Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ


Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στη γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης, καθώς και την πρώτη ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β΄. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ ανιχνεύουμε και τα πρώτα στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες. Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής με την Κάθοδο των Δωριέων, που πέρασε στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).
ΡΟΥΜΠΡΙΚΑ: Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
H Παλαιοντολογία είναι ο κλάδος της Γεωλογίας που ασχολείται με την μελέτη των απολιθωμάτων, των υπολειμμάτων προϊστορικών ζωικών και φυτικών οργανισμών που έζησαν κατά το πρόσφατο ή μακρινό παρελθόν πάνω στη Γη και κλείστηκαν μέσα σε γεωλογικά στρώματα. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε η ζωή πάνω στη Γη, πριν από περίπου 3,8 δισεκατομμύρια έτη, ο έμβιος κόσμος βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη. Νέα είδη εμφανίζονται, ενώ άλλα εξαφανίζονται. Τα απολιθώματα αποτελούν αδιάσειστη μαρτυρία αυτής της διαρκούς εξέλιξης στο διάβα του γεωλογικού χρόνου και λόγω της συνεχούς αλλαγής τους μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε τόσο την ηλικία των πετρωμάτων στα οποία βρέθηκαν, όσο και τις συνθήκες του παλαιοπεριβάλλοντος που επικρατούσαν, όταν αυτά ακόμα ζούσαν, ή όταν πέθαναν και αποτέθηκαν στα ιζήματα.
Ένα νέο είδος, συγγενικό του ανθρώπου, ανακαλύφθηκε στη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με το CNN, η ιστορία του Homo naledi, όπως ονομάστηκε ο νέος πρόγονός μας, άρχισε να ξετυλίγεται το 2013, όταν ένας ερασιτέχνης σπηλαιολόγος και πανεπιστημιακός γεωλόγος παρουσίασε στον Λι Μπέργκερ, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Witwatersrand, στο Γιοχάνεσμπουργκ, τμήμα μίας απολιθωμένης γνάθου.
Η μεγάλη ανακάλυψη έγινε αργότερα σε έναν απομονωμένο θάλαμο στο σπήλαιο Rising Star, έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου εντοπίστηκαν απολιθωμένα οστά από βρέφη, παιδιά, ενήλικες και ηλικιωμένα άτομα. Πρόκειται για συνολικά 1.500 απολιθώματα, η μεγαλύτερη ποσότητα από ένα συγκεκριμένο είδος ανθρωπιδών που έχει ποτέ αποκαλυφθεί στην Αφρική.
Ο άνθρωπος δεν διασταυρώθηκε ποτέ με τους δεινοσαύρους, γιατί απλούστατα δεν εμφανίσθηκε ως είδος κατά την Ιουρασική περίοδο, αλλά πολύ αργότερα.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΙ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Πριν από λίγα χρόνια μια ομάδα Eλληνοαμερικανών αρχαιολόγων έκανε μία εντυπωσιακή ανακάλυψη. Βρήκαν τα αρχαιότερα στον κόσμο στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς Ρεθύμνου. Είναι μία σπουδαία ανακάλυψη στην οποία δεν δόθηκε η αρμόζουσα προσοχή, παρά το γεγονός ότι αυτό το εύρημα κατατάχθηκε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες ανακαλύψεις για το 2010. Η έρευνα της ομάδας με επικεφαλής τον Thomas F. Strasser, την κ. Ελένη Παναγοπούλου και με τη συμβολή του καθηγητή του πανεπιστημίου της Βοστώνης κ. Curtis Runnels, αναγκάζει τους μελετητές να θέσουν σε νέα βάση τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά στις ικανότητες ναυσιπλοΐας των προϊστορικών ανθρώπων. Οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές σε ένα φαράγγι στην Κρήτη και ανακάλυψαν ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Πρέβελης. Εκεί εντόπισαν 30 τσεκούρια και εκατοντάδες άλλα πέτρινα μικροεργαλεία τα οποία βρέθηκαν σκόρπια σε περίπου 20 διαφορετικά σημεία.
Πριν από την ανακάλυψη, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν την Κρήτη, την Κύπρο, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά νησιά και τη Σαρδηνία, έφτασαν σε αυτά τα μέρη πριν από 12.000 χρόνια. Όμως τα εργαλεία που ανακάλυψε η ομάδα των Ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων χρονολογούνται πριν από 130.000 χρόνια. Τα εργαλεία, καθώς και το έδαφος που βρέθηκαν, χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βράχοι και τα σπήλαια της περιοχής ανυψώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου λόγω γεωλογικής δραστηριότητας. Τα τμήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τη σειρά των γεωλογικών περιόδων τα οποία αποτέλεσαν και το αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Κατά την ανάλυση του γεωλογικού στρώματος που βρέθηκαν τα εργαλεία, η ομάδα έφτασε στο συμπέρασμα ότι το έδαφος αυτό ήταν στην επιφάνεια πριν από 130.000 ως 190.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπ’όψιν το γεγονός ότι η Κρήτη είναι νησί και δεν έχει πρόσβαση απο στεριά εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι τα εργαλεία πρέπει να έφτασαν εκεί ακτοπλοϊκώς από προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η ναυσιπλοΐα υπήρχε στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή που πίστευαν οι αρχαιολόγοι και ότι οι πρώτοι Χόμο Σάπιενς ή κάποιοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν σκάφη αξιόπλοα και πραγματοποιούσαν μακρινά ταξίδια. Πριν από αυτή την ανακάλυψη , το παλαιότερο αποδεδειγμένα θαλάσσιο ταξίδι ήταν ο διάπλους κάποιων Χόμο Σάπιενς προς την Αυστραλία, όπου χρειάστηκε να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις εώς και 71 χιλιόμετρα , γεγονός που συνέβη 60.000 χρόνια πριν, αν και οι χρονολογήσεις αμφισβητήθηκαν. Αυτό που προκαλεί όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως η τεχνοτροπία των ευρεθέντων εργαλείων μοιάζει με κάποια χειροτεχνήματα που ανήκαν σε προϊστορικούς πληθυσμούς της Αφρικής. Για δεκαετίες οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί της Αφρικής έφτασαν στην Ευρώπη και την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια περνώντας μέσα από την σημερινή Τουρκία στα Βαλκάνια. Τα ευρήματα στην Κρήτη αποτελούν απόδειξη ότι η μετανάστευση των πληθυσμών δεν γινόταν μόνο μέσω ξηράς και ίσως οι διαδρομές να ήταν από τη Βόρεια Αφρική προς την Ισπανία μέσω των Στενών του Γιβραλτάρ ή από την Λιβύη προς την Κρήτη, μία απόσταση περίπου 320 χιλιόμετρα. Αρχικά, υπήρχε η εντύπωση ότι τα πρώτα πλοιάρια δεν ήταν παρά μόνο απλές ξύλινες σχεδίες με ιστία φτιαγμένα από δέρμα ζώων συρραμμένα και στηριγμένα σε κούτσουρα δέντρων για να πιάνουν τον άνεμο. Ωστόσο, ειδικοί στην αρχαία ναυτιλία υποστηρίζουν ότι οι προϊστορικοί ναυτικοί θα χρειάζονταν μια πιο γερή κατασκευή για να διανύσουν την απόσταση από τη βόρεια Αφρική ως την Κρήτη.
2,6 εκατομμύρια χρόνια πριν: Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Οι αρχαιολόγοι δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την εικασία τους ότι τα εργαλεία φτιάχτηκαν από Χόμο Σάπιενς ή από κάποιους άλλους προγόνους τους. Πριν από 130.000 χρόνια οι Χόμο Σάπιενς συνυπήρχαν και με άλλα ανθρωποειδή όπως οι Νεάντερταλ ή οι Homo Heidelbergensis ( Χαϊδελβέργειος άνθρωπος). Δηλαδή οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι πρώτοι άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν πλοιάρια ούτε ασφαλώς να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Όμως η νέα ανακάλυψη αναιρεί τα παλαιά δεδομένα και μάλιστα αποδεικνύει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι γνώριζαν πολύ περισσότερα από όσα πιστεύαμε και κατασκεύαζαν κάτι παραπάνω από απλά πέτρινα εργαλεία. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι τα ευρήματα της έρευνας ανατρέπουν τα έως τώρα δεδομένα και τις γνώσεις μας για τις ικανότητες των προϊστορικών ανθρώπων και αποδεικνύουν ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι ταξίδευαν στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από ότι πιστεύαμε. Αν αυτή η έρευνα επιβεβαιωθεί και από περαιτέρω μελέτη, τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις μετακινήσεις των πληθυσμών και τα μεταναστευτικά ρεύματα δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.
Προϊστορικοί πολιτισμοί του Αιγαίου
Το Αιγαίο γεωφυσικά αποτελεί ένα κλειστό πέλαγος της Μεσογείου, όταν όμως εστιάσει κανείς στη ζώνη αυτή με τα διάσπαρτα νησιά παρατηρεί ότι πρόκειται για μία ανοιχτή υδάτινη λεκάνη, όπου τα νερά της Μαύρης θάλασσας σμίγουν με εκείνα της βόρειας Αφρικής, βρέχοντας τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική). Με μικρές και μεγάλες στεριές, που βρίσκονταν σε οπτική επαφή μεταξύ τους και δημιουργούσαν στους κατοίκους ασφάλεια αλλά και περιέργεια για την κατάκτηση του κοντινού ορίζοντα, κλίμα ήπιο και σημαντική βιοποικιλότητα που εξασφάλιζε την απαραίτητη επάρκεια, τα νησιά του Αιγαίου δέχτηκαν τους πρώτους πληθυσμούς λίγο πριν πάρουν τη σημερινή μορφή τους, όταν κάποια ήταν ακόμη ενωμένα μεταξύ τους και σχημάτιζαν μεγαλύτερες στεριές.
Εποχή του Λίθου (9η-4η χιλιετία π.Χ.)
Οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες βεβαιώνουν ότι το Αιγαίο έγινε ζωτικός χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας ήδη κατά την 9η-7η χιλιετία π.Χ., κατά τη λεγόμενη Μεσολιθική περίοδο. Στο Μαρουλά της Κύθνου ήρθε στο φως η παλιότερη γνωστή εγκατάσταση στο Αιγαίο, με λείψανα καλυβών και ταφές σε λάκκους επενδυμένους με λίθους. Μεσολιθικά λείψανα εντοπίστηκαν πρόσφατα και στην Ικαρία. Τα ευρήματα από το σπήλαιο του Κύκλωπα, στα Γιούρα των Βόρειων Σποράδων (Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου), δείχνουν ότι η ναυσιπλοΐα και η αλιεία είχαν αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό. Την εποχή εκείνη είχε κατοικηθεί επίσης η Κρήτη (Κνωσός) και οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας προμηθεύονταν ηφαιστειακό οψιανό λίθο από τη Μήλο για την κατασκευή των εργαλείων τους, δημιουργώντας το πρώτο δίκτυο θαλάσσιων εμπορικών επαφών στον κόσμο. Από τότε η θάλασσα του Αιγαίου δεν έμεινε στιγμή αταξίδευτη και οι άνθρωποι αναζήτησαν στα νερά της και στα νησιά της τροφή, πρώτες ύλες και ασφαλές αγκυροβόλιο, μετατρέποντας τους υδάτινους δρόμους της σε διαύλους επικοινωνίας, εμπορικών ανταλλαγών και γνώσης. Τα θαλάσσια ρεύματα που επιτρέπουν ασφαλείς, ελεγχόμενες μετακινήσεις, οι βοηθητικές για το σωστό προσανατολισμό θέσεις των αστεριών και η βελτίωση των πρώτων πλεούμενων σε αντοχή και χωρητικότητα αποτέλεσαν τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις που σώρευσε ο άνθρωπος του Αιγαίου, οι οποίες οδήγησαν στη βαθμιαία εξέλιξη της ναυσιπλοΐας. Κατά τη μακρά Νεολιθική εποχή (μέσα 7ης-τέλος 4ης χιλιετίας π.Χ.), και ιδιαίτερα στην τελευταία φάση της (4η χιλιετία π.Χ.), το νησιωτικό Αιγαίο είναι πυκνότατα κατοικημένο. Η Κνωσός εξελίσσεται βαθμιαία σε έναν από τους σπουδαιότερους νεολιθικούς οικισμούς που έχουν ανασκαφεί στην Ευρώπη, οργανωμένες εγκαταστάσεις αναπτύσσονται στα μεγαλύτερα νησιά (Λιμενάρια Θάσου, Στρόφιλας Άνδρου, Κεφάλα Κέας, Φτελιά Μυκόνου, Ακρωτήρι Θήρας) αλλά και σε ακρωτήρια ή νησίδες (Σάλιαγκος Αντιπάρου, Γυαλί Νισύρου). Παράλληλα, τα σπήλαια συνεχίζουν να παρέχουν ασφάλεια και προστασία στις νησιωτικές κοινωνίες (Άγιος Βαρθολομαίος Λέσβου, Άγιο Γάλας Χίου, Θαρρούνια Εύβοιας, σπήλαιο Ευριπίδη στη Σαλαμίνα, Ζας Νάξου, Καλυθιές Ρόδου, πολλά σπήλαια στην Κρήτη) και συχνά προσφέρονται ως χώρος ταφής των νεκρών.
Η μόνιμη εγκατάσταση και η βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων έκαναν τα νησιά πιο προσιτά και αυτάρκη, εξασφαλίζοντας το περίσσευμα χρόνου και μέσων που απαιτείται για τη δημιουργία τέχνης. Κατά τη λεγόμενη Τελική Νεολιθική περίοδο (4500-3200 π.Χ.) στο σπήλαιο του Ζα της Νάξου, έναν από τους μυθικούς τόπους γέννησης του Δία, η κοινότητα των ορεσίβιων νησιωτών κατασκεύαζε από οστό περόνες σε σχήμα κεφαλής πουλιού και φορούσε το παλιότερο γνωστό χρυσό κόσμημα του Αιγαίου (Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου). Την ίδια εποχή μία άλλη νησιωτική κοινότητα στραμμένη προς τη θάλασσα οχύρωνε με ισχυρό τείχος τον οικισμό της στο οροπέδιο του Στρόφιλα της Άνδρου και διακοσμούσε την όψη του με πελεκημένες στην πέτρα παραστάσεις καραβιών, την πρώτη παράσταση στόλου στο Αιγαίο. Στην ίδια «πόλη» και με την ίδια τεχνική, ένας υπαίθριος ιερός χώρος διακοσμημένος με σύμβολα πλουτίζει ανέλπιστα τη γνώση μας για τις πνευματικές ανησυχίες και τις πεποιθήσεις των νησιωτών του λυκόφωτος της εποχής του Λίθου.
Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) Οι Κυκλάδες συνεπώς αποτέλεσαν από πολύ νωρίς το γεωγραφικό χώρο όπου διαμορφώθηκε ένας σημαντικός νησιωτικός πολιτισμός, δημιουργώντας ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. το υπόβαθρο των σημαντικών εξελίξεων της επερχόμενης Πρώιμης εποχής του Χαλκού (3200/3000-2000/1900 π.Χ.). Σε αυτή την περίοδο καθοριστικό ρόλο παίζει η μεταλλουργία – τέχνη που όπως δείχνει ο ιστορικός πυρήνας της μυθολογίας (Αργοναυτική εκστρατεία και χρυσόμαλλο δέρας, χαλκουργοί Κάβειροι και θεός Ήφαιστος στη Λήμνο) συνδέεται με τις μεταλλοφόρες ζώνες του Εύξεινου Πόντου και της Μικράς Ασίας. Με την επανάσταση της μεταλλουργίας και τη βελτίωση της ναυπηγικής την εποχή εκείνη αναπτύσσονται οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί του αιγαιακού χώρου.
Στα εύφορα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου οι παλιότερες αγροτικές εγκαταστάσεις μετατρέπονται στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. σε οργανωμένα πρωτοαστικά κέντρα με πολεοδομική συγκρότηση και κοινοτικά έργα υψηλής τεχνικής (οχυρώσεις, οδικό δίκτυο, πηγάδια, αποχετευτικό σύστημα) και αναπτύσσουν σημαντικά την κεραμική, τη λιθοτεχνία και την κατεργασία μετάλλων για όπλα, εργαλεία και κοσμήματα. Η εντυπωσιακή σε έκταση πόλη της Πολιόχνης (η πρώτη οργανωμένη «πόλη» της Ευρώπης) και οι άλλοι οικισμοί στη Λήμνο (Μύρινα, Κουκονήσι), η Θερμή στη Λέσβο, το Εμποριό στη Χίο και το Τηγάνι (Ηραίο) στη Σάμο αποτελούν τα σημαντικότερα παραδείγματα των κέντρων αυτού του πολιτισμού (αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία στα νησιά). Τα ευρήματα από τους οικισμούς αυτούς είναι ισάξια σε σημασία –αν και όχι στη φήμη– με τη σύγχρονη αντικρινή Τροία, όπου ο Eρρίκος Σλίμαν έφερε στο φως λαμπρούς θησαυρούς (Ρωσία, Μουσείο Πούσκιν και Μουσεία Βερολίνου και Αθηνών). Ο οικισμός στο Παλαμάρι της Σκύρου με το μνημειακό οχυρωματικό τείχος και τους ισχυρούς πύργους μαρτυρά αντίστοιχη ακμή και στο χώρο του κεντρικού Αιγαίου, σε μία περιοχή που αποτελούσε σταθμό στο δρόμο εμπορίας των μετάλλων.
