Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΙΡΑΝ

Το Ιράν συνορεύει στα βόρεια με Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία και Τουρκμενιστάν, ανατολικά με Πακιστάν και Αφγανιστάν και δυτικά με Τουρκία και Ιράκ (Κουρδιστάν). Πρωτεύουσα είναι η Τεχεράνη, που αποτελεί το πολιτικό, πολιτιστικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Το Ιράν θεωρείται σημαντική περιφερειακή δύναμη και καταλαμβάνει εξέχουσα θέση σε θέματα παγκόσμιας ενεργειακής πολιτικής και οικονομίας, ως αποτέλεσμα κυρίως των μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει. Η χώρα είναι επίσης μέλος του ΟΠΕΚ και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ιστορικά, είναι από τις περιοχές του κόσμου όπου αναπτύχθηκαν οι πρώτοι σημαντικοί πολιτισμοί, με τους πρώτους οργανωμένους οικισμούς το 7.000 π.Χ., ενώ από την πρώτη χιλιετία π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. εγκαθιδρύθηκαν μεγάλες αυτοκρατορίες: Αχαιμενίδες, Πάρθοι, Σασσανίδες. Κατά τη χρυσή εποχή του Ισλάμ (7ος-11ος αιώνας), στο Ιράν άκμασαν οι επιστήμες: φιλοσοφία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά καθώς και οι τέχνες και η λογοτεχνία. Το 1906 συστάθηκε το πρώτο κοινοβούλιο της χώρας, ενώ από την 1η Απριλίου 1979, έγινε ισλαμική δημοκρατία. Το Ιράν είναι μια πολυπολιτισμική χώρα με πολλές εθνοτικές και γλωσσικές ομάδες. Οι μεγαλύτεροι είναι οι Πέρσες (61%), οι Αζέροι (16%), οι Κούρδοι (10%) και οι Λουρ (6%). Οι τοπικοί πληθυσμοί ονόμαζαν τους εαυτούς τους Αρυανάμ κατά την αρχαία εποχή καθώς και Ιράν/Ερανσάρ την περίοδο των Σασσανιδών. Η λέξη «Αρυανάμ» είναι η αρχαία εκδοχή του Ιράν, και αρχαία γενική πληθυντικού που σημαίνει (γη) των Αρίων. Ο όρος Περσία είναι το όνομα που χρησιμοποιείτο από τις ευρωπαϊκές χώρες, από την εποχή της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η ονομασία αυτή επικράτησε στη Δύση μέσω των Ελλήνων, οι οποίοι γενίκευσαν την ονομασία της περιοχής Παρς (Παρσίς), Φαρς σήμερα, στο νότιο Ιράν, η οποία ήταν και το κέντρο της Περσικής Αυτοκρατορίας. Σημειωτέον ότι η Περσική γλώσσα λέγεται Φαρσί. Η Περσία ονομάστηκε επισήμως Ιράν από τις 21 Μαρτίου 1935, όταν ο σάχης Ρεζά Παχλαβί ζήτησε επίσημα από τη διεθνή κοινότητα να αποκαλεί τη χώρα του με την εθνική της ονομασία Ιράν.
Με τον όρο Ιρανική επανάσταση ή Ισλαμική επανάσταση (περσ.: انقلاب اسلامی), αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση της ιρανικής μοναρχίας και της δυναστείας Παχλαβί (1925-79), καταλήγοντας στην εγκαθίδρυση ισλαμικής δημοκρατίας στο Ιράν με ιδρυτή τον αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί. Άλλα ισλαμικά καθεστώτα έχουν εγκαθιδρυθεί στο Αφγανιστάν (7 Δεκεμβρίου 2004), στη Μαυριτανία (28 Νοεμβρίου 1960) και στο Πακιστάν (23 Μαρτίου 1956), με όλες τις επιπτώσεις που ο θρησκευτικός φανατισμός έχει επιφέρει στη ζωή των κατοίκων τους, και κυρίως στη ζωή των γυναικών στα κράτη αυτά.
Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί και του τρόπου διακυβέρνησής του ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 καταγγέλοντας, μεταξύ άλλων, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φαινόμενα λογοκρισίας, την οικονομική πολιτική αλλά και την επιρροή ξένων δυνάμεων σε όλους τους τομείς της ιρανικής κοινωνίας. Η επανάσταση υπήρξε το αποκορύφωμα ενός κινήματος που διαμορφώθηκε μέσα από το συνασπισμό διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, όπως κληρικών, εμπόρων, φοιτητών και διανοούμενων, με διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες. Το παραδοσιακό θρησκευτικό κόμμα του Χομεϊνί επικράτησε κατά τη σύγχυση και την αταξία που αναπτύχθηκε στον απόηχο της επανάστασης και μέσα από τη διεξαγωγή εθνικού δημοψηφίσματος, την 1η Απριλίου 1979, το Ιράν έγινε και επίσημα ισλαμική δημοκρατία. Το νέο θεοκρατικό σύνταγμα της χώρας που τέθηκε σε ισχύ το Δεκέμβριο του 1979 αντικατέστησε το σύνταγμα του 1906 και ανέδειξε τον Χομεϊνί ως ανώτατο ηγέτη του κράτους.
Η ιρανική επανάσταση θεωρείται μοναδική σε σχέση με άλλες επαναστάσεις της ιστορίας για την ταχύτητα με την οποία έφερε ριζικές αλλαγές και για την έκπληξη που προκάλεσε διεθνώς. Κατά γενική ομολογία διακρίνεται για την έλλειψη μιας κεντρικής ιδεολογικής ταυτότητας, στοχεύοντας αποκλειστικά στην πτώση του σάχη, ωστόσο πιστεύεται παράλληλα πως το καθόλα μαζικό αυτό επαναστατικό κίνημα ενδεχομένως να μην είχε την ίδια μορφή αν ήταν εκ των προτέρων γνωστό πως θα οδηγούσε στη μονοκρατορία του Χομεϊνί. Το νέο καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε υπολόγισε το συνολικό αριθμό των θυμάτων της επανάστασης στις 60.000, ωστόσο στην πραγματικότητα θα πρέπει να θεωρείται κατά πολύ μικρότερος, χωρίς να υπερβαίνει τις 3.000. Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Ιδρύματος Μαρτύρων, η οποία ωστόσο δεν δημοσιεύτηκε, εκτιμάται πως συνολικά 2.781 διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους από τον Οκτώβριο του 1977 μέχρι το Φεβρουάριο του 1979, οι περισσότεροι από αυτούς στην πρωτεύουσα του Ιράν.
Κατά τη δεκαετία του 1970, το Ιράν εξακολουθούσε να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανία πετρελαίου, ωστόσο η παγκόσμια οικονομική αστάθεια της εποχής, καθώς και οι διακυμάνσεις στην κατανάλωση πετρελαίου από τη Δύση, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας μετά από μια δεκαετία μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που συνοδεύτηκε παράλληλα από τη διόγκωση των εξόδων και υψηλά ποσοστά πληθωρισμού με αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο των Ιρανών. Συγχρόνως, η δυσαρέσκεια για τη διακυβέρνηση του Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο διογκώθηκε, καθώς αντιπολιτευτικά σχήματα όπως το Εθνικό Μέτωπο (συνασπισμός κυρίως εθνικιστών και παραδοσιακών ισλαμιστών) ή το κομμουνιστικό κόμμα Τουντέχ είχαν περιθωριοποιηθεί ή τεθεί εκτός νόμου. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κοινωνικής δυσαρέσκειας, ακόμα και η κοσμική διανόηση - που σε μεγάλο βαθμό γοητεύτηκε από το μήνυμα του Χομεϊνί - τάχθηκε υπέρ της ανατροπής του σάχη, ενώ ολοένα περισσότερες φωνές υποστήριζαν την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες σε αντιδιαστολή με τον εκσυγχρονισμό που προώθησε η δυναστεία των Παχλαβί. Για το σκοπό αυτό, τόσο το Εθνικό Μέτωπο όσο και το Τουντέχ συντάχθηκαν με τη θρησκευτική τάξη των ουλεμάδων, ενώ παράλληλα το μήνυμα του Χομεϊνί κατά του καθεστώτος του Ρεζά Παχλαβί άρχισε να βρίσκει απήχηση σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, μέσα από ηχογραφημένες ομιλίες και κείμενα που διοχετεύονταν και διαδίδονταν κρυφά. Ανοιχτές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της μοναρχίας του Παχλαβί άρχισαν να πραγματοποιούνται από τον Οκτώβριο του 1979, μετά το θάνατο του γιου του Χομεϊνί, Μουσταφά,[4] και με ακόμα μεγαλύτερη ένταση από το 1978. Σε αυτό συντέλεσε και το γεγονός πως, νωρίτερα, ο Ρεζά Παχλαβί επιδίωξε να χαλαρώσει τα αστυνομικά μέτρα καθώς υπήρχαν ήδη αναφορές από τον διεθνή τύπο για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν αλλά και σχετικές πιέσεις από την πλευρά οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Κομβικό σημείο για την ενίσχυση της δυσαρέσκειας υπήρξε η δημοσίευση ενός συκοφαντικού άρθρου στην - ελεγχόμενη από την κυβέρνηση - εφημερίδα Eṭṭelāʿāt της Τεχεράνης, τον Ιανουάριο του 1978, το οποίο επιχειρούσε να δυσφημήσει τον Χομεϊνί. Το δημοσίευμα προκάλεσε τον ξεσηκωμό χιλιάδων σπουδαστών του Ισλάμ στην πόλη Κομ, γεγονός που πυροδότησε το επόμενο διάστημα νέες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στα μέσα Φεβρουαρίου σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις σε διάφορες πόλεις και ειδικά στη γενέτειρα του αγιατολάχ Σαριατμανταρί, το Ταμπρίζ, ενώ στα τέλη Μαρτίου μεγάλες υλικές ζημιές προκλήθηκαν στο Γιαζντ και στο Ισφαχάν. Το Μάιο του ίδιου έτους, διαδηλώσεις οργανώθηκαν σε είκοσι τέσσερις πόλεις, μεταξύ των οποίων και το Κομ. Εκεί, η αστυνομία προκάλεσε το θάνατο δύο σπουδαστών που είχαν καταφύγει στο σπίτι του Σαριατμανταρί. Κατά τις επίσημες αρχές, οι αναταραχές είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο συνολικά 22 ανθρώπων, ενώ κατά την αντιπολίτευση ο αριθμός ήταν πολύ υψηλότερος φθάνοντας τους 250. Ο θάνατος διαδηλωτών τροφοδότησε εντονότερες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ένα ακόμα γεγονός που ενίσχυσε το κίνημα διαμαρτυρίας έλαβε χώρα στις 19 Αυγούστου, όταν εμπρησμός σε μεγάλο κινηματογράφο στην πόλη Αμπαντάν οδήγησε στο θάνατο 480 ανθρώπων. Η κηδεία των θυμάτων συνοδεύτηκε από πορεία περίπου 10.000 συγγενών και φίλων, με συνθήματα κατά του σάχη, και ενώ η δυσπιστία ήταν τόσο μεγάλη ώστε να πιστεύεται πως το συμβάν είχε σχεδιαστεί από τη μυστική αστυνομία (SAVAK).
Αρχικά από το Ιράκ, όπου βρισκόταν εξόριστος, και αργότερα από τη Γαλλία, ο Χομεϊνί συντόνιζε από την πλευρά του την αντιπολίτευση, απαιτώντας την παραίτηση του σάχη. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1978 επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος στην Τεχεράνη και σε άλλες πόλεις. Tην ίδια ημέρα ο στρατός στράφηκε με πυρά εναντίον διαδηλωτών στην πλατεία Τζαλέχ, γεγονός που καταγράφεται ιστορικά και ως η σφαγή της «Μαύρης Παρασκευής». Αν και ο επίσημος απολογισμός αναφέρεται σε συνολικά 87 νεκρούς, ανεξάρτητοι παρατηρητές επιβεβαιώνουν το θάνατο εκατοντάδων. Τα γεγονότα της Μαύρης Παρασκευής σηματοδότησαν ένα σημείο χωρίς επιστροφή στην ιστορία της ιρανικής επανάστασης, με την πιθανότητα οποιουδήποτε συμβιβασμού να εξανεμίζεται.
