός ότι ο Ρολάνδος θυσίασε τους στρατιώτες του για να κερδίσει δόξα ο ίδιος ήταν εντελώς συμβατό με την αντίληψη που είχαν οι ευγενείς για τον εαυτό τους —κάτι που πρέπει να ιδωθεί ως έκθεση μιας κοινωνικής πραγματικότητας, όχι ως ιστορικό γεγονός. Απ' όσα γνωρίζουμε για τις πραγματικές μάχες και τη διπλωματία, πράγματι τις χαρακτήριζε κάποια αποκοτιά απέναντι στον κίνδυνο, αλλά συχνά και προδοσία και δειλία.
Τα μεταγενέστερα έπη εμφανίζονται πιο περίτεχνα, ιδίως το Έπος των Νιμπελούνγκεν που γράφτηκε στην Αυστρία γύρω στο 1200. Είναι το έπος που διατηρήθηκε περισσότερο απ' όλα τα αλλά σε καθαρά προφορική μορφή, με αποτέλεσμα τη σκιαγράφηση πολλών σύνθετων ηρώων, αν και υπάρχουν κι εδώ πολλές μάχες και αιματοχυσίες, προορισμένες να ικανοποιήσουν το ακροατήριο της εποχής. Η δράση επικεντρώνεται στην εξόντωση του βουργουνδικού στρατού και της βασιλικής οικογένειας από τους Ούνους το 436. Οι γυναίκες, που λίγο ως πολύ λάμπουν διά της απουσίας τους στα προηγούμενα έπη, εμφανίζονται στο Έπος των Νιμπελούνγκεν να μηχανορραφούν και να δρουν στο παρασκήνιο, με κορυφαία εκπρόσωπο την ποταπή Βουργουνδή πριγκίπισσα Κριμχίλδη.
Οργισμένη από ζήλια επειδή ο ήρωας Ζίγκφρηντ προτίμησε την Ισλανδή πριγκίπισσα Βρουγχίλδη, η Κριμχίλδη τον πρόδωσε στον Χάγκεν, τον ανώτερο αξιωματούχο του αδελφού της, του βασιλιά Γκούνθερ. Η Κριμχίλδη συνέχισε την εκδικητική της δράση με το γάμο της με τον Ούνο Έτσελ (Αττίλα). Οι Βουργουνδοί ηττήθηκαν από ένα συνασπισμό Ούνων και Οστρογότθων. Στη συνέχεια η Κριμχίλδη διέταξε την εκτέλεση του αδελφού της Γκούνθερ και σκότωσε τον Χάγκεν με το ίδιο της το χέρι. Τελικά, την Κριμχίλδη την σκότωσε ο ηλικιωμένος Οστρογότθος ήρωας Χίλντεμπραντ.
Οι μυθιστορίες είναι πιο περίτεχνο λογοτεχνικό είδος από το έπος, αλλά οι περισσότερες απέκλιναν ακόμα περισσότερο από την πραγματικότητα. Η ιστορική βάση των μυθιστοριών συσκοτίζεται από τη συνειδητή μυθοπλασία. Ο Μέγας Αλέξανδρος εμφανίζεται συχνά στη θεματολογία τους, αλλά ο πιο διάσημος ήρωας των μυθιστοριών είναι ο βασιλιάς Αρθούρος. Σήμερα οι περισσότεροι μελετητές κλίνουν υπέρ της άποψης ότι ο Αμβρόσιος Αυρηλιανός, ένας Κέλτης αρχηγός που πέθανε πολεμώντας τους Σάξονες εισβολείς στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα, ήταν το αρχέτυπο του θρυλικού βασιλιά Αρθούρου.
Η φιγούρα του Αρθούρου αναπτύχθηκε προφορικά στους ιρλανδικούς, κορνουαλικούς και ουαλικούς θρύλους, τους οποίους μάθαιναν οι Βρετόνοι μενεστρέλοι που ακολουθούσαν τις νορμανδικές στρατιές στη Βρετανία και ύστερα μετέφεραν τις ιστορίες στη Βρετάνη. Φαίνεται ότι το ουαλικό Mabinogion, που γράφτηκε γύρω στο 1060, ήταν η πηγή που χρησιμοποίησε ο Γοδεφρείδος του Μόνμουθ στην Ιστορία των βασιλέων της Βρετανίας (περί το 1135). Ο Νορμανδός Ουέις έγραψε τη Μυθιστορία του Βρούτου (περί το 1155) εμπλουτίζοντας τις ιστορίες του Γοδεφρείδου. Γύρω στο 1200 το έργο του Ουέις αποδόθηκε στα μεσαιωνικά αγγλικά, και πάλι εμπλουτισμένο με μπόλικο νέο υλικό, στον Βρούτο του Λέυαμον. Μετά το 1225 περίπου, παύουν να γράφονται σημαντικά λογοτεχνικά έργα για τον Αρθούρο, αλλά στην Αγγλία οι σχετικοί θρύλοι εξακολούθησαν να εμπλουτίζονται, κυρίως με το έργο Ο Σερ Γκαουαίην και ο Πράσινος Ιππότης (περί το 1370).
Όλες οι μυθιστορίες για τον Αρθούρο προβάλλουν τις ιπποτικές αρετές, αλλά ένα στοιχείο που εντοπίζεται σ' αυτές και απουσιάζει εντελώς από τα έπη είναι η προστασία που παρέχει ο ρωμαλέος ιππότης στους αδύνατους. Μολονότι ο Αρθούρος είναι μια σταθερή παρουσία στο πλαίσιο της κάθε μυθιστορίας, υπάρχουν σημαντικές παραλλαγές ανάμεσα στις διάφορες ιστορίες. Ο Αρθούρος ήταν νόθος γιος του Ούθερ του Δρακοντοκέφαλου, βασιλιά της Βρετανίας, και της συζύγου ενός άρχοντα της Κορνουάλης. Αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς αφού τράβηξε ένα ξίφος που ήταν βυθισμένο σε μια πέτρα. Βασίλεψε στην αυλή του στο Κάμελοτ, περιτριγυρισμένος από τους ιππότες του, με την προστασία του μυστηριώδους ξίφους Εξκάλιμπερ, που του το είχε δώσει η Κυρά της Λίμνης. Ασφαλώς, είχε θανάσιμους εχθρούς, κυρίως τον ανιψιό του Μόρντρεντ και την αδελφή του Μόργκαν λε Φέυ. Τελικά, ο Μόρντρεντ και ο Αρθούρος σκότωσαν ο ένας τον άλλον σε μια θανάσιμη αναμέτρηση. Οι πιο ξακουστοί ιππότες του Αρθούρου ήταν ο Τριστάνος και ο Λανσελότος.
Είχαν όμως και οι δύο παραστρατήσει καθώς δημιούργησαν παράνομες ερωτικές σχέσεις, ο Τριστάνος με την Ιζόλδη, τη σύζυγο του βασιλιά Μάρκου, που ήταν θείος του, και ο Λανσελότος με τη Γενιέβρη, τη σύζυγο του Αρθούρου. Άλλοι ήρωες ήταν ο Γκαουαίην (Gawain), ανιψιός του Αρθούρου, και ορκισμένος αντίπαλος του Λανσελότου, ο ιππότης Γκάλαχαντ, γιος του Λανσελότου, και επικεφαλής της αναζήτησης του αγίου δισκοπότηρου, και ο «κακός» ιππότης Κέι, θετός αδελφός του Αρθούρου. Ο κύκλος των ιστοριών του Αρθούρου και των ιπποτών του της στρογγυλής τραπέζης εγγράφεται σε μια παράδοση αυλικού ή πλατωνικού έρωτα, την οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε από τις αρχές του 12ου αιώνα στις αυλές της Ευρώπης. Πάντα κυριαρχεί ένας περίτεχνος κώδικας συμπεριφοράς. Η τιμή ήταν το κορυφαίο κίνητρο των περισσότερων ηρώων, και κάθε προσβολή της ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Η αβροφροσύνη, οι επιδόσεις στις καλές τέχνες (αλλά όχι στις επτά ελευθέριες τέχνες, που ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των νάνων που επιδίδονταν στη μαγεία) και η ικανότητα να μιλά κανείς με ευφράδεια και επί μακρόν θεωρούνταν σημαντικές ιδιότητες. Η στρατιωτική γενναιότητα ήταν επίσης αναγκαία, αν και οι περισσότερες μυθιστορίες τόνιζαν τις πολεμικές αναμετρήσεις λιγότερο απ' ό,τι τα έπη.
Σε πολλές μυθιστορίες συναντάμε στερεότυπα θέματα. Ένας ιππότης εγκαταλείπει το σπίτι του αναζητώντας την περιπέτεια και ερωτεύεται μια όμορφη κυρά. Τελικά φτάνει στην αυλή του Αρθούρου όπου μαθαίνει ότι δεν μπόρεσε να συνδυάσει αρμονικά έρωτα και ιπποσύνη, επειδή η προσήλωσή του στις απαιτήσεις της ιπποσύνης αποβαίνει εις βάρος του έρωτα, ενώ η ιπποτική του ανδραγαθία εξασθενεί λόγω της υπερβολικής του αφοσίωσης στην κυρά του. Επομένως, απαιτούνται και άλλες περιπέτειες για τον εξαγνισμό του και για τη συμφιλίωση των ποικίλων πτυχών της προσωπικότητάς του.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Χριστιανός της Τρουά (άκμασε μεταξύ 1148 και 1190), ο οποίος αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης του 12ου αιώνα σε τέτοιες συμβάσεις, που εμφανίζονται στις μυθιστορίες του Υβαίν και Ερίκ και Ενίντ, τις παρωδεί στο έργο του Ιππότης της άμαξας. Εδώ η βασίλισσα Γενιέβρη αιχμαλωτίζεται από τις δυνάμεις ενός πονηρού ιππότη. Ο ήρωας, ο ιππότης Λανσελότος, ανακαλύπτει πού την κρατούν, αλλά όταν η Γενιέβρη μαθαίνει ότι εκείνος ταλαντεύτηκε προς στιγμήν προτού ορμήσει στην άμαξα για να πάει κοντά της, συμπεραίνει ότι ο έρωτάς του γι' αυτήν δεν είναι απόλυτος. Για να αποσπάσει τη συγγνώμη της, ο Λανσελότος θα πρέπει να περάσει από πολλές δοκιμασίες, αν και οι περιπέτειες αυτές συμβαίνουν μετά τη διάσωσή της από τον ήρωα.
Στα τέλη του 12ου και τον 13ο αιώνα η γαλλική παράδοση του αυλικού έρωτα συνεχίστηκε από τους Φλαμανδούς και ιδίως από τους Γερμανούς ποιητές και, κάπως αργότερα, από τους Ιταλούς. Πολλά έργα τους ήταν μεταφράσεις από τα αντίστοιχα γαλλικά με ελάχιστες προσθήκες, αλλά ορισμένα έργα της γερμανικής λυρικής ποίησης, και ιδίως ο Πάρσιφαλ του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ (περί το 1170-1220) από τη Φραγκονία, παρουσιάζουν αρκετά πρωτότυπα στοιχεία. Ο θρύλος του ιερού δισκοπότηρου (Γκράαλ) πρωτοεμφανίζεται σε κελτικές ιστορίες για ένα μαγικό ιερό σκεύος. Εν συνεχεία, μεταφυτεύτηκε στη χριστιανική παράδοση με τον Πάρσιφαλ του Χριστιανού της Τρουά. Συνδέθηκε με τους θρύλους του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, που απομάκρυνε το νεκρό σώμα του Ιησού από το σταυρό, και στη συνέχεια με τον Μυστικό Δείπνο.
Ο Βόλφραμ πήρε τη βασική ιστορία από τον Χριστιανό, αλλά διέταξε το έργο του σύμφωνα με το λειτουργικό ημερολόγιο και συμπεριέλαβε αρκετό επιστημονικό και θεολογικό υλικό. Ο ίδιος ο Πάρσιφαλ ήταν ένας άγαρμπος, αφελής νέος που η μητέρα του προσπάθησε να τον προφυλάξει από τους κινδύνους της ιπποσύνης ντύνοντάς τον σαν ηλίθιο κι ελπίζοντας ότι θα τον έπαιρναν για τέτοιο. Αμέσως μόλις ξεκίνησε για την αναζήτηση του δισκοπότηρου, συνάντησε μια όμορφη κυρά σε μια σκηνή. Μια που είχε ακούσει ότι οι αβρόφονες ιππότες ασπάζονταν τέτοια πλάσματα, τη φίλησε. Αλλά η πράξη του ήταν αμαρτία, γιατί έδωσε αφορμή στον εραστή της να την κατηγορήσει γι' απιστία. Μέσα από διάφορες περιπέτειες, ο Πάρσιφαλ διατηρεί τη νεανική του αθωότητα, αλλά κερδίζει σε εκλέπτυνση. Τελικά κυριεύει το μυστηριώδες κάστρο του Γκράαλ και γίνεται ο βασιλιάς του.
Η τέχνη των τροβαδούρων (από το trovar, που σημαίνει βρίσκω) άνθησε στη νοτιοδυτική Γαλλία του 12ου αιώνα. Ο σεβασμός προς την κυρά σύμφωνα με την «αυλική» παράδοση είχε εμφανιστεί στους ερωτικούς ποιητές της Ανδαλουσίας και της Αραβίας δύο αιώνες προτού επικρατήσει στη νοτιοδυτική Γαλλία, και πολλοί έχουν θεωρήσει την ποίηση των τροβαδούρων ως δάνειο από ισπανικά και μουσουλμανικά πρότυπα. Στον Βορρά εμφανίστηκε μια παρόμοια αλλά λιγότερο ταλαντούχα ομάδα, οι trouvères.
Στα τέλη του 12ου αιώνα, και ιδίως στον 13ο, οι Γερμανοί Minnesänger (τραγουδιστές της αγάπης) που οι περισσότεροι ήταν ministeriales, έγραψαν κάπως πιο στιλιζαρισμένους στίχους οι οποίοι αναφέρονταν σε ποικίλα θέματα. Ο Γερμανός Βάλτερ φον ντερ Φογκελβάιντε (περί το 1170-1230) ξέσπασε σε άλλαλαγμούς χαράς όταν ο προστάτης του, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β', του παραχώρησε ως ανταμοιβή ένα ευεργέτημα (beneficium). Ο Βάλτερ είχε μεγαλώσει στην αυστριακή αυλή αλλά, καθώς δεν είχε κάποιον ισχυρό προστάτη, έγκατέλειψε το 1203 τη Βιέννη για μια θέση στην επισκοπή του Πασσάου. Ενόσω βρισκόταν στην υπηρεσία του Φιλίππου της Σουηβίας έγραψε κάμποσα πολιτικά ποιήματα.
Ο Μπερτράν ντε Μπορν (περί το 1140-1214) έγραψε πνευματώδη, σατιρικά ποιήματα, που είχαν μεγάλη απήχηση στην εποχή τους, αλλά σήμερα δεν κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους τροβαδούρους. Πολλά λυρικά ποιήματα υμνούσαν τις χαρές του πολέμου ή τις ομορφιές της φύσης ή την αλλαγή των εποχών, αλλά ο Μπερτράν κατάφερε και συνδύασε όλα αυτά τα θαυμαστά στο ίδιο ποίημα: Πώς μου αρέσει η άνοιξη η τερπνή όταν φουντώνουν τα φυλλώματα κι ανθίζουν τα λουλούδια, πώς μου αρέσει το διαπεραστικό αντιλάλημα των πουλιών που κελαηδούν αδιάκοπα και το τραγούδι τους πλημμυρίζει το δάσος. Πόσο αγάλλομαι να βλέπω τις σκηνές και τα περίπτερα στημένα στους αγρούς, αχ, πόσο ευφραίνεται η καρδιά μου σαν βλέπω να παίρνουν θέση στο πεδίο της μάχης άλογα και καβαλάρηδες ασπιδοφόροι. Ρόπαλα, ξίφη, κράνη —όλα πολύχρωμα— ασπίδες, σάρκες να ξεσκίζονται και να συνθλίβονται όλα θα τα δούμε στην αρχή της συμπλοκής όταν οι υποτελείς θα ορμήσουν στη μάχη και τα άλογα σκιαγμένα θα τρέχουν μακριά απ' τους αφέντες τους, που χτυπημένοι θα 'χουν σωριαστεί. Μόλις αρχίσει η επίθεση, κάθε άνδρας ευγενικής καταγωγής θα θερίσει χέρια και κεφάλια. Από αιχμάλωτος, κάλλιο να 'σαι νεκρός.
Πάνω απ' όλα, όμως, οι τροβαδούροι έγραφαν για τον έρωτα. Ορισμένα ποιήματά τους είχαν σκοπό την κολακεία, άλλα φαίνονται προϊόντα αυθόρμητης σύλληψης, ίσως για τους συντρόφους στην οινοποσία, και ασφαλώς χωρίς την πρόθεση κολακείας. Αυτός ο τελευταίος τύπος λογοτεχνικής έκφρασης παρέχει μια αναγκαία διόρθωση στην εξιδανικευμένη άποψη περί ευγενών που περιέχεται στην υπόλοιπη «αυλική» παράδοση. Η λέξη «γήινη» θα ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός για τη στάση που είχαν υιοθετήσει οι πρώτοι τροβαδούροι προς το αντίθετο φύλο. (Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι τροβαδούροι ήταν άντρες, αν και υπήρχαν και μερικές γυναίκες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η κόμισσα Βεατρίκη Ντία).
Ο δούκας Γουλιέλμος Θ' της Ακουιτανίας (1071-1127), ο παππούς της Ελεωνόρας, συχνά αποκαλείται ο πρώτος τροβαδούρος. Έγραψε χαριτωμένα ανάλαφρα λυρικά ποιήματα, όπως το «Θα γράψω μερικούς στίχους μόνο για τέρψη», το οποίο παρατίθεται πολύ συχνά. Επίσης έγραψε ορισμένα από τα πιο τολμηρά σεξουαλικά ποιήματα σε οποιαδήποτε γλώσσα πριν από τον 20ο αιώνα. Ένας παραγνωρισμένος (όπως θα περίμενε κανείς) ποιητής ήταν ο Μαρκαμπρύ (άκμασε μεταξύ 1130 και 1150), ένας αμφιφυλόφιλος ιππότης που σε αρκετά του ποιήματα καυτηρίασε τις ευγενικής καταγωγής αρχόντισες για σεξουαλική ακολασία. Τελικά ο Μαρκαμπρύ δολοφονήθηκε από κάποιον άνδρα που «εμφανίζεται» σε ένα από τα σκαμπρόζικα ποιήματά του. Πιο καλοκάγαθο, αλλά όχι περισσότερο πλατωνικό, είναι το ανώνυμο «Μοναχός του Μοντωντόν».
Αχ! πώς μ' αρέσει να γλεντώ και να κάνω τρέλες, μ' αρέσουν το καλό φαΐ και τα δώρα και οι άντρες που το λέει η καρδιά τους, τα κορίτσια τα τίμια, που όμως ξέρουν τους τρόπους των μεγαλοκυράδων και ξέρουν να δίνουν την κατάλληλη απάντηση και μου αρέσουν οι πλούσιοι που δεν είναι πάντα έντιμοι αλλά ξέρουν να τη φέρνουν στους αντιπάλους τους. Και το καλοκαίρι μου αρέσει να πλαγιάζω στην όχθη ενός ποταμού ή ενός ρυακιού όταν τα χωράφια πρασινίζουνε και τα λουλούδια ανοίγουν κι ακούω των πουλιών τα κελαηδήματα και η κοπελιά μου έρχεται κρυφά και με ευφραίνει στο άψε σβήσε.
Στη διάρκεια του 13ου αιώνα οι εγγράμματοι κάτοικοι των πόλεων, πάντα πρόθυμοι να μιμηθούν τους ευγενείς και, σε εντυπωσιακό βαθμό, να υιοθετήσουν τις ηθικές τους αξίες, διάβαζαν με απληστία ιπποτικά έπη και μυθιστορίες. Ίσως κανένα άλλο έργο της λογοτεχνίας να μην εκφράζει τόσο χαρακτηριστικά τη μόδα των «ευγενών» λογοτεχνικών μορφών ανάμεσα στους αστούς όσο η Μυθιστορία του Ρόδου, πιθανόν το πιο δημοφιλές λογοτεχνικό έργο ολόκληρης της μεσαιωνικής περιόδου.
Το "Roman de la Rose" απαρτίζεται από δύο μέρη. Το πρώτο, ένα ημιτελές απόσπασμα που γράφτηκε από τον ιππότη Γκιγιώμ ντε Λορρίς γύρω στο 1237, είναι μια συμβατική αλληγορία για τον ρομαντικό έρωτα της ιπποσύνης και διαδραματίζεται μέσα σε ένα όνειρο. Ο ήρωας (αυτός δηλαδή που βλέπει το όνειρο), τον οποίο έχει προσλάβει ως υπηρέτη ο Θεός του Έρωτα, επιθυμεί να κατακτήσει την Κυρά του, που τη συμβολίζει το Ρόδο. Αφού μαθαίνει τους κανόνες του έρωτα, αρχίζει την αναζήτησή του. Οι σχέσεις του με την Κυρά διέπονται από προσωποποιήσεις συμβάσεων όπως είναι οι αντιθετικές ηθικές στάσεις Ωραία Υποδοχή και Αιδώς.
Η Μυθιστορία του Ρόδου συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε σαράντα περίπου χρόνια αργότερα από τον αστό Ιωάννη του Μεν. Η συνέχεια είναι σχεδόν πενταπλάσια σε έκταση από το πρώτο μέρος και ο Ιωάννης του Μεν έδωσε στο έργο του τη μορφή σύνθετης διδακτικής αλληγορίας, συμπεριλαμβάνοντας, λόγου χάρη, παρεκβάσεις περί αστρολογίας και οπτικής. Ο Ιωάννης είχε σπουδάσει στο Παρίσι και προφανώς διατήρησε επαφές με τους λογίους της πόλης. Οι ήρωες, που προσωποποιούν έννοιες ή καταστάσεις, μιλούν σαν σοφολογιότατοι και μετέχουν σε σχοινοτενείς συζητήσεις. Ο Εραστής συνεχίζει τις προσπάθειες για την κατάκτηση της Κυράς, παρόλο που η Λογική τού λέει ότι κάτι τέτοιο είναι μάταιο. Τελικά, ο Φίλος του Εραστή εκτοπίζει τη Λογική και αναλαμβάνει αυτός το ρόλο του οδηγού.
Τα πρώτα θεατρικά έργα αναπτύχθηκαν σε αστικό και λόγιο περιβάλλον. Μολονότι τα θεατρικά έργα της Αρχαιότητας, ιδίως των Ελλήνων, είναι καταξιωμένα αριστουργήματα, το σύγχρονο θέατρο δεν είναι άμεσος απόγονός τους, αλλά εξελίχθηκε κυρίως μέσα από τα ηθοπλαστικά θρησκευτικά δρώμενα και τα έργα με «θαύματα» του Μεσαίωνα. Η Χροσβίτα του Γκάντερσχάιμ ήταν ουσιαστικά η μόνη που προσπάθησε να μιμηθεί τα πρότυπα του αρχαίου δράματος. Στα τέλη του 10ου αιώνα εγκαινιάζεται μια δραματουργική παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την προσθήκη διαλόγου στο εισοδικό της λειτουργίας της Ανάστασης.
Ακολουθούν οι τρόποι (tropes) των Χριστουγέννων, σύντομοι στίχοι στα λατινικά που απαντούσαν στις ερωτήσεις που περιέχονταν στη θεία λειτουργία. Τον 11ο αιώνα εμφανίστηκαν αρκετά έργα που αφηγούνταν τις ιστορίες του Ηρώδη και της Ραχήλ. Από τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν οι σπουδαστές των καθεδρικών σχολών της βόρειας Γαλλίας διασκεύαζαν βιβλικές ιστορίες σε δρώμενα τα οποία ανέβαζαν μέσα στους ναούς, μπορούμε να μιλάμε για γνήσιο θέατρο. Φυσικά, τα έργα αυτά ήταν γραμμένα στα λατινικά και, εφόσον προήλθαν από τα τροπάρια της θείας λειτουργίας, συνοδεύονταν από μουσική.