Νοτιότερα, το πυκνό νησιωτικό συγκρότημα των Κυκλάδων εξελίσσεται σε κέντρο του αυτόφωτου και ομοιογενούς «πρωτοκυκλαδικού» πολιτισμού, ο οποίος μονοπώλησε σχεδόν το ενδιαφέρον του σύγχρονου δυτικού κόσμου λόγω της γοητείας που άσκησαν στην τέχνη του 20ού αιώνα τα μαρμάρινα ανθρωπόμορφα ειδώλια. Την περίοδο εκείνη, που ξεκινά από το τέλος της 4ης και καταλαμβάνει ολόκληρη την 3η χιλιετία π.Χ. (3200-2000 π.Χ.), τα περισσότερα νησιά ήταν κατοικημένα, άσχετα από την επιφάνειά τους ή τα μέσα διαβίωσης που εξασφάλιζαν. Έτσι, παράλληλα με τα εύφορα ή πλούσια σε πρώτες ύλες νησιά (σμύριδα και μάρμαρο στη Νάξο, μάρμαρο στην Πάρο, οψιανός στη Μήλο, μέταλλα στην Κύθνο, τη Σίφνο και τη Σέριφο), άκμασαν λιγότερο αυτάρκη νησιά (Κέα, Αμοργός, Θήρα), ακόμα και άγονες νησίδες (Μικρές Κυκλάδες, νησίδες Χριστιανά στη Θήρα).
Οι καλύτερα γνωστοί οικισμοί της εποχής χρονολογούνται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (2500-2200 π.Χ.) και είναι οχυρωμένοι. Ο οικισμός του Κάστρου στη Σύρο αποτελείται από κτήρια –σπίτια και εργαστήρια– που σχηματίζουν νησίδες και διατάσσονται κατά μήκος ενός κεντρικού δρόμου και παράπλευρων βαθμιδωτών καλντεριμιών. Το τείχος του διαθέτει πεταλόσχημους πύργους και διατείχισμα, αποτελώντας κοινοτικό έργο μεγάλης κλίμακας. Τα σπίτια της εποχής εκείνης, χτισμένα εξολοκλήρου με σχιστόλιθο ή με πλιθιά από το θεμέλιο και επάνω, μπορεί να έχουν έως και τρεις ορόφους, όπως έδειξε ο οικισμός στον Σκάρκο της Ίου. Στον Πάνορμο της Νάξου, οικισμό στην ανατολική ακτή που εποπτεύει τα Κουφονήσια, την Κέρο, τη Σχοινούσα και την Ηρακλειά, ένας πυρήνας μικρών δωματίων πιθανόν λειτουργούσε ως αποθηκευτικό συγκρότημα, που προφυλασσόταν από ισχυρό περίβολο. Η καταστροφή του από φωτιά και τα δεκάδες λίθινα βλήματα που βρέθηκαν τριγύρω δείχνουν ότι οι εποχές αυτές δεν ήταν ατάραχες ή ειρηνικές.
Tα νεκροταφεία, κύρια πηγή της γνώσης μας για την περίοδο, αποτελούνται από συστάδες μικρών κιβωτιόσχημων τάφων και είναι διασπαρμένα σε όλα τα νησιά. Τα κτερίσματά τους –αν και λεηλατημένα από τη σύγχρονη αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα– μαρτυρούν το υψηλό επίπεδο της τεχνολογίας και της αισθητικής των νησιωτών (Μουσεία Νάξου, Απειράνθου, Πάρου, Σύρου, Ίου, Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών). Τα μαρμάρινα ειδώλια αποδίδουν συνηθέστατα γυναικεία μορφή, η οποία ως αρχετυπικός συμβολισμός γονιμότητας φαίνεται να κυριαρχεί στον ιδεολογικό ορίζοντα των Κυκλαδιτών. Η συσσώρευση σπασμένων ειδωλίων και αγγείων σε μία αφιλόξενη ακτή της Κέρου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην πρωτοκυκλαδική αρχαιολογία, που δεν έχει βρει ακόμα πειστική ερμηνεία. Η έρευνα στην Κέρο ξανάρχισε πρόσφατα και αναμένεται να φωτίσει σημαντικές πτυχές αυτού του αρχαιολογικού μυστηρίου. Το μάρμαρο έγινε το μέσο έκφρασης μίας τέχνης λιτής αλλά ολότελα ανθρωποκεντρικής, με τον Κυκλαδίτη να σμιλεύει στα ειδώλια το θείο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» (Χρίστος Ντούμας). Από το ίδιο υλικό λαξεύτηκαν μονοκόμματα αγγεία και σκεύη εξαιρετικής τέχνης. Με το χαλκό –στην ανάμειξή του με τον κασσίτερο, για να γίνει σκληρός μπρούντζος, ή με αρσενικό– κατασκευάστηκαν τα όπλα και τα εργαλεία της εποχής. Λιγότερο χρησιμοποιήθηκε ο άργυρος και ακόμα λιγότερο ο χρυσός.
Νησί και η Αίγινα, αλλά με τα περισσότερα στοιχεία της να αντανακλούν τον ηπειρωτικό (πρωτοελλαδικό) πολιτισμό, αναπτύσσει στη θέση Κολώνα μείζονος σημασίας οικιστικό κέντρο (Μουσείο Αίγινας). Διαθέτει μεγαρόσχημο κτήριο, την επιχρισμένη με λευκό κονίαμα «Λευκή Οικία», και οχυρώνεται με ισχυρό τείχος λίγο αργότερα (2200-2000 π.Χ.). Όμοια κτήρια στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα συνδέονται με οργανωμένες εγκαταστάσεις τοπαρχών, που συγκεντρώνουν την παραγωγή και την ανακατανέμουν μέσω ενός ανεπτυγμένου συστήματος ελέγχων, όπως δείχνουν οι πολυάριθμες σφραγίδες. Το ευρύ δίκτυο θαλάσσιων επαφών της εποχής αυτής καταδεικνύει το ναυάγιο ενός πλοιαρίου φορτωμένου με εκατοντάδες κεραμικά σκεύη που εντοπίστηκε και ερευνήθηκε στη νησίδα Δοκό του Αργολικού κόλπου, κοντά στην Ύδρα (Μουσείο Σπετσών).
Την ίδια περίοδο τα Δωδεκάνησα –αν και λιγότερο ερευνημένα– φαίνεται ότι πολιτισμικά συνδυάζουν στοιχεία των Κυκλάδων και του ανατολικού Αιγαίου με εκείνα της δυτικής Μικράς Ασίας. Στον Ασώματο της Ρόδου, o αρχαιότερος γνωστός οικισμός του νησιού (2400-2000 π.Χ.) διέθετε μεγαρόσχημα κτήρια, με ευρήματα που μαρτυρούν δομημένη οργάνωση του χώρου και επιμερισμό των οικοτεχνικών δραστηριοτήτων. Η ανθρωπομορφική πλαστική διακόσμηση στα πήλινα αγγεία απηχεί το γενικότερο πνεύμα της εποχής αυτής στο Αιγαίο (Μουσείο Προϊστορικής Ρόδου). Ισχυρή επίδραση και διαρκείς επαφές με τις Κυκλάδες φανερώνουν και τα ευρήματα από την Αττική, την Εύβοια και τη βόρεια ζώνη της Κρήτης, όπου η παρουσία κυκλαδικών προϊόντων ερμηνεύτηκε ακόμα και ως ένδειξη για την ύπαρξη κυκλαδικών αποικιών στη Μεγαλόνησο. Η Κρήτη όμως, με την ευρεία γεωγραφική έκταση, το μεσογειακό χαρακτήρα και τη δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλου αγροτικού πλεονάσματος, υπήρξε ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. ο χώρος ανάπτυξης ενός ανεξάρτητου πολιτισμού, ο οποίος συνδύαζε στοιχεία αιγαιακά με ανατολικά αλλά κυρίως εντόπια, που σταδιακά διαμόρφωσαν το λεγόμενο «μινωικό» πολιτισμό.
Θολωτοί τάφοι μνημειακών διαστάσεων που έχουν ανασκαφεί κυρίως στην εύφορη πεδινή ζώνη της Μεσαράς και τις Αρχάνες, καθώς και άλλα πλούσια νεκροταφεία στην ανατολική Κρήτη (Μόχλος, Αγία Φωτιά Σητείας) αντιστοιχούν σε μία εύρωστη κοινωνία που αναπτύσσει τις τέχνες και αγαπά ιδιαίτερα τα χρυσά κοσμήματα και τη μικροτεχνία (Πρωτομινωική περίοδος: Mουσεία Ηρακλείου, Αρχανών, Χανίων, Ρεθύμνου, Αγίου Νικολάου, Σητείας, Ιεράπετρας). Λίγο αργότερα (περί το 2000 π.Χ.) εμφανίζονται πολυδώματα κτήρια με διαδρόμους (Αγία Φωτιά) τα οποία, ως προδρομικές μορφές ανακτόρων, σηματοδοτούν τη δυναμική πορεία από τον πρωτοαστικό στον ανακτορικό πολιτισμό. Οι σχέσεις με την Αίγυπτο και τη Συρία εντατικοποιούνται, καθιστώντας την Κρήτη κομβικό εμπορικό σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου.
Μέση εποχή του Χαλκού (α´ μισό 2ης χιλιετίας π.Χ.)
Γύρω στο 1900 π.Χ. στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια ιδρύονται τα πρώτα ανάκτορα, πολυσύνθετοι μηχανισμοί συγκέντρωσης αγαθών, που καρπώνονται την πλούσια κρητική παραγωγή και την καταγράφουν –πρώτη φορά στο Αιγαίο– με λογιστικού χαρακτήρα συστήματα γραφής (κρητική ιερογλυφική και Γραμμική Α γραφή). Η ανασκαφική έρευνα φέρνει τα τελευταία στο φως ανάλογα κτήρια σε όλη την Κρήτη, τα οποία φαίνεται ότι αποτέλεσαν τις έδρες των ολίγων τοπαρχών που κατέχουν την οικονομική και πολιτική δύναμη. Στη θρησκεία η βασική θεότητα είναι γυναικεία, με επίκεντρο της εικονογραφίας της γονιμικούς κύκλους της φύσης. Η λατρεία ασκείται στα ιερά κορυφής, υπαίθρια ορεινά ιερά, όπου οι πιστοί αφιερώνουν πήλινα και χάλκινα ειδώλια και μετέχουν σε πορείες και τελετές. Γύρω στο 1700 π.Χ. τα ανάκτορα υφίστανται καταστροφές, πιθανόν από σεισμούς που πολύ συχνά πλήττουν το νότιο Αιγαίο, και ξαναχτίζονται. Η δεύτερη και ωριμότερη φάση του μινωικού πολιτισμού (1700-1450 π.Χ.) συνδέεται με το απόγειο του ανακτορικού συστήματος και της τέχνης του, με την Κνωσό να αποτελεί αδιαμφισβήτητο οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του νησιού. Η υψηλού επιπέδου αρχιτεκτονική συνδυάζεται με τις διακοσμητικές τέχνες (κοσμηματοτεχνία, λιθοτεχνία, τοιχογραφίες), που ασκούνται στα εξειδικευμένα ανακτορικά εργαστήρια. Στα ανάκτορα η μεγάλη ορθογώνια κεντρική αυλή χρησιμοποιείται για τα κοσμικά και θρησκευτικά δρώμενα (πομπές, τελετές, πιθανόν ταυροκαθάψια), η Κνωσός διαθέτει έναν κλιμακωτό θεατρικό χώρο για τις συγκεντρώσεις, το δαιδαλώδες σύστημα τοιχογραφημένων αιθουσών και διαδρόμων εξυπηρετεί τη διαμονή μεγάλου αριθμού ανθρώπων και την άσκηση διοίκησης, οι ευρύχωρες αποθήκες προορίζονται για τη συσσώρευση αγαθών και τα ιερά, με τα βαρύτιμα τελετουργικά σκεύη, προσδιορίζουν τις θρησκευτικές λειτουργίες αυτών των πολυλειτουργικών πυρήνων της κρητικής κοινωνίας. Η μυθολογία διέσωσε στο όνομα του Μίνωα το πρότυπο του βασιλιά αυτών των πλούσιων ανακτόρων, στην πραγματικότητα όμως ο ηγεμόνας των κρητικών επικρατειών δεν έχει ταυτιστεί ως εικόνα στην εικονογραφία, όπου οι θρησκευτικές παραστάσεις καλύπτουν κάθε ένδειξη κοσμικής εξουσίας. Η ακτινοβολία της μινωικής τέχνης που είχε σημειωθεί κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο στα νησιά του Αιγαίου φτάνει τώρα στα παράλια της Αιγύπτου και της Συρίας και η Κρήτη γίνεται μεγάλη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο.
Η επίδραση του πολιτισμού της Κρήτης υπήρξε καταλυτική για τα γειτονικά Δωδεκάνησα (Τριάντα Ρόδου, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος), τις Κυκλάδες (Ακρωτήρι Θήρας, Φυλακωπή Μήλου, Αγία Ειρήνη Κέας) και τα Κύθηρα (Καστρί, Άγιος Γεώργιος στο Βουνό), αλλά δυναμικά παρούσα έως τη Σαμοθράκη (Μικρό Βουνί) και τη Λήμνο (Κουκονήσι). Στις θέσεις αυτές έχουν ανασκαφεί πόλεις, νεκροταφεία ή ιερά που δείχνουν ότι κατά τη Μέση και την αρχή της Ύστερης εποχής του Χαλκού τα νησιά του Αιγαίου διαμόρφωσαν ένα δίκτυο πυκνών επαφών μεταξύ τους (τοπικά μουσεία στα περισσότερα νησιά). Η ναυσιπλοΐα φτάνει σε υψηλό επίπεδο και οι απαιτήσεις του ενδοαιγαιακού και διεθνούς ανταλλακτικού εμπορίου δίνουν σημαντική ώθηση στα νησιά, τα οποία ακμάζουν, προφανώς επειδή παρέχουν υπηρεσίες και ναυτική γνώση στους πλουσιότερους στεριανούς γείτονές τους. Τα λιμάνια του Αιγαίου γίνονται το χωνευτήρι των αγαθών και των λαών, οι χώροι μετάπλασης πολλών και συχνά ετερόκλητων πολιτισμικών στοιχείων. Ο ανθρωποκεντρισμός της τέχνης των Κυκλάδων βρίσκει νέο πεδίο έκφρασης στην κεραμική, όπου μπορεί να δει κανείς τον προάγγελο της μνημειακής ζωγραφικής ήδη κατά την Ώριμη Μεσοκυκλαδική περίοδο (1700 π.Χ.) στη Θήρα και τη Μήλο.
Στο Ακρωτήρι της Θήρας η αρχαιολογική σκαπάνη αφαιρώντας το μανδύα των ηφαιστειακών στρωμάτων της τρομακτικής έκρηξης, την οποία οι φυσικές επιστήμες χρονολογούν στο 1630 π.Χ., φέρνει στο φως μία άρτια οργανωμένη κυκλαδίτικη πόλη που αποπνέει έντονο κοσμοπολιτισμό, έχει δεχτεί πολλές επιδράσεις από την Κρήτη, αλλά τις έχει αφομοιώσει γόνιμα στην τέχνη της (Μουσεία Προϊστορικής Θήρας, Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών). Η Γραμμική Α γραφή χρησιμοποιείται σε πήλινες πινακίδες και αγγεία που καταγράφουν προϊόντα, ωστόσο ανάκτορα σαν εκείνα της Κρήτης δεν έχουν έρθει στο φως στα νησιά. Οι οικονομίες τους, στηριγμένες στις λιγοστές φυσικές προσόδους των νησιών και στον πλούτο που φέρνει η θάλασσα, φαίνεται ότι στηρίχτηκαν σε λιγότερο συγκεντρωτικά πολιτικά συστήματα, τα οποία ευνόησαν τη δημιουργία οργανωμένων πόλεων αγροτών, κτηνοτρόφων, εμπόρων και ναυτικών. Η Κολώνα στην Αίγινα, η Αγία Ειρήνη στην Κέα και η Φυλακωπή στη Μήλο είναι ακμάζουσες «πόλεις» ανάλογες σε σημασία με εκείνη του Ακρωτηρίου, άσχετα εάν η διατήρησή τους είναι ταπεινότερη στα μάτια του σημερινού επισκέπτη, επειδή αυτές οι θέσεις οικοδομήθηκαν εκ νέου και κατοικήθηκαν έκτοτε για μακρύ χρονικό διάστημα.
Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, κοσμογονική σε ένταση και μία από τις μεγαλύτερες που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης, είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλο το Αιγαίο. Το νησί ερημώνει για αιώνες και δημιουργείται μεγάλη αναστάτωση στην Κρήτη, η οποία πιθανόν σηματοδοτεί την αρχή της αποδυνάμωσης του μινωικού πολιτισμού.
Την ίδια εποχή, στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του Χαλκού (περί το 1600 π.Χ.) και μέσα από διεργασίες που είναι ακόμη ασαφείς, στην ηπειρωτική χώρα αναδεικνύεται μία ηγεμονική τάξη τα μέλη της οποίας κτερίζονται με πολύτιμα αγαθά μινωικής έμπνευσης ή εισαγωγής, αλλά και με πολλά ντόπια (Ταφικοί κύκλοι Α και Β Μυκηνών: Μουσεία Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών και Μυκηνών). Από την περίοδο αυτή, τη λεγόμενη Πρώιμη Μυκηναϊκή, δε σώζονται ανάκτορα και τείχη, είναι πιθανό όμως ότι οι άνακτες που κυβερνούν την Πελοπόννησο έχουν αναδυθεί από τα γένη της παλιότερης, με αγροτική δομή κοινωνίας των Μεσοελλαδικών χρόνων. Με σημαντικότερα γνωστά κέντρα εξουσίας την Αργολίδα και τη Μεσσηνία, οι λεγόμενοι Μυκηναίοι εδραιώνουν την ισχύ των οίκων τους και αρχίζουν τη σταδιακή επέκταση προς το Αιγαίο, επικεντρώνοντας την επιρροή τους στα ίδια νησιωτικά κέντρα που ακμάζουν αιώνες πριν. Οι πρώτοι αποδεδειγμένα ελληνόφωνοι κάτοικοι του Αιγαίου επηρεάζονται βαθύτατα από το μινωικό πολιτισμό, ιδρύουν κατά το πρότυπο της Κρήτης πολυδώματα τοιχογραφημένα ανάκτορα, χρησιμοποιούν την επίσης λογιστικού χαρακτήρα Γραμμική Β γραφή (προσαρμόζοντας τη Γραμμική Α στην ελληνική γλώσσα) και από το 1450 π.Χ. φαίνεται ότι κυριαρχούν σε πολλά τμήματα του νησιωτικού Αιγαίου και στην Κρήτη, συνδυάζοντας πολεμική και πολιτική ισχύ.
