Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ


Μια επίσκεψη στο Προϊστορικό Δισπηλιό, στην Καστοριά, δεν είναι ένας απλός περίπατος. Είναι ένα μεγάλο ταξίδι που σε πάει πολύ μακριά. Σε μια χώρα του άγνωστου και του αινιγματικού, που την ονομάζουμε «Προϊστορία», όπου τα πράγματα μπορεί να μην είναι όμοια με όσα μας περιβάλλουν σήμερα, έχουν, όμως, την ίδια σημασία.
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1992, ενώ σήμερα στην Αναπαράσταση, που αποτελείται από 8 καλύβες, ο επισκέπτης αποκτά την εικόνα ενός προϊστορικού λιμναίου οικισμού και βλέπει τα ευρήματα της εποχής εκείνης και μπορεί να καταλάβει πως ήταν ένα νοικοκυριό πριν από 7.500 χρόνια. Mοναδικές πολιτιστικές πτυχές της κοινότητας του Δισπηλιού αποκαλύπτουν τρεις οστέινες φλογέρες καθώς και μια ξύλινη πινακίδα με εγχάρακτα γραμμικά στοιχεία. H πινακίδα αυτή χρονολογείται με βεβαιότητα στο 5260 π.Χ. και δεν αποκλείεται να αποτελεί μια πρώιμη μορφή γραπτού λόγου, όπως εικάζεται και για παρόμοια σύμβολα χαραγμένα σε πηλό.
Το μυστήριο μνημείο του Στόουνχεντζ, στη Μεγάλη Βρετανία
To Στόουνχεντζ είναι νεολιθικό μεγαλιθικό μνημείο του οποίου η διαμόρφωση συνεχίστηκε ως την Εποχή του Χαλκού, κοντά στο Έιμσμπερι (Amesbury) της Αγγλίας στην κομητεία του Γουΐλτσιρ (Wiltshire), περίπου 13 χλμ βορειοδυτικά του Σώλσμπερι (Salisbury). Πρόκειται για έναν κύκλο μεγαλίθων, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις πλέον αποδεκτές αρχαιολογικές εκτιμήσεις ανάμεσα στο 2500 π.Χ. και το 2000 π.Χ.. Το αρχαιότερο κυκλικό ανάχωμα και η περιφερειακή τάφρος, που ανήκουν σε πρωιμότερη φάση του μνημείου, χρονολογήθηκαν προσφάτως περί το 3100 π.Χ. Το όνομα Στόουνχεντζ (Stonehedge) προέρχεται από τις αρχαίες αγγλικές λέξεις Stanhen gist, που σημαίνουν 'κρεμαστοί λίθοι' και έδωσαν το όνομά τους σε μια ολόκληρη κατηγορία μνημείων γνωστών ως henge(s), δηλαδή κυκλικές ή οβάλ σχήματος περιοχές με διακριτά χαρακτηριστικά τους το κυκλικό ανάχωμα και την τάφρο που το περιβάλλει. Οι αρχαιολόγοι καθορίζουν τα henge(s) ως εκχωματώσεις που συνίστανται από ένα κυκλικό έγκλεισμα, περιβεβλημένο με κρηπιδωμένη κυκλική τάφρο. Όπως συμβαίνει συχνά με την αρχαιολογική ορολογία, η λέξη είναι δάνεια από τους παλιούς αρχαιοδίφες. Όμως, ο όρος henge δεν είναι και ο καταλληλότερος για την περιγραφή του Στόουνχεντζ, στην περίπτωση του οποίου το κρηπίδωμα βρίσκεται εσωτερικά της τάφρου. Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρουν στα έργα τους έναν λαό με το όνομα Υπερβόρειοι, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα νησί πέρα από τη γη των Κελτών της Γαλατίας (σημερινή Γαλλία) και είχαν κατασκευάσει έναν μεγάλο κυκλικό ναό όπου λατρεύανε το θεό Απόλλωνα. Κατά πολλούς μελετητές, αυτή η εκδοχή θεωρείται αληθινή, καθώς το Στόουνχεντζ χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο για τη θέση του ήλιου, πράγμα που μπορεί να μπέρδεψαν οι αρχαίοι Έλληνες εξερευνητές με τη λατρεία του Ήλιου, που για τους ίδιους ταυτιζόταν με τον θεό Απόλλωνα.
Βίσωνας, από το σπήλαιο του Λασκώ, στη Γαλλία: οι τελευταίες θεωρίες υποστηρίζουν ότι η αναπαράσταση του βίσωνα από τον άνθρωπο της συγκεκριμένης περιόδου της προϊστορίας απηχεί τη ΜΝΗΜΗ αυτού του ζωϊκού είδους από παλαιότερες εποχές.
Δείτε, εδώ, αντίστοιχες αναπαραστάσεις ζώων από τη "Σπηλιά των χεριών" (Cueva de Manos) στη Σάντα Κρουζ της Αργεντινής: χρονολογούνται στο 10.000 προ Χριστού:
Τέλος, παρατηρήστε την αναπαράσταση ζώων από το σπήλαιο Chauvet-Pont-d’Arc της Νότιας Γαλλίας, που χρονολογείται γύρω στις 32.000 χρόνια προ Χριστού:
Ο άνθρωπος κατά κανόνα αναπαριστά μορφές του κόσμου που τον περιβάλλει με στόχο να τις διατηρήσει ζωντανές στη μνήμη του.Αυτό συνέβαινε με τους πρώτους ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΕΣ>
Οι πρώτες ομάδες μετακινούμενων τροφοσυλλεκτών συνιστούσαν τις απλούστερες μορφές κοινωνίας. Αργότερα, η ανάπτυξη της γεωργίας οδήγησε στην Νεολιθική επανάσταση, όπου οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά σε μόνιμους οικισμούς, εξημέρωσαν τα ζώα και αξιοποίησαν τη χρήση μεταλλικών εργαλείων. Η γεωργία βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της συνεργασίας, και συνέβαλε στη δημιουργία πολύπλοκων κοινωνιών. Αυτές οι κοινωνίες, λόγω σταθερότητας στον χώρο, είχαν και ισχυρότερες αφηγήσεις και περισσότερα τεκμήρια "συλλογικής μνήμης".