Το παλαιότερο μουσικό θεατρικό έργο που διασώζεται είναι το Έργο του Ηρώδη του 11ου αιώνα, αλλά ένα πιο εξελιγμένο δείγμα είναι το Έργο του Δανιήλ, που γράφτηκε για την περίοδο των Χριστουγέννων στην καθεδρική σχολή του Μπωβαί και η πρώτη παράστασή του δόθηκε το 1112. Ο Δανιήλ έχει βιβλική βάση, αλλά έχουν προστεθεί τραγούδια με συνοδεία οργάνων. Αρχίζει με έναν καθαρά οργανικό πρόλογο, πάνω σε μια παλαιά και χαρακτηριστικά κοσμική μελωδία. Η μουσική συνοδεία στον Δανιήλ, όπως και στις περισσότερες μουσικές συνθέσεις πριν από τον 14ο αιώνα, έδινε έμφαση στα κρουστά, ενώ τα έγχορδα παίζονταν περισσότερο χτυπώντας τις χορδές με τα δάχτυλα παρά με το δοξάρι. Μετά την εισαγωγή, ακολουθούσε η δραματοποιημένη, εν είδει λιτανείας, είσοδος του βασιλιά Βαλτάσαρ. Προφανώς, σκοπός ήταν η προσέγγιση του κοσμικού κοινού με ζωντανές αναπαραστάσεις ιστοριών των οποίων η σημασία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή δεόντως στη λειτουργία.
Αν και τα λειτουργικά δράματα γράφονταν στα λατινικά, οι σπουδαστές χρησιμοποιούσαν και την καθομιλουμένη, γεγονός που επέτρεπε τη συμμετοχή και λαϊκών σ' αυτά. Η φάρσα Γιορτή του Γαϊδάρου γράφτηκε και παρουσιάστηκε κι αυτή στο Μπωβαί. Επίσης ανεβάζονταν δράματα που αναπαριστούσαν θαύματα της Παλαιάς Διαθήκης και λαϊκούς θρύλους. Τα περισσότερα έργα ανέβαιναν σε μια ενιαία σκηνή, που τα διάφορα τμήματά της αντιστοιχούσαν στην κόλαση, τον παράδεισο και τη γη. Στην Αγγλία τα θεατρικά έργα ήταν πολύ πιο περίπλοκα απ' ό,τι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Παρουσιάζονταν σε μια σειρά από άρματα, καθένα από τα οποία φιλοξενούσε μια ξεχωριστή σκηνή. Τα άρματα αυτά διατάσσονταν έπειτα με τη σειρά που απαιτούσε το δράμα. Οι διάφορες συντεχνίες αναλάμβαναν να παρουσιάσουν τις δικές τους σκηνές στα αντίστοιχα άρματα. Για να τηρείται συνεχής ροή, χρησιμοποιούνταν αφηγητές και πρόλογοι.
Τον 13ο αιώνα αναπτύχθηκαν κύκλοι με μεγαλύτερη διάρκεια, συνήθως αρκετών ημερών, που αναπαριστούσαν τα πάθη του Χριστού. Τα αλληγορικά δράματα, όπως τα ηθοπλαστικά έργα Η περηφάνια της ζωής, Το ανθρώπινο γένος και, το πιο διάσημο απ' όλα, Ο Καθένας, δεν εμφανίστηκαν παρά μόνο τον 15ο αιώνα στην Αγγλία και τη βορειοδυτική Ευρώπη. Ήδη στα τέλη του 13ου αιώνα ανέβαιναν παραστάσεις έξω από τους ναούς, συχνά στα κοιμητήρια ή στις αγορές, όπου υπήρχε χώρος για περισσότερους ηθοποιούς και θεατές. Από τα μέσα του 14ου αιώνα οι συντεχνίες συμμετείχαν όλο και πιο ενεργά στο ανέβασμα των θεατρικών έργων, που τώρα πλέον είχαν καθαρά ψυχαγωγικό και όχι διδακτικό χαρακτήρα. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα τα θεατρικά έργα που αναφέρονταν στο δίλημμα του Αδάμ, καθώς προσέφεραν περισσότερες και προσαρμοσμένες στα ανθρώπινα μέτρα δραματουργικές δυνατότητες απ' ό,τι τα πιο άκαμπτα ευαγγέλια.
Oι βάρδοι και οι μενεστρέλοι ήταν φορείς μιας άγραφης λαϊκής μουσικής παράδοσης. Σε ό,τι αφορά τη μουσική όμως, η λειτουργία παρέχει τη δυνατότητα για την παρεμβολή δύο τροπαρίων ανάμεσα στην ανάγνωση των Επιστολών και του Ευαγγελίου: τον αναβαθμό και το αλληλούια. Στο απλό τροπάριο (που μερικές φορές αποκαλείται γρηγοριανό μέλος, αν και δεν συνδέεται άμεσα με τον πάπα Γρηγόριο τον Μέγα) τα λόγια εκφέρονταν τραγουδιστά, αλλά η μουσική καθαυτή δεν είχε αξία. Η μόνη σημειογραφία αποτελούνταν από νεύματα ('), που παρέπεμπαν σε αυξομειώσεις στο ύψος. Το τραγούδι προήλθε από το μέλος όταν οι επιμέρους συλλαβές άρχισαν να χαρακτηρίζονται με διαφορετικές χρονικές αξίες και τονικά επίπεδα. Τον 9ο αιώνα είχαν πια προστεθεί και οι τρόποι (tropes) στα τροπάρια της λειτουργίας, κυρίως στο εισοδικό.
Ήδη τον 9ο αιώνα απαντάται η επιμήκυνση του τελικού «α» του αλληλούια με μια πιο σύνθετη μελωδία (μέλισμα). Σύντομα το μέλισμα αντικαταστάθηκε από ένα ανεξάρτητο κείμενο, γνωστό ως «σεκουέντσα» (λατινικό sequentia, συνέχεια), που ταίριαζε στη μελωδία. Ο πρώτος γνωστός συνθέτης σεκουεντσών ήταν ο μοναχός Νότκερ του Αγίου Γάλλου τον 9ο αιώνα. Με το πέρασμα των χρόνων, το ύψος άρχισε να ποικίλλει, ενώ αργότερα το ίδιο συνέβη και με τη χρονική διάρκεια της κάθε νότας, και τελικά προστέθηκαν και αλλά λόγια. Τον 12ο αιώνα η σεκουέντσα είχε πια εξελιχθεί σε αυτοτελή μουσική σύνθεση. Το Stabat Mater και το Dies Irae είναι χαρακτηριστικές σεκουέντσες. Στα μέσα του Μεσαίωνα αναπτύχθηκαν νέοι τύποι μουσικών συνθέσεων. To conductus πιθανόν να τραγουδιόταν τη στιγμή της θείας λειτουργίας ή του λειτουργικού δράματος κατά την οποία ο υποκριτής «οδηγείται» από το ένα σημείο στο άλλο. Ωστόσο, το 1200 το conductus είχε διαχωριστεί από τη λειτουργία. Αν και γενικά ήταν «σοβαρό» τροπάριο, μπορούσε να αναφέρεται είτε σε ιερά είτε σε κοσμικά θέματα, ενώ οι μελωδίες ήταν νέες συνθέσεις και όχι δάνεια από τη λειτουργία.
Η σύνθεση που ονομάζεται «όργανον» (organum) αναπτύχθηκε τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Αρχικά προοριζόταν για δύο φωνές, μια κύρια και μια δεύτερη, που συνόδευε σε απόσταση τετάρτης ή πέμπτης. Στις αρχές του 13ου αιώνα οι φωνές αυτές μερικές φορές δεν συγχρονίζονταν, και όταν τα μέρη κινούνταν ανεξάρτητα, το αποτέλεσμα ήταν το discantus. Στα έργα του Λεονίνου (έγραψε γύρω στο 1160), οι χρονικές αξίες οργανώνονται με σαφήνεια, χρησιμοποιώντας μοτίβα που για πρώτη φορά δίνουν το ρυθμό στην εκκλησιαστική μουσική, μια εξέλιξη που πιθανόν να επηρεάστηκε από τα τραγούδια των τροβαδούρων.
Το μοτέτο (από το γαλλικό mot, λέξη) αρχικά εμφανίστηκε όταν προστέθηκαν λόγια σε ορισμένα μέρη του organum, αλλά κατεπέκτασιν η λέξη κατέληξε να αναφέρεται στη σύνθεση ως σύνολο. Στη διάρκεια του 13ου αιώνα γράφτηκαν χιλιάδες μοτέτα, από πολύ απλά μέχρι εξαιρετικά σύνθετα. Εκτός από τα μουσικά είδη που αναδύθηκαν από τη θεία λειτουργία και την ανάπτυξη της μουσικής σημειογραφίας, κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα γράφτηκαν αρκετά έργα μουσικής. Το μουσικό περιεχόμενο των θεατρικών δρώμενων ήταν ένας συνδυασμός εκκλησιαστικών και λαϊκών μελωδιών. Οι τροβαδούροι τραγουδούσαν μπαλάντες, ερωτικά άσματα, ποιήματα που υμνούσαν τη φύση, πολιτικά και ηθολογικά ποιήματα, και μερικούς θρησκευτικούς ύμνους. Η μελωδική τους κλίμακα, όπως είναι φυσικό για τέτοιους τραγουδιστές, ήταν μάλλον περιορισμένη.
Τα γολιαρδικά τραγούδια των φοιτητών έδιναν έμφαση στο ρυθμό και τη δύναμη των κρουστών. Συχνά εμπεριείχαν ένα σατιρικό στοιχείο, και μάλιστα στα τέλη του 13ου αιώνα και ιδίως τον 14ο και τον 15ο η σάτιρα παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη μουσική τους. Μερικές σάτιρες είναι παράγωγα των λειτουργικών θεατρικών δρώμενων, με τους φοιτητές να διακωμωδούν τους επισκόπους και άλλους κληρικούς. Το περιβόητο Άσμα του Φωβέλ, που ίσως να το ενέπνευσαν κάποια γεγονότα στην αυλή του βασιλιά Φιλίππου Δ' της Γαλλίας, γράφτηκε γύρω στο 1316 από κληρικούς της αυλής. Ο Φωβέλ ήταν ένας γάιδαρος που το όνομά του σημαίνει Ανοησία. Τελικά έγινε άρχοντας του σπιτιού και τον κανάκευαν όλοι.
Πριν από τον 14ο αιώνα είχε γραφτεί ελάχιστη αμιγώς οργανική μουσική. Οι φωνές συνοδεύονταν από τύμπανα, ταμπουρίνια και διάφορα κρόταλα. Συναντάμε αρκετά είδη άρπας, ανάμεσά τους και έναν τύπο που κρατιέται με το χέρι. Η βιέλα (vielle) ήταν το κύριο έγχορδο όργανο, σε πολλά μεγέθη και σχήματα, ένα από τα οποία ήταν το οργάνιστρο (organistrum), μια βιέλα με χερούλι που περιέστρεφε έναν τροχό, ο οποίος με τη σειρά του έπληττε τις χορδές με μικρές ράβδους. Η βιέλα του 13ου αιώνα είχε πέντε χορδές και εικονίζεται σε μεσαιωνικά χειρόγραφα να την παίζουν ζογκλέρ. Το ρεμπέκ (rebec) ήταν μια μικρή βιέλα που παιζόταν κυρίως με τα δάχτυλα και όχι με δοξάρι. Το λαούτο ήταν δημοφιλές στη μουσουλμανική Ισπανία αλλά όχι ιδιαίτερα στον Βορρά, τουλάχιστον μέχρι την Αναγέννηση. Χρησιμοποιούνταν επίσης αυλοί και φλογέρες, καθώς και ο κωνικός οξύαυλος (ένα καλαμένιο όργανο, ο πρόδρομος του όμποε). Άλλα όργανα ήταν το μικρό φορητό εκκλησιαστικό όργανο, που το κρεμούσαν στο λαιμό, και το sackbut, από το οποίο προήλθε το τρομπόνι.
Στη διάρκεια του 12ου και, σε μικρότερο βαθμό, του 13ου αιώνα οι σπουδαστές των ελευθερίων τεχνών περιδιάβαιναν από τόπο σε τόπο για να παρακολουθήσουν τις παραδόσεις κορυφαίων δασκάλων. Περνούσαν πολύ χρόνο στο δρόμο και την ταβέρνα, και η μη συμβατική πληθωρικότητά τους γύρευε έκφραση στο τραγούδι. Τα τραγούδια των σπουδαστών ήταν γραμμένα στα λατινικά, τη γλώσσα των λογίων, και είναι γεμάτα υπαινιγμούς που απευθύνονταν σε εγγράμματους και λογοπαίγνια. Σε μια εποχή κατά την οποία η Εκκλησία πίεζε τις ομάδες να συνενώνονται σε οργανωμένα τάγματα, οι περιπλανώμενοι λόγιοι ίδρυσαν ένα τάγμα τυχοδιωκτών με προστάτη τον Γολιάθ τον Φιλισταίο. Η ποίησή τους υμνεί τις χαρές του κρασιού, των όμορφων γυναικών και του καλαμπουριού και συχνά λοιδωρεί τις ακαδημαϊκές συζητήσεις. Χαρακτηριστικό δείγμα του έργου τους είναι το «Όταν είμαστε στην ταβέρνα».
Στην ταβέρνα σαν γλεντάμε, για τον τάφο δεν μιλάμε· μόνο παίζουμε παιχνίδι πάντα σ' ίδρωτα μουσκίδι. Τι γινόταν στην ταβέρνα όταν κάπελας εκέρνα, ήταν κάτι ξακουστό. Άστε με να σας το πω: Άλλοι παίζαν, άλλοι πίναν κι άλλοι στην ασέλγεια τείναν κι όσοι παίζαν, «γιούχα» τους! χάσαν και τα ρούχα τους! Άλλοι σε στολές βρεθήκαν κι άλλοι σάκους εντυθήκαν. Μα όλοι αψηφούσαν χάρο Βάκχο είχανε για φάρο! Πρώτα προπίνει το σινάφι στον κεραστή (μην πάει στράφι) ... Όγδοο: αδελφών πεπλανημένων... κι Ένατο: μοναχών διασκορπισμένων το Δέκατο: για τους ναυτιλομένους το Ενδέκατο: για τους καβγαδισμένους Δωδέκατο: για μεταμελημένους και Δεκατρία: για τους ταξιδεμένους. «Στην υγειά τού πάπα και του βασιλιά»... πίνουν δίχως φρένο όλα τα παιδιά... Λίγο διαρκούν νομίσματα εξακόσα αν πίνεις δίχως μέτρο «όσα-όσα»... κι αν το ρουφάς χωρίς περιστολή η όρεξή σου ειν' που το καλεί. Να γιατί θα 'χουμε άδεια την τσέπη κι όλοι θα βρίζουνε οι «καθωσπρέπει». Κείνοι που μας κακολογούν, να συγχυστούν! και να μη σώσουν με τους δίκαιους να κριθούν!
Ένα από τα πιο διάσημα γολιαρδικά ποιήματα, η «Εξομολόγηση του Γολιάθ», διακωμωδεί ολόκληρο το σχήμα των μυστηρίων. Σε μια παρωδία της σχολαστικής μεθόδου, κατά την οποία διατυπώνονταν και συζητούνταν προτάσεις, η πρόταση του ποιητή είναι ότι θα πεθάνει πίνοντας στην ταβέρνα. Στο ίδιο πνεύμα γράφτηκαν και κάποιες κοινωνικές σάτιρες με πιο σοβαρές φιλοδοξίες. Ένα από τα πιο γνωστά σπουδαστικά έργα είναι το «Κατά Μάρκον του Αργυρίου Ευαγγέλιον», μια παρωδία που αρχίζει με την τυποποιημένη εισαγωγή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση του Ευαγγελίου στη λειτουργία. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα λόγια των γραφών ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα και με σημαντικές τροποποιήσεις, για να σατιρίσει την απληστία της παπικής αυλής.
Πολλές σχολές, ιδίως οι μοναστηριακές, περιορίζονταν στη διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής. Η λογική, το τρίτο μάθημα του trivium, ήταν κατά το νόημα πιο εκλεπτυσμένη, αλλά συνήθως τη μελετούσαν με τη μορφή της διαλεκτικής, δηλαδή του κλάδου της λογικής που τονίζει τη συμφιλίωση των αντιθέτων. Καθώς η λογική απαιτούσε τη σύγκριση διαφορετικών πηγών και ενθάρρυνε την ανεξάρτητη σκέψη, πολλοί θεολόγοι την έβλεπαν με καχυποψία, αλλά κατά τον 12ο αιώνα απέκτησε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο trivium. Η γραμματική και η ρητορική συμπτύχθηκαν και ο χρόνος διδασκαλίας τους περιορίστηκε, καθώς όλο και περισσότεροι σπουδαστές γράφονταν στις σχολές έχοντας ήδη κάποιες γνώσεις λατινικών.
Όπως η γραμματική ήταν το βασικό μάθημα του trivium, έτσι και η αριθμητική ήταν η βάση του quadrivium. Αλλά ενώ η μελέτη του trivium ήταν επαρκής και διεξοδική, οι περισσότερες επιστημονικές πρόοδοι τον Μεσαίωνα προήλθαν από την πρακτική πείρα και όχι από τις σχολές. Η αριθμητική κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα ήταν πολύ απλή. Δεν σώζονταν κείμενα από τους ρωμαϊκούς χρόνους, και οι υπολογισμοί διδάσκονταν με τη χρήση computus, δηλαδή πραγματειών που είχαν γραφτεί από πρωτοχριστιανούς διανοουμένους, όπως ο Βέδας, για τον υπολογισμό του λειτουργικού έτους. Ο άβακας χρησιμοποιούνταν ευρέως μετά την πραγματεία του Γερβέρτου, αλλά μόνον έξω από τις σχολές, όπου οι φοιτητές διδάσκονταν τη θεωρία των αριθμών. Παραδόξως, μολονότι το δεκαδικό σύστημα αρίθμησης ήταν από νωρίς γνωστό και η χρήση του είχε επαναστατικές συνέπειες στους οικονομικούς υπολογισμούς τόσο των ηγεμόνων όσο και των εμπόρων, τα «αραβικά» (για την ακρίβεια, τα ινδικά) αριθμητικά ψηφία, κυρίως το μηδέν, δεν είχαν επικρατήσει στη λογιστική μέχρι τον 14ο αιώνα, ενώ μέχρι τον 15ο είχαν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα από τους ειδικούς. Μάλιστα, το 1299, η συντεχνία των αργυραμοιβών απαγόρευσε τη χρήση των αραβικών αριθμητικών ψηφίων, ενώ το αγγλικό Θησαυροφυλάκιο, που τον 12ο αιώνα είχε εισαγάγει την αρχή του άβακα στη βασιλική λογιστική, χρησιμοποιούσε τα ρωμαϊκά αριθμητικά ψηφία ακόμα και τον 16ο αιώνα.
Η γεωμετρία, το δεύτερο μάθημα του quadrivium, είχε επίσης κυρίως πρακτικό χαρακτήρα και βασιζόταν σε υπολογισμούς των ύστερων Ρωμαίων τοπογράφων. Μόλις στα μέσα του 12ου αιώνα έφτασαν στα χέρια των Δυτικών λογίων τα Στοιχεία Γεωμετρίας του Ευκλείδη, ενώ ποτέ η γεωμετρία δεν αποτέλεσε ζωτικό συστατικό του προγράμματος των ελευθέριων τεχνών. Το πιο διαδεδομένο ακαδημαϊκό εγχειρίδιο γεωμετρίας ήταν η Πρακτική Γεωμετρία του Ούγου του Αγίου Βίκτωρος, που γράφτηκε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, καθώς και το ομότιτλο έργο του 13ου αιώνα το οποίο έγραψε ο Λεονάρντο Φιμπονάτσι της Πίζας. Οι τεχνίτες του ύστερου Μεσαίωνα, ιδίως οι χτίστες, ανέπτυξαν μεθόδους για τη μέτρηση των επιφανειών που βασίζονταν σε διαγράμματα και χρησιμοποιούσαν ελάχιστη αριθμητική. Η μελέτη της μουσικής, της τρίτης επιστήμης του αριθμητικού κλάδου, δεν γινόταν τόσο από τη σκοπιά της εκτέλεσης —μολονότι και αυτή είχε εισαχθεί στις σχολές των καθεδρικών ναών— όσο των μαθηματικών, για παράδειγμα, ως το μήκος της χορδής που απαιτείται για να παραχθεί ένας συγκεκριμένος ήχος. Δεδομένης της σπουδαιότητας που είχε το ημερολόγιο για την Εκκλησία, η αστρονομία απέκτησε ζωτική σημασία. Τα περισσότερα πανεπιστημιακά μαθήματα στην αστρονομία βασίζονταν στη γεωκεντρική θεωρία του Πτολεμαίου, αστρονόμου του 2ου αιώνα.
Στα μέσα του Μεσαίωνα, λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη σχολές όπου διδάσκονταν οι επτά ελευθέριες τέχνες. Η πιο ξακουστή σχολή των τεχνών του 11ου και του 12ου αιώνα βρισκόταν στη Σαρτρ. Ο Φουλβέρτος, μαθητής του Γερβέρτου του Ωριγιάκ, ήταν ο πρώτος λόγιος της Σαρτρ που απέκτησε φήμη ευρωπαϊκής εμβέλειας. Αυτός ανέδειξε τη σχολή τον 11ο αιώνα, αλλά η πιο λαμπρή της περίοδος εγκαινιάστηκε τον 12ο αιώνα με τον Βερνάρδο της Σαρτρ. Η Σαρτρ συνέβαλε στην αναβίωση της μελέτης των ανθρωπιστικών επιστημών. Ο «ουμανισμός του 12ου αιώνα» συνδέεται με την εκτίμηση της λογοτεχνίας ως αυτοτελούς αξίας, όχι αποκλειστικά ως μέσου για την κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων.
Οι περισσότεροι σπουδαστές των πανεπιστημίων, με εξαίρεση τους σπουδαστές των σχολών του κανονικού δικαίου και της θεολογίας, σταδιοδρομούσαν τελικά στον κοσμικό στίβο. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα η μάθηση ήταν κυρίως μονοπώλιο του κλήρου εξακολούθησε να έχει τεράστιο αντίκτυπο στο πρόγραμμα σπουδών. Αν και τα καταλλήλως κεκαθαρμένα ρωμαϊκά πεζά πρότυπα χρησιμοποιούνταν για τη γραμματική και τη ρητορική, η πιο σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των κοσμικών εκπαιδευτικών συμβάσεων της Ρώμης και της χριστιανικής παράδοσης κατά την ύστερη Αρχαιότητα σημειώθηκε κυρίως στο μάθημα της λογικής όσον αφορά τις ελευθέριες τέχνες και στα επαγγελματικά προγράμματα σπουδών όσον αφορά τη θεολογία.
Η Λογική, που στη διάρκεια του 12ου αιώνα κυριάρχησε στον κύκλο του trivium, ακολούθησε νέα κατεύθυνση χάρη στον άγιο Άνσελμο από την Αόστα (1033-1109), που έγινε αβάς του Μπεκ στη Νορμανδία και αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ. Έχει χαρακτηριστεί ως ο πρώτος εμπνευστής θεολογικού συστήματος μετά τον ιερό Αυγουστίνο. Ο Άνσελμος ανέβασε την «παραγωγική» απόδειξη (που εξηγεί ένα επιμέρους φαινόμενο ξεκινώντας από μια γενική υπόθεση που θεωρείται αληθής) στο υψηλότερο επίπεδό της. Στα πιο σημαντικά έργα του Ανσέλμου, το Προσλόγιον και το Μονολόγιον, εξετάζεται η φύση του θείου και ο ρόλος της ανθρώπινης λογικής στην εξακρίβωση της αιώνιας αλήθειας.
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τη λογική, αρχικά στο Παρίσι, και αργότερα σε άλλες προοδευτικές σχολές ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της επίδρασης του Πέτρου Αβελάρδου (1079-1142). Αν και ο Αβελάρδος έγραψε πραγματείες για τη θεολογία, αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι περισσότερο η «ευκολία» στο γράψιμο παρά το βάθος. Πιο μόνιμη επίδραση άσκησε στους μαθητές του στη σχολή των ελευθέριων τεχνών επειδή φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά χαρισματικός ομιλητής. Ενώ ο Άνσελμος προήγαγε την παραγωγική απόδειξη σε ανώτερο επίπεδο, ο Αβελάρδος έκλινε προς την επαγωγική απόδειξη, που κινείται από το επιμέρους φαινόμενο προς τη διατύπωση της γενικής υπόθεσης.
