Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ

1. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά της στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον νου μας. Η γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία. Παρ’ όλο που το πρόβλημα της προέλευσης της γνώσης και οι βασικές αντίθετες τοποθετήσεις δεν αναλύθηκαν εκτενώς πριν από τη νεότερη εποχή, στην αρχαιότητα σημαντικός εκπρόσωπος της ορθολογιστικής προσέγγισης μπορεί να θεωρηθεί ο Πλάτων.
Για τον Πλάτωνα η ανθρώπινη γνώση βασίζεται κατ’ αρχάς στην ανάμνηση των ιδεών που έχει αντικρίσει η αθάνατη ψυχή προτού ενσαρκωθεί στο σώμα. Με την κατάλληλη νοητική άσκηση και μέσα από τη μελέτη των μαθηματικών, η ψυχή μπορεί να γνωρίσει τη βαθύτερη πνευματική πραγματικότητα των ιδεών, οι οποίες υπάρχουν αιώνια, ενώ ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλασή τους.
Πρώτος μεγάλος ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι αναμφισβήτητα ο Ντεκάρτ, για τον οποίον η κατασκευή ενός συμπαγούς οικοδομήματος της γνώσης στηρίζεται σε πεποιθήσεις που τίποτε απολύτως δεν μπορεί να τις κλονίσει. Για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τέτοιου είδους πεποιθήσεις, ο Ντεκάρτ προτείνει να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας: μας καλεί δηλαδή να διανύσουμε το πλήρες φάσμα των πεποιθήσεών μας και να επιλέξουμε, στο τέλος της διαδικασίας, αυτές για τις οποίες στάθηκε αδύνατον να αμφιβάλουμε. Ο Ντεκάρτ πιστεύει πως οι βασικές μας ιδέες, αυτές που αποτελούν παραστάσεις των ουσιωδών χαρακτηριστικών των υλικών και των πνευματικών όντων, έχουν εμφυτευθεί στον νου μας από τον Θεό. Τις έμφυτες αυτές ιδέες τις συλλαμβάνουμε ενορατικά (διαισθητικά) και άμεσα, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουμε κάποια συλλογιστική διαδικασία. Ακόμη και το “σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω” δεν χρειάζεται το συμπερασματικό “άρα”, εφόσον προβάλλεται στον νου μας με άμεση βεβαιότητα και δεν αποτελεί συμπέρασμα μιας συλλογιστικής διαδικασίας. Η θεμελίωση της νεότερης φιλοσοφίας και επιστήμης σε βέβαιες βάσεις οδηγεί έτσι σ’ ένα ριζικό διαχωρισμό ανάμεσα στο Εγώ (το πνεύμα) και την ύλη (τον κόσμο των σωμάτων).Η φύση στέκεται απέναντι στον άνθρωπο ως κάτι το διαφορετικό από αυτόν. Ο δυϊσμός αυτός σώματος-ψυχής είναι το αντίτιμο της καρτεσιανής βεβαιότητας της αλήθειας. Ο καρτεσιανός δυϊσμός υπέσκαψε την παραδοσιακή ενότητα λογικής και οντολογίας. Ενώ για τον Αριστοτέλη κάθε έννοια της νόησης (το καθόλου) παρουσιάζεται αντίστοιχα ως είδος μέσα στο φύσει ον, ο Descartes υποστηρίζει ότι οι έννοιες είναι παραστάσεις, ανθρώπινα νοήματα. Τα πράγματα δεν είναι καθαυτά ουσίες,αλλά αντικείμενα. Το πρωταρχικά πραγματικό είναι το Εγώ, η συνείδηση.
Άλλοι ορθολογιστές, που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θεώρηση του Ντεκάρτ και να αποφύγουν τις παγίδες στις οποίες τον οδήγησε η υπερβολική μεθοδολογική του αμφιβολία, είναι ο Ολλανδός Μπαρούχ Σπινόζα (17ος αιώνας) και ο Γερμανός Γκότφριντ Λάιμπνιτς (17ος-18ος αιώνας).
Οι φιλόσοφοι αυτοί, μέσα από αποδείξεις εμπνευσμένες από τα Μαθηματικά και τη Γεωμετρία, ανέπτυξαν περίπλοκα μεταφυσικά συστήματα. Σύμφωνα μ’αυτούς, ο νους μας μπορεί να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία της δομής της πραγματικότητας στηριζόμενος στη χρησιμοποίηση έμφυτων ιδεών και λογικών αρχών. Ο σημαντικότερος ίσως ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι ο Χέγκελ, ο οποίος πίστευε ότι ο ορθός λόγος τού επέτρεπε να κατανοήσει πλήρως και να προβλέψει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
2. ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ Κατά τους εμπειριστές η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως (ή και αποκλειστικά) από τις αισθήσεις. Η αφετηρία της γνώσης συνίσταται στην καταχώριση, την αποτύπωση στον νου, μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη, των “στοιχειωδών δεδομένων” του κόσμου που μας περιβάλλει. Η καταχώριση αυτή είναι στιγμή δημιουργίας στοιχειωδών πεποιθήσεων ή ιδεών, απλών δηλαδή παραστάσεων αυτών των δεδομένων. Ανεξάρτητα από την αντίληψη για το τι αποτελεί στοιχειώδες δεδομένο, η αντίστοιχη στοιχειώδης πεποίθηση που το καταχωρίζει ή το αποτυπώνει στον νου είναι η ζητούμενη θεμελιώδης και πρωταρχική γνώση. Aυτή εμποτίζεται με γνώση από τη δυνατότητα αυτής της άμεσης επαφής με την πραγματικότητα κατά τη στιγμή της καταγραφής αισθητηριακών εντυπώσεων.