Οι πρώτοι θαλασσοπόροι
Σήμερα η επιστήμη της Αρχαιολογίας υπηρετεί αποτελεσματικά την "ανάπλαση" της συλλογικής μας μνήμης. Αυτό ισχύει για όλη την ανθρωπότητα. Πριν από λίγα χρόνια μια ομάδα Eλληνοαμερικανών αρχαιολόγων ανακάλυψε στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς Ρεθύμνου. Είναι μία σπουδαία ανακάλυψη στην οποία δεν δόθηκε η αρμόζουσα προσοχή, παρά το γεγονός ότι αυτό το εύρημα κατατάχθηκε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες ανακαλύψεις για το 2010. Η έρευνα της ομάδας με επικεφαλής τον Thomas F. Strasser, την κ. Ελένη Παναγοπούλου και με τη συμβολή του καθηγητή του πανεπιστημίου της Βοστώνης κ. Curtis Runnels, αναγκάζει τους μελετητές να θέσουν σε νέα βάση τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά στις ικανότητες ναυσιπλοΐας των προϊστορικών ανθρώπων. Οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές σε ένα φαράγγι στην Κρήτη και ανακάλυψαν ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Πρέβελης. Εκεί εντόπισαν 30 τσεκούρια και εκατοντάδες άλλα πέτρινα μικροεργαλεία τα οποία βρέθηκαν σκόρπια σε περίπου 20 διαφορετικά σημεία.
Πριν από την ανακάλυψη, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν την Κρήτη, την Κύπρο, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά νησιά και τη Σαρδηνία, έφτασαν σε αυτά τα μέρη πριν από 12.000 χρόνια. Όμως τα εργαλεία που ανακάλυψε η ομάδα των Ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων χρονολογούνται πριν από 130.000 χρόνια. Τα εργαλεία, καθώς και το έδαφος που βρέθηκαν, χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βράχοι και τα σπήλαια της περιοχής ανυψώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου λόγω γεωλογικής δραστηριότητας. Τα τμήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τη σειρά των γεωλογικών περιόδων τα οποία αποτέλεσαν και το αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Κατά την ανάλυση του γεωλογικού στρώματος που βρέθηκαν τα εργαλεία, η ομάδα έφτασε στο συμπέρασμα ότι το έδαφος αυτό ήταν στην επιφάνεια πριν από 130.000 ως 190.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπ’όψιν το γεγονός ότι η Κρήτη είναι νησί και δεν έχει πρόσβαση απο στεριά εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι τα εργαλεία πρέπει να έφτασαν εκεί ακτοπλοϊκώς από προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η ναυσιπλοΐα υπήρχε στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή που πίστευαν οι αρχαιολόγοι και ότι οι πρώτοι Χόμο Σάπιενς ή κάποιοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν σκάφη αξιόπλοα και πραγματοποιούσαν μακρινά ταξίδια. Πριν από αυτή την ανακάλυψη , το παλαιότερο αποδεδειγμένα θαλάσσιο ταξίδι ήταν ο διάπλους κάποιων Homo sapiens sapiens προς την Αυστραλία, όπου χρειάστηκε να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις εώς και 71 χιλιόμετρα , γεγονός που συνέβη 60.000 χρόνια πριν, αν και οι χρονολογήσεις αμφισβητήθηκαν. Αυτό που προκαλεί όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως η τεχνοτροπία των ευρεθέντων εργαλείων μοιάζει με κάποια χειροτεχνήματα που ανήκαν σε προϊστορικούς πληθυσμούς της Αφρικής. Για δεκαετίες οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί της Αφρικής έφτασαν στην Ευρώπη και την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια περνώντας μέσα από την σημερινή Τουρκία στα Βαλκάνια. Τα ευρήματα στην Κρήτη αποτελούν απόδειξη ότι η μετανάστευση των πληθυσμών δεν γινόταν μόνο μέσω ξηράς και ίσως οι διαδρομές να ήταν από τη Βόρεια Αφρική προς την Ισπανία μέσω των Στενών του Γιβραλτάρ ή από την Λιβύη προς την Κρήτη, μία απόσταση περίπου 320 χιλιόμετρα. Αρχικά, υπήρχε η εντύπωση ότι τα πρώτα πλοιάρια δεν ήταν παρά μόνο απλές ξύλινες σχεδίες με ιστία φτιαγμένα από δέρμα ζώων συρραμμένα και στηριγμένα σε κούτσουρα δέντρων για να πιάνουν τον άνεμο. Ωστόσο, ειδικοί στην αρχαία ναυτιλία υποστηρίζουν ότι οι προϊστορικοί ναυτικοί θα χρειάζονταν μια πιο γερή κατασκευή για να διανύσουν την απόσταση από τη βόρεια Αφρική ως την Κρήτη.
Η νέα ανακάλυψη αναιρεί τα παλαιά δεδομένα και μάλιστα αποδεικνύει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι γνώριζαν πολύ περισσότερα από όσα πιστεύαμε και κατασκεύαζαν κάτι παραπάνω από απλά πέτρινα εργαλεία. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι τα ευρήματα της έρευνας ανατρέπουν τα έως τώρα δεδομένα και τις γνώσεις μας για τις ικανότητες των προϊστορικών ανθρώπων και αποδεικνύουν ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι ταξίδευαν στην Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από ότι πιστεύαμε. Έτσι, έχουμε μια επιστημονική κατάρριψη του μύθου περί αυτοχθονίας και περί "Σπαρτών": ΟΥΔΕΙΣ φύτρωσε στον τόπο όπου βρέθηκε! ΟΛΟΙ ΗΡΘΑΝ ΑΠΟ ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ!
