Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ, των αποφοίτων μας Κουμουνδούρου και Αλαμανή

Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα υπήρξε μία ταραγμένη εποχή για τα νησιά του Αιγαίου. Ο δύο βενετοτουρκικοί πόλεμοι (1645 - 1669 και 1684 - 1699) κατέστησαν την περιοχή θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και τόπο διέλευσης για τα πλοία των αντιμαχομένων. Εκτός όμως από τις πολεμικές επιχειρήσεις οι οποίες στα ίδια τα νησιά υπήρξαν μάλλον περιορισμένες, η παρουσία εχθρικών στόλων, ο έντονος ανταγωνισμός, η προσπάθεια δημιουργίας ζωνών επιρροής και ένταξης των κατοίκων στις πολεμικές προτεραιότητες των αντιπάλων, η πίεση επί των νησιωτικών κοινοτήτων, όπως και οι απόπειρες φορολόγησης των νησιωτών και από τις δύο πλευρές, συνετέλεσαν στη δημιουργία αναταραχής στον χώρο του Αιγαίου.
Ταυτόχρονα η γενικότερη κατάσταση ανασφάλειας και πολεμικού αναβρασμού ευνόησε και τροφοδότησε τη δράση των πειρατών που χρησιμοποιούσαν νησιά και στενά θαλάσσια περάσματα ως ορμητήριά τους. Το πρόβλημα επιτάθηκε από το γεγονός ότι οι Βενετοί, κατά κύριο λόγο, αλλά και οι Οθωμανοί σε μικρότερο βαθμό, συχνά ενίσχυαν και κάλυπταν την πειρατική δράση, εφοδιάζοντας με διπλώματα καταδρομής πειρατές ήδη εγκατεστημένους στην περιοχή ή άλλους, που εκμεταλλευόμενοι την ευνοϊκή αυτή συγκυρία είχαν συρρεύσει στο Αιγαίο προερχόμενοι από τις ιταλικές, τις δαλματικές ακτές, τη Γαλλία, τη Σικελία, την Κορσική, τη Μάλτα, την Ισπανία κ.α., με σκοπό να βλάψουν τις εμπορικές δραστηριότητες του αντιπάλου. Καταδρομείς, λοιπόν, παράνομοι (πειρατές), και καταδρομείς περιβεβλημένοι με κάποια επίσημη κρατική νομιμοποίηση (κουρσάροι), συνωστίζονταν στην περιοχή κινούμενοι σε ένα θολό περιβάλλον που τους επέτρεπε συχνά να εναλλάσσουν αντιτιθέμενους φαινομενικά ρόλους και ιδιότητες.
Μικρά νησιά των Κυκλάδων, όπως η Μύκονος, η Πάρος, η Αντίπαρος, η Μήλος, η Κίμωλος, η Ίος, αποτέλεσαν καταφύγιο φημισμένων πειρατών και κουρσάρων. Έτσι στα χρόνια αυτά συναντάμε στην περιοχή πρόσωπα όπως ο Η. de Hocquincourt, ο Η. Crevelliers, οι George και Angelo Maria Vitali, οι αδελφοί Temericourt, ο Στάθης Ρωμανός Μανέττας και πλήθος άλλων, των οποίων η αληθινή δράση αναμειγνύεται μερικές φορές αξεδιάλυτα με την αχλύ του μύθου που δημιουργήθηκε γύρω από την πολεμική τους επιδεξιότητα, τα κατορθώματά τους και τα πλούτη που συγκέντρωσαν.
Η πειρατεία είχε άμεσες επιπτώσεις στους κατοίκους. Καταρχήν οι νησιώτες υπήρξαν θύματά της. Υφίσταντο δηώσεις και αρπαγές από τις πειρατικές ομάδες που λυμαίνονταν την περιοχή, αλλά και πιέσεις από την οθωμανική διοίκηση που απαιτούσε από τις κοινότητες των νησιών να παραδώσουν όσους πειρατές δρούσαν στην περιοχή τους, απειλώντας τες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυστηρές κυρώσεις. Παράλληλα όμως τμήματα των νησιωτικών πληθυσμών εμπλέκονταν στην πειρατική δράση, αφενός μεν ασκώντας οι ίδιοι πειρατεία με μικρά ιστιοφόρα ή συμμετέχοντας στα πληρώματα των μεγάλων πλοίων, και αφετέρου παίρνοντας μέρος στη διακίνηση και στο εμπόριο λειών που ανθούσε την περίοδο αυτή σε αρκετά νησιά.
Στα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ της πειρατικής δράσης στο Αιγαίο κατά τον 17ο αιώνα πρέπει να προστεθεί ένα ακόμη, που αφορά τη στρατηγική της Καθολικής Εκκλησίας. Η Καθολική Εκκλησία την εποχή αυτή έδειξε θερμό ενδιαφέρον για τις καθολικές κοινότητες των νησιών, επεδίωξε την εγκατάσταση μοναστικών ταγμάτων, μερίμνησε για την οικονομική κατάσταση των τοπικών Εκκλησιών και την τροφοδότησή τους με ιερείς, ενώ δημιούργησε ένα δίκτυο ενημέρωσης του Βατικανού μέσω αναλυτικών εκθέσεων που του απέστελλαν τοπικοί ιερείς και ειδικοί απεσταλμένοι. Οι Δυτικοευρωπαίοι πειρατές ανέπτυξαν προνομιακές σχέσεις με τους καθολικούς των νησιών, παρέχοντάς τους προστασία. Παράλληλα όμως πυροδότησαν έριδες με τους ορθόδοξους πληθυσμούς των νησιών και αναζωπύρωσαν τον ανταγωνισμό των δύο Εκκλησιών στην περιοχή.