Εμπειριστικές απόψεις έχουν υποστηρίξει αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος. Αν και τονίζει τη σημασία της λειτουργίας του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας, ο Αριστοτέλης πιστεύει πως η γνώση αυτή προϋποθέτει επαγωγική πορεία, δηλαδή μετάβαση από το μερικό και συγκεκριμένο στο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, η σύλληψη του μερικού και συγκεκριμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τη λειτουργία των αισθήσεων που μας συνδέουν άμεσα με τον φυσικό κόσμο.
Η συστηματική, όμως, ανάπτυξη του εμπειρισμού παρατηρείται κατά τους νεότερους χρόνους. Από τις αρχές του 17ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο επικράτησε μία νέα θεώρηση για τον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας του φυσικού κόσμου. Η επιστήμη ως θεσμός αντικαθιστά τη φιλοσοφία και αποκτά το δικαίωμα διερεύνησης του φυσικού γίγνεσθαι. Οι νεότεροι (κυρίως Βρετανοί) εμπειριστές, με πρώτο τον Φράνσις Μπέϊκον (16ο-17ο αιώνας) αντιπαρατίθενται στους ορθολογιστές και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των αισθήσεων κατά την απόκτηση της γνώσης.
Παράλληλα με την αισθητηριακή αποτύπωση στον νου μας των αντικειμένων του εξωτερικού -ως προς τον νου- κόσμου, ο Τζον Λοκ (17ος αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Αυτή η εσωτερική αίσθηση αποτυπώνει ως “αντικείμενα” και τις καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, το τι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε, πιστεύουμε, επιθυμούμε, αμφιβάλλουμε κτλ. Πέρα από αυτή την εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να μπορούν να θεωρηθούν a priori, να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. Ο νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας “άγραφος χάρτης” (tabula rasa), στον οποίο αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
“Συνεπέστερος” εμπειριστής από τον Λοκ υπήρξε ο ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϋ (17ος-18ος αιώνας). Ο Μπέρκλεϋ υποστήριξε ότι ο Λοκ έκανε το λάθος να δεχτεί ιδέες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά, όπως εκείνες των εξωτερικών ως προς τον νου αντικειμένων, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό υπόστρωμα με ιδιότητες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα πίσω από τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Ο Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. Η παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο απόφθεγμα: “το να υπάρχει κάτι συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται ή να γίνεται αντιληπτό”. Mε άλλα λόγια, υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Βέβαια, κατά τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει -και που σε τελευταία ανάλυση είναι άυλα κι εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον νου του υπέρτατου πνεύματος, δηλαδή του Θεού, ακόμη και όταν δε γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους. Οι κανονικές σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός, μας επιτρέπουν να τα διακρίνουμε από τα ανύπαρκτα πλάσματα της φαντασίας μας. Η επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην απόδειξη του ότι η πραγματικότητα είναι μία -συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας- με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια “ύλη”, της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
Ο σκωτσέζος φιλόσοφος Χιουμ (18ος αιώνας)ήταν ο αυστηρότερος από όλους τους εμπειριστές. Θεώρησε ότι η αποτύπωση αισθητηριακών εντυπώσεων στον νου είναι αυτάρκης ως προς τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και επομένως δεν χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού, την οποία επιστράτευσε ο Λοκ για τις “εσωτερικές γνώσεις” των λειτουργιών του νου. Ο Χιουμ έμεινε πιστός, από την αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε αισθήσεων. Η προσήλωσή του στον αμιγή αυτό εμπειρισμό είχε όμως τις παρενέργειές της, οι οποίες, κληροδότησαν στη φιλοσοφία περισσότερα από ένα σοβαρά προβλήματα. Ο Χιουμ οδηγήθηκε σε σκεπτικισμό για τη δυνατότητά μας να αποκτήσουμε γνώση για την ύπαρξη και την υφή του συνόλου σχεδόν των όντων του εξωτερικού κόσμου και των αιτιακών σχέσεων που πιστεύουμε ότι τα συνδέουν, αλλά και οποιασδήποτε εσωτερικής, πνευματικής οντότητας. Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί, κατά τον Χιουμ, να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση,επειδή συνθέτουμε τις παραστάσεις τους στη βάση στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων. Και οι επαγωγικές γενικεύσεις, οι οποίες υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να προβλέψουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν και ότι οι φυσικοί νόμοι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, δεν έχουν λογική ισχύ. Γίνονται αποδεκτές μόνο χάρη στη συνήθεια και στις ενστικτώδεις προσδοκίες μας, χωρίς τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ:ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ (ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ)Η ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ;