Ύστερη εποχή του Χαλκού Στα νησιά του Αργοσαρωνικού, τα Κύθηρα, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα η μυκηναϊκή παρουσία γίνεται εντονότερη, με αποτέλεσμα την περίοδο 1400-1200 π.Χ. το Αιγαίο να αποτελεί μία θάλασσα ομοιογενούς, υψηλού πολιτισμού και γέφυρα προς την Ανατολή και τη χαλκοφόρο Κύπρο, περιοχές που αναζωογονούν την εμπορική δραστηριότητα της εποχής. Οι κυκλώπειες οχυρώσεις των ελλαδικών ακροπόλεων (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα) με τα τοιχογραφημένα ανάκτορα δεν απαντούν στο Αιγαίο, όπου οι οικισμοί διαμορφώνονται από τις εδαφικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάθε νησιού. Στη Φυλακωπή της Μήλου, ωστόσο, το μυκηναϊκό μέγαρο μαρτυρά τη μεταφορά μέρους του διοικητικού μηχανισμού των ηπειρωτικών βασιλείων στα νησιά. Οι οικισμοί στην Κέα (Αγία Ειρήνη), τη Νάξο (Γρόττα), τη Σίφνο (Άγιος Ανδρέας) και τη Χίο (Εμποριό) αναπτύσσονται με δικό τους κύκλο ακμής ο καθένας κατά το 14ο-12ο αι. π.Χ. και τα πλούσια κτερισμένα νεκροταφεία βάζουν τα μικρότερα νησιά (Ψαρά, Σκύρος, Τήνος, Μύκονος, Αμοργός, Κάλυμνος, Κάρπαθος) να συναγωνίζονται σε σημασία τα μεγάλα νησιά των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου. Τα νησιά του βόρειου Αιγαίου μένουν πολιτισμικά προσκολλημένα στην περαία χώρα τους. Τα πλούσια κοιτάσματα μετάλλων και ιδίως χρυσού όμως, όπως και οι εύφορες γαίες της Μικράς Ασίας, φαίνεται ότι μαγνητίζουν τους Αχαιούς βασιλείς, οι οποίοι δεν αργούν να κατοικήσουν κάποια από τα νησιά αυτά (Λέσβος, Λήμνος) στο δρόμο για την πλούσια Τρωάδα του μύθου και του έπους. Η τελευταία βαθμίδα της ύστερης Εποχής του Χαλκού συνδέεται με την περίοδο κατά την οποία το ανακτορικό σύστημα της ηπειρωτικής χώρας έχει καταρρεύσει (12ος-11ος αι. π.Χ.) και στα νησιά μετατίθεται μεγάλο μέρος της εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας. Τα περιφερειακά κέντρα του Αιγαίου ανανεώνουν τον πληθυσμό τους εγκαινιάζοντας το ιστορικό φαινόμενο του ελληνικού αποικισμού που θα κορυφωθεί τον 8ο αι. π.Χ. Τα χρόνια αυτά, που λανθασμένα ονομάστηκαν «Σκοτεινοί Αιώνες», στο νησιωτικό Αιγαίο συντελείται η δημιουργική ανασύνταξη της κοινωνίας και των θεσμών της, που θα οδηγήσει στην πόλη-κράτος, το κύτταρο του ελληνικού πολιτισμού. Οι πρωτοελληνικές φυλές
Το έτος 3.315 π.Χ. θεωρείται συμβατικά αφετηρία της Εποχής του Χαλκού (3.315-1.100) για τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Οι κάτοικοι των οικισμών της περιόδου αυτής, που μπορούν να ονομασθούν με το γενικό χαρακτηρισμό Πρωτοέλληνες (ή Ετεοέλληνες ή Ελληνοπελασγοί), έθεσαν τις βάσεις της κοινής συμβίωσης καθορίζοντας τρόπους προστασίας των πόλεων, εξασφαλίζοντας για τους πολίτες θεσμούς συνύπαρξης με ομόνοια και ευνομία και διευκολύνοντας την ιδιωτική ζωή με τη διδασκαλία της χρήσης της φωτιάς, της κατεργασίας μετάλλων, της χρήσης του τόξου καθώς και της υπόδειξης θρεπτικών ειδών, όπως το μέλι, η σίκαλη, το σιτάρι, το κολοκύθι, το λάδι, τα σύκα, η αγκινάρα, τα ρεβίθια, τα σταφύλια (βότρυς) και άλλων τροφίμων. Η ετυμολογία των ονομάτων αυτών έχει ως εξής: - ετεός <εσ-τί, είτ-ω, προστ. του ειμί = αληθής, πραγματικός, γνήσιος, εξ ου ετάζω > εξετάζω - πελασγός (<πέλας + άγω = πελάζω = πλησιάζω, διότι πέλας = πλησίον, άρα πελασγός=ο πλησίον λαός, οι γείτονες. Με τους όρους αυτούς καλύπτεται ένα σύνολο λαών, της Λευκής Φυλής, πιθανόν της Χαμιτικής ή Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην οποία ανήκαν επίσης οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ίβηρες, οι Ετρούσκοι της Ιταλίας, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης και οι Λίβυοι. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα κατοικούσαν: Πελασγοί σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Αττική, Χαλκιδική, Λήμνο, Λέλεγες σε Λοκρίδα, Μεσσηνία, Τριφυλία, Λακωνία, Βοιωτία, Εύβοια, Ακαρνανία, Θεσσαλία, Λευκάδα, Κυκλάδες και Ιωνία (πόλεις Έφεσο, Πήδασο Πισιδίας), Κάρες σε Ιωνία, Κρήτη, Οδησσό (πόλεις Κνωσό, Αλικαρνασσό, Λυρνησσό, Τυλισσό), Δρύοπες σε Φθιώτιδα, όρος Οίτη, αργότερα Κύμη, Στύρα, Κάρυστος, Κύθνο, Ερμιόνη, Κύπρο, Κουρήτες ή Ετεοκρήτες σε Φρυγία, Κρήτη, Εύβοια, Αιτωλοακαρνανία, Καύκωνες στη Μεσσηνία, Τέμμικες στη Λαυρεωτική, το Σούνιο και τη Βοιωτία, Ύαντες σε Θήβα και Υάμπολη Φωκίδας, Τελχίνες σε Κρήτη, Κύπρο και Κάμειρο-Ιαλυσσό και Λίνδο της Ρόδου, Τηλεβόες ή Τάφιοι σε Κεφαλληνία, Εχινάδες νήσους και αργότερα στο Κάπρι και την Καμπανία της ιταλικής χερσονήσου, και τέλος Έφυρες στην Ηλεία και την Εφύρα της Θεσπρωτίας.
Οι λαοί αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της Νεολιθικής Περιόδου, σε μια εποχή κατά την οποία ο πληθυσμός της Γης από 5.000.000 το 8.000 π.Χ αυξήθηκε σε 7.000.000 το 5.000 και σε 25.000.000 το 4.500 π.Χ. Τα επιτεύγματα των Σουμερίων, των Αιγυπτίων και των Φοινίκων διαδόθηκαν σταδιακά και επηρέασαν ανάλογα τον τρόπο ζωής των κατοίκων με σχετική υστέρηση σε σχέση με τους πρωτοπόρους. Η Εποχή του Χαλκού άρχισε στην Ελλάδα το 3315 ενώ ο Χαλκός άρχισε να χρησιμοποιείται ολοκληρωτικά από το 2600 και ο Ορείχαλκος από το 2100. Η άνθηση του Πρωτοελληνικού Πολιτισμού άρχισε από το 2100 και κράτησε μέχρι το 1450, όταν άρχισαν να επικρατούντα ινδοευρωπαϊκά ελληνικά φύλα, με κυρίαρχους τους Αχαιούς, οι οποίοι ουσιαστικά συνέχισαν τον πολιτισμό των Πρωτοελλήνων μέχρι το 1100 π.Χ.. Οι σημαντικότερες εστίες ακμής των Πρωτοελλήνων την περίοδο αυτή ήταν οι Κυκλάδες και η Κρήτη. Αναπτυγμένες πόλεις όμως υπήρχαν και στην Ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως στην Ανατολική Στερεά και στην Πελοπόννησο. Οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στις περιοχές αυτές έχουν μεγάλη ομοιότητα και συγγένεια μεταξύ τους και η θέση τους στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας, διότι εκτός των άλλων είναι οι πρώτοι χρονολογικά αξιόλογοι πολιτισμοί της Ευρώπης. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στις Κυκλάδες και στην Κρήτη (τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων) αποκαλύπτουν ένα λαό χαρούμενο, εύθυμο, ελεύθερα αφοσιωμένο στις απολαύσεις της ζωής, με εκπληκτική αντίληψη του κομψού και του ωραίου και με μια μοναδική αίσθηση της φωτεινότητας, της χάρης και της χαρούμενης πλευράς της ζωής. Την εποχή που σε χώρες με αυστηρά θεοκρατικά καθεστώτα, όπως η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία, κατασκευάζονταν ογκώδη και επιβλητικά αλλά άκαμπτα και βαριά έργα τέχνης (όπως οι Πυραμίδες και τα μεγάλα αγάλματα των ακίνητων και ανέκφραστων Φαραώ), οι Κρητικοί και οι Κυκλαδίτες έφτιαχναν κομψοτεχνήματα, σε όλα τα είδη της τέχνης (ζωγραφική, αρχιτεκτονική, γλυπτική και ιδίως μικρογλυπτική, κεραμική και χρυσοχοϊκή). Έργα όπως η Θεά των Όφεων ή ο Πρίγκιπας των Κρίνων και οι σκηνές με τις ταυρομαχίες και τα κυνήγια, είναι εντυπωσιακά τεκμήρια του λαμπρού επίπεδου καλλιτεχνικής έκφρασης των ανθρώπων εκείνων. Πανέμορφες γυναίκες με λεπτές μέσες, χρυσοποίκιλτα και λεπτοδουλεμένα φουστάνια και γυμνά στητά στρογγυλά στήθη, άνδρες ψηλοί και λυγερόκορμοι με μακριά μαύρα μαλλιά, παραστάσεις με φωτεινά και φανταχτερά χρώματα (κυρίως κόκκινο και γαλάζιο) και κίνηση γεμάτη ζωή και χάρη, λεπτουργημένα κοσμήματα, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, λεκάνες, κύπελλα, είναι τα γνωρίσματα της ζωής και της τέχνης των Πρωτοελλήνων που σήμερα προκαλούν το γενικό θαυμασμό.
Στην Κρήτη (<κράτ-ος {α>η}, ισχυρή ναυτική δύναμη [<κρατύνω =σκληραίνω > κρητίς =πέτρωμα]) αναπτύχθηκε ένας από τους σημαντικότερους προϊστορικούς πολιτισμούς. Άκμασαν εκεί περί τις 100 μεγάλες και πλούσιες πόλεις, όπως η Κνωσσός (αρχικό όνομα Καίρατος), η Φαιστός, η Ζάκρος, η Γόρτυνα, τα Μάλλια, με αμύθητο πλούτο, όπως δείχνουν τα ευρήματα σε χρυσό, άργυρο, μεταλλικά εργαλεία, όπλα, πολύτιμους λίθους, ελεφαντόδοντο, ενώ το ίδιο το νησί δεν διαθέτει μεταλλεύματα. Έγιναν υδρευτικά και αποχετευτικά έργα, που δεν διέθεταν ούτε τα ανάκτορα των Βερσαλλιών του βασιλιά Λουδοβίκου του ΙΔ. Ανθούσε η κεραμεική, η σφραγιδογλυφία, η μεταλλοτεχνία, η χρυσοχοΐα, και άλλες τέχνες, γεγονός που υποδηλώνει πως οι Κρήτες, παράλληλα με την ναυτιλία και την τεχνολογία, είχαν αναπτύξει και το διεθνές εμπόριο, άποψη που ενισχύεται από το γεγονός ότι στην Κρήτη έχουν εντοπιστεί πολλά λιμάνια, όπως η Αμνισσός, η Κάτω Ζάκρος, τα Μάλλια, ο Καμμός, οι Γουρνιές, ο Μοχλός. 7 Η Κρήτη λοιπόν διέθετε όλη την υποδομή, για την κατασκευή, την επισκευή, την συντήρηση και τον ελλιμενισμό πλοίων. Τα λιμάνια θα μπορούσαν επιπλέον να χρησιμοποιηθούν και ως εμπορικοί σταθμοί, για την φύλαξη εμπορευμάτων. Οι Κρήτες επομένως μπορούσαν να εκμεταλλεύονται όλον αυτόν τον μεταλλευτικό πλούτο της περιοχής και παράλληλα να τον μεταφέρουν και να τον εμπορεύονται. Οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης ήταν Κάρες, Κουρήτες και Τελχίνες που, σύμφωνα με την αρχαιολογική μαρτυρία, εγκαταστάθηκαν εκεί από τα πρώτα χρόνια της Προκεραμικής Νεολιθικής εποχής (6.900) προερχόμενοι από άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (και όχι από την Αίγυπτο ή τη Φοινίκη, όπως πιστευόταν παλιότερα). Μετά την αρχική εγκατάσταση ακολούθησε μια μακρά περίοδος σχετικής σταθερότητας, μέχρι την έναρξη της Εποχής του Χαλκού, περί το 3000 π..Χ. Στο σύνολο των πρώτων κατοίκων οι μετέπειτα Έλληνες έδωσαν το γενικό όνομα Ετεοκρήτες (= γνήσιοι Κρήτες) και επομένως ο πολιτισμός που δημιούργησαν (από το 3.315 μέχρι το 1.450) είναι ορθό να ονομάζεται Ετεοκρητικός. Η ιδεοληψία που προκάλεσε στον άγγλο αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς ο ενθουσιασμός από τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών του στην Κνωσό, τον οδήγησε στην υιοθέτηση της ονομασίας «Μινωικός» από τον βασιλιά Μίνωα (<μένω = παραμένω σταθερός (>μένος), αντέχω, διαρκώ), ο οποίος, σύμφωνα με τις παραδόσεις, έζησε στην επόμενη (αχαϊκή) ιστορική περίοδο και δεν ήταν από εκείνους που έθεσαν τις βάσεις του κρητικού πολιτισμού στα χρόνια που εξετάζουμε, τα οποία για μεθοδολογικούς σκοπούς διακρίνονται σε Προανακτορική και Ανακτορική περίοδο.
Η Κνωσσός (<κνώσσω [<υπνώσσω = κοιμάμαι] = μέρος κατάλληλο για ύπνο), στην δυτική πλευρά της κοιλάδας του Καιράτου, είχε αρχικά έκταση 0,60 στρέμματα με πληθυσμό 70 ατόμων. Οι πρώτοι άποικοι έφεραν μαζί τους τις δομές μιας πλήρως αναπτυγμένης καλλιεργητικής κοινωνίας και την πρώτη γλώσσα από την οποία προέκυψαν τα μεταγενέστερα γλωσσικά ιδιώματα του νησιού.. Στην αρχή της υπόψη περιόδου η Κνωσσός έφτασε σε έκταση 12 στρεμμάτων και πληθυσμό 1500 άτομα, αύξηση που αποδίδεται σε δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα, κατά το οποίο εποικήθηκαν και πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου. Η μεταλλουργία του χαλκού ήταν ήδη γνωστή στην Κνωσσό ήδη από την ύστερη νεολιθική (Χαλκολιθική) περίοδο, αλλά οι χρήσεις του ορείχαλκου δεν εξαπλώθηκαν ευρέως παρά μετά το 2500 π.Χ. Από τις κοινωνίες της περιόδου 3500–2000 υπάρχουν ταφικά ευρήματα, ιδιαίτερα τους κυκλικούς τύμβους της Μεσαράς, και από λιγοστά ανασκαμμένα πεδία, όπως τα Δέβλα, η Μύρτος και η Κορυφή (0.09 εκτάρια), των οποίων ο πληθυσμός ήταν πιθανώς 30-50 άτομα, έναντι 450 ατόμων της Φαιστού, των Μαλίων και του Μόχλου και 1.500 της Κνωσσού. Τα μεγέθη αυτά και οι μνημειακές κατασκευές της Κνωσσού ή τα πλούσια ταφικά ευρήματα στο Μόχλο, τις Αρχάνες και τα Μάλια, οδηγούν στην υπόθεση της ανάπτυξης αριστοκρατικής τάξης σε μια ιεραρχημένη κοινωνία και συνιστούν ενδείξεις επαφών με την ανατολική Μεσόγειο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία αυτά ως παράγοντες ανάδυσης της κοινωνίας των ανακτόρων.