Γνωρίζουμε αρκετά για τη σταδιοδρομία του Αβελάρδου επειδή μας άφησε μια αυτοβιογραφία, που μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη αυτοβιογραφία μετά τις Εξομολογήσεις του ιερού Αυγουστίνου, αν και στην πραγματικότητα φαίνεται ότι γράφτηκε λίγα χρόνια μετά την Αυτοβιογραφία του Γιβέρτου του Νοζάν. Φέρει τον εύστοχο τίτλο Ιστορία των συμφορών μου. Πρωτότοκος γιος ενός ευγενούς της Βρετάνης, ο Αβελάρδος απέρριψε μια μάλλον ισχνή κληρονομιά για να «ακολουθήσει τους περιπατητές», τους πλανόδιους λογίους. Προκαλούσε αντιδράσεις στους πρώτους του δασκάλους με την τάση του να επιδιώκει την προβολή και τους έφερνε σε αμηχανία στη διάρκεια των «αντιδικιών» (δημοσίων συζητήσεων) [quastio, disputatio], μιας διαδικασίας στην οποία, όπως μάς λέει απερίφραστα, ήταν ανώτερός τους. Τα βάσανα του Αβελάρδου άρχισαν όταν οι ακαδημαϊκοί του αντίπαλοι προσέλαβαν πληρωμένους φονιάδες για να ολοκληρώσουν αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει η δύναμη του επιχειρήματος. Δίδαξε πρώτα στο Μελέν, ύστερα στην Παναγία των Παρισίων στο Παρίσι και μετά διηύθυνε μια δική του σχολή στο λόφο της Αγίας Γενεβιέβης έξω από την πόλη.
Εκεί, στα τριάντα του, ο Αβελάρδος έγινε παιδαγωγός και στη συνέχεια εραστής της ωραίας Ελοΐζας, ανιψιάς ενός ιερέα του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων. Ο Αβελάρδος κατέλυσε στο σπίτι του θείου της με σκοπό την αποπλάνησή της και με το πρόσχημα ότι θα ήταν παιδαγωγός της. Πέτυχε το σκοπό του με το παραπάνω και η Ελοΐζα έμεινε έγκυος. Ο Αβελάρδος την έστειλε στους συγγενείς του στη Βρετάνη όπου γέννησε έναν γιο τον οποίο ονόμασε Αστρολάβο. Εκείνη την εποχή ο Αβελάρδος είχε κατώτερο ιερατικό βαθμό, που μπορούσε κανείς να τον αποποιηθεί, καθώς ήταν αυτός που έδιναν στους σπουδαστές που δεν είχαν πρόθεση να γίνουν ιερείς. Αν παντρευόταν, ο Αβελάρδος θα στερούνταν τη δυνατότητα της φυσιολογικής κορύφωσης της σταδιοδρομίας ενός ανθρώπου των γραμμάτων εκείνης της εποχής, δηλαδή το δόσιμο των ιερατικών όρκων και τον τελικό διορισμό του σε θέση επισκόπου ή ηγουμένου. Αν και ο Αβελάρδος διακόπτει την αφήγηση του βίου με μια παράθεση «βολικών» παραινέσεων από Έλληνες, Ρωμαίους και Εβραίους διανοουμένους γύρω από τις επιπτώσεις των φωνακλάδικων και βρομιάρικων παιδιών στην πνευματική ζωή, προσφέρθηκε να αποκαταστήσει την Ελοΐζα και να την παντρευτεί. Εκείνη όμως αρνήθηκε, με το επιχείρημα ότι ο θείος της δεν συναινούσε ολόψυχα σ' αυτή την ένωση και, το κυριότερο, ότι ο γάμος θα τερμάτιζε τη σταδιοδρομία του Αβελάρδου. Μάλιστα, ο Αβελάρδος ισχυρίστηκε ότι η Ελοΐζα είπε ότι θα ήταν πιο τιμητικό γι' αυτήν να γίνει ερωμένη του, επειδή τότε εκείνος θα έμενε μαζί της μόνο από έρωτα και όχι από υποχρέωση —ασφαλώς αντίδραση μιας πολύ «μοντέρνας» γυναίκας.
Εντούτοις, ο Αβελάρδος την έπεισε να επιστρέψει στο Παρίσι και να παντρευτούν. Προφανώς κατάφεραν να πείσουν τον θείο της να υποσχεθεί ότι δεν θα αποκαλύψει το γάμο, επειδή κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές συνέπειες στη σταδιοδρομία του Αβελάρδου, αλλά σύντομα εκείνος διέδοσε την είδηση. Ο Αβελάρδος έστειλε την Ελοΐζα σε ένα γυναικείο μοναστήρι στο Αρζαντέιγ, ενώ ο Αστρολάβος έμεινε με τη θεία του στη Βρετάνη. Ύστερα οι άνδρες του ιερέα Φουλβέρτου ευνούχισαν τον Αβελάρδο, και η Ελοΐζα έδωσε τον μοναστικό όρκο και έζησε είκοσι δύο χρόνια μετά το θάνατο του Αβελάρδου —σχεδόν όσο ήταν η διαφορά της ηλικίας τους— και πέθανε ως ηγουμένη. Η περίφημη αλληλογραφία των δύο εραστών, όπου εκείνη εκφράζει βαθιά σωματική επιθυμία ενώ εκείνος την αποκρούει παροτρύνοντάς την να στοχαστεί τα ουράνια ζητήματα, διασώζεται μόνο σε ένα μεταγενέστερο χειρόγραφο και πιθανόν να είναι πλαστή, αν και ο Ιωάννης του Μεν, στο επιμύθιό του στη Μυθιστορία του Ρόδου, που γράφτηκε γύρω στο 1277, δείχνει να γνωρίζει τόσο την αυτοβιογραφία του Αβελάρδου όσο και τα φλογερά γράμματα της Ελοΐζας. Εντούτοις, ακόμα και τα ίδια τα λόγια του Αβελάρδου στην αυτοβιογραφία του μας αποκαλύπτουν πολλά για τα σεξουαλικά ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής του. Οι επαγγελματικοί ορίζοντες του Αβελάρδου στένεψαν τόσο εξαιτίας του ευνουχισμού του όσο και του γάμου του, καθώς οι ευνούχοι δεν μπορούσαν να γίνουν ιερείς. Μπορούσαν όμως να μονάσουν, και έτσι ο Αβελάρδος εισήλθε στο αβαείο του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Ύστερα από τη σύντομη φυλάκισή του με την κατηγορία της θεολογικής ανορθοδοξίας, έγινε ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Γίλδα στη Βρετάνη, αλλά αναχώρησε μετά τη βίαιη εξέγερση των μοναχών εναντίον του. Επέστρεψε στο Παρίσι όπου και παρέμεινε μέχρι το 1140, οπότε οι θεολογικές του απόψεις καταδικάστηκαν εκ νέου. Αποσύρθηκε στο αβαείο του Κλουνύ, όπου πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Οι μεταγενέστεροι θεολόγοι, που δεν διέθεταν το πάθος του Αβελάρδου για αμφισβήτηση, φρόντισαν να συμβιβάσουν τις προφανείς αντιφάσεις και να δώσουν τις δικές τους συνθέσεις. Εξέχουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει ο Πέτρος ο Λομβαρδός, που ίσως υπήρξε μαθητής του Αβελάρδου. Έγινε επίσκοπος του Παρισιού, και το έργο του Γνωμών βιβλία τέσσερα (1150-1152) καθιερώθηκε ως εγχειρίδιο θεολογίας. Ο Πέτρος είχε διδαχτεί από τα παθήματα του δασκάλου του. Το εκδικητικό μένος του αγίου Βερνάρδου του Κλαιρβώ κατά του Αβελάρδου ήταν μια από τις πιο θεαματικές πτυχές της σταδιοδρομίας του. Οι δύο άνδρες αποτελούν τους πόλους μιας προσωποποιημένης αντίθεσης: ο Αβελάρδος ήταν κοντός, μελαχρινός και προφανώς ένα είδος καλοζωιστή, ενώ ο Βερνάρδος ήταν ψηλός, εξαϋλωμένος και ασκητικός. Τον απωθούσαν οι αμφισβητήσεις, ιδίως του εαυτού του, και βδελυσσόταν τις γυναίκες. Φαίνεται ότι είχε προσχωρήσει στα μοναστικά τάγματα εν μέρει ως αντίδραση ενάντια στον λογιοτατισμό στην Εκκλησία, που σε μεγάλο βαθμό την εκπροσωπούσε ο Αβελάρδος. Οι σχολές του Παρισιού του ενέπνεαν φρίκη, και μάλιστα κάποτε έκανε κήρυγμα εκεί, παροτρύνοντας τους σπουδαστές να εγκαταλείψουν «αυτή τη Βαβυλώνα» και να εισέλθουν στα μοναστήρια. Με πρωτοβουλία του Βερνάρδου, εγκαινιάστηκε μια ανταλλαγή επιστολών με τον Αβελάρδο. Όταν η Ελοΐζα προσπάθησε να παρέμβει μεταξύ των δύο, ο Βερνάρδος την απέμεμψε ωμά αποκαλώντας την πόρνη. Με την παρότρυνση του Βερνάρδου, καταδικάστηκαν το 1140 οι ιδέες του Αβελάρδου. Ο Βερνάρδος κατηγόρησε τον Αβελάρδο για τις απόψεις που πρέσβευαν οι μαθητές του, αλλά κυρίως για τη θέση του ότι το καθετί ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης. Και τούτο επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη του Βερνάρδου, «Υπό το όνομα της ουσίας, κάτι βέβαιο και καθορισμένο τίθεται ενώπιόν σου. Είσαι ζωσμένος από γνωστά όρια, κλεισμένος μέσα σε συγκεκριμένη περιοχή. Επειδή η πίστη δεν είναι γνώμη, αλλά βεβαιότητα».
Η περίοδος που εξετάζουμε επίσης σφραγίστηκε από την εμφάνιση των πανεπιστημίων, που αναντίρρητα ήταν η πιο σημαντική εξέλιξη στο χώρο της παιδείας σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα. Η αγγλική λέξη university είναι συγγενής της λατινικής universitas (συντεχνία). Τα πρώτα πανεπιστήμια ήταν συντεχνίες φοιτητών ή καθηγητών, ενώ το ισοδύναμο του σύγχρονου πανεπιστημίου ήταν το studium generale (γενικός κύκλος μαθημάτων). Ως συσσωματώσεις λογίων, τα πρώτα πανεπιστήμια δεν είχαν δικές τους εγκαταστάσεις, ούτε καν δικό τους κτίριο. Οι διδάσκοντες νοίκιαζαν αίθουσες, αν και ορισμένες περιοχές των πόλεων και ορισμένοι δρόμοι ήταν πολύ γνωστοί ως γειτονιές σπουδαστών, όπως η αριστερή όχθη του Σηκουάνα και ιδίως η οδός Αχύρου (rue du Fouarre) στο Παρίσι.
Μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας μπορούσε να κηρύξει μια σχολή Studium generale, γεγονός που της παραχωρούσε ένα προνόμιο που δεν διέθεταν άλλες σχολές, καθώς οι απόφοιτοί της είχαν το «δικαίωμα να διδάξουν οπουδήποτε», ενώ οι τίτλοι σπουδών των αποφοίτων μιας καθεδρικής σχολής μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Επίσης, τα πανεπιστήμια διακρίνονταν από τις κατώτερες σχολές λόγω της λειτουργίας τουλάχιστον μιας από τις τέσσερις «ανώτερες» ή επαγγελματικές σχολές ιατρικής, κανονικού δικαίου, αστικού δικαίου και της «βασίλισσας των επιστημών», της θεολογίας. Αν και στα τέλη του 13ου αιώνα στα περισσότερα πανεπιστήμια λειτουργούσαν και σχολές ελευθέριων τεχνών, όπου οι απόφοιτοι των επτά τεχνών, οι οποίοι συνέχιζαν σε ανώτερους κύκλους σπουδών, δίδασκαν τους σπουδαστές του κατώτερου κύκλου, μερικά δεν τις διέθεταν εξαρχής.
Οπωσδήποτε, τα πρώτα γνωστά πανεπιστήμια δεν περιλάμβαναν στο πρόγραμμά τους τις τέχνες. Ήδη τον 10ο αιώνα το Σαλέρνο φημιζόταν για τις ιατρικές του σπουδές, αν και μόνο τον 13ο αιώνα η σχολή του απέκτησε, από οργανωτική άποψη, τη μορφή πανεπιστημίου. Καθώς γειτνίαζε με τη μουσουλμανική Σικελία, είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που δεν ήταν διαθέσιμες σε άλλες περιοχές της χριστιανικής Δύσης. Ο Κωνσταντίνος ο Αφρικανός, ο κορυφαίος ίσως φυσικός του 11ου αιώνα, έφτασε στην Ιταλία ως πρόσφυγας. Ασπάστηκε τον χριστιανισμό, μετέφρασε τα πιο σημαντικά αραβικά ιατρικά κείμενα στα λατινικά και δίδαξε στο αβαείο του Μόντε Κασσίνο, κοντά στο Σαλέρνο. Μολονότι ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός απαγόρευαν την ανατομία ανθρώπινων σωμάτων, θεωρείται ότι στο Σαλέρνο γίνονταν κάποιες ανατομές. Στη διάρκεια του 13ου αιώνα η πρωτοκαθεδρία στις ιατρικές σπουδές μετατοπίστηκε από το Σαλέρνο στην ιατρική σχολή του Μονπελλιέ.
Η μέθοδος έρευνας στις ανώτερες σχολές ήταν ο «σχολιασμός». Τα θεμελιώδη επίσημα κείμενα, των οποίων η πρωταρχική αλήθεια ή ακρίβεια ήταν υπεράνω αμφισβήτησης, σχολιάζονταν από τους δασκάλους, συχνά με την πρόθεση να καταδειχθεί η σύγχρονη ισχύς ενός κειμένου που είχε γραφτεί πριν από πολλούς αιώνες. Τα ερμηνευτικά αυτά σχόλια (glosses) γράφονταν από τους καθηγητές είτε στο περιθώριο είτε ανάμεσα στις αράδες των χωρίων που ανέπτυσσαν στις παραδόσεις τους. Η μέθοδος αυτή ήταν —και εξακολουθεί να είναι— αποτελεσματική για τους φιλολογικούς κλάδους, τη θεολογία και ιδίως το δίκαιο, αλλά ήταν ολέθρια για την ιατρική, όπου οι κύριες αυθεντίες ήταν οι Έλληνες Γαληνός και Ιπποκράτης, που συμπληρώνονταν από τα ιατρικά έργα του πέρση Αβικέννα (πέθανε το 1037). Οι πιο πρακτικές γνώσεις ιατρικής αγωγής μεταδίδονταν στους λαϊκούς από τους φαρμακοποιούς, που δεν χρειάζονταν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι γιατροί περιορίζονταν στην εξέταση των εξωτερικών συμπτωμάτων, υπό τους περιορισμούς της Εκκλησίας για την ανατομή και με την πεποίθηση ότι οι ασθένειες του σώματος ήταν προϊόν της αμαρτίας. Μάλιστα, η τέταρτη σύνοδος του Λατερανού απαγόρευε στους γιατρούς να επισκέπτονται δεύτερη φορά έναν ασθενή, εκτός και αν τον είχε δει νωρίτερα ένας ιερέας, που παράγγελνε στον γιατρό να προειδοποιήσει τον ασθενή του ότι στην πραγματικότητα χρειαζόταν πνευματική, και όχι σωματική θεραπεία.
Ωστόσο, ο σχολαστικισμός συνέβαλε στην άνθηση του δικαίου. Ο Ιρνέριος (πέθανε γύρω στο 1130), που συνδέεται με την αναβίωση του ρωμαϊκού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, έγραψε πολυάριθμα σχόλια. Μάλιστα, ορισμένα σχόλια χρησιμοποιούνταν ως αυτοτελή επίσημα κείμενα. To Glossa ordinaria του Μπολονέζου νομικού Φραγκίσκου Ακκουρσίου, ο οποίος συνέθεσε τα έργα προγενέστερων σχολιαστών σε μια σύνοψη με πάνω από 96.000 σχόλια, εμφανίστηκε το 1250 και αμέσως έγινε αναπόσπαστο συστατικό του προγράμματος σπουδών. Περισσότερα είχαν γραφτεί για τη μελέτη της θεολογίας παρά για το δίκαιο· εντούτοις, με εξαίρεση το Παρίσι, η θεολογία ήταν πάντα η πιο μικρή, αν και η πιο έγκριτη, σχολή των πανεπιστημίων. Τον 12ο αιώνα οι θεολόγοι καταλάμβαναν τις καλύτερες θέσεις στην Εκκλησία, αλλά ήδη τον 14ο αιώνα είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των δικηγόρων του κανονικού δικαίου, καθώς η διαχείριση της τεράστιας περιουσίας των εκκλησιών, η διεύρυνση της εκκλησιαστικής διοίκησης και η ανάγκη επικύρωσης των ένδικων μέσων που συνδέονταν με την ηθική ή τα μυστήρια έφερναν όλο και πιο συχνά την Εκκλησία στη θέση του αντιδίκου. Τόση πολλή δουλειά είχε πέσει στα εκκλησιαστικά δικαστήρια που οι πιο φιλόδοξοι ανερχόμενοι δικηγόροι γίνονταν «διδάκτορες και των δύο δικαίων», του εκκλησιαστικού και του αστικού.
Επίκεντρο του αρχαιότερου βόρειου πανεπιστημίου, στο Παρίσι, ήταν το Studium generale, μια συντεχνία «δασκάλων των τεχνών» [magistri], η οποία αναφέρεται τον 12ο αιώνα. Οι καθηγητές δίδασκαν σε σχολές μέσα στην πόλη και στα περίχωρά της. Απ' όλες τις σχολές η πιο σημαντική ήταν εκείνη του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων. Καθώς οι καθηγητές της είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο του trivium και του quadrivium, όλοι τους ήταν τουλάχιστον είκοσι ετών. Έτσι, είχαν κοινά ενδιαφέροντα με τους δικούς τους φοιτητές, στους οποίους δίδασκαν τις επτά ελευθέριες τέχνες. Επίσης, είχαν ανάγκη να συναλλάσσονται συλλογικά με τον επίτροπο του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, που ήταν ο επικεφαλής της θεολογικής σχολής, όπου οι περισσότεροι καθηγητές ήταν ταυτόχρονα και σπουδαστές. Συνεπώς, οι καθηγητές αντιστέκονταν σθεναρά στις απόπειρες του πάπα να εποπτεύσει το πρόγραμμα μαθημάτων τους, καθώς και στην απόπειρα του γραμματέα του καθεδρικού συμβουλίου της Παναγίας των Παρισίων να επιβάλει δίδακτρα για την απόκτηση της άδειας διδασκαλίας, την οποία θα μπορούσε να παραχωρεί σε άτομα της δικής του επιλογής. Κάτι τέτοιο θα ήταν σοβαρό πλήγμα στην αυτοτέλεια της συντεχνίας, επειδή οι «μάστορες» σε όλες τις συντεχνίες είχαν το δικαίωμα να ορίζουν το ύψος των διδάκτρων και να καθορίζουν τα πρότυπα του επαγγέλματος.
Στη διάρκεια του 13ου αιώνα, η διοίκηση του πανεπιστημίου του Παρισιού —και στα περισσότερα άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, εξάλλου, όπως στις σχολές της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ, ίσχυαν παραλλαγές αυτής της αρχής— επικυρωνόταν σε μια γενική συνέλευση του πανεπιστημίου. Η σχολή των τεχνών διαιρέθηκε σε τέσσερα «έθνη», το αγγλικό (που περιλάμβανε τους Γερμανούς και τους Σκανδιναβούς), το νορμανδικό, το πικαρδικό και το γαλλικό (που περιλάμβανε τους Γάλλους που δεν κατάγονταν από την Πικαρδία ή τη Νορμανδία, καθώς και τους Ιταλούς και τους Ίβηρες που βρίσκονταν στο Παρίσι). Κάθε έθνος στη σχολή των τεχνών είχε τη δική του σφραγίδα και μια συλλογική ψήφο, ενώ καθεμιά από τις τρεις ανώτατες σχολές (κανονικό δίκαιο, ιατρική και θεολογία) διέθετε μία. Επομένως, οι τέχνες πλειοψηφούσαν σε σχέση με τις υπόλοιπες σχολές τέσσερα προς τρία. Τα έθνη της σχολής των τεχνών εξέλεγαν «πληρεξουσίους», που με τη σειρά τους εξέλεγαν έναν ρέκτορα ως επικεφαλής της σχολής των ελευθέριων τεχνών. Στα μέσα του 13ου αιώνα ο ρέκτορας αναγνωρίστηκε ως επικεφαλής της πανεπιστημιακής κοινότητας, ενώ ο «πρύτανης» του καθεδρικού συμβουλίου της Παναγίας των Παρισίων απέκτησε διακοσμητικό ρόλο. Ωστόσο, σε αλλά πανεπιστήμια ο πρύτανης εξακολούθησε να έχει τον πρώτο λόγο.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη διάκριση μεταξύ των «πανεπιστημίων» των καθηγητών στη βόρεια Ευρώπη και των πανεπιστημίων των φοιτητών στον Νότο, αλλά η αντίθεση είναι επιφανειακή και όχι ουσιαστική. Μολονότι στα μέσα του 11ου αιώνα υπήρχε σχολή ελευθέριων τεχνών στην Μπολόνια, η κορυφαία σχολή για νομικές σπουδές μόνο τον 13ο αιώνα ενσωματώθηκε στο πανεπιστήμιο. Επομένως, οι φοιτητές νομικής στην Μπολόνια, που είχαν διδαχτεί τις ελευθέριες τέχνες εκτός πανεπιστημίου, ήταν απλοί σπουδαστές στις ανώτατες σχολές του κανονικού ή του αστικού δικαίου ή και των δύο. Έτσι, η ένωσή τους στρεφόταν αποκλειστικά κατά των καθηγητών της νομικής, που οι περισσότεροι ήταν δικηγόροι με ιδιωτική πελατεία στην Μπολόνια, και επομένως η διδασκαλία ήταν γι' αυτούς πάρεργο. Οι καθηγητές στο Παρίσι όριζαν το πρόγραμμα και τα πρότυπα διαγωγής για κάθε σχολή, και το ίδιο έκαναν οι φοιτητές στην Μπολόνια, οι οποίοι, ως προς την ηλικία και την κατάρτιση, ήταν ισότιμοι με τους καθηγητές του Παρισιού. Ανάγκαζαν τους καθηγητές να συμμορφώνονται με κανόνες τόσο αυστηρούς που θα τους ζήλευε κάθε σημερινός φοιτητής. Για να εγκαταλείψουν την Μπολόνια, οι καθηγητές έπρεπε να καταβάλουν χρηματική εγγύηση. Αν δεν έκαναν τις καθορισμένες παραδόσεις ή αν δεν κατάφερναν να καλύψουν την ύλη με τον καθορισμένο τρόπο, κατέβαλλαν πρόστιμο. Η κατάσταση βελτιώθηκε μόνο όταν οι δημοτικές αρχές της Μπολόνιας δημιούργησαν κάποιες έμμισθες θέσεις καθηγητών στα τέλη του 13ου αιώνα. Μολονότι μέχρι και τον 14ο αιώνα οι θέσεις αυτές συμπληρώνονταν ύστερα από ψηφοφορία των σπουδαστών, ο σπουδαστικός έλεγχος στην Μπολόνια ουσιαστικά έληξε το 1400.