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ρασιοναλιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο είναι όσα μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα από την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
. />
"To είδος που έχει εφεύρει τον Ανθρωπισμό αυτήν τη στιγμή έχει περιορίσει επικίνδυνα τον αριθμό των σπονδυλωτών πάνω στη Γη, έχει ανεβάσει την επιφάνεια των ωκεανών, έχει καταστρέψει τα δάση και έχει μολύνει το υπέδαφος. Δεν μου φαίνεται και ιδιαίτερα επιτυχημένη, λοιπόν, αυτή η έννοια. Το είδος μας είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν αντιπροσωπεύει παρά το 0, 01 % της γήινης βιομάζας. Ιεροποιώντας και καθαγιάζοντας τον Άνθρωπο, έχει εξοριστεί από τον κόσμο τον φυτικό και τον ζωϊκό. Όπως λέει και ο Λέβι Στρως, ο Homo sapiens στέφθηκε έτσι μόνος του, όπως ο Ναπολέων: ταξινόμησε τη "ζωϊκότητα" στον αντίποδα της δικής του ύπαρξης, θέλησε να την καθυποτάξει, να γίνει Κύριος της Δημιουργίας. Από τη Βίβλο έως τον Καρτέσιο διατήρησε αυτήν την εμμονή μεγαλείου και συνεχούς ιεράρχησης σε "ανώτερους" και "κατώτερους". Αρχικά έχρισε κατώτερό του τον ζωϊκό κόσμο, κατόπιν κάποιες κατηγορίες από το ίδιο το είδος του. Την εποχή του Έρασμου και του Μονταίν οι γυναίκες δεν είχαν τα δικαιώματα ενός πολίτη. Αυτό λέει πολλά από μόνο του". (από συνέντευξη του γάλλου συγγραφέα Ζοζέφ Αντράς)
"Το να πιστεύει κανείς σε μια συγκεκριμένη μορφή "ιερότητας" του ανθρώπου τη στιγμή που αρνείται τη φθαρτότητα, θνητότητα και εφήμερη παρουσία του στον πλανήτη, αυτό είναι ψυχοπάθεια. Προτιμώ τον τύπο ανθρωπισμού που καθιέρωσε ο Λεβι Στρως, όταν έγραψε για μια "Αρχή ανθρωπινότητας" βάσει της οποίας θα έπρεπε να εκκινεί η σκέψη της ανθρωπότητας ολόκληρης ώστε να μην ξεκόβει από την εγκόσμια μοίρα της. Τα δέντρα άνετα θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς εμάς, Θα συνέχιζαν να απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα και να απελευθερώνουν οξυγόνο και χωρίς εμάς. Το αντίστροφο όμως δεν ισχύει. Εννοείται πως οι μπαμπουίνοι δεν έφτιαξαν μια Καπέλα Σιξτίνα: σωστό, δεν λέω, όμως δεν έφτιαξαν ούτε ατομική βόμβα!"
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
Από τις αρχές του 17ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο επικράτησε μία νέα θεώρηση για τον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας του φυσικού κόσμου. Η επιστήμη ως θεσμός αντικαθιστά τη φιλοσοφία και αποκτά το δικαίωμα διερεύνησης του φυσικού γίγνεσθαι. Τα θεμέλια της νέας επιστημονικής σκέψης τέθηκαν κυρίως από τον Άγγλο Francis Bacon (1561 – 1626) και τον Γάλλο Rene Descartes (1596 – 1650). Ο καθένας πρότεινε διαφορετική μέθοδο για την προσέγγιση της αλήθειας και του απόκτησης βέβαιης επιστημονικής γνώσης. Ο Bacon, ο οποίος θεωρείται ως ο ιδρυτής του αγγλοσαξονικού επιστημονικού τρόπου σκέψης, διατύπωσε την άποψη ότι πρέπει να βασιζόμαστε στα πειράματα και τις παρατηρήσεις για να εξάγουμε έγκυρη γνώση, ενώ ο Καρτέσιος, σε αντιδιαστολή με τον Bacon, πρότεινε τη λογική του ανθρωπίνου νου ως το μοναδικό κριτήριο που οδηγεί στην αλήθεια. Ο Bacon εισήγαγε τον εμπειρισμό αφού θεωρούσε ότι τα εμπειρικά δεδομένα που λαμβάνει ο άνθρωπος μέσω των αισθήσεων του από την παρατήρηση και το πείραμα οδηγούν στην τεκμηρίωση της αντικειμενικής αλήθειας. Η συλλογιστική του Bacon βασίζεται στον επαγωγικό λογισμό (induction), σύμφωνα με τον οποίο ο τρόπος αναζήτησης της γνώσης προέρχεται από παρατηρησιακά ή πειραματικά δεδομένα μέσω των οποίων εξάγονται καθολικές θεωρίες και νόμοι. Η επιστημονική μέθοδος της επαγωγής παρείχε κατά τον Bacon βέβαιη γνώση. Αντίθετα, ο Ντεκάρτ θεωρούσε ότι μέσω των αισθήσεων δεν μπορούσε να παραχθεί βέβαιη αντικειμενική γνώση αλλά έπρεπε να βασιζόμαστε στον ορθό λόγο του ανθρωπίνου νου και στις μαθηματικές αποδείξεις. Ο Ντεκάρτ θεώρησε τον ορθολογισμό και την επαγωγική μέθοδο (deduction) ως τη μοναδική οδό για την επιστημονική βεβαιότητα: με άλλα λόγια, την επεξεργασία των υποθέσεων που παράγονται στο λογικό του ανθρωπίνου νου με τελικό αποτέλεσμα την εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων σχετικά με τη λειτουργία της φύσης.