Τα πρώτα κτήρια που αναφέρονται ως «ανάκτορα» κτίστηκαν στις αρχαιολογικές θέσεις της Κνωσσού, των Μαλίων και της Φαιστού και από αρχιτεκτονική άποψη είναι μνημειακές κατασκευές με συνολική έκταση των δαπέδων από 3,2 στρέμματα στην Κνωσσό έως 1,85 στρέμματα στα Μάλια, διατεταγμένες γύρω από μια κεντρική αυλή, με λιθόστρωτη δυτική δευτερεύουσα αυλή και εξελιγμένες τεχνικές οικοδόμησης, όπως οι λίθινοι ορθοστάτες. Η ομοιομορφία των πρώτων ανακτόρων είναι σχετικά φαινομενική, διαπίστωση που φαίνεται ιδιαίτερα στα Μάλια με το διασκορπισμένο τους περίγραμμα, ενώ είναι πιθανό να μην υπήρχαν διακριτά ανακτορικά οικοδομήματα σε όλο το νησί παρά μετά το 1.700, κυρίως στην ανατολική Κρήτη, όπου κατασκευάστηκαν εκτεταμένο οδικό δίκτυο, σταθμοί και παρατηρητήρια για να συνδέσουν το Παλαίκαστρο και τον κάτω Ζάκρο με το νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Οι καινοτομίες στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση της ύστερης προανακτορικής περιόδου διακρίνονται καλύτερα στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον των πρώτων ανακτόρων. Τα ανάκτορα συσσώρευαν το γεωργικό πλεόνασμα των γαιών τους σε κατασκευές μεγάλων αποθηκών τροφίμων, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται σε εποχές πίεσης και πιθανώς σε τελετουργικούς εορτασμούς. Για την καταγραφή των αποθεμάτων και άλλων στοιχείων χρησιμοποιούνταν δύο είδη γραφών, η αποκαλούμενη κρητική ιερογλυφική (κυρίως στην Κνωσσό και τα Μάλια) και οι γραμμικές γραφές (πινακίδες Γραμμικής Α και Γραμμικής Β που βρέθηκαν στη Φαιστό). Στη Φαιστό (<φάος >φαίνω [=φέρω στο φως, φανερώνω] = φωτεινό μέρος) επίσης χρησιμοποιήθηκαν πήλινες σφραγίδες για τον άμεσο έλεγχο των αποθηκευτικών χώρων και των ίδιων των δοχείων. Στα ανάκτορα αναπτύχθηκε βιοτεχνική παραγωγή και είναι πολύ πιθανό ότι τα ανάκτορα μονοπώλησαν πρώτες ύλες όπως ο χαλκός από την Αττική και άλλες περιοχές, ο κασσίτερος και το ελεφαντόδοντο μέσω της Συρίας. Ευρήματα πολύχρωμης κεραμικής στις Καμάρες χαρακτηριστικά της πρωτοανακτορικής περιόδου είναι διαδεδομένα σε διάφορους τόπους της ανατολικής Μεσογείου και στην Αίγυπτο, υποδεικνύοντας δρόμους εμπορίου και σχέσεις ανταλλαγής με τις σημαντικότερες μεσογειακές δυνάμεις. Οι επαφές με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και νησιά του Αιγαίου (ειδικά τις Κυκλάδες) ήταν πυκνές κατά τη διάρκεια της πρωτοανακτορικής περιόδου και εντάθηκαν ακόμη περισσότερο στην νεοανακτορική περίοδο (μετά το 1.700 π.Χ). Οι εικονογραφικές μαρτυρίες και τα τεχνικά έργα δηλώνουν ότι τα ανάκτορα χρησιμοποιούνταν και ως τελετουργικά κέντρα, ενώ στις λατρευτικές θέσεις περιλαμβάνονται σπήλαια ( Ιδαίον Άντρον και Δικταίον Άντρον), πηγές ( Κάτω Σύμη), και ιερά σε κορυφές, ευρέως διαδεδομένα στην ύπαιθρο. Τα ανάκτορα έγιναν εστίες εγκατάστασης ανθρώπων με αποτέλεσμα την αύξηση της έκτασης στην Κνωσσό το 1.700 σε 185 στρέμματα, γεγονός που υποδεικνύει πληθυσμό μέχρι και 12.000 ατόμων, ενώ τα εδάφη που ελέγχονταν από την Κνωσσό, τη Φαιστό και τα Μάλια πιθανώς κάλυπταν έκταση πάνω από 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Για σύγκριση μπορεί να ληφθεί υπόψη ότι οι Μυκήνες κατά την εποχή της ακμής τους 400 χρόνια αργότερα είχαν έκταση 74 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένης της περιτοιχισμένης ακρόπολης. Η μετάβαση από τα παλαιά ή πρώτα ανάκτορα της πρωτοανακτορικής περιόδου (1.900 – 1.700 π.Χ) στα νέα ή δεύτερα ανάκτορα της νεοανακτορικής περιόδου (1.700 – 1.450) προκλήθηκε από την ανάγκη αναδημιουργίας των οικοδομημάτων, μετά από τις καταστροφές (πιθανώς εξαιτίας σεισμού) και στις τρεις σημαντικές τοποθεσίες της εποχής (Κνωσσός, Φαιστός και Μάλια). Τα νέα ανάκτορα είναι περισσότερο κατανοητά σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς παρουσιάζουν μείζονες αρχιτεκτονικές ομοιότητες, διατηρώντας πολλούς από τους ρόλους των προκατόχων τους, όπως είναι η αποθήκευση, η τελετουργία, και η παραγωγή και συγκέντρωση πρώτων υλών, μέσω των ολοένα και περισσότερο πυκνών επαφών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα, τα αιγαία νησιά, την ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο, που αποτυπώνονται, με εντυπωσιακό τρόπο, σε μινωικού ύφους τοιχογραφίες που βρέθηκαν στο Ισραήλ και στο Δέλτα του Νείλου (αρχαία Άβαρις).
Η ζωή στην πρωτοελλαδική Κρήτη, σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, ήταν ευχάριστη για άνδρες γυναίκες και παιδιά, χάρη στο εξαιρετικό κλίμα του νησιού και στην οικονομική ευμάρεια που εξασφάλιζε η πλούσια γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή και η άνθηση του εμπορίου. Τα ανάκτορα και οι κατοικίες των ευπόρων είχαν δύο ή τρεις ορόφους και διέθεταν αποτελεσματικό σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης. Τα δωμάτια ήταν διακοσμημένα με φωτεινές υδατογραφίες, σχεδιασμένες πάνω στο επίχρισμα των τοίχων με χαρούμενα και ζωηρά χρώματα, που απεικόνιζαν ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, λουλούδια και παραστάσεις της καθημερινής ζωής (κομψές κυρίες, παιδιά που πυγμαχούν, ψαράς που κουβαλάει φορτίο από σκουμπριά). Η γεωργική παραγωγή περιλάμβανε σιτάρι, κριθάρι, λαχανικά, σταφύλια και ελιές, από τις οποίες με τριβή παραγόταν λάδι, που φυλαγόταν αποθηκευμένο σε μεγάλα πιθάρια ύψους όσο ένας άνθρωπος, στα οποία διατηρούσαν επίσης κρασί και σιτάρι. Για το μαγείρεμα των φαγητών χρησιμοποιούσαν χάλκινες χύτρες και άλλα σκεύη, αλλά τα ψάρια τα έψηναν στη φωτιά περασμένα σε οβελία. Τα κεραμικά προϊόντα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ομορφιάς στο εξωτερικό σχήμα και στις διακοσμήσεις. Όλα τα γεωργικά και λοιπά εμπορεύσιμα αγαθά αποθηκεύονταν στα παλάτια και από εκεί διανέμονταν ανάλογα με τις ανάγκες. Με τον τρόπο αυτό οι βασιλείς εξασφάλιζαν τον έλεγχο της ζωής και την υπακοή στις εντολές τους όλων των κατοίκων του βασιλείου τους. Οι Ετεοκρήτες ήταν εξαιρετικοί ναυτικοί και έμποροι, και είχαν απλώσει τις δραστηριότητές τους σε όλη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο. Η θρησκεία τους περιλάμβανε αρκετούς θεούς, αλλά ήταν ιδιαίτερα αφιερωμένη σε γυναικείες θεότητες που τις υπηρετούσαν ιέρειες. Τα «ταυροκαθάψια», ένα είδος επικίνδυνου αθλήματος, που ασκούσαν, στα πλαίσια ιεροτελεστιών με λατρευτικό χαρακτήρα, εξαιρετικά εκπαιδευμένοι νέοι και νέες, σε ομάδες τριών ατόμων, περιλάμβανε χορό και ακροβατικά άλματα πάνω από ράχες ταύρων, που θεωρούνταν «ιερά ζώα». Διακοσμήσεις με το σχήμα των κεράτων ταύρου είναι χαρακτηριστικό θέμα του εξωραϊσμού των ανακτόρων της Κνωσσού, ενώ ο «διπλός πέλεκυς», που έχει επίσης σχήμα κεράτων ταύρου, ήταν βασικό θρησκευτικό σύμβολο. Ο μύθος του «Μινώταυρου», έχει επίσης σχέση με τη λατρεία του θεοποιημένου ταύρου και πιθανότατα έχει προκύψει από τις μεταμφιέσεις των ιερέων, οι οποίοι, όπως και στην Αίγυπτο, στα πλαίσια των λατρευτικών υποχρεώσεών τους, φορούσαν μάσκες – ομοιώματα μοσχαροκεφαλής. Ο χορός, για τον οποίο αφιέρωναν και ειδικές αίθουσες στα ανάκτορα και τις επαύλεις, ήταν επίσης ένα σημαντικό μέρος της ζωής ανδρών και γυναικών, συχνά και για λατρευτικούς σκοπούς, ενώ ενήλικες και παιδιά έπαιζαν αρκετά περίπλοκα, και εξελιγμένα όπως τα σημερινά, επιτραπέζια παιχνίδια, που βασίζονταν και στη χρήση ζαριών («κύβων»). Η πτώση του Ετεοκρητικού πολιτισμού αποδίδεται κατά ένα μέρος σε μια μεγάλη έκρηξη του ηφαίστειου της Θήρας (Σαντορίνης) που έγινε το 1450 π.Χ. Τα σπίτια του νησιού θάφτηκαν κάτω από τη λάβα και τη στάχτη, που διατήρησαν τους τοίχους σε αξιοσημείωτο ύψος, που αποκαλύπτεται από σύγχρονες ανασκαφές. Τα παλιρροϊκά κύματα και η πτώση στάχτης από τη Θήρα προσέβαλαν και την Κρήτη και προκάλεσαν ανεπανόρθωτη καταστροφή, που ακολουθήθηκε από εισβολές Αχαιών από την βορειότερη Ελλάδα που εγκαταστάθηκαν εκεί και κυριάρχησαν στην περιοχή τους επόμενους τρεις αιώνες μέχρι το 1100 π.Χ.
Την ονομασία Κυκλάδες (<κύκλος <κύ-κοιλος <κυρτός (<κύω) + κοίλος # κατά το ένα ήμισυ κυρτός και κατά το άλλο κοίλος) χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς για να χαρακτηρίσουν το πυκνό σύμπλεγμα των μικρών νησιών στο κέντρο του Αιγαίου πελάγους, τα οποία φαίνονται να σχηματίζουν έναν νοητό κύκλο γύρω από το ιερό νησί και τόπο λατρείας του Απόλλωνα, τη Δήλο. Τα νησιά αυτά υπήρξαν το λίκνο ενός σημαντικού πολιτισμού, του λεγόμενου Κυκλαδικού πολιτισμού, που άνθησε κατά την 3η χιλιετία π.X. παράλληλα και σε στενή σχέση με τον Ετεοκρητικό Πολιτισμό.
Τρεις είναι οι λόγοι που συνέτειναν στη γένεση και στην ανάπτυξη του πολιτισμού αυτού κατά τους αρχαιότατους εκείνους χρόνους. Πρώτον, η στρατηγική γεωγραφική τους θέση, δεύτερον, οι περιορισμοί του φυσικού τους περιβάλλοντος οι οποίοι ανάγκασαν τους νησιώτες να στραφούν εξαρχής στην θάλασσα προκειμένου να προσποριστούν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και τρίτον, ο ορυκτός τους πλούτος και συγκεκριμένα ο οψιανός της Μήλου, η σμύριδα της Νάξου, ο μόλυβδος της Σίφνου, ο χαλκός της Κύθνου και της Σέριφου και, τέλος, η κατεξοχήν πρώτη ύλη των νησιών, το μάρμαρο. Η διάρκεια του πολιτισμού αυτού καλύπτει περίπου δύο χιλιετίες, δηλαδή το διάστημα από το 3.315 έως το 1.100 και διακρίνεται σε Πρωτοκυκλαδική, Μέση και Υστεροκυκλαδική περίοδο. Ο κυρίως Κυκλαδικός πολιτισμός όμως άκμασε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3000-2000). Η Φυλακωπή, στη βόρεια παραλία της Μήλου, είναι μία από τις τοποθεσίες όπου τα αρχαιολογικά και καλλιτεχνικά ευρήματα είναι αντιπροσωπευτικά του συνολικού χαρακτήρα του Κυκλαδικού πολιτισμού σε όλη την προαναφερόμενη διάρκειά του. Κατά την πρώτη φάση (2300-2000) τα σπίτια του καταυλισμού ήταν μικρά, φτιαγμένα από παραγεμισμένα υλικά, χωρίς εσωτερικούς τοίχους και χωρίς τετράγωνα δωμάτια, ενώ στη δεύτερη φάση (2000-1550) ήταν πλινθόκτιστα με ορθές γωνίες και σε μερικές περιπτώσεις διώροφα, με τοίχους διακοσμημένους με τοιχογραφίες λουλουδιών, πουλιών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων (όπως το περίφημο ιπτάμενο ψάρι και τα παιδιά που κρατάνε ψάρια) και η πόλη προστατευόταν από ισχυρά τείχη. Οι σχέσεις με την Κρήτη ήταν στενές, όπως δείχνουν τα πολυάριθμα βάζα κατασκευασμένα με την τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι κρητικοί στις Καμάρες. Κατά την τρίτη φάση (1550-1100) η πόλη ήταν ακόμη μεγαλύτερη και τα τείχη της ισχυρότερα, οι δρόμοι συναντιόνταν σε ορθές γωνίες, οι τάφοι, με ένα ή δύο κελιά, ήταν σκαμμένοι μέσα σε βράχους και ο καταυλισμός ζούσε πλέον υπό την εμφανή επίδραση του Αχαϊκού πολιτισμού (παλάτι όμοιο με των Μυκηνών υπήρχε στη βορειοανατολική περιοχή της πόλης). Μετά το 1100 η πόλη της Φυλακωπής εγκαταλείφτηκε.
Λίγο πριν από το 1927 ο Νίκος Καζαντζάκης κάνει μια εντυπωσιακή περιγραφή της πόλης του Άργους και των κατοίκων της: "Άργος. Η πολιτεία, η εκκλησιά, οι καρέκλες, οι καφενέδες, τα ποτήρια τα νερά…Οι Νεοέλληνες. Σκυθρωπά μούτρα, βου­λιαγμένα μάγουλα, μάτια γαρίδα. Σε κοιτάζουν σα να είσαι κριάρι και θέλουν να σε αγοράσουν. Σε ψάχνουν με το μάτι, ερευνούν τα παπούτσια σου, τα ρούχα, τα καπέλα. Ζυγιάζουν. Τους τρώει το σαράκι -ποιος είσαι; τι καπνό φουμάρεις; τι ήρθες στον τόπο τους να πουλήσεις ή ν’ αγοράσεις; Γουρούνια κυκλοφορούν στους δρόμους, νεαροί επαρχιακοί νταντήδες κάθονται στα καφενεία, μα γυναίκα δεν υπάρχει. Όλη η πλατεία γεμάτη μουστάκια. Πλήθος καλοθρεμμένοι παπάδες. Η εκκλησιά, τριγυρισμένη από καφενέδες, λάμπει γλυκά με το κίτρινο της χρώμα, με το λιγνό σβέλτο καμπα­ναριό της".
Είναι εντυπωσιακή η διαφορά του Άργους από την αρχαιότητα έως σήμερα. Στο σημερινό μάθημα θα πάμε τρεις χιλιάδες χρόνια πριν..
Η περίοδος από το 1600 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουν τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης.
Πολλές γενιές επιστημόνων, μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν, επωμίστηκαν το βαρύ φορτίο της δόκιμης αρχαιολογικής έρευνας, της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών αλλά και της συντήρησης και προστασίας των μνημειακών καταλοίπων του τόπου που έδωσε το όνομά του σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας. Ως κορύφωση αυτής της πορείας ανασύστασης της ιστορικής αλήθειας και κοινωνικοποίησης της γνώσης ιδρύθηκε το 2003 ένα νέο τοπικό μουσείο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, αποτέλεσμα της επιμονής του ΄Ελληνα αρχαιολόγου και μεγάλου δασκάλου Γεωργίου Μυλωνά.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την έως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, αναμίχθηκαν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και στη συνέχεια διαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχαν λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικού και του λαμπρού Μινωικού πολιτισμού. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή επήλυδων περί το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2000 π.Χ.). Μια παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, διακοσια χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Έχει διατυπωθεί η (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) θεωρία οτι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος). Αυτή η θεωρία για την πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν στην Αργολίδα οι πρώτοι κάτοικοι, οι οποίοι, πάντως, ανήκαν σε ελληνικά φύλα. Ξέρουμε όμως μέχρι πού έφτασαν: μέχρι την κεντρική και βόρεια Ευρώπη (παραδουνάβιες περιοχές, Βαλτική, Καρπάθια) και μέχρι τη Σαρδηνία και την Κάτω Ιταλία, αλλά και την Αίγυπτο, τη μικρασιατική ακτή, τη Μεσοποταμία σε αναζήτηση πρώτων υλών και αγορών. Μάλιστα, αυτοί οι δεινοί έμποροι είχαν συναλλαγές μέχρι τη νότια Αγγλία, όπως διαπιστώνεται και πάλι από τα ευρήματα. Κάποιος υπήρξε ο μετακομιστής εμπορευμάτων τους, μας λέει η έφορος αρχαιοτήτων Αργολίδας, Αλκηστις Παπαδημητρίου.
Οι Μυκήνες πριν γίνουν πολύχρυσες ήταν ένας μικρός νεολιθικός οικισμός, (7η έως 4η χιλιετία) από τον οποίο βρέθηκαν λίγα κεραμεικά. Πρώτα αρχιτεκτονικά ίχνη κατοίκησης έχουμε από το 2200 έως το 1900 π.Χ. Από το 1650 έως το 1600 δημιουργήθηκαν οι ταφικοί κύκλοι Β’ και Α’ (όπως ονομάστηκαν από τους πρώτους ανασκαφείς). Ο οικισμός, με στρατηγική θέση ώστε να ελέγχει τα περάσματα, τη γεωργία και την κτηνοτροφία στην Αργολίδα, αναπτύσσεται σιγά σιγά. Το νεκροταφείο της μεσοελλαδικής περιόδου (1900 – 1600 π.Χ.) δείχνει βαθμιαία αύξηση πληθυσμού και δημιουργία ηγεμονικής δύναμης. «Τέλη του 17ου αιώνα π.Χ., η δύναμη αυτή θα αναλάβει την εξουσία και τον έλεγχο όλης της περιοχής, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το Αργος, το σημαντικότερο κέντρο της Αργολίδας κατά τη μεσοελλαδική εποχή» σύμφωνα με τη δρα Παπαδημητρίου. Οι Μυκήνες μετατρέπονται σιγά σιγά σε τεράστιο κέντρο στον ελλαδικό χώρο.Επειδή τίποτε στην ανθρώπινη Ιστορία δεν είναι τυχαίο ή ξαφνικό, θα πρέπει να δεχτούμε πως οι Μυκηναίοι απέκτησαν σιωπηλά αλλά συστηματικά στη διάρκεια των τριών αιώνων της Μέσης Χαλκοκρατίας τη δύναμη που αντανακλούν τα κτερίσματα των βασιλικών ταφικών περιβόλων. Εξασφάλισαν έτσι για τα γένη τους την πρωτεύουσα θέση, όχι μόνο στην Αργολίδα αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και έδωσαν το όνομά τους σε ολόκληρο τον σπουδαίο πολιτισμό της Υστερης Εποχής του Χαλκού».
