Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ ΤΟΥ 10ου ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

Ήδη από την εποχή του Χλωδοβίκου (Clovis), η "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου φαντάζει απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα.
Στα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα οι διάδοχοι του Καρλομάγνου έθεταν τις βάσεις για την 'εν σπέρματι' διαμόρφωση εθνικών κρατών. Ένα πείραμα που, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, δεν ολοκληρώθηκε.
Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων.
Αποτέλεσμα της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη.
"Η Βιβλιοθήκη του Φωτίου, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέπτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου" (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, στ. 27)
Κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιεπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον αιρετικό. Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Αμφιλεγόμενο είναι το ζήτημα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας στο Βυζάντιο. Υποστηρίχθηκε ότι το βυζαντινό Κράτος, επωφελούμενο από την εικονομαχία, υπέταξε τη βυζαντινή Εκκλησία και ότι οι πατριάρχες μεταβλήθηκαν σε όργανα των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Επισημαίνεται λ.χ. ότι αρκετοί πατριάρχες καθαιρέθηκαν (Φώτιος, Ιγνάτιος), ενώ δυο φορές το πατριαρχικά αξίωμα δόθηκε σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Μόνο στο δεύτερο μισό του 10ου αι. ο πατριάρχης Πολύευκτος κατέστησε την εξουσία του αρκετά ισχυρή και ανεξάρτητη, ώστε να επηρεάζει και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Εχει όμως διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία περιορίστηκε αισθητά η αυτοκρατορική εξουσία στον θρησκευτικό τομέα, ενώ το κύρος του πατριάρχη και της Εκκλησίας ενισχυόταν διαρκώς. Αν και η πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου αποφασιζόταν από τον αυτοκράτορα, για το διορισμό και την καθαίρεση των εκκλησιαστικών λειτουργών ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση του κλήρου. Τέλος, η εκκλησιαστική σύνοδος είχε τον πρώτο λόγο σε εκκλησιαστικά και δογματικά θέματα.
Αλλά ας έρθουμε για λίγο στο νεοσύστατο κράτος των Βουλγάρων. Ο Συμεών, διάδοχος του εκχριστιανισμένου Βόρη, μετέφερε την πρωτεύουσα από την Πλίσκα, λίκνο της αρχαίας αριστοκρατίας, στην Πρεσλάβα. Η νέα πρωτεύουσα διακοσμήθηκε με μεγαλοπρεπή κτίρια, ενώ παράλληλα ενθαρρύνθηκε η μετάφραση έργων της βυζαντινής λογοτεχνίας. Επί Συμεών η παλαιοσλαβική εκκλησιαστική λογοτεχνία γνώρισε την πρώτη ακμή της.
Με τον Συμεών, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως "ημιαργείος" (=ημιέλληνας) επειδή είχε σπουδάσει στη σχολή της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, εγκαινιάζεται μια περίοδος έντασης στις βυζαντινοβουλγαρικές σχέσεις, κατά την οποία και οι δύο δυνάμεις αγωνίζονται για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Ο Συμεών απέβλεπε στη δημιουργία μιας βουλγαροβυζαντινής αυτοκρατορίας με αυτοκράτορα τον ίδιο, γι αυτό και αντικατέστησε τον αρχαίο τίτλο των βουλγάρων ηγεμόνων χάνος με τον βυζαντινό τίτλο βασιλεύς.
Με τον Συμεών στο θρόνο, η μακροχρόνια ειρήνη η οποία υπογράφτηκε από τον πατέρα του με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Η σύγκρουση άρχισε όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ', υπό την πίεση της ερωμένης του Ζωής, και του πατέρα της Στυλιανού, μετέφερε τους Βούλγαρους εμπόρους από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Βούλγαροι πλήρωναν βαρύ φόρο. Οι Βούλγαροι ζήτησαν προστασία από τον Συμεών, ο οποίος με τη σειρά του παραπονήθηκε στον Λέοντα. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αγνόησε την πρεσβεία του Συμεών.
Το 913 ο στρατός του Συμεών έφθασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά οι ελπίδες του για κατάληψη διαψεύστηκαν. Ετσι προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, που ασκούσε τότε καθήκοντα αντιβασιλέως. Ο πατριάρχης ενίσχυσε με την ευχή του το ηθικό κύρος του βούλγαρου ηγεμόνα. Αυτό το ηθικό κύρος, σε συνδυασμό με τις επιτυχίες του κατά των Βυζαντινών, εκμεταλλεύθηκε ο Συμεών, για να αυτοαναγορευθεί αργότερα Βασιλεύς των Βουλγάρων και Ρωμαίων. Οι Βυζαντινοί όμως δεν του αναγνώρισαν ποτέ τον τίτλο του βασιλέως. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν τον Συμεών πάντοτε ως άρχοντα της Βουλγαρίας. Μη μπορώντας να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στη βουλγαρική επίθεση, λόγω του ότι πολεμούσαν τους Άραβες, οι Βυζαντινοί ζήτησαν από τους Μαγυάρους (Ούγγρους) να επιτεθούν στη Βουλγαρία, υποσχόμενοι να τους βοηθήσουν να διασχίσουν τον Δούναβη με τη βοήθεια του βυζαντινού στόλου.