2,6 εκατομμύρια χρόνια πριν: τα πρώτα εργαλεία και η έναρξη της Παλαιολιθικής Εποχής
Οι πρώτοι γεωργικοί πολιτισμοί
Περίπου 6.000 χρόνια πριν, τα πρώτα κράτη δημιουργήθηκαν στη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και στην περιοχή του Ινδού ποταμού. Για προστασία δημιουργήθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς και διοικητικά όργανα για να συντονίσουν την κοινωνία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών για την εξασφάλιση σημαντικών πόρων οδηγούσε πολλές φορές στον πόλεμο. Περίπου 2.000-3.000 χρόνια πριν, μερικά κράτη, όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ρώμη και η Ελλάδα, κατόρθωσαν να επεκτείνουν τα εδάφη τους μέσω εκστρατειών. Διάφορες θρησκείες όπως ο Ιουδαϊσμός και ο Ινδουισμός που εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή επηρέασαν σημαντικά τις κοινωνίες των ανθρώπινων πληθυσμών.
Ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, γαζέλες, ιππάρια και αντιλόπες ζούσαν στην πεδιάδα της Δράμας πριν από εννέα εκατ. χρόνια, όπως αποκαλύπτουν τα απολιθώματα που εντοπίστηκαν στην Πλατανιά του Δήμου Παρανεστίου της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας. Το ανασκαφικό έργο που πραγματοποιείται στην περιοχή έφερε στο φως πολύ σημαντικά παλαιοντολογικά ευρήματα, από τα οποία προκύπτουν νέα στοιχεία για την ιστορία και τη γεωλογία της περιοχής. Η ανασκαφική ομάδα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη με επικεφαλής την καθηγήτρια Γεωλογίας - Βιολογίας και Δρ Παλαιοντολογίας Ευαγγελία Τσουκαλά διενεργεί ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή τους τελευταίους επτά μήνες. Ωστόσο η αυτοψία της περιοχής ξεκίνησε πριν από ένα περίπου χρόνο μετά από παρότρυνση και υπόδειξη του δημάρχου Παρανεστίου Νίκου Καγιάογλου και κατοίκων της περιοχής που γνώριζαν την ύπαρξη των απολιθωμάτων. «Θεωρούμε ότι είναι τα αρχαιότερα που έχουν βρεθεί, όχι μόνο στην περιοχή της Δράμας, αλλά σε όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη» δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο η κ. Τσουκαλά, σημειώνοντας: «Τα ευρήματα μας βοηθούν να γνωρίσουμε την ιστορία της Πλατανιάς, ότι ήταν δηλαδή μια σαβάνα πριν από εννέα εκατομμύρια χρόνια και μέσα σε αυτή ζούσαν ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, γαζέλες, ιππάρια, μαστόδοντες, που είναι οι πρόγονοι των ελεφάντων, ακόμη και αντιλόπες. Βρήκαμε μια πλούσια πανίδα εκείνης της εποχής στην περιοχή.
Ο "μπάρμπα" Φίλιππος, όπως τον αποκαλούσαν, είχε παρατηρήσει ότι ανάμεσα στους ασβεστολιθικούς βράχους υπάρχει στις πλαγιές του Κάλαυρου μία μικρή σχισμή, γεμάτη με πέτρες και χώμα, που παρουσιάζει τις εξής ιδιαιτερότητες.. Τους χειμερινούς μήνες γύρω από το άνοιγμά της το χιόνι λιώνει νωρίτερα από τα άλλα σημεία του βουνού, και ότι ο αέρας από πάνω είναι πιο ζεστός. Τους καλοκαιρινούς αντίθετα μήνες στο ίδιο σημείο ο αέρας είναι δροσερός. Επιπλέον, από την ίδια σχισμή ακουγόταν να προέρχεται κατά διαστήματα ένας απαλός θόρυβος, σαν ανάσα. Ο Φίλιππος υπέθετε ότι από κάτω περνούσαν υπόγεια νερά, τα οποία διατηρούσαν σταθερή τη θερμοκρασία του αέρα πάνω από τη σχισμή, δημιουργώντας επίσης το σαν φύσημα θόρυβο. Για αρκετά χρόνια οι κάτοικοι του χωριού δεν έδιναν σημασία, παρόλο που, λόγω της έλλειψης υδάτινων πόρων στην περιοχή, ο εντοπισμός μιας πηγής θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος. Έτσι, ύστερα από πολλές παροτρύνσεις του Φ. Χατζαρίδη, την άνοιξη του 1959 έφθασε πάνω από τη σχισμή μία ομάδα Πετραλωνιτών, οι οποίοι έσκαψαν στο εσωτερικό της, αδειάζοντας το χώμα που περιείχε και είδαν ότι οδηγούσε σε ένα κατακόρυφο υπόγειο στενό πέρασμα. Δύο ντόπιοι, ο Βασίλης Γιαννακόπουλος (1930-2008) και ο Χρήστος Σαρηγιαννίδης (1931-2001), με τη βοήθεια σχοινιών και τεχνητού φωτισμού κατέβηκαν σε ένα βάθος 7 - 10 μέτρων. Εκεί, προς μεγάλη τους έκπληξη, αντί για υπόγεια νερά, αντίκρισαν το εσωτερικό ενός άγνωστου Σπηλαίου. Τον ίδιο χρόνο, οι κάτοικοι του χωριού παρατήρησαν ότι το νοτιότερο τοίχωμα δεν ήταν σχηματισμένο από ασβεστόλιθο, αλλά από τσιμενταρισμένο χώμα (λατυποπαγές). Στη συνέχεια έσκαψαν ένα κατακόρυφο άνοιγμα πλάτους ενός περίπου μέτρου, δημιουργώντας έτσι την πρώτη τεχνητή είσοδο. Αν και η είσοδος αυτή διευκόλυνε τις εξερευνήσεις που επακολούθησαν, τράβηξε όμως επίσης την προσοχή των κυνηγών θησαυρών και των συλλεκτών σταλαγμιτών, σταλακτιτών και απολιθωμάτων, προκαλώντας έτσι καταστροφές σ’ ένα περιβάλλον που η Φύση είχε διαφυλάξει για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Πάντως, οι ζημιές επεκτάθηκαν περισσότερο κοντά σε αυτή την είσοδο και λιγότερο, λόγω δυσκολίας στην προσπέλαση, στα ενδότερα και ομορφότερα διαμερίσματα. Παρά τη μεγάλη παλαιοανθρωπολογική σημασία του Σπηλαίου, μονάχα το 1968, και μετά από προσωπικές ενέργειες του Δρα Άρη Πουλιανού, αυτή η είσοδος προστατεύθηκε με μία πόρτα ασφαλείας.