Τις επόμενες εβδομάδες πραγματοποιήθηκαν μαζικές απεργίες με συμμετοχή σχεδόν όλων των κλάδων κάνοντας σαφές πως η κυβέρνηση ήταν αδύνατο να παραμείνει στην εξουσία. Στις 2 Δεκεμβρίου 1978, κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα κατά το ισλαμικό ημερολόγιο (Μουχαράμ), περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι κατέκλυσαν την πλατεία Αζαντί της Τεχεράνης ζητώντας την ανατροπή του σάχη και την επιστροφή του Χομεϊνί. Στα τέλη του 1978, ο σάχης διόρισε πρωθυπουργό τον Σαπούρ Μπαχτιάρ, που προερχόταν από την αντιπολίτευση. Ο τελευταίος, που αποδέχτηκε την πρόταση του σάχη από έλλειψη εμπιστοσύνης στις προθέσεις και τα σχέδια του Χομεϊνί δεν κατάφερε να επιτύχει κάποιο συμβιβασμό με τον Χομεϊνί ούτε με τους πρώην συνεργάτες του και μέλη του Εθνικού Μετώπου. Τον Ιανουάριο του 1979, ο σάχης και μέλη της οικογένειάς του εγκατέλειψαν τη χώρα ενώ ο Χομεϊνί επέστρεψε από την εξορία στο Ιράν δύο εβδομάδες αργότερα, την 1η Φεβρουαρίου. Κατά την άφιξή του, εκατομμύρια πολίτες που συγκεντρώθηκαν στο αεροδρόμιο τού επιφύλαξαν θερμή υποδοχή.
Κατά τις τελευταίες ημέρες της επανάστασης, ο Χομεϊνί οργάνωσε ένα Επαναστατικό Συμβούλιο και μια Κεντρική Επιτροπή με σκοπό τον καθορισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης. Στις 4 Φεβρουαρίου διόρισε πρωθυπουργό τον Μεχντί Μπαζαργκάν και ενώ η κυβέρνηση του Μπαχτιάρ ήταν κατά το σύνταγμα ακόμα στην εξουσία. Η προσωρινή κυβέρνηση του Μπαζαργκάν πήρε τον έλεγχο της διοίκησης, της αστυνομίας και του στρατού, παρέμενε ωστόσο υπό τις προσταγές του Επαναστατικού Συμβουλίου το οποίο σύντομα εξελίχθηκε στο κυρίαρχο πολιτικό κέντρο της μετεπαναστατικής περιόδου. Το αποτελούσαν 15 μέλη της επιλογής του Χομεϊνί, μεταξύ αυτών και ο Μπαζαργκάν, η πλειοψηφία των οποίων ανήκε στο χώρο των φονταμενταλιστών κληρικών και ασπαζόταν την ισλαμική ιδεολογία του Χομεϊνί.
Επιτροπές θρησκευτικού χαρακτήρα άρχισαν να πραγματοποιούν περιπολίες με σκοπό την επιβολή του ισλαμικού κώδικα συμπεριφοράς και εμφάνισης, ενώ παρόμοια δράση είχε καθόλη τη διάρκεια του 1979 και μια ανεπίσημη θρησκευτική πολιτοφυλακή - τα μέλη της οποίας είναι γνωστά ως Φρουροί της Επανάστασης - επιδεικνύοντας συχνά βία που ξεπερνούσε εκείνη κατά τη διακυβέρνηση του σάχη. Οι Φρουροί της Επανάστασης στόχευαν στον εκφοβισμό και την καταστολή όσων πολιτικών δυνάμεων δεν ήταν κάτω από τον έλεγχο του Επαναστατικού Συμβουλίου και του Ισλαμικού Δημοκρατικού Κόμματος που αποτελούσαν θρησκευτικές οργανώσεις πιστές στον Χομεϊνί.
Την 1η Απριλίου του 1979 διεξήχθη εθνικό δημοψήφισμα στο οποίο οι πολίτες καλούνταν να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της μοναρχίας με ταυτόχρονη εγκαθίδρυση ισλαμικού κράτους, το σύνταγμα του οποίου θα καθοριζόταν μελλοντικά. Είχε προηγηθεί σύγκρουση του Μπαζαργκάν με τον Χομεϊνί, καθώς ο πρώτος επιθυμούσε να υπάρχει μια τρίτη επιλογή υπέρ μιας λαϊκής ισλαμικής δημοκρατίας την οποία όμως απέρριψε ο Χομεϊνί. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν συντριπτικά υπέρ της ίδρυσης ισλαμικού κράτους και της κατάργησης της μοναρχίας, με ποσοστό 99%. Το επόμενο διάστημα, ένα συμβούλιο εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενο κυρίως από μέλη στενά συνδεδεμένα με τον Χομεϊνί, ανέλαβε τη διαμόρφωση ενός νέου συντάγματος. Το τελικό κείμενο ενσωμάτωνε τη Σιιτική αρχή του «βελαγιάτ-ι φακίχ», δηλαδή της εξουσίας από τον κλήρο, που βρίσκει εφαρμογή στον θεσμό του Υπέρτατου Ηγέτη, στον οποίο δίνεται απόλυτη εξουσία επί όλων των μορφών της εξουσίας.