Υπήρξε, συνεπώς, ένα πλέγμα σχέσεων που έφερνε σε επαφή τους νησιώτες με το πειρατικό φαινόμενο. Ο συγχρωτισμός αυτός νομίζω είχε σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση των τοπικών κοινωνιών, στη νοοτροπία των κατοίκων και στη μεταγενέστερη πορεία των πραγμάτων, διότι τόνωσε τη σχέση των ντόπιων με τα επαγγέλματα της θάλασσας και το εμπόριο, έφερε σε επαφή τους νησιώτες με προϊόντα, ανθρώπους, συμπεριφορές και πολιτισμούς ξένους με την οθωμανική πρακτική και διαμόρφωσε σε μερίδα του πληθυσμού μία κουλτούρα των όπλων, μια εξοικείωση με την παραβατική συμπεριφορά και την αμφισβήτηση των επιταγών της οθωμανικής εξουσίας.
Στον κόσμο που σκιαγραφήσαμε παραπάνω εντάσσεται και ο Ιωάννης ή κατ' άλλους Τζώρτζης Καψής. Ένα πρόσωπο που έδρασε κατά το β΄ μισό του 17ου αιώνα, και το οποίο αναγορεύτηκε από τη συγκαιρινή και τη μεταγενέστερη πειρατική φιλολογία σε «βασιλιά της Μήλου». Οι μαρτυρίες για την καταγωγή και την απαρχή της δράσης του Καψή είναι αμφιλεγόμενες. Σύμφωνα με μια πληροφορία, ο Κάψης καταγόταν από οικογένεια αρματολών του Λιδωρικίου, η οποία συμμετείχε στην εξέγερση που, με την παρακίνηση των Βενετών, ξέσπασε την εποχή αυτή στη Στερεά Ελλάδα και κατόπιν μετέφερε την πειρατική του δράση στο Αιγαίο. Σύμφωνα με μία άλλη ήταν Μηλιός και στράφηκε στην πειρατεία, αφού διατέλεσε ένας από τους φημισμένους μηλίους πιλότους, που πλοηγούσαν τα διερχόμενα από το Αιγαίο ευρωπαϊκά πλοία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1670 βρίσκουμε τον Καψή στη Μήλο, ένα νησί που τα χρόνια αυτά αποτελούσε τόπο εγκατάστασης χριστιανών πειρατών και εστία διακίνησης πειρατικών λειών. Ο Καψής, με μία πιστή ένοπλη ομάδα που είχε υπό τις διαταγές του, επιβλήθηκε στη Μήλο, αφού ήρθε σε σύγκρουση με κάποιους από τους τοπικούς προκρίτους, ορισμένους από τους οποίους φαίνεται ότι εξεδίωξε από το νησί συνάπτοντας συμμαχία με άλλους. Η κυριαρχία του μάλιστα επισημοποιήθηκε σε μία τελετή που έγινε στον ορθόδοξο μητροπολιτικό ναό, στην οποία ο καθολικός επίσκοπος Καμίλλης του φόρεσε στο λαιμό ένα χρυσό περιδέραιο, ενώ οι κάτοικοι του νησιού τον επευφημούσαν. Η κυριαρχία του Κάψη στη Μήλο κράτησε μόνο τρία χρόνια. Τελικά, οι οθωμανικές αρχές, χρησιμοποιώντας κατά πάσα πιθανότητα κάποιο τέχνασμα προκειμένου να αποφύγουν αντιδράσεις των τοπικών υποστηρικτών του, τον επιβίβασαν σε ένα πλοίο και τον οδήγησαν σιδηροδέσμιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και απαγχονίστηκε.
Οι πληροφορίες για τον Καψή προέρχονται κυρίως από δύο σύγχρονα με αυτόν πρόσωπα: τον εγκατεστημένο στη Νάξο Ιησουίτη Π. Σωζέρ, που στα 1699 εξέδωσε ένα βιβλίο για τους δούκες του Αιγαίου Πελάγους, και τον αποστολικό απεσταλμένο Α. Βενιέρ, που επισκέφτηκε στα 1678 με εντολή του Βατικανού τα νησιά του Αιγαίου. Ο Τουρνεφόρ, που επισκέφτηκε το Αιγαίο στα 1700, κάνει επίσης μία σύντομη αναφορά στον Καψή. Οι μαρτυρίες αυτές, όπως φαίνεται και από τα σχετικά αποσπάσματα που παραθέτουμε, διαφέρουν ελαφρά ως προς τα πραγματολογικά στοιχεία (τον ακριβή χρόνο, το όνομα του πρωταγωνιστή, τα συμβάντα), κυρίως όμως παρουσιάζουν τη σχετική με τον Καψή υπόθεση από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Ο Καψής επανέρχεται στην επικαιρότητα δύο αιώνες μετά το θάνατό του. Αφενός από ένα κείμενο που δημοσίευσε στα 1865 ο Κ. Σάθας, στο οποίο ενέτασσε τον Καψή σε ένα σχήμα αλλεπάλληλων εξεγέρσεων των Ελλήνων που προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1821, και αφετέρου από τη μετάφραση του έργου του Σωζέρ στα ελληνικά το 1878, η οποία, αποδίδοντας με ορισμένες ανακρίβειες το πρωτότυπο, προσέδιδε εκ των υστέρων εθνικό χρώμα στις ενέργειες του Καψή και δημιουργούσε τις κατάλληλες υποδοχές ανάδειξής του από την τοπική ιστοριογραφία και ένταξής του σε ένα ιδεατό πάνθεο ηρωικών μορφών που πρώιμα εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων.