Το σχεδόν ολόκληρο ανθρώπινο κρανίο του Σπηλαίου Πετραλώνων βρέθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1960 από ομάδα έξι ατόμων, με οδηγό τον Χρήστο Σαρηγιαννίδη (1931-2001), κάτοικο της παρακείμενης (ομώνυμης) Κοινότητας. Από την στιγμή που το 1959 εντοπίστηκε το Σπήλαιο, ο Χρήστος Σαρηγιαννίδης είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την εξερεύνησή του και συχνά προσφερόταν ως οδηγός σε διάφορους μελετητές. Μετά το θάνατο (Ιαν. 1960) του Ι. Πετρόχειλου - του πρώτου σπηλαιολόγου και γεωλόγου που εξερεύνησε το Σπήλαιο, ο ενθουσιασμός συνέχισε να «σπρώχνει» τον Χρήστο να επισκέπτεται το Σπήλαιο, με σκοπό να βρει νέα απολιθώματα, που θα «ξαναξυπνούσαν» το ενδιαφέρον των ερευνητών.
Με φόντο απολιθώματα 300 εκατομμυρίων ετών που εκτίθενται στις προθήκες της κεντρικής αίθουσας του Μουσείου Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της εντυπωσιακής έκθεσης «Elephas tiliensis – Νάνος και τρισδιάστατος», στην οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε όλη την Ευρώπη ο συναρμολογημένος σκελετός του ελέφαντα της Τήλου. Απολίθωμα ενός προβοσκιδωτού ζώου συγγενούς του σημερινού ελέφαντα βρέθηκε στις Σέρρες, που έζησε πριν 3 με 4 εκατ. χρόνια στην περιοχή. Σύντομα βρέθηκε και δεύτερος χαυλιόδοντας, μέρος κρανίου και απολιθωμένα κοχύλια.
Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου ή εποχή των Παγετώνων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 εκατομμύρια μέχρι 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου σημειώθηκαν στην περιοχή του σημερινού ελλαδικού-αιγαιακού χώρου σημαντικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές αλλαγές, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την πανίδα, τη χλωρίδα και για την επιβίωση του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή.
Η πρωιμότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα είναι το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής και ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Τα μέχρι στιγμής γνωστά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν τη διαίρεση της Παλαιολιθικής στην περιοχή του Αιγαίου σε Κατώτερη (350.000-100.000), Μέση (100.000-35.000) και Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα). Η κατοίκηση εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής, ενώ περισσότερα είναι τα στοιχεία για τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει στην έντονη τεκτονική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο και στις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης του Αιγαίου, που εξαφάνισαν κάθε ίχνος κατοίκησης από κάποιες γεωγραφικές περιοχές. Παλαιολιθικά ευρήματα από τον ελλαδικό χώρο αναφέρονται για πρώτη φορά το 1867, ενώ οι πρώτες οργανωμένες έρευνες σε παλαιολιθικές θέσεις έγιναν στο διάστημα 1927-31 από τον Αυστριακό Markovits. Η πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής θέσης πραγματοποιήθηκε το 1942, στο σπήλαιο Σεϊντί Βοιωτίας από το Γερμανό Stampfuss. Η συστηματική όμως έρευνα της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία 1960-1970 από αγγλικές, αμερικανικές και γερμανικές αποστολές στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Οι αποστολές αυτές συνέταξαν το χάρτη με τις παλαιολιθικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Ο χάρτης αυτός εμπλουτίζεται από τη δεκαετία του 1980 και εξής διαρκώς με νέες θέσεις, που εντοπίζονται σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιούνται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού.
H ανασύνθεση της παλαιολιθικής οικονομίας στην Eλλάδα βασίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη της γεωμορφολογίας του χώρου κατά το Πλειστόκαινο, καθώς και στα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία, οστά ζώων και κατάλοιπα φυτών και καρπών. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές δραστηριότητες του παλαιολιθικού ανθρώπου (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα) αποσκοπούσαν στην εξεύρεση τροφής και περιορίζονταν στο κυνήγι ζώων, πτηνών και στη συλλογή γαστερόποδων (σαλιγκαριών), χόρτων και καρπών. Oι δραστηριότητες αυτές γίνονταν ατομικά ή ομαδικά.
Tο κυνήγι είχε στόχο ένα ή περισσότερα ζώα (αγέλες) και διεξαγόταν στα πυκνά δάση (Ήπειρος, Λακωνία), στις στενές κοιλάδες (κοιλάδα Bοϊδομάτη), σε περάσματα που οδηγούσαν από τα βουνά στις πεδιάδες (Πηγές του Aγγίτη), αλλά και σε παράκτιες πεδιάδες (Ήπειρος, Aργολίδα). Tα υπολείμματα οστών ζώων από τις βραχοσκεπές Kλειδί και Μποΐλα της Hπείρου δείχνουν ότι οι κυνηγοί γνώριζαν τις εποχιακές μεταναστευτικές συνήθειες των ζώων (π.χ. ελαφιών), και ότι η εμβέλειά τους επεκτεινόταν και στις παράκτιες περιοχές πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Παράλληλα, τα υπολείμματα ψαριών και θαλάσσιων γαστερόποδων τεκμηριώνουν τις μεταναστευτικές κινήσεις των κυνηγών-ενοίκων των βραχοσκεπών αυτών κατά το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής (15.000-11.000 πριν από σήμερα). Άρκτοι(αρκούδες), λιοντάρια των σπηλαίων, ρινόκεροι, μαμούθ, άλογα, λύκοι, κυρίως ελαφοειδή και αιγαγροειδή (κάτι σαν τα σημερινά κρι-κρι της ορεινής Κρήτης), αλλά και άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι(γαϊδούρια), μικρά θηλαστικά (νυφίτσα, ασβός, κάστορας), τρωκτικά, πτηνά, ψάρια, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα αναγνωρίστηκαν από τους παλαιοζωολόγους ανάμεσα στα υπολείμματα ζώων, που βρέθηκαν σε σπήλαια και βραχοσκεπές του ελλαδικού χώρου.