Ο Μπαζαργκάν και άλλα μέλη της προσωρινής κυβέρνησης ζήτησαν τη διάλυση του σώματος εμπειρογνωμόνων θεωρώντας πως το νέο σύνταγμα που διαμορφωνόταν παραβίαζε τη λαϊκή κυριαρχία, δεν ήταν προϊόν συναίνεσης, αναδείκνυε τους ουλεμάδες σε κυρίαρχη τάξη αλλά και υπονόμευε τη θρησκεία καθώς οι επόμενες γενιές θα κατηγορούσαν το ίδιο το Ισλάμ για μελλοντικά προβλήματα. Χαρακτηρίζοντας τη δράση των εμπειρογνωμόνων ως «επανάσταση κατά της επανάστασης», απείλησε να απευθυνθεί κατευθείαν στο λαό παρουσιάζοντας τη δική τους πρόταση για το νέο σύνταγμα. θεωρείται πιθανό πως η πρόταση του Μπαζαργκάν θα έβρισκε περισσότερους υποστηρικτές αν τελικά δινόταν ως εναλλακτική επιλογή, ωστόσο τα γεγονότα που ακολούθησαν εμπόδισαν κάτι τέτοιο να υλοποιηθεί.
Την ίδια περίοδο, ενώ ο σάχης βρισκόταν στις ΗΠΑ για θεραπεία κατά του καρκίνου, περίπου 400 ισλαμιστές φοιτητές κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη κρατώντας ομήρους, γεγονός που οδήγησε στη διπλωματική κρίση των ομήρων, διάρκειας 444 ημερών (4 Νοεμβρίου 1979 - 20 Ιανουαρίου 1981). Η κρίση των ομήρων μπορεί να ερμηνευτεί ως μια βίαιη εκδήλωση της ρητορικής κατά της δυτικής κουλτούρας που είχε υιοθετήσει ο Χομεϊνί και μεγάλη μερίδα του κλήρου. Αντιλαμβανόμενος πως ο Χομεϊνί δεν σκόπευε να διατάξει την απελευθέρωση των ομήρων, ο Μπαζαργκάν παραιτήθηκε. Για τον Χομεϊνί, ο οποίος τελικά στήριξε δημόσια τους φοιτητές, η κρίση είχε ευεργετικές επιπτώσεις καθώς θεωρούσε πως ένωνε τον ιρανικό λαό και διευκόλυνε την ψήφιση του νέου συντάγματος.
Εν μέσω της διπλωματικής κρίσης, το νέο σύνταγμα υποβλήθηκε σε δημοψήφισμα στις 2 Δεκεμβρίου 1979 και υπερψηφίστηκε με ποσοστό 99%. Ο Μπαζαργκάν ζήτησε τελικά από τους υποστηρικτές του να υπερψηφίσουν το σύνταγμα θεωρώντας πως το αντίθετο θα οδηγούσε σε αναρχία. Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα ήταν μικρότερη συγκριτικά με το προηγούμενο σύνταγμα και εκτιμάται από το γεγονός αυτό ότι στην πραγματικότητα περίπου το 17% δεν το υποστήριξε. Με το νέο σύνταγμα της ισλαμικής δημοκρατίας του Ιράν ολοκληρώθηκε το πέρασμα από τη συνταγματική μοναρχία σε ένα θεοκρατικό καθεστώς με απόλυτο ηγέτη τον αγιατολάχ Χομεϊνί. Από το Φεβρουάριο του 1979 μέχρι τον Ιούνιο του 1981, διατάχτηκε η εκτέλεση 497 πολιτικών αντιπάλων του νέου καθεστώτος ως «αντι-επαναστάτες» και «σπόροι διαφθοράς» για να ακολουθήσουν εκτελέσεις συνολικά περισσότερων από 8.000 αντιφρονούντων, από τον Ιούνιο του 1981 μέχρι τον Ιούνιο του 1985. Επιπλέον 2.800 φυλακισμένοι απαγχονίστηκαν το 1988.