Η περαιτέρω ιστορική έρευνα στις πηγές της εποχής μπορεί να συμβάλει στη διασάφηση και λεπτομερέστερη καταγραφή των στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεσης. Ανεξάρτητα όμως από αυτή την αναγκαία διερεύνηση, το επεισόδιο του οποίου υπήρξε πρωταγωνιστής ο Καψής στη Μήλο, αποτελεί μία από τις εκφάνσεις που πήρε σε τοπικό επίπεδο η γενικότερη αναταραχή που επικρατούσε στην περιοχή του Αιγαίου την εποχή αυτή. Το ασαφές περιβάλλον στο οποίο συνυπήρχαν η οθωμανική εξουσία, ο βενετικός στόλος, οι ποικιλώνυμοι πειρατές, οι δύο αντιμαχόμενες χριστιανικές Εκκλησίες και οι επιμέρους ομάδες τοπικών προκρίτων που διεκδικούσαν την κοινοτική διοίκηση, δημιουργούσαν ένα μείγμα, το οποίο επέτρεπε να αναφανούν φαινόμενα σαν αυτό του Καψή, μικρής όμως διάρκειας και εμβέλειας καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία διατηρούσε ακόμη την εποχή αυτή στοιχεία του παλαιότερου δυναμισμού της.
A. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ: άνοδος και πτώση της πειρατείας (1400-1830)
Η διάλυση του Χαλιφάτου των Αλμοαδών δημιούργησε κενό εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την άνοδο της πειρατείας στην περιοχή που έγινε αργότερα γνωστή ως Ακτή της Μπαρμπαριάς, ονομασία που προέρχεται από το λαό των Βερβέρων. Οι παράκτιες πόλεις μίσθωναν κουρσάρους να λεηλατούν εμπορικά πλοία, ενόψει του έντονου εμπορικού ανταγωνισμού των θαλασσών.
Η βορειοαφρικανική πειρατεία ώθησε τους Ισπανούς να καταλάβουν και να αποκλείσουν πολλά λιμάνια-ορμητήρια των πειρατών, συμπεριλαμβανομένου του Αλγερίου, που υποχρεώθηκε να πληρώνει φόρους. Τούτη η χριστιανική κατοχή των βορειοαφρικανικών λιμανιών ώθησε τους μουσουλμάνους να ζητήσουν βοήθεια από τον Οθωμανό χαλίφη. Ανταποκρινόμενος ο χαλίφης, έστειλε στόλο που εκδίωξε τους Ισπανούς από τα περισσότερα λιμάνια των αφρικανικών ακτών. Οι διαρκείς επιδρομές σε ευρωπαϊκά πλοία ώθησαν τους Βρετανούς και Ολλανδούς να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στους Αλγερινούς και σχεδόν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά το στόλο τους το 1816. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους. Το 1830 ο γαλλικός στρατός εισέβαλε στο Αλγέρι και η γαλλική κατοχή της Αλγερίας συνεχίστηκε για τα επόμενα 123 χρόνια.
Β. Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΑΪΡΕΝΤΙΝ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ (لدين خير)
Το 1518 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα έγινε επίσημος αντιπρόσωπος του Οθωμανού σουλτάνου στην Αλγερία και οι Αλγερινοί κουρσάροι κυριάρχησαν στη Μεσόγειο υπό την οθωμανική δικαιοδοσία, επί μακρό χρονικό διάστημα. Μόνο στα τέλη του 18ου αιώνα κατόρθωσαν να αντιπαρατεθούν οι Ευρωπαίοι στους πειρατές της Μπαρμπαριάς με ανώτερη ναυτική δύναμη και πυροβολικό. Το 1815 μια ναυτική μοίρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πλοίαρχο Στίβεν Ντικάτουρ επιτέθηκε στο Αλγέρι και εξανάγκασε τον κυβερνήτη του να υπογράψει συνθήκη, σύμφωνα με την οποία τα πλοία των Ηνωμένων Πολιτειών εξαιρούνταν των πειρατικών επιθέσεων. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν ένας από τους πιο ιδιοφυείς ναύαρχους της ιστορίας και θεωρείται ο ιδρυτής του οθωμανικού στόλου. Με τη μαεστρία του στις ναυμαχίες, κατατρόπωνε τους αντιπάλους του. Υπηρέτησε κάτω από τη σημαία του Ημισέληνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την εποχή που σουλτάνος ήταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Θεωρείται από τους πιο αιμοσταγείς πειρατές, γιατί τις επιτυχίες του συνόδευαν συχνά σφαγές άμαχου πληθυσμού των περιοχών που κατακτούσε. Ο Μπαρμπαρόσα καταγόταν από το χωριό Παλαιόκηπος της Μυτιλήνης. Γεννήθηκε το 1475 και ο πατέρας του, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ήταν αγγειοπλάστης από την Βόρεια Ήπειρο, ενώ άλλες αναφέρουν πως ήταν Έλληνας Γενίτσαρος με καταγωγή από τα Γιαννιτσά εν ονόματι Ιακώβ και όταν εξισλαμίστηκε μετονομάστηκε σε Γιακούμπ. Ο Γιακούμπ παντρεύτηκε μια Ελληνίδα, την Κατερίνα, κόρη ιερέα από τη Λέσβο και απέκτησαν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια, τα οποία εξισλαμίστηκαν και δύο κορίτσια. Ο πρωτότοκος γιος του ονομαζόταν Άρης ή Χουρούζ και ο δεύτερος Χρήστος ή Χιζρ, που αργότερα πήρε το όνομα Χαϊρεντίν και διδάχτηκε αγγειοπλαστική δίπλα στον πατέρα του. Ο Χουρούζ αποφάσισε πως το μέλλον του ανήκε στη θάλασσα και έγινε κουρσάρος. Γρήγορα όμως αιχμαλωτίστηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, που αποτελούσαν σημαντική δύναμη της εποχής και απειλή για το Σουλτάνο. Δεν διέφεραν πολύ, παρά ταύτα, από τους μουσουλμάνους πειρατές, καθώς και αυτοί πραγματοποιούσαν επιδρομές και φερόταν με μεγάλη σκληρότητα στους αιχμαλώτους τους.