Εκτός από τα πυκνά κωνοφόρα δάση, η χλωρίδα της εποχής περιλάμβανε, σύμφωνα με τις μελέτες παλαιοβοτανολόγων σε φυτικά κατάλοιπα από τη Θεόπετρα Θεσσαλίας και το Φράγχθι Eρμιονίδας, βελανιδιά, κολλιτσίδα, λιθόσπερμο, βοϊδόγλωσσα, κουφοξυλιά, αγριοαμυγδαλιά, αγριομπίζελο, αγριοτρίφυλλο, φακή, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι κλπ. Για το κυνήγι και την επεξεργασία της τροφής (εκδορά και τεμαχισμός) χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα λίθινα, αλλά και οστέινα ή κεράτινα εργαλεία. Yλικά κατάλληλα για την κατασκευή των λίθινων εργαλείων ήταν ο πυριτόλιθος και ο χαλαζίας, που προέρχονταν συνήθως από τη ζώνη δράσης των παλαιολιθικών κυνηγών (π.χ. κροκεάτης λίθος στη Λακωνία).
Eνδείξεις για διακίνηση πρώτων υλών σε μεγάλες αποστάσεις έχουμε από την κοιλάδα του Bοϊδομάτη. Η πηγή του σκληρού πυριτόλιθου, που προτιμήθηκε από τον εύθραυστο πυριτόλιθο της περιοχής, εντοπίστηκε πέρα από την κοιλάδα. H λατόμηση αυτής της πρώτης ύλης, θα πρέπει να συνδυαζόταν με τις μεγάλης εμβέλειας κυνηγετικές δραστηριότητες των παλαιολιθικών κυνηγών, που σημειώνονται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική. Tέλος, κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, τεκμηριώνονται για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο οι παρακάτω παραγωγικές δραστηριότητες: η κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα) και η εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη (Θάσος), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές!
Tα στοιχεία που αφορούν στην κοινωνική οργάνωση κατά την Παλαιολιθική εποχή είναι περιορισμένα, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα), αλλά σε όλο τον κόσμο. Θεωρείται ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας και ζούσαν σε ολιγομελείς ομάδες 10 έως 30 ατόμων περίπου. H διαδικασία κατασκευής λίθινων εργαλείων (εξεύρεση πρώτης ύλης και περαιτέρω επεξεργασία), το ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων και η μετέπειτα διαδικασία τεμαχισμού και διατήρησής τους αποτελούν τις πρωιμότερες εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης.
Aπό τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, περίπου από το 120.000 πριν από σήμερα, αυξάνουν οι ενδείξεις συγγένειας και κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως διαφαίνεται από ταφές παιδιών, νεαρών γυναικών και ανδρών, που βρέθηκαν σε σπήλαια της Eυρώπης (Γαλλία) και της Aσίας (Παλαιστίνη). Πρόκειται για τις πρώτες ενδείξεις σεβασμού προς τον άνθρωπο και πίστης στη μεταθανάτια ζωή, και αποτελούν πνευματικές εκφράσεις του ανθρώπου του τύπου Νεάντερταλ. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο ενταφιασμός γίνεται στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές, τα βασικά καταφύγια του παλαιολιθικού ανθρώπου, σε λάκκους που ανοίγονται για να δεχθούν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι ταφές συνοδεύονται από ταφικές προσφορές (κτερίσματα) της κοινωνικής ομάδας, όπως εργαλεία, κέρατα ζώων ή άνθη.
Σε πολλές περιπτώσεις, το πρόσωπο ή το σώμα του νεκρού στολίζεται με ώχρα, το λεγόμενο "χρυσό" της Παλαιολιθικής Εποχής. Aντίστοιχα έθιμα διαπιστώνονται και στις πολυάριθμες ταφές ανθρώπων του Homo sapiens sapiens (σύγχρονου ανθρώπου), που χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).
Tαφές της περιόδου αυτής προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας Θεσσαλίας (14.500 π.Χ.) και πιθανόν και από το Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς στον ελλαδικό χώρο.
Mοναδική για την Eλλάδα είναι η ύπαρξη ορυχείου αιματίτη στη Θάσο, όπου, από την Ανώτερη Παλαιολιθική, πραγματοποιούνταν εξόρυξη κόκκινης ώχρας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές! Tο έργο αυτό απαιτούσε ασφαλώς κοινό προγραμματισμό και συνεργασία της ανθρώπινης ομάδας.
Aπό την προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και, κατ΄επέκτασιν, κοινωνικού συμβολισμού: διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, όστρεα με οπή ανάρτησης.
Τέλος, από την Ύστερη Παλαιολιθική, διαπιστώνεται, με βάση τη διασπορά των ευρημάτων, μια αυστηρότερη κατανομή δραστηριοτήτων σε σπήλαια και βραχοσκεπές (Κλειδί Hπείρου). Η διάκριση χώρου συγκέντρωσης της ομάδας και παρασκευής τροφής γύρω από την εστία, ζώνης ανάπαυλας και ύπνου και ζώνης κατασκευής εργαλείων φανερώνει μικρά και ευέλικτα κοινωνικά σχήματα, ικανά να οργανώσουν τη σκληρή τους καθημερινότητα.