Το Ιράν αποτελεί συνταγματική ισλαμική δημοκρατία, όπως ορίζει το σύνταγμα το 1979 που ονομάζεται Κανούν-ι Ασασί. Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ασκούνται από μια σειρά συνδεόμενων θεσμών, ορισμένοι εκ των οποίων στελεχώνονται από αιρετούς και άλλοι από άτομα διορισμένα με βάση τις θρησκευτικές τους επιλογές. Η βασική πολιτειακή ιδέα είναι το «βελαγιάτ-ι φακίχ», ήτοι «καθοδήγηση από ειδικό του ισλαμικού θρησκευτικού νόμου» που βρίσκει εφαρμογή στους μη λαϊκά εκλεγμένους θεσμούς του Ανώτατου Ηγέτη και του Συμβουλίου Κηδεμόνων. Αυτή η «καθοδηγητική» μορφή εξουσίας από ιερωμένους προστίθεται στο παγκοσμίως κοινό πολιτειακό τρίπτυχο νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας και μάλιστα τις ελέγχει αφ' υψηλού.Ανώτατος άρχοντας του κράτους δεν είναι ο Πρόεδρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας ο οποίος έχει ρόλο πρωθυπουργού αλλά ο Ανώτατος Ηγέτης ο οποίος έχει ρόλο αρχηγού του κράτους. Ανώτατος Ηγέτης (Ραχμπάρ).
Σύμφωνα με το ιρανικό σύνταγμα, ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν σκιαγραφεί και επιβλέπει την εφαρμογή των «γενικών πολιτικών κατευθύνσεων της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν». Αναπληρώνεται από το Συμβούλιο των Κηδεμόνων, μία επιτροπή σημαινόντων ιερωμένων. Ο Ανώτατος Ηγέτης είναι και αρχιστράτηγος του στρατού όπως και αρχηγός των υπηρεσιών ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών και είναι ο μόνος που δικαιούται να κηρύξει πόλεμο. Ηγείται προσωπικά του αυτόνομου στρατού των Φρουρών της ισλαμικής επανάστασης. Επίσης διορίζει και απομακρύνει τους επικεφαλής της δικαιοσύνης και των κρατικών ΜΜΕ. Τέλος διορίζει επίσης έξι από τα δώδεκα μέλη του Συμβουλίου των Κηδεμόνων. Ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν και τα μέλη του Συμβουλίου των Κηδεμόνων, εκλέγονται από μία Συνέλευση Εμπειρογνωμόνων, με βάση τα προσόντα και τη δημοτικότητα.
Μαζί με τον Ανώτατο Ηγέτη, ο λαϊκά εκλεγόμενος Πρόεδρος του Ιράν είναι ο σημαντικότερος αξιωματούχος στη χώρα και αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας. Έχει την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος και ηγείται της εκτελεστικής εξουσίας, εκτός από υποθέσεις που σχετίζονται απευθείας με τον Ανώτατο Ηγέτη. Σύμφωνα με το Σύνταγμα όλοι οι υποψήφιοι για το αξίωμα του Προέδρου πρέπει να εγκρίνονται από το Συμβούλιο των Κηδεμόνων πριν συμμετάσχουν στις εκλογές, που διεξάγονται με καθολική ψηφοφορία και πλειοψηφικό σύστημα ανά τέσσερα χρόνια. Μετά την εκλογή του ο Πρόεδρος διορίζει και επιβλέπει το Υπουργικό Συμβούλιο, συντονίζει το κυβερνητικό έργο και επιλέγει πολιτικές που προτείνονται στο Κοινοβούλιο. Ο διορισμός νέου Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει να επικυρώνεται από το Κοινοβούλιο. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο Ιράν, κατά παγκόσμια εξαίρεση, ο στρατός δεν ελέγχεται από την εκτελεστική εξουσία.