Η Βασιλική Εταιρεία της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1662 και τα μέλη της έτρεφαν θαυμασμό για τον Bacon. Ο Νεύτων αποτελούσε μέλος της και στα συγγράμματα του ‘Opticks’ και ‘Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica’ περιγράφει την επιστημονική μέθοδο που ακολούθησε για την περιγραφή των φυσικών φαινομένων η οποία βασιζόταν στο πείραμα και την επαγωγή. Ο Νεύτων υποστήριξε ότι οι διατυπώσεις υποθέσεων σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα πρέπει να βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα και να έχουν επιβεβαιωθεί πειραματικά. Εφόσον η θεωρητική υπόθεση δεν καταρρίπτεται από κάποιο πείραμα τότε μέσω της επαγωγικής γενίκευσης μπορούμε να διατυπώσουμε καθολικούς νόμους και να οδηγηθούμε σε έγκυρη επιστημονική γνώση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της επιστημονικής μεθόδου του Νεύτωνα αποτέλεσαν η ανακάλυψη της συνθετότητας του λευκού φωτός και ο νόμος της βαρύτητας. Όμως και στις δύο περιπτώσεις ο Νεύτωνας διατύπωσε ότι δεν γνώριζε απόλυτα τί είναι το φως ή η ακριβής έννοια της βαρύτητας, αλλά υποστήριξε ότι ήταν έτσι όπως τα περιέγραφε διότι με τον τρόπο αυτό εξηγούνταν τα φαινόμενα. Ο Νεύτωνας αντιλήφθηκε το πρόβλημα των επαγωγικών γενικεύσεων, όμως υποστήριξε ότι ήταν η πιο κατάλληλη μέθοδος που διέθετε η πειραματική φιλοσοφία για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Ο John Locke (1632 – 1704) ο οποίος επίσης ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, αποτέλεσε το θεμελιωτή του φιλοσοφικού ρεύματος του εμπειρισμού και το έργο του θεωρείται ως το ανθρωπιστικό, αντίστοιχο της Νευτώνειας φυσικής. Ο Locke ασχολήθηκε με τη λειτουργία του ανθρωπίνου νου και διατύπωσε την άποψη ότι όλες οι ιδέες που δημιουργούνται μέσα του και λαμβάνονται μέσω των αισθητηρίων οργάνων προέρχονται αποκλειστικά από την εμπειρία. Στη συνέχεια νους με τις διεργασίες του στοχασμού επεξεργάζεται τα εμπειρικά δεδομένα δημιουργώντας συμπεράσματα που περιγράφουν τη φυσική κατάσταση του κόσμου. Επιπλέον συμμεριζόταν τις απόψεις του Νεύτωνα για τις ιδιότητες των σωμάτων και εξέφρασε την άποψη ότι οι πρωτογενείς τους ιδιότητες που γίνονται αντιληπτές μέσω των αισθήσεων, όπως ο όγκος και το σχήμα, αποτελούν θεμέλιο για την προαγωγή της έγκυρης επιστημονικής γνώσης. Επομένως κατέληξε στη θεώρηση ότι η αισθησιαρχία στην επιστήμη αποτελεί παράγοντα αντικειμενικότητας οδηγούμενοι έτσι στην ακριβή μελέτη της και τελικά συμπέρανε ότι η πειραματική επιστήμη και η επιστημονική εξήγηση, έτσι όπως την εισήγαγε ο Νεύτωνας, ήταν αναγκαία για την θεμελίωση θεωριών και καθολικών νόμων.
Ο David Hume (1711 – 1776) ήταν σκωτσέζος φιλόσοφος του οποίου το έργο εντάσσεται στα φιλοσοφικά ρεύματα του εμπειρισμού και του σκεπτικισμού. Ο Hume θεωρούσε, όπως και ο Locke, ότι ο ανθρώπινος νους μπορεί να παράγει επιστημονική γνώση μέσω της επεξεργασίας των εμπειρικών δεδομένων, αλλά υποστήριξε ότι η επαγωγική γενίκευση που πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση θεωρητικής γνώσης μπορεί να αποδώσει μόνο σε πιθανολογική βάση. Πίστευε ότι οι επαγωγικές γενικεύσεις δεν μπορούν από μόνες τους να παράγουν βεβαιότητα για κάποιο γεγονός διότι δε διαθέτουν λογική εγκυρότητα δεδομένου ότι οι προκείμενες ενός συμπεράσματος μπορεί να είναι αληθείς, αλλά το συμπέρασμα ψευδές, διότι αυτές δεν ήταν εφικτό να συνδέονται με κάποιο λογικό συνειρμό με το συμπέρασμα, όπως συμβαίνει με την παραγωγή (deduction). Με τη γνωσιολογία του Hume εισάγεται ουσιαστικά ο σκεπτικισμός σχετικά με την ικανότητα του ανθρωπίνου νου να αποκτήσει ορθή γνώση.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο είναι όσα μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα από την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Η Επιστήμη λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με Ε Μ Π Ε Ι Ρ Ι Κ Ο τρόπο. Έλεγχος και πείραμα είναι ταυτόσημες έννοιες στον χώρο της επιστημονικής έρευνας. Η διάκριση επομένως της επιστημονικής θεωρίας από άλλου είδους θεωρήσεις εξαρτάται κατ’ αρχήν από τη δυνατότητα της επιστημονικής θεωρίας να ελεγχθεί μέσω πειραμάτων. Και η επιστημονική θεωρία δεν είναι παρά ένα σύνολο από επιστημονικούς "νόμους" που έχουν διατυπωθεί ανά εποχές, και οι οποίοι, βεβαίως, ανατρέπονται διαρκώς από επιστημονικούς νόμους των μεταγενέστερων εποχών.