Οι πνευματικές κατακτήσεις του παλαιολιθικού ανθρώπου ανιχνεύονται αποκλειστικά στα αρχαιολογικά ευρήματα, ακίνητα και κινητά, δηλαδή στους χώρους που κατοίκησε και τάφηκε, και στα αντικείμενα που χρησιμοποίησε (π.χ. εργαλεία). Στα υλικά αυτά κατάλοιπα καταγράφεται συγχρόνως η μελέτη της φύσης, του κλίματος και της συμπεριφοράς των ζώων, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους ο παλαιολιθικός άνθρωπος κατόρθωσε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της εποχής των Παγετώνων.
Η επιλογή προσωρινού καταφυγίου (π.χ. σπήλαιο, κατάλυμα από οστά μαμούθ), η ανακάλυψη της φωτιάς (περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα), η επιλογή κατάλληλων πετρωμάτων για την κατασκευή ανθεκτικών όπλων και εργαλείων, η συνεχής βελτίωση των τεχνικών κατασκευής εργαλείων και των κυνηγετικών μεθόδων, ο ενταφιασμός των νεκρών και η τέχνη αποτελούν τα πρωιμότερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το έναυσμα για τη δημιουργία της παλαιολιθικής τέχνης έδωσε η ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση. Έτσι, την πρωιμότερη μορφή τέχνης στον πλανήτη μας, αποτελούν τα εργαλεία και όπλα. Από τον ελλαδικό χώρο προέρχονται πολυάριθμα εργαλεία από λίθο, οστό και κέρατο (χειροπελέκεις, αιχμές βελών, ξέστρα, λεπίδες, βελόνες, σπάτουλες κλπ.).
Από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) πληθαίνουν οι ενδείξεις σεβασμού προς το άτομο και ενταφιασμού του (Θεόπετρα), ενώ η εξόρυξη κόκκινης ώχρας στο λατομείο της Θάσου υποδηλώνει τη χρήση της για την κόσμηση του νεκρού. Πολύ πιθανή είναι και η κόσμηση του σώματος εν ζωή, μια και αυτή η πολύτιμη χρωστική ύλη -ο "χρυσός" της Παλαιολιθικής- φυλασσόταν αμέσως μετά την εξόρυξη σε θήκες από ελαφοκέρατα. Από την ίδια περίοδο χρονολογούνται και τα πρώτα κοσμήματα από δόντια αρκούδας, ελαφιού καθώς και σαλιγκάρια με οπή (τρύπα) ανάρτησης, τα οποία αποτελούν στοιχεία κοινωνικού συμβολισμού. Στα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης από την Ελλάδα συγκαταλέγεται και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές, το οποίο προέρχεται από το σπήλαιο της Θεόπετρας.
Από το σπήλαιο Σαρακινό του Πηλίου, προέρχονται δύο πλακίδια από σχιστόλιθο με εγχάρακτες παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, καλυβών, ζώων (κάποιας ποικιλίας αιγάγρων και κάποιων ερπετών) και καμακιού. Από την περιοχή του Πηλίου προέρχεται επίσης και στιλπνό αντικείμενο με εγχάρακτη παράσταση άγριου αλόγου. Μνημεία παλαιολιθικής τέχνης, όπως βραχογραφίες και μικροπλαστική, όμοια με εκείνα της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, δεν έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.
ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Οι τούμπες αποτελούν εξ ορισμού πολυκατοικημένα μνημεία, με μακρά ιστορία, και με διαχωρισμό του «μέσα» από το «έξω». Στην επιφάνειά τους δεν υπάρχουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ούτε βοσκοτόπια, ενώ οι ειδικοί χώροι (εργαστήρια, ιερά, κοινοί τόποι συνάντησης ή τελετουργικοί χώροι, απορρίμματα) βρίσκονται (πιθανόν) εκτός οικισμού, λόγω έλλειψης ελεύθερων χώρων στο εσωτερικό του. Τα όριά τους σε κάποιες περιπτώσεις σηματοδοτούνται με κατασκευές όπως οι τάφροι και οι λίθινοι τοίχοι. Στις τούμπες αποδίδεται μια σημαντική ιδεολογική διάσταση, καθώς πρόκειται για οικισμούς που είναι ορατοί από μακριά και κατά την κατοίκησή τους και μετά την εγκατάλειψή τους. Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό των οικισμών, όπου το κτίσιμο των σπιτιών στην ίδια θέση αποτελεί τη συμβολική συνέχεια όχι μόνο του σπιτιού αλλά και του νοικοκυριού, υποδηλώνοντας παράλληλα και ένα κληρονομικό σύστημα κατοχής της γης. Αδιαμφισβήτητη είναι η φυσική κυριαρχία τους στον χώρο, ενώ μέσα από το ύψος εκφράζεται όχι μόνο η μακροβιότητα αλλά και κάποιες πιθανές κοσμολογικές αντιλήψεις. Επιπλέον, θεωρείται ότι μπορούσαν και παρείχαν το μέσον για πολιτική δύναμη, αποτελώντας συνάμα και το σύμβολό της.