Ο Χουρούζ πουλήθηκε σε σκλαβοπάζαρο στην Αλεξάνδρεια σε έναν εμίρη, ο οποίος τον έκανε καπετάνιο σε μια γαλέρα του. Πραγματοποιώντας αρκετές επιτυχίες, κατέκτησε το Αλγέρι στο οποίο έγινε και σουλτάνος. Ο Χαϊρεντίν, ζηλεύοντας τη δόξα του αδερφού του, παράτησε την αγγειοπλαστική και έγινε υπαρχηγός του αδερφού του. Σύντομα τα δυο αδέρφια έγιναν περίφημοι καπετάνιοι τόσο στην οθωμανική αυτοκρατορία, όσο και στην χριστιανική Ευρώπη, καθώς εξαπέλυαν επιδρομές σε όλη τη Μεσόγειο. Ο Χουρούζ όμως πέθανε σε μια ναυμαχία στη Λιβύη από τους Ισπανούς και τα ηνία πήρε ο Χαϊρεντίν. Το όνομα «Μπαρμπαρόσα» το έβγαλαν οι Ισπανοί, με τους οποίους είχε τις περισσότερες εμπλοκές στη θάλασσα, καθώς ήταν γεροδεμένος και είχε κόκκινη γενειάδα.
Για να αντιμετωπίσει λοιπόν τις ισχυρές δυνάμεις των χριστιανών στη Δυτική Μεσόγειο, μπήκε στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης το 1516. Παρόλο που ο Σουλεϊμάν είχε θεωρητικά από τους καλύτερους και πιο οργανωμένους στρατούς την εποχή εκείνη, δεν γνώριζε και κυρίως δεν επιθυμούσε να οργανώσει έναν δυνατό στόλο. Την δουλειά αυτή την ανέθεσε στον Μπαρμπαρόσα. Από τότε ο σουλτάνος και ο ναύαρχος του σάρωναν για αρκετό διάστημα τη Μεσόγειο. (πληροφορίες βρίσκει κανείς στο: Seyyid Muradi’s, Gazavat-i Hayreddin Pasha)
Ο Χαϊρεντίν ήταν ακούραστος. Στο Πέραν, απέναντι από την Πόλη, ναυπήγησε 100 πλοία ενώ δεν έφευγε από το ναυπηγείο δίνοντας συνεχώς εντολές. Ο Σουλεϊμάν τον έκανε πραγματικά κυρίαρχο της θάλασσας, δίνοντας του τους τίτλους του αρχιπλοίαρχου, αρχιναύαρχου του Αιγαίου και γενικός Δερβέναγας του Αιγαίου. Το 1537, ο Χαϊρεντίν ήταν το δεξί χέρι του Σουλεϊμάν στη Μεσόγειο και κατά πολλούς, ο σφαγές της.
Στην πολιορκία της Κέρκυρας, η οποία ήταν βενετοκρατούμενη, τρεις χιλιάδες υπερασπιστές προσπάθησαν μάταια για 15 μέρες να σταματήσουν τον πανίσχυρο πλέον Μπαρμπαρόσα. Όταν τελικά κατέλαβε το νησί, ακολούθησαν σφαγές, βιασμοί, ενώ αρκετοί Κερκυραίοι πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν αδίστακτος και συνέχισε τις επιδρομές του και σε άλλα νησιά σφάζοντας πληθυσμό και στις υπόλοιπες Κυκλάδες. Η ωμότητα του συνεχίστηκε στο Αιγαίο, στο Ιόνιο, στη Σικελία, στην Ιταλία, στην Κρήτη και σε περιοχές της Νότιας Γαλλίας. Λεηλατήσεις και σφαγές άφηνε πίσω από το διάβα του ο ναύαρχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επέφεραν παράλληλα πλούσια δώρα και σκλάβους στο Σουλεϊμάν.
Στα Κύθηρα, στην περιοχή του Τσιρίγου, αυτό που επακολούθησε ήταν η ερήμωση του νησιού. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν 7.000 άμαχοι και οι υπόλοιποι πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ εκείνοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν, κρύφτηκαν στα βουνά ή πέρασαν στην Πελοπόννησο. Όσοι γλίτωναν από το θάνατο ή την σκλαβιά, είχαν τη φριχτή τύχη να τοποθετούνται στις γαλέρες. Εκεί, ψηνόταν από τον ήλιο και οι περισσότεροι πέθαιναν κατά τις ναυμαχίες, αφού δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Όσοι δεν άντεχαν τις κακουχίες, ακολουθούσε το μαστίγιο ή τους πετούσαν στη θάλασσα. Χιλιάδες σκλάβοι πέθαναν στα κάτεργα, από όπου βγήκε και η λέξη «κατεργάρης».
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο στη σημαία του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα είναι ότι φέρει τα σύμβολα του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Η σημαία φέρει το κεφάλαιο, από το Κοράνι, μέσα στα μισοφέγγαρα είναι τα ονόματα των τεσσάρων χαλίφηδων, στο μέσον το χριστιανικό σύμβολο της Αγίας Τριάδας, στο αριστερό το θεϊκό χέρι του Θεού, και στο κέντρο χαμηλά το εβραϊκό αστέρι του Δαβίδ.
Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, πέθανε σε βαθιά γεράματα στη Κωνσταντινούπολη το 1545 και ήταν από τους λίγους που δεν εκτέλεσε ο Σουλεϊμάν. Θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου τούρκικου ναυτικού. Είχε πολύ ευφυές και στρατηγικό μυαλό και κατάφερε να διεκδικήσει τα πάντα στη θάλασσα. Ο ιερός πόλεμος ανάμεσα στη χριστιανοσύνη και στο μουσουλμανισμό είχε πολλά θύματα βιαιοπραγιών. Το ίδιο συνέβη και με τον Μπαρμπαρόσα, που την εξυπνάδα του και τη φοβερή στρατηγική του, συνόδευε η ωμότητα και η αιματοχυσία, καθώς αποτέλεσε τον εφιάλτη του Αιγαίου.
Γ. Η ΓΝΩΜΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα. Ο Μπαρμπαρόσα ήτανε αδίστακτος, τολμηρός, ευφυής, εξαίρετος ναύαρχος, μιας και, σχεδόν, πάντα κατάφερνε να κατατροπώνει τους εχθρούς του. Επιπροσθέτως η εξυπνάδα του φαινόταν στους τρόπους ε τους οποίους κατάστρωνε τα σχέδια του για να πειρατέψει τα πλοία/στόχους του. Έχανε όμως σε θέματα ανθρωπιάς διότι έσφαζε άμαχο πληθυσμό καθώς και γυναικόπαιδα. Ίσως αν σεβόταν τους εχθρούς του θα του άξιζε ο τίτλος του καταπληκτικού αρχηγού.
Στα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του λέγεται ότι αφηγήθηκε την βιογραφία του στον Τσαούση Σινάν, τμήματα της οποίας δημοσίευσε ο Τούρκος ιστορικός Χατζη-κάλφας. Εκεί αναφέρεται ότι ο Ιάκωβος (Γιακούμπ Αγά -Jakob) Ρουμελιώτης σπαχής (timarli ispahi) Έλληνας φεουδάρχης ιππότης εγκαταστάθηκε στη Λέσβο μετά την κατάληψη της Μυτιλήνης το 1462 από τον Μωάμεθ τον Β΄ (η οποία ανήκε στην Οικογένεια των Γατελούζων που την έλαβαν προίκα μετά το γάμο του Φραγκίσκου Γατελούζου με την Μαρία Παλαιολόγου αδερφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου του Βυζαντίου). Ο Ιάκωβος ήταν ελληνικής καταγωγής και ζούσε στα Γιαννιτσά της Μακεδονίας όμως αργότερα μετακόμισε στην πόλη Vardar κοντά στη Θεσσαλονίκη. Οι σπαχήδες ήταν επαγγελματίες πολεμιστές, οι οποίοι για να συντηρούνται σύμφωνα με το φεουδαρχικό πρότυπο της εποχής μετά την επιτυχή κατάληξη της μάχης, τους ανέθεταν μία περιοχή ή χωράφια προς καλλιέργεια να ζήσουν σαν μικροί άρχοντες και διοικητές της περιοχής με μόνους περιορισμούς να έχουν όπλα και στρατό που θα τον διαθέτουν ανά πάσα χρονική στιγμή και να συλλέγουν φόρο από τους υπηκόους τους, μέρος του οποίου κατέθεταν στον εκάστοτε άρχοντά τους. Έτσι λοιπόν και ο Ιάκωβος στα 1462 ενσωματώθηκε στην Καλλίπολη με την Τουρκική αποβατική δύναμη και μετά την πολιορκία και κατάληψη της Μυτιλήνης από τους Οθωμανούς πήρε την περιοχή του Παλαιόκηπου ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του.
Την 1η Σεπτεμβρίου του 1462 ο Μαχμούτ Πασάς (Δράμαλης) έρχεται από την Καλλίπολη με 60 πολεμικά και 7 φορτηγά πλοία και πολιορκεί την πόλη της Μυτιλήνης από το Λιμάνι του Αγίου Γεωργίου στην σημερινή περιοχή Επάνω Σκάλα. Ταυτόχρονα ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής ο οποίος το 1453 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη κινήθηκε στα παράλια της Μικράς Ασίας παράλληλα με τις δυνάμεις του Μαχμούτ φτάνοντας στην περιοχή της Αλντίνοβα. Ο Μωάμεθ δεν πραγματοποίησε απόβαση φοβούμενος τον αποκλεισμό των Βενετών. Μετά από 15 μέρες πολιορκίας η Πόλη πέφτει και ένας γενίτσαρος οδηγεί τον Νικόλαο Γατελούζο μπροστά στον Μωάμεθ τον Β΄. Ο Νικόλαος κλαίγοντας πέφτει στα πόδια του και του παραδίδει τα κλειδιά της Πόλης που κατείχε 11 δεκαετίες η Γενοβέζικη οικογένεια. Από τους 100.000 κατοίκους της Λέσβου μόνο οι 30.000 έμειναν τελικά στο νησί. Άλλοι σκοτώθηκαν, πουλήθηκαν σκλάβοι, δραπέτευσαν προς τα γύρω νησιά και την Πελοπόννησο και έτσι μετά την κατάληψη του νησιού υπήρχε εικόνα ολοκληρωτικής καταστροφής. Ο Ιάκωβος λοιπόν, καθώς φαίνεται, με τη μικρή συνοδεία των ιπποτών του κατευθύνθηκε προς την περιοχή της Γέρας (Ιερά Γη) τμήμα της οποίας είναι ο Παλαιόκηπος (Bonova).