Πώς κατασκευάζεται, φερ'ειπείν, ο νόμος περί θερμικής διαστολής;
Ας δούμε, για παράδειγμα, την επιστημονική διαπίστωση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”. Η απλή υπόθεση περί μετάλλων προσφέρεται για πειραματικό έλεγχο, εφόσον είναι σαφής η διαδικασία διεξαγωγής των σχετικών πειραμάτων: επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο μεταλλικό αντικείμενο, το φέρνουμε σε επαφή με μια πηγή θερμότητας και μετράμε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα την τυχόν μεταβολή των διαστάσεών του. Αν οι διαστάσεις του μεταλλικού αντικειμένου έχουν αυξηθεί, το πείραμα θεωρείται επιτυχές. Η διεξαγωγή πειράματος στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή, επειδή είναι απολύτως σαφή τρία πράγματα: 1. το τι είναι πηγή θερμότητας, 2. το τι είναι μέτρηση θερμοκρασίας και 3. το τι είναι μέτρηση των διαστάσεων του μεταλλικού αντικειμένου πριν και μετά τη θέρμανση/ Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της αισθητηριακής παρατήρησης μας επιτρέπει να “μεταφράσουμε” τη γενική διατύπωση της υπόθεσης “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” σε μια σύνθετη πρόταση, που περιγράφει βήμα προς βήμα τη διεξαγωγή κάθε συγκεκριμένου πειράματος. Θεωρώντας δεδομένο τον ορισμό των τριών αυτών πραγμάτων (δηλαδή: τον ορισμό της "πηγής θερμότητας", τον ορισμό της "θερμοκρασίας" και τον ορισμό των "διαστάσεων" ενός αντικειμένου, είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε ένα νόμο περί της θερμικής διαστολής του.
Η σαφήνεια της πειραματικής διαδικασίας προκύπτει βασικά από τη δυνατότητα που μας παρέχουν τα “στοιχεία” της -στοιχεία που αποτελούν το κριτήριο αυτής της διαδικασίας- ώστε να τα παρατηρήσουμε, να τα καταγράψουμε με τις αισθήσεις μας. Το κριτήριο αυτό ισχύει εξίσου για πολυσύνθετες θεωρίες, όπως είναι η νευτώνεια μηχανική, αλλά και για πολύ απλούστερες υποθέσεις ή “εμπειρικούς νόμους”. Ένα πείραμα δεν είναι παρά μία μόνο περίπτωση της θεωρίας ή του φυσικού “νόμου” που ελέγχουμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένα υλικά και εργαστήρια και υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η υπόθεση όμως ή ο “νόμος” που θέλουμε να επαληθεύσουμε είναι μια γενική πρόταση, η οποία δεν αφορά μια συγκεκριμένη περίπτωση αλλά όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, ένα πείραμα δεν επαρκεί για να επαληθεύσουμε την υπόθεση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”. Χρειαζόμαστε ίσως πολλά πειράματα με όλα τα είδη των μετάλλων και κάτω από όλες τις δυνατές συνθήκες. Αλλά και πάλι θα έχουμε έναν πεπερασμένο αριθμό πειραμάτων, ενώ η υπόθεση “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” αφορά όλες τις περιπτώσεις διαστολής μετάλλων, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Αυτές όμως οι περιπτώσεις είναι άπειρες. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν από πεπερασμένα πειράματα ή παρατηρήσεις να βγάλουμε ένα συμπέρασμα που να ισχύει για άπειρες περιπτώσεις; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα βρεθεί στο μέλλον κάποια περίπτωση μετάλλου που, υπό κάποιες συνθήκες, δε θα διαστέλλεται, όταν το θερμαίνουμε; Η επαλήθευση επομένως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με λογική αυστηρότητα - ο έλεγχος με στόχο την επαλήθευση σταματά υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά στον έλεγχο ενός σχετικά μικρού μέρους των περιπτώσεων. Η επαλήθευση, τελικά, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ενδεικτική.
Βέβαια, οι φυσικοί επιστήμονες, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, εξακολουθούν να διατυπώνουν ή να “επαληθεύουν” φυσικούς “νόμους” με επαγωγική διαδικασία, δηλαδή από μερικές περιπτώσεις να διατυπώνουν γενικές, καθολικές προτάσεις. Ήδη όμως από τον 18ο αιώνα ο Βρετανός εμπειριστής φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ είχε ασκήσει αυστηρή -και επιτυχή- κριτική στον “νόμο της επαγωγής” και στη λογική της επαγωγικής γενίκευσης. Υποστήριξε ότι ο ίδιος ο “νόμος της επαγωγής”, που μας επιτρέπει να γενικεύουμε μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων παρατηρήσεων ή πειραμάτων, δεν είναι επαληθεύσιμος, ούτε καν εξάγεται από την εμπειρία, αλλά είναι μάλλον μια μεταφυσική πίστη.