Το 924 ο Συμεών εμφανίστηκε ξανά απειλητικός μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο ο βούλγαρος ηγεμόνας δεν ήταν σε θέση, από στρατιωτική άποψη, να καταλάβει τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Δεν διέθετε στόλο, ενώ οι διαρκείς αγώνες του ενάντια στους Σέρβους και τους Κροάτες είχαν εξασθενίσει τις δυνάμεις του.Ο πόλεμος έληξε με συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βουλγάρων και Βυζαντινών, η οποία τηρήθηκε μέχρι το θάνατο του Λέοντα Στ΄, το 912, και βάσει της οποίας οι Βυζαντινοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν ετήσιο φόρο.Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή οι Βυζαντινοί παραχώρησαν εδάφη από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την οροσειρά της Στράντζας στη βουλγαρική ηγεμονία.
Ο διάδοχός του Συμεών, ο Πέτρος, συνήψε ειρήνη με το Βυζάντιο, νυμφεύθηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού και έλαβε τον τίτλο που με τόσο πάθος είχε επιζητήσει ο πατέρας του: βασιλεύς της Βουλγαρίας. Μετά τις παραπάνω επιτυχίες του Πέτρου, λίγα χρόνια αργότερα, το 976, ο νέος ηγεμόνας των Βουλγάρων Σαμουήλ γίνεται ο αρχιτέκτονας ενός νέου βουλγαρικού κράτους, με κέντρο τη βορειοδυτική Μακεδονία (Πρέσπα-Αχρίδα). Ο Σαμουήλ, στη συνέχεια, επεκτείνει τις βουλγαρικές κτήσεις μέχρι το Δούναβη και την κεντρική Ελλάδα.
Η προέλαση του Σαμουήλ ανησύχησε το Βυζάντιο. Αρχικά ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β', επειδή αντιμετώπιζε τότε εσωτερικά προβλήματα, περιορίστηκε σε διπλωματικά μέτρα. Αργότερα όμως, οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν έντονη στρατιωτική δράση κατά των Βουλγάρων με πρώτη επιτυχία στην περιοχή του Σπερχειού από τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό (997).
Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, το 1014, στη μάχη του Κλειδιού, κοντά στο Στρυμόνα, η νίκη του Βασιλείου Β' των Βυζαντινών υπήρξε καθοριστική για την τύχη του βουλγαρικού κράτους: η Βουλγαρία, το 1018, υποτάσσεται και προσαρτάται στο Βυζάντιο, που με τη σειρά του εφαρμόζει πολιτική εντατικού εξελληνισμού της Παλαιοβουλγαρικής Εκκλησίας.
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν αμείλικτος μετά τη νίκη στο Κλειδί και η τύχη των συλληφθέντων Βουλγάρων ήταν φρικτή. Έδωσε εντολή όλοι οι αιχμάλωτοι να τυφλωθούν με πυρωμένο σίδερο. Στις 4 Οκτωβρίου ο Σαμουήλ αντίκρισε μια εικόνα βγαλμένη από την κόλαση. Μια ατελείωτη πορεία 15.000 τυφλών στρατιωτών οι οποίοι καθοδηγούνταν από έναν τυχερό μονόφθαλμο για κάθε 100 άνδρες. Ο τσάρος αρχικά λιποθύμησε στη θέα των ανδρών του και έπεσε αναίσθητος στο έδαφος. Οι γύρω του προσπάθησαν να τον συνεφέρουν. Όταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας συνήλθε, ζήτησε να πιει κρύο νερό. Αυτό του προκάλεσε καρδιακή προσβολή και δύο ημέρες αργότερα ξεψύχησε.