ΜΥΚΗΝΕΣ, 1954
O φωτογραφικός φακός του Robert McCabe συνοδεύει στη σειρά αυτή τους αφοσιωμένους αρχαιολόγους μαζί με τους ανθρώπους του μόχθου της ανασκαφής των Μυκηνών στις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Οι φωτογραφίες αυτές πέρα από την ευαίσθητη και ποιητική αποτύπωση του αρχαιολογικού χώρου, είναι και μια ιστορική μαρτυρία της προσπάθειας εκατόν σαράντα χρόνων της αρχαιολογίας να ανασύρει από το βαθύ σκοτάδι της λησμονιάς την εποποιία των Ατρειδών.
Πολύχρυσος, με πλούσια κοσμήματα, όπλα και αντικείμενα, ήταν ο τάφος που βρέθηκε στην Πύλο από ανασκαφείς της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Ανήκε σε πολεμιστή, χρονολογείται περίπου το 1500 π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδος) και αποτελεί την πιο εντυπωσιακή περίπτωση επίδειξης προϊστορικού πλούτου σε ταφικά μνημεία της ηπειρωτικής Ελλάδας που έχει έρθει στο φως τα τελευταία εξήντα πέντε χρόνια. Καθώς ήταν ασύλητος, μας δίνει πάμπολλες πληροφορίες. Φαίνεται ότι ανήκε σε επιφανή άνδρα της εποχής και διαψεύδει την πεποίθηση ότι κοσμήματα είχαν μόνο οι γυναικείοι τάφοι.
Στο δάπεδο του τάφου, που είχε διαστάσεις 2,44 μ. μήκος, 1,52 μ. βάθος και 1,22 μ. πλάτος, βρέθηκε σε στάση εκτάδην ο σκελετός ενός ενήλικα άνδρα, τοποθετημένου σε ξύλινο φέρετρο. Οπλα βρέθηκαν στην αριστερή πλευρά του και στο ύψος των ποδιών, κοσμήματα στη δεξιά πλευρά, ενώ, κοντά στον λαιμό, μια μοναδική και θαυμάσια διατηρημένη χρυσή αλυσίδα και χρυσά κύπελλα είχαν αποτεθεί επάνω στο στήθος και στο στομάχι του νεκρού. Στη δεξιά πλευρά του σκελετού και γύρω από το κεφάλι, βρέθηκαν πάνω από 1.000 ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους -κορναλίνη, αμέθυστος, αχάτης και χρυσός- περισσότεροι από πενήντα σφραγιδόλιθοι στην επιφάνεια των οποίων απεικονίζονται θεές, ταύροι με ακροβάτες πιασμένοι από τα κέρατά τους (ταυροκαθάψια) καθώς και άλλες δυσερμήνευτες σκηνές
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου. Η μετακίνηση δε φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των εισβολών αυτών. Σίγουρα, όμως, παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων. Οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα «μινυακά» αγγεία και ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως «μέγαρον» - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα. Δεν ευσταθεί, ακόμη, η παλιά αντίληψη ότι ο οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και ότι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1100 π.Χ.) διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός. Έχει ονομαστεί συμβατικά μυκηναϊκός από τους ερευνητές, γιατί το σπουδαιότερο κέντρο του ήταν η «πολύχρυσος Μυκήνη», όπως αναφέρεται στα ομηρικά έπη. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός (1600-1100 π.Χ.) αναπτύσσεται στον ελληνικό χώρο, που τότε, όπως και τώρα, αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ακτινοβολία του έφτασε από τη Μ. Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο έως τη Δ. Μεσόγειο και τη ΒΔ Ευρώπη. Παραδοσιακά θεωρείται πως οι φορείς του, οι ελληνόφωνοι Αχαιοί, εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ. Ο πρωιμότερος Μινωικός πολιτισμός της Κρήτης, που κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. βρίσκεται στο απόγειο της ακμής του, επηρέασε άμεσα την ανάπτυξη του Μυκηναϊκού πολιτισμού και από κοινού αποτελούν τους πρώτους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Ο πολιτισμός αυτός ήταν δημιούργημα ελληνικών φύλων, γνωστών με ποικίλα ονόματα από τις πηγές: Αχαιοί, Δαναοί, Ίωνες, Αργείοι κ.ά. Τα ελληνικά αυτά φύλα, αφού παγίωσαν τις εγκαταστάσεις τους στην ηπειρωτική χώρα, δέχτηκαν τις επιδράσεις των άλλων αιγαιακών πολιτισμών, ιδιαίτερα του μινωικού. Στη συνέχεια εξαπλώθηκαν στον αιγαιακό χώρο, στα νησιά, την Κρήτη και στις ακτές της Μ. Ασίας. Την περίοδο της μεγάλης ακμής ξεπέρασαν τα όρια του Αιγαίου και εγκαταστάθηκαν, άλλοτε μόνιμα και άλλοτε περιστασιακά, στην Κύπρο και στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου. Τα σπουδαιότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου ήταν οι Μυκήνες, το Αργός, η Τίρυνθα στην Αργολίδα, η Πύλος στη Μεσσηνία, οι Αμύκλες στη Λακωνία, ο Ορχομενός, η Θήβα και ο Γλας στη Βοιωτία, η Αθήνα, η Ελευσίνα, ο Μαραθιόνας στην Αττική και η Ιωλκός στη Θεσσαλία. Τα περισσότερα κέντρα είχαν ιδρυθεί σε επιλεγμένες θέσεις οι οποίες διευκόλυναν την εποπτεία μεγάλης σε έκταση περιοχής. Η ίδρυσή τους συνδυαζόταν στις περισσότερες περιπτώσεις με την κατασκευή ανακτόρου και ισχυρής οχύρωσης. Η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, όπως ονομάστηκε από το μεγαλύτερο κέντρο του, τις Μυκήνες στην Πελοπόννησο, σημαδεύεται από την άνοδο ηγετικών ομάδων πολεμιστών, που αναπτύσσουν σχέσεις με το Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, εισάγοντας έτοιμα προϊόντα, νέες ιδέες, και τεχνικές στην παραγωγή αλλά και την κοινωνική οργάνωση. Μία εντυπωσιακή εικόνα του πλούτου της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής δίνουν οι βασιλικοί λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών του 16ου αιώνα π.Χ. (Ταφικοί Κύκλοι Α και Β των Μυκηνών) με τα πολύτιμα κτερίσματα, σύμβολα κοινωνικής θέσης και αξιώματος και δημιουργούν τη βάση για το μύθο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου.
Στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. οι Αχαιοί-Μυκηναίοι έχουν ήδη καταλάβει το ανάκτορο της Κνωσού και έχουν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στην κυρίως Ελλάδα ανεγείρονται τα μεγάλα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των Θηβών στη Βοιωτία, που διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Ισχυρά κυκλώπεια τείχη, που συνεχώς επεκτείνονται, περιβάλλουν και προστατεύουν τις ακροπόλεις, που αποτελούν, κατά τα πρότυπα της Μινωικής Κρήτης, τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επικεφαλής τον «άνακτα», τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στη Γραμμική Β γραφή, την πρώτη αποδεδειγμένα ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής Α γραφής (που και αυτή, όπως υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις, ήταν γραφή Ελληνική). Γύρω από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν μια ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στη Θεσσαλία, προορίζονται για την τάξη των ηγεμόνων. Η κατάρρευση του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας» στη Μεσόγειο που καταστρέφουν τα κέντρα της Μ. Ασίας και της Ανατολής καθώς και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί. Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο π.Χ. αιώνα, που είναι και ο τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η ζωή συνεχίζεται στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στη Τίρυνθα. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, στη διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφεξής στο χώρο των μύθων. Τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του 8ου αιώνα π.Χ., ανασυνθέτουν ποιητικά τον Τρωικό πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής των ηρώων στην πατρίδα τους. Οι ραψωδίες τους αναπλάθουν τα κατορθώματα των πολεμιστών και των παράτολμων ναυτικών και αντλούν στοιχεία από τη λαμπρότητα των Μυκηνών της μεγάλης ακμής, αλλά και από τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες του Ομήρου και των άλλων μυθολογικών κύκλων είναι τα αρχέτυπα στα οποία η κλασική ελληνική πόλη αναζητεί την ταυτότητά της και οι τραγικοί ποιητές της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. την έμπνευσή τους. Με τον τρόπο αυτόν, το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας εντάσσεται στον κλασικό ελληνικό και, κατ’ επέκταση, στον κοινό μας ευρωπαϊκό πολιτισμό. Μέχρι τον περασμένο αιώνα οι ιστορικοί και οι ερευνητές πίστευαν ότι τα πρόσωπα και γενικότερα η εικόνα της ζωής που παρουσίαζαν τα έπη ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Ομήρου. Οι διηγήσεις του απέκτησαν ιστορική υπόσταση, όταν ένας πλούσιος έμπορος, ο Heinrich Schliemann (Ερρίκος Σλήμαν), έκανε τις πρώτες ανασκαφές στις Μυκήνες (1876).
O Σλήμαν γεννήθηκε ένα χρόνο μετά την ελληνική επανάσταση, το 1822 στο χωριό Neubukow της Πομερανίας, στη βόρεια Γερμανία. Από πολύ μικρός δέχτηκε την ενθάρρυνση του λουθηρανού ιερέα πατέρα του να ασχοληθεί με το μαγικό κόσμο της ελληνικής μυθολογίας και μάλιστα, όταν ο πατέρας του διάβαζε την Ιλιάδα, εκείνος, 8 χρονών παιδάκι, είχε πει «εγώ μία ημέρα θα ανακαλύψω την Τροία!». Αφού έχασε τη μητέρα του στα εννέα του, σε ηλικία 14 χρονών αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο, παρά την εξαιρετική του φιλομάθεια, και αργότερα να εργασθεί ως θαλαμηπόλος σε ένα ατμόπλοιο με προορισμό τη Βενεζουέλα. Επιβιώνοντας από το ναυάγιο του πλοίου, σε ηλικία 22 χρονών εργάζεται ως εμπορικός πράκτορας σε μία μεγάλη ολλανδική εταιρεία, ενώ πηγαίνει στην Αγία Πετρούπολη και δικτυώνεται, μαθαίνοντας πολύ γρήγορα τα ρωσικά. Μέχρι το τέλος της ζωής του, μπορούσε να συνομιλήσει σε αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά, ισπανικά, πορτογαλικά, σουηδικά, πολωνικά, ιταλικά, ελληνικά, λατινικά, ρωσικά, αραβικά, τουρκικά και βέβαια γερμανικά. Στα 28 του χρόνια πηγαίνει στην Αμερική για να αναλάβει εμπόριο χρυσού, ακολουθώντας τα βήματα του αδελφού του. Το 1852 παντρεύεται την ανιψιά ενός βαθύπλουτου ρώσου επιχειρηματία, Εκατερίνα Λίστσιν και αποκτούν τρία παιδιά. Τώρα ασχολείται με το εμπόριο χρωμάτων βαφής αλλά δεν λέει «όχι» σε οποιαδήποτε ευκαιρία παρουσιάζεται για γρήγορο και μεγάλο κέρδος. Το 1854 αναλαμβάνει τον ρόλο προμηθευτή του ρωσικού στρατού για τις ανάγκες του Πολέμου της Κριμαίας και σύντομα γίνεται ο «βασιλιάς της αγοράς νιτρικού καλίου, θείου, και μολύβδου», των συστατικών δηλαδή των πυρομαχικών, που είχε ανάγκη η ρωσική κυβέρνηση. Το 1858, σε ηλικία μόλις 36 χρονών ήταν τόσο πλούσιος, που αποφάσισε να αποσυρθεί από τις δουλειές του για να αφοσιωθεί στο παιδικό του όνειρο: την ανακάλυψη της Τροίας. Μετά από παρακολούθηση ενός σύντομου κύκλου μαθημάτων αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ο Σλήμαν πηγαίνει στην Οθωμανική Τουρκία και αρχίζει την μεγάλη περιπέτεια να ανακαλύψει την Τροία.
Η περιοχή είχε ανασκαφεί από τον βρετανό αρχαιολόγο Frank Calvert, χωρίς όμως να βρεθούν σημαντικά ευρήματα. Με τις ελλιπέστατες γνώσεις του περί αρχαιολογίας, ο Σλήμαν πίστευε ότι η Ομηρική Τροία θα βρισκόταν στο κατώτατο σημείο των γεωλογικών επιστρώσεων. Έτσι, χωρίς δεύτερες σκέψεις, κατέστρεψε τις πρώτες επιστρώσεις, καταστρέφοντας όμως στην πραγματικότητα αυτό που έψαχνε, την Ομηρική Τροία, η οποία ήταν χτισμένη πάνω στα ερείπια επτά παλαιότερων πόλεων Ο Σλήμαν κατέληξε να ψάχνει ανάμεσα σε ερείπια πόλεων του 2.000 π.Χ., αντί για το 1.100 π.Χ., όπου τοποθετούνταν χρονολογικά ο Τρωικός Πόλεμος.
Ο Ερρίκος Σλήμαν μιλώντας σε ακροατήριο στο Λονδίνο για τις ανασκαφές που πραγματοποίησε στις Μυκήνες. H ομιλία έγινε στο Burlington House στην Πλατεία Piccadilly, στην Εταιρία Αρχαιοτήτων του Λονδίνου, (από Αγγλική εφημερίδα της εποχής).
Το 1802 η λαίδη Μαίρη Νίσμπετ – Έλγιν μαζί με τον περιβόητο σύζυγό της έκαναν ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο, για να αναζητήσουν τυχόν αξιόλογες αρχαιότητες για τη συλλογή τους. Στο προσωπικό της ημερολόγιο σημειώνει τα εξής για τον Τάφο του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες: Σε μικρή απόσταση από αυτά τα ερείπια βρίσκεται ένας καταπληκτικός θόλος, ο τάφος του Αγαμέμνονα… Δυο επιμήκεις τοίχοι από συμπαγές ξύλο οδηγούν στην είσοδο του υπόγειου αυτού κτίσματος, αλλά οι χείμαρροι των βουνών έχουν συσσωρεύσει τόσο χώμα, που απαιτεί ασυνήθιστο θάρρος για να συρθεί κανείς μέσα από την τρύπα, μιας και δεν υπάρχει άλλη είσοδος. Ύστερα από κάποιους δισταγμούς μπήκα σερνάμενη στα τέσσερα και αυτό που είδα με αποζημίωσε πλήρως. Η πέτρα που σχηματίζει την αψίδα της θύρας ξεπερνά σε διαστάσεις οτιδήποτε είχα δει στην Αθήνα. … Ο θόλος αποτελείται από σκαλιστές πέτρες. Ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά και έρποντας μέσα από ένα υπόγειο πέρασμα βρεθήκαμε σε ένα άλλο δώμα, πιο ακατέργαστο.» Σημειωτέον ότι από την αρπακτική μανία του Έλγιν και των συνεργατών του δεν ξέφυγε ούτε ο Θησαυρός του Ατρέα στις Μυκήνες.
Το 1832 ο Άγγλος καλλιτέχνης, επίσκοπος και άνθρωπος των γραμμάτων Christopher Wordsworth γίνεται ο πρώτος Άγγλος που γίνεται δεκτός στην Ελλάδα του Όθωνα και σχεδιάζει ένα εντυπωσιακό τοπίο στον ποταμό Ίναχο με φόντο το Άργος.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο αρχαιολόγος Carl Blegen απέδειξε επιστημονικά ότι το σημείο όπου βρέθηκε ο «θησαυρός του Πριάμου» ανήκε στην δεύτερη κατοίκηση της Τροίας, δηλαδή περίπου… 1.000 χρόνια πριν γεννηθεί ο Πρίαμος. Ο Σλήμαν έβγαλε λαθραία από την Τουρκία τον «Θησαυρό». Η κυβέρνηση τον Οθωμανών έμαθε για το χρυσό μόνο όταν η Σοφία φόρεσε τα κοσμήματα και φωτογραφήθηκε για να τα (την) θαυμάσει ο κόσμος από τις εφημερίδες. Μάλιστα ο Οθωμανός αξιωματούχος, που είχε επιφορτιστεί για την επίβλεψη της ανασκαφής, φυλακίστηκε και η κυβέρνηση ανακάλεσε την άδεια του Σλήμαν και τον μήνυσε, διεκδικώντας μερίδιο από τα ευρήματα. Όταν, χρόνια αργότερα, ο Σλήμαν θέλησε να συνεχίσει τις ανασκαφές του στην Τροία, αναγκάστηκε να παραχωρήσει ένα μέρος του «Θησαυρού» στους Οθωμανούς, το οποίο τώρα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του «Θησαυρού» εξαγοράστηκε το 1881 από το Βασιλικό Μουσείο του Βερολίνου για να «εξαφανιστεί» όμως κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και να βρεθεί, μετά από χρόνια, στο μουσείο Πούσκιν της Σοβιετικής Ένωσης. Η Γερμανία ζήτησε πίσω το «Θησαυρό» αλλά τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Ρώσοι αρνήθηκαν να τον επιστρέψουν, επικαλούμενοι τις λεηλασίες των ναζί στα ρωσικά μουσεία. Ο Ερρίκος Σλήμαν κατηγορήθηκε για τυχοδιωκτισμό, θησαυροθηρία, καπηλεία της εργασίας άλλων αρχαιολόγων, άγριες και βάναυσες μεθόδους ανασκαφής και εκτεταμένες καταστροφές αρχαιολογικών πεδίων. Ειδικά για εμάς τους Έλληνες όμως, ήταν ο άνθρωπος, που χάραξε μία κεφαλαιώδη διαδρομή στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Με τις ανασκαφές του στην Τροία και κυρίως στις Μυκήνες, απέδειξε ότι ο Όμηρος δεν είχε συνθέσει ένα μυθικό «ευαγγέλιο» για τους αρχαίους Έλληνες αλλά μετέφερε την ιστορική παράδοση εκατοντάδων χρόνων στις επόμενες γενιές. Εξάλλου, όπως είπε ο Carl Blegen (ο αρχαιολόγος που πραγματικά ανακάλυψε τα ερείπια της ομηρικής Τροίας), «παρά τα ολέθρια λάθη του Σλήμαν, δεν είναι σωστό να κοιτάμε τη δουλειά του με τα δεδομένα των σύγχρονων ανασκαφικών τεχνικών. Το 1870 δεν υπήρχαν κανόνες της αρχαιολογικής επιστήμης και μάλλον δεν υπήρχε κανένας, που να έκανε καλύτερη δουλειά από τον Σλήμαν…»
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Β Ο Ταφικός Κύκλος Β αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου των Μυκηνών (τέλος 17ου 16ος αι π.Χ.) όπως και ο Ταφικός Κύκλος Α, και βρίσκεται σήμερα εκτός των τειχών της Ακρόπολης. Ανασκάφηκε από τους Ι. Παπαδημητρίου - Γ. Μυλωνά κατά τα έτη 1952-1954. Περιβάλλεται από κυκλώπεια ξερολιθιά, διαμέτρου 28 μ., και περιλαμβάνει 14 μεγάλους λακκοειδείς τάφους ανάλογους αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, που προορίζονταν για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και 12 μικρότερους και ρηχούς τάφους, των ακολούθων ίσως των ανάκτων. Οι 26 τάφοι βρέθηκαν σκόρπιοι στο χώρο χωρίς συνεπή προσανατολισμό. Πάνω από ορισμένους τάφους υψώνονταν κάθετες λίθινες στήλες, πέντε από τις οποίες βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Οι στήλες με ανάγλυφη παράσταση ανήκουν σε ανδρικές ταφές ενώ οι ακόσμητες σε γυναικείες.