Ο εγκέφαλος βρίσκεται, κατά κάποιον τρόπο, κλεισμένος σε ένα σκοτεινό «κουτί» και έρχεται σε επαφή και αλληλεπίδραση με το σώμα μας και το εξωτερικό περιβάλλον –στο εξωτερικό περιβάλλον συγκαταλέγεται και η κοινωνία– με τη βοήθεια των αισθητήριων οργάνων και των νεύρων. Είναι η αλληλεπίδραση με το σώμα και το περιβάλλον που τον αναπτύσσει, τον συντηρεί και δίνει νόημα στις θαυμαστές λειτουργίες του. Σε ένα νοητικό πείραμα γνωστό ως Ο εγκέφαλος μέσα σε λάγηνο, φανταζόμαστε έναν εγκέφαλο αποκομμένο από το σώμα, που διατηρείται ζωντανός μέσα σε λουτρό με θρεπτικές ουσίες και διεγείρεται με τον ίδιο τρόπο που θα διεγειρόταν αν ήταν ακόμη στη θέση του, μέσα στο κύτος του εγκεφαλικού κρανίου. Ο Αντόνιο Νταμάζιο πιστεύει ότι «αυτός ο εγκέφαλος δε θα είχε φυσιολογική νόηση. Χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα εισερχόμενα στο σώμα ως πεδίο δράσης, ικανά να ανανεώνουν και να τροποποιούν σωματικές καταστάσεις, θα αναστελλόταν η διέγερση και η τροποποίηση σωματικών καταστάσεων, οι οποίες, αναπαριστώμενες πίσω στον εγκέφαλο, συνιστούν αυτό που θεωρώ θεμέλιο να νιώθεις ζωντανός… Εν συντομία, οι αναπαραστάσεις που δομεί ο εγκέφαλος για να περιγράψει μία κατάσταση και οι κινήσεις που σχηματοποιούνται ως αντίδραση σε μία κατάσταση εξαρτώνται από τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις σώματος-εγκεφάλου.
Μήπως ο εγκέφαλός μας είναι φτιαγμένος για να ανταποκρίνεται στον φυσικό κόσμο και όχι στον κόσμο της τεχνοεπιστήμης που έχουμε μπροστά μας;
Τα γονίδιά μας είναι ακόμη τα γονίδια του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη. Ο εγκέφαλός μας το ίδιο. Ωστόσο, πρόκειται για έναν μεγάλο εγκέφαλο, τρεις φορές μεγαλύτερο περίπου από τον εγκέφαλο του χιμπαντζή, που έχει ίσο σωματικό μέγεθος με εμάς και είναι ο πλησιέστερος συγγενής μας. Ο εγκέφαλός μας, επιπλέον, αν και δεν έχει την ικανότητα να αναγεννά τα κύτταρά του, είναι εξαιρετικά εύπλαστος. Οι συνάψεις μεταξύ των νευρώνων αλλάζουν διαρκώς, δηλαδή αλλάζει η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος έπρεπε να είναι δομημένος με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει έναν κόσμο δυναμικό και μεταβαλλόμενο. Μια στρατηγική χρήσιμη αποκλειστικά για το κυνήγι, δεν είναι χρήσιμη για να κυκλοφορήσει κανείς στους δρόμους των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Ένας εγκέφαλος ικανός να αντεπεξέρχεται σε κοινωνικές σχέσεις 200-250 ατόμων (αυτός έχει υπολογιστεί ως ο αριθμός των ατόμων που μπορούσε να γνωρίσει στη ζωή του ο κυνηγός-τροφοσυλλέκτης) έγινε επίσης ικανός να αντεπεξέρχεται σε κοινωνικές σχέσεις χιλιάδων ατόμων (χωρίς να συνυπολογιστούν οι σχέσεις μέσω των κοινωνικών δικτύων). Ένα ευφυές σύστημα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναμορφώνεται και να ανασυγκροτείται συνεχώς και να είναι πολυεπίπεδο. Αυτός είναι ο λόγος που, ενώ ο κόσμος της τεχνοεπιστήμης είναι ξένος για το είδος μας, μπορούμε να προσαρμοστούμε και να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του με επιτυχία, τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Ο εγκέφαλος είναι το πολυπλοκότερο σύστημα που υπάρχει στη φύση, αναμορφώνεται και ανασυγκροτείται συνεχώς, αλληλοεπιδρά άμεσα με το σώμα και το περιβάλλον. Πόσο εύκολο είναι να μελετηθεί και να κατανοηθεί; Είναι εύκολο να δημιουργηθεί ένα τεχνικό σύστημα που να του μοιάζει;
Με κάθε αναφορά στον όρο τεχνοεπιστήμη ο νους πηγαίνει εύλογα όχι τόσο σε φιλοσοφικές αναλύσεις όσο στη «σκοτεινή» λογοτεχνία προηγούμενων αιώνων –στο «Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας» της Μαίρης Σέλεϊ και στο «Δρ Τζέκιλ και κ. Χάιντ» του Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον– και τη σύγχρονη επιστημονική φαντασία: ταινίες όπως το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ και το «Matrix» των Λίλι και Λάνα Γουατσόφσκι μοιάζουν από πολλές πλευρές να αναστοχάζονται την εποχή μας με μεγαλύτερη προσήλωση στις τεχνοφιλικές ή τεχνοφοβικές της συνιστώσες απ’ ό,τι η φιλοσοφία και οι ανθρωπιστικές επιστήμες εν γένει. Ηδη, από το 1938 ο Γάλλος επιστημολόγος Γκαστόν Μπασελάρ είχε κάνει λόγο για μια επιστήμη που έχει προ πολλού