Στο χωριό αυτό σύμφωνα πάλι με μαρτυρίες δεν πάτησε το πόδι του Τούρκος γιατί ούτως ή άλλως οι περισσότεροι Τούρκοι έμεναν στα Λιμάνια για να έχουν ασφάλεια και έτσι ενισχύεται η πιθανότητα να είναι ελληνικής καταγωγής και ο Γιακούμπ. Άλλος ένας λόγος που πιστοποιεί την καταγωγή του είναι και το γεγονός ότι παντρεύτηκε τη χήρα παπαδιά Κατερίνα με την οποία απέκτησε 6 παιδιά. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε τι ίσχυε στον ισλαμικό νόμο. Ένας Τούρκος μπορούσε να παντρευτεί είτε τουρκάλα είτε αλλόθρησκη και έτσι οι απόγονοι του θα ήταν σίγουρα Τούρκοι, ένας Έλληνας όμως μπορούσε να παντρευτεί μόνο ελληνίδα και έτσι δεν υπήρξε μεγάλη ανάμειξη πληθυσμού όπως εννοείται μερικές φορές στα πλαίσια του εθνικισμού. Έτσι ο Ιάκωβος έγινε ένας τοπικός άρχοντας της περιοχής του Παλαιόκηπου στην οποία καλλιεργούνταν κυρίως ελιές και αμπέλια και αρχηγός μιας εξαμελούς οικογένειας δύο κοριτσιών, για τα οποία δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά και τεσσάρων γιων του πρωτότοκου του Ισαάκ (Ισχάκ), Άρη (Αρούτζ), του Χρήστου (Χαϊρεντίν), και του Ηλία (Ελιάς). Το επώνυμο που έφεραν ήταν Γιακούμπογλου, γιοι του Ιάκωβου δηλαδή. Εκτός από την διαχείριση των πόρων της Γης ο Ιάκωβος δημιούργησε και ένα Αγγειοπλαστείο στην περιοχή Κιρχανάς του Παλαιόκηπου, στο οποίο έφτιαχναν μεγάλα πήλινα δοχεία για μεταφορά και αποθήκευση εμπορευμάτων. Ο Ισαάκ που ασχολήθηκε με το εμπόριο λαδιού και κρασιού και με την οικονομική διαχείριση της επιχείρησης δολοφονήθηκε το 1518 στην Τύνιδα. Οι υπόλοιποι πλην του Χρήστου μετά από μικρή περίοδο που ασχολήθηκαν με μεταφορές, εμπόριο και αλιεία (ο Άρης ανέλαβε τις μεταφορές με το μικρό πλοίο που απέκτησαν και ο Χρήστος βοηθούσε τον πατέρα του στο Αγγειοπλαστείο) κατέληξαν στην πειρατεία προς τις ακτές της Συρίας και της Αιγύπτου αρχικά σε μικρά εμπορικά, αλλά μετά σε μεγαλύτερα. Σε συμπλοκή με τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου το 1503 σκοτώνεται ο μικρότερος αδερφός Ηλίας και ο Άρης αιχμαλωτίζεται.
Μετά από 1,5 χρόνο στα κάτεργα των πλοίων των Ιωαννιτών ιπποτών ο Άρης γλιτώνει τελευταία στιγμή ελευθερώνοντας τα δεσμά του, όταν το πλοίο συντρίβεται λόγω θαλασσοταραχής στον κόλπο της Αττάλειας και διαφεύγει στο Καστελόριζο. Μετά μεταβαίνει στην Αττάλεια και από εκεί επιβιβάστηκε σε εμπορικό πλοίο ξυλείας κατευθυνόμενος προς την Αίγυπτο. Στο δρόμο προς την Αίγυπτο πάλι οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη τον συλλαμβάνουν και πάλι εκείνος διαφεύγει κολυμπώντας της σύλληψης γιατί δεν ήθελε να μπει πάλι σε κάτεργο. Έφτασε στην Καραμανία της οποίας ο διοικητής και έκπτωτος αδερφός του Σελίμ του Τρομερού, Κοργούδ διέταξε τον Καδή της Σμύρνης να του παραχωρήσει πλοίο κατάλληλο για πειρατεία με το ανάλογο πλήρωμα. Ο Άρης ήταν πολύ προσεκτικός πια στις κινήσεις του (είχε γίνει προληπτικός και απαισιόδοξος) στρέφεται προς την Απουλία (ακτές της Ιταλίας) και συλλαμβάνει δύο εμπορικά πλοία με πάρα πολλά λάφυρα. Μετά επιστρέφει προς την Εύβοια και επειδή δεν ήθελε να μοιραστεί τη λεία του με τους αδηφάγους αντιπροσώπους του Σουλτάνου επιστρέφει στον Παλαιόκηπο στη γενέτειρα του για να βοηθήσει τον πατέρα του και από εκεί στην Αλεξάνδρεια για να περάσει το Χειμώνα. Η εποχή ήταν πολύ ελπιδοφόρα για την πειρατεία αλλά στο προσκήνιο των επιχειρήσεων είχαν εμφανιστεί Χριστιανοί, Ενετοί, Γενουάτες, και Ισπανοί πειρατές που όργωναν όλη τη Μεσόγειο θάλασσα. Εκείνος τότε μετά από ώριμη σκέψη στράφηκε προς τις Βερβερικές ακτές της Βορείου Αφρικής και συγκεκριμένα στο νησί Τζέρμπα, η οποία έγινε και ορμητήριο των επιδρομών του.
Κατά σύμπτωση το 1505 στη Τζέρμπα συναντά τον αδερφό του Χρήστο ο οποίος ήταν και αυτός γνωστός πια για τις πειρατικές επιτυχίες του στο Αιγαίο έχοντας σαν βάση τη Θεσσαλονίκη και ενώνουν τις δυνάμεις τους. Τότε έκαναν και την σημαντική κίνηση να αποταθούν στον σουλτάνο της Τύνιδας, ο οποίος τους παραχώρησε το νησί (το οποίο καταλήφθηκε από τους Ισπανούς το 1432) με αντάλλαγμα μέρος της λείας των επιδρομών τους. Η φήμη τους μεγάλωσε ακόμα περισσότερο και τότε απέκτησαν και το προσωνύμιο Μπαρμπαρόσα είτε από τα Πυρόξανθα γένια του Χρήστου είτε από την σύντμηση των λέξεων Μπαμπά-Αρούτζ. Αυτή η διασημότητα δεν είχε καλό αποτέλεσμα στις σχέσεις των δύο αδερφών, οι οποίοι ανταγωνίζονταν για το ποιος είναι πιο ανδρείος, αν και πρέπει να τονίσουμε ότι ο Χρήστος ήταν πιο συνετός και πιο διπλωμάτης. Στις αρχές της Άνοιξης του 1511 με τα των τρία πλοία που κατείχαν επιτίθενται σε μία παπική Γαλέρα την οποία μετά από τριήμερη επίμονη ναυμαχία την καταλαμβάνουν. Οι 300 χριστιανοί ναύτες οδηγούνται αλυσοδεμένοι στην αγορά της Τύνιδας προς πώληση. Στην αγορά της Τύνιδας σύμφωνα με τον Diego de Maedo (χειρόγραφο του 1581) η τιμή της ανθρώπινης σάρκας ποικίλλε ανάλογα με την ηλικία και τα προσόντα. Νέος γερός κοστολογούταν 30 λίρες, νέα ωραία 20 λίρες και παιδιά 12 λίρες. Οι ηλικιωμένοι χαρίζονταν όσο όσο για διάφορες δουλειές. Οι γριές οι οποίες δεν χρησίμευαν σε τίποτα ράβονταν σε τσουβάλια και βυθίζονταν 1 μίλι ανοικτά στη θάλασσα. Στη ναυμαχία αυτή ο Άρης τραυματίζεται και λίγο αργότερα ακρωτηριάζεται στο αριστερό χέρι, για να αναρρώσει όλο το υπόλοιπο 1511.
Την Άνοιξη του 1512 οι δύο αδερφοί εξαπέλυσαν επίθεση στο Μπούζι το οποίο ανήκε στους Γενουάτες με ατυχή κατάληξη. Η ήττα τους δεν τους πτόησε, αλλά αποκάλυψε τη διπλωματική τους ικανότητα αφού έστειλαν στον Σουλτάνο Σελίμ πλούσια δώρα για να τους υποστηρίξει και αρνήθηκαν τη μικρή βοήθεια που τους παρείχε μέχρι τότε ο διοικητής της Τύνιδας. Ο Σελίμ συγκινημένος, αλλά και έξυπνα κινούμενος πήρε με το μέρος του τους δύο διαβόητους πια Μπαρμπαρόσα στέλνοντας τους 14 μεγάλα πλοία για επιδρομές στη Μεσόγειο κυρίως επί των ισπανικών νηοπομπών. Ο Άρης κατευθύνεται προς το Πενιόν γιατί προηγουμένως είχαν αποτύχει οι προσπάθειες του Σελίμ Εουτέμη τον οποίο πνίγει στο λουτρό του συνενώνοντας τις δυνάμεις των.
Ο Χρήστος είχε εκστρατεύσει δυτικά στο σουλτανάτο του Τλεμτσέν, αφού διέλυσε πρώτα ισπανικό στολίσκο με επικεφαλή τον Φραγκίσκο ντε Βέρο. Ο Άρης σπεύδει προς βοήθεια του αδερφού του (γιατί η φρουρά του Πενιόν με επικεφαλή τον Μαρτέν ντε Βάργκας και 300 κανόνια δεν ήταν εύκολος στόχος) αλλά πέφτει σε παγίδα του σουλτάνου Μπενιζιάν, ο οποίος με τη βοήθεια των Ισπανών τον σκοτώνει προς προσωρινή ανακούφιση όλων των δυτικών ναυτικών δυνάμεων. Ο Χρήστος (Χαϊρεδίν Βαρβαρός) πια μαθαίνοντας το θάνατο του αδερφού του χωρίς να χάσει καιρό αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Αλγερίας και των βορειοαφρικανικών ακτών (G. Contese, La marine d΄ autrefois κεφάλαιο 3ο) στέλνοντας στο σουλτάνο Σελίμ τον έμπιστό του πλοίαρχο Χατζή Χουσεϊν να διαμηνύσει ότι ο Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσα δεν επιθυμεί τίποτα άλλο από την αναγνώριση του ως Μπεϋλέρμπεης (αρχιναύαρχος) υποταγμένος βέβαια στον Αρχηγέτη των πιστών. Όταν πέθανε ο Σελίμ (30 Σεπτεμβρίου 1520) ο περιλάλητος διάδοχός Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ο μεγαλύτερος ηγέτης των Οθωμανών δεν άλλαξε τη στάση του ως προς αυτόν και τον αναγνώρισε ως στυλοβάτη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το μόνο πια χριστιανικό προπύργιο που απέμενε στις Βερβερικές ακτές ήταν ο Πύργος του Πενιόν τον οποίο υπεράσπιζε ο Μαρτέν ντε Βάργκας όπως προαναφέραμε. Η επίθεση ήταν σφοδρή και από ξηρά και από θάλασσα μέσα σε δύο εβδομάδες (6-21 Μαΐου του 1529) το φρούριο καταλήφθηκε. Ο Βάργκας σκοτώθηκε δια ραβδισμού, η φρουρά του πύργου διέλυσε τα τείχη και έφτιαξε έναν κυματοθραύστη που ακόμα και σήμερα φέρει το όνομά του. Ο Ροδερίκο Πορτούνδο εξέρχεται από την Καρθαγένη για να καταδιώξει τον Χαϊρεντίν, αλλά μάταια γιατί χάνει τις 11 γαλέρες του και οι 2000 Ισπανοί αιχμάλωτοι οδηγούνται στα δεσμωτήρια του Αλγερίου.
Ο μόνος αντίπαλος που στάθηκε επάξια στο ύψος της στρατιωτικής ιδιοφυίας του Χαϊρεντίν ήταν ο Αντρέα Ντόρια. Κατάφερε να καταστρέψει τα εργοστάσια παραγωγής μπαρουτιού του αντιπάλου του στο Σερσέλ και κατευθυνόμενος προς τις Βαλεαρίδες στο Πόρτο Φαρίνα συναντά αλγερινά πλοία τα οποία αιχμαλωτίζει και το χριστιανικό πλήρωμά των το μεταφέρει ως τεκμήριο νίκης στον Κάρολο Κουίντο τον εργοδότη του. Μετά συνεχίζοντας καταλαμβάνει την Πάτρα και την Κορώνη το 1532 προσκαλώντας ουσιαστικά τον Χαϊρεντίν σε ναυμαχία. Ο Χαϊρεντίν καλείται στην Κωνσταντινούπολη και αναγορεύεται Κυρίαρχος των θαλασσών. Από εκεί ξεκινά με δύναμη 84 πολεμικών πλοίων να καταστρέφει κατά σειρά τα παράλια της Καλαβρίας τη Μεσσήνη τη Νεάπολη και την πόλη Φούντι. Μέσα σε μία νύχτα κατέληξε την εκστρατεία του στην Τύνιδα όπου και κατέλυσε την Αραβική δυναστεία διώχνοντας και τον τελευταίο εκπρόσωπό της τον Μουλεή Χασάν. Η τελευταία του πράξη ενεργοποιεί αμέσως τον Κάρολο Κουίντο, ο οποίος εξοπλίζει τον Ντόρια με 65 γαλέρες και 150 αποβατικά για να καταλάβει το Φρούριο της Τύνιδας το 29 Μαΐου 1535. 100 σκάφη και 300 πυροβόλα πέφτουν στα χέρια του Ντόρια. Ο Χαϊρεντίν διαφεύγει και στο δρόμο της επιστροφής του καταστρέφει τη Μαγιόρκα, συλλαμβάνει ισπανικές νηοπομπές και στρέφεται προς τη Μινόρκα επιστρέφοντας στο Αλγέρι με δεκάδες χιλιάδες αιχμαλώτους.
Παρά την ήττα στους Παξούς τον Ιούλιο του 1537 επιτίθεται στην Κέρκυρα, στην Πάργα και στα Κύθηρα όπου εξαντλεί όλη τη φρικαλεότητα του. Κατόπιν επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη επανδρώνει 72 γαλέρες και 30 γαλιότες και υποτάσσει διαδοχικά τις Σποράδες, τη Σκιάθο (μετά από μία εβδομάδα σθεναρή αντίσταση), τη Σύρο, την Πάτμο, την Ίο, την Τήνο τη Σέριφο, την Άνδρο και αφού δεν κατάφερε να καταλάβει τα Χανιά κατέστρεψε τη Σητεία και 25 χωριά του Λασιθίου. Κατά την επιστροφή του καταλαμβάνει την Κάρπαθο, την Επισκοπή, την Αστυπάλαια και την Κω επιβάλλοντας βαρύτατους φόρους, οι οποίοι είχαν ισχύ μέχρι και την απελευθέρωση τους μετά την Ελληνική Επανάσταση.
Εντωμεταξύ μαθαίνοντας την συνένωση των χριστιανικών στόλων προετοιμάζεται γρήγορα και σπεύδει στην Πρέβεζα, όπου σε μια Ναυμαχία (25 Σεπτεμβρίου 1538) δύο ημερών διαλύει τις παρατάξεις των Βενετών και παπικών πλοίων και αναγκάζει τον Ντόρια να οπισθοχωρήσει. Η ταλαιπωρία του δεν τελείωσε εκεί, αλλά αναγκάσθηκε να βοηθήσει τον Γάλλο Φραγκίσκο Α΄ στον πόλεμο μα τον Κάρολο Κουίντο διαλύοντας ξανά την Καλαβρία και την Προβηγκία φτάνοντας μέχρι την Τουλόν, όπου και στάθμευσε μέχρι οι δύο εχθροί να υπογράψουν ειρήνη με τη συνθήκη του Κρεσπύ. Αποπλέοντας προς την Κωνσταντινούπολη καταστρέφει την Έλβα, τη Σιένα και την Ίσχια και φέρνει στην Πόλη 18 πλοία με λάφυρα και 7000 αιχμαλώτους.
Εκεί τελειώνουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του όντας υπερήφανος και πολυνίκης εγκαθίσταται στο Μπεσικτάς της Πόλης, όπου σε ηλικία 83 ετών άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Ιουλίου 1546. Ο τάφος του βρίσκεται στο κτήμα του δίπλα στην έπαυλή του στο Μπεσικτάς έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει τη θάλασσα. Η προσωπικότητα του φυσικά δεν ήταν μόνο στρατιωτική, αλλά και διπλωματική. Μιλούσε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου ήταν ατρόμητος και τα άγρια χαρακτηριστικά του (ήταν ογκώδης, είχε πλατύστερνο, ενωμένα φρύδια και πυρόξανθα γένια) δεν τον εμπόδιζαν να είναι δίκαιος, ευγενής και με αίσθηση του χιούμορ. Τον σέβονταν περισσότερο και από Βασιλιάδες και η ναυτική του ικανότητα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον Νέλσον, τον Δον Χουάν της Αυστρίας και τον Φράνσις Ντρέηκ. Τέλος για να κλείσει η φοβερή αυτή περιήγηση στη Μεσόγειο θάλασσα θα ήθελα να προσθέσω ότι δεν έσπειρε μόνο τον τρόμο και το θάνατο, αλλά έφερε και τη απόλυτη ηρεμία στο Αιγαίο αφού κανένας δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την οθωμανική κυριαρχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...