Σε αντίθεση με τις τούμπες, οι επίπεδοι οικισμοί έχουν μικρό πάχος επιχώσεων, κάτι που τους καθιστά δυσδιάκριτους στο τοπίο και δυσχεραίνει τον εντοπισμό τους. Στους οικισμούς αυτούς κατοικίες και καλλιεργήσιμοι χώροι συνυπάρχουν, σχηματίζοντας μικρές ενότητες στο χώρο, τρόπος οργάνωσης που τους προσδίδει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, σε συνδυασμό και με την οριζόντια διαδοχή των οικιστικών φάσεων. Στους επίπεδους οικισμούς, εργαστηριακοί, απορριμματικοί, αποθηκευτικοί και τελετουργικοί χώροι αναπτύσσονται εντός του οικιστικού ιστού, στις αυλές των σπιτιών και στους ελεύθερους χώρους ανάμεσά τους. Οι οικισμοί αυτού του τύπου, εκτός ίσως από την αρχική φάση της ζωής τους, δεν οργανώνουν τον οικιστικό τους χώρο σε επίπεδο κέντρο – περιφέρεια – όρια, με σταθερή τη θέση των διαφόρων τμημάτων και των λειτουργιών τους, αλλά χαρακτηρίζονται από πιο ελεύθερο και συνεχώς μεταβαλλόμενο τρόπο οργάνωσης του χώρου κατοικίας. Η οριζόντια επέκταση της κατοίκησης τροποποιεί συνεχώς τα όρια του οικιστικού χώρου. Τα χαρακτηριστικά αυτά ωστόσο, στον βορειοελλαδικό χώρο δεν αποκλείουν την οριοθέτηση των οικισμών με κατασκευές όπως οι τάφροι.
Οικιστικοί τύποι: Γενικά χαρακτηριστικά και μεγέθη των νεολιθικών οικισμών στον βορειοελλαδικό χώρο (Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία)
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας, στον βορειοελλαδικό χώρο φαίνεται να κυριαρχούν οι οικισμοί με μορφή τούμπας (χαμηλοί ή ψηλότεροι γήλοφοι, με περιορισμένη έκταση). Ωστόσο, η συνεχής αύξηση του αριθμού των επίπεδων εκτεταμένων οικισμών φαίνεται να διαφοροποιεί σταδιακά την εικόνα.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι τύποι των οικισμών και οι εκτάσεις τους εμφανίζουν σε γενικές γραμμές την παρακάτω εικόνα: Στη Θεσσαλία, κυρίαρχος τύπος οικισμού είναι η τούμπα (ή, όπως λέγεται στη Θεσσαλία, "μαγούλα"), ενώ νεότερα ευρήματα από την περιοχή μαρτυρούν την ύπαρξη και επίπεδων θέσεων. Το ύψος τους ποικίλλει από 0,50-15 μ., ενώ απαντά συχνότερα αυτό των 2μ. (χαμηλές μαγούλες). Το 70% των οικισμών έχουν έκταση μικρότερη των 50 στρεμμάτων, ένα μικρό ποσοστό ανήκει σε θέσεις πολύ μεγάλες, άνω των 150 στρεμμάτων, ενώ πολύ λίγες θέσεις είναι πολύ μικρές. Στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, παρατηρείται συνύπαρξη μικρών, μεσαίων και εκτεταμένων οικισμών, με εκτάσεις έως 2 στρέμματα, έως 20, και πάνω από 100, αντίστοιχα. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις, 100-300 στρεμμάτων, συναντώνται στους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς
Στη Δυτική Μακεδονία, οι εκτάσεις των νεολιθικών οικισμών εμφανίζουν σημαντική διαφοροποίηση κατά περιοχή. Στις περισσότερες περιοχές συνυπάρχουν οικισμοί με μικρές ή μεγάλες διαστάσεις αλλά και με χαμηλό ή μεγάλο ύψος επιχώσεων, εμφανίζοντας μορφή ψηλής ή χαμηλής τούμπας αλλά και επίπεδων οικισμών. Η έκταση των οικισμών στην περιοχή της Φλώρινας είναι 4-100 στρέμματα, στην Αυγή Καστοριάς ο νεολιθικός οικισμός απλώνεται σε έκταση 30 στρεμμάτων, ενώ στα Γρεβενά οι θέσεις είναι πολύ μικρές, μικρότερες των 10 στρεμμάτων και με μικρό πάχος επιχώσεων, εμφανίζοντας εικόνα επίπεδων οικισμών. Ιδιαίτερα για την περιοχή της Κοζάνης, τα πρώτα στοιχεία από το σύνολο των οικισμών δείχνουν ότι στις περισσότερες περιοχές (έξω από την Κίτρινη Λίμνη), οι νεολιθικοί οικισμοί δεν υπερβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους τα 30 στρέμματα, ενώ συναντώνται και πολύ μικρότεροι, με σύντομη διάρκεια ζωής. Οι περισσότεροι έχουν μορφή χαμηλού γηλόφου, με ποικίλο ύψος, ενώ από την κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα είναι γνωστοί και οικισμοί με μορφή ψηλής τούμπας (με ύψος μεγαλύτερο των 5μ.). Αντιπροσωπευτικό δείγμα, για την περιοχή έξω από την κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, αποτελούν οι οικισμοί της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, όπου ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τύπος της οριζόντιας μετακίνησης που παρατηρείται, με την κατοίκηση να μεταφέρεται από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη σε γειτονικά πλατώματα ή από τις υπώρειες προς τις κορυφές των λόφων και αντίστροφα.
Διαφοροποίηση φαίνεται να εμφανίζει η κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, όπου ανήκει και ο οικισμός της Κρεμαστής, στην οποία συγκεντρώνονται οι μεγαλύτεροι σε έκταση νεολιθικοί οικισμοί της περιοχής. Παρατηρείται διαβάθμιση με μικρούς, μεσαίους και μεγάλους οικισμούς, που κυμαίνονται από 30 έως 90 στρέμματα, με μεγαλύτερο (με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα) το Μεγάλο Νησί Γαλάνης. Η έκταση αυτή, σε συνάρτηση με το μεγάλο αριθμό και την πυκνή διάταξη των οικισμών (η μεταξύ τους απόσταση είναι περίπου 1χλμ.) αλλά και τη μορφή χαμηλής τούμπας που εμφανίζουν, συνδέθηκε αρχικά με πυκνοκατοίκηση και αυξημένο πληθυσμό. Ωστόσο, παρά την πρόοδο της έρευνας, ο προβληματισμός σχετικά με τη μορφή των οικισμών παραμένει, δεδομένης της σχετικά μεγάλης έκτασής τους αλλά και των νεότερων ανασκαφικών δεδομένων (με σημαντικότερο παράδειγμα τον οικισμό του Κλείτου, όπου διαπιστώνονται μεγάλα σπίτια, με κενούς χώρους ανάμεσά τους, χωρίς η έκταση του πρώιμου νεολιθικού οικισμού, Κλείτος 1, να υπερβαίνει τα 20 στρέμματα), τα οποία υποδηλώνουν σημαντική πολυμορφία στην ενδοκοινοτική χωροοργάνωση των οικισμών, όχι μόνο από περίοδο σε περίοδο αλλά και μεταξύ σύγχρονων θέσεων.