απολέσει την όρεξη της «καθαρής» γνώσης ως θυμικό της υπόβαθρο: δεν είναι πλέον η επιστήμη των γεγονότων σύμφωνα με το θετικιστικό ιδεώδες του 19ου αιώνα, καθώς η βασική της επιδίωξη είναι η τεχνολογική αποτελεσματικότητα και η έμφαση στην παραγωγή αποτελεσμάτων. Πρόκειται για τη διαβόητη εξίσωση της γνώσης με τη δύναμη, την οποία διακήρυξε στις απαρχές των νεότερων χρόνων ο Φράνσις Μπέικον: η ανθρώπινη ενδυνάμωση μέσω της χρήσης του Λόγου, με τρόπο, εάν όχι καθεαυτό μαγικό, τουλάχιστον σε αναλογία με το πως, στη Δύση, για αιώνες, η μαγεία αντιμαχόταν τη γνώση και την επιστήμη ως καθαρή θεωρία. Ανά τους αιώνες η κατανόηση του εγκεφάλου συγκρινόταν πάντοτε με την πιο περίπλοκη τεχνολογία της εποχής: με την αεριολογία και την υδραυλική την εποχή του Αριστοτέλη και, γενικά, των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων (που είχαν κατασκευάσει εκπληκτικής τεχνολογίας υδραγωγεία και αποχετευτικά συστήματα), με τα ρολόγια στη συνέχεια, με πολύπλοκες μηχανές κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση αργότερα, σήμερα με τους υπολογιστές και, αργά ή γρήγορα, με τον παγκόσμιο ιστό, τον «παγκόσμιο εγκέφαλο...». Όλες αυτές οι συγκρίσεις είναι ασφαλώς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανακριβείς. Τα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα και η ρομποτική υπόσχονται πολλά, αλλά ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. Καμιά μέχρι στιγμής προσέγγιση δεν αποτυπώνει τον χώρο και τον χρόνο στον εγκέφαλο, δηλαδή την ιστορική – εξελικτική του πορεία. Για τον λόγο αυτόν πιστεύω ότι οι απόπειρες για ένα όργανο που θα είναι εγκέφαλος είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Ωστόσο ευφυή συστήματα, που σε ορισμένους τομείς θα είναι αποδοτικότερα από τον εγκέφαλο, σίγουρα θα κατασκευαστούν και ίσως να αλλάξουν το μέλλον της ανθρωπότητας.
Με κάθε αναφορά στον όρο τεχνοεπιστήμη ο νους πηγαίνει εύλογα όχι τόσο σε φιλοσοφικές αναλύσεις όσο στη «σκοτεινή» λογοτεχνία προηγούμενων αιώνων –στο «Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας» της Μαίρης Σέλεϊ και στο «Δρ Τζέκιλ και κ. Χάιντ» του Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον– και τη σύγχρονη επιστημονική φαντασία: ταινίες όπως το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ και το «Matrix» των Λίλι και Λάνα Γουατσόφσκι μοιάζουν από πολλές πλευρές να αναστοχάζονται την εποχή μας με μεγαλύτερη προσήλωση στις τεχνοφιλικές ή τεχνοφοβικές της συνιστώσες απ’ ό,τι η φιλοσοφία και οι ανθρωπιστικές επιστήμες εν γένει.
Ηδη, από το 1938 ο Γάλλος επιστημολόγος Γκαστόν Μπασελάρ (Gaston Bachelard) είχε κάνει λόγο για μια επιστήμη που έχει προ πολλού απολέσει την όρεξη της «καθαρής» γνώσης ως θυμικό της υπόβαθρο: δεν είναι πλέον η επιστήμη των γεγονότων σύμφωνα με το θετικιστικό ιδεώδες του 19ου αιώνα, καθώς η βασική της επιδίωξη είναι η τεχνολογική αποτελεσματικότητα και η έμφαση στην παραγωγή αποτελεσμάτων. Πρόκειται για τη διαβόητη εξίσωση της γνώσης με τη δύναμη, την οποία διακήρυξε στις απαρχές των νεότερων χρόνων ο Φράνσις Μπέικον: η ανθρώπινη ενδυνάμωση μέσω της χρήσης του Λόγου, με τρόπο, εάν όχι καθεαυτό μαγικό, τουλάχιστον σε αναλογία με το πως, στη Δύση, για αιώνες, η μαγεία αντιμαχόταν τη γνώση και την επιστήμη ως καθαρή θεωρία.
Στις μέρες μας, ο λόγος των κοινωνιολόγων της επιστήμης, ιδιαιτέρως του Μπρούνο Λατούρ, ανέδειξε το γεγονός ότι, στην όψιμη νεωτερική εποχή, οι τεχνολογικές παρεμβάσεις στο όνομα της επιστήμης έχουν πάψει να θεωρούνται απλές εφαρμογές της επιστήμης, αλλά έχουν αναχθεί σε αυτοτελή παράγοντα διαμόρφωσης της πραγματικότητας. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα καλό παράδειγμα: η διαρκώς αυξανόμενη ψηφιοποίηση και η ταχύτατα αναπτυσσόμενη υπολογιστική ισχύς αλλάζουν καθοριστικά τόσο τις οικονομικές όσο και τις κοινωνικές σχέσεις. Στην πραγματικότητα, η συνειδητοποίηση της αυτονόμησης του τεχνολογικού γίγνεσθαι δεν ήταν εύκολη, καθώς συνιστά ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια, αφενός, του επιστημονικού ιδεώδους του Διαφωτισμού και, αφετέρου, του αισιόδοξου φιλελεύθερου οράματος του ανθρωπισμού που το ενέπνευσε.