Η Βουλή ονομάζεται Ισλαμική Συμβουλευτική Συνέλευση. Απαρτίζεται από ένα σώμα 290 βουλευτών που εκλέγονται ανά 4 χρόνια με καθολική μυστική ψηφοφορία. Οι υποψήφιοι πρέπει να εγκρίνονται προκαταβολικά από το Συμβούλιο των Κηδεμόνων. Επεξεργάζεται σχέδια νόμων, επικυρώνει διεθνείς συνθήκες και εγκρίνει τον εθνικό προϋπολογισμό. Όλα τα σχέδια νόμων στέλνονται στο Συμβούλιο των Κηδεμόνων για αναθεώρηση. Η Συνέλευση των Εμπειρογνωμόνων - η οποία συγκαλείται για μία εβδομάδα κάθε χρόνο- αποτελείται από 86 «ενάρετους και πολυμαθείς» κληρικούς που εκλέγονται από το λαό κάθε οκτώ χρόνια, από λίστα ονομάτων εγκεκριμένη από το Συμβούλιο των Κηδεμόνων (όπως συμβαίνει και στις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές στο Ιράν). Η Συνέλευση των Εμπειρογνωμόνων με τη σειρά της εκλέγει ένα από τα μέλη της στο αξίωμα του Ανώτατου Ηγέτη της χώρας. Η Συνέλευση δεν έχει ποτέ φέρει αντίρρηση επισήμως σε οποιαδήποτε απόφαση του Ανώτατου Ηγέτη.
Το Συμβούλιο των Κηδεμόνων περιλαμβάνει δώδεκα νομομαθείς εκ των οποίων οι έξι διορίζονται από τον Ανώτατο Ηγέτη. Οι άλλοι έξι προτείνονται από τον επικεφαλής του δικαστικού σώματος, και διορίζονται από τη Βουλή. Το Συμβούλιο των Κηδεμόνων είναι εξουσιοδοτημένο να ερμηνεύει το Σύνταγμα και να αποφαίνεται για την συμβατότητα των νόμων με το Ισλαμικό Δίκαιο. Αν ένα νομοθέτημα κριθεί αντίθετο με τον ισλαμικό νόμο παραπέμπεται για αναθεώρηση στη βουλή. Τέλος, το όργανο αυτό εξετάζει όσους επιθυμούν να είναι υποψήφιοι στις προεδρικές ή βουλευτικές εκλογές και αποφασίζει εάν μπορούν να συμμετάσχουν ή όχι.
Το λεγόμενο Συμβούλιο Σκοπιμότητας καθιερώθηκε το 1988 από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί και εξουσιοδοτείται να μεσολαβεί σε πιθανές διαφορές γνώμης ανάμεσα στη Βουλή και το Συμβούλιο των Κηδεμόνων. Σύμφωνα με το σύνταγμα το συμβούλιο αυτό λειτουργεί επίσης συμβουλευτικά στον Πρόεδρο της χώρας. Ο αρχηγός του δικαστικού σώματος διορίζεται από τον Ανώτατο Ηγέτη και με τη σειρά του διορίζει τον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τον Γενικό Εισαγγελέα του κράτους. Τα δημόσια δικαστήρια εκδικάζουν τις αστικές και τις περισσότερες ποινικές υποθέσεις. Ειδικά Επαναστατικά Δικαστήρια ασχολούνται με ορισμένες ποινικές πράξεις, όπως εγκλήματα κατά της εθνικής ασφάλειας, πράξεις κατά του πολιτεύματος και λαθρεμπόριο ναρκωτικών και οι αποφάσεις τους είναι τελεσίδικες (χωρίς δικαίωμα έφεσης). Τελεσίδικες είναι επίσης οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου Κληρικών που εκδικάζει υποθέσεις κληρικών κατηγορουμένων. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, το 2004 τουλάχιστον 108 άνθρωποι καταδικάστηκαν σε θάνατο εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν πολιτικοί κρατούμενοι και ορισμένοι άλλοι ήταν ανήλικοι . Αν και επισήμως απαγορευμένα, τα βασανιστήρια είναι συχνά σε φυλακές και κρατητήρια. Η ομοφυλοφιλία επισύρει μαστίγωμα και θανατική ποινή. Παραδόξως, η αλλαγή φύλου αναγνωρίζεται ως νόμιμη και κατά περιπτώσεις η σχετική ιατρική διαδικασία επιχορηγείται από το εθνικό σύστημα υγείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...