ΜΑRE NOSTRUM
Παρά το πλήθος των παράκτιων λαών εκ των οποίων αναπτύχθηκαν με τη σειρά τους διάφοροι αρχαίοι πολιτισμοί, πρώτα εκ του Αιγαίου και της ανατολικής λεκάνης και μέχρι της δυτικής (που εξαπλώθηκαν στη συνέχεια με ενδιάμεσες αποικίες) περιέργως δεν είχε εξ αρχής και επί αιώνες ιδιαίτερο όνομα. Ο Ηρόδοτος π.χ. χρησιμοποιεί επί μέρους ονόματα θαλασσών και κολπώσεών της αντί ενιαίου ονόματος (Α 163). Άλλοι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονται σε αυτήν περιφραστικά, είτε προς τον έξω από τις Ηράκλειες στήλες απλωμένο ωκεανό, είτε ως γνωστότερη την έσω από τις εν λόγω στήλες. Π.χ. ο Στράβων την ονομάζει: «η εντός και καθ΄ ημάς λεγομένη θάλασσα», προσδιορισμό που πιστά μιμήθηκαν αργότερα οι Ρωμαίοι και τον μετέφρασαν ως «Μare Νostrum» (= ημέτερη θάλασσα). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης την ονομάζει «θάλασσα» έναντι εκείνου του ωκεανού. Το αυτό και ο Πολύβιος, ενώ άλλοι Ρωμαίοι χρησιμοποιούν τον όρο «mare internum» ή «mare insentinum» (= εσωτερική θάλασσα) καθώς και «Μare magnum» (=Μεγάλη θάλασσα).
Η πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει ιστορικά στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα, οπότε πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει χαρακτηριστικά «Mare Mediterraneum» ως μεταξύ δύο ηπείρων θάλασσα, καθιστάμενος ιστορικός ανάδοχος του ονόματος αυτής. Ο 16ος και 17ος αιώνας βρίσκει τη θάλασσα αυτή να ονομάζεται: Λευκή θάλασσα, ή θάλασσα των Ελλήνων (έτσι την ονόμαζαν και οι Τούρκοι σε αντιδιαστολή με το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο). Η πατρότητα του ελληνικού όρου «Μεσόγειος» οφείλεται στον γεωγράφο - επίσκοπο Αθηνών Μελέτιο (Γεωγραφία παλαιά και Νέα, Α 80 - 1707) με τον επιπρόσθετο χαρακτηρισμό ως «δεύτερο κόλπο του ωκεανού», εννοώντας ως πρώτο τον Βισκαϊκό.
Ιστορικά ονόματα που έχουν δοθεί για επιμέρους περιοχές της Μεσογείου είναι: Σαρδώο πέλαγος, Ιβηρικό π., Γαλλικό π., Ταρτησσός Κόλπος, Βαλεαρικό π., Λυγουρικό, Λιγυστικό, Αυσώνιο, Τυρρηνό, Σικελικό, Ιωνικό, Αιγαίο, Αδρίας, Ρόδιο, Κύπριο, Κιλικίας αυλών κ.ά.
Η περίοδος από το 1600 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουν τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης. Από τον 8ο έως και τον 6ο π.Χ. αιώνα έχουμε την Αρχαϊκή Εποχή. H Κλασική εποχή οριοθετείται με την έναρξη του 5ου π.Χ. αιώνα και το θάνατο του Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., οπότε ξεκινά και η Ελληνιστική εποχή. Η τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, πέραν των φιλολογικών μαρτυριών ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ή ρητόρων όπως ο Δημοσθένης και ο Ισοκράτης ή φιλοσόφων όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι εφικτή και μέσω της ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης,παρόλο που σε γενικές γραμμές η αρχαία ιστοριογραφία επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη της Αθήνας, σύγχρονοι ερευνητές έχουν δημοσιεύσει σωρεία μελετών για τις άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, παρέχοντάς μας πλέον μια σφαιρική εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Από περίπου τη δεκαετία του 1980 για την έρευνα της ιστορίας και προέλευσης πληθυσμών πραγματοποιούνται γενετικές μελέτες που αξιοποιούν π.χ. το ανθρώπινο DNA. Πρόκειται για ένα πεδίο που, αν και παράγει αποτελέσματα φαινομενικά εντυπωσιακά, δεν είναι ακόμα μεθοδολογικά ώριμο, ούτε παράγει αποτελέσματα η ερμηνεία των οποίων μπορεί από μόνη της να δώσει απαντήσεις σε σύνθετα ιστορικά ερωτήματα, αν και ενδέχεται, σε συνδυασμό με τα πορίσματα της αρχαιολογίας ή της γλωσσολογίας, να ενισχύσει υπάρχουσες θεωρίες.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την έως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, αναμίχθηκαν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και στη συνέχεια διαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχαν λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικού και του λαμπρού Μινωικού πολιτισμού. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή επήλυδων περί το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2000 π.Χ.). Μια παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, διακοσια χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Έχει διατυπωθεί η (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) θεωρία οτι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος). Αυτή η θεωρία για την πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου.
Η μετακίνηση δε φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των εισβολών αυτών. Σίγουρα, όμως, παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων. Οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα «μινυακά» αγγεία και ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως «μέγαρον» - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα. Δεν ευσταθεί, ακόμη, η παλιά αντίληψη ότι ο οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και ότι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...