Στους τάφους του Ταφικού Κύκλου Β, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν ασύλητοι, βρέθηκαν τα οστά τριάντα πέντε περίπου ατόμων, ανδρών, γυναικών και παιδιών. Οι άνδρες είχαν ηλικία μεταξύ 23 και 55 ετών, ενώ οι γυναίκες μεταξύ 30 και 37 ετών. Τα θεραπευμένα τραύματα στα κεφάλια και τη σπονδυλική στήλη των περισσοτέρων ανδρών, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις ιδιαίτερης μυϊκής ισχύος, μαρτυρούν ότι οι άνδρες εμπλέκονταν σε μάχες.
τήμης 29 Μαρ 2012 Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός (1600-1100 π.Χ.) αναπτύσσεται στον ελληνικό χώρο, που τότε, όπως και τώρα, αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ακτινοβολία του έφτασε από τη Μ. Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο έως τη Δ. Μεσόγειο και τη ΒΔ Ευρώπη. Παραδοσιακά θεωρείται πως οι φορείς του, οι ελληνόφωνοι Αχαιοί, εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ. Ο πρωιμότερος Μινωικός πολιτισμός της Κρήτης, που κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. βρίσκεται στο απόγειο της ακμής του, επηρέασε άμεσα την ανάπτυξη του Μυκηναϊκού πολιτισμού και από κοινού αποτελούν τους πρώτους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.  Όλα τα παρακάτω εκθέματα είναι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο  Η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, όπως ονομάστηκε από το μεγαλύτερο κέντρο του, τις Μυκήνες στην Πελοπόννησο, σημαδεύεται από την άνοδο ηγετικών ομάδων πολεμιστών, που αναπτύσσουν σχέσεις με το Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, εισάγοντας έτοιμα προϊόντα, νέες ιδέες, και τεχνικές στην παραγωγή αλλά και την κοινωνική οργάνωση. Μία εντυπωσιακή εικόνα του πλούτου της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής δίνουν οι βασιλικοί λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών του 16ου αιώνα π.Χ. (Ταφικοί Κύκλοι Α και Β των Μυκηνών) με τα πολύτιμα κτερίσματα, σύμβολα κοινωνικής θέσης και αξιώματος και δημιουργούν τη βάση για το μύθο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου.
Στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. οι Αχαιοί-Μυκηναίοι έχουν ήδη καταλάβει το ανάκτορο της Κνωσού και έχουν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στην κυρίως Ελλάδα ανεγείρονται τα μεγάλα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των Θηβών στη Βοιωτία, που διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Ισχυρά κυκλώπεια τείχη, που συνεχώς επεκτείνονται, περιβάλλουν και προστατεύουν τις ακροπόλεις, που αποτελούν, κατά τα πρότυπα της Μινωικής Κρήτης, τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επικεφαλής τον «άνακτα», τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στη Γραμμική Β γραφή, την πρώτη αποδεδειγμένα ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής Α γραφής (που και αυτή, όπως υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις, ήταν γραφή Ελληνική). Γύρω από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν μια ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στη Θεσσαλία, προορίζονται για την τάξη των ηγεμόνων. Η κατάρρευση του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας» στη Μεσόγειο που καταστρέφουν τα κέντρα της Μ. Ασίας και της Ανατολής καθώς και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί. Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο π.Χ. αιώνα, που είναι και ο τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η ζωή συνεχίζεται στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στη Τίρυνθα. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, στη διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφεξής στο χώρο των μύθων. Τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του 8ου αιώνα π.Χ., ανασυνθέτουν ποιητικά τον Τρωικό πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής των ηρώων στην πατρίδα τους. Οι ραψωδίες τους αναπλάθουν τα κατορθώματα των πολεμιστών και των παράτολμων ναυτικών και αντλούν στοιχεία από τη λαμπρότητα των Μυκηνών της μεγάλης ακμής, αλλά και από τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες του Ομήρου και των άλλων μυθολογικών κύκλων είναι τα αρχέτυπα στα οποία η κλασική ελληνική πόλη αναζητεί την ταυτότητά της και οι τραγικοί ποιητές της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. την έμπνευσή τους. Με τον τρόπο αυτόν, το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας εντάσσεται στον κλασικό ελληνικό και, κατ’ επέκταση, στον κοινό μας ευρωπαϊκό πολιτισμό.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Β Ο Ταφικός Κύκλος Β αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου των Μυκηνών (τέλος 17ου 16ος αι π.Χ.) όπως και ο Ταφικός Κύκλος Α, και βρίσκεται σήμερα εκτός των τειχών της Ακρόπολης. Ανασκάφηκε από τους Ι. Παπαδημητρίου - Γ. Μυλωνά κατά τα έτη 1952-1954. Περιβάλλεται από κυκλώπεια ξερολιθιά, διαμέτρου 28 μ., και περιλαμβάνει 14 μεγάλους λακκοειδείς τάφους ανάλογους αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, που προορίζονταν για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και 12 μικρότερους και ρηχούς τάφους, των ακολούθων ίσως των ανάκτων. Οι 26 τάφοι βρέθηκαν σκόρπιοι στο χώρο χωρίς συνεπή προσανατολισμό. Πάνω από ορισμένους τάφους υψώνονταν κάθετες λίθινες στήλες, πέντε από τις οποίες βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Οι στήλες με ανάγλυφη παράσταση ανήκουν σε ανδρικές ταφές ενώ οι ακόσμητες σε γυναικείες. Στους τάφους του Ταφικού Κύκλου Β, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν ασύλητοι, βρέθηκαν τα οστά τριάντα πέντε περίπου ατόμων, ανδρών, γυναικών και παιδιών. Οι άνδρες είχαν ηλικία μεταξύ 23 και 55 ετών, ενώ οι γυναίκες μεταξύ 30 και 37 ετών. Τα θεραπευμένα τραύματα στα κεφάλια και τη σπονδυλική στήλη των περισσοτέρων ανδρών, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις ιδιαίτερης μυϊκής ισχύος, μαρτυρούν ότι οι άνδρες εμπλέκονταν σε μάχες. Γνωρίζουμε ότι πάνω από τον τάφο γίνονταν νεκρικά δείπνα. Η τελετή αυτή επιβεβαιώνεται από τα οστά ζώων και τα τμήματα αγγείων που βρέθηκαν στο χώμα. Στο πάτωμα του τάφου έστρωναν χαλίκια και μετά τοποθετούσαν το νεκρό, ο οποίος ήταν σε συνεσταλμένη ή εκτεταμένη στάση. Δεν βρέθηκαν καύσεις νεκρών. Πρόσφατα αποδείχτηκε πως οι Μυκηναίοι τύλιγαν τους νεκρούς και τα κτερίσματά τους πριν τους θάψουν με φύλλα παπύρου. Έτσι τουλάχιστον δείχνουν τα φυτικά κατάλοιπα που είχαν εντοπιστεί από τους καθηγητές Αρχαιολογίας Γ. Μυλωνά και Σ. Μαρινάτο το 1952-1954 κατά την ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Β' των Μυκηνών. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται από την αρχαιολόγο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρία Βλασσοπούλου-Καρύδη η οποία, πενήντα χρόνια μετά, ανακάλυψε τα φυτικά αυτά κατάλοιπα στις αποθήκες της Προϊστορικής Συλλογής του Μουσείου μαζί με υπολείμματα χώματος από την ανασκαφή. Η ύπαρξη του παπύρου και η απεικόνισή του στην κεραμική και στα περίφημα εγχειρίδια των τάφων των Μυκηνών μαρτυρούν τις επαφές του Κρητομυκηναϊκού πολιτισμού με την Αίγυπτο, την πατρίδα της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του παπύρου.
Τα κτερίσματα του Ταφικού Κύκλου Β είναι ανάλογα αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, αλλά ο πλούτος εδώ είναι γενικά μικρότερος. Ωστόσο υπάρχουν κάποια σημαντικότατα έργα, όπως η νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου) και ο σφραγιδόλιθος από αμέθυστο με παράσταση ανδρικής μορφής του τάφου Γ καθώς και η κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε μορφή πάπιας του τάφου Ο. Τα κτερίσματα των τάφων παρουσιάζουν στοιχεία εγχώρια, που συνεχίζουν τη Μεσοελλαδική παράδοση αλλά εμφανίζονται συγχρόνως και πολλά επείσακτα στοιχεία από τη μινωική Κρήτη και τις Κυκλάδες. Η ανάμειξη των στοιχείων αυτών χαρακτηρίζει την εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και συνετέλεσε στη γένεση του Μυκηναϊκού πολιτισμού.Ένας από τους μεγαλύτερους τάφους του Κύκλου Β, ο τάφος Γ, περιείχε μία γυναικεία και τρεις ανδρικές ταφές. Πάνω στον τάφο είχε στηθεί ανάγλυφη λίθινη στήλη με παράσταση οπλισμένου άνδρα, που επιτίθεται σε λιοντάρι. Στο κρανίο του ενός από τους σκελετούς, που ανήκε σε άνδρα ηλικίας 28 ετών, είχε γίνει τομή με τη μέθοδο του τρυπανισμού για τη θεραπεία ίσως αιματώματος. Η επέμβαση, μία από τις αρχαιότερες στον ευρωπαϊκό χώρο, προϋποθέτει ιατρικές γνώσεις, μεγάλη τόλμη και δεξιοτεχνία. Στο εσωτερικό του τάφου μεταξύ των κτερισμάτων βρέθηκαν νεκρικό προσωπείο από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), σφραγίδα από αμέθυστο με έγγλυφη ανδρική κεφαλή θαυμαστής τέχνης, δύο χρυσά κύπελλα και χάλκινα όπλα.
Ο τάφος Ο ανήκε σε γυναίκα κτερισμένη με χρυσά κοσμήματα, διαδήματα με έκτυπη διακόσμηση και περιδέραια. Στη μοναδικής τέχνης κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε σχήμα πάπιας και στις χάλκινες περόνες με περίτεχνες κεφαλές από ορεία κρύσταλλο οφείλει ο τάφος την συμβατική του ονομασία «τάφος των κρυστάλλων». Ενδιαφέροντα είναι τα περιδέραια από ποικιλία ημιπολύτιμων λίθων καθώς και το περιδέραιο από ήλεκτρο, πολύτιμο υλικό, εισηγμένο από την ΒΔ Ευρώπη.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Α Ο Ταφικός Κύκλος Α αποκαλύφθηκε μέσα στην Ακρόπολη των Μυκηνών, αν και, αρχικά, πρέπει να βρισκόταν έξω από τα τείχη, ως τμήμα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου. Η ανασκαφή του έγινε το 1876 από τον Ερρίκο Σλήμαν, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, με επιβλέποντα τον Έφορο Αρχαιοτήτων Παναγιώτη Σταματάκη. Ο Ταφικός Κύκλος Α περιλαμβάνει 6 ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς τάφους, που οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 3Χ3,50 μ. έως 4,50Χ6,40 μ. Με τον όρο κάθετος λακκοειδής τάφος εννοείται ο τάφος που κατασκευαστικά αποτελείται από δύο τμήματα: τον κυρίως λάκκο ανοιγμένο στο φυσικό βράχο, που χρησιμοποιείται για την ταφή, και το ευρύτερο όρυγμα πάνω απ’ αυτόν. Η στέγη στηρίζεται στα πλευρικά τοιχώματα του λάκκου και είναι συνήθως κατασκευασμένη από ξύλα ή πλάκες, ενώ το ευρύτερο όρυγμα γεμίζει με χώμα μετά την ταφή.
Συνολικά οι τάφοι του Κύκλου Α περιείχαν 19 ταφές, από τις οποίες οι 9 ανήκαν σε άνδρες, 8 σε γυναίκες και 2 σε βρέφη. Εκτός από τον Τάφο ΙΙ, που περιείχε μία ταφή, οι υπόλοιποι περιείχαν από 2 έως 5 ταφές. Οι νεκροί ήσαν τοποθετημένοι σε ύπτια θέση, με κατεύθυνση κατά κανόνα από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Οι Τάφοι Ι-V αποκαλύφθηκαν από τον Σλήμαν, ενώ ο Τάφος VI αποκαλύφθηκε ένα χρόνο αργότερα από τον Σταματάκη. Από την κεραμική που βρέθηκε στους Τάφους I, II, III, και VI, φαίνεται ότι ο Ταφικός Κύκλος Α μπορεί να χρονολογηθεί από το τέλος της Μεσοελλαδικής Εποχής έως την Υστεροελλαδική ΙΙΑ περίοδο, δηλαδή από τον 16ο αιώνα π.Χ. έως τις αρχές του 15ου αιώνα π.Χ.
Ο εκπληκτικός πλούτος των κτερισμάτων μαρτυρεί την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών και τον πολεμικό τους χαρακτήρα: κοσμήματα και σκεύη από χρυσό, μεγάλος αριθμός διακοσμημένων ξιφών και άλλων χάλκινων αντικειμένων, όπως επίσης και έργα από εισηγμένα υλικά όπως ήλεκτρο, λαζουρίτη λίθο, φαγεντιανή κι αυγό στρουθοκαμήλου αλλά και μία μικρή αλλά χαρακτηριστική ομάδα πήλινων αγγείων, επιβεβαιώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι Μυκήνες εκείνη την εποχή και δικαιώνουν τον Ομηρικό χαρακτηρισμό των Μυκηνών ως «πολύχρυσων».
Η ανερχόμενη μυκηναϊκή δύναμη, ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ., προκάλεσε το ενδιαφέρον των Αιγυπτίων για τους Tanaja, όπως τους αποκαλούν, δηλαδή τους Δαναούς, επίθετο συνώνυμο των Ελλήνων Αχαιών του Ομήρου. Δεν είναι τυχαίο ότι, την εποχή αυτή, πλακίδια, σκεύη ή ειδώλια από φαγεντιανή, που φέρουν τη «δέλτο» των Φαραώ Αμένοφι Β’ και Γ’ μεταφέρονται στις Μυκήνες, ίσως από επίσημη αιγυπτιακή αντιπροσωπεία.Τα παράλια της Εγγύς Ανατολής, η βιβλική Γη Χαναάν, τα λιμάνια του σημερινού Λιβάνου (Φοινίκης), της Συρίας και της Κύπρου είναι ανοιχτά στο εμπόριο με τον μυκηναϊκό κόσμο. Κατάφορτα πλοία διασχίζουν το Αιγαίο μεταφέροντας πρώτες ύλες όπως τάλαντα χαλκού ή υαλόμαζας, ελεφαντόδοντα ή δόντια ιπποπόταμου, ημιπολύτιμους λίθους και φαγεντιανή, για κατεργασία στα ανακτορικά εργαστήρια των Μυκηνών και των άλλων ανακτορικών κέντρων. Στα εξωτικά για τον ελληνικό χώρο αντικείμενα, περιλαμβάνονται οι αιγυπτιακοί σκαραβαίοι από φαγεντιανή, τα χάλκινα ειδώλια του Συροπαλαιστινιακού θεού Reshef, οι σφραγιδοκύλινδροι με σκηνές θεών και ηρώων της Μεσοποταμίας, τα αυγά στρουθοκαμήλου, και ίσως κάποια φθαρτά αγαθά, όπως τα υφάσματα. Οι οξυπύθμενοι χαναανίτικοι αμφορείς διακινούν προς την Ελλάδα μια ποικιλία υγρών και στερεών προϊόντων. Ο κυπριακός λύχνος από τις Μυκήνες και ο χάλκινος τρίποδας από τον «θησαυρό» της Τίρυνθας μαρτυρούν τη σχέση της κυρίως Ελλάδας με την Κύπρο κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής που χαρακτηρίζεται από τη μαζική παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη Μεγαλόνησο.