Το 1200 η Ευρώπη είχε τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια (από εδώ κι εμπρός χρησιμοποιούμε τη λέξη με τη σημερινή της σημασία). Το πανεπιστήμιο του Παρισιού ήταν το μεγαλύτερο, και ακολουθούσαν τα πανεπιστήμια της Μπολόνιας, της Οξφόρδης και του Σαλέρνου. Καθένα από αυτά, με εξαίρεση την Οξφόρδη, προσείλκυε διεθνή πελατεία. Το 1209 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ από την απόσχιση καθηγητών της Οξφόρδης. Αυτά τα δύο παρέμειναν τα μοναδικά αγγλικά πανεπιστήμια μέχρι τη σύγχρονη περίοδο, αν και αναπτύχθηκαν εκπληκτικά με την προσθήκη κολεγίων. Όσο αργά όμως και αν εξαπλώθηκε το κίνημα των πανεπιστημίων στην Αγγλία, τόσο ραγδαία εξελίχθηκε κατά τον 13ο αιώνα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Τον 13ο αιώνα ιδρύθηκαν σε ιταλικές πόλεις αρκετά πανεπιστήμια από σπουδαστές που είχαν αποσκιρτήσει από την Μπολόνια. Το πρώτο ιδρύθηκε στην Πάδουα το 1222. Λειτούργησε μόνον έξι χρόνια και επανασυστήθηκε το 1260, όταν οι αρχές της πόλης προσείλκυσαν με ευνοϊκούς όρους τους καθηγητές. Αρχικά ήταν νομική σχολή, και μόνο κατά τα τέλη του 14ου αιώνα διαχωρίστηκαν οι σχολές των ελευθέριων τεχνών και της ιατρικής από τη νομική. Στη Φλωρεντία ιδρύθηκε το 1321 ένα πανεπιστήμιο, στηριγμένο στο πρότυπο της Μπολόνιας, και επανιδρύθηκε το 1348. Φημιζόταν κυρίως για τις ανθρωπιστικές του σπουδές, ιδίως αφότου ιδρύθηκε εκεί μια έδρα ελληνικών γύρω στο 1400. Αλλά η φήμη της Φλωρεντίας ως πολιτιστικού κέντρου οφείλεται στην πατρωνεία των τεχνών εκ μέρους των ιδιωτών και όχι στις δραστηριότητες των πανεπιστημιακών λογίων της. Το πανεπιστήμιο της Νεάπολης ιδρύθηκε το 1224 από τον Φρειδερίκο Β', παράκμασε με το θάνατό του και επανιδρύθηκε το 1266 από τον πάπα και τον Κάρολο d' Anjou. Οι πάπες ίδρυσαν στη Ρώμη δύο πανεπιστήμια που τελικά συγχωνεύθηκαν σε ένα.
Μετά το 1300 οι πανεπιστημιακές σπουδές αναπτύχθηκαν θεαματικά. Το 1300 είχαν πια ιδρυθεί γύρω στα 20 πανεπιστήμια, ενώ ως το 1500 ο αριθμός τους είχε φτάσει τα 79. Τα περισσότερα είχαν ιδρυθεί από δήμους ή άλλες δημόσιες αρχές. Το πρώτο πανεπιστήμιο στη Γερμανική αυτοκρατορία ιδρύθηκε στην Πράγα το 1347 από τον Κάρολο Δ', αυτοκράτορα της Γερμανίας και βασιλιά της Βοημίας. Το πανεπιστήμιο της Βιέννης ιδρύθηκε το 1365 από τον Αψβούργο δούκα Ροδόλφο Δ' της Αυστρίας, τον κορυφαίο πολιτικό αντίπαλο του Καρόλου Δ' στη νότια Γερμανία. Ακολούθησε η ίδρυση του πανεπιστήμιου της Χαϊδελβέργης το 1386, της Κολονίας το 1388 και της Ερφούρτης το 1392. Τα πανεπιστήμια της Πράγας και της Βιέννης ήταν οργανωμένα σύμφωνα με το παρισινό πρότυπο, με την προσθήκη βασιλικών κολεγίων και βιβλιοθηκών. Πανεπιστήμια ιδρύθηκαν επίσης και στην ανατολική Ευρώπη, με πρώτα της Κρακοβίας το 1364 και της Βούδας το 1389.
Η φύση του προγράμματος σπουδών και ο τρόπος διδασκαλίας σήμαιναν ότι οι φοιτητές περνούσαν πολλά χρόνια σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο. Οι περισσότεροι άρχιζαν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές σε ηλικία δεκαπέντε περίπου ετών. Αν και κανονικά έπρεπε να διδάσκονται από διάφορους ειδικούς, υπεύθυνος για τους νεαρούς φοιτητές ήταν ένας από τους ανώτερους καθηγητές. Καθώς άνοιγαν όλο και περισσότερες σχολές που κάλυπταν τη στοιχειώδη διδασκαλία των λατινικών, περιορίστηκε ο χρόνος για τη διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής στα πανεπιστήμια, αλλά αυξήθηκε ο χρόνος διδασκαλίας της λογικής. Η διδασκαλία ήταν προφορική. Ο καθηγητής διάβαζε μεγαλοφώνως σχετικά χωρία από τα επίσημα κείμενα και μετά τα σχολίαζε. Οι συζητήσεις επικεντρώνονταν κυρίως στο μάθημα της λογικής και διεξάγονταν με τη διαλεκτική μέθοδο, δηλαδή με την αντιπαράθεση φαινομενικά αντικρουόμενων πηγών, με τελικό σκοπό να επιτευχθεί μια σύνθεση. Συνήθως οι φοιτητές ανέθεταν σε έναν συμφοιτητή τους να κρατά σημειώσεις από την παράδοση, μετά την οποία κατέληγαν στην ταβέρνα όπου τις απομνημόνευαν και επιδίδονταν και σε άλλες δημιουργικές δραστηριότητες. Ύστερα από τέσσερα ή πέντε χρόνια, ο φοιτητής ένιωθε επαρκώς καταρτισμένος ώστε να δώσει τις πρώτες προαγωγικές εξετάσεις με τις οποίες θα αποκτούσε τον τίτλο του πτυχιούχου, που αντιστοιχούσε στον τίτλο του κάλφα. Στη συνέχεια περνούσε δύο χρόνια κάνοντας «έκτακτες» ή πρόχειρες παραδόσεις τα απογεύματα —στην πραγματικότητα βοηθώντας τον επιβλέποντα καθηγητή, ο οποίος έκανε την «τακτική» παράδοση το πρωί. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο φοιτητής ώφειλε να παρακολουθεί και να συμμετέχει στις εβδομαδιαίες «αντιλογίες» (disputatio) του καθηγητή του. Μετά από αυτό, ήταν έτοιμος να δώσει εξετάσεις για να γίνει «μάστορας» (master), οι οποίες κατέληγαν σε μια προφορική «αντιλογία». Μετά τις εξετάσεις, ο φοιτητής έπρεπε να γίνει δεκτός για διδακτορία δίνοντας μια εναρκτήρια διάλεξη ή συμμετέχοντας σε μια δημόσια συζήτηση παρουσία μιας ομάδας καθηγητών, στην οποία συγκαταλεγόταν και ο δικός του πρώην επιβλέπων καθηγητής. Αν και στη διάρκεια του 13ου αιώνα υπήρχαν άφθονοι βιβλιοπώλες γύρω από τα πανεπιστήμια και οι προχωρημένοι φοιτητές συνήθως κατείχαν τα βασικά κείμενα τα οποία μελετούσαν, η παράδοση και η εξέταση ήταν μόνο προφορικές, και ο φοιτητής έπρεπε να τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του παραθέτοντας μακροσκελή χωρία από τις πηγές. Αν κάποιος φοιτητής περνούσε τις εξετάσεις, γινόταν «δάσκαλος των τεχνών» και μπορούσε, μεταξύ άλλων, να συνεχίσει για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, να διδάξει ή να περιβληθεί το ιερατικό σχήμα.
Μέχρι τον 13ο αιώνα οι θεολογικές σπουδές διεξάγονταν κυρίως στη σχολή των τεχνών, ενώ το παραδοσιακό πρόγραμμα των ελευθερίων τεχνών είχε ολοένα και λιγότερη σχέση με ό,τι πραγματικά διδάσκονταν οι φοιτητές. Στα μέσα του ίδιου αιώνα ο υποψήφιος σπουδαστής του πανεπιστημίου έπρεπε να γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει λατινικά. Προφανώς, η μεσαιωνική φιλοσοφία εμπεριέχει ένα ισχυρό εβραϊκό στοιχείο, αλλά τον 12ο και τον 13ο αιώνα καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια για την αφομοίωση της «κλασικής» παράδοσης της Ρώμης και ιδίως της αρχαίας Ελλάδας. Η ρωμαϊκή επίδραση ήταν έντονη κυρίως σε ζητήματα ύφους, καθώς η ρωμαϊκή σκέψη ήταν βασικά μίμηση της ελληνικής. Από τον Πλάτωνα και τον μαθητή (αλλά όχι μιμητή) του, τον Αριστοτέλη, προήλθαν δύο διακριτές κλασικές παραδόσεις. Με εξαίρεση ένα απόσπασμα από τον Τίμαιο, ελάχιστα έργα του Πλάτωνα ήταν από πρώτο χέρι γνωστά στη Δύση πριν από τον 13ο αιώνα. Η πλατωνική παράδοση εμφανίζεται προσαρμοσμένη από τους νεοπλατωνικούς, φιλτραρισμένη από τη θεολογία του ιερού Αυγουστίνου.
Μέχρι τον 12ο αιώνα, και σε μεγαλύτερο βαθμό έκτοτε απ' ό,τι συχνά πιστεύουμε, η μεσαιωνική θεολογία και φιλοσοφία ήταν κατ' ουσίαν πλατωνικές. Στην πράξη αυτό σήμαινε πως οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι η υπέρτατη αλήθεια βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου. Η πραγματικότητα βρίσκεται στα αρχέτυπα, σε γενικές και τέλεια συγκροτημένες ιδέες ή μορφές. Ο υλικός κόσμος δεν είναι παρά μια σκιά της επέκεινα υπέρτατης πραγματικότητας, την οποία ο άνθρωπος, αιχμάλωτος της ύλης μέσα στην οποία ζει, δεν μπορεί να συλλάβει παρά μόνον αμυδρά. Το κακό είναι μια μη δημιουργημένη στέρηση· δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα απορρέει από την αδιαφορία του ανθρώπου απέναντι στην ίδια του τη φύση, που είναι η αναζήτηση της μορφής του καλού. Ο άνθρωπος είναι μια ατελής αντανάκλαση του δημιουργού του, του Θεού, ο οποίος είναι μια άυλη και καθαρή μορφή, αλλά μια μορφή που περιέχει την εμπραγμάτωση, αν και όχι τη δυνατότητα, καθώς η τελευταία συνεπάγεται το ενδεχόμενο της αλλαγής και, επομένως, της μη τελειότητας.
Η έκφραση αυτής της ιδέας στη χριστιανική θεολογία αποκαλείται «πραγματιστική» θέση επειδή οι θιασώτες της υποστήριζαν ότι οι ιδέες εμπεριέχουν μια πραγματικότητα ανεξάρτητα από την ύλη. Πριν από τον 14ο αιώνα, ελάχιστοι πρέσβευαν την αντίθετη άποψη, που ονομάζεται «ονοματοκρατία» (ή «νομιναλισμός») επειδή οι υποστηρικτές της πίστευαν ότι οι γενικές ιδέες ήταν απλά ονόματα. Το πρόβλημα εμφανίστηκε ήδη από τις αμφισβητήσεις της καρολίγγειας περιόδου γύρω από το ζήτημα της θείας ευχαριστίας. Στα τέλη του 11ου αιώνα, ο Βερεγγάριος της Τουρ, εφαρμόζοντας τις αριστοτελικές κατηγορίες της ουσίας και του συμβεβηκότος στα στοιχεία της λειτουργίας, είπε ότι εφόσον το υλικό φαινόμενο (συμβεβηκός) δεν παρουσίαζε μεταβολές και παρέμενε άρτος και οίνος, έτσι και η ουσία (η παρουσία του Χριστού) δεν μπορούσε παρά να μείνει αμετάβλητη. Ο Λάνφρανκ του Μπεκ (ο προκάτοχος του Ανσέλμου στην αρχιεπισκοπή του Καντέρμπουρυ) διατύπωσε τα επιχειρήματά του στη βάση της πραγματιστικής θέσης ότι, παρά τα φαινόμενα, τα στοιχεία της θείας λειτουργίας υφίστανται κάποιο μετασχηματισμό και μετατρέπονται σε αίμα και σώμα του Ιησού. Απέναντι σ' αυτό το φόντο ενδοακαδημαϊκών διαφωνιών γύρω από την πραγματικότητα των γενικών εννοιών, συντελέστηκε μια θεμελιώδης μετατροπή της κλασικής παράδοσης, που στάθηκε μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην πνευματική ιστορία της Δύσης: η ενσωμάτωση του Αριστοτέλη σε ένα βασικά χριστιανικό πρόγραμμα σπουδών στην Ευρώπη. Στις αρχές του 12ου αιώνα ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα λιγότερο γνωστός από τον Πλάτωνα, αλλά αυτή η κατάσταση μεταβλήθηκε ταχύτατα. Ο Πέτρος Αβελάρδος αποκαλούσε με σεβασμό τον Αριστοτέλη «ο Φιλόσοφος» και προφανώς γνώριζε τα έργα του περί λογικής, που ήταν διαθέσιμα σε λατινικές μεταφράσεις. Ωστόσο, οι μεταφράσεις αυτές προέρχονταν από αραβικές μεταφράσεις των πρωτότυπων ελληνικών κειμένων. Μεταφράσεις αριστοτελικών έργων κατευθείαν από τα ελληνικά έγιναν στα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του Σταγειρίτη φιλοσόφου ήταν πλέον προσιτά στα λατινικά.
Οι λατινικές εκδοχές του αριστοτελικού έργου που πρώτες έφτασαν στη Δύση συχνά κυκλοφορούσαν μαζί με τα συνοδευτικά σχόλια του Ισπανού μουσουλμάνου Αβερρόη (1126-1198), που ανέπτυξε περαιτέρω τις αριστοτελικές κατηγορίες της ύλης και της μορφής, του δυνάμει και του ενεργεία όντος, καθώς και της κίνησης. Σύμφωνα με τον Αβερρόη, η συνεχής εξέλιξη και αλλαγή του υλικού κόσμου οφείλεται σε ένα έσχατο αίτιο, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ιδιαίτερα απεχθής στους χριστιανούς ήταν η θέση του Αβερρόη ότι η δυνάμει διάνοια του Αριστοτέλη (η ψυχή) πεθαίνει μαζί με το άτομο ως μορφή του σώματος. Αντί γι' αυτό, υπάρχει μια ενεργεία διάνοια ή ένα είδος «ανώτερης ψυχής». Ο Αβερρόης διαχώριζε τις σφαίρες της πίστης και της λογικής, πιστεύοντας πως η καθεμία υπερείχε στο δικό της πεδίο. Επομένως, δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο, μια αντίληψη που δικαιολογημένα ώθησε μερικούς να ισχυριστούν ότι ο Αβερρόης κήρυττε ένα δόγμα διπλής αλήθειας.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε εκφράσει ιδέες που θα μπορούσαν να γίνουν ανεπιφύλακτα δεκτές από τους χριστιανούς. Από τον δάσκαλό του Πλάτωνα είχε υιοθετήσει την αντίληψη ότι η μορφή προηγείται της ύλης· ως εκ τούτου, για παράδειγμα, ένα βελανίδι εξελίσσεται σε βελανιδιά και όχι σε χοίρο. Ο Αριστοτέλης έδινε έμφαση στον κόσμο της ύλης, τον οποίο θεωρούσε αιώνιο. Ήταν βιολόγος· αν και έγραψε για τη μεταφυσική και την πολιτική θεωρία, ο κύριος όγκος των κειμένων του αφορούσε επιστημονικά θέματα· σ' αυτά έδωσε βάρος σε μια εξελικτική προσέγγιση που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη χριστιανική άποψη περί ιστορίας του ανθρώπου, η οποία υπογράμμιζε τη θεία παρέμβαση στις ανθρώπινες υποθέσεις με τη μορφή του θαύματος. Για τον Αριστοτέλη, ο Θεός γίνεται απλώς ένα πρώτο κινητήριο αίτιο («πρώτο κινούν»). Πιθανόν το πιο σοβαρό πρόβλημα να αφορούσε την επιστημολογία. Η αυγουστίνεια παράδοση, στα χνάρια του Πλάτωνα, υποστήριζε ότι η γνώση μας για τη μορφή είναι εμφυτευμένη μέσα μας από τον Θεό με τη μορφή των ιδεών. Ο άνθρωπος ερευνά τον κόσμο της ύλης με αυτό το ατελές εργαλείο, τη λογική, στηριγμένος στην προγενέστερη γνώση αυτών των μορφών. Εντούτοις, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο άνθρωπος αποκτά γνώση, συγκαταλεγομένης και της γνώσης της μορφής, μέσω της αισθητηριακής αντίληψης και όχι χάρη σε μια έμφυτη ή εντυπωμένη στη μνήμη γνώση ή, όπως θα το διατύπωναν οι αυγουστινιανοί, μέσω της θείας φώτισης. Η Εκκλησία δεν είχε αντίρρηση να διαβάζουν οι φοιτητές της θεολογίας το αριστοτελικό έργο, επειδή τους θεωρούσε αρκετά ώριμους ώστε να κατανοήσουν τα όριά του. Ωστόσο, το 1215 ο πάπας απαγόρευσε τη διδασκαλία του Αριστοτέλη στους κατά πολύ νεότερους φοιτητές της σχολής των ελευθέριων τεχνών στο Παρίσι. Όπως ήταν φυσικό, η απαγόρευση τούς ώθησε να μελετούν αυτά τα βιβλία στον ελεύθερο χρόνο τους, και οι συνετοί λόγιοι συνειδητοποίησαν ότι στο αριστοτελικό έργο υπήρχαν πολλά στοιχεία που μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους χριστιανούς. Το 1255, ο πάπας Αλέξανδρος Δ' αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποδεχτεί τα έργα του Αριστοτέλη ως βάση του trivium. Η επίδρασή τους στο quadrivium ήταν ακόμα πιο καθοριστική. Το 1366 το πανεπιστήμιο αναθεώρησε το πρόγραμμα μαθημάτων, καθιστώντας υποχρεωτική τη γνώση όλου του σώματος του αριστοτελικού έργου για την άδεια διδασκαλίας των τεχνών.
Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι του 13ου αιώνα διαισθάνονταν ότι, με τη συνεχή επιστροφή στα κλασικά κείμενα, βρίσκονταν στο κατώφλι μιας υπέρτατης συμφιλίωσης της περίτεχνής τους εξέτασης του κόσμου της ύλης με τα προτάγματα της θρησκευτικής αποκάλυψης. Ιδίως το τάγμα των Δομικανικών τάχθηκε υπέρ του Αριστοτέλη, ίσως επειδή, ως ένα βαθμό, το ανταγωνιστικό τάγμα των Φραγκισκανών τον απέρριπτε εμφατικά. Οι Δομινικανοί έγραψαν «συστήματα» (summae), δηλαδή πραγματείες σε διαλεκτική μορφή που φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν τις «υπέρτατες» απόψεις επί των θεμάτων που πραγματεύονταν. Ο Αλβέρτος του Λάουινγκεν, γνωστός ως Αλβέρτος ο Μέγας, ένας Δομινικανός μοναχός της Κολονίας που δίδαξε και στο Παρίσι, ήταν ένας εμπειρικός επιστήμονας ο οποίος συνέβαλε στη διάδοση του επιστημονικού έργου του Αριστοτέλη. Επίσης συνέταξε ένα Θεολογικό σύστημα, προσπαθώντας να διαχωρίσει τον Αριστοτέλη από τον Αβερρόη και να συμφιλιώσει τη μεταφυσική των Ελλήνων με τον χριστιανισμό. Ο πιο διάσημος μαθητής του Αλβέρτου ήταν ο Θωμάς από το Ακουίνο, ο άγιος Θωμάς Ακινάτης (1225-1274). Αυτός και ο ιερός Αυγουστίνος θεωρούνται οι δύο μεγαλύτεροι χριστιανοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα.
Γόνος μιας οικογένειας Ιταλών ευγενών, ο άγιος Θωμάς δίδαξε στα πανεπιστήμια του Παρισιού και της Νεάπολης. Στα πιο σημαντικά του έργα, το Θεολογικό σύστημα και το Σύστημα καθολικής πίστης κατά των ειδωλολατρών, ανέπτυξε μια χριστιανική φιλοσοφία ιδωμένη μέσα από τις αριστοτελικές κατηγορίες αλλά στηριγμένη στη διαλεκτική μέθοδο που περιέχεται σε πηγές αναμφίβολης ορθοδοξίας, όπως τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας, η Βίβλος και ορισμένες αναφορές από το κανονικό δίκαιο. Ο Ακινάτης βασικά αποδεχόταν τις αριστοτελικές ιδέες της αιτιότητας στην πραγματεία του περί του κόσμου της ύλης, αλλά έπρεπε να τις τροποποιήσει προς την κατεύθυνση της διδασκαλίας του Αυγουστίνου όσον αφορά τον Θεό και την αιώνια αλήθεια. Ενστερνίστηκε την αριστοτελική διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης (που συμπίπτουν μόνο στον Θεό), αλλά προσέθεσε ότι δεν υπάρχει ουσία δίχως ύπαρξη. Η ύλη δεν έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη μορφή. Απέρριψε την αριστοτελική αντίληψη περί πολλαπλότητας των μορφών, επισημαίνοντας ότι υπάρχει μία μόνο ουσιαστική μορφή (λόγου χάρη, η ανθρωπότητα), και ότι η ύλη είναι η αρχή της εξατομίκευσης στο μεμονωμένο σώμα. Ωστόσο, το επιμέρους σαρκίο έχει και αυτό τη μορφή του, την ψυχή, που είναι αθάνατη.
Ο «χριστιανικός αριστοτελισμός» του Ακινάτη δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις ακόμα και πριν από το θάνατό του. Το 1270, δεκατρείς προτάσεις του καταδικάστηκαν ως αιρετικές από τον επίσκοπο του Παρισιού, ενώ ο Ακινάτης δεν κυρύχθηκε άγιος παρά μόνο το 1323, δηλαδή με αξιοσημείωτη καθυστέρηση για μια τόσο επιφανή προσωπικότητα. Μόνο τον 16ο αιώνα ο Ακινάτης άρχισε να αντιμετωπίζεται ως αυθεντία. Σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία εξακολουθεί να συσχετίζει τους χριστιανούς αριστοτελικούς με τους πιο ριζοσπάστες «Λατίνους αβερροϊστές», που υιοθετούσαν τα σχόλια του Αβερρόη στο αριστοτελικό έργο. Ο ετερόδοξος αριστοτελισμός έφτασε στο απόγειό του στο Παρίσι στα τέλη του 13ου αιώνα με το έργο του Σιγέρου της Βραβάντης και του Βοηθίου της Δακίας, που αμφότεροι δίδαξαν στη σχολή των τεχνών. Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν ήταν συστηματικός θεολόγος, και τα γραπτά που άφησαν είναι λίγα.
Σχεδόν όλοι οι επικριτές του Ακινάτη ήταν Φραγκισκανοί. Ο πιο επιφανής από αυτούς ήταν ο άγιος Μποναβεντούρα (1221-1274), ο γενικός μάγιστρος του τάγματος των Φραγκισκανών, τα έργα του οποίου ακολουθούν την αυγουστίνεια παράδοση. Το πιο σημαντικό του έργο ήταν τα Σχόλια στις Προτάσεις [του Πέτρου του Λομβαρδού], μαζί με αρκετές συλλογές κηρυγμάτων. Ενώ ο Μποναβεντούρα δεν αρνιόταν τη χρησιμότητα της λογικής, και μάλιστα αποδεχόταν την αριστοτελική θέση ότι η γνώση αντλείται από την αισθητηριακή αντίληψη, απεχθανόταν την τάση της υπερβολικής προβολής της σε βάρος της πίστης και του συναισθήματος. Ο νους πρέπει να έχει στην ψυχή ένα αιώνιο πρότυπο με βάση το οποίο να μετρά τα δεδομένα που εξάγονται από τις αισθήσεις, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θεία φώτιση.
Ο Μποναβεντούρα αρνιόταν την ιδέα της αιωνιότητας της ύλης, για την οποία πίστευε ότι ερχόταν σε αντίθεση με την αποκάλυψη και περιόριζε τη θεία βούληση. Κατ' αυτόν, η ψυχή είναι μια σύνθεση ύλης και μορφής που δεν υφίσταται πριν από το σώμα, αλλά επιβιώνει μετά τη φθορά του ως μορφή του σώματος. Παραδόξως, για ορισμένους Φραγκισκανούς επιστήμονες οι αριστοτελικοί ήταν υπερβολικά εγκόσμιοι. Ο Οξφορδιανός Ροβέρτος Γκρόστεστ (περί το 1168-1253), που πέθανε ως επίσκοπος του Λίνκολν, θαύμαζε τον Αριστοτέλη και μάλιστα μετέφρασε τα Ηθικά Νικομάχεια στα λατινικά. Εντούτοις, το έργο του τονίζει τη νεοπλατωνική «μεταφυσική του φωτός», όπου το φως εξετάζεται τόσο από επιστημονική σκοπιά όσο και ως σύμβολο θείας φώτισης. Ο Γκρόστεστ πραγματοποίησε λαμπρά πειράματα στην οπτική. Ο μαθητής του Ρογήρος Βάκων (πέθανε το 1294) απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη φήμη μέσω της υποτιθέμενης ιδιότητάς του ως μάγου, που οφείλεται στην ανησυχία της Εκκλησίας για τις απόψεις του περί αλχημείας και αστρολογίας. Η επιστημονική παράδοση συνεχίστηκε στην Οξφόρδη, που έγινε το πρώτο πανεπιστήμιο στη δυτική Ευρώπη όπου οι φυσικές επιστήμες διαχωρίστηκαν από τις θεολογικές σπουδές.
Η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν (Hildegard von Bingen, 1098 - 17 Σεπτεμβρίου 1179), γνωστή και ως Χιλδεγάρδη του Μπίνγκεν, Ευλογημένη Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, Αγία Χίλντεγκαρντ και Σίβυλλα του Ρήνου, ήταν Γερμανίδα μύστρια, συγγραφέας, συνθέτις και φιλόσοφος και κατάφερε να γίνει η σημαντικότερη θρησκευτική ηγέτιδα του 12ου αιώνα στην Ευρώπη. Ήταν μαθήτρια της Γιούτα φον Σπονχάιμ και μέντορας της Ελισάβετ του Σονάου. Έχει μείνει γνωστή για τα οράματα που έβλεπε και για την ικανότητά της να προβλέπει το μέλλον. Θεωρείται από τις πρώτες προσωπικότητες, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά του "καθολικού ανθρώπου", όπως αυτά παρουσιάστηκαν στην Αναγέννηση. Συνέγραψε θεολογικά και βοτανολογικά κείμενα, ύμνους για τη Θεία Λειτουργία, ποιήματα, ιντερλούδια (τα παλαιότερα σωζόμενα) και ζωγράφισε εξαίρετες μικρογραφίες σε χειρόγραφα. Την αποκάλεσαν την «πιο εξέχουσα φυσιοδίφη και την πιο πρωτότυπη φιλόσοφο της Δύσης του 12ου αιώνα». Ήταν επίσης η πρώτη που μίλησε ανοιχτά και χωρίς μισογυνικές προκαταλήψεις για τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Είναι μία από τις τέσσερις γυναίκες που κέρδισαν ποτέ τον τίτλο του Διδάκτορα της Εκκλησίας. Τιμάται τόσο από την Καθολική Εκκλησία, όσο και από την Αγγλικανική και Προτεσταντική ως αγία.
Η Χίλντεγκαρντ γεννήθηκε γύρω στο 1098 στη Γερμανία και ήταν το δέκατο παιδί οικογένειας ευγενών με πολύ ασθενική φύση και εύθραυστη υγεία. Λίγο πριν να κλείσει τα πέντε άρχισε να βλέπει οράματα με φλόγες, λάμψεις και κυκλικά φώτα καθώς και πράγματα κρυμμένα στους υπόλοιπους ανθρώπους. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι κατάφερε να περιγράψει τα σημάδια στο δέρμα ενός μοσχαριού ενώ εκείνο δεν είχε ακόμα γεννηθεί και βρισκόταν μέσα στην κοιλιά της αγελάδας. Στα επτά της χρόνια οι γονείς της την αφιέρωσαν στο μοναστήρι του Ντισιμπόντενμπεργκ όπου τέθηκε στη φύλαξη της θείας της, κόμισσας Γιούτα φον Σπονχάιμ (Jutta von Sponheim), σημαντικότατης φυσιογνωμίας της εποχής της, που άσκησε επιρροή στη γερμανική κοινωνία και εκκλησία. Εκείνη την εποχή η Γιούτα ήταν κι αυτή δόκιμη μοναχή αλλά αργότερα έγινε ηγουμένη του μοναστηριού. Για την ακρίβεια η Γιούτα, που ήταν γνωστή για τη μόρφωσή της και την πίστη της, αποτελούσε πόλο έλξης για πολλές νεαρές κοπέλες που ήθελαν να εκπαιδευθούν από εκείνη και να μονάσουν. Έτσι, σταδιακά ίδρυσε ένα γυναικείο μοναστικό τμήμα εντός της μέχρι τότε αντρικής μονής του Ντισιμπόντεμπεργκ στο οποίο έγινε και ηγουμένη. Η Γιούτα φρόντισε να μορφωθεί η Χίλντεγκαρντ στη θεολογία, τη μουσική και τα λατινικά. Σε ηλικία δεκατεσσάρων η Χίλντεγκαρντ έλαβε τους επίσημους όρκους της μοναχής και έγινε κανονικό μέλος του μοναστηριού του Ντισιμπόντενμπεργκ. Το 1136 η Γιούτα απεβίωσε και τη θέση της κατέλαβε η Χίλντεγκαρντ. Περίπου εκείνη την εποχή η Χίλντεγκαρντ γνώρισε και τη Ρικάρντις φον Στάντε (Ricardis von Stade) που έμελλε να γίνει η καλύτερη και πιο αγαπημένη της φίλη ενώ ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση φιλίας και αμοιβαίου σεβασμού με τον μοναχό Βόλμαρ που έγινε μάλιστα ο έμπιστός της, γραμματέας της και εξομολογητής της.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1141, μία φωνή από τον ουρανό της είπε να καταγράψει τα οράματά της. “Μία μεγάλη λάμψη από τον ουρανό διαπέρασε το μυαλό μου και έκανε την καρδιά μου και το στήθος μου να λάμψουν χωρίς να καούν, όπως ο ήλιος ζεσταίνει αυτό που λούζει με τις ακτίνες του. Τότε το μυαλό μου γέμισε με το νόημα των ιερών βιβλίων, των Ψαλμών, των Ευαγγελίων και τα άλλα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.” Εκείνη όμως στην αρχή δίστασε γιατί φοβήθηκε ότι θα θεωρήσουν τα οράματά της «γυναικείες φαντασίες». Τότε έπεσε άρρωστη στο κρεβάτι. “Ο Θεός με τιμώρησε για λίγο ρίχνοντας με άρρωστη στο κρεβάτι και το αίμα στέρεψε στις φλέβες μου, υγρασία από τη σάρκα μου και το μεδούλι από τα κόκαλά μου λες και το πνεύμα μου κόντευε να φύγει από το κορμί μου. […] Σε αυτή την κατάσταση έμεινα τριάντα μέρες ενώ το σώμα μου έκαιγε λες με πυρετό… Και όλες αυτές τις μέρες παρακολούθησα μια ακολουθία αμέτρητων αγγέλων που πολεμούσαν μαζί με τον Μιχαήλ ενάντια στον δράκο και νίκησαν… Και ένας από αυτούς μου φώναξε, Αετέ! Αετέ! Γιατί ενκοιμήσαι; ...Σήκω! Γιατί είναι πρωί και πιες και φάγε. Και αμέσως το σώμα μου και οι αισθήσεις μου επανήλθαν στα εγκόσμια και βλέποντάς το οι κόρες μου που θρηνούσαν ολόγυρά μου με σήκωσαν από το πάτωμα και με έβαλαν στο κρεβάτι και έτσι άρχισα να ξαναβρίσκω τη δύναμή μου.” Τότε για πρώτη φορά, σε ηλικία 43 ετών, η Χίλντεγκαρντ αποκάλυψε ότι έβλεπε οράματα όλη της τη ζωή και άρχισε να γράφει το πιο γνωστό της έργο, το Scivias, που θα χρειαζόταν δέκα χρόνια για να τελειώσει και το οποίο, παρά τις μυστικιστικές ανησυχίες της συγγραφέα του, ήταν ένα κείμενο που συνδύαζε επιστήμη, θεολογία, φιλοσοφία, φυσιολογία, κοσμολογία, αστρονομία και γεωλογία.
Οι σύγχρονοι ερευνητές έχουν προτείνει διάφορες εξηγήσεις σχετικά με τα οράματα και τις λάμψεις που έβλεπε η Χίλντεγκαρντ, η οποία μάλιστα είχε εξηγήσει η ίδια, ότι δεν έπεφτε σε κάποιου είδους έκσταση αλλά διατηρούσε τις αισθήσεις της ενώ συνέβαιναν τα "οράματα". Οι πιο δημοφιλείς θεωρίες σήμερα είναι ότι επρόκειτο για κρίσεις ημικρανίας ή κρίσεις αυτισμού. Αν και η Χίλντεγκαρντ ήταν πολυμαθής κι εξαιρετικά μορφωμένη, δεν κατάφερε ποτέ να μάθει επαρκώς τα λατινικά γι΄αυτό, από την πρώτη στιγμή, στηρίχθηκε στη βοήθεια, αρχικά του αγαπημένου της Βόλμαρ, και μετέπειτα σε εκείνη διάφορων αντρών γραμματέων, έτσι ώστε να μεταγραφούν τα κείμενά της στα λατινικά με λόγιο τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι ενώ τα λατινικά ήταν υποχρεωτικό και πολύχρονο μάθημα για τους άντρες μοναχούς, για τις γυναίκες θεωρούνταν μάλλον άχρηστα αφού κανείς δεν είχε την προσδοκία ότι εκείνες θα έγραφαν ποτέ κάτι σημαντικό. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι γυναίκες, ανεξάρτητα από το πνευματικό δυναμικό τους, να παρουσιάζουν ελλείψεις σε προσόντα απαραίτητα για την πνευματική τους σταδιοδρομία λόγω της ελλειπούς εκπαίδευσής τους. Αυτό το πρόβλημα επιχείρησε να αντιμετωπίσει μία άλλη φωτισμένη ηγουμένισσα, η Χέραντ του Λάντσμπεργκ. Στην περίπτωση της Χίλντεγκαρντ όμως οι άντρες γραμματείς ήταν κάτι απαραίτητο, αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι εκείνη απαίτησε από την πρώτη στιγμή να μεταγραφούν επακριβώς αυτά που έλεγε και να μην αλλαχθούν ούτε στο ελάχιστο.
Το 1146 η Χίλντεγκαρντ επικοινώνησε με τον Βερνάρδο του Κλερβώ, που τότε ήταν ηγούμενος στο ομώνυμο μοναστήρι και ένας από τους πιο ισχυρούς άντρες της Εκκλησίας, ζητώντας του να αναγνωρίσει το χάρισμά της να βλέπει οράματα και να προβλέπει το μέλλον. Ο Βερνάρδος, αν και αρχικά απάντησε κάπως αδιάφορα, στη συνέχεια μίλησε για το θέμα στον Πάπα Ευγένιο Γ΄ που ήταν και προσωπικός του φίλος και του έστειλε να διαβάσει το Scivias που δεν ήταν ακόμα ολοκληρωμένο. Ο Πάπας, προφανώς εντυπωσιασμένος, διάβασε αποσπάσματα από το έργο στους καρδινάλιους και τους επισκόπους που είχαν συγκεντρωθεί σε σύνοδο και εκεί αποφάσισαν να εγκρίνουν τη δράση της Χίλντεγκαρντ. Μέσα στα επόμενα χρόνια η Χίλντεγκαρντ απέκτησε μεγάλη φήμη ως σοφή και προφήτισσα και πολλοί σημαντικοί άνθρωποι της εποχής, όπως ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα και ο θεολόγος Όντο του Σουασόν, άρχισαν να τη συμβουλεύονται. Τότε ήταν που άρχισε να αλληλογραφεί με την Ελισάβετ του Σονάου και σταδιακά έγινε μέντοράς της.
Το 1147 επεκτείνοντας το όραμα της δασκάλας της, Γιούτα, και ενώ έγραφε ακόμα το Scivias αποφάσισε να φύγει από το Ντισιμπόντενμπεργκ και να ιδρύσει ένα καθαρά γυναικείο μοναστήρι γιατί το Ντισιμπόντενμπεργκ ήταν κατά βάση ανδρικό μοναστήρι και το σχετικά νεοσύστατο γυναικείο τμήμα ήταν όχι απλώς περιορισμένο αλλά και υποτελές στο αντρικό. Όμως ο ηγούμενος του Ντισιμπόντεμπεργκ, ο Κούνο, αρνήθηκε να της δώσει την άδεια γιατί οι πολυάριθμες επισκέψεις που δέχονταν η Χίλντεγκαρντ έφερναν επισκέπτες και έσοδα στο μοναστήρι. Η φήμη της επίσης ήταν αρκετή για να προσελκύει πολλούς νέους μοναχούς και μοναχές που ήθελαν να μονάσουν στο μοναστήρι στο οποίο βρίσκονταν η Χίλντεγκαρντ. Εκείνη άρχισε να στέλνει επιστολές σε διάφορα υψηλά ιστάμενα άτομα, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Πάπας, προωθώντας το αίτημά της και μάλιστα έβαλε να μεσολαβήσει και η μητέρα της Ρικάρντα. Τίποτε όμως δεν είχε αποτέλεσμα. Τότε εκείνη έπεσε βαριά άρρωστη και λέγεται πως συνέβηκε κάτι εξαιρετικά περίεργο. Ενώ αδυνάτιζε και έφθινε από την αρρώστια, το κορμί της γινόταν όλο και πιο βαρύ και έφτασε στο σημείο ο Κούνο να μην μπορεί ούτε το κεφάλι της να σηκώσει από το μαξιλάρι. Όταν εν τέλει ο ηγούμενος αποφάσισε να δώσει την άδειά του, η Χίλντεγκαρντ ανάρρωσε και εξαφανίστηκαν τα περίεργα συμπτώματα. Έτσι μαζί με άλλες δεκαοκτώ μοναχές, τη Ρικάρντα και τον Βόλμαρ, η Χίλντεγκαρντ ίδρυσε ένα νέο μοναστήρι στο Ράπερτσμπεργκ κοντά στα ερείπια του κάστρου του Μπίγκεν. Το μοναστήρι αυτό σταδιακά μεγάλωσε και έφτασε να αποτελείται από πενήντα μοναχές και επτά κοσμικές γυναίκες ενώ είχε δύο εκκλησίες, τρεχούμενο νερό μέσα στα εργαστήρια και σκριπτόριο. Εκείνη την εποχή η Χίλντεγκαρντ μπόρεσε να αφοσιωθεί στο γράψιμό της και, εκτός από το Scivias που συνέχιζε να γράφει, συνέγραψε και μία φυσική ιστορία και ένα ιατρικό κείμενο με τίτλο Αίτια και Ιάσεις. Οι συγκρούσεις όμως συνεχίστηκαν καθώς το νεοσύστατο μοναστήρι του Ράπερτσμπεργκ, μέσω των μοναχών που ακολούθησαν τη Χίλντεγκαρντ, είχε «κληρονομήσει» και πολλά εδάφη που πριν ανήκαν στο Ντισιμπόντεμπεργκ. Μέχρι το 1150 ο Κούνο είχε πεθάνει και τη θέση του είχε πάρει ο Ελένγκερος που δεν είχε καλύτερη διάθεση ως προς τη Χίλντεγκαρντ και το έργο της. Αλλά και εκείνη δεν είχε ιδιαίτερα θετική άποψη για εκείνον την οποία μάλιστα δεν δίσταζε να εκφράσει με έντονο τρόπο. Σε επιστολή της προς εκείνον γράφει χαρακτηριστικά: «Τώρα άκου και μάθε έτσι ώστε να ντραπείς ως τα τρίσβαθα της ψυχής σου. Κάποιες φορές είσαι σαν αρκούδα που γρυλίζει, κάποιες άλλες όμως είσαι σαν γάιδαρος, όχι συνεπής στα καθήκοντά σου, αλλά ξεπεσμένος. Σε ορισμένα θέματα μάλιστα είσαι εντελώς άχρηστος έτσι ώστε εν μέσω της ασέβειάς σου δεν χρησιμοποιείς ούτε καν την αγριότητα της αρκούδας. Μοιάζεις επίσης και σαν ορισμένα πουλιά που ούτε πετούν ψηλά ούτε περπατούν στη γη καθώς, ούτε είσαι εξαίρετος σε τίποτα, αλλά ούτε υποφέρεις και από κάτι.»
Η καυστική γλώσσα της Χίλντεγκαρντ όμως δεν απευθύνθηκε μόνο στο Ντισιμπόντεμπεργκ αλλά δεν δίστασε να αγγίξει και τα κακώς κείμενα του ανώτερου κλήρου. Η Χίλντεγκαρντ έδειξε μηδενική ανοχή στην αμφιλεγόμενη συμπεριφορά ανώτερων ιερέων που ζούσαν μέσα σε ακραίο και προκλητικό πλούτο που δεν άρμοζε στο αξίωμά τους και τους κατακεραύνωνε συχνά τόσο στις επιστολές της όσο και στις κατηχήσεις της παρά το γεγονός ότι αυτή της η συμπεριφορά συχνά δημιουργούσε εχθρότητες σε υψηλά ιστάμενους. Άρχισε να δέχεται κριτική για ένα σωρό πράγματα ανάμεσα στα οποία και για τον τρόπο που διοικούσε το μοναστήρι της. Την κατηγόρησαν για απρέπεια γιατί, σε αντίθεση με τις μοναχές σε άλλα μοναστήρια που έπρεπε να κόψουν τα μαλλιά τους και να καλύψουν το κεφάλι τους, στο δικό της μοναστήρι οι μοναχές διατηρούσαν μακριά τα μαλλιά τους και φορούσαν μόνο ένα λευκό πέπλο το οποίο άφηνε ακάλυπτο το πρόσωπο και τον λαιμό και επέτρεπε στα μαλλιά να ανεμίζουν. Η Χίλντεγκαρντ απάντησε πως οι παρθένες, λόγω της αγνότητάς τους, δεν έχουν ανάγκη να ντύνονται σεμνά όπως οι παντρεμένες γυναίκες που έπρεπε να υπακούν τους άντρες τους. Επίσης κατηγορήθηκε ότι δεχόταν στο μοναστήρι, εκτός από γυναίκες ευγενικής καταγωγής, και απλές φτωχές γυναίκες και σε αυτό απάντησε πως η ιεραρχία είναι θέμα των ανθρώπων και όχι του Θεού που αγαπάει τους πάντες.[12] Το 1151 πέθανε ο Βόλμαρ και, πέρα από το προσωπικό πλήγμα που δέχτηκε η Χίλντεγκαρντ, βρέθηκε υποχρεωμένη να ανέχεται την παρουσία του Ελένγκερου που πήρε απρόθυμα τη θέση του ως εξομολογητής της μονής. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι γονείς της Ρικάρντα της εξασφάλισαν θέση ηγουμένης σε ένα άλλο μοναστήρι και έτσι έπρεπε να φύγει και να αφήσει τη φίλη της. Αν και η Χίλντεγκαρντ προσπάθησε να εμποδίσει τη μεταφορά, δεν τα κατάφερε και η Ρικάρντα μεταφέρθηκε αλλού και πολύ σύντομα πέθανε. Την επόμενη χρονιά τελείωσε η συγγραφή του Scivias.
Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια η Χίλντελγκαρντ και οι γυναίκες στο μοναστήρι του Μπίνγκεν αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Μεταξύ του 1158 και του 1163 συνέγραψε το Liber vitae meritorum που μιλούσε για τις αρετές και τα πάθη της ζωής. Άρχισε επίσης μια μακρά και εκτεταμένη αλληλογραφία με διάφορους ηγεμόνες και άλλους σημαίνοντες της Ευρώπης όπως ο αυτοκράτορας Βαρβαρόσσα, ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ και η βασίλισσα Ελεονώρα της Αγγλίας. Με τα γράμματά της αυτά επενέβαινε στη διπλωματία και την πολιτική της εποχής, έδινε συμβουλές αλλά δεν δίσταζε να ασκήσει και κριτική αν το θεωρούσε χρήσιμο. Παρά το γεγονός ότι η υγεία της είχε αρχίσει για άλλη μια φορά να επιδεινώνεται, εκείνη άρχισε μία περιοδεία σε όλη τη Γερμανία όπου έδινε διαλέξεις, έκανε κατήχηση και διέδιδε τα αποκαλυπτικά οράματά της. Αυτό ήταν κάτι ανήκουστο για μία γυναίκα εκείνη την εποχή. Ειδικά η κατήχηση ήταν κάτι που απαγορευόταν στις γυναίκες αλλά το κύρος της Χίλντελγκαρντ λόγω του οραματισμού της και της επαφής της με τα Θεία ήταν τόσο μεγάλο που κανείς δεν τόλμησε να την αμφισβητήσει. Εκείνη την εποχή άρχισαν να ακούγονται και φήμες ότι έκανε θαύματα και εξορκισμούς. Το 1163 άρχισε να γράφει το Liber divinorum operum που ήταν το πιο φιλόδοξο θεολογικό της έργο που ολοκληρώθηκε το 1174 και που σήμερα θεωρείται και το πιο σημαντικό.
Ο "παγκόσμιος άνθρωπος" που σχεδίασε η Χιλδελγάρδη του Μπίνγκεν αποτέλεσε έμπνευση για τον "Βιτρούβιο Άντρα" του Ντα Βίντσι αλλά, ενώ ο Ντα Βίντσι επέλεξε να εικονίσει ένα ξεκάθαρα αντρικό σώμα, η Χίλντεγκαρντ εσκεμμένα δείχνει ένα άφυλο σώμα για να εννοήσει την ανθρωπότητα γενικά.
Το 1165 ίδρυσε δεύτερο μοναστήρι, το Άιμπιγκεν, μάλλον για να στεγάσει τις γυναίκες που συνέρρεαν κοντά της για να γίνουν μοναχές. Παρά το γεγονός ότι η υγεία της βρισκόταν στη χειρότερη κατάσταση που είχε βρεθεί ποτέ, η Χίλντεγκαρντ φρόντιζε να επισκέπτεται αυτό το νέο μοναστήρι δύο φορές την εβδομάδα. Παρά τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε η Χίλντελγκαρντ εκείνη την εποχή, το μοναστήρι της δεν βρισκόταν στο απυρόβλητο. Το 1178 ο επίσκοπος του Μεντζ αφόρισε το μοναστήρι γιατί είχε δεχθεί να θαφτεί στο κοιμητήριό του ένας άντρας που η Εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν αφορισμένος. Ο αφορισμός ήταν η πιο σημαντική ποινή που μπορούσε να επιβληθεί σε ένα μοναστήρι και περιλάμβανε απαγόρευση της ψαλμωδίας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και κυρίως απαγόρευε στις μοναχές να λαμβάνουν τη Θεία Ευχαριστία και να εξομολογούνται ενώ όποια πέθαινε κατά την περίοδο της απαγόρευσης δεν θάβονταν με το καθιερωμένο τελετουργικό κάτι που θεωρούνταν ότι έθετε σε κίνδυνο τη σωτηρία της ψυχής της. Ίσως το σκληρότερο από όλα αυτά ήταν για τη Χίλντελγκαρντ η απαγόρευση της ψαλμωδίας καθώς αγαπούσε τη μουσική και τη θεωρούσε μέσο επικοινωνίας με τον Θεό. Ίσως για αυτό να συνέθεσε και τόσα πολλά τραγούδια, ύμνους και ποιήματα και να ανέπτυξε μια τόσο λεπτομερή και προχωρημένη μουσική θεωρία που, όπως κάθε μορφή γοτθικής τέχνης, στηριζόταν στα μαθηματικά. Η ποινή κράτησε μέχρι το 1179, οπότε και άρθηκε μετά από τις σκληρές και επίμονες προσπάθειες της Χίλντελγκαρντ. Η Χίλντλεγκαρντ πέθανε έξι μήνες μετά την άρση της απαγόρευσης στο μοναστήρι της, σε ηλικία 81 ετών, και λέγεται ότι τη στιγμή του θανάτου της δύο φωτεινές αψίδες έλαμψαν στον νυχτερινό ουρανό ενώ εμφανίστηκε ένας λαμπερός κόκκινος σταυρός και μικρότεροι σταυροί σχημάτιζαν κύκλους. Δέκα χρόνια αργότερα ολοκληρώθηκε η βιογραφία της από τον Θεοδώριχο του Έχτερναχ.
Η Χίλντελγκαρντ σταδιακά άρχισε να θεωρείται αγία από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί η αγιοποίησή της για γραφειοκρατικούς λόγους, και η καρδιά και η γλώσσα της βρίσκονται διατηρημένα στην εκκλησία του Αϊμπίνγκερστρασε. Το 2012 ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' διέταξε να γραφτεί το όνομά της στο επίσημο αγιολόγιο[10] ενώ την ανακήρυξε Διδάκτορα της Εκκλησίας, τίτλος που απονέμεται σε θεολόγους που επηρέασαν σημαντικά το εκκλησιαστικό δόγμα. Έτσι η Χίλντεγκαρντ, εκτός από αγία, έγινε και η τέταρτη γυναίκα που έλαβε ποτέ αυτόν τον τίτλο ανάμεσα στους 34 ανθρώπους που είχαν αυτήν την τιμή. Οι άλλες τρεις ήταν η Κατερίνα της Σιένα, η Τερέζα της Άβιλα και η Θηρεσία του Λισιέ. Το 1924 ο μύστης Ρούντολφ Στάινερ ισχυρίσθηκε ότι ο φιλόσοφος Βλαντιμίρ Σολοβιόφ, που ήταν γνωστός για τα οράματά του σχετικά με τη Σοφία, ήταν μετενσάρκωση της Χίλντεγκαρντ. Το έργο της Η ζωτικότητα Εικόνα από το Liber Divinorum Operum που δείχνει μία σφαιρική γη με διαφορετικές εποχές. Η Χίλντεγκαρντ θεωρούσε ότι όλος ο κόσμος κατά βάση αποτελούνταν από μία ζωτική δύναμη (viriditas) που ήταν υπεύθυνη για το άνθισμα και τη γονιμότητα της φύσης και των ανθρώπων. Αυτή η «ζωτικότητα» ήταν μια έκφανση του Θεού που εμπότιζε την πλάση με υγρασία και ζωή και έτσι ο Θεός υπήρχε παντού. Μία πέτρα, για παράδειγμα, ήταν μέρος του Θεού αν και όχι το σύνολό του. Συχνά στα ποιήματά της και στα κείμενά της η Χίλντεγκαρντ εξυμνούσε τη φύση ως έκφραση και απόδειξη του αόρατου δημιουργού της και έδειχνε μια βαθιά μυστική ένωση με εκείνη. «Εγώ, η φλογερή ζωή της θεϊκής ουσίας, καίω πάνω από τα λιβάδια, λάμπω πάνω στα νερά, καίω σαν τον ήλιο, το φεγγάρι και τ΄ άστρα… Αφυπνίζω τα πάντα εν ζωή.»
Κεντρικό στη θεολογία και στα οράματα της Χίλντεγκαρντ ήταν το Ιερό Θηλυκό, δηλαδή η θηλυκή διάσταση του Θεού. Η πιο συνηθισμένη μορφή με την οποία εμφανιζόταν ήταν η Σοφία (Sapientia), που ήταν πάντα μία λαμπερή γυναίκα ντυμένη στα χρυσά, εκτυφλωτική, τρομακτική αλλά και φιλεύσπλαχνη. Αυτή ήταν η δύναμη από την οποία εκπορεύονταν και όλα τα οράματά της την οποία πάντα περιέγραφε σαν μία λάμψη ή φωτιά που, ενώ λάμπει εκτυφλωτικά, δεν καίει. Η άλλη μορφή της Σοφίας ήταν η Αγάπη (Caritas) κάτι που καταδείκνυε, όχι μόνο τη σύνδεση αυτών των δύο εννοιών στη θεολογία της Χίλντεγκαρντ, αλλά και την κεντρική θέση που κατείχε ο ερωτισμός στη φιλοσοφία της. Σύμφωνα με τη Χίλντεγκαρντ ο Θεός, ως γενεσιουργός δύναμη, ήταν ένα κοσμικό αυγό που κυοφορούσε σαν μήτρα τον κόσμο. Σε αντίθεση με την αντρική θεολογία όπου ο καθαρά αρσενικός Θεός ξεπερνά και υπερέχει του φυσικού κόσμο στη θεολογία της Χίλντεγκαρντ ο Θεός, μέσω της θηλυκής του γενεσιουργού υπόστασης, ενυπάρχει του κόσμου. Οι απόψεις της περί «θηλυκότητας» του Θεού βρήκαν γόνιμο έδαφος και αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης αργότερα στην εξέλιξη της ιδιαίτερης λατρείας της Παρθένου Μαρίας στην Ευρώπη που ονομάστηκε Μαριανισμός. Η Χίλντεγκαρντ θεωρούσε ότι η μουσική ήταν μέσο επικοινωνίας με τον Θεό και μέσο επίτευξης έκστασης, δηλαδή αποτελούσε μια προφανή απόδειξη της φυσικής και αυθόρμητης ικανότητας του ανθρώπινου νου να συνδέεται με τον νου του Θεού. Οι μυστικιστικές ιδιότητες της μουσικής επέτρεπαν στον άνθρωπο να βιώσει ξανά την ομορφιά και την αρμονία του Παραδείσου που είχε χάσει μετά την Πτώση. Η ίδια είχε δηλώσει κάποτε ότι «η ψυχή είναι πολυφωνική».[11] Η Χίλντεγκαρντ συνέγραψε 77 εκκλησιαστικούς ύμνους και το Ordo Virdutum που ήταν ένα θρησκευτικό θεατρικό έργο με μουσική. Οι στίχοι και οι μελωδίες της ήταν εξαιρετικά πρωτότυπες και ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που κατά τον 12ο αιώνα συνέθεσε σε ελεύθερο στίχο. Η περίτεχνη και λεπτομερής μουσική της θεωρία, που στηρίχθηκε στα μαθηματικά, ήταν χαρακτηριστική της γοτθικής τεχνοτροπίας.
Αν και η Χίλντεγκαρντ σήμερα είναι πιο γνωστή λόγω των οραμάτων της και του θεολογικού της λόγου, η ίδια ήταν πολυμαθής και είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τις επιστήμες. Χαρακτηριστικό είναι ότι, πέρα από τα θεολογικά της κείμενα, συνέγραψε και πολλά επιστημονικά και ιατρικά που δεν στηρίζονται καθόλου σε θεολογικές εξηγήσεις. Για εκείνη, όμως, το ενδιαφέρον για την επιστήμη δεν ήταν κάτι άσχετο με τη θεολογία καθώς, όπως αποκαλύπτουν και οι απόψεις της περί θεϊκής ζωτικότητας που εμποτίζει τη φύση και περί ενύπαρξης του Θεού στον κόσμο, ο φυσικός κόσμος ήταν άρρηκτα και αρμονικά συνδεδεμένος με τον θεϊκό. Ακόμα και ο τρόπος που περιέγραφε την ικανότητά της να βλέπει οράματα αποκαλύπτει πως η σκέψη της δεν ήταν ξεκάθαρα πνευματική αλλά σε μεγάλο βαθμό ρεαλιστική. Όπως είχε εξηγήσει πολλές φορές, τα οράματά της δεν ήταν τόσο εκστατικές αποκαλύψεις, όσο θεάσεις των «εσωτερικών ματιών» της ενώ τα εξωτερικά της μάτια παρέμεναν ανοιχτά και δεν έχανε την επαφή με τον κόσμο γύρω της. Αυτό έχει κάνει τους μελετητές της να θεωρήσουν ότι οι ενοράσεις της Χίλντεγκαρντ ήταν περισσότερο φιλοσοφικές και θεολογικές αναζητήσεις του νου της, παρά μεταφυσικές αποκαλύψεις. Άλλωστε πολλές γυναίκες στο παρελθόν, έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα περιβάλλον εχθρικό προς τη γυναικεία διανόηση, όπως για παράδειγμα η Μίριαμ η αλχημίστρια, είχαν δει το επιστημονικό τους έργο να γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό από την κοινωνία όταν το επένδυσαν με θεολογικές ή μεταφυσικές ερμηνείες. Μόνο η Χέραντ του Λάντσμπεργκ αρνήθηκε να δώσει μεταφυσικούς τόνους στο έργο της. Στα πλαίσια αυτής της αποδοχής και του εναγκαλισμού της επιστήμης η Χίλντελγκαρντ δεν φοβήθηκε να ασχοληθεί χωρίς προκαταλήψεις και ηθικολογίες ακόμα και με το γυναικείο σώμα και το μέχρι τότε ταμπού θέμα της γυναικείας σεξουαλικότητας και του οργασμού.
Ένα από τα πιο γνωστά πράγματα σχετικά με τη Χίλντελγκαρντ ήταν ότι ασχολήθηκε με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Στο βιβλίο της Αίτια και Ιάσεις περιέγραψε τον γυναικείο οργασμό και μίλησε για τη γυναικεία φυσιολογία και ψυχολογία από την πλευρά της γυναίκας. Αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά στη δυτική ιστορία γιατί, με εξαίρεση τα γυναικολογικά κείμενα της Τρότουλα από το Σαλέρνο, όλα τα ιατρικά κείμενα μέχρι τότε ήταν γραμμένα από άντρες που αντιλαμβάνονταν τη γυναικεία φύση ως κάτι παθητικό και άτονο και δεν μπορούσαν ούτε να κατανοήσουν αλλά ούτε και να αποδεχθούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα και την ενεργή συμμετοχή της γυναίκας στο σεξ. Η Χίλντελγκαρντ, παρά το γεγονός ότι η σεξουαλικότητα ήταν κάτι που γενικά η μεσαιωνική κοινωνία θεωρούσε ταμπού, δεν δίστασε να μιλήσει με ειλικρίνεια, συχνά και με ποιητική διάθεση, για το γυναικείο σώμα και τις αντιδράσεις του παρά το ότι ήταν μοναχή και η ίδια δεν είχε καμία σεξουαλική εμπειρία. Δεν χρησιμοποίησε θρησκευτική ηθικολογία και δεν έκρινε ηθικά τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Μίλησε για τη σημασία των προκαταρκτικών καθώς και για τη συμμετοχή της γυναικείας φυσιολογίας στη διαδικασία της ερωτικής απόλαυσης και της σύλληψης ενώ απέφυγε τις μισογυνικές αντιλήψεις περί γυναικείας ακόρεστης σεξουαλικής φύσης και ακολασίας που χαρακτήριζαν την ηθική σκέψη της εποχής της. Κατά τη διάρκεια της ζωής της δέχτηκε πολλά γράμματα από γυναίκες που ήθελαν να πάρουν τη συμβουλή της σχετικά με σεξουαλικά ζητήματα ή θέματα τεκνοποιίας και εκείνη τους απάντησε με ενθουσιασμό, κατανόηση και υπευθυνότητα.Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που έστειλε η Χίλντελγκαρντ στην «Μπέρθα, τη βασίλισσα των Ελλήνων», δηλαδή τη βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη, με σκοπό να της δώσει κουράγιο καθώς δεν κατάφερνε να κάνει γιο: «Ψιθύρισέ Του και Εκείνος θα σε ευλογήσει με τη χαρά του παιδιού που αποζητάς καθώς προστρέχεις σε Εκείνον την ώρα της ανάγκης σου. Γιατί ο ζώντας οφθαλμός σε παρακολουθεί και σε θέλει και θα ζήσεις για πάντα.» Αν και η Χίλντελγκαρντ αποφεύγει να υποσχεθεί την πραγμάτωση των επιθυμιών της βασίλισσας, καταφέρνει να την παρηγορήσει δίνοντας την υπόσχεση της θεϊκής εύνοιας και της σωτηρίας. Προφανώς η Χίλντεγκαρντ, εκτός από την παραστατική και καυστική γλώσσα που χρησιμοποιούσε ενάντια στις παρεκτροπές του κλήρου, διέθετε και μία τρυφερή και συμπονετική γλώσσα για τους αναξιοπαθούντες.
Η Χίλντεγκαρντ, πέρα από μύστρια και προφήτρια, ήταν και ένας άνθρωπος που οραματίστηκε ένα έργο που θα κάλυπτε τόσο τη θεολογική ερμηνεία όσο και τα πρακτικά ζητήματα της ζωής και του ανθρώπινου σώματος. Όσον αφορά τα οράματά της σε όλη της ζωή επέμεινε πως ήταν θεόσταλτα και υπογράμμισε πολλές φορές πως εκείνη προσπάθησε να τα μεταφέρει αυτούσια και χωρίς αλλοιώσεις ενώ επέμεινε οι βιογράφοι και οι σχολιαστές της να κάνουν το ίδιο και εκείνοι. Η εμμονή της να μην δέχεται παρεμβάσεις από άλλους συχνά την έφεραν σε σύγκρουση με ισχυρούς ανθρώπους αλλά εκείνη ποτέ δεν υποχώρησε. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις των περισσότερων γυναικών στην ιστορία, το έργο της Χίλντεγκαρντ διασώζεται σχεδόν στην ολότητά του και είναι εκτενές γι΄ αυτό και γνωρίζουμε για εκείνη περισσότερα από κάθε άλλη. Πέρα από τα θεολογικά της κείμενα συνέγραψε ιατρικές πραγματείες αλλά και κοινωνιολογικές αναλύσεις όπως επίσης και λειτουργική μουσική και ένα θεατρικό δράμα που, στηριζόμενο στην παράδοση που ξεκίνησε μια άλλη γυναίκα, η Ροσβίτα του Γκάντερσχαϊμ, αποτελεί το πρώτο ηθικοπλαστικό έργο της Ευρώπης μετά την αρχαιότητα. Χαρακτηριστικό του ιδιαίτερου και ξεχωριστού μυαλού της ήταν το ότι εφηύρε τη δική της γλώσσα στην οποία μάλιστα συνέγραψε τουλάχιστον ένα από τα έργα της. Ήταν επίσης η πρώτη γυναίκα που έγραψε για τη γυναικεία σεξουαλικότητα με έναν τρόπο απλό και χωρίς τις δεισιδαιμονίες, παρανοήσεις και τον θεολογικό συντηρητισμό που χαρακτήριζαν ανάλογα κείμενα της εποχής.
Η Χίλντελγκαρντ του Μπίνγκεν ήταν μία γυναίκα που κατάφερε να επιβάλει το έργο της, τις απόψεις της και την παρουσία της σε μία εποχή που ο γυναίκες αναμένονταν να είναι σιωπηλές και υποταγμένες και επηρέασε σημαντικά το χριστιανικό δόγμα εκ των έσω έτσι ώστε να αναγνωρίζει τη γυναικεία συνεισφορά στη θρησκεία και τη θεολογία. Κατέκτησε τον σεβασμό και την αναγνώριση ηγεμόνων και ιερωμένων και την αγάπη των απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα των γυναικών στο πρόσωπο της οποίας βρήκαν μία θεολόγο και μία μέντορα με σοφία και κατανόηση ενώ εξέφρασε χωρίς φόβο τις απόψεις της για την ηθική και μάλιστα δεν δίστασε να καυτηριάσει ακόμα και τον ανώτερο κλήρο χωρίς να λογαριάσει τις συνέπειες. Αν και μετά τον θάνατό της οι ιδέες της ξεχάστηκαν και άρχισαν να κυκλοφορούν πολλές αμφίβολης προέλευσης και ποιότητας προφητείες με το όνομά της, το έργο της έγινε ξανά γνωστό και αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς συγγραφείς της Αναγέννησης. Προς τιμήν της ονομάστηκε Hildegardia ένα είδος δέντρων λόγω της συνεισφοράς της στη βοτανική και τη φυσική ιστορία. Αξίζει να αναφερθεί ότι ήταν η πρώτη που αναφέρει γραπτά τη χρήση λυκίσκου στην κατασκευή της μπίρας και γι' αυτό θεωρείται ανεπίσημη προστάτιδα της μπίρας. Ο πλανετοειδής 898 Hildegard ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της.
Χαρακτηριστική έκφραση του νεορωμαϊκού αρχιτεκτονικού ρυθμού του πρώιμου Μεσαίωνα είναι η βασιλική, μια επιμήκης αίθουσα με κλίτη και μια ημικυκλική αψίδα στο ένα άκρο. Από τον 4ο αιώνα σε ορισμένους ρωμαϊκούς ναούς προστίθεται ένα εγκάρσιο κλίτος, μια κάθετη προέκταση κοντά στην αψίδα, με αποτέλεσμα η κάτοψη του ναού να αποκτά σχήμα σταυρού. Οι τοίχοι ήταν βαριοί και χοντροί και είχαν λιγοστά παράθυρα. Ο «ρομανικός» ρυθμός αναπτύχθηκε γύρω στο 800 στη Λομβαρδία και μετά διαδόθηκε στον Βορρά. Ο λομβαρδικός ρομανικός ρυθμός ξέφυγε από τις βυζαντινές επιδράσεις, που ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο της καρολίγγειας αρχιτεκτονικής, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη πιο περίτεχνης θολοδομίας. Ο ημικυλινδρικός θόλος ήταν μια ενιαία ημικυκλική καμάρα όπου η οροφή δεν στηριζόταν απευθείας σε υποστυλώματα αλλά σε όλο το μήκος του τοίχου, δημιουργώντας μια φυγόκεντρη δύναμη. Με τον καιρό ο τοίχος αντικαταστάθηκε από υποστυλώματα, και οι ημικυλινδρικοί θόλοι περιορίστηκαν στον κυρίως ναό, ενώ ξεχωριστοί θόλοι κάλυπταν τα πλευρικά κλίτη. Το σταυροθόλιο, που σχηματίζεται από την αλληλοτομή δύο ημικυλινδρικών θόλων, αντικατέστησε βαθμιαία τον ημικυλινδρικό θόλο στο μεσαίο και τα πλευρικά κλίτη. Στους γαλλικούς ναούς προστέθηκε ένας εσωτερικός περιμετρικός διάδρομος γύρω από την κόχη του ιερού. Ο δεύτερος ναός στο αβαείο του Κλουνύ, που ανεγέρθηκε στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, αποτέλεσε το πρότυπο για τη διάδοση των άλλων χαρακτηριστικών του ρομανικού ρυθμού: το ημικυκλικό τόξο, τα κλίτη στον κυρίως ναό, τους πύργους στις άκρες των κλιτών, τους περιμετρικούς εσωτερικούς διαδρόμους με τα ακτινωτά παρεκκλήσια, τους πολλαπλούς κίονες ή πεσσούς και τα εγκάρσια τόξα στο υψηλότερο επίπεδο, το χαμηλό χοροστάσιο (το υπερώο με τα εν σειρά παράθυρα πάνω από το υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος), τα σταυροθόλια πάνω από τα κλίτη και μερικές φορές μια στοά και φορητά γλυπτά. Ωστόσο, μέχρι τον 11ο αιώνα, τα ρομανικά κτίρια ήταν χαμηλά και μάλλον κοντόχοντρα, αν και συχνά είχαν μεγάλες διαστάσεις. Από τότε, σε ορισμένους ρομανικούς ναούς άρχισαν να εμφανίζονται αντηρίδες στηριγμένες σε παραστάδες οι οποίες αλληλοτέμνονταν στην οροφή, αλλά αυτό το στοιχείο αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο στον γοτθικό ρυθμό.
Ο γοτθικός ρυθμός βασίζεται σε μια σειρά αρχιτεκτονικές καινοτομίες, όπως το οξυκόρυφο τόξο και τους θόλους με νευρώσεις ή βεργία (η κατασκευή τους μοιάζει με το σταυροθόλιο αλλά έχουν ισχυρότερα υποστηρίγματα), που επιτρέπουν τη δημιουργία υψηλότερων οροφών απ' ό,τι ο ρομανικός ρυθμός, αλλά και το άνοιγμα περισσότερων παραθύρων στους εξωτερικούς τοίχους. Το οξυκόρυφο τόξο συνήθως αγκυρώνεται στα υποστυλώματα (κίονες ή πεσσοί), που διαχωρίζουν τα πλευρικά κλίτη, και όχι στους φέροντες τοίχους του κτιρίου. Έτσι, το κεντρικό κλίτος μπορούσε να έχει μεγαλύτερο ύψος από τα πλευρικά. Στα υποστυλώματα αυτά στηρίζονται θόλοι με διαγώνιες νευρώσεις που αλληλοτέμνονται στην οροφή, κατανέμοντας πιο ομαλά το βάρος της κατασκευής στους εξωτερικούς τοίχους και τα εσωτερικά πλευρικά κλίτη. Οι τοίχοι ήταν λεπτοί και είχαν πολλά παράθυρα με υαλοστάσια (βιτρό). Καθώς οι αρχιτέκτονες σχεδίαζαν όλο και ψηλότερα κτίρια, οι εξωτερικοί τοίχοι στηρίζονταν και σε «μετέωρες» ή «ελεύθερες» αντηρίδες (ή «επίστεγες»), προσαρμοσμένες σε υποστυλώματα που ήταν αγκυρωμένα στο έδαφος έξω από το κτίριο. Αυτές οι «ελεύθερες» αντηρίδες εμφανίζονται ιδίως στον περιμετρικό διάδρομο γύρω από την κόχη του ιερού, το οποίο είχε περισσότερες γυάλινες επιφάνειες σε σχέση με τη λιθοδομή απ' ό,τι οι πλευρές, και παρουσίαζε το μειονέκτημα μιας κυκλικής και επομένως κάπως φυγόκεντρης δομής, σε αντίθεση με το ορθογώνιο σχήμα των πλαϊνών τοίχων.
Η εσωτερική λογική του γοτθικού ρυθμού, με την έμφασή του στο κατακόρυφο στοιχείο και την τάση της συμφιλίωσης των αντιθέτων, έχει συγκριθεί (με την έννοια ότι είναι προϊόντα του ίδιου πνευματικού κλίματος) με τη σχολαστική μέθοδο έρευνας, όπου οι αντιθέσεις συντίθενται σε ένα αρμονικό σύνολο. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο γοτθικός ρυθμός είναι μια συνειδητή δημιουργία του Συζέ (περί το 1081-1151), ηγουμένου του Αγίου Διονυσίου και κύριου συμβούλου των βασιλιάδων Λουδοβίκου Ϛ' και Λουδοβίκου Ζ'. Ο Συζέ μας άφησε μια έκθεση της ανοικοδόμησης του ναού του αβαείου του Αγίου Διονυσίου όπου μέσω της θεώρησης του φωτός εκφράζονται αρχές περί οικοδομικής, καθώς και περί πνευματικής ανάτασης. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με το καθετί στην ιστορία, ο γοτθικός ρυθμός ήταν προϊόν μιας ιστορικής εξέλιξης. Ο καθεδρικός της Σανς, που χτίστηκε γύρω στο 1130, και όχι ο ναός του Αγίου Διονυσίου, είναι το πρωιμότερο ολοκληρωμένο δείγμα γοτθικού ρυθμού. Το οξυκόρυφο τόξο δεν είναι εγχώριο στοιχείο της Ιλ-ντε-Φρανς (της περιοχής του Παρισιού), αλλά δάνειο από τους μουσουλμάνους. Μεταφέρθηκε στη Γαλλία από τους Βουργουνδούς, που είχαν πολεμήσει στην Ισπανία, ενώ οι θόλοι με νευρώσεις εμφανίστηκαν αρχικά στην Αγγλία και μετά διαδόθηκαν στη Νορμανδία και από εκεί στα εδάφη των Καπετιδών. Οι τοίχοι των αγγλικών και νορμανδικών ναών συνέχισαν να είναι τόσο χοντροί που δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν οι νέες τεχνικές για την ελάφρυνση του βάρους τους, οι οποίες έτσι έφτασαν στην πληρέστερη ανάπτυξή τους στην Ιλ-ντε-Φρανς.
Υπάρχουν αρκετές διακριτές παραλλαγές του γοτθικού ρυθμού. Οι ναοί του βασιλείου των Καπετιδών, με χαρακτηριστικά δείγματα τους καθεδρικούς του Παρισιού, της Λαν, της Σουασσόν και αργότερα της Μπουρζ, έχουν εξαμερείς θόλους και μια στοά πάνω από τα πλευρικά κλίτη. Χαρακτηριστικοί είναι επίσης οι δυο πύργοι σε κάθε πλευρά της κύριας όψης και ένας διπλός περιμετρικός διάδρομος στο ιερό βήμα. Οι ναοί του βόρειου γαλλικού γοτθικού ρυθμού, με εξαίρεση μερικούς καθεδρικούς, συχνά δεν είχαν εγκάρσιο κλίτος. Αναπτύσσονταν σε τέσσερις ορόφους, αλλά μερικές φορές οι πάνω όροφοι συμπτύσσονταν σε εξώστες. Στο βασίλειο των Πλανταγενετών εμφανίζεται μια άλλη παραλλαγή του γοτθικού ρυθμού. Αν και εδώ χρησιμοποιήθηκε ο θόλος με νευρώσεις, η συνολική εικόνα των καθεδρικών ναών της Ανδηγαυίας και του Πουατού πλησιάζει περισσότερο τον ρομανικό ρυθμό επειδή οι ναοί είναι χαμηλοί και πλατείς. Στη Βουργουνδία, υπό την επίδραση των Κιστερκιανών, γεννήθηκε ένας τρίτος γοτθικός ρυθμός, με έμφαση στη λιτότητα της γραμμής και την εξάλειψη του γλυπτού διακόσμου, του διπλού περιμετρικού διαδρόμου και του τριφόριου. Κατά τον 13ο αιώνα, η απλότητα εγκαταλείπεται και οι γραμμές γίνονται πιο καμπύλες και περίτεχνες. Ήταν επόμενο οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί να μεταβληθούν κατά τον 13ο αιώνα. Η αλλαγή αυτή οφείλεται στην αύξηση του ύψους που εξασφαλίζεται με τις ελεύθερες αντηρίδες. Οι καθεδρικοί της Σαρτρ (άρχισε το 1194), της Ρενς (άρχισε το 1210), της Παναγίας των Παρισίων (άρχισε το 1165 και τροποποιήθηκε το 1230) και της Αμιένης (άρχισε το 1220) θεωρούνται τα λαμπρότερα γοτθικά οικοδομήματα. Τα παράθυρα έγιναν πιο πλατιά και ψηλά και κοσμούνταν με εξαίσια υαλογραφήματα, ένα από τα πιο λαμπρά επιτεύγματα της δυτικής τέχνης. Το μεσαίο κλίτος απέκτησε μεγαλύτερο ύψος καθώς οι εγκάρσιοι θόλοι εξασφάλιζαν ακόμα πιο ομαλή κατανομή του βάρους, αλλά οι θόλοι ήταν τετραμερείς αντί για εξαμερείς. Τα μεσαία κλίτη απέκτησαν εκπληκτικό ύψος. Διαφορετικές στέγες κάλυπταν το κεντρικό και τα πλευρικά κλίτη. Τα πλευρικά παρεκκλήσια, που δεν εμφανίζονταν συχνά τον 12ο αιώνα, έγιναν πιο διαδεδομένα τον 13ο. Η κατασκευή απλοποιήθηκε στον κυρίως ναό με το χαμηλό τριφόριο ως δεύτερο όροφο και μια γαλαρία ως τρίτο. Οι ναοί του Μπωβαί και του Σαιντ-Σαπέλ στο Παρίσι, που ανεγέρθηκαν κάπως αργότερα, ανήκουν στον «ακτινωτό» ρυθμό. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο αγγλικός γοτθικός ρυθμός, που ξεχωρίζει από τον γαλλικό κυρίως λόγω της έμφασής του στους κάπως τετράγωνους καθεδρικούς και την κεντρική σπείρα παρά στους πύργους στην πρόσοψη και τα εγκάρσια κλίτη, είχε αποκτήσει πλούσια διακόσμηση —ο «διακοσμημένος» ρυθμός, όπως τον αποκαλούν οι ιστορικοί της τέχνης ή ο «φλογόμορφος», όπως αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Αυτός ο ρυθμός διακρίνεται για τον πλούσιο αρχιτεκτονικό του διάκοσμο, αλλά η αλλαγή δεν είναι απλώς διακοσμητική, καθώς οι νευρώσεις εξελίσσονται σε ένα περίτεχνο δίκτυο από ευθείες και καμπύλες γραμμές. Το τριφόριο εξαφανίστηκε και επικράτησε μια διώροφη κατασκευή. Ωστόσο, το συνολικό αποτέλεσμα εκφράζει περισσότερο αρχιτεκτονική δεξιοτεχνία παρά οργανική ενότητα.
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Από τον 11ο αιώνα οι αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ήταν ραγδαίες. Τώρα η μάθηση είχε «πρακτικές» εφαρμογές. Αν και τα περισσότερα εμπορικά συμβόλαια συνάπτονταν προφορικά ενώπιον μαρτύρων, ορισμένα έπαιρναν και γραπτή μορφή. Ενώ πριν από τον 11ο αιώνα η δημιουργική δραστηριότητα ήταν ως επί το πλείστον επικεντρωμένη στη Γερμανία και καθοριζόταν από τα συντηρητικά συμφέροντα των μοναστηριών και της αυτοκρατορικής αυλής, τώρα το κέντρο της πνευματικής ζωής μετατοπίζεται δυτικά προς τη Γαλλία και από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις. Μια άλλη εξαιρετικά σημαντική αλλαγή κατά τη μέση περίοδο του Μεσαίωνα συνδέεται με τη χωροθέτηση και τον τύπο των μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ενώ οι περισσότερες κορυφαίες σχολές —η σχολή του καθεδρικού ναού της Ρενς είναι χαρακτηριστική εξαίρεση— ήταν μοναστικές και ανακτορικές και βρίσκονταν κυρίως σε αγροτικές περιοχές, πυρήνας της εκπαίδευσης από τα τέλη του 11ου αιώνα και μετά έγιναν οι σχολές των καθεδρικών ναών των πόλεων στη βόρεια Ευρώπη και οι σχολές των δήμων στην Ιταλία. Οι περισσότεροι σπουδαστές τους ήταν γιοι εμπόρων που προετοιμάζονταν να ακολουθήσουν κοσμική καριέρα, και όχι να ενταχθούν σε θρησκευτικά τάγματα.
Τα έπη μάς προσφέρουν μια συναρπαστική ματιά στην αντίληψη που είχαν οι ευγενείς για τον εαυτό τους. Για τον μέσο αγγλομαθή αναγνώστη η ωμότητά τους συχνά αμβλύνεται επειδή οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις τους χρησιμοποιούν τις αρχαϊκές μορφές του δεύτερου ενικού (thou και thine αντί you και your). Αυτό προσδίδει μια αίσθηση λεπταίσθητης ευπρέπειας που είναι εντελώς απούσα από το πρωτότυπο. Τα παλαιότερα ποιήματα απεικονίζουν τον ευγενή ως σκληροτράχηλο, αρπακτικό στρατιώτη. Το 943, στην ταραγμένη γη της βορειοδυτικής Γαλλίας που στην πραγματικότητα δεν ανήκε σε κανέναν κι όπου η ανάμνηση των Βίκινγκ ήταν ακόμα νωπή, κάποιος Ροδόλφος ή Ραούλ προσπάθησε να καταλάβει τα εδάφη του Ερβέρτου, του μακαρίτη κόμη του Βερμαντουά, και σκοτώθηκε από τους γιους του εκλιπόντος. Το επεισόδιο αυτό παρουσιάζεται εξωραϊσμένο στο έπος Ραούλ του Καμπραί.
Η φιγούρα του Αρθούρου αναπτύχθηκε προφορικά στους ιρλανδικούς, κορνουαλικούς και ουαλικούς θρύλους, τους οποίους μάθαιναν οι Βρετόνοι μενεστρέλοι που ακολουθούσαν τις νορμανδικές στρατιές στη Βρετανία και ύστερα μετέφεραν τις ιστορίες στη Βρετάνη. Φαίνεται ότι το ουαλικό Mabinogion, που γράφτηκε γύρω στο 1060, ήταν η πηγή που χρησιμοποίησε ο Γοδεφρείδος του Μόνμουθ στην Ιστορία των βασιλέων της Βρετανίας (περί το 1135).
Ο Νορμανδός Ουέις έγραψε τη Μυθιστορία του Βρούτου (περί το 1155) εμπλουτίζοντας τις ιστορίες του Γοδεφρείδου. Γύρω στο 1200 το έργο του Ουέις αποδόθηκε στα μεσαιωνικά αγγλικά, και πάλι εμπλουτισμένο με μπόλικο νέο υλικό, στον Βρούτο του Λέυαμον. Μετά το 1225 περίπου, παύουν να γράφονται σημαντικά λογοτεχνικά έργα για τον Αρθούρο, αλλά στην Αγγλία οι σχετικοί θρύλοι εξακολούθησαν να εμπλουτίζονται, κυρίως με το έργο Ο Σερ Γκαουαίην και ο Πράσινος Ιππότης (περί το 1370).
Όλες οι μυθιστορίες για τον Αρθούρο προβάλλουν τις ιπποτικές αρετές, αλλά ένα στοιχείο που εντοπίζεται σ' αυτές και απουσιάζει εντελώς από τα έπη είναι η προστασία που παρέχει ο ρωμαλέος ιππότης στους αδύνατους. Μολονότι ο Αρθούρος είναι μια σταθερή παρουσία στο πλαίσιο της κάθε μυθιστορίας, υπάρχουν σημαντικές παραλλαγές ανάμεσα στις διάφορες ιστορίες. Ο Αρθούρος ήταν νόθος γιος του Ούθερ του Δρακοντοκέφαλου, βασιλιά της Βρετανίας, και της συζύγου ενός άρχοντα της Κορνουάλης. Αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς αφού τράβηξε ένα ξίφος που ήταν βυθισμένο σε μια πέτρα. Βασίλεψε στην αυλή του στο Κάμελοτ, περιτριγυρισμένος από τους ιππότες του, με την προστασία του μυστηριώδους ξίφους Εξκάλιμπερ, που του το είχε δώσει η Κυρά της Λίμνης. Ασφαλώς, είχε θανάσιμους εχθρούς, κυρίως τον ανιψιό του Μόρντρεντ και την αδελφή του Μόργκαν λε Φέυ. Τελικά, ο Μόρντρεντ και ο Αρθούρος σκότωσαν ο ένας τον άλλον σε μια θανάσιμη αναμέτρηση. Οι πιο ξακουστοί ιππότες του Αρθούρου ήταν ο Τριστάνος και ο Λανσελότος. Είχαν όμως και οι δύο παραστρατήσει καθώς δημιούργησαν παράνομες ερωτικές σχέσεις, ο Τριστάνος με την Ιζόλδη, τη σύζυγο του βασιλιά Μάρκου, που ήταν θείος του, και ο Λανσελότος με τη Γενιέβρη, τη σύζυγο του Αρθούρου. Άλλοι ήρωες ήταν ο Γκαουαίην (Gawain), ανιψιός του Αρθούρου, και ορκισμένος αντίπαλος του Λανσελότου, ο ιππότης Γκάλαχαντ, γιος του Λανσελότου, και επικεφαλής της αναζήτησης του αγίου δισκοπότηρου, και ο «κακός» ιππότης Κέι, θετός αδελφός του Αρθούρου. Ο κύκλος των ιστοριών του Αρθούρου και των ιπποτών του της στρογγυλής τραπέζης εγγράφεται σε μια παράδοση αυλικού ή πλατωνικού έρωτα, την οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε από τις αρχές του 12ου αιώνα στις αυλές της Ευρώπης. Πάντα κυριαρχεί ένας περίτεχνος κώδικας συμπεριφοράς. Η τιμή ήταν το κορυφαίο κίνητρο των περισσότερων ηρώων, και κάθε προσβολή της ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Η αβροφροσύνη, οι επιδόσεις στις καλές τέχνες (αλλά όχι στις επτά ελευθέριες τέχνες, που ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των νάνων που επιδίδονταν στη μαγεία) και η ικανότητα να μιλά κανείς με ευφράδεια και επί μακρόν θεωρούνταν σημαντικές ιδιότητες. Η στρατιωτική γενναιότητα ήταν επίσης αναγκαία, αν και οι περισσότερες μυθιστορίες τόνιζαν τις πολεμικές αναμετρήσεις λιγότερο απ' ό,τι τα έπη.
Σε πολλές μυθιστορίες συναντάμε στερεότυπα θέματα. Ένας ιππότης εγκαταλείπει το σπίτι του αναζητώντας την περιπέτεια και ερωτεύεται μια όμορφη κυρά. Τελικά φτάνει στην αυλή του Αρθούρου όπου μαθαίνει ότι δεν μπόρεσε να συνδυάσει αρμονικά έρωτα και ιπποσύνη, επειδή η προσήλωσή του στις απαιτήσεις της ιπποσύνης αποβαίνει εις βάρος του έρωτα, ενώ η ιπποτική του ανδραγαθία εξασθενεί λόγω της υπερβολικής του αφοσίωσης στην κυρά του. Επομένως, απαιτούνται και άλλες περιπέτειες για τον εξαγνισμό του και για τη συμφιλίωση των ποικίλων πτυχών της προσωπικότητάς του.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Χριστιανός (Chretien) της Τρουά (άκμασε μεταξύ 1148 και 1190), ο οποίος αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης του 12ου αιώνα σε τέτοιες συμβάσεις, που εμφανίζονται στις μυθιστορίες του Υβαίν και Ερίκ και Ενίντ, τις παρωδεί στο έργο του Ιππότης της άμαξας. Εδώ η βασίλισσα Γενιέβρη αιχμαλωτίζεται από τις δυνάμεις ενός πονηρού ιππότη. Ο ήρωας, ο ιππότης Λανσελότος, ανακαλύπτει πού την κρατούν, αλλά όταν η Γενιέβρη μαθαίνει ότι εκείνος ταλαντεύτηκε προς στιγμήν προτού ορμήσει στην άμαξα για να πάει κοντά της, συμπεραίνει ότι ο έρωτάς του γι' αυτήν δεν είναι απόλυτος. Για να αποσπάσει τη συγγνώμη της, ο Λανσελότος θα πρέπει να περάσει από πολλές δοκιμασίες, αν και οι περιπέτειες αυτές συμβαίνουν μετά τη διάσωσή της από τον ήρωα.
Στα τέλη του 12ου και τον 13ο αιώνα η γαλλική παράδοση του αυλικού έρωτα συνεχίστηκε από τους Φλαμανδούς και ιδίως από τους Γερμανούς ποιητές και, κάπως αργότερα, από τους Ιταλούς. Πολλά έργα τους ήταν μεταφράσεις από τα αντίστοιχα γαλλικά με ελάχιστες προσθήκες, αλλά ορισμένα έργα της γερμανικής λυρικής ποίησης, και ιδίως ο Πάρσιφαλ του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ (περί το 1170-1220) από τη Φραγκονία, παρουσιάζουν αρκετά πρωτότυπα στοιχεία.
Ο θρύλος του ιερού δισκοπότηρου (Γκράαλ) πρωτοεμφανίζεται σε κελτικές ιστορίες για ένα μαγικό ιερό σκεύος. Εν συνεχεία, μεταφυτεύτηκε στη χριστιανική παράδοση με τον Πάρσιφαλ του Χριστιανού της Τρουά. Συνδέθηκε με τους θρύλους του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, που απομάκρυνε το νεκρό σώμα του Ιησού από το σταυρό, και στη συνέχεια με τον Μυστικό Δείπνο. Ο Βόλφραμ πήρε τη βασική ιστορία από τον Χριστιανό, αλλά διέταξε το έργο του σύμφωνα με το λειτουργικό ημερολόγιο και συμπεριέλαβε αρκετό επιστημονικό και θεολογικό υλικό. Ο ίδιος ο Πάρσιφαλ ήταν ένας άγαρμπος, αφελής νέος που η μητέρα του προσπάθησε να τον προφυλάξει από τους κινδύνους της ιπποσύνης ντύνοντάς τον σαν ηλίθιο κι ελπίζοντας ότι θα τον έπαιρναν για τέτοιο. Αμέσως μόλις ξεκίνησε για την αναζήτηση του δισκοπότηρου, συνάντησε μια όμορφη κυρά σε μια σκηνή. Μια που είχε ακούσει ότι οι αβρόφονες ιππότες ασπάζονταν τέτοια πλάσματα, τη φίλησε. Αλλά η πράξη του ήταν αμαρτία, γιατί έδωσε αφορμή στον εραστή της να την κατηγορήσει γι' απιστία. Μέσα από διάφορες περιπέτειες, ο Πάρσιφαλ διατηρεί τη νεανική του αθωότητα, αλλά κερδίζει σε εκλέπτυνση. Τελικά κυριεύει το μυστηριώδες κάστρο του Γκράαλ και γίνεται ο βασιλιάς του.
Η τέχνη των τροβαδούρων (από το trovar, που σημαίνει βρίσκω) άνθησε στη νοτιοδυτική Γαλλία του 12ου αιώνα. Ο σεβασμός προς την κυρά σύμφωνα με την «αυλική» παράδοση είχε εμφανιστεί στους ερωτικούς ποιητές της Ανδαλουσίας και της Αραβίας δύο αιώνες προτού επικρατήσει στη νοτιοδυτική Γαλλία, και πολλοί έχουν θεωρήσει την ποίηση των τροβαδούρων ως δάνειο από ισπανικά και μουσουλμανικά πρότυπα. Στον Βορρά εμφανίστηκε μια παρόμοια αλλά λιγότερο ταλαντούχα ομάδα, οι trouvères. Στα τέλη του 12ου αιώνα, και ιδίως στον 13ο, οι Γερμανοί Minnesänger (τραγουδιστές της αγάπης) που οι περισσότεροι ήταν ministeriales, έγραψαν κάπως πιο στιλιζαρισμένους στίχους οι οποίοι αναφέρονταν σε ποικίλα θέματα. Ο Γερμανός Βάλτερ φον ντερ Φογκελβάιντε (περί το 1170-1230) ξέσπασε σε άλλαλαγμούς χαράς όταν ο προστάτης του, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β', του παραχώρησε ως ανταμοιβή ένα ευεργέτημα (beneficium). Ο Βάλτερ είχε μεγαλώσει στην αυστριακή αυλή αλλά, καθώς δεν είχε κάποιον ισχυρό προστάτη, έγκατέλειψε το 1203 τη Βιέννη για μια θέση στην επισκοπή του Πασσάου. Ενόσω βρισκόταν στην υπηρεσία του Φιλίππου της Σουηβίας έγραψε κάμποσα πολιτικά ποιήματα.
Η γεωμετρία, το δεύτερο μάθημα του quadrivium, είχε επίσης κυρίως πρακτικό χαρακτήρα και βασιζόταν σε υπολογισμούς των ύστερων Ρωμαίων τοπογράφων. Μόλις στα μέσα του 12ου αιώνα έφτασαν στα χέρια των Δυτικών λογίων τα Στοιχεία Γεωμετρίας του Ευκλείδη, ενώ ποτέ η γεωμετρία δεν αποτέλεσε ζωτικό συστατικό του προγράμματος των ελευθέριων τεχνών. Το πιο διαδεδομένο ακαδημαϊκό εγχειρίδιο γεωμετρίας ήταν η Πρακτική Γεωμετρία του Ούγου του Αγίου Βίκτωρος, που γράφτηκε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, καθώς και το ομότιτλο έργο του 13ου αιώνα το οποίο έγραψε ο Λεονάρντο Φιμπονάτσι της Πίζας. Οι τεχνίτες του ύστερου Μεσαίωνα, ιδίως οι χτίστες, ανέπτυξαν μεθόδους για τη μέτρηση των επιφανειών που βασίζονταν σε διαγράμματα και χρησιμοποιούσαν ελάχιστη αριθμητική. Η μελέτη της μουσικής, της τρίτης επιστήμης του αριθμητικού κλάδου, δεν γινόταν τόσο από τη σκοπιά της εκτέλεσης —μολονότι και αυτή είχε εισαχθεί στις σχολές των καθεδρικών ναών— όσο των μαθηματικών, για παράδειγμα, ως το μήκος της χορδής που απαιτείται για να παραχθεί ένας συγκεκριμένος ήχος. Δεδομένης της σπουδαιότητας που είχε το ημερολόγιο για την Εκκλησία, η αστρονομία απέκτησε ζωτική σημασία. Τα περισσότερα πανεπιστημιακά μαθήματα στην αστρονομία βασίζονταν στη γεωκεντρική θεωρία του Πτολεμαίου, αστρονόμου του 2ου αιώνα.
Στα μέσα του Μεσαίωνα, λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη σχολές όπου διδάσκονταν οι επτά ελευθέριες τέχνες. Η πιο ξακουστή σχολή των τεχνών του 11ου και του 12ου αιώνα βρισκόταν στη Σαρτρ. Ο Φουλβέρτος, μαθητής του Γερβέρτου του Ωριγιάκ, ήταν ο πρώτος λόγιος της Σαρτρ που απέκτησε φήμη ευρωπαϊκής εμβέλειας. Αυτός ανέδειξε τη σχολή τον 11ο αιώνα, αλλά η πιο λαμπρή της περίοδος εγκαινιάστηκε τον 12ο αιώνα με τον Βερνάρδο της Σαρτρ. Η Σαρτρ συνέβαλε στην αναβίωση της μελέτης των ανθρωπιστικών επιστημών. Ο «ουμανισμός του 12ου αιώνα» συνδέεται με την εκτίμηση της λογοτεχνίας ως αυτοτελούς αξίας, όχι αποκλειστικά ως μέσου για την κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων. Οι περισσότεροι σπουδαστές των πανεπιστημίων, με εξαίρεση τους σπουδαστές των σχολών του κανονικού δικαίου και της θεολογίας, σταδιοδρομούσαν τελικά στον κοσμικό στίβο. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα η μάθηση ήταν κυρίως μονοπώλιο του κλήρου εξακολούθησε να έχει τεράστιο αντίκτυπο στο πρόγραμμα σπουδών. Αν και τα καταλλήλως κεκαθαρμένα ρωμαϊκά πεζά πρότυπα χρησιμοποιούνταν για τη γραμματική και τη ρητορική, η πιο σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των κοσμικών εκπαιδευτικών συμβάσεων της Ρώμης και της χριστιανικής παράδοσης κατά την ύστερη Αρχαιότητα σημειώθηκε κυρίως στο μάθημα της λογικής όσον αφορά τις ελευθέριες τέχνες και στα επαγγελματικά προγράμματα σπουδών όσον αφορά τη θεολογία.
Η λογική, που στη διάρκεια του 12ου αιώνα κυριάρχησε στον κύκλο του trivium, ακολούθησε νέα κατεύθυνση χάρη στον άγιο Άνσελμο από την Αόστα (1033-1109), που έγινε αβάς του Μπεκ στη Νορμανδία και αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ. Έχει χαρακτηριστεί ως ο πρώτος εμπνευστής θεολογικού συστήματος μετά τον ιερό Αυγουστίνο. Ο Άνσελμος ανέβασε την «παραγωγική» απόδειξη (που εξηγεί ένα επιμέρους φαινόμενο ξεκινώντας από μια γενική υπόθεση που θεωρείται αληθής) στο υψηλότερο επίπεδό της. Στα πιο σημαντικά έργα του Ανσέλμου, το Προσλόγιον και το Μονολόγιον, εξετάζεται η φύση του θείου και ο ρόλος της ανθρώπινης λογικής στην εξακρίβωση της αιώνιας αλήθειας.
Το 1200 η Ευρώπη είχε τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια (από εδώ κι εμπρός χρησιμοποιούμε τη λέξη με τη σημερινή της σημασία). Το πανεπιστήμιο του Παρισιού ήταν το μεγαλύτερο, και ακολουθούσαν τα πανεπιστήμια της Μπολόνιας, της Οξφόρδης και του Σαλέρνου. Καθένα από αυτά, με εξαίρεση την Οξφόρδη, προσείλκυε διεθνή πελατεία. Το 1209 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ από την απόσχιση καθηγητών της Οξφόρδης. Αυτά τα δύο παρέμειναν τα μοναδικά αγγλικά πανεπιστήμια μέχρι τη σύγχρονη περίοδο, αν και αναπτύχθηκαν εκπληκτικά με την προσθήκη κολεγίων. Όσο αργά όμως και αν εξαπλώθηκε το κίνημα των πανεπιστημίων στην Αγγλία, τόσο ραγδαία εξελίχθηκε κατά τον 13ο αιώνα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Τον 13ο αιώνα ιδρύθηκαν σε ιταλικές πόλεις αρκετά πανεπιστήμια από σπουδαστές που είχαν αποσκιρτήσει από την Μπολόνια. Το πρώτο ιδρύθηκε στην Πάδουα το 1222. Λειτούργησε μόνον έξι χρόνια και επανασυστήθηκε το 1260, όταν οι αρχές της πόλης προσείλκυσαν με ευνοϊκούς όρους τους καθηγητές. Αρχικά ήταν νομική σχολή, και μόνο κατά τα τέλη του 14ου αιώνα διαχωρίστηκαν οι σχολές των ελευθέριων τεχνών και της ιατρικής από τη νομική. Στη Φλωρεντία ιδρύθηκε το 1321 ένα πανεπιστήμιο, στηριγμένο στο πρότυπο της Μπολόνιας, και επανιδρύθηκε το 1348. Φημιζόταν κυρίως για τις ανθρωπιστικές του σπουδές, ιδίως αφότου ιδρύθηκε εκεί μια έδρα ελληνικών γύρω στο 1400. Αλλά η φήμη της Φλωρεντίας ως πολιτιστικού κέντρου οφείλεται στην πατρωνεία των τεχνών εκ μέρους των ιδιωτών και όχι στις δραστηριότητες των πανεπιστημιακών λογίων της. Το πανεπιστήμιο της Νεάπολης ιδρύθηκε το 1224 από τον Φρειδερίκο Β', παράκμασε με το θάνατό του και επανιδρύθηκε το 1266 από τον πάπα και τον Κάρολο d' Anjou. Οι πάπες ίδρυσαν στη Ρώμη δύο πανεπιστήμια που τελικά συγχωνεύθηκαν σε ένα.
Μετά το 1300 οι πανεπιστημιακές σπουδές αναπτύχθηκαν θεαματικά. Το 1300 είχαν πια ιδρυθεί γύρω στα 20 πανεπιστήμια, ενώ ως το 1500 ο αριθμός τους είχε φτάσει τα 79. Τα περισσότερα είχαν ιδρυθεί από δήμους ή άλλες δημόσιες αρχές. Το πρώτο πανεπιστήμιο στη Γερμανική αυτοκρατορία ιδρύθηκε στην Πράγα το 1347 από τον Κάρολο Δ', αυτοκράτορα της Γερμανίας και βασιλιά της Βοημίας. Το πανεπιστήμιο της Βιέννης ιδρύθηκε το 1365 από τον Αψβούργο δούκα Ροδόλφο Δ' της Αυστρίας, τον κορυφαίο πολιτικό αντίπαλο του Καρόλου Δ' στη νότια Γερμανία. Ακολούθησε η ίδρυση του πανεπιστήμιου της Χαϊδελβέργης το 1386, της Κολονίας το 1388 και της Ερφούρτης το 1392. Τα πανεπιστήμια της Πράγας και της Βιέννης ήταν οργανωμένα σύμφωνα με το παρισινό πρότυπο, με την προσθήκη βασιλικών κολεγίων και βιβλιοθηκών. Πανεπιστήμια ιδρύθηκαν επίσης και στην ανατολική Ευρώπη, με πρώτα της Κρακοβίας το 1364 και της Βούδας το 1389.
Η φύση του προγράμματος σπουδών και ο τρόπος διδασκαλίας σήμαιναν ότι οι φοιτητές περνούσαν πολλά χρόνια σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο. Οι περισσότεροι άρχιζαν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές σε ηλικία δεκαπέντε περίπου ετών. Αν και κανονικά έπρεπε να διδάσκονται από διάφορους ειδικούς, υπεύθυνος για τους νεαρούς φοιτητές ήταν ένας από τους ανώτερους καθηγητές. Καθώς άνοιγαν όλο και περισσότερες σχολές που κάλυπταν τη στοιχειώδη διδασκαλία των λατινικών, περιορίστηκε ο χρόνος για τη διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής στα πανεπιστήμια, αλλά αυξήθηκε ο χρόνος διδασκαλίας της λογικής. Η διδασκαλία ήταν προφορική. Ο καθηγητής διάβαζε μεγαλοφώνως σχετικά χωρία από τα επίσημα κείμενα και μετά τα σχολίαζε. Οι συζητήσεις επικεντρώνονταν κυρίως στο μάθημα της λογικής και διεξάγονταν με τη διαλεκτική μέθοδο, δηλαδή με την αντιπαράθεση φαινομενικά αντικρουόμενων πηγών, με τελικό σκοπό να επιτευχθεί μια σύνθεση. Συνήθως οι φοιτητές ανέθεταν σε έναν συμφοιτητή τους να κρατά σημειώσεις από την παράδοση, μετά την οποία κατέληγαν στην ταβέρνα όπου τις απομνημόνευαν και επιδίδονταν και σε άλλες δημιουργικές δραστηριότητες.
Ύστερα από τέσσερα ή πέντε χρόνια, ο φοιτητής ένιωθε επαρκώς καταρτισμένος ώστε να δώσει τις πρώτες προαγωγικές εξετάσεις με τις οποίες θα αποκτούσε τον τίτλο του πτυχιούχου, που αντιστοιχούσε στον τίτλο του κάλφα. Στη συνέχεια περνούσε δύο χρόνια κάνοντας «έκτακτες» ή πρόχειρες παραδόσεις τα απογεύματα —στην πραγματικότητα βοηθώντας τον επιβλέποντα καθηγητή, ο οποίος έκανε την «τακτική» παράδοση το πρωί. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο φοιτητής όφειλε να παρακολουθεί και να συμμετέχει στις εβδομαδιαίες «αντιλογίες» (disputatio) του καθηγητή του. Μετά από αυτό, ήταν έτοιμος να δώσει εξετάσεις για να γίνει «μάστορας» (magister), οι οποίες κατέληγαν σε μια προφορική «αντιλογία». Μετά τις εξετάσεις, ο φοιτητής έπρεπε να γίνει δεκτός για διδακτορία δίνοντας μια εναρκτήρια διάλεξη ή συμμετέχοντας σε μια δημόσια συζήτηση παρουσία μιας ομάδας καθηγητών, στην οποία συγκαταλεγόταν και ο δικός του πρώην επιβλέπων καθηγητής. Αν και στη διάρκεια του 13ου αιώνα υπήρχαν άφθονοι βιβλιοπώλες γύρω από τα πανεπιστήμια και οι προχωρημένοι φοιτητές συνήθως κατείχαν τα βασικά κείμενα τα οποία μελετούσαν, η παράδοση και η εξέταση ήταν μόνο προφορικές, και ο φοιτητής έπρεπε να τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του παραθέτοντας μακροσκελή χωρία από τις πηγές. Αν κάποιος φοιτητής περνούσε τις εξετάσεις, γινόταν «δάσκαλος των τεχνών» και μπορούσε, μεταξύ άλλων, να συνεχίσει για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, να διδάξει ή να περιβληθεί το ιερατικό σχήμα.
Μέχρι τον 13ο αιώνα οι θεολογικές σπουδές διεξάγονταν κυρίως στη σχολή των τεχνών, ενώ το παραδοσιακό πρόγραμμα των ελευθερίων τεχνών είχε ολοένα και λιγότερη σχέση με ό,τι πραγματικά διδάσκονταν οι φοιτητές. Στα μέσα του ίδιου αιώνα ο υποψήφιος σπουδαστής του πανεπιστημίου έπρεπε να γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει λατινικά. Προφανώς, η μεσαιωνική φιλοσοφία εμπεριέχει ένα ισχυρό εβραϊκό στοιχείο, αλλά τον 12ο και τον 13ο αιώνα καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια για την αφομοίωση της «κλασικής» παράδοσης της Ρώμης και ιδίως της αρχαίας Ελλάδας. Η ρωμαϊκή επίδραση ήταν έντονη κυρίως σε ζητήματα ύφους, καθώς η ρωμαϊκή σκέψη ήταν βασικά μίμηση της ελληνικής. Από τον Πλάτωνα και τον μαθητή (αλλά όχι μιμητή) του, τον Αριστοτέλη, προήλθαν δύο διακριτές κλασικές παραδόσεις. Με εξαίρεση ένα απόσπασμα από τον Τίμαιο, ελάχιστα έργα του Πλάτωνα ήταν από πρώτο χέρι γνωστά στη Δύση πριν από τον 13ο αιώνα. Η πλατωνική παράδοση εμφανίζεται προσαρμοσμένη από τους νεοπλατωνικούς, φιλτραρισμένη από τη θεολογία του ιερού Αυγουστίνου (βλ. Κεφάλαιο Β'). Μέχρι τον 12ο αιώνα, και σε μεγαλύτερο βαθμό έκτοτε απ' ό,τι συχνά πιστεύουμε, η μεσαιωνική θεολογία και φιλοσοφία ήταν κατ' ουσίαν πλατωνικές. Στην πράξη αυτό σήμαινε πως οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι η υπέρτατη αλήθεια βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου. Η πραγματικότητα βρίσκεται στα αρχέτυπα, σε γενικές και τέλεια συγκροτημένες ιδέες ή μορφές. Ο υλικός κόσμος δεν είναι παρά μια σκιά της επέκεινα υπέρτατης πραγματικότητας, την οποία ο άνθρωπος, αιχμάλωτος της ύλης μέσα στην οποία ζει, δεν μπορεί να συλλάβει παρά μόνον αμυδρά. Το κακό είναι μια μη δημιουργημένη στέρηση· δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα απορρέει από την αδιαφορία του ανθρώπου απέναντι στην ίδια του τη φύση, που είναι η αναζήτηση της μορφής του καλού. Ο άνθρωπος είναι μια ατελής αντανάκλαση του δημιουργού του, του Θεού, ο οποίος είναι μια άυλη και καθαρή μορφή, αλλά μια μορφή που περιέχει την εμπραγμάτωση, αν και όχι τη δυνατότητα, καθώς η τελευταία συνεπάγεται το ενδεχόμενο της αλλαγής και, επομένως, της μη τελειότητας.
Η έκφραση αυτής της ιδέας στη χριστιανική θεολογία αποκαλείται «πραγματιστική» θέση επειδή οι θιασώτες της υποστήριζαν ότι οι ιδέες εμπεριέχουν μια πραγματικότητα ανεξάρτητα από την ύλη. Πριν από τον 14ο αιώνα, ελάχιστοι πρέσβευαν την αντίθετη άποψη, που ονομάζεται «ονοματοκρατία» (ή «νομιναλισμός») επειδή οι υποστηρικτές της πίστευαν ότι οι γενικές ιδέες ήταν απλά ονόματα. Το πρόβλημα εμφανίστηκε ήδη από τις αμφισβητήσεις της καρολίγγειας περιόδου γύρω από το ζήτημα της θείας ευχαριστίας. Στα τέλη του 11ου αιώνα, ο Βερεγγάριος της Τουρ, εφαρμόζοντας τις αριστοτελικές κατηγορίες της ουσίας και του συμβεβηκότος στα στοιχεία της λειτουργίας, είπε ότι εφόσον το υλικό φαινόμενο (συμβεβηκός) δεν παρουσίαζε μεταβολές και παρέμενε άρτος και οίνος, έτσι και η ουσία (η παρουσία του Χριστού) δεν μπορούσε παρά να μείνει αμετάβλητη. Ο Λάνφρανκ του Μπεκ (ο προκάτοχος του Ανσέλμου στην αρχιεπισκοπή του Καντέρμπουρυ) διατύπωσε τα επιχειρήματά του στη βάση της πραγματιστικής θέσης ότι, παρά τα φαινόμενα, τα στοιχεία της θείας λειτουργίας υφίστανται κάποιο μετασχηματισμό και μετατρέπονται σε αίμα και σώμα του Ιησού. Απέναντι σ' αυτό το φόντο ενδοακαδημαϊκών διαφωνιών γύρω από την πραγματικότητα των γενικών εννοιών, συντελέστηκε μια θεμελιώδης μετατροπή της κλασικής παράδοσης, που στάθηκε μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην πνευματική ιστορία της Δύσης: η ενσωμάτωση του Αριστοτέλη σε ένα βασικά χριστιανικό πρόγραμμα σπουδών στην Ευρώπη. Στις αρχές του 12ου αιώνα ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα λιγότερο γνωστός από τον Πλάτωνα, αλλά αυτή η κατάσταση μεταβλήθηκε ταχύτατα. Ο Πέτρος Αβελάρδος αποκαλούσε με σεβασμό τον Αριστοτέλη «ο Φιλόσοφος» και προφανώς γνώριζε τα έργα του περί λογικής, που ήταν διαθέσιμα σε λατινικές μεταφράσεις. Ωστόσο, οι μεταφράσεις αυτές προέρχονταν από αραβικές μεταφράσεις των πρωτότυπων ελληνικών κειμένων. Μεταφράσεις αριστοτελικών έργων κατευθείαν από τα ελληνικά έγιναν στα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του Σταγειρίτη φιλοσόφου ήταν πλέον προσιτά στα λατινικά.
Οι λατινικές εκδοχές του αριστοτελικού έργου που πρώτες έφτασαν στη Δύση συχνά κυκλοφορούσαν μαζί με τα συνοδευτικά σχόλια του Ισπανού μουσουλμάνου Αβερρόη (1126-1198), που ανέπτυξε περαιτέρω τις αριστοτελικές κατηγορίες της ύλης και της μορφής, του δυνάμει και του ενεργεία όντος, καθώς και της κίνησης. Σύμφωνα με τον Αβερρόη, η συνεχής εξέλιξη και αλλαγή του υλικού κόσμου οφείλεται σε ένα έσχατο αίτιο, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ιδιαίτερα απεχθής στους χριστιανούς ήταν η θέση του Αβερρόη ότι η δυνάμει διάνοια του Αριστοτέλη (η ψυχή) πεθαίνει μαζί με το άτομο ως μορφή του σώματος. Αντί γι' αυτό, υπάρχει μια ενεργεία διάνοια ή ένα είδος «ανώτερης ψυχής». Ο Αβερρόης διαχώριζε τις σφαίρες της πίστης και της λογικής, πιστεύοντας πως η καθεμία υπερείχε στο δικό της πεδίο. Επομένως, δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο, μια αντίληψη που δικαιολογημένα ώθησε μερικούς να ισχυριστούν ότι ο Αβερρόης κήρυττε ένα δόγμα διπλής αλήθειας.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε εκφράσει ιδέες που θα μπορούσαν να γίνουν ανεπιφύλακτα δεκτές από τους χριστιανούς. Από τον δάσκαλό του Πλάτωνα είχε υιοθετήσει την αντίληψη ότι η μορφή προηγείται της ύλης· ως εκ τούτου, για παράδειγμα, ένα βελανίδι εξελίσσεται σε βελανιδιά και όχι σε χοίρο. Ο Αριστοτέλης έδινε έμφαση στον κόσμο της ύλης, τον οποίο θεωρούσε αιώνιο. Ήταν βιολόγος· αν και έγραψε για τη μεταφυσική και την πολιτική θεωρία, ο κύριος όγκος των κειμένων του αφορούσε επιστημονικά θέματα· σ' αυτά έδωσε βάρος σε μια εξελικτική προσέγγιση που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη χριστιανική άποψη περί ιστορίας του ανθρώπου, η οποία υπογράμμιζε τη θεία παρέμβαση στις ανθρώπινες υποθέσεις με τη μορφή του θαύματος. Για τον Αριστοτέλη, ο Θεός γίνεται απλώς ένα πρώτο κινητήριο αίτιο («πρώτο κινούν»). Πιθανόν το πιο σοβαρό πρόβλημα να αφορούσε την επιστημολογία. Η αυγουστίνεια παράδοση, στα χνάρια του Πλάτωνα, υποστήριζε ότι η γνώση μας για τη μορφή είναι εμφυτευμένη μέσα μας από τον Θεό με τη μορφή των ιδεών. Ο άνθρωπος ερευνά τον κόσμο της ύλης με αυτό το ατελές εργαλείο, τη λογική, στηριγμένος στην προγενέστερη γνώση αυτών των μορφών. Εντούτοις, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο άνθρωπος αποκτά γνώση, συγκαταλεγομένης και της γνώσης της μορφής, μέσω της αισθητηριακής αντίληψης και όχι χάρη σε μια έμφυτη ή εντυπωμένη στη μνήμη γνώση ή, όπως θα το διατύπωναν οι αυγουστινιανοί, μέσω της θείας φώτισης. Η Εκκλησία δεν είχε αντίρρηση να διαβάζουν οι φοιτητές της θεολογίας το αριστοτελικό έργο, επειδή τους θεωρούσε αρκετά ώριμους ώστε να κατανοήσουν τα όριά του. Ωστόσο, το 1215 ο πάπας απαγόρευσε τη διδασκαλία του Αριστοτέλη στους κατά πολύ νεότερους φοιτητές της σχολής των ελευθέριων τεχνών στο Παρίσι. Όπως ήταν φυσικό, η απαγόρευση τούς ώθησε να μελετούν αυτά τα βιβλία στον ελεύθερο χρόνο τους, και οι συνετοί λόγιοι συνειδητοποίησαν ότι στο αριστοτελικό έργο υπήρχαν πολλά στοιχεία που μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους χριστιανούς. Το 1255, ο πάπας Αλέξανδρος Δ' αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποδεχτεί τα έργα του Αριστοτέλη ως βάση του trivium. Η επίδρασή τους στο quadrivium ήταν ακόμα πιο καθοριστική. Το 1366 το πανεπιστήμιο αναθεώρησε το πρόγραμμα μαθημάτων, καθιστώντας υποχρεωτική τη γνώση όλου του σώματος του αριστοτελικού έργου για την άδεια διδασκαλίας των τεχνών.
Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι του 13ου αιώνα διαισθάνονταν ότι, με τη συνεχή επιστροφή στα κλασικά κείμενα, βρίσκονταν στο κατώφλι μιας υπέρτατης συμφιλίωσης της περίτεχνής τους εξέτασης του κόσμου της ύλης με τα προτάγματα της θρησκευτικής αποκάλυψης. Ιδίως το τάγμα των Δομικανικών τάχθηκε υπέρ του Αριστοτέλη, ίσως επειδή, ως ένα βαθμό, το ανταγωνιστικό τάγμα των Φραγκισκανών τον απέρριπτε εμφατικά. Οι Δομινικανοί έγραψαν «συστήματα» (summae), δηλαδή πραγματείες σε διαλεκτική μορφή που φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν τις «υπέρτατες» απόψεις επί των θεμάτων που πραγματεύονταν. Ο Αλβέρτος του Λάουινγκεν, γνωστός ως Αλβέρτος ο Μέγας, ένας Δομινικανός μοναχός της Κολονίας που δίδαξε και στο Παρίσι, ήταν ένας εμπειρικός επιστήμονας ο οποίος συνέβαλε στη διάδοση του επιστημονικού έργου του Αριστοτέλη. Επίσης συνέταξε ένα Θεολογικό σύστημα, προσπαθώντας να διαχωρίσει τον Αριστοτέλη από τον Αβερρόη και να συμφιλιώσει τη μεταφυσική των Ελλήνων με τον χριστιανισμό. Ο πιο διάσημος μαθητής του Αλβέρτου ήταν ο Θωμάς από το Ακουίνο, ο άγιος Θωμάς Ακινάτης (1225-1274). Αυτός και ο ιερός Αυγουστίνος θεωρούνται οι δύο μεγαλύτεροι χριστιανοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα.
Γόνος μιας οικογένειας Ιταλών ευγενών, ο άγιος Θωμάς δίδαξε στα πανεπιστήμια του Παρισιού και της Νεάπολης. Στα πιο σημαντικά του έργα, το Θεολογικό σύστημα και το Σύστημα καθολικής πίστης κατά των ειδωλολατρών, ανέπτυξε μια χριστιανική φιλοσοφία ιδωμένη μέσα από τις αριστοτελικές κατηγορίες αλλά στηριγμένη στη διαλεκτική μέθοδο που περιέχεται σε πηγές αναμφίβολης ορθοδοξίας, όπως τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας, η Βίβλος και ορισμένες αναφορές από το κανονικό δίκαιο. Ο Ακινάτης βασικά αποδεχόταν τις αριστοτελικές ιδέες της αιτιότητας στην πραγματεία του περί του κόσμου της ύλης, αλλά έπρεπε να τις τροποποιήσει προς την κατεύθυνση της διδασκαλίας του Αυγουστίνου όσον αφορά τον Θεό και την αιώνια αλήθεια. Ενστερνίστηκε την αριστοτελική διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης (που συμπίπτουν μόνο στον Θεό), αλλά προσέθεσε ότι δεν υπάρχει ουσία δίχως ύπαρξη. Η ύλη δεν έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη μορφή. Απέρριψε την αριστοτελική αντίληψη περί πολλαπλότητας των μορφών, επισημαίνοντας ότι υπάρχει μία μόνο ουσιαστική μορφή (λόγου χάρη, η ανθρωπότητα), και ότι η ύλη είναι η αρχή της εξατομίκευσης στο μεμονωμένο σώμα. Ωστόσο, το επιμέρους σαρκίο έχει και αυτό τη μορφή του, την ψυχή, που είναι αθάνατη. Ο «χριστιανικός αριστοτελισμός» του Ακινάτη δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις ακόμα και πριν από το θάνατό του. Το 1270, δεκατρείς προτάσεις του καταδικάστηκαν ως αιρετικές από τον επίσκοπο του Παρισιού, ενώ ο Ακινάτης δεν κυρύχθηκε άγιος παρά μόνο το 1323, δηλαδή με αξιοσημείωτη καθυστέρηση για μια τόσο επιφανή προσωπικότητα. Μόνο τον 16ο αιώνα ο Ακινάτης άρχισε να αντιμετωπίζεται ως αυθεντία. Σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία εξακολουθεί να συσχετίζει τους χριστιανούς αριστοτελικούς με τους πιο ριζοσπάστες «Λατίνους αβερροϊστές», που υιοθετούσαν τα σχόλια του Αβερρόη στο αριστοτελικό έργο. Ο ετερόδοξος αριστοτελισμός έφτασε στο απόγειό του στο Παρίσι στα τέλη του 13ου αιώνα με το έργο του Σιγέρου της Βραβάντης και του Βοηθίου της Δακίας, που αμφότεροι δίδαξαν στη σχολή των τεχνών. Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν ήταν συστηματικός θεολόγος, και τα γραπτά που άφησαν είναι λίγα.
Σχεδόν όλοι οι επικριτές του Ακινάτη ήταν Φραγκισκανοί. Ο πιο επιφανής από αυτούς ήταν ο άγιος Μποναβεντούρα (1221-1274), ο γενικός μάγιστρος του τάγματος των Φραγκισκανών, τα έργα του οποίου ακολουθούν την αυγουστίνεια παράδοση. Το πιο σημαντικό του έργο ήταν τα Σχόλια στις Προτάσεις [του Πέτρου του Λομβαρδού], μαζί με αρκετές συλλογές κηρυγμάτων. Ενώ ο Μποναβεντούρα δεν αρνιόταν τη χρησιμότητα της λογικής, και μάλιστα αποδεχόταν την αριστοτελική θέση ότι η γνώση αντλείται από την αισθητηριακή αντίληψη, απεχθανόταν την τάση της υπερβολικής προβολής της σε βάρος της πίστης και του συναισθήματος. Ο νους πρέπει να έχει στην ψυχή ένα αιώνιο πρότυπο με βάση το οποίο να μετρά τα δεδομένα που εξάγονται από τις αισθήσεις, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θεία φώτιση. Ο Μποναβεντούρα αρνιόταν την ιδέα της αιωνιότητας της ύλης, για την οποία πίστευε ότι ερχόταν σε αντίθεση με την αποκάλυψη και περιόριζε τη θεία βούληση. Κατ' αυτόν, η ψυχή είναι μια σύνθεση ύλης και μορφής που δεν υφίσταται πριν από το σώμα, αλλά επιβιώνει μετά τη φθορά του ως μορφή του σώματος. Παραδόξως, για ορισμένους Φραγκισκανούς επιστήμονες οι αριστοτελικοί ήταν υπερβολικά εγκόσμιοι. Ο Οξφορδιανός Ροβέρτος Γκρόστεστ (περί το 1168-1253), που πέθανε ως επίσκοπος του Λίνκολν, θαύμαζε τον Αριστοτέλη και μάλιστα μετέφρασε τα Ηθικά Νικομάχεια στα λατινικά. Εντούτοις, το έργο του τονίζει τη νεοπλατωνική «μεταφυσική του φωτός», όπου το φως εξετάζεται τόσο από επιστημονική σκοπιά όσο και ως σύμβολο θείας φώτισης. Ο Γκρόστεστ πραγματοποίησε λαμπρά πειράματα στην οπτική. Ο μαθητής του Ρογήρος Βάκων (πέθανε το 1294) απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη φήμη μέσω της υποτιθέμενης ιδιότητάς του ως μάγου, που οφείλεται στην ανησυχία της Εκκλησίας για τις απόψεις του περί αλχημείας και αστρολογίας. Η επιστημονική παράδοση συνεχίστηκε στην Οξφόρδη, που έγινε το πρώτο πανεπιστήμιο στη δυτική Ευρώπη όπου οι φυσικές επιστήμες διαχωρίστηκαν από τις θεολογικές σπουδές.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...