Το ίδιο αποφασιστική ήταν και η στάση του αυτοκράτορα απέναντι στα μοναστήρια. Οι μοναχοί είχαν τρομάξει εξαιτίας της έντονης προσωπικότητας του μεγάλου πολεμιστή. Ο αυτοκράτορας άλλωστε είχε αποφασίσει να μειώσει την επιρροή τους και είχε όλα τα μέσα και την επιμονή για να το πετύχει. Κατά τον 10ο αιώνα σημειώθηκε ανάπτυξη των μεγάλων ιδιοκτησιών, οι οποίες, παράνομα, απορροφούσαν πολλά ελεύθερα χωριά. Οι χωρικοί έπρεπε να πληρώνουν και βαρείς φόρους. Ο τοπικός άρχοντας, με την προσφορά να επωμισθεί το βαρύ φορτίο της φορολογίας, μπορούσε να κερδίσει τον έλεγχο του χωριού και τότε οι άνδρες προσχωρούσαν στον ιδιωτικό του στρατό. Η γη αυτών των χωριών όμως ανήκε στην αυτοκρατορία, που την έδινε στους χωρικούς ως ανταμοιβή για τη θητεία τους στον αυτοκρατορικό στρατό. Με όμοιο τρόπο δημιουργήθηκε πρόβλημα και στα χωριά, καθώς τα κτήματά τους ανήκαν στα μοναστήρια, συνήθως από κληροδοσία. Οι μοναχοί είτε καλλιεργούσαν τη γη μόνοι τους, είτε την εκμίσθωναν στους μεγαλογαιοκτήμονες. Και το πρόβλημα ήταν πως η μοναστηριακή γη ήταν αναπαλλοτρίωτη. Τότε ο Βασίλειος Β΄ εισήγαγε νόμο που επέβαλλε στον τοπικό άρχοντα το καθήκον να καταβάλλει όλους τους φόρους της κοινότητας στην οποία κατείχε μεγάλη περιουσία. Τον νόμο τον εφάρμοσε τόσο στα μοναστήρια όσο και στους μεγάλους γαιοκτήμονες. Αυτό το μέτρο αποδείχθηκε πολύ βαρύ για τη μοναστηριακή περιουσία και τους μοναχούς, που το εισόδημά τους εξαρτάτο κυρίως απ’ τα κτήματά τους. Πολλά μοναστήρια υποχρεώθηκαν να πουλήσουν στο κράτος μεγάλα τμήματα των κτημάτων τους για να μειώσουν τη φορολογία τους.Ο αυτοκράτορας περιόρισε την εκκλησία στον θεολογικό της ρόλο.
Το Βυζάντιο απειλήθηκε πολλές φορές και από τους Ρώσους, παράλληλα όμως ανέπτυξε με το κράτος του Κιέβου εμπορικές σχέσεις που ρυθμίστηκαν με ειδικές συνθήκες. Ρώσοι έμποροι και πρεσβευτές, ταξιδεύοντας με τα μονόξυλά τους στον ποταμό Δνείπερο και τον Εύξεινο, επισκέπτονταν το Βυζάντιο, για να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους (γούνες, σκλάβους κ.λπ.) με τα περιζήτητα βυζαντινά μεταξωτά.
Το 957 η ηγεμονίδα του Κιέβου Όλγα επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη.
Με την επίσκεψη αυτή φαίνεται ότι τέθηκαν οι βάσεις του δεύτερου και οριστικού εκχριστιανισμού των Ρώσων. Η Όλγα βασίλευσε στο Κίεβο έως την ενηλικίωση του γιου της, Σβιάτοσλαβ και ήταν η πρώτη ηγεμόνας που βαφτίστηκε Χριστιανή. Προσπάθησε να εξαπλώσει το χριστιανισμό σε όλο το βασίλειο, αλλά την εμπόδισε ο γιος της που παρέμενε παγανιστής. Φρόντισε να μεγαλώσει τον εγγονό της, Βλαντιμίρ, ως χριστιανό και όταν έγινε βασιλιάς, εγκαθίδρυσε επίσημα τη θρησκεία. Η Όλγα τιμήθηκε ως Αγία από την ορθόδοξη και καθολική εκκλησία, η οποία παρέβλεψε το αιματοβαμμένο παρελθόν της.
Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων ολοκληρώθηκε στα τέλη του 10ου αι. Ο Βασίλειος Β' ο Μακεδών υποσχέθηκε να δώσει στον ρώσο ηγεμόνα Βλαντιμίρ ως σύζυγο την αδελφή του Άννα, αν ο ίδιος και το έθνος του ασπάζονταν τον χριστιανισμό. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις υποσχέσεις και τις προθέσεις του Βασιλείου Β' και η βάπτιση του Βλαδίμηρου έλαβε χώρα πιθανότατα στη Χερσώνα.
Ο γάμος του ρώσου ηγεμόνα με την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα ήταν το μέσο, για να αποκτήσει η Ρωσία διεθνές κύρος και όλα τα αγαθά που συνεπαγόταν η διάδοση της Ορθοδοξίας και του βυζαντινού πολιτισμού στη χώρα αυτή. Με τις βυζαντινές ιεραποστολές στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, θεσμοί, η βυζαντινή τέχνη και ο βυζαντινός πολιτισμός εισήχθησαν στη Ρωσία και αποτέλεσαν τη βάση του ρωσικού πολιτισμού και της ρωσικής πνευματικής παράδοσης.
Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς το 960 ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έδρα του θρόνου του, και κατέληξε στην Κρήτη, την οποία ανακατέλαβε από τους Άραβες έπειτα από πολύμηνες επιχειρήσεις το 961. Ο βυζαντινός στόλος όπως αναφέρεται από χρονικογράφους της εποχής, ήταν 50.000 περίπου στρατιώτες και 3.500 πλοία.Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονταν 2000 χελάνδια (πολεμικά πλοία με σίφωνες υγρού πυρός), 1000 δρόμωνες και 500 μεταγωγικά που μετέφεραν πολεμικό εξοπλισμό και πολιορκητικές μηχανές. Συμμετείχαν στρατιώτες από όλα τα βυζαντινά Θέματα, λαοί όπως Αρμένιοι, Σλάβοι και Ρώσοι με τα ευέλικτα πλοιάριά τους. Γεγονός επίσης είναι, ότι ο Φωκάς διέθετε ιππικό και υγρό πυρ.
Όπως γίνεται αντιληπτό, επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ναυτική δύναμη που αποτύπωνε την ισχυρή απόφαση των βυζαντινών να επιβάλλουν την κυριαρχία τους ξανά στη θάλασσα.
Το 961 το Ηράκλειο (Χάνδαξ) της Κρήτης εκκενώθηκε από τους Άραβες. Οι Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ότι ο στρατός του Νικηφόρου Φωκά έσφαξε ή πούλησε ως δούλους 200.000 άραβες άνδρες και γυναικόπαιδα. Ο ίδιος ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, βλέποντας τη σφαγή «μπήκε ανάμεσά τους και προσπαθούσε να κατευνάσει την ορμή των στρατιωτών, επιχειρώντας να τους μεταπείσει να μην σκοτώνουν όσους παρέδιδαν τα όπλα. Με τέτοια λόγια ο στρατηγός μόλις που κατόρθωσε να ανακόψει την ανελέητη ορμή των στρατιωτών» (σύμφωνα με τον Λέοντα Διάκονο).
Ο Νικηφόρος Φωκάς ακολούθησε με ευλάβεια την πολιτική των προκατόχων του στην Ιταλία για να προστατεύσει τις εκεί βυζαντινές επαρχίες από τους Άραβες και να ενισχύσει τη βυζαντινή επιρροή στη Ρώμη και στα ημιαυτόνομα κρατίδια της κεντρικής Ιταλίας.
Μετά τη στέψη του Όθωνος Α' ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων (962) και την ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους, τα κρατίδια αυτά έγιναν το μήλο της έριδος μεταξύ του Βυζαντίου και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος Φωκάς αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον αυτοκρατορικό τίτλο του Όθωνος και απαίτησε την αποχώρησή του από τα βυζαντινά εδάφη που είχαν κατακτήσει πρόσφατα οι Γερμανοί. Από τις πρεσβείες που ανταλλάχθηκαν σπουδαιότερη ήταν αυτή του επισκόπου Κρεμόνας Λιουτπράνδου (968). «Ήρθε λοιπόν ο απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη, είδε τον Αυτοκράτορα και του είπε: «Ο Αυτοκράτωρ της Γερμανίας Όθων, θέλει την πριγκίπισσα Θεοφανώ για σύζυγο του γιού του…». Ο Νικηφόρος Φωκάς τον διέκοψε στα λατινικά: «incredible audito», δηλαδή απίστευτο που το ακούω! Και μετά συνέχισε στα ελληνικά. «Αυτοκράτωρ είμαι μόνο εγώ. Ο Όθων είναι αρχηγός βαρβάρων…»
Οι σχέσεις, πάντως, των δύο αυτοκρατοριών βελτιώθηκαν επί Ιωάννη Τζιμισκή, ιδίως από τότε που ο διάδοχος του Οθωνα Α', ο Όθων Β', έλαβε ως σύζυγο την ανεψιά του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοφανώ Σκλήραινα.
Η Θεοφανώ έφερε στην αυλή των Οθωνιδών τις συνήθειες και τις παραδόσεις του βυζαντινού πολιτισμού. Τη Θεοφανώ Σκλήραινα συνόδευσαν στη Γερμανία πλήθος Ελλήνων επιστημόνων, τεχνικών πχ. υποδηματοποιοί, ράπτες, χρυσοχόοι, οικοδόμοι, ζωγράφοι, νομικοί, γιατροί κ.τ.λ., δηλαδή η τεχνολογία και ο πολιτισμός της εποχής, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα ανάκτορα που έκτισε στη Θεοφανώ. Μεταξύ άλλων, η Θεοφανώ για πρώτη φορά εισήγαγε στην βάρβαρη τότε Δύση τη χρήση του πηρουνιού (φούρκα) για τη βρώση του κρέατος και των άλλων εδεσμάτων μιας βασιλικής τράπεζας, αφού μέχρι τότε ακόμα και οι Γερμανοί "βασιλείς" και "ευγενείς" έτρωγαν με τα χέρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...