Η τέχνη της τοιχογραφίας εμφανίζεται στην μινωική Κρήτη και συνδέεται στενά με την αρχιτεκτονική των ανακτόρων. Η μεγάλη ζωγραφική είναι τέχνη επίσημη και εξασκείται από καλλιτέχνες που εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα. Τα θέματα προέρχονται από τον κόσμο της φύσης ή απεικονίζουν τις θρησκευτικές τελετουργίες της αυλής. Μετά την εγκατάσταση των Μυκηναίων στο τέλος του 15ου αιώνα π.Χ. στα ανάκτορα της Κνωσού στην Κρήτη και την ανέγερση των μυκηναϊκών ανακτόρων στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Θήβα και την Πύλο, η τέχνη της τοιχογραφίας διαδίδεται στην κυρίως Ελλάδα. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί φυσικά, γήινα χρώματα, κυρίως από οξείδια μετάλλων, για τη βαφή που απλώνεται σε υγρό ασβεστοκονίαμα
Στα ανάκτορα της Τίρυνθας, όπως και σε όλο το μυκηναϊκό κόσμο, οι ζωγράφοι εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα (14ος-13ος αιώνα π.Χ.) και τα θέματα της μεγάλης ζωγραφικής αντλούνται από τις θρησκευτικές τελετές, όπως οι πομπές ή τα ταυροκαθάψια με εμφανή την επιρροή της μινωικής Κρήτης. Το κυνήγι κάπρου, από τα δόντια του οποίου κατασκευάζονταν τα γνωστά μυκηναϊκά οδοντόφρακτα κράνη, ήταν μια αγαπητή δραστηριότητα της μυκηναϊκής άρχουσας τάξης, τα μέλη της οποίας χρησιμοποιούσαν το άρμα που σύρουν άλογα ως μεταφορικό μέσο στο κυνήγι ή στον πόλεμο. Η συμμετοχή των γυναικών στις θρησκευτικές πομπές αλλά και στο κυνήγι είναι ενδεικτική της θέσης της γυναίκας στον μυκηναϊκό κόσμο.
Η ακρόπολη της Τίρυνθας είναι η δεύτερη σε σημασία μετά τις Μυκήνες ακρόπολη της Αργολίδας. Η ακρόπολη κατοικείται από τα Νεολιθικά χρόνια, και σημαντικοί οικισμοί υπάρχουν στην Πρωτοελλαδική (3η χιλιετία π.Χ.) τη Μεσοελλαδική (2000 - 1600 π.Χ.) και την πρώιμη μυκηναϊκή εποχή (16ος-15ος αιώνας π.Χ.). Η οικοδόμηση των ισχυρών τειχών χρονολογείται από την αρχή ταυ 14ου αιώνα π.Χ. στην Άνω Ακρόπολη. Έναν αιώνα αργότερα οχυρώνεται και η Μέση Ακρόπολη και η οχύρωση ολοκληρώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. με την οικοδόμηση του τείχους της Κάτω Ακρόπολης. Στην Άνω Ακρόπολη ανεγείρεται το ανάκτορο, η κατοικία του «άνακτα», που παρουσιάζει δύο οικοδομικές φάσεις, διακοσμημένες με εντυπωσιακές τοιχογραφίες. Το μυκηναϊκό ανάκτορο ήταν το διοικητικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό και στρατιωτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιφερείας. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, τηρούσε αρχεία στη Γραμμική Β' γραφή, την πρώτη ελληνική γραφή. Στην τελική της μορφή, στον 13ο αιώνα π.Χ., η ακρόπολη διαθέτει ισχυρά οχυρωμένη επίσημη είσοδο που οδηγεί στο ανάκτορο, με το μεγάλο και το μικρό «μέγαρο», τις αυλές και τους άλλους βοηθητικούς χώρους. Οι εκτεταμένες αποθήκες, ανοιγμένες στο πάχος των τειχών, είναι προσιτές από μακρούς και στενούς διαδρόμους, στερεωμένους με οξυκόρυφη αψιδωτή στέγη, τις λεγόμενες «σύριγγες». Μία δευτερεύουσα είσοδος, προστατευμένη από ισχυρό καμπύλο προμαχώνα, ανοίγεται στα δυτικά προς την πλευρά της θάλασσας. Στην Κάτω Ακρόπολη υπόγειες δεξαμενές διασφάλιζαν την επάρκεια νερού σε κατάσταση ανάγκης και η επικοινωνία με τον εκτός των τειχών οικισμό διευκολυνόταν με μικρές πύλες. Στις παρυφές της Ακρόπολης αναπτυσσόταν ο οικισμός και στο γειτονικό λόφο του Προφήτη Ηλία υπήρχε το νεκροταφείο με ένα θολωτό και θαλαμωτούς τάφους. Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος διοίκησης στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. και η καταστροφή των ανακτόρων στις ακροπόλεις της Αργολίδας δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στη συνέχιση και ανάπτυξη της ζωής στην Ακρόπολη και τον οικισμό της Τίρυνθας. Τον 12ο αιώνα π.Χ., τελευταία περίοδο του μυκηναϊκού πολιτισμού, πυκνή κατοίκηση παρατηρείται στην Κάτω Ακρόπολη, όπου ανασκάφηκαν και λατρευτικοί χώροι με μεγάλα πήλινα ειδώλια.
Από την εποχή του Σλήμαν και μέχρι σήμερα, οι αρχαιολογικές έρευνες σε πολλά μέρη της Ελλάδας και η μελέτη των ευρημάτων τους έχουν ρίξει πολύ φως στη γνώση αυτής της εποχής. Αποκορύφωμα όλων των ερευνών που αφορούν το μυκηναϊκό πολιτισμό ήταν η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β΄ γραφής από τον Μ. Ventris και τον J. Chadwick (1952). Η γραμμική Β' χρησιμοποιήθηκε από ειδικευμένους γραφείς στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ανάγνωση των πινακίδων που βρέθηκαν στην Πύλο, στην Κνωσό, στις Μυκήνες και στη Θήβα έδειξε ότι η γραμμική Β' είναι συλλαβική γραφή. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι επικύρωσε την ελληνικότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Αποδείχθηκε ότι τα σύμβολα της αποδίδουν λεξεις της ελληνικής γλώσσας. Αποδίδουν στην πραγματικότητα μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, αρχαιότερη και από εκείνη των ομηρικών επών. Οι πληροφορίες, ωστόσο, που μας δίνουν οι πινακίδες έχουν λογιστικό περιεχόμενο, είναι δηλαδή κατάλογοι αντικειμένων και περιουσιακών στοιχείων ηγεμόνων ή εμπόρων της εποχής εκείνης. Έχουν διαβαστεί, επίσης, ονόματα θεών και ανθρώπων που μας είναι γνωστά από τα έπη3. Πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι σήμερα οι πινακίδες δε μας έχουν δώσει ένα συνεχές κείμενο. Η ιστορική επιστήμη εντάσσει τον μυκηναϊκό πολιτισμό εν μέρει στην ελληνική προϊστορία ή, για την ακρίβεια, θεωρεί ότι αποτελεί την ελληνική πρωτο-ιστορία.
Την κλειστή αγροτική οικονομία των οικισμών της μέσης εποχής του χαλκού ακολούθησε, όπως φαίνεται, μια μορφή οικονομικών σχέσεων βασισμένη στο εμπόριο. Η εμπορική ανάπτυξη, ιδιαίτερα μετά το 1500 π.Χ., ακολούθησε γρήγορους ρυθμούς και είχε ως επακόλουθο την έξοδο των Μυκηναίων στο Αιγαίο. Μια σειρά από μέγαρα, οικοδομημένα σε οχυρωμένες ακροπόλεις, επιβεβαιώνουν την οικονομική ανάπτυξη του μυκηναϊκού κόσμου. Επίκεντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων ήταν τα μέγαρα. Η πλειονότητα των υπηκόων ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μια μεγάλη ομάδα αποτελούσαν οι ειδικευμένοι τεχνίτες (κεραμουργοί, ξυλουργοί, ναυπηγοί, χαλκουργοί, χρυσοχόοι, αρωματοποιοί, γιατροί κ.ά.) και μια άλλη, πολυπληθή επίσης, οι έμποροι και οι ναυτικοί. Στην κοινωνική ιεραρχία ιδιαίτερη θέση κατείχαν οι ιερείς και ο στρατός, ο οποίος αποτελούνταν από επαγγελματίες στρατιώτες. Ο ηγεμόνας κάθε ανακτόρου διαχειριζόταν τον πλούτο της περιοχής την οποία εξουσίαζε. Ήταν πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός, με δικαστική και συγχρόνως θρησκευτική εξουσία. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη όμως που να υπονοεί την ύπαρξη θεοκρατικής οργάνωσης και ισχυρού ιερατείου. Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι δούλοι. Ήταν υπηρέτες που εργάζονταν για τον ηγεμόνα, τους αξιωματούχους, τους ιερείς και τους απλούς πολίτες.
Τα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ο μυκηναϊκός κόσμος σ' όλο το χώρο της εξάπλωσής του και που επιβεβαιώνουν την πολιτιστική συνοχή του θα ήταν ένα ενδεικτικό στοιχείο για την οργάνωση ενιαίου κράτους. Φαίνεται όμως ότι κάτι τέτοιο δε συνέβη. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η χώρα πρέπει να ήταν χωρισμένη σε τέσσερα ή πέντε μεγαλύτερα και άλλα τόσα περίπου μικρότερα «ομοσπονδιακά» κράτη, αντίστοιχα προς τα μεγάλα ανάκτορα. Δεν αποκλείεται τα επιμέρους μυκηναϊκά κράτη να ήταν υποτελή στο μεγαλύτερο ανακτορικό κέντρο, τις Μυκήνες. Για την οργάνωση κάθε μυκηναϊκού κράτους δε διαθέτουμε επαρκή στοιχεία, με εξαίρεση τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πινακίδες από το ανάκτορο της Πύλου. Ανώτατος άρχοντας, σύμφωνα με τις πληροφορίες των πινακίδων, ήταν ο άνακτας (wa-na-ka), κύριος του ανακτόρου απ' όπου πήγαζε κάθε εξουσία. Υποτελείς σε αυτόν ήταν τοπικοί άρχοντες, διοικητές περιφερειών. Ο τίτλος με τον οποίο τους αναγνωρίζουμε στις πινακίδες είναι λααγέτας (ra-wa-ke-ta) [από το λα- ός + ηγούμαι]. Στην τάξη των ευγενών αναφέρονται οι επέτες (e-qe-ta) [από το έπομαι], δηλαδή οι ακόλουθοι. Σημαντικά πρόσωπα στην περιφερειακή διοίκηση φαίνεται ότι ήταν οι τελεστές(te-re-ta). Στους Μυκηναίους λιγότερο τιμητικός ήταν ο τίτλος βασιλεύς (qa-si-re-u). Έτσι ονομαζόταν ο επικεφαλής οποιασδήποτε ομάδας, ακόμα και ο αρχιτεχνίτης μιας ομάδας χαλκουργών. Αντίθετα, στα ομηρικά έπη, δηλαδή τους επόμενους αιώνες, η λέξη «βασιλεύς» στην ελληνική γλώσσα δηλώνει τον ανώτατο άρχοντα.Ο ko-re-te με βοηθό έναν po-ro-ko-re-te (περιέχει το πρόθεμα προ-) ηγείται ενός οικονομικού διαμερίσματος από τα 16 που είναι γνωστά στο βασίλειο της Πύλου σαν ένα είδος επάρχου (πρβλ. curator και procurator της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Τα κείμενα της Γραμμικής Β αναφέρουν πλήθος άλλων αξιωματούχων, των οποίων οι τίτλοι όμως δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμη ικανοποιητικά. Ο da-mo (δῆμος) είναι το οργανωμένο σώμα του λαού, η κοινότητα, που έχει στην ιδιοκτησία της το μεγαλύτερο μέρος της γης και την παραχωρεί κατά τεμάχια στον wa-na-ka, τον ra-wa-ke-ta και σε άλλους αξιωματούχους για τις υπηρεσίες που παρέχουν. Ο da-mo αποτελεί επίσης τη βάση για το σχηματισμό του πιθανόν στρατιωτικού σώματος που διοικεί ο ra-wa-ke-ta. Στην Πύλο υπάρχει και μια μοναδική αναφορά σε ένα συμβούλιο γερόντων, την ke-ro-si-ja (γερουσία). Η υπόλοιπη κοινωνική ιεραρχία βασίζεται, όπως και αργότερα στην αρχαία Ελλάδα, στην αυστηρή διάκριση μεταξύ e-re-u-te-ro (ἐλεύθερος) και do-e-ro (δοῦλος). Οι τελευταίοι ήταν στην ιδιοκτησία ελεύθερων ιδιωτών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων (te-o-jo do-e-ro θεοῦ δοῦλος), μπορούσαν να μεταπωληθούν, και αναφέρονται με το όνομα του κυρίου τους, όχι με το δικό τους. Μπορούσαν όμως και οι ίδιοι να αναπτύξουν αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα μισθώνοντας γη ή ασκώντας κάποια τέχνη, όπως η μεταλλουργία. Για την εσωτερική ιεραρχία των ελευθέρων δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Η διαστρωμάτωσή τους συνάγεται από διαφορές στην ποσότητα ή το είδος του οπλισμού και στην έκταση γης που τους παραχωρείται από τον da-mo. Με το τελευταίο κριτήριο ξεχωρίζουν στην Πύλο λίγοι te-re-ta (τελεσταί) ως κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης με έδρα το θρησκευτικό κέντρο pa-ki-ja-ne στην περιφέρεια του βασιλείου. Ως κάτοχοι γης αναφέρονται επίσης βοσκοί και μελισσουργοί (me-ri-te-u). Οι ka-ma-e-u αντίθετα μισθώνουν γη της ιδιαίτερης κατηγορίας ka-ma και είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν εισφορές. Η έκταση ενός τεμαχίου γης μετριέται με τους σπόρους που απαιτούνται για τη σπορά του και οι σπόροι μετριούνται με δοχεία. Μονάδα μέτρησης της γης είναι συνεπώς ο αριθμός δοχείων με σπόρους. Τα κείμενα της Γραμμικής Β είναι διοικητικά-λογιστικά και όχι θρησκευτικά, μυθολογικά ή τελετουργικά[20] και διασώζουν πληροφορίες για τέτοια θέματα μόνο στο βαθμό που άπτονται οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Έτσι, η μελέτη της μυκηναϊκής θρησκείας παραμένει αναγκαστικά στο πεδίο έρευνας της προϊστορικής αρχαιολογίας και ερευνάται ως πνευματικό δημιούργημα με βάση κυρίως υλικά κατάλοιπα, όσο κι αν αυτό ηχεί αντιφατικό. Η προσφυγή σε ελληνικά κείμενα της ιστορικής περιόδου για τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας κυριάρχησε στα πρώιμα στάδια της μελέτης του μυκηναϊκού παρελθόντος, σήμερα όμως θεωρείται εν πολλοίς αναχρονιστική. Ωστόσο πολλά στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται με βάση τις παραπάνω πηγές και στο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε για συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια. Οι περισσότερες ελληνικές θεότητες μαρτυρούνται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα.
Ο μινωικός πολιτισμός που γεννήθηκε στην Κρήτη και εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο προτού καταρρεύσει «μυστηριωδώς» ίσως «ενέπνευσε τον μύθο της χαμένης Ατλαντίδας», αναφέρει μεταξύ άλλων, το Νational Geographic στο εκτενές αφιέρωμα του με τίτλο «Η άνοδος και η πτώση των πανίσχυρων Μινωιτών». Ο Όμηρος εξαίρει στην «Οδύσσεια» ένα νησί που βρίσκεται «…μακριά στη σκοτεινή θάλασσα, μια πλούσια και πανέμορφη γαλαζοπράσινη γη, πυκνά κατοικημένη, με 90 πόλεις και πολλές διαφορετικές γλώσσες…» Η Κρήτη δεν είναι απλά ένα τυχαίο σημείο στη Μεσόγειο. Ο Όμηρος περιγράφει με σαφήνεια το νοτιότερο από τα ελληνικά νησιά, τη γη στην οποία άνθισε ένας τους αρχαιότερους και λαμπρότερους πολιτισμούς της Ευρώπης. Η Κρήτη κατοικήθηκε ήδη από τη Νεολιθική εποχή -ο πρώτος οικισμός στην Κνωσό χρονολογείται γύρω στο 7.000 π.Χ. Ο πολιτισμός που άκμασε στο νησί κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Η επαφή με τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου οδήγησαν στην υιοθέτηση όχι μόνον συγκεκριμένων μεθόδων διοικητικής οργάνωσης, αλλά επίσης λατρευτικών πρακτικών και νέων καλλιτεχνικών τάσεων, υλικών και τεχνικών κατεργασίας. Η κυριαρχία της Κρήτης στις θάλασσες επηρέασε καθοριστικά, κυρίως μέσω της τέχνης και της αρχιτεκτονικής της, τον διάδοχο μυκηναϊκό πολιτισμό. Οι χρονολογικές παράμετροι που ορίζουν την Μινωική περίοδο της εποχής του Χαλκού αφορούν κυρίως στο χρονικό διάστημα 3000 έως 1000 π.Χ.. με κυρίαρχα γεγονότα την οικοδόμηση της Κνωσού 1900 π.Χ., την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (περίπου 1500 π.Χ.) και την καταστροφή της Κνωσού 1375 π.Χ. Στην Κρήτη άκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις.
Ο Μινωικός πολιτισμός πήρε το όνομά του από τον μυθικό βασιλέα της Κνωσού Μίνωα. Πολλοί είναι οι μύθοι που περιστρέφονται γύρω από τον Μίνωα, γιο του Δία και της φοινικικής καταγωγής Ευρώπης, κυρίως το αφήγημα που θέλει τον «πατέρα θεών και ανθρώπων» να μεταμορφώνεται σε λευκό ταύρο και να αρπάζει την Ευρώπη. Γι'αυτό ο Μίνωας ως βασιλιάς της Κρήτης παρουσιάζεται να έχει ως σύμβουλο τον ίδιο τον Δία. Στα χρόνια της βασιλείας του δημιούργησε μία μεγάλη ναυτική δύναμη και νίκησε την αντίπαλη πόλη της Αθήνας. Μεταξύ των διαδεδομένων μύθων είναι και αυτός του Λαβύρινθου, της σύνθετης, περίτεχνης κατασκευής στην Κνωσό, που κατασκευάστηκε από τον Αθηναίο εφευρέτη - μηχανικό Δαίδαλο για τον Μίνωα, προκειμένου να απομονώσει τον Μινώταυρο, το πλάσμα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός ταύρος. Σύμφωνα με τον μύθο οι Αθηναίοι έστελναν 7 νέους και 7 νέες κάθε χρόνο στον Λαβύρινθο. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω μύθοι δημιουργήθηκαν σε δεύτερο χρόνο, μετά την πτώση του Μινωικού πολιτισμού.