Ο ευρωπαϊκός Μεσοπόλεμος και, ακόμη περισσότερο, τα τεχνολογικά/επιστημονικά επιτεύγματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που ακολούθησε (λ.χ. η ατομική βόμβα), μετασχημάτισαν αποφασιστικά την αντίληψη περί αέναης προόδου της επιστήμης και θριάμβου του ανθρωπισμού. Κι εδώ, για άλλη μία φορά, η τεχνολογία μοιάζει να προηγείται της επιστήμης και να προσδιορίζει αποφασιστικά την πορεία της. Υπάρχουν ασφαλώς και οι προφήτες αυτής της νέας πραγματικότητας, η επιρροή των οποίων υπήρξε αδιαφιλονίκητη, αν και συχνά ανομολόγητη. Η κριτική της τεχνικοποιημένης επιστήμης, παρούσα σε ένα μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής φιλοσοφίας, δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τη δριμεία κριτική των πολλών προσώπων και προσωπείων του ορθολογισμού που πρέσβευε ο Διαφωτισμός από τον Φρίντριχ Νίτσε: ένα από αυτά τα πρόσωπα και προσωπεία, ίσως το κυρίαρχο, είναι αυτό της εργαλειακότητας – η μετατροπή του ορθολογισμού σε εργαλείο βελτιστοποίησης. Αντίστοιχα, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ επιχειρεί την πλήρη αντιστροφή της σχέσης επιστήμης και τεχνολογίας, καθώς η νεωτερική τεχνολογία, ισχυρίζεται, παρεμβαίνει και μετασχηματίζει το ιδιαίτερο είναι των όντων – συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του ανθρώπου. Δίχως υπερβολή, ο σύγχρονος λόγος περί τεχνοεπιστήμης δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τις γόνιμες προϊδεάσεις του Νίτσε, του Μπασελάρ, και του Χάιντεγκερ, μεταξύ άλλων.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ: ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Από την άλλη πλευρά, στον πυρήνα της μουσικής θεωρίας, ήδη από τον Πυθαγόρα, υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός λογοκρατίας, εξαιτίας της γνωστής συνάφειας ανάμεσα στα μαθηματικά και τη μουσική αρμονία.Στην Αναγέννηση, εν μέρει εξαιτίας της επίδρασης των νεοπλατωνικών ιδεών, καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια να θεμελιωθεί η μουσική στη βάση θεωρητικών συλλογισμών. Ο Τζαρλίνο π.χ. βασίζει ολόκληρη τη θεωρία του για τη μουσική σύνθεση στη μαθηματική αναλογία, χρησιμοποιώντας μια κάπως αριθμολογική προσέγγιση (π.χ. το έξι είναι τέλειος αριθμός).
Με τα τολμηρά πειράματα των μουσουργών του τέλους του 16ου αι. και των αρχών του 17ου ξεσπάει μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στην εμπειρική και την ορθολογιστική βάση της μουσικής θεωρίας. Τα προβλήματα της μουσικής θεωρίας αυτής της περιόδου συνοψίζονται στο : ποια αρμονικά διαστήματα επιτρέπονται στη μουσική; Ο εμπειρισμός λέει: κάνε ό,τι ηχεί σωστά. Οι ορθολογιστές θεωρούν ότι οι νόμοι δεν πρέπει απλώς να ανταποκρίνονται στην εμπειρία, αλλά να απορρέουν από αυταπόδεικτες αρχές (βλ. τη φυσική φιλοσοφία του Γαλιλαίου, του Ντεκάρτ και του Νεύτωνα).
Οι θεωρητικοί της μουσικής, τέλος, πιστεύουν ότι οι νόμοι της αρμονίας δεν πρέπει να είναι μόνον προϊόντα της επαγωγής, αλλά και της λογικής επιστήμης.Οι λιγοστές παρατηρήσεις του Leibniz(Γερμανός φιλόσοφος) για το ζήτημα της αρμονίας παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς επιχειρεί να συμφιλιώσει τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις με πρωτότυπο τρόπο. Στηριζόμενος στη μεταφυσική του θεωρία ότι τα περισσότερα αισθήματα κάθε μονάδας (βλ. μοναδολογία: μονάδες χωρίς πορτες και παράθυρα που επικοινωνούν μέσω της προδιατεταγμένης αρμονίας του Θεού) είναι «μικρές αντιλήψεις» (petites perceptions), δηλ. αισθήματα κάτω από το κατώφλι της συνείδησης, διατυπώνει την υπόθεση ότι οι απολαύσεις των αισθήσεων είναι «στην πραγματικότητα πνευματικές απολαύσεις που γνωρίζουμε συγκεχυμένα. Εκείνο που είναι στην πραγματικότητα μια αποτίμηση μαθηματικών σχέσεων, μια «μυστική αριθμητική», εμφανίζεται στο επίπεδο της συγκεχυμένης συνείδησης ως αισθησιακή απόλαυση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...