Πέραν της μυθολογίας, ο Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ) γράφει για τον Μίνωα, «αντιμετωπίζοντας» τον ως ιστορικό πρόσωπο, ότι ήταν «ο πρώτος στον οποίο η παράδοση αποδίδει την κατοχή στόλου». Ο Θουκυδίδης περιγράφει τον Μίνωα ως κατακτητή, σημειώνοντας ότι επεξέτεινε τα εδάφη της Κρήτης με την κατάκτηση των Κυκλάδων -τα 30 περίπου νησιά που είναι διασκορπισμένα στη θάλασσα του Αιγαίου, βόρεια της Κρήτης, όπως εξηγεί το δημοσίευμα- εκδιώκοντας τους Κάρες (σ.σ. οι οποίοι συνδέονται με τον Πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό) και τοποθετώντας ως κυβερνήτες τους γιους του. Ο ιστορικός ισχυρίζεται επίσης ότι, προκειμένου να «προστατεύσει τα έσοδά του από τα νησιά, ο [Μίνωας] επιδίωξε, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, να ‘καθαρίσει’ τη θάλασσα από τους πειρατές». Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την αρχαία Κρήτη ήταν αυτή μίας κυρίαρχης ναυτικής δύναμης, μίας «θαλασσοκρατορίας», άποψη που πιθανώς αντικατοπτρίζει τη δική του ανησυχία του για το ποιός «διαφέντευε» τη θάλασσα στον καιρό του, παρά την πραγματικότητα για την αρχαία Κρήτη, την οποία, οι σύγχρονοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν ως μία δύναμη που ενδιαφερόταν περισσότερο για την εμπορική κυριαρχία της στη θάλασσα, παρά για τις κατακτήσεις.
Το αφιέρωμα αναφέρεται στη συνέχεια στις ανασκαφές του Βρετανού Άρθουρ Έβανς (1900-1913 και 1922-1930) που αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο της Κνωσού (σ.σ. παραλείποντας τις πρώτες ανασκαφές από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό το 1878), σημειώνοντας ότι, παρά τη σημασία που έχει η Κρήτη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η αρχαιολογική σκαπάνη ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. η Κρήτη ήταν το κέντρο ενός εκτεταμένου δικτύου εμπορικών συναλλαγών χαλκού από τις Κυκλάδες και κασσίτερου από τη Μικρά Ασία. Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. ξεκινά η ανέγερση των υπέροχων ανακτόρων και η κατασκευή των μεγάλων αστικών οικισμών κοντά σε λιμάνια. Πρόκειται για την περίοδο που είναι γνωστή ως Νεοανακτορική (1700-1490 π.Χ.) και η οποία σηματοδοτεί τη φάση της μέγιστης ακμής του μινωικού πολιτισμού.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού καλύπτει περισσότερα από 20.000 τετραγωνικά μέτρα. Η πόλη αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Έβανς γύρω στις 80.000 κατοίκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πόλεις και ανάκτορα παρέμειναν ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Η καθημερινή ζωή ήταν απλή αλλά άνετη. Η εγχώρια οικονομία βασιζόταν κυρίως, στην αμπελουργία και την ελαιοκαλλιέργεια.
Η πολιτική και πολιτιστική επιρροή των Μινωιτών δεν αποτυπώνεται μόνο στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, αλλά όπου έφτανε το εμπόριο των Κρητών. Η μόδα των Μινωιτών ήταν δημοφιλής στην ανατολική Μεσόγειο. Η κεραμεική και τα υφάσματα τους είχαν εξελιχθεί σε σύμβολο κύρους. Η παρουσία των εμπόρων Μινωιτών «ανάγκασε» τις μακρινές νησιωτικές κοινότητες με τις οποίες διατηρούσαν οικονομικές συναλλαγές να υιοθετήσουν έως και τα συστήματα μέτρησης βάρους και μήκους των Κρητών. Ίσως, η πιο σαφής απόδειξη της επιρροής τους ήταν η επίδραση του μινωικού συστήματος γραφής στις γλώσσες μεταγενέστερων πολιτισμών.
Η Γραμμική Α (ανακαλύφθηκε από τον Έβανς) θεωρείται πρόγονος της Γραμμικής Β, η οποία είναι μυκηναϊκή. Το Ακρωτήρι της Θήρας αποτελεί επίσης, τεκμήριο των σχέσεων που διατηρούσε το νησί με τη Μινωική Κρήτη, καθώς οι ανασκαφές που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, αποκάλυψαν εντυπωσιακές, ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες, η τεχνοτροπία και η θεματική των οποίων παραπέμπουν είτε σε Μινωίτες, είτε σε ντόπιους καλλιτέχνες με βαθιές επιρροές από τον μινωικό πολιτισμό.
Ο Μινωικός πολιτισμός παρήκμασε στα τέλη του 15ου αι. π.Χ., ωστόσο, η ακριβής αιτία παραμένει άγνωστη. Η πιο αποδεκτή υπόθεση εργασίας συνδέεται με την κοσμογονική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και τους σεισμούς που κατέστρεψαν πόλεις οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος των μινωικών εμπορικών οδών, γεγονός που επέφερε δραματικές οικονομικές επιπτώσεις. Η έκρηξη του ηφαιστείου δεν έπληξε άμεσα τη ζωή στη νήσο -που βρίσκεται σε απόσταση 70 μιλίων νοτίως της Θήρας- ωστόσο, οι καταστροφές ήταν μεγάλες. Οι συνέπειες της έκρηξης επηρέασαν γενιές ολόκληρες, ενώ η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε στοιχεία εισβολής στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. Ανάκτορα στην κεντρική και νότια Κρήτη καταστράφηκαν και οικισμοί εγκαταλείφθηκαν. Οι εισβολείς ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Μινωιτών και πήραν τον έλεγχο της νήσου, γράφοντας τους τίτλους τέλους στην εποχή της κυριαρχίας των Κρητών. Παρά το αιφνίδιο τέλος του, η επιρροή του Μινωικού πολιτισμού συνεχίστηκε. Η μινωική παράδοση παρέμεινε ζωντανή και μετά τις καταστροφές του 1500 π.Χ. Η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε τον δρόμο για τη μετάδοση των λαμπρότερων κρητικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα και έγραψε μια νέα σελίδα στην Ιστορία.
Κατά μία άποψη που υποστηρίζεται από τη σχολή της Ινδοευρωπαϊκής Γλωσσολογίας, για την οποία υπάρχουν επιφυλάξεις, από το 2.000 π.Χ. άρχισαν να εισέρχονται στα ελληνικά εδάφη ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν ως εξής: Οι Ινδοί στη σημερινή Ινδία (πρόγονοι των σημερινών Ινδών) Οι Ιρανοί στην τότε Αριανή (Κούρδοι και Πέρσες) Οι Χετταίοι (ή Χιττίτες) στη Βόρεια Μικρά Ασία (πιθανόν σχετιζόμενοι με προγόνους των σημερινών Αρμενίων). Οι Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικότερα (μεταξύ αυτών και οι πρόγονοι των Τρώων). Οι μετέπειτα ονομασθέντες Έλληνες στην Ελλάδα. Οι Λατίνοι στην Ιταλία (πρόγονοι των Αρχαίων Ρωμαίων). Οι Γερμανικοί λαοί (πρόγονοι των Κελτών, Τευτόνων/Γότθων, Σλάβων και Βαλτοσλάβων) στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Οι Ιλλυριοί στη σημερινή Αλβανία. Η ομάδα των Ινδοευρωπαίων που μετοίκησε στα σημερινά ελληνικά εδάφη (κατά άλλη άποψη ήδη από το 8.000 π.Χ. όχι από τον Καύκασο, αλλά από τα μέρη της Εγγύς Ανατολής) ανήκε σε τέσσερις επιμέρους φυλετικές οικογένειες που μέχρι το 1500 είχαν καταλάβει σταδιακά όλες τις αντίστοιχες περιοχές ως εξής: Οι Αχαιοί (<α [επιτατικό] + γαία [γ>χ] = γηγενείς) εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο και νοτιότερα μέχρι την Κρήτη και τη Ρόδο. Οι Αιολείς (<α [επιτατ.] + ιάλλω [μέλλ. ιαλώ, α>ο] = οι κινούμενοι ταχέως, ευκίνητοι, ορμητικοί) στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας. Οι Ίωνες (<ίω [υποτακ. του είμι = έρχομαι ή πηγαίνω] εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Αττική, στη Μεγαρίδα, στην Κορινθία, στην Εύβοια και στις Κυκλάδες. Οι Δωριείς (<δώρον = έχοντες δώρα, χαρισματικοί) έμειναν αρχικά στη Δυτική Μακεδονία (στους σημερινούς νομούς Καστοριάς και Κοζάνης) στην ανατολική Ήπειρο και νοτιότερα στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου (Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία) μέχρι το νομό Φωκίδας.
Αν αυτές οι φυλετικές ομάδες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (σύμφωνα με μιαν άλλη θεωρία) από το 8.000 π.Χ., τότε η διάκριση σε Πρωτοέλληνες και Έλληνες έχει πρακτικά μόνο χρονολογική και όχι φυλετική σημασία. Αν επίσης ο ελληνικός χώρος ήταν ο κύριος σταθμός εγκατάστασης πληθυσμών, προερχόμενων από την Αφρική, μέσω Εγγύς Ανατολής, πριν από την μετάβασή τους στην δυτική Ευρώπη, αυτό μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο η ελληνική ήταν το κοινό γλωσσικό υπόβαθρο των πληθυσμών αυτών επί σειρά χιλιετιών, με αυξανόμενη επίδραση μετά τα χρόνια της ελληνιστικής εξάπλωσης και της ελληνοχριστιανικής θρησκείας. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, όπως προκύπτει και από τα ομηρικά έπη που ουσιαστικά παραγνωρίζουν τις άλλες φυλές, κυρίαρχη θέση φαίνεται πως είχαν οι Αχαιοί, των οποίων κύριο κέντρο ήταν οι Μυκήνες, με συνέπεια ο πολιτισμός που δημιούργησαν να ονομάζεται από τους αρχαιολόγους Μυκηναϊκός, ο οποίος σε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το 1450 π.Χ. συνυπήρχε χρονικά με τον Ετεοκρητικό, που προηγήθηκε σε ανάπτυξη και τον οποίο διαδέχτηκε. Οι Αχαιοί ανάπτυξαν ένα τελειοποιημένο σύστημα συλλαβογραμματικής γραφής, τη Γραμμική Γραφή Β, που βασιζόταν στη Γραμμική Γραφή Α, της προηγούμενης περιόδου και κατέγραφε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, μεταθέτοντας ουσιαστικά την έναρξη της ιστορικής περιόδου για την Ελλάδα στην εποχή αυτή.
Σημαντικότερη πηγή για τη μελέτη του αχαϊκού / μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, και ακολουθούν σε σπουδαιότητα τα κείμενα της γραμμικής γραφής Β, ενώ η σπουδή με βάση τα ομηρικά έπη, που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει επικουρική χρησιμότητα, δεδομένου ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια χρονολογούνται ίσως τέσσερις αιώνες ή δεκατρείς γενιές μετά το τέλος του Αχαϊκού Πολιτισμού και είναι έργα με διάθεση ποιητική που ενσωματώνει μυθολογικά στοιχεία. Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα σχετικά με το αν τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν ή την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και όχι με ακρίβεια τον αχαϊκό κόσμο. Παρόλα αυτά η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή, στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή διαφωτίζεται απλώς η από ποιητική άποψη εκμετάλλευση του παρελθόντος, που δεν μπορεί να είναι εντελώς άσχετη με τα γεγονότα που εξιστορεί.
Με βάση τη γεωγραφική εξάπλωση των αρχαιολογικών ευρημάτων της εποχής (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική γραφή Β, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος), τον γεωγραφικό πυρήνα του αχαϊκού/μυκηναϊκού κόσμου συγκροτούσε η νότια ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα η Πελοπόννησος, η ανατολική Στερεά (Αττική, Βοιωτία) και η Εύβοια. Η Αργολίδα και η Μεσσηνία είναι οι πιο εντατικά ερευνημένες περιοχές και μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Αχαϊκού Κόσμου, δεν λείπουν όμως σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που εκτείνονται σε ολόκληρη την Θεσσαλία, όπως και την Ήπειρο, αλλά και τη Μακεδονία. Η ύπαρξη ευρημάτων ταφικών και λατρευτικών εθίμων, συνδεόμενων με τους Αχαιούς, και επιγραφών ενδεικτικών της αχαϊκής γλώσσας, υποδηλώνουν παρουσία Αχαιών ήδη από το 1450 στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας (λίγο αργότερα), καθώς και στην Κύπρο από τα τέλη του 12ου αιώνα, αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων κεραμικών προϊόντων. Πληθυσμιακές ομάδες αχαϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μ. Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία, ίσως εξαιτίας της αναστάτωσης και της παρακμής που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα περί το 1100 π.Χ. Είναι όμως γνωστές συστηματικές επαφές και με άλλα σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής, όπως η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος.
Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική γραφή Β έχουν βρεθεί και στη Γεωργία, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Ιρλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που καθιστά φανερό ότι οι Αχαιοί περνούσαν από το Γιβραλτάρ με καράβια, παράπλεαν τις ακτές της Δυτ. Ευρώπης και έφθαναν εκεί για να πάρουν κασσίτερο και χαλκό, πουλώντας κυρίως υφάσματα και είδη χρυσοχοϊκής (κούπες, ποτήρια, κανάτες, βραχιόλια κλπ, που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Stonehenge). Η πρώτη ονομασία που δόθηκε από τους Έλληνες στην Αγγλία ήταν Κασσιτερίδες Νήσοι (και αργότερα Πρυτανεία <πρώτος + άνω = η πρώτη χώρα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη, αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή Πυθέα τον Μασσαλιώτη (που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ.).
Αίσθηση προκαλούν επίσης οι συλλογές αρχαίων χάλκινων αντικειμένων που εκτίθενται στο Milwaukee Public Museum της πολιτείας Wisconsin των ΗΠΑ. Στη συλλογή που είναι γνωστή ως Old Copper Culture, ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα εκτίθενται και μερικοί διπλοί πελέκεις, γνωστό σύμβολο της Μινωικής Κρήτης, που χρονολογούνται στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Superior των ΗΠΑ από την εποχή γύρω στο 1700 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι Ετεοκρήτες (ή Μινωίτες) και οι συνεχιστές του πολιτισμού τους Αχαιοί (Μυκηναίοι), επωφελούμενοι και από τα θαλάσσια ρεύματα του Ατλαντικού Ωκεανού, έφτασαν στα παράλια της Βόρειας Αμερικής και ανάπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τους ντόπιους κατοίκους, έχοντας το κύριο ενδιαφέρον τους στραμένο στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων χαλκού της περιοχής. Αυτό παρέχει επίσης την βάση εξήγησης των περιπετειωδών εξερευνήσεων του Ηρακλή, αλλά και των 10ετών περιπλανήσεων του Οδυσσέα μετά τον Τρωικό Πόλεμο, που σχετζίζονται με την αμερικανική ήπειρο.
Εμπορικές σχέσεις των Ετεοκρητών / Μινωιτών και των Αχαιών / Μυκηναίων, πέραν της Β. Αφρικής, της Ευρώπης και της Αμερικής, υπήρχαν όμως και με άλλους μακρινούς λαούς της Ανατολής, όπως για παράδειγμα με τις Ινδίες, δεδομένου ότι έχουν βρεθεί εκεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές πολλά είδη και υλικά της Μεσογείου και αντίστροφα. Θαλάσσια ταξίδια προς τις Ινδίες θα μπορούσαν να γίνονται την εποχή εκείνη με χρήση καναλιών που κατασκευάστηκαν στο Δέλτα του Νείλου από το 2300 έως το 2180 π Χ. στη διάρκεια της 6ης Δυναστείας της Αιγύπτου, μέσω της Ερυθράς και της Αραβικής θάλασσας, αξιοποιώντας τους πνέοντες ισχυρούς θερινούς Μουσώνες. Προσάραξη στις Ινδίες θα μπορούσε να γίνεται στα λιμάνια του Lothal, Cambay και Mouziris, που κατά Ινδούς αρχαιολόγους, λειτουργούσαν εκεί για εμπορικούς σκοπούς τουλάχιστον μεταξύ του 2500 και του 1900 π.Χ.
Άκρως εντυπωσιακές είναι μεταγενέστερες γεωγραφικές παρατηρήσεις, που εμφανώς καταγράφουν γνώσεις που προϋπήρχαν από την αχαϊκή περίοδο, όπως ιδιαίτερα του Κράτη του Μαλλώτη, που έζησε περί το 150 π.Χ. ο οποίος πρακτικά δημοσιοποίησε την πρώτη υδρόγειο σφαίρα, στην οποία με εκπληκτική ακρίβεια απεικονίζει την «οικουμένη» (όπως πρώτος την ονόμασε εκείνος, εννοώντας τις Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική), τους «περίοικους» (Βόρεια Αμερική), τους «αντίποδες» (Νότια Αμερική) και τους «αντίοικους» (σύμπλεγμα Ωκεανίας, Ανταρκτικής). Αυτή είναι ουσιαστικά η γεωγραφική έκταση του Ετεοκρητικού και Αχαϊκού κόσμου, που δημιούργησαν την εποχή εκείνη (χωρίς υπερβολή) μία από τις μεγαλύτερες (οικονομικές) κοσμοκρατορίες όλων των εποχών, της οποίας η σπουδαιότητα, μέχρι και τις μέρες μας, δεν έχει αξιολογηθεί και προβληθεί